Ο Θεός των Μικρών Πραγμάτων
Αρουντάτι Ρόι
Μυθιστορηματική ανθολόγηση, με "επέμβαση" στη χρονική εξέλιξη των γεγονότων.
Ένα από τα αριστουργήματα τής παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ένας απαγορευμένος τραγικός έρωτας με φόντο τις διαιρέσεις και διακρίσεις στην Ινδική κοινωνία. Διαιρέσεις και προκαταλήψεις λόγω των Διακρίσεων, των "Καστών" (Καθαροί, Άθικτοι), λόγω τής Ταξικής διαστρωμάτωσης, λόγω των διαφόρων θρησκειών (Ινδουιστές, χριστιανοί διαφόρων δογμάτων). Διαιρέσεις με βαθιές και οδυνηρές συνέπειες στο συναισθηματικό κόσμο και τη ζωή των προσώπων. Για τα δυο μικρά δίδυμα παιδιά: την ώρα που τα άλλα παιδιά τής ηλικίας τους μάθαιναν άλλα πράγματα, ο Έστθα και η Ράχελ παρακολούθησαν την ιστορία να υπαγορεύει τούς όρους της και να επιβάλει τις τιμωρίες της σε όσους παρέβαιναν τούς νόμους της. Αφουγκράστηκαν το σιχαμένο γδούπο τής οργής της. Οσφράνθηκαν τη μυρωδιά της και δεν την ξέχασαν ποτέ.
Τη μυρωδιά τής ιστορίας.
Τη μυρωδιά τής ιστορίας.
Τα πρόσωπα τού μυθιστορήματος
Άθικτοι-Καθαροί
Ο όρος Άθικτοι αναφερόταν παλιότερα σε ένα ευρύ φάσμα ινδουιστικών ομάδων χαμηλής κάστας στην Ινδία. Η χρήση τού όρου, καθώς και οι κοινωνικές απαγορεύσεις που τον συνόδευαν, κηρύχθηκαν παράνομες συνταγματικά το 1949. Άθικτοι χαρακτηρίζονται εκείνοι των οποίων τα παραδοσιακά καθήκοντα κι ο τρόπος Ζωής περιλάμβαναν μιασματικές δραστηριότητες. Οι Καθαροί, οι άνθρωποι από τις ανώτερες κάστες, θεωρούσαν εξαιρετικά μιασματικό ακόμη και το άγγιγμά τους, το οποίο συνεπαγόταν πολλές εξαγνιστικές τελετουργίες. Ο όρος Καθαροί επιλέχθηκε για να κάνει πιο έντονη την αντιπαράθεση με τον ήδη υπάρχοντα όρο Άθικτοι.
|
Ένα μικρό απόσπασμα όπου η ποίηση αναδύεται μέσα από την καταφρόνια πολλών χρόνων.
Λίγο πιο πέρα ο Βελούτθα έκοβε δρόμο μέσα από τη φυτεία τού καουτσούκ. Ημίγυμνος. Στον ώμο είχε περασμένη μια κουλούρα καλώδιο. Το σκούρο μπλε και μαύρο μούντου του, το είχε δεμένο χαλαρά πάνω από τα γόνατα. Στην πλάτη του ξεχώριζε το τυχερό σημάδι του (που φρόντιζε να έρχονται πάντα στην ώρα τους οι μουσώνες). Το φθινοπωρινό του φύλλο μες στη νύχτα.
Πριν φανεί μέσα από τα δέντρα, πριν βγει στο χαλικόστρωτο δρομάκι, η Ράχελ τον είδε κι εγκαταλείποντας την Παράσταση έτρεξε κοντά του.
Η Άμου την είδε.
Από τα παρασκήνια, όπου στεκόταν, τούς είδε να χαιρετιούνται με τον Επίσημο Χαιρετισμό τους. Ο Βελούτθα υποκλίθηκε, όπως τού είχαν δείξει να υποκλίνεται ανοίγοντας το μούντου του σαν φούστα, σαν την Αγγλίδα γαλατού στο "Πρόγευμα τού βασιλιά". Η Ράχελ υποκλίθηκε (και είπε «Υποκλίσου»). Ύστερα έμπλεξαν τα μικρά τους δαχτυλάκια και κούνησαν τα χέρια σοβαρά, σαν τραπεζίτες που μόλις έκλεισαν μια σπουδαία συμφωνία.
Στο φως που περνούσε ανάμεσα από τα σκουροπράσινα δέντρα, η Άμου είδε τον Βελούτθα να σηκώνει την κόρη της δίχως κόπο, σαν να ήταν το παιδί-μπαλόνι, από αέρα. Καθώς την πέταξε ψηλά και την ξανάπιασε στα χέρια του, η Άμου είδε στο πρόσωπο τής Ράχελ την απερίγραπτη ευτυχία τού παιδιού που πετάει.
Είδε τις γραμμώσεις των μυώνων στην κοιλιά τού Βελούτθα να σφίγγονται και να βαθαίνουν κάτω από το δέρμα του σαν τις αυλακιές που χωρίζουν τα τετραγωνάκια σε μια πλάκα σοκολάτας. Απόρησε πόσο είχε αλλάξει το κορμί του — χωρίς να το καταλάβουν, το αδύνατο αγόρι είχε γίνει άντρας. Σχηματισμένος και δυνατός. Είχε σώμα κολυμβητή. Κολυμβητή ξυλουργού. Γυαλισμένο με γυαλιστερό βερνίκι για κορμιά.
Είχε ψηλά ζυγωματικά και λευκό, απρόσμενο χαμόγελο. Ήταν το χαμόγελό του που θύμισε στην Άμου τον Βελούτθα παιδί. Τότε που βοηθούσε τον Βέλια Πάαπεν να μετρήσει τις καρύδες. Τότε που τής έφτιαχνε μικρά δωράκια και τής τα έφερνε κρατώντας τα πάνω στην ανοιχτή παλάμη του για να τα πάρει χωρίς να αναγκαστεί εκείνη να τον αγγίξει. Βαρκούλες, κουτάκια, ανεμόμυλους. Τότε που την έλεγε Αμουκούτι. Μικρή Άμου. Παρόλο που ήταν μεγαλύτερή του. Βλέποντάς τον τώρα, δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ότι ο άντρας που είχε γίνει μεγαλώνοντας, σε τίποτα δε θύμιζε το παιδί που υπήρξε κάποτε. Το χαμόγελό του ήταν το μόνο πράγμα που είχε πάρει μαζί του από τα παιδικά του χρόνια. Η μόνη αποσκευή που είχε κουβαλήσει στο ταξίδι τής ζωής του.
Ξαφνικά η Άμου κατάλαβε πως βαθιά μέσα της παρακαλούσε να ήταν πράγματι αυτός που είχε δει η Ράχελ στη διαδήλωση. Έλπιζε ότι ήταν αυτός που ανέμιζε τη σημαία του και σήκωνε τη γροθιά του θυμωμένος. Έλπιζε ότι κάτω από το μανδύα τής καλόβολης φρονιμάδας του είχε έναν ολοζώντανο, σπαρταριστό θυμό ενάντια στον αυτάρεσκο, ταχτοποιημένο κόσμο. Ενάντια στον κόσμο που κέντριζε και το δικό της θυμό.
Έλπιζε ότι ήταν αυτός.
Εξεπλάγη με τη σωματική οικειότητα που τού έδειχνε η κόρη της. Εξεπλάγη βλέποντας πως το παιδί της είχε κι ένα δικό του, ξεχωριστό κόσμο, από τον οποίο η ίδια ήταν αποκλεισμένη εντελώς. Έναν απτό κόσμο από χαμόγελα και γέλια, όπου αυτή, η μητέρα της, δεν είχε καμιά συμμετοχή. Η Άμου συνειδητοποίησε θαμπά ότι ένα ανεπαίσθητο, ολοπόρφυρο τσίμπημα ζήλιας είχε κεντήσει τη σκέψη της.
Δεν επέτρεψε στον εαυτό της να σκεφτεί ποιον ακριβώς ζήλευε. Τον άντρα ή την ίδια της, την κόρη. Ή τον κόσμο τους, έναν κόσμο ξεχωριστό, από πλεγμένα δάχτυλα και απρόσμενα χαμόγελα.
Ο άντρας που στεκόταν στον ίσκιο των καουτσουκόδεντρων με κέρματα από ήλιο να χορεύουν πάνω στο κορμί του, ο άντρας που κρατούσε την κόρη της στην αγκαλιά του, σήκωσε τα μάτια του και συνάντησε το βλέμμα τής Άμου. Αιώνες στριμώχτηκαν μέσα σε ένα φευγαλέο λεπτό. Η ιστορία ξαφνιάστηκε, πιάστηκε απροετοίμαστη. Ξέμεινε πίσω σαν παλιό φιδοπουκάμισο. Οι πληγές της, οι ουλές της, οι αμυχές της από παλιές καταφρόνιες, το υποχρεωτικό περπάτημα προς τα πίσω, όλα έφυγαν μακριά, σκόρπισαν. Η απουσία τους άφησε πίσω της μια αύρα, μια χειροπιαστή μαρμαρυγή που μπορούσε να τη δει ο καθένας, όπως το νερό στο ποτάμι ή τον ήλιο στον ουρανό. Αισθητή, όπως η ζέστη μια καλοκαιριάτικη μέρα. Τόσο ξεκάθαρη, τόσο ευδιάκριτη που κανείς δεν την πρόσεξε.
Αυτήν τη σύντομη στιγμή, ο Βελούτθα σήκωσε τα μάτια και είδε πράγματα που δεν τα είχε δει πριν. Πράγματα που ως τότε ήταν απαγορευμένα, κρυμμένα από τις παρωπίδες τής ιστορίας.
Απλά πράγματα.
Είδε, ας πούμε, ότι η μητέρα τής Ράχελ ήταν γυναίκα.
Ότι είχε βαθιά λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε που ξεχώριζαν, ακόμα κι όταν το χαμόγελο είχε σβήσει από τα μάτια της. Είδε ότι τα μελαψά της μπράτσα ήταν στρογγυλά και σφιχτά και τέλεια. Ότι οι ώμοι της άστραφταν, αλλά τα μάτια της ήταν αλλού. Είδε ότι δεν υπήρχε λόγος να τής δίνει τα δώρα του ισορροπώντας τα πάνω στην ανοιχτή του παλάμη για να μην τον αγγίξει. Τις βαρκούλες και τα κουτάκια του. Τούς μικρούς του ανεμόμυλους. Είδε ακόμα ότι δεν ήταν αυτός ο μόνος που μπορούσε να δίνει δώρα. Ότι είχε κι εκείνη δώρα να τού προσφέρει.
Η γνώση αυτή τον έσκισε στα δυο, μαλακά, αβίαστα, σαν κόψη ξυραφιού. Παγωμένη και καυτή ταυτόχρονα. Δε χρειάστηκε παρά μόνο ένα λεπτό.
Η Άμου είδε ότι εκείνος είδε. Τράβηξε το βλέμμα της. Το ίδιο κι εκείνος. Οι φίλοι τής ιστορίας ξαναγύρισαν, να τούς διεκδικήσουν και πάλι. Να τούς τυλίξουν ξανά στα παλιά, σημαδεμένα δέρματα και να τούς σύρουν πίσω στην πραγματικότητα. Εκεί όπου ζούσαν στ᾿ αλήθεια. Εκεί όπου οι πατροπαράδοτοι Νόμοι κανονίζουν ποιος θα αγαπηθεί. Και πώς. Και πόσο. Η Άμου προχώρησε στη βεράντα, πίσω στην Παράσταση. Τρέμοντας.
Πριν φανεί μέσα από τα δέντρα, πριν βγει στο χαλικόστρωτο δρομάκι, η Ράχελ τον είδε κι εγκαταλείποντας την Παράσταση έτρεξε κοντά του.
Η Άμου την είδε.
Από τα παρασκήνια, όπου στεκόταν, τούς είδε να χαιρετιούνται με τον Επίσημο Χαιρετισμό τους. Ο Βελούτθα υποκλίθηκε, όπως τού είχαν δείξει να υποκλίνεται ανοίγοντας το μούντου του σαν φούστα, σαν την Αγγλίδα γαλατού στο "Πρόγευμα τού βασιλιά". Η Ράχελ υποκλίθηκε (και είπε «Υποκλίσου»). Ύστερα έμπλεξαν τα μικρά τους δαχτυλάκια και κούνησαν τα χέρια σοβαρά, σαν τραπεζίτες που μόλις έκλεισαν μια σπουδαία συμφωνία.
Στο φως που περνούσε ανάμεσα από τα σκουροπράσινα δέντρα, η Άμου είδε τον Βελούτθα να σηκώνει την κόρη της δίχως κόπο, σαν να ήταν το παιδί-μπαλόνι, από αέρα. Καθώς την πέταξε ψηλά και την ξανάπιασε στα χέρια του, η Άμου είδε στο πρόσωπο τής Ράχελ την απερίγραπτη ευτυχία τού παιδιού που πετάει.
Είδε τις γραμμώσεις των μυώνων στην κοιλιά τού Βελούτθα να σφίγγονται και να βαθαίνουν κάτω από το δέρμα του σαν τις αυλακιές που χωρίζουν τα τετραγωνάκια σε μια πλάκα σοκολάτας. Απόρησε πόσο είχε αλλάξει το κορμί του — χωρίς να το καταλάβουν, το αδύνατο αγόρι είχε γίνει άντρας. Σχηματισμένος και δυνατός. Είχε σώμα κολυμβητή. Κολυμβητή ξυλουργού. Γυαλισμένο με γυαλιστερό βερνίκι για κορμιά.
Είχε ψηλά ζυγωματικά και λευκό, απρόσμενο χαμόγελο. Ήταν το χαμόγελό του που θύμισε στην Άμου τον Βελούτθα παιδί. Τότε που βοηθούσε τον Βέλια Πάαπεν να μετρήσει τις καρύδες. Τότε που τής έφτιαχνε μικρά δωράκια και τής τα έφερνε κρατώντας τα πάνω στην ανοιχτή παλάμη του για να τα πάρει χωρίς να αναγκαστεί εκείνη να τον αγγίξει. Βαρκούλες, κουτάκια, ανεμόμυλους. Τότε που την έλεγε Αμουκούτι. Μικρή Άμου. Παρόλο που ήταν μεγαλύτερή του. Βλέποντάς τον τώρα, δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ότι ο άντρας που είχε γίνει μεγαλώνοντας, σε τίποτα δε θύμιζε το παιδί που υπήρξε κάποτε. Το χαμόγελό του ήταν το μόνο πράγμα που είχε πάρει μαζί του από τα παιδικά του χρόνια. Η μόνη αποσκευή που είχε κουβαλήσει στο ταξίδι τής ζωής του.
Ξαφνικά η Άμου κατάλαβε πως βαθιά μέσα της παρακαλούσε να ήταν πράγματι αυτός που είχε δει η Ράχελ στη διαδήλωση. Έλπιζε ότι ήταν αυτός που ανέμιζε τη σημαία του και σήκωνε τη γροθιά του θυμωμένος. Έλπιζε ότι κάτω από το μανδύα τής καλόβολης φρονιμάδας του είχε έναν ολοζώντανο, σπαρταριστό θυμό ενάντια στον αυτάρεσκο, ταχτοποιημένο κόσμο. Ενάντια στον κόσμο που κέντριζε και το δικό της θυμό.
Έλπιζε ότι ήταν αυτός.
Εξεπλάγη με τη σωματική οικειότητα που τού έδειχνε η κόρη της. Εξεπλάγη βλέποντας πως το παιδί της είχε κι ένα δικό του, ξεχωριστό κόσμο, από τον οποίο η ίδια ήταν αποκλεισμένη εντελώς. Έναν απτό κόσμο από χαμόγελα και γέλια, όπου αυτή, η μητέρα της, δεν είχε καμιά συμμετοχή. Η Άμου συνειδητοποίησε θαμπά ότι ένα ανεπαίσθητο, ολοπόρφυρο τσίμπημα ζήλιας είχε κεντήσει τη σκέψη της.
Δεν επέτρεψε στον εαυτό της να σκεφτεί ποιον ακριβώς ζήλευε. Τον άντρα ή την ίδια της, την κόρη. Ή τον κόσμο τους, έναν κόσμο ξεχωριστό, από πλεγμένα δάχτυλα και απρόσμενα χαμόγελα.
Ο άντρας που στεκόταν στον ίσκιο των καουτσουκόδεντρων με κέρματα από ήλιο να χορεύουν πάνω στο κορμί του, ο άντρας που κρατούσε την κόρη της στην αγκαλιά του, σήκωσε τα μάτια του και συνάντησε το βλέμμα τής Άμου. Αιώνες στριμώχτηκαν μέσα σε ένα φευγαλέο λεπτό. Η ιστορία ξαφνιάστηκε, πιάστηκε απροετοίμαστη. Ξέμεινε πίσω σαν παλιό φιδοπουκάμισο. Οι πληγές της, οι ουλές της, οι αμυχές της από παλιές καταφρόνιες, το υποχρεωτικό περπάτημα προς τα πίσω, όλα έφυγαν μακριά, σκόρπισαν. Η απουσία τους άφησε πίσω της μια αύρα, μια χειροπιαστή μαρμαρυγή που μπορούσε να τη δει ο καθένας, όπως το νερό στο ποτάμι ή τον ήλιο στον ουρανό. Αισθητή, όπως η ζέστη μια καλοκαιριάτικη μέρα. Τόσο ξεκάθαρη, τόσο ευδιάκριτη που κανείς δεν την πρόσεξε.
Αυτήν τη σύντομη στιγμή, ο Βελούτθα σήκωσε τα μάτια και είδε πράγματα που δεν τα είχε δει πριν. Πράγματα που ως τότε ήταν απαγορευμένα, κρυμμένα από τις παρωπίδες τής ιστορίας.
Απλά πράγματα.
Είδε, ας πούμε, ότι η μητέρα τής Ράχελ ήταν γυναίκα.
Ότι είχε βαθιά λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε που ξεχώριζαν, ακόμα κι όταν το χαμόγελο είχε σβήσει από τα μάτια της. Είδε ότι τα μελαψά της μπράτσα ήταν στρογγυλά και σφιχτά και τέλεια. Ότι οι ώμοι της άστραφταν, αλλά τα μάτια της ήταν αλλού. Είδε ότι δεν υπήρχε λόγος να τής δίνει τα δώρα του ισορροπώντας τα πάνω στην ανοιχτή του παλάμη για να μην τον αγγίξει. Τις βαρκούλες και τα κουτάκια του. Τούς μικρούς του ανεμόμυλους. Είδε ακόμα ότι δεν ήταν αυτός ο μόνος που μπορούσε να δίνει δώρα. Ότι είχε κι εκείνη δώρα να τού προσφέρει.
Η γνώση αυτή τον έσκισε στα δυο, μαλακά, αβίαστα, σαν κόψη ξυραφιού. Παγωμένη και καυτή ταυτόχρονα. Δε χρειάστηκε παρά μόνο ένα λεπτό.
Η Άμου είδε ότι εκείνος είδε. Τράβηξε το βλέμμα της. Το ίδιο κι εκείνος. Οι φίλοι τής ιστορίας ξαναγύρισαν, να τούς διεκδικήσουν και πάλι. Να τούς τυλίξουν ξανά στα παλιά, σημαδεμένα δέρματα και να τούς σύρουν πίσω στην πραγματικότητα. Εκεί όπου ζούσαν στ᾿ αλήθεια. Εκεί όπου οι πατροπαράδοτοι Νόμοι κανονίζουν ποιος θα αγαπηθεί. Και πώς. Και πόσο. Η Άμου προχώρησε στη βεράντα, πίσω στην Παράσταση. Τρέμοντας.
Η ΑΝΘΟΛΌΓΗΣΗ
1. Το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι
Ήταν μια καταγάλανη μέρα το Δεκέμβριο τού χίλια εννιακόσια εξήντα εννιά. Ήταν το είδος τής εποχής στη ζωή μιας οικογένειας, όπου κάτι συμβαίνει και κλονίζει την κρυμμένη της ηθική και την αναγκάζει να βγει στην επιφάνεια απ᾿ τη φωλιά της, να αφρίσει, να σκάσει φουσκάλες και να επιπλεύσει για λίγο, ορατή πανταχόθεν. Πάνω πάνω. Να τη βλέπουν όλοι.
Μια καταγάλανη Πλίμουθ, με τον ήλιο να γυαλίζει στα φτερά της, έτρεχε μέσα στα χωράφια τού νέου ρυζιού και στα παλιά καουτσουκόδεντρα, με κατεύθυνση το Κοτσίν. Πιο ανατολικά, σε μια μικρή χώρα με παρόμοια τοπία (ζούγκλες, ποτάμια, ορυζώνες, κομμουνιστές), είχαν πέσει αρκετές βόμβες για να τη σκεπάσουν ολόκληρη με μια στρώση ατσάλι ύψους δεκαπέντε πόντων. Εδώ ωστόσο βασίλευε η ειρήνη και η οικογένεια μέσα στην Πλίμουθ ταξίδευε χωρίς φόβους και σκοτεινά προαισθήματα.
Η Πλίμουθ ήταν καταρχήν τού Παπάτσι, τού παππού τής Ράχελ και τού Έστθα. Τώρα που ο Παπάτσι είχε πεθάνει, ήταν τής Μαμάτσι, τής γιαγιάς τους. Κι ο Έστθα με τη Ράχελ (επτά ετών δίδυμα) πήγαιναν στο Κοτσίν να δουν τη "Μελωδία τής ευτυχίας". Για τρίτη φορά. Ήξεραν απέξω όλα τα τραγούδια.
Μετά θα πήγαιναν να μείνουν όλοι στο ξενοδοχείο "Σι Κουίν" που μύριζε μπαγιάτικο φαγητό. Είχαν κλείσει δωμάτια.
Την άλλη μέρα το πρωί, νωρίς νωρίς, θα πήγαιναν στο αεροδρόμιο τού Κοτσίν, να υποδεχτούν την πρώην σύζυγο τού Τσάκο —την Εγγλέζα θεία τους Μάργκαρετ Κοτσάμα— και την ξαδέρφη τους Σόφι Μολ (τρία χρόνια μεγαλύτερη από τα δίδυμα), οι οποίες έρχονταν από το Λονδίνο να περάσουν τα Χριστούγεννα στο Αγιέμενεμ. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, εκείνο το χρόνο, ο δεύτερος άντρας τής Μάργκαρετ Κοτσάμα, ο Tζo, είχε σκοτωθεί με το αυτοκίνητο. Όταν έμαθε τα νέα ο Τσάκο, τις κάλεσε στο Αγιέμενεμ. Δεν άντεχε, είπε, να τις σκέφτεται μόνες και λυπημένες. Να κάνουν Χριστούγεννα στην Αγγλία. Σε ένα σπίτι γεμάτο αναμνήσεις.
Η Άμου είπε ότι ο Τσάκο δεν είχε πάψει ποτέ να αγαπάει τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Η Μαμάτσι διαφώνησε. Προτιμούσε να πιστεύει ότι ο γιος της δεν είχε αγαπήσει ποτέ του αυτήν τη γυναίκα.
Ο Έστθα και η Ράχελ δεν είχαν ξανασυναντήσει τη Σόφι Μολ αλλά είχαν ακούσει πολλά γι᾿ αυτήν τις τελευταίες μέρες. Από την Μπέμπα Κοτσάμα, από την Κότσου Μάρια, ακόμα κι από τη Μαμάτσι. Ούτε αυτές την είχαν συναντήσει ποτέ. Μιλούσαν όμως λες και την ήξεραν. Ήταν η εβδομάδα τού Τι Θα Σκεφτεί Η Σόφι Μολ;
Όλη εκείνη την εβδομάδα η Μπέμπα Κοτσάμα κρυφάκουγε αλύπητα ό,τι κι αν έλεγαν τα δίδυμα. Και όποτε τα τσάκωνε να μιλούν μαλαγιάλαμ, τούς επέβαλλε ένα μικρό πρόστιμο, το οποίο τσέπωνε επιτόπου. Κρατώντας το απ᾿ το χαρτζιλίκι τους. Τα υποχρέωσε να γράψουν στα τετράδιά τους Θα μιλάω μόνο αγγλικά, Θα μιλάω μόνο αγγλικά. Εκατό φορές ο καθένας. Αυτό το γράψιμο το ονόμαζε τιμωρία. Όταν τελείωναν, καθόταν και έλεγχε τα τετράδιά τους γραμμή γραμμή, με το κόκκινο μολύβι της, για να είναι σίγουρη ότι δε θα τής παρουσίαζαν ανακυκλωμένες παλιές τιμωρίες με τις ίδιες φράσεις.
Τα έβαλε να μάθουν ένα εγγλέζικο τραγουδάκι για να το τραγουδούν στο αυτοκίνητο, γυρίζοντας απ᾿ το αεροδρόμιο. Έπρεπε να σχηματίζουν σωστά κάθε λέξη ξεχωριστά και να προσέχουν ιδιαίτερα την προφορά τους. Την ΠΡΟφο-ρά
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γεί
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γεί
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γείειει
Και στη σκέπη Του μάς έεεχει.
Ολόκληρο το όνομα τού Έστθα ήταν Εστθάπεν Γιάκο. Τής Ράχελ ήταν Ράχελ. Προσωρινά δεν είχαν επίθετο, επειδή η Άμου δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θα ξανάπαιρνε το πατρικό της ή όχι. Αν κι έλεγε πως η επιλογή μεταξύ τού επιθέτου τού συζύγου ή τού πατέρα της, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια σε μια γυναίκα.
Ο Έστθα φορούσε τα μπεζ μυτερά παπούτσια του κι είχε χτενίσει τα μαλλιά του αλά Έλβις. Έτσι χτενιζόταν πάντα, Όταν Ήταν Να Βγουν Έξω. Απ᾿ όλα τα τραγούδια τού Έλβις αγαπούσε περισσότερο το "Πάρτι". «Some people like to rock, some people like to roll», σιγοτραγουδούσε όταν ήταν μόνος. Ο Έστθα είχε λοξά, νυσταγμένα μάτια και τα καινούργια του μπροστινά δόντια ήταν ακόμα πριονωτά στην άκρη. Τα καινούργια δόντια τής Ράχελ περίμεναν κρυμμένα μέσα στα ούλα της, όπως περιμένουν οι λέξεις κρυμμένες μέσα στο μολύβι. Όλοι απορούσαν που μια απόσταση δεκαοχτώ λεπτών την ώρα τής γέννας μπορούσε να προκαλέσει τέτοιες διαφορές στην οδοντοφυΐα των κοπτήρων.
Τα μαλλιά τής Ράχελ ήταν μαζεμένα ψηλά στο κεφάλι της, σαν σιντριβάνι. Δεμένα με ένα Love-in-Tokyo — δυο χάντρες περασμένες σε ένα λάστιχο που καμιά σχέση δεν είχαν με την Αγάπη ή το Τόκιο. Στην Κέραλα τα Love-in-Tokyo πέρασαν με επιτυχία τη δοκιμασία τού χρόνου. Ακόμα και σήμερα τα βρίσκεις σε όλα τα αξιοπρεπή γυναικεία καταστήματα. Δυο χάντρες περασμένες σε ένα λάστιχο.
Στο ψεύτικο ρολόι τής Ράχελ η ώρα ήταν ζωγραφισμένη. Δύο παρά δέκα. Μια από τις φιλοδοξίες της ήταν να αποκτήσει ένα ρολόι όπου θα μπορούσε να αλλάζει την ώρα όποτε ήθελε. Οι κόκκινοι πλαστικοί φακοί των κίτρινων γυαλιών της έβαφαν τον κόσμο κόκκινο. Η Άμου έλεγε ότι τής έκαναν κακό στα μάτια και την είχε συμβουλέψει να τα φοράει όσο μπορούσε λιγότερο.
Το Φουστάνι για το Αεροδρόμιο βρισκόταν στη βαλίτσα τής Άμου. Είχε και ασορτί βρακάκι.
Ο Τσάκο οδηγούσε. Ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος από την Άμου.
Το δωμάτιο τού Τσάκο ήταν γεμάτο βιβλία, από το πάτωμα ως το ταβάνι. Τα είχε διαβάσει όλα και συχνά απάγγελλε μεγάλα αποσπάσματα χωρίς προφανή λόγο. Και πάντως χωρίς κανένα λόγο, απ᾿ αυτούς που θα μπορούσε ένας άλλος να βάλει με το μυαλό του. Εκείνο το πρωί, ας πούμε, καθώς περνούσαν την αυλόπορτα αποχαιρετώντας τη Μαμάτσι, όρθια στην μπροστινή βεράντα, ο Τσάκο άνοιξε το στόμα του και είπε: «Ο Γκάτσμπι δεν τα πήγε άσχημα τελικά. Μα αυτό που τον κυνηγούσε, η ασφυκτική πνιγηρή ατμόσφαιρα που τύλιγε τα όνειρά του, με έδιωχνε μακριά και παρέλυε προσωρινά το ενδιαφέρον μου για τις θλιβερές ατυχίες και τις άτονες παρορμήσεις των ανθρώπων».
Ήταν όλοι τόσο συνηθισμένοι σ᾿ αυτά, που δεν έμπαιναν πια στον κόπο να κοιταχτούν ή να σκουντήσουν ο ένας τον άλλο με τον αγκώνα. Ο Τσάκο είχε σπουδάσει στην Οξφόρδη με υποτροφία τού Ιδρύματος Ρόουντς. Οι εκκεντρικότητες και οι υπερβολές, ήταν λοιπόν δικαίωμά του.
Ισχυριζόταν πως έγραφε μια Οικογενειακή Βιογραφία. Κι ότι η Οικογένεια θα έπρεπε να τον πληρώσει για να μην τη δώσει στη δημοσιότητα. Η Άμου έλεγε πως μόνο ένα πρόσωπο στην οικογένεια θα μπορούσε να πέσει θύμα αυτού τού βιογραφικού εκβιασμού· κι αυτό το πρόσωπο ήταν ο ίδιος ο Τσάκο.
Όλα αυτά βέβαια πριν. Πριν από τον Τρόμο.
Μέσα στην Πλίμουθ, η Άμου καθόταν μπροστά, δίπλα στον Τσάκο. Ήταν είκοσι εφτά χρονών τότε και μέσα στην κοιλότητα τού στομαχιού της κουβαλούσε την παγωμένη γνώση πως είχε ζήσει κιόλας τη ζωή της. Τής είχε δοθεί μια ευκαιρία. Έσφαλε. Είχε παντρευτεί λάθος άντρα.
Η Άμου είχε τελειώσει το σχολείο τον ίδιο χρόνο που ο πατέρας της πήρε σύνταξη απ᾿ τη δουλειά του στο Δελχί και μετακόμισαν στο Αγιέμενεμ. Ο Παπάτσι επέμενε πως το κολέγιο ήταν περιττό έξοδο για ένα κορίτσι. Κι έτσι η Άμου δεν είχε παρά να εγκαταλείψει το Δελχί και να φύγει μαζί τους. Στο Αγιέμενεμ δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα να κάνει ένα νέο κορίτσι: μόνο να κάθεται και να περιμένει προτάσεις γάμου, βοηθώντας ταυτόχρονα τη μητέρα της στις δουλειές τού σπιτιού. Μιας κι ο πατέρας της δεν είχε αρκετά χρήματα για να τής δώσει αξιοπρεπή προίκα δεν παρουσιάστηκε κανένας υποψήφιος γαμπρός για την Άμου. Δυο χρόνια πέρασαν έτσι. Τα δέκατα όγδοα γενέθλιά της ήρθαν κι έφυγαν. Χωρίς να το προσέξει κανείς. Χωρίς να το σχολιάσει κανείς. Η Άμου είχε φτάσει σε απόγνωση. Μέρα-νύχτα άλλο δεν είχε στο νου της παρά πώς να το σκάσει από το Αγιέμενεμ, από τα νύχια τού δύστροπου πατέρα της και τής πικρόχολης, διαρκώς άρρωστης μητέρας της. Κατέστρωνε αξιοθρήνητα κι αποτυχημένα σχέδια. Τελικά, ένα απ᾿ αυτά δούλεψε. Ο πατέρας της δέχτηκε να την αφήσει να περάσει το καλοκαίρι με κάποια μακρινή θεία που ζούσε στην Καλκούτα.
Εκεί, στο γάμο κάποιων άλλων, γνώρισε η Άμου το μελλοντικό της σύζυγο.
Έκανε τις διακοπές του. Είχε πάρει άδεια από τη δουλειά του στο Άσαμ, όπου ήταν επιστάτης σε μια φυτεία τσαγιού. Η οικογένειά του ήταν άλλοτε εύπορη, ζαμιντάρ* με δική τους γη. Μετά την Ανεξαρτησία και τη Διαίρεση εγκαταστάθηκαν στην Καλκούτα αφήνοντας για πάντα τη Βεγγάλη.
Ήταν μέτριος το ανάστημα αλλά καλοκαμωμένος. Ευχάριστο πρόσωπο. Φορούσε παλιομοδίτικα γυαλιά που τον έκαναν να δείχνει σοβαρός κι έκρυβαν εντελώς τη γοητευτική ανεμελιά του και τη νεανική, αλλά πέρα για πέρα αφοπλιστική αίσθηση τού χιούμορ του. Ήταν είκοσι πέντε χρονών και δούλευε ήδη έξι χρόνια επιστάτης. Δεν είχε περάσει από το κολέγιο, πράγμα που εξηγούσε την προτίμησή του για παιδιάστικα αστεία. Ζήτησε από την Άμου να τον παντρευτεί πέντε μέρες μετά τη γνωριμία τους. Η Άμου δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Δε δοκίμασε να υποκριθεί αγάπες και λουλούδια. Ζύγισε απλώς τα υπέρ και τα κατά και δέχτηκε. Καλύτερα οτιδήποτε, οποιονδήποτε, παρά να γυρίσει στο Αγιέμενεμ. Έγραψε στους γονείς της και τούς ανακοίνωσε την απόφασή της. Δεν τής απάντησαν.
Ο γάμος έγινε, όπως συνήθιζαν να γιορτάζουν τούς γάμους στην Καλκούτα. Αργότερα, αναθυμούμενη εκείνη τη μέρα, η Άμου συνειδητοποίησε ότι η φλόγα στα μάτια τού άντρα της δεν ήταν έρωτας. Δεν ήταν καν πόθος φουντωμένος στην τόσο κοντινή προοπτική τής ικανοποίησης. Ήταν περίπου οχτώ μεγάλα ποτήρια ουίσκι. Σκέτα. Χωρίς νερό, χωρίς πάγο.
Ο πεθερός της ήταν διευθυντής στους Σιδηροδρόμους και είχε εκπροσωπήσει κάποτε το Κέμπριτζ στους Αγώνες Μποξ. Ήταν γραμματέας τής Ένωσης Ερασιτεχνών Μποξέρ Βεγγάλης. Χάρισε στο νεαρό ζευγάρι ένα ολοκαίνουργο Φίατ, ειδική παραγγελία, σε ροζ χρώμα, με το οποίο έφυγε ο ίδιος μετά το γάμο, κουβαλώντας κι όλα τα δώρα και τα χρυσαφικά που είχαν φέρει οι καλεσμένοι.
Όταν μετακόμισε η Άμου με τον άντρα της στο Άσαμ, νέα, όμορφη κι αθυρόστομη όπως ήταν, έγινε το αστέρι τού Πλάντερς Κλαμπ. Φορούσε ξώπλατες μπλούζες με τα σάρι της και κρατούσε μικρό λαμέ τσαντάκι, κρεμασμένο σε λεπτή αλυσίδα. Κάπνιζε τσιγάρα με μια μακριά ασημένια πίπα κι έμαθε να φτιάχνει με τον καπνό τέλεια δαχτυλίδια στον αέρα. Δεν άργησε να διαπιστώσει ότι ο άντρας της δεν το ᾿τσουζε απλώς όποτε έβρισκε ευκαιρία, αλλά μεθοκοπούσε διαρκώς, όσο άντεχε το στομάχι του. Ήταν αλκοολικός πέρα για πέρα, με όλη την πονηριά και την τραγική γοητεία των σκλάβων τού οινοπνεύματος.
Η Άμου ήταν οχτώ μηνών έγκυος όταν ξέσπασε ο πόλεμος με την Κίνα. Ήταν τον Οκτώβριο τού 1962. Ο κόσμος μιλούσε για κινέζικη κατοχή και επικείμενη ήττα τής Ινδίας Οι γυναίκες και τα παιδιά αναγκάστηκαν να φύγουν από το Άσαμ. Η Άμου, ετοιμόγεννη καθώς ήταν κι ανήμπορη να ταξιδέψει, έμεινε στη φυτεία. Όταν έπιασαν οι πόνοι την Άμου, ο Μπάμπα*, ο πατέρας, την πήρε με ένα αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το νοσοκομείο τού Σίλονγκ. Τα τραντάγματα στη διαδρομή ήταν τρομαχτικά. Λίγο έλειψε να γεννηθούν μέσα στο λεωφορείο ο Έστθα και η Ράχελ. Στις στροφές τού Άσαμ όμως, καθώς περνούσαν μέσα από τη φυτεία τού τσαγιού, το αυτοκίνητο έμεινε. Το άφησαν και σταμάτησαν ένα περαστικό λεωφορείο τής γραμμής, γεμάτο κόσμο. Με την αλλόκοτη συμπόνια που δείχνουν συχνά οι πολύ φτωχοί στους σχετικά εύπορους, ή πάλι απλώς και μόνο επειδή είδαν πως η Άμου ήταν ετοιμόγεννη, οι επιβάτες τού λεωφορείου στριμώχτηκαν για να τούς κάνουν χώρο να καθίσουν. Και μέχρι να φτάσουν, ο πατέρας τού Έστθα και τής Ράχελ κρατούσε την κοιλιά τής μητέρας τους (κι εκείνους μέσα της) για να τούς προφυλάξει από τα κουνήματα. Αυτά έγιναν πριν χωρίσουν και πριν επιστρέψει η Άμου να ζήσει στην Κέραλα.
Αυτό ήταν το σκηνικό τής γέννησης τού Έστθα και τής Ράχελ. Γεννήθηκαν στο φως των κεριών. Σε ένα νοσοκομείο με μαύρη μπογιά στα παράθυρα για να μη φαίνεται το φως του από έξω. Ήρθαν στον κόσμο χωρίς δυσκολίες, με διαφορά δεκαοχτώ λεπτών μεταξύ τους. Δυο μικρά μωρά αντί για ένα μεγάλο. Δίδυμες φώκιες, γλιστερές ακόμα από τα υγρά τής μήτρας τής μάνας τους. Ζαρωμένα από τον αγώνα τής γέννας. Η Άμου τα έψαξε, να σιγουρευτεί πως ήταν εντάξει, πριν κλείσει τα μάτια της κι αποκοιμηθεί.
Μέτρησε τέσσερα μάτια, τέσσερα αφτιά, δυο στόματα, δυο μύτες, είκοσι δαχτυλάκια στα χέρια και είκοσι στα πόδια.
Δεν πρόσεξε τη μία και μοναδική σιαμέζικη ψυχή. Ήταν ευτυχισμένη με τα δυο μωρά της. Ο πατέρας τους, ξαπλωμένος σε ένα σκληρό πάγκο στο διάδρομο τού νοσοκομείου, ήταν τύφλα στο μεθύσι.
Όταν τα δίδυμα έγιναν δυο χρονών, η μανία τού πατέρα τους με το ποτό, οξυμένη από τη μοναξιά τής ζωής του στη φυτεία, τον έφερνε συχνά σε κατάσταση λήθαργου. Μέρες ολόκληρες έμενε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αδιαφορώντας για τη δουλειά του. Ο Εγγλέζος προϊστάμενός του, ο κύριος Χόλικ, δεν άργησε να τον καλέσει στο ξύλινο σπίτι του για μια "σοβαρή συζήτηση".
Η Άμου, καθισμένη στη βεράντα τού σπιτιού τους, τον περίμενε γεμάτη αγωνία. Ήταν σίγουρη ότι ο Χόλικ είχε κατά νου να απολύσει τον άντρα της. Τα ᾿χασε όταν τον είδε να γυρίζει στενοχωρημένος, αλλά όχι απελπισμένος. Ο κύριος Χόλικ τού είχε κάνει μια πρόταση, είπε. Μια πρόταση που έπρεπε να την κουβεντιάσει μαζί της. Άρχισε δισταχτικά, αποφεύγοντας το βλέμμα της. Όσο προχωρούσε τόσο έπαιρνε θάρρος. Από πρακτική άποψη, μακροπρόθεσμα, ήταν μια πρόταση από την οποία θα είχαν όφελος και οι δυο, είπε. Ή μάλλον, όλοι, αν λογάριαζαν και τη μόρφωση των παιδιών.
Ο κύριος Χόλικ είχε μιλήσει ανοιχτά στο νεαρό επιστάτη του. Τού είπε για τα παράπονα που τού είχαν κάνει οι εργάτες και οι άλλοι επιστάτες. «Φοβάμαι πως δε μού μένει άλλη λύση», πρόσθεσε. «Θα πρέπει να ζητήσω την παραίτησή σου».
Άφησε τη σιωπή να παίξει το ρόλο της. Περίμενε ώσπου να αρχίσει να τρέμει ο αξιοθρήνητος άντρας που καθόταν αντίκρυ του, απ᾿ την άλλη μεριά τού τραπεζιού. Ώσπου να αρχίσει να κλαίει. Και τότε ο κύριος Χόλικ άνοιξε πάλι το στόμα του.
«Μπορεί ωστόσο να βρεθεί κάποια λύση... Ίσως θα μπορούσαμε να τα κανονίσουμε με κάποιον τρόπο μεταξύ μας. Πρέπει πάντα να παίρνει κανείς τα πράγματα από την καλή τους πλευρά. Το πιστεύω αυτό. Να μην ξεχνάει τούς λόγους που θα ᾿πρεπε να τον κάνουν ευτυχισμένο». Ο Χόλικ έκανε μια παύση και παράγγειλε μια καφετιέρα μαύρο καφέ. «Είσαι πολύ τυχερός άντρας, ξέρεις. Θαυμάσια οικογένεια, όμορφα παιδιά, γοητευτική γυναίκα…» Άναψε τσιγάρο και το κάπνισε αργά αργά. Άφησε την καύτρα να φτάσει ως το φίλτρο, τόσο που δεν μπορούσε πια να το κρατήσει. «Μια τρομερά γοητευτική γυναίκα...»
Το κλάμα σταμάτησε. Δυο σαστισμένα καστανά μάτια καρφώθηκαν στα τρομαχτικά μάτια τού Εγγλέζου, μάτια πράσινα και γεμάτα κόκκινες φλεβίτσες. Πίνοντας καφέ, ο κύριος Χόλικ πρότεινε στον Μπάμπα να φύγει για λίγο από τη φυτεία. Να πάρει την άδειά του και να πάει διακοπές. Σε κάποια κλινική ίσως για να κάνει αποτοξίνωση. Μπορούσε να λείψει όσο ήθελε, ώσπου να αισθανθεί καλύτερα, να σταθεί στα πόδια του. Και όσο θα έλειπε, συνέχισε ο κύριος Χόλικ, ας ερχόταν η Άμου να μείνει μαζί του για να τη " φροντίζει" .
Στη φυτεία ζούσαν ήδη κάμποσα κουρελιάρικα παιδιά με ανοιχτόχρωμο δέρμα. Παιδιά τού Χόλικ με τις εργάτριες που μάζευαν το τσάι. Με όσες απ᾿ αυτές τού άρεσαν. Τούτη δω ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζε την τύχη του, στον κύκλο των επιστατών.
Η Άμου παρακολουθούσε τα χείλη τού άντρα της να κινούνται, καθώς σχημάτιζαν τις λέξεις. Δεν είπε τίποτα. Εκείνος άρχισε να νιώθει άβολα με τη σιωπή της. Στο τέλος θύμωσε. Ξαφνικά σηκώθηκε έξαλλος, την άρπαξε από τα μαλλιά, τη χτύπησε κι αμέσως μετά σωριάστηκε λιπόθυμος απ᾿ την ταραχή του. Η Άμου πήρε από το ράφι το πιο βαρύ βιβλίο που μπόρεσε να βρει – τον Παγκόσμιο Άτλαντα τού Reader᾿s Digest — και τον χτύπησε με όλη της τη δύναμη. Τον χτύπησε στο κεφάλι. Στα πόδια. Στην πλάτη και στους ώμους. Όταν εκείνος συνήλθε, απόρησε με τις μελανιές του. Γεμάτος συντριβή, ζήτησε συγγνώμη για τη βάναυση συμπεριφορά του αλλά άρχισε αμέσως τα παρακάλια για να τον βοηθήσει να πάρει άδεια και να συνέλθει. Από τότε οι αντιδράσεις του ακολουθούσαν πάντοτε το ίδιο σχεδιάγραμμα: βιαιοπραγία σε κατάσταση μέθης, κλάματα και αμέσως μετά παρακάλια. Η Άμου αηδίαζε με τη μυρωδιά του· σαν φάρμακο μύριζε το οινόπνευμα βγαίνοντας μέσα από τούς πόρους του. Όταν οι εκρήξεις τού θυμού του άγγιξαν και τα παιδιά της, μόλις ξέσπασε ο πόλεμος με το Πακιστάν, η Άμου εγκατέλειψε τον άντρα της και γύρισε στους γονείς της, στο Αγιέμενεμ, παρόλο που δεν ήταν καλοδεχούμενη κοντά τους. Γύρισε σ᾿ αυτά ακριβώς από τα οποία είχε προσπαθήσει να ξεφύγει λίγα χρόνια νωρίτερα. Μόνο που τώρα είχε και δυο μικρά παιδιά στην αγκαλιά της. Και κανένα όνειρο.
Ο Παπάτσι δεν πίστεψε την ιστορία της, όχι γιατί είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον άντρα της αλλά γιατί απλούστατα δεν ήταν σε θέση να πιστέψει ότι αυτός ο Εγγλέζος, ότι ο οποιοσδήποτε Εγγλέζος, θα μπορούσε ποτέ να ποθήσει τη γυναίκα άλλου άντρα.
Η Άμου αγαπούσε τα παιδιά της (βέβαια), αλλά ένιωθε απόγνωση κοιτάζοντας τα στρογγυλά, αθώα μάτια τους, την ευαισθησία τους, την προθυμία τους να αγαπήσουν ανθρώπους που δεν τα αγαπούσαν στ᾿ αλήθεια. Κι αυτή η απόγνωση την ωθούσε μερικές φορές να τα πληγώνει η ίδια για να τα μάθει να φυλάγονται, για να τα προστατέψει.
Ήταν λες και το παράθυρο, απ᾿ όπου εξαφανίστηκε ο πατέρας τους, είχε μείνει για πάντα ανοιχτό, να μπαίνει όποιος ήθελε.
Η Άμου έβλεπε τα δίδυμα σαν δυο μικρά, σαστισμένα βατραχάκια που απορροφημένα το ένα με το άλλο, κατέβαιναν χοροπηδώντας χέρι χέρι έναν αυτοκινητόδρομο, όπου τα αυτοκίνητα περνούσαν βουίζοντας. Και δε σκέφτονταν στιγμή τι παθαίνουν τα βατραχάκια όταν πέσουν κάτω από τις ρόδες των μεγάλων φορτηγών. Η Άμου δεν τα άφηνε από τα μάτια της. Η υπερβολική προσοχή την τέντωνε, την εκνεύριζε, την κούραζε. Η υπομονή της είχε εξαντληθεί. Τα μάλωνε με το παραμικρό και με το παραμικρό επίσης γινόταν έξαλλη, όταν κάποιος άλλος τα αδικούσε ή τα πείραζε.
Ήξερε ότι η ίδια δεν είχε πια άλλες ελπίδες. Για κείνη δεν υπήρχε παρά μόνο το Αγιέμενεμ. Με μια βεράντα μπροστά και μια βεράντα πίσω. Με ένα ζεστό ποτάμι κι ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε μαρμελάδες.
Και στο βάθος, το αδιάκοπο, στριγκό, κλαψιάρικο μουρμουρητό τής αποδοκιμασίας ενός ολόκληρου χωριού.
Λίγους μήνες μετά την επιστροφή της στο σπίτι των γονιών της, έμαθε η Άμου να αναγνωρίζει και να αποστρέφεται το φριχτό πρόσωπο τής λύπησης. Γριές συγγένισσες, όλο τρίχες στο πανωχείλι και προγούλια, ταξίδευαν όλη νύχτα για να έρθουν στο Αγιέμενεμ να τη λυπηθούν. Για το διαζύγιό της. Τής έσφιγγαν το γόνατο κι από μέσα τους πανηγύριζαν. Η Άμου πάλευε να μη σηκώσει το χέρι της, να μην τις χαστουκίσει με όλη της τη δύναμη. Να μην τσιμπήσει τις ρώγες τους. Με μια τανάλια. Σαν τον Τσάπλιν στους Μοντέρνους καιρούς.
Όταν κοίταζε τις φωτογραφίες τού γάμου της, η Άμου ένιωθε πως η γυναίκα που την κοίταζε απ᾿ το χαρτί, ήταν μια άλλη. Μια άμυαλη γυναίκα, φορτωμένη κοσμήματα. Με μεταξωτό σάρι στο χρώμα τού ηλιοβασιλέματος, όλο χρυσά κεντίδια. Τα δάχτυλά της γεμάτα δαχτυλίδια. Αρωματισμένη με αλοιφή από σανταλόξυλο κάτω απ᾿ τα τόξα των φρυδιών της. Κοιτάζοντας τον εαυτό της μ᾿ αυτά τα ρούχα και τα στολίδια, το απαλό στόμα τής Άμου σφιγγόταν σε ένα μικρό, πικρό χαμόγελο. Το χαμόγελο τής θύμησης όχι για τον ίδιο το γάμο αλλά για το γεγονός ότι είχε αφεθεί υπάκουα να τη στολίσουν πριν την οδηγήσουν στο κάτεργο. Έμοιαζε τόσο παράλογο. Τόσο μάταιο.
Σαν να τρίβεις και να γυαλίζεις τα καυσόξυλα.
Πήγε στο χρυσοχόο τού χωριού κι έδωσε τη βαριά, χρυσή βέρα της για να τη λιώσει. Παράγγειλε να τής φτιάξουν ένα λεπτό βραχιολάκι με δυο φιδίσια κεφάλια που το φύλαξε για τη Ράχελ.
Η Άμου ήξερε ότι δεν ήταν δυνατόν να καταργηθούν ολότελα οι γάμοι. Από πρακτική άποψη τουλάχιστον. Επέμεινε όμως μέχρι το τέλος της ζωής της να υποστηρίζει τούς κλειστούς γάμους, με συνηθισμένα, καθημερινά ρούχα. Πίστευε ότι η τελετή φάνταζε έτσι λιγότερο μακάβρια.
Πότε πότε, όταν άκουγε στο ραδιόφωνο τραγούδια που τής άρεσαν, κάτι αναδευόταν μέσα της. Ένας ρευστός πόνος απλωνόταν κάτω από το δέρμα της· σαν μάγισσα άφηνε πίσω της αυτόν τον κόσμο και ταξίδευε σε τόπους άλλους, καλύτερους, πιο ευτυχισμένους. Τέτοιες μέρες έμοιαζε τυλιγμένη σε μια λάμψη ανήσυχη, αδάμαστη. Λες κι άφηνε για λίγο παράμερα τον κώδικα ηθικής τής μητέρας και τής χωρισμένης γυναίκας. Ακόμα και το βάδισμά της άλλαζε. Δεν περπατούσε πια σταθερά, αργά, σαν μητέρα, αλλά άγρια, ορμητικά, ασυγκράτητα. Φορούσε λουλούδια στα μαλλιά, κουβαλούσε μαγικά μυστικά στα μάτια της. Δε μιλούσε σε κανέναν. Περνούσε ώρες ολόκληρες στην όχθη τού ποταμού με το μικρό πλαστικό τρανζιστοράκι της, που έμοιαζε με μανταρίνι. Κάπνιζε τσιγάρα και κολυμπούσε μες στη νύχτα.
Τι ήταν αυτή η Απειλητική, Κοφτερή Γραμμή που έκρυβε μέσα της η Άμου; Αυτή η Απρόβλεπτη πλευρά της; Ήταν αυτό που πολεμούσε μέσα της. Το αδιανόητο μείγμα. Η απέραντη τρυφεράδα τής μητρότητας, μαζί με την αχαλίνωτη μανία τού καμικάζι. Αυτό ήταν που μεγάλωνε μέσα της. Αυτό ήταν που την έσπρωξε τελικά να αγαπάει τη νύχτα τον άντρα που τα παιδιά της αγαπούσαν τη μέρα. Να μπαίνει τη νύχτα στη βάρκα, όπου τα παιδιά της έμπαιναν τη μέρα. Τη βάρκα όπου καθόταν ο Έστθα. Τη βάρκα που είχε βρει η Ράχελ.
Τις μέρες που το ραδιόφωνο έπαιζε τα τραγούδια τής Άμου, όλοι ήταν απέναντί της. Επιφυλακτικοί. Κατά κάποιον τρόπο το ένιωθαν ότι πατούσε στη ζώνη τού λυκόφωτος, ανάμεσα σε δύο κόσμους, εκεί όπου δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Το ένιωθαν ότι μια γυναίκα καταδικασμένη ήδη απ᾿ όλους δεν είχε και πολλά να χάσει γι᾿ αυτό θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνη. Έτσι ένιωθαν οι άνθρωποι και απέφευγαν την Άμου, τις μέρες που το ραδιόφωνο έπαιζε τα δικά της τραγούδια. Δεν τολμούσαν να την πλησιάσουν. Κι όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν προτιμότερο να Την Αφήσουν Ήσυχη. Τις άλλες μέρες είχε όμορφα λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε.
Είχε λεπτό, όμορφο πρόσωπο, μαύρα φρύδια καμαρωτά σαν τις ανοιχτές φτερούγες τού γλάρου, μικρή ίσια μύτη και λαμπερή επιδερμίδα στο χρώμα τού κάστανου. Εκείνη την καταγάλανη μέρα τού Δεκέμβρη, τουφίτσες απ᾿ τα κατσαρά, ατίθασα μαλλιά της είχαν ξεφύγει κι ανέμιζαν, καθώς το αυτοκίνητο έτρεχε. Κάτω από το σάρι φορούσε μπλούζα δίχως μανίκια κι οι ώμοι της άστραφταν σαν να τούς είχε τρίψει δυνατά με κερί για να γυαλίσουν. Μερικές φορές ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχαν δει ποτέ ο Έστθα και η Ράχελ. Και άλλες φορές δεν ήταν.
Στο πίσω κάθισμα τής Πλίμουθ, ανάμεσα στον Έστθα και τη Ράχελ, καθόταν η Μπέμπα Κοτσάμα. Τέως καλόγρια και νυν Μεγάλη Θεία τής οικογένειας. Κι όπως καμιά φορά ο δυστυχισμένος αντιπαθεί τούς συντρόφους του στη δυστυχία, έτσι και η Μπέμπα Κοτσάμα αντιπαθούσε τα δίδυμα, γιατί τα θεωρούσε παιδιά καταδικασμένα στην ορφάνια, παιδιά χωρίς πατέρα. Ακόμα χειρότερα, ήταν Υβρίδια. Στις φλέβες τους δεν κυλούσε μόνο χριστιανικό αλλά και ινδουιστικό αίμα. Και καμιά από τις αξιοπρεπείς χριστιανικές οικογένειες τής Συριακής Εκκλησίας δε θα καταδεχόταν ποτέ να συγγενέψει μαζί τους. Ήθελε πάση θυσία να τούς δώσει να καταλάβουν πως οι άλλοι στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ απλώς ανέχονταν την παρουσία τους: ήταν το σπίτι τής γιαγιάς τους από τη μεριά τής μητέρας τους, όπου δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα να ζουν. Η Μπέμπα Κοτσάμα αγανακτούσε με την Άμου, επειδή την έβλεπε να παλεύει με μια μοίρα που αυτή, η Μπέμπα Κοτσάμα, είχε αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα, όπως νόμιζε. Τη μοίρα τής δύστυχης γυναίκας που ζει Χωρίς Άντρα. Τη μοίρα τής δύστυχης Μπέμπας Κοτσάμα που Έζησε Χωρίς Τον Πατέρα Μάλιγκαν. Με τα χρόνια είχε πείσει τον εαυτό της πως ο έρωτάς της για τον πατέρα Μάλιγκαν είχε μείνει στα όνειρα, εξαιτίας τής δικής της εγκράτειας και τής δικής της αμετακίνητης απόφασης να κάνει πάντα το σωστό. Υποστήριζε ολόψυχα τη διαδομένη άποψη ότι η παντρεμένη γυναίκα δεν έχει πια θέση στο σπίτι των γονιών της. Όσο για τη χωρισμένη γυναίκα – αυτή πια δεν είχε θέση πουθενά, έλεγε η Μπέμπα Κοτσάμα. Η χωρισμένη γυναίκα, η οποία είχε παντρευτεί από έρωτα.. ε, η Μπέμπα Κοτσάμα δεν έβρισκε λόγια να εκφράσει την αγανάκτησή της. Κι η χωρισμένη γυναίκα που είχε παντρευτεί από έρωτα κάποιον έξω από το θρήσκευμα και το δόγμα τής οικογένειάς της – η Μπέμπα Κοτσάμα προτιμούσε να κρατάει το στόμα της κλειστό, τρέμοντας σύγκορμη από δίκαιη οργή.
Τα δίδυμα ήταν ακόμα μικρά και δεν καταλάβαιναν τίποτε απ᾿ όλα αυτά. Η Μπέμπα Κοτσάμα τούς κάκιωνε για τις στιγμές τής ανέφελης ευτυχίας τους, όταν έπιαναν μια λιβελούλα και την έβαζαν να σηκώσει με τα ποδαράκια της ένα πετραδάκι από την παλάμη τού χεριού τους... όταν τα άφηναν να πλύνουν τα γουρούνια... όταν έβρισκαν κανένα αβγουλάκι – ζεστό ακόμα από την κότα. Μα πιο πολύ τούς κάκιωνε για την αγάπη που είχαν, για την παρηγοριά που έβρισκαν μεταξύ τους. Καραδοκούσε από μέρους τους μια χειρονομία, μια έκφραση δυστυχίας. Τουλάχιστον.
Γυρίζοντας απ᾿ το αεροδρόμιο, μπροστά θα καθόταν η Μάργκαρετ Κοτσάμα. Δίπλα στον Τσάκο. Επειδή ήταν κάποτε παντρεμένη μαζί του. Η Σόφι Μολ θα καθόταν ανάμεσά τους. Η Άμου θα καθόταν πίσω. Θα είχαν δυο θερμός με νερό. Βρασμένο νερό για τη Μάργκαρετ Κοτσάμα και τη Σόφι Μολ. Νερό τής βρύσης για όλους τούς υπόλοιπους. Τις βαλίτσες θα τις έβαζαν στο πορτμπαγκάζ.
Στην οροφή τής Πλίμουθ είχαν τοποθετήσει ένα ξύλινο ορθογώνιο, στερεωμένο σε σιδερένιο σκελετό. Κι από τις τέσσερις μεριές του ήταν γραμμένο με καλλιγραφικά γράμματα: Πίκλες & Μαρμελάδες Παραντάιζ. Κάτω από τις επιγραφές ήταν ζωγραφισμένα βαζάκια με μαρμελάδες φρούτων και ξιδάτες πίκλες που κολυμπούσαν στο λάδι. Οι ετικέτες τους έγραφαν, πάλι με καλλιγραφικά γράμματα: Πίκλες & Μαρμελάδες Παραντάιζ. Δίπλα στα βαζάκια υπήρχε μια λίστα με όλα τα προϊόντα τού εργοστασίου Παραντάιζ. Κι ένας χορευτής Κατακάλι* με πράσινη μπογιά στο πρόσωπο και το ρούχο του να ανεμίζει. Κάτω από το στρίφωμά του που ανεβοκατέβαινε σαν σίγμα τελικό, κυματιστές κι αυτές, ξεχώριζαν οι λέξεις: Αυτοκράτορες τής Γεύσης – πρωτοβουλία τού τυπογράφου, τού συντρόφου Κ.Ν.Μ. ΠίλαΪ στις διαφημιστικές ταμπέλες τής Παραντάιζ.
Η Άμου έλεγε ότι ο χορευτής Κατακάλι ήταν για να ρίχνει στάχτη στα μάτια κι ότι ήταν εντελώς άσχετος με την υπόθεση. Ο Τσάκο έλεγε ότι έδινε στα προϊόντα τους ένα Παραδοσιακό Χρώμα κι ότι θα τούς έβγαινε σε καλό, όταν θα άρχιζαν τις εξαγωγές στις Υπερπόντιες Αγορές.
Η Άμου έλεγε ότι το ξύλινο κουτί με τις ταμπέλες στην οροφή του αυτοκινήτου ήταν γελοίο. Τούς έκανε να μοιάζουν με πλανόδιο τσίρκο. Με φτερά.
Η Μαμάτσι είχε αρχίσει το εμπόριο με τις πίκλες και τις μαρμελάδες αμέσως μετά την απόφαση τού Παπάτσι να εγκαταλείψει τη θέση του στο Δημόσιο και να μετακομίσει από το Δελχί στο Αγιέμενεμ. Η Βιβλική Εταιρεία τού Κόταγιαμ διοργάνωσε μια φιλανθρωπική αγορά και παρακάλεσε τη Μαμάτσι να φτιάξει λίγη από την ξακουστή μαρμελάδα της, μπανάνα, καθώς και μια μικρή ποσότητα από τις νόστιμες πίκλες μάνγκο. Τα βάζα της πουλήθηκαν αμέσως. Η Μαμάτσι διαπίστωσε ότι είχε περισσότερες παραγγελίες απ᾿ όσες μπορούσε να εκτελέσει. Ηλεκτρισμένη με την επιτυχία της, αποφάσισε να ασχοληθεί ουσιαστικά με τις πίκλες και τις μαρμελάδες. Σύντομα βρέθηκε πνιγμένη στη δουλειά, όλο το χρόνο. Ο Παπάτσι από τη μεριά του δυσκολευόταν να καταπιεί την ντροπή τού συνταξιούχου. Ήταν δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερος από τη Μαμάτσι και συγκλονίστηκε συνειδητοποιώντας ότι ήταν πια ένας γέρος άνθρωπος, ενώ η γυναίκα του βρισκόταν ακόμα στο άνθος τής ηλικίας της.
Παρόλο που η Μαμάτσι υπέφερε από κερατοειδόκωνο κι ήταν σχεδόν τυφλή, ο Παπάτσι δεν τη βοηθούσε ποτέ στις πίκλες και τις μαρμελάδες. Γιατί είχε την άποψη ότι η δουλειά αυτή δεν ταίριαζε σε έναν πρώην ανώτερο δημόσιο υπάλληλο. Πάντα ήταν ζηλιάρης. Με τίποτα, λοιπόν, δε συγχωρούσε στη γυναίκα του το γεγονός ότι αίφνης είχε βρεθεί στο προσκήνιο τραβώντας πάνω της όλα τα βλέμματα. Έκοβε βόλτες ανάμεσα στα βάζα και τα κατσαρολικά φορώντας τα καλοραμμένα, πανάκριβα κοστούμια του, και παρακολουθούσε τη Μαμάτσι που αγόραζε λεμόνια και ώριμα μάνγκο, επιβλέποντας άγρυπνα όλη τη διαδικασία τής παρασκευής των προϊόντων της. Κάθε βράδυ την έσπαγε στο ξύλο μ᾿ ένα μπρούντζινο βάζο. Το ότι την έδερνε, δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Ασυνήθιστη ήταν μονάχα η συχνότητα με την οποία την έδερνε. Ένα βράδυ ο Παπάτσι έσπασε το δοξάρι τού βιολιού τής Μαμάτσι και το έριξε στο ποτάμι.
Έπειτα, ένα καλοκαίρι, ο Τσάκο ήρθε από την Οξφόρδη για να περάσει τις διακοπές του στο σπίτι. Είχε ψηλώσει κι είχε γίνει άντρας. Άντρας χειροδύναμος, γεροδεμένος, μιας κι εκείνον τον καιρό κωπηλατούσε στην ομάδα τού κολεγίου Μπάλιολ. Μια εβδομάδα μετά την άφιξή του είδε τον Παπάτσι να δέρνει τη Μαμάτσι μέσα στο γραφείο του. Μπήκε, έπιασε το χέρι με το οποίο ο Παπάτσι κρατούσε το βάζο και τού το έστριψε πίσω από την πλάτη.
«Δε θέλω να ξανασυμβεί αυτό», είπε στον πατέρα του. «Ποτέ».
Όλη την υπόλοιπη μέρα ο Παπάτσι έμεινε καθισμένος στη βεράντα, κοιτάζοντας με βλέμμα απλανές τον κήπο τής Μπέμπας Κοτσάμα, αγνοώντας πεισματωμένος τα πιάτα με το φαγητό που τού έφερνε η Κότσου Μάρια. Αργά τη νύχτα μπήκε ξανά στο γραφείο του και κουβάλησε έξω την αγαπημένη του κουνιστή πολυθρόνα από μαόνι. Την έστησε στη μέση τής αυλής και την έκανε κομμάτια με ένα βαρύ γαλλικό κλειδί. Μετά την άφησε εκεί, κάτω από το φως τού φεγγαριού, ένα σωρό σπασμένα, βερνικωμένα ξύλα. Τη Mαμάτσι δεν την ξανάγγιξε. Ούτε τής ξαναμίλησε όσο ζούσε. Ό,τι ήθελε, το ζητούσε από την Κότσου Μάρια ή την Μπέμπα Κοτσάμα.
Κάθε φορά που είχαν επισκέψεις, καθόταν στη βεράντα κι έραβε επιδεικτικά τα κουμπιά στα πουκάμισά του. Κουμπιά που έτσι κι αλλιώς ήταν στη θέση τους. Μόνο και μόνο για να δώσει την εντύπωση ότι η Μαμάτσι τον παραμελούσε. Και σε ένα μικρό βαθμό κατάφερε πράγματι να ενισχύσει την ούτως ή άλλως διαδομένη στο Αγιέμενεμ αντίληψη, πως οι παντρεμένες γυναίκες δεν έπρεπε να εργάζονται.
Αγόρασε την ανοιχτογάλανη Πλίμουθ από ένα μεσόκοπο Εγγλέζo. Ο κόσμος στο Αγιέμενεμ είχε συνηθίσει να τον βλέπει στο τιμόνι της, να οδηγεί με ύφος περισπούδαστο το τεράστιο αυτοκίνητό του στα στενά δρομάκια τού χωριού. Κομψός πάντα και περιποιημένος για τα μάτια τού κόσμου, καταϊδρωμένος ωστόσο μέσα στα μάλλινα κοστούμια του. Δεν επέτρεπε ούτε στη Μαμάτσι ούτε σε κανέναν άλλον από την οικογένεια να οδηγήσουν το αυτοκίνητο. Δεν τούς άφηνε καν να μπουν μέσα. Η Πλίμουθ ήταν η εκδίκηση τού Παπάτσι.
Ο Παπάτσι ήταν Αυτοκρατορικός Εντομολόγος στο Ινστιτούτο τής Πούσα. Μετά την Ανεξαρτησία, όταν έφυγαν οι Εγγλέζοι από την Ινδία, ο επίσημος τίτλος του άλλαξε. Από «Εντομολόγος στην Υπηρεσία τής Βρετανικής Αυτοκρατορίας» έγινε «Ομότιμος Καθηγητής Εντομολογίας». Τη χρονιά που πήρε σύνταξη, τελούσε χρέη διευθυντή.
Η μεγαλύτερη ατυχία τής ζωής του ήταν ότι δεν κατάφερε να δώσει το όνομά του στο λεπιδόπτερο που ανακάλυψε αυτός.
Έπεσε ένα βράδυ μέσα στο ποτήρι του, την ώρα που καθόταν στη βεράντα και ξεκουραζόταν μετά από μια μέρα στην εξοχή. Καθώς το έπιασε ανάμεσα στα δάχτυλά του για να το βγάλει απ᾿ το ποτό του, πρόσεξε τις ασυνήθιστα πυκνές φολίδες στη ράχη του. Το κοίταξε καλύτερα. Αναστατωμένος το κάρφωσε στο χαρτί, το μέτρησε και την επόμενη μέρα το έβαλε κάμποσες ώρες στον ήλιο για να εξατμιστεί το οινόπνευμα. Κι αμέσως μετά πήρε το πρώτο τρένο για το Δελχί. Για την επιστημονική δόξα, όπως έλπιζε. Μετά από έξι μήνες ανυπόφορης αγωνίας τού απάντησαν, προς μεγάλη του απογοήτευση, ότι το λεπιδόπτερό του ήταν μια σπάνια υποκατηγορία ενός πασίγνωστου είδους που ανήκε στην τροπική οικογένεια των κυκλοπτεριδών. Το μεγάλο πλήγμα το υπέστη δώδεκα χρόνια αργότερα όταν οι λεπιδοπτερολόγοι προχώρησαν σε μια ριζική ανακατάταξη των ειδών τής δικαιοδοσίας τους. Αποφάσισαν ότι το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι αποτελούσε όντως μια ιδιαίτερη κατηγορία άγνωστη μέχρι τότε στην επιστήμη, αλλά ο Παπάτσι είχε πάρει πια τη σύνταξή του και είχε αποσυρθεί στο Αγιέμενεμ. Ήταν πολύ αργά για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Το λεπιδόπτερό του πήρε το όνομα τού τότε διευθυντή τού Τμήματος Εντομολογίας, ενός νέου καθηγητή που ο Παπάτσι ανέκαθεν αντιπαθούσε.
Τα επόμενα χρόνια όλοι κατέληξαν να θεωρούν το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι υπεύθυνο για τις ξαφνικές εκρήξεις και τη μόνιμα κακή του διάθεση, αν και η αλήθεια είναι πως ήταν πάντα άνθρωπος γκρινιάρης και οξύθυμος. Ο κακός του δαίμονας — γκρίζος, τριχωτός και με ασυνήθιστα πυκνές φολίδες στη ράχη του – τον κυνηγούσε σε όλα τα σπίτια όπου ζούσε. Τον βασάνιζε. Κι αυτόν και τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του.
Ως τη μέρα που πέθανε, ακόμα και στην αποπνικτική ζέστη τού Αγιέμενεμ, ο Παπάτσι φορούσε καθημερινά ένα καλοσιδερωμένο κοστούμι, σακάκι, παντελόνι και γιλέκο και δεν ξεχνούσε ποτέ το χρυσό ρολόι στο τσεπάκι του. Στο κομοδίνο του, δίπλα στο μπουκάλι με την κολόνια του και την ασημένια χτένα του, είχε μια φωτογραφία από τα νιάτα του, με μαλλιά που γυάλιζαν απ᾿ την μπριγιαντίνη. Την είχε βγάλει σε κάποιο φωτογράφο, στη Βιέννη, όταν παρακολουθούσε εκεί τον εξαμηνιαίο κύκλο μαθημάτων που τού επέτρεψε να υποβάλει τα χαρτιά του για τη θέση τού Αυτοκρατορικού Εντομολόγου. Κατά τη διάρκεια εκείνων των λίγων μηνών στη Βιέννη η Μαμάτσι έκανε τα πρώτα της βήματα στο βιολί. Τα μαθήματα αυτά τέλειωσαν απότομα, πριν την ώρα τους, όταν ο δάσκαλός της, έκανε το λάθος να πει στον Παπάτσι ότι η Μαμάτσι είχε ξεχωριστό ταλέντο και, κατά τη γνώμη του, θα μπορούσε να κάνει καριέρα στη μουσική.
Πολλά χρόνια αργότερα, η Μαμάτσι έκοψε από την έκδοση τής Ίντιαν Εξπρές που τυπωνόταν στο Κοτσίν, το αγγελτήριο θανάτου τού Παπάτσι και το κόλλησε στο οικογενειακό άλμπουμ. Έλεγε:
Ο γνωστός εντομολόγος Σρι Τζον Ίπε, γιος τού αείμνηστου αιδεσιμότατου Ι. Τζον Ίπε τού Αγιέμενεμ (ιερέα δημοφιλέστατου και γνωστού με το όνομα Πουνιάν Κούντζου), εξέπνευσε χθες τη νύχτα στο Γενικό Νοσοκομείο τού Κόταγιαμ μετά από καρδιακή προσβολή. Τούς τελευταίους έξι μήνες ο Σρι Ίπε αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Ο Σρι Ίπε ήταν παντρεμένος με τη Σοσάμα και είχε δύο παιδιά.
Στην κηδεία του η Μαμάτσι έκλαιγε ασταμάτητα και οι φακοί επαφής κολυμπούσαν μέσα στα μάτια της. Η Άμου εξήγησε στα δίδυμα ότι η γιαγιά έκλαιγε, επειδή είχε συνηθίσει να ζει μαζί με τον παππού κι όχι επειδή τον αγαπούσε. Είχε συνηθίσει να τον βλέπει να σεργιανάει άσκοπα γύρω της, εκεί όπου ετοίμαζε τις μαρμελάδες και τις πίκλες της. Είχε συνηθίσει το ξύλο που τής έδινε κάθε τόσο. Οι άνθρωποι είναι πλάσματα τής συνήθειας. Κι είναι να απορεί κανείς τι μπορούν να συνηθίσουν. Δεν έχεις παρά να κοιτάξεις γύρω σου, είπε η Άμου, και θα δεις ότι τα χτυπήματα με τα μπρούντζινα βάζα δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο.
Μετά την κηδεία, η Μαμάτσι ζήτησε τη βοήθεια τής Ράχελ για να βρει τούς φακούς επαφής και να τούς βγάλει από τα μάτια της με το μικρό γυάλινο πορτοκαλί σωληνάκι που φύλαγε σε μια ειδική θήκη. Η Ράχελ ρώτησε τη Μαμάτσι αν θα τής άφηνε κληρονομιά το σωληνάκι όταν θα πέθαινε. Η Άμου πήρε σέρνοντας τη Ράχελ έξω απ᾿ το δωμάτιο και τής άστραψε ένα δυνατό χαστούκι.
«Δε θέλω να σε ξανακούσω να συζητάς με κανένα για το θάνατό του», είπε.
Ο Έστθα είπε ότι τής άξιζε τής Ράχελ το χαστούκι αφού ήταν τόσο αναίσθητη.
Η φωτογραφία τού Παπάτσι από τη Βιέννη, με τα μαλλιά του να λάμπουν απ᾿ την μπριγιαντίνη, μπήκε σε καινούργια κορνίζα και τοποθετήθηκε στο σαλόνι.
Ήταν άντρας με φωτογένεια, με ωραίο παράστημα, καλοντυμένος. Το κεφάλι του μόνο φάνταζε λιγάκι μεγάλο πάνω στο κορμί του. Είχε ελαφρό προγούλι που φαινόταν μεγαλύτερο όταν κοίταζε προς τα κάτω ή έγνεφε. Στη φωτογραφία όμως είχε προσέξει να κρατήσει ψηλά το κεφάλι και να κρύψει το διπλοσάγονο. Όχι πάντως τόσο ψηλά που να μοιάζει υπερόπτης. Τα ανοιχτά καστανά μάτια του άστραφταν με ένα μείγμα ευγένειας και πανουργίας, λες κι ήθελε να φερθεί φιλικά στο φωτογράφο και ταυτόχρονα να δολοφονήσει στα κρυφά τη γυναίκα του. Στο πιγούνι του είχε μια μακρουλή λακκουβίτσα που πρόδινε ίσως τη βαναυσότητα τού χαρακτήρα του. Τη μανιώδη βία που έκρυβε μέσα του και την οποία με δυσκολία συγκρατούσε. Φορούσε χακί παντελόνι ιππασίας, παρόλο που δεν είχε καβαλήσει ποτέ στη ζωή του άλογο. Στις καλογυαλισμένες μπότες του καθρεφτίζονταν οι προβολείς τού φωτογράφου. Στα γόνατά του ήταν ακουμπισμένο ένα μαστίγιο ιππασίας με φιλντισένια λαβή. Η φωτογραφία ακτινοβολούσε μια γαλήνια εγρήγορση που δρόσιζε λιγάκι το ζεστό δωμάτιο, όπου ήταν κρεμασμένη.
Όταν πέθανε, ο Παπάτσι άφησε μπαούλα γεμάτα πανάκριβα κοστούμια και ένα κουτί από σοκολατάκια φίσκα στα μανικετόκουμπα που ο Τσάκο μοίρασε στους ταξιτζήδες τού Κόταγιαμ. Αυτοί τα έκοψαν, τα έκαναν δαχτυλίδια και περιδέραια, κι ύστερα τα έκρυψαν για τις προίκες των ανύπαντρων θυγατέρων τους.
Όταν τα δίδυμα ρώτησαν τι ήταν τα μανικετόκουμπα, η Άμου τούς εξήγησε πως τα μανικετόκουμπα ήταν «κουμπιά με τα οποία κουμπώνουμε τα μανικέτια». Κι ενθουσιάστηκαν με αυτό το ψίχουλο λογικής σε μια γλώσσα που ως εκείνη τη στιγμή τούς φαινόταν εντελώς παράλογη. Μανικέτια + κουμπιά = μανικετόκουμπα. Στα μάτια τους η σύνθετη αυτή λέξη διέθετε την ακρίβεια και τη λογική των μαθηματικών πράξεων. Τα μανικετόκουμπα τούς πρόσφεραν μια ασυνήθιστη (αλλά και υπερβολική) ικανοποίηση και μια βαθιά αγάπη για την αγγλική γλώσσα.
Η Άμου έλεγε ότι ο Παπάτσι ήταν ένας αθεράπευτος κωλογλείφτης των Εγγλέζων. Ο Τσάκο έλεγε πως η κατάλληλη λέξη για τον Παπάτσι ήταν Αγγλόφιλος. Έβαλε τη Ράχελ και τον Έστθα να κοιτάξουν το λήμμα Αγγλόφιλος στο Μεγάλο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό τού Reader᾿ s Digest. Πρόσωπο που τηρεί ευνοϊκή στάση έναντι των Άγγλων, έλεγε. Μετά κοίταξαν τη λέξη στάση.
Έλεγε:
1) Στάση τού σώματος, προσωρινή ή μόνιμη.
2) Νοοτροπία, αντίληψη, άποψη που σφραγίζει τη σκέψη ενός ανθρώπου.
3) Συμπεριφορά, χειρονομία, αντίδραση.
4) Επανάσταση, εξέγερση, ανταρσία.
Ο Τσάκο τούς εξήγησε ότι στην περίπτωση τού Παπάτσι η λέξη στάση σήμαινε 2)Νοοτροπία, αντίληψη, άποψη που σφραγίζει τη σκέψη ενός ανθρώπου. Κι ότι η σφραγίδα αυτή έσπρωχνε τον Παπάτσι να συμπαθεί άνευ όρων τούς Εγγλέζους.
Ο Τσάκο είπε ακόμα στα δίδυμα ότι, παρόλο που δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, όφειλε να ομολογήσει πως ήταν όλοι αγγλόφιλοι. Ήταν μια οικογένεια αγγλόφιλων. Είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους, ήταν παγιδευμένοι έξω από την ιστορία τής φυλής τους, ανίκανοι να ξαναβρούν το δρόμο τής επιστροφής, μιας και τα χνάρια τους είχαν σβήσει πια. Τούς εξήγησε ότι η ιστορία ήταν σαν παλιό σπίτι τη νύχτα. Με όλα τα φώτα του αναμμένα. Να βουίζει από τα μουρμουρητά και τούς ψιθύρους των προγόνων.
«Για να καταλάβετε την ιστορία», είπε ο Τσάκο, «πρέπει να μπείτε μέσα και να τεντώσετε τα αφτιά σας. Να κοιτάξετε τα βιβλία στα ράφια και τα κάδρα στους τοίχους. Να οσφρανθείτε τις μυρωδιές».
Ο Έστθα και η Ράχελ δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία ότι με αυτά τα λόγια ο Τσάκο εννοούσε το σπίτι στην άλλη όχθη τού ποταμού, στη μέση μιας εγκαταλειμμένης φυτείας καουτσουκόδεντρων, όπου δεν είχαν πατήσει ποτέ το πόδι τους. Το σπίτι τού Κάρι Σάιπου. Τού Εγγλέζου που είχε "γίνει ντόπιος". Που μιλούσε μαλαγιάλαμ και φορούσε μούντου*. Ο Κουρτς τού Αγιέμενεμ που ήταν γι᾿ αυτόν η ίδια η Καρδιά τού Σκοταδιού. Είχε αυτοκτονήσει με μια σφαίρα στο κεφάλι πριν από δέκα χρόνια όταν οι γονείς τού νεαρού εραστή του, πήραν το αγόρι μακριά του και το έστειλαν στο σχολείο. Μετά την αυτοκτονία, ο μάγειρος κι ο γραμματέας του πιάστηκαν στα χέρια για την περιουσία του αφέντη τους. Το σπίτι είχε μείνει άδειο εδώ και πολύ καιρό. Λίγοι, ελάχιστοι άνθρωποι είχαν πατήσει το πόδι τους εκεί μέσα. Τα δίδυμα πάντως δε δυσκολεύτηκαν να φανταστούν το εσωτερικό του.
Το Σπίτι της Ιστορίας.
Κρύες πέτρινες πλάκες στα πατώματα, μισοσκότεινοι τοίχοι και σκιές που σέρνονταν στα δωμάτια. Νωθρές διάφανες σαύρες ζούσαν πίσω απ᾿ τις παλιές ζωγραφιές. Και εύθραυστοι πρόγονοι με κέρινα πρόσωπα και σκληρά νύχια, πρόγονοι με ανάσες που μύριζαν σαν παλιοί κιτρινισμένοι χάρτες, φλυαρούσαν ψιθυριστά ο ένας με τον άλλον.
«Εμείς όμως δεν μπορούμε να μπούμε», συνέχισε ο Τσάκο. «Εμείς έχουμε κλειστεί έξω. Κι όταν κοιτάζουμε απ᾿ τα παράθυρα στο εσωτερικό τού σπιτιού, βλέπουμε μόνο σκιές. Κι όταν αφουγκραζόμαστε, ακούμε μόνο μουρμουρητά. Κι αυτά τα μουρμουρητά δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε επειδή μες στα κεφάλια μας γίνεται πόλεμος. Πόλεμος που τον κερδίσαμε. Πόλεμος που τον χάσαμε. Το χειρότερο είδος πολέμου. Πόλεμος που φυλακίζει τα όνειρα και τα ονειρεύεται σαν να ήταν δικά του. Πόλεμος που μάς κατάντησε να λατρεύουμε τούς κατακτητές μας και να νιώθουμε αποτροπιασμό για τον εαυτό μας».
«Γιατί δε λες καλύτερα: να παντρευόμαστε τούς κατακτητές μας;» ρώτησε ξερά η Άμου, εννοώντας τη γυναίκα του τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Ο Τσάκο δεν τής έδωσε σημασία. Έβαλε τα δίδυμα να κοιτάξουν στο λεξικό τη λέξη Αποτροπιασμός. Έλεγε: Περιφρόνηση, σιχασιά, φρίκη, αηδία.
Ο Τσάκο τούς εξήγησε ότι στον πόλεμο για τον οποίο μιλούσε — στον Πόλεμο των Ονείρων—, ο Αποτροπιασμός είχε όλες αυτές τις σημασίες μαζί.
«Είμαστε αιχμάλωτοι πολέμου», είπε ο Τσάκο. «Τα όνειρά μας είναι ευνουχισμένα. Δεν ανήκουμε πουθενά. Αρμενίζουμε δίχως άγκυρες σε φουρτουνιασμένα πέλαγα. Μπορεί να μη μάς αφήσουν ποτέ να βγούμε στη στεριά. Οι θλίψεις μας δε θα είναι ποτέ αρκετά θλιβερές. Οι χαρές μας δε θα είναι ποτέ αρκετά χαρούμενες. Τα όνειρά μας δε θα είναι ποτέ αρκετά μεγάλα. Κι οι ζωές μας δε θα είναι ποτέ αρκετά σημαντικές για να μετράνε».
Ύστερα, για να δώσει στον Έστθα και τη Ράχελ μια ιδέα τής ιστορικής προοπτικής (αν και τις εβδομάδες που θα ακολουθούσαν, η προοπτική θα σημείωνε θλιβερά την απουσία της από τη σκέψη τού ίδιου τού Τσάκο), τούς μίλησε για τη Γυναίκα Γη. Τούς είπε να φανταστούν τη Γη αυτή τη στιγμή – που είχε δημιουργηθεί πριν από τέσσερις χιλιάδες εξακόσια εκατομμύρια χρόνια – σαν μια σαρανταεξάχρονη γυναίκα στην ηλικία τής κυρίας Αλέγιαμα, τής δασκάλας που τούς μάθαινε μαλαγιάλαμ. Είχε χρειαστεί ολόκληρη η ζωή τής Γυναίκας Γης για να γίνει η γη αυτό που ήταν σήμερα. Για να χωριστούν οι ωκεανοί. Να σηκωθούν τα βουνά. Η Γυναίκα Γη ήταν έντεκα χρονών, είπε ο Τσάκο, όταν έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτοι μονοκύτταροι οργανισμοί. Τα πρώτα ζώα, πλάσματα όπως τα σκουλήκια κι οι μέδουσες, δεν εμφανίστηκαν παρά όταν η Γυναίκα Γη έκλεισε τα σαράντα της χρόνια. Ήταν ήδη σαράντα πέντε την εποχή που ζούσαν στη γη οι δεινόσαυροι.
«Το σύνολο τού ανθρώπινου πολιτισμού, όπως τον γνωρίζουμε», είπε ο Τσάκο στα δίδυμα, «άρχισε πριν από δύο μόλις ώρες στη ζωή τής Γυναίκας Γης. Όσο κρατάει το ταξίδι από το Αγιέμενεμ στο Κοτσίν».
«Είναι μια σκέψη που εμπνέει δέος και ταπεινότητα», συνέχισε ο Τσάκο, (Η ταπεινότητα είναι ωραία λέξη, συλλογίστηκε η Ράχελ. Έτσι πρέπει να ζει κανείς: με ταπεινότητα και ξενοιασιά), «το ότι ολόκληρη η σύγχρονη ιστορία, οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ο Πόλεμος των Ονείρων, ο Άνθρωπος στη Σελήνη, η επιστήμη, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, το κυνήγι τής γνώσης δεν ήταν παρά μια σύντομη στιγμή στη ζωή τής Γυναίκας Γης, ένα βλεφάρισμα τού ματιού της όλο κι όλο».
«Κι εμείς, αγαπητοί μου, ό,τι είμαστε κι ό,τι θα είμαστε ποτέ... δεν είμαστε παρά ένα σπίθισμα στο βλέμμα της», είπε με επισημότητα ο Τσάκο, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι.
Κάθε φορά που είχε τέτοια διάθεση, ο Τσάκο μιλούσε σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή. Η κάμαρά του τότε, θύμιζε εκκλησία. Δεν τον ένοιαζε αν τον άκουγαν ή όχι. Κι αν τον άκουγαν, δεν έδινε δεκάρα αν καταλάβαιναν ή όχι αυτά που έλεγε. Η Άμου έλεγε πως αυτά πάθαινε όποιος είχε πάει για σπουδές στην Οξφόρδη.
Αργότερα, στο φως των γεγονότων που ακολούθησαν, η λέξη σπίθισμα έμοιαζε εντελώς παράταιρη. Το σπίθισμα των ματιών είναι μια λέξη με ζαρωμένες και χαρούμενες άκρες.
Η Γυναίκα Γη, εντυπωσίασε βέβαια τα δίδυμα. Αλλά το Σπίτι τής Ιστορίας — σε απόσταση αναπνοής, χειροπιαστό δίπλα τους— πραγματικά τα γοήτευσε. Το σκέφτονταν συχνά. Το σπίτι στην άλλη όχθη τού ποταμού.
Που δέσποζε μέσα στην Καρδιά τού Σκοταδιού.
Ένα σπίτι, όπου δεν μπορούσαν να μπουν γεμάτο ψιθύρους που δεν καταλάβαιναν.
Δεν ήξεραν τότε ότι σύντομα, πολύ σύντομα, θα έμπαιναν μέσα. Ότι θα περνούσαν το ποτάμι και θα πήγαιναν εκεί, όπου δεν είχαν την άδεια να πάνε, με έναν άντρα που δεν είχαν την άδεια να αγαπήσουν. Ότι θα παρακολουθούσαν με μάτια διάπλατα την Ιστορία να ξετυλίγεται μπροστά τους, στην πίσω βεράντα.
Την ώρα που τα άλλα παιδιά τής ηλικίας τους μάθαιναν άλλα πράγματα, ο Έστθα και η Ράχελ παρακολούθησαν την ιστορία να υπαγορεύει τούς όρους της και να επιβάλει τις τιμωρίες της σε όσους παρέβαιναν τούς νόμους της. Αφουγκράστηκαν το σιχαμένο γδούπο τής οργής της. Οσφράνθηκαν τη μυρωδιά της και δεν την ξέχασαν ποτέ.
Τη μυρωδιά τής ιστορίας.
Σαν μαραμένα ρόδα στον αέρα.
Κι από τότε και μετά τούς παραμόνευε παντού, ακόμα και στα πιο καθημερινά πράγματα. Στις κρεμάστρες των ρούχων. Στην άσφαλτο των δρόμων. Σε ορισμένα χρώματα. Στα πιάτα κάποιου εστιατορίου. Στην απουσία των λέξεων. Στο κενό των βλεμμάτων.
Θα μεγάλωναν αναζητώντας τρόπους να ζήσουν μετά απ᾿ αυτό που είχε συμβεί. Θα δοκίμαζαν να πιστέψουν ότι από την άποψη τού γεωλογικού χρόνου δεν ήταν παρά ένα εντελώς ασήμαντο γεγονός. Μια σπίθα στο μάτι τής Γυναίκας Γης. Θα δοκίμαζαν να πιστέψουν ότι έχουν συμβεί και Χειρότερα. Αλλά δε θα έβρισκαν καμιά παρηγοριά σ᾿ αυτήν τη σκέψη.
Ο Τσάκο είπε ότι η "Μελωδία τής ευτυχίας" ήταν μια θαυμάσια άσκηση αγγλοφιλίας.
«Έλα τώρα», τον έκοψε η Άμου. «Όλος ο κόσμος πάει στη Μελωδία τής ευτυχίας. Είναι Παγκόσμια Επιτυχία».
«Παρ᾿ όλα αυτά, αγαπητή μου», απάντησε ο Τσάκο σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή. «Παρ᾿ Όλα Αυτά».
Η Μαμάτσι έλεγε συχνά πυκνά ότι ο Τσάκο ήταν σίγουρα ένας από τούς εξυπνότερους ανθρώπους τής Ινδίας. «Ποιος το είπε αυτό;» τη ρωτούσε τότε η Άμου. «Με ποιο κριτήριο;» Κι η Μαμάτσι δεν κουραζόταν να λέει και να ξαναλέει την ιστορία (την ιστορία τού Τσάκο) για τον καθηγητή τής Οξφόρδης που είχε πει ότι κατά τη γνώμη του, ο Τσάκο ήταν λαμπρό μυαλό και θα γινόταν σπουδαίος πρωθυπουργός.
Η απάντηση τής Άμου σ᾿ αυτήν την ιστορία ήταν πάντα: «Χα! Χα! Χα!» Γελούσε, όπως γελούν οι άνθρωποι στα κόμικ.
Έλεγε:
α) Όποιος πηγαίνει στην Οξφόρδη, δεν είναι αναγκαστικά έξυπνος.
β) Όποιος είναι έξυπνος, δεν είναι αναγκαστικά καλός πρωθυπουργός.
γ) Πώς ήταν δυνατόν να διευθύνει σωστά μια ολόκληρη χώρα ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε καν, να διευθύνει ικανοποιητικά ένα εργοστάσιο μαρμελάδων;
Και το κυριότερο απ᾿ όλα:
δ) Όλες οι Ινδές μάνες είναι τρελές και παλαβές με τούς γιους τους, επομένως δεν μπορούν να κρίνουν αντικειμενικά τις ικανότητές τους.
Ο Τσάκο απαντούσε:
α) Δεν πηγαίνεις στην Οξφόρδη. Σπουδάζεις στην Οξφόρδη.
Και
β) Αφού σπουδάσεις στην Οξφόρδη, φεύγεις.
«Ξαναγυρίζεις στη γη, εννοείς;» ρωτούσε η Άμου. «Αυτό ακριβώς συνέβη. Σαν τα περίφημα αεροπλάνα σου».
Η Άμου έλεγε ότι η λυπηρή αλλά απολύτως προβλέψιμη πορεία των αεροπλάνων τού Τσάκο, ήταν το μόνο αντικειμενικό κριτήριο για τις ικανότητές του.
Μια φορά το μήνα (εκτός από την εποχή των μουσώνων) το ταχυδρομείο έφερνε ένα δέμα για τον Τσάκο. Περιείχε πάντα τα υλικά για την κατασκευή ενός μικρού αεροπλάνου από ξύλο μπάλσα που ήταν πιο ελαφρό κι απ᾿ το φελλό. Τού Τσάκο τού έπαιρνε συνήθως οχτώ με δέκα μέρες να συναρμολογήσει το αεροπλανάκι με το μικροσκοπικό του ντεπόζιτο και το μηχανισμό που έδινε κίνηση στις έλικες. Σαν τέλειωνε, έπαιρνε μαζί του τον Έστθα και τη Ράχελ, στους ορυζώνες τού Νάτακομ, να τον βοηθήσουν για να πετάξει. Κανένα από τα μικρά αυτά αεροσκάφη δεν είχε μείνει στον αέρα παραπάνω από ένα λεπτό. Οι μήνες περνούσαν, ο ένας μετά τον άλλον, και τα αεροπλανάκια τού Τσάκο συντρίβονταν μέσα στα λασπωμένα ρυζοχώραφα. Ο Έστθα και η Ράχελ ορμούσαν σαν εκπαιδευμένα κυνηγόσκυλα για να μαζέψουν τα απομεινάρια τους. Μια ουρά, ένα ντεπόζιτο, ένα φτερό. Μια τραυματισμένη μηχανή.
Το δωμάτιο τού Τσάκο ήταν γεμάτο σπασμένα αεροπλανάκια από ξύλο. Και κάθε μήνα ερχόταν κι άλλο. Ο Τσάκο ποτέ δεν έριχνε το φταίξιμο στα υλικά ή στις οδηγίες που τα συνόδευαν.
Μετά το θάνατο τού Παπάτσι, ο Τσάκο παραιτήθηκε από τη θέση τού καθηγητή στο Χριστιανικό Κολέγιο τού Μαδράς και ήρθε στο Αγιέμενεμ. Μαζί του έφερε το κουπί του από το κολλέγιο τού Μπάλιολ και τα όνειρά του να γίνει κάποτε Βαρόνος των Μαρμελάδων. Διέκοψε την ασφάλισή του και με το ποσό που πήρε, αγόρασε ένα μηχάνημα για την αεροστεγή συσκευασία των προϊόντων. Το κουπί του (όπου ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα τα ονόματα των συναθλητών του) το κρέμασε με σιδερένιους γάντζους στον τοίχο τού εργοστασίου.
Μέχρι τον ερχομό τού Τσάκο, το εργοστάσιο ήταν μια μικρή, κερδοφόρα επιχείρηση, την οποία η Μαμάτσι διεύθυνε σαν μια μεγάλη κουζίνα. Ο Τσάκο την έγραψε στο Εμπορικό Επιμελητήριο, τη μετέτρεψε σε εταιρεία και εξήγησε στη Μαμάτσι, ότι στο εξής ήταν ο ένας απ᾿ τούς δύο ετερόρρυθμους εταίρους της. Προχώρησε σε επενδύσεις, αγόρασε μηχανήματα (καζάνια, βραστήρες και συσκευαστήρια), προσέλαβε κι άλλους εργάτες. Σχεδόν αμέσως άρχισε η οικονομική κατάρρευση αλλά ο Τσάκο συγκράτησε την πτώση με θεαματικά τραπεζικά δάνεια, τα οποία πήρε υποθηκεύοντας τα ρυζοχώραφα τής οικογένειας γύρω από το Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Η Άμου δούλευε στο εργοστάσιο το ίδιο σκληρά με τον Τσάκο. Εκείνος όμως έλεγε πάντα το εργοστάσιό μου, οι ανανάδες μου, οι πίκλες μου, όταν μιλούσε με επιθεωρητές τής Αγορανομίας ή τού Υγειονομικού. Από νομικής απόψεως είχε κάθε δικαίωμα να μιλάει έτσι, μιας και η Άμου, ως κόρη, δεν μπορούσε να έχει καμιά απαίτηση επί τής οικογενειακής περιουσίας.
Ο Τσάκο εξηγούσε στον Έστθα και τη Ράχελ ότι η Άμου δεν είχε locus standi, δηλαδή δεν είχε δικαίωμα να μιλάει.
«Εξαιτίας τής υπέροχης ανδροκρατούμενης σοβινιστικής κοινωνίας μας», απαντούσε η Άμου.
Κι ο Τσάκο: «Τα δικά σου δικά μου και τα δικά μου... δικά μου κι αυτά».
Το γέλιο του ήταν απίστευτα τσιριχτό για έναν άντρα μεγαλόσωμο και παχύ όπως εκείνος. Κι όταν γελούσε, τρανταζόταν ολόκληρος, χωρίς να κουνιέται καθόλου από τη θέση του.
Μέχρι τον ερχομό τού Τσάκο στο Αγιέμενεμ, το εργοστάσιο τής Μαμάτσι δεν είχε όνομα. Όλοι ήξεραν τις πίκλες και τις μαρμελάδες της ως «Ώριμα μάνγκο τής Σοσά», «Μαρμελάδα μπανάνα τής Σοσά». Σοσά ήταν το μικρό όνομα τής Μαμάτσι. Σοσάμα.
Ο Τσάκο βάφτισε το εργοστάσιο "Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ". Σχεδίασε ετικέτες και παράγγειλε στο σύντροφο Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ να τις τυπώσει στο τυπογραφείο του. Στην αρχή ήθελε να ονομάσει την επιχείρηση "Πίκλες και Μαρμελάδες Ο Δίας". Η ιδέα αυτή εγκαταλείφθηκε όμως, επειδή όλοι συμφώνησαν ότι ο Δίας ήταν πρόσωπο σκοτεινό και μακρινό που δε θύμιζε σε τίποτα την παράδοση και την κουλτούρα τού τόπου. Προϋποθέσεις τις οποίες, αντίθετα, ικανοποιούσε το Παραντάιζ. (Η πρόταση τού συντρόφου Πίλαϊ – Πίκλες Παρσουράμ* – απορρίφθηκε για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: θύμιζε υπερβολικά την παράδοση και την κουλτούρα τού τόπου.)
Ιδέα τού Τσάκο ήταν να στήσει ξύλινες διαφημιστικές ταμπέλες στην οροφή τής Πλίμουθ.
Και τώρα, στο δρόμο για το Κοτσίν, οι ταμπέλες ταρακουνιόνταν και χτυπιόνταν, με ένα θόρυβο λες κι ήταν έτοιμες να γλιστρήσουν και να πέσουν από τη θέση τους. Στο Βάικομ αναγκάστηκαν να σταματήσουν και να αγοράσουν σχοινί για να τις στερεώσουν πιο γερά. Καθυστέρησαν είκοσι λεπτά. Η Ράχελ άρχισε να ανησυχεί μήπως αργήσουν για τη "Μελωδία τής ευτυχίας".
Λίγο αργότερα, φτάνοντας στα περίχωρα τού Κοτσίν, η ασπροκόκκινη μπάρα στις γραμμές τού τρένου κατέβηκε μπροστά τους, κόβοντάς τους το δρόμο. Η Ράχελ ήταν σίγουρη ότι αυτό έγινε επειδή ακριβώς έλπιζε με θέρμη ότι δε θα γινόταν.
Δεν είχε μάθει ακόμα να ελέγχει τις Ελπίδες της. Ο Έστθα είπε ότι αυτό ήταν Κακό Σημάδι.
Τώρα, λοιπόν, θα έχαναν την αρχή τής ταινίας. Εκεί όπου η Τζούλι Άντριους εμφανίζεται σαν μικρό μαύρο σημαδάκι στην πλαγιά τού λόφου κι όλο μεγαλώνει και μεγαλώνει, ώσπου πιάνει ολόκληρη την οθόνη κι η φωνή της μοιάζει με δροσερό νερό και η ανάσα της μυρίζει μέντα.
Το κόκκινο σήμα πάνω στην ασπροκόκκινη μπάρα έλεγε ΣΤΟΠ. Με άσπρα γράμματα. «ΠΟΤΣ», είπε η Ράχελ. Σε σχέση με το διάβασμα, τα δίδυμα ήταν πολύ προχωρημένα για την ηλικία τους. Είχαν τη δυνατότητα να διαβάζουν και ανάποδα. Όταν η Αυστραλέζα φίλη τής Μπέμπας Κοτσάμα από την Ιεραποστολή, η δεσποινίς Μίτεν, ήρθε για επίσκεψη στο Αγιέμενεμ και τούς έφερε δώρο ένα παιδικό βιβλίο, είπε πως απογοητεύτηκε λιγάκι όταν η Ράχελ κι ο Έστθα το διάβασαν και ανάποδα.
Έδειξαν στη δεσποινίδα Μίτεν, πως η λέξη Malayalam διαβάζεται το ίδιο κι από τη μια κι από την άλλη. Η δεσποινίς Μίτεν δεν το βρήκε και τόσο διασκεδαστικό. Δεν άργησαν να διαπιστώσουν ότι δεν ήξερε καν τι ήταν τα μαλαγιάλαμ. Τής εξήγησαν ότι ήταν η γλώσσα που μιλούσαν στην Κέραλα. Είχε την εντύπωση, απάντησε εκείνη, πως η γλώσσα ονομαζόταν Κεραλέτικα. Ο Έστθα που έβρισκε αχώνευτη τη δεσποινίδα Μίτεν απ᾿ την αρχή, τής είπε ότι αυτή, κατά τη γνώμη του, ήταν μια Εντελώς Χαζή Εντύπωση.
Η δεσποινίς Μίτεν παραπονέθηκε στην Μπέμπα Κοτσάμα για τον τρόπο τού Έστθα και για τη συνήθεια των δύο παιδιών να διαβάζουν ανάποδα. Είπε στην Μπέμπα Κοτσάμα ότι είχε δει στα μάτια τους τον ίδιο τον Σατανά. Τον άναταΣ στα αιτάμ τους.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τούς έβαλε να γράψουν εκατό φορές: Στο μέλλον δε θα ξαναδιαβάσουμε ανάποδα. Στο μέλλον δε θα ξαναδιαβάσουμε ανάποδα. Εκατό φορές. Κανονικά.
Λίγους μήνες αργότερα η δεσποινίς Μίτεν σκοτώθηκε. Την παρέσυρε ένα φορτηγάκι φορτωμένο με γάλα. Τα δίδυμα θεώρησαν θεία δίκη το γεγονός ότι το φορτηγάκι προχωρούσε με την όπισθεν τη στιγμή που παρέσυρε τη δεσποινίδα Μίτεν.
Στις δυο πλευρές τής ισόπεδης διάβασης είχαν σταματήσει στο μεταξύ κάμποσα λεωφορεία και αυτοκίνητα. Τα λεωφορεία είχαν όλα κοριτσίστικα ονόματα. Μολ-ικούτι, Μπίινα Μολ. Στα μαλαγιάλαμ Μολ θα πει κοριτσάκι και Μον αγοράκι. Το λεωφορείο Μπίινα Μολ ήταν γεμάτο προσκυνητές που είχαν ξυρίσει τα κεφάλια τους. Η Ράχελ είδε στα παράθυρα τού λεωφορείου μια σειρά από φαλακρά κρανία. Το αμάξωμα τού λεωφορείου το είχαν λερώσει ξερνοβολώντας έξω από τα τζάμια και οι ομοιόμορφοι λεκέδες βρίσκονταν σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους. Το θέμα τού εμετού κέντριζε τρομερά την περιέργειά της. Δεν είχε κάνει ποτέ εμετό. Ούτε μια φορά. Ο Έστθα είχε κάνει, και όποτε έκανε εμετό, το δέρμα του έκαιγε και γυάλιζε ενώ τα μάτια του έπαιρναν ένα ύφος αβοήθητο και ήταν όμορφα. Τις ώρες αυτές η Άμου τον αγαπούσε περισσότερο από το σύνηθες. Ο Τσάκο έλεγε πως η Ράχελ κι ο Έστθα έχαιραν άκρας υγείας. Το ίδιο και η Σόφι Μολ. Κι αυτό, έλεγε, γιατί δεν κουβαλούσαν την κατάρα της ενδογαμίας όπως οι περισσότεροι Σύροι χριστιανοί.
Η Μαμάτσι απαντούσε τότε πως τα εγγόνια της κουβαλούσαν μια κατάρα πολύ χειρότερη από την κατάρα της ενδογαμίας. Εννοούσε ότι ήταν παιδιά χωρισμένων γονιών. Λες κι αυτές ήταν οι μόνες δυνατότητες που είχε ένας άνθρωπος: Ενδογαμία ή Διαζύγιο.
Η Ράχελ δεν ήξερε τι σόι κατάρα κουβαλούσε μέσα της. Πότε πότε όμως στηνόταν μπροστά στον καθρέφτη και προβάριζε αναστεναγμούς και λυπημένες εκφράσεις στο πρόσωπό της.
«Αυτό που κάνω, είναι πολύ πολύ καλύτερο απ᾿ οτιδήποτε έχω κάνει ποτέ μου», μονολογούσε με θλιβερή φωνή.
Αναρωτήθηκε πώς έγινε και είχαν κάνει εμετό με τέτοια ομοιομορφία οι προσκυνητές με τα ξυρισμένα κρανία. Αναρωτήθηκε αν είχαν κάνει εμετό όλοι μαζί, σαν καλοκουρδισμένη ορχήστρα ή ξεχωριστά, ο ένας μετά τον άλλο, με τη σειρά.
Στην αρχή, όταν κατέβηκε η μπάρα, η Ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη απ᾿ τον ανυπόμονο βόμβο των κινητήρων. Όταν όμως ο φύλακας τής ισόπεδης διάβασης βγήκε απ᾿ το καμαράκι του βαδίζοντας με πόδια αλύγιστα και προχώρησε με το αλλόκοτο, συρτό βάδισμά του ως την καντίνα με το τσάι, δείχνοντας έτσι σε όλο τον κόσμο ότι η αναμονή θα ήταν μεγάλη... τότε όλοι έσβησαν τις μηχανές και βγήκαν να ξεμουδιάσουν.
Με ένα φευγαλέο, τεμπέλικο, νυσταγμένο νεύμα η Θεότητα τής Ισόπεδης Διάβασης κάλεσε μερικούς αξιοθρήνητους ζητιάνους και μικροπωλητές με δίσκους φορτωμένους φρέσκιες καρύδες πάνω σε μπανανόφυλλα. Και παγωμένα αναψυκτικά. Κόκα-Κόλα, Φάντα.
Ένας λεπρός με βρώμικους επιδέσμους πλησίασε τα τζάμια τού αυτοκινήτου. «Εμένα μού φαίνεται ότι έχει ποτίσει τις γάτες του με ιώδιο», είπε η Άμου, σχολιάζοντας το ασυνήθιστα ανοιχτόχρωμο κόκκινο των πληγών του.
«Συγχαρητήρια», τής απάντησε ο Τσάκο. «Μιλάς σαν πραγματικός μπουρζουάς».
Η Άμου χαμογέλασε και έσφιξαν τα χέρια, λες και τής είχε απονείμει πράγματι κάποιο βραβείο για το κατόρθωμά της, να είναι απ᾿ την κορφή ως τα νύχια άξιος εκπρόσωπος τής Μπουρζουαζίας. Στιγμές σαν κι αυτήν τα δίδυμα τις φύλαγαν σαν μικρούς θησαυρούς και τις περνούσαν σε ένα κρυφό κι αγαπημένο περιδέραιο (το οποίο όμως δεν είχε και πολλά πετράδια).
Ο Έστθα και η Ράχελ ζούληξαν τις μύτες τους στα πίσω τζάμια τής Πλίμουθ. Λαχταρώντας γλειφιτζούρια. Συννεφιασμένα παιδικά πρόσωπα. «Όχι», είπε με σταθερή κι αμετακίνητη φωνή η Άμου.
Μέσα στην Πλίμουθ, η Ράχελ δεν μπορούσε να δει τον Έστθα: η Μπέμπα Κοτσάμα ήταν καθισμένη ανάμεσά τους σαν λόφος. Η Άμου είχε επιμείνει να καθίσουν χωριστά για να μην τσακώνονται. Όταν τσακώνονταν, ο Έστθα κορόιδευε τη Ράχελ "Καλαμοπόδαρη Ακρίδα". Η Ράχελ τον έλεγε "Έλβις Πέλβις" και λύγιζε το κορμί της σε αστείες, χορευτικές τάχα κινήσεις εξοργίζοντας τον αδερφό της. Κάθε φορά που πιάνονταν στα χέρια, ο καβγάς τους δεν τέλειωνε εύκολα, αφού ήταν κι οι δυο εξίσου δυνατοί. Τα αντικείμενα που συναντούσαν μπροστά τους —λάμπες, τασάκια, κανάτες—, γίνονταν κομμάτια ή καταστρέφονταν ανεπανόρθωτα.
Η Μπέμπα Κοτσάμα κρατιόταν με τα χέρια της από τις πλάτες των μπροστινών καθισμάτων. Όταν έτρεχε το αυτοκίνητο, το πάχος στα μπράτσα της ταρακουνιόταν σαν χοντρό βρεμένο ρούχο στον άνεμο. Τώρα που είχαν σταματήσει, κρεμόταν σαν κουρτίνα από κρέας, χωρίζοντας τη Ράχελ από τον Έστθα.
Από την πλευρά τού δρόμου που έβλεπε ο Έστθα, ήταν στημένη η μικρή καντίνα που πουλούσε τσάι και μπαγιάτικα κουλούρια με γλυκόζη, μέσα σε μεγάλα γυάλινα βάζα, όλο βρώμα και μύγες. Είχε κι ένα κόκκινο ψυγείο που επαναλάμβανε με θλιβερή πεποίθηση: Όλα παν καλά με Κόκα-Κόλα. Ο Μουρλίνταραν, ο τρελός τής διάβασης, καθόταν με σταυρωμένα πόδια ανακούρκουδα και ισορροπούσε πάνω στον πέτρινο χιλιομετροδείκτη, στην άκρη τού δρόμου. Τα γεννητικά του όργανα κρέμονταν προς τα κάτω δείχνοντας το σήμα:
ΚΟΤΣΙΝ 23 Km
Ο Μουρλίνταραν ήταν γυμνός. Είχε μόνο τη μακρόστενη πλαστική σακούλα που κάποιος τού είχε φορέσει στο κεφάλι, σαν διάφανο μαγειρικό σκουφί, μέσα από το οποίο εξακολουθούσε να φαίνεται το τοπίο θαμπό, σε σχήμα τού μαγειρικού σκούφου, αλλά ορατό. Δε θα μπορούσε να βγάλει τη σακούλα απ᾿ το κεφάλι του, ακόμα κι αν το ήθελε. Δεν είχε χέρια. Τα είχε χάσει από χειροβομβίδα το ᾿42 στη Σιγκαπούρη όταν το είχε σκάσει από το σπίτι του για να καταταγεί στον Ινδικό Εθνικό Στρατό. Ούτε μία εβδομάδα δεν είχε περάσει, όταν έχασε τα χέρια του. Μετά την Ανεξαρτησία κατάφερε να αναγνωριστεί ως Μαχητής τής Ελευθερίας Πρώτου Βαθμού. Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα τού έδωσαν ένα ισόβιο ελευθέρας για τα βαγόνια πρώτης θέσης στο τρένο, αλλά το έχασε κι αυτό (μαζί με τα λογικά του) κι έτσι δεν μπορούσε πια να ζει μέσα στα τρένα ή στα αναψυκτήρια των σιδηροδρομικών σταθμών. Ο Μουρλίνταραν δεν είχε σπίτι ούτε πόρτες να κλειδώσει αλλά είχε ακόμα την παλιά αρμαθιά των κλειδιών του περασμένη στη μέση του. Αστραφτερά. Το μυαλό του ήταν γεμάτο ντουλάπια και μπαούλα, ξέχειλα με μυστικούς θησαυρούς.
Ένα ξυπνητήρι. Ένα κόκκινο κουρσάκι με μελωδική κόρνα. Ένα κόκκινο ποτηράκι για το μπάνιο. Μια γυναίκα με ένα διαμάντι. Ένα χαρτοφύλακα γεμάτο σημαντικά έγγραφα. Ένα σπίτι για να γυρίζει μετά το γραφείο του. Τραγανά τσιπς μπανάνας για τα παιδιά.
Παρακολουθούσε τα τρένα να περνούν. Μετρούσε τα κλειδιά του.
Παρακολουθούσε τις κυβερνήσεις να ανεβαίνουν κι ύστερα να πέφτουν. Μετρούσε τα κλειδιά του.
Παρακολουθούσε παιδιά με συννεφιασμένα πρόσωπα στα τζάμια των αυτοκινήτων, να λαχταρούν γλειφιτζούρια.
Οι άστεγοι, οι ανάπηροι, οι άρρωστοι, οι μικροί κι οι εγκαταλειμμένοι, όλοι περνούσαν μπροστά απ᾿ το παράθυρό του. Κι αυτός πάντα μετρούσε τα κλειδιά του.
Ποτέ δεν ήταν σίγουρος ποιο ντουλάπι θα χρειαζόταν να ανοίξει ή πότε. Καθόταν πάνω στην καυτή πέτρα τού χιλιομετροδείκτη, με τα βρώμικα, κολλημένα μαλλιά του και τα μάτια του σαν παράθυρα. Κι ήταν ευχαριστημένος που κάποιες στιγμές μπορούσε να αποτραβάει το βλέμμα του. Για να μετράει και να ξαναμετράει τα κλειδιά του.
Οι αριθμοί ήταν αρκετοί.
Τον νανούριζαν. Ο Μουρλίνταραν σάλευε αργά τα χείλη του όταν μετρούσε, σχηματίζοντας όμορφα όμορφα τις λέξεις.
Ένα. Δύο. Τρία.
Ο Έστθα πρόσεξε πως οι τρίχες των μαλλιών του ήταν γκρίζες και κατσαρές, πεταχτές και κατάμαυρες στις ανοιχτές κι ανυπεράσπιστες δίχως μπράτσα μασχάλες του, κι ανάμεσα στα σκέλια του μαύρες και στριφογυριστές, σαν συρματάκια. Ένας άνθρωπος με τρία διαφορετικά είδη τρίχας. Ο Έστθα αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν. Προσπάθησε να σκεφτεί ποιον θα μπορούσε να ρωτήσει.
Η Αναμονή φούσκωσε μέσα στη Ράχελ ώσπου ξεχείλισε. Κοίταξε το ρολόι της. Έδειχνε δύο παρά δέκα. Σκέφτηκε την Τζούλι Άντριους και τον Κρίστοφερ Πλάμερ να φιλιούνται γέρνοντας τα κεφάλια τους στο πλάι για να μην τσουγκρίσουν τις μύτες τους. Αναρωτήθηκε αν οι άνθρωποι φιλιούνται πάντα έτσι, γέρνοντας στο πλάι. Προσπάθησε να σκεφτεί ποιον θα μπορούσε να ρωτήσει.
Ύστερα ακούστηκε μια βουή από μακριά, που πετώντας στον αέρα πλησίασε τα σταματημένα αυτοκίνητα και τα σκέπασε σαν πανωφόρι. Οι οδηγοί που περπατούσαν για να ξεμουδιάσουν, ξανακάθισαν στη θέση τους χτυπώντας πίσω τους την πόρτα. Οι ζητιάνοι κι οι μικροπωλητές εξαφανίστηκαν. Μέσα σε λίγα λεπτά δεν έμεινε κανένας στο δρόμο. Εκτός από τον Μουρλίνταραν που καθόταν σαν σουβλισμένος πάνω στην καυτή πέτρα τού χιλιομετροδείκτη. Αδιάφορος. Με ελάχιστη, ανεπαίσθητη περιέργεια μόνο για όσα συνέβαιναν γύρω του.
Συνωστισμός. Φασαρία. Σφυρίγματα των αστυνομικών.
Πίσω από την ουρά των αυτοκινήτων που περίμεναν απ᾿ την άλλη μεριά τής μπάρας, εμφανίστηκαν άνθρωποι με κόκκινες σημαίες και λάβαρα. Η βουή όλο και δυνάμωνε.
«Κλείστε τα παράθυρά σας», είπε ο Τσάκο. «Και μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να μάς πειράξουν».
«Γιατί δεν πας κι εσύ μαζί τους, σύντροφε;» ρώτησε η Άμου τον Τσάκο. «Θα οδηγήσω εγώ!» Ο Τσάκο δεν απάντησε. Ένας μυς τεντώθηκε κάτω απ᾿ το διπλοσάγονό του. Πέταξε το τσιγάρο του κι ανέβασε το τζάμι τού παραθύρου του.
Ο Τσάκο είχε αυτοανακηρυχθεί μαρξιστής. Καλούσε τις όμορφες εργάτριες τού εργοστασίου στο δωμάτιό του και με το πρόσχημα τής διαφώτισης σχετικά με τα δικαιώματα τής εργατικής τάξης και τη συνδικαλιστική νομοθεσία, φλερτάριζε μαζί τους ασύστολα. Τις αποκαλούσε Συντρόφισσες κι επέμενε να τον αποκαλούν κι εκείνες Σύντροφο (πράγμα που τις έκανε να χαζογελούν χωρίς σταματημό). Τις έκανε να σαστίζουν και να κοκκινίζουν αμήχανα, βάζοντάς τες να καθίσουν δίπλα του στο τραπέζι και να πιουν μαζί του τσάι. Η Μαμάτσι γινόταν έξαλλη με τα καμώματά του.
Μια φορά μάλιστα μάζεψε κάμποσες από δαύτες και τις πήγε στο Άλαπι, όπου το Συνδικάτο διοργάνωνε μαθήματα για τούς εργάτες. Πήγαν με το λεωφορείο και γύρισαν με το καραβάκι. Γύρισαν πανευτυχείς, με ψεύτικα βραχιόλια στα μπράτσα και λουλούδια στα μαλλιά.
Η Άμου έλεγε πως όλα αυτά ήταν μόνο λόγια. Ένα κακομαθημένο πριγκιπόπουλο που παρίστανε το Σύντροφε! Σύντροφε! Μια οξφορδιανή μετενσάρκωση κάποιου παλιού άρχοντα ζαμιντάρ – απ᾿ αυτούς τούς αυταρχικούς γαιοκτήμονες που ανάγκαζαν όσες γυναίκες είχαν στη δούλεψή τους να δέχονται τα χάδια τους.
Όταν πλησίασαν οι διαδηλωτές, η Άμου έκλεισε το παράθυρό της. Ο Έστθα έκλεισε το δικό του. Η Ράχελ το δικό της. Ξαφνικά η καταγάλανη Πλίμουθ φάνταξε παράλογα πλούσια στο στενό, σκονισμένο δρόμο. Σαν χοντρή γυναίκα που προσπαθεί να περάσει ένα στενό διάδρομο. Σαν την Μπέμπα Κοτσάμα στην εκκλησία, την ώρα που έβγαινε μπροστά να μεταλάβει.
«Μην τούς κοιτάζετε!» πρόσταξε η Μπέμπα Κοτσάμα όταν οι πρώτες γραμμές τής διαδήλωσης έφτασαν κοντά στο αυτοκίνητο. «Μην τούς κοιτάζετε στα μάτια! Αυτό τούς εξαγριώνει!»
Στο πλάι τού λαιμού της μια φλέβα φούσκωνε στο ρυθμό τού σφυγμού της.
Μέσα σε λίγα λεπτά ο δρόμος πλημμύρισε από χιλιάδες διαδηλωτές. Αυτοκίνητα νησιά μέσα σε έναν ποταμό ανθρώπων. Ο αέρας κοκκίνισε απ᾿ τις σημαίες που χαμήλωναν κι ύστερα σηκώνονταν πάλι, καθώς οι διαδηλωτές έσκυβαν να περάσουν κάτω από την μπάρα τής ισόπεδης διάβασης. Σαν κόκκινο κύμα γλιστρούσαν πάνω από τις ράγες τού τρένου. Ο ήχος από χιλιάδες στόματα σκέπασαν τα σταματημένα τροχοφόρα. Σαν μια Ομπρέλα Θορύβου.
«Ζήτω η Διαρκής Επανάσταση!» φώναζαν. «Εργάτες Όλου τού Κόσμου Ενωθείτε!»
Ακόμα κι ο Τσάκο δεν ήταν σε θέση να δώσει μια ικανοποιητική εξήγηση στο γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε στην Κέραλα μεγαλύτερη επιτυχία απ᾿ όση είχε οπουδήποτε αλλού στην Ινδία, με εξαίρεση ίσως τη Βεγγάλη.
Υπήρχαν αρκετές αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες σχετικά μ᾿ αυτό το ζήτημα. Μερικοί υποστήριζαν ότι η ευρεία διάδοση τού κομμουνισμού οφειλόταν στο μεγάλο ποσοστό των χριστιανών που ζούσαν σ᾿ αυτήν την επαρχία. Το είκοσι τοις εκατό τού πληθυσμού τής Κέραλα ήταν χριστιανοί τού Συριακού δόγματος και πίστευαν ότι ήταν απόγονοι των εκατό βραχμάνων που είχε προσηλυτίσει ο απόστολος Θωμάς όταν ταξίδεψε στην Ανατολή μετά την Ανάσταση τού Κυρίου. Από δομικής απόψεως —έτσι ισχυρίζονταν οι απλοϊκοί μάλλον υποστηρικτές αυτής τής θεωρίας—, ο μαρξισμός μπορούσε να υποκαταστήσει μια χαρά το χριστιανισμό. Βάλτε στη θέση τού Χριστού τον Μαρξ, στη θέση του Σατανά την μπουρζουαζία, στη θέση τού Παράδεισου την αταξική κοινωνία, στη θέση τής Εκκλησίας το Κόμμα. Τα υπόλοιπα, τρόπος και σκοπός τού ταξιδιού, ήταν εντελώς ίδια. Ένας αγώνας μετ᾿ εμποδίων, στο τέλος τού οποίου περίμενε το βραβείο. Για την ινδουιστική αντίληψη η προσαρμογή ήταν πιο πολύπλοκη και επομένως πιο δύσκολη.
Το πρόβλημα μ᾿ αυτήν τη θεωρία ήταν άλλο: οι χριστιανοί τής Κέραλα δεν ήταν δυστυχώς οι φτωχοί, οι ακτήμονες και οι εργάτες, αλλά ίσα ίσα οι πλούσιοι, οι γαιοκτήμονες, οι ιδιοκτήτες βιοτεχνιών που κατασκεύαζαν πίκλες και μαρμελάδες. Οι φεουδάρχες, για τούς οποίους ο κομμουνισμός ήταν χειρότερος κι από το θάνατο. Ψήφιζαν ανέκαθεν το Κόμμα τού Κογκρέσου.
Μια δεύτερη θεωρία υποστήριζε ότι όλα ξεκινούσαν από το σχετικά υψηλό επίπεδο τής μόρφωσης στην επαρχία τής Κέραλα. Ίσως. Μόνο που το σχετικά υψηλό επίπεδο μόρφωσης ήταν σε μεγάλο βαθμό επίτευγμα τού ίδιου τού κομμουνιστικού κινήματος.
Η αλήθεια ήταν πως ο κομμουνισμός είχε τρυπώσει ύπουλα στην Κέραλα. Με τη μορφή ενός ρεφορμιστικού κινήματος που ουδέποτε αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες τής συντηρητικής κοινωνίας της και τον αυστηρό χωρισμό της σε κάστες*. Οι μαρξιστές δούλευαν μέσα στα όρια αυτής τής κοινωνίας, δεν προκαλούσαν ποτέ. Πρόσφεραν μια επανάσταση κοκτέιλ. Ένα μεθυστικό μείγμα ανατολικού μαρξισμού και ορθόδοξου ινδουισμού με μια μικρή δόση δημοκρατίας να το νοστιμεύει.
Ο Τσάκο δεν ήταν επίσημο μέλος τού Κόμματος. Δεν είχε κάρτα αλλά είχε πιστέψει από νωρίς στον κομμουνισμό και είχε μείνει πιστός οπαδός του όλα τα δύσκολα χρόνια του.
Τη χρυσή εποχή τού 1957, τότε που οι κομμουνιστές κέρδισαν τις εκλογές στην Κέραλα, ήταν ακόμα φοιτητής στο Πανεπιστήμιο τού Δελχί. Ο Νεχρού τούς κάλεσε να σχηματίσουν κυβέρνηση. Το ίνδαλμα τού Τσάκο, ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ, ο φλογερός αρχιερέας τού μαρξισμού στην Κέραλα, έγινε πρωθυπουργός τής πρώτης δημοκρατικά εκλεγμένης κομμουνιστικής κυβέρνησης τού κόσμου. Οι κομμουνιστές βρέθηκαν αίφνης στη δύσκολη – κι όπως έλεγαν οι επικριτές τους: στην παράλογη— θέση να κυβερνούν ένα λαό και να τον σπρώχνουν ταυτόχρονα προς την Επανάσταση. Ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ ανέπτυξε τη δική του θεωρία σχετικά με την πραγματοποίηση αυτού τού αντιφατικού σχεδίου. Ο Τσάκο διάβασε την πραγματεία του "Η ειρηνική μετάβαση στον Κομμουνισμό" με τον ασυγκράτητο ζήλο τής νιότης και τον άνευ όρων θαυμασμό τού φανατικού οπαδού. Η εν λόγω πραγματεία εξηγούσε με λεπτομέρειες πώς σκόπευε η κυβέρνηση τού συντρόφου Ναμπούντριπαντ να μεθοδεύσει ριζικές αγροτικές μεταρρυθμίσεις, να περιορίσει δραστικά τις εξουσίες τής αστυνομίας, να οργανώσει σε νέες βάσεις τη Δικαιοσύνη και να «Αντισταθεί στις Επεμβάσεις της Αντιδραστικής Αντιλαϊκής Κεντρικής Κυβέρνησης, τού Κόμματος τού Κογκρέσου».
Δυστυχώς όμως, πριν βγει καλά καλά ο χρόνος, η Ειρηνική φάση τής Ειρηνικής Μετάβασης έφτασε στο τέλος της.
Κάθε μέρα, την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους, ο Αυτοκρατορικός Εντομολόγος ειρωνευόταν τον ευέξαπτο Μαρξιστή γιο του διαβάζοντας με δυνατή φωνή από την εφημερίδα του όλα τα άρθρα σχετικά με φασαρίες, απεργίες, συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία και βιαιοπραγίες των αστυνομικών οργάνων που αναστάτωναν την Κέραλα.
«Λοιπόν, Καρλ Μαρξ!» ξεφυσούσε ο Παπάτσι, μόλις καθόταν ο Τσάκο στο τραπέζι. «Τι θα τούς κάνουμε τώρα αυτούς τούς αναθεματισμένους τούς φοιτητές; Ξεσηκώθηκαν πάλι οι ηλίθιοι, ενάντια στην πολυαγαπημένη μας Λαϊκή Κυβέρνηση! Να τούς βγάλουμε από τη μέση; Είμαι βέβαιος πως δεν ανήκουν πια στο Λαό!»
Τα επόμενα δύο χρόνια το Κόμμα τού Κογκρέσου και η Εκκλησία δε σταμάτησαν στιγμή να συδαυλίζουν τις εστίες των ταραχών, βυθίζοντας έτσι την Κέραλα στο χάος των πολιτικών ερίδων και στην αναρχία. Τον καιρό που τέλειωσε ο Τσάκο το πανεπιστήμιο κι έφυγε για την Οξφόρδη, να πάρει ένα δεύτερο πτυχίο, η Κέραλα βρισκόταν στο χείλος τού εμφύλιου πολέμου. Ο Νεχρού καθαίρεσε την κομμουνιστική κυβέρνηση και προκήρυξε νέες εκλογές. Το Κόμμα τού Κογκρέσου ξαναπήρε την εξουσία. Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια πριν καταφέρει το κόμμα τού συντρόφου Ναμπούντριπαντ να πάρει και πάλι το 1967 την πλειοψηφία. Και εξελέγη ξανά αλλά αυτήν τη φορά ως συνασπισμός δύο επιμέρους κομμάτων, στα οποία είχε διασπαστεί στο μεταξύ — τού Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδίας και τού Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδίας (Μαρξιστικού). Του KKI και του KKI(M).
Όταν έγιναν όλα αυτά, ο Παπάτσι είχε πεθάνει. Ο Τσάκο είχε χωρίσει. Και το εργοστάσιο Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ ήταν ήδη εφτά χρονών.
Η Κέραλα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μετά από μια περίοδο φοβερού λιμού. Οι μουσώνες είχαν αργήσει. Ο κόσμος πέθαινε. Η πείνα ήταν το υπ᾿ αριθμόν ένα πρόβλημα που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Αυτήν τη δεύτερη φορά που πήρε την εξουσία στα χέρια του, ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ προσπάθησε να δρομολογήσει την Ειρηνική Μετάβαση με μεγαλύτερη προσοχή και νηφαλιότητα. Η στάση του προκάλεσε την οργή και τη μάνητα τού Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας. Κατάγγειλαν δημόσια τον "Κοινοβουλευτικό Κρετινισμό" του και τον κατηγόρησαν ότι «πρόσφερε ψεύτικη και πλασματική ανακούφιση στις εργατικές τάξεις, υπονομεύοντας έτσι την Ταξική Συνείδηση και αποπροσανατολίζοντας τούς μαχητές τής Επανάστασης».
Το Πεκίνο παραχώρησε την υποστήριξή του στη νεότευκτη και μαχητικότερη φράξια του ΚΚΙ(Μ) –δηλαδή στους ναξαλίτες— που είχαν στήσει μια μικρή ένοπλη εξέγερση στο Ναξαλμπάρι, ένα χωριό τής Βεγγάλης. Οργάνωσαν τούς αγρότες σε μάχιμες διμοιρίες, επιτάξανε τα χωράφια, έδιωξαν τούς γαιοκτήμονες και όρισαν Λαϊκούς Δικαστές για να δικάσουν τούς Εχθρούς τού Λαού. Το κίνημα των ναξαλιτών απλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα και γέμισε πανικό τις καρδιές των μπουρζουάδων.
Στην Κέραλα προκάλεσε αναστάτωση και φόβο, επιβαρύνοντας την ούτως ή άλλως βαριά ατμόσφαιρα. Στα βόρεια τής επαρχίας είχαν αρχίσει ήδη οι σκοτωμοί. Το Μάιο δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες μια θολή, κουνημένη φωτογραφία: έδειχνε κάποιον γαιοκτήμονα, δεμένο σε ένα στύλο τού ηλεκτρικού. Τον είχαν αποκεφαλίσει. Το κεφάλι του ήταν ακουμπισμένο δίπλα του, σε μια σκοτεινή λακκούβα που θα μπορούσε να ᾿ναι νερό ή αίμα. Η φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη και το χρώμα δεν ξεχώριζε. Μέσα στο γκρίζο φως τής αυγής.
Τα έκπληκτα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα.
Ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ (Μαντρόσκυλο, Τσιράκι των Ρώσων) διέγραψε τούς ναξαλίτες από το κόμμα του και συνέχισε να επωφελείται από τη λαϊκή οργή εδραιώνοντας τη θέση του. Η πορεία που περικύκλωσε τη γαλανή Πλίμουθ τη γαλανή εκείνη μέρα του Δεκέμβρη, ήταν στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων. Την είχε οργανώσει το Μαρξιστικό Συνδικάτο τού Κοτσίν. Οι σύντροφοί τους από το Τριβάντραμ, με δική τους πορεία, κατευθύνονταν ήδη προς το κτίριο τής Βουλής, όπου θα παρέδιδαν στο σύντροφο Ναμπούντριπαντ προσωπικά ψήφισμα με τα αιτήματα τού λαού. Η ορχήστρα προσπαθούσε να υπαγορεύσει τη θέλησή της στο μαέστρο. Ζητούσαν να παραχωρηθεί διάλειμμα μιας ώρας κάθε μεσημέρι στους εργάτες των ορυζώνων που δούλευαν εντεκάμισι ώρες την ημέρα από τις εφτά το πρωί ως τις εξίμισι το απόγευμα. Ζητούσαν αύξηση στο μεροκάματο των εργατριών: από μία ρουπία, στις τρεις ρουπίες. Και για τούς άντρες ζητούσαν αύξηση από τις δύο ρουπίες, στις τέσσερις ρουπίες την ημέρα. Ζητούσαν ακόμα να πάψει ο κόσμος να απευθύνει το λόγο στους Άθικτους με το όνομα τής κάστας τους. Να μην απευθύνονται σ᾿ αυτούς ως Ατσού Παρουάν ή Κέλαν Παρουάν. Να λέγονται απλώς Ατσού ή Κέλαν.
Βασιλιάδες τού κάρδαμου, κόμητες τού καφέ, βαρόνοι τού καουτσούκ – όλοι παλιοί συμμαθητές από τα χρόνια που ήταν εσωτερικοί στα κολέγια— κατέβαιναν από τις μοναχικές, απέραντες φυτείες τους στην Ιστιοπλοϊκή Λέσχη και ρουφούσαν αργά την παγωμένη μπίρα τους. Σήκωναν τα ποτήρια τους. Όπως κι αν το λεν το τριαντάφυλλο..., μουρμούριζαν χαμογελώντας για να κρύψουν τον πανικό που φούσκωνε μέσα τους.
Οι διαδηλωτές τη μέρα εκείνη ήταν μέλη τού κόμματος, φοιτητές και φυσικά οι εργάτες. Άθικτοι και Καθαροί. Στους ώμους τους κουβαλούσαν ένα βαρέλι πανάρχαιης οργής, αναμμένο με ολοκαίνουργο φιτίλι. Η οργή τους είχε αποκτήσει μια νέα αιχμή, κοφτερή σαν ξυράφι. Μια αιχμή ναξαλίτικη.
Από το παράθυρο τής Πλίμουθ η Ράχελ είδε ότι η λέξη που φώναζαν πιο δυνατά απ᾿ όλες τις άλλες, ήταν η λέξη "Επανάσταση". Είδε τις φλέβες να φουσκώνουν στο λαιμό τους όταν τη φώναζαν. Είδε τα χέρια και τα μπράτσα που κρατούσαν τις σημαίες. Ήταν σκληρά, σφιγμένα, σιδερένια.
Μέσα στην Πλίμουθ βασίλευε η σιωπή και η ζέστη.
Ο φόβος τής Μπέμπας Κοτσάμα ήταν κουλουριασμένος στο δάπεδο τού αυτοκινήτου, σαν υγρό πατημένο αποτσίγαρο. Η αρχή μονάχα τού φόβου της. Τού φόβου που με τα χρόνια θα γινόταν θηρίο να τη φάει. Τού φόβου που αργότερα θα την ανάγκαζε να κλειδώνει με μανία πόρτες και παράθυρα. Τού φόβου που θα την έκανε να βάφει τα μαλλιά της και να μπογιατίζει αδέξια το στόμα της. Πανάρχαιος ήταν κι ο δικός της φόβος. Ο φόβος μήπως τής πάρουν αυτό που ήταν δικό της.
Προσπάθησε να μετρήσει τις πράσινες χάντρες τού κομπολογιού της, μα δεν μπορούσε να μαζέψει το μυαλό της. Μια ανοιχτή παλάμη χτύπησε στο τζάμι.
Μια σφιγμένη γροθιά έπεσε με δύναμη πάνω στο ζεματιστό καπό τής μηχανής που άνοιξε με ένα τίναγμα. Η Πλίμουθ έμοιαζε τώρα με γαλάζιο θεόρατο ζώο, όλο γωνίες, παγιδευμένο σε κάποιο ζωολογικό κήπο. Έμοιαζε με ζώο που ζητιάνευε να τού δώσουν κάτι να φάει.
Ένα κουλουράκι.
Μια μπανάνα.
Μια δεύτερη σφιγμένη γροθιά προσγειώθηκε πάνω του και το ᾿κλεισε. Ο Τσάκο κατέβασε το τζάμι του κι ευχαρίστησε με δυνατή φωνή αυτόν που το είχε κλείσει.
«Σ᾿ ευχαριστώ» είπε
«Μην το παρακάνεις με τις ευχαριστίες, σύντροφε!» είπε η Άμου. «Τυχαίο ήταν. Δεν είχε κανένα σκοπό να σε βοηθήσει. Πού να ξέρει άλλωστε ότι μέσα σ᾿ αυτό το σαραβαλάκι χτυπάει μια αληθινή μαρξιστική καρδιά;»
«Άμου», απάντησε ο Τσάκο με φωνή σταθερή και επιτηδευμένα αδιάφορη, «θα μπορούσες, σε παρακαλώ, να βάλεις για μια φορά φίμωτρο στον ψόφιο, άρρωστο κυνισμό σου;»
Η σιωπή που απλώθηκε μέσα στο αυτοκίνητο, έμοιαζε με βρεμένο σφουγγάρι, βαρύ απ᾿ το νερό. Η λέξη ψόφιος έτσουζε άσχημα, ήταν κοφτερή, γλιστρούσε σαν μαχαίρι μέσα στο βούτυρο. Ο ήλιος συνέχισε να λάμπει με ένα σιγανό αναστεναγμό. Αυτό είναι το κακό με τούς συγγενείς. Σαν μοχθηροί γιατροί, ξέρουν ακριβώς πού πονάει περισσότερο.
Τότε ήταν που είδε τον Βελούτθα η Ράχελ. Το γιο τού Βέλια Πάαπεν. Τον πιο αγαπημένο της φίλο. Είδε τον Βελούτθα να περπατάει με μια κόκκινη σημαία στο χέρι. Φορούσε άσπρο πουκάμισο κι άσπρο μούντου* ενώ οι φλέβες στο λαιμό του ήταν φουσκωμένες. Ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί με πουκάμισο.
Η Ράχελ κατέβασε σαν αστραπή το παράθυρό της. «Βελούτθα! Βελούτθα!» τον φώναξε.
Εκείνος πάγωσε για μια στιγμή. Τέντωσε τα αφτιά του, κρατώντας τη σημαία του. Είχε ακούσει μια γνώριμη φωνή, μια φωνή οικεία. Σε μέρος όπου δεν περίμενε να την ακούσει. Η Ράχελ, όρθια πάνω στο κάθισμα, είχε βγει η μισή έξω από το παράθυρο τής Πλίμουθ, σαν την κεραία φυτοφάγου κάμπιας. Με ένα σιντριβάνι μαλλιά δεμένα με ένα Love-in-Tokyo και κίτρινα γυαλιά ηλίου με κόκκινους πλαστικούς φακούς.
«Βελούτθα! εδώ! Βελούτθα!» Οι φλέβες φούσκωσαν και στο δικό της λαιμό.
Ο Βελούτθα έκανε ένα βήμα στο πλάι και χάθηκε μέσα στη φασαρία που γινόταν γύρω του. Μέσα στο αυτοκίνητο η Άμου γύρισε προς τα πίσω. Τα μάτια της ήταν θυμωμένα. Έδωσε μια γερή ξυλιά στα μπούτια τής Ράχελ. Ήταν ό,τι είχε απομείνει από τη Ράχελ μέσα στο αυτοκίνητο. Τα μπούτια και τα μελαψά της πόδια.
«Κάθισε καλά!» φώναξε η Άμου.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τράβηξε τη Ράχελ μες στο αυτοκίνητο κι εκείνη κουβαριάστηκε στο πίσω κάθισμα, σαστισμένη. Νομίζοντας ότι είχε γίνει κάποια παρεξήγηση.
«Μα ήταν ο Βελούτθα!» προσπάθησε να εξηγήσει με ένα χαμόγελο στα χείλη. «Κρατούσε σημαία!»
Η σημαία την είχε εντυπωσιάσει περισσότερο απ᾿ όλα. Ήταν αυτό ακριβώς που έπρεπε να κρατάει ένας φίλος.
«Είσαι ένα κουτό, ανόητο κοριτσάκι!» τη μάλωσε η Άμου.
Η ξαφνική, λυσσασμένη οργή της, κάρφωσε τη Ράχελ στο κάθισμα τού αυτοκινήτου.
Τα ᾿χασε. Γιατί είχε θυμώσει τόσο πολύ η Άμου; Για ποιο λόγο;
«Μα ήταν αυτός, σάς λέω!» ξανάπε.
Σκάσε!» τής φώναξε η Άμου.
Η Ράχελ είδε σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπο και στο πανωχείλι τής Άμου. Είδε τα μάτια της να σκληραίνουν και να γίνονται σαν γυάλινοι βόλοι. Σαν τα μάτια τού Παπάτσι στη φωτογραφία τής Βιέννης. (Πώς σιγομουρμούριζε το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι μέσα στο αίμα που κυλούσε στις φλέβες των παιδιών του!)
Η Μπέμπα Κοτσάμα ανέβασε το παράθυρο τής Ράχελ.
Χρόνια αργότερα, ένα δροσερό φθινοπωρινό πρωί, κάπου στην Πολιτεία τής Νέας Υόρκης, μέσα σε ένα κυριακάτικο τρένο που ταξίδευε, η σκηνή αυτή ξανάρθε στη θύμηση τής Ράχελ. Η έκφραση στο πρόσωπο τής Άμου. Σαν το κομμάτι που ξεμένει και δεν ταιριάζει στο παζλ. Σαν ερωτηματικό που πλανιέται μετέωρο μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, χωρίς να μπαίνει ποτέ στο τέλος μιας φράσης.
Αυτό το σκληρό βλέμμα στα μάτια τής Άμου. Σκληρό σαν γυάλινος βόλος. Η γυαλάδα τού ιδρώτα στο πανωχείλι της. Κι η παγωνιά αυτής τής ξαφνικής, πειραγμένης σιωπής.
Η μνήμη είναι τρελή όταν ταχτοποιεί σκοτεινά πράγματα μέσα σε ένα ντουλάπι και βγάζει έξω τα πιο απίστευτα — ένα φευγαλέο βλέμμα, ένα συναίσθημα. Τη μυρωδιά τού καπνού. Έναν υαλοκαθαριστήρα. Τα γυάλινα μάτια μιας μητέρας. Μα τα ᾿χει τετρακόσια όταν αφήνει στη θέση τους κρυμμένα μεγάλα κομμάτια σκοταδιού. Χωρίς να τα φέρνει ποτέ στο φως. Χωρίς να τα θυμάται.
Ήταν πράγματι ο Βελούτθα.
Η Ράχελ ήταν σίγουρη γι᾿ αυτό. Τον είχε δει. Την είχε δει κι εκείνος. Θα τον γνώριζε οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Κι αν δε φορούσε το πουκάμισο, θα τον αναγνώριζε κι από πίσω. Ήξερε την πλάτη του. Τόσες φορές την είχε κουβαλήσει στην πλάτη του. Περισσότερες απ᾿ όσες μπορούσε να μετρήσει. Είχε ένα ανοιχτοκάστανο σημάδι από γεννησιμιού του, σαν μυτερό ξερό φυλλαράκι. Έλεγε πως ήταν το τυχερό του φυλλαράκι. Πως χάρη σ᾿ αυτό έρχονταν οι μουσώνες στην ώρα τους. Ένα καφετί φυλλαράκι πάνω σε μια μαύρη πλάτη. Ένα φθινοπωρινό φυλλαράκι μες στη νύχτα.
Ένα τυχερό φυλλαράκι που δεν μπόρεσε να τού φέρει τύχη.
Ο Βελούτθα δεν ήταν μαραγκός. Τον έλεγαν Βελούτθα —που θα πει Λευκός στα μαλαγιάλαμ— επειδή ακριβώς ήταν τόσο μαύρος. Ο πατέρας του, ο Βέλια Πάαπεν, ήταν Παρουάν*. Έφτιαχνε ποτό από χουρμάδες. Είχε ένα γυάλινο μάτι. Πελεκούσε ένα κομμάτι γρανίτη με το σφυρί του όταν ένα κομματάκι του μπήκε στο αριστερό του μάτι και το έσκισε.
Όταν ήταν μικρός ο Βελούτθα, ερχόταν μαζί με τον Βέλια Πάαπεν από την πίσω πόρτα τού Σπιτιού στο Αγιέμενεμ να παραδώσουν τις καρύδες που είχαν μαζέψει από τις φοινικιές τού κτήματος. Ο Παπάτσι δεν άφηνε τούς Παρουάν να μπουν μες στο σπίτι του. Κανείς δεν τούς άφηνε. Δεν είχαν το δικαίωμα να αγγίξουν τίποτε απ᾿ όσα άγγιζαν οι Καθαροί. Η κάστα των ινδουιστών και η κάστα των χριστιανών. Η Μαμάτσι έλεγε στον Έστθα και τη Ράχελ πως τα παλιά τα χρόνια όταν ήταν ακόμα μικρή, οι Παρουάν ήταν αναγκασμένοι να πισωπατούν με μια σκούπα στα χέρια σκουπίζοντας τις πατημασιές τους, έτσι ώστε οι βραχμάνοι ή οι χριστιανοί να μη λερωθούν πατώντας άθελά τους πάνω σ᾿ αυτές. Τον καιρό τής Μαμάτσι, οι Παρουάν, όπως όλοι οι Άθικτοι, δεν είχαν το δικαίωμα να περπατούν στους δημόσιους δρόμους. Ήταν αναγκασμένοι να κυκλοφορούν γυμνοί από τη μέση και πάνω. Δεν τούς επέτρεπαν να κρατούν ομπρέλες. Τούς επέβαλλαν ακόμη να βάζουν το χέρι μπροστά στο στόμα τους όταν μιλούσαν, έτσι που η βρωμερή τους ανάσα να μη φτάνει στους άλλους ανθρώπους.
Όταν έφτασαν οι Εγγλέζοι στο Μαλαμπάρ, μερικοί Παρουάν (ανάμεσά τους κι ο παππούς τού Βελούτθα) ασπάστηκαν το χριστιανισμό κι έγιναν δεκτοί στους κόλπους τής Αγγλικανικής Εκκλησίας, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη σκληρή μοίρα τού Άθικτου. Λίγο φαγητό και κάμποσες ρουπίες αποτέλεσαν ένα επιπλέον κίνητρο. Ο κόσμος τούς βάφτισε Χριστιανούς τού Ρυζιού. Δεν άργησαν να καταλάβουν ότι είχαν πηδήσει για να βγουν απ᾿ το τηγάνι κι είχαν πέσει μες στην ίδια τη φωτιά. Τούς ανάγκασαν να έχουν χωριστές εκκλησίες, χωριστές λειτουργίες, χωριστούς ιερείς. Ως ειδικό προνόμιο τούς παραχωρήθηκε ακόμα και χωριστός επίσκοπος. Άθικτος όπως αυτοί. Μετά την Ανεξαρτησία διαπίστωσαν ότι δεν είχαν κανένα δικαίωμα στις ειδικές παροχές τής κυβέρνησης: δεν μπόρεσαν να πάρουν δάνεια με χαμηλό επιτόκιο, δε βρήκαν δουλειές όπως όλοι οι ινδουιστές. Διότι τυπικά, στα χαρτιά, ήταν χριστιανοί και επομένως δεν ανήκαν σε καμία κάστα. Κι έτσι βρέθηκαν ξανά υποχρεωμένοι να πισωπατούν σκουπίζοντας τις πατημασιές τους, και μάλιστα δίχως σκούπα. Ή ακόμα χειρότερα, υποχρεωμένοι να μην αφήνουν καν πατημασιές.
Την επιδεξιότητα τού μικρού Βελούτθα την πρόσεξε πρώτη η Μαμάτσι, μια φορά που είχε έρθει στο Αγιέμενεμ για διακοπές από το Δελχί χωρίς τον Αυτοκρατορικό Εντομολόγο. Ο Βελούτθα ήταν τότε έντεκα χρονών, τρία χρόνια μικρότερος από την Άμου. Ήταν σαν μικρός ταχυδακτυλουργός. Έφτιαχνε πολύπλοκα παιχνίδια – μικρούς ανεμόμυλους, κουδουνίστρες, λεπτοφτιαγμένες κοσμηματοθήκες από ξερά φοινικόφυλλα. Ήξερε να σκαλίζει τέλεια βαρκάκια σε ξύλο από ταπιόκα και μικρά κουκλάκια στα μακρόστενα τσόφλια των κάσιους. Τα χάριζε στην Άμου. Τής τα έδινε κρατώντας τα πάνω στην ανοιχτή παλάμη του (όπως τον είχαν δασκαλέψει) για να μην αναγκάζεται εκείνη να τον αγγίξει παίρνοντάς τα. Παρόλο που ήταν μικρότερός της, τη φώναζε Αμουκούτι – μικρή Άμου. Η Μαμάτσι έπεισε τον Βέλια Πάαπεν να στείλει το γιο του στο σχολείο των Άθικτων που είχε ιδρύσει ο πεθερός της, Πουνιάν Κούντζου.
Ο Βελούτθα κόντευε τα δεκατέσσερα όταν ο Γιόχαν Κλάιν, ένας Γερμανός μαραγκός από κάποια συντεχνία τής Βαυαρίας, ήρθε στο Κόταγιαμ κι έμεινε τρία χρόνια στην Ιεραποστολή για να δείξει τη δουλειά και στους ντόπιους. Κάθε απόγευμα, μετά το σχολείο, ο Βελούτθα έπαιρνε το λεωφορείο για το Κόταγιαμ και δούλευε με τον Κλάιν ώσπου βράδιαζε. Κλείνοντας τα δεκάξι, ο Βελούτθα είχε τελειώσει το γυμνάσιο και ήξερε καλά την τέχνη τού μαραγκού. Είχε δικά του εργαλεία και σαφώς γερμανική αισθητική. Έφτιαξε για τη Μαμάτσι μια τραπεζαρία σε στιλ Μπάουχαουζ —τραπέζι και δώδεκα καρέκλες από ξύλο τριανταφυλλιάς και μια παραδοσιακή Βαυαρέζικη σεζλόνγκ από ελαφρό ξύλο. Για το χριστουγεννιάτικο σκετς που οργάνωνε κάθε χρόνο η Μπέμπα Κοτσάμα, έφτιαξε με λεπτό σύρμα φτερά αγγέλων που στερεώνονταν σαν σακίδια στους ώμους των παιδιών. Έφτιαξε ακόμα σύννεφα από χαρτόνι για να προβάλει ανάμεσά τους ο αρχάγγελος Γαβριήλ και μια πτυσσόμενη φάτνη για τη γέννηση τού μικρού Χριστού. Κι όταν το μικρό χερουβείμ που είχε στον κήπο της, στέρεψε ανεξήγητα και δεν μπορούσε να τινάζει ψηλά τον ασημένιο πίδακά του, ήταν πάλι ο δόκτωρ Βελούτθα που το γιάτρεψε κι έβαλε ξανά σε λειτουργία την ουροδόχο κύστη του.
Πέρα από τη δεξιοτεχνία του με την ξυλουργική, ο Βελούτθα τα κατάφερνε θαυμάσια και με τις μηχανές. Η Μαμάτσι (με την ακατανόητη Καθαρή λογική) έλεγε συχνά ότι αν ο Βελούτθα δεν είχε γεννηθεί Παρουάν, θα μπορούσε να είχε γίνει μηχανικός. Επισκεύαζε ραδιόφωνα, ρολόγια, αντλίες νερού. Αυτός φρόντιζε επίσης τα υδραυλικά και τα ηλεκτρικά όλου τού σπιτιού.
Όταν η Μαμάτσι αποφάσισε να κλείσει την πίσω βεράντα, ο Βελούτθα σχεδίασε κι έφτιαξε την πτυσσόμενη πόρτα που αργότερα έγινε τόσο πολύ τής μόδας στο Αγιέμενεμ.
Ο Βελούτθα ήξερε περισσότερα από τον καθένα για τα μηχανήματα τού εργοστασίου.
Όταν ο Τσάκο άφησε τη δουλειά του στο Μαδράς και γύρισε στο Αγιέμενεμ με μια μηχανή εμφιαλώσεως στις αποσκευές του, ο Βελούτθα τη συναρμολόγησε και την εγκατέστησε. Ο Βελούτθα είχε την ευθύνη για την καινούργια μηχανή που γέμιζε τα βάζα και τον αυτόματο κόφτη τού ανανά. Ο Βελούτθα λάδωνε την υδραντλία και τη μικρή πετρελαιοκίνητη γεννήτρια. Ο Βελούτθα έφτιαξε τα τραπέζια εργασίας και τα κάλυψε με αλουμίνιο για να καθαρίζονται εύκολα. Ο Βελούτθα έφτιαξε και τούς χαμηλούς φούρνους για τις μαρμελάδες.
Ο πατέρας του όμως, ο Βέλια Πάαπεν, ήταν ένας Παρουάν τού παλιού καιρού. Είχε ζήσει τις μέρες που οι Άθικτοι Πισωπατούσαν Σκουπίζοντας Τις Πατημασιές Τους. Και η ευγνωμοσύνη του για τη Μαμάτσι και την οικογένειά της ήταν βαθιά και απέραντη, σαν φουσκωμένο ποτάμι. Είχε κάνει τόσα η Μαμάτσι γι᾿ αυτόν! Όταν έπαθε το ατύχημα, η Μαμάτσι πλήρωσε το γυάλινο μάτι του. Δεν είχε ξεπληρώσει ακόμα το χρέος του. Και παρόλο που ήξερε ότι κανείς δεν το περίμενε απ᾿ αυτόν, παρόλο που ήξερε ότι ποτέ του δε θα κατάφερνε να βρει και να δώσει τόσα λεφτά – εκείνος ένιωθε ότι το μάτι δεν τού ανήκε. Η ευγνωμοσύνη τον ανάγκαζε να χαμογελάει πλατιά και να σκύβει το κεφάλι.
Ο Βέλια Πάαπεν ανησυχούσε για το μικρό του γιο. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που τον φόβιζε. Δεν ήταν κάτι που είχε πει το παιδί. Δεν ήταν κάτι που είχε κάνει. Δεν έφταιγαν αυτά που έλεγε αλλά ο τρόπος που τα έλεγε. Δεν έφταιγαν αυτά που έκανε αλλά ο τρόπος που τα έκανε.
Ίσως ήταν η έλλειψη δισταγμού. Η αδικαιολόγητη σιγουριά του. Στον τρόπο που περπατούσε. Στον τρόπο που κρατούσε ψηλά το κεφάλι. Στο διακριτικό τρόπο που εξέθετε τις προτάσεις του, χωρίς να τού το ζητήσουν. Ή στο διακριτικό τρόπο με τον οποίο αγνοούσε τις προτάσεις των άλλων, χωρίς να δίνει την εντύπωση τού αντάρτη.
Ενώ τα χαρακτηριστικά αυτά ήταν απολύτως αποδεκτά, ίσως μάλιστα κι επιθυμητά στους Καθαρούς, ο Βέλια Πάαπεν σκεφτόταν ότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανεπίτρεπτα για έναν Παρουάν – κι όχι μόνο θα μπορούσαν, αλλά θα έπρεπε να θεωρηθούν κιόλας ανεπίτρεπτα.
Ο Βέλια Πάαπεν προσπαθούσε να συμβουλέψει τον Βελούτθα, να τού βάλει μυαλό. Μη μπορώντας όμως να βρει τι ακριβώς ήταν αυτό που τον ανησυχούσε, ο γιος του παρεξηγούσε τις μπερδεμένες συμβουλές και τούς αόριστους φόβους τού πατέρα του. Τού φαινόταν πως ο πατέρας του τον ζήλευε για την τέχνη του και τα φυσικά του χαρίσματα. Οι καλές προθέσεις τού Βέλια Πάαπεν εκφυλίστηκαν γρήγορα σε γκρίνιες και καβγάδες. Μια γενικότερη δυσφορία πλανιόταν στην ατμόσφαιρα ανάμεσα στον πατέρα και το γιο. Και παρά τη στενοχώρια τής μάνας του, ο Βελούτθα άρχισε να αποφεύγει το σπίτι. Δούλευε ως αργά. Κοιμόταν στο ύπαιθρο, δίπλα στο ποτάμι.
Και μια μέρα χάθηκε. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια δεν τον είδε κανείς. Ακούστηκαν φήμες ότι είχε πιάσει δουλειά σε μια οικοδομή στο Τριβάντραμ, στο καινούργιο κτίριο που έχτιζε εκεί το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας. Τον τελευταίο καιρό οι κακιές γλώσσες έλεγαν ότι είχε γίνει ναξαλίτης. Ότι είχε μπει στη φυλακή.
Δεν μπόρεσαν να τον ειδοποιήσουν όταν η μάνα του, η Τσέλα, πέθανε από φυματίωση. Μετά απ᾿ αυτό, έπεσε ο Κούταπεν, ο μεγάλος του αδερφός, από μια φοινικιά και χτύπησε στη σπονδυλική του στήλη. Ο Βελούτθα έμαθε για το ατύχημα ένα χρόνο αργότερα.
Εδώ και πέντε μήνες είχε ξαναγυρίσει στο Αγιέμενεμ. Δεν είπε λέξη σε κανέναν πού ήταν όλα αυτά τα χρόνια ή τι είχε κάνει.
Η Μαμάτσι τού έδωσε ξανά τη θέση τού ξυλουργού στο εργοστάσιό της. Ο Βελούτθα ανέλαβε και τη φροντίδα όλων των μηχανημάτων. Δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα με τούς υπόλοιπους Καθαρούς εργάτες. Γιατί, κατά τη γνώμη τους, οι Παρουάν δεν είχαν το δικαίωμα να δουλεύουν μαραγκοί. Ακόμα χειρότερα, οι Παρουάν που γύριζαν στο σπίτι τους σαν άσωτοι γιοι, δεν είχαν κανένα δικαίωμα να ξαναπιάνουν την παλιά τους δουλειά.
Για να ευχαριστήσει τούς υπόλοιπους κι επειδή ήξερε ότι κανείς άλλος δεν επρόκειτο να δώσει δουλειά στον Βελούτθα, η Μαμάτσι τού έδινε λιγότερα χρήματα απ᾿ όσα θα πλήρωνε σε έναν άλλο μαραγκό. Περισσότερα πάντως απ᾿ όσα θα έπαιρνε ένας Παρουάν. Η Μαμάτσι δεν τον ενθάρρυνε να μπει στο σπίτι (εκτός κι αν τον χρειάζονταν για να επισκευάσει ή να φτιάξει κάτι). Κατά τη γνώμη της, έπρεπε να τής είναι ευγνώμων που τον άφηνε να μπαίνει στο εργοστάσιο και τού επέτρεπε να αγγίζει πράγματα, τα οποία άγγιζαν και οι Καθαροί. Έλεγε πως αυτό ήταν ήδη ένα σημαντικό βήμα για έναν Παρουάν.
Ο Βελούτθα, ο Βέλια Πάαπεν και ο Κούταπεν ζούσαν σε μια μικρή καλύβα από λατερίτη, λίγο πιο κάτω από το Σπίτι τού Αγιέμενεμ, δίπλα στο ποτάμι. Ο Εστθάπεν και η Ράχελ έφταναν σε τρία λεπτά όταν έκοβαν δρόμο τρέχοντας μέσα από τις φοινικιές. Ήταν πολύ μικρά, μόλις είχαν έρθει στο Αγιέμενεμ με την Άμου, όταν έφυγε ο Βελούτθα. Δεν τον θυμόνταν. Τους μήνες όμως μετά την επιστροφή του είχαν γίνει οι καλύτεροι φίλοι. Οι επισκέψεις στο σπίτι του ήταν απαγορευμένες αλλά ο Έστθα και η Ράχελ πήγαιναν. Περνούσαν μαζί του ώρες ατέλειωτες. Κάθονταν ανακούρκουδα —σαν λοξά σημεία στίξης μέσα σε μια θάλασσα από πριονίδια— κι αναρωτιόνταν πώς ήξερε πάντα τα όμορφα σχήματα που τον περίμεναν μέσα σε κάθε ξύλο. Τούς άρεσε ο τρόπος που μαλάκωνε το ξύλο στα χέρια του και γινόταν σαν πλαστελίνη. Τούς μάθαινε να δουλεύουν την πλάνη. Το σπίτι του μύριζε (τις καλές μέρες) φρέσκο πριονίδι και ήλιο.
Κι εκείνη την καταγάλανη δεκεμβριάτικη μέρα, αυτός ήταν που είχε δει η Ράχελ με τα κόκκινα γυαλιά της, να περπατάει με μια κόκκινη σημαία στην ισόπεδη διάβαση έξω από το Κοτσίν. Μεταλλικός, διαπεραστικός ο ήχος από τις σφυρίχτρες των αστυνομικών άνοιξε τρύπες στην Ομπρέλα Θορύβου.
Και μέσα απ᾿ αυτές τις τρύπες είδε η Ράχελ κομμάτια κόκκινου ουρανού. Εκεί ψηλά, στον κόκκινο ουρανό, πετούσαν κόκκινα γεράκια που ερευνούσαν το έδαφος για ποντίκια. Στα κουκουλωμένα κίτρινα μάτια τους καθρεφτιζόταν ένας δρόμος και κόκκινα λάβαρα να περνούν κι ένα άσπρο πουκάμισο πάνω σε μια μαύρη πλάτη με ένα μικρό σημάδι.
Να περπατάει.
Τρόμος, ιδρώτας και πούδρα έγιναν ένα: μια μοβ πηχτή κρέμα χωμένη μες στις δίπλες τού λαιμού τής Μπέμπας Κοτσάμα. Μικρά σβολαράκια από πηγμένο σάλιο είχαν σταθεί στις άκρες των χειλιών της. Φαντάστηκε πως είδε έναν άντρα ανάμεσα στους διαδηλωτές. Έναν άντρα που έμοιαζε ίδιος με κάποιο ναξαλίτη ονόματι Ράτζαν. Το είχαν γράψει οι εφημερίδες. Είχαν δημοσιεύσει και τη φωτογραφία του. Η Μπέμπα Κοτσάμα φαντάστηκε πως ο άντρας αυτός την είχε κοιτάξει κατάματα.
Ένας άντρας με κόκκινη σημαία και πρόσωπο που έμοιαζε με κόμπο, άνοιξε την πόρτα από τη μεριά τής Ράχελ που δεν ήταν κλειδωμένη. Το άνοιγμα γέμισε άντρες που στάθηκαν να δουν.
«ζεσταίνεσαι, μωρό μου;» ρώτησε ευγενικά τη Ράχελ στα μαλαγιάλαμ. Ύστερα απότομα: «Πες τού μπαμπά σου να σού αγοράσει κλιματιστικό!» και χλιμίντρισε ευχαριστημένος με το αστείο του. Η Ράχελ τού αντιγύρισε το χαμόγελο, ευχαριστημένη που είχε πάρει τον Τσάκο για πατέρα της. Σαν κανονική οικογένεια.
«Μην απαντήσεις!» τής ψιθύρισε βραχνά η Μπέμπα Κοτσάμα. «Κοίτα κάτω! Απλώς κοίτα κάτω!»
Ο άντρας με τη σημαία έστρεψε την προσοχή του σ᾿ εκείνη. Εκείνη κοίταζε το δάπεδο τού αυτοκινήτου. Σαν ντροπαλή, φοβητσιάρα παρθένα που την παντρεύουν μ᾿ έναν ξένο.
«Γεια σου, αδερφούλα», τής είπε διαλέγοντας με προσοχή τις λέξεις του στα αγγλικά. «Θα μού πεις, σε παρακαλώ, το όνομά σου;»
Η Μπέμπα Κοτσάμα δεν απάντησε κι εκείνος στράφηκε στους συντρόφους του.
«Δεν έχει όνομα».
«Τι θα λέγατε να την πούμε Μονταλάλι Μαριακούτι;» πρότεινε κάποιος γελώντας. Μονταλάλι στα μαλαγιάλαμ θα πει γαιοκτήμονας.
«Α, Β, Γ, Δ, Χ, Ψ, Ω», είπε ένας άλλος, άσχετα.
Μαζεύτηκαν κι άλλοι φοιτητές. Φορούσαν όλοι μαντίλια ή βαμβακερές πετσέτες χεριών στο κεφάλι για να προστατεύονται από τον ήλιο.
Ο άντρας με το πρόσωπο που έμοιαζε με κόμπο, έδωσε την κόκκινη σημαία του στην Μπέμπα Κοτσάμα σαν δώρο. «Ορίστε», τής είπε. «Κράτησέ την».
Η Μπέμπα Κοτσάμα την πήρε και την κράτησε, χωρίς να τον κοιτάζει.
«Κούνα την», πρόσταξε.
Αναγκάστηκε να την κουνήσει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Μύριζε καινούργιο πανί και κατάστημα. Ατσαλάκωτη και σκονισμένη. Η Μπέμπα Κοτσάμα προσπάθησε να την κουνήσει δίνοντας ταυτόχρονα την εντύπωση ότι δεν την κουνούσε. «Τώρα πες ζήτω η επανάσταση!»
«ζήτω η επανάσταση», ψιθύρισε η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Καλό κορίτσι!»
Το πλήθος ξέσπασε σε γέλια και μια σφυρίχτρα ούρλιαξε.
«Εντάξει, λοιπόν», είπε ο άντρας στα αγγλικά πια στην Μπέμπα Κοτσάμα, λες κι είχαν κλείσει κάποια καλή συμφωνία οι δυο τους. «Μπάι μπάι!» Κι έκλεισε με δύναμη τη γαλανή πόρτα τής Πλίμουθ.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τραντάχτηκε ολόκληρη.
Ο κόσμος γύρω απ᾿ το αυτοκίνητο σκόρπισε και προχώρησε.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τύλιξε τη σημαία και την έβαλε στο χώρισμα μετά τα πίσω καθίσματα τού αυτοκινήτου. Έχωσε το κομπολόι της στον κόρφο της, ανάμεσα στα πεπόνια της, στη θέση του. Έκανε ένα σωρό πράγματα, κι αυτό κι εκείνο και το άλλο. Προσπαθώντας να σώσει λίγη έστω απ᾿ την αξιοπρέπειά της.
Όταν πέρασαν κι οι τελευταίοι άντρες, ο Τσάκο είπε ότι μπορούσαν πια να ανοίξουν τα παράθυρα.
«Είσαι σίγουρη ότι ήταν αυτός;» ρώτησε αμέσως μετά τη Ράχελ.
«Ποιος αυτός;» ρώτησε η Ράχελ, ξαφνικά καχύποπτη.
«Είσαι σίγουρη ότι ήταν ο Βελούτθα;»
«Χμμμ.…» έκανε η Ράχελ προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο και να αποκρυπτογραφήσει τα ξέφρενα μηνύματα που τής έστελνε ο Έστθα με τη σκέψη του.
Σε ρωτάω: «είσαι σίγουρη ότι ο άντρας που είδες ήταν ο Βελούτθα;» ρώτησε για τρίτη φορά ο Τσάκο.
«Μμμ... όχι... δηλαδή σχεδόν. Δηλαδή σχεδόν ναι», αποκρίθηκε η Ράχελ.
«Είσαι σχεδόν σίγουρη;» ρώτησε ο Τσάκο.
«Όχι... ήταν σχεδόν ο Βελούτθα», είπε η Ράχελ. «Έμοιαζε σχεδόν μ᾿ εκείνον».
«Δηλαδή δεν είσαι σίγουρη;» «Σχεδόν όχι». Η Ράχελ έριξε μια λοξή ματιά στον Έστθα, αποζητώντας την επιδοκιμασία του.
«Αυτός πρέπει να ᾿ταν», μπήκε στη μέση η Μπέμπα Κοτσάμα. «Ορίστε πώς κατάντησε στο Τριβάντραμ. Όλοι όσοι πάνε εκεί και ξαναγυρίζουν, νομίζουν ότι είναι μεγάλοι και τρανοί πολιτικοί».
Κανείς δεν εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από την άποψή της.
«Καλά θα κάνουμε να τον προσέχουμε», συνέχισε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Αν αρχίσει να μιλάει για συνδικάτα και τέτοια στο εργοστάσιο... Εγώ έχω προσέξει ήδη μερικά πράγματα... Μια ξεδιαντροπιά... Μια αγνωμοσύνη... Τις προάλλες τού ζήτησα να μού κουβαλήσει λίγες πέτρες για το παρτέρι μου με τα βότσαλα κι αυτός...»
«Εγώ τον είδα στο σπίτι λίγο πριν φύγουμε», είπε με λαμπερό χαμόγελο ο Έστθα. «Πώς θα μπορούσε να είναι αυτός;»
«Για το καλό του», είπε με σκοτεινό ύφος η Μπέμπα Κοτσάμα, «ελπίζω να μην ήταν. Και μη με ξαναδιακόψεις, Εστθάπεν!»
Τις επόμενες μέρες η Μπέμπα Κοτσάμα ξέσπασε στον Βελούτθα όλη την οργή που φούσκωνε μέσα της εξαιτίας τής δημόσιας ταπείνωσής της. Την ακόνιζε, τής έξυνε τη μύτη σαν να ᾿ταν μολύβι. Στο μυαλό της μέσα ο Βελούτθα έφτασε να αντιπροσωπεύει ολόκληρη τη διαδήλωση και τον άντρα που την είχε αναγκάσει να ανεμίσει τη σημαία τού Μαρξιστικού Κόμματος. Και τον άντρα που την είχε βαφτίσει Μονταλάλι Μαριακούτι. Κι όλους τούς άντρες που είχαν γελάσει εις βάρος της.
Άρχισε να τον μισεί.
Από τον τρόπο που κρατούσε η Άμου ψηλά το κεφάλι της, η Ράχελ καταλάβαινε πως ήταν ακόμα θυμωμένη. Η Ράχελ κοίταξε το ρολόι της. Δύο παρά δέκα. Το τρένο δεν είχε περάσει ακόμα. Ακούμπησε το σαγόνι της στο περβάζι τού παραθύρου. Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου για να δει καλύτερα τον πατημένο βάτραχο στη μέση του δρόμου. Ήταν τόσο ψόφιος, τόσο πατημένος που έμοιαζε περισσότερο με λεκέ στο σχήμα τού βάτραχου παρά με κανονικό βάτραχο. Η Ράχελ αναρωτήθηκε αν η δεσποινίς Μίτεν έμοιαζε κι αυτή με λεκέ στο σχήμα τής δεσποινίδας Μίτεν όταν την πάτησε το φορτηγό με το γάλα. Με τη σιγουριά τού αληθινού πιστού, ο Βέλια Πάαπεν είχε διαβεβαιώσει τα δίδυμα ότι δεν υπήρχαν στον κόσμο μαύρες γάτες. Μόνο τρύπες στο Σύμπαν υπήρχαν που έμοιαζαν με μαύρες γάτες, έλεγε.
Είχε τόσο πολλούς λεκέδες στο δρόμο. Λεκέδες στο σχήμα τής πατημένης δεσποινίδας Μίτεν σκόρπιοι στο Σύμπαν.
Λεκέδες στο σχήμα πατημένων βατράχων σκόρπιοι στο Σύμπαν.
Πατημένα σκυλιά που έτρωγαν τα σχήματα πατημένων βατράχων σκόρπια στο Σύμπαν.
Πούπουλα. Μάνγκο. Σάλιο.
Σε όλο το δρόμο μέχρι το Κοτσίν.
Ο ήλιος έλαμπε, περνούσε μέσα από τα τζάμια τής Πλίμουθ κι έπεφτε ίσια πάνω στη Ράχελ. Έκλεισε τα μάτια της και τού ανταπέδωσε τη λάμψη του. Ακόμα και πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα, το φως ήταν δυνατό και ζεστό. Ο ουρανός είχε πορτοκαλί χρώμα και οι φοινικιές έμοιαζαν με θαλάσσιες ανεμώνες που σάλευαν αργά τις κεραίες τους, ελπίζοντας να πιάσουν κάποιο περαστικό, ανυποψίαστο σύννεφο και να το φάνε. Έπειτα παρουσιάστηκε ένας διάφανος Ρωμαίος στρατιώτης με πιτσιλωτό άλογο. Το παράξενο με τούς Ρωμαίους στρατιώτες στα κόμικ, κατά τη γνώμη τής Ράχελ, ήταν πως φορτώνονταν ένα κάρο σιδερικά με τούς θώρακες και τις περικεφαλαίες τους, κι ύστερα, μετά απ᾿ όλα αυτά, άφηναν γυμνά τα πόδια τους. Δεν μπορούσε να τούς καταλάβει. Δεν έβγαινε νόημα. Ούτε από την άποψη τού κλίματος ούτε από καμία άλλη άποψη. Η Άμου τούς είχε πει την ιστορία τού Ιουλίου Καίσαρα που τον είχε μαχαιρώσει ο Βρούτος, ο καλύτερός του φίλος. Τούς είχε περιγράψει πώς έπεσε κατάχαμα με το λεπίδι καρφωμένο στη ράχη του και πώς γύρισε και είπε: «Et tu, Brute? (Κι εσύ, Βρούτο) – Πέσε, λοιπόν, Καίσαρ!»
«Αυτό μάς δείχνει ότι δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε ποτέ κανέναν», πρόσθεσε η Άμου. «Μάνα, πατέρα, αδερφό, άντρα, φίλο. Κανέναν».
«Με τα παιδιά», είπε (όταν τη ρώτησαν), «το πράγμα δεν ήταν ακόμα σίγουρο». Για παράδειγμα, είπε, «ήταν πέρα για πέρα δυνατόν να μεγαλώσει ο Έστθα και να γίνει ένα Αρσενικό Σοβινιστικό Γουρούνι».
Τις νύχτες ο Έστθα σηκωνόταν στο κρεβάτι του, με το σεντόνι του τυλιγμένο γύρω απ᾿ τούς ώμους του, κι έλεγε: «Et tu, Brute? – Πέσε, λοιπόν, Καίσαρ!» και σωριαζόταν στο στρώμα με αλύγιστα γόνατα, σαν μαχαιρωμένος. Η Κότσου Μάρια που κοιμόταν σε μια ψάθα στο πάτωμα, τον απειλούσε ότι θα το πει στη Μαμάτσι.
«Πες στη μάνα σου να σε πάει στο σπίτι τού πατέρα σου», έλεγε. «Εκεί θα μπορείς να σπάσεις όσα κρεβάτια θέλεις. Αυτά εδώ δεν είναι δικά σου. Δεν είναι δικό σου σπίτι».
Ο Έστθα τότε σηκωνόταν από το βασίλειο των νεκρών, στεκόταν όρθιος στο κρεβάτι του κι έλεγε: «Et tu? Κότσου Μάρια; – Πέσε, λοιπόν, Έστθα!» και πέθαινε ξανά.
Η Κότσου Μάρια ήταν σίγουρη πως το "Et tu" ήταν κάποιο εγγλέζικο παλιόλογο και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία ώστε να παραπονεθεί στη Μαμάτσι για τη συμπεριφορά του Έστθα.
Η γυναίκα στο διπλανό αυτοκίνητο είχε ψίχουλα από μπισκότο στα χείλη της. Ο άντρας της άναψε ένα στραβό τσιγάρο μετά τα μπισκότα. Ξεφύσηξε δυο σύννεφα καπνού από τα ρουθούνια του και για μια στιγμή, για μια φευγαλέα στιγμή, ήταν ολόιδιος με άγριο κάπρο. Η κυρία Κάπρου ρώτησε τη Ράχελ με Μωρουδίστικη Φωνή πώς την έλεγαν. Η Ράχελ την αγνόησε και μισανοίγοντας τα χείλη της φύσηξε απαλά μια φουσκάλα σάλιου.
Η Άμου θύμωνε όταν το έκαναν αυτό. Έλεγε ότι τής θύμιζε τον Μπάμπα. Τον πατέρα τους. Έλεγε ότι το συνήθιζε κι εκείνος να φυσάει φουσκάλες σάλιου και να κουνάει νευρικά το πόδι του. Η Άμου έλεγε ότι μόνο οι γραφιάδες φέρονταν μ᾿ αυτόν τον τρόπο, όχι οι αριστοκράτες.
Οι αριστοκράτες ήταν άνθρωποι που δε φυσούσαν φουσκάλες σάλιου ούτε κουνούσαν νευρικά τα πόδια τους. Ούτε έτρωγαν λαίμαργα το φαγητό τους.
Παρόλο που ο Μπάμπα δεν ήταν γραφιάς, η Άμου έλεγε ότι συχνά φερόταν σαν να ήταν. Όταν ήταν μόνοι τους, ο Έστθα και η Ράχελ παρίσταναν τούς γραφιάδες. Φυσούσαν φουσκάλες σάλιου και κουνούσαν τα πόδια τους και κατάπιναν λαίμαργα το φαγητό τους σαν να ήταν διάνοι. Θυμόνταν τον πατέρα τους που τον είχαν γνωρίσει ανάμεσα σε πολέμους. Μια φορά τούς είχε δώσει να ρουφήξουν καπνό απ᾿ το τσιγάρο του. Κι ύστερα θύμωσε, επειδή τα παιδιά πιπίλισαν το τσιγάρο και σάλιωσαν το φίλτρο.
«Δεν είναι γλειφιτζούρι!» τα μάλωσε.
Θυμόνταν το θυμό του. Και τής Άμου. Θυμόνταν μια φορά που τα έσπρωχνε ο ένας στον άλλο μέσα στο δωμάτιο και πηγαινοέρχονταν σαν μπάλες τού μπιλιάρδου από την Άμου στον Μπάμπα και ξανά στην Άμου και ξανά στον Μπάμπα. Την Άμου να σπρώχνει τον Έστθα φωνάζοντας: «Θα κρατήσεις κι εσύ το ένα. Δεν μπορώ να τα φροντίζω και τα δυο μόνη μου». Αργότερα, όταν ο Έστθα ρώτησε την Άμου γι᾿ αυτό το περιστατικό, εκείνη τον αγκάλιασε και τού είπε να μη φτιάχνει παραμύθια με το μυαλό του.
Στη μοναδική φωτογραφία του που είχαν δει, (που τούς είχε αφήσει η Άμου να δουν για μία και μοναδική φορά), ο Μπάμπα φορούσε άσπρο πουκάμισο και γυαλιά. Έμοιαζε με όμορφο, σοβαρό παίκτη τού κρίκετ. Με το ένα χέρι κρατούσε τον Έστθα που ήταν καβάλα στους ώμους του. Με το άλλο κρατούσε τη Ράχελ αγκαλιά. Η Ράχελ κοίταζε συνοφρυωμένη το φακό με τα μωρουδίστικα ποδαράκια της να κρέμονται στην κοιλιά του. Κάποιος είχε ζωγραφίσει με ροζ χρώμα τα μάγουλα των παιδιών.
Η Άμου είπε ότι ο Μπάμπα είχε πάρει τα παιδιά αγκαλιά μόνο για να βγει η φωτογραφία. Κι ότι ακόμα και τότε ήταν τόσο σκνίπα στο μεθύσι που εκείνη φοβόταν ότι θα τού πέσουν από τα χέρια. Η Άμου είπε ότι στεκόταν ακριβώς δίπλα του, έξω από το κάδρο, έτοιμη να τα πιάσει, αν τού έπεφταν. Παρ᾿ όλα αυτά, εκτός από τα μάγουλα, ο Έστθα και η Ράχελ έβρισκαν τη φωτογραφία πολύ καλή.
«Σταμάτα αμέσως!» είπε η Άμου με δυνατή φωνή. Ο Μουρλίνταραν που είχε κατέβει από την πέτρα του κι είχε πλησιάσει να κοιτάξει μέσα στην Πλίμουθ, πισωπάτησε τρομαγμένος σηκώνοντας ψηλά τα κουτσουρεμένα μπράτσα του.
«Τι πράγμα;» ρώτησε η Ράχελ. Αν και ήξερε πολύ καλά τι πράγμα. Τις φουσκάλες με το σάλιο. «Συγγνώμη, Άμου».
«Οι συγγνώμες δεν ανασταίνουν νεκρούς», είπε ο Έστθα.
«Ω, έλα τώρα!» μπήκε στη μέση ο Τσάκο. «Δεν μπορείς να τής υπαγορεύσεις τι θα κάνει και τι δε θα κάνει με το σάλιο της!»
«Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου!» τον έκοψε θυμωμένη η Άμου.
«Αυτό τής θυμίζει τα παλιά», εξήγησε ο σοφός Έστθα στον Τσάκο.
Η Ράχελ φόρεσε τα γυαλιά της. Ο Κόσμος πήρε το χρώμα τού θυμού.
«Βγάλε αυτά τα χαζά γυαλιά!» είπε η Άμου.
Η Ράχελ έβγαλε τα χαζά γυαλιά της.
«Ο τρόπος που τούς φέρεσαι, είναι φασιστικός», συνέχισε ο Τσάκο. «Ακόμα και τα παιδιά έχουν δικαιώματα, για τ᾿ όνομα του Θεού!»
«Μην επικαλείσαι το όνομα του Κυρίου επί ματαίω!» είπε τότε η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Δεν το επικαλούμαι επί ματαίω. Το επικαλούμαι για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα».
«Σταμάτα να παριστάνεις το Σωτήρα τους!» τον αποπήρε η Άμου. «Σε τελική ανάλυση, δε δίνεις δεκάρα τσακιστή γι᾿ αυτά. Ή για μένα».
«Και λοιπόν; Θα ᾿πρεπε;» απάντησε ο Τσάκο. «Δικά μου είναι; Είναι δική μου ευθύνη;» Είπε ότι ο Έστθα, η Ράχελ και η Άμου ήταν μυλόπετρες περασμένες στο λαιμό του.
Το πίσω μέρος των ποδιών τής Ράχελ είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα. Το δέρμα της γλιστρούσε πάνω στην πλαστική ταπετσαρία τού καθίσματος. Αυτή κι ο Έστθα ήξεραν τι ήταν οι μυλόπετρες. Στην Ανταρσία τού Μπάουντι, όταν κάποιος πέθαινε στα ανοιχτά, τότε τον τύλιγαν σε άσπρο σεντόνι και τον έριχναν στη θάλασσα με μια μυλόπετρα δεμένη στο λαιμό του για να πάει στον πάτο. Ο Έστθα αναρωτιόταν πώς υπολόγιζαν πόσες μυλόπετρες έπρεπε να πάρουν μαζί τους σε κάθε ταξίδι.
Ο Έστθα ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατα.
Το τσουλούφι του χάλασε.
Από μακριά, από το βάθος τού δρόμου τού λερωμένου με πατημένα βατράχια, ακούστηκε το βουητό τού τρένου. Τα φύλλα των θάμνων δεξιά κι αριστερά από τις ράγες άρχισαν να γνέφουν διαδηλώνοντας την ομόφωνη συμφωνία τους. Ναιναιναιναιναι.
Οι προσκυνητές με τα ξυρισμένα κεφάλια μέσα στο λεωφορείο έπιασαν να μουρμουρίζουν ένα ακόμα ψαλμό.
«Αυτοί οι ινδουιστές, λοιπόν», είπε ευλαβικά η Μπέμπα Κοτσάμα, «δε σέβονται καθόλου την παρουσία των άλλων».
«Έχουν κέρατα και λέπια στο δέρμα τους», είπε σαρκαστικά ο Τσάκο. «Κι έχω ακούσει ότι δε γεννάνε μωρά αλλά αβγά».
Η Ράχελ είχε δυο καρουμπαλάκια στο κούτελο. Ο Έστθα έλεγε ότι θα μεγάλωναν και θα γίνονταν κέρατα. Το ένα απ᾿ αυτά θα γινόταν σίγουρα κέρατο, έλεγε, γιατί ήταν μισοινδουίστρια. Δε σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή να τον ρωτήσει πού ήταν τα δικά του κέρατα. Γιατί ό,τι ήταν Αυτή, ήταν κι Εκείνος.
Το τρένο πέρασε σέρνοντας πίσω του μια στήλη πηχτού μαύρου καπνού. Είχε τριάντα δύο βαγόνια κι από τις πόρτες του κρέμονταν νεαροί. Πήγαιναν στην Άκρη τού Κόσμου, να δουν τι γίνονταν οι άνθρωποι που έπεφταν. Όσοι απ᾿ αυτούς έσκυβαν πολύ προς τα έξω, έπεφταν στο κενό. Με τα μπράτσα τους να δέρνουν το σκοτάδι και τα μαλλιά τους να ανεμίζουν ελεύθερα.
Το τρένο πέρασε τόσο γρήγορα που ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι περίμεναν όλοι τους τόσο πολύ για κάτι που τέλειωσε τόσο σύντομα. Τα φύλλα των θάμνων συνέχισαν να κουνιούνται αρκετή ώρα μετά το πέρασμα τού τρένου, λες και συμφωνούσαν μαζί του πέρα για πέρα, χωρίς καμιά αμφιβολία.
Ένα σύννεφο από λεπτή καρβουνόσκονη κατέβηκε αργά απ᾿ τον αέρα, σαν βρώμικη ευλογία, σκεπάζοντας απαλά τα αυτοκίνητα. Ο Τσάκο έβαλε μπροστά τη μηχανή τής Πλίμουθ.
Ο αέρας φυσούσε απ᾿ τα ανοιχτά τζάμια τού αυτοκινήτου. Πράσινα δέντρα και κολόνες τηλεφώνου περνούσαν τρέχοντας προς τα πίσω. Τα πουλιά κάθονταν ακίνητα πάνω σε σύρματα που κινούνταν. Σαν αποσκευές παρατημένες στο αεροδρόμιο. Άσπρο το φεγγάρι κρεμόταν τεράστιο στον ηλιόλουστο ουρανό, πηγαίνοντας όπου πήγαιναν κι αυτοί. Μεγάλο σαν την κοιλιά ενός άντρα πρησμένου από την μπίρα.
*ζαμιντάρ: Κάτοχος ή νομέας γης.
*κατακάλι: Χορευτικό δράμα βασισμένο στη Ραμαγιάνα (1), στη Μαχαμπαράτα (2) και τη φιλολογία Σάιβα (3) που παρουσιάζεται στο ύπαιθρο και διαρκεί όλο το βράδυ. (Σ.τ.Ε.)
(1) Ραμαγιάνα: Όπως η Οδύσσεια, η Ραμαγιάνα αφηγείται τις περιπέτειες ενός ήρωα, τού Ράμα, που περιπλανιέται από τη Βόρεια Ινδία έως την Κεϋλάνη, μέχρι να ξαναβρεί το χαμένο του βασίλειο.
(2) Το Μαχαμπαράτα έχει χαρακτηριστεί σαν έπος των αιώνων. Είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο, τόσο σπουδαίο για τους Ινδούς, όσο η Ιλιάδα για τους Έλληνες.
(3) Φιλολογία αφιερωμένη στη λατρεία τού θεού Σίβα ως υπέρτατου όντος.
* Παρσουράμ: Πρόσωπο τής ινδουιστικής μυθολογίας.
* Μούντου: ένα μεγάλο κομμάτι υφάσματος, συχνά τυλιγμένο γύρω από τη μέση.
Μια καταγάλανη Πλίμουθ, με τον ήλιο να γυαλίζει στα φτερά της, έτρεχε μέσα στα χωράφια τού νέου ρυζιού και στα παλιά καουτσουκόδεντρα, με κατεύθυνση το Κοτσίν. Πιο ανατολικά, σε μια μικρή χώρα με παρόμοια τοπία (ζούγκλες, ποτάμια, ορυζώνες, κομμουνιστές), είχαν πέσει αρκετές βόμβες για να τη σκεπάσουν ολόκληρη με μια στρώση ατσάλι ύψους δεκαπέντε πόντων. Εδώ ωστόσο βασίλευε η ειρήνη και η οικογένεια μέσα στην Πλίμουθ ταξίδευε χωρίς φόβους και σκοτεινά προαισθήματα.
Η Πλίμουθ ήταν καταρχήν τού Παπάτσι, τού παππού τής Ράχελ και τού Έστθα. Τώρα που ο Παπάτσι είχε πεθάνει, ήταν τής Μαμάτσι, τής γιαγιάς τους. Κι ο Έστθα με τη Ράχελ (επτά ετών δίδυμα) πήγαιναν στο Κοτσίν να δουν τη "Μελωδία τής ευτυχίας". Για τρίτη φορά. Ήξεραν απέξω όλα τα τραγούδια.
Μετά θα πήγαιναν να μείνουν όλοι στο ξενοδοχείο "Σι Κουίν" που μύριζε μπαγιάτικο φαγητό. Είχαν κλείσει δωμάτια.
Την άλλη μέρα το πρωί, νωρίς νωρίς, θα πήγαιναν στο αεροδρόμιο τού Κοτσίν, να υποδεχτούν την πρώην σύζυγο τού Τσάκο —την Εγγλέζα θεία τους Μάργκαρετ Κοτσάμα— και την ξαδέρφη τους Σόφι Μολ (τρία χρόνια μεγαλύτερη από τα δίδυμα), οι οποίες έρχονταν από το Λονδίνο να περάσουν τα Χριστούγεννα στο Αγιέμενεμ. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, εκείνο το χρόνο, ο δεύτερος άντρας τής Μάργκαρετ Κοτσάμα, ο Tζo, είχε σκοτωθεί με το αυτοκίνητο. Όταν έμαθε τα νέα ο Τσάκο, τις κάλεσε στο Αγιέμενεμ. Δεν άντεχε, είπε, να τις σκέφτεται μόνες και λυπημένες. Να κάνουν Χριστούγεννα στην Αγγλία. Σε ένα σπίτι γεμάτο αναμνήσεις.
Η Άμου είπε ότι ο Τσάκο δεν είχε πάψει ποτέ να αγαπάει τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Η Μαμάτσι διαφώνησε. Προτιμούσε να πιστεύει ότι ο γιος της δεν είχε αγαπήσει ποτέ του αυτήν τη γυναίκα.
Ο Έστθα και η Ράχελ δεν είχαν ξανασυναντήσει τη Σόφι Μολ αλλά είχαν ακούσει πολλά γι᾿ αυτήν τις τελευταίες μέρες. Από την Μπέμπα Κοτσάμα, από την Κότσου Μάρια, ακόμα κι από τη Μαμάτσι. Ούτε αυτές την είχαν συναντήσει ποτέ. Μιλούσαν όμως λες και την ήξεραν. Ήταν η εβδομάδα τού Τι Θα Σκεφτεί Η Σόφι Μολ;
Όλη εκείνη την εβδομάδα η Μπέμπα Κοτσάμα κρυφάκουγε αλύπητα ό,τι κι αν έλεγαν τα δίδυμα. Και όποτε τα τσάκωνε να μιλούν μαλαγιάλαμ, τούς επέβαλλε ένα μικρό πρόστιμο, το οποίο τσέπωνε επιτόπου. Κρατώντας το απ᾿ το χαρτζιλίκι τους. Τα υποχρέωσε να γράψουν στα τετράδιά τους Θα μιλάω μόνο αγγλικά, Θα μιλάω μόνο αγγλικά. Εκατό φορές ο καθένας. Αυτό το γράψιμο το ονόμαζε τιμωρία. Όταν τελείωναν, καθόταν και έλεγχε τα τετράδιά τους γραμμή γραμμή, με το κόκκινο μολύβι της, για να είναι σίγουρη ότι δε θα τής παρουσίαζαν ανακυκλωμένες παλιές τιμωρίες με τις ίδιες φράσεις.
Τα έβαλε να μάθουν ένα εγγλέζικο τραγουδάκι για να το τραγουδούν στο αυτοκίνητο, γυρίζοντας απ᾿ το αεροδρόμιο. Έπρεπε να σχηματίζουν σωστά κάθε λέξη ξεχωριστά και να προσέχουν ιδιαίτερα την προφορά τους. Την ΠΡΟφο-ρά
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γεί
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γεί
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γείειει
Και στη σκέπη Του μάς έεεχει.
Ολόκληρο το όνομα τού Έστθα ήταν Εστθάπεν Γιάκο. Τής Ράχελ ήταν Ράχελ. Προσωρινά δεν είχαν επίθετο, επειδή η Άμου δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θα ξανάπαιρνε το πατρικό της ή όχι. Αν κι έλεγε πως η επιλογή μεταξύ τού επιθέτου τού συζύγου ή τού πατέρα της, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια σε μια γυναίκα.
Ο Έστθα φορούσε τα μπεζ μυτερά παπούτσια του κι είχε χτενίσει τα μαλλιά του αλά Έλβις. Έτσι χτενιζόταν πάντα, Όταν Ήταν Να Βγουν Έξω. Απ᾿ όλα τα τραγούδια τού Έλβις αγαπούσε περισσότερο το "Πάρτι". «Some people like to rock, some people like to roll», σιγοτραγουδούσε όταν ήταν μόνος. Ο Έστθα είχε λοξά, νυσταγμένα μάτια και τα καινούργια του μπροστινά δόντια ήταν ακόμα πριονωτά στην άκρη. Τα καινούργια δόντια τής Ράχελ περίμεναν κρυμμένα μέσα στα ούλα της, όπως περιμένουν οι λέξεις κρυμμένες μέσα στο μολύβι. Όλοι απορούσαν που μια απόσταση δεκαοχτώ λεπτών την ώρα τής γέννας μπορούσε να προκαλέσει τέτοιες διαφορές στην οδοντοφυΐα των κοπτήρων.
Τα μαλλιά τής Ράχελ ήταν μαζεμένα ψηλά στο κεφάλι της, σαν σιντριβάνι. Δεμένα με ένα Love-in-Tokyo — δυο χάντρες περασμένες σε ένα λάστιχο που καμιά σχέση δεν είχαν με την Αγάπη ή το Τόκιο. Στην Κέραλα τα Love-in-Tokyo πέρασαν με επιτυχία τη δοκιμασία τού χρόνου. Ακόμα και σήμερα τα βρίσκεις σε όλα τα αξιοπρεπή γυναικεία καταστήματα. Δυο χάντρες περασμένες σε ένα λάστιχο.
Στο ψεύτικο ρολόι τής Ράχελ η ώρα ήταν ζωγραφισμένη. Δύο παρά δέκα. Μια από τις φιλοδοξίες της ήταν να αποκτήσει ένα ρολόι όπου θα μπορούσε να αλλάζει την ώρα όποτε ήθελε. Οι κόκκινοι πλαστικοί φακοί των κίτρινων γυαλιών της έβαφαν τον κόσμο κόκκινο. Η Άμου έλεγε ότι τής έκαναν κακό στα μάτια και την είχε συμβουλέψει να τα φοράει όσο μπορούσε λιγότερο.
Το Φουστάνι για το Αεροδρόμιο βρισκόταν στη βαλίτσα τής Άμου. Είχε και ασορτί βρακάκι.
Ο Τσάκο οδηγούσε. Ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος από την Άμου.
Το δωμάτιο τού Τσάκο ήταν γεμάτο βιβλία, από το πάτωμα ως το ταβάνι. Τα είχε διαβάσει όλα και συχνά απάγγελλε μεγάλα αποσπάσματα χωρίς προφανή λόγο. Και πάντως χωρίς κανένα λόγο, απ᾿ αυτούς που θα μπορούσε ένας άλλος να βάλει με το μυαλό του. Εκείνο το πρωί, ας πούμε, καθώς περνούσαν την αυλόπορτα αποχαιρετώντας τη Μαμάτσι, όρθια στην μπροστινή βεράντα, ο Τσάκο άνοιξε το στόμα του και είπε: «Ο Γκάτσμπι δεν τα πήγε άσχημα τελικά. Μα αυτό που τον κυνηγούσε, η ασφυκτική πνιγηρή ατμόσφαιρα που τύλιγε τα όνειρά του, με έδιωχνε μακριά και παρέλυε προσωρινά το ενδιαφέρον μου για τις θλιβερές ατυχίες και τις άτονες παρορμήσεις των ανθρώπων».
Ήταν όλοι τόσο συνηθισμένοι σ᾿ αυτά, που δεν έμπαιναν πια στον κόπο να κοιταχτούν ή να σκουντήσουν ο ένας τον άλλο με τον αγκώνα. Ο Τσάκο είχε σπουδάσει στην Οξφόρδη με υποτροφία τού Ιδρύματος Ρόουντς. Οι εκκεντρικότητες και οι υπερβολές, ήταν λοιπόν δικαίωμά του.
Ισχυριζόταν πως έγραφε μια Οικογενειακή Βιογραφία. Κι ότι η Οικογένεια θα έπρεπε να τον πληρώσει για να μην τη δώσει στη δημοσιότητα. Η Άμου έλεγε πως μόνο ένα πρόσωπο στην οικογένεια θα μπορούσε να πέσει θύμα αυτού τού βιογραφικού εκβιασμού· κι αυτό το πρόσωπο ήταν ο ίδιος ο Τσάκο.
Όλα αυτά βέβαια πριν. Πριν από τον Τρόμο.
Μέσα στην Πλίμουθ, η Άμου καθόταν μπροστά, δίπλα στον Τσάκο. Ήταν είκοσι εφτά χρονών τότε και μέσα στην κοιλότητα τού στομαχιού της κουβαλούσε την παγωμένη γνώση πως είχε ζήσει κιόλας τη ζωή της. Τής είχε δοθεί μια ευκαιρία. Έσφαλε. Είχε παντρευτεί λάθος άντρα.
Η Άμου είχε τελειώσει το σχολείο τον ίδιο χρόνο που ο πατέρας της πήρε σύνταξη απ᾿ τη δουλειά του στο Δελχί και μετακόμισαν στο Αγιέμενεμ. Ο Παπάτσι επέμενε πως το κολέγιο ήταν περιττό έξοδο για ένα κορίτσι. Κι έτσι η Άμου δεν είχε παρά να εγκαταλείψει το Δελχί και να φύγει μαζί τους. Στο Αγιέμενεμ δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα να κάνει ένα νέο κορίτσι: μόνο να κάθεται και να περιμένει προτάσεις γάμου, βοηθώντας ταυτόχρονα τη μητέρα της στις δουλειές τού σπιτιού. Μιας κι ο πατέρας της δεν είχε αρκετά χρήματα για να τής δώσει αξιοπρεπή προίκα δεν παρουσιάστηκε κανένας υποψήφιος γαμπρός για την Άμου. Δυο χρόνια πέρασαν έτσι. Τα δέκατα όγδοα γενέθλιά της ήρθαν κι έφυγαν. Χωρίς να το προσέξει κανείς. Χωρίς να το σχολιάσει κανείς. Η Άμου είχε φτάσει σε απόγνωση. Μέρα-νύχτα άλλο δεν είχε στο νου της παρά πώς να το σκάσει από το Αγιέμενεμ, από τα νύχια τού δύστροπου πατέρα της και τής πικρόχολης, διαρκώς άρρωστης μητέρας της. Κατέστρωνε αξιοθρήνητα κι αποτυχημένα σχέδια. Τελικά, ένα απ᾿ αυτά δούλεψε. Ο πατέρας της δέχτηκε να την αφήσει να περάσει το καλοκαίρι με κάποια μακρινή θεία που ζούσε στην Καλκούτα.
Εκεί, στο γάμο κάποιων άλλων, γνώρισε η Άμου το μελλοντικό της σύζυγο.
Έκανε τις διακοπές του. Είχε πάρει άδεια από τη δουλειά του στο Άσαμ, όπου ήταν επιστάτης σε μια φυτεία τσαγιού. Η οικογένειά του ήταν άλλοτε εύπορη, ζαμιντάρ* με δική τους γη. Μετά την Ανεξαρτησία και τη Διαίρεση εγκαταστάθηκαν στην Καλκούτα αφήνοντας για πάντα τη Βεγγάλη.
Ήταν μέτριος το ανάστημα αλλά καλοκαμωμένος. Ευχάριστο πρόσωπο. Φορούσε παλιομοδίτικα γυαλιά που τον έκαναν να δείχνει σοβαρός κι έκρυβαν εντελώς τη γοητευτική ανεμελιά του και τη νεανική, αλλά πέρα για πέρα αφοπλιστική αίσθηση τού χιούμορ του. Ήταν είκοσι πέντε χρονών και δούλευε ήδη έξι χρόνια επιστάτης. Δεν είχε περάσει από το κολέγιο, πράγμα που εξηγούσε την προτίμησή του για παιδιάστικα αστεία. Ζήτησε από την Άμου να τον παντρευτεί πέντε μέρες μετά τη γνωριμία τους. Η Άμου δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Δε δοκίμασε να υποκριθεί αγάπες και λουλούδια. Ζύγισε απλώς τα υπέρ και τα κατά και δέχτηκε. Καλύτερα οτιδήποτε, οποιονδήποτε, παρά να γυρίσει στο Αγιέμενεμ. Έγραψε στους γονείς της και τούς ανακοίνωσε την απόφασή της. Δεν τής απάντησαν.
Ο γάμος έγινε, όπως συνήθιζαν να γιορτάζουν τούς γάμους στην Καλκούτα. Αργότερα, αναθυμούμενη εκείνη τη μέρα, η Άμου συνειδητοποίησε ότι η φλόγα στα μάτια τού άντρα της δεν ήταν έρωτας. Δεν ήταν καν πόθος φουντωμένος στην τόσο κοντινή προοπτική τής ικανοποίησης. Ήταν περίπου οχτώ μεγάλα ποτήρια ουίσκι. Σκέτα. Χωρίς νερό, χωρίς πάγο.
Ο πεθερός της ήταν διευθυντής στους Σιδηροδρόμους και είχε εκπροσωπήσει κάποτε το Κέμπριτζ στους Αγώνες Μποξ. Ήταν γραμματέας τής Ένωσης Ερασιτεχνών Μποξέρ Βεγγάλης. Χάρισε στο νεαρό ζευγάρι ένα ολοκαίνουργο Φίατ, ειδική παραγγελία, σε ροζ χρώμα, με το οποίο έφυγε ο ίδιος μετά το γάμο, κουβαλώντας κι όλα τα δώρα και τα χρυσαφικά που είχαν φέρει οι καλεσμένοι.
Όταν μετακόμισε η Άμου με τον άντρα της στο Άσαμ, νέα, όμορφη κι αθυρόστομη όπως ήταν, έγινε το αστέρι τού Πλάντερς Κλαμπ. Φορούσε ξώπλατες μπλούζες με τα σάρι της και κρατούσε μικρό λαμέ τσαντάκι, κρεμασμένο σε λεπτή αλυσίδα. Κάπνιζε τσιγάρα με μια μακριά ασημένια πίπα κι έμαθε να φτιάχνει με τον καπνό τέλεια δαχτυλίδια στον αέρα. Δεν άργησε να διαπιστώσει ότι ο άντρας της δεν το ᾿τσουζε απλώς όποτε έβρισκε ευκαιρία, αλλά μεθοκοπούσε διαρκώς, όσο άντεχε το στομάχι του. Ήταν αλκοολικός πέρα για πέρα, με όλη την πονηριά και την τραγική γοητεία των σκλάβων τού οινοπνεύματος.
Η Άμου ήταν οχτώ μηνών έγκυος όταν ξέσπασε ο πόλεμος με την Κίνα. Ήταν τον Οκτώβριο τού 1962. Ο κόσμος μιλούσε για κινέζικη κατοχή και επικείμενη ήττα τής Ινδίας Οι γυναίκες και τα παιδιά αναγκάστηκαν να φύγουν από το Άσαμ. Η Άμου, ετοιμόγεννη καθώς ήταν κι ανήμπορη να ταξιδέψει, έμεινε στη φυτεία. Όταν έπιασαν οι πόνοι την Άμου, ο Μπάμπα*, ο πατέρας, την πήρε με ένα αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το νοσοκομείο τού Σίλονγκ. Τα τραντάγματα στη διαδρομή ήταν τρομαχτικά. Λίγο έλειψε να γεννηθούν μέσα στο λεωφορείο ο Έστθα και η Ράχελ. Στις στροφές τού Άσαμ όμως, καθώς περνούσαν μέσα από τη φυτεία τού τσαγιού, το αυτοκίνητο έμεινε. Το άφησαν και σταμάτησαν ένα περαστικό λεωφορείο τής γραμμής, γεμάτο κόσμο. Με την αλλόκοτη συμπόνια που δείχνουν συχνά οι πολύ φτωχοί στους σχετικά εύπορους, ή πάλι απλώς και μόνο επειδή είδαν πως η Άμου ήταν ετοιμόγεννη, οι επιβάτες τού λεωφορείου στριμώχτηκαν για να τούς κάνουν χώρο να καθίσουν. Και μέχρι να φτάσουν, ο πατέρας τού Έστθα και τής Ράχελ κρατούσε την κοιλιά τής μητέρας τους (κι εκείνους μέσα της) για να τούς προφυλάξει από τα κουνήματα. Αυτά έγιναν πριν χωρίσουν και πριν επιστρέψει η Άμου να ζήσει στην Κέραλα.
Αυτό ήταν το σκηνικό τής γέννησης τού Έστθα και τής Ράχελ. Γεννήθηκαν στο φως των κεριών. Σε ένα νοσοκομείο με μαύρη μπογιά στα παράθυρα για να μη φαίνεται το φως του από έξω. Ήρθαν στον κόσμο χωρίς δυσκολίες, με διαφορά δεκαοχτώ λεπτών μεταξύ τους. Δυο μικρά μωρά αντί για ένα μεγάλο. Δίδυμες φώκιες, γλιστερές ακόμα από τα υγρά τής μήτρας τής μάνας τους. Ζαρωμένα από τον αγώνα τής γέννας. Η Άμου τα έψαξε, να σιγουρευτεί πως ήταν εντάξει, πριν κλείσει τα μάτια της κι αποκοιμηθεί.
Μέτρησε τέσσερα μάτια, τέσσερα αφτιά, δυο στόματα, δυο μύτες, είκοσι δαχτυλάκια στα χέρια και είκοσι στα πόδια.
Δεν πρόσεξε τη μία και μοναδική σιαμέζικη ψυχή. Ήταν ευτυχισμένη με τα δυο μωρά της. Ο πατέρας τους, ξαπλωμένος σε ένα σκληρό πάγκο στο διάδρομο τού νοσοκομείου, ήταν τύφλα στο μεθύσι.
Όταν τα δίδυμα έγιναν δυο χρονών, η μανία τού πατέρα τους με το ποτό, οξυμένη από τη μοναξιά τής ζωής του στη φυτεία, τον έφερνε συχνά σε κατάσταση λήθαργου. Μέρες ολόκληρες έμενε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αδιαφορώντας για τη δουλειά του. Ο Εγγλέζος προϊστάμενός του, ο κύριος Χόλικ, δεν άργησε να τον καλέσει στο ξύλινο σπίτι του για μια "σοβαρή συζήτηση".
Η Άμου, καθισμένη στη βεράντα τού σπιτιού τους, τον περίμενε γεμάτη αγωνία. Ήταν σίγουρη ότι ο Χόλικ είχε κατά νου να απολύσει τον άντρα της. Τα ᾿χασε όταν τον είδε να γυρίζει στενοχωρημένος, αλλά όχι απελπισμένος. Ο κύριος Χόλικ τού είχε κάνει μια πρόταση, είπε. Μια πρόταση που έπρεπε να την κουβεντιάσει μαζί της. Άρχισε δισταχτικά, αποφεύγοντας το βλέμμα της. Όσο προχωρούσε τόσο έπαιρνε θάρρος. Από πρακτική άποψη, μακροπρόθεσμα, ήταν μια πρόταση από την οποία θα είχαν όφελος και οι δυο, είπε. Ή μάλλον, όλοι, αν λογάριαζαν και τη μόρφωση των παιδιών.
Ο κύριος Χόλικ είχε μιλήσει ανοιχτά στο νεαρό επιστάτη του. Τού είπε για τα παράπονα που τού είχαν κάνει οι εργάτες και οι άλλοι επιστάτες. «Φοβάμαι πως δε μού μένει άλλη λύση», πρόσθεσε. «Θα πρέπει να ζητήσω την παραίτησή σου».
Άφησε τη σιωπή να παίξει το ρόλο της. Περίμενε ώσπου να αρχίσει να τρέμει ο αξιοθρήνητος άντρας που καθόταν αντίκρυ του, απ᾿ την άλλη μεριά τού τραπεζιού. Ώσπου να αρχίσει να κλαίει. Και τότε ο κύριος Χόλικ άνοιξε πάλι το στόμα του.
«Μπορεί ωστόσο να βρεθεί κάποια λύση... Ίσως θα μπορούσαμε να τα κανονίσουμε με κάποιον τρόπο μεταξύ μας. Πρέπει πάντα να παίρνει κανείς τα πράγματα από την καλή τους πλευρά. Το πιστεύω αυτό. Να μην ξεχνάει τούς λόγους που θα ᾿πρεπε να τον κάνουν ευτυχισμένο». Ο Χόλικ έκανε μια παύση και παράγγειλε μια καφετιέρα μαύρο καφέ. «Είσαι πολύ τυχερός άντρας, ξέρεις. Θαυμάσια οικογένεια, όμορφα παιδιά, γοητευτική γυναίκα…» Άναψε τσιγάρο και το κάπνισε αργά αργά. Άφησε την καύτρα να φτάσει ως το φίλτρο, τόσο που δεν μπορούσε πια να το κρατήσει. «Μια τρομερά γοητευτική γυναίκα...»
Το κλάμα σταμάτησε. Δυο σαστισμένα καστανά μάτια καρφώθηκαν στα τρομαχτικά μάτια τού Εγγλέζου, μάτια πράσινα και γεμάτα κόκκινες φλεβίτσες. Πίνοντας καφέ, ο κύριος Χόλικ πρότεινε στον Μπάμπα να φύγει για λίγο από τη φυτεία. Να πάρει την άδειά του και να πάει διακοπές. Σε κάποια κλινική ίσως για να κάνει αποτοξίνωση. Μπορούσε να λείψει όσο ήθελε, ώσπου να αισθανθεί καλύτερα, να σταθεί στα πόδια του. Και όσο θα έλειπε, συνέχισε ο κύριος Χόλικ, ας ερχόταν η Άμου να μείνει μαζί του για να τη " φροντίζει" .
Στη φυτεία ζούσαν ήδη κάμποσα κουρελιάρικα παιδιά με ανοιχτόχρωμο δέρμα. Παιδιά τού Χόλικ με τις εργάτριες που μάζευαν το τσάι. Με όσες απ᾿ αυτές τού άρεσαν. Τούτη δω ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζε την τύχη του, στον κύκλο των επιστατών.
Η Άμου παρακολουθούσε τα χείλη τού άντρα της να κινούνται, καθώς σχημάτιζαν τις λέξεις. Δεν είπε τίποτα. Εκείνος άρχισε να νιώθει άβολα με τη σιωπή της. Στο τέλος θύμωσε. Ξαφνικά σηκώθηκε έξαλλος, την άρπαξε από τα μαλλιά, τη χτύπησε κι αμέσως μετά σωριάστηκε λιπόθυμος απ᾿ την ταραχή του. Η Άμου πήρε από το ράφι το πιο βαρύ βιβλίο που μπόρεσε να βρει – τον Παγκόσμιο Άτλαντα τού Reader᾿s Digest — και τον χτύπησε με όλη της τη δύναμη. Τον χτύπησε στο κεφάλι. Στα πόδια. Στην πλάτη και στους ώμους. Όταν εκείνος συνήλθε, απόρησε με τις μελανιές του. Γεμάτος συντριβή, ζήτησε συγγνώμη για τη βάναυση συμπεριφορά του αλλά άρχισε αμέσως τα παρακάλια για να τον βοηθήσει να πάρει άδεια και να συνέλθει. Από τότε οι αντιδράσεις του ακολουθούσαν πάντοτε το ίδιο σχεδιάγραμμα: βιαιοπραγία σε κατάσταση μέθης, κλάματα και αμέσως μετά παρακάλια. Η Άμου αηδίαζε με τη μυρωδιά του· σαν φάρμακο μύριζε το οινόπνευμα βγαίνοντας μέσα από τούς πόρους του. Όταν οι εκρήξεις τού θυμού του άγγιξαν και τα παιδιά της, μόλις ξέσπασε ο πόλεμος με το Πακιστάν, η Άμου εγκατέλειψε τον άντρα της και γύρισε στους γονείς της, στο Αγιέμενεμ, παρόλο που δεν ήταν καλοδεχούμενη κοντά τους. Γύρισε σ᾿ αυτά ακριβώς από τα οποία είχε προσπαθήσει να ξεφύγει λίγα χρόνια νωρίτερα. Μόνο που τώρα είχε και δυο μικρά παιδιά στην αγκαλιά της. Και κανένα όνειρο.
Ο Παπάτσι δεν πίστεψε την ιστορία της, όχι γιατί είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον άντρα της αλλά γιατί απλούστατα δεν ήταν σε θέση να πιστέψει ότι αυτός ο Εγγλέζος, ότι ο οποιοσδήποτε Εγγλέζος, θα μπορούσε ποτέ να ποθήσει τη γυναίκα άλλου άντρα.
Η Άμου αγαπούσε τα παιδιά της (βέβαια), αλλά ένιωθε απόγνωση κοιτάζοντας τα στρογγυλά, αθώα μάτια τους, την ευαισθησία τους, την προθυμία τους να αγαπήσουν ανθρώπους που δεν τα αγαπούσαν στ᾿ αλήθεια. Κι αυτή η απόγνωση την ωθούσε μερικές φορές να τα πληγώνει η ίδια για να τα μάθει να φυλάγονται, για να τα προστατέψει.
Ήταν λες και το παράθυρο, απ᾿ όπου εξαφανίστηκε ο πατέρας τους, είχε μείνει για πάντα ανοιχτό, να μπαίνει όποιος ήθελε.
Η Άμου έβλεπε τα δίδυμα σαν δυο μικρά, σαστισμένα βατραχάκια που απορροφημένα το ένα με το άλλο, κατέβαιναν χοροπηδώντας χέρι χέρι έναν αυτοκινητόδρομο, όπου τα αυτοκίνητα περνούσαν βουίζοντας. Και δε σκέφτονταν στιγμή τι παθαίνουν τα βατραχάκια όταν πέσουν κάτω από τις ρόδες των μεγάλων φορτηγών. Η Άμου δεν τα άφηνε από τα μάτια της. Η υπερβολική προσοχή την τέντωνε, την εκνεύριζε, την κούραζε. Η υπομονή της είχε εξαντληθεί. Τα μάλωνε με το παραμικρό και με το παραμικρό επίσης γινόταν έξαλλη, όταν κάποιος άλλος τα αδικούσε ή τα πείραζε.
Ήξερε ότι η ίδια δεν είχε πια άλλες ελπίδες. Για κείνη δεν υπήρχε παρά μόνο το Αγιέμενεμ. Με μια βεράντα μπροστά και μια βεράντα πίσω. Με ένα ζεστό ποτάμι κι ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε μαρμελάδες.
Και στο βάθος, το αδιάκοπο, στριγκό, κλαψιάρικο μουρμουρητό τής αποδοκιμασίας ενός ολόκληρου χωριού.
Λίγους μήνες μετά την επιστροφή της στο σπίτι των γονιών της, έμαθε η Άμου να αναγνωρίζει και να αποστρέφεται το φριχτό πρόσωπο τής λύπησης. Γριές συγγένισσες, όλο τρίχες στο πανωχείλι και προγούλια, ταξίδευαν όλη νύχτα για να έρθουν στο Αγιέμενεμ να τη λυπηθούν. Για το διαζύγιό της. Τής έσφιγγαν το γόνατο κι από μέσα τους πανηγύριζαν. Η Άμου πάλευε να μη σηκώσει το χέρι της, να μην τις χαστουκίσει με όλη της τη δύναμη. Να μην τσιμπήσει τις ρώγες τους. Με μια τανάλια. Σαν τον Τσάπλιν στους Μοντέρνους καιρούς.
Όταν κοίταζε τις φωτογραφίες τού γάμου της, η Άμου ένιωθε πως η γυναίκα που την κοίταζε απ᾿ το χαρτί, ήταν μια άλλη. Μια άμυαλη γυναίκα, φορτωμένη κοσμήματα. Με μεταξωτό σάρι στο χρώμα τού ηλιοβασιλέματος, όλο χρυσά κεντίδια. Τα δάχτυλά της γεμάτα δαχτυλίδια. Αρωματισμένη με αλοιφή από σανταλόξυλο κάτω απ᾿ τα τόξα των φρυδιών της. Κοιτάζοντας τον εαυτό της μ᾿ αυτά τα ρούχα και τα στολίδια, το απαλό στόμα τής Άμου σφιγγόταν σε ένα μικρό, πικρό χαμόγελο. Το χαμόγελο τής θύμησης όχι για τον ίδιο το γάμο αλλά για το γεγονός ότι είχε αφεθεί υπάκουα να τη στολίσουν πριν την οδηγήσουν στο κάτεργο. Έμοιαζε τόσο παράλογο. Τόσο μάταιο.
Σαν να τρίβεις και να γυαλίζεις τα καυσόξυλα.
Πήγε στο χρυσοχόο τού χωριού κι έδωσε τη βαριά, χρυσή βέρα της για να τη λιώσει. Παράγγειλε να τής φτιάξουν ένα λεπτό βραχιολάκι με δυο φιδίσια κεφάλια που το φύλαξε για τη Ράχελ.
Η Άμου ήξερε ότι δεν ήταν δυνατόν να καταργηθούν ολότελα οι γάμοι. Από πρακτική άποψη τουλάχιστον. Επέμεινε όμως μέχρι το τέλος της ζωής της να υποστηρίζει τούς κλειστούς γάμους, με συνηθισμένα, καθημερινά ρούχα. Πίστευε ότι η τελετή φάνταζε έτσι λιγότερο μακάβρια.
Πότε πότε, όταν άκουγε στο ραδιόφωνο τραγούδια που τής άρεσαν, κάτι αναδευόταν μέσα της. Ένας ρευστός πόνος απλωνόταν κάτω από το δέρμα της· σαν μάγισσα άφηνε πίσω της αυτόν τον κόσμο και ταξίδευε σε τόπους άλλους, καλύτερους, πιο ευτυχισμένους. Τέτοιες μέρες έμοιαζε τυλιγμένη σε μια λάμψη ανήσυχη, αδάμαστη. Λες κι άφηνε για λίγο παράμερα τον κώδικα ηθικής τής μητέρας και τής χωρισμένης γυναίκας. Ακόμα και το βάδισμά της άλλαζε. Δεν περπατούσε πια σταθερά, αργά, σαν μητέρα, αλλά άγρια, ορμητικά, ασυγκράτητα. Φορούσε λουλούδια στα μαλλιά, κουβαλούσε μαγικά μυστικά στα μάτια της. Δε μιλούσε σε κανέναν. Περνούσε ώρες ολόκληρες στην όχθη τού ποταμού με το μικρό πλαστικό τρανζιστοράκι της, που έμοιαζε με μανταρίνι. Κάπνιζε τσιγάρα και κολυμπούσε μες στη νύχτα.
Τι ήταν αυτή η Απειλητική, Κοφτερή Γραμμή που έκρυβε μέσα της η Άμου; Αυτή η Απρόβλεπτη πλευρά της; Ήταν αυτό που πολεμούσε μέσα της. Το αδιανόητο μείγμα. Η απέραντη τρυφεράδα τής μητρότητας, μαζί με την αχαλίνωτη μανία τού καμικάζι. Αυτό ήταν που μεγάλωνε μέσα της. Αυτό ήταν που την έσπρωξε τελικά να αγαπάει τη νύχτα τον άντρα που τα παιδιά της αγαπούσαν τη μέρα. Να μπαίνει τη νύχτα στη βάρκα, όπου τα παιδιά της έμπαιναν τη μέρα. Τη βάρκα όπου καθόταν ο Έστθα. Τη βάρκα που είχε βρει η Ράχελ.
Τις μέρες που το ραδιόφωνο έπαιζε τα τραγούδια τής Άμου, όλοι ήταν απέναντί της. Επιφυλακτικοί. Κατά κάποιον τρόπο το ένιωθαν ότι πατούσε στη ζώνη τού λυκόφωτος, ανάμεσα σε δύο κόσμους, εκεί όπου δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Το ένιωθαν ότι μια γυναίκα καταδικασμένη ήδη απ᾿ όλους δεν είχε και πολλά να χάσει γι᾿ αυτό θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνη. Έτσι ένιωθαν οι άνθρωποι και απέφευγαν την Άμου, τις μέρες που το ραδιόφωνο έπαιζε τα δικά της τραγούδια. Δεν τολμούσαν να την πλησιάσουν. Κι όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν προτιμότερο να Την Αφήσουν Ήσυχη. Τις άλλες μέρες είχε όμορφα λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε.
Είχε λεπτό, όμορφο πρόσωπο, μαύρα φρύδια καμαρωτά σαν τις ανοιχτές φτερούγες τού γλάρου, μικρή ίσια μύτη και λαμπερή επιδερμίδα στο χρώμα τού κάστανου. Εκείνη την καταγάλανη μέρα τού Δεκέμβρη, τουφίτσες απ᾿ τα κατσαρά, ατίθασα μαλλιά της είχαν ξεφύγει κι ανέμιζαν, καθώς το αυτοκίνητο έτρεχε. Κάτω από το σάρι φορούσε μπλούζα δίχως μανίκια κι οι ώμοι της άστραφταν σαν να τούς είχε τρίψει δυνατά με κερί για να γυαλίσουν. Μερικές φορές ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχαν δει ποτέ ο Έστθα και η Ράχελ. Και άλλες φορές δεν ήταν.
Στο πίσω κάθισμα τής Πλίμουθ, ανάμεσα στον Έστθα και τη Ράχελ, καθόταν η Μπέμπα Κοτσάμα. Τέως καλόγρια και νυν Μεγάλη Θεία τής οικογένειας. Κι όπως καμιά φορά ο δυστυχισμένος αντιπαθεί τούς συντρόφους του στη δυστυχία, έτσι και η Μπέμπα Κοτσάμα αντιπαθούσε τα δίδυμα, γιατί τα θεωρούσε παιδιά καταδικασμένα στην ορφάνια, παιδιά χωρίς πατέρα. Ακόμα χειρότερα, ήταν Υβρίδια. Στις φλέβες τους δεν κυλούσε μόνο χριστιανικό αλλά και ινδουιστικό αίμα. Και καμιά από τις αξιοπρεπείς χριστιανικές οικογένειες τής Συριακής Εκκλησίας δε θα καταδεχόταν ποτέ να συγγενέψει μαζί τους. Ήθελε πάση θυσία να τούς δώσει να καταλάβουν πως οι άλλοι στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ απλώς ανέχονταν την παρουσία τους: ήταν το σπίτι τής γιαγιάς τους από τη μεριά τής μητέρας τους, όπου δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα να ζουν. Η Μπέμπα Κοτσάμα αγανακτούσε με την Άμου, επειδή την έβλεπε να παλεύει με μια μοίρα που αυτή, η Μπέμπα Κοτσάμα, είχε αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα, όπως νόμιζε. Τη μοίρα τής δύστυχης γυναίκας που ζει Χωρίς Άντρα. Τη μοίρα τής δύστυχης Μπέμπας Κοτσάμα που Έζησε Χωρίς Τον Πατέρα Μάλιγκαν. Με τα χρόνια είχε πείσει τον εαυτό της πως ο έρωτάς της για τον πατέρα Μάλιγκαν είχε μείνει στα όνειρα, εξαιτίας τής δικής της εγκράτειας και τής δικής της αμετακίνητης απόφασης να κάνει πάντα το σωστό. Υποστήριζε ολόψυχα τη διαδομένη άποψη ότι η παντρεμένη γυναίκα δεν έχει πια θέση στο σπίτι των γονιών της. Όσο για τη χωρισμένη γυναίκα – αυτή πια δεν είχε θέση πουθενά, έλεγε η Μπέμπα Κοτσάμα. Η χωρισμένη γυναίκα, η οποία είχε παντρευτεί από έρωτα.. ε, η Μπέμπα Κοτσάμα δεν έβρισκε λόγια να εκφράσει την αγανάκτησή της. Κι η χωρισμένη γυναίκα που είχε παντρευτεί από έρωτα κάποιον έξω από το θρήσκευμα και το δόγμα τής οικογένειάς της – η Μπέμπα Κοτσάμα προτιμούσε να κρατάει το στόμα της κλειστό, τρέμοντας σύγκορμη από δίκαιη οργή.
Τα δίδυμα ήταν ακόμα μικρά και δεν καταλάβαιναν τίποτε απ᾿ όλα αυτά. Η Μπέμπα Κοτσάμα τούς κάκιωνε για τις στιγμές τής ανέφελης ευτυχίας τους, όταν έπιαναν μια λιβελούλα και την έβαζαν να σηκώσει με τα ποδαράκια της ένα πετραδάκι από την παλάμη τού χεριού τους... όταν τα άφηναν να πλύνουν τα γουρούνια... όταν έβρισκαν κανένα αβγουλάκι – ζεστό ακόμα από την κότα. Μα πιο πολύ τούς κάκιωνε για την αγάπη που είχαν, για την παρηγοριά που έβρισκαν μεταξύ τους. Καραδοκούσε από μέρους τους μια χειρονομία, μια έκφραση δυστυχίας. Τουλάχιστον.
Γυρίζοντας απ᾿ το αεροδρόμιο, μπροστά θα καθόταν η Μάργκαρετ Κοτσάμα. Δίπλα στον Τσάκο. Επειδή ήταν κάποτε παντρεμένη μαζί του. Η Σόφι Μολ θα καθόταν ανάμεσά τους. Η Άμου θα καθόταν πίσω. Θα είχαν δυο θερμός με νερό. Βρασμένο νερό για τη Μάργκαρετ Κοτσάμα και τη Σόφι Μολ. Νερό τής βρύσης για όλους τούς υπόλοιπους. Τις βαλίτσες θα τις έβαζαν στο πορτμπαγκάζ.
Στην οροφή τής Πλίμουθ είχαν τοποθετήσει ένα ξύλινο ορθογώνιο, στερεωμένο σε σιδερένιο σκελετό. Κι από τις τέσσερις μεριές του ήταν γραμμένο με καλλιγραφικά γράμματα: Πίκλες & Μαρμελάδες Παραντάιζ. Κάτω από τις επιγραφές ήταν ζωγραφισμένα βαζάκια με μαρμελάδες φρούτων και ξιδάτες πίκλες που κολυμπούσαν στο λάδι. Οι ετικέτες τους έγραφαν, πάλι με καλλιγραφικά γράμματα: Πίκλες & Μαρμελάδες Παραντάιζ. Δίπλα στα βαζάκια υπήρχε μια λίστα με όλα τα προϊόντα τού εργοστασίου Παραντάιζ. Κι ένας χορευτής Κατακάλι* με πράσινη μπογιά στο πρόσωπο και το ρούχο του να ανεμίζει. Κάτω από το στρίφωμά του που ανεβοκατέβαινε σαν σίγμα τελικό, κυματιστές κι αυτές, ξεχώριζαν οι λέξεις: Αυτοκράτορες τής Γεύσης – πρωτοβουλία τού τυπογράφου, τού συντρόφου Κ.Ν.Μ. ΠίλαΪ στις διαφημιστικές ταμπέλες τής Παραντάιζ.
Η Άμου έλεγε ότι ο χορευτής Κατακάλι ήταν για να ρίχνει στάχτη στα μάτια κι ότι ήταν εντελώς άσχετος με την υπόθεση. Ο Τσάκο έλεγε ότι έδινε στα προϊόντα τους ένα Παραδοσιακό Χρώμα κι ότι θα τούς έβγαινε σε καλό, όταν θα άρχιζαν τις εξαγωγές στις Υπερπόντιες Αγορές.
Η Άμου έλεγε ότι το ξύλινο κουτί με τις ταμπέλες στην οροφή του αυτοκινήτου ήταν γελοίο. Τούς έκανε να μοιάζουν με πλανόδιο τσίρκο. Με φτερά.
Η Μαμάτσι είχε αρχίσει το εμπόριο με τις πίκλες και τις μαρμελάδες αμέσως μετά την απόφαση τού Παπάτσι να εγκαταλείψει τη θέση του στο Δημόσιο και να μετακομίσει από το Δελχί στο Αγιέμενεμ. Η Βιβλική Εταιρεία τού Κόταγιαμ διοργάνωσε μια φιλανθρωπική αγορά και παρακάλεσε τη Μαμάτσι να φτιάξει λίγη από την ξακουστή μαρμελάδα της, μπανάνα, καθώς και μια μικρή ποσότητα από τις νόστιμες πίκλες μάνγκο. Τα βάζα της πουλήθηκαν αμέσως. Η Μαμάτσι διαπίστωσε ότι είχε περισσότερες παραγγελίες απ᾿ όσες μπορούσε να εκτελέσει. Ηλεκτρισμένη με την επιτυχία της, αποφάσισε να ασχοληθεί ουσιαστικά με τις πίκλες και τις μαρμελάδες. Σύντομα βρέθηκε πνιγμένη στη δουλειά, όλο το χρόνο. Ο Παπάτσι από τη μεριά του δυσκολευόταν να καταπιεί την ντροπή τού συνταξιούχου. Ήταν δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερος από τη Μαμάτσι και συγκλονίστηκε συνειδητοποιώντας ότι ήταν πια ένας γέρος άνθρωπος, ενώ η γυναίκα του βρισκόταν ακόμα στο άνθος τής ηλικίας της.
Παρόλο που η Μαμάτσι υπέφερε από κερατοειδόκωνο κι ήταν σχεδόν τυφλή, ο Παπάτσι δεν τη βοηθούσε ποτέ στις πίκλες και τις μαρμελάδες. Γιατί είχε την άποψη ότι η δουλειά αυτή δεν ταίριαζε σε έναν πρώην ανώτερο δημόσιο υπάλληλο. Πάντα ήταν ζηλιάρης. Με τίποτα, λοιπόν, δε συγχωρούσε στη γυναίκα του το γεγονός ότι αίφνης είχε βρεθεί στο προσκήνιο τραβώντας πάνω της όλα τα βλέμματα. Έκοβε βόλτες ανάμεσα στα βάζα και τα κατσαρολικά φορώντας τα καλοραμμένα, πανάκριβα κοστούμια του, και παρακολουθούσε τη Μαμάτσι που αγόραζε λεμόνια και ώριμα μάνγκο, επιβλέποντας άγρυπνα όλη τη διαδικασία τής παρασκευής των προϊόντων της. Κάθε βράδυ την έσπαγε στο ξύλο μ᾿ ένα μπρούντζινο βάζο. Το ότι την έδερνε, δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Ασυνήθιστη ήταν μονάχα η συχνότητα με την οποία την έδερνε. Ένα βράδυ ο Παπάτσι έσπασε το δοξάρι τού βιολιού τής Μαμάτσι και το έριξε στο ποτάμι.
Έπειτα, ένα καλοκαίρι, ο Τσάκο ήρθε από την Οξφόρδη για να περάσει τις διακοπές του στο σπίτι. Είχε ψηλώσει κι είχε γίνει άντρας. Άντρας χειροδύναμος, γεροδεμένος, μιας κι εκείνον τον καιρό κωπηλατούσε στην ομάδα τού κολεγίου Μπάλιολ. Μια εβδομάδα μετά την άφιξή του είδε τον Παπάτσι να δέρνει τη Μαμάτσι μέσα στο γραφείο του. Μπήκε, έπιασε το χέρι με το οποίο ο Παπάτσι κρατούσε το βάζο και τού το έστριψε πίσω από την πλάτη.
«Δε θέλω να ξανασυμβεί αυτό», είπε στον πατέρα του. «Ποτέ».
Όλη την υπόλοιπη μέρα ο Παπάτσι έμεινε καθισμένος στη βεράντα, κοιτάζοντας με βλέμμα απλανές τον κήπο τής Μπέμπας Κοτσάμα, αγνοώντας πεισματωμένος τα πιάτα με το φαγητό που τού έφερνε η Κότσου Μάρια. Αργά τη νύχτα μπήκε ξανά στο γραφείο του και κουβάλησε έξω την αγαπημένη του κουνιστή πολυθρόνα από μαόνι. Την έστησε στη μέση τής αυλής και την έκανε κομμάτια με ένα βαρύ γαλλικό κλειδί. Μετά την άφησε εκεί, κάτω από το φως τού φεγγαριού, ένα σωρό σπασμένα, βερνικωμένα ξύλα. Τη Mαμάτσι δεν την ξανάγγιξε. Ούτε τής ξαναμίλησε όσο ζούσε. Ό,τι ήθελε, το ζητούσε από την Κότσου Μάρια ή την Μπέμπα Κοτσάμα.
Κάθε φορά που είχαν επισκέψεις, καθόταν στη βεράντα κι έραβε επιδεικτικά τα κουμπιά στα πουκάμισά του. Κουμπιά που έτσι κι αλλιώς ήταν στη θέση τους. Μόνο και μόνο για να δώσει την εντύπωση ότι η Μαμάτσι τον παραμελούσε. Και σε ένα μικρό βαθμό κατάφερε πράγματι να ενισχύσει την ούτως ή άλλως διαδομένη στο Αγιέμενεμ αντίληψη, πως οι παντρεμένες γυναίκες δεν έπρεπε να εργάζονται.
Αγόρασε την ανοιχτογάλανη Πλίμουθ από ένα μεσόκοπο Εγγλέζo. Ο κόσμος στο Αγιέμενεμ είχε συνηθίσει να τον βλέπει στο τιμόνι της, να οδηγεί με ύφος περισπούδαστο το τεράστιο αυτοκίνητό του στα στενά δρομάκια τού χωριού. Κομψός πάντα και περιποιημένος για τα μάτια τού κόσμου, καταϊδρωμένος ωστόσο μέσα στα μάλλινα κοστούμια του. Δεν επέτρεπε ούτε στη Μαμάτσι ούτε σε κανέναν άλλον από την οικογένεια να οδηγήσουν το αυτοκίνητο. Δεν τούς άφηνε καν να μπουν μέσα. Η Πλίμουθ ήταν η εκδίκηση τού Παπάτσι.
Ο Παπάτσι ήταν Αυτοκρατορικός Εντομολόγος στο Ινστιτούτο τής Πούσα. Μετά την Ανεξαρτησία, όταν έφυγαν οι Εγγλέζοι από την Ινδία, ο επίσημος τίτλος του άλλαξε. Από «Εντομολόγος στην Υπηρεσία τής Βρετανικής Αυτοκρατορίας» έγινε «Ομότιμος Καθηγητής Εντομολογίας». Τη χρονιά που πήρε σύνταξη, τελούσε χρέη διευθυντή.
Η μεγαλύτερη ατυχία τής ζωής του ήταν ότι δεν κατάφερε να δώσει το όνομά του στο λεπιδόπτερο που ανακάλυψε αυτός.
Έπεσε ένα βράδυ μέσα στο ποτήρι του, την ώρα που καθόταν στη βεράντα και ξεκουραζόταν μετά από μια μέρα στην εξοχή. Καθώς το έπιασε ανάμεσα στα δάχτυλά του για να το βγάλει απ᾿ το ποτό του, πρόσεξε τις ασυνήθιστα πυκνές φολίδες στη ράχη του. Το κοίταξε καλύτερα. Αναστατωμένος το κάρφωσε στο χαρτί, το μέτρησε και την επόμενη μέρα το έβαλε κάμποσες ώρες στον ήλιο για να εξατμιστεί το οινόπνευμα. Κι αμέσως μετά πήρε το πρώτο τρένο για το Δελχί. Για την επιστημονική δόξα, όπως έλπιζε. Μετά από έξι μήνες ανυπόφορης αγωνίας τού απάντησαν, προς μεγάλη του απογοήτευση, ότι το λεπιδόπτερό του ήταν μια σπάνια υποκατηγορία ενός πασίγνωστου είδους που ανήκε στην τροπική οικογένεια των κυκλοπτεριδών. Το μεγάλο πλήγμα το υπέστη δώδεκα χρόνια αργότερα όταν οι λεπιδοπτερολόγοι προχώρησαν σε μια ριζική ανακατάταξη των ειδών τής δικαιοδοσίας τους. Αποφάσισαν ότι το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι αποτελούσε όντως μια ιδιαίτερη κατηγορία άγνωστη μέχρι τότε στην επιστήμη, αλλά ο Παπάτσι είχε πάρει πια τη σύνταξή του και είχε αποσυρθεί στο Αγιέμενεμ. Ήταν πολύ αργά για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Το λεπιδόπτερό του πήρε το όνομα τού τότε διευθυντή τού Τμήματος Εντομολογίας, ενός νέου καθηγητή που ο Παπάτσι ανέκαθεν αντιπαθούσε.
Τα επόμενα χρόνια όλοι κατέληξαν να θεωρούν το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι υπεύθυνο για τις ξαφνικές εκρήξεις και τη μόνιμα κακή του διάθεση, αν και η αλήθεια είναι πως ήταν πάντα άνθρωπος γκρινιάρης και οξύθυμος. Ο κακός του δαίμονας — γκρίζος, τριχωτός και με ασυνήθιστα πυκνές φολίδες στη ράχη του – τον κυνηγούσε σε όλα τα σπίτια όπου ζούσε. Τον βασάνιζε. Κι αυτόν και τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του.
Ως τη μέρα που πέθανε, ακόμα και στην αποπνικτική ζέστη τού Αγιέμενεμ, ο Παπάτσι φορούσε καθημερινά ένα καλοσιδερωμένο κοστούμι, σακάκι, παντελόνι και γιλέκο και δεν ξεχνούσε ποτέ το χρυσό ρολόι στο τσεπάκι του. Στο κομοδίνο του, δίπλα στο μπουκάλι με την κολόνια του και την ασημένια χτένα του, είχε μια φωτογραφία από τα νιάτα του, με μαλλιά που γυάλιζαν απ᾿ την μπριγιαντίνη. Την είχε βγάλει σε κάποιο φωτογράφο, στη Βιέννη, όταν παρακολουθούσε εκεί τον εξαμηνιαίο κύκλο μαθημάτων που τού επέτρεψε να υποβάλει τα χαρτιά του για τη θέση τού Αυτοκρατορικού Εντομολόγου. Κατά τη διάρκεια εκείνων των λίγων μηνών στη Βιέννη η Μαμάτσι έκανε τα πρώτα της βήματα στο βιολί. Τα μαθήματα αυτά τέλειωσαν απότομα, πριν την ώρα τους, όταν ο δάσκαλός της, έκανε το λάθος να πει στον Παπάτσι ότι η Μαμάτσι είχε ξεχωριστό ταλέντο και, κατά τη γνώμη του, θα μπορούσε να κάνει καριέρα στη μουσική.
Πολλά χρόνια αργότερα, η Μαμάτσι έκοψε από την έκδοση τής Ίντιαν Εξπρές που τυπωνόταν στο Κοτσίν, το αγγελτήριο θανάτου τού Παπάτσι και το κόλλησε στο οικογενειακό άλμπουμ. Έλεγε:
Ο γνωστός εντομολόγος Σρι Τζον Ίπε, γιος τού αείμνηστου αιδεσιμότατου Ι. Τζον Ίπε τού Αγιέμενεμ (ιερέα δημοφιλέστατου και γνωστού με το όνομα Πουνιάν Κούντζου), εξέπνευσε χθες τη νύχτα στο Γενικό Νοσοκομείο τού Κόταγιαμ μετά από καρδιακή προσβολή. Τούς τελευταίους έξι μήνες ο Σρι Ίπε αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Ο Σρι Ίπε ήταν παντρεμένος με τη Σοσάμα και είχε δύο παιδιά.
Στην κηδεία του η Μαμάτσι έκλαιγε ασταμάτητα και οι φακοί επαφής κολυμπούσαν μέσα στα μάτια της. Η Άμου εξήγησε στα δίδυμα ότι η γιαγιά έκλαιγε, επειδή είχε συνηθίσει να ζει μαζί με τον παππού κι όχι επειδή τον αγαπούσε. Είχε συνηθίσει να τον βλέπει να σεργιανάει άσκοπα γύρω της, εκεί όπου ετοίμαζε τις μαρμελάδες και τις πίκλες της. Είχε συνηθίσει το ξύλο που τής έδινε κάθε τόσο. Οι άνθρωποι είναι πλάσματα τής συνήθειας. Κι είναι να απορεί κανείς τι μπορούν να συνηθίσουν. Δεν έχεις παρά να κοιτάξεις γύρω σου, είπε η Άμου, και θα δεις ότι τα χτυπήματα με τα μπρούντζινα βάζα δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο.
Μετά την κηδεία, η Μαμάτσι ζήτησε τη βοήθεια τής Ράχελ για να βρει τούς φακούς επαφής και να τούς βγάλει από τα μάτια της με το μικρό γυάλινο πορτοκαλί σωληνάκι που φύλαγε σε μια ειδική θήκη. Η Ράχελ ρώτησε τη Μαμάτσι αν θα τής άφηνε κληρονομιά το σωληνάκι όταν θα πέθαινε. Η Άμου πήρε σέρνοντας τη Ράχελ έξω απ᾿ το δωμάτιο και τής άστραψε ένα δυνατό χαστούκι.
«Δε θέλω να σε ξανακούσω να συζητάς με κανένα για το θάνατό του», είπε.
Ο Έστθα είπε ότι τής άξιζε τής Ράχελ το χαστούκι αφού ήταν τόσο αναίσθητη.
Η φωτογραφία τού Παπάτσι από τη Βιέννη, με τα μαλλιά του να λάμπουν απ᾿ την μπριγιαντίνη, μπήκε σε καινούργια κορνίζα και τοποθετήθηκε στο σαλόνι.
Ήταν άντρας με φωτογένεια, με ωραίο παράστημα, καλοντυμένος. Το κεφάλι του μόνο φάνταζε λιγάκι μεγάλο πάνω στο κορμί του. Είχε ελαφρό προγούλι που φαινόταν μεγαλύτερο όταν κοίταζε προς τα κάτω ή έγνεφε. Στη φωτογραφία όμως είχε προσέξει να κρατήσει ψηλά το κεφάλι και να κρύψει το διπλοσάγονο. Όχι πάντως τόσο ψηλά που να μοιάζει υπερόπτης. Τα ανοιχτά καστανά μάτια του άστραφταν με ένα μείγμα ευγένειας και πανουργίας, λες κι ήθελε να φερθεί φιλικά στο φωτογράφο και ταυτόχρονα να δολοφονήσει στα κρυφά τη γυναίκα του. Στο πιγούνι του είχε μια μακρουλή λακκουβίτσα που πρόδινε ίσως τη βαναυσότητα τού χαρακτήρα του. Τη μανιώδη βία που έκρυβε μέσα του και την οποία με δυσκολία συγκρατούσε. Φορούσε χακί παντελόνι ιππασίας, παρόλο που δεν είχε καβαλήσει ποτέ στη ζωή του άλογο. Στις καλογυαλισμένες μπότες του καθρεφτίζονταν οι προβολείς τού φωτογράφου. Στα γόνατά του ήταν ακουμπισμένο ένα μαστίγιο ιππασίας με φιλντισένια λαβή. Η φωτογραφία ακτινοβολούσε μια γαλήνια εγρήγορση που δρόσιζε λιγάκι το ζεστό δωμάτιο, όπου ήταν κρεμασμένη.
Όταν πέθανε, ο Παπάτσι άφησε μπαούλα γεμάτα πανάκριβα κοστούμια και ένα κουτί από σοκολατάκια φίσκα στα μανικετόκουμπα που ο Τσάκο μοίρασε στους ταξιτζήδες τού Κόταγιαμ. Αυτοί τα έκοψαν, τα έκαναν δαχτυλίδια και περιδέραια, κι ύστερα τα έκρυψαν για τις προίκες των ανύπαντρων θυγατέρων τους.
Όταν τα δίδυμα ρώτησαν τι ήταν τα μανικετόκουμπα, η Άμου τούς εξήγησε πως τα μανικετόκουμπα ήταν «κουμπιά με τα οποία κουμπώνουμε τα μανικέτια». Κι ενθουσιάστηκαν με αυτό το ψίχουλο λογικής σε μια γλώσσα που ως εκείνη τη στιγμή τούς φαινόταν εντελώς παράλογη. Μανικέτια + κουμπιά = μανικετόκουμπα. Στα μάτια τους η σύνθετη αυτή λέξη διέθετε την ακρίβεια και τη λογική των μαθηματικών πράξεων. Τα μανικετόκουμπα τούς πρόσφεραν μια ασυνήθιστη (αλλά και υπερβολική) ικανοποίηση και μια βαθιά αγάπη για την αγγλική γλώσσα.
Η Άμου έλεγε ότι ο Παπάτσι ήταν ένας αθεράπευτος κωλογλείφτης των Εγγλέζων. Ο Τσάκο έλεγε πως η κατάλληλη λέξη για τον Παπάτσι ήταν Αγγλόφιλος. Έβαλε τη Ράχελ και τον Έστθα να κοιτάξουν το λήμμα Αγγλόφιλος στο Μεγάλο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό τού Reader᾿ s Digest. Πρόσωπο που τηρεί ευνοϊκή στάση έναντι των Άγγλων, έλεγε. Μετά κοίταξαν τη λέξη στάση.
Έλεγε:
1) Στάση τού σώματος, προσωρινή ή μόνιμη.
2) Νοοτροπία, αντίληψη, άποψη που σφραγίζει τη σκέψη ενός ανθρώπου.
3) Συμπεριφορά, χειρονομία, αντίδραση.
4) Επανάσταση, εξέγερση, ανταρσία.
Ο Τσάκο τούς εξήγησε ότι στην περίπτωση τού Παπάτσι η λέξη στάση σήμαινε 2)Νοοτροπία, αντίληψη, άποψη που σφραγίζει τη σκέψη ενός ανθρώπου. Κι ότι η σφραγίδα αυτή έσπρωχνε τον Παπάτσι να συμπαθεί άνευ όρων τούς Εγγλέζους.
Ο Τσάκο είπε ακόμα στα δίδυμα ότι, παρόλο που δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, όφειλε να ομολογήσει πως ήταν όλοι αγγλόφιλοι. Ήταν μια οικογένεια αγγλόφιλων. Είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους, ήταν παγιδευμένοι έξω από την ιστορία τής φυλής τους, ανίκανοι να ξαναβρούν το δρόμο τής επιστροφής, μιας και τα χνάρια τους είχαν σβήσει πια. Τούς εξήγησε ότι η ιστορία ήταν σαν παλιό σπίτι τη νύχτα. Με όλα τα φώτα του αναμμένα. Να βουίζει από τα μουρμουρητά και τούς ψιθύρους των προγόνων.
«Για να καταλάβετε την ιστορία», είπε ο Τσάκο, «πρέπει να μπείτε μέσα και να τεντώσετε τα αφτιά σας. Να κοιτάξετε τα βιβλία στα ράφια και τα κάδρα στους τοίχους. Να οσφρανθείτε τις μυρωδιές».
Ο Έστθα και η Ράχελ δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία ότι με αυτά τα λόγια ο Τσάκο εννοούσε το σπίτι στην άλλη όχθη τού ποταμού, στη μέση μιας εγκαταλειμμένης φυτείας καουτσουκόδεντρων, όπου δεν είχαν πατήσει ποτέ το πόδι τους. Το σπίτι τού Κάρι Σάιπου. Τού Εγγλέζου που είχε "γίνει ντόπιος". Που μιλούσε μαλαγιάλαμ και φορούσε μούντου*. Ο Κουρτς τού Αγιέμενεμ που ήταν γι᾿ αυτόν η ίδια η Καρδιά τού Σκοταδιού. Είχε αυτοκτονήσει με μια σφαίρα στο κεφάλι πριν από δέκα χρόνια όταν οι γονείς τού νεαρού εραστή του, πήραν το αγόρι μακριά του και το έστειλαν στο σχολείο. Μετά την αυτοκτονία, ο μάγειρος κι ο γραμματέας του πιάστηκαν στα χέρια για την περιουσία του αφέντη τους. Το σπίτι είχε μείνει άδειο εδώ και πολύ καιρό. Λίγοι, ελάχιστοι άνθρωποι είχαν πατήσει το πόδι τους εκεί μέσα. Τα δίδυμα πάντως δε δυσκολεύτηκαν να φανταστούν το εσωτερικό του.
Το Σπίτι της Ιστορίας.
Κρύες πέτρινες πλάκες στα πατώματα, μισοσκότεινοι τοίχοι και σκιές που σέρνονταν στα δωμάτια. Νωθρές διάφανες σαύρες ζούσαν πίσω απ᾿ τις παλιές ζωγραφιές. Και εύθραυστοι πρόγονοι με κέρινα πρόσωπα και σκληρά νύχια, πρόγονοι με ανάσες που μύριζαν σαν παλιοί κιτρινισμένοι χάρτες, φλυαρούσαν ψιθυριστά ο ένας με τον άλλον.
«Εμείς όμως δεν μπορούμε να μπούμε», συνέχισε ο Τσάκο. «Εμείς έχουμε κλειστεί έξω. Κι όταν κοιτάζουμε απ᾿ τα παράθυρα στο εσωτερικό τού σπιτιού, βλέπουμε μόνο σκιές. Κι όταν αφουγκραζόμαστε, ακούμε μόνο μουρμουρητά. Κι αυτά τα μουρμουρητά δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε επειδή μες στα κεφάλια μας γίνεται πόλεμος. Πόλεμος που τον κερδίσαμε. Πόλεμος που τον χάσαμε. Το χειρότερο είδος πολέμου. Πόλεμος που φυλακίζει τα όνειρα και τα ονειρεύεται σαν να ήταν δικά του. Πόλεμος που μάς κατάντησε να λατρεύουμε τούς κατακτητές μας και να νιώθουμε αποτροπιασμό για τον εαυτό μας».
«Γιατί δε λες καλύτερα: να παντρευόμαστε τούς κατακτητές μας;» ρώτησε ξερά η Άμου, εννοώντας τη γυναίκα του τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Ο Τσάκο δεν τής έδωσε σημασία. Έβαλε τα δίδυμα να κοιτάξουν στο λεξικό τη λέξη Αποτροπιασμός. Έλεγε: Περιφρόνηση, σιχασιά, φρίκη, αηδία.
Ο Τσάκο τούς εξήγησε ότι στον πόλεμο για τον οποίο μιλούσε — στον Πόλεμο των Ονείρων—, ο Αποτροπιασμός είχε όλες αυτές τις σημασίες μαζί.
«Είμαστε αιχμάλωτοι πολέμου», είπε ο Τσάκο. «Τα όνειρά μας είναι ευνουχισμένα. Δεν ανήκουμε πουθενά. Αρμενίζουμε δίχως άγκυρες σε φουρτουνιασμένα πέλαγα. Μπορεί να μη μάς αφήσουν ποτέ να βγούμε στη στεριά. Οι θλίψεις μας δε θα είναι ποτέ αρκετά θλιβερές. Οι χαρές μας δε θα είναι ποτέ αρκετά χαρούμενες. Τα όνειρά μας δε θα είναι ποτέ αρκετά μεγάλα. Κι οι ζωές μας δε θα είναι ποτέ αρκετά σημαντικές για να μετράνε».
Ύστερα, για να δώσει στον Έστθα και τη Ράχελ μια ιδέα τής ιστορικής προοπτικής (αν και τις εβδομάδες που θα ακολουθούσαν, η προοπτική θα σημείωνε θλιβερά την απουσία της από τη σκέψη τού ίδιου τού Τσάκο), τούς μίλησε για τη Γυναίκα Γη. Τούς είπε να φανταστούν τη Γη αυτή τη στιγμή – που είχε δημιουργηθεί πριν από τέσσερις χιλιάδες εξακόσια εκατομμύρια χρόνια – σαν μια σαρανταεξάχρονη γυναίκα στην ηλικία τής κυρίας Αλέγιαμα, τής δασκάλας που τούς μάθαινε μαλαγιάλαμ. Είχε χρειαστεί ολόκληρη η ζωή τής Γυναίκας Γης για να γίνει η γη αυτό που ήταν σήμερα. Για να χωριστούν οι ωκεανοί. Να σηκωθούν τα βουνά. Η Γυναίκα Γη ήταν έντεκα χρονών, είπε ο Τσάκο, όταν έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτοι μονοκύτταροι οργανισμοί. Τα πρώτα ζώα, πλάσματα όπως τα σκουλήκια κι οι μέδουσες, δεν εμφανίστηκαν παρά όταν η Γυναίκα Γη έκλεισε τα σαράντα της χρόνια. Ήταν ήδη σαράντα πέντε την εποχή που ζούσαν στη γη οι δεινόσαυροι.
«Το σύνολο τού ανθρώπινου πολιτισμού, όπως τον γνωρίζουμε», είπε ο Τσάκο στα δίδυμα, «άρχισε πριν από δύο μόλις ώρες στη ζωή τής Γυναίκας Γης. Όσο κρατάει το ταξίδι από το Αγιέμενεμ στο Κοτσίν».
«Είναι μια σκέψη που εμπνέει δέος και ταπεινότητα», συνέχισε ο Τσάκο, (Η ταπεινότητα είναι ωραία λέξη, συλλογίστηκε η Ράχελ. Έτσι πρέπει να ζει κανείς: με ταπεινότητα και ξενοιασιά), «το ότι ολόκληρη η σύγχρονη ιστορία, οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ο Πόλεμος των Ονείρων, ο Άνθρωπος στη Σελήνη, η επιστήμη, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, το κυνήγι τής γνώσης δεν ήταν παρά μια σύντομη στιγμή στη ζωή τής Γυναίκας Γης, ένα βλεφάρισμα τού ματιού της όλο κι όλο».
«Κι εμείς, αγαπητοί μου, ό,τι είμαστε κι ό,τι θα είμαστε ποτέ... δεν είμαστε παρά ένα σπίθισμα στο βλέμμα της», είπε με επισημότητα ο Τσάκο, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι.
Κάθε φορά που είχε τέτοια διάθεση, ο Τσάκο μιλούσε σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή. Η κάμαρά του τότε, θύμιζε εκκλησία. Δεν τον ένοιαζε αν τον άκουγαν ή όχι. Κι αν τον άκουγαν, δεν έδινε δεκάρα αν καταλάβαιναν ή όχι αυτά που έλεγε. Η Άμου έλεγε πως αυτά πάθαινε όποιος είχε πάει για σπουδές στην Οξφόρδη.
Αργότερα, στο φως των γεγονότων που ακολούθησαν, η λέξη σπίθισμα έμοιαζε εντελώς παράταιρη. Το σπίθισμα των ματιών είναι μια λέξη με ζαρωμένες και χαρούμενες άκρες.
Η Γυναίκα Γη, εντυπωσίασε βέβαια τα δίδυμα. Αλλά το Σπίτι τής Ιστορίας — σε απόσταση αναπνοής, χειροπιαστό δίπλα τους— πραγματικά τα γοήτευσε. Το σκέφτονταν συχνά. Το σπίτι στην άλλη όχθη τού ποταμού.
Που δέσποζε μέσα στην Καρδιά τού Σκοταδιού.
Ένα σπίτι, όπου δεν μπορούσαν να μπουν γεμάτο ψιθύρους που δεν καταλάβαιναν.
Δεν ήξεραν τότε ότι σύντομα, πολύ σύντομα, θα έμπαιναν μέσα. Ότι θα περνούσαν το ποτάμι και θα πήγαιναν εκεί, όπου δεν είχαν την άδεια να πάνε, με έναν άντρα που δεν είχαν την άδεια να αγαπήσουν. Ότι θα παρακολουθούσαν με μάτια διάπλατα την Ιστορία να ξετυλίγεται μπροστά τους, στην πίσω βεράντα.
Την ώρα που τα άλλα παιδιά τής ηλικίας τους μάθαιναν άλλα πράγματα, ο Έστθα και η Ράχελ παρακολούθησαν την ιστορία να υπαγορεύει τούς όρους της και να επιβάλει τις τιμωρίες της σε όσους παρέβαιναν τούς νόμους της. Αφουγκράστηκαν το σιχαμένο γδούπο τής οργής της. Οσφράνθηκαν τη μυρωδιά της και δεν την ξέχασαν ποτέ.
Τη μυρωδιά τής ιστορίας.
Σαν μαραμένα ρόδα στον αέρα.
Κι από τότε και μετά τούς παραμόνευε παντού, ακόμα και στα πιο καθημερινά πράγματα. Στις κρεμάστρες των ρούχων. Στην άσφαλτο των δρόμων. Σε ορισμένα χρώματα. Στα πιάτα κάποιου εστιατορίου. Στην απουσία των λέξεων. Στο κενό των βλεμμάτων.
Θα μεγάλωναν αναζητώντας τρόπους να ζήσουν μετά απ᾿ αυτό που είχε συμβεί. Θα δοκίμαζαν να πιστέψουν ότι από την άποψη τού γεωλογικού χρόνου δεν ήταν παρά ένα εντελώς ασήμαντο γεγονός. Μια σπίθα στο μάτι τής Γυναίκας Γης. Θα δοκίμαζαν να πιστέψουν ότι έχουν συμβεί και Χειρότερα. Αλλά δε θα έβρισκαν καμιά παρηγοριά σ᾿ αυτήν τη σκέψη.
Ο Τσάκο είπε ότι η "Μελωδία τής ευτυχίας" ήταν μια θαυμάσια άσκηση αγγλοφιλίας.
«Έλα τώρα», τον έκοψε η Άμου. «Όλος ο κόσμος πάει στη Μελωδία τής ευτυχίας. Είναι Παγκόσμια Επιτυχία».
«Παρ᾿ όλα αυτά, αγαπητή μου», απάντησε ο Τσάκο σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή. «Παρ᾿ Όλα Αυτά».
Η Μαμάτσι έλεγε συχνά πυκνά ότι ο Τσάκο ήταν σίγουρα ένας από τούς εξυπνότερους ανθρώπους τής Ινδίας. «Ποιος το είπε αυτό;» τη ρωτούσε τότε η Άμου. «Με ποιο κριτήριο;» Κι η Μαμάτσι δεν κουραζόταν να λέει και να ξαναλέει την ιστορία (την ιστορία τού Τσάκο) για τον καθηγητή τής Οξφόρδης που είχε πει ότι κατά τη γνώμη του, ο Τσάκο ήταν λαμπρό μυαλό και θα γινόταν σπουδαίος πρωθυπουργός.
Η απάντηση τής Άμου σ᾿ αυτήν την ιστορία ήταν πάντα: «Χα! Χα! Χα!» Γελούσε, όπως γελούν οι άνθρωποι στα κόμικ.
Έλεγε:
α) Όποιος πηγαίνει στην Οξφόρδη, δεν είναι αναγκαστικά έξυπνος.
β) Όποιος είναι έξυπνος, δεν είναι αναγκαστικά καλός πρωθυπουργός.
γ) Πώς ήταν δυνατόν να διευθύνει σωστά μια ολόκληρη χώρα ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε καν, να διευθύνει ικανοποιητικά ένα εργοστάσιο μαρμελάδων;
Και το κυριότερο απ᾿ όλα:
δ) Όλες οι Ινδές μάνες είναι τρελές και παλαβές με τούς γιους τους, επομένως δεν μπορούν να κρίνουν αντικειμενικά τις ικανότητές τους.
Ο Τσάκο απαντούσε:
α) Δεν πηγαίνεις στην Οξφόρδη. Σπουδάζεις στην Οξφόρδη.
Και
β) Αφού σπουδάσεις στην Οξφόρδη, φεύγεις.
«Ξαναγυρίζεις στη γη, εννοείς;» ρωτούσε η Άμου. «Αυτό ακριβώς συνέβη. Σαν τα περίφημα αεροπλάνα σου».
Η Άμου έλεγε ότι η λυπηρή αλλά απολύτως προβλέψιμη πορεία των αεροπλάνων τού Τσάκο, ήταν το μόνο αντικειμενικό κριτήριο για τις ικανότητές του.
Μια φορά το μήνα (εκτός από την εποχή των μουσώνων) το ταχυδρομείο έφερνε ένα δέμα για τον Τσάκο. Περιείχε πάντα τα υλικά για την κατασκευή ενός μικρού αεροπλάνου από ξύλο μπάλσα που ήταν πιο ελαφρό κι απ᾿ το φελλό. Τού Τσάκο τού έπαιρνε συνήθως οχτώ με δέκα μέρες να συναρμολογήσει το αεροπλανάκι με το μικροσκοπικό του ντεπόζιτο και το μηχανισμό που έδινε κίνηση στις έλικες. Σαν τέλειωνε, έπαιρνε μαζί του τον Έστθα και τη Ράχελ, στους ορυζώνες τού Νάτακομ, να τον βοηθήσουν για να πετάξει. Κανένα από τα μικρά αυτά αεροσκάφη δεν είχε μείνει στον αέρα παραπάνω από ένα λεπτό. Οι μήνες περνούσαν, ο ένας μετά τον άλλον, και τα αεροπλανάκια τού Τσάκο συντρίβονταν μέσα στα λασπωμένα ρυζοχώραφα. Ο Έστθα και η Ράχελ ορμούσαν σαν εκπαιδευμένα κυνηγόσκυλα για να μαζέψουν τα απομεινάρια τους. Μια ουρά, ένα ντεπόζιτο, ένα φτερό. Μια τραυματισμένη μηχανή.
Το δωμάτιο τού Τσάκο ήταν γεμάτο σπασμένα αεροπλανάκια από ξύλο. Και κάθε μήνα ερχόταν κι άλλο. Ο Τσάκο ποτέ δεν έριχνε το φταίξιμο στα υλικά ή στις οδηγίες που τα συνόδευαν.
Μετά το θάνατο τού Παπάτσι, ο Τσάκο παραιτήθηκε από τη θέση τού καθηγητή στο Χριστιανικό Κολέγιο τού Μαδράς και ήρθε στο Αγιέμενεμ. Μαζί του έφερε το κουπί του από το κολλέγιο τού Μπάλιολ και τα όνειρά του να γίνει κάποτε Βαρόνος των Μαρμελάδων. Διέκοψε την ασφάλισή του και με το ποσό που πήρε, αγόρασε ένα μηχάνημα για την αεροστεγή συσκευασία των προϊόντων. Το κουπί του (όπου ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα τα ονόματα των συναθλητών του) το κρέμασε με σιδερένιους γάντζους στον τοίχο τού εργοστασίου.
Μέχρι τον ερχομό τού Τσάκο, το εργοστάσιο ήταν μια μικρή, κερδοφόρα επιχείρηση, την οποία η Μαμάτσι διεύθυνε σαν μια μεγάλη κουζίνα. Ο Τσάκο την έγραψε στο Εμπορικό Επιμελητήριο, τη μετέτρεψε σε εταιρεία και εξήγησε στη Μαμάτσι, ότι στο εξής ήταν ο ένας απ᾿ τούς δύο ετερόρρυθμους εταίρους της. Προχώρησε σε επενδύσεις, αγόρασε μηχανήματα (καζάνια, βραστήρες και συσκευαστήρια), προσέλαβε κι άλλους εργάτες. Σχεδόν αμέσως άρχισε η οικονομική κατάρρευση αλλά ο Τσάκο συγκράτησε την πτώση με θεαματικά τραπεζικά δάνεια, τα οποία πήρε υποθηκεύοντας τα ρυζοχώραφα τής οικογένειας γύρω από το Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Η Άμου δούλευε στο εργοστάσιο το ίδιο σκληρά με τον Τσάκο. Εκείνος όμως έλεγε πάντα το εργοστάσιό μου, οι ανανάδες μου, οι πίκλες μου, όταν μιλούσε με επιθεωρητές τής Αγορανομίας ή τού Υγειονομικού. Από νομικής απόψεως είχε κάθε δικαίωμα να μιλάει έτσι, μιας και η Άμου, ως κόρη, δεν μπορούσε να έχει καμιά απαίτηση επί τής οικογενειακής περιουσίας.
Ο Τσάκο εξηγούσε στον Έστθα και τη Ράχελ ότι η Άμου δεν είχε locus standi, δηλαδή δεν είχε δικαίωμα να μιλάει.
«Εξαιτίας τής υπέροχης ανδροκρατούμενης σοβινιστικής κοινωνίας μας», απαντούσε η Άμου.
Κι ο Τσάκο: «Τα δικά σου δικά μου και τα δικά μου... δικά μου κι αυτά».
Το γέλιο του ήταν απίστευτα τσιριχτό για έναν άντρα μεγαλόσωμο και παχύ όπως εκείνος. Κι όταν γελούσε, τρανταζόταν ολόκληρος, χωρίς να κουνιέται καθόλου από τη θέση του.
Μέχρι τον ερχομό τού Τσάκο στο Αγιέμενεμ, το εργοστάσιο τής Μαμάτσι δεν είχε όνομα. Όλοι ήξεραν τις πίκλες και τις μαρμελάδες της ως «Ώριμα μάνγκο τής Σοσά», «Μαρμελάδα μπανάνα τής Σοσά». Σοσά ήταν το μικρό όνομα τής Μαμάτσι. Σοσάμα.
Ο Τσάκο βάφτισε το εργοστάσιο "Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ". Σχεδίασε ετικέτες και παράγγειλε στο σύντροφο Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ να τις τυπώσει στο τυπογραφείο του. Στην αρχή ήθελε να ονομάσει την επιχείρηση "Πίκλες και Μαρμελάδες Ο Δίας". Η ιδέα αυτή εγκαταλείφθηκε όμως, επειδή όλοι συμφώνησαν ότι ο Δίας ήταν πρόσωπο σκοτεινό και μακρινό που δε θύμιζε σε τίποτα την παράδοση και την κουλτούρα τού τόπου. Προϋποθέσεις τις οποίες, αντίθετα, ικανοποιούσε το Παραντάιζ. (Η πρόταση τού συντρόφου Πίλαϊ – Πίκλες Παρσουράμ* – απορρίφθηκε για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: θύμιζε υπερβολικά την παράδοση και την κουλτούρα τού τόπου.)
Ιδέα τού Τσάκο ήταν να στήσει ξύλινες διαφημιστικές ταμπέλες στην οροφή τής Πλίμουθ.
Και τώρα, στο δρόμο για το Κοτσίν, οι ταμπέλες ταρακουνιόνταν και χτυπιόνταν, με ένα θόρυβο λες κι ήταν έτοιμες να γλιστρήσουν και να πέσουν από τη θέση τους. Στο Βάικομ αναγκάστηκαν να σταματήσουν και να αγοράσουν σχοινί για να τις στερεώσουν πιο γερά. Καθυστέρησαν είκοσι λεπτά. Η Ράχελ άρχισε να ανησυχεί μήπως αργήσουν για τη "Μελωδία τής ευτυχίας".
Λίγο αργότερα, φτάνοντας στα περίχωρα τού Κοτσίν, η ασπροκόκκινη μπάρα στις γραμμές τού τρένου κατέβηκε μπροστά τους, κόβοντάς τους το δρόμο. Η Ράχελ ήταν σίγουρη ότι αυτό έγινε επειδή ακριβώς έλπιζε με θέρμη ότι δε θα γινόταν.
Δεν είχε μάθει ακόμα να ελέγχει τις Ελπίδες της. Ο Έστθα είπε ότι αυτό ήταν Κακό Σημάδι.
Τώρα, λοιπόν, θα έχαναν την αρχή τής ταινίας. Εκεί όπου η Τζούλι Άντριους εμφανίζεται σαν μικρό μαύρο σημαδάκι στην πλαγιά τού λόφου κι όλο μεγαλώνει και μεγαλώνει, ώσπου πιάνει ολόκληρη την οθόνη κι η φωνή της μοιάζει με δροσερό νερό και η ανάσα της μυρίζει μέντα.
Το κόκκινο σήμα πάνω στην ασπροκόκκινη μπάρα έλεγε ΣΤΟΠ. Με άσπρα γράμματα. «ΠΟΤΣ», είπε η Ράχελ. Σε σχέση με το διάβασμα, τα δίδυμα ήταν πολύ προχωρημένα για την ηλικία τους. Είχαν τη δυνατότητα να διαβάζουν και ανάποδα. Όταν η Αυστραλέζα φίλη τής Μπέμπας Κοτσάμα από την Ιεραποστολή, η δεσποινίς Μίτεν, ήρθε για επίσκεψη στο Αγιέμενεμ και τούς έφερε δώρο ένα παιδικό βιβλίο, είπε πως απογοητεύτηκε λιγάκι όταν η Ράχελ κι ο Έστθα το διάβασαν και ανάποδα.
Έδειξαν στη δεσποινίδα Μίτεν, πως η λέξη Malayalam διαβάζεται το ίδιο κι από τη μια κι από την άλλη. Η δεσποινίς Μίτεν δεν το βρήκε και τόσο διασκεδαστικό. Δεν άργησαν να διαπιστώσουν ότι δεν ήξερε καν τι ήταν τα μαλαγιάλαμ. Τής εξήγησαν ότι ήταν η γλώσσα που μιλούσαν στην Κέραλα. Είχε την εντύπωση, απάντησε εκείνη, πως η γλώσσα ονομαζόταν Κεραλέτικα. Ο Έστθα που έβρισκε αχώνευτη τη δεσποινίδα Μίτεν απ᾿ την αρχή, τής είπε ότι αυτή, κατά τη γνώμη του, ήταν μια Εντελώς Χαζή Εντύπωση.
Η δεσποινίς Μίτεν παραπονέθηκε στην Μπέμπα Κοτσάμα για τον τρόπο τού Έστθα και για τη συνήθεια των δύο παιδιών να διαβάζουν ανάποδα. Είπε στην Μπέμπα Κοτσάμα ότι είχε δει στα μάτια τους τον ίδιο τον Σατανά. Τον άναταΣ στα αιτάμ τους.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τούς έβαλε να γράψουν εκατό φορές: Στο μέλλον δε θα ξαναδιαβάσουμε ανάποδα. Στο μέλλον δε θα ξαναδιαβάσουμε ανάποδα. Εκατό φορές. Κανονικά.
Λίγους μήνες αργότερα η δεσποινίς Μίτεν σκοτώθηκε. Την παρέσυρε ένα φορτηγάκι φορτωμένο με γάλα. Τα δίδυμα θεώρησαν θεία δίκη το γεγονός ότι το φορτηγάκι προχωρούσε με την όπισθεν τη στιγμή που παρέσυρε τη δεσποινίδα Μίτεν.
Στις δυο πλευρές τής ισόπεδης διάβασης είχαν σταματήσει στο μεταξύ κάμποσα λεωφορεία και αυτοκίνητα. Τα λεωφορεία είχαν όλα κοριτσίστικα ονόματα. Μολ-ικούτι, Μπίινα Μολ. Στα μαλαγιάλαμ Μολ θα πει κοριτσάκι και Μον αγοράκι. Το λεωφορείο Μπίινα Μολ ήταν γεμάτο προσκυνητές που είχαν ξυρίσει τα κεφάλια τους. Η Ράχελ είδε στα παράθυρα τού λεωφορείου μια σειρά από φαλακρά κρανία. Το αμάξωμα τού λεωφορείου το είχαν λερώσει ξερνοβολώντας έξω από τα τζάμια και οι ομοιόμορφοι λεκέδες βρίσκονταν σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους. Το θέμα τού εμετού κέντριζε τρομερά την περιέργειά της. Δεν είχε κάνει ποτέ εμετό. Ούτε μια φορά. Ο Έστθα είχε κάνει, και όποτε έκανε εμετό, το δέρμα του έκαιγε και γυάλιζε ενώ τα μάτια του έπαιρναν ένα ύφος αβοήθητο και ήταν όμορφα. Τις ώρες αυτές η Άμου τον αγαπούσε περισσότερο από το σύνηθες. Ο Τσάκο έλεγε πως η Ράχελ κι ο Έστθα έχαιραν άκρας υγείας. Το ίδιο και η Σόφι Μολ. Κι αυτό, έλεγε, γιατί δεν κουβαλούσαν την κατάρα της ενδογαμίας όπως οι περισσότεροι Σύροι χριστιανοί.
Η Μαμάτσι απαντούσε τότε πως τα εγγόνια της κουβαλούσαν μια κατάρα πολύ χειρότερη από την κατάρα της ενδογαμίας. Εννοούσε ότι ήταν παιδιά χωρισμένων γονιών. Λες κι αυτές ήταν οι μόνες δυνατότητες που είχε ένας άνθρωπος: Ενδογαμία ή Διαζύγιο.
Η Ράχελ δεν ήξερε τι σόι κατάρα κουβαλούσε μέσα της. Πότε πότε όμως στηνόταν μπροστά στον καθρέφτη και προβάριζε αναστεναγμούς και λυπημένες εκφράσεις στο πρόσωπό της.
«Αυτό που κάνω, είναι πολύ πολύ καλύτερο απ᾿ οτιδήποτε έχω κάνει ποτέ μου», μονολογούσε με θλιβερή φωνή.
Αναρωτήθηκε πώς έγινε και είχαν κάνει εμετό με τέτοια ομοιομορφία οι προσκυνητές με τα ξυρισμένα κρανία. Αναρωτήθηκε αν είχαν κάνει εμετό όλοι μαζί, σαν καλοκουρδισμένη ορχήστρα ή ξεχωριστά, ο ένας μετά τον άλλο, με τη σειρά.
Στην αρχή, όταν κατέβηκε η μπάρα, η Ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη απ᾿ τον ανυπόμονο βόμβο των κινητήρων. Όταν όμως ο φύλακας τής ισόπεδης διάβασης βγήκε απ᾿ το καμαράκι του βαδίζοντας με πόδια αλύγιστα και προχώρησε με το αλλόκοτο, συρτό βάδισμά του ως την καντίνα με το τσάι, δείχνοντας έτσι σε όλο τον κόσμο ότι η αναμονή θα ήταν μεγάλη... τότε όλοι έσβησαν τις μηχανές και βγήκαν να ξεμουδιάσουν.
Με ένα φευγαλέο, τεμπέλικο, νυσταγμένο νεύμα η Θεότητα τής Ισόπεδης Διάβασης κάλεσε μερικούς αξιοθρήνητους ζητιάνους και μικροπωλητές με δίσκους φορτωμένους φρέσκιες καρύδες πάνω σε μπανανόφυλλα. Και παγωμένα αναψυκτικά. Κόκα-Κόλα, Φάντα.
Ένας λεπρός με βρώμικους επιδέσμους πλησίασε τα τζάμια τού αυτοκινήτου. «Εμένα μού φαίνεται ότι έχει ποτίσει τις γάτες του με ιώδιο», είπε η Άμου, σχολιάζοντας το ασυνήθιστα ανοιχτόχρωμο κόκκινο των πληγών του.
«Συγχαρητήρια», τής απάντησε ο Τσάκο. «Μιλάς σαν πραγματικός μπουρζουάς».
Η Άμου χαμογέλασε και έσφιξαν τα χέρια, λες και τής είχε απονείμει πράγματι κάποιο βραβείο για το κατόρθωμά της, να είναι απ᾿ την κορφή ως τα νύχια άξιος εκπρόσωπος τής Μπουρζουαζίας. Στιγμές σαν κι αυτήν τα δίδυμα τις φύλαγαν σαν μικρούς θησαυρούς και τις περνούσαν σε ένα κρυφό κι αγαπημένο περιδέραιο (το οποίο όμως δεν είχε και πολλά πετράδια).
Ο Έστθα και η Ράχελ ζούληξαν τις μύτες τους στα πίσω τζάμια τής Πλίμουθ. Λαχταρώντας γλειφιτζούρια. Συννεφιασμένα παιδικά πρόσωπα. «Όχι», είπε με σταθερή κι αμετακίνητη φωνή η Άμου.
Μέσα στην Πλίμουθ, η Ράχελ δεν μπορούσε να δει τον Έστθα: η Μπέμπα Κοτσάμα ήταν καθισμένη ανάμεσά τους σαν λόφος. Η Άμου είχε επιμείνει να καθίσουν χωριστά για να μην τσακώνονται. Όταν τσακώνονταν, ο Έστθα κορόιδευε τη Ράχελ "Καλαμοπόδαρη Ακρίδα". Η Ράχελ τον έλεγε "Έλβις Πέλβις" και λύγιζε το κορμί της σε αστείες, χορευτικές τάχα κινήσεις εξοργίζοντας τον αδερφό της. Κάθε φορά που πιάνονταν στα χέρια, ο καβγάς τους δεν τέλειωνε εύκολα, αφού ήταν κι οι δυο εξίσου δυνατοί. Τα αντικείμενα που συναντούσαν μπροστά τους —λάμπες, τασάκια, κανάτες—, γίνονταν κομμάτια ή καταστρέφονταν ανεπανόρθωτα.
Η Μπέμπα Κοτσάμα κρατιόταν με τα χέρια της από τις πλάτες των μπροστινών καθισμάτων. Όταν έτρεχε το αυτοκίνητο, το πάχος στα μπράτσα της ταρακουνιόταν σαν χοντρό βρεμένο ρούχο στον άνεμο. Τώρα που είχαν σταματήσει, κρεμόταν σαν κουρτίνα από κρέας, χωρίζοντας τη Ράχελ από τον Έστθα.
Από την πλευρά τού δρόμου που έβλεπε ο Έστθα, ήταν στημένη η μικρή καντίνα που πουλούσε τσάι και μπαγιάτικα κουλούρια με γλυκόζη, μέσα σε μεγάλα γυάλινα βάζα, όλο βρώμα και μύγες. Είχε κι ένα κόκκινο ψυγείο που επαναλάμβανε με θλιβερή πεποίθηση: Όλα παν καλά με Κόκα-Κόλα. Ο Μουρλίνταραν, ο τρελός τής διάβασης, καθόταν με σταυρωμένα πόδια ανακούρκουδα και ισορροπούσε πάνω στον πέτρινο χιλιομετροδείκτη, στην άκρη τού δρόμου. Τα γεννητικά του όργανα κρέμονταν προς τα κάτω δείχνοντας το σήμα:
ΚΟΤΣΙΝ 23 Km
Ο Μουρλίνταραν ήταν γυμνός. Είχε μόνο τη μακρόστενη πλαστική σακούλα που κάποιος τού είχε φορέσει στο κεφάλι, σαν διάφανο μαγειρικό σκουφί, μέσα από το οποίο εξακολουθούσε να φαίνεται το τοπίο θαμπό, σε σχήμα τού μαγειρικού σκούφου, αλλά ορατό. Δε θα μπορούσε να βγάλει τη σακούλα απ᾿ το κεφάλι του, ακόμα κι αν το ήθελε. Δεν είχε χέρια. Τα είχε χάσει από χειροβομβίδα το ᾿42 στη Σιγκαπούρη όταν το είχε σκάσει από το σπίτι του για να καταταγεί στον Ινδικό Εθνικό Στρατό. Ούτε μία εβδομάδα δεν είχε περάσει, όταν έχασε τα χέρια του. Μετά την Ανεξαρτησία κατάφερε να αναγνωριστεί ως Μαχητής τής Ελευθερίας Πρώτου Βαθμού. Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα τού έδωσαν ένα ισόβιο ελευθέρας για τα βαγόνια πρώτης θέσης στο τρένο, αλλά το έχασε κι αυτό (μαζί με τα λογικά του) κι έτσι δεν μπορούσε πια να ζει μέσα στα τρένα ή στα αναψυκτήρια των σιδηροδρομικών σταθμών. Ο Μουρλίνταραν δεν είχε σπίτι ούτε πόρτες να κλειδώσει αλλά είχε ακόμα την παλιά αρμαθιά των κλειδιών του περασμένη στη μέση του. Αστραφτερά. Το μυαλό του ήταν γεμάτο ντουλάπια και μπαούλα, ξέχειλα με μυστικούς θησαυρούς.
Ένα ξυπνητήρι. Ένα κόκκινο κουρσάκι με μελωδική κόρνα. Ένα κόκκινο ποτηράκι για το μπάνιο. Μια γυναίκα με ένα διαμάντι. Ένα χαρτοφύλακα γεμάτο σημαντικά έγγραφα. Ένα σπίτι για να γυρίζει μετά το γραφείο του. Τραγανά τσιπς μπανάνας για τα παιδιά.
Παρακολουθούσε τα τρένα να περνούν. Μετρούσε τα κλειδιά του.
Παρακολουθούσε τις κυβερνήσεις να ανεβαίνουν κι ύστερα να πέφτουν. Μετρούσε τα κλειδιά του.
Παρακολουθούσε παιδιά με συννεφιασμένα πρόσωπα στα τζάμια των αυτοκινήτων, να λαχταρούν γλειφιτζούρια.
Οι άστεγοι, οι ανάπηροι, οι άρρωστοι, οι μικροί κι οι εγκαταλειμμένοι, όλοι περνούσαν μπροστά απ᾿ το παράθυρό του. Κι αυτός πάντα μετρούσε τα κλειδιά του.
Ποτέ δεν ήταν σίγουρος ποιο ντουλάπι θα χρειαζόταν να ανοίξει ή πότε. Καθόταν πάνω στην καυτή πέτρα τού χιλιομετροδείκτη, με τα βρώμικα, κολλημένα μαλλιά του και τα μάτια του σαν παράθυρα. Κι ήταν ευχαριστημένος που κάποιες στιγμές μπορούσε να αποτραβάει το βλέμμα του. Για να μετράει και να ξαναμετράει τα κλειδιά του.
Οι αριθμοί ήταν αρκετοί.
Τον νανούριζαν. Ο Μουρλίνταραν σάλευε αργά τα χείλη του όταν μετρούσε, σχηματίζοντας όμορφα όμορφα τις λέξεις.
Ένα. Δύο. Τρία.
Ο Έστθα πρόσεξε πως οι τρίχες των μαλλιών του ήταν γκρίζες και κατσαρές, πεταχτές και κατάμαυρες στις ανοιχτές κι ανυπεράσπιστες δίχως μπράτσα μασχάλες του, κι ανάμεσα στα σκέλια του μαύρες και στριφογυριστές, σαν συρματάκια. Ένας άνθρωπος με τρία διαφορετικά είδη τρίχας. Ο Έστθα αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν. Προσπάθησε να σκεφτεί ποιον θα μπορούσε να ρωτήσει.
Η Αναμονή φούσκωσε μέσα στη Ράχελ ώσπου ξεχείλισε. Κοίταξε το ρολόι της. Έδειχνε δύο παρά δέκα. Σκέφτηκε την Τζούλι Άντριους και τον Κρίστοφερ Πλάμερ να φιλιούνται γέρνοντας τα κεφάλια τους στο πλάι για να μην τσουγκρίσουν τις μύτες τους. Αναρωτήθηκε αν οι άνθρωποι φιλιούνται πάντα έτσι, γέρνοντας στο πλάι. Προσπάθησε να σκεφτεί ποιον θα μπορούσε να ρωτήσει.
Ύστερα ακούστηκε μια βουή από μακριά, που πετώντας στον αέρα πλησίασε τα σταματημένα αυτοκίνητα και τα σκέπασε σαν πανωφόρι. Οι οδηγοί που περπατούσαν για να ξεμουδιάσουν, ξανακάθισαν στη θέση τους χτυπώντας πίσω τους την πόρτα. Οι ζητιάνοι κι οι μικροπωλητές εξαφανίστηκαν. Μέσα σε λίγα λεπτά δεν έμεινε κανένας στο δρόμο. Εκτός από τον Μουρλίνταραν που καθόταν σαν σουβλισμένος πάνω στην καυτή πέτρα τού χιλιομετροδείκτη. Αδιάφορος. Με ελάχιστη, ανεπαίσθητη περιέργεια μόνο για όσα συνέβαιναν γύρω του.
Συνωστισμός. Φασαρία. Σφυρίγματα των αστυνομικών.
Πίσω από την ουρά των αυτοκινήτων που περίμεναν απ᾿ την άλλη μεριά τής μπάρας, εμφανίστηκαν άνθρωποι με κόκκινες σημαίες και λάβαρα. Η βουή όλο και δυνάμωνε.
«Κλείστε τα παράθυρά σας», είπε ο Τσάκο. «Και μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να μάς πειράξουν».
«Γιατί δεν πας κι εσύ μαζί τους, σύντροφε;» ρώτησε η Άμου τον Τσάκο. «Θα οδηγήσω εγώ!» Ο Τσάκο δεν απάντησε. Ένας μυς τεντώθηκε κάτω απ᾿ το διπλοσάγονό του. Πέταξε το τσιγάρο του κι ανέβασε το τζάμι τού παραθύρου του.
Ο Τσάκο είχε αυτοανακηρυχθεί μαρξιστής. Καλούσε τις όμορφες εργάτριες τού εργοστασίου στο δωμάτιό του και με το πρόσχημα τής διαφώτισης σχετικά με τα δικαιώματα τής εργατικής τάξης και τη συνδικαλιστική νομοθεσία, φλερτάριζε μαζί τους ασύστολα. Τις αποκαλούσε Συντρόφισσες κι επέμενε να τον αποκαλούν κι εκείνες Σύντροφο (πράγμα που τις έκανε να χαζογελούν χωρίς σταματημό). Τις έκανε να σαστίζουν και να κοκκινίζουν αμήχανα, βάζοντάς τες να καθίσουν δίπλα του στο τραπέζι και να πιουν μαζί του τσάι. Η Μαμάτσι γινόταν έξαλλη με τα καμώματά του.
Μια φορά μάλιστα μάζεψε κάμποσες από δαύτες και τις πήγε στο Άλαπι, όπου το Συνδικάτο διοργάνωνε μαθήματα για τούς εργάτες. Πήγαν με το λεωφορείο και γύρισαν με το καραβάκι. Γύρισαν πανευτυχείς, με ψεύτικα βραχιόλια στα μπράτσα και λουλούδια στα μαλλιά.
Η Άμου έλεγε πως όλα αυτά ήταν μόνο λόγια. Ένα κακομαθημένο πριγκιπόπουλο που παρίστανε το Σύντροφε! Σύντροφε! Μια οξφορδιανή μετενσάρκωση κάποιου παλιού άρχοντα ζαμιντάρ – απ᾿ αυτούς τούς αυταρχικούς γαιοκτήμονες που ανάγκαζαν όσες γυναίκες είχαν στη δούλεψή τους να δέχονται τα χάδια τους.
Όταν πλησίασαν οι διαδηλωτές, η Άμου έκλεισε το παράθυρό της. Ο Έστθα έκλεισε το δικό του. Η Ράχελ το δικό της. Ξαφνικά η καταγάλανη Πλίμουθ φάνταξε παράλογα πλούσια στο στενό, σκονισμένο δρόμο. Σαν χοντρή γυναίκα που προσπαθεί να περάσει ένα στενό διάδρομο. Σαν την Μπέμπα Κοτσάμα στην εκκλησία, την ώρα που έβγαινε μπροστά να μεταλάβει.
«Μην τούς κοιτάζετε!» πρόσταξε η Μπέμπα Κοτσάμα όταν οι πρώτες γραμμές τής διαδήλωσης έφτασαν κοντά στο αυτοκίνητο. «Μην τούς κοιτάζετε στα μάτια! Αυτό τούς εξαγριώνει!»
Στο πλάι τού λαιμού της μια φλέβα φούσκωνε στο ρυθμό τού σφυγμού της.
Μέσα σε λίγα λεπτά ο δρόμος πλημμύρισε από χιλιάδες διαδηλωτές. Αυτοκίνητα νησιά μέσα σε έναν ποταμό ανθρώπων. Ο αέρας κοκκίνισε απ᾿ τις σημαίες που χαμήλωναν κι ύστερα σηκώνονταν πάλι, καθώς οι διαδηλωτές έσκυβαν να περάσουν κάτω από την μπάρα τής ισόπεδης διάβασης. Σαν κόκκινο κύμα γλιστρούσαν πάνω από τις ράγες τού τρένου. Ο ήχος από χιλιάδες στόματα σκέπασαν τα σταματημένα τροχοφόρα. Σαν μια Ομπρέλα Θορύβου.
«Ζήτω η Διαρκής Επανάσταση!» φώναζαν. «Εργάτες Όλου τού Κόσμου Ενωθείτε!»
Ακόμα κι ο Τσάκο δεν ήταν σε θέση να δώσει μια ικανοποιητική εξήγηση στο γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε στην Κέραλα μεγαλύτερη επιτυχία απ᾿ όση είχε οπουδήποτε αλλού στην Ινδία, με εξαίρεση ίσως τη Βεγγάλη.
Υπήρχαν αρκετές αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες σχετικά μ᾿ αυτό το ζήτημα. Μερικοί υποστήριζαν ότι η ευρεία διάδοση τού κομμουνισμού οφειλόταν στο μεγάλο ποσοστό των χριστιανών που ζούσαν σ᾿ αυτήν την επαρχία. Το είκοσι τοις εκατό τού πληθυσμού τής Κέραλα ήταν χριστιανοί τού Συριακού δόγματος και πίστευαν ότι ήταν απόγονοι των εκατό βραχμάνων που είχε προσηλυτίσει ο απόστολος Θωμάς όταν ταξίδεψε στην Ανατολή μετά την Ανάσταση τού Κυρίου. Από δομικής απόψεως —έτσι ισχυρίζονταν οι απλοϊκοί μάλλον υποστηρικτές αυτής τής θεωρίας—, ο μαρξισμός μπορούσε να υποκαταστήσει μια χαρά το χριστιανισμό. Βάλτε στη θέση τού Χριστού τον Μαρξ, στη θέση του Σατανά την μπουρζουαζία, στη θέση τού Παράδεισου την αταξική κοινωνία, στη θέση τής Εκκλησίας το Κόμμα. Τα υπόλοιπα, τρόπος και σκοπός τού ταξιδιού, ήταν εντελώς ίδια. Ένας αγώνας μετ᾿ εμποδίων, στο τέλος τού οποίου περίμενε το βραβείο. Για την ινδουιστική αντίληψη η προσαρμογή ήταν πιο πολύπλοκη και επομένως πιο δύσκολη.
Το πρόβλημα μ᾿ αυτήν τη θεωρία ήταν άλλο: οι χριστιανοί τής Κέραλα δεν ήταν δυστυχώς οι φτωχοί, οι ακτήμονες και οι εργάτες, αλλά ίσα ίσα οι πλούσιοι, οι γαιοκτήμονες, οι ιδιοκτήτες βιοτεχνιών που κατασκεύαζαν πίκλες και μαρμελάδες. Οι φεουδάρχες, για τούς οποίους ο κομμουνισμός ήταν χειρότερος κι από το θάνατο. Ψήφιζαν ανέκαθεν το Κόμμα τού Κογκρέσου.
Μια δεύτερη θεωρία υποστήριζε ότι όλα ξεκινούσαν από το σχετικά υψηλό επίπεδο τής μόρφωσης στην επαρχία τής Κέραλα. Ίσως. Μόνο που το σχετικά υψηλό επίπεδο μόρφωσης ήταν σε μεγάλο βαθμό επίτευγμα τού ίδιου τού κομμουνιστικού κινήματος.
Η αλήθεια ήταν πως ο κομμουνισμός είχε τρυπώσει ύπουλα στην Κέραλα. Με τη μορφή ενός ρεφορμιστικού κινήματος που ουδέποτε αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες τής συντηρητικής κοινωνίας της και τον αυστηρό χωρισμό της σε κάστες*. Οι μαρξιστές δούλευαν μέσα στα όρια αυτής τής κοινωνίας, δεν προκαλούσαν ποτέ. Πρόσφεραν μια επανάσταση κοκτέιλ. Ένα μεθυστικό μείγμα ανατολικού μαρξισμού και ορθόδοξου ινδουισμού με μια μικρή δόση δημοκρατίας να το νοστιμεύει.
Ο Τσάκο δεν ήταν επίσημο μέλος τού Κόμματος. Δεν είχε κάρτα αλλά είχε πιστέψει από νωρίς στον κομμουνισμό και είχε μείνει πιστός οπαδός του όλα τα δύσκολα χρόνια του.
Τη χρυσή εποχή τού 1957, τότε που οι κομμουνιστές κέρδισαν τις εκλογές στην Κέραλα, ήταν ακόμα φοιτητής στο Πανεπιστήμιο τού Δελχί. Ο Νεχρού τούς κάλεσε να σχηματίσουν κυβέρνηση. Το ίνδαλμα τού Τσάκο, ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ, ο φλογερός αρχιερέας τού μαρξισμού στην Κέραλα, έγινε πρωθυπουργός τής πρώτης δημοκρατικά εκλεγμένης κομμουνιστικής κυβέρνησης τού κόσμου. Οι κομμουνιστές βρέθηκαν αίφνης στη δύσκολη – κι όπως έλεγαν οι επικριτές τους: στην παράλογη— θέση να κυβερνούν ένα λαό και να τον σπρώχνουν ταυτόχρονα προς την Επανάσταση. Ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ ανέπτυξε τη δική του θεωρία σχετικά με την πραγματοποίηση αυτού τού αντιφατικού σχεδίου. Ο Τσάκο διάβασε την πραγματεία του "Η ειρηνική μετάβαση στον Κομμουνισμό" με τον ασυγκράτητο ζήλο τής νιότης και τον άνευ όρων θαυμασμό τού φανατικού οπαδού. Η εν λόγω πραγματεία εξηγούσε με λεπτομέρειες πώς σκόπευε η κυβέρνηση τού συντρόφου Ναμπούντριπαντ να μεθοδεύσει ριζικές αγροτικές μεταρρυθμίσεις, να περιορίσει δραστικά τις εξουσίες τής αστυνομίας, να οργανώσει σε νέες βάσεις τη Δικαιοσύνη και να «Αντισταθεί στις Επεμβάσεις της Αντιδραστικής Αντιλαϊκής Κεντρικής Κυβέρνησης, τού Κόμματος τού Κογκρέσου».
Δυστυχώς όμως, πριν βγει καλά καλά ο χρόνος, η Ειρηνική φάση τής Ειρηνικής Μετάβασης έφτασε στο τέλος της.
Κάθε μέρα, την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους, ο Αυτοκρατορικός Εντομολόγος ειρωνευόταν τον ευέξαπτο Μαρξιστή γιο του διαβάζοντας με δυνατή φωνή από την εφημερίδα του όλα τα άρθρα σχετικά με φασαρίες, απεργίες, συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία και βιαιοπραγίες των αστυνομικών οργάνων που αναστάτωναν την Κέραλα.
«Λοιπόν, Καρλ Μαρξ!» ξεφυσούσε ο Παπάτσι, μόλις καθόταν ο Τσάκο στο τραπέζι. «Τι θα τούς κάνουμε τώρα αυτούς τούς αναθεματισμένους τούς φοιτητές; Ξεσηκώθηκαν πάλι οι ηλίθιοι, ενάντια στην πολυαγαπημένη μας Λαϊκή Κυβέρνηση! Να τούς βγάλουμε από τη μέση; Είμαι βέβαιος πως δεν ανήκουν πια στο Λαό!»
Τα επόμενα δύο χρόνια το Κόμμα τού Κογκρέσου και η Εκκλησία δε σταμάτησαν στιγμή να συδαυλίζουν τις εστίες των ταραχών, βυθίζοντας έτσι την Κέραλα στο χάος των πολιτικών ερίδων και στην αναρχία. Τον καιρό που τέλειωσε ο Τσάκο το πανεπιστήμιο κι έφυγε για την Οξφόρδη, να πάρει ένα δεύτερο πτυχίο, η Κέραλα βρισκόταν στο χείλος τού εμφύλιου πολέμου. Ο Νεχρού καθαίρεσε την κομμουνιστική κυβέρνηση και προκήρυξε νέες εκλογές. Το Κόμμα τού Κογκρέσου ξαναπήρε την εξουσία. Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια πριν καταφέρει το κόμμα τού συντρόφου Ναμπούντριπαντ να πάρει και πάλι το 1967 την πλειοψηφία. Και εξελέγη ξανά αλλά αυτήν τη φορά ως συνασπισμός δύο επιμέρους κομμάτων, στα οποία είχε διασπαστεί στο μεταξύ — τού Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδίας και τού Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδίας (Μαρξιστικού). Του KKI και του KKI(M).
Όταν έγιναν όλα αυτά, ο Παπάτσι είχε πεθάνει. Ο Τσάκο είχε χωρίσει. Και το εργοστάσιο Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ ήταν ήδη εφτά χρονών.
Η Κέραλα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μετά από μια περίοδο φοβερού λιμού. Οι μουσώνες είχαν αργήσει. Ο κόσμος πέθαινε. Η πείνα ήταν το υπ᾿ αριθμόν ένα πρόβλημα που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Αυτήν τη δεύτερη φορά που πήρε την εξουσία στα χέρια του, ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ προσπάθησε να δρομολογήσει την Ειρηνική Μετάβαση με μεγαλύτερη προσοχή και νηφαλιότητα. Η στάση του προκάλεσε την οργή και τη μάνητα τού Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας. Κατάγγειλαν δημόσια τον "Κοινοβουλευτικό Κρετινισμό" του και τον κατηγόρησαν ότι «πρόσφερε ψεύτικη και πλασματική ανακούφιση στις εργατικές τάξεις, υπονομεύοντας έτσι την Ταξική Συνείδηση και αποπροσανατολίζοντας τούς μαχητές τής Επανάστασης».
Το Πεκίνο παραχώρησε την υποστήριξή του στη νεότευκτη και μαχητικότερη φράξια του ΚΚΙ(Μ) –δηλαδή στους ναξαλίτες— που είχαν στήσει μια μικρή ένοπλη εξέγερση στο Ναξαλμπάρι, ένα χωριό τής Βεγγάλης. Οργάνωσαν τούς αγρότες σε μάχιμες διμοιρίες, επιτάξανε τα χωράφια, έδιωξαν τούς γαιοκτήμονες και όρισαν Λαϊκούς Δικαστές για να δικάσουν τούς Εχθρούς τού Λαού. Το κίνημα των ναξαλιτών απλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα και γέμισε πανικό τις καρδιές των μπουρζουάδων.
Στην Κέραλα προκάλεσε αναστάτωση και φόβο, επιβαρύνοντας την ούτως ή άλλως βαριά ατμόσφαιρα. Στα βόρεια τής επαρχίας είχαν αρχίσει ήδη οι σκοτωμοί. Το Μάιο δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες μια θολή, κουνημένη φωτογραφία: έδειχνε κάποιον γαιοκτήμονα, δεμένο σε ένα στύλο τού ηλεκτρικού. Τον είχαν αποκεφαλίσει. Το κεφάλι του ήταν ακουμπισμένο δίπλα του, σε μια σκοτεινή λακκούβα που θα μπορούσε να ᾿ναι νερό ή αίμα. Η φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη και το χρώμα δεν ξεχώριζε. Μέσα στο γκρίζο φως τής αυγής.
Τα έκπληκτα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα.
Ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ (Μαντρόσκυλο, Τσιράκι των Ρώσων) διέγραψε τούς ναξαλίτες από το κόμμα του και συνέχισε να επωφελείται από τη λαϊκή οργή εδραιώνοντας τη θέση του. Η πορεία που περικύκλωσε τη γαλανή Πλίμουθ τη γαλανή εκείνη μέρα του Δεκέμβρη, ήταν στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων. Την είχε οργανώσει το Μαρξιστικό Συνδικάτο τού Κοτσίν. Οι σύντροφοί τους από το Τριβάντραμ, με δική τους πορεία, κατευθύνονταν ήδη προς το κτίριο τής Βουλής, όπου θα παρέδιδαν στο σύντροφο Ναμπούντριπαντ προσωπικά ψήφισμα με τα αιτήματα τού λαού. Η ορχήστρα προσπαθούσε να υπαγορεύσει τη θέλησή της στο μαέστρο. Ζητούσαν να παραχωρηθεί διάλειμμα μιας ώρας κάθε μεσημέρι στους εργάτες των ορυζώνων που δούλευαν εντεκάμισι ώρες την ημέρα από τις εφτά το πρωί ως τις εξίμισι το απόγευμα. Ζητούσαν αύξηση στο μεροκάματο των εργατριών: από μία ρουπία, στις τρεις ρουπίες. Και για τούς άντρες ζητούσαν αύξηση από τις δύο ρουπίες, στις τέσσερις ρουπίες την ημέρα. Ζητούσαν ακόμα να πάψει ο κόσμος να απευθύνει το λόγο στους Άθικτους με το όνομα τής κάστας τους. Να μην απευθύνονται σ᾿ αυτούς ως Ατσού Παρουάν ή Κέλαν Παρουάν. Να λέγονται απλώς Ατσού ή Κέλαν.
Βασιλιάδες τού κάρδαμου, κόμητες τού καφέ, βαρόνοι τού καουτσούκ – όλοι παλιοί συμμαθητές από τα χρόνια που ήταν εσωτερικοί στα κολέγια— κατέβαιναν από τις μοναχικές, απέραντες φυτείες τους στην Ιστιοπλοϊκή Λέσχη και ρουφούσαν αργά την παγωμένη μπίρα τους. Σήκωναν τα ποτήρια τους. Όπως κι αν το λεν το τριαντάφυλλο..., μουρμούριζαν χαμογελώντας για να κρύψουν τον πανικό που φούσκωνε μέσα τους.
Οι διαδηλωτές τη μέρα εκείνη ήταν μέλη τού κόμματος, φοιτητές και φυσικά οι εργάτες. Άθικτοι και Καθαροί. Στους ώμους τους κουβαλούσαν ένα βαρέλι πανάρχαιης οργής, αναμμένο με ολοκαίνουργο φιτίλι. Η οργή τους είχε αποκτήσει μια νέα αιχμή, κοφτερή σαν ξυράφι. Μια αιχμή ναξαλίτικη.
Από το παράθυρο τής Πλίμουθ η Ράχελ είδε ότι η λέξη που φώναζαν πιο δυνατά απ᾿ όλες τις άλλες, ήταν η λέξη "Επανάσταση". Είδε τις φλέβες να φουσκώνουν στο λαιμό τους όταν τη φώναζαν. Είδε τα χέρια και τα μπράτσα που κρατούσαν τις σημαίες. Ήταν σκληρά, σφιγμένα, σιδερένια.
Μέσα στην Πλίμουθ βασίλευε η σιωπή και η ζέστη.
Ο φόβος τής Μπέμπας Κοτσάμα ήταν κουλουριασμένος στο δάπεδο τού αυτοκινήτου, σαν υγρό πατημένο αποτσίγαρο. Η αρχή μονάχα τού φόβου της. Τού φόβου που με τα χρόνια θα γινόταν θηρίο να τη φάει. Τού φόβου που αργότερα θα την ανάγκαζε να κλειδώνει με μανία πόρτες και παράθυρα. Τού φόβου που θα την έκανε να βάφει τα μαλλιά της και να μπογιατίζει αδέξια το στόμα της. Πανάρχαιος ήταν κι ο δικός της φόβος. Ο φόβος μήπως τής πάρουν αυτό που ήταν δικό της.
Προσπάθησε να μετρήσει τις πράσινες χάντρες τού κομπολογιού της, μα δεν μπορούσε να μαζέψει το μυαλό της. Μια ανοιχτή παλάμη χτύπησε στο τζάμι.
Μια σφιγμένη γροθιά έπεσε με δύναμη πάνω στο ζεματιστό καπό τής μηχανής που άνοιξε με ένα τίναγμα. Η Πλίμουθ έμοιαζε τώρα με γαλάζιο θεόρατο ζώο, όλο γωνίες, παγιδευμένο σε κάποιο ζωολογικό κήπο. Έμοιαζε με ζώο που ζητιάνευε να τού δώσουν κάτι να φάει.
Ένα κουλουράκι.
Μια μπανάνα.
Μια δεύτερη σφιγμένη γροθιά προσγειώθηκε πάνω του και το ᾿κλεισε. Ο Τσάκο κατέβασε το τζάμι του κι ευχαρίστησε με δυνατή φωνή αυτόν που το είχε κλείσει.
«Σ᾿ ευχαριστώ» είπε
«Μην το παρακάνεις με τις ευχαριστίες, σύντροφε!» είπε η Άμου. «Τυχαίο ήταν. Δεν είχε κανένα σκοπό να σε βοηθήσει. Πού να ξέρει άλλωστε ότι μέσα σ᾿ αυτό το σαραβαλάκι χτυπάει μια αληθινή μαρξιστική καρδιά;»
«Άμου», απάντησε ο Τσάκο με φωνή σταθερή και επιτηδευμένα αδιάφορη, «θα μπορούσες, σε παρακαλώ, να βάλεις για μια φορά φίμωτρο στον ψόφιο, άρρωστο κυνισμό σου;»
Η σιωπή που απλώθηκε μέσα στο αυτοκίνητο, έμοιαζε με βρεμένο σφουγγάρι, βαρύ απ᾿ το νερό. Η λέξη ψόφιος έτσουζε άσχημα, ήταν κοφτερή, γλιστρούσε σαν μαχαίρι μέσα στο βούτυρο. Ο ήλιος συνέχισε να λάμπει με ένα σιγανό αναστεναγμό. Αυτό είναι το κακό με τούς συγγενείς. Σαν μοχθηροί γιατροί, ξέρουν ακριβώς πού πονάει περισσότερο.
Τότε ήταν που είδε τον Βελούτθα η Ράχελ. Το γιο τού Βέλια Πάαπεν. Τον πιο αγαπημένο της φίλο. Είδε τον Βελούτθα να περπατάει με μια κόκκινη σημαία στο χέρι. Φορούσε άσπρο πουκάμισο κι άσπρο μούντου* ενώ οι φλέβες στο λαιμό του ήταν φουσκωμένες. Ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί με πουκάμισο.
Η Ράχελ κατέβασε σαν αστραπή το παράθυρό της. «Βελούτθα! Βελούτθα!» τον φώναξε.
Εκείνος πάγωσε για μια στιγμή. Τέντωσε τα αφτιά του, κρατώντας τη σημαία του. Είχε ακούσει μια γνώριμη φωνή, μια φωνή οικεία. Σε μέρος όπου δεν περίμενε να την ακούσει. Η Ράχελ, όρθια πάνω στο κάθισμα, είχε βγει η μισή έξω από το παράθυρο τής Πλίμουθ, σαν την κεραία φυτοφάγου κάμπιας. Με ένα σιντριβάνι μαλλιά δεμένα με ένα Love-in-Tokyo και κίτρινα γυαλιά ηλίου με κόκκινους πλαστικούς φακούς.
«Βελούτθα! εδώ! Βελούτθα!» Οι φλέβες φούσκωσαν και στο δικό της λαιμό.
Ο Βελούτθα έκανε ένα βήμα στο πλάι και χάθηκε μέσα στη φασαρία που γινόταν γύρω του. Μέσα στο αυτοκίνητο η Άμου γύρισε προς τα πίσω. Τα μάτια της ήταν θυμωμένα. Έδωσε μια γερή ξυλιά στα μπούτια τής Ράχελ. Ήταν ό,τι είχε απομείνει από τη Ράχελ μέσα στο αυτοκίνητο. Τα μπούτια και τα μελαψά της πόδια.
«Κάθισε καλά!» φώναξε η Άμου.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τράβηξε τη Ράχελ μες στο αυτοκίνητο κι εκείνη κουβαριάστηκε στο πίσω κάθισμα, σαστισμένη. Νομίζοντας ότι είχε γίνει κάποια παρεξήγηση.
«Μα ήταν ο Βελούτθα!» προσπάθησε να εξηγήσει με ένα χαμόγελο στα χείλη. «Κρατούσε σημαία!»
Η σημαία την είχε εντυπωσιάσει περισσότερο απ᾿ όλα. Ήταν αυτό ακριβώς που έπρεπε να κρατάει ένας φίλος.
«Είσαι ένα κουτό, ανόητο κοριτσάκι!» τη μάλωσε η Άμου.
Η ξαφνική, λυσσασμένη οργή της, κάρφωσε τη Ράχελ στο κάθισμα τού αυτοκινήτου.
Τα ᾿χασε. Γιατί είχε θυμώσει τόσο πολύ η Άμου; Για ποιο λόγο;
«Μα ήταν αυτός, σάς λέω!» ξανάπε.
Σκάσε!» τής φώναξε η Άμου.
Η Ράχελ είδε σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπο και στο πανωχείλι τής Άμου. Είδε τα μάτια της να σκληραίνουν και να γίνονται σαν γυάλινοι βόλοι. Σαν τα μάτια τού Παπάτσι στη φωτογραφία τής Βιέννης. (Πώς σιγομουρμούριζε το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι μέσα στο αίμα που κυλούσε στις φλέβες των παιδιών του!)
Η Μπέμπα Κοτσάμα ανέβασε το παράθυρο τής Ράχελ.
Χρόνια αργότερα, ένα δροσερό φθινοπωρινό πρωί, κάπου στην Πολιτεία τής Νέας Υόρκης, μέσα σε ένα κυριακάτικο τρένο που ταξίδευε, η σκηνή αυτή ξανάρθε στη θύμηση τής Ράχελ. Η έκφραση στο πρόσωπο τής Άμου. Σαν το κομμάτι που ξεμένει και δεν ταιριάζει στο παζλ. Σαν ερωτηματικό που πλανιέται μετέωρο μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, χωρίς να μπαίνει ποτέ στο τέλος μιας φράσης.
Αυτό το σκληρό βλέμμα στα μάτια τής Άμου. Σκληρό σαν γυάλινος βόλος. Η γυαλάδα τού ιδρώτα στο πανωχείλι της. Κι η παγωνιά αυτής τής ξαφνικής, πειραγμένης σιωπής.
Η μνήμη είναι τρελή όταν ταχτοποιεί σκοτεινά πράγματα μέσα σε ένα ντουλάπι και βγάζει έξω τα πιο απίστευτα — ένα φευγαλέο βλέμμα, ένα συναίσθημα. Τη μυρωδιά τού καπνού. Έναν υαλοκαθαριστήρα. Τα γυάλινα μάτια μιας μητέρας. Μα τα ᾿χει τετρακόσια όταν αφήνει στη θέση τους κρυμμένα μεγάλα κομμάτια σκοταδιού. Χωρίς να τα φέρνει ποτέ στο φως. Χωρίς να τα θυμάται.
Ήταν πράγματι ο Βελούτθα.
Η Ράχελ ήταν σίγουρη γι᾿ αυτό. Τον είχε δει. Την είχε δει κι εκείνος. Θα τον γνώριζε οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Κι αν δε φορούσε το πουκάμισο, θα τον αναγνώριζε κι από πίσω. Ήξερε την πλάτη του. Τόσες φορές την είχε κουβαλήσει στην πλάτη του. Περισσότερες απ᾿ όσες μπορούσε να μετρήσει. Είχε ένα ανοιχτοκάστανο σημάδι από γεννησιμιού του, σαν μυτερό ξερό φυλλαράκι. Έλεγε πως ήταν το τυχερό του φυλλαράκι. Πως χάρη σ᾿ αυτό έρχονταν οι μουσώνες στην ώρα τους. Ένα καφετί φυλλαράκι πάνω σε μια μαύρη πλάτη. Ένα φθινοπωρινό φυλλαράκι μες στη νύχτα.
Ένα τυχερό φυλλαράκι που δεν μπόρεσε να τού φέρει τύχη.
Ο Βελούτθα δεν ήταν μαραγκός. Τον έλεγαν Βελούτθα —που θα πει Λευκός στα μαλαγιάλαμ— επειδή ακριβώς ήταν τόσο μαύρος. Ο πατέρας του, ο Βέλια Πάαπεν, ήταν Παρουάν*. Έφτιαχνε ποτό από χουρμάδες. Είχε ένα γυάλινο μάτι. Πελεκούσε ένα κομμάτι γρανίτη με το σφυρί του όταν ένα κομματάκι του μπήκε στο αριστερό του μάτι και το έσκισε.
Όταν ήταν μικρός ο Βελούτθα, ερχόταν μαζί με τον Βέλια Πάαπεν από την πίσω πόρτα τού Σπιτιού στο Αγιέμενεμ να παραδώσουν τις καρύδες που είχαν μαζέψει από τις φοινικιές τού κτήματος. Ο Παπάτσι δεν άφηνε τούς Παρουάν να μπουν μες στο σπίτι του. Κανείς δεν τούς άφηνε. Δεν είχαν το δικαίωμα να αγγίξουν τίποτε απ᾿ όσα άγγιζαν οι Καθαροί. Η κάστα των ινδουιστών και η κάστα των χριστιανών. Η Μαμάτσι έλεγε στον Έστθα και τη Ράχελ πως τα παλιά τα χρόνια όταν ήταν ακόμα μικρή, οι Παρουάν ήταν αναγκασμένοι να πισωπατούν με μια σκούπα στα χέρια σκουπίζοντας τις πατημασιές τους, έτσι ώστε οι βραχμάνοι ή οι χριστιανοί να μη λερωθούν πατώντας άθελά τους πάνω σ᾿ αυτές. Τον καιρό τής Μαμάτσι, οι Παρουάν, όπως όλοι οι Άθικτοι, δεν είχαν το δικαίωμα να περπατούν στους δημόσιους δρόμους. Ήταν αναγκασμένοι να κυκλοφορούν γυμνοί από τη μέση και πάνω. Δεν τούς επέτρεπαν να κρατούν ομπρέλες. Τούς επέβαλλαν ακόμη να βάζουν το χέρι μπροστά στο στόμα τους όταν μιλούσαν, έτσι που η βρωμερή τους ανάσα να μη φτάνει στους άλλους ανθρώπους.
Όταν έφτασαν οι Εγγλέζοι στο Μαλαμπάρ, μερικοί Παρουάν (ανάμεσά τους κι ο παππούς τού Βελούτθα) ασπάστηκαν το χριστιανισμό κι έγιναν δεκτοί στους κόλπους τής Αγγλικανικής Εκκλησίας, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη σκληρή μοίρα τού Άθικτου. Λίγο φαγητό και κάμποσες ρουπίες αποτέλεσαν ένα επιπλέον κίνητρο. Ο κόσμος τούς βάφτισε Χριστιανούς τού Ρυζιού. Δεν άργησαν να καταλάβουν ότι είχαν πηδήσει για να βγουν απ᾿ το τηγάνι κι είχαν πέσει μες στην ίδια τη φωτιά. Τούς ανάγκασαν να έχουν χωριστές εκκλησίες, χωριστές λειτουργίες, χωριστούς ιερείς. Ως ειδικό προνόμιο τούς παραχωρήθηκε ακόμα και χωριστός επίσκοπος. Άθικτος όπως αυτοί. Μετά την Ανεξαρτησία διαπίστωσαν ότι δεν είχαν κανένα δικαίωμα στις ειδικές παροχές τής κυβέρνησης: δεν μπόρεσαν να πάρουν δάνεια με χαμηλό επιτόκιο, δε βρήκαν δουλειές όπως όλοι οι ινδουιστές. Διότι τυπικά, στα χαρτιά, ήταν χριστιανοί και επομένως δεν ανήκαν σε καμία κάστα. Κι έτσι βρέθηκαν ξανά υποχρεωμένοι να πισωπατούν σκουπίζοντας τις πατημασιές τους, και μάλιστα δίχως σκούπα. Ή ακόμα χειρότερα, υποχρεωμένοι να μην αφήνουν καν πατημασιές.
Την επιδεξιότητα τού μικρού Βελούτθα την πρόσεξε πρώτη η Μαμάτσι, μια φορά που είχε έρθει στο Αγιέμενεμ για διακοπές από το Δελχί χωρίς τον Αυτοκρατορικό Εντομολόγο. Ο Βελούτθα ήταν τότε έντεκα χρονών, τρία χρόνια μικρότερος από την Άμου. Ήταν σαν μικρός ταχυδακτυλουργός. Έφτιαχνε πολύπλοκα παιχνίδια – μικρούς ανεμόμυλους, κουδουνίστρες, λεπτοφτιαγμένες κοσμηματοθήκες από ξερά φοινικόφυλλα. Ήξερε να σκαλίζει τέλεια βαρκάκια σε ξύλο από ταπιόκα και μικρά κουκλάκια στα μακρόστενα τσόφλια των κάσιους. Τα χάριζε στην Άμου. Τής τα έδινε κρατώντας τα πάνω στην ανοιχτή παλάμη του (όπως τον είχαν δασκαλέψει) για να μην αναγκάζεται εκείνη να τον αγγίξει παίρνοντάς τα. Παρόλο που ήταν μικρότερός της, τη φώναζε Αμουκούτι – μικρή Άμου. Η Μαμάτσι έπεισε τον Βέλια Πάαπεν να στείλει το γιο του στο σχολείο των Άθικτων που είχε ιδρύσει ο πεθερός της, Πουνιάν Κούντζου.
Ο Βελούτθα κόντευε τα δεκατέσσερα όταν ο Γιόχαν Κλάιν, ένας Γερμανός μαραγκός από κάποια συντεχνία τής Βαυαρίας, ήρθε στο Κόταγιαμ κι έμεινε τρία χρόνια στην Ιεραποστολή για να δείξει τη δουλειά και στους ντόπιους. Κάθε απόγευμα, μετά το σχολείο, ο Βελούτθα έπαιρνε το λεωφορείο για το Κόταγιαμ και δούλευε με τον Κλάιν ώσπου βράδιαζε. Κλείνοντας τα δεκάξι, ο Βελούτθα είχε τελειώσει το γυμνάσιο και ήξερε καλά την τέχνη τού μαραγκού. Είχε δικά του εργαλεία και σαφώς γερμανική αισθητική. Έφτιαξε για τη Μαμάτσι μια τραπεζαρία σε στιλ Μπάουχαουζ —τραπέζι και δώδεκα καρέκλες από ξύλο τριανταφυλλιάς και μια παραδοσιακή Βαυαρέζικη σεζλόνγκ από ελαφρό ξύλο. Για το χριστουγεννιάτικο σκετς που οργάνωνε κάθε χρόνο η Μπέμπα Κοτσάμα, έφτιαξε με λεπτό σύρμα φτερά αγγέλων που στερεώνονταν σαν σακίδια στους ώμους των παιδιών. Έφτιαξε ακόμα σύννεφα από χαρτόνι για να προβάλει ανάμεσά τους ο αρχάγγελος Γαβριήλ και μια πτυσσόμενη φάτνη για τη γέννηση τού μικρού Χριστού. Κι όταν το μικρό χερουβείμ που είχε στον κήπο της, στέρεψε ανεξήγητα και δεν μπορούσε να τινάζει ψηλά τον ασημένιο πίδακά του, ήταν πάλι ο δόκτωρ Βελούτθα που το γιάτρεψε κι έβαλε ξανά σε λειτουργία την ουροδόχο κύστη του.
Πέρα από τη δεξιοτεχνία του με την ξυλουργική, ο Βελούτθα τα κατάφερνε θαυμάσια και με τις μηχανές. Η Μαμάτσι (με την ακατανόητη Καθαρή λογική) έλεγε συχνά ότι αν ο Βελούτθα δεν είχε γεννηθεί Παρουάν, θα μπορούσε να είχε γίνει μηχανικός. Επισκεύαζε ραδιόφωνα, ρολόγια, αντλίες νερού. Αυτός φρόντιζε επίσης τα υδραυλικά και τα ηλεκτρικά όλου τού σπιτιού.
Όταν η Μαμάτσι αποφάσισε να κλείσει την πίσω βεράντα, ο Βελούτθα σχεδίασε κι έφτιαξε την πτυσσόμενη πόρτα που αργότερα έγινε τόσο πολύ τής μόδας στο Αγιέμενεμ.
Ο Βελούτθα ήξερε περισσότερα από τον καθένα για τα μηχανήματα τού εργοστασίου.
Όταν ο Τσάκο άφησε τη δουλειά του στο Μαδράς και γύρισε στο Αγιέμενεμ με μια μηχανή εμφιαλώσεως στις αποσκευές του, ο Βελούτθα τη συναρμολόγησε και την εγκατέστησε. Ο Βελούτθα είχε την ευθύνη για την καινούργια μηχανή που γέμιζε τα βάζα και τον αυτόματο κόφτη τού ανανά. Ο Βελούτθα λάδωνε την υδραντλία και τη μικρή πετρελαιοκίνητη γεννήτρια. Ο Βελούτθα έφτιαξε τα τραπέζια εργασίας και τα κάλυψε με αλουμίνιο για να καθαρίζονται εύκολα. Ο Βελούτθα έφτιαξε και τούς χαμηλούς φούρνους για τις μαρμελάδες.
Ο πατέρας του όμως, ο Βέλια Πάαπεν, ήταν ένας Παρουάν τού παλιού καιρού. Είχε ζήσει τις μέρες που οι Άθικτοι Πισωπατούσαν Σκουπίζοντας Τις Πατημασιές Τους. Και η ευγνωμοσύνη του για τη Μαμάτσι και την οικογένειά της ήταν βαθιά και απέραντη, σαν φουσκωμένο ποτάμι. Είχε κάνει τόσα η Μαμάτσι γι᾿ αυτόν! Όταν έπαθε το ατύχημα, η Μαμάτσι πλήρωσε το γυάλινο μάτι του. Δεν είχε ξεπληρώσει ακόμα το χρέος του. Και παρόλο που ήξερε ότι κανείς δεν το περίμενε απ᾿ αυτόν, παρόλο που ήξερε ότι ποτέ του δε θα κατάφερνε να βρει και να δώσει τόσα λεφτά – εκείνος ένιωθε ότι το μάτι δεν τού ανήκε. Η ευγνωμοσύνη τον ανάγκαζε να χαμογελάει πλατιά και να σκύβει το κεφάλι.
Ο Βέλια Πάαπεν ανησυχούσε για το μικρό του γιο. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που τον φόβιζε. Δεν ήταν κάτι που είχε πει το παιδί. Δεν ήταν κάτι που είχε κάνει. Δεν έφταιγαν αυτά που έλεγε αλλά ο τρόπος που τα έλεγε. Δεν έφταιγαν αυτά που έκανε αλλά ο τρόπος που τα έκανε.
Ίσως ήταν η έλλειψη δισταγμού. Η αδικαιολόγητη σιγουριά του. Στον τρόπο που περπατούσε. Στον τρόπο που κρατούσε ψηλά το κεφάλι. Στο διακριτικό τρόπο που εξέθετε τις προτάσεις του, χωρίς να τού το ζητήσουν. Ή στο διακριτικό τρόπο με τον οποίο αγνοούσε τις προτάσεις των άλλων, χωρίς να δίνει την εντύπωση τού αντάρτη.
Ενώ τα χαρακτηριστικά αυτά ήταν απολύτως αποδεκτά, ίσως μάλιστα κι επιθυμητά στους Καθαρούς, ο Βέλια Πάαπεν σκεφτόταν ότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανεπίτρεπτα για έναν Παρουάν – κι όχι μόνο θα μπορούσαν, αλλά θα έπρεπε να θεωρηθούν κιόλας ανεπίτρεπτα.
Ο Βέλια Πάαπεν προσπαθούσε να συμβουλέψει τον Βελούτθα, να τού βάλει μυαλό. Μη μπορώντας όμως να βρει τι ακριβώς ήταν αυτό που τον ανησυχούσε, ο γιος του παρεξηγούσε τις μπερδεμένες συμβουλές και τούς αόριστους φόβους τού πατέρα του. Τού φαινόταν πως ο πατέρας του τον ζήλευε για την τέχνη του και τα φυσικά του χαρίσματα. Οι καλές προθέσεις τού Βέλια Πάαπεν εκφυλίστηκαν γρήγορα σε γκρίνιες και καβγάδες. Μια γενικότερη δυσφορία πλανιόταν στην ατμόσφαιρα ανάμεσα στον πατέρα και το γιο. Και παρά τη στενοχώρια τής μάνας του, ο Βελούτθα άρχισε να αποφεύγει το σπίτι. Δούλευε ως αργά. Κοιμόταν στο ύπαιθρο, δίπλα στο ποτάμι.
Και μια μέρα χάθηκε. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια δεν τον είδε κανείς. Ακούστηκαν φήμες ότι είχε πιάσει δουλειά σε μια οικοδομή στο Τριβάντραμ, στο καινούργιο κτίριο που έχτιζε εκεί το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας. Τον τελευταίο καιρό οι κακιές γλώσσες έλεγαν ότι είχε γίνει ναξαλίτης. Ότι είχε μπει στη φυλακή.
Δεν μπόρεσαν να τον ειδοποιήσουν όταν η μάνα του, η Τσέλα, πέθανε από φυματίωση. Μετά απ᾿ αυτό, έπεσε ο Κούταπεν, ο μεγάλος του αδερφός, από μια φοινικιά και χτύπησε στη σπονδυλική του στήλη. Ο Βελούτθα έμαθε για το ατύχημα ένα χρόνο αργότερα.
Εδώ και πέντε μήνες είχε ξαναγυρίσει στο Αγιέμενεμ. Δεν είπε λέξη σε κανέναν πού ήταν όλα αυτά τα χρόνια ή τι είχε κάνει.
Η Μαμάτσι τού έδωσε ξανά τη θέση τού ξυλουργού στο εργοστάσιό της. Ο Βελούτθα ανέλαβε και τη φροντίδα όλων των μηχανημάτων. Δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα με τούς υπόλοιπους Καθαρούς εργάτες. Γιατί, κατά τη γνώμη τους, οι Παρουάν δεν είχαν το δικαίωμα να δουλεύουν μαραγκοί. Ακόμα χειρότερα, οι Παρουάν που γύριζαν στο σπίτι τους σαν άσωτοι γιοι, δεν είχαν κανένα δικαίωμα να ξαναπιάνουν την παλιά τους δουλειά.
Για να ευχαριστήσει τούς υπόλοιπους κι επειδή ήξερε ότι κανείς άλλος δεν επρόκειτο να δώσει δουλειά στον Βελούτθα, η Μαμάτσι τού έδινε λιγότερα χρήματα απ᾿ όσα θα πλήρωνε σε έναν άλλο μαραγκό. Περισσότερα πάντως απ᾿ όσα θα έπαιρνε ένας Παρουάν. Η Μαμάτσι δεν τον ενθάρρυνε να μπει στο σπίτι (εκτός κι αν τον χρειάζονταν για να επισκευάσει ή να φτιάξει κάτι). Κατά τη γνώμη της, έπρεπε να τής είναι ευγνώμων που τον άφηνε να μπαίνει στο εργοστάσιο και τού επέτρεπε να αγγίζει πράγματα, τα οποία άγγιζαν και οι Καθαροί. Έλεγε πως αυτό ήταν ήδη ένα σημαντικό βήμα για έναν Παρουάν.
Ο Βελούτθα, ο Βέλια Πάαπεν και ο Κούταπεν ζούσαν σε μια μικρή καλύβα από λατερίτη, λίγο πιο κάτω από το Σπίτι τού Αγιέμενεμ, δίπλα στο ποτάμι. Ο Εστθάπεν και η Ράχελ έφταναν σε τρία λεπτά όταν έκοβαν δρόμο τρέχοντας μέσα από τις φοινικιές. Ήταν πολύ μικρά, μόλις είχαν έρθει στο Αγιέμενεμ με την Άμου, όταν έφυγε ο Βελούτθα. Δεν τον θυμόνταν. Τους μήνες όμως μετά την επιστροφή του είχαν γίνει οι καλύτεροι φίλοι. Οι επισκέψεις στο σπίτι του ήταν απαγορευμένες αλλά ο Έστθα και η Ράχελ πήγαιναν. Περνούσαν μαζί του ώρες ατέλειωτες. Κάθονταν ανακούρκουδα —σαν λοξά σημεία στίξης μέσα σε μια θάλασσα από πριονίδια— κι αναρωτιόνταν πώς ήξερε πάντα τα όμορφα σχήματα που τον περίμεναν μέσα σε κάθε ξύλο. Τούς άρεσε ο τρόπος που μαλάκωνε το ξύλο στα χέρια του και γινόταν σαν πλαστελίνη. Τούς μάθαινε να δουλεύουν την πλάνη. Το σπίτι του μύριζε (τις καλές μέρες) φρέσκο πριονίδι και ήλιο.
Κι εκείνη την καταγάλανη δεκεμβριάτικη μέρα, αυτός ήταν που είχε δει η Ράχελ με τα κόκκινα γυαλιά της, να περπατάει με μια κόκκινη σημαία στην ισόπεδη διάβαση έξω από το Κοτσίν. Μεταλλικός, διαπεραστικός ο ήχος από τις σφυρίχτρες των αστυνομικών άνοιξε τρύπες στην Ομπρέλα Θορύβου.
Και μέσα απ᾿ αυτές τις τρύπες είδε η Ράχελ κομμάτια κόκκινου ουρανού. Εκεί ψηλά, στον κόκκινο ουρανό, πετούσαν κόκκινα γεράκια που ερευνούσαν το έδαφος για ποντίκια. Στα κουκουλωμένα κίτρινα μάτια τους καθρεφτιζόταν ένας δρόμος και κόκκινα λάβαρα να περνούν κι ένα άσπρο πουκάμισο πάνω σε μια μαύρη πλάτη με ένα μικρό σημάδι.
Να περπατάει.
Τρόμος, ιδρώτας και πούδρα έγιναν ένα: μια μοβ πηχτή κρέμα χωμένη μες στις δίπλες τού λαιμού τής Μπέμπας Κοτσάμα. Μικρά σβολαράκια από πηγμένο σάλιο είχαν σταθεί στις άκρες των χειλιών της. Φαντάστηκε πως είδε έναν άντρα ανάμεσα στους διαδηλωτές. Έναν άντρα που έμοιαζε ίδιος με κάποιο ναξαλίτη ονόματι Ράτζαν. Το είχαν γράψει οι εφημερίδες. Είχαν δημοσιεύσει και τη φωτογραφία του. Η Μπέμπα Κοτσάμα φαντάστηκε πως ο άντρας αυτός την είχε κοιτάξει κατάματα.
Ένας άντρας με κόκκινη σημαία και πρόσωπο που έμοιαζε με κόμπο, άνοιξε την πόρτα από τη μεριά τής Ράχελ που δεν ήταν κλειδωμένη. Το άνοιγμα γέμισε άντρες που στάθηκαν να δουν.
«ζεσταίνεσαι, μωρό μου;» ρώτησε ευγενικά τη Ράχελ στα μαλαγιάλαμ. Ύστερα απότομα: «Πες τού μπαμπά σου να σού αγοράσει κλιματιστικό!» και χλιμίντρισε ευχαριστημένος με το αστείο του. Η Ράχελ τού αντιγύρισε το χαμόγελο, ευχαριστημένη που είχε πάρει τον Τσάκο για πατέρα της. Σαν κανονική οικογένεια.
«Μην απαντήσεις!» τής ψιθύρισε βραχνά η Μπέμπα Κοτσάμα. «Κοίτα κάτω! Απλώς κοίτα κάτω!»
Ο άντρας με τη σημαία έστρεψε την προσοχή του σ᾿ εκείνη. Εκείνη κοίταζε το δάπεδο τού αυτοκινήτου. Σαν ντροπαλή, φοβητσιάρα παρθένα που την παντρεύουν μ᾿ έναν ξένο.
«Γεια σου, αδερφούλα», τής είπε διαλέγοντας με προσοχή τις λέξεις του στα αγγλικά. «Θα μού πεις, σε παρακαλώ, το όνομά σου;»
Η Μπέμπα Κοτσάμα δεν απάντησε κι εκείνος στράφηκε στους συντρόφους του.
«Δεν έχει όνομα».
«Τι θα λέγατε να την πούμε Μονταλάλι Μαριακούτι;» πρότεινε κάποιος γελώντας. Μονταλάλι στα μαλαγιάλαμ θα πει γαιοκτήμονας.
«Α, Β, Γ, Δ, Χ, Ψ, Ω», είπε ένας άλλος, άσχετα.
Μαζεύτηκαν κι άλλοι φοιτητές. Φορούσαν όλοι μαντίλια ή βαμβακερές πετσέτες χεριών στο κεφάλι για να προστατεύονται από τον ήλιο.
Ο άντρας με το πρόσωπο που έμοιαζε με κόμπο, έδωσε την κόκκινη σημαία του στην Μπέμπα Κοτσάμα σαν δώρο. «Ορίστε», τής είπε. «Κράτησέ την».
Η Μπέμπα Κοτσάμα την πήρε και την κράτησε, χωρίς να τον κοιτάζει.
«Κούνα την», πρόσταξε.
Αναγκάστηκε να την κουνήσει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Μύριζε καινούργιο πανί και κατάστημα. Ατσαλάκωτη και σκονισμένη. Η Μπέμπα Κοτσάμα προσπάθησε να την κουνήσει δίνοντας ταυτόχρονα την εντύπωση ότι δεν την κουνούσε. «Τώρα πες ζήτω η επανάσταση!»
«ζήτω η επανάσταση», ψιθύρισε η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Καλό κορίτσι!»
Το πλήθος ξέσπασε σε γέλια και μια σφυρίχτρα ούρλιαξε.
«Εντάξει, λοιπόν», είπε ο άντρας στα αγγλικά πια στην Μπέμπα Κοτσάμα, λες κι είχαν κλείσει κάποια καλή συμφωνία οι δυο τους. «Μπάι μπάι!» Κι έκλεισε με δύναμη τη γαλανή πόρτα τής Πλίμουθ.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τραντάχτηκε ολόκληρη.
Ο κόσμος γύρω απ᾿ το αυτοκίνητο σκόρπισε και προχώρησε.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τύλιξε τη σημαία και την έβαλε στο χώρισμα μετά τα πίσω καθίσματα τού αυτοκινήτου. Έχωσε το κομπολόι της στον κόρφο της, ανάμεσα στα πεπόνια της, στη θέση του. Έκανε ένα σωρό πράγματα, κι αυτό κι εκείνο και το άλλο. Προσπαθώντας να σώσει λίγη έστω απ᾿ την αξιοπρέπειά της.
Όταν πέρασαν κι οι τελευταίοι άντρες, ο Τσάκο είπε ότι μπορούσαν πια να ανοίξουν τα παράθυρα.
«Είσαι σίγουρη ότι ήταν αυτός;» ρώτησε αμέσως μετά τη Ράχελ.
«Ποιος αυτός;» ρώτησε η Ράχελ, ξαφνικά καχύποπτη.
«Είσαι σίγουρη ότι ήταν ο Βελούτθα;»
«Χμμμ.…» έκανε η Ράχελ προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο και να αποκρυπτογραφήσει τα ξέφρενα μηνύματα που τής έστελνε ο Έστθα με τη σκέψη του.
Σε ρωτάω: «είσαι σίγουρη ότι ο άντρας που είδες ήταν ο Βελούτθα;» ρώτησε για τρίτη φορά ο Τσάκο.
«Μμμ... όχι... δηλαδή σχεδόν. Δηλαδή σχεδόν ναι», αποκρίθηκε η Ράχελ.
«Είσαι σχεδόν σίγουρη;» ρώτησε ο Τσάκο.
«Όχι... ήταν σχεδόν ο Βελούτθα», είπε η Ράχελ. «Έμοιαζε σχεδόν μ᾿ εκείνον».
«Δηλαδή δεν είσαι σίγουρη;» «Σχεδόν όχι». Η Ράχελ έριξε μια λοξή ματιά στον Έστθα, αποζητώντας την επιδοκιμασία του.
«Αυτός πρέπει να ᾿ταν», μπήκε στη μέση η Μπέμπα Κοτσάμα. «Ορίστε πώς κατάντησε στο Τριβάντραμ. Όλοι όσοι πάνε εκεί και ξαναγυρίζουν, νομίζουν ότι είναι μεγάλοι και τρανοί πολιτικοί».
Κανείς δεν εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από την άποψή της.
«Καλά θα κάνουμε να τον προσέχουμε», συνέχισε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Αν αρχίσει να μιλάει για συνδικάτα και τέτοια στο εργοστάσιο... Εγώ έχω προσέξει ήδη μερικά πράγματα... Μια ξεδιαντροπιά... Μια αγνωμοσύνη... Τις προάλλες τού ζήτησα να μού κουβαλήσει λίγες πέτρες για το παρτέρι μου με τα βότσαλα κι αυτός...»
«Εγώ τον είδα στο σπίτι λίγο πριν φύγουμε», είπε με λαμπερό χαμόγελο ο Έστθα. «Πώς θα μπορούσε να είναι αυτός;»
«Για το καλό του», είπε με σκοτεινό ύφος η Μπέμπα Κοτσάμα, «ελπίζω να μην ήταν. Και μη με ξαναδιακόψεις, Εστθάπεν!»
Τις επόμενες μέρες η Μπέμπα Κοτσάμα ξέσπασε στον Βελούτθα όλη την οργή που φούσκωνε μέσα της εξαιτίας τής δημόσιας ταπείνωσής της. Την ακόνιζε, τής έξυνε τη μύτη σαν να ᾿ταν μολύβι. Στο μυαλό της μέσα ο Βελούτθα έφτασε να αντιπροσωπεύει ολόκληρη τη διαδήλωση και τον άντρα που την είχε αναγκάσει να ανεμίσει τη σημαία τού Μαρξιστικού Κόμματος. Και τον άντρα που την είχε βαφτίσει Μονταλάλι Μαριακούτι. Κι όλους τούς άντρες που είχαν γελάσει εις βάρος της.
Άρχισε να τον μισεί.
Από τον τρόπο που κρατούσε η Άμου ψηλά το κεφάλι της, η Ράχελ καταλάβαινε πως ήταν ακόμα θυμωμένη. Η Ράχελ κοίταξε το ρολόι της. Δύο παρά δέκα. Το τρένο δεν είχε περάσει ακόμα. Ακούμπησε το σαγόνι της στο περβάζι τού παραθύρου. Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου για να δει καλύτερα τον πατημένο βάτραχο στη μέση του δρόμου. Ήταν τόσο ψόφιος, τόσο πατημένος που έμοιαζε περισσότερο με λεκέ στο σχήμα τού βάτραχου παρά με κανονικό βάτραχο. Η Ράχελ αναρωτήθηκε αν η δεσποινίς Μίτεν έμοιαζε κι αυτή με λεκέ στο σχήμα τής δεσποινίδας Μίτεν όταν την πάτησε το φορτηγό με το γάλα. Με τη σιγουριά τού αληθινού πιστού, ο Βέλια Πάαπεν είχε διαβεβαιώσει τα δίδυμα ότι δεν υπήρχαν στον κόσμο μαύρες γάτες. Μόνο τρύπες στο Σύμπαν υπήρχαν που έμοιαζαν με μαύρες γάτες, έλεγε.
Είχε τόσο πολλούς λεκέδες στο δρόμο. Λεκέδες στο σχήμα τής πατημένης δεσποινίδας Μίτεν σκόρπιοι στο Σύμπαν.
Λεκέδες στο σχήμα πατημένων βατράχων σκόρπιοι στο Σύμπαν.
Πατημένα σκυλιά που έτρωγαν τα σχήματα πατημένων βατράχων σκόρπια στο Σύμπαν.
Πούπουλα. Μάνγκο. Σάλιο.
Σε όλο το δρόμο μέχρι το Κοτσίν.
Ο ήλιος έλαμπε, περνούσε μέσα από τα τζάμια τής Πλίμουθ κι έπεφτε ίσια πάνω στη Ράχελ. Έκλεισε τα μάτια της και τού ανταπέδωσε τη λάμψη του. Ακόμα και πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα, το φως ήταν δυνατό και ζεστό. Ο ουρανός είχε πορτοκαλί χρώμα και οι φοινικιές έμοιαζαν με θαλάσσιες ανεμώνες που σάλευαν αργά τις κεραίες τους, ελπίζοντας να πιάσουν κάποιο περαστικό, ανυποψίαστο σύννεφο και να το φάνε. Έπειτα παρουσιάστηκε ένας διάφανος Ρωμαίος στρατιώτης με πιτσιλωτό άλογο. Το παράξενο με τούς Ρωμαίους στρατιώτες στα κόμικ, κατά τη γνώμη τής Ράχελ, ήταν πως φορτώνονταν ένα κάρο σιδερικά με τούς θώρακες και τις περικεφαλαίες τους, κι ύστερα, μετά απ᾿ όλα αυτά, άφηναν γυμνά τα πόδια τους. Δεν μπορούσε να τούς καταλάβει. Δεν έβγαινε νόημα. Ούτε από την άποψη τού κλίματος ούτε από καμία άλλη άποψη. Η Άμου τούς είχε πει την ιστορία τού Ιουλίου Καίσαρα που τον είχε μαχαιρώσει ο Βρούτος, ο καλύτερός του φίλος. Τούς είχε περιγράψει πώς έπεσε κατάχαμα με το λεπίδι καρφωμένο στη ράχη του και πώς γύρισε και είπε: «Et tu, Brute? (Κι εσύ, Βρούτο) – Πέσε, λοιπόν, Καίσαρ!»
«Αυτό μάς δείχνει ότι δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε ποτέ κανέναν», πρόσθεσε η Άμου. «Μάνα, πατέρα, αδερφό, άντρα, φίλο. Κανέναν».
«Με τα παιδιά», είπε (όταν τη ρώτησαν), «το πράγμα δεν ήταν ακόμα σίγουρο». Για παράδειγμα, είπε, «ήταν πέρα για πέρα δυνατόν να μεγαλώσει ο Έστθα και να γίνει ένα Αρσενικό Σοβινιστικό Γουρούνι».
Τις νύχτες ο Έστθα σηκωνόταν στο κρεβάτι του, με το σεντόνι του τυλιγμένο γύρω απ᾿ τούς ώμους του, κι έλεγε: «Et tu, Brute? – Πέσε, λοιπόν, Καίσαρ!» και σωριαζόταν στο στρώμα με αλύγιστα γόνατα, σαν μαχαιρωμένος. Η Κότσου Μάρια που κοιμόταν σε μια ψάθα στο πάτωμα, τον απειλούσε ότι θα το πει στη Μαμάτσι.
«Πες στη μάνα σου να σε πάει στο σπίτι τού πατέρα σου», έλεγε. «Εκεί θα μπορείς να σπάσεις όσα κρεβάτια θέλεις. Αυτά εδώ δεν είναι δικά σου. Δεν είναι δικό σου σπίτι».
Ο Έστθα τότε σηκωνόταν από το βασίλειο των νεκρών, στεκόταν όρθιος στο κρεβάτι του κι έλεγε: «Et tu? Κότσου Μάρια; – Πέσε, λοιπόν, Έστθα!» και πέθαινε ξανά.
Η Κότσου Μάρια ήταν σίγουρη πως το "Et tu" ήταν κάποιο εγγλέζικο παλιόλογο και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία ώστε να παραπονεθεί στη Μαμάτσι για τη συμπεριφορά του Έστθα.
Η γυναίκα στο διπλανό αυτοκίνητο είχε ψίχουλα από μπισκότο στα χείλη της. Ο άντρας της άναψε ένα στραβό τσιγάρο μετά τα μπισκότα. Ξεφύσηξε δυο σύννεφα καπνού από τα ρουθούνια του και για μια στιγμή, για μια φευγαλέα στιγμή, ήταν ολόιδιος με άγριο κάπρο. Η κυρία Κάπρου ρώτησε τη Ράχελ με Μωρουδίστικη Φωνή πώς την έλεγαν. Η Ράχελ την αγνόησε και μισανοίγοντας τα χείλη της φύσηξε απαλά μια φουσκάλα σάλιου.
Η Άμου θύμωνε όταν το έκαναν αυτό. Έλεγε ότι τής θύμιζε τον Μπάμπα. Τον πατέρα τους. Έλεγε ότι το συνήθιζε κι εκείνος να φυσάει φουσκάλες σάλιου και να κουνάει νευρικά το πόδι του. Η Άμου έλεγε ότι μόνο οι γραφιάδες φέρονταν μ᾿ αυτόν τον τρόπο, όχι οι αριστοκράτες.
Οι αριστοκράτες ήταν άνθρωποι που δε φυσούσαν φουσκάλες σάλιου ούτε κουνούσαν νευρικά τα πόδια τους. Ούτε έτρωγαν λαίμαργα το φαγητό τους.
Παρόλο που ο Μπάμπα δεν ήταν γραφιάς, η Άμου έλεγε ότι συχνά φερόταν σαν να ήταν. Όταν ήταν μόνοι τους, ο Έστθα και η Ράχελ παρίσταναν τούς γραφιάδες. Φυσούσαν φουσκάλες σάλιου και κουνούσαν τα πόδια τους και κατάπιναν λαίμαργα το φαγητό τους σαν να ήταν διάνοι. Θυμόνταν τον πατέρα τους που τον είχαν γνωρίσει ανάμεσα σε πολέμους. Μια φορά τούς είχε δώσει να ρουφήξουν καπνό απ᾿ το τσιγάρο του. Κι ύστερα θύμωσε, επειδή τα παιδιά πιπίλισαν το τσιγάρο και σάλιωσαν το φίλτρο.
«Δεν είναι γλειφιτζούρι!» τα μάλωσε.
Θυμόνταν το θυμό του. Και τής Άμου. Θυμόνταν μια φορά που τα έσπρωχνε ο ένας στον άλλο μέσα στο δωμάτιο και πηγαινοέρχονταν σαν μπάλες τού μπιλιάρδου από την Άμου στον Μπάμπα και ξανά στην Άμου και ξανά στον Μπάμπα. Την Άμου να σπρώχνει τον Έστθα φωνάζοντας: «Θα κρατήσεις κι εσύ το ένα. Δεν μπορώ να τα φροντίζω και τα δυο μόνη μου». Αργότερα, όταν ο Έστθα ρώτησε την Άμου γι᾿ αυτό το περιστατικό, εκείνη τον αγκάλιασε και τού είπε να μη φτιάχνει παραμύθια με το μυαλό του.
Στη μοναδική φωτογραφία του που είχαν δει, (που τούς είχε αφήσει η Άμου να δουν για μία και μοναδική φορά), ο Μπάμπα φορούσε άσπρο πουκάμισο και γυαλιά. Έμοιαζε με όμορφο, σοβαρό παίκτη τού κρίκετ. Με το ένα χέρι κρατούσε τον Έστθα που ήταν καβάλα στους ώμους του. Με το άλλο κρατούσε τη Ράχελ αγκαλιά. Η Ράχελ κοίταζε συνοφρυωμένη το φακό με τα μωρουδίστικα ποδαράκια της να κρέμονται στην κοιλιά του. Κάποιος είχε ζωγραφίσει με ροζ χρώμα τα μάγουλα των παιδιών.
Η Άμου είπε ότι ο Μπάμπα είχε πάρει τα παιδιά αγκαλιά μόνο για να βγει η φωτογραφία. Κι ότι ακόμα και τότε ήταν τόσο σκνίπα στο μεθύσι που εκείνη φοβόταν ότι θα τού πέσουν από τα χέρια. Η Άμου είπε ότι στεκόταν ακριβώς δίπλα του, έξω από το κάδρο, έτοιμη να τα πιάσει, αν τού έπεφταν. Παρ᾿ όλα αυτά, εκτός από τα μάγουλα, ο Έστθα και η Ράχελ έβρισκαν τη φωτογραφία πολύ καλή.
«Σταμάτα αμέσως!» είπε η Άμου με δυνατή φωνή. Ο Μουρλίνταραν που είχε κατέβει από την πέτρα του κι είχε πλησιάσει να κοιτάξει μέσα στην Πλίμουθ, πισωπάτησε τρομαγμένος σηκώνοντας ψηλά τα κουτσουρεμένα μπράτσα του.
«Τι πράγμα;» ρώτησε η Ράχελ. Αν και ήξερε πολύ καλά τι πράγμα. Τις φουσκάλες με το σάλιο. «Συγγνώμη, Άμου».
«Οι συγγνώμες δεν ανασταίνουν νεκρούς», είπε ο Έστθα.
«Ω, έλα τώρα!» μπήκε στη μέση ο Τσάκο. «Δεν μπορείς να τής υπαγορεύσεις τι θα κάνει και τι δε θα κάνει με το σάλιο της!»
«Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου!» τον έκοψε θυμωμένη η Άμου.
«Αυτό τής θυμίζει τα παλιά», εξήγησε ο σοφός Έστθα στον Τσάκο.
Η Ράχελ φόρεσε τα γυαλιά της. Ο Κόσμος πήρε το χρώμα τού θυμού.
«Βγάλε αυτά τα χαζά γυαλιά!» είπε η Άμου.
Η Ράχελ έβγαλε τα χαζά γυαλιά της.
«Ο τρόπος που τούς φέρεσαι, είναι φασιστικός», συνέχισε ο Τσάκο. «Ακόμα και τα παιδιά έχουν δικαιώματα, για τ᾿ όνομα του Θεού!»
«Μην επικαλείσαι το όνομα του Κυρίου επί ματαίω!» είπε τότε η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Δεν το επικαλούμαι επί ματαίω. Το επικαλούμαι για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα».
«Σταμάτα να παριστάνεις το Σωτήρα τους!» τον αποπήρε η Άμου. «Σε τελική ανάλυση, δε δίνεις δεκάρα τσακιστή γι᾿ αυτά. Ή για μένα».
«Και λοιπόν; Θα ᾿πρεπε;» απάντησε ο Τσάκο. «Δικά μου είναι; Είναι δική μου ευθύνη;» Είπε ότι ο Έστθα, η Ράχελ και η Άμου ήταν μυλόπετρες περασμένες στο λαιμό του.
Το πίσω μέρος των ποδιών τής Ράχελ είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα. Το δέρμα της γλιστρούσε πάνω στην πλαστική ταπετσαρία τού καθίσματος. Αυτή κι ο Έστθα ήξεραν τι ήταν οι μυλόπετρες. Στην Ανταρσία τού Μπάουντι, όταν κάποιος πέθαινε στα ανοιχτά, τότε τον τύλιγαν σε άσπρο σεντόνι και τον έριχναν στη θάλασσα με μια μυλόπετρα δεμένη στο λαιμό του για να πάει στον πάτο. Ο Έστθα αναρωτιόταν πώς υπολόγιζαν πόσες μυλόπετρες έπρεπε να πάρουν μαζί τους σε κάθε ταξίδι.
Ο Έστθα ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατα.
Το τσουλούφι του χάλασε.
Από μακριά, από το βάθος τού δρόμου τού λερωμένου με πατημένα βατράχια, ακούστηκε το βουητό τού τρένου. Τα φύλλα των θάμνων δεξιά κι αριστερά από τις ράγες άρχισαν να γνέφουν διαδηλώνοντας την ομόφωνη συμφωνία τους. Ναιναιναιναιναι.
Οι προσκυνητές με τα ξυρισμένα κεφάλια μέσα στο λεωφορείο έπιασαν να μουρμουρίζουν ένα ακόμα ψαλμό.
«Αυτοί οι ινδουιστές, λοιπόν», είπε ευλαβικά η Μπέμπα Κοτσάμα, «δε σέβονται καθόλου την παρουσία των άλλων».
«Έχουν κέρατα και λέπια στο δέρμα τους», είπε σαρκαστικά ο Τσάκο. «Κι έχω ακούσει ότι δε γεννάνε μωρά αλλά αβγά».
Η Ράχελ είχε δυο καρουμπαλάκια στο κούτελο. Ο Έστθα έλεγε ότι θα μεγάλωναν και θα γίνονταν κέρατα. Το ένα απ᾿ αυτά θα γινόταν σίγουρα κέρατο, έλεγε, γιατί ήταν μισοινδουίστρια. Δε σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή να τον ρωτήσει πού ήταν τα δικά του κέρατα. Γιατί ό,τι ήταν Αυτή, ήταν κι Εκείνος.
Το τρένο πέρασε σέρνοντας πίσω του μια στήλη πηχτού μαύρου καπνού. Είχε τριάντα δύο βαγόνια κι από τις πόρτες του κρέμονταν νεαροί. Πήγαιναν στην Άκρη τού Κόσμου, να δουν τι γίνονταν οι άνθρωποι που έπεφταν. Όσοι απ᾿ αυτούς έσκυβαν πολύ προς τα έξω, έπεφταν στο κενό. Με τα μπράτσα τους να δέρνουν το σκοτάδι και τα μαλλιά τους να ανεμίζουν ελεύθερα.
Το τρένο πέρασε τόσο γρήγορα που ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι περίμεναν όλοι τους τόσο πολύ για κάτι που τέλειωσε τόσο σύντομα. Τα φύλλα των θάμνων συνέχισαν να κουνιούνται αρκετή ώρα μετά το πέρασμα τού τρένου, λες και συμφωνούσαν μαζί του πέρα για πέρα, χωρίς καμιά αμφιβολία.
Ένα σύννεφο από λεπτή καρβουνόσκονη κατέβηκε αργά απ᾿ τον αέρα, σαν βρώμικη ευλογία, σκεπάζοντας απαλά τα αυτοκίνητα. Ο Τσάκο έβαλε μπροστά τη μηχανή τής Πλίμουθ.
Ο αέρας φυσούσε απ᾿ τα ανοιχτά τζάμια τού αυτοκινήτου. Πράσινα δέντρα και κολόνες τηλεφώνου περνούσαν τρέχοντας προς τα πίσω. Τα πουλιά κάθονταν ακίνητα πάνω σε σύρματα που κινούνταν. Σαν αποσκευές παρατημένες στο αεροδρόμιο. Άσπρο το φεγγάρι κρεμόταν τεράστιο στον ηλιόλουστο ουρανό, πηγαίνοντας όπου πήγαιναν κι αυτοί. Μεγάλο σαν την κοιλιά ενός άντρα πρησμένου από την μπίρα.
*ζαμιντάρ: Κάτοχος ή νομέας γης.
*κατακάλι: Χορευτικό δράμα βασισμένο στη Ραμαγιάνα (1), στη Μαχαμπαράτα (2) και τη φιλολογία Σάιβα (3) που παρουσιάζεται στο ύπαιθρο και διαρκεί όλο το βράδυ. (Σ.τ.Ε.)
(1) Ραμαγιάνα: Όπως η Οδύσσεια, η Ραμαγιάνα αφηγείται τις περιπέτειες ενός ήρωα, τού Ράμα, που περιπλανιέται από τη Βόρεια Ινδία έως την Κεϋλάνη, μέχρι να ξαναβρεί το χαμένο του βασίλειο.
(2) Το Μαχαμπαράτα έχει χαρακτηριστεί σαν έπος των αιώνων. Είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο, τόσο σπουδαίο για τους Ινδούς, όσο η Ιλιάδα για τους Έλληνες.
(3) Φιλολογία αφιερωμένη στη λατρεία τού θεού Σίβα ως υπέρτατου όντος.
* Παρσουράμ: Πρόσωπο τής ινδουιστικής μυθολογίας.
* Μούντου: ένα μεγάλο κομμάτι υφάσματος, συχνά τυλιγμένο γύρω από τη μέση.
2. Σινεμά Αμπιλάς
Στις διαφημίσεις έγραφε ότι το Σινεμά Αμπιλάς ήταν ο πρώτος κινηματογράφος με οθόνη σινεμασκόπ 70 μιλιμέτρ σε ολόκληρη την επαρχία τής Κέραλα. Και για να το καταλάβουν όλοι, η πρόσοψή του ήταν μια τσιμεντένια απομίμηση τής καμπυλωτής οθόνης σινεμασκόπ. Πάνω πάνω (με τσιμεντένια γράμματα και φωτισμό με νέον) έγραφε Σινεμά Αμπιλάς. Στα εγγλέζικα και στα μαλαγιάλαμ.
Οι τουαλέτες είχαν έξω πινακίδες ΓΥΝΑΙΚΏΝ και ΑΝΔΡΏΝ. Των ΓΥΝΑΙΚΏΝ για την Άμου, τη Ράχελ και την Μπέμπα Κοτσάμα. Των ΑΝΔΡΏΝ μόνο για τον Έστθα, γιατί ο Τσάκο είχε πάει στο ξενοδοχείο Σι Κουίν για να βεβαιωθεί ότι τοὐς είχαν κρατήσει δωμάτια.
«Θα τα καταφέρεις μόνος σου;» ρώτησε ανήσυχη η Άμου.
Ο Έστθα έγνεψε καταφατικά.
Περνώντας την κόκκινη πόρτα από φορμάικα που έκλεινε αργά μόνη της, η Ράχελ ακολούθησε την Άμου και την Μπέμπα Κοτσάμα στων ΓΥΝΑΙΚΏΝ. Τελευταία στιγμή γύρισε κι έγνεψε στον Έστθα που περίμενε όρθιος στο βρώμικο μαρμάρινο δάπεδο, στον Έστθα Μόνο του (με μια τσατσάρα), με τα μπεζ μυτερά παπούτσια του. Ο Έστθα περίμενε στο βρώμικο μαρμάρινο προθάλαμο με τούς μοναχικούς άγρυπνους καθρέφτες, ώσπου η κόκκινη πόρτα έκρυψε ολότελα την αδερφή του. Ύστερα γύρισε και προχώρησε με βήματα αδέξια στων ΑΝΔΡΏΝ.
Στων ΓΥΝΑΙΚΏΝ, η Άμου είπε στη Ράχελ να κατουρήσει στα όρθια, ώστε να μην ακουμπήσει πουθενά. Τα Δημόσια Ουρητήρια είναι Βρώμικα, είπε. Σαν τα Λεφτά. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος τα έχει αγγίξει. Λεπροί. Χασάπηδες. Μηχανικοί αυτοκινήτων. (Πύο. Αίμα. Γράσο.)
Μια φορά που η Κότσου Μάρια την είχε πάρει μαζί της στο χασάπικο, η Ράχελ πρόσεξε ότι στο πράσινο χαρτονόμισμα που τούς είχε δώσει ο χασάπης, ήταν κολλημένο ένα μικρό κομματάκι κόκκινο κρέας. Πάνω στις πέντε ρουπίες. Η Κότσου Μάρια έτριψε με το δάχτυλό της το χαρτί για να το διώξει. Το αίμα άφησε έναν κόκκινο λεκέ. Η Κότσου Μάρια το έχωσε στον κόρφο της. Ματωμένο χαρτονόμισμα, με μυρωδιά κρέατος.
Η Ράχελ ήταν μικρή ακόμα και δεν μπορούσε να ισορροπήσει πάνω στη λεκάνη και να κατουρήσει στα όρθια. Την κράτησαν, λοιπόν, η Άμου και η Μπέμπα Κοτσάμα. Οι μικρές γάμπες της κρέμονταν πάνω απ᾿ τα χέρια τους. Οι μύτες των ποδιών της, στραμμένες προς τα μέσα. Ψηλά στον αέρα, με το βρακάκι της κατεβασμένο. Για μια στιγμή δε συνέβη τίποτα και η Ράχελ κοίταξε τη μάνα της και τη θεία της με μια κακομαθημένη απορία (τι κάνουμε τώρα;) στα μάτια της.
«Έλα», τής είπε η Άμου. «Τσσσσσσς...»
Τσσσσσς ήταν ο ήχος που έκαναν τα ούρα μες στη λεκάνη.
Μμμμμ ήταν ο ήχος που έκανε η μουσική στη "Μελωδία τής ευτυχίας".
Η Ράχελ γέλασε. Η Άμου γέλασε. Η Μπέμπα Κοτσάμα γέλασε. Όταν ο μικρός πίδακας άρχισε να πέφτει, οι δυο γυναίκες μετατόπισαν λιγάκι το σώμα της για να μη λερώσει έξω από τη λεκάνη. Η Ράχελ δεν ένιωσε ντροπή. Τέλειωσε· η Άμου τής έδωσε χαρτί για να σκουπιστεί.
«Θα πας πρώτη ή να μπω εγώ;» ρώτησε η Μπέμπα Κοτσάμα την Άμου.
«Το ίδιο είναι», απάντησε η Άμου. «Πήγαινε. Εσύ».
Η Ράχελ τής κράτησε την τσάντα. Η Μπέμπα Κοτσάμα ανασήκωσε το τσαλακωμένο σάρι της. Η Ράχελ περιεργάστηκε τα τεράστια πόδια τής θείας της. Η Μπέμπα Κοτσάμα ισορρόπησε σαν μεγάλο πουλί πάνω από τη λεκάνη τού δημόσιου ουρητηρίου. Γαλάζιες φλέβες γεμάτες κόμπους έσκιζαν από πάνω μέχρι κάτω τις διάφανες γάμπες της. Τα χοντρά της γόνατα βούλιαζαν μέσα στο πάχος. Κι είχαν τρίχες. Τα κακόμοιρα τα πέλματά της παραήταν μικρά. Δεν άντεχαν τόσο βάρος! Η Μπέμπα Κοτσάμα δε χρειάστηκε να περιμένει ούτε μισό λεπτό. Με το κεφάλι σκυφτό. Χαμογελώντας χαζά. Με το στήθος της να κρεμάει προς τα εμπρός. Πεπόνια μέσα σε μια μπλούζα. Τα πισινά της προτεταμένα. Σαν άρχισε το σιγανό, μονότονο πλατσούρισμα, το άκουσε με το βλέμμα. Ένα κίτρινο ποταμάκι που περνούσε ορμητικά από το διάσελο των βουνών.
Τής Ράχελ τής άρεσαν όλα αυτά. Κρατούσε την τσάντα. Κατουρούσαν όλοι μπροστά στους άλλους. Σαν φίλοι. Δεν ήξερε τότε πόσο πολύτιμο είναι το συναίσθημα τής φιλίας. Σαν φίλοι... Ποτέ πια δε θα μπορούσαν να ξανανιώσουν έτσι. Η Άμου, η Μπέμπα Κοτσάμα κι εκείνη.
Όταν τέλειωσε η Μπέμπα Κοτσάμα, η Ράχελ κοίταξε το ρολόι της. «Άργησες, Μπέμπα Κοτσάμα», είπε. «Κοίταξε, είναι δύο παρά δέκα».
Η Άμου κατούρησε ψιθυριστά. Κόντρα στο τοίχωμα τής λεκάνης. Δεν ακουγόταν τίποτα. Η σκληρότητα τού πατέρα της είχε χαθεί απ᾿ τα μάτια της. Ήταν και πάλι τα μάτια τής Άμου. Είχε βαθιά λακκάκια όταν χαμογελούσε. Δεν έμοιαζε πια θυμωμένη. Για τον Βελούτθα ή για τις φουσκάλες σάλιου.
Αυτό ήταν Καλό Σημάδι.
Ο Έστθα Μόνος του στων ΑΝΔΡΏΝ κατούρησε πάνω σε βόλους ναφθαλίνης και αποτσίγαρα πεταμένα στο ουρητήριο. Το να κατουρήσει στη λεκάνη, θα ήταν Ήττα. Αλλά και το ουρητήριο τού έπεφτε ψηλά. Έπρεπε κάπου να πατήσει. Χρειαζόταν Ύψος. Έψαξε γύρω του με το βλέμμα και σε μια γωνιά βρήκε αυτό που ζητούσε. Μια βρώμικη σκούπα, ένα μπουκάλι από χυμό μισογεμάτο με άσπρο υγρό, σαν γάλα (φαινόλη). Στο εσωτερικό του κολυμπούσαν μικρά μαυριδερά πράγματα. Ένα κουβαριασμένο σφουγγαρόπανο και δυο σκουριασμένες κονσέρβες, αδειανές. Θα μπορούσε να είναι από προϊόντα τού εργοστασίου "Παραντάιζ". Από Κομμάτια Ανανά σε Σιρόπι. Ή Φέτες. Φέτες Ανανά. Οι κονσέρβες τής γιαγιάς του, έσωσαν την τιμή του. Ο Έστθα τοποθέτησε τούς σκουριασμένους άδειους κυλίνδρους μπροστά στο ουρητήριο. Ανέβηκε πάνω τους, στηρίζοντας ένα πόδι στον καθένα, και κατούρησε προσεχτικά, ισορροπώντας όσο μπορούσε καλύτερα. Σαν Άντρας. Τα αποτσίγαρα, υγρά στην αρχή, έγιναν μούσκεμα. Δε θα άναβαν εύκολα. Όταν τέλειωσε, ο Έστθα μετακίνησε τις κονσέρβες μπροστά στο νιπτήρα κι ανέβηκε ξανά για να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Έπλυνε τα χέρια του κι έβρεξε τα μαλλιά του. Ένιωσε σαν νάνος με την τσατσάρα τής Άμου. Παραήταν μεγάλη γι᾿ αυτόν. Με προσοχή ξανάφτιαξε το τσουλούφι του. Στην αρχή τα χτένισε όλα προς τα πίσω, ύστερα τα έφερε μπροστά και μετά τα τράβηξε στο πλάι. Ξανάβαλε την τσατσάρα στην τσέπη του, κατέβηκε από τις κονσέρβες και τις πήγε στη θέση τους, κοντά στο μπουκάλι και το σφουγγαρόπανο και τη σκούπα. Τέλος, υποκλίθηκε μπροστά τους. Μπροστά σε όλα. Στο μπουκάλι, στη σκούπα, στα κονσερβοκούτια, στο κουβαριασμένο σφουγγαρόπανο.
«Υποκλίσου», είπε και χαμογέλασε, γιατί όταν ήταν μικρότερος, νόμιζε πως έπρεπε να λέει κιόλας «υποκλίσου», κάθε φορά που έκανε μια υπόκλιση. Ότι έπρεπε να το πεις για να το κάνεις. «Υποκλίσου, Έστθα», τού έλεγαν πάντα. Κι εκείνος έλεγε «υποκλίσου» κι έκανε την υπόκλιση. Οι άλλοι κοιτάζονταν και γελούσαν, κι εκείνος ανησυχούσε.
Ο Έστθα Μόνος του με τα ακανόνιστα δόντια.
Έξω περίμενε τη μάνα του, την αδερφή του, τη θεία του.
Όταν βγήκαν, η Άμου τον ρώτησε: «Εντάξει, Εστθάπεν;»
«Εντάξει», είπε ο Έστθα και κούνησε προσεχτικά το κεφάλι του για να μη χαλάσει το τσουλούφι.
Εντάξει; Εντάξει. Ξανάβαλε την τσατσάρα στην τσάντα της. Η Άμου ένιωσε ένα ξαφνικό κύμα αγάπης για το σοβαρό, αξιοπρεπή μικρό κύριο που ήταν ο γιος της με τα μπεζ μυτερά παπούτσια του, που μόλις είχε φέρει σε πέρας την πρώτη του αποστολή στον κόσμο των μεγάλων. Πέρασε με αγάπη τα δάχτυλά της ανάμεσα στα μαλλιά του. Τού χάλασε το τσουλούφι.
Ο Άντρας με τον Πάντα Έτοιμο Μικρό Φακό στο χέρι τούς είπε να βιαστούν, η ταινία είχε αρχίσει. Ανέβηκαν βιαστικά τα κόκκινα σκαλιά που ήταν στρωμένα με ένα τριμμένο κόκκινο χαλί. Κόκκινα σκαλιά με κόκκινους λεκέδες από φτυσίματα στην κόκκινη γωνία. Ο Άντρας με το Φακό τράβηξε το μούντου του και έχωσε το αριστερό του χέρι ανάμεσα στα σκέλια του, πιάνοντας τα αχαμνά του. Κρατούσε το φακό στο δεξί του χέρι. Η σκέψη του έτρεχε.
«Έχει αρχίσει από ώρα», είπε. Είχαν χάσει την αρχή, λοιπόν. Δεν είχαν δει τη βελούδινη αυλαία να ανεβαίνει. Είχε μικρά φωτάκια στερεωμένα στην κίτρινη φάσα της. Καθώς ανέβαινε αργά, τα μεγάφωνα έπαιζαν το "Baby Elephant Walk" από το "Χατάρι".
Η Άμου κρατούσε τον Έστθα απ᾿ το χέρι. Η Μπέμπα Κοτσάμα που ανέβαινε λαχανιάζοντας, κρατούσε τη Ράχελ. Η Μπέμπα Κοτσάμα που με κόπο κουβαλούσε τα πεπόνια στον κόρφο της, δεν εννοούσε να παραδεχτεί ότι ανυπομονούσε για την ταινία. Προτιμούσε να πιστεύει ότι το έκανε για χάρη των παιδιών. Στο μυαλό της κρατούσε λεπτομερές αρχείο σχετικά με τα "Πράγματα που Έκανε Για Τούς Άλλους και τα Πράγματα που Δεν Έκανε Ποτέ ο Κόσμος Για Εκείνη". Οι σκηνές τής αρχής, με τις καλόγριες, τής άρεσαν περισσότερο απ᾿ όλες. Έλπιζε πως θα τις προλάβαιναν. Η Άμου είχε εξηγήσει στον Έστθα και τη Ράχελ ότι οι άνθρωποι πάντα προτιμούσαν ό,τι τους επέτρεπε να ταυτίζονται καλύτερα μαζί του. Η Ράχελ πίστευε ότι ταυτιζόταν καλύτερα με τον Κρίστοφερ Πλάμερ που έπαιζε το ρόλο τού πλοιάρχου φον Τραπ. Ο Τσάκο δεν ταυτιζόταν καθόλου μαζί του. Τον έλεγε μάλιστα πλοίαρχο φον Κλαπ-Τραπ.
Έφτασαν επιτέλους στο φουαγιέ. Πέρασαν μπροστά από το Αναψυκτήριο, όπου οι πορτοκαλάδες περίμεναν. Κι οι λεμονάδες περίμεναν. Οι πορτοκαλάδες πολύ πορτοκαλί. Οι λεμονάδες πολύ λεμονί. Οι σοκολάτες πολύ μαλακές. Ο Άντρας με το Φακό άνοιξε τη βαριά πόρτα που οδηγούσε απ᾿ το φουαγιέ στο σκοτάδι των ανεμιστήρων και τού τσακ τσακ τού πασατέμπου. Μύριζε ανθρώπινες ανάσες και μπριγιαντίνη. Και παλιά χαλιά.
Μια μαγική μυρωδιά, η μυρωδιά τής Μελωδίας τής ευτυχίας. Η Ράχελ δεν την ξεχνούσε ποτέ. Την αγαπούσε σαν θησαυρό αυτήν τη μυρωδιά. Οι μυρωδιές, σαν τη μουσική, είναι φορτωμένες αναμνήσεις. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τη φύλαξε κάπου μέσα της, σε ένα μπουκαλάκι, για τις μεταγενέστερες γενιές.
Τα εισιτήρια τα κρατούσε ο Έστθα.
Ο Άντρας με το Φακό φώτισε τα ροζ χαρτάκια. Σειρά Ι. Καθίσματα 17, 18, 19, 20. Έστθα, Άμου, Ράχελ, Μπέμπα Κοτσάμα. Πέρασαν μπροστά από εκνευρισμένους ανθρώπους που τούς έκαναν χώρο τραβώντας τα πόδια τους στο πλάι. Κατέβασαν τις θέσεις στα καθίσματά τους. Η Μπέμπα Κοτσάμα κρατούσε κατεβασμένη τη θέση τής Ράχελ, ώσπου να σκαρφαλώσει η μικρή πάνω της. Το βάρος της δεν ήταν αρκετό για να κρατήσει τη θέση ανοιχτή κι έτσι δίπλωνε πάλι και την έκλεινε μέσα της σαν σάντουιτς. Η Ράχελ έβλεπε την ταινία ανάμεσα απ᾿ τα γόνατά της. Δυο γόνατα κι ένα σιντριβάνι. Ο Έστθα, πιο αξιοπρεπής, δεν άνοιγε καθόλου το κάθισμά του. Καθόταν πάνω στην κλειστή, ανεβασμένη θέση και παρακολουθούσε την ταινία από εκεί.
Οι σκιές των ανεμιστήρων έπεφταν πάνω στην οθόνη, εκεί όπου δεν έφτανε η ταινία.
Πάει ο φακός τού ταξιθέτη. Τώρα ήταν η ώρα τού έργου, τής παγκόσμιας επιτυχίας.
Η κάμερα ανέβηκε ψηλά στον καταγάλανο (σαν την Πλίμουθ) αυστριακό ουρανό, μαζί με τις κρυστάλλινες, λυπημένες νότες απ᾿ τις καμπάνες τού μοναστηριού.
Χαμηλά κάτω, στο έδαφος, στο προαύλιο τού αβαείου, οι πλάκες έλαμπαν. Καλόγριες περπατούσαν δεξιά κι αριστερά. Σαν αργοκίνητα πούρα. Ήσυχες καλόγριες μαζεύονταν ήσυχα γύρω από την Ηγουμένη τους. Μαζεύονταν σαν τα μυρμήγκια γύρω από το ψίχουλο. Δεν είχαν τρίχες στα γόνατά τους. Δεν είχαν πεπόνια μέσα στις μπλούζες τους. Η ανάσα τους μύριζε μέντα. Είχαν παράπονα να κάνουν στην Ηγουμένη τους. Παράπονα γλυκά, τραγουδιστά. Για την Τζούλι Άντριους που ήταν ακόμα έξω, στις πλαγιές, τραγουδώντας το "Τραγούδι των βουνών": Αγαλλιάζει η ψυχή μου με των βουνών το τραγούδι. Για την Τζούλι Άντριους που είχε αργήσει ξανά για τον Εσπερινό.
Σαν κατσικάκι χοροπηδάει,
Τα γόνατά της γρατσουνάει
Είπαν τραγουδιστά οι μαρτυριάρες καλόγριες.
Σκισμένο ράσο πάντα φορά,
Χορεύοντας μπαίνει στην εκκλησιά,
Σφυρίζοντας ανεβαίνει τα σκαλιά...
Κάμποσοι θεατές γύρισαν τα κεφάλια τους. «Σσσς!» έκαναν. Σσσς! Σσσς! Σσσς!
Και κάτω απ᾿ την καλύπτρα της
Χτενίζει μπούκλες τα μαλλιά!
Μια φωνή έξω από την οθόνη. Καθαρή, αληθινή, έκοβε στα δυο το σκοτάδι των ανεμιστήρων και τού τσακ τσακ τού πασατέμπου. Ανάμεσα στους θεατές ήταν μια "καλόγρια". Κεφάλια γύρισαν, σαν πώματα πάνω σε μπουκάλια. Κεφάλια που έδειχναν ως εκείνη τη στιγμή μονάχα το πίσω μέρος τους, σκεπασμένο με μαύρα μαλλιά, μεταμορφώθηκαν ξαφνικά σε πρόσωπα με στόματα και μουστάκια. Στόματα σφυριχτά με δόντια σαν τού καρχαρία. Πολλά. Σαν αυτοκόλλητα πάνω σε καρτέλα. «Σσσς!» είπαν όλοι μαζί.
Αυτός που τραγουδούσε, ήταν ο Έστθα. Μια καλόγρια με τσουλούφι. Μια καλόγρια αλά Έλβις Πέλβις. Δεν μπορούσε να κρατηθεί.
«Βγάλτε τον έξω!» είπε το Κοινό όταν κατάλαβαν ποιος ήταν.
«Σκάσε ή Βγες Έξω. Βγες Έξω ή Σκάσε». Το Κοινό ήταν ο Μεγάλος Άντρας. Ο Έστθα ήταν ο Μικρός Άντρας με τα εισιτήρια. «Έστθα, για τ᾿ όνομα τού Θεού, ΣΚΆΣΕ!» ακούστηκε το θυμωμένο σφύριγμα τής Άμου.
Ο Έστθα ΈΣΚΑΣΕ. Τα στόματα και τα μουστάκια γύρισαν ξανά μπροστά τους. Μα την ίδια στιγμή κιόλας, χωρίς προειδοποίηση, το τραγούδι ξανάρχισε. Ο Έστθα δεν μπορούσε να σταματήσει.
«Άμου, μ᾿ αφήνεις να βγω λίγο έξω και να το τραγουδήσω;» ρώτησε ο Έστθα (πριν πέσει πάνω του το χέρι τής Άμου). «Θα γυρίσω αμέσως μετά το τραγούδι».
«Μην περιμένεις να σε ξαναφέρω στο σινεμά», είπε η Άμου. «Μας έκανες όλες ρεζίλι».
Ο Έστθα δεν μπορούσε να κρατηθεί. Σηκώθηκε να φύγει. Πέρασε τη θυμωμένη Άμου. Πέρασε τη Ράχελ που παρακολουθούσε την ταινία ανάμεσα απ᾿ τα γόνατά της. Πέρασε την Μπέμπα Κοτσάμα. Πέρασε το Κοινό που αναγκάστηκε ξανά να παραμερίσει τα πόδια του. Μια από δω και μια από κει. Το κόκκινο φωτάκι πάνω από την πόρτα έλεγε ἘΞΟΔΟΣ. Ο Έστθα βγήκε ΈΞΩ.
Στο φουαγιέ, οι πορτοκαλάδες περίμεναν. Οι λεμονάδες περίμεναν. Οι μισολιωμένες σοκολάτες περίμεναν. Οι καναπέδες που έμοιαζαν με καθίσματα αυτοκινήτου, με πλαστική ταπετσαρία σε χρώμα μπλε ελεκτρίκ, περίμεναν. Οι αφίσες με τα Προσεχώς! περίμεναν.
Ο Έστθα Μόνος του κάθισε σε έναν από τούς καναπέδες σε χρώμα μπλε ελεκτρίκ, στο φουαγιέ τού κινηματογράφου Σινεμά Αμπιλάς, και τραγούδησε. Με φωνή καλόγριας, καθαρή σαν γάργαρο νερό.
Μα ποιος να τη μαλώσει
Και να τής βάλει γνώση;
Ο Άντρας πίσω από τον πάγκο, στο Αναψυκτήριο, που κοιμόταν ξαπλωμένος σε μια σειρά σκαμνιά περιμένοντας το διάλειμμα, ξύπνησε. Κοίταξε με νυσταγμένα μάτια τον Έστθα Μόνο του με τα μπεζ μυτερά παπούτσια του. Και το χαλασμένο τσουλούφι. Ο Άντρας σκούπισε το μαρμάρινο πάγκο μπροστά του μ᾿ ένα πανί στο χρώμα τής βρώμας. Και περίμενε. Και περιμένοντας σκούπιζε. Και σκουπίζοντας περίμενε. Και κοίταζε τον Έστθα που τραγουδούσε.
Πώς να κρατήσεις ένα κύμα στην άμμο;
Ax, πώς να λύσεις ένα πρόβλημα σαν τη Μαρί…α;
«Έεε!» είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες, με νυσταγμένη φωνή. «Τι στην ευχή κάνεις εδώ πέρα;»
Πώς μια φεγγαραχτίδα
στο χέρι να κρατήσεις;
τραγούδησε ο Έστθα.
«Έεε!» ξανάπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Κοίτα να δεις! Αυτή η ώρα είναι το Ρεπό μου. Πρέπει να ξεκουραστώ. Σε λίγο θα πρέπει να ξυπνήσω και να δουλέψω. Δεν μπορώ να σε έχω εδώ πέρα να τραγουδάς εγγλέζικα τραγούδια. Σταμάτα!» Το χρυσό ρολόι στον καρπό του ήταν μισοκρυμμένο απ᾿ τις κατσαρές τρίχες τού μπράτσου του. Η χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του ήταν μισοκρυμμένη απ᾿ τις κατσαρές τρίχες τού στέρνου του. Το άσπρο νάιλον πουκάμισό του ήταν ξεκούμπωτο ως εκεί που άρχιζε η καμπύλη τής χοντρής κοιλιάς του. Έμοιαζε με κακομούτσουνη, χρυσοστόλιστη αρκούδα. Πίσω του ήταν καθρέφτες για να καθρεφτίζονται μέσα τους οι άνθρωποι που αγόραζαν ποτά κι αναψυκτικά. Για να στρώνουν βιαστικά με το χέρι τα μαλλιά τους. Για να στερεώνουν τούς κότσους τους.
Οι καθρέφτες παρακολουθούσαν τον Έστθα.
«Θα μπορούσα να Διαμαρτυρηθώ Εγγράφως στη διεύθυνση τού κινηματογράφου γι᾿ αυτό που κάνεις», είπε ο άντρας στον Έστθα. «Πώς θα σού φαινόταν τότε; Μια Έγγραφη Διαμαρτυρία;»
Ο Έστθα σταμάτησε να τραγουδάει και σηκώθηκε για να ξαναμπεί στην αίθουσα. «Τώρα που ξύπνησα», είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Τώρα που με ξύπνησες, τώρα που μ᾿ ενόχλησες στο Ρεπό μου, έλα τουλάχιστον να πιεις κάτι. Είναι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις».
Τα κρεμασμένα του μάγουλα ήταν αξύριστα. Τα δόντια του, σαν κιτρινισμένα πλήκτρα πιάνου, παρακολουθούσαν το μικρό Έλβις Πέλβις. «Όχι, ευχαριστώ», είπε ευγενικά ο Έλβις. «Οι δικοί μου με περιμένουν. Εξάλλου το χαρτζιλίκι μου έχει τελειώσει».
«Χαρτζιλίκι;» είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες, με τα δόντια του να παρακολουθούν ασταμάτητα τον Έστθα. «Πρώτα τα εγγλέζικα τραγούδια και τώρα το χαρτζιλίκι! Πού ζεις, παιδάκι μου; Στο φεγγάρι;»
Ο Έστθα γύρισε να φύγει.
«Για περίμενε μια στιγμή!» είπε με απότομη φωνή ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Για μια στιγμή!» ξανάπε, πιο ευγενικά αυτήν τη φορά. «Νομίζω πως κάτι σε ρώτησα».
Τα κίτρινα δόντια του ήταν μαγνήτες. Έβλεπαν, γελούσαν, τραγουδούσαν, μύριζαν, σάλευαν. Υπνώτιζαν.
«Σε ρώτησα πού μένεις».
«Στο Αγιέμενεμ», είπε ο Έστθα. «Μένω στο Αγιέμενεμ. Η γιαγιά μου έχει το εργοστάσιο "Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ". Είναι ο ένας Συνέταιρος».
«Μπα; Αλήθεια;» είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Συνέταιρος σε τι πράγμα;» γέλασε μ᾿ ένα κακό γέλιο που ο Έστθα δεν μπόρεσε να καταλάβει. «Έλα να πιεις κάτι», συνέχισε. «Κέρασμα. Έλα. Έλα δω και πες μου για τη γιαγιά σου».
Ο Έστθα πήγε. Μαγνητισμένος από τα κίτρινα δόντια. «Εδώ. Πίσω από τον πάγκο», είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. Η φωνή του χαμήλωσε κι έγινε ψίθυρος. «Πρέπει να το κρατήσουμε μυστικό γιατί τα ποτά δεν επιτρέπονται πριν από το διάλειμμα. Είναι Κανονισμός τού Κινηματογράφου. Και οι παραβάτες τιμωρούνται», πρόσθεσε μετά από μια σύντομη παύση.
Ο Έστθα πέρασε πίσω από τον πάγκο τού Αναψυκτηρίου για το Κέρασμα. Είδε τα τρία ψηλά σκαμνιά που ήταν βαλμένα στη σειρά για να ξαπλώνει πάνω τους ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. Το ξύλο τους ήταν λείο και γυαλιστερό.
«Κράτησέ μου το μισό λεπτό, να σού φέρω το αναψυκτικό σου», είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες κι έδωσε στον Έστθα το πέος του, κάτω απ᾿ το μαλακό άσπρο ρούχο του. «Θα σού φέρω κάτι να πιεις. Πορτοκαλάδα; Λεμονάδα;»
Ο Έστθα το κράτησε επειδή έπρεπε να το κρατήσει. «Πορτοκαλάδα; Λεμονάδα;» ξανάπε ο Άντρας. «Λεμονάδα, παρακαλώ», απάντησε ευγενικά ο Έστθα.
Ο Άντρας τού έδωσε ένα κρύο μπουκάλι με ένα καλαμάκι. Βρέθηκε, λοιπόν, με το μπουκάλι στο ένα χέρι και με το πέος τού άντρα στο άλλο. Σκληρό, ζεστό, όλο πρησμένες φλέβες. Δεν έμοιαζε καθόλου με φεγγαραχτίδα.
Ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες σκέπασε με το χέρι του το χέρι τού Έστθα. Το νύχι τού αντίχειρά του ήταν μακρύ σαν γυναικείο. Έπιασε να κουνάει πάνω-κάτω το χέρι του Έστθα. Στην αρχή αργά. Έπειτα γρήγορα.
Η λεμονάδα ήταν κρύα και γλυκιά. Το πέος ζεστό και σκληρό. Τα πλήκτρα τού πιάνου παρακολουθούσαν.
«Ώστε η γιαγιά σου έχει εργοστάσιο;» ρώτησε ξανά ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Τι βγάζει το εργοστάσιο;»
«Πολλά πράγματα», απάντησε ο Έστθα χωρίς να τον κοιτάζει, με το καλαμάκι στο στόμα. «ζελέ, πίκλες, μαρμελάδες, σάλτσες. Φέτες ανανά σε κονσέρβα».
«Ωραία», είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Έξοχα».
Το χέρι του σφίχτηκε γύρω από τα δάχτυλα τού Έστθα. Ιδρωμένο. Δυνατό. Όλο και πιο γρήγορο. Γρήγορα, γρηγορότερα κι ακόμα γρηγορότερα. Μη σταματάς καθόλου.
Μέσα από το βρεμένο και μασημένο καλαμάκι (που κόντευε να λιώσει απ᾿ το σάλιο και το φόβο του) ανέβαινε η υγρή γλύκα τής λεμονάδας. Φυσώντας μέσα στο καλαμάκι (κι ενώ το άλλο χέρι του κουνιόταν ασταμάτητα), ο Έστθα έκανε μπουρμπουλήθρες μέσα στο μπουκάλι. Γλυκιές μπουρμπουλήθρες μέσα στη λεμονάδα που δεν μπορούσε να πιει. Μέσα στο μυαλό του έφτιαχνε τη λίστα με τα προϊόντα τής γιαγιάς του.
Ώσπου συσπάστηκε το αξύριστο, χοντρό πρόσωπο και το χέρι τού Έστθα γέμισε με ένα πηχτό, ζεστό υγρό που κολλούσε. Σαν ασπράδι αβγού. Λευκό ασπράδι. Μισοψημένο.
Η λεμονάδα ήταν κρύα και γλυκιά. Το πέος ήταν μαλακό και ζαρωμένο σαν άδειο δερμάτινο πουγκί. Με το πανί που είχε το χρώμα τής βρώμας, ο άντρας σκούπισε το Χέρι τού Έστθα.
«Τώρα τέλειωσε το ποτό σου», είπε και τσίμπησε χαϊδευτικά το κωλαράκι τού Έστθα. Σκληρά δαμάσκηνα μέσα σε στενό παντελόνι. Και μπεζ μυτερά παπούτσια. «Μην πάει χαμένη», είπε. «Σκέψου πόσοι φτωχοί άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να φάνε και τίποτα να πιουν. Εσύ είσαι ένα τυχερό πλουσιόπαιδο, με το χαρτζιλίκι σου και το εργοστάσιο τής γιαγιάς για κληρονομιά. Να ευχαριστείς τον Θεό που δεν έχεις έγνοιες και βάσανα. Τέλειωσε το ποτό σου τώρα».
Κι έτσι, πίσω από τον πάγκο τού Αναψυκτηρίου, στο φουαγιέ τού Σινεμά Αμπιλάς, τού κινηματογράφου με την πρώτη οθόνη σινεμασκόπ 70 μιλιμέτρ τής Κέραλα, ο Εστθάπεν τέλειωσε το πρώτο κερασμένο μπουκάλι φόβου με ανθρακικό και γεύση λεμονάδας. Λεμονάδα λεμονί και πολύ παγωμένη. Πολύ γλυκιά. Το ανθρακικό τον γαργάλισε στη μύτη. Σύντομα θα τού έδιναν άλλο ένα μπουκάλι (κέρασμα, φόβο). Αλλά αυτό δεν το ήξερε ακόμα. Πρόσεχε να μην ακουμπήσει τα ρούχα του με το Χέρι, το λερωμένο.
Δεν έπρεπε να το ακουμπήσει πουθενά.
Όταν ο Έστθα τέλειωσε το αναψυκτικό του, ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες ρώτησε: «Τέλειωσες; Καλό παιδί!»
Πήρε το άδειο μπουκάλι και το μασημένο καλαμάκι κι έστειλε τον Έστθα ξανά στη Μελωδία τής ευτυχίας.
Μπαίνοντας μες στο σκοτάδι που μύριζε μπριγιαντίνη, ο Έστθα κρατούσε το Χέρι του με προσοχή, σε απόσταση από το κορμί του (με την παλάμη προς τα πάνω, σαν να κρατούσε ένα φανταστικό πορτοκάλι). Πέρασε το Κοινό (τα πόδια κινήθηκαν μια από δω και μια από κει), πέρασε την Μπέμπα Κοτσάμα, πέρασε τη Ράχελ (ήταν ακόμα σφηνωμένη), πέρασε την Άμου (ήταν ακόμα θυμωμένη). Ο Έστθα κάθισε, κρατώντας ακόμα το κολλώδες πορτοκάλι του.
Και να ο πλοίαρχος φον Κλαπ-Τραπ. Ο Κρίστοφερ Πλάμερ. Ψηλομύτης. Σκληρόκαρδος. Με στόμα σαν σχισμή. Και μια αστυνομική σφυρίχτρα για να φωνάζει τα παιδιά του. Ένας πλοίαρχος με εφτά παιδιά. Καθαρά παιδιά, σαν σακουλάκια με καραμέλες. Έκανε τάχα πως δεν τα αγαπούσε αλλά τα αγαπούσε. Αγαπούσε τα παιδιά του. Αγαπούσε εκείνη (την Τζούλι Άντριους), εκείνη τον αγαπούσε, κι οι δυο αγαπούσαν τα παιδιά και τα παιδιά τούς αγαπούσαν. Αγαπιόνταν όλοι μεταξύ τους. Ήταν καθαρά, λευκά παιδιά. Και τα κρεβατάκια τους ήταν ζεστά και μαλακά.
Που-Που-Λένια.
Το σπίτι όπου ζούσαν, είχε λίμνη και κήπους, μια απέραντη σκάλα, άσπρες πόρτες και παράθυρα και κουρτίνες λουλουδάτες.
Τα λευκά, καθαρά παιδιά, ακόμα και τα μεγαλύτερα, φοβόνταν τούς κεραυνούς. Για να τα παρηγορήσει, η Τζούλι Άντριους τα πήρε όλα στο καθαρό κρεβάτι της και τούς τραγούδησε ένα καθαρό τραγούδι για τα αγαπημένα της πράγματα. Να μερικά απ᾿ τα αγαπημένα της πράγματα:
1) Κορίτσια με άσπρα φουστανάκια και μπλε μεταξωτά γοβάκια.
2) Αγριόχηνες που πετούν με το φεγγάρι στις φτερούγες.
3) Μεγάλα χάλκινα καζάνια.
4) Κουδουνάκια στις πόρτες και στα έλκηθρα και σνίτσελ με μακαρόνια.
5) Και λοιπά.
Και τότε δυο αδέρφια δίδυμα από διαφορετικά ωάρια ωστόσο γονιμοποιημένα ταυτόχρονα — Ο Έστθα - Εστθάπεν ήταν δεκαοχτώ λεπτά μεγαλύτερος από τη Ράχελ. — που παρακολουθούσαν μαζί με το υπόλοιπο κοινό την ταινία στον κινηματογράφο Σινεμά Αμπιλάς, έθεσαν στον εαυτό τους ορισμένες απορίες. Απορίες που ζητούσαν απαντήσεις:
α) Κουνούσε νευρικά το πόδι του ο πλοίαρχος φον Κλαπ-Τραπ;
Όχι, δεν το κουνούσε.
β) Έκανε μήπως φουσκάλες με το σάλιο του ο πλοίαρχος φον Κλαπ-Τραπ;
Όχι βέβαια.
γ) Κατάπινε λαίμαργα τις μπουκιές του;
Όχι, δεν τις κατάπινε.
Ω, κάπτεν φον Τραπ, κάπτεν φον Τραπ, θα μπορούσες να αγαπήσεις το μικρό αγόρι με το πορτοκάλι που κάθεται κάπου μέσα σ᾿ αυτήν τη βρωμερή αίθουσα; Λίγα λεπτά νωρίτερα κρατούσε στο χέρι του το αποτέτοιο τού Άντρα με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες, θα μπορούσες όμως να το αγαπήσεις;
Και τη δίδυμη αδερφή του; Σφηνωμένη στο κάθισμά της, με το σιντριβάνι της δεμένο με ένα Love-in-Tokyo; Θα μπορούσες να την αγαπήσεις κι αυτήν;
Ο πλοίαρχος φον Τραπ είχε κι αυτός απ᾿ τη μεριά του μερικές ερωτήσεις.
α) Είναι καθαρά λευκά παιδιά;
Όχι. (Αλλά η Σόφι Μολ είναι.)
β) Κάνουν φουσκάλες με το σάλιο τους; Ναι.
(Αλλά η Σόφι Μολ δεν κάνει.)
γ) Κουνάνε νευρικά το πόδι τους; Σαν γραφιάδες;
Ναι. (Αλλά η Σόφι Μολ δεν το κουνάει.)
δ) Έχουν ποτέ, ή ο ένας ή η άλλη ή και οι δυο, κρατήσει στο χέρι τους το αποτέτοιο ξένων ανθρώπων;
Ό... ναι. (Αλλά η Σόφι Μολ όχι.)
«Τότε λυπάμαι», λέει ο κάπτεν φον Κλαπ-Τραπ. «Δεν τίθεται ζήτημα. Δεν μπορώ να τα αγαπήσω. Δεν μπορώ να είμαι ο Μπάμπα τους. Ω, όχι».
Ο κάπτεν φον Κλαπ-Τραπ δεν μπορεί.
Ο Έστθα ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατά του.
«Τι έχεις;» ρώτησε η Άμου. «Αν αρχίσεις πάλι τις ιστορίες σου, θα γυρίσουμε τώρα αμέσως στο σπίτι. Κάθισε κανονικά, σε παρακαλώ. Και κοίτα το έργο. Γι᾿ αυτό ήρθαμε».
"Τέλειωσε το ποτό. Κοίτα το έργο. Σκέψου τους φτωχούς. Τυχερό πλουσιόπαιδο με το χαρτζιλίκι σου. Χωρίς έγνοιες".
Ο Έστθα κάθισε κανονικά και κάρφωσε το βλέμμα του στην οθόνη. Το στομάχι του ανακατευόταν. Το ένιωθε γεμάτο πράσινα, μπερδεμένα, πηχτά φύκια που σάλευαν αργά πλέοντας μια προς τα πάνω και μια προς τα κάτω.
«Άμου;» είπε.
«ΤΙ θέλεις πάλι;»
Το ΤΙ κοφτό, σφυριχτό, σαν γάβγισμα, σαν φτύσιμο.
«Νιώθω αναγούλα», είπε ο Έστθα.
«Νιώθεις απλώς ή θέλεις στ᾿ αλήθεια;». Η φωνή της Άμου ήταν ανήσυχη.
«Δεν ξέρω».
«Πάμε να δοκιμάσεις;» είπε η Άμου. «Θα αισθανθείς καλύτερα».
«Εντάξει», είπε ο Έστθα.
Εντάξει; Εντάξει.
«Πού πάτε;» ζήτησε να μάθει η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Ο Έστθα θέλει να κάνει εμετό», είπε η Άμου.
«Πού πάτε;» ρώτησε η Ράχελ.
«Νιώθω αναγούλα», είπε ο Έστθα.
«Να ᾿ρθω κι εγώ να δω;»
«Όχι», είπε η Άμου.
Πέρασε ξανά το Κοινό. Την προηγούμενη φορά για να τραγουδήσει. Τώρα για να κάνει εμετό. Βγήκαν από την ΕΞΟΔΟ. Έξω, στο φουαγιέ, ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες έτρωγε ένα ζαχαρωτό. Τα μάγουλά του φούσκωναν μασουλώντας. Έκανε ένα ρουφηχτό, σιγανό ήχο, σαν το νερό όταν αδειάζει από την μπανιέρα. Πάνω στον πάγκο ήταν αφημένο το πράσινο περιτύλιγμα από ζαχαρωτά. Τζάμπα τα είχε αυτός ο άντρας. Μπροστά του ήταν αραδιασμένες κάμποσες βρώμικες γυάλες με γλυκά τζάμπα. Το τριχωτό του χέρι σκούπισε το μαρμάρινο πάγκο με το πανάκι στο χρώμα τής βρώμας. Όταν είδε την αστραφτερή γυναίκα με τούς λαμπερούς ώμους και το αγόρι δίπλα της, μια σκιά συννέφιασε το πρόσωπό του. Ύστερα χαμογέλασε δείχνοντας τα πλήκτρα τού πιάνου μέσα στο στόμα του.
«Πάααλι έξω είσαι;» ρώτησε.
Ο Έστθα ένιωσε τον εμετό να ανεβαίνει στο λαρύγγι του. Η Άμου τον πήγε σηκωτό ως τις τουαλέτες. Των ΓΥΝΑΙΚΏΝ.
Τον κράτησε μετέωρο, ανάμεσα στο βρώμικο νιπτήρα και το κορμί της. Τα πόδια του κρέμονταν, χωρίς να ακουμπούν στο πάτωμα. Ο νιπτήρας είχε μεταλλικές βρύσες και λεκέδες από σκουριά. Κι ένα καφετί δίχτυ από ραγισματιές. Σαν το χάρτη των μπερδεμένων δρόμων κάποιας μεγαλούπολης.
Ο Έστθα προσπάθησε αλλά δεν κατάφερε να βγάλει τίποτε από μέσα του. Μόνο σκέψεις. Βγήκαν από μέσα του κι ύστερα ξαναμπήκαν. Η Άμου δεν μπορούσε να τις δει. Πέταξαν σαν μαύρα σύννεφα πάνω από την Πόλη τού Νιπτήρα. Αλλά οι άντρες και οι γυναίκες τού νιπτήρα συνέχισαν να ασχολούνται με τις δουλειές τού νιπτήρα. Τα αυτοκίνητα τού νιπτήρα και τα λεωφορεία τού νιπτήρα, συνέχισαν να τραβούν το δρόμο τους. Η ζωή τού Νιπτήρα συνέχιζε αδιάκοπη την πορεία της.
«Όχι;» ρώτησε η Άμου.
«Όχι», απάντησε ο Έστθα.
Όχι; Όχι.
«Τότε πλύνε το πρόσωπό σου, πάντα βοηθάει. Πλύνε το πρόσωπό σου και πάμε να πιούμε μια λεμονάδα με ανθρακικό».
Ο Έστθα έπλυνε το πρόσωπό του και τα χέρια του και το πρόσωπό του και τα χέρια του. Οι βλεφαρίδες του ήταν βρεμένες και κολλημένες.
Ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες δίπλωσε το πράσινο χάρτινο περιτύλιγμα απ᾿ το ζαχαρωτό που είχε φάει. Σήκωσε ένα διπλωμένο περιοδικό και σκότωσε μια μύγα. Απαλά την έσπρωξε να πέσει από τον πάγκο στο δάπεδο. Έπεσε ανάσκελα, κουνώντας ακόμα στον αέρα τα μικρά ποδαράκια της.
«Γλυκό παιδί», είπε στην Άμου. «Τραγουδάει πολύ ωραία».
«Είναι γιος μου», είπε η Άμου.
«Μπα;» έκανε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες και κοίταξε την Άμου με τα δόντια του. «Αλήθεια; Δε φαίνεστε τόσο μεγάλη!»
«Δεν αισθάνεται και τόσο καλά», είπε η Άμου. «Ίσως ένα αναψυκτικό τού κάνει καλό».
«Βέβαια», είπε ο Άντρας. «Βέβαιαβέβαια. Λεμονάδαπορτοκαλάδα; Πορτοκαλάδαλεμονάδα;» Φοβερή ερώτηση. Η ερώτηση που φοβόταν.
«Όχι, ευχαριστώ». Ο Έστθα κάρφωσε τα μάτια του στην Άμου. Το στομάχι του ανακατεύτηκε. Το ένιωσε ξανά γεμάτο πράσινα, μπερδεμένα, πηχτά φύκια που σάλευαν αργά πλέοντας μια προς τα πάνω και μια προς τα κάτω.
«Κι εσείς;» ρώτησε την Άμου ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Κόκα-ΚόλαΦάντα; Παγωτό;» «Όχι. Δε θέλω. Ευχαριστώ», είπε η Άμου. Αστραφτερή γυναίκα με βαθιά λακκάκια στα μάγουλα.
«Ορίστε», είπε ο Άντρας δίνοντάς τους μια χούφτα ζαχαρωτά, σαν γενναιόδωρη αεροσυνοδός. «Αυτά είναι για το μικρό σου γιο».
«Όχι, ευχαριστώ», είπε ο Έστθα κοιτάζοντας την Άμου.
«Πάρ᾿ τα, Έστθα», είπε η Άμου. «Μην είσαι αγενής».
Ο Έστθα τα πήρε. «Πες ευχαριστώ», είπε η Άμου.
«Ευχαριστώ», είπε ο Έστθα. (Για τα ζαχαρωτά, για το λευκό ασπράδι τού αβγού.)
«Τίποτα», είπε στα αγγλικά ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες.
«Μάλιστα!» είπε. «Το παιδί μού είπε ότι είστε από το Αγιέμενεμ...»
«Ναι», απάντησε η Άμου. «Έρχομαι συχνά στα μέρη σας», είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Το σόι τής γυναίκας μου είναι από κει. Ξέρω πού έχετε το εργοστάσιό σας. Το Παραντάιζ, έτσι δεν είναι; Το παιδί μού το είπε. Ο γιος σας».
Ήξερε πού θα έβρισκε τον Έστθα. Αυτό ήταν που ήθελε να πει. Ήταν μια προειδοποίηση.
Η Άμου είδε τον πυρετό που γυάλιζε στα μάτια τού γιου της.
«Πρέπει να φύγουμε», είπε. «Δε θέλω να μού αρρωστήσει. Αύριο έρχεται η ξαδέρφη τους», εξήγησε στο Θείο. «Από το Λονδίνο», πρόσθεσε αδιάφορα.
«Από το Λονδίνο;» Στα μάτια τού Θείου άστραψε ένας νέος σεβασμός. Για την οικογένεια που είχε διασυνδέσεις και συγγενείς στο Λονδίνο.
«Έστθα, μείνε εδώ με το Θείο. Πάω να φωνάξω την Μπέμπα Κοτσάμα και τη Ράχελ», είπε η Άμου.
«Έλα», είπε ο Θείος. «Έλα και κάτσε εδώ δίπλα μου, στο ψηλό σκαμνί».
«Όχι, Άμου! Όχι, Άμου, όχι! Θέλω να έρθω μαζί σου!»
Η Άμου, απορημένη για την ασυνήθιστη, στριγκλιάρικη επιμονή τού γιου της που συνήθως ήταν τόσο ήσυχος, ζήτησε συγγνώμη από το Θείο με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες.
«Συνήθως δεν είναι έτσι. Έλα, λοιπόν, Εστθάπεν!»
Η μυρωδιά τού γυρισμού στην αίθουσα. Οι σκιές των ανεμιστήρων. Τα κεφάλια ιδωμένα από πίσω. Σβέρκοι. Γιακάδες. Μαλλιά. Κότσοι. Κοτσίδες. Αλογοουρές.
Ένα σιντριβάνι με ένα Love-in-Tokyo. Ένα κοριτσάκι και μια πρώην καλόγρια.
Τα εφτά παιδιά τού πλοιάρχου φον Τραπ, παιδιά με γεύση μέντας, μόλις είχαν τελειώσει το μπάνιο τους, με άρωμα μέντας, και στέκονταν στη γραμμή, καλοχτενισμένα, τραγουδώντας με γλυκιές φωνές, φωνές με δροσιά μέντας, στη γυναίκα που ο πλοίαρχος λίγο έλειψε να παντρευτεί. Στην ξανθιά βαρονέσα που έλαμπε σαν διαμάντι.
Αγαλλιάζει η ψυχή μου
με των βουνών το τραγούδι.
«Πρέπει να φύγουμε», είπε η Άμου στην Μπέμπα Κοτσάμα και τη Ράχελ.
«Μα... Άμου!» διαμαρτυρήθηκε η Ράχελ. «Ακόμα δεν είδαμε τίποτα! Τα πιο σπουδαία πράγματα δεν έγιναν ακόμα! Δεν έχει προλάβει ούτε να τη φιλήσει! Δεν έχει σκίσει καν τη χιτλερική σημαία! Κι ο Ρολφ ο Ταχυδρόμος δεν τούς έχει προδώσει ακόμα!»
«Ο Έστθα αρρώστησε», είπε η Άμου. «Ελάτε!»
«Ούτε οι Ναζί ήρθαν!»
«Έλα, είπα», είπε η Άμου. «Σήκω!»
«Μα δεν τραγούδησαν ούτε το “Ψηλά στο βουνό ζούσε μόνος κάποιος βοσκός”!»
«Ο Έστθα πρέπει να ᾿ναι καλά, αύριο που θα φτάσει η Σόφι Μολ, έτσι δεν είναι;» προσπάθησε να τη νουθετήσει η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Όχι, δεν είναι έτσι», είπε η Ράχελ, περισσότερο στον εαυτό της παρά στη θεία της.
«Τι είπες;» ρώτησε η Μπέμπα Κοτσάμα που είχε πιάσει το γενικό νόημα, όχι όμως και τι ακριβώς είχε πει η Ράχελ.
«Τίποτα», είπε η Ράχελ.
«Σε άκουσα», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα.
Έξω, ο Θείος συγύριζε τις γυάλες με τα ζαχαρωτά του. Σκουπίζοντας με το βρωμερό πανί του, τούς κυκλικούς λεκέδες που είχαν αφήσει πάνω στο μαρμάρινο πάγκο τού Αναψυκτηρίου. Ετοιμαζόταν για το Διάλειμμα. Ήταν ένας πεντακάθαρος Θείος με Πορτοκαλάδες και Λεμονάδες. Είχε μια καρδιά αεροσυνοδού παγιδευμένη στο κορμί μιας αρκούδας.
«Φεύγετε;» ρώτησε.
«Ναι», απάντησε η Άμου. «Πού θα βρούμε ταξί;»
«Βγείτε έξω και πάρτε το δρόμο προς τα πάνω, στα δεξιά σας», είπε κοιτάζοντας τη Ράχελ. «Δε μού είπατε ότι έχετε κι ένα κοριτσάκι». Και παίρνοντας ένα ζαχαρωτό στο χέρι του, πρόσθεσε: «Έλα, μικρή μου αυτό είναι για σένα».
«Πάρε το δικό μου!» βιάστηκε να πει ο Έστθα που δεν ήθελε να πλησιάσει η Ράχελ τον άντρα.
Η Ράχελ προχωρούσε ήδη προς το μέρος του. Όταν τον πλησίασε, εκείνος τής χαμογέλασε. Και κάτι σ᾿ αυτό το χαμόγελο που θύμιζε πλήκτρα πιάνου, κάτι στο βλέμμα του που ήταν καρφωμένο πάνω της, τη σταμάτησε, την έσπρωξε μακριά του. Ήταν το πιο φριχτό πράγμα, το πιο τρομαχτικό πράγμα που είχε δει ποτέ της. Γύρισε το κεφάλι της να δει τον Έστθα.
Πισωπατώντας απομακρύνθηκε από τον τριχωτό άντρα.
Ο Έστθα έχωσε το ζαχαρωτό του στην παλάμη της κι η Ράχελ ένιωσε τα δάχτυλά του που ζεματούσαν απ᾿ τον πυρετό. Οι άκρες τους ήταν παγωμένες σαν το θάνατο.
«Γεια σου, μικρέ», είπε ο Θείος στον Έστθα. «Θα τα ξαναπούμε στο Αγιέμενεμ».
Και ξανά τα κόκκινα σκαλιά. Αυτήν τη φορά χασομερούσε η Ράχελ. Έσερνε τα πόδια της. Αργά.
«Ωραίος τύπος αυτός ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες», είπε η Άμου.
«Α, παπαπά!» απάντησε η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Δεν τού φαίνεται, αλλά φέρθηκε πολύ ευγενικά στον Έστθα», είπε η Άμου.
«Τότε γιατί δεν τον παντρεύεσαι;» ρώτησε μουτρωμένη η Ράχελ.
Ο χρόνος σταμάτησε στα κόκκινα σκαλιά. Ο Έστθα σταμάτησε. Η Μπέμπα Κοτσάμα σταμάτησε.
«Ράχελ», είπε άγρια η Άμου.
Η Ράχελ πάγωσε. Λυπόταν αφάνταστα γι᾿ αυτό που είχε πει. Δεν ήξερε από πού είχαν έρθει αυτές οι λέξεις, πώς βρέθηκαν στο στόμα της. Δεν ήξερε ότι τις είχε μέσα της. Τώρα τις είχε ξεστομίσει και δεν μπορούσε με τίποτα να τις πάρει πίσω. Περίμεναν στα κόκκινα σκαλιά οι λέξεις, σαν δημόσιοι υπάλληλοι. Άλλες κάθονταν, άλλες στέκονταν και κουνούσαν νευρικά το πόδι τους.
«Ράχελ», είπε η Άμου. «Ξέρεις τι έκανες;»
Δυο φοβισμένα μάτια κι ένα σιντριβάνι κοίταξαν την Άμου. «Εντάξει. Μη φοβάσαι», συνέχισε η Άμου. «Απάντησέ μου. Ξέρεις τι έκανες τώρα;»
«Τι;» ρώτησε η Ράχελ με την πιο μικρή, την πιο σιγανή φωνή της.
«Δεν καταλαβαίνεις τι έκανες;» ξαναρώτησε η Άμου. Δυο φοβισμένα μάτια κι ένα σιντριβάνι κοίταξαν την Άμου.
«Δεν ξέρεις τι γίνεται όταν πληγώνεις τούς ανθρώπους;» επέμεινε η Άμου. «Όταν τούς πληγώνεις, οι άνθρωποι αρχίζουν και σ᾿ αγαπούν λιγότερο. Έτσι είναι με τις αναίσθητες κουβέντες. Κάνουν τούς ανθρώπους να σ᾿ αγαπούν λιγότερο».
Ένα κρύο λεπιδόπτερο, με ασυνήθιστα πυκνό χνούδι στη ράχη του, ήρθε και κάθισε πανάλαφρο πάνω στην καρδιά τής Ράχελ. Εκεί όπου την ακούμπησαν τα παγωμένα πόδια του, ανατρίχιασε. Σε έξι σημεία ανατρίχιασε η "αναίσθητη" καρδιά της. Η Άμου την αγαπούσε λίγο λιγότερο.
Κι έτσι βγήκαν έξω, στο δρόμο, έστριψαν δεξιά. Στην πιάτσα των ταξί. Μια πληγωμένη μητέρα, μια πρώην καλόγρια, ένα παιδί που ζεματούσε από τον πυρετό κι ένα παιδί παγωμένο. Με έξι σημάδια ανατριχίλας κι ένα κρύο λεπιδόπτερο στην καρδιά του.
Το ταξί μύριζε ύπνο. Παλιά διπλωμένα ρούχα. Υγρά προσόψια. Μασχάλες. Στο κάτω κάτω ήταν πράγματι το σπίτι τού ταξιτζή. Εκεί μέσα ζούσε. Μόνο αυτό είχε για να βάζει τις μυρωδιές του. Τα καθίσματα ήταν δολοφονημένα. Σκισμένη η ταπετσαρία. Ένα κομμάτι κίτρινο βρώμικο αφρολέξ είχε ξεφύγει από τη θέση του και σάλευε αργά. Ο οδηγός έμοιαζε με μικρό τρωκτικό. Τα μάτια του έπαιζαν σαν τα μάτια τής νυφίτσας. Είχε γαμψή, ρωμαϊκή μύτη. Το μουστάκι του θύμιζε τον Λιτλ Ρίτσαρντ. Ήταν τόσο κοντούλης που έβλεπε το δρόμο μέσα απ᾿ το τιμόνι. Για τούς έξω, ήταν ένα ταξί με επιβάτες, χωρίς οδηγό. Οδηγούσε γρήγορα, επιθετικά, μπαίνοντας στα κενά, αναγκάζοντας τούς άλλους οδηγούς να τού παραχωρήσουν τη θέση τους. Επιταχύνοντας στις διαβάσεις των πεζών. Περνώντας με κόκκινο.
«Γιατί δε βάζετε ένα μαξιλάρι ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων;» ρώτησε η Μπέμπα Κοτσάμα όλο ευγένεια. «Θα βλέπετε καλύτερα το δρόμο».
«Γιατί δεν κοιτάζεις τη δουλειά σου, αδερφούλα μου;» απάντησε ο ταξιτζής χωρίς ίχνος ευγένειας.
Ο Έστθα έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο. Ένιωσε στα χείλη του την ζεστή γεύση τής αύρας. Την ένιωσε να τού ανακατεύει τα μαλλιά. Ήταν σίγουρος πως η Άμου θα τον αγαπούσε κι αυτόν λιγότερο, πολύ λιγότερο, αν μάθαινε ποτέ τι είχε κάνει με τον Άντρα με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. Η αηδία σάλεψε μέσα στο στομάχι του. Ανέβηκε, κατέβηκε, φούσκωσε, στριφογύρισε. Πόσο θα ήθελε να βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι. Το νερό πάντα βοηθάει.
Τα γλιτσιασμένα φώτα με νέον περνούσαν σαν αστραπές έξω απ᾿ τα παράθυρα τού ταξί. Μέσα έκανε ζέστη. Ήταν ήσυχα. Η Μπέμπα Κοτσάμα είχε κοκκινίσει από την ταραχή της. Δεν τής άρεσε καθόλου να είναι αιτία δυσάρεστων καταστάσεων η ίδια. Κάθε φορά που κάποιο αδέσποτο σκυλί ξέφευγε απ᾿ το πεζοδρόμιο, ο οδηγός έβαζε τα δυνατά του για να το σκοτώσει.
Το λεπιδόπτερο στην καρδιά τής Ράχελ άπλωσε τα βελούδινα φτερά του κι η παγωνιά τρύπωσε μέσα στα κόκαλά της. Στο πάρκινγκ τού ξενοδοχείου "Σι Κουίν", η γαλανή Πλίμουθ φλυαρούσε με άλλα μικρότερα αυτοκίνητα. Μια μεγάλη κυρία σε πάρτι μικρών κυριών. Τα φτερά τους μιλούσαν ασταμάτητα.
«Δωμάτια 313 και 327», είπε ο άντρας στη ρεσεψιόν. «Χωρίς κλιματισμό. Δίκλινα. Ο ανελκυστήρας δε λειτουργεί».
Το παιδί που τούς ανέβασε πάνω τα πράγματα, δεν ήταν παιδί. Τα μάτια του ήταν θολά και από το σκισμένο καφετί σακάκι του, έλειπαν δυο κουμπιά. Φαινόταν το γκρίζο φανελάκι του. Ήταν αναγκασμένος να φοράει λοξά το γελοίο καπελάκι τής στολής του και το πλαστικό λουράκι χωνόταν βαθιά στο διπλοσάγονό του. Δεν έπρεπε να αναγκάζουν ένα γέρο άνθρωπο να φοράει λοξά ένα τέτοιο γελοίο καπελάκι. Δεν έπρεπε να επεμβαίνουν αυθαίρετα στον τρόπο που τα χρόνια είχαν αποφασίσει να κρεμαστούν απ᾿ το πιγούνι του. Ήταν περιττή σκληρότητα.
Είχαν κι άλλα κόκκινα σκαλιά να ανέβουν. Το ίδιο κόκκινο χαλί τού κινηματογράφου τούς είχε πάρει από πίσω. Μαγικό ιπτάμενο χαλί.
Ο Τσάκο ήταν στο δωμάτιό του. Τον έπιασαν την ώρα που είχε πέσει με τα μούτρα στο φαγητό. Ψητό κοτόπουλο, πατάτες τηγανητές, σαλάτα με καλαμπόκι και κοτόσουπα, δυο ψωμάκια παράτθα* και παγωτό βανίλια με σιρόπι σοκολάτα. Το σιρόπι χωριστά, σε κυπελλάκι. Ο Τσάκο έλεγε συχνά πως η μεγαλύτερη φιλοδοξία του ήταν να πεθάνει από το πολύ φαγητό. Η Μαμάτσι έλεγε πως η λαιμαργία του ήταν σίγουρα σημάδι τής δυστυχίας που έκρυβε μέσα του. Ο Τσάκο έλεγε πως δεν ήταν έτσι. Πως ήταν Αμιγής Λαιμαργία.
Ο Τσάκο απόρησε που τούς είδε να γυρίζουν πριν την ώρα τους αλλά δεν το ᾿δειξε. Συνέχισε να τρώει.
Στην αρχή είχαν συμφωνήσει να κοιμηθεί ο Τσάκο με τον Έστθα στο ίδιο δωμάτιο. Η Ράχελ θα κοιμόταν με την Άμου και την Μπέμπα Κοτσάμα.
Τώρα όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει: ο Έστθα ήταν άρρωστος κι η Αγάπη είχε μοιραστεί σε νέα βάση (η Άμου δηλαδή αγαπούσε τη Ράχελ λίγο λιγότερο). Η Ράχελ, λοιπόν, θα κοιμόταν στο δωμάτιο του Τσάκο και ο Έστθα μαζί με την Άμου και την Μπέμπα Κοτσάμα.
Η Άμου έβγαλε το νυχτικό και την οδοντόβουρτσα τής Ράχελ από τη βαλίτσα και τα άφησε στο κρεβάτι.
«Ορίστε», είπε η Άμου.
Δυο κλικ για να κλείσει η βαλίτσα. Κλικ. Και κλικ.
«Άμου», είπε η Ράχελ. «Να μείνω νηστική απόψε για τιμωρία;»
Ήθελε οπωσδήποτε να αλλάξει την τιμωρία που τής είχε βάλει η Άμου. Ήθελε να μείνει νηστική για να την αγαπήσει ξανά η Άμου, όπως πρώτα.
«Όπως θέλεις», είπε η Άμου. «Εγώ πάντως σε συμβουλεύω να φας. Αν θέλεις δηλαδή να μεγαλώσεις. Θα μπορούσες να φας ίσως λιγάκι απ᾿ το κοτόπουλο τού Τσάκο».
«Ίσως ναι, ίσως όχι», είπε ο Τσάκο.
«Ναι, αλλά τι θα γίνει με την τιμωρία μου;» ρώτησε η Ράχελ.
«Μερικά πράγματα φέρνουν μαζί την τιμωρία τους», μπήκε στη μέση η Μπέμπα Κοτσάμα. Λες κι εξηγούσε ένα πρόβλημα αριθμητικής που η Ράχελ δυσκολευόταν να καταλάβει.
Μερικά πράγματα φέρνουν μαζί την τιμωρία τους. Σαν τις κρεβατοκάμαρες με τις εντοιχισμένες ντουλάπες. Σύντομα θα μάθαιναν όλοι περισσότερα για τις τιμωρίες. Ότι υπήρχαν τιμωρίες σε διάφορα μεγέθη. Ότι μερικές ήταν μεγάλες, σαν ντουλάπες με εντοιχισμένα δωμάτια. Μπορούσες να περάσεις όλη σου τη ζωή μέσα τους, σέρνοντας τα βήματά σου στα σκοτεινά συρτάρια τους.
Η Μπέμπα Κοτσάμα την καληνύχτισε μ᾿ ένα φιλί που άφησε λίγο σάλιο στο μάγουλο τής Ράχελ. Το σκούπισε με τον ώμο της.
«Καληνύχτα, όνειρα γλυκά», τής είπε η Άμου. Αλλά το είπε στην πλάτη της. Ήταν κιόλας φευγάτη.
«Καληνύχτα», είπε ο Έστθα, πολύ άρρωστος για να αγαπήσει την αδερφή του.
Η Ράχελ Μόνη της, τούς είδε να βγαίνουν στο διάδρομο τού ξενοδοχείου σαν αθόρυβα αλλά χειροπιαστά φαντάσματα. Δυο μεγάλα, ένα μικρό με μπεζ μυτερά παπούτσια. Το κόκκινο χαλί έπνιγε τον ήχο των βημάτων τους.
Η Ράχελ έμεινε στο άνοιγμα τής πόρτας, γεμάτη λύπη. Είχε μέσα της τη λύπη τής Σόφι Μολ που θα έφτανε την άλλη μέρα το πρωί. Τη λύπη, που η Άμου την αγαπούσε λίγο λιγότερο. Και τη λύπη αυτού που είχε κάνει στον Έστθα ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες, στο Σινεμά Αμπιλάς.
Ένας τσουχτερός άνεμος τη χτύπησε στα στεγνά, πονεμένα μάτια της.
Ο Τσάκο έβαλε ένα μπούτι και λίγες πατάτες τηγανητές σε ένα πιατάκι για τη Ράχελ.
«Δε θέλω, ευχαριστώ», είπε η Ράχελ ελπίζοντας ότι η Άμου δε θα την τιμωρούσε αν κατάφερνε να αυτοτιμωρηθεί.
«Μήπως προτιμάς λίγο παγωτό με σιρόπι σοκολάτα;» ρώτησε ο Τσάκο.
«Όχι, ευχαριστώ», είπε η Ράχελ.
«Θαυμάσια», έκανε ο Τσάκο. «Αλλά δεν ξέρεις τι χάνεις».
Έφαγε μόνος του όλο το κοτόπουλο κι όλο το παγωτό.
Η Ράχελ γδύθηκε και φόρεσε το νυχτικό της. «Σε παρακαλώ να μη μού πεις τι έκανες και γιατί τιμωρήθηκες», είπε ο Τσάκο. «Δεν αντέχω να το ακούσω». Μάζευε ό,τι είχε απομείνει από το σιρόπι σοκολάτα με ένα κομματάκι παράτθα. Το αηδιαστικό του επι-επιδόρπιο. «Λοιπόν; Τι έκανες; Έξυσες τα τσιμπήματα απ᾿ τα κουνούπια στα πόδια σου ώσπου μάτωσαν; Δεν είπες “Ευχαριστώ” στον ταξιτζή;»
«Κάτι πολύ χειρότερο», είπε η Ράχελ, όλο αφοσίωση στην Άμου.
«Τότε Μη μού πεις», είπε ξανά ο Τσάκο. «Δε θέλω να ξέρω».
Τηλεφώνησε στην υπηρεσία δωματίου κι ένας κουρασμένος σερβιτόρος ήρθε και πήρε τα πιάτα και τα κόκαλα μέσα στο δίσκο του. Δοκίμασε να πιάσει τις μυρωδιές τού φαγητού, εκείνες όμως τού ξέφυγαν και σκαρφάλωσαν στις βαριές σκούρες κουρτίνες τού ξενοδοχείου.
Μια ανιψιά νηστική κι ένας θείος χορτάτος βούρτσισαν μαζί τα δόντια τους στο λουτρό του Σι Κουίν. Εκείνη ολομόναχη, τιμωρημένη με ριγέ νυχτικό και τα μαλλιά της πιασμένα με ένα Love-in-Tokyo. Αυτός με βαμβακερό φανελάκι και σώβρακο. Η φανέλα του, σφιχτά κολλημένη σαν δεύτερο δέρμα πάνω στη στρογγυλή κοιλιά του, χαλάρωνε πάνω από το βαθούλωμα τού αφαλού του.
Όταν η Ράχελ βάλθηκε να κρατάει ακίνητη την οδοντόβουρτσά της κι άρχισε να κουνάει το πρόσωπό της πέρα-δώθε για να πλύνει έτσι τα δόντια της, ο θείος της δεν τής είπε να σταματήσει. Δεν ήταν φασίστας.
Ξέπλυναν την οδοντόπαστα από τα δόντια τους με τη σειρά. Η Ράχελ περιεργάστηκε με προσοχή τον άσπρο αφρό από την Μπινάκα της που κυλούσε αργά στο τοίχωμα τού νιπτήρα. Ήθελε να δει τι θα έβλεπε.
Τι χρώματα, τι παράξενα πλάσματα είχαν ξεφυτρώσει ανάμεσα από τα δόντια της;
Τίποτε απόψε. Τίποτε ασυνήθιστο. Μόνο αφρός από την Μπινάκα.
Ο Τσάκο έσβησε το Μεγάλο Φως.
Πλαγιάζοντας η Ράχελ έβγαλε από τα μαλλιά της το Love-in-Tokyo και το ακούμπησε δίπλα στα γυαλιά της. Το σιντριβάνι της χαλάρωσε λιγάκι αλλά δε χάλασε τελείως.
Ο Τσάκο ξάπλωσε λουσμένος στο φως τής λάμπας που ήταν αναμμένη στο κομοδίνο, δίπλα του. Ένας χοντρός άντρας σε μια σκοτεινή σκηνή. Άπλωσε το χέρι του να πιάσει το πουκάμισό του που το είχε αφήσει κουβάρι στα πόδια τού κρεβατιού. Έβγαλε από το τσεπάκι του το πορτοφόλι του και κοίταξε τη φωτογραφία τής Σόφι Μολ που η Μάργκαρετ Κοτσάμα τού είχε στείλει δυο χρόνια πριν.
Η Ράχελ τον κοίταξε και το κρύο λεπιδόπτερο στην καρδιά της άπλωσε πάλι τα φτερά του. Τα άνοιξε αργά αργά. Τα έκλεισε αργά αργά. Σαν τη νωθρή ματιά τού αρπακτικού ζώου.
Τα σεντόνια ήταν σκληρά αλλά καθαρά.
Ο Τσάκο έκλεισε το πορτοφόλι του κι έσβησε το φως δίπλα του. Στα σκοτεινά άναψε ένα τσιγάρο· κόκκινη η καύτρα άστραψε μέσα στο σκοτάδι. Αναρωτήθηκε πώς ήταν τάχα η κόρη του τώρα. Εννιά χρονών.
Την τελευταία φορά που την είχε δει, ήταν κόκκινη και ζαρωμένη. Μετά βίας ανθρωπάκι. Τρεις εβδομάδες αργότερα η Μάργκαρετ, η γυναίκα του, η μοναδική αγάπη τής ζωής του, είχε βάλει τα κλάματα και τού είχε μιλήσει για τον Tζo.
Η Μάργκαρετ είχε πει στον Τσάκο ότι δεν μπορούσε να ζήσει άλλο μαζί του. Τού είπε ότι χρειαζόταν δικό της χώρο. Λες κι ο Τσάκο έβαζε τα ρούχα του στη δική της ντουλάπα. Πράγμα που ίσως το έκανε, τέτοιος που ήταν.
Τού είχε ζητήσει διαζύγιο.
Εκείνες τις τελευταίες βασανιστικές νύχτες πριν φύγει από το σπίτι, ο Τσάκο γλιστρούσε αθόρυβα απ᾿ το κρεβάτι του και κοίταζε στο φως ενός φακού την κοιμισμένη κόρη του. Για να τη θυμάται. Για να τυπώσει τα χαρακτηριστικά της στη μνήμη του. Για να σιγουρευτεί πως, όταν θα τη θυμόταν, θα τη θυμόταν σωστή. Χάραξε στη θύμησή του το καστανό χνούδι στο κεφάλι της. Το σχήμα τού μικρού στόματός της που βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση. Τα διαστήματα ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών της. Την υποψία μιας ελιάς. Κι ύστερα, άθελά του, βρέθηκε να ψάχνει το μωρό του, να βρει σημάδια τού Tζo. Το μωρό έσφιξε με το χεράκι του το δάχτυλό του κι εκείνος συνέχισε την άρρωστη, τρελή, ζηλότυπη έρευνά του στο φως τού φακού. Ο αφαλός τής Σόφι προεξείχε πάνω από τη σατινένια χορτάτη κοιλίτσα της, σαν θολωτό μνημείο στην κορυφή ενός λόφου. Ο Τσάκο ακούμπησε το αφτί του πάνω του κι αφουγκράστηκε μαγεμένος τα γουργουρητά από μέσα. Μηνύματα από τη μια μεριά στην άλλη. Νεογέννητα όργανα που προσπαθούσαν να συντονιστούν. Να συνηθίσουν το ένα το άλλο. Νέα κυβέρνηση που αγωνιζόταν να επιβάλει τα δικά της συστήματα. Να οργανώσει τον καταμερισμό τής δουλειάς, να αποφασίσει ποιος θα κάνει τι.
Μύριζε γάλα και ούρα. Ο Τσάκο τα είχε χαμένα: πώς ήταν δυνατόν ένα ανθρωπάκι τόσο μικρό, τόσο ασχημάτιστο ακόμα, τόσο αβέβαιο και θολό, να ορίζει με τόσο απόλυτο τρόπο την προσοχή, την αγάπη, ακόμα και την πνευματική υγεία ενός ενήλικου άντρα.
Όταν έφυγε, ένιωσε λες και κάτι τού είχαν ξεριζώσει από μέσα του. Κάτι μεγάλο.
Μα τώρα ο Τζo ήταν νεκρός. Είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Μια μαύρη τρύπα στο Σύμπαν στο σχήμα τού Tζo.
Στη φωτογραφία τού Τσάκο η Σόφι Μολ ήταν εφτά χρονών. Άσπρη και γαλάζια. Με ρόδινα χείλη. Τίποτα το Συριακό χριστιανικό απάνω της. Παρόλο που η Μαμάτσι, κοιτάζοντας τη φωτογραφία, επέμενε ότι είχε τη μύτη τού Παπάτσι.
«Τσάκο;» είπε η Ράχελ από το κρεβάτι της, μες στο σκοτάδι. «Μπορώ να σού κάνω μια ερώτηση;»
«Κάνε μου δυο», είπε ο Τσάκο.
«Τσάκο, αγαπάς τη Σόφι Μολ Περισσότερο από καθετί στον Κόσμο;»
«Είναι κόρη μου», απάντησε ο Τσάκο.
Η Ράχελ το σκέφτηκε.
«Τσάκο; Είναι υποχρεωτικό να αγαπούν οι άνθρωποι τα παιδιά τους Περισσότερο από καθετί στον Κόσμο; ΠΡΈΠΕΙ να είναι έτσι;»
«Δεν υπάρχουν κανόνες», απάντησε ο Τσάκο. «Αλλά συνήθως έτσι γίνεται».
«Τσάκο», είπε η Ράχελ. «Για πες μου, για παράδειγμα: είναι δυνατόν να αγαπάει η Άμου τη Σόφι Μολ περισσότερο απ᾿ όσο αγαπάει εμένα και τον Έστθα; Ή εσύ να αγαπάς εμένα περισσότερο από τη Σόφι Μολ; Για παράδειγμα...»
«Όλα είναι δυνατά στην Ανθρώπινη Φύση», απάντησε ο Τσάκο σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή. Λες και μιλούσε στο σκοτάδι, λησμονώντας την παρουσία τής μικρής ανιψιάς του. «Αγάπη. Τρέλα. Ελπίδα. Απέραντη χαρά».
Από τα τέσσερα πράγματα που ήταν Δυνατά στην Ανθρώπινη Φύση, η Ράχελ αποφάσισε ότι η Απέραντη Χαρά ήταν το πιο λυπητερό. Ίσως έφταιγε ο τρόπος που το είχε πει ο Τσάκο.
Απέραντη Χαρά. Κάτι στο άκουσμα αυτών των λέξεων τής θύμισε εκκλησία. Σαν θλιμμένο ψάρι με πτερύγια σε όλο του το κορμί.
Το κρύο λεπιδόπτερο ανασήκωσε το ένα από τα κρύα του πόδια.
Ο καπνός τού τσιγάρου έκανε δαχτυλίδια μες στο σκοτάδι. Κι ο χοντρός άντρας και το μικρό κορίτσι ξαγρυπνούσαν σιωπηλοί, ο καθένας στο κρεβάτι του.
Λίγα δωμάτια πιο πέρα, κι ενώ η θεία του ροχάλιζε ήδη, ο Έστθα ήταν κι αυτός ξύπνιος.
Η Άμου κοιμόταν, όμορφη στο γαλαζωπό φως τού δρόμου που περνούσε από τα κάγκελα κι έμπαινε μες στο δωμάτιο. Χαμογελούσε μ᾿ ένα κοιμισμένο χαμόγελο που ονειρευόταν δελφίνια στο απέραντο σκούρο γαλάζιο, πέρα από τα κάγκελα. Ήταν ένα χαμόγελο που δεν έδινε την παραμικρή ένδειξη ότι το πρόσωπο, στο οποίο ανήκε, ήταν μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί.
Ο Έστθα Μόνος του σηκώθηκε και πήγε σερνάμενος ως το μπάνιο. Ξέρασε ένα διάφανο, αφρισμένο, πικρό, υγρό. Σαν λεμονάδα με ανθρακικό. Τού άφησε μια ξινή γεύση στο στόμα. Από την πρώτη συνάντηση τού Μικρού Άντρα με το Φόβο. Ντουμ ντουμ.
Ένιωσε λίγο καλύτερα. Φόρεσε τα παπούτσια του και βγήκε από το δωμάτιο. Με τα κορδόνια του να σέρνονται, προχώρησε στο διάδρομο και στάθηκε σιωπηλός μπροστά στην πόρτα τής Ράχελ.
Η Ράχελ ανέβηκε σε μια καρέκλα, ξεκλείδωσε την πόρτα και τού άνοιξε. Ο Τσάκο δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει πώς είχε καταλάβει η ανιψιά του ότι ο Έστθα περίμενε έξω από την πόρτα τους. Ήταν συνηθισμένος. Ήξερε πως ώρες ώρες τα δίδυμα είχαν μια αλλόκοτη σχέση μεταξύ τους. Ξαπλωμένος στο στενό κρεβάτι τού ξενοδοχείου σαν φάλαινα που έχει εξοκείλει, αναρωτιόταν αν ήταν πράγματι ο Βελούτθα αυτός που είχε δει η Ράχελ στη διαδήλωση. Το θεωρούσε μάλλον απίθανο. Γιατί να ρισκάρει τόσο πολλά ο Βελούτθα; Ήταν ένας Παρουάν με μέλλον. Αναρωτήθηκε αν ο Βελούτθα ήταν κανονικό μέλος τού Μαρξιστικού Κόμματος. Κι αν είχε συναντηθεί τελευταία με το σύντροφο Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ.
Λίγους μήνες νωρίτερα οι πολιτικές φιλοδοξίες τού συντρόφου Πίλαϊ είχαν σημειώσει ξαφνική κι ανέλπιστη άνοδο. Δυο από τα στελέχη τού Κόμματος στο Αγιέμενεμ, ο σύντροφος Tζ. Κατούκαραν και ο σύντροφος Γκούαν Μένεν, διαγράφηκαν λόγω των σχέσεών τους με τούς ναξαλίτες. Ο δεύτερος — ο σύντροφος Γκούαν Μένεν ήταν αυτός που είχε ορίσει το Κόμμα ως υποψήφιο για τις βουλευτικές εκλογές που θα γίνονταν στο Κόταγιαμ τον ερχόμενο Μάρτιο. Η διαγραφή του δημιούργησε ένα κενό, που πολύ θα ήθελαν να καλύψουν ορισμένοι υπεραισιόδοξοι. Ανάμεσά τους κι ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ.
Ο σύντροφος Πίλαϊ είχε αρχίσει να παρακολουθεί τις εξελίξεις στο εργοστάσιο Παραντάιζ με το ενδιαφέρον τού αναπληρωματικού παίκτη που αναγκάζεται να βλέπει ποδόσφαιρο καθισμένος στον πάγκο. Ένα καινούργιο συνδικάτο, όσο μικρό κι αν ήταν, στο μελλοντικό (όπως έλπιζε) εκλογικό τομέα του, θα ήταν η καλύτερη αρχή για την κούρσα προς το Κοινοβούλιο.
Ως τότε το Σύντροφε! Σύντροφε! (όπως το έλεγε η Άμου) δεν ήταν για το εργοστάσιο Παραντάιζ παρά ένα αθώο παιχνιδάκι που έπαιζαν οι εργάτες στις ελεύθερες ώρες τους. Όταν θα άλλαζαν όμως τα πράγματα, όταν ο Τσάκο θα αναγκαζόταν να παραδώσει την καρέκλα τού διευθυντή, τότε όλοι το ήξεραν (εκτός από τον Τσάκο) ότι το εργοστάσιο που ήταν ήδη χρεωμένο, θα αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα.
Κι αφού τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, οι εργάτες δεν πληρώνονταν ούτε καν το ελάχιστο μεροκάματο που ήταν ορισμένο από τα συνδικάτα. Ο ίδιος ο Τσάκο τούς εξηγούσε την κατάσταση και τούς έδινε το λόγο του ότι θα τούς ανέβαζε τα μεροκάματα μόλις η δουλειά, τού άφηνε λίγα κέρδη. Πίστευε ότι τον εμπιστεύονταν. Κι ότι ήξεραν πως νοιαζόταν πρώτος αυτός για το συμφέρον τους.
Ωστόσο υπήρχε κάποιος που σκεφτόταν αλλιώς. Τα απογεύματα, όταν η βάρδια στο εργοστάσιο τέλειωνε τη δουλειά της, ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ παραμόνευε τούς εργάτες τού Παραντάιζ και τούς μάντρωνε στο τυπογραφείο του. Με την ένρινη, σφυριχτή φωνή του τούς έσπρωχνε να ξεσηκωθούν. Στους λόγους του κατάφερνε να αναμιγνύει με έξυπνο τρόπο φλέγοντα τοπικά ζητήματα και μεγαλόπρεπες μαοϊκές ρητορείες που ακούγονταν ακόμα πιο μεγαλόπρεπες στα μαλαγιάλαμ.
«Άνθρωποι αυτού τού κόσμου», άρχισε να κελαηδάει, «κάντε κουράγιο. Τολμήστε να αγωνιστείτε, αψηφήστε τις δυσκολίες και προχωρήστε εμπρός βήμα με βήμα. Και τότε ολόκληρος ο κόσμος θα ανήκει στο Λαό. Αφανίστε τα τέρατα κάθε είδους. Διεκδικήστε τα δικαιώματά σας. Ετήσια επιδόματα. Ασφάλιση ατυχημάτων. Συνταξιοδότηση». Κι επειδή οι λόγοι αυτοί ήταν εν μέρει πρόβες για την εποχή εκείνη που ο σύντροφος Πίλαϊ, ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος τής περιοχής του, θα απευθυνόταν σε πλήθη απροσμέτρητα, η φωνή του κι ο τόνος αντηχούσαν αλλόκοτα. Η φωνή του ήταν γεμάτη πράσινα ρυζοχώραφα και κόκκινα λάβαρα που ανέμιζαν σε καταγάλανους αιθέρες κι όχι σε ένα μικρό, ζεστό δωματιάκι που μύριζε μελάνη τυπογραφείου.
Ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. ΠίλαΪ ποτέ δεν τα ᾿βαλε ανοιχτά με τον Τσάκο. Όποτε τον ανέφερε στους λόγους του, φρόντιζε να τον παρουσιάζει ουδέτερο, στερημένο απ᾿ όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του, απρόσωπο. Για το σύντροφο Πίλαϊ, ο Τσάκο ήταν ένας ανώνυμος διευθυντής εργοστασίου. Ένα θεωρητικό κατασκεύασμα. Ένα πιόνι στην τερατώδη συνωμοσία των αστών που στόχο είχε να υπονομεύσει την Επανάσταση. Ποτέ δεν τον έλεγε με το όνομά του. Γι᾿ αυτόν ο Τσάκο ήταν πάντα "η Διεύθυνση". Λες κι ο Τσάκο δεν ήταν ένας αλλά πολλοί. Πέρα από το γεγονός ότι η τακτική του ήταν πολιτικά και κομματικά σωστή, η διάκριση αυτή μεταξύ τού ανθρώπου και τής θέσης του, βοηθούσε το σύντροφο Πίλαϊ να κρατάει και τη συνείδησή του ήσυχη, όσον αφορά τις επαγγελματικές του σχέσεις με τον Τσάκο. Αυτός τύπωνε τις ετικέτες για τις Μαρμελάδες και τις Πίκλες Παραντάιζ. Και το συμβόλαιο αυτό τού εξασφάλισε ένα εισόδημα που ο σύντροφος Πίλαϊ χρειαζόταν κατεπειγόντως. Είχε πείσει, λοιπόν, τον εαυτό του ότι ο Τσάκο-ο-πελάτης και ο Τσάκο-ο-Διευθυντής ήταν δύο διαφορετικά πρόσωπα. Εντελώς ξεχωριστά, εννοείται, από τον Τσάκο-το-Σύντροφο.
Το μόνο εμπόδιο στα σχέδια τού συντρόφου Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ ήταν ο Βελούτθα. Απ᾿ όλους τούς εργάτες τού εργοστασίου Παραντάιζ αυτός ήταν το μοναδικό τακτικό μέλος τού Κόμματος. Η παρουσία του εκεί μέσα εξασφάλιζε στο σύντροφο Πίλαϊ ένα σύμμαχο ανεπιθύμητο. Ήξερε ότι όλοι οι Καθαροί εργάτες τού εργοστασίου αντιπαθούσαν τον Βελούτθα για δικούς τους λόγους, από παλιά. Ήταν ο μόνος Άθικτος ανάμεσά τους. Ο σύντροφος Πίλαϊ χειριζόταν με μεγάλη προσοχή το ακανθώδες αυτό ζήτημα, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να λύσει το πρόβλημα.
Ήταν σε διαρκή επαφή με τούς εργάτες. Θεωρούσε καθήκον και χρέος του να μαθαίνει όλα όσα συνέβαιναν στο εργοστάσιο. Τούς περιγελούσε επειδή δέχονταν τα ψίχουλα που τούς έδινε η διεύθυνση, τη στιγμή που η δική τους κυβέρνηση, η Κυβέρνηση τού Λαού, ήταν στην εξουσία.
Όταν ο Πούνατσεν, ο λογιστής που διάβαζε στη Μαμάτσι κάθε πρωί τις εφημερίδες, τής είπε τα νέα ότι οι εργάτες κουβέντιαζαν μεταξύ τους με σκοπό να ζητήσουν αύξηση, εκείνη έγινε έξω φρενών. «Πες τους να διαβάσουν τις εφημερίδες. Ο κόσμος πεθαίνει τής πείνας. Δεν υπάρχουν δουλειές. Οι φτωχοί λένε το ψωμί ψωμάκι. Θα ᾿πρεπε να με ευγνωμονούν. Σε μένα χρωστάνε τη δουλειά τους».
Όταν συνέβαινε κάτι σημαντικό στο εργοστάσιο, το μάθαινε πάντα πρώτη η Μαμάτσι. Κανείς δε σκεφτόταν ποτέ να ενημερώσει πρώτα τον Τσάκο. Ίσως επειδή η Μαμάτσι ταίριαζε γάντι στο πατροπαράδοτο σχήμα κι έπαιζε σωστά το ρόλο της. Οι αντιδράσεις της, όσο έντονες κι αν ήταν, ήταν ανοιχτές και προβλέψιμες. Ο Τσάκο, από την άλλη, παρόλο που ήταν ο Άντρας τού Σπιτιού, παρόλο που έλεγε «Οι πίκλες μου, οι μαρμελάδες μου, τα μπαχαρικά μου», δεν προλάβαινε να ασχοληθεί και πολύ με τη δουλειά – έτσι που άλλαζε πρόσωπα και ρούχα από το πρωί ως το βράδυ, θολώνοντας τις γραμμές τής μάχης.
Η Μαμάτσι προσπάθησε να προειδοποιήσει τον Τσάκο. Εκείνος την άκουσε αλλά δεν έδωσε και μεγάλη προσοχή στα λόγια της. Παρόλο που οι φήμες για δυσαρέσκεια τής εργατικής δύναμης στις Πίκλες Παραντάιζ έφτασαν εγκαίρως στα αφτιά τού Τσάκο, εκείνος συνέχισε απτόητος να κάνει πρόβες για την Επανάσταση και να παίζει το Σύντροφε! Σύντροφε!
Εκείνη τη νύχτα, ξαπλωμένος στο στενό κρεβάτι τού ξενοδοχείου, κατέστρωσε ένα νυσταγμένο σχέδιο: να τη βγει από αριστερά στο σύντροφο Πίλαϊ και να οργανώσει αυτός τούς εργάτες του σε ένα είδος ιδιωτικού συνδικάτου. Θα μπορούσε να τούς στήσει κανονικές εκλογές. Να τούς βάλει να ψηφίσουν. Να αναλάβουν όλοι με τη σειρά να εκπροσωπήσουν τούς συναδέλφους τους. Χαμογέλασε στη σκέψη των διαπραγματεύσεων στρογγυλής τραπέζης με τη συντρόφισσα Σούματθι ή, ακόμα καλύτερα, τη συντρόφισσα Λουσικούτι που είχε σαφώς ωραιότερα μαλλιά.
Το μυαλό του πέταξε ξανά στη Μάργκαρετ Κοτσάμα και τη Σόφι Μολ. Ατσάλινα τα δεσμά τής αγάπης έσφιξαν το στήθος του, τόσο που δεν μπορούσε πια ούτε να ανασάνει. Ξάγρυπνος περίμενε μετρώντας τις ώρες ώσπου να πάνε στο αεροδρόμιο.
Στο διπλανό κρεβάτι η ανιψιά του κι ο ανιψιός του κοιμόνταν αγκαλιασμένοι. Ένα παιδί καυτό κι ένα παγωμένο. Δίδυμα. Αυτός κι Αυτή. Εμείς κι Εμάς. Κατά κάποιον τρόπο είχαν ήδη επίγνωση τής συμφοράς που τούς περίμενε στα παρασκήνια.
Ονειρεύονταν το ποτάμι τους. Τις φοινικιές που έγερναν πάνω απ᾿ τα νερά του και παρακολουθούσαν, με τις καρύδες-μάτια, τις βάρκες να γλιστρούν. Ανεβαίνοντας το ρεύμα κάθε πρωί. Κατεβαίνοντας κάθε βράδυ. Και τον υπόκωφο, σκοτεινό ήχο των ραβδιών από μπαμπού που χτυπούσαν οι βαρκάρηδες πάνω στο σκούρο, λαδωμένο ξύλο για να κουμαντάρουν τα πλεούμενά τους.
Ήταν ζεστό, το νερό. Γκριζοπράσινο. Σαν τσαλακωμένο μετάξι.
Με ψάρια μέσα του.
Με τον ουρανό και τα δέντρα μέσα του.
Και τη νύχτα, το σπασμένο κίτρινο φεγγάρι μέσα του.
Όταν βαρέθηκαν πια να περιμένουν, οι μυρωδιές τού φαγητού κατέβηκαν από τις κουρτίνες και πέταξαν έξω από τα παράθυρα τού Σι Κουίν, να χορέψουν όλη νύχτα με άλλες μυρωδιές φαγητού, πάνω από τη θάλασσα. Η ώρα ήταν δύο παρά δέκα.
* Το " Baby Elephant Walk " είναι ένα τραγούδι που συντέθηκε το 1961 από τον Henry Mancini για την ταινία του 1962 Hatari.
* Paratha: ψωμάκια με πολλά επίπεδα ζύμης που έχει σαν βάση μια αφράτη ζύμη με πολλά φύλλα (σαν του κρουασάν).
Οι τουαλέτες είχαν έξω πινακίδες ΓΥΝΑΙΚΏΝ και ΑΝΔΡΏΝ. Των ΓΥΝΑΙΚΏΝ για την Άμου, τη Ράχελ και την Μπέμπα Κοτσάμα. Των ΑΝΔΡΏΝ μόνο για τον Έστθα, γιατί ο Τσάκο είχε πάει στο ξενοδοχείο Σι Κουίν για να βεβαιωθεί ότι τοὐς είχαν κρατήσει δωμάτια.
«Θα τα καταφέρεις μόνος σου;» ρώτησε ανήσυχη η Άμου.
Ο Έστθα έγνεψε καταφατικά.
Περνώντας την κόκκινη πόρτα από φορμάικα που έκλεινε αργά μόνη της, η Ράχελ ακολούθησε την Άμου και την Μπέμπα Κοτσάμα στων ΓΥΝΑΙΚΏΝ. Τελευταία στιγμή γύρισε κι έγνεψε στον Έστθα που περίμενε όρθιος στο βρώμικο μαρμάρινο δάπεδο, στον Έστθα Μόνο του (με μια τσατσάρα), με τα μπεζ μυτερά παπούτσια του. Ο Έστθα περίμενε στο βρώμικο μαρμάρινο προθάλαμο με τούς μοναχικούς άγρυπνους καθρέφτες, ώσπου η κόκκινη πόρτα έκρυψε ολότελα την αδερφή του. Ύστερα γύρισε και προχώρησε με βήματα αδέξια στων ΑΝΔΡΏΝ.
Στων ΓΥΝΑΙΚΏΝ, η Άμου είπε στη Ράχελ να κατουρήσει στα όρθια, ώστε να μην ακουμπήσει πουθενά. Τα Δημόσια Ουρητήρια είναι Βρώμικα, είπε. Σαν τα Λεφτά. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος τα έχει αγγίξει. Λεπροί. Χασάπηδες. Μηχανικοί αυτοκινήτων. (Πύο. Αίμα. Γράσο.)
Μια φορά που η Κότσου Μάρια την είχε πάρει μαζί της στο χασάπικο, η Ράχελ πρόσεξε ότι στο πράσινο χαρτονόμισμα που τούς είχε δώσει ο χασάπης, ήταν κολλημένο ένα μικρό κομματάκι κόκκινο κρέας. Πάνω στις πέντε ρουπίες. Η Κότσου Μάρια έτριψε με το δάχτυλό της το χαρτί για να το διώξει. Το αίμα άφησε έναν κόκκινο λεκέ. Η Κότσου Μάρια το έχωσε στον κόρφο της. Ματωμένο χαρτονόμισμα, με μυρωδιά κρέατος.
Η Ράχελ ήταν μικρή ακόμα και δεν μπορούσε να ισορροπήσει πάνω στη λεκάνη και να κατουρήσει στα όρθια. Την κράτησαν, λοιπόν, η Άμου και η Μπέμπα Κοτσάμα. Οι μικρές γάμπες της κρέμονταν πάνω απ᾿ τα χέρια τους. Οι μύτες των ποδιών της, στραμμένες προς τα μέσα. Ψηλά στον αέρα, με το βρακάκι της κατεβασμένο. Για μια στιγμή δε συνέβη τίποτα και η Ράχελ κοίταξε τη μάνα της και τη θεία της με μια κακομαθημένη απορία (τι κάνουμε τώρα;) στα μάτια της.
«Έλα», τής είπε η Άμου. «Τσσσσσσς...»
Τσσσσσς ήταν ο ήχος που έκαναν τα ούρα μες στη λεκάνη.
Μμμμμ ήταν ο ήχος που έκανε η μουσική στη "Μελωδία τής ευτυχίας".
Η Ράχελ γέλασε. Η Άμου γέλασε. Η Μπέμπα Κοτσάμα γέλασε. Όταν ο μικρός πίδακας άρχισε να πέφτει, οι δυο γυναίκες μετατόπισαν λιγάκι το σώμα της για να μη λερώσει έξω από τη λεκάνη. Η Ράχελ δεν ένιωσε ντροπή. Τέλειωσε· η Άμου τής έδωσε χαρτί για να σκουπιστεί.
«Θα πας πρώτη ή να μπω εγώ;» ρώτησε η Μπέμπα Κοτσάμα την Άμου.
«Το ίδιο είναι», απάντησε η Άμου. «Πήγαινε. Εσύ».
Η Ράχελ τής κράτησε την τσάντα. Η Μπέμπα Κοτσάμα ανασήκωσε το τσαλακωμένο σάρι της. Η Ράχελ περιεργάστηκε τα τεράστια πόδια τής θείας της. Η Μπέμπα Κοτσάμα ισορρόπησε σαν μεγάλο πουλί πάνω από τη λεκάνη τού δημόσιου ουρητηρίου. Γαλάζιες φλέβες γεμάτες κόμπους έσκιζαν από πάνω μέχρι κάτω τις διάφανες γάμπες της. Τα χοντρά της γόνατα βούλιαζαν μέσα στο πάχος. Κι είχαν τρίχες. Τα κακόμοιρα τα πέλματά της παραήταν μικρά. Δεν άντεχαν τόσο βάρος! Η Μπέμπα Κοτσάμα δε χρειάστηκε να περιμένει ούτε μισό λεπτό. Με το κεφάλι σκυφτό. Χαμογελώντας χαζά. Με το στήθος της να κρεμάει προς τα εμπρός. Πεπόνια μέσα σε μια μπλούζα. Τα πισινά της προτεταμένα. Σαν άρχισε το σιγανό, μονότονο πλατσούρισμα, το άκουσε με το βλέμμα. Ένα κίτρινο ποταμάκι που περνούσε ορμητικά από το διάσελο των βουνών.
Τής Ράχελ τής άρεσαν όλα αυτά. Κρατούσε την τσάντα. Κατουρούσαν όλοι μπροστά στους άλλους. Σαν φίλοι. Δεν ήξερε τότε πόσο πολύτιμο είναι το συναίσθημα τής φιλίας. Σαν φίλοι... Ποτέ πια δε θα μπορούσαν να ξανανιώσουν έτσι. Η Άμου, η Μπέμπα Κοτσάμα κι εκείνη.
Όταν τέλειωσε η Μπέμπα Κοτσάμα, η Ράχελ κοίταξε το ρολόι της. «Άργησες, Μπέμπα Κοτσάμα», είπε. «Κοίταξε, είναι δύο παρά δέκα».
Η Άμου κατούρησε ψιθυριστά. Κόντρα στο τοίχωμα τής λεκάνης. Δεν ακουγόταν τίποτα. Η σκληρότητα τού πατέρα της είχε χαθεί απ᾿ τα μάτια της. Ήταν και πάλι τα μάτια τής Άμου. Είχε βαθιά λακκάκια όταν χαμογελούσε. Δεν έμοιαζε πια θυμωμένη. Για τον Βελούτθα ή για τις φουσκάλες σάλιου.
Αυτό ήταν Καλό Σημάδι.
Ο Έστθα Μόνος του στων ΑΝΔΡΏΝ κατούρησε πάνω σε βόλους ναφθαλίνης και αποτσίγαρα πεταμένα στο ουρητήριο. Το να κατουρήσει στη λεκάνη, θα ήταν Ήττα. Αλλά και το ουρητήριο τού έπεφτε ψηλά. Έπρεπε κάπου να πατήσει. Χρειαζόταν Ύψος. Έψαξε γύρω του με το βλέμμα και σε μια γωνιά βρήκε αυτό που ζητούσε. Μια βρώμικη σκούπα, ένα μπουκάλι από χυμό μισογεμάτο με άσπρο υγρό, σαν γάλα (φαινόλη). Στο εσωτερικό του κολυμπούσαν μικρά μαυριδερά πράγματα. Ένα κουβαριασμένο σφουγγαρόπανο και δυο σκουριασμένες κονσέρβες, αδειανές. Θα μπορούσε να είναι από προϊόντα τού εργοστασίου "Παραντάιζ". Από Κομμάτια Ανανά σε Σιρόπι. Ή Φέτες. Φέτες Ανανά. Οι κονσέρβες τής γιαγιάς του, έσωσαν την τιμή του. Ο Έστθα τοποθέτησε τούς σκουριασμένους άδειους κυλίνδρους μπροστά στο ουρητήριο. Ανέβηκε πάνω τους, στηρίζοντας ένα πόδι στον καθένα, και κατούρησε προσεχτικά, ισορροπώντας όσο μπορούσε καλύτερα. Σαν Άντρας. Τα αποτσίγαρα, υγρά στην αρχή, έγιναν μούσκεμα. Δε θα άναβαν εύκολα. Όταν τέλειωσε, ο Έστθα μετακίνησε τις κονσέρβες μπροστά στο νιπτήρα κι ανέβηκε ξανά για να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Έπλυνε τα χέρια του κι έβρεξε τα μαλλιά του. Ένιωσε σαν νάνος με την τσατσάρα τής Άμου. Παραήταν μεγάλη γι᾿ αυτόν. Με προσοχή ξανάφτιαξε το τσουλούφι του. Στην αρχή τα χτένισε όλα προς τα πίσω, ύστερα τα έφερε μπροστά και μετά τα τράβηξε στο πλάι. Ξανάβαλε την τσατσάρα στην τσέπη του, κατέβηκε από τις κονσέρβες και τις πήγε στη θέση τους, κοντά στο μπουκάλι και το σφουγγαρόπανο και τη σκούπα. Τέλος, υποκλίθηκε μπροστά τους. Μπροστά σε όλα. Στο μπουκάλι, στη σκούπα, στα κονσερβοκούτια, στο κουβαριασμένο σφουγγαρόπανο.
«Υποκλίσου», είπε και χαμογέλασε, γιατί όταν ήταν μικρότερος, νόμιζε πως έπρεπε να λέει κιόλας «υποκλίσου», κάθε φορά που έκανε μια υπόκλιση. Ότι έπρεπε να το πεις για να το κάνεις. «Υποκλίσου, Έστθα», τού έλεγαν πάντα. Κι εκείνος έλεγε «υποκλίσου» κι έκανε την υπόκλιση. Οι άλλοι κοιτάζονταν και γελούσαν, κι εκείνος ανησυχούσε.
Ο Έστθα Μόνος του με τα ακανόνιστα δόντια.
Έξω περίμενε τη μάνα του, την αδερφή του, τη θεία του.
Όταν βγήκαν, η Άμου τον ρώτησε: «Εντάξει, Εστθάπεν;»
«Εντάξει», είπε ο Έστθα και κούνησε προσεχτικά το κεφάλι του για να μη χαλάσει το τσουλούφι.
Εντάξει; Εντάξει. Ξανάβαλε την τσατσάρα στην τσάντα της. Η Άμου ένιωσε ένα ξαφνικό κύμα αγάπης για το σοβαρό, αξιοπρεπή μικρό κύριο που ήταν ο γιος της με τα μπεζ μυτερά παπούτσια του, που μόλις είχε φέρει σε πέρας την πρώτη του αποστολή στον κόσμο των μεγάλων. Πέρασε με αγάπη τα δάχτυλά της ανάμεσα στα μαλλιά του. Τού χάλασε το τσουλούφι.
Ο Άντρας με τον Πάντα Έτοιμο Μικρό Φακό στο χέρι τούς είπε να βιαστούν, η ταινία είχε αρχίσει. Ανέβηκαν βιαστικά τα κόκκινα σκαλιά που ήταν στρωμένα με ένα τριμμένο κόκκινο χαλί. Κόκκινα σκαλιά με κόκκινους λεκέδες από φτυσίματα στην κόκκινη γωνία. Ο Άντρας με το Φακό τράβηξε το μούντου του και έχωσε το αριστερό του χέρι ανάμεσα στα σκέλια του, πιάνοντας τα αχαμνά του. Κρατούσε το φακό στο δεξί του χέρι. Η σκέψη του έτρεχε.
«Έχει αρχίσει από ώρα», είπε. Είχαν χάσει την αρχή, λοιπόν. Δεν είχαν δει τη βελούδινη αυλαία να ανεβαίνει. Είχε μικρά φωτάκια στερεωμένα στην κίτρινη φάσα της. Καθώς ανέβαινε αργά, τα μεγάφωνα έπαιζαν το "Baby Elephant Walk" από το "Χατάρι".
Η Άμου κρατούσε τον Έστθα απ᾿ το χέρι. Η Μπέμπα Κοτσάμα που ανέβαινε λαχανιάζοντας, κρατούσε τη Ράχελ. Η Μπέμπα Κοτσάμα που με κόπο κουβαλούσε τα πεπόνια στον κόρφο της, δεν εννοούσε να παραδεχτεί ότι ανυπομονούσε για την ταινία. Προτιμούσε να πιστεύει ότι το έκανε για χάρη των παιδιών. Στο μυαλό της κρατούσε λεπτομερές αρχείο σχετικά με τα "Πράγματα που Έκανε Για Τούς Άλλους και τα Πράγματα που Δεν Έκανε Ποτέ ο Κόσμος Για Εκείνη". Οι σκηνές τής αρχής, με τις καλόγριες, τής άρεσαν περισσότερο απ᾿ όλες. Έλπιζε πως θα τις προλάβαιναν. Η Άμου είχε εξηγήσει στον Έστθα και τη Ράχελ ότι οι άνθρωποι πάντα προτιμούσαν ό,τι τους επέτρεπε να ταυτίζονται καλύτερα μαζί του. Η Ράχελ πίστευε ότι ταυτιζόταν καλύτερα με τον Κρίστοφερ Πλάμερ που έπαιζε το ρόλο τού πλοιάρχου φον Τραπ. Ο Τσάκο δεν ταυτιζόταν καθόλου μαζί του. Τον έλεγε μάλιστα πλοίαρχο φον Κλαπ-Τραπ.
Έφτασαν επιτέλους στο φουαγιέ. Πέρασαν μπροστά από το Αναψυκτήριο, όπου οι πορτοκαλάδες περίμεναν. Κι οι λεμονάδες περίμεναν. Οι πορτοκαλάδες πολύ πορτοκαλί. Οι λεμονάδες πολύ λεμονί. Οι σοκολάτες πολύ μαλακές. Ο Άντρας με το Φακό άνοιξε τη βαριά πόρτα που οδηγούσε απ᾿ το φουαγιέ στο σκοτάδι των ανεμιστήρων και τού τσακ τσακ τού πασατέμπου. Μύριζε ανθρώπινες ανάσες και μπριγιαντίνη. Και παλιά χαλιά.
Μια μαγική μυρωδιά, η μυρωδιά τής Μελωδίας τής ευτυχίας. Η Ράχελ δεν την ξεχνούσε ποτέ. Την αγαπούσε σαν θησαυρό αυτήν τη μυρωδιά. Οι μυρωδιές, σαν τη μουσική, είναι φορτωμένες αναμνήσεις. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τη φύλαξε κάπου μέσα της, σε ένα μπουκαλάκι, για τις μεταγενέστερες γενιές.
Τα εισιτήρια τα κρατούσε ο Έστθα.
Ο Άντρας με το Φακό φώτισε τα ροζ χαρτάκια. Σειρά Ι. Καθίσματα 17, 18, 19, 20. Έστθα, Άμου, Ράχελ, Μπέμπα Κοτσάμα. Πέρασαν μπροστά από εκνευρισμένους ανθρώπους που τούς έκαναν χώρο τραβώντας τα πόδια τους στο πλάι. Κατέβασαν τις θέσεις στα καθίσματά τους. Η Μπέμπα Κοτσάμα κρατούσε κατεβασμένη τη θέση τής Ράχελ, ώσπου να σκαρφαλώσει η μικρή πάνω της. Το βάρος της δεν ήταν αρκετό για να κρατήσει τη θέση ανοιχτή κι έτσι δίπλωνε πάλι και την έκλεινε μέσα της σαν σάντουιτς. Η Ράχελ έβλεπε την ταινία ανάμεσα απ᾿ τα γόνατά της. Δυο γόνατα κι ένα σιντριβάνι. Ο Έστθα, πιο αξιοπρεπής, δεν άνοιγε καθόλου το κάθισμά του. Καθόταν πάνω στην κλειστή, ανεβασμένη θέση και παρακολουθούσε την ταινία από εκεί.
Οι σκιές των ανεμιστήρων έπεφταν πάνω στην οθόνη, εκεί όπου δεν έφτανε η ταινία.
Πάει ο φακός τού ταξιθέτη. Τώρα ήταν η ώρα τού έργου, τής παγκόσμιας επιτυχίας.
Η κάμερα ανέβηκε ψηλά στον καταγάλανο (σαν την Πλίμουθ) αυστριακό ουρανό, μαζί με τις κρυστάλλινες, λυπημένες νότες απ᾿ τις καμπάνες τού μοναστηριού.
Χαμηλά κάτω, στο έδαφος, στο προαύλιο τού αβαείου, οι πλάκες έλαμπαν. Καλόγριες περπατούσαν δεξιά κι αριστερά. Σαν αργοκίνητα πούρα. Ήσυχες καλόγριες μαζεύονταν ήσυχα γύρω από την Ηγουμένη τους. Μαζεύονταν σαν τα μυρμήγκια γύρω από το ψίχουλο. Δεν είχαν τρίχες στα γόνατά τους. Δεν είχαν πεπόνια μέσα στις μπλούζες τους. Η ανάσα τους μύριζε μέντα. Είχαν παράπονα να κάνουν στην Ηγουμένη τους. Παράπονα γλυκά, τραγουδιστά. Για την Τζούλι Άντριους που ήταν ακόμα έξω, στις πλαγιές, τραγουδώντας το "Τραγούδι των βουνών": Αγαλλιάζει η ψυχή μου με των βουνών το τραγούδι. Για την Τζούλι Άντριους που είχε αργήσει ξανά για τον Εσπερινό.
Σαν κατσικάκι χοροπηδάει,
Τα γόνατά της γρατσουνάει
Είπαν τραγουδιστά οι μαρτυριάρες καλόγριες.
Σκισμένο ράσο πάντα φορά,
Χορεύοντας μπαίνει στην εκκλησιά,
Σφυρίζοντας ανεβαίνει τα σκαλιά...
Κάμποσοι θεατές γύρισαν τα κεφάλια τους. «Σσσς!» έκαναν. Σσσς! Σσσς! Σσσς!
Και κάτω απ᾿ την καλύπτρα της
Χτενίζει μπούκλες τα μαλλιά!
Μια φωνή έξω από την οθόνη. Καθαρή, αληθινή, έκοβε στα δυο το σκοτάδι των ανεμιστήρων και τού τσακ τσακ τού πασατέμπου. Ανάμεσα στους θεατές ήταν μια "καλόγρια". Κεφάλια γύρισαν, σαν πώματα πάνω σε μπουκάλια. Κεφάλια που έδειχναν ως εκείνη τη στιγμή μονάχα το πίσω μέρος τους, σκεπασμένο με μαύρα μαλλιά, μεταμορφώθηκαν ξαφνικά σε πρόσωπα με στόματα και μουστάκια. Στόματα σφυριχτά με δόντια σαν τού καρχαρία. Πολλά. Σαν αυτοκόλλητα πάνω σε καρτέλα. «Σσσς!» είπαν όλοι μαζί.
Αυτός που τραγουδούσε, ήταν ο Έστθα. Μια καλόγρια με τσουλούφι. Μια καλόγρια αλά Έλβις Πέλβις. Δεν μπορούσε να κρατηθεί.
«Βγάλτε τον έξω!» είπε το Κοινό όταν κατάλαβαν ποιος ήταν.
«Σκάσε ή Βγες Έξω. Βγες Έξω ή Σκάσε». Το Κοινό ήταν ο Μεγάλος Άντρας. Ο Έστθα ήταν ο Μικρός Άντρας με τα εισιτήρια. «Έστθα, για τ᾿ όνομα τού Θεού, ΣΚΆΣΕ!» ακούστηκε το θυμωμένο σφύριγμα τής Άμου.
Ο Έστθα ΈΣΚΑΣΕ. Τα στόματα και τα μουστάκια γύρισαν ξανά μπροστά τους. Μα την ίδια στιγμή κιόλας, χωρίς προειδοποίηση, το τραγούδι ξανάρχισε. Ο Έστθα δεν μπορούσε να σταματήσει.
«Άμου, μ᾿ αφήνεις να βγω λίγο έξω και να το τραγουδήσω;» ρώτησε ο Έστθα (πριν πέσει πάνω του το χέρι τής Άμου). «Θα γυρίσω αμέσως μετά το τραγούδι».
«Μην περιμένεις να σε ξαναφέρω στο σινεμά», είπε η Άμου. «Μας έκανες όλες ρεζίλι».
Ο Έστθα δεν μπορούσε να κρατηθεί. Σηκώθηκε να φύγει. Πέρασε τη θυμωμένη Άμου. Πέρασε τη Ράχελ που παρακολουθούσε την ταινία ανάμεσα απ᾿ τα γόνατά της. Πέρασε την Μπέμπα Κοτσάμα. Πέρασε το Κοινό που αναγκάστηκε ξανά να παραμερίσει τα πόδια του. Μια από δω και μια από κει. Το κόκκινο φωτάκι πάνω από την πόρτα έλεγε ἘΞΟΔΟΣ. Ο Έστθα βγήκε ΈΞΩ.
Στο φουαγιέ, οι πορτοκαλάδες περίμεναν. Οι λεμονάδες περίμεναν. Οι μισολιωμένες σοκολάτες περίμεναν. Οι καναπέδες που έμοιαζαν με καθίσματα αυτοκινήτου, με πλαστική ταπετσαρία σε χρώμα μπλε ελεκτρίκ, περίμεναν. Οι αφίσες με τα Προσεχώς! περίμεναν.
Ο Έστθα Μόνος του κάθισε σε έναν από τούς καναπέδες σε χρώμα μπλε ελεκτρίκ, στο φουαγιέ τού κινηματογράφου Σινεμά Αμπιλάς, και τραγούδησε. Με φωνή καλόγριας, καθαρή σαν γάργαρο νερό.
Μα ποιος να τη μαλώσει
Και να τής βάλει γνώση;
Ο Άντρας πίσω από τον πάγκο, στο Αναψυκτήριο, που κοιμόταν ξαπλωμένος σε μια σειρά σκαμνιά περιμένοντας το διάλειμμα, ξύπνησε. Κοίταξε με νυσταγμένα μάτια τον Έστθα Μόνο του με τα μπεζ μυτερά παπούτσια του. Και το χαλασμένο τσουλούφι. Ο Άντρας σκούπισε το μαρμάρινο πάγκο μπροστά του μ᾿ ένα πανί στο χρώμα τής βρώμας. Και περίμενε. Και περιμένοντας σκούπιζε. Και σκουπίζοντας περίμενε. Και κοίταζε τον Έστθα που τραγουδούσε.
Πώς να κρατήσεις ένα κύμα στην άμμο;
Ax, πώς να λύσεις ένα πρόβλημα σαν τη Μαρί…α;
«Έεε!» είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες, με νυσταγμένη φωνή. «Τι στην ευχή κάνεις εδώ πέρα;»
Πώς μια φεγγαραχτίδα
στο χέρι να κρατήσεις;
τραγούδησε ο Έστθα.
«Έεε!» ξανάπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Κοίτα να δεις! Αυτή η ώρα είναι το Ρεπό μου. Πρέπει να ξεκουραστώ. Σε λίγο θα πρέπει να ξυπνήσω και να δουλέψω. Δεν μπορώ να σε έχω εδώ πέρα να τραγουδάς εγγλέζικα τραγούδια. Σταμάτα!» Το χρυσό ρολόι στον καρπό του ήταν μισοκρυμμένο απ᾿ τις κατσαρές τρίχες τού μπράτσου του. Η χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του ήταν μισοκρυμμένη απ᾿ τις κατσαρές τρίχες τού στέρνου του. Το άσπρο νάιλον πουκάμισό του ήταν ξεκούμπωτο ως εκεί που άρχιζε η καμπύλη τής χοντρής κοιλιάς του. Έμοιαζε με κακομούτσουνη, χρυσοστόλιστη αρκούδα. Πίσω του ήταν καθρέφτες για να καθρεφτίζονται μέσα τους οι άνθρωποι που αγόραζαν ποτά κι αναψυκτικά. Για να στρώνουν βιαστικά με το χέρι τα μαλλιά τους. Για να στερεώνουν τούς κότσους τους.
Οι καθρέφτες παρακολουθούσαν τον Έστθα.
«Θα μπορούσα να Διαμαρτυρηθώ Εγγράφως στη διεύθυνση τού κινηματογράφου γι᾿ αυτό που κάνεις», είπε ο άντρας στον Έστθα. «Πώς θα σού φαινόταν τότε; Μια Έγγραφη Διαμαρτυρία;»
Ο Έστθα σταμάτησε να τραγουδάει και σηκώθηκε για να ξαναμπεί στην αίθουσα. «Τώρα που ξύπνησα», είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Τώρα που με ξύπνησες, τώρα που μ᾿ ενόχλησες στο Ρεπό μου, έλα τουλάχιστον να πιεις κάτι. Είναι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις».
Τα κρεμασμένα του μάγουλα ήταν αξύριστα. Τα δόντια του, σαν κιτρινισμένα πλήκτρα πιάνου, παρακολουθούσαν το μικρό Έλβις Πέλβις. «Όχι, ευχαριστώ», είπε ευγενικά ο Έλβις. «Οι δικοί μου με περιμένουν. Εξάλλου το χαρτζιλίκι μου έχει τελειώσει».
«Χαρτζιλίκι;» είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες, με τα δόντια του να παρακολουθούν ασταμάτητα τον Έστθα. «Πρώτα τα εγγλέζικα τραγούδια και τώρα το χαρτζιλίκι! Πού ζεις, παιδάκι μου; Στο φεγγάρι;»
Ο Έστθα γύρισε να φύγει.
«Για περίμενε μια στιγμή!» είπε με απότομη φωνή ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Για μια στιγμή!» ξανάπε, πιο ευγενικά αυτήν τη φορά. «Νομίζω πως κάτι σε ρώτησα».
Τα κίτρινα δόντια του ήταν μαγνήτες. Έβλεπαν, γελούσαν, τραγουδούσαν, μύριζαν, σάλευαν. Υπνώτιζαν.
«Σε ρώτησα πού μένεις».
«Στο Αγιέμενεμ», είπε ο Έστθα. «Μένω στο Αγιέμενεμ. Η γιαγιά μου έχει το εργοστάσιο "Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ". Είναι ο ένας Συνέταιρος».
«Μπα; Αλήθεια;» είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Συνέταιρος σε τι πράγμα;» γέλασε μ᾿ ένα κακό γέλιο που ο Έστθα δεν μπόρεσε να καταλάβει. «Έλα να πιεις κάτι», συνέχισε. «Κέρασμα. Έλα. Έλα δω και πες μου για τη γιαγιά σου».
Ο Έστθα πήγε. Μαγνητισμένος από τα κίτρινα δόντια. «Εδώ. Πίσω από τον πάγκο», είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. Η φωνή του χαμήλωσε κι έγινε ψίθυρος. «Πρέπει να το κρατήσουμε μυστικό γιατί τα ποτά δεν επιτρέπονται πριν από το διάλειμμα. Είναι Κανονισμός τού Κινηματογράφου. Και οι παραβάτες τιμωρούνται», πρόσθεσε μετά από μια σύντομη παύση.
Ο Έστθα πέρασε πίσω από τον πάγκο τού Αναψυκτηρίου για το Κέρασμα. Είδε τα τρία ψηλά σκαμνιά που ήταν βαλμένα στη σειρά για να ξαπλώνει πάνω τους ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. Το ξύλο τους ήταν λείο και γυαλιστερό.
«Κράτησέ μου το μισό λεπτό, να σού φέρω το αναψυκτικό σου», είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες κι έδωσε στον Έστθα το πέος του, κάτω απ᾿ το μαλακό άσπρο ρούχο του. «Θα σού φέρω κάτι να πιεις. Πορτοκαλάδα; Λεμονάδα;»
Ο Έστθα το κράτησε επειδή έπρεπε να το κρατήσει. «Πορτοκαλάδα; Λεμονάδα;» ξανάπε ο Άντρας. «Λεμονάδα, παρακαλώ», απάντησε ευγενικά ο Έστθα.
Ο Άντρας τού έδωσε ένα κρύο μπουκάλι με ένα καλαμάκι. Βρέθηκε, λοιπόν, με το μπουκάλι στο ένα χέρι και με το πέος τού άντρα στο άλλο. Σκληρό, ζεστό, όλο πρησμένες φλέβες. Δεν έμοιαζε καθόλου με φεγγαραχτίδα.
Ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες σκέπασε με το χέρι του το χέρι τού Έστθα. Το νύχι τού αντίχειρά του ήταν μακρύ σαν γυναικείο. Έπιασε να κουνάει πάνω-κάτω το χέρι του Έστθα. Στην αρχή αργά. Έπειτα γρήγορα.
Η λεμονάδα ήταν κρύα και γλυκιά. Το πέος ζεστό και σκληρό. Τα πλήκτρα τού πιάνου παρακολουθούσαν.
«Ώστε η γιαγιά σου έχει εργοστάσιο;» ρώτησε ξανά ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Τι βγάζει το εργοστάσιο;»
«Πολλά πράγματα», απάντησε ο Έστθα χωρίς να τον κοιτάζει, με το καλαμάκι στο στόμα. «ζελέ, πίκλες, μαρμελάδες, σάλτσες. Φέτες ανανά σε κονσέρβα».
«Ωραία», είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Έξοχα».
Το χέρι του σφίχτηκε γύρω από τα δάχτυλα τού Έστθα. Ιδρωμένο. Δυνατό. Όλο και πιο γρήγορο. Γρήγορα, γρηγορότερα κι ακόμα γρηγορότερα. Μη σταματάς καθόλου.
Μέσα από το βρεμένο και μασημένο καλαμάκι (που κόντευε να λιώσει απ᾿ το σάλιο και το φόβο του) ανέβαινε η υγρή γλύκα τής λεμονάδας. Φυσώντας μέσα στο καλαμάκι (κι ενώ το άλλο χέρι του κουνιόταν ασταμάτητα), ο Έστθα έκανε μπουρμπουλήθρες μέσα στο μπουκάλι. Γλυκιές μπουρμπουλήθρες μέσα στη λεμονάδα που δεν μπορούσε να πιει. Μέσα στο μυαλό του έφτιαχνε τη λίστα με τα προϊόντα τής γιαγιάς του.
Ώσπου συσπάστηκε το αξύριστο, χοντρό πρόσωπο και το χέρι τού Έστθα γέμισε με ένα πηχτό, ζεστό υγρό που κολλούσε. Σαν ασπράδι αβγού. Λευκό ασπράδι. Μισοψημένο.
Η λεμονάδα ήταν κρύα και γλυκιά. Το πέος ήταν μαλακό και ζαρωμένο σαν άδειο δερμάτινο πουγκί. Με το πανί που είχε το χρώμα τής βρώμας, ο άντρας σκούπισε το Χέρι τού Έστθα.
«Τώρα τέλειωσε το ποτό σου», είπε και τσίμπησε χαϊδευτικά το κωλαράκι τού Έστθα. Σκληρά δαμάσκηνα μέσα σε στενό παντελόνι. Και μπεζ μυτερά παπούτσια. «Μην πάει χαμένη», είπε. «Σκέψου πόσοι φτωχοί άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να φάνε και τίποτα να πιουν. Εσύ είσαι ένα τυχερό πλουσιόπαιδο, με το χαρτζιλίκι σου και το εργοστάσιο τής γιαγιάς για κληρονομιά. Να ευχαριστείς τον Θεό που δεν έχεις έγνοιες και βάσανα. Τέλειωσε το ποτό σου τώρα».
Κι έτσι, πίσω από τον πάγκο τού Αναψυκτηρίου, στο φουαγιέ τού Σινεμά Αμπιλάς, τού κινηματογράφου με την πρώτη οθόνη σινεμασκόπ 70 μιλιμέτρ τής Κέραλα, ο Εστθάπεν τέλειωσε το πρώτο κερασμένο μπουκάλι φόβου με ανθρακικό και γεύση λεμονάδας. Λεμονάδα λεμονί και πολύ παγωμένη. Πολύ γλυκιά. Το ανθρακικό τον γαργάλισε στη μύτη. Σύντομα θα τού έδιναν άλλο ένα μπουκάλι (κέρασμα, φόβο). Αλλά αυτό δεν το ήξερε ακόμα. Πρόσεχε να μην ακουμπήσει τα ρούχα του με το Χέρι, το λερωμένο.
Δεν έπρεπε να το ακουμπήσει πουθενά.
Όταν ο Έστθα τέλειωσε το αναψυκτικό του, ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες ρώτησε: «Τέλειωσες; Καλό παιδί!»
Πήρε το άδειο μπουκάλι και το μασημένο καλαμάκι κι έστειλε τον Έστθα ξανά στη Μελωδία τής ευτυχίας.
Μπαίνοντας μες στο σκοτάδι που μύριζε μπριγιαντίνη, ο Έστθα κρατούσε το Χέρι του με προσοχή, σε απόσταση από το κορμί του (με την παλάμη προς τα πάνω, σαν να κρατούσε ένα φανταστικό πορτοκάλι). Πέρασε το Κοινό (τα πόδια κινήθηκαν μια από δω και μια από κει), πέρασε την Μπέμπα Κοτσάμα, πέρασε τη Ράχελ (ήταν ακόμα σφηνωμένη), πέρασε την Άμου (ήταν ακόμα θυμωμένη). Ο Έστθα κάθισε, κρατώντας ακόμα το κολλώδες πορτοκάλι του.
Και να ο πλοίαρχος φον Κλαπ-Τραπ. Ο Κρίστοφερ Πλάμερ. Ψηλομύτης. Σκληρόκαρδος. Με στόμα σαν σχισμή. Και μια αστυνομική σφυρίχτρα για να φωνάζει τα παιδιά του. Ένας πλοίαρχος με εφτά παιδιά. Καθαρά παιδιά, σαν σακουλάκια με καραμέλες. Έκανε τάχα πως δεν τα αγαπούσε αλλά τα αγαπούσε. Αγαπούσε τα παιδιά του. Αγαπούσε εκείνη (την Τζούλι Άντριους), εκείνη τον αγαπούσε, κι οι δυο αγαπούσαν τα παιδιά και τα παιδιά τούς αγαπούσαν. Αγαπιόνταν όλοι μεταξύ τους. Ήταν καθαρά, λευκά παιδιά. Και τα κρεβατάκια τους ήταν ζεστά και μαλακά.
Που-Που-Λένια.
Το σπίτι όπου ζούσαν, είχε λίμνη και κήπους, μια απέραντη σκάλα, άσπρες πόρτες και παράθυρα και κουρτίνες λουλουδάτες.
Τα λευκά, καθαρά παιδιά, ακόμα και τα μεγαλύτερα, φοβόνταν τούς κεραυνούς. Για να τα παρηγορήσει, η Τζούλι Άντριους τα πήρε όλα στο καθαρό κρεβάτι της και τούς τραγούδησε ένα καθαρό τραγούδι για τα αγαπημένα της πράγματα. Να μερικά απ᾿ τα αγαπημένα της πράγματα:
1) Κορίτσια με άσπρα φουστανάκια και μπλε μεταξωτά γοβάκια.
2) Αγριόχηνες που πετούν με το φεγγάρι στις φτερούγες.
3) Μεγάλα χάλκινα καζάνια.
4) Κουδουνάκια στις πόρτες και στα έλκηθρα και σνίτσελ με μακαρόνια.
5) Και λοιπά.
Και τότε δυο αδέρφια δίδυμα από διαφορετικά ωάρια ωστόσο γονιμοποιημένα ταυτόχρονα — Ο Έστθα - Εστθάπεν ήταν δεκαοχτώ λεπτά μεγαλύτερος από τη Ράχελ. — που παρακολουθούσαν μαζί με το υπόλοιπο κοινό την ταινία στον κινηματογράφο Σινεμά Αμπιλάς, έθεσαν στον εαυτό τους ορισμένες απορίες. Απορίες που ζητούσαν απαντήσεις:
α) Κουνούσε νευρικά το πόδι του ο πλοίαρχος φον Κλαπ-Τραπ;
Όχι, δεν το κουνούσε.
β) Έκανε μήπως φουσκάλες με το σάλιο του ο πλοίαρχος φον Κλαπ-Τραπ;
Όχι βέβαια.
γ) Κατάπινε λαίμαργα τις μπουκιές του;
Όχι, δεν τις κατάπινε.
Ω, κάπτεν φον Τραπ, κάπτεν φον Τραπ, θα μπορούσες να αγαπήσεις το μικρό αγόρι με το πορτοκάλι που κάθεται κάπου μέσα σ᾿ αυτήν τη βρωμερή αίθουσα; Λίγα λεπτά νωρίτερα κρατούσε στο χέρι του το αποτέτοιο τού Άντρα με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες, θα μπορούσες όμως να το αγαπήσεις;
Και τη δίδυμη αδερφή του; Σφηνωμένη στο κάθισμά της, με το σιντριβάνι της δεμένο με ένα Love-in-Tokyo; Θα μπορούσες να την αγαπήσεις κι αυτήν;
Ο πλοίαρχος φον Τραπ είχε κι αυτός απ᾿ τη μεριά του μερικές ερωτήσεις.
α) Είναι καθαρά λευκά παιδιά;
Όχι. (Αλλά η Σόφι Μολ είναι.)
β) Κάνουν φουσκάλες με το σάλιο τους; Ναι.
(Αλλά η Σόφι Μολ δεν κάνει.)
γ) Κουνάνε νευρικά το πόδι τους; Σαν γραφιάδες;
Ναι. (Αλλά η Σόφι Μολ δεν το κουνάει.)
δ) Έχουν ποτέ, ή ο ένας ή η άλλη ή και οι δυο, κρατήσει στο χέρι τους το αποτέτοιο ξένων ανθρώπων;
Ό... ναι. (Αλλά η Σόφι Μολ όχι.)
«Τότε λυπάμαι», λέει ο κάπτεν φον Κλαπ-Τραπ. «Δεν τίθεται ζήτημα. Δεν μπορώ να τα αγαπήσω. Δεν μπορώ να είμαι ο Μπάμπα τους. Ω, όχι».
Ο κάπτεν φον Κλαπ-Τραπ δεν μπορεί.
Ο Έστθα ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατά του.
«Τι έχεις;» ρώτησε η Άμου. «Αν αρχίσεις πάλι τις ιστορίες σου, θα γυρίσουμε τώρα αμέσως στο σπίτι. Κάθισε κανονικά, σε παρακαλώ. Και κοίτα το έργο. Γι᾿ αυτό ήρθαμε».
"Τέλειωσε το ποτό. Κοίτα το έργο. Σκέψου τους φτωχούς. Τυχερό πλουσιόπαιδο με το χαρτζιλίκι σου. Χωρίς έγνοιες".
Ο Έστθα κάθισε κανονικά και κάρφωσε το βλέμμα του στην οθόνη. Το στομάχι του ανακατευόταν. Το ένιωθε γεμάτο πράσινα, μπερδεμένα, πηχτά φύκια που σάλευαν αργά πλέοντας μια προς τα πάνω και μια προς τα κάτω.
«Άμου;» είπε.
«ΤΙ θέλεις πάλι;»
Το ΤΙ κοφτό, σφυριχτό, σαν γάβγισμα, σαν φτύσιμο.
«Νιώθω αναγούλα», είπε ο Έστθα.
«Νιώθεις απλώς ή θέλεις στ᾿ αλήθεια;». Η φωνή της Άμου ήταν ανήσυχη.
«Δεν ξέρω».
«Πάμε να δοκιμάσεις;» είπε η Άμου. «Θα αισθανθείς καλύτερα».
«Εντάξει», είπε ο Έστθα.
Εντάξει; Εντάξει.
«Πού πάτε;» ζήτησε να μάθει η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Ο Έστθα θέλει να κάνει εμετό», είπε η Άμου.
«Πού πάτε;» ρώτησε η Ράχελ.
«Νιώθω αναγούλα», είπε ο Έστθα.
«Να ᾿ρθω κι εγώ να δω;»
«Όχι», είπε η Άμου.
Πέρασε ξανά το Κοινό. Την προηγούμενη φορά για να τραγουδήσει. Τώρα για να κάνει εμετό. Βγήκαν από την ΕΞΟΔΟ. Έξω, στο φουαγιέ, ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες έτρωγε ένα ζαχαρωτό. Τα μάγουλά του φούσκωναν μασουλώντας. Έκανε ένα ρουφηχτό, σιγανό ήχο, σαν το νερό όταν αδειάζει από την μπανιέρα. Πάνω στον πάγκο ήταν αφημένο το πράσινο περιτύλιγμα από ζαχαρωτά. Τζάμπα τα είχε αυτός ο άντρας. Μπροστά του ήταν αραδιασμένες κάμποσες βρώμικες γυάλες με γλυκά τζάμπα. Το τριχωτό του χέρι σκούπισε το μαρμάρινο πάγκο με το πανάκι στο χρώμα τής βρώμας. Όταν είδε την αστραφτερή γυναίκα με τούς λαμπερούς ώμους και το αγόρι δίπλα της, μια σκιά συννέφιασε το πρόσωπό του. Ύστερα χαμογέλασε δείχνοντας τα πλήκτρα τού πιάνου μέσα στο στόμα του.
«Πάααλι έξω είσαι;» ρώτησε.
Ο Έστθα ένιωσε τον εμετό να ανεβαίνει στο λαρύγγι του. Η Άμου τον πήγε σηκωτό ως τις τουαλέτες. Των ΓΥΝΑΙΚΏΝ.
Τον κράτησε μετέωρο, ανάμεσα στο βρώμικο νιπτήρα και το κορμί της. Τα πόδια του κρέμονταν, χωρίς να ακουμπούν στο πάτωμα. Ο νιπτήρας είχε μεταλλικές βρύσες και λεκέδες από σκουριά. Κι ένα καφετί δίχτυ από ραγισματιές. Σαν το χάρτη των μπερδεμένων δρόμων κάποιας μεγαλούπολης.
Ο Έστθα προσπάθησε αλλά δεν κατάφερε να βγάλει τίποτε από μέσα του. Μόνο σκέψεις. Βγήκαν από μέσα του κι ύστερα ξαναμπήκαν. Η Άμου δεν μπορούσε να τις δει. Πέταξαν σαν μαύρα σύννεφα πάνω από την Πόλη τού Νιπτήρα. Αλλά οι άντρες και οι γυναίκες τού νιπτήρα συνέχισαν να ασχολούνται με τις δουλειές τού νιπτήρα. Τα αυτοκίνητα τού νιπτήρα και τα λεωφορεία τού νιπτήρα, συνέχισαν να τραβούν το δρόμο τους. Η ζωή τού Νιπτήρα συνέχιζε αδιάκοπη την πορεία της.
«Όχι;» ρώτησε η Άμου.
«Όχι», απάντησε ο Έστθα.
Όχι; Όχι.
«Τότε πλύνε το πρόσωπό σου, πάντα βοηθάει. Πλύνε το πρόσωπό σου και πάμε να πιούμε μια λεμονάδα με ανθρακικό».
Ο Έστθα έπλυνε το πρόσωπό του και τα χέρια του και το πρόσωπό του και τα χέρια του. Οι βλεφαρίδες του ήταν βρεμένες και κολλημένες.
Ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες δίπλωσε το πράσινο χάρτινο περιτύλιγμα απ᾿ το ζαχαρωτό που είχε φάει. Σήκωσε ένα διπλωμένο περιοδικό και σκότωσε μια μύγα. Απαλά την έσπρωξε να πέσει από τον πάγκο στο δάπεδο. Έπεσε ανάσκελα, κουνώντας ακόμα στον αέρα τα μικρά ποδαράκια της.
«Γλυκό παιδί», είπε στην Άμου. «Τραγουδάει πολύ ωραία».
«Είναι γιος μου», είπε η Άμου.
«Μπα;» έκανε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες και κοίταξε την Άμου με τα δόντια του. «Αλήθεια; Δε φαίνεστε τόσο μεγάλη!»
«Δεν αισθάνεται και τόσο καλά», είπε η Άμου. «Ίσως ένα αναψυκτικό τού κάνει καλό».
«Βέβαια», είπε ο Άντρας. «Βέβαιαβέβαια. Λεμονάδαπορτοκαλάδα; Πορτοκαλάδαλεμονάδα;» Φοβερή ερώτηση. Η ερώτηση που φοβόταν.
«Όχι, ευχαριστώ». Ο Έστθα κάρφωσε τα μάτια του στην Άμου. Το στομάχι του ανακατεύτηκε. Το ένιωσε ξανά γεμάτο πράσινα, μπερδεμένα, πηχτά φύκια που σάλευαν αργά πλέοντας μια προς τα πάνω και μια προς τα κάτω.
«Κι εσείς;» ρώτησε την Άμου ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Κόκα-ΚόλαΦάντα; Παγωτό;» «Όχι. Δε θέλω. Ευχαριστώ», είπε η Άμου. Αστραφτερή γυναίκα με βαθιά λακκάκια στα μάγουλα.
«Ορίστε», είπε ο Άντρας δίνοντάς τους μια χούφτα ζαχαρωτά, σαν γενναιόδωρη αεροσυνοδός. «Αυτά είναι για το μικρό σου γιο».
«Όχι, ευχαριστώ», είπε ο Έστθα κοιτάζοντας την Άμου.
«Πάρ᾿ τα, Έστθα», είπε η Άμου. «Μην είσαι αγενής».
Ο Έστθα τα πήρε. «Πες ευχαριστώ», είπε η Άμου.
«Ευχαριστώ», είπε ο Έστθα. (Για τα ζαχαρωτά, για το λευκό ασπράδι τού αβγού.)
«Τίποτα», είπε στα αγγλικά ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες.
«Μάλιστα!» είπε. «Το παιδί μού είπε ότι είστε από το Αγιέμενεμ...»
«Ναι», απάντησε η Άμου. «Έρχομαι συχνά στα μέρη σας», είπε ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. «Το σόι τής γυναίκας μου είναι από κει. Ξέρω πού έχετε το εργοστάσιό σας. Το Παραντάιζ, έτσι δεν είναι; Το παιδί μού το είπε. Ο γιος σας».
Ήξερε πού θα έβρισκε τον Έστθα. Αυτό ήταν που ήθελε να πει. Ήταν μια προειδοποίηση.
Η Άμου είδε τον πυρετό που γυάλιζε στα μάτια τού γιου της.
«Πρέπει να φύγουμε», είπε. «Δε θέλω να μού αρρωστήσει. Αύριο έρχεται η ξαδέρφη τους», εξήγησε στο Θείο. «Από το Λονδίνο», πρόσθεσε αδιάφορα.
«Από το Λονδίνο;» Στα μάτια τού Θείου άστραψε ένας νέος σεβασμός. Για την οικογένεια που είχε διασυνδέσεις και συγγενείς στο Λονδίνο.
«Έστθα, μείνε εδώ με το Θείο. Πάω να φωνάξω την Μπέμπα Κοτσάμα και τη Ράχελ», είπε η Άμου.
«Έλα», είπε ο Θείος. «Έλα και κάτσε εδώ δίπλα μου, στο ψηλό σκαμνί».
«Όχι, Άμου! Όχι, Άμου, όχι! Θέλω να έρθω μαζί σου!»
Η Άμου, απορημένη για την ασυνήθιστη, στριγκλιάρικη επιμονή τού γιου της που συνήθως ήταν τόσο ήσυχος, ζήτησε συγγνώμη από το Θείο με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες.
«Συνήθως δεν είναι έτσι. Έλα, λοιπόν, Εστθάπεν!»
Η μυρωδιά τού γυρισμού στην αίθουσα. Οι σκιές των ανεμιστήρων. Τα κεφάλια ιδωμένα από πίσω. Σβέρκοι. Γιακάδες. Μαλλιά. Κότσοι. Κοτσίδες. Αλογοουρές.
Ένα σιντριβάνι με ένα Love-in-Tokyo. Ένα κοριτσάκι και μια πρώην καλόγρια.
Τα εφτά παιδιά τού πλοιάρχου φον Τραπ, παιδιά με γεύση μέντας, μόλις είχαν τελειώσει το μπάνιο τους, με άρωμα μέντας, και στέκονταν στη γραμμή, καλοχτενισμένα, τραγουδώντας με γλυκιές φωνές, φωνές με δροσιά μέντας, στη γυναίκα που ο πλοίαρχος λίγο έλειψε να παντρευτεί. Στην ξανθιά βαρονέσα που έλαμπε σαν διαμάντι.
Αγαλλιάζει η ψυχή μου
με των βουνών το τραγούδι.
«Πρέπει να φύγουμε», είπε η Άμου στην Μπέμπα Κοτσάμα και τη Ράχελ.
«Μα... Άμου!» διαμαρτυρήθηκε η Ράχελ. «Ακόμα δεν είδαμε τίποτα! Τα πιο σπουδαία πράγματα δεν έγιναν ακόμα! Δεν έχει προλάβει ούτε να τη φιλήσει! Δεν έχει σκίσει καν τη χιτλερική σημαία! Κι ο Ρολφ ο Ταχυδρόμος δεν τούς έχει προδώσει ακόμα!»
«Ο Έστθα αρρώστησε», είπε η Άμου. «Ελάτε!»
«Ούτε οι Ναζί ήρθαν!»
«Έλα, είπα», είπε η Άμου. «Σήκω!»
«Μα δεν τραγούδησαν ούτε το “Ψηλά στο βουνό ζούσε μόνος κάποιος βοσκός”!»
«Ο Έστθα πρέπει να ᾿ναι καλά, αύριο που θα φτάσει η Σόφι Μολ, έτσι δεν είναι;» προσπάθησε να τη νουθετήσει η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Όχι, δεν είναι έτσι», είπε η Ράχελ, περισσότερο στον εαυτό της παρά στη θεία της.
«Τι είπες;» ρώτησε η Μπέμπα Κοτσάμα που είχε πιάσει το γενικό νόημα, όχι όμως και τι ακριβώς είχε πει η Ράχελ.
«Τίποτα», είπε η Ράχελ.
«Σε άκουσα», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα.
Έξω, ο Θείος συγύριζε τις γυάλες με τα ζαχαρωτά του. Σκουπίζοντας με το βρωμερό πανί του, τούς κυκλικούς λεκέδες που είχαν αφήσει πάνω στο μαρμάρινο πάγκο τού Αναψυκτηρίου. Ετοιμαζόταν για το Διάλειμμα. Ήταν ένας πεντακάθαρος Θείος με Πορτοκαλάδες και Λεμονάδες. Είχε μια καρδιά αεροσυνοδού παγιδευμένη στο κορμί μιας αρκούδας.
«Φεύγετε;» ρώτησε.
«Ναι», απάντησε η Άμου. «Πού θα βρούμε ταξί;»
«Βγείτε έξω και πάρτε το δρόμο προς τα πάνω, στα δεξιά σας», είπε κοιτάζοντας τη Ράχελ. «Δε μού είπατε ότι έχετε κι ένα κοριτσάκι». Και παίρνοντας ένα ζαχαρωτό στο χέρι του, πρόσθεσε: «Έλα, μικρή μου αυτό είναι για σένα».
«Πάρε το δικό μου!» βιάστηκε να πει ο Έστθα που δεν ήθελε να πλησιάσει η Ράχελ τον άντρα.
Η Ράχελ προχωρούσε ήδη προς το μέρος του. Όταν τον πλησίασε, εκείνος τής χαμογέλασε. Και κάτι σ᾿ αυτό το χαμόγελο που θύμιζε πλήκτρα πιάνου, κάτι στο βλέμμα του που ήταν καρφωμένο πάνω της, τη σταμάτησε, την έσπρωξε μακριά του. Ήταν το πιο φριχτό πράγμα, το πιο τρομαχτικό πράγμα που είχε δει ποτέ της. Γύρισε το κεφάλι της να δει τον Έστθα.
Πισωπατώντας απομακρύνθηκε από τον τριχωτό άντρα.
Ο Έστθα έχωσε το ζαχαρωτό του στην παλάμη της κι η Ράχελ ένιωσε τα δάχτυλά του που ζεματούσαν απ᾿ τον πυρετό. Οι άκρες τους ήταν παγωμένες σαν το θάνατο.
«Γεια σου, μικρέ», είπε ο Θείος στον Έστθα. «Θα τα ξαναπούμε στο Αγιέμενεμ».
Και ξανά τα κόκκινα σκαλιά. Αυτήν τη φορά χασομερούσε η Ράχελ. Έσερνε τα πόδια της. Αργά.
«Ωραίος τύπος αυτός ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες», είπε η Άμου.
«Α, παπαπά!» απάντησε η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Δεν τού φαίνεται, αλλά φέρθηκε πολύ ευγενικά στον Έστθα», είπε η Άμου.
«Τότε γιατί δεν τον παντρεύεσαι;» ρώτησε μουτρωμένη η Ράχελ.
Ο χρόνος σταμάτησε στα κόκκινα σκαλιά. Ο Έστθα σταμάτησε. Η Μπέμπα Κοτσάμα σταμάτησε.
«Ράχελ», είπε άγρια η Άμου.
Η Ράχελ πάγωσε. Λυπόταν αφάνταστα γι᾿ αυτό που είχε πει. Δεν ήξερε από πού είχαν έρθει αυτές οι λέξεις, πώς βρέθηκαν στο στόμα της. Δεν ήξερε ότι τις είχε μέσα της. Τώρα τις είχε ξεστομίσει και δεν μπορούσε με τίποτα να τις πάρει πίσω. Περίμεναν στα κόκκινα σκαλιά οι λέξεις, σαν δημόσιοι υπάλληλοι. Άλλες κάθονταν, άλλες στέκονταν και κουνούσαν νευρικά το πόδι τους.
«Ράχελ», είπε η Άμου. «Ξέρεις τι έκανες;»
Δυο φοβισμένα μάτια κι ένα σιντριβάνι κοίταξαν την Άμου. «Εντάξει. Μη φοβάσαι», συνέχισε η Άμου. «Απάντησέ μου. Ξέρεις τι έκανες τώρα;»
«Τι;» ρώτησε η Ράχελ με την πιο μικρή, την πιο σιγανή φωνή της.
«Δεν καταλαβαίνεις τι έκανες;» ξαναρώτησε η Άμου. Δυο φοβισμένα μάτια κι ένα σιντριβάνι κοίταξαν την Άμου.
«Δεν ξέρεις τι γίνεται όταν πληγώνεις τούς ανθρώπους;» επέμεινε η Άμου. «Όταν τούς πληγώνεις, οι άνθρωποι αρχίζουν και σ᾿ αγαπούν λιγότερο. Έτσι είναι με τις αναίσθητες κουβέντες. Κάνουν τούς ανθρώπους να σ᾿ αγαπούν λιγότερο».
Ένα κρύο λεπιδόπτερο, με ασυνήθιστα πυκνό χνούδι στη ράχη του, ήρθε και κάθισε πανάλαφρο πάνω στην καρδιά τής Ράχελ. Εκεί όπου την ακούμπησαν τα παγωμένα πόδια του, ανατρίχιασε. Σε έξι σημεία ανατρίχιασε η "αναίσθητη" καρδιά της. Η Άμου την αγαπούσε λίγο λιγότερο.
Κι έτσι βγήκαν έξω, στο δρόμο, έστριψαν δεξιά. Στην πιάτσα των ταξί. Μια πληγωμένη μητέρα, μια πρώην καλόγρια, ένα παιδί που ζεματούσε από τον πυρετό κι ένα παιδί παγωμένο. Με έξι σημάδια ανατριχίλας κι ένα κρύο λεπιδόπτερο στην καρδιά του.
Το ταξί μύριζε ύπνο. Παλιά διπλωμένα ρούχα. Υγρά προσόψια. Μασχάλες. Στο κάτω κάτω ήταν πράγματι το σπίτι τού ταξιτζή. Εκεί μέσα ζούσε. Μόνο αυτό είχε για να βάζει τις μυρωδιές του. Τα καθίσματα ήταν δολοφονημένα. Σκισμένη η ταπετσαρία. Ένα κομμάτι κίτρινο βρώμικο αφρολέξ είχε ξεφύγει από τη θέση του και σάλευε αργά. Ο οδηγός έμοιαζε με μικρό τρωκτικό. Τα μάτια του έπαιζαν σαν τα μάτια τής νυφίτσας. Είχε γαμψή, ρωμαϊκή μύτη. Το μουστάκι του θύμιζε τον Λιτλ Ρίτσαρντ. Ήταν τόσο κοντούλης που έβλεπε το δρόμο μέσα απ᾿ το τιμόνι. Για τούς έξω, ήταν ένα ταξί με επιβάτες, χωρίς οδηγό. Οδηγούσε γρήγορα, επιθετικά, μπαίνοντας στα κενά, αναγκάζοντας τούς άλλους οδηγούς να τού παραχωρήσουν τη θέση τους. Επιταχύνοντας στις διαβάσεις των πεζών. Περνώντας με κόκκινο.
«Γιατί δε βάζετε ένα μαξιλάρι ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων;» ρώτησε η Μπέμπα Κοτσάμα όλο ευγένεια. «Θα βλέπετε καλύτερα το δρόμο».
«Γιατί δεν κοιτάζεις τη δουλειά σου, αδερφούλα μου;» απάντησε ο ταξιτζής χωρίς ίχνος ευγένειας.
Ο Έστθα έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο. Ένιωσε στα χείλη του την ζεστή γεύση τής αύρας. Την ένιωσε να τού ανακατεύει τα μαλλιά. Ήταν σίγουρος πως η Άμου θα τον αγαπούσε κι αυτόν λιγότερο, πολύ λιγότερο, αν μάθαινε ποτέ τι είχε κάνει με τον Άντρα με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. Η αηδία σάλεψε μέσα στο στομάχι του. Ανέβηκε, κατέβηκε, φούσκωσε, στριφογύρισε. Πόσο θα ήθελε να βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι. Το νερό πάντα βοηθάει.
Τα γλιτσιασμένα φώτα με νέον περνούσαν σαν αστραπές έξω απ᾿ τα παράθυρα τού ταξί. Μέσα έκανε ζέστη. Ήταν ήσυχα. Η Μπέμπα Κοτσάμα είχε κοκκινίσει από την ταραχή της. Δεν τής άρεσε καθόλου να είναι αιτία δυσάρεστων καταστάσεων η ίδια. Κάθε φορά που κάποιο αδέσποτο σκυλί ξέφευγε απ᾿ το πεζοδρόμιο, ο οδηγός έβαζε τα δυνατά του για να το σκοτώσει.
Το λεπιδόπτερο στην καρδιά τής Ράχελ άπλωσε τα βελούδινα φτερά του κι η παγωνιά τρύπωσε μέσα στα κόκαλά της. Στο πάρκινγκ τού ξενοδοχείου "Σι Κουίν", η γαλανή Πλίμουθ φλυαρούσε με άλλα μικρότερα αυτοκίνητα. Μια μεγάλη κυρία σε πάρτι μικρών κυριών. Τα φτερά τους μιλούσαν ασταμάτητα.
«Δωμάτια 313 και 327», είπε ο άντρας στη ρεσεψιόν. «Χωρίς κλιματισμό. Δίκλινα. Ο ανελκυστήρας δε λειτουργεί».
Το παιδί που τούς ανέβασε πάνω τα πράγματα, δεν ήταν παιδί. Τα μάτια του ήταν θολά και από το σκισμένο καφετί σακάκι του, έλειπαν δυο κουμπιά. Φαινόταν το γκρίζο φανελάκι του. Ήταν αναγκασμένος να φοράει λοξά το γελοίο καπελάκι τής στολής του και το πλαστικό λουράκι χωνόταν βαθιά στο διπλοσάγονό του. Δεν έπρεπε να αναγκάζουν ένα γέρο άνθρωπο να φοράει λοξά ένα τέτοιο γελοίο καπελάκι. Δεν έπρεπε να επεμβαίνουν αυθαίρετα στον τρόπο που τα χρόνια είχαν αποφασίσει να κρεμαστούν απ᾿ το πιγούνι του. Ήταν περιττή σκληρότητα.
Είχαν κι άλλα κόκκινα σκαλιά να ανέβουν. Το ίδιο κόκκινο χαλί τού κινηματογράφου τούς είχε πάρει από πίσω. Μαγικό ιπτάμενο χαλί.
Ο Τσάκο ήταν στο δωμάτιό του. Τον έπιασαν την ώρα που είχε πέσει με τα μούτρα στο φαγητό. Ψητό κοτόπουλο, πατάτες τηγανητές, σαλάτα με καλαμπόκι και κοτόσουπα, δυο ψωμάκια παράτθα* και παγωτό βανίλια με σιρόπι σοκολάτα. Το σιρόπι χωριστά, σε κυπελλάκι. Ο Τσάκο έλεγε συχνά πως η μεγαλύτερη φιλοδοξία του ήταν να πεθάνει από το πολύ φαγητό. Η Μαμάτσι έλεγε πως η λαιμαργία του ήταν σίγουρα σημάδι τής δυστυχίας που έκρυβε μέσα του. Ο Τσάκο έλεγε πως δεν ήταν έτσι. Πως ήταν Αμιγής Λαιμαργία.
Ο Τσάκο απόρησε που τούς είδε να γυρίζουν πριν την ώρα τους αλλά δεν το ᾿δειξε. Συνέχισε να τρώει.
Στην αρχή είχαν συμφωνήσει να κοιμηθεί ο Τσάκο με τον Έστθα στο ίδιο δωμάτιο. Η Ράχελ θα κοιμόταν με την Άμου και την Μπέμπα Κοτσάμα.
Τώρα όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει: ο Έστθα ήταν άρρωστος κι η Αγάπη είχε μοιραστεί σε νέα βάση (η Άμου δηλαδή αγαπούσε τη Ράχελ λίγο λιγότερο). Η Ράχελ, λοιπόν, θα κοιμόταν στο δωμάτιο του Τσάκο και ο Έστθα μαζί με την Άμου και την Μπέμπα Κοτσάμα.
Η Άμου έβγαλε το νυχτικό και την οδοντόβουρτσα τής Ράχελ από τη βαλίτσα και τα άφησε στο κρεβάτι.
«Ορίστε», είπε η Άμου.
Δυο κλικ για να κλείσει η βαλίτσα. Κλικ. Και κλικ.
«Άμου», είπε η Ράχελ. «Να μείνω νηστική απόψε για τιμωρία;»
Ήθελε οπωσδήποτε να αλλάξει την τιμωρία που τής είχε βάλει η Άμου. Ήθελε να μείνει νηστική για να την αγαπήσει ξανά η Άμου, όπως πρώτα.
«Όπως θέλεις», είπε η Άμου. «Εγώ πάντως σε συμβουλεύω να φας. Αν θέλεις δηλαδή να μεγαλώσεις. Θα μπορούσες να φας ίσως λιγάκι απ᾿ το κοτόπουλο τού Τσάκο».
«Ίσως ναι, ίσως όχι», είπε ο Τσάκο.
«Ναι, αλλά τι θα γίνει με την τιμωρία μου;» ρώτησε η Ράχελ.
«Μερικά πράγματα φέρνουν μαζί την τιμωρία τους», μπήκε στη μέση η Μπέμπα Κοτσάμα. Λες κι εξηγούσε ένα πρόβλημα αριθμητικής που η Ράχελ δυσκολευόταν να καταλάβει.
Μερικά πράγματα φέρνουν μαζί την τιμωρία τους. Σαν τις κρεβατοκάμαρες με τις εντοιχισμένες ντουλάπες. Σύντομα θα μάθαιναν όλοι περισσότερα για τις τιμωρίες. Ότι υπήρχαν τιμωρίες σε διάφορα μεγέθη. Ότι μερικές ήταν μεγάλες, σαν ντουλάπες με εντοιχισμένα δωμάτια. Μπορούσες να περάσεις όλη σου τη ζωή μέσα τους, σέρνοντας τα βήματά σου στα σκοτεινά συρτάρια τους.
Η Μπέμπα Κοτσάμα την καληνύχτισε μ᾿ ένα φιλί που άφησε λίγο σάλιο στο μάγουλο τής Ράχελ. Το σκούπισε με τον ώμο της.
«Καληνύχτα, όνειρα γλυκά», τής είπε η Άμου. Αλλά το είπε στην πλάτη της. Ήταν κιόλας φευγάτη.
«Καληνύχτα», είπε ο Έστθα, πολύ άρρωστος για να αγαπήσει την αδερφή του.
Η Ράχελ Μόνη της, τούς είδε να βγαίνουν στο διάδρομο τού ξενοδοχείου σαν αθόρυβα αλλά χειροπιαστά φαντάσματα. Δυο μεγάλα, ένα μικρό με μπεζ μυτερά παπούτσια. Το κόκκινο χαλί έπνιγε τον ήχο των βημάτων τους.
Η Ράχελ έμεινε στο άνοιγμα τής πόρτας, γεμάτη λύπη. Είχε μέσα της τη λύπη τής Σόφι Μολ που θα έφτανε την άλλη μέρα το πρωί. Τη λύπη, που η Άμου την αγαπούσε λίγο λιγότερο. Και τη λύπη αυτού που είχε κάνει στον Έστθα ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες, στο Σινεμά Αμπιλάς.
Ένας τσουχτερός άνεμος τη χτύπησε στα στεγνά, πονεμένα μάτια της.
Ο Τσάκο έβαλε ένα μπούτι και λίγες πατάτες τηγανητές σε ένα πιατάκι για τη Ράχελ.
«Δε θέλω, ευχαριστώ», είπε η Ράχελ ελπίζοντας ότι η Άμου δε θα την τιμωρούσε αν κατάφερνε να αυτοτιμωρηθεί.
«Μήπως προτιμάς λίγο παγωτό με σιρόπι σοκολάτα;» ρώτησε ο Τσάκο.
«Όχι, ευχαριστώ», είπε η Ράχελ.
«Θαυμάσια», έκανε ο Τσάκο. «Αλλά δεν ξέρεις τι χάνεις».
Έφαγε μόνος του όλο το κοτόπουλο κι όλο το παγωτό.
Η Ράχελ γδύθηκε και φόρεσε το νυχτικό της. «Σε παρακαλώ να μη μού πεις τι έκανες και γιατί τιμωρήθηκες», είπε ο Τσάκο. «Δεν αντέχω να το ακούσω». Μάζευε ό,τι είχε απομείνει από το σιρόπι σοκολάτα με ένα κομματάκι παράτθα. Το αηδιαστικό του επι-επιδόρπιο. «Λοιπόν; Τι έκανες; Έξυσες τα τσιμπήματα απ᾿ τα κουνούπια στα πόδια σου ώσπου μάτωσαν; Δεν είπες “Ευχαριστώ” στον ταξιτζή;»
«Κάτι πολύ χειρότερο», είπε η Ράχελ, όλο αφοσίωση στην Άμου.
«Τότε Μη μού πεις», είπε ξανά ο Τσάκο. «Δε θέλω να ξέρω».
Τηλεφώνησε στην υπηρεσία δωματίου κι ένας κουρασμένος σερβιτόρος ήρθε και πήρε τα πιάτα και τα κόκαλα μέσα στο δίσκο του. Δοκίμασε να πιάσει τις μυρωδιές τού φαγητού, εκείνες όμως τού ξέφυγαν και σκαρφάλωσαν στις βαριές σκούρες κουρτίνες τού ξενοδοχείου.
Μια ανιψιά νηστική κι ένας θείος χορτάτος βούρτσισαν μαζί τα δόντια τους στο λουτρό του Σι Κουίν. Εκείνη ολομόναχη, τιμωρημένη με ριγέ νυχτικό και τα μαλλιά της πιασμένα με ένα Love-in-Tokyo. Αυτός με βαμβακερό φανελάκι και σώβρακο. Η φανέλα του, σφιχτά κολλημένη σαν δεύτερο δέρμα πάνω στη στρογγυλή κοιλιά του, χαλάρωνε πάνω από το βαθούλωμα τού αφαλού του.
Όταν η Ράχελ βάλθηκε να κρατάει ακίνητη την οδοντόβουρτσά της κι άρχισε να κουνάει το πρόσωπό της πέρα-δώθε για να πλύνει έτσι τα δόντια της, ο θείος της δεν τής είπε να σταματήσει. Δεν ήταν φασίστας.
Ξέπλυναν την οδοντόπαστα από τα δόντια τους με τη σειρά. Η Ράχελ περιεργάστηκε με προσοχή τον άσπρο αφρό από την Μπινάκα της που κυλούσε αργά στο τοίχωμα τού νιπτήρα. Ήθελε να δει τι θα έβλεπε.
Τι χρώματα, τι παράξενα πλάσματα είχαν ξεφυτρώσει ανάμεσα από τα δόντια της;
Τίποτε απόψε. Τίποτε ασυνήθιστο. Μόνο αφρός από την Μπινάκα.
Ο Τσάκο έσβησε το Μεγάλο Φως.
Πλαγιάζοντας η Ράχελ έβγαλε από τα μαλλιά της το Love-in-Tokyo και το ακούμπησε δίπλα στα γυαλιά της. Το σιντριβάνι της χαλάρωσε λιγάκι αλλά δε χάλασε τελείως.
Ο Τσάκο ξάπλωσε λουσμένος στο φως τής λάμπας που ήταν αναμμένη στο κομοδίνο, δίπλα του. Ένας χοντρός άντρας σε μια σκοτεινή σκηνή. Άπλωσε το χέρι του να πιάσει το πουκάμισό του που το είχε αφήσει κουβάρι στα πόδια τού κρεβατιού. Έβγαλε από το τσεπάκι του το πορτοφόλι του και κοίταξε τη φωτογραφία τής Σόφι Μολ που η Μάργκαρετ Κοτσάμα τού είχε στείλει δυο χρόνια πριν.
Η Ράχελ τον κοίταξε και το κρύο λεπιδόπτερο στην καρδιά της άπλωσε πάλι τα φτερά του. Τα άνοιξε αργά αργά. Τα έκλεισε αργά αργά. Σαν τη νωθρή ματιά τού αρπακτικού ζώου.
Τα σεντόνια ήταν σκληρά αλλά καθαρά.
Ο Τσάκο έκλεισε το πορτοφόλι του κι έσβησε το φως δίπλα του. Στα σκοτεινά άναψε ένα τσιγάρο· κόκκινη η καύτρα άστραψε μέσα στο σκοτάδι. Αναρωτήθηκε πώς ήταν τάχα η κόρη του τώρα. Εννιά χρονών.
Την τελευταία φορά που την είχε δει, ήταν κόκκινη και ζαρωμένη. Μετά βίας ανθρωπάκι. Τρεις εβδομάδες αργότερα η Μάργκαρετ, η γυναίκα του, η μοναδική αγάπη τής ζωής του, είχε βάλει τα κλάματα και τού είχε μιλήσει για τον Tζo.
Η Μάργκαρετ είχε πει στον Τσάκο ότι δεν μπορούσε να ζήσει άλλο μαζί του. Τού είπε ότι χρειαζόταν δικό της χώρο. Λες κι ο Τσάκο έβαζε τα ρούχα του στη δική της ντουλάπα. Πράγμα που ίσως το έκανε, τέτοιος που ήταν.
Τού είχε ζητήσει διαζύγιο.
Εκείνες τις τελευταίες βασανιστικές νύχτες πριν φύγει από το σπίτι, ο Τσάκο γλιστρούσε αθόρυβα απ᾿ το κρεβάτι του και κοίταζε στο φως ενός φακού την κοιμισμένη κόρη του. Για να τη θυμάται. Για να τυπώσει τα χαρακτηριστικά της στη μνήμη του. Για να σιγουρευτεί πως, όταν θα τη θυμόταν, θα τη θυμόταν σωστή. Χάραξε στη θύμησή του το καστανό χνούδι στο κεφάλι της. Το σχήμα τού μικρού στόματός της που βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση. Τα διαστήματα ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών της. Την υποψία μιας ελιάς. Κι ύστερα, άθελά του, βρέθηκε να ψάχνει το μωρό του, να βρει σημάδια τού Tζo. Το μωρό έσφιξε με το χεράκι του το δάχτυλό του κι εκείνος συνέχισε την άρρωστη, τρελή, ζηλότυπη έρευνά του στο φως τού φακού. Ο αφαλός τής Σόφι προεξείχε πάνω από τη σατινένια χορτάτη κοιλίτσα της, σαν θολωτό μνημείο στην κορυφή ενός λόφου. Ο Τσάκο ακούμπησε το αφτί του πάνω του κι αφουγκράστηκε μαγεμένος τα γουργουρητά από μέσα. Μηνύματα από τη μια μεριά στην άλλη. Νεογέννητα όργανα που προσπαθούσαν να συντονιστούν. Να συνηθίσουν το ένα το άλλο. Νέα κυβέρνηση που αγωνιζόταν να επιβάλει τα δικά της συστήματα. Να οργανώσει τον καταμερισμό τής δουλειάς, να αποφασίσει ποιος θα κάνει τι.
Μύριζε γάλα και ούρα. Ο Τσάκο τα είχε χαμένα: πώς ήταν δυνατόν ένα ανθρωπάκι τόσο μικρό, τόσο ασχημάτιστο ακόμα, τόσο αβέβαιο και θολό, να ορίζει με τόσο απόλυτο τρόπο την προσοχή, την αγάπη, ακόμα και την πνευματική υγεία ενός ενήλικου άντρα.
Όταν έφυγε, ένιωσε λες και κάτι τού είχαν ξεριζώσει από μέσα του. Κάτι μεγάλο.
Μα τώρα ο Τζo ήταν νεκρός. Είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Μια μαύρη τρύπα στο Σύμπαν στο σχήμα τού Tζo.
Στη φωτογραφία τού Τσάκο η Σόφι Μολ ήταν εφτά χρονών. Άσπρη και γαλάζια. Με ρόδινα χείλη. Τίποτα το Συριακό χριστιανικό απάνω της. Παρόλο που η Μαμάτσι, κοιτάζοντας τη φωτογραφία, επέμενε ότι είχε τη μύτη τού Παπάτσι.
«Τσάκο;» είπε η Ράχελ από το κρεβάτι της, μες στο σκοτάδι. «Μπορώ να σού κάνω μια ερώτηση;»
«Κάνε μου δυο», είπε ο Τσάκο.
«Τσάκο, αγαπάς τη Σόφι Μολ Περισσότερο από καθετί στον Κόσμο;»
«Είναι κόρη μου», απάντησε ο Τσάκο.
Η Ράχελ το σκέφτηκε.
«Τσάκο; Είναι υποχρεωτικό να αγαπούν οι άνθρωποι τα παιδιά τους Περισσότερο από καθετί στον Κόσμο; ΠΡΈΠΕΙ να είναι έτσι;»
«Δεν υπάρχουν κανόνες», απάντησε ο Τσάκο. «Αλλά συνήθως έτσι γίνεται».
«Τσάκο», είπε η Ράχελ. «Για πες μου, για παράδειγμα: είναι δυνατόν να αγαπάει η Άμου τη Σόφι Μολ περισσότερο απ᾿ όσο αγαπάει εμένα και τον Έστθα; Ή εσύ να αγαπάς εμένα περισσότερο από τη Σόφι Μολ; Για παράδειγμα...»
«Όλα είναι δυνατά στην Ανθρώπινη Φύση», απάντησε ο Τσάκο σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή. Λες και μιλούσε στο σκοτάδι, λησμονώντας την παρουσία τής μικρής ανιψιάς του. «Αγάπη. Τρέλα. Ελπίδα. Απέραντη χαρά».
Από τα τέσσερα πράγματα που ήταν Δυνατά στην Ανθρώπινη Φύση, η Ράχελ αποφάσισε ότι η Απέραντη Χαρά ήταν το πιο λυπητερό. Ίσως έφταιγε ο τρόπος που το είχε πει ο Τσάκο.
Απέραντη Χαρά. Κάτι στο άκουσμα αυτών των λέξεων τής θύμισε εκκλησία. Σαν θλιμμένο ψάρι με πτερύγια σε όλο του το κορμί.
Το κρύο λεπιδόπτερο ανασήκωσε το ένα από τα κρύα του πόδια.
Ο καπνός τού τσιγάρου έκανε δαχτυλίδια μες στο σκοτάδι. Κι ο χοντρός άντρας και το μικρό κορίτσι ξαγρυπνούσαν σιωπηλοί, ο καθένας στο κρεβάτι του.
Λίγα δωμάτια πιο πέρα, κι ενώ η θεία του ροχάλιζε ήδη, ο Έστθα ήταν κι αυτός ξύπνιος.
Η Άμου κοιμόταν, όμορφη στο γαλαζωπό φως τού δρόμου που περνούσε από τα κάγκελα κι έμπαινε μες στο δωμάτιο. Χαμογελούσε μ᾿ ένα κοιμισμένο χαμόγελο που ονειρευόταν δελφίνια στο απέραντο σκούρο γαλάζιο, πέρα από τα κάγκελα. Ήταν ένα χαμόγελο που δεν έδινε την παραμικρή ένδειξη ότι το πρόσωπο, στο οποίο ανήκε, ήταν μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί.
Ο Έστθα Μόνος του σηκώθηκε και πήγε σερνάμενος ως το μπάνιο. Ξέρασε ένα διάφανο, αφρισμένο, πικρό, υγρό. Σαν λεμονάδα με ανθρακικό. Τού άφησε μια ξινή γεύση στο στόμα. Από την πρώτη συνάντηση τού Μικρού Άντρα με το Φόβο. Ντουμ ντουμ.
Ένιωσε λίγο καλύτερα. Φόρεσε τα παπούτσια του και βγήκε από το δωμάτιο. Με τα κορδόνια του να σέρνονται, προχώρησε στο διάδρομο και στάθηκε σιωπηλός μπροστά στην πόρτα τής Ράχελ.
Η Ράχελ ανέβηκε σε μια καρέκλα, ξεκλείδωσε την πόρτα και τού άνοιξε. Ο Τσάκο δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει πώς είχε καταλάβει η ανιψιά του ότι ο Έστθα περίμενε έξω από την πόρτα τους. Ήταν συνηθισμένος. Ήξερε πως ώρες ώρες τα δίδυμα είχαν μια αλλόκοτη σχέση μεταξύ τους. Ξαπλωμένος στο στενό κρεβάτι τού ξενοδοχείου σαν φάλαινα που έχει εξοκείλει, αναρωτιόταν αν ήταν πράγματι ο Βελούτθα αυτός που είχε δει η Ράχελ στη διαδήλωση. Το θεωρούσε μάλλον απίθανο. Γιατί να ρισκάρει τόσο πολλά ο Βελούτθα; Ήταν ένας Παρουάν με μέλλον. Αναρωτήθηκε αν ο Βελούτθα ήταν κανονικό μέλος τού Μαρξιστικού Κόμματος. Κι αν είχε συναντηθεί τελευταία με το σύντροφο Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ.
Λίγους μήνες νωρίτερα οι πολιτικές φιλοδοξίες τού συντρόφου Πίλαϊ είχαν σημειώσει ξαφνική κι ανέλπιστη άνοδο. Δυο από τα στελέχη τού Κόμματος στο Αγιέμενεμ, ο σύντροφος Tζ. Κατούκαραν και ο σύντροφος Γκούαν Μένεν, διαγράφηκαν λόγω των σχέσεών τους με τούς ναξαλίτες. Ο δεύτερος — ο σύντροφος Γκούαν Μένεν ήταν αυτός που είχε ορίσει το Κόμμα ως υποψήφιο για τις βουλευτικές εκλογές που θα γίνονταν στο Κόταγιαμ τον ερχόμενο Μάρτιο. Η διαγραφή του δημιούργησε ένα κενό, που πολύ θα ήθελαν να καλύψουν ορισμένοι υπεραισιόδοξοι. Ανάμεσά τους κι ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ.
Ο σύντροφος Πίλαϊ είχε αρχίσει να παρακολουθεί τις εξελίξεις στο εργοστάσιο Παραντάιζ με το ενδιαφέρον τού αναπληρωματικού παίκτη που αναγκάζεται να βλέπει ποδόσφαιρο καθισμένος στον πάγκο. Ένα καινούργιο συνδικάτο, όσο μικρό κι αν ήταν, στο μελλοντικό (όπως έλπιζε) εκλογικό τομέα του, θα ήταν η καλύτερη αρχή για την κούρσα προς το Κοινοβούλιο.
Ως τότε το Σύντροφε! Σύντροφε! (όπως το έλεγε η Άμου) δεν ήταν για το εργοστάσιο Παραντάιζ παρά ένα αθώο παιχνιδάκι που έπαιζαν οι εργάτες στις ελεύθερες ώρες τους. Όταν θα άλλαζαν όμως τα πράγματα, όταν ο Τσάκο θα αναγκαζόταν να παραδώσει την καρέκλα τού διευθυντή, τότε όλοι το ήξεραν (εκτός από τον Τσάκο) ότι το εργοστάσιο που ήταν ήδη χρεωμένο, θα αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα.
Κι αφού τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, οι εργάτες δεν πληρώνονταν ούτε καν το ελάχιστο μεροκάματο που ήταν ορισμένο από τα συνδικάτα. Ο ίδιος ο Τσάκο τούς εξηγούσε την κατάσταση και τούς έδινε το λόγο του ότι θα τούς ανέβαζε τα μεροκάματα μόλις η δουλειά, τού άφηνε λίγα κέρδη. Πίστευε ότι τον εμπιστεύονταν. Κι ότι ήξεραν πως νοιαζόταν πρώτος αυτός για το συμφέρον τους.
Ωστόσο υπήρχε κάποιος που σκεφτόταν αλλιώς. Τα απογεύματα, όταν η βάρδια στο εργοστάσιο τέλειωνε τη δουλειά της, ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ παραμόνευε τούς εργάτες τού Παραντάιζ και τούς μάντρωνε στο τυπογραφείο του. Με την ένρινη, σφυριχτή φωνή του τούς έσπρωχνε να ξεσηκωθούν. Στους λόγους του κατάφερνε να αναμιγνύει με έξυπνο τρόπο φλέγοντα τοπικά ζητήματα και μεγαλόπρεπες μαοϊκές ρητορείες που ακούγονταν ακόμα πιο μεγαλόπρεπες στα μαλαγιάλαμ.
«Άνθρωποι αυτού τού κόσμου», άρχισε να κελαηδάει, «κάντε κουράγιο. Τολμήστε να αγωνιστείτε, αψηφήστε τις δυσκολίες και προχωρήστε εμπρός βήμα με βήμα. Και τότε ολόκληρος ο κόσμος θα ανήκει στο Λαό. Αφανίστε τα τέρατα κάθε είδους. Διεκδικήστε τα δικαιώματά σας. Ετήσια επιδόματα. Ασφάλιση ατυχημάτων. Συνταξιοδότηση». Κι επειδή οι λόγοι αυτοί ήταν εν μέρει πρόβες για την εποχή εκείνη που ο σύντροφος Πίλαϊ, ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος τής περιοχής του, θα απευθυνόταν σε πλήθη απροσμέτρητα, η φωνή του κι ο τόνος αντηχούσαν αλλόκοτα. Η φωνή του ήταν γεμάτη πράσινα ρυζοχώραφα και κόκκινα λάβαρα που ανέμιζαν σε καταγάλανους αιθέρες κι όχι σε ένα μικρό, ζεστό δωματιάκι που μύριζε μελάνη τυπογραφείου.
Ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. ΠίλαΪ ποτέ δεν τα ᾿βαλε ανοιχτά με τον Τσάκο. Όποτε τον ανέφερε στους λόγους του, φρόντιζε να τον παρουσιάζει ουδέτερο, στερημένο απ᾿ όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του, απρόσωπο. Για το σύντροφο Πίλαϊ, ο Τσάκο ήταν ένας ανώνυμος διευθυντής εργοστασίου. Ένα θεωρητικό κατασκεύασμα. Ένα πιόνι στην τερατώδη συνωμοσία των αστών που στόχο είχε να υπονομεύσει την Επανάσταση. Ποτέ δεν τον έλεγε με το όνομά του. Γι᾿ αυτόν ο Τσάκο ήταν πάντα "η Διεύθυνση". Λες κι ο Τσάκο δεν ήταν ένας αλλά πολλοί. Πέρα από το γεγονός ότι η τακτική του ήταν πολιτικά και κομματικά σωστή, η διάκριση αυτή μεταξύ τού ανθρώπου και τής θέσης του, βοηθούσε το σύντροφο Πίλαϊ να κρατάει και τη συνείδησή του ήσυχη, όσον αφορά τις επαγγελματικές του σχέσεις με τον Τσάκο. Αυτός τύπωνε τις ετικέτες για τις Μαρμελάδες και τις Πίκλες Παραντάιζ. Και το συμβόλαιο αυτό τού εξασφάλισε ένα εισόδημα που ο σύντροφος Πίλαϊ χρειαζόταν κατεπειγόντως. Είχε πείσει, λοιπόν, τον εαυτό του ότι ο Τσάκο-ο-πελάτης και ο Τσάκο-ο-Διευθυντής ήταν δύο διαφορετικά πρόσωπα. Εντελώς ξεχωριστά, εννοείται, από τον Τσάκο-το-Σύντροφο.
Το μόνο εμπόδιο στα σχέδια τού συντρόφου Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ ήταν ο Βελούτθα. Απ᾿ όλους τούς εργάτες τού εργοστασίου Παραντάιζ αυτός ήταν το μοναδικό τακτικό μέλος τού Κόμματος. Η παρουσία του εκεί μέσα εξασφάλιζε στο σύντροφο Πίλαϊ ένα σύμμαχο ανεπιθύμητο. Ήξερε ότι όλοι οι Καθαροί εργάτες τού εργοστασίου αντιπαθούσαν τον Βελούτθα για δικούς τους λόγους, από παλιά. Ήταν ο μόνος Άθικτος ανάμεσά τους. Ο σύντροφος Πίλαϊ χειριζόταν με μεγάλη προσοχή το ακανθώδες αυτό ζήτημα, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να λύσει το πρόβλημα.
Ήταν σε διαρκή επαφή με τούς εργάτες. Θεωρούσε καθήκον και χρέος του να μαθαίνει όλα όσα συνέβαιναν στο εργοστάσιο. Τούς περιγελούσε επειδή δέχονταν τα ψίχουλα που τούς έδινε η διεύθυνση, τη στιγμή που η δική τους κυβέρνηση, η Κυβέρνηση τού Λαού, ήταν στην εξουσία.
Όταν ο Πούνατσεν, ο λογιστής που διάβαζε στη Μαμάτσι κάθε πρωί τις εφημερίδες, τής είπε τα νέα ότι οι εργάτες κουβέντιαζαν μεταξύ τους με σκοπό να ζητήσουν αύξηση, εκείνη έγινε έξω φρενών. «Πες τους να διαβάσουν τις εφημερίδες. Ο κόσμος πεθαίνει τής πείνας. Δεν υπάρχουν δουλειές. Οι φτωχοί λένε το ψωμί ψωμάκι. Θα ᾿πρεπε να με ευγνωμονούν. Σε μένα χρωστάνε τη δουλειά τους».
Όταν συνέβαινε κάτι σημαντικό στο εργοστάσιο, το μάθαινε πάντα πρώτη η Μαμάτσι. Κανείς δε σκεφτόταν ποτέ να ενημερώσει πρώτα τον Τσάκο. Ίσως επειδή η Μαμάτσι ταίριαζε γάντι στο πατροπαράδοτο σχήμα κι έπαιζε σωστά το ρόλο της. Οι αντιδράσεις της, όσο έντονες κι αν ήταν, ήταν ανοιχτές και προβλέψιμες. Ο Τσάκο, από την άλλη, παρόλο που ήταν ο Άντρας τού Σπιτιού, παρόλο που έλεγε «Οι πίκλες μου, οι μαρμελάδες μου, τα μπαχαρικά μου», δεν προλάβαινε να ασχοληθεί και πολύ με τη δουλειά – έτσι που άλλαζε πρόσωπα και ρούχα από το πρωί ως το βράδυ, θολώνοντας τις γραμμές τής μάχης.
Η Μαμάτσι προσπάθησε να προειδοποιήσει τον Τσάκο. Εκείνος την άκουσε αλλά δεν έδωσε και μεγάλη προσοχή στα λόγια της. Παρόλο που οι φήμες για δυσαρέσκεια τής εργατικής δύναμης στις Πίκλες Παραντάιζ έφτασαν εγκαίρως στα αφτιά τού Τσάκο, εκείνος συνέχισε απτόητος να κάνει πρόβες για την Επανάσταση και να παίζει το Σύντροφε! Σύντροφε!
Εκείνη τη νύχτα, ξαπλωμένος στο στενό κρεβάτι τού ξενοδοχείου, κατέστρωσε ένα νυσταγμένο σχέδιο: να τη βγει από αριστερά στο σύντροφο Πίλαϊ και να οργανώσει αυτός τούς εργάτες του σε ένα είδος ιδιωτικού συνδικάτου. Θα μπορούσε να τούς στήσει κανονικές εκλογές. Να τούς βάλει να ψηφίσουν. Να αναλάβουν όλοι με τη σειρά να εκπροσωπήσουν τούς συναδέλφους τους. Χαμογέλασε στη σκέψη των διαπραγματεύσεων στρογγυλής τραπέζης με τη συντρόφισσα Σούματθι ή, ακόμα καλύτερα, τη συντρόφισσα Λουσικούτι που είχε σαφώς ωραιότερα μαλλιά.
Το μυαλό του πέταξε ξανά στη Μάργκαρετ Κοτσάμα και τη Σόφι Μολ. Ατσάλινα τα δεσμά τής αγάπης έσφιξαν το στήθος του, τόσο που δεν μπορούσε πια ούτε να ανασάνει. Ξάγρυπνος περίμενε μετρώντας τις ώρες ώσπου να πάνε στο αεροδρόμιο.
Στο διπλανό κρεβάτι η ανιψιά του κι ο ανιψιός του κοιμόνταν αγκαλιασμένοι. Ένα παιδί καυτό κι ένα παγωμένο. Δίδυμα. Αυτός κι Αυτή. Εμείς κι Εμάς. Κατά κάποιον τρόπο είχαν ήδη επίγνωση τής συμφοράς που τούς περίμενε στα παρασκήνια.
Ονειρεύονταν το ποτάμι τους. Τις φοινικιές που έγερναν πάνω απ᾿ τα νερά του και παρακολουθούσαν, με τις καρύδες-μάτια, τις βάρκες να γλιστρούν. Ανεβαίνοντας το ρεύμα κάθε πρωί. Κατεβαίνοντας κάθε βράδυ. Και τον υπόκωφο, σκοτεινό ήχο των ραβδιών από μπαμπού που χτυπούσαν οι βαρκάρηδες πάνω στο σκούρο, λαδωμένο ξύλο για να κουμαντάρουν τα πλεούμενά τους.
Ήταν ζεστό, το νερό. Γκριζοπράσινο. Σαν τσαλακωμένο μετάξι.
Με ψάρια μέσα του.
Με τον ουρανό και τα δέντρα μέσα του.
Και τη νύχτα, το σπασμένο κίτρινο φεγγάρι μέσα του.
Όταν βαρέθηκαν πια να περιμένουν, οι μυρωδιές τού φαγητού κατέβηκαν από τις κουρτίνες και πέταξαν έξω από τα παράθυρα τού Σι Κουίν, να χορέψουν όλη νύχτα με άλλες μυρωδιές φαγητού, πάνω από τη θάλασσα. Η ώρα ήταν δύο παρά δέκα.
* Το " Baby Elephant Walk " είναι ένα τραγούδι που συντέθηκε το 1961 από τον Henry Mancini για την ταινία του 1962 Hatari.
* Paratha: ψωμάκια με πολλά επίπεδα ζύμης που έχει σαν βάση μια αφράτη ζύμη με πολλά φύλλα (σαν του κρουασάν).
3. Τα καγκουρό τού Κοτσίν
Στο Αεροδρόμιο τού Κοτσίν, το καινούργιο βρακάκι τής Ράχελ με τις βούλες ήταν ακόμα πεντακάθαρο. Οι πρόβες είχαν γίνει. Ήταν η Μέρα τής Παράστασης. Το αποκορύφωμα τής εβδομάδας τού Τι Θα Σκεφτεί Η Σόφι Μολ;
Το πρωί στο ξενοδοχείο Σι Κουίν, η Άμου — που είχε δει στο όνειρό της δελφίνια και το απέραντο, βαθύ γαλάζιο — βοήθησε τη Ράχελ να φορέσει το φαρδύ της Φουστάνι για το Αεροδρόμιο. Ήταν άλλη μια από τις τρέλες που έβρισκε η Άμου τού γούστου της: ένα σύννεφο από κολλαριστή κίτρινη δαντέλα με λεπτές ασημένιες παγιέτες και φιόγκους στους ώμους. Η φούστα του ήταν φοδραρισμένη με φουρό για να φουσκώνει. Η Ράχελ ανησυχούσε μήπως δεν ταίριαζε στ᾿ αλήθεια με τα κόκκινα γυαλιά της.
Η Άμου τη βοήθησε να φορέσει το καινούργιο, πεντακάθαρο βρακάκι της. Η Ράχελ, με τα χέρια της πιασμένα στους ώμους τής Άμου, μπήκε στο καινούργιο της βρακάκι (αριστερό πόδι, δεξιό πόδι) κι έδωσε δυο φιλιά στα λακκάκια τής Άμου (αριστερό μάγουλο, δεξιό μάγουλο). Το λάστιχο χτύπησε μαλακά στην κοιλιά της.
«Σ᾿ ευχαριστώ, Άμου», είπε η Ράχελ.
«Σ᾿ ευχαριστώ;» απόρησε η Άμου.
«Για το καινούργιο μου φουστάνι και το βρακάκι», είπε η Ράχελ.
Η Άμου χαμογέλασε. «Παρακαλώ, αγαπούλα μου», είπε. Η φωνή της ήταν λυπημένη. Παρακαλώ, αγαπούλα μου.
Το δωμάτιο τού Σι Κουίν μύριζε αβγά και καφέ φίλτρου. Πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο, ο Έστθα κρατούσε το θερμός με το νερό τής βρύσης. Η Ράχελ κρατούσε το θερμός με το βρασμένο νερό. Τα θερμός Ιγκλ είχαν πάνω τους ζωγραφισμένους αετούς με τα φτερά τους ανοιχτά. Στα νύχια τους κρατούσαν από μια μικρή υδρόγειο. Οι αετοί των θερμός παρακολουθούσαν ολημερίς τον κόσμο από ψηλά και τις νύχτες, όπως φαντάζονταν τα δίδυμα, πετούσαν γύρω από τα θερμός τους. Σιωπηλοί σαν κουκουβάγιες πετούσαν, με το φεγγάρι στις φτερούγες τους.
Ο Έστθα φορούσε ένα μακρυμάνικο κόκκινο πουκάμισο με μυτερό γιακά και μαύρο στενό παντελόνι. Το τσουλούφι του ήταν σγουρό, έκπληκτο. Σαν καλοχτυπημένη μαρέγκα.
Ο Έστθα είπε και είχε κάποιο δίκιο για να πούμε την αλήθεια, ότι η Ράχελ ήταν σαν χαζή με το φουστάνι για το Αεροδρόμιο. Η Ράχελ τον χτύπησε κι εκείνος το ανταπέδωσε.
Στο αεροδρόμιο δε μιλούσαν μεταξύ τους.
Ο Τσάκο που συνήθως φορούσε μούντου, σήμερα είχε φορέσει ένα αστείο στενό κοστούμι κι ένα αστραφτερό χαμόγελο. Η Άμου ίσιωσε τον κόμπο τής γραβάτας του που ήταν παράξενη και δεμένη στραβά. Η γραβάτα είχε πάρει το πρωινό της κι ήταν κατευχαριστημένη.
Η Άμου είπε: «Τι απόγινε ξαφνικά... ο Άνθρωπος των Μαζών;»
Το είπε με τα λακκάκια της, γιατί ο Τσάκο ήταν έτοιμος να σκάσει. Από ευτυχία.
Ο Τσάκο δεν τη χαστούκισε. Κι έτσι δε χρειάστηκε να τον χαστουκίσει ούτε εκείνη. Από το ανθοπωλείο τού Σι Κουίν ο Τσάκο αγόρασε δύο κόκκινα τριαντάφυλλα που κράτησε με προσοχή.
Χοντρός. Γεμάτος αγάπη.
Το μαγαζάκι στο αεροδρόμιο που λειτουργούσε υπό την επίβλεψη του Οργανισμού Τουρισμού τής Κέραλα, το είχαν φρακάρει οι Μαχαραγιάδες τής Ερ Ίντια, οι ελέφαντες από σανταλόξυλο και οι χαρτονένιες μάσκες χορευτών Κατακάλι. Στον αέρα πλανιόταν η βαριά μυρωδιά από σανταλόξυλο και ιδρωμένη βαμβακερή μασχάλη.
Στην Αίθουσα των Αφίξεων υπήρχαν τέσσερα τσιμεντένια καγκουρό σε φυσικό μέγεθος, με τσιμεντένιους μάρσιπους που έγραφαν: ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΊΗΣΕ ΜΕ. Στους μάρσιπους δεν υπήρχαν μωρά καγκουρό αλλά αποτσίγαρα, καμένα σπίρτα, στραβωμένα καπάκια από αναψυκτικά, τσαλακωμένα πλαστικά ποτηράκια και κατσαρίδες.
Κόκκινοι λεκέδες, φτυσιές από μπίτελ*, σκόρπιοι πάνω στα στομάχια των καγκουρό, έμοιαζαν με ανοιχτές πληγές.
Κόκκινα χαμόγελα είχαν τα Καγκουρό τού Αεροδρομίου. Τα αφτιά τους ήταν ρόδινα στις άκρες. Έμοιαζαν έτοιμα να πουν «Μα-Mα» με αφύσικες φωνές μπαταρίας, μόλις τα ζουλούσε κάποιος.
Όταν το αεροπλάνο τής Σόφι Μολ φάνηκε στον καταγάλανο ουρανό μεταξύ Βομβάης και Κοτσίν, το πλήθος στριμώχτηκε στα κάγκελα για να δει όσο μπορούσε περισσότερα.
Η Αίθουσα των Αφίξεων έσφυζε από αγάπη και λαχτάρα γιατί η πτήση Βομβάη -Κοτσίν ήταν αυτή με την οποία επέστρεφαν όλοι όσοι ζούσαν και δούλευαν στο Εξωτερικό.
Οι οικογένειές τους είχαν έρθει να τούς προϋπαντήσουν. Απ᾿ όλη την Κέραλα. Είχαν ταξιδέψει ώρες ολόκληρες με λεωφορεία. Μερικοί από αυτούς είχαν περάσει τη νύχτα στο αεροδρόμιο. Είχαν φέρει μαζί το φαγητό τους. Ήταν όλοι εκεί – οι γκρινιάρηδες, οι στερημένες σύζυγοι, οι παμπόνηροι θείοι. Οι αρραβωνιαστικιές που θα περνούσαν ξανά από εξετάσεις. Ο άντρας τής δασκάλας που περίμενε ακόμα τη βίζα του για τη Σαουδική Αραβία. Οι αδερφές τού άντρα τής δασκάλας που περίμεναν ακόμα την προίκα τους.
«Τής κατώτερης τάξης οι περισσότεροι», είπε θλιβερά η Μπέμπα Κοτσάμα. Κι απέστρεψε το βλέμμα της, καθώς μια μάνα (που δεν ήθελε να χάσει την Καλή της Θέση μπροστά στα κάγκελα) έχωσε το πουλάκι τού μικρού της γιου σε ένα άδειο μπουκάλι και τον έβαλε να κατουρήσει εκεί. Το παιδί χαμογελούσε και χαιρετούσε τον κόσμο γύρω του.
«Σσσσς...» προσπαθούσε να το ησυχάσει η μητέρα του. Στην αρχή με το καλό, ύστερα με το άγριο. Ο μικρός νόμιζε πως ήταν ο ίδιος ο Πάπας. Χαμογελούσε και χαιρετούσε και χαιρετούσε και χαμογελούσε. Με το πουλάκι του σ᾿ ένα μπουκάλι.
«Μην ξεχνάτε ότι αυτήν τη στιγμή αντιπροσωπεύετε ολόκληρη την Ινδία», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα στον Έστθα και τη Ράχελ. «Είστε οι πρέσβεις μας. Εσείς θα τούς δώσετε την Πρώτη Εντύπωση για τη χώρα μας».
Δίδυμοι Πρέσβεις από δύο διαφορετικά ωάρια. Η εξοχότητά του ο πρέσβης Έ(λβις). Πέλβις και η εξοχότητά της πρέσβειρα Κ(αλαμοπόδαρη). Ακρίδα.
Με το κολλαριστό δαντελένιο της φουστάνι και το σιντριβάνι της πιασμένο με ένα Love-in-Tokyo, η Ράχελ έμοιαζε με κακόγουστη Νεράιδα τού Αεροδρομίου. Ήταν σφηνωμένη ανάμεσα σε ιδρωμένους γοφούς. Ήταν σφηνωμένη ανάμεσα στη λαχτάρα και τη θλίψη των μεγάλων. Είχε στην καρδιά της το λεπιδόπτερο τού παππού της. Γύρισε το πρόσωπό της για να μη δει στον καταγάλανο ουρανό το μεγάλο ατσάλινο πουλί που έφερνε την ξαδέρφη της· και να τι είδε: κόκκινα στόματα με χαμόγελα σαν ρουμπίνια που σέρνονταν στο δάπεδο τού αεροδρομίου.
Σκουπίδια τού αεροδρομίου μέσα στους μάρσιπους για τα μωρά τους. Το πιο μικρό τέντωνε το λαιμό του, σαν τούς άντρες στις εγγλέζικες ταινίες που λύνουν τις γραβάτες τους όταν σχολάνε απ᾿ το γραφείο. "Το μεσαίο καγκουρό ψαχούλευε στο μάρσιπό του για να βρει κανένα μεγάλο αποτσίγαρο να το καπνίσει. Βρήκε ένα μπαγιάτικο κάσιους μέσα σε μια βρώμικη πλαστική σακουλίτσα. Το μασούλισε με τα μπροστινά της δόντια, σαν τρωκτικό". Το μεγάλο τράνταζε την πινακίδα που έλεγε: "Ο Οργανισμός Τουρισμού τής Κέραλα Σάς Καλωσορίζει". Κάτω από τα γράμματα ένας χορευτής Κατακάλι έκανε μια υπόκλιση. Μια άλλη πινακίδα που κανένα καγκουρό δεν ταρακουνούσε, έγραφε: "Καλωσήρθατε στην Ινδία, στην Ακτή τού Πιπεριού".
Ξαφνικά, η πρέσβειρα Ράχελ ξεγλίστρησε μέσα στο στριμωξίδι κι έφτασε ως τον αδερφό της και συν-πρέσβη. «Έστθα, κοίτα! Κοίτα, Έστθα, κοίτα!»
Ο πρέσβης Έστθα δεν κοίταζε. Δεν ήθελε να κοιτάξει. Παρακολουθούσε τα χοροπηδητά τής προσγείωσης με το θερμός του, γεμάτο με κανονικό νερό τής βρύσης, περασμένο στον ώμο του. Ένας απύθμενος φόβος είχε φωλιάσει στο στομάχι του: ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες ήξερε πού θα τον έβρισκε. Στο εργοστάσιο του Αγιέμενεμ. Στις όχθες τού Μίνατσαλ.*
Η Άμου έβλεπε με την τσάντα της.
Ο Τσάκο με τα τριαντάφυλλά του.
Η Μπέμπα Κοτσάμα με την πεταχτή ελιά στο λαιμό της.
Ύστερα βγήκαν οι επιβάτες τής πτήσης Βομβάη-Κοτσίν. Από τη δροσιά στη ζέστη. Τσαλακωμένοι άνθρωποι που ξετσαλακώνονταν περπατώντας προς την Αίθουσα των Αφίξεων.
Να τοι, οι Επιστρέφοντες τού Εξωτερικού, με τα πλύνε-βάλε κοστούμια τους, με τα σκούρα γυαλιά τους (στα χρώματα τού ουράνιου τόξου). Με το τέλος τής ασφυκτικής Φτώχειας μέσα στις αριστοκρατικές αποσκευές τους. Με τσιμεντένιες στέγες για τις αχυρένιες καλύβες τους· με μίνι θερμοσίφωνες για το μπάνιο των γονιών τους. Με σύστημα αποχέτευσης και δεξαμενή αποβλήτων. Με μάξι φουστάνια και ψηλά τακούνια. Φουσκωτά μανίκια και κραγιόν. Μίξερ και αυτόματα φλας για τη φωτογραφική τους μηχανή. Με κλειδιά για μέτρημα, με ντουλάπια για κλείδωμα. Με αγάπη και μια σπίθα ντροπής για τούς δικούς τους που είχαν έρθει να τούς υποδεχτούν επειδή ήταν τόσο... τόσο... τόσο επαρχιώτες. Κοίτα πώς ήταν ντυμένοι! Σίγουρα είχαν καλύτερα ρούχα απ᾿ αυτά για να φορέσουν στο αεροδρόμιο! Γιατί άραγε οι Μαλαγιάλι είχαν τέτοια απαίσια δόντια;
Άσε το αεροδρόμιο! Έμοιαζε περισσότερο με σταθμό λεωφορείων! Οι κουτσουλιές στη σκεπή και στους τοίχους! Και οι φτυσιές πάνω στα καγκουρό!
Κατά διαόλου πάει η Ινδία!
Και σαν συναντιόνταν τα μακρινά ταξίδια με λεωφορείο και οι διανυκτερεύσεις στο αεροδρόμιο, με την αγάπη και μια μικρή σπίθα ντροπής, τότε εμφανίζονταν οι πρώτες ανεπαίσθητες ραγισματιές που μεγάλωναν ολοένα και περισσότερο. Και πριν το καταλάβουν, οι Επιστρέφοντες τού Εξωτερικού παγιδεύονταν έξω από το Σπίτι τής Ιστορίας κι άρχιζαν να ξαναονειρεύονται τα όνειρά τους.
Τότε, εκεί, ανάμεσα στα πλύνε-βάλε κοστούμια και τις λαμπερές βαλίτσες, να η Σόφι Μολ.
Αυτή που έπινε με μια δαχτυλήθρα.
Κατέβαινε τις κυλιόμενες σκάλες με τη μυρωδιά τού Λονδίνου στα μαλλιά της. Τα κίτρινα μπατζάκια τού μοντέρνου, φαρδιού παντελονιού της ανέμιζαν στους αστραγάλους της. Μακριά μαλλιά ανέμιζαν κάτω από το ψάθινο καπέλο της. Κρατούσε τη μάνα της με το ένα χέρι. Το άλλο το κουνούσε μπρος και πίσω, σαν στρατιωτάκι (εν, δυο).
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα τής είπε να Σταματήσει.
Κι εκείνη Σταμάτησε.
«Τη βλέπεις, Ράχελ;» ρώτησε η Άμου.
Γύρισε και είδε την ατσαλάκωτη κόρη της να κουβεντιάζει με τσιμεντένια μαρσιποφόρα. Πήγε και τη μάζεψε, εκνευρισμένη. Ο Τσάκο δήλωσε ότι δε θα ανέβαζε τη Ράχελ στους ώμους του, γιατί κρατούσε ήδη κάτι στα χέρια του. Δυο κόκκινα τριαντάφυλλα.
Χοντρός.
Γεμάτος αγάπη.
Όταν η Σόφι Μολ έφτασε στην Αίθουσα των Αφίξεων, η Ράχελ, παρασυρμένη από την αναστάτωση και τη θλίψη της, τσίμπησε το χέρι τού Έστθα πολύ γερά. Το δέρμα του ανάμεσα στα νύχια της. Ο Έστθα δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Της έσφιξε τον καρπό με ένα κινέζικο βραχιόλι: τα χέρια του τυλίχτηκαν στο μπράτσο της χαμηλά κι έστριψαν απότομα προς αντίθετες κατευθύνσεις. Το δέρμα τής Ράχελ έτσουξε και κοκκίνισε. Όταν το έγλειψε, τής φάνηκε αλμυρό. Το σάλιο ήταν δροσερό κι ανακουφιστικό.
Η Άμου δεν τούς πήρε είδηση.
Πίσω από το σιδερένιο κιγκλίδωμα που χώριζε αυτούς που περίμεναν απ᾿ αυτούς που έρχονταν, ο Τσάκο υποκλίθηκε στην πρώην σύζυγό του και την κόρη του. Έλαμπε ολόκληρος. Κόντευε να σκάσει σφιγμένος μέσα στο στενό κοστούμι του. Η γραβάτα του ήταν δεμένη στραβά.
Μες στο μυαλό τού ο Έστθα είπε: «Υποκλίσου».
«Καλωσήρθατε, κυρίες μου», είπε ο Τσάκο σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή (την ίδια φωνή που το περασμένο βράδυ είχε πει, Αγάπη. Τρέλα. Ελπίδα. Απέραντη Χαρά). «Πώς ήταν το ταξίδι σας;»
Η Ατμόσφαιρα γέμισε Σκέψεις και Πράγματα να Ειπωθούν. Αλλά σε τέτοιες στιγμές μόνο Μικρά Πράγματα λέγονται. Τα Μεγάλα Πράγματα παραμονεύουν βουβά μέσα μας.
«Πες Χαίρετε και Πώς Είστε;» είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα στη Σόφι Μολ.
«Χαίρετε και Πώς Είστε;» είπε η Σόφι Μολ από την άλλη μεριά τού σιδερένιου κιγκλιδώματος σε όλους.
«Ένα για σένα κι ένα για σένα», είπε ο Τσάκο με τα τριαντάφυλλά του.
«Κι Ευχαριστώ;...» είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα στη Σόφι Μολ.
«Κι Ευχαριστώ;...» είπε η Σόφι Μολ στον Τσάκο κρατώντας τον ερωτηματικό τόνο τής μητέρας της.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα την τράνταξε λιγάκι για την αναίδειά της.
«Παρακαλώ», είπε ο Τσάκο. «Επιτρέψτε μου να κάνω τις συστάσεις». Και για να δουν, για να ακούσουν οι άλλοι που ήταν μαζεμένοι γύρω τους, άρχισε τις συστάσεις από τη Μάργκαρετ Κοτσάμα, η οποία στην πραγματικότητα δε χρειαζόταν συστάσεις: «Από δω η σύζυγός μου Μάργκαρετ».
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα χαμογέλασε και τον μάλωσε με το τριαντάφυλλο που κρατούσε στο χέρι της. Πρώην σύζυγος, Τσάκο! Τα χείλη της σχημάτισαν τις λέξεις αλλά η φωνή της δεν ακούστηκε.
Ο Τσάκο κόντευε να σκάσει από καμάρι που κάποτε είχε μια γυναίκα σαν τη Μάργκαρετ. Λευκή. Με ένα λουλουδάτο βαμβακερό φουστάνι με πόδια από κάτω. Και καφετιές φακίδες στην πλάτη. Και στα μπράτσα.
Γύρω της όμως η ατμόσφαιρα ήταν θλιμμένη, κατά κάποιον τρόπο. Και πίσω από το χαμόγελο στα μάτια της, η Θλίψη είχε ζωηρό, λαμπερό χρώμα. Εξαιτίας ενός τρομερού αυτοκινητικού δυστυχήματος. Εξαιτίας μιας τρύπας στο Σύμπαν στο σχήμα τού Tζo.
«Γεια σας», είπε. «Μου φαίνεται πως σάς γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια».
Γεια σας.
«Η κόρη μου, Σόφι», είπε ο Τσάκο και γέλασε με ένα κοφτό, νευρικό γελάκι. Ανήσυχος μήπως η Μάργκαρετ Κοτσάμα τον διορθώσει και πει: «Πρώην κόρη». Αλλά δεν το είπε. Ήταν ένα γέλιο ευνόητο. Δεν έμοιαζε με το γέλιο τού Άντρα με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες που δεν είχε καταλάβει ο Έστθα.
«Γεια», είπε η Σόφι Μολ.
Ήταν πιο ψηλή από τον Έστθα. Και πιο γεροδεμένη. Τα μάτια της ήταν γαλανογκριζογάλανα. Το χλωμό δέρμα της είχε το χρώμα τής άμμου στην ακροθαλασσιά. Μα τα μαλλιά της κάτω απ᾿ το καπέλο της ήταν υπέροχα, σκούρα κοκκινοκάστανα. Και ναι (ω, ναι!) είχε τη μύτη τού Παπάτσι μες στη μύτη της. Ενός Αυτοκρατορικού Εντομολόγου τη-μύτη-μες-στη-μύτη. Τη μύτη ενός εραστή των λεπιδόπτερων. Στον ώμο της είχε τη μικρή αγαπημένη της τσάντα Made-in-England.
«Η Άμου, η αδελφή μου», είπε ο Τσάκο.
Η Άμου είπε ένα μεγαλίστικο Καλωσήρθες στη Μάργκαρετ Κοτσάμα κι ένα παιδικό Καλωσήρθες στη Σόφι Μολ. Η Ράχελ είχε καρφώσει πάνω της το γερακίσιο βλέμμα της για να ζυγίσει πόσο αγαπούσε η Άμου τη Σόφι Μολ, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει.
«Η θεία μου, η Μπέμπα», είπε ο Τσάκο.
Η Σόφι Μολ μπερδεύτηκε. Κοίταξε την Μπέμπα Κοτσάμα με ολοστρόγγυλα μάτια, γεμάτα ενδιαφέρον. Είχε ακούσει για αγελαδάκια μωρά και σκυλάκια μωρά. Ακόμα και για αρκουδάκια μωρά ναι. (Και δε θα αργούσε να δείξει στη Ράχελ μια νυχτερίδα μωρό.) Αλλά θείες μωρά δεν είχε ξανακούσει.
Η Μπέμπα Κοτσάμα είπε «Γεια σου, Μάργκαρετ» και «Γεια σου, Σόφι Μολ». Η Σόφι Μολ ήταν τόσο όμορφη, είπε πως τής θύμιζε νεράιδα τού δάσους. Ή τον Άριελ.
«Ξέρεις ποιος ήταν ο Άριελ;» ρώτησε η Μπέμπα Κοτσάμα τη Σόφι Μολ.
«Ο Άριελ τής Τρικυμίας;»
Η Σόφι Μολ απάντησε πως δεν ήξερε.
«Μαζί με τη μέλισσα το μέλι ρουφώ»;» ξαναρώτησε η Μπέμπα Κοτσάμα.
Η Σόφι Μολ απάντησε πως δεν ήξερε.
«Και μέσα στα λούλουδα...;»
Η Σόφι Μολ απάντησε πως δεν ήξερε.
«Από την Τρικυμία τού Σαίξπηρ;» επέμεινε η Μπέμπα Κοτσάμα.
Όλα αυτά φυσικά για να δείξει στη Μάργκαρετ Κοτσάμα ποια ήταν. Να διαχωρίσει τον εαυτό της από την Κατώτερη Τάξη. «Επίδειξη κάνει», ψιθύρισε ο πρέσβης Ε. Πέλβις στο αφτί τής πρέσβειρας Κ. Ακρίδας. Το γέλιο τής πρέσβειρας Ράχελ ξέφυγε σαν γαλαζοπράσινη φυσαλίδα (το χρώμα ακριβώς τής χρυσόμυγας) κι έσκασε στο ζεστό αέρα τού αεροδρομίου. Πφφφ! έκανε.
Η Μπέμπα Κοτσάμα το είδε και ήξερε πως την αρχή την είχε κάνει ο Έστθα.
«Και τώρα τα Πολύ Υψηλά Πρόσωπα», είπε ο Τσάκο (πάλι σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή). «Ο ανιψιός μου, ο Εστθάπεν».
«Ο Έλβις Πρίσλεϊ», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα για να τον εκδικηθεί. «Φοβάμαι πως είμαστε πάντα λίγο πίσω σε σχέση με τις χώρες τής Δύσης». Όλοι κοίταξαν τον Έστθα και γέλασαν.
Από τις σόλες των μπεζ μυτερών παπουτσιών τού πρέσβη Έστθα η οργή ανέβηκε και στάθηκε στο ύψος τής καρδιάς.
«Τι κάνεις, Εστθάπεν;» είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα.
«Πολύκαλάευχαριστώ», βγήκε πνιχτή η φωνή του Έστθα.
«Έστθα», τού έκανε στοργικά την παρατήρηση η Άμου, «όταν κάποιος σε ρωτάει “Τι κάνεις;” τότε δεν απαντάς μόνο “Πολύ καλά, ευχαριστώ”. Πρέπει να ρωτήσεις με τη σειρά σου: “Τι κάνετε;”. Πες, λοιπόν: Τι KANETE;» Ο πρέσβης Έστθα κοίταξε την Άμου.
«Έλα», είπε η Άμου στον Έστθα. «Τι KANETE;»
Τα νυσταλέα μάτια τού Έστθα ήταν πεισματωμένα.
Η Άμου είπε στα μαλαγιάλαμ: «Άκουσες τι είπα;»
Ο πρέσβης Έστθα ένιωσε τα γαλανογκριζογάλανα μάτια πάνω του. Ένιωσε τη μύτη τού Αυτοκρατορικού Εντομολόγου στραμμένη προς το μέρος του. Όσο κι αν έψαχνε μέσα του, δεν έβρισκε κανένα TI KANETE.
«Εστθάπεν!» είπε η Άμου. Η οργή ανέβηκε μέσα της και στάθηκε στο ύψος της καρδιάς της. Μια Οργή Πολύ Μεγαλύτερη Απ᾿ Ό,τι Χρειαζόταν. Ένιωσε κατά κάποιον τρόπο ταπεινωμένη απ᾿ αυτήν τη δημόσια αμφισβήτηση τής εξουσίας της σε θέματα τής απολύτου δικαιοδοσίας της. Ήθελε μια άψογη παράσταση. Ένα βραβείο για τα παιδιά της στο Διαγωνισμό Αγγλο-Ινδικής Συμπεριφοράς.
«Σε παρακαλώ. Αργότερα. Όχι τώρα», είπε ο Τσάκο στην Άμου στα μαλαγιάλαμ.
Και τα θυμωμένα μάτια τής Άμου, καρφωμένα πάνω στον Έστθα, είπαν: Εντάξει. Αργότερα.
Το Αργότερα έγινε μια λέξη τρομερή, απειλητική, ανατριχιαστική.
Αργό. Τερα.
Σαν βαριά καμπάνα μέσα από τα βάθη κάποιου πηγαδιού. Πράσινη απ᾿ τα βρύα. Χορταριασμένη. Δονούμενη. Σαν ποδαράκια λεπιδόπτερου.
Η Παράσταση είχε χαλάσει. Σαν τις πίκλες όταν πιάνουν οι μουσώνες.
«Κι η ανιψιά μου», συνέχισε ο Τσάκο. «Πού είναι η Ράχελ;» Κοίταξε γύρω του αλλά δεν τη βρήκε. Η πρέσβειρα Ράχελ, ανίκανη να αντιμετωπίσει τις ιλιγγιώδεις αλλαγές στη ζωή της, είχε τυλιχτεί σαν λουκάνικο στη βρώμικη κουρτίνα τού αεροδρομίου και δεν εννοούσε να βγει για τίποτα στον κόσμο.
«Αγνοήστε την», είπε η Άμου. «Προσπαθεί απλώς να τραβήξει την προσοχή μας».
Και η Άμου είχε άδικο. Η Ράχελ προσπαθούσε να μην τραβήξει την προσοχή που τής άξιζε.
«Γεια σου, Ράχελ», είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα στη βρώμικη κουρτίνα τού αεροδρομίου.
«Τι ΚΆΝΕΤΕ;» απάντησε τραυλίζοντας η βρώμικη κουρτίνα.
«Δε θα βγεις έξω να μάς χαιρετήσεις;» είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα με τη φωνή καλής δασκάλας. (Σαν τη φωνή της δεσποινίδας Μίτεν πριν δει τον Σατανά μέσα στα μάτια τους.)
Η πρέσβειρα Ράχελ δε βγήκε διότι δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε διότι δεν μπορούσε. Διότι Όλα ήταν λάθος. Και σύντομα θα υπήρχε ένα Αργό Τερα και για εκείνη και για τον Έστθα.
Γεμάτο τριχωτά λεπιδόπτερα και παγωμένες πεταλούδες. Και υπόκωφες, μακρινές καμπάνες. Και βρύα.
Και μια Κου Κουβάγια.
Η βρώμικη κουρτίνα τού αεροδρομίου ήταν μεγάλη παρηγοριά και σκοτάδι και ασπίδα.
«Αγνοήστε την», είπε η Άμου και χαμογέλασε σφίγγοντας τα χείλη της.
Το μυαλό τής Ράχελ ήταν γεμάτο μυλόπετρες με γαλανογκριζογάλανα μάτια.
Η Άμου την αγαπούσε ακόμα λιγότερο τώρα. Κι ο Τσάκο είχε φτάσει στο Απροχώρητο.
«Να οι βαλίτσες!» είπε χαμογελαστός ο Τσάκο. Χαρούμενος που θα ξεμάκραινε.
«Έλα, Σόφικινς, πάμε να πάρουμε τα πράγματά σου».
Σόφικινς.
Ο Έστθα τούς ακολούθησε με το βλέμμα καθώς προχώρησαν πλάι στο κιγκλίδωμα, σπρώχνοντας τον κόσμο. Ο κόσμος παραμέριζε βλέποντας το κοστούμι τού Τσάκο και τη στραβοδεμένη γραβάτα του και όλη του τη στάση γιατί ο Τσάκο ήταν έτοιμος να σκάσει. Εξαιτίας τού όγκου του, ο Τσάκο περπατούσε πάντα με έναν τρόπο που έδινε την εντύπωση ότι διαρκώς ανέβαινε. Ότι διαπραγματευόταν με αισιοδοξία τα απότομα ολισθηρά σκαλοπάτια τής ζωής. Προχωρούσε στην από δω μεριά τού κιγκλιδώματος. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα κι η Σόφι Μολ προχωρούσαν από την άλλη.
Σόφικινς.
Ο Καθιστός Άντρας με το πηλήκιο και τις επωμίδες τούς άφησε να μπουν στο χώρο των αποσκευών. Το κοστούμι τού Τσάκο κι η στραβοδεμένη γραβάτα του, είχαν κάνει κι εδώ το θαύμα τους.
Όταν εξαφανίστηκε το κιγκλίδωμα ανάμεσά τους, ο Τσάκο φίλησε τη Μάργκαρετ Κοτσάμα κι ύστερα σήκωσε στην αγκαλιά του τη Σόφι Μολ.
«Την τελευταία φορά που σε πήρα στην αγκαλιά μου, κέρδισα αντί για ευχαριστώ ένα κατουρημένο πουκάμισο», είπε ο Τσάκο και γέλασε. Την αγκάλιασε και τον αγκάλιασε και την αγκάλιασε. Φίλησε τα γαλανογκριζογάλανα μάτια της, τη μύτη τού Εντομολόγου, τα κοκκινοκάστανα μαλλιά κάτω απ᾿ το καπέλο της.
Κι ύστερα η Σόφι Μολ είπε στον Τσάκο: «Χμμμ... συγγνώμη... Θα μπορούσες να μ᾿ αφήσεις τώρα; Δε... δεν είμαι συνηθισμένη... να με κρατάνε αγκαλιά».
Ο Τσάκο την άφησε.
Ο πρέσβης Έστθα είδε (με πεισματωμένο βλέμμα) ότι το κοστούμι του Τσάκο ξάφνου είχε χαλαρώσει. Δεν ήταν πια τόσο σφιγμένο πάνω στο κορμί του.
Κι ενώ ο Τσάκο έψαχνε να βρει τις βαλίτσες, το Αργό Τερα έγινε Τώρα δίπλα στο παράθυρο με τη βρώμικη κουρτίνα.
Ο Έστθα είδε την ελιά στο σβέρκο τής Μπέμπας Κοτσάμα να ξερογλείφεται και να πάλλεται από απολαυστική χαιρεκακία. Νταμ-ντουμ, νταμ-ντουμ. Άλλαζε χρώματα σαν χαμαιλέοντας. Νταμ-πράσινο, νταμ-μαύρο, νταμ-μουσταρδί.
«Εντάξει», είπε η Άμου. «Βαρέθηκα. Και τούς δυο σας. Βγες αμέσως έξω, Ράχελ!»
Μέσα στην κουρτίνα, η Ράχελ έκλεισε τα μάτια της κι έφερε στο νου της το πράσινο ποτάμι, τα σιωπηλά ψάρια να κολυμπούν στο βυθό, τις διάφανες φτερούγες τής λιβελούλας (που μπορούσε να δει ό,τι βρισκόταν πίσω τους) στο φως τού ήλιου. Ύστερα ο Έστθα την ξετύλιξε απ᾿ τις κουρτίνες. Τα τσιμεντένια καγκουρό παρακολουθούσαν.
Η Άμου τούς κοίταξε. Η Ατμόσφαιρα ήταν ήσυχη, με εξαίρεση τον ήχο τής κρεατοελιάς στο λαιμό τής Μπέμπας Κοτσάμα.
«Λοιπόν», είπε η Άμου.
Και δεν ήταν ερώτηση. Λοιπόν;
Και δεν είχε απάντηση.
Ο πρέσβης Έστθα χαμήλωσε τα μάτια και είδε ότι τα παπούτσια του (απ᾿ όπου ανέβαιναν τα αισθήματα τής oργής) ήταν μπεζ και μυτερά. Η πρέσβειρα Ράχελ χαμήλωσε τα μάτια και είδε τα δάχτυλα των ποδιών της μέσα στα πέδιλα Μπάτα, να προσπαθούν να ξεκολλήσουν το ένα απ᾿ το άλλο. Λες και ήθελαν να περάσουν στα πόδια κάποιου άλλου. Αδύνατον να τα σταματήσει. Σε λίγο θα έμενε χωρίς δάχτυλα. Θα τής έβαζαν γάζες στα πόδια, σαν αυτές που είχε ο λεπρός στην ισόπεδη διάβαση του τρένου.
«Αν ποτέ», είπε η Άμου, «και το εννοώ αυτό, αν ΠΟΤΕ με παρακούσετε ξανά Δημοσίως, να είστε βέβαιοι ότι θα σάς στείλω κάπου, όπου θα μάθετε να φέρεστε μια χαρά. Έγινε αντιληπτό;» Όταν η Άμου ήταν στ᾿ αλήθεια θυμωμένη, έλεγε Μια Χαρά. Η Μια Χαρά ήταν ένα βαθύ πηγάδι με πεθαμένους ανθρώπους μέσα να χαμογελούν.
«Έγινε. Αντιληπτό;» ξανάπε η Άμου.
Φοβισμένα μάτια κι ένα σιντριβάνι με ένα Love-in-Tokyo τής ανταπέδωσαν το βλέμμα της. Νυσταλέα μάτια κι ένα έκπληκτο τσουλούφι τής ανταπέδωσαν το βλέμμα της.
Δυο κεφαλάκια έγνεψαν τρεις φορές. Ναι. Έγινε. Αντιληπτό.
Η Μπέμπα Κοτσάμα δεν έμεινε ικανοποιημένη απ᾿ το ξεφούσκωμα μιας κατάστασης που ήταν γεμάτη υποσχέσεις.
«Τάχα μου, τάχα μου!» είπε. Τάχα μου!
Η Άμου στράφηκε προς το μέρος της κι ήταν η κίνηση αυτή μια ερώτηση
«Μάταιος κόπος», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Είναι παμπόνηρα. Είναι ανάγωγα. Έχουν μάθει στο ψέμα. Όσο πάνε χειροτερεύουν. Δεν μπορείς να τα κουμαντάρεις μόνη σου».
Η Άμου γύρισε ξανά στον Έστθα και στη Ράχελ και τα μάτια της έμοιαζαν με θαμπά πετράδια.
«Όλοι λένε ότι τα παιδιά χρειάζονται Μπάμπα για να μεγαλώσουν. Κι εγώ λέω όχι. Όχι τα δικά μου τα παιδιά. Και ξέρετε γιατί;»
Δυο κεφαλάκια έγνεψαν καταφατικά.
«Γιατί. Πέστε μου», είπε η Άμου.
Κι όχι μαζί αλλά σχεδόν μαζί, ο Εστθάπεν και η Ράχελ είπαν: «Επειδή εσύ είσαι η Άμου και ο Μπάμπα μας. Και μάς αγαπάς Διπλά».
«Περισσότερο από Διπλά», είπε η Άμου. «Να θυμάστε, λοιπόν, αυτό που σάς είπα. Τα συναισθήματα των άλλων είναι πολύτιμα. Κι όταν μού φέρεστε ανυπάκουα Δημοσίως, όλοι σχηματίζουν λανθασμένη εντύπωση».
«Μωρέ, σπουδαίοι πρέσβεις ήσαστε!» είπε η Μπέμπα Κοτσάμα.
Ο πρέσβης Ε. Πέλβις και η πρέσβειρα Κ. Ακρίδα κατέβασαν τα κεφάλια τους.
«Και κάτι άλλο, Ράχελ», είπε η Άμου. «Νομίζω πως είναι πια καιρός να μάθεις τη διαφορά ανάμεσα στο ΚΑΘΑΡΟ και το ΒΡΩΜΙΚΟ. Ειδικά σε τούτη τη χώρα».
Η πρέσβειρα Ράχελ δεν τόλμησε να σηκώσει τα μάτια της.
«Το φόρεμά σου είναι —ήταν— ΚΑΘΑΡΟ», είπε η Άμου. «Αυτή η κουρτίνα είναι ΒΡΏΜΙΚΗ. Αυτά τα καγκουρό είναι ΒΡΩΜΙΚΑ. Τα χέρια σου είναι ΒΡΩΜΙΚΑ».
Η Ράχελ φοβήθηκε έτσι δυνατά που πρόφερε η Άμου το ΚΑΘΑΡΌ και το ΒΡΏΜΙΚΟ. Σαν να μιλούσε σε κανέναν κουφό.
«Τώρα θέλω να πάτε και να χαιρετήσετε κανονικά», είπε η Άμου. «Θα το κάνετε ή όχι;»
Δυο κεφαλάκια έγνεψαν δυο φορές. Καταφατικά.
Ο πρέσβης Έστθα και η πρέσβειρα Ράχελ προχώρησαν προς το μέρος τής Σόφι Μολ.
«Πού νομίζεις ότι στέλνουν τούς ανθρώπους για να μάθουν να Φέρονται Μια Χαρά;» ρώτησε ψιθυριστά ο Έστθα τη Ράχελ.
«Στην Κυβέρνηση», απάντησε ψιθυριστά και η Ράχελ.
«Τι κάνεις;» είπε ο Έστθα στη Σόφι Μολ αρκετά δυνατά για να τον ακούσει η Άμου.
«Σαν μπαγιάτικο λαντού*», ήρθε η ψιθυριστή απάντηση τής Σόφι Μολ. Το είχε μάθει στο σχολείο από κάποιον Πακιστανό συμμαθητή της.
Ο Έστθα κοίταξε την Άμου. Το βλέμμα τής Άμου έλεγε: Δεν Πειράζει, Μην Τής Δίνεις Σημασία, Αρκεί Που Έκανες Το Σωστό.
Διασχίζοντας το πάρκινγκ τού αεροδρομίου, ο Καύσωνας τρύπωσε μέσα στα ρούχα τους και μούσκεψε τα καθαρά, κολλαριστά τους εσώρουχα. Τα παιδιά σέρνονταν πίσω από τούς μεγάλους, χασομερούσαν, τριγύριζαν ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και ταξί.
«Σάς δέρνει η Δικιά σας;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
Ο Έστθα και η Ράχελ, αναποφάσιστοι ακόμα ως προς την τακτική που έπρεπε να υιοθετήσουν, δεν απάντησαν.
«Η Δικιά μου ναι», συνέχισε η Σόφι Μολ για να τούς δώσει θάρρος. «Ακόμα και Χαστούκια μού δίνει».
«Η Δικιά μας όχι», είπε φρόνιμα ο Έστθα.
«Τυχεράκηδες», είπε η Σόφι Μολ.
Τυχερό πλουσιόπαιδο με το χαρτζιλίκι σου. Και με το εργοστάσιο τής γιαγιάς για κληρονομιά. Χωρίς έγνοιες.
Το Συνδικάτο των Εργατών Αεροδρομίου Γ΄ Κατηγορίας είχε οργανώσει μια συμβολική απεργία πείνας για μία μέρα μόνο. Προσπέρασαν τούς απεργούς. Προσπέρασαν και τούς αργόσχολους που χάζευαν τούς απεργούς.
Προσπέρασαν και τούς αργόσχολους που χάζευαν τούς αργόσχολους.
Μια μικρή τσίγκινη πινακίδα, κρεμασμένη σε ένα θεόρατο φίκο τής Βεγγάλης, έλεγε: Για ενοχλήσεις από αφροδίσια νοσήματα επισκεφθείτε το δρ Ο.Κ. Τζόι.
«Ποιον αγαπάς Περισσότερο στον Κόσμο;» ρώτησε η Ράχελ τη Σόφι Μολ.
«Τον Tζo», απάντησε η Σόφι Μολ χωρίς να διστάσει. «Τον μπαμπά μου. Πέθανε πριν από δύο μήνες. Ήρθαμε εδώ για να Συνέλθουμε από το Σοκ».
«Αφού ο Τσάκο είναι ο μπαμπάς σου», είπε ο Έστθα.
«Ο Τσάκο είναι ο φυσικός μου μπαμπάς», είπε η Σόφι Μολ. «Μπαμπάς μου είναι ο Tζo. Δε με χτυπάει ποτέ. Σχεδόν ποτέ».
«Πώς μπορεί να σε χτυπήσει αφού είναι πεθαμένος;» ρώτησε ο Έστθα.
«Ο δικός σας μπαμπάς πού είναι;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
«Δεν είναι…» (Η Ράχελ κοίταξε τον Έστθα γυρεύοντας βοήθεια).
«… εδώ», είπε ο Έστθα.
«Να σού πω τον κατάλογό μου;» ρώτησε η Ράχελ τη Σόφι Μολ.
«Αν θέλεις», είπε η Σόφι Μολ.
Ο "κατάλογος" τής Ράχελ ήταν μια προσπάθεια να μπει τάξη στο χάος. Τον αναθεωρούσε διαρκώς, ισορροπώντας με δυσκολία ανάμεσα στην αγάπη και το καθήκον. Και δε θα μπορούσε επ᾿ ουδενί να θεωρηθεί αξιόπιστο κριτήριο σχετικά με τα πραγματικά της αισθήματα.
«Πρώτα την Άμου και τον Τσάκο», άρχισε η Ράχελ. «Ύστερα τη Μαμάτσι...»
«Τη γιαγιά μας», εξήγησε ο Έστθα.
«Περισσότερο από τον αδερφό σου;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
«Εμείς δε μετράμε», απάντησε η Ράχελ. «Άσε που μπορεί να αλλάξει ο Έστθα. Το έχει πει η Άμου».
«Τι εννοείς; Να αλλάξει και να γίνει τι;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
«Ένα Αρσενικό Σοβινιστικό Γουρούνι», είπε η Ράχελ.
«Εντελώς απίθανο», μπήκε στη μέση ο Έστθα. «Τέλος πάντων».
Μετά τη Μαμάτσι, τον Βελούτθα κι έπειτα...»
«Ποιος είναι ο Βελούτθα;» ρώτησε τώρα η Σόφι Μολ.
«Κάποιος που αγαπάμε», είπε η Ράχελ. «Και μετά τον Βελούτθα, εσένα», είπε η Ράχελ.
«Εμένα; Γιατί μ᾿ αγαπάς εμένα;» είπε η Σόφι Μολ.
«Γιατί είμαστε πρώτα ξαδέρφια. Άρα πρέπει να σ᾿ αγαπάω», απάντησε φρόνιμα η Ράχελ.
«Μα αφού δε με ξέρεις», είπε η Σόφι Μολ. «Πάντως εγώ δε σ᾿ αγαπάω».
«Θα μ᾿ αγαπήσεις όταν με γνωρίσεις», είπε με σιγουριά η Ράχελ.
«Αμφιβάλλω», είπε ο Έστθα.
«Γιατί;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
«Γιατί έτσι», είπε ο Έστθα. «Έτσι κι αλλιώς, η Ράχελ θα μείνει κατά πάσα πιθανότητα νάνος».
Λες κι ήταν εντελώς αδύνατον να αγαπάει κανείς ένα νάνο.
«Δε θα μείνω νάνος», είπε η Ράχελ.
«Θα μείνεις», είπε ο Έστθα.
«Δε θα μείνω».
«Θα μείνεις».
«Δε θα μείνω».
«Θα μείνεις. Είμαστε δίδυμοι», εξήγησε ο Έστθα στη Σόφι Μολ. «Κοίτα πόσο πιο κοντή είναι από μένα».
Η Ράχελ βιάστηκε να πάρει βαθιά ανάσα, να φουσκώσει το στήθος της, να τεντώσει το κορμί της και να σταθεί πλάτη με πλάτη με τον Έστθα μέσα στο πάρκινγκ τού αεροδρομίου, ώστε να μπορέσει η Σόφι Μολ να δει πόσο κοντότερη ήταν από τον αδερφό της.
«Ίσως γίνεις μικροσκοπική», πρότεινε συμβιβαστικά η Σόφι Μολ. «Δηλαδή πιο ψηλή από ένα νάνο και πιο κοντή από έναν... Άνθρωπο».
Η σιωπή υποδέχτηκε με αβεβαιότητα αυτόν το συμβιβασμό.
Στην έξοδο τής Αίθουσας των Αφίξεων, μια σκοτεινή τσιμεντένια σιλουέτα με κόκκινο στόμα και σχήμα καγκουρό κούνησε το τσιμεντένιο μπροστινό της πόδι "χαιρετώντας" τη Ράχελ. Μόνο τη Ράχελ. Τσιμεντένια φιλιά έσκισαν τον αέρα σαν μικρά ελικόπτερα.
«Ξέρετε να περπατάτε και να λυγίζετε τη μέση σας;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
«Όχι. Στην Ινδία δε λυγίζουμε τη μέση μας όταν περπατάμε», απάντησε ο πρέσβης Έστθα.
«Εμείς στην Αγγλία έτσι περπατάμε», είπε η Σόφι Μολ. «Όλα τα μοντέλα έτσι περπατάνε. Στην τηλεόραση. Κοιτάξτε... είναι εύκολο».
Και με τη Σόφι Μολ μπροστά, περπάτησαν κι οι τρεις κουνιστοί και λυγιστοί διασχίζοντας το πάρκινγκ, σαν μοντέλα στην τηλεόραση, με τα θερμός μάρκας Ιγκλ και την τσάντα Made-in-England να πηγαινοέρχονται χτυπώντας στους γοφούς τους. Ιδρωμένοι νάνοι που έβαζαν τα δυνατά τους να περπατήσουν σαν τούς μεγάλους.
Σκιές τούς ακολουθούσαν. Ασημένια αεροπλάνα στο γαλανό τρούλο μιας εκκλησίας, σαν λεπιδόπτερα μέσα σε μια ακτίνα φωτός.
Η γαλανή Πλίμουθ με τα αστραφτερά φτερά χάρισε το χαμόγελό της, στη Σόφι Μολ. Ένα χαμόγελο καρχαρία, πασαλειμμένο με χρώμιο.
Ένα χαμόγελο αυτοκινήτου από τις Πίκλες Παραντάιζ. Όταν είδε τις πινακίδες με τα ζωγραφισμένα βάζα, τις πίκλες, τις μαρμελάδες κι όλο τον κατάλογο των προϊόντων Παραντάιζ, η Μάργκαρετ Κοτσάμα είπε: «Ω, Θεέ μου! Μού φαίνεται πως είμαι μέσα σε μια διαφήμιση!» Είπε κάμποσες φορές Ω, Θεέμου!
Ω, Θεέ μου! Ω ΘεέμουωΘεέμου!
«Δεν ήξερα ότι φτιάχνετε και φέτες ανανά!» είπε. «Η Σόφι τρελαίνεται για τον ανανά, ε, Σοφάκι;»
«Μερικές φορές», είπε το Σοφάκι. «Μερικές φορές δε μού αρέσει καθόλου».
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα σκαρφάλωσε μέσα στη διαφήμιση, σκαρφάλωσε με τις καφετιές φακίδες στην πλάτη της και στα μπράτσα της, σκαρφάλωσε με το λουλουδάτο φουστάνι της με πόδια από κάτω.
Η Σόφι Μολ κάθισε μπροστά, ανάμεσα στον Τσάκο και τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Μόνο το καπέλο της φαινόταν πάνω από τη ράχη τού καθίσματος. Επειδή ήταν η κόρη τους.
Η Ράχελ κι ο Έστθα κάθισαν πίσω. Τις βαλίτσες τις έβαλαν στο πορτμπαγκάζ.
Κοντά στο Ετούμανουρ πέρασαν δίπλα από ένα νεκρό ιερό ελέφαντα. Τον είχε σκοτώσει το ρεύμα ενός καλωδίου που έπεσε από την κολόνα στο δρόμο. Κάποιος μηχανικός από το δήμο τού Ετούμανουρ επέβλεπε την απομάκρυνση τού γιγάντιου πτώματος. Έπρεπε να χειριστούν το ζήτημα με εξαιρετική προσοχή γιατί θα δημιουργούσαν προηγούμενο για όλες τις μελλοντικές Κυβερνητικές Εργασίες Διάθεσης Πτωμάτων Παχυδέρμων. Εξαιρετικά λεπτό ζήτημα. Ένα όχημα τής Πυροσβεστικής και κάμποσοι αμήχανοι πυροσβέστες στέκονταν και περίμεναν αμήχανοι. Ο εκπρόσωπος τού δήμου κρατούσε ένα ντοσιέ στο χέρι του και φώναζε ασταμάτητα. Ένα καροτσάκι με Παγωτά είχε πλησιάσει. Λίγο πιο πέρα κάποιος πουλούσε φιστίκια σε χωνάκια, τυλιγμένα με τρόπο ώστε να μη χωρούν παραπάνω από οχτώ εννιά φιστίκια.
«Κοιτάξτε, ένας ψόφιος ελέφαντας», είπε η Σόφι Μολ.
Ο Τσάκο σταμάτησε να ρωτήσει μήπως ήταν όλως τυχαίως ο Κότσου Τόμπαν (ο Μικρός Αρσενικός), ο ιερός ελέφαντας τού ναού στο Αγιέμενεμ που ερχόταν μια φορά το μήνα στο σπίτι τους κι έπαιρνε κέρασμα μια καρύδα. Τού είπαν ότι δεν ήταν.
Ανακουφισμένοι που ήταν ένας ξένος κι όχι κάποιος γνωστός τους ελέφαντας, συνέχισαν το δρόμο τους. «Δόξα τον Θεό», είπε ο Έστθα.
«Δόξα τῳ Θεώ», τον διόρθωσε η Μπέμπα Κοτσάμα.
Στο δρόμο η Σόφι Μολ έμαθε να αναγνωρίζει την πρώτη ανεπαίσθητη υποψία τής βρώμας τού φρεσκομαζεμένου καουτσούκ. Και να κλείνει τη μύτη της ώσπου να χαθεί από τα μάτια τους το φορτηγό που το μετέφερε.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τούς πρότεινε να πουν ένα τραγουδάκι.
Ο Έστθα και η Ράχελ έπρεπε να τραγουδήσουν στα αγγλικά. Με κέφι. Λες και δεν τούς είχαν αναγκάσει να κάνουν πρόβες γι᾿ αυτό το τραγουδάκι μια ολόκληρη εβδομάδα. Ο πρέσβης Ε. Πέλβις και η πρέσβειρα Κ. Ακρίδα.
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γείειει
Και στη σκέπη Του μας έεεχει.
Η προφορά τους ήταν τέλεια. ΠΡΟ-φο-ρά.
Η Πλίμουθ γλιστρούσε μέσα στην πράσινη ζέστη τού μεσημεριού. Διαφημίζοντας πίκλες πάνω στην οροφή της και καθρεφτίζοντας στα ασημένια φτερά της τον καταγάλανο ουρανό. Ακριβώς έξω από το Αγιέμενεμ έπεσαν πάνω σε μια σταχτοπράσινη πεταλούδα (ή ίσως έπεσε εκείνη πάνω τους).
*Μπίτελ: Φύλλα που τα μασούν και η γλώσσα γίνεται κόκκινη. Μαγαζάκια σαν τα δικά μας περίπτερα πουλάνε μόνο μπίτελ.
* Λαντού: Σκληρός κεφτές με γλυκιά γεύση.
Το πρωί στο ξενοδοχείο Σι Κουίν, η Άμου — που είχε δει στο όνειρό της δελφίνια και το απέραντο, βαθύ γαλάζιο — βοήθησε τη Ράχελ να φορέσει το φαρδύ της Φουστάνι για το Αεροδρόμιο. Ήταν άλλη μια από τις τρέλες που έβρισκε η Άμου τού γούστου της: ένα σύννεφο από κολλαριστή κίτρινη δαντέλα με λεπτές ασημένιες παγιέτες και φιόγκους στους ώμους. Η φούστα του ήταν φοδραρισμένη με φουρό για να φουσκώνει. Η Ράχελ ανησυχούσε μήπως δεν ταίριαζε στ᾿ αλήθεια με τα κόκκινα γυαλιά της.
Η Άμου τη βοήθησε να φορέσει το καινούργιο, πεντακάθαρο βρακάκι της. Η Ράχελ, με τα χέρια της πιασμένα στους ώμους τής Άμου, μπήκε στο καινούργιο της βρακάκι (αριστερό πόδι, δεξιό πόδι) κι έδωσε δυο φιλιά στα λακκάκια τής Άμου (αριστερό μάγουλο, δεξιό μάγουλο). Το λάστιχο χτύπησε μαλακά στην κοιλιά της.
«Σ᾿ ευχαριστώ, Άμου», είπε η Ράχελ.
«Σ᾿ ευχαριστώ;» απόρησε η Άμου.
«Για το καινούργιο μου φουστάνι και το βρακάκι», είπε η Ράχελ.
Η Άμου χαμογέλασε. «Παρακαλώ, αγαπούλα μου», είπε. Η φωνή της ήταν λυπημένη. Παρακαλώ, αγαπούλα μου.
Το δωμάτιο τού Σι Κουίν μύριζε αβγά και καφέ φίλτρου. Πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο, ο Έστθα κρατούσε το θερμός με το νερό τής βρύσης. Η Ράχελ κρατούσε το θερμός με το βρασμένο νερό. Τα θερμός Ιγκλ είχαν πάνω τους ζωγραφισμένους αετούς με τα φτερά τους ανοιχτά. Στα νύχια τους κρατούσαν από μια μικρή υδρόγειο. Οι αετοί των θερμός παρακολουθούσαν ολημερίς τον κόσμο από ψηλά και τις νύχτες, όπως φαντάζονταν τα δίδυμα, πετούσαν γύρω από τα θερμός τους. Σιωπηλοί σαν κουκουβάγιες πετούσαν, με το φεγγάρι στις φτερούγες τους.
Ο Έστθα φορούσε ένα μακρυμάνικο κόκκινο πουκάμισο με μυτερό γιακά και μαύρο στενό παντελόνι. Το τσουλούφι του ήταν σγουρό, έκπληκτο. Σαν καλοχτυπημένη μαρέγκα.
Ο Έστθα είπε και είχε κάποιο δίκιο για να πούμε την αλήθεια, ότι η Ράχελ ήταν σαν χαζή με το φουστάνι για το Αεροδρόμιο. Η Ράχελ τον χτύπησε κι εκείνος το ανταπέδωσε.
Στο αεροδρόμιο δε μιλούσαν μεταξύ τους.
Ο Τσάκο που συνήθως φορούσε μούντου, σήμερα είχε φορέσει ένα αστείο στενό κοστούμι κι ένα αστραφτερό χαμόγελο. Η Άμου ίσιωσε τον κόμπο τής γραβάτας του που ήταν παράξενη και δεμένη στραβά. Η γραβάτα είχε πάρει το πρωινό της κι ήταν κατευχαριστημένη.
Η Άμου είπε: «Τι απόγινε ξαφνικά... ο Άνθρωπος των Μαζών;»
Το είπε με τα λακκάκια της, γιατί ο Τσάκο ήταν έτοιμος να σκάσει. Από ευτυχία.
Ο Τσάκο δεν τη χαστούκισε. Κι έτσι δε χρειάστηκε να τον χαστουκίσει ούτε εκείνη. Από το ανθοπωλείο τού Σι Κουίν ο Τσάκο αγόρασε δύο κόκκινα τριαντάφυλλα που κράτησε με προσοχή.
Χοντρός. Γεμάτος αγάπη.
Το μαγαζάκι στο αεροδρόμιο που λειτουργούσε υπό την επίβλεψη του Οργανισμού Τουρισμού τής Κέραλα, το είχαν φρακάρει οι Μαχαραγιάδες τής Ερ Ίντια, οι ελέφαντες από σανταλόξυλο και οι χαρτονένιες μάσκες χορευτών Κατακάλι. Στον αέρα πλανιόταν η βαριά μυρωδιά από σανταλόξυλο και ιδρωμένη βαμβακερή μασχάλη.
Στην Αίθουσα των Αφίξεων υπήρχαν τέσσερα τσιμεντένια καγκουρό σε φυσικό μέγεθος, με τσιμεντένιους μάρσιπους που έγραφαν: ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΊΗΣΕ ΜΕ. Στους μάρσιπους δεν υπήρχαν μωρά καγκουρό αλλά αποτσίγαρα, καμένα σπίρτα, στραβωμένα καπάκια από αναψυκτικά, τσαλακωμένα πλαστικά ποτηράκια και κατσαρίδες.
Κόκκινοι λεκέδες, φτυσιές από μπίτελ*, σκόρπιοι πάνω στα στομάχια των καγκουρό, έμοιαζαν με ανοιχτές πληγές.
Κόκκινα χαμόγελα είχαν τα Καγκουρό τού Αεροδρομίου. Τα αφτιά τους ήταν ρόδινα στις άκρες. Έμοιαζαν έτοιμα να πουν «Μα-Mα» με αφύσικες φωνές μπαταρίας, μόλις τα ζουλούσε κάποιος.
Όταν το αεροπλάνο τής Σόφι Μολ φάνηκε στον καταγάλανο ουρανό μεταξύ Βομβάης και Κοτσίν, το πλήθος στριμώχτηκε στα κάγκελα για να δει όσο μπορούσε περισσότερα.
Η Αίθουσα των Αφίξεων έσφυζε από αγάπη και λαχτάρα γιατί η πτήση Βομβάη -Κοτσίν ήταν αυτή με την οποία επέστρεφαν όλοι όσοι ζούσαν και δούλευαν στο Εξωτερικό.
Οι οικογένειές τους είχαν έρθει να τούς προϋπαντήσουν. Απ᾿ όλη την Κέραλα. Είχαν ταξιδέψει ώρες ολόκληρες με λεωφορεία. Μερικοί από αυτούς είχαν περάσει τη νύχτα στο αεροδρόμιο. Είχαν φέρει μαζί το φαγητό τους. Ήταν όλοι εκεί – οι γκρινιάρηδες, οι στερημένες σύζυγοι, οι παμπόνηροι θείοι. Οι αρραβωνιαστικιές που θα περνούσαν ξανά από εξετάσεις. Ο άντρας τής δασκάλας που περίμενε ακόμα τη βίζα του για τη Σαουδική Αραβία. Οι αδερφές τού άντρα τής δασκάλας που περίμεναν ακόμα την προίκα τους.
«Τής κατώτερης τάξης οι περισσότεροι», είπε θλιβερά η Μπέμπα Κοτσάμα. Κι απέστρεψε το βλέμμα της, καθώς μια μάνα (που δεν ήθελε να χάσει την Καλή της Θέση μπροστά στα κάγκελα) έχωσε το πουλάκι τού μικρού της γιου σε ένα άδειο μπουκάλι και τον έβαλε να κατουρήσει εκεί. Το παιδί χαμογελούσε και χαιρετούσε τον κόσμο γύρω του.
«Σσσσς...» προσπαθούσε να το ησυχάσει η μητέρα του. Στην αρχή με το καλό, ύστερα με το άγριο. Ο μικρός νόμιζε πως ήταν ο ίδιος ο Πάπας. Χαμογελούσε και χαιρετούσε και χαιρετούσε και χαμογελούσε. Με το πουλάκι του σ᾿ ένα μπουκάλι.
«Μην ξεχνάτε ότι αυτήν τη στιγμή αντιπροσωπεύετε ολόκληρη την Ινδία», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα στον Έστθα και τη Ράχελ. «Είστε οι πρέσβεις μας. Εσείς θα τούς δώσετε την Πρώτη Εντύπωση για τη χώρα μας».
Δίδυμοι Πρέσβεις από δύο διαφορετικά ωάρια. Η εξοχότητά του ο πρέσβης Έ(λβις). Πέλβις και η εξοχότητά της πρέσβειρα Κ(αλαμοπόδαρη). Ακρίδα.
Με το κολλαριστό δαντελένιο της φουστάνι και το σιντριβάνι της πιασμένο με ένα Love-in-Tokyo, η Ράχελ έμοιαζε με κακόγουστη Νεράιδα τού Αεροδρομίου. Ήταν σφηνωμένη ανάμεσα σε ιδρωμένους γοφούς. Ήταν σφηνωμένη ανάμεσα στη λαχτάρα και τη θλίψη των μεγάλων. Είχε στην καρδιά της το λεπιδόπτερο τού παππού της. Γύρισε το πρόσωπό της για να μη δει στον καταγάλανο ουρανό το μεγάλο ατσάλινο πουλί που έφερνε την ξαδέρφη της· και να τι είδε: κόκκινα στόματα με χαμόγελα σαν ρουμπίνια που σέρνονταν στο δάπεδο τού αεροδρομίου.
Σκουπίδια τού αεροδρομίου μέσα στους μάρσιπους για τα μωρά τους. Το πιο μικρό τέντωνε το λαιμό του, σαν τούς άντρες στις εγγλέζικες ταινίες που λύνουν τις γραβάτες τους όταν σχολάνε απ᾿ το γραφείο. "Το μεσαίο καγκουρό ψαχούλευε στο μάρσιπό του για να βρει κανένα μεγάλο αποτσίγαρο να το καπνίσει. Βρήκε ένα μπαγιάτικο κάσιους μέσα σε μια βρώμικη πλαστική σακουλίτσα. Το μασούλισε με τα μπροστινά της δόντια, σαν τρωκτικό". Το μεγάλο τράνταζε την πινακίδα που έλεγε: "Ο Οργανισμός Τουρισμού τής Κέραλα Σάς Καλωσορίζει". Κάτω από τα γράμματα ένας χορευτής Κατακάλι έκανε μια υπόκλιση. Μια άλλη πινακίδα που κανένα καγκουρό δεν ταρακουνούσε, έγραφε: "Καλωσήρθατε στην Ινδία, στην Ακτή τού Πιπεριού".
Ξαφνικά, η πρέσβειρα Ράχελ ξεγλίστρησε μέσα στο στριμωξίδι κι έφτασε ως τον αδερφό της και συν-πρέσβη. «Έστθα, κοίτα! Κοίτα, Έστθα, κοίτα!»
Ο πρέσβης Έστθα δεν κοίταζε. Δεν ήθελε να κοιτάξει. Παρακολουθούσε τα χοροπηδητά τής προσγείωσης με το θερμός του, γεμάτο με κανονικό νερό τής βρύσης, περασμένο στον ώμο του. Ένας απύθμενος φόβος είχε φωλιάσει στο στομάχι του: ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες ήξερε πού θα τον έβρισκε. Στο εργοστάσιο του Αγιέμενεμ. Στις όχθες τού Μίνατσαλ.*
Η Άμου έβλεπε με την τσάντα της.
Ο Τσάκο με τα τριαντάφυλλά του.
Η Μπέμπα Κοτσάμα με την πεταχτή ελιά στο λαιμό της.
Ύστερα βγήκαν οι επιβάτες τής πτήσης Βομβάη-Κοτσίν. Από τη δροσιά στη ζέστη. Τσαλακωμένοι άνθρωποι που ξετσαλακώνονταν περπατώντας προς την Αίθουσα των Αφίξεων.
Να τοι, οι Επιστρέφοντες τού Εξωτερικού, με τα πλύνε-βάλε κοστούμια τους, με τα σκούρα γυαλιά τους (στα χρώματα τού ουράνιου τόξου). Με το τέλος τής ασφυκτικής Φτώχειας μέσα στις αριστοκρατικές αποσκευές τους. Με τσιμεντένιες στέγες για τις αχυρένιες καλύβες τους· με μίνι θερμοσίφωνες για το μπάνιο των γονιών τους. Με σύστημα αποχέτευσης και δεξαμενή αποβλήτων. Με μάξι φουστάνια και ψηλά τακούνια. Φουσκωτά μανίκια και κραγιόν. Μίξερ και αυτόματα φλας για τη φωτογραφική τους μηχανή. Με κλειδιά για μέτρημα, με ντουλάπια για κλείδωμα. Με αγάπη και μια σπίθα ντροπής για τούς δικούς τους που είχαν έρθει να τούς υποδεχτούν επειδή ήταν τόσο... τόσο... τόσο επαρχιώτες. Κοίτα πώς ήταν ντυμένοι! Σίγουρα είχαν καλύτερα ρούχα απ᾿ αυτά για να φορέσουν στο αεροδρόμιο! Γιατί άραγε οι Μαλαγιάλι είχαν τέτοια απαίσια δόντια;
Άσε το αεροδρόμιο! Έμοιαζε περισσότερο με σταθμό λεωφορείων! Οι κουτσουλιές στη σκεπή και στους τοίχους! Και οι φτυσιές πάνω στα καγκουρό!
Κατά διαόλου πάει η Ινδία!
Και σαν συναντιόνταν τα μακρινά ταξίδια με λεωφορείο και οι διανυκτερεύσεις στο αεροδρόμιο, με την αγάπη και μια μικρή σπίθα ντροπής, τότε εμφανίζονταν οι πρώτες ανεπαίσθητες ραγισματιές που μεγάλωναν ολοένα και περισσότερο. Και πριν το καταλάβουν, οι Επιστρέφοντες τού Εξωτερικού παγιδεύονταν έξω από το Σπίτι τής Ιστορίας κι άρχιζαν να ξαναονειρεύονται τα όνειρά τους.
Τότε, εκεί, ανάμεσα στα πλύνε-βάλε κοστούμια και τις λαμπερές βαλίτσες, να η Σόφι Μολ.
Αυτή που έπινε με μια δαχτυλήθρα.
Κατέβαινε τις κυλιόμενες σκάλες με τη μυρωδιά τού Λονδίνου στα μαλλιά της. Τα κίτρινα μπατζάκια τού μοντέρνου, φαρδιού παντελονιού της ανέμιζαν στους αστραγάλους της. Μακριά μαλλιά ανέμιζαν κάτω από το ψάθινο καπέλο της. Κρατούσε τη μάνα της με το ένα χέρι. Το άλλο το κουνούσε μπρος και πίσω, σαν στρατιωτάκι (εν, δυο).
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα τής είπε να Σταματήσει.
Κι εκείνη Σταμάτησε.
«Τη βλέπεις, Ράχελ;» ρώτησε η Άμου.
Γύρισε και είδε την ατσαλάκωτη κόρη της να κουβεντιάζει με τσιμεντένια μαρσιποφόρα. Πήγε και τη μάζεψε, εκνευρισμένη. Ο Τσάκο δήλωσε ότι δε θα ανέβαζε τη Ράχελ στους ώμους του, γιατί κρατούσε ήδη κάτι στα χέρια του. Δυο κόκκινα τριαντάφυλλα.
Χοντρός.
Γεμάτος αγάπη.
Όταν η Σόφι Μολ έφτασε στην Αίθουσα των Αφίξεων, η Ράχελ, παρασυρμένη από την αναστάτωση και τη θλίψη της, τσίμπησε το χέρι τού Έστθα πολύ γερά. Το δέρμα του ανάμεσα στα νύχια της. Ο Έστθα δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Της έσφιξε τον καρπό με ένα κινέζικο βραχιόλι: τα χέρια του τυλίχτηκαν στο μπράτσο της χαμηλά κι έστριψαν απότομα προς αντίθετες κατευθύνσεις. Το δέρμα τής Ράχελ έτσουξε και κοκκίνισε. Όταν το έγλειψε, τής φάνηκε αλμυρό. Το σάλιο ήταν δροσερό κι ανακουφιστικό.
Η Άμου δεν τούς πήρε είδηση.
Πίσω από το σιδερένιο κιγκλίδωμα που χώριζε αυτούς που περίμεναν απ᾿ αυτούς που έρχονταν, ο Τσάκο υποκλίθηκε στην πρώην σύζυγό του και την κόρη του. Έλαμπε ολόκληρος. Κόντευε να σκάσει σφιγμένος μέσα στο στενό κοστούμι του. Η γραβάτα του ήταν δεμένη στραβά.
Μες στο μυαλό τού ο Έστθα είπε: «Υποκλίσου».
«Καλωσήρθατε, κυρίες μου», είπε ο Τσάκο σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή (την ίδια φωνή που το περασμένο βράδυ είχε πει, Αγάπη. Τρέλα. Ελπίδα. Απέραντη Χαρά). «Πώς ήταν το ταξίδι σας;»
Η Ατμόσφαιρα γέμισε Σκέψεις και Πράγματα να Ειπωθούν. Αλλά σε τέτοιες στιγμές μόνο Μικρά Πράγματα λέγονται. Τα Μεγάλα Πράγματα παραμονεύουν βουβά μέσα μας.
«Πες Χαίρετε και Πώς Είστε;» είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα στη Σόφι Μολ.
«Χαίρετε και Πώς Είστε;» είπε η Σόφι Μολ από την άλλη μεριά τού σιδερένιου κιγκλιδώματος σε όλους.
«Ένα για σένα κι ένα για σένα», είπε ο Τσάκο με τα τριαντάφυλλά του.
«Κι Ευχαριστώ;...» είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα στη Σόφι Μολ.
«Κι Ευχαριστώ;...» είπε η Σόφι Μολ στον Τσάκο κρατώντας τον ερωτηματικό τόνο τής μητέρας της.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα την τράνταξε λιγάκι για την αναίδειά της.
«Παρακαλώ», είπε ο Τσάκο. «Επιτρέψτε μου να κάνω τις συστάσεις». Και για να δουν, για να ακούσουν οι άλλοι που ήταν μαζεμένοι γύρω τους, άρχισε τις συστάσεις από τη Μάργκαρετ Κοτσάμα, η οποία στην πραγματικότητα δε χρειαζόταν συστάσεις: «Από δω η σύζυγός μου Μάργκαρετ».
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα χαμογέλασε και τον μάλωσε με το τριαντάφυλλο που κρατούσε στο χέρι της. Πρώην σύζυγος, Τσάκο! Τα χείλη της σχημάτισαν τις λέξεις αλλά η φωνή της δεν ακούστηκε.
Ο Τσάκο κόντευε να σκάσει από καμάρι που κάποτε είχε μια γυναίκα σαν τη Μάργκαρετ. Λευκή. Με ένα λουλουδάτο βαμβακερό φουστάνι με πόδια από κάτω. Και καφετιές φακίδες στην πλάτη. Και στα μπράτσα.
Γύρω της όμως η ατμόσφαιρα ήταν θλιμμένη, κατά κάποιον τρόπο. Και πίσω από το χαμόγελο στα μάτια της, η Θλίψη είχε ζωηρό, λαμπερό χρώμα. Εξαιτίας ενός τρομερού αυτοκινητικού δυστυχήματος. Εξαιτίας μιας τρύπας στο Σύμπαν στο σχήμα τού Tζo.
«Γεια σας», είπε. «Μου φαίνεται πως σάς γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια».
Γεια σας.
«Η κόρη μου, Σόφι», είπε ο Τσάκο και γέλασε με ένα κοφτό, νευρικό γελάκι. Ανήσυχος μήπως η Μάργκαρετ Κοτσάμα τον διορθώσει και πει: «Πρώην κόρη». Αλλά δεν το είπε. Ήταν ένα γέλιο ευνόητο. Δεν έμοιαζε με το γέλιο τού Άντρα με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες που δεν είχε καταλάβει ο Έστθα.
«Γεια», είπε η Σόφι Μολ.
Ήταν πιο ψηλή από τον Έστθα. Και πιο γεροδεμένη. Τα μάτια της ήταν γαλανογκριζογάλανα. Το χλωμό δέρμα της είχε το χρώμα τής άμμου στην ακροθαλασσιά. Μα τα μαλλιά της κάτω απ᾿ το καπέλο της ήταν υπέροχα, σκούρα κοκκινοκάστανα. Και ναι (ω, ναι!) είχε τη μύτη τού Παπάτσι μες στη μύτη της. Ενός Αυτοκρατορικού Εντομολόγου τη-μύτη-μες-στη-μύτη. Τη μύτη ενός εραστή των λεπιδόπτερων. Στον ώμο της είχε τη μικρή αγαπημένη της τσάντα Made-in-England.
«Η Άμου, η αδελφή μου», είπε ο Τσάκο.
Η Άμου είπε ένα μεγαλίστικο Καλωσήρθες στη Μάργκαρετ Κοτσάμα κι ένα παιδικό Καλωσήρθες στη Σόφι Μολ. Η Ράχελ είχε καρφώσει πάνω της το γερακίσιο βλέμμα της για να ζυγίσει πόσο αγαπούσε η Άμου τη Σόφι Μολ, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει.
«Η θεία μου, η Μπέμπα», είπε ο Τσάκο.
Η Σόφι Μολ μπερδεύτηκε. Κοίταξε την Μπέμπα Κοτσάμα με ολοστρόγγυλα μάτια, γεμάτα ενδιαφέρον. Είχε ακούσει για αγελαδάκια μωρά και σκυλάκια μωρά. Ακόμα και για αρκουδάκια μωρά ναι. (Και δε θα αργούσε να δείξει στη Ράχελ μια νυχτερίδα μωρό.) Αλλά θείες μωρά δεν είχε ξανακούσει.
Η Μπέμπα Κοτσάμα είπε «Γεια σου, Μάργκαρετ» και «Γεια σου, Σόφι Μολ». Η Σόφι Μολ ήταν τόσο όμορφη, είπε πως τής θύμιζε νεράιδα τού δάσους. Ή τον Άριελ.
«Ξέρεις ποιος ήταν ο Άριελ;» ρώτησε η Μπέμπα Κοτσάμα τη Σόφι Μολ.
«Ο Άριελ τής Τρικυμίας;»
Η Σόφι Μολ απάντησε πως δεν ήξερε.
«Μαζί με τη μέλισσα το μέλι ρουφώ»;» ξαναρώτησε η Μπέμπα Κοτσάμα.
Η Σόφι Μολ απάντησε πως δεν ήξερε.
«Και μέσα στα λούλουδα...;»
Η Σόφι Μολ απάντησε πως δεν ήξερε.
«Από την Τρικυμία τού Σαίξπηρ;» επέμεινε η Μπέμπα Κοτσάμα.
Όλα αυτά φυσικά για να δείξει στη Μάργκαρετ Κοτσάμα ποια ήταν. Να διαχωρίσει τον εαυτό της από την Κατώτερη Τάξη. «Επίδειξη κάνει», ψιθύρισε ο πρέσβης Ε. Πέλβις στο αφτί τής πρέσβειρας Κ. Ακρίδας. Το γέλιο τής πρέσβειρας Ράχελ ξέφυγε σαν γαλαζοπράσινη φυσαλίδα (το χρώμα ακριβώς τής χρυσόμυγας) κι έσκασε στο ζεστό αέρα τού αεροδρομίου. Πφφφ! έκανε.
Η Μπέμπα Κοτσάμα το είδε και ήξερε πως την αρχή την είχε κάνει ο Έστθα.
«Και τώρα τα Πολύ Υψηλά Πρόσωπα», είπε ο Τσάκο (πάλι σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή). «Ο ανιψιός μου, ο Εστθάπεν».
«Ο Έλβις Πρίσλεϊ», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα για να τον εκδικηθεί. «Φοβάμαι πως είμαστε πάντα λίγο πίσω σε σχέση με τις χώρες τής Δύσης». Όλοι κοίταξαν τον Έστθα και γέλασαν.
Από τις σόλες των μπεζ μυτερών παπουτσιών τού πρέσβη Έστθα η οργή ανέβηκε και στάθηκε στο ύψος τής καρδιάς.
«Τι κάνεις, Εστθάπεν;» είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα.
«Πολύκαλάευχαριστώ», βγήκε πνιχτή η φωνή του Έστθα.
«Έστθα», τού έκανε στοργικά την παρατήρηση η Άμου, «όταν κάποιος σε ρωτάει “Τι κάνεις;” τότε δεν απαντάς μόνο “Πολύ καλά, ευχαριστώ”. Πρέπει να ρωτήσεις με τη σειρά σου: “Τι κάνετε;”. Πες, λοιπόν: Τι KANETE;» Ο πρέσβης Έστθα κοίταξε την Άμου.
«Έλα», είπε η Άμου στον Έστθα. «Τι KANETE;»
Τα νυσταλέα μάτια τού Έστθα ήταν πεισματωμένα.
Η Άμου είπε στα μαλαγιάλαμ: «Άκουσες τι είπα;»
Ο πρέσβης Έστθα ένιωσε τα γαλανογκριζογάλανα μάτια πάνω του. Ένιωσε τη μύτη τού Αυτοκρατορικού Εντομολόγου στραμμένη προς το μέρος του. Όσο κι αν έψαχνε μέσα του, δεν έβρισκε κανένα TI KANETE.
«Εστθάπεν!» είπε η Άμου. Η οργή ανέβηκε μέσα της και στάθηκε στο ύψος της καρδιάς της. Μια Οργή Πολύ Μεγαλύτερη Απ᾿ Ό,τι Χρειαζόταν. Ένιωσε κατά κάποιον τρόπο ταπεινωμένη απ᾿ αυτήν τη δημόσια αμφισβήτηση τής εξουσίας της σε θέματα τής απολύτου δικαιοδοσίας της. Ήθελε μια άψογη παράσταση. Ένα βραβείο για τα παιδιά της στο Διαγωνισμό Αγγλο-Ινδικής Συμπεριφοράς.
«Σε παρακαλώ. Αργότερα. Όχι τώρα», είπε ο Τσάκο στην Άμου στα μαλαγιάλαμ.
Και τα θυμωμένα μάτια τής Άμου, καρφωμένα πάνω στον Έστθα, είπαν: Εντάξει. Αργότερα.
Το Αργότερα έγινε μια λέξη τρομερή, απειλητική, ανατριχιαστική.
Αργό. Τερα.
Σαν βαριά καμπάνα μέσα από τα βάθη κάποιου πηγαδιού. Πράσινη απ᾿ τα βρύα. Χορταριασμένη. Δονούμενη. Σαν ποδαράκια λεπιδόπτερου.
Η Παράσταση είχε χαλάσει. Σαν τις πίκλες όταν πιάνουν οι μουσώνες.
«Κι η ανιψιά μου», συνέχισε ο Τσάκο. «Πού είναι η Ράχελ;» Κοίταξε γύρω του αλλά δεν τη βρήκε. Η πρέσβειρα Ράχελ, ανίκανη να αντιμετωπίσει τις ιλιγγιώδεις αλλαγές στη ζωή της, είχε τυλιχτεί σαν λουκάνικο στη βρώμικη κουρτίνα τού αεροδρομίου και δεν εννοούσε να βγει για τίποτα στον κόσμο.
«Αγνοήστε την», είπε η Άμου. «Προσπαθεί απλώς να τραβήξει την προσοχή μας».
Και η Άμου είχε άδικο. Η Ράχελ προσπαθούσε να μην τραβήξει την προσοχή που τής άξιζε.
«Γεια σου, Ράχελ», είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα στη βρώμικη κουρτίνα τού αεροδρομίου.
«Τι ΚΆΝΕΤΕ;» απάντησε τραυλίζοντας η βρώμικη κουρτίνα.
«Δε θα βγεις έξω να μάς χαιρετήσεις;» είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα με τη φωνή καλής δασκάλας. (Σαν τη φωνή της δεσποινίδας Μίτεν πριν δει τον Σατανά μέσα στα μάτια τους.)
Η πρέσβειρα Ράχελ δε βγήκε διότι δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε διότι δεν μπορούσε. Διότι Όλα ήταν λάθος. Και σύντομα θα υπήρχε ένα Αργό Τερα και για εκείνη και για τον Έστθα.
Γεμάτο τριχωτά λεπιδόπτερα και παγωμένες πεταλούδες. Και υπόκωφες, μακρινές καμπάνες. Και βρύα.
Και μια Κου Κουβάγια.
Η βρώμικη κουρτίνα τού αεροδρομίου ήταν μεγάλη παρηγοριά και σκοτάδι και ασπίδα.
«Αγνοήστε την», είπε η Άμου και χαμογέλασε σφίγγοντας τα χείλη της.
Το μυαλό τής Ράχελ ήταν γεμάτο μυλόπετρες με γαλανογκριζογάλανα μάτια.
Η Άμου την αγαπούσε ακόμα λιγότερο τώρα. Κι ο Τσάκο είχε φτάσει στο Απροχώρητο.
«Να οι βαλίτσες!» είπε χαμογελαστός ο Τσάκο. Χαρούμενος που θα ξεμάκραινε.
«Έλα, Σόφικινς, πάμε να πάρουμε τα πράγματά σου».
Σόφικινς.
Ο Έστθα τούς ακολούθησε με το βλέμμα καθώς προχώρησαν πλάι στο κιγκλίδωμα, σπρώχνοντας τον κόσμο. Ο κόσμος παραμέριζε βλέποντας το κοστούμι τού Τσάκο και τη στραβοδεμένη γραβάτα του και όλη του τη στάση γιατί ο Τσάκο ήταν έτοιμος να σκάσει. Εξαιτίας τού όγκου του, ο Τσάκο περπατούσε πάντα με έναν τρόπο που έδινε την εντύπωση ότι διαρκώς ανέβαινε. Ότι διαπραγματευόταν με αισιοδοξία τα απότομα ολισθηρά σκαλοπάτια τής ζωής. Προχωρούσε στην από δω μεριά τού κιγκλιδώματος. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα κι η Σόφι Μολ προχωρούσαν από την άλλη.
Σόφικινς.
Ο Καθιστός Άντρας με το πηλήκιο και τις επωμίδες τούς άφησε να μπουν στο χώρο των αποσκευών. Το κοστούμι τού Τσάκο κι η στραβοδεμένη γραβάτα του, είχαν κάνει κι εδώ το θαύμα τους.
Όταν εξαφανίστηκε το κιγκλίδωμα ανάμεσά τους, ο Τσάκο φίλησε τη Μάργκαρετ Κοτσάμα κι ύστερα σήκωσε στην αγκαλιά του τη Σόφι Μολ.
«Την τελευταία φορά που σε πήρα στην αγκαλιά μου, κέρδισα αντί για ευχαριστώ ένα κατουρημένο πουκάμισο», είπε ο Τσάκο και γέλασε. Την αγκάλιασε και τον αγκάλιασε και την αγκάλιασε. Φίλησε τα γαλανογκριζογάλανα μάτια της, τη μύτη τού Εντομολόγου, τα κοκκινοκάστανα μαλλιά κάτω απ᾿ το καπέλο της.
Κι ύστερα η Σόφι Μολ είπε στον Τσάκο: «Χμμμ... συγγνώμη... Θα μπορούσες να μ᾿ αφήσεις τώρα; Δε... δεν είμαι συνηθισμένη... να με κρατάνε αγκαλιά».
Ο Τσάκο την άφησε.
Ο πρέσβης Έστθα είδε (με πεισματωμένο βλέμμα) ότι το κοστούμι του Τσάκο ξάφνου είχε χαλαρώσει. Δεν ήταν πια τόσο σφιγμένο πάνω στο κορμί του.
Κι ενώ ο Τσάκο έψαχνε να βρει τις βαλίτσες, το Αργό Τερα έγινε Τώρα δίπλα στο παράθυρο με τη βρώμικη κουρτίνα.
Ο Έστθα είδε την ελιά στο σβέρκο τής Μπέμπας Κοτσάμα να ξερογλείφεται και να πάλλεται από απολαυστική χαιρεκακία. Νταμ-ντουμ, νταμ-ντουμ. Άλλαζε χρώματα σαν χαμαιλέοντας. Νταμ-πράσινο, νταμ-μαύρο, νταμ-μουσταρδί.
«Εντάξει», είπε η Άμου. «Βαρέθηκα. Και τούς δυο σας. Βγες αμέσως έξω, Ράχελ!»
Μέσα στην κουρτίνα, η Ράχελ έκλεισε τα μάτια της κι έφερε στο νου της το πράσινο ποτάμι, τα σιωπηλά ψάρια να κολυμπούν στο βυθό, τις διάφανες φτερούγες τής λιβελούλας (που μπορούσε να δει ό,τι βρισκόταν πίσω τους) στο φως τού ήλιου. Ύστερα ο Έστθα την ξετύλιξε απ᾿ τις κουρτίνες. Τα τσιμεντένια καγκουρό παρακολουθούσαν.
Η Άμου τούς κοίταξε. Η Ατμόσφαιρα ήταν ήσυχη, με εξαίρεση τον ήχο τής κρεατοελιάς στο λαιμό τής Μπέμπας Κοτσάμα.
«Λοιπόν», είπε η Άμου.
Και δεν ήταν ερώτηση. Λοιπόν;
Και δεν είχε απάντηση.
Ο πρέσβης Έστθα χαμήλωσε τα μάτια και είδε ότι τα παπούτσια του (απ᾿ όπου ανέβαιναν τα αισθήματα τής oργής) ήταν μπεζ και μυτερά. Η πρέσβειρα Ράχελ χαμήλωσε τα μάτια και είδε τα δάχτυλα των ποδιών της μέσα στα πέδιλα Μπάτα, να προσπαθούν να ξεκολλήσουν το ένα απ᾿ το άλλο. Λες και ήθελαν να περάσουν στα πόδια κάποιου άλλου. Αδύνατον να τα σταματήσει. Σε λίγο θα έμενε χωρίς δάχτυλα. Θα τής έβαζαν γάζες στα πόδια, σαν αυτές που είχε ο λεπρός στην ισόπεδη διάβαση του τρένου.
«Αν ποτέ», είπε η Άμου, «και το εννοώ αυτό, αν ΠΟΤΕ με παρακούσετε ξανά Δημοσίως, να είστε βέβαιοι ότι θα σάς στείλω κάπου, όπου θα μάθετε να φέρεστε μια χαρά. Έγινε αντιληπτό;» Όταν η Άμου ήταν στ᾿ αλήθεια θυμωμένη, έλεγε Μια Χαρά. Η Μια Χαρά ήταν ένα βαθύ πηγάδι με πεθαμένους ανθρώπους μέσα να χαμογελούν.
«Έγινε. Αντιληπτό;» ξανάπε η Άμου.
Φοβισμένα μάτια κι ένα σιντριβάνι με ένα Love-in-Tokyo τής ανταπέδωσαν το βλέμμα της. Νυσταλέα μάτια κι ένα έκπληκτο τσουλούφι τής ανταπέδωσαν το βλέμμα της.
Δυο κεφαλάκια έγνεψαν τρεις φορές. Ναι. Έγινε. Αντιληπτό.
Η Μπέμπα Κοτσάμα δεν έμεινε ικανοποιημένη απ᾿ το ξεφούσκωμα μιας κατάστασης που ήταν γεμάτη υποσχέσεις.
«Τάχα μου, τάχα μου!» είπε. Τάχα μου!
Η Άμου στράφηκε προς το μέρος της κι ήταν η κίνηση αυτή μια ερώτηση
«Μάταιος κόπος», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Είναι παμπόνηρα. Είναι ανάγωγα. Έχουν μάθει στο ψέμα. Όσο πάνε χειροτερεύουν. Δεν μπορείς να τα κουμαντάρεις μόνη σου».
Η Άμου γύρισε ξανά στον Έστθα και στη Ράχελ και τα μάτια της έμοιαζαν με θαμπά πετράδια.
«Όλοι λένε ότι τα παιδιά χρειάζονται Μπάμπα για να μεγαλώσουν. Κι εγώ λέω όχι. Όχι τα δικά μου τα παιδιά. Και ξέρετε γιατί;»
Δυο κεφαλάκια έγνεψαν καταφατικά.
«Γιατί. Πέστε μου», είπε η Άμου.
Κι όχι μαζί αλλά σχεδόν μαζί, ο Εστθάπεν και η Ράχελ είπαν: «Επειδή εσύ είσαι η Άμου και ο Μπάμπα μας. Και μάς αγαπάς Διπλά».
«Περισσότερο από Διπλά», είπε η Άμου. «Να θυμάστε, λοιπόν, αυτό που σάς είπα. Τα συναισθήματα των άλλων είναι πολύτιμα. Κι όταν μού φέρεστε ανυπάκουα Δημοσίως, όλοι σχηματίζουν λανθασμένη εντύπωση».
«Μωρέ, σπουδαίοι πρέσβεις ήσαστε!» είπε η Μπέμπα Κοτσάμα.
Ο πρέσβης Ε. Πέλβις και η πρέσβειρα Κ. Ακρίδα κατέβασαν τα κεφάλια τους.
«Και κάτι άλλο, Ράχελ», είπε η Άμου. «Νομίζω πως είναι πια καιρός να μάθεις τη διαφορά ανάμεσα στο ΚΑΘΑΡΟ και το ΒΡΩΜΙΚΟ. Ειδικά σε τούτη τη χώρα».
Η πρέσβειρα Ράχελ δεν τόλμησε να σηκώσει τα μάτια της.
«Το φόρεμά σου είναι —ήταν— ΚΑΘΑΡΟ», είπε η Άμου. «Αυτή η κουρτίνα είναι ΒΡΏΜΙΚΗ. Αυτά τα καγκουρό είναι ΒΡΩΜΙΚΑ. Τα χέρια σου είναι ΒΡΩΜΙΚΑ».
Η Ράχελ φοβήθηκε έτσι δυνατά που πρόφερε η Άμου το ΚΑΘΑΡΌ και το ΒΡΏΜΙΚΟ. Σαν να μιλούσε σε κανέναν κουφό.
«Τώρα θέλω να πάτε και να χαιρετήσετε κανονικά», είπε η Άμου. «Θα το κάνετε ή όχι;»
Δυο κεφαλάκια έγνεψαν δυο φορές. Καταφατικά.
Ο πρέσβης Έστθα και η πρέσβειρα Ράχελ προχώρησαν προς το μέρος τής Σόφι Μολ.
«Πού νομίζεις ότι στέλνουν τούς ανθρώπους για να μάθουν να Φέρονται Μια Χαρά;» ρώτησε ψιθυριστά ο Έστθα τη Ράχελ.
«Στην Κυβέρνηση», απάντησε ψιθυριστά και η Ράχελ.
«Τι κάνεις;» είπε ο Έστθα στη Σόφι Μολ αρκετά δυνατά για να τον ακούσει η Άμου.
«Σαν μπαγιάτικο λαντού*», ήρθε η ψιθυριστή απάντηση τής Σόφι Μολ. Το είχε μάθει στο σχολείο από κάποιον Πακιστανό συμμαθητή της.
Ο Έστθα κοίταξε την Άμου. Το βλέμμα τής Άμου έλεγε: Δεν Πειράζει, Μην Τής Δίνεις Σημασία, Αρκεί Που Έκανες Το Σωστό.
Διασχίζοντας το πάρκινγκ τού αεροδρομίου, ο Καύσωνας τρύπωσε μέσα στα ρούχα τους και μούσκεψε τα καθαρά, κολλαριστά τους εσώρουχα. Τα παιδιά σέρνονταν πίσω από τούς μεγάλους, χασομερούσαν, τριγύριζαν ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και ταξί.
«Σάς δέρνει η Δικιά σας;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
Ο Έστθα και η Ράχελ, αναποφάσιστοι ακόμα ως προς την τακτική που έπρεπε να υιοθετήσουν, δεν απάντησαν.
«Η Δικιά μου ναι», συνέχισε η Σόφι Μολ για να τούς δώσει θάρρος. «Ακόμα και Χαστούκια μού δίνει».
«Η Δικιά μας όχι», είπε φρόνιμα ο Έστθα.
«Τυχεράκηδες», είπε η Σόφι Μολ.
Τυχερό πλουσιόπαιδο με το χαρτζιλίκι σου. Και με το εργοστάσιο τής γιαγιάς για κληρονομιά. Χωρίς έγνοιες.
Το Συνδικάτο των Εργατών Αεροδρομίου Γ΄ Κατηγορίας είχε οργανώσει μια συμβολική απεργία πείνας για μία μέρα μόνο. Προσπέρασαν τούς απεργούς. Προσπέρασαν και τούς αργόσχολους που χάζευαν τούς απεργούς.
Προσπέρασαν και τούς αργόσχολους που χάζευαν τούς αργόσχολους.
Μια μικρή τσίγκινη πινακίδα, κρεμασμένη σε ένα θεόρατο φίκο τής Βεγγάλης, έλεγε: Για ενοχλήσεις από αφροδίσια νοσήματα επισκεφθείτε το δρ Ο.Κ. Τζόι.
«Ποιον αγαπάς Περισσότερο στον Κόσμο;» ρώτησε η Ράχελ τη Σόφι Μολ.
«Τον Tζo», απάντησε η Σόφι Μολ χωρίς να διστάσει. «Τον μπαμπά μου. Πέθανε πριν από δύο μήνες. Ήρθαμε εδώ για να Συνέλθουμε από το Σοκ».
«Αφού ο Τσάκο είναι ο μπαμπάς σου», είπε ο Έστθα.
«Ο Τσάκο είναι ο φυσικός μου μπαμπάς», είπε η Σόφι Μολ. «Μπαμπάς μου είναι ο Tζo. Δε με χτυπάει ποτέ. Σχεδόν ποτέ».
«Πώς μπορεί να σε χτυπήσει αφού είναι πεθαμένος;» ρώτησε ο Έστθα.
«Ο δικός σας μπαμπάς πού είναι;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
«Δεν είναι…» (Η Ράχελ κοίταξε τον Έστθα γυρεύοντας βοήθεια).
«… εδώ», είπε ο Έστθα.
«Να σού πω τον κατάλογό μου;» ρώτησε η Ράχελ τη Σόφι Μολ.
«Αν θέλεις», είπε η Σόφι Μολ.
Ο "κατάλογος" τής Ράχελ ήταν μια προσπάθεια να μπει τάξη στο χάος. Τον αναθεωρούσε διαρκώς, ισορροπώντας με δυσκολία ανάμεσα στην αγάπη και το καθήκον. Και δε θα μπορούσε επ᾿ ουδενί να θεωρηθεί αξιόπιστο κριτήριο σχετικά με τα πραγματικά της αισθήματα.
«Πρώτα την Άμου και τον Τσάκο», άρχισε η Ράχελ. «Ύστερα τη Μαμάτσι...»
«Τη γιαγιά μας», εξήγησε ο Έστθα.
«Περισσότερο από τον αδερφό σου;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
«Εμείς δε μετράμε», απάντησε η Ράχελ. «Άσε που μπορεί να αλλάξει ο Έστθα. Το έχει πει η Άμου».
«Τι εννοείς; Να αλλάξει και να γίνει τι;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
«Ένα Αρσενικό Σοβινιστικό Γουρούνι», είπε η Ράχελ.
«Εντελώς απίθανο», μπήκε στη μέση ο Έστθα. «Τέλος πάντων».
Μετά τη Μαμάτσι, τον Βελούτθα κι έπειτα...»
«Ποιος είναι ο Βελούτθα;» ρώτησε τώρα η Σόφι Μολ.
«Κάποιος που αγαπάμε», είπε η Ράχελ. «Και μετά τον Βελούτθα, εσένα», είπε η Ράχελ.
«Εμένα; Γιατί μ᾿ αγαπάς εμένα;» είπε η Σόφι Μολ.
«Γιατί είμαστε πρώτα ξαδέρφια. Άρα πρέπει να σ᾿ αγαπάω», απάντησε φρόνιμα η Ράχελ.
«Μα αφού δε με ξέρεις», είπε η Σόφι Μολ. «Πάντως εγώ δε σ᾿ αγαπάω».
«Θα μ᾿ αγαπήσεις όταν με γνωρίσεις», είπε με σιγουριά η Ράχελ.
«Αμφιβάλλω», είπε ο Έστθα.
«Γιατί;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
«Γιατί έτσι», είπε ο Έστθα. «Έτσι κι αλλιώς, η Ράχελ θα μείνει κατά πάσα πιθανότητα νάνος».
Λες κι ήταν εντελώς αδύνατον να αγαπάει κανείς ένα νάνο.
«Δε θα μείνω νάνος», είπε η Ράχελ.
«Θα μείνεις», είπε ο Έστθα.
«Δε θα μείνω».
«Θα μείνεις».
«Δε θα μείνω».
«Θα μείνεις. Είμαστε δίδυμοι», εξήγησε ο Έστθα στη Σόφι Μολ. «Κοίτα πόσο πιο κοντή είναι από μένα».
Η Ράχελ βιάστηκε να πάρει βαθιά ανάσα, να φουσκώσει το στήθος της, να τεντώσει το κορμί της και να σταθεί πλάτη με πλάτη με τον Έστθα μέσα στο πάρκινγκ τού αεροδρομίου, ώστε να μπορέσει η Σόφι Μολ να δει πόσο κοντότερη ήταν από τον αδερφό της.
«Ίσως γίνεις μικροσκοπική», πρότεινε συμβιβαστικά η Σόφι Μολ. «Δηλαδή πιο ψηλή από ένα νάνο και πιο κοντή από έναν... Άνθρωπο».
Η σιωπή υποδέχτηκε με αβεβαιότητα αυτόν το συμβιβασμό.
Στην έξοδο τής Αίθουσας των Αφίξεων, μια σκοτεινή τσιμεντένια σιλουέτα με κόκκινο στόμα και σχήμα καγκουρό κούνησε το τσιμεντένιο μπροστινό της πόδι "χαιρετώντας" τη Ράχελ. Μόνο τη Ράχελ. Τσιμεντένια φιλιά έσκισαν τον αέρα σαν μικρά ελικόπτερα.
«Ξέρετε να περπατάτε και να λυγίζετε τη μέση σας;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
«Όχι. Στην Ινδία δε λυγίζουμε τη μέση μας όταν περπατάμε», απάντησε ο πρέσβης Έστθα.
«Εμείς στην Αγγλία έτσι περπατάμε», είπε η Σόφι Μολ. «Όλα τα μοντέλα έτσι περπατάνε. Στην τηλεόραση. Κοιτάξτε... είναι εύκολο».
Και με τη Σόφι Μολ μπροστά, περπάτησαν κι οι τρεις κουνιστοί και λυγιστοί διασχίζοντας το πάρκινγκ, σαν μοντέλα στην τηλεόραση, με τα θερμός μάρκας Ιγκλ και την τσάντα Made-in-England να πηγαινοέρχονται χτυπώντας στους γοφούς τους. Ιδρωμένοι νάνοι που έβαζαν τα δυνατά τους να περπατήσουν σαν τούς μεγάλους.
Σκιές τούς ακολουθούσαν. Ασημένια αεροπλάνα στο γαλανό τρούλο μιας εκκλησίας, σαν λεπιδόπτερα μέσα σε μια ακτίνα φωτός.
Η γαλανή Πλίμουθ με τα αστραφτερά φτερά χάρισε το χαμόγελό της, στη Σόφι Μολ. Ένα χαμόγελο καρχαρία, πασαλειμμένο με χρώμιο.
Ένα χαμόγελο αυτοκινήτου από τις Πίκλες Παραντάιζ. Όταν είδε τις πινακίδες με τα ζωγραφισμένα βάζα, τις πίκλες, τις μαρμελάδες κι όλο τον κατάλογο των προϊόντων Παραντάιζ, η Μάργκαρετ Κοτσάμα είπε: «Ω, Θεέ μου! Μού φαίνεται πως είμαι μέσα σε μια διαφήμιση!» Είπε κάμποσες φορές Ω, Θεέμου!
Ω, Θεέ μου! Ω ΘεέμουωΘεέμου!
«Δεν ήξερα ότι φτιάχνετε και φέτες ανανά!» είπε. «Η Σόφι τρελαίνεται για τον ανανά, ε, Σοφάκι;»
«Μερικές φορές», είπε το Σοφάκι. «Μερικές φορές δε μού αρέσει καθόλου».
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα σκαρφάλωσε μέσα στη διαφήμιση, σκαρφάλωσε με τις καφετιές φακίδες στην πλάτη της και στα μπράτσα της, σκαρφάλωσε με το λουλουδάτο φουστάνι της με πόδια από κάτω.
Η Σόφι Μολ κάθισε μπροστά, ανάμεσα στον Τσάκο και τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Μόνο το καπέλο της φαινόταν πάνω από τη ράχη τού καθίσματος. Επειδή ήταν η κόρη τους.
Η Ράχελ κι ο Έστθα κάθισαν πίσω. Τις βαλίτσες τις έβαλαν στο πορτμπαγκάζ.
Κοντά στο Ετούμανουρ πέρασαν δίπλα από ένα νεκρό ιερό ελέφαντα. Τον είχε σκοτώσει το ρεύμα ενός καλωδίου που έπεσε από την κολόνα στο δρόμο. Κάποιος μηχανικός από το δήμο τού Ετούμανουρ επέβλεπε την απομάκρυνση τού γιγάντιου πτώματος. Έπρεπε να χειριστούν το ζήτημα με εξαιρετική προσοχή γιατί θα δημιουργούσαν προηγούμενο για όλες τις μελλοντικές Κυβερνητικές Εργασίες Διάθεσης Πτωμάτων Παχυδέρμων. Εξαιρετικά λεπτό ζήτημα. Ένα όχημα τής Πυροσβεστικής και κάμποσοι αμήχανοι πυροσβέστες στέκονταν και περίμεναν αμήχανοι. Ο εκπρόσωπος τού δήμου κρατούσε ένα ντοσιέ στο χέρι του και φώναζε ασταμάτητα. Ένα καροτσάκι με Παγωτά είχε πλησιάσει. Λίγο πιο πέρα κάποιος πουλούσε φιστίκια σε χωνάκια, τυλιγμένα με τρόπο ώστε να μη χωρούν παραπάνω από οχτώ εννιά φιστίκια.
«Κοιτάξτε, ένας ψόφιος ελέφαντας», είπε η Σόφι Μολ.
Ο Τσάκο σταμάτησε να ρωτήσει μήπως ήταν όλως τυχαίως ο Κότσου Τόμπαν (ο Μικρός Αρσενικός), ο ιερός ελέφαντας τού ναού στο Αγιέμενεμ που ερχόταν μια φορά το μήνα στο σπίτι τους κι έπαιρνε κέρασμα μια καρύδα. Τού είπαν ότι δεν ήταν.
Ανακουφισμένοι που ήταν ένας ξένος κι όχι κάποιος γνωστός τους ελέφαντας, συνέχισαν το δρόμο τους. «Δόξα τον Θεό», είπε ο Έστθα.
«Δόξα τῳ Θεώ», τον διόρθωσε η Μπέμπα Κοτσάμα.
Στο δρόμο η Σόφι Μολ έμαθε να αναγνωρίζει την πρώτη ανεπαίσθητη υποψία τής βρώμας τού φρεσκομαζεμένου καουτσούκ. Και να κλείνει τη μύτη της ώσπου να χαθεί από τα μάτια τους το φορτηγό που το μετέφερε.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τούς πρότεινε να πουν ένα τραγουδάκι.
Ο Έστθα και η Ράχελ έπρεπε να τραγουδήσουν στα αγγλικά. Με κέφι. Λες και δεν τούς είχαν αναγκάσει να κάνουν πρόβες γι᾿ αυτό το τραγουδάκι μια ολόκληρη εβδομάδα. Ο πρέσβης Ε. Πέλβις και η πρέσβειρα Κ. Ακρίδα.
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γείειει
Και στη σκέπη Του μας έεεχει.
Η προφορά τους ήταν τέλεια. ΠΡΟ-φο-ρά.
Η Πλίμουθ γλιστρούσε μέσα στην πράσινη ζέστη τού μεσημεριού. Διαφημίζοντας πίκλες πάνω στην οροφή της και καθρεφτίζοντας στα ασημένια φτερά της τον καταγάλανο ουρανό. Ακριβώς έξω από το Αγιέμενεμ έπεσαν πάνω σε μια σταχτοπράσινη πεταλούδα (ή ίσως έπεσε εκείνη πάνω τους).
*Μπίτελ: Φύλλα που τα μασούν και η γλώσσα γίνεται κόκκινη. Μαγαζάκια σαν τα δικά μας περίπτερα πουλάνε μόνο μπίτελ.
* Λαντού: Σκληρός κεφτές με γλυκιά γεύση.
4. Όταν ο Τσάκο γνώρισε τη Μάργκαρετ
Ο Τσάκο πήρε τα πράγματά του από το δωμάτιό του. Θα κοιμόταν στο γραφείο τού Παπάτσι παραχωρώντας το δωμάτιό του στη Σόφι Μολ και τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Ήταν μικρό δωμάτιο. Το παράθυρό του έβλεπε στην παραμελημένη, ολοένα μικρότερη φυτεία καουτσούκ που ο αιδεσιμότατος I. Tζov Ίπε είχε αγοράσει από κάποιο γείτονα. Μια πόρτα το συνέδεε με το κυρίως σπίτι. Η Μαμάτσι είχε φτιάξει χωριστή είσοδο για να ικανοποιεί ο Τσάκο διακριτικά τις "Αντρικές του Ανάγκες"). Η Σόφι Μολ κοιμόταν στο μικρό ράντζο που είχαν στήσει για κείνη δίπλα στο μεγάλο κρεβάτι. Το βουητό τού ανεμιστήρα από το ταβάνι γέμιζε το κεφάλι της. Τα γαλανογκριζογάλανα μάτια της άνοιξαν.
Ξ Ύπνια Ζ Ωηρή Π Ανέτοιμη
Ο ύπνος έφυγε χωρίς πολλά πολλά.
Για πρώτη φορά μετά το θάνατο τού Tζo, δεν ήταν αυτός το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ξυπνώντας. Έριξε μια ματιά γύρω της, στο δωμάτιο. Δεν κουνήθηκε, έστριψε μονάχα τις κόρες των ματιών της. Κατάσκοπος παγιδευμένος σε εχθρική περιοχή, να σχεδιάζει τη θεαματική της δραπέτευση.
Ένα βάζο με αδέξια τοποθετημένους ιβίσκους, μαραμένους ήδη, ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι τού Τσάκο. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι βιβλία. Μια βιβλιοθήκη με γυάλινες πόρτες ήταν φίσκα συναρμολογούμενα αεροπλανάκια. Όλα χαλασμένα. Σπασμένες πεταλούδες με ικετευτικά μάτια. Οι ξύλινες γυναίκες ενός κακού βασιλιά που αργοπέθαιναν κάτω από μια ξύλινη κατάρα. Παγιδευμένη.
Μόνο μία, η μάνα της, η Μάργκαρετ, είχε δραπετεύσει στην Αγγλία.
Το δωμάτιο στριφογύρισε αργά γύρω από το ακίνητο μεταλλικό κέντρο τού ανεμιστήρα, στο ταβάνι. Σκέφτηκε τον Τζο. Κάτι μέσα της τρέμισε. Έκλεισε τα μάτια της.
Ο Tζo ήξερε να περπατάει με τα χέρια κάτω και τα πόδια πάνω. Κι όταν έκανε ποδήλατο στην κατηφόρα, ήξερε να χώνει τον άνεμο μέσα στο πουκάμισό του.
Στο διπλανό κρεβάτι η Μάργκαρετ Κοτσάμα κοιμόταν ακόμα. Ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στομάχι. Τα δάχτυλά της ήταν πρησμένα και η βέρα της έμοιαζε άβολη και στενή. Τα μάγουλά της κρέμονταν προς τα κάτω κι από τις δυο μεριές τού προσώπου της, αφήνοντας τα ζυγωματικά της να προεξέχουν, αναγκάζοντας τα χείλη της να τραβηχτούν σε ένα χαμόγελο δίχως χαρά. Μια υποψία λάμψης από τα δόντια της, ξεχώριζε ανάμεσά τους. Είχε βγάλει τα πυκνά άλλοτε φρύδια της. Τα είχε στενέψει, όπως ήταν η μόδα, και τα είχε κάνει δυο λεπτογραμμένα τόξα που τής έδιναν μια ελαφρά απορημένη έκφραση ακόμα και στον ύπνο της. Οι υπόλοιπες εκφράσεις της ξεφύτρωναν μέσα από το δέρμα της. Το πρόσωπό της ήταν κόκκινο. Το μέτωπό της γυάλιζε. Κάτω από την κοκκινίλα κρυβόταν η χλωμάδα της. Η πνιγμένη θλίψη της.
Μαραμένο έμοιαζε ακόμα και το λεπτό ύφασμα τού σκούρου μπλε και άσπρου, λουλουδάτου φουστανιού της. Λες κι ήταν σαν την ίδια, άμαθο στη ζέστη και χρειαζόταν έναν υπνάκο. Κρεμόταν πάνω στο κορμί της άψυχο, ανασηκωνόταν πάνω από το στήθος της, έπεφτε ξανά ανάμεσα στα μακριά, δυνατά της πόδια.
Στο κομοδίνο, μέσα σε ασημένια κορνίζα, ήταν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από το γάμο τού Τσάκο και της Μάργκαρετ Κοτσάμα, έξω από την εκκλησία τής Οξφόρδης. Χιόνιζε λιγάκι. Οι πρώτες νιφάδες είχαν στρωθεί στο δρόμο και στο πεζοδρόμιο. Ο Τσάκο ήταν ντυμένος σαν τον Νεχρού. Οι ώμοι του ήταν πασπαλισμένοι με χιόνι. Είχε ένα τριαντάφυλλο στην μπουτονιέρα του και η άκρη τού μαντιλιού του διπλωμένη τριγωνικά, ξεμύτιζε από το τσεπάκι στο στήθος του. Φορούσε μαύρα καλογυαλισμένα μοκασίνια. Έμοιαζε σαν να γελούσε κι ο ίδιος με τον εαυτό του και το ντύσιμό του. Σαν μασκαράς σε χορό μεταμφιεσμένων.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα φορούσε μια μακριά τουαλέτα από ταφτά και ένα φτηνό στεφανάκι στα κοντά κατσαρά μαλλιά της. Το βέλο ήταν ανασηκωμένο αφήνοντας το πρόσωπό της ξέσκεπο. Ήταν το ίδιο ψηλή με τον Τσάκο. Έμοιαζαν ευτυχισμένοι. Τα χοντρά, σμιχτά φρύδια της ενώνονταν σχεδόν πάνω από τη ρίζα τής μύτης της, δημιουργώντας μια ευχάριστη αντίθεση με το λευκό σύννεφο τού νυφικού της. Ένα συνοφρυωμένο σύννεφο με φρύδια.
Πίσω τους στεκόταν μια παχιά γυναίκα με χοντρούς αστραγάλους. Όλα τα κουμπιά τού παλτού της ήταν κουμπωμένα. Ήταν η μητέρα τής Μάργκαρετ Κοτσάμα. Δεξιά κι αριστερά της είχε τις δυο εγγονούλες της, με σκοτσέζικες φουστίτσες, κάλτσες ως τα γόνατα και αφέλειες. Χασκογελούσαν κι οι δυο, κρύβοντας τα γέλια τους πίσω απ᾿ τα μικρά τους χέρια. Η μητέρα της Μάργκαρετ Κοτσάμα κοίταζε αλλού, έξω από τη φωτογραφία, λες και προτιμούσε να μη βρίσκεται εκεί.
Ο πατέρας τής Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν είχε έρθει στο γάμο. Δεν τούς χώνευε τούς Ινδούς. Τούς θεωρούσε απατεώνες, ανθρώπους χωρίς τιμή και μπέσα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι η κόρη του θα παντρευόταν Ινδό.
Στη δεξιά γωνία της φωτογραφίας ένας άντρας έσπρωχνε το ποδήλατό του στο αντικρινό πεζοδρόμιο κοιτάζοντας τούς νιόπαντρους.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα δούλευε σερβιτόρα σε μια καφετέρια τής Οξφόρδης όταν γνώρισε τον Τσάκο. Η οικογένειά της ζούσε στο Λονδίνο. Ο πατέρας της είχε ένα μαγαζάκι. Η μητέρα της δούλευε σε ένα καπελάδικο. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα είχε φύγει από το πατρικό της, ένα χρόνο πριν. Απλώς και μόνο για να επιβεβαιώσει την ανεξαρτησία τής νιότης της. Είχε σκοπό να δουλέψει και να μαζέψει χρήματα για να μπορέσει να σπουδάσει δασκάλα. Ύστερα θα έψαχνε για δουλειά σε σχολείο. Στην Οξφόρδη μοιραζόταν ένα μικρό διαμέρισμα με μια φίλη της. Μια άλλη σερβιτόρα σε άλλη καφετέρια.
Φεύγοντας από το σπίτι της, η Μάργκαρετ Κοτσάμα αναγκάστηκε να διαπιστώσει ότι είχε γίνει ακριβώς το κορίτσι, που ήθελαν οι δικοί της να γίνει. Αντιμέτωπη με τον Αληθινό Κόσμο, γαντζωνόταν νευρικά στους παλιούς κανόνες που δεν είχε ξεχάσει και δεν είχε κανένα να επαναστατήσει εναντίον του, εκτός από τον εαυτό της. Πέρα, λοιπόν, από το γεγονός ότι έπαιζε τούς δίσκους στο γραμμόφωνό της λίγο πιο δυνατά απ᾿ ό,τι τής επέτρεπαν οι γονείς της, η Μάργκαρετ συνέχισε να ζει και στην Οξφόρδη την ίδια μικροαστική και περιορισμένη ζωή, απ᾿ την οποία νόμιζε ότι είχε ξεφύγει.
Ώσπου ένα πρωί μπήκε στην καφετέρια ο Τσάκο.
Ήταν το καλοκαίρι τής τελευταίας του χρονιάς στην Οξφόρδη. Ήταν μόνος. Το τσαλακωμένο του πουκάμισο ήταν κουμπωμένο στραβά. Τα κορδόνια των παπουτσιών του ήταν λυτά. Τα μαλλιά του τα είχε χτενίσει με προσοχή μπροστά, πατικώνοντάς τα στο κούτελό του. Πίσω όμως πετούσαν σαν φωτοστέφανο από αγκάθια. Έμοιαζε με απεριποίητο, μακάριο σκαντζόχοιρο. Ήταν ψηλός, και κάτω από το χάος των ρούχων του (αταίριαστη γραβάτα, παλιό πανωφόρι) η Μάργκαρετ Κοτσάμα ξεχώρισε το καλοκαμωμένο κορμί του. Είχε ένα ύφος, σαν να διασκέδαζε με κάτι που μόνο ο ίδιος μπορούσε να δει και μισόκλεινε τα μάτια του όπως κάποιος που προσπαθεί να διαβάσει από μακριά κι έχει ξεχάσει τα γυαλιά του. Τα αφτιά του πετούσαν δεξιά κι αριστερά από το κεφάλι του σαν χερούλια τσαγιέρας. Η αθλητική κορμοστασιά του και το ατημέλητο παρουσιαστικό του είχαν κάτι αναχρονιστικό. Το μοναδικό σημάδι που πρόδινε τον παχύσαρκο άντρα που έκρυβε μέσα του, ήταν τα λαμπερά ευτυχισμένα του μάγουλα.
Δεν είχε τίποτε από την αοριστία και την απολογητική αμηχανία που χαρακτηρίζουν συνήθως τούς απεριποίητους αφηρημένους άντρες. Έδειχνε χαρούμενος, λες κι είχε έρθει μαζί με κάποιον αόρατο φίλο, τού οποίου τη συντροφιά έβρισκε πράγματι απολαυστική. Κάθισε κοντά στο παράθυρο, στήριξε τον αγκώνα του στο τραπέζι και το κεφάλι στην παλάμη του. Ύστερα χαμογέλασε στην άδεια καφετέρια, έτοιμος θα ᾿λεγες να πιάσει κουβέντα με τις καρέκλες γύρω του. Παράγγειλε καφέ – με το ίδιο χαρούμενο χαμόγελο αλλά χωρίς να προσέξει στ᾿ αλήθεια την ψηλή σερβιτόρα με τα σμιχτά φρύδια που πήρε την παραγγελία του.
Η Μάργκαρετ τα ᾿χασε βλέποντάς τον να βάζει δυο μεγάλες κουταλιές ζάχαρη και μπόλικο γάλα στον καφέ του.
Έπειτα ζήτησε τηγανητά αβγά και φρυγανισμένο ψωμί. Κι άλλο καφέ και μαρμελάδα φράουλα. Όταν τον σέρβιρε, εκείνος τη ρώτησε (σαν να συνέχιζε κάποια κουβέντα που είχαν αφήσει στη μέση οι δυο τους):
«Έχετε ακούσει για τον άντρα με τούς δίδυμους γιους;»
«Όχι», απάντησε εκείνη ακουμπώντας στο τραπέζι το δίσκο με το πρωινό του. Για κάποιο λόγο (ίσως από φυσική σύνεση και ενστικτώδη επιφυλακτικότητα απέναντι στους ξένους), δεν έδειξε το ζωηρό ενδιαφέρον που προφανώς περίμενε εκείνος από μέρους της, για τον Άντρα με τοὐς Δίδυμους Γιους. Ο Τσάκο δεν έδειχνε να τον απασχολεί.
«Ένας άντρας είχε δίδυμους γιους», είπε στη Μάργκαρετ Κοτσάμα. «Τον Πιτ και τον Στιούαρτ. Ο Πιτ ήταν Αισιόδοξος κι ο Στιούαρτ Απαισιόδοξος».
«Όταν έγιναν δεκατριών χρονών, ο πατέρας χάρισε στον Στιούαρτ ένα ακριβό ρολόι, μια τσάντα με εργαλεία ξυλουργού κι ένα ποδήλατο».
Ο Τσάκο κοίταξε τη Μάργκαρετ Κοτσάμα για να σιγουρευτεί ότι τον άκουγε.
«Και γέμισε το δωμάτιο τού Πιτ —τού Αισιόδοξου με καβαλίνες».
Ο Τσάκο άνοιξε τούς γυαλιστερούς, μελάτους κρόκους των τηγανητών αβγών του και τούς άλειψε πάνω στη μαρμελάδα φράουλα με το πίσω μέρος τού κουταλιού του.
«Όταν άνοιξε ο Στιούαρτ τα δώρα του, κατέβασε μούτρα κι όλο το πρωί γκρίνιαζε. Δεν ήθελε εργαλεία ξυλουργικής, δεν τού άρεσε το ρολόι και το ποδήλατο δεν είχε τις σωστές ρόδες».
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα είχε πάψει να προσέχει τα λόγια του απορροφημένη από την αλλόκοτη τελετουργία που διαδραματιζόταν στο πιάτο του. Ο Τσάκο είχε κόψει σε μικρά, ίσια τετραγωνάκια τη φέτα τού ψωμιού, που ήταν αλειμμένη με μαρμελάδα και κρόκο αβγού. Τα κομμάτια φράουλας που είχε βγάλει στην άκρη, τα είχε κόψει σε λεπτές φέτες.
«Όταν ο πατέρας πήγε στο δωμάτιο τού Πιτ —τού Αισιόδοξου— δεν είδε τον Πιτ αλλά άκουσε τη βαριά ανάσα του και το χτύπο τού φτυαριού του, που ανεβοκατέβαινε σαν τρελό. Οι καβαλίνες πετούσαν ολόγυρα στο δωμάτιο».
Ο Τσάκο είχε αρχίσει ήδη να τραντάζεται από βουβά γέλια καθώς το ανέκδοτο κόντευε να τελειώσει. Με χέρια γελαστά τοποθέτησε από μια φέτα φράουλα πάνω σε κάθε κιτρινοκόκκινο τετραγωνάκι ψωμιού— το πιάτο του έμοιαζε πια με τούς δίσκους με τα μεζεδάκια που σερβίρουν οι ηλικιωμένες κυρίες στις συγκεντρώσεις για μπριτζ.
«Τι στην ευχή κάνεις εκεί πέρα;» φώναξε ο πατέρας στον Πιτ.
Πασπάλισε με αλάτι και πιπέρι τα τετραγωνάκια τού ψωμιού. Ο Τσάκο έκανε μια σύντομη παύση πριν τελειώσει το ανέκδοτο. Γελώντας κοίταξε τη Μάργκαρετ Κοτσάμα που κοίταζε χαμογελαστή κι αυτή το πιάτο του.
Μια φωνή ακούστηκε τότε: «Δεν μπορεί, πατέρα», είπε ο Πιτ, «με τόσο πολλές καβαλίνες εδώ μέσα, κάπου θα υπάρχει κι ένα αλογάκι!»
Ο Τσάκο έγειρε πίσω στη ράχη τής καρέκλας του και γέλασε μέσα στην άδεια καφετέρια, κρατώντας στα χέρια του το πιρούνι και το μαχαίρι του. Γέλασε με το μεταδοτικό γέλιο των χοντρών που ακούγεται σαν λόξιγκας, ώσπου κύλησαν δάκρυα από τα μάτια του. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα που δεν είχε ακούσει όλο το ανέκδοτο, χαμογέλασε. Ύστερα άρχισε να γελάει με το γέλιο του. Παρασυρμένοι ο ένας από το γέλιο τού άλλου, βρέθηκαν σε λίγο να γελούν σχεδόν υστερικά. Όταν εμφανίστηκε ο ιδιοκτήτης τής καφετέριας, είδε έναν πελάτη (μάλλον ανεπιθύμητο) και μια σερβιτόρα (μετρίως επιθυμητή) παγιδευμένους μέσα σε ένα τρελό, ακατάσχετο γέλιο.
Στο μεταξύ ένας άλλος πελάτης (τακτικός) είχε φτάσει και περίμενε να τον σερβίρουν χωρίς να τού δίνει κανείς σημασία.
Το αφεντικό καθάρισε μερικά ήδη καθαρά ποτήρια και τα έβαλε με θόρυβο στη θέση τους. Μετακίνησε πιάτα και φλιτζάνια στον πάγκο, επίσης θορυβωδώς, για να δείξει τη δυσαρέσκειά του στη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Εκείνη έβαλε τα δυνατά της για να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της πριν πάει να πάρει την επόμενη παραγγελία. Είχε όμως ακόμα δάκρυα στα μάτια της κι έπνιξε με δυσκολία ένα νέο κύμα γέλιου. Ο πεινασμένος άντρας που εκείνη τη στιγμή τής έδινε την παραγγελία του, σήκωσε τα μάτια του από τον κατάλογο και την κοίταξε επιτιμητικά, σφίγγοντας τα χείλη του σε μια βουβή αποδοκιμασία.
Η Μάργκαρετ κοίταξε κλεφτά τον Τσάκο που την κοίταζε και χαμογελούσε. Ήταν ένα τρελό, φιλικό χαμόγελο.
Ο Τσάκο τέλειωσε το πρωινό του, πλήρωσε κι έφυγε.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα άκουσε την επίπληξη τού εργοδότη της, καθώς επίσης και μια διάλεξη σχετικά με το ήθος και τη συμπεριφορά των εργαζομένων σε καφετέριες. Τού ζήτησε συγγνώμη. Λυπόταν ειλικρινά για τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε.
Το βράδυ εκείνο, μετά τη δουλειά, σκέφτηκε ξανά όλα όσα είχαν συμβεί κι ένιωσε αμηχανία. Δεν ήταν από τα κορίτσια που χαχανίζουν ασύστολα και τής φαινόταν άπρεπο που είχε γελάσει έτσι ξέφρενα παρέα με έναν εντελώς άγνωστο άντρα. Ήταν κάτι που έδειχνε μεγάλη οικειότητα, στενή σχέση. Αναρωτήθηκε τι την είχε σπρώξει να γελάσει έτσι. Ήξερε πως δεν ήταν το ανέκδοτο.
Θυμήθηκε το γέλιο του Τσάκο κι ένα χαμόγελο φώτισε τα μάτια της για αρκετή ώρα.
Ο Τσάκο άρχισε να πηγαίνει στην καφετέρια αρκετά συχνά. Έφτανε πάντα μαζί με τον αόρατο φίλο του και το χαρούμενο χαμόγελό του. Ακόμα κι όταν δεν ερχόταν η Μάργκαρετ Κοτσάμα να πάρει την παραγγελία του, εκείνος την αναζητούσε με το βλέμμα του και άλλαζε μαζί της κρυφά χαμόγελα, στη θύμηση τού Γέλιου τους.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα διαπίστωσε ότι περίμενε με ανυπομονησία τις επισκέψεις τού "Αναμαλλιασμένου Σκαντζόχοιρου". Χωρίς ανησυχία αλλά με ένα είδος έρπουσας κρυφής στοργής. Έμαθε ότι ήταν από την Ινδία κι ότι σπούδαζε στην Οξφόρδη με υποτροφία τού Ιδρύματος Ρόουντς. Κλασική φιλολογία. Κι ότι κωπηλατούσε με την ομάδα τού Μπάλιολ.
Ως την ημέρα που τον παντρεύτηκε, δε σκέφτηκε ποτέ ότι θα δεχόταν να γίνει γυναίκα του. Πέρασαν λίγοι μήνες που έβγαιναν μαζί κι ο Τσάκο άρχισε να την μπάζει κρυφά στο δωμάτιό του, όπου ζούσε σαν αβοήθητος, εξόριστος πρίγκιπας. Παρά τις κοπιαστικές προσπάθειες τού υπηρέτη και τής καθαρίστριάς του, το δωμάτιό του ήταν πάντα βρώμικο. Βιβλία, άδεια μπουκάλια κρασιού, εσώρουχα και αποτσίγαρα σκόρπια στο πάτωμα. Το άνοιγμα των ντουλαπιών ήταν ριψοκίνδυνη υπόθεση, γιατί τα ρούχα, τα βιβλία και τα παπούτσια κατρακυλούσαν έξω και μερικά από τα βιβλία του ήταν τόσο βαριά που μπορούσαν στ᾿ αλήθεια να κάνουν ζημιά. Η μικρή, ταχτοποιημένη ζωή τής Μάργκαρετ Κοτσάμα αφέθηκε σε αυτό το μπαρόκ χάος, σαν ζεστό κορμί που βουτάει σε κρύα θάλασσα.
Ανακάλυψε ότι κάτω από το προσωπείο του "Αναμαλλιασμένου Σκαντζόχοιρου" ζούσαν δυο πρόσωπα: ένας βασανισμένος Μαρξιστής που πάλευε με έναν αδιόρθωτο, αθεράπευτο Ρομαντικό – που ξεχνούσε τα κεριά, έσπαζε τα ποτήρια τού κρασιού, έχανε το δαχτυλίδι. Που τής έκανε έρωτα με τόσο πάθος ώστε τής έκοβε την ανάσα. Εκείνη πίστευε πως ήταν ένα κορίτσι μάλλον αδιάφορο, με μονοκόμματη μέση και χοντρούς αστραγάλους. Δεν ήταν άσχημη. Τίποτα ξεχωριστό. Μα όταν ήταν μαζί με τον Τσάκο, τα παλιά της όρια χάνονταν. Ο ορίζοντας μεγάλωνε. Δεν είχε ξανασυναντήσει άλλον άντρα να μιλάει για τον κόσμο —τι ήταν ο κόσμος, πώς είχε γίνει αυτό που ήταν ή τι πίστευε ο ίδιος ότι θα γινόταν αργότερα —, όπως οι άλλοι μιλούσαν για τις δουλειές τους, για τούς φίλους τους ή για τα σαββατοκύριακα στη θάλασσα.
Η παρουσία τού Τσάκο έκανε τη Μάργκαρετ Κοτσάμα να νιώθει λες κι η ψυχή της είχε δραπετεύσει από το στενό πλαίσιο τής νησιωτικής χώρας της, στις απέραντες, φαντασμαγορικές εκτάσεις τής δικής του πατρίδας. Την έκανε να νιώθει ότι ο κόσμος ήταν δικός τους, έβλεπε τον κόσμο μπροστά της σαν βάτραχο ανοιγμένο στα δυο που περίμενε πάνω στο τραπέζι τού εργαστηρίου για να τον εξετάσουν, να τον περιεργαστούν με την άνεσή τους.
Τη χρονιά που έζησε μαζί του πριν παντρευτούν, ανακάλυψε μέσα της μια μικρή δόση μαγείας κι ένιωσε για λίγο σαν τζίνι που είχε λευτερωθεί ξαφνικά από το λυχνάρι του. Ίσως ήταν πολύ νέα για να καταλάβει ότι αυτό που θεωρούσε αγάπη για τον Τσάκο δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά η διστακτική, αβέβαιη αποδοχή τού εαυτού της.
Όσο για τον Τσάκο, η Μάργκαρετ Κοτσάμα ήταν η πρώτη φίλη τής ζωής του. Όχι η πρώτη γυναίκα που είχε κοιμηθεί μαζί της αλλά η πρώτη του αληθινή συντρόφισσα. Περισσότερο από καθετί ο Τσάκο αγαπούσε την αυτάρκειά της. Πιθανόν να μην ήταν αξιοπρόσεχτη για μια μέση Αγγλίδα, αλλά ήταν αξιοπρόσεχτη για τον Τσάκο.
Αγαπούσε το γεγονός ότι η Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν ήταν γαντζωμένη πάνω του. Που δεν ήταν σίγουρη για τα αισθήματά της απέναντί του. Που δεν ήταν βέβαιη ως την τελευταία μέρα αν θα τον παντρευόταν ή όχι. Αγαπούσε τον τρόπο που ανασηκωνόταν γυμνή στο κρεβάτι του, τον τρόπο που τού γύριζε την ψηλή άσπρη πλάτη της, κοίταζε το ρολόι της κι έλεγε με ύφος πρακτικό: «Οχ, πρέπει να φεύγω». Αγαπούσε τον τρόπο που πήγαινε κάθε πρωί στη δουλειά της με το ποδήλατο. Ενθάρρυνε τις διαφορετικές απόψεις της κι από μέσα του πανηγύριζε με τις σπάνιες εκρήξεις τής Μάργκαρετ για την παρακμή του.
Την ευγνωμονούσε που δεν ήθελε σώνει και καλά να τον φροντίζει. Που δεν έδειχνε πρόθυμη να συγυρίσει το δωμάτιό του. Που δεν προσπαθούσε να παραστήσει τη μητέρα του. Έφτασε να κρέμεται από τη Μάργκαρετ Κοτσάμα απλώς και μόνο επειδή εκείνη δεν κρεμόταν από πάνω του. Τη λάτρευε επειδή απλούστατα δεν τον λάτρευε.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν ήξερε πολλά πράγματα για την οικογένειά του. Σπάνια τής μιλούσε για τούς δικούς του.
Η αλήθεια είναι ότι τα χρόνια τής Οξφόρδης ο Τσάκο σπάνια τούς σκεφτόταν. Συνέβαιναν τόσο πολλά στη ζωή του και το Αγιέμενεμ έμοιαζε πολύ μακρινό. Το ποτάμι τόσο μικρό.
Δεν είχε σοβαρούς λόγους να διατηρήσει την επαφή με τούς γονείς του. Το Ίδρυμα Υποτροφιών Ρόουντς ήταν γενναιόδωρο. Δεν είχε ανάγκη από χρήματα. Ήταν βαθιά ερωτευμένος με τον έρωτά του για τη Μάργκαρετ Κοτσάμα και δεν υπήρχε θέση στην καρδιά του για κανέναν άλλον.
Η Μαμάτσι τού έγραφε ταχτικά, περιγράφοντας λεπτομερώς τούς άθλιους καβγάδες της με τον άντρα της και τις ανησυχίες της για το μέλλον τής Άμου. Τα γράμματά της ποτέ δεν τα διάβαζε ολόκληρα. Μερικές φορές δεν τα άνοιγε καν. Ποτέ δεν απαντούσε.
Ακόμα και τη μία και μοναδική φορά που είχε γυρίσει στο σπίτι του (τότε που εμπόδισε τον Παπάτσι να χτυπήσει τη Μαμάτσι με το μπρούντζινο βάζο, τότε που μια κουνιστή πολυθρόνα δολοφονήθηκε κάτω από το φως τού φεγγαριού), δεν είχε καταλάβει πόσο ενοχλήθηκε ο πατέρας του από την παρουσία του. Ή ότι η μητέρα του τον λάτρευε πλέον διπλά. Ή την ξαφνική ομορφιά τής μικρής του αδερφής. Είχε πάει κι είχε γυρίσει σαν υπνοβάτης, λαχταρώντας από τη στιγμή που έφτασε να επιστρέψει στην κοπέλα με τη μακριά άσπρη πλάτη που τον περίμενε.
Το χειμώνα που τέλειωσε τις σπουδές του στο Μπάλιολ (με πολύ χαμηλούς βαθμούς), η Μάργκαρετ Κοτσάμα κι ο Τσάκο παντρεύτηκαν. Χωρίς την έγκριση τής οικογένειάς της. Χωρίς την ενημέρωση τής δικής του. Αποφάσισαν να μείνουν μαζί στο διαμερισματάκι τής Μάργκαρετ Κοτσάμα (εκδιώκοντας την άλλη σερβιτόρα που δούλευε σε άλλη καφετέρια), ωσότου βρει δουλειά ο Τσάκο.
Δε θα μπορούσαν να επιλέξουν χειρότερη στιγμή για το γάμο τους.
Εκτός από την πίεση τής ξαφνικής συμβίωσης είχαν να υπομείνουν και τη φτώχεια. Η υποτροφία είχε τελειώσει κι έπρεπε να πληρώνουν ολόκληρο το νοίκι τού μικρού διαμερίσματος. Σταματώντας την κωπηλασία, ο Τσάκο άρχισε να παχαίνει ξαφνικά και πριν την ώρα του. Ο Τσάκο έγινε Χοντρός· το κορμί του ταίριαζε με το γέλιο του.
Μετά από ένα χρόνο γάμου, η Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν έβρισκε πια ίχνος γοητείας στη φοιτητική ανεμελιά τού Τσάκο. Δεν τη διασκέδαζε καθόλου το γεγονός, ότι όση ώρα έλειπε στη δουλειά το διαμέρισμα παρέμενε βρώμικο κι ακατάστατο, όπως το είχε αφήσει. Το ότι δεν περνούσε καν από το μυαλό του να στρώσει το κρεβάτι, να κάνει μπουγάδα ή να πλύνει τα πιάτα. Το ότι δε ζητούσε συγγνώμη για τις τρύπες από τσιγάρο στον καινούργιο καναπέ. Το ότι έδειχνε ανίκανος να κουμπώσει σωστά το πουκάμισό του, να δέσει τη γραβάτα του και τα κορδόνια των παπουτσιών του, πριν παρουσιαστεί κάπου για να ζητήσει δουλειά. Μετά τον πρώτο χρόνο ήταν πρόθυμη να δώσει πίσω το βάτραχο και να πάρει για αντάλλαγμα μερικές μικρές, πρακτικές διευκολύνσεις. Όπως, ας πούμε, μια δουλειά για τον άντρα της κι ένα καθαρό σπίτι.
Με τα πολλά, ο Τσάκο βρήκε μια κακοπληρωμένη προσωρινή δουλειά στο Τμήμα Εξαγωγών τής εταιρείας Ίντια Τι Μπορντ. Ελπίζοντας ότι η μια δουλειά θα έφερνε την άλλη, ο Τσάκο κι η Μάργκαρετ μετακόμισαν στο Λονδίνο. Σε ένα διαμέρισμα με ακόμα πιο μικρά πιο αξιοθρήνητα δωμάτια. Οι γονείς τής Μάργκαρετ Κοτσάμα αρνήθηκαν να τη δουν.
Είχε μάθει μόλις ότι ήταν έγκυος όταν συνάντησε τον Tζo. Ήταν παλιός συμμαθητής τού αδερφού της. Όταν συναντήθηκαν, η Μάργκαρετ Κοτσάμα ήταν στην πιο γοητευτική της φάση. Η εγκυμοσύνη είχε δώσει χρώμα στα μάγουλά της και λάμψη στα πυκνά, μαύρα μαλλιά της. Παρά τα προβλήματα τού γάμου της, είχε έναν αέρα μυστικής ζωντάνιας, αυτήν τη στοργή που νιώθουν συχνά οι εγκυμονούσες για το ίδιο τους το κορμί.
Ο Tζo ήταν βιολόγος. Αναθεωρούσε για λογαριασμό κάποιου μεγάλου εκδοτικού οίκου την τρίτη έκδοση ενός Λεξικού Βιολογίας. Ο Tζo ήταν όλα όσα δεν μπορούσε να είναι ο Τσάκο.
Σταθερός. Φερέγγυος. Λεπτός.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα κατευθύνθηκε προς το μέρος του, ακριβώς όπως το φυτό μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο κατευθύνεται προς το φως.
Όταν η σύμβαση έφτασε στο τέλος της και στάθηκε αδύνατον να βρει άλλη δουλειά, ο Τσάκο έγραψε στη Μαμάτσι λέγοντάς της για το γάμο του και γυρεύοντάς της χρήματα. Η Μαμάτσι κατέρρευσε, αλλά παρ᾿ όλη τη συντριβή της έβαλε ενέχυρο τα κοσμήματά της και κανόνισε να τού στείλει χρήματα στην Αγγλία. Δεν ήταν αρκετά. Ποτέ δεν ήταν αρκετά.
Όταν γεννήθηκε η Σόφι Μολ, η Μάργκαρετ Κοτσάμα συνειδητοποίησε ότι για το καλό το δικό της και τής κόρης της έπρεπε να αφήσει τον Τσάκο. Ζήτησε διαζύγιο.
Ο Τσάκο επέστρεψε στην Ινδία, όπου βρήκε εύκολα δουλειά. Δίδαξε για μερικά χρόνια στο Χριστιανικό Κολέγιο τού Μαδράς. Μετά το θάνατο τού Παπάτσι γύρισε στο Αγιέμενεμ, κουβαλώντας ένα μηχάνημα εμφιάλωσης, το κουπί του από το Μπάλιολ και μια ραγισμένη καρδιά.
Η Μαμάτσι τον ξαναδέχτηκε με χαρά στη ζωή της. Τού μαγείρευε, τού έραβε, φρόντιζε να υπάρχουν κάθε μέρα φρέσκα λουλούδια στο δωμάτιό του. Ο Τσάκο είχε ανάγκη τη λατρεία τής μητέρας του. Για την ακρίβεια την απαιτούσε, παρόλο που την περιφρονούσε γι᾿ αυτό και την τιμωρούσε με τούς δικούς του μυστικούς τρόπους. Βάλθηκε να καλλιεργεί την παχυσαρκία του και τη γενικότερη φυσική του κατάρρευση. Φορούσε φτηνά, συνθετικά μπλουζάκια πάνω από τα άσπρα μούντου του, απ᾿ αυτά που αγόραζαν οι τουρίστες, και τις χειρότερες πλαστικές σαγιονάρες που υπήρχαν στην αγορά. Όταν η Μαμάτσι είχε καλεσμένους, συγγενείς ή κάποιον παλιό φίλο που είχε έρθει να τη δει από το Δελχί, ο Τσάκο εμφανιζόταν στο γιορτινό, καλοστρωμένο τραπέζι της —με τις πανέμορφες ανθοδέσμες από ορχιδέες, με τα καλά σερβίτσια από κινέζικη πορσελάνη —και έξυνε παλιές πληγές ή πασπάτευε τούς μεγάλους μαύρους κάλους που εξέτρεφε στους αγκώνες του.
Ιδιαίτερη προτίμηση είχε στους καλεσμένους τής Μπέμπας Κοτσάμα —καθολικούς επισκόπους ή κληρικούς που έρχονταν συχνά για να τσιμπήσουν κάτι πρόχειρο. Μπροστά τους ο Τσάκο έβγαζε τις σαγιονάρες του κι αέριζε το αηδιαστικό, γεμάτο πύο απόστημα που είχε στο πόδι του.
«Ο Θεός να λυπηθεί το δύστυχο λεπρό», έλεγε ύστερα, ενώ η Μπέμπα Κοτσάμα πάσχιζε απεγνωσμένα να τραβήξει την προσοχή των καλεσμένων της μακριά απ᾿ αυτό το θέαμα, τινάζοντας από τις γενειάδες τους τα ψίχουλα τού γλυκού και τα απομεινάρια από τσιπς μπανάνας.
Μα απ᾿ όλες τις κρυφές τιμωρίες, με τις οποίες βασάνιζε ο Τσάκο τη Μαμάτσι, η χειρότερη, η πιο ταπεινωτική ήταν η νοσταλγία του για τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Μιλούσε συχνά γι᾿ αυτήν και με καμάρι. Σαν να τη θαύμαζε που τον είχε χωρίσει.
«Με άφησε για έναν καλύτερο άντρα», έλεγε στη Μαμάτσι. Εκείνη ανατρίχιαζε κάθε φορά που άκουγε αυτά τα λόγια, λες κι η προσβολή αφορούσε την ίδια κι όχι το γιο της.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα έγραφε ταχτικά στον Τσάκο τα νέα τής Σόφι Μολ. Τον διαβεβαίωνε ότι ο Tζo ήταν ένας θαυμάσιος, στοργικός πατέρας κι ότι η Σόφι Μολ τον αγαπούσε πολύ — νέα που έδιναν χαρά και λύπη μαζί στον Τσάκο.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα ήταν ευτυχισμένη με τον Τζο. Πιο ευτυχισμένη ίσως απ᾿ ό,τι θα ήταν αν δεν είχε ζήσει εκείνα τα άγρια, αβέβαια χρόνια με τον Τσάκο. Θυμόταν τον Τσάκο με αγάπη μα δε λυπόταν για το χωρισμό τους. Δε φανταζόταν ότι τον είχε πληγώσει τόσο βαθιά γιατί απλούστατα θεωρούσε τον εαυτό της πολύ συνηθισμένο τύπο γυναίκας κι εκείνον πολύ ξεχωριστό άντρα. Ο Τσάκο εξάλλου δεν είχε δείξει κανένα από τα συνήθη συμπτώματα τής ερωτικής θλίψης κι απογοήτευσης· έτσι η Μάργκαρετ Κοτσάμα υπέθετε ότι η σχέση τους ήταν και για κείνον ένα λάθος, όπως ήταν για την ίδια. Όταν τού μίλησε για τον Tζo, ο Τσάκο έφυγε λυπημένος αλλά ήρεμος. Παίρνοντας μαζί του τον αόρατο φίλο του και το χαρούμενο χαμόγελό του.
Αλληλογραφούσαν ταχτικά και με τα χρόνια η σχέση τους ωρίμασε. Για τη Μάργκαρετ Κοτσάμα έγινε μια ευχάριστη, στενή φιλία. Για τον Τσάκο ήταν ένας τρόπος, ο μόνος τρόπος, να μείνει σε επαφή με τη μητέρα τού παιδιού του, με τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του.
Όταν μεγάλωσε η Σόφι Μολ και πήγε στο σχολείο, η Μάργκαρετ Κοτσάμα σπούδασε δασκάλα κι ύστερα βρήκε δουλειά σε ένα δημοτικό. Βρισκόταν στο γραφείο, μαζί με τούς άλλους δασκάλους όταν πληροφορήθηκε το θάνατο τού Tζo. Τής το είπε ένας νεαρός αστυνομικός που παρουσιάστηκε μπροστά της με ύφος σοβαρό, κρατώντας το κράνος του στα χέρια του. Έδειχνε αλλόκοτα αστείος, σαν κακός ηθοποιός που προσπαθούσε να πάρει ένα σοβαρό ρόλο. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα θυμόταν πως η πρώτη της αντίδραση βλέποντάς τον, ήταν να χαμογελάσει.
Για χάρη της Σόφι Μολ, η Μάργκαρετ Κοτσάμα έβαλε τα δυνατά της να φανεί δυνατή και να αντιμετωπίσει το δράμα με ψυχραιμία. Να προσποιηθεί ότι το αντιμετωπίζει με ψυχραιμία. Δε ζήτησε άδεια από τη δουλειά της. Φρόντισε να εξακολουθήσουν όλα όπως πριν και η Σόφι Μολ να πηγαίνει κανονικά στο σχολείο της — Διάβασε τα μαθήματά σου. Φάε το αβγό σου. Όχι, δε γίνεται να μην πάμε στο σχολείο.
Σφράγισε τον πόνο της κάτω από τη ζωηρή, πρακτική μάσκα τής δασκάλας. Έγινε μια αυστηρή τρύπα στο Σύμπαν, σε σχήμα δασκάλας (που πότε πότε έδινε και χαστούκια).
Όταν όμως ο Τσάκο τής έγραψε και την κάλεσε στο Αγιέμενεμ, κάτι μέσα της αναστέναξε και λύγισε. Παρ᾿ όλα όσα είχαν συμβεί μεταξύ τους, ο Τσάκο ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο, με τον οποίο θα ήθελε να περάσει αυτά τα Χριστούγεννα. Όσο το σκεφτόταν τόσο περισσότερο τής άρεσε η ιδέα. Ώσπου έπεισε τον εαυτό της ότι ένα ταξίδι στην Ινδία θα ήταν εκείνη τη στιγμή ό,τι καλύτερο μπορούσε να προσφέρει στη Σόφι Μολ.
Κι έτσι, παρότι ήξερε ότι οι φίλοι και οι συνάδελφοί της στο σχολείο θα το έβρισκαν παράξενο —την επιστροφή της στον πρώτο της άντρα τόσο σύντομα μετά το θάνατο του δεύτερου –, η Μάργκαρετ Κοτσάμα έβαλε χέρι στα λεφτά που είχε στην τράπεζα κι αγόρασε δυο αεροπορικά εισιτήρια. Λονδίνο-Βομβάη-Κοτσίν.
Ξ Ύπνια Ζ Ωηρή Π Ανέτοιμη
Ο ύπνος έφυγε χωρίς πολλά πολλά.
Για πρώτη φορά μετά το θάνατο τού Tζo, δεν ήταν αυτός το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ξυπνώντας. Έριξε μια ματιά γύρω της, στο δωμάτιο. Δεν κουνήθηκε, έστριψε μονάχα τις κόρες των ματιών της. Κατάσκοπος παγιδευμένος σε εχθρική περιοχή, να σχεδιάζει τη θεαματική της δραπέτευση.
Ένα βάζο με αδέξια τοποθετημένους ιβίσκους, μαραμένους ήδη, ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι τού Τσάκο. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι βιβλία. Μια βιβλιοθήκη με γυάλινες πόρτες ήταν φίσκα συναρμολογούμενα αεροπλανάκια. Όλα χαλασμένα. Σπασμένες πεταλούδες με ικετευτικά μάτια. Οι ξύλινες γυναίκες ενός κακού βασιλιά που αργοπέθαιναν κάτω από μια ξύλινη κατάρα. Παγιδευμένη.
Μόνο μία, η μάνα της, η Μάργκαρετ, είχε δραπετεύσει στην Αγγλία.
Το δωμάτιο στριφογύρισε αργά γύρω από το ακίνητο μεταλλικό κέντρο τού ανεμιστήρα, στο ταβάνι. Σκέφτηκε τον Τζο. Κάτι μέσα της τρέμισε. Έκλεισε τα μάτια της.
Ο Tζo ήξερε να περπατάει με τα χέρια κάτω και τα πόδια πάνω. Κι όταν έκανε ποδήλατο στην κατηφόρα, ήξερε να χώνει τον άνεμο μέσα στο πουκάμισό του.
Στο διπλανό κρεβάτι η Μάργκαρετ Κοτσάμα κοιμόταν ακόμα. Ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στομάχι. Τα δάχτυλά της ήταν πρησμένα και η βέρα της έμοιαζε άβολη και στενή. Τα μάγουλά της κρέμονταν προς τα κάτω κι από τις δυο μεριές τού προσώπου της, αφήνοντας τα ζυγωματικά της να προεξέχουν, αναγκάζοντας τα χείλη της να τραβηχτούν σε ένα χαμόγελο δίχως χαρά. Μια υποψία λάμψης από τα δόντια της, ξεχώριζε ανάμεσά τους. Είχε βγάλει τα πυκνά άλλοτε φρύδια της. Τα είχε στενέψει, όπως ήταν η μόδα, και τα είχε κάνει δυο λεπτογραμμένα τόξα που τής έδιναν μια ελαφρά απορημένη έκφραση ακόμα και στον ύπνο της. Οι υπόλοιπες εκφράσεις της ξεφύτρωναν μέσα από το δέρμα της. Το πρόσωπό της ήταν κόκκινο. Το μέτωπό της γυάλιζε. Κάτω από την κοκκινίλα κρυβόταν η χλωμάδα της. Η πνιγμένη θλίψη της.
Μαραμένο έμοιαζε ακόμα και το λεπτό ύφασμα τού σκούρου μπλε και άσπρου, λουλουδάτου φουστανιού της. Λες κι ήταν σαν την ίδια, άμαθο στη ζέστη και χρειαζόταν έναν υπνάκο. Κρεμόταν πάνω στο κορμί της άψυχο, ανασηκωνόταν πάνω από το στήθος της, έπεφτε ξανά ανάμεσα στα μακριά, δυνατά της πόδια.
Στο κομοδίνο, μέσα σε ασημένια κορνίζα, ήταν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από το γάμο τού Τσάκο και της Μάργκαρετ Κοτσάμα, έξω από την εκκλησία τής Οξφόρδης. Χιόνιζε λιγάκι. Οι πρώτες νιφάδες είχαν στρωθεί στο δρόμο και στο πεζοδρόμιο. Ο Τσάκο ήταν ντυμένος σαν τον Νεχρού. Οι ώμοι του ήταν πασπαλισμένοι με χιόνι. Είχε ένα τριαντάφυλλο στην μπουτονιέρα του και η άκρη τού μαντιλιού του διπλωμένη τριγωνικά, ξεμύτιζε από το τσεπάκι στο στήθος του. Φορούσε μαύρα καλογυαλισμένα μοκασίνια. Έμοιαζε σαν να γελούσε κι ο ίδιος με τον εαυτό του και το ντύσιμό του. Σαν μασκαράς σε χορό μεταμφιεσμένων.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα φορούσε μια μακριά τουαλέτα από ταφτά και ένα φτηνό στεφανάκι στα κοντά κατσαρά μαλλιά της. Το βέλο ήταν ανασηκωμένο αφήνοντας το πρόσωπό της ξέσκεπο. Ήταν το ίδιο ψηλή με τον Τσάκο. Έμοιαζαν ευτυχισμένοι. Τα χοντρά, σμιχτά φρύδια της ενώνονταν σχεδόν πάνω από τη ρίζα τής μύτης της, δημιουργώντας μια ευχάριστη αντίθεση με το λευκό σύννεφο τού νυφικού της. Ένα συνοφρυωμένο σύννεφο με φρύδια.
Πίσω τους στεκόταν μια παχιά γυναίκα με χοντρούς αστραγάλους. Όλα τα κουμπιά τού παλτού της ήταν κουμπωμένα. Ήταν η μητέρα τής Μάργκαρετ Κοτσάμα. Δεξιά κι αριστερά της είχε τις δυο εγγονούλες της, με σκοτσέζικες φουστίτσες, κάλτσες ως τα γόνατα και αφέλειες. Χασκογελούσαν κι οι δυο, κρύβοντας τα γέλια τους πίσω απ᾿ τα μικρά τους χέρια. Η μητέρα της Μάργκαρετ Κοτσάμα κοίταζε αλλού, έξω από τη φωτογραφία, λες και προτιμούσε να μη βρίσκεται εκεί.
Ο πατέρας τής Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν είχε έρθει στο γάμο. Δεν τούς χώνευε τούς Ινδούς. Τούς θεωρούσε απατεώνες, ανθρώπους χωρίς τιμή και μπέσα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι η κόρη του θα παντρευόταν Ινδό.
Στη δεξιά γωνία της φωτογραφίας ένας άντρας έσπρωχνε το ποδήλατό του στο αντικρινό πεζοδρόμιο κοιτάζοντας τούς νιόπαντρους.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα δούλευε σερβιτόρα σε μια καφετέρια τής Οξφόρδης όταν γνώρισε τον Τσάκο. Η οικογένειά της ζούσε στο Λονδίνο. Ο πατέρας της είχε ένα μαγαζάκι. Η μητέρα της δούλευε σε ένα καπελάδικο. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα είχε φύγει από το πατρικό της, ένα χρόνο πριν. Απλώς και μόνο για να επιβεβαιώσει την ανεξαρτησία τής νιότης της. Είχε σκοπό να δουλέψει και να μαζέψει χρήματα για να μπορέσει να σπουδάσει δασκάλα. Ύστερα θα έψαχνε για δουλειά σε σχολείο. Στην Οξφόρδη μοιραζόταν ένα μικρό διαμέρισμα με μια φίλη της. Μια άλλη σερβιτόρα σε άλλη καφετέρια.
Φεύγοντας από το σπίτι της, η Μάργκαρετ Κοτσάμα αναγκάστηκε να διαπιστώσει ότι είχε γίνει ακριβώς το κορίτσι, που ήθελαν οι δικοί της να γίνει. Αντιμέτωπη με τον Αληθινό Κόσμο, γαντζωνόταν νευρικά στους παλιούς κανόνες που δεν είχε ξεχάσει και δεν είχε κανένα να επαναστατήσει εναντίον του, εκτός από τον εαυτό της. Πέρα, λοιπόν, από το γεγονός ότι έπαιζε τούς δίσκους στο γραμμόφωνό της λίγο πιο δυνατά απ᾿ ό,τι τής επέτρεπαν οι γονείς της, η Μάργκαρετ συνέχισε να ζει και στην Οξφόρδη την ίδια μικροαστική και περιορισμένη ζωή, απ᾿ την οποία νόμιζε ότι είχε ξεφύγει.
Ώσπου ένα πρωί μπήκε στην καφετέρια ο Τσάκο.
Ήταν το καλοκαίρι τής τελευταίας του χρονιάς στην Οξφόρδη. Ήταν μόνος. Το τσαλακωμένο του πουκάμισο ήταν κουμπωμένο στραβά. Τα κορδόνια των παπουτσιών του ήταν λυτά. Τα μαλλιά του τα είχε χτενίσει με προσοχή μπροστά, πατικώνοντάς τα στο κούτελό του. Πίσω όμως πετούσαν σαν φωτοστέφανο από αγκάθια. Έμοιαζε με απεριποίητο, μακάριο σκαντζόχοιρο. Ήταν ψηλός, και κάτω από το χάος των ρούχων του (αταίριαστη γραβάτα, παλιό πανωφόρι) η Μάργκαρετ Κοτσάμα ξεχώρισε το καλοκαμωμένο κορμί του. Είχε ένα ύφος, σαν να διασκέδαζε με κάτι που μόνο ο ίδιος μπορούσε να δει και μισόκλεινε τα μάτια του όπως κάποιος που προσπαθεί να διαβάσει από μακριά κι έχει ξεχάσει τα γυαλιά του. Τα αφτιά του πετούσαν δεξιά κι αριστερά από το κεφάλι του σαν χερούλια τσαγιέρας. Η αθλητική κορμοστασιά του και το ατημέλητο παρουσιαστικό του είχαν κάτι αναχρονιστικό. Το μοναδικό σημάδι που πρόδινε τον παχύσαρκο άντρα που έκρυβε μέσα του, ήταν τα λαμπερά ευτυχισμένα του μάγουλα.
Δεν είχε τίποτε από την αοριστία και την απολογητική αμηχανία που χαρακτηρίζουν συνήθως τούς απεριποίητους αφηρημένους άντρες. Έδειχνε χαρούμενος, λες κι είχε έρθει μαζί με κάποιον αόρατο φίλο, τού οποίου τη συντροφιά έβρισκε πράγματι απολαυστική. Κάθισε κοντά στο παράθυρο, στήριξε τον αγκώνα του στο τραπέζι και το κεφάλι στην παλάμη του. Ύστερα χαμογέλασε στην άδεια καφετέρια, έτοιμος θα ᾿λεγες να πιάσει κουβέντα με τις καρέκλες γύρω του. Παράγγειλε καφέ – με το ίδιο χαρούμενο χαμόγελο αλλά χωρίς να προσέξει στ᾿ αλήθεια την ψηλή σερβιτόρα με τα σμιχτά φρύδια που πήρε την παραγγελία του.
Η Μάργκαρετ τα ᾿χασε βλέποντάς τον να βάζει δυο μεγάλες κουταλιές ζάχαρη και μπόλικο γάλα στον καφέ του.
Έπειτα ζήτησε τηγανητά αβγά και φρυγανισμένο ψωμί. Κι άλλο καφέ και μαρμελάδα φράουλα. Όταν τον σέρβιρε, εκείνος τη ρώτησε (σαν να συνέχιζε κάποια κουβέντα που είχαν αφήσει στη μέση οι δυο τους):
«Έχετε ακούσει για τον άντρα με τούς δίδυμους γιους;»
«Όχι», απάντησε εκείνη ακουμπώντας στο τραπέζι το δίσκο με το πρωινό του. Για κάποιο λόγο (ίσως από φυσική σύνεση και ενστικτώδη επιφυλακτικότητα απέναντι στους ξένους), δεν έδειξε το ζωηρό ενδιαφέρον που προφανώς περίμενε εκείνος από μέρους της, για τον Άντρα με τοὐς Δίδυμους Γιους. Ο Τσάκο δεν έδειχνε να τον απασχολεί.
«Ένας άντρας είχε δίδυμους γιους», είπε στη Μάργκαρετ Κοτσάμα. «Τον Πιτ και τον Στιούαρτ. Ο Πιτ ήταν Αισιόδοξος κι ο Στιούαρτ Απαισιόδοξος».
«Όταν έγιναν δεκατριών χρονών, ο πατέρας χάρισε στον Στιούαρτ ένα ακριβό ρολόι, μια τσάντα με εργαλεία ξυλουργού κι ένα ποδήλατο».
Ο Τσάκο κοίταξε τη Μάργκαρετ Κοτσάμα για να σιγουρευτεί ότι τον άκουγε.
«Και γέμισε το δωμάτιο τού Πιτ —τού Αισιόδοξου με καβαλίνες».
Ο Τσάκο άνοιξε τούς γυαλιστερούς, μελάτους κρόκους των τηγανητών αβγών του και τούς άλειψε πάνω στη μαρμελάδα φράουλα με το πίσω μέρος τού κουταλιού του.
«Όταν άνοιξε ο Στιούαρτ τα δώρα του, κατέβασε μούτρα κι όλο το πρωί γκρίνιαζε. Δεν ήθελε εργαλεία ξυλουργικής, δεν τού άρεσε το ρολόι και το ποδήλατο δεν είχε τις σωστές ρόδες».
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα είχε πάψει να προσέχει τα λόγια του απορροφημένη από την αλλόκοτη τελετουργία που διαδραματιζόταν στο πιάτο του. Ο Τσάκο είχε κόψει σε μικρά, ίσια τετραγωνάκια τη φέτα τού ψωμιού, που ήταν αλειμμένη με μαρμελάδα και κρόκο αβγού. Τα κομμάτια φράουλας που είχε βγάλει στην άκρη, τα είχε κόψει σε λεπτές φέτες.
«Όταν ο πατέρας πήγε στο δωμάτιο τού Πιτ —τού Αισιόδοξου— δεν είδε τον Πιτ αλλά άκουσε τη βαριά ανάσα του και το χτύπο τού φτυαριού του, που ανεβοκατέβαινε σαν τρελό. Οι καβαλίνες πετούσαν ολόγυρα στο δωμάτιο».
Ο Τσάκο είχε αρχίσει ήδη να τραντάζεται από βουβά γέλια καθώς το ανέκδοτο κόντευε να τελειώσει. Με χέρια γελαστά τοποθέτησε από μια φέτα φράουλα πάνω σε κάθε κιτρινοκόκκινο τετραγωνάκι ψωμιού— το πιάτο του έμοιαζε πια με τούς δίσκους με τα μεζεδάκια που σερβίρουν οι ηλικιωμένες κυρίες στις συγκεντρώσεις για μπριτζ.
«Τι στην ευχή κάνεις εκεί πέρα;» φώναξε ο πατέρας στον Πιτ.
Πασπάλισε με αλάτι και πιπέρι τα τετραγωνάκια τού ψωμιού. Ο Τσάκο έκανε μια σύντομη παύση πριν τελειώσει το ανέκδοτο. Γελώντας κοίταξε τη Μάργκαρετ Κοτσάμα που κοίταζε χαμογελαστή κι αυτή το πιάτο του.
Μια φωνή ακούστηκε τότε: «Δεν μπορεί, πατέρα», είπε ο Πιτ, «με τόσο πολλές καβαλίνες εδώ μέσα, κάπου θα υπάρχει κι ένα αλογάκι!»
Ο Τσάκο έγειρε πίσω στη ράχη τής καρέκλας του και γέλασε μέσα στην άδεια καφετέρια, κρατώντας στα χέρια του το πιρούνι και το μαχαίρι του. Γέλασε με το μεταδοτικό γέλιο των χοντρών που ακούγεται σαν λόξιγκας, ώσπου κύλησαν δάκρυα από τα μάτια του. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα που δεν είχε ακούσει όλο το ανέκδοτο, χαμογέλασε. Ύστερα άρχισε να γελάει με το γέλιο του. Παρασυρμένοι ο ένας από το γέλιο τού άλλου, βρέθηκαν σε λίγο να γελούν σχεδόν υστερικά. Όταν εμφανίστηκε ο ιδιοκτήτης τής καφετέριας, είδε έναν πελάτη (μάλλον ανεπιθύμητο) και μια σερβιτόρα (μετρίως επιθυμητή) παγιδευμένους μέσα σε ένα τρελό, ακατάσχετο γέλιο.
Στο μεταξύ ένας άλλος πελάτης (τακτικός) είχε φτάσει και περίμενε να τον σερβίρουν χωρίς να τού δίνει κανείς σημασία.
Το αφεντικό καθάρισε μερικά ήδη καθαρά ποτήρια και τα έβαλε με θόρυβο στη θέση τους. Μετακίνησε πιάτα και φλιτζάνια στον πάγκο, επίσης θορυβωδώς, για να δείξει τη δυσαρέσκειά του στη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Εκείνη έβαλε τα δυνατά της για να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της πριν πάει να πάρει την επόμενη παραγγελία. Είχε όμως ακόμα δάκρυα στα μάτια της κι έπνιξε με δυσκολία ένα νέο κύμα γέλιου. Ο πεινασμένος άντρας που εκείνη τη στιγμή τής έδινε την παραγγελία του, σήκωσε τα μάτια του από τον κατάλογο και την κοίταξε επιτιμητικά, σφίγγοντας τα χείλη του σε μια βουβή αποδοκιμασία.
Η Μάργκαρετ κοίταξε κλεφτά τον Τσάκο που την κοίταζε και χαμογελούσε. Ήταν ένα τρελό, φιλικό χαμόγελο.
Ο Τσάκο τέλειωσε το πρωινό του, πλήρωσε κι έφυγε.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα άκουσε την επίπληξη τού εργοδότη της, καθώς επίσης και μια διάλεξη σχετικά με το ήθος και τη συμπεριφορά των εργαζομένων σε καφετέριες. Τού ζήτησε συγγνώμη. Λυπόταν ειλικρινά για τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε.
Το βράδυ εκείνο, μετά τη δουλειά, σκέφτηκε ξανά όλα όσα είχαν συμβεί κι ένιωσε αμηχανία. Δεν ήταν από τα κορίτσια που χαχανίζουν ασύστολα και τής φαινόταν άπρεπο που είχε γελάσει έτσι ξέφρενα παρέα με έναν εντελώς άγνωστο άντρα. Ήταν κάτι που έδειχνε μεγάλη οικειότητα, στενή σχέση. Αναρωτήθηκε τι την είχε σπρώξει να γελάσει έτσι. Ήξερε πως δεν ήταν το ανέκδοτο.
Θυμήθηκε το γέλιο του Τσάκο κι ένα χαμόγελο φώτισε τα μάτια της για αρκετή ώρα.
Ο Τσάκο άρχισε να πηγαίνει στην καφετέρια αρκετά συχνά. Έφτανε πάντα μαζί με τον αόρατο φίλο του και το χαρούμενο χαμόγελό του. Ακόμα κι όταν δεν ερχόταν η Μάργκαρετ Κοτσάμα να πάρει την παραγγελία του, εκείνος την αναζητούσε με το βλέμμα του και άλλαζε μαζί της κρυφά χαμόγελα, στη θύμηση τού Γέλιου τους.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα διαπίστωσε ότι περίμενε με ανυπομονησία τις επισκέψεις τού "Αναμαλλιασμένου Σκαντζόχοιρου". Χωρίς ανησυχία αλλά με ένα είδος έρπουσας κρυφής στοργής. Έμαθε ότι ήταν από την Ινδία κι ότι σπούδαζε στην Οξφόρδη με υποτροφία τού Ιδρύματος Ρόουντς. Κλασική φιλολογία. Κι ότι κωπηλατούσε με την ομάδα τού Μπάλιολ.
Ως την ημέρα που τον παντρεύτηκε, δε σκέφτηκε ποτέ ότι θα δεχόταν να γίνει γυναίκα του. Πέρασαν λίγοι μήνες που έβγαιναν μαζί κι ο Τσάκο άρχισε να την μπάζει κρυφά στο δωμάτιό του, όπου ζούσε σαν αβοήθητος, εξόριστος πρίγκιπας. Παρά τις κοπιαστικές προσπάθειες τού υπηρέτη και τής καθαρίστριάς του, το δωμάτιό του ήταν πάντα βρώμικο. Βιβλία, άδεια μπουκάλια κρασιού, εσώρουχα και αποτσίγαρα σκόρπια στο πάτωμα. Το άνοιγμα των ντουλαπιών ήταν ριψοκίνδυνη υπόθεση, γιατί τα ρούχα, τα βιβλία και τα παπούτσια κατρακυλούσαν έξω και μερικά από τα βιβλία του ήταν τόσο βαριά που μπορούσαν στ᾿ αλήθεια να κάνουν ζημιά. Η μικρή, ταχτοποιημένη ζωή τής Μάργκαρετ Κοτσάμα αφέθηκε σε αυτό το μπαρόκ χάος, σαν ζεστό κορμί που βουτάει σε κρύα θάλασσα.
Ανακάλυψε ότι κάτω από το προσωπείο του "Αναμαλλιασμένου Σκαντζόχοιρου" ζούσαν δυο πρόσωπα: ένας βασανισμένος Μαρξιστής που πάλευε με έναν αδιόρθωτο, αθεράπευτο Ρομαντικό – που ξεχνούσε τα κεριά, έσπαζε τα ποτήρια τού κρασιού, έχανε το δαχτυλίδι. Που τής έκανε έρωτα με τόσο πάθος ώστε τής έκοβε την ανάσα. Εκείνη πίστευε πως ήταν ένα κορίτσι μάλλον αδιάφορο, με μονοκόμματη μέση και χοντρούς αστραγάλους. Δεν ήταν άσχημη. Τίποτα ξεχωριστό. Μα όταν ήταν μαζί με τον Τσάκο, τα παλιά της όρια χάνονταν. Ο ορίζοντας μεγάλωνε. Δεν είχε ξανασυναντήσει άλλον άντρα να μιλάει για τον κόσμο —τι ήταν ο κόσμος, πώς είχε γίνει αυτό που ήταν ή τι πίστευε ο ίδιος ότι θα γινόταν αργότερα —, όπως οι άλλοι μιλούσαν για τις δουλειές τους, για τούς φίλους τους ή για τα σαββατοκύριακα στη θάλασσα.
Η παρουσία τού Τσάκο έκανε τη Μάργκαρετ Κοτσάμα να νιώθει λες κι η ψυχή της είχε δραπετεύσει από το στενό πλαίσιο τής νησιωτικής χώρας της, στις απέραντες, φαντασμαγορικές εκτάσεις τής δικής του πατρίδας. Την έκανε να νιώθει ότι ο κόσμος ήταν δικός τους, έβλεπε τον κόσμο μπροστά της σαν βάτραχο ανοιγμένο στα δυο που περίμενε πάνω στο τραπέζι τού εργαστηρίου για να τον εξετάσουν, να τον περιεργαστούν με την άνεσή τους.
Τη χρονιά που έζησε μαζί του πριν παντρευτούν, ανακάλυψε μέσα της μια μικρή δόση μαγείας κι ένιωσε για λίγο σαν τζίνι που είχε λευτερωθεί ξαφνικά από το λυχνάρι του. Ίσως ήταν πολύ νέα για να καταλάβει ότι αυτό που θεωρούσε αγάπη για τον Τσάκο δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά η διστακτική, αβέβαιη αποδοχή τού εαυτού της.
Όσο για τον Τσάκο, η Μάργκαρετ Κοτσάμα ήταν η πρώτη φίλη τής ζωής του. Όχι η πρώτη γυναίκα που είχε κοιμηθεί μαζί της αλλά η πρώτη του αληθινή συντρόφισσα. Περισσότερο από καθετί ο Τσάκο αγαπούσε την αυτάρκειά της. Πιθανόν να μην ήταν αξιοπρόσεχτη για μια μέση Αγγλίδα, αλλά ήταν αξιοπρόσεχτη για τον Τσάκο.
Αγαπούσε το γεγονός ότι η Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν ήταν γαντζωμένη πάνω του. Που δεν ήταν σίγουρη για τα αισθήματά της απέναντί του. Που δεν ήταν βέβαιη ως την τελευταία μέρα αν θα τον παντρευόταν ή όχι. Αγαπούσε τον τρόπο που ανασηκωνόταν γυμνή στο κρεβάτι του, τον τρόπο που τού γύριζε την ψηλή άσπρη πλάτη της, κοίταζε το ρολόι της κι έλεγε με ύφος πρακτικό: «Οχ, πρέπει να φεύγω». Αγαπούσε τον τρόπο που πήγαινε κάθε πρωί στη δουλειά της με το ποδήλατο. Ενθάρρυνε τις διαφορετικές απόψεις της κι από μέσα του πανηγύριζε με τις σπάνιες εκρήξεις τής Μάργκαρετ για την παρακμή του.
Την ευγνωμονούσε που δεν ήθελε σώνει και καλά να τον φροντίζει. Που δεν έδειχνε πρόθυμη να συγυρίσει το δωμάτιό του. Που δεν προσπαθούσε να παραστήσει τη μητέρα του. Έφτασε να κρέμεται από τη Μάργκαρετ Κοτσάμα απλώς και μόνο επειδή εκείνη δεν κρεμόταν από πάνω του. Τη λάτρευε επειδή απλούστατα δεν τον λάτρευε.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν ήξερε πολλά πράγματα για την οικογένειά του. Σπάνια τής μιλούσε για τούς δικούς του.
Η αλήθεια είναι ότι τα χρόνια τής Οξφόρδης ο Τσάκο σπάνια τούς σκεφτόταν. Συνέβαιναν τόσο πολλά στη ζωή του και το Αγιέμενεμ έμοιαζε πολύ μακρινό. Το ποτάμι τόσο μικρό.
Δεν είχε σοβαρούς λόγους να διατηρήσει την επαφή με τούς γονείς του. Το Ίδρυμα Υποτροφιών Ρόουντς ήταν γενναιόδωρο. Δεν είχε ανάγκη από χρήματα. Ήταν βαθιά ερωτευμένος με τον έρωτά του για τη Μάργκαρετ Κοτσάμα και δεν υπήρχε θέση στην καρδιά του για κανέναν άλλον.
Η Μαμάτσι τού έγραφε ταχτικά, περιγράφοντας λεπτομερώς τούς άθλιους καβγάδες της με τον άντρα της και τις ανησυχίες της για το μέλλον τής Άμου. Τα γράμματά της ποτέ δεν τα διάβαζε ολόκληρα. Μερικές φορές δεν τα άνοιγε καν. Ποτέ δεν απαντούσε.
Ακόμα και τη μία και μοναδική φορά που είχε γυρίσει στο σπίτι του (τότε που εμπόδισε τον Παπάτσι να χτυπήσει τη Μαμάτσι με το μπρούντζινο βάζο, τότε που μια κουνιστή πολυθρόνα δολοφονήθηκε κάτω από το φως τού φεγγαριού), δεν είχε καταλάβει πόσο ενοχλήθηκε ο πατέρας του από την παρουσία του. Ή ότι η μητέρα του τον λάτρευε πλέον διπλά. Ή την ξαφνική ομορφιά τής μικρής του αδερφής. Είχε πάει κι είχε γυρίσει σαν υπνοβάτης, λαχταρώντας από τη στιγμή που έφτασε να επιστρέψει στην κοπέλα με τη μακριά άσπρη πλάτη που τον περίμενε.
Το χειμώνα που τέλειωσε τις σπουδές του στο Μπάλιολ (με πολύ χαμηλούς βαθμούς), η Μάργκαρετ Κοτσάμα κι ο Τσάκο παντρεύτηκαν. Χωρίς την έγκριση τής οικογένειάς της. Χωρίς την ενημέρωση τής δικής του. Αποφάσισαν να μείνουν μαζί στο διαμερισματάκι τής Μάργκαρετ Κοτσάμα (εκδιώκοντας την άλλη σερβιτόρα που δούλευε σε άλλη καφετέρια), ωσότου βρει δουλειά ο Τσάκο.
Δε θα μπορούσαν να επιλέξουν χειρότερη στιγμή για το γάμο τους.
Εκτός από την πίεση τής ξαφνικής συμβίωσης είχαν να υπομείνουν και τη φτώχεια. Η υποτροφία είχε τελειώσει κι έπρεπε να πληρώνουν ολόκληρο το νοίκι τού μικρού διαμερίσματος. Σταματώντας την κωπηλασία, ο Τσάκο άρχισε να παχαίνει ξαφνικά και πριν την ώρα του. Ο Τσάκο έγινε Χοντρός· το κορμί του ταίριαζε με το γέλιο του.
Μετά από ένα χρόνο γάμου, η Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν έβρισκε πια ίχνος γοητείας στη φοιτητική ανεμελιά τού Τσάκο. Δεν τη διασκέδαζε καθόλου το γεγονός, ότι όση ώρα έλειπε στη δουλειά το διαμέρισμα παρέμενε βρώμικο κι ακατάστατο, όπως το είχε αφήσει. Το ότι δεν περνούσε καν από το μυαλό του να στρώσει το κρεβάτι, να κάνει μπουγάδα ή να πλύνει τα πιάτα. Το ότι δε ζητούσε συγγνώμη για τις τρύπες από τσιγάρο στον καινούργιο καναπέ. Το ότι έδειχνε ανίκανος να κουμπώσει σωστά το πουκάμισό του, να δέσει τη γραβάτα του και τα κορδόνια των παπουτσιών του, πριν παρουσιαστεί κάπου για να ζητήσει δουλειά. Μετά τον πρώτο χρόνο ήταν πρόθυμη να δώσει πίσω το βάτραχο και να πάρει για αντάλλαγμα μερικές μικρές, πρακτικές διευκολύνσεις. Όπως, ας πούμε, μια δουλειά για τον άντρα της κι ένα καθαρό σπίτι.
Με τα πολλά, ο Τσάκο βρήκε μια κακοπληρωμένη προσωρινή δουλειά στο Τμήμα Εξαγωγών τής εταιρείας Ίντια Τι Μπορντ. Ελπίζοντας ότι η μια δουλειά θα έφερνε την άλλη, ο Τσάκο κι η Μάργκαρετ μετακόμισαν στο Λονδίνο. Σε ένα διαμέρισμα με ακόμα πιο μικρά πιο αξιοθρήνητα δωμάτια. Οι γονείς τής Μάργκαρετ Κοτσάμα αρνήθηκαν να τη δουν.
Είχε μάθει μόλις ότι ήταν έγκυος όταν συνάντησε τον Tζo. Ήταν παλιός συμμαθητής τού αδερφού της. Όταν συναντήθηκαν, η Μάργκαρετ Κοτσάμα ήταν στην πιο γοητευτική της φάση. Η εγκυμοσύνη είχε δώσει χρώμα στα μάγουλά της και λάμψη στα πυκνά, μαύρα μαλλιά της. Παρά τα προβλήματα τού γάμου της, είχε έναν αέρα μυστικής ζωντάνιας, αυτήν τη στοργή που νιώθουν συχνά οι εγκυμονούσες για το ίδιο τους το κορμί.
Ο Tζo ήταν βιολόγος. Αναθεωρούσε για λογαριασμό κάποιου μεγάλου εκδοτικού οίκου την τρίτη έκδοση ενός Λεξικού Βιολογίας. Ο Tζo ήταν όλα όσα δεν μπορούσε να είναι ο Τσάκο.
Σταθερός. Φερέγγυος. Λεπτός.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα κατευθύνθηκε προς το μέρος του, ακριβώς όπως το φυτό μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο κατευθύνεται προς το φως.
Όταν η σύμβαση έφτασε στο τέλος της και στάθηκε αδύνατον να βρει άλλη δουλειά, ο Τσάκο έγραψε στη Μαμάτσι λέγοντάς της για το γάμο του και γυρεύοντάς της χρήματα. Η Μαμάτσι κατέρρευσε, αλλά παρ᾿ όλη τη συντριβή της έβαλε ενέχυρο τα κοσμήματά της και κανόνισε να τού στείλει χρήματα στην Αγγλία. Δεν ήταν αρκετά. Ποτέ δεν ήταν αρκετά.
Όταν γεννήθηκε η Σόφι Μολ, η Μάργκαρετ Κοτσάμα συνειδητοποίησε ότι για το καλό το δικό της και τής κόρης της έπρεπε να αφήσει τον Τσάκο. Ζήτησε διαζύγιο.
Ο Τσάκο επέστρεψε στην Ινδία, όπου βρήκε εύκολα δουλειά. Δίδαξε για μερικά χρόνια στο Χριστιανικό Κολέγιο τού Μαδράς. Μετά το θάνατο τού Παπάτσι γύρισε στο Αγιέμενεμ, κουβαλώντας ένα μηχάνημα εμφιάλωσης, το κουπί του από το Μπάλιολ και μια ραγισμένη καρδιά.
Η Μαμάτσι τον ξαναδέχτηκε με χαρά στη ζωή της. Τού μαγείρευε, τού έραβε, φρόντιζε να υπάρχουν κάθε μέρα φρέσκα λουλούδια στο δωμάτιό του. Ο Τσάκο είχε ανάγκη τη λατρεία τής μητέρας του. Για την ακρίβεια την απαιτούσε, παρόλο που την περιφρονούσε γι᾿ αυτό και την τιμωρούσε με τούς δικούς του μυστικούς τρόπους. Βάλθηκε να καλλιεργεί την παχυσαρκία του και τη γενικότερη φυσική του κατάρρευση. Φορούσε φτηνά, συνθετικά μπλουζάκια πάνω από τα άσπρα μούντου του, απ᾿ αυτά που αγόραζαν οι τουρίστες, και τις χειρότερες πλαστικές σαγιονάρες που υπήρχαν στην αγορά. Όταν η Μαμάτσι είχε καλεσμένους, συγγενείς ή κάποιον παλιό φίλο που είχε έρθει να τη δει από το Δελχί, ο Τσάκο εμφανιζόταν στο γιορτινό, καλοστρωμένο τραπέζι της —με τις πανέμορφες ανθοδέσμες από ορχιδέες, με τα καλά σερβίτσια από κινέζικη πορσελάνη —και έξυνε παλιές πληγές ή πασπάτευε τούς μεγάλους μαύρους κάλους που εξέτρεφε στους αγκώνες του.
Ιδιαίτερη προτίμηση είχε στους καλεσμένους τής Μπέμπας Κοτσάμα —καθολικούς επισκόπους ή κληρικούς που έρχονταν συχνά για να τσιμπήσουν κάτι πρόχειρο. Μπροστά τους ο Τσάκο έβγαζε τις σαγιονάρες του κι αέριζε το αηδιαστικό, γεμάτο πύο απόστημα που είχε στο πόδι του.
«Ο Θεός να λυπηθεί το δύστυχο λεπρό», έλεγε ύστερα, ενώ η Μπέμπα Κοτσάμα πάσχιζε απεγνωσμένα να τραβήξει την προσοχή των καλεσμένων της μακριά απ᾿ αυτό το θέαμα, τινάζοντας από τις γενειάδες τους τα ψίχουλα τού γλυκού και τα απομεινάρια από τσιπς μπανάνας.
Μα απ᾿ όλες τις κρυφές τιμωρίες, με τις οποίες βασάνιζε ο Τσάκο τη Μαμάτσι, η χειρότερη, η πιο ταπεινωτική ήταν η νοσταλγία του για τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Μιλούσε συχνά γι᾿ αυτήν και με καμάρι. Σαν να τη θαύμαζε που τον είχε χωρίσει.
«Με άφησε για έναν καλύτερο άντρα», έλεγε στη Μαμάτσι. Εκείνη ανατρίχιαζε κάθε φορά που άκουγε αυτά τα λόγια, λες κι η προσβολή αφορούσε την ίδια κι όχι το γιο της.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα έγραφε ταχτικά στον Τσάκο τα νέα τής Σόφι Μολ. Τον διαβεβαίωνε ότι ο Tζo ήταν ένας θαυμάσιος, στοργικός πατέρας κι ότι η Σόφι Μολ τον αγαπούσε πολύ — νέα που έδιναν χαρά και λύπη μαζί στον Τσάκο.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα ήταν ευτυχισμένη με τον Τζο. Πιο ευτυχισμένη ίσως απ᾿ ό,τι θα ήταν αν δεν είχε ζήσει εκείνα τα άγρια, αβέβαια χρόνια με τον Τσάκο. Θυμόταν τον Τσάκο με αγάπη μα δε λυπόταν για το χωρισμό τους. Δε φανταζόταν ότι τον είχε πληγώσει τόσο βαθιά γιατί απλούστατα θεωρούσε τον εαυτό της πολύ συνηθισμένο τύπο γυναίκας κι εκείνον πολύ ξεχωριστό άντρα. Ο Τσάκο εξάλλου δεν είχε δείξει κανένα από τα συνήθη συμπτώματα τής ερωτικής θλίψης κι απογοήτευσης· έτσι η Μάργκαρετ Κοτσάμα υπέθετε ότι η σχέση τους ήταν και για κείνον ένα λάθος, όπως ήταν για την ίδια. Όταν τού μίλησε για τον Tζo, ο Τσάκο έφυγε λυπημένος αλλά ήρεμος. Παίρνοντας μαζί του τον αόρατο φίλο του και το χαρούμενο χαμόγελό του.
Αλληλογραφούσαν ταχτικά και με τα χρόνια η σχέση τους ωρίμασε. Για τη Μάργκαρετ Κοτσάμα έγινε μια ευχάριστη, στενή φιλία. Για τον Τσάκο ήταν ένας τρόπος, ο μόνος τρόπος, να μείνει σε επαφή με τη μητέρα τού παιδιού του, με τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του.
Όταν μεγάλωσε η Σόφι Μολ και πήγε στο σχολείο, η Μάργκαρετ Κοτσάμα σπούδασε δασκάλα κι ύστερα βρήκε δουλειά σε ένα δημοτικό. Βρισκόταν στο γραφείο, μαζί με τούς άλλους δασκάλους όταν πληροφορήθηκε το θάνατο τού Tζo. Τής το είπε ένας νεαρός αστυνομικός που παρουσιάστηκε μπροστά της με ύφος σοβαρό, κρατώντας το κράνος του στα χέρια του. Έδειχνε αλλόκοτα αστείος, σαν κακός ηθοποιός που προσπαθούσε να πάρει ένα σοβαρό ρόλο. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα θυμόταν πως η πρώτη της αντίδραση βλέποντάς τον, ήταν να χαμογελάσει.
Για χάρη της Σόφι Μολ, η Μάργκαρετ Κοτσάμα έβαλε τα δυνατά της να φανεί δυνατή και να αντιμετωπίσει το δράμα με ψυχραιμία. Να προσποιηθεί ότι το αντιμετωπίζει με ψυχραιμία. Δε ζήτησε άδεια από τη δουλειά της. Φρόντισε να εξακολουθήσουν όλα όπως πριν και η Σόφι Μολ να πηγαίνει κανονικά στο σχολείο της — Διάβασε τα μαθήματά σου. Φάε το αβγό σου. Όχι, δε γίνεται να μην πάμε στο σχολείο.
Σφράγισε τον πόνο της κάτω από τη ζωηρή, πρακτική μάσκα τής δασκάλας. Έγινε μια αυστηρή τρύπα στο Σύμπαν, σε σχήμα δασκάλας (που πότε πότε έδινε και χαστούκια).
Όταν όμως ο Τσάκο τής έγραψε και την κάλεσε στο Αγιέμενεμ, κάτι μέσα της αναστέναξε και λύγισε. Παρ᾿ όλα όσα είχαν συμβεί μεταξύ τους, ο Τσάκο ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο, με τον οποίο θα ήθελε να περάσει αυτά τα Χριστούγεννα. Όσο το σκεφτόταν τόσο περισσότερο τής άρεσε η ιδέα. Ώσπου έπεισε τον εαυτό της ότι ένα ταξίδι στην Ινδία θα ήταν εκείνη τη στιγμή ό,τι καλύτερο μπορούσε να προσφέρει στη Σόφι Μολ.
Κι έτσι, παρότι ήξερε ότι οι φίλοι και οι συνάδελφοί της στο σχολείο θα το έβρισκαν παράξενο —την επιστροφή της στον πρώτο της άντρα τόσο σύντομα μετά το θάνατο του δεύτερου –, η Μάργκαρετ Κοτσάμα έβαλε χέρι στα λεφτά που είχε στην τράπεζα κι αγόρασε δυο αεροπορικά εισιτήρια. Λονδίνο-Βομβάη-Κοτσίν.
5. Καλώς Όρισες στο Σπίτι, Αγαπημένη μας Σόφι Μολ
Ήταν μεγάλο παλιό σπίτι, το Σπίτι τού Αγιέμενεμ αλλά έδειχνε απόμακρο. Λες και δεν ήθελε να έχει σχέσεις με τούς ανθρώπους, που ζούσαν κάτω από τη στέγη του. Σαν γέρος που με υγρά μάτια παρακολουθεί τα παιδιά να παίζουν και δε βλέπει παρά μόνο ματαιότητα στην ορμή, στο κέφι τους και στο ολόψυχο δόσιμό τους στη ζωή.
Τα χρόνια κι οι βροχές είχαν σκεπάσει τη γερτή σκεπή του με σκουρόχρωμα βρύα.
Οι πόρτες δεν είχαν δύο αλλά τέσσερα πορτόφυλλα από ξύλο τικ. Τον παλιό καιρό οι γυναίκες κρατούσαν κλειστά τα κάτω πορτόφυλλα, ακουμπούσαν με τούς αγκώνες τους στο στενό περβάζι και παζάρευαν με τούς περαστικούς μικροπωλητές, χωρίς να δείχνουν το κορμί τους από τη μέση και κάτω. Πρακτικά μπορούσαν να αγοράσουν χαλιά ή βραχιόλια με το στήθος τους σκεπασμένο και τον πισινό τους ολόγυμνο. Πρακτικά.
Εννιά ψηλά σκαλοπάτια οδηγούσαν από το χαλικόστρωτο δρομάκι στην μπροστινή βεράντα. Λόγω τής υπερυψωμένης θέσης της, η βεράντα διέθετε το κύρος θεατρικής σκηνής. Κι όλα όσα γίνονταν στη βεράντα, είχαν την αίγλη και τη σπουδαιότητα θεατρικής παράστασης. Είχε θέα στο κηπάκι τής Μπέμπας Κοτσάμα. Ήταν βαθιά βεράντα, δροσερή ακόμα και το καταμεσήμερο οπότε ο ήλιος ζεματούσε.
Όταν έριξαν το κόκκινο τσιμεντένιο δάπεδο, χτύπησαν μέσα του το ασπράδι από εννιακόσια αβγά περίπου. Το τσιμέντο έλαμπε, σαν να το είχαν περάσει με παρκετίνη.
Κάτω από το βαλσαμωμένο κεφάλι τού βίσονα με τα μάτια-κουμπιά, με τα πορτρέτα τού πεθερού και τής πεθεράς της δεξιά κι αριστερά, η Μαμάτσι καθόταν σε μια χαμηλή ψάθινη πολυθρόνα, δίπλα σε ένα ψάθινο τραπεζάκι. Πάνω στο τραπεζάκι είχε ένα πράσινο γυάλινο βάζο, με μία μόνο κατακόκκινη ορχιδέα.
Το απόγευμα ήταν ασάλευτο και ζεστό. Κάτι στην Ατμόσφαιρα περίμενε.
Η Μαμάτσι κρατούσε κάτω από το πιγούνι της ένα καλογυαλισμένο βιολί. Φορούσε μαύρα γυαλιά, τής μόδας του ᾿50, με λοξούς, αδιαφανείς φακούς και στρας στις γωνιές τού σκελετού. Το σάρι της ήταν κολλαριστό κι αρωματισμένο. Χρυσό και ζαχαρί. Τα διαμαντένια σκουλαρίκια της άστραφταν στα αφτιά της σαν μικρά καντηλέρια. Τα δαχτυλίδια με τα ρουμπίνια ήταν μεγάλα για τα δάχτυλά της. Το χλωμό, λεπτό της δέρμα ήταν ζαρωμένο σαν την κρέμα που κάνει το γάλα όταν κρυώσει και διάσπαρτο με μικροσκοπικές κόκκινες ελίτσες. Ήταν πανέμορφη. Γριά, ασυνήθιστη, βασιλική.
Τυφλή Μητέρα Χήρα με ένα βιολί.
Στα νιάτα της η Μαμάτσι είχε την προνοητικότητα και την υπομονή να μαζεύει τις τρίχες που τής έπεφταν σε ένα μικρό, κεντητό τσαντάκι που το είχε φυλαγμένο στην τουαλέτα της. Όταν μάζεψε αρκετές, έφτιαξε έναν κότσο, τον τύλιξε σε ένα φιλέ και τον έβαλε στο ίδιο συρτάρι με τα κοσμήματά της. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν τα μαλλιά της άρχισαν να αραιώνουν και να γκριζάρουν, η Μαμάτσι τούς έδινε όγκο φορώντας τον κορακάτο κότσο της, στο μικρό ασημένιο κεφάλι της. Κατά τη γνώμη της, αυτό ήταν πέρα για πέρα αποδεκτό, αφού τα μαλλιά ήταν δικά της. Τις νύχτες, όταν έβγαζε τον κότσο της, άφηνε τα εγγόνια της να τής πλέκουν τα άσπρα μαλλιά της σε μια σφιχτή, καλολαδωμένη κοτσίδα που τη στερέωνε με ένα λαστιχάκι. To ένα τής έπλεκε την κοτσίδα κι tο άλλο μετρούσε τις αμέτρητες ελίτσες της. To καθένας με τη σειρά του.
Στο δέρμα τού κεφαλιού της, κρυμμένες προσεχτικά κάτω απ᾿ τα αραιά μαλλιά της, η Μαμάτσι είχε φουσκωμένες ουλές, σαν μισοφέγγαρα. Σημάδια από παλιά χτυπήματα από έναν Αυτοκρατορικό εντομολόγο. Ουλές από το μπρούντζινο βάζο της.
Έπαιζε το Lentement τη μελωδία τής σουίτας Ι, από τη "Μουσική των νερών τού Χέντελ". Πίσω από τα πεταλουδίσια μαύρα γυαλιά της, τα τυφλά της μάτια ήταν κλειστά αλλά εκείνη έβλεπε τη μουσική, καθώς έβγαινε από το βιολί της και σηκωνόταν σαν καπνός μέσα στο απόγευμα.
Μέσα το κεφάλι της, ήταν σαν σκοτεινό δωμάτιο, με τις κουρτίνες κλειστές ενώ έξω έλαμπε ο ήλιος.
Καθώς έπαιζε, η σκέψη της γύριζε πίσω στο χρόνο, στην πρώτη επαγγελματική φουρνιά από πίκλες που είχε φτιάξει. Τι όμορφες που ήταν! Τα βαζάκια στη σειρά, σφραγισμένα, στο κομοδίνο κοντά στο προσκεφάλι τού κρεβατιού της, για να ᾿ναι το πρώτο πράγμα που θα άγγιζε το πρωί, όταν ξυπνούσε. Είχε πέσει νωρίς για ύπνο ένα βράδυ αλλά ξύπνησε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Άπλωσε το χέρι της στα βαζάκια και τα φοβισμένα της δάχτυλα γέμισαν λάδια. Τα βαζάκια με τις πίκλες στέκονταν μέσα σε μια λίμνη από λάδι. Είχε χυθεί παντού. Είχε κάνει κύκλο κάτω από το θερμός της. Κάτω από τη Βίβλο της. Όλο το κομοδίνο. Τα μάνγκο είχαν απορροφήσει το λάδι κι είχαν φουσκώσει, με αποτέλεσμα να ξεχειλίσουν.
Η Μαμάτσι συμβουλεύτηκε το βιβλίο που τής είχε φέρει ο Τσάκο, "Σπιτικές μαρμελάδες και πίκλες", αλλά δε βρήκε λύση. Ύστερα υπαγόρευσε ένα γράμμα και το έστειλε στον διευθυντή πωλήσεων τής φίρμας Πίκλες "Πάντμα" στην περιοχή τους. Εκείνος τής πρότεινε να αυξήσει το συντηρητικό που έβαζε στις πίκλες της. Και το αλάτι. Η ιδέα του αποδείχτηκε σωστή αλλά δεν έλυσε οριστικά το πρόβλημα. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, τα βαζάκια με τις Πίκλες "Παραντάιζ" εξακολουθούσαν να ξεχειλίζουν λίγο. Η διαρροή ήταν ανεπαίσθητη αλλά αναπόφευκτη. Όταν μεταφέρονταν μακριά, οι ετικέτες τους έφταναν λαδωμένες και διάφανες. Κι οι πίκλες ήταν λιγάκι τσιμπημένες στο αλάτι.
Η Μαμάτσι αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε ποτέ να πετύχει τις τέλειες μαρμελάδες. Αναρωτήθηκε αν η Σόφι Μολ θα είχε όρεξη για έναν παγωμένο χυμό από σταφύλι. Κρύο πορφυρό χυμό σ᾿ ένα ποτήρι.
Ύστερα σκέφτηκε τη Μάργκαρετ Κοτσάμα και οι νωθρές, υγρές νότες τής μουσικής του Χέντελ ακούστηκαν τσιριχτές και θυμωμένες.
Η Μαμάτσι δεν είχε συναντήσει ποτέ τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Αλλά την περιφρονούσε έτσι κι αλλιώς. Κόρη μαγαζάτορα – σ᾿ αυτήν την κατηγορία είχε μπει η Μάργκαρετ Κοτσάμα μες στο μυαλό τής Μαμάτσι. Τέτοιες κατηγορίες είχε το μυαλό τής Μαμάτσι. Όταν την καλούσαν σε κάποιο γάμο στο Κόταγιαμ, περνούσε την ώρα της ψιθυρίζοντας σε όποιον καθόταν να την ακούσει: «Ο παππούς τής νύφης από τη μεριά τής μητέρας της ήταν ο μαραγκός τού πατέρα μου. Η αδερφή τής προγιαγιάς της ήταν μαμή στο Τριβάντραμ. Η οικογένεια τού άντρα μου είχε κάποτε ολόκληρο το λόφο δικό της».
Εννοείται ότι η Μαμάτσι θα περιφρονούσε τη Μάργκαρετ Κοτσάμα, ακόμα κι αν ήταν η διάδοχος τού θρόνου τής Αγγλίας. Δεν απεχθανόταν απλώς την ταπεινή καταγωγή της. Τη μισούσε επειδή είχε παντρευτεί τον Τσάκο. Τη μισούσε επειδή τον είχε εγκαταλείψει. Θα τη μισούσε όμως ακόμα περισσότερο αν είχε μείνει μαζί του. Τη μέρα που ο Τσάκο εμπόδισε τον Παπάτσι να τη χτυπήσει (κι ο Παπάτσι δολοφόνησε την καρέκλα του αντί γι᾿ αυτήν), η Μαμάτσι μάζεψε τη συζυγική βαλιτσούλα της και μετακόμισε για να ζήσει υπό την προστασία τού γιου της. Από τότε εκείνος έγινε το αποκούμπι όλων των γυναικείων αισθημάτων της. Ο Άντρας της. Η μοναδική της Αγάπη.
Οι σχέσεις του με τις εργάτριες ήταν φυσικά εν γνώσει της αλλά δεν τη στενοχωρούσαν. Όταν η Μπέμπα Κοτσάμα της μιλούσε γι᾿ αυτό το ζήτημα, η Μαμάτσι έσφιγγε τα χείλη της νευρικά. «Δεν μπορεί να μην έχει Αντρικές Ανάγκες», έλεγε μετά.
Η Μπέμπα Κοτσάμα παραδόξως είχε αποδεχτεί αυτήν την εξήγηση και οι αινιγματικές, μυστικά ερεθιστικές "Αντρικές Ανάγκες" έχαιραν γενικού σεβασμού στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Ούτε η Μαμάτσι ούτε η Μπέμπα Κοτσάμα έβρισκαν τίποτε περίεργο στο συνδυασμό τής μαρξιστικής ιδεολογίας και τής φεουδαρχικής λίμπιντο τού Τσάκο. Μοναδική τους ανησυχία ήταν οι ναξαλίτες. Όλος ο κόσμος ήξερε ότι ανάγκαζαν άντρες Καλών Οικογενειών να παντρευτούν υπηρέτριες που είχαν καταστήσει έγκυες.
Βέβαια δεν περνούσε από το μυαλό τους ότι η βόμβα που θα κατέστρεφε το Καλό Όνομα τής οικογένειας μια για πάντα, όταν θα έσκαγε, θα ερχόταν από εντελώς απρόβλεπτο σημείο.
Η Μαμάτσι έβαλε να χτίσουν χωριστή είσοδο για το δωμάτιο του Τσάκο που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά τού σπιτιού, έτσι ώστε τα αντικείμενα των «Αναγκών» του να μην περνούν μέσα από το σπίτι. Τούς έδινε χρήματα, στα κρυφά, για να τις κρατάει ευχαριστημένες. Τα έπαιρναν επειδή τα είχαν ανάγκη. Είχαν μικρά παιδιά και γέρους γονείς. Ή άντρες που ξόδευαν το μεροκάματό τους στο πιοτό. Ο διακανονισμός αυτός βόλευε τη Μαμάτσι επειδή, κατά τη γνώμη της, η πληρωμή ξεκαθάριζε την κατάσταση. Διαχώριζε το σεξ από την αγάπη. Τις Ανάγκες από τα Αισθήματα.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα όμως ήταν άλλου παπά ευαγγέλιο. Η Μαμάτσι μη έχοντας τρόπο να το διαπιστώσει (παρόλο που προσπάθησε να βάλει την Κότσου Μάρια να ψάξει τα σεντόνια για λεκέδες), μπορούσε μόνο να ελπίζει ότι δεν είχε σκοπό να αναθερμάνει τις σεξουαλικές της σχέσεις με τον Τσάκο, για το διάστημα που η Μάργκαρετ Κοτσάμα θα έμενε στο Αγιέμενεμ. Η Μαμάτσι πάσχιζε να ελέγξει τα ανεξέλεγκτα αισθήματά της χώνοντας κρυφά χρήματα στις τσέπες των ρούχων που άφηνε η Μάργκαρετ Κοτσάμα στο πλυσταριό. Αυτά τα χρήματα, η Μάργκαρετ δεν τα επέστρεψε ποτέ, για τον απλό λόγο ότι δεν έφτασαν ποτέ στα χέρια της. Τις τσέπες των άπλυτων ρούχων τις άδειαζε πάντα ο Άνιγιαν, ο πλύντης. Η Μαμάτσι το ήξερε αλλά προτιμούσε να ερμηνεύει τη σιωπή τής Μάργκαρετ Κοτσάμα ως βουβή αποδοχή των χρημάτων, για τις στιγμές τής ηδονής που φανταζόταν η Μαμάτσι ότι χάριζε στο γιο της. Με αυτόν τον τρόπο η Μαμάτσι είχε την ικανοποίηση να θεωρεί τη Μάργκαρετ Κοτσάμα άλλη μια πόρνη, απ᾿ αυτές που μπαινόβγαιναν στο δωμάτιο τού γιου της. Ο Άνιγιαν, ήταν πανευτυχής με το καθημερινό δωράκι του και βέβαια η Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν έμαθε ποτέ τίποτα γι᾿ αυτόν το διακανονισμό.
Στη σκοτεινή, καπνισμένη κουζίνα, η κοντούλα Κότσου Μάρια είχε ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών της και έστρωνε με γλάσο τη μεγάλη διώροφη τούρτα που έγραφε πάνω ΚΑΛΏΣ ΌΡΙΣΕΣ ΣΤΟ ΣΠΊΤΙ, ΑΓΑΠΗΜΈΝΗ ΜΑΣ ΣΌΦΙ ΜΟΛ.
Η Κότσου Μάρια Είχε κοντά, χοντρά μπράτσα, δάχτυλα σαν βραστά λουκάνικα και πλακουτσή, σαρκώδη μύτη με μεγάλα ρουθούνια. Βαθιές ρυτίδες ένωναν τη μύτη με το πιγούνι της χωρίζοντας αυτό το κομμάτι από το υπόλοιπο πρόσωπο, σαν μουσούδι. Το κεφάλι της παραήταν μεγάλο για το κοντό κορμί της. Έμοιαζε με εμφιαλωμένο έμβρυο που είχε ξεφύγει από το μπουκάλι με τη φορμαλδεΰδη κάποιου εργαστηρίου Βιολογίας και με τον καιρό είχε χοντρύνει και φουσκώσει.
Στον κορσέ της μέσα που τον έδενε σφιχτά, προσπαθώντας με χριστιανική ευλάβεια να κρύψει τα στήθια της, έχωνε υγρά χαρτονομίσματα. Τα σκουλαρίκια που φορούσε στα αφτιά της, ήταν βαριά, ολόχρυσα. Οι λοβοί της είχαν ξεχειλώσει, έμοιαζαν σαν μακριές γλώσσες με δυο βαριδάκια δεμένα στις άκρες τους και ταλαντεύονταν δίπλα στο λαιμό της, μια μπρος, μια πίσω. Τα σκουλαρίκια της ήταν σαν δυο χαρούμενα παιδάκια που χαίρονταν κάνοντας κούνια. Ο αριστερός λοβός της είχε σκιστεί κάποτε πέρα για πέρα και της τον έραψε ο δρ Ουαργκίς Ουαργκίς. Η Κότσου Μάρια δεν μπορούσε να βγάλει τα βαριά σκουλαρίκια της. Γιατί αν τα έβγαζε πώς θα καταλάβαινε ο κόσμος ότι με όλη την παρακατιανή δουλειά της (μαγείρισσα, με μισθό εβδομήντα πέντε ρουπίες το μήνα), ήταν χριστιανή τού Συριακού δόγματος. Πώς θα καταλάβαιναν ότι δεν ήταν Πελαγιάν, Πουλαγιάν ή Παρουάν; Πώς θα καταλάβαιναν ότι δεν ήταν Άθικτη αλλά μια καθ᾿ όλα αξιοσέβαστη χριστιανή (από την οποία ο χριστιανισμός είχε στραγγίξει όπως το τσάι από το χρησιμοποιημένο φακελάκι); Χίλιες φορές καλύτερα να σκιστούν οι λοβοί των αφτιών της. Στο κάτω κάτω ξαναράβονταν.
Η Κότσου Μάρια δεν είχε κάνει ακόμα τη γνωριμία τής γυναίκας τής μανιακής με την τηλεόραση που περίμενε κρυμμένη μέσα της. Δεν είχε δει τηλεοπτική συσκευή. Δε θα μπορούσε να πιστέψει στην ύπαρξή της. Ακόμα κι αν τής το έλεγε κάποιος, η Κότσου Μάρια θα νόμιζε ότι την κοροϊδεύει, ότι υποτιμά τη νοημοσύνη της. Αντιμετώπιζε πάντα με δυσπιστία τις απόψεις των άλλων ανθρώπων για τον κόσμο. Τις περισσότερες φορές τις θεωρούσε κακεντρεχείς προσβολές εις βάρος τής αμορφωσιάς της και τής (παλιότερης) ευπιστίας της. Αναποδογυρίζοντας με αποφασιστικότητα την πραγματική της φύση, η Κότσου Μάρια είχε φτάσει πια στο σημείο να μην πιστεύει σχεδόν τίποτε απ᾿ όσα τής έλεγαν. Λίγους μήνες νωρίτερα, όταν η Ράχελ τής είπε ότι ένας Αμερικανός αστροναύτης ονόματι Νιλ Άρμστρονγκ είχε περπατήσει στο φεγγάρι, η Κότσου Μάρια γέλασε σαρκαστικά και απάντησε ότι ένας Μαλαγιάλι σχοινοβάτης είχε κάνει τα ακροβατικά του πάνω στον ήλιο. Με μολύβια χωμένα στα ρουθούνια του. Θα ήταν πρόθυμη να πιστέψει ότι οι Αμερικανοί υπήρχαν, παρόλο που δεν είχε δει ποτέ ούτε έναν. Θα ήταν πρόθυμη να πιστέψει ακόμα κι ότι το όνομα Νιλ Άρμστρονγκ υπήρχε, όσο παράλογο κι αν ακουγόταν στα αφτιά της. Αλλά να περπατάει στο φεγγάρι; Όχι, κύριε. Όσο για τις γκρίζες θαμπές φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν στο Μαλαγιάλα Μανόραμα, το οποίο δεν μπορούσε να διαβάσει... ε, ούτε αυτές τις θεώρησε πειστήρια άξια λόγου.
Ήταν βέβαιη πως ο Έστθα την έβριζε στα αγγλικά, κάθε φορά που τής έλεγε «Et tu, Κότσου Μάρια!» Νόμιζε πως τα λόγια του σήμαιναν κάτι σαν «Κότσου Μάρια, είσαι μια κακάσχημη, μαυριδερή κοντοστούπα». Κατάπινε το θυμό της και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να κάνει τα παράπονά της.
Σαν τέλειωσε με την τούρτα, έγειρε πίσω το κεφάλι και στράγγιξε το γλάσο που είχε περισσέψει μες στο στόμα της. Σαν σοκολατένια οδοντόπαστα έμοιαζε το γλάσο πάνω στη ρόδινη γλώσσα της. Όταν τη φώναξε η Μαμάτσι από τη βεράντα («Κότσου Μάριγιε! Ακούω το αυτοκίνητο»), είχε το στόμα της γεμάτο γλάσο και δεν μπόρεσε να απαντήσει. Κατάπιε, έγλειψε τα δόντια της και τέλος τον πλατάγισε κάμποσες φορές χτυπώντας τον στον ουρανίσκο της, σαν να είχε φάει κάτι ξινό.
Από μακριά ακούστηκε το γαλανό αυτοκίνητο να πλησιάζει (να περνάει τη στάση του λεωφορείου, να περνάει το σχολείο, να περνάει την κίτρινη εκκλησία και να ανεβαίνει τον κόκκινο σκονισμένο δρόμο με τις λακκούβες που διέσχιζε τη φυτεία τού καουτσούκ). Και το απόμακρο μουγκρητό τής μηχανής του έφτανε σαν μουρμουρητό στα θαμπά και μαυρισμένα κτίσματα τού εργοστασίου Παραντάιζ.
Η δουλειά (και η πολτοποίηση, το κόψιμο, βράσιμο και ανακάτεμα, το τρίψιμο, αλάτισμα, ξήρανση, το ζύγισμα και το σφράγισμα των βάζων) σταμάτησε. «Ήρθε ο αφέντης Τσάκο», πέρασε ψιθυριστά από στόμα σε στόμα. Οι εργάτριες άφησαν τα μαχαίρια τους. Άφησαν τα λαχανικά μισοκομμένα πάνω στους τεράστιους πάγκους από ανοξείδωτο αλουμίνιο. Παράτησαν τα αγγουράκια, τούς ανανάδες ακαθάριστους. Ατίθασα τσουλούφια πιάστηκαν και χώθηκαν ξανά κάτω από άσπρα σκουφάκια. Χέρια βιαστικά έλυσαν τα ανασηκωμένα μούντου και τα άφησαν να πέσουν ξανά ως το πάτωμα. Οι πόρτες τού εργοστασίου είχαν ελατήρια κι έκλειναν μόνες τους με θόρυβο.
Από τη μια μεριά τής αυλόπορτας, δίπλα στο παλιό πηγάδι, στη σκιά ενός πλατύφυλλου, συγκεντρώθηκε ένας σιωπηλός στρατός με χτυπητές μπλε ποδιές να δει από κοντά μέσα στην πράσινη ζέστη.
Με μπλε ποδιές και άσπρα σκουφάκια, σαν γαλανόλευκες σημαίες.
Η γαλανή Πλίμουθ πέρασε την αυλόπορτα και μπήκε μέσα. Οι ρόδες της έτριξαν πάνω στα χαλίκια συνθλίβοντας μικρά κοχύλια, εκσφενδονίζοντας δεξιά κι αριστερά κόκκινα και κίτρινα πετραδάκια. Τα παιδιά βγήκαν παραπατώντας.
Στραβοπιασμένα σιντριβάνια.
Πατικωμένα τσουλούφια.
Τσαλακωμένο κίτρινο φαρδύ παντελόνι και μια αγαπημένη τσάντα για τον ώμο. Κουρασμένη απ᾿ το ταξίδι. Μετά βίας κρατώντας τα μάτια της ανοιχτά.
Μετά οι μουδιασμένες αρθρώσεις των μεγάλων. Πιασμένες απ᾿ το πολύ καθισιό.
«Ήρθατε;» ρώτησε η Μαμάτσι γυρίζοντας τα σκούρα γυαλιά της προς το μέρος των καινούργιων ήχων: πόρτες αυτοκινήτου που άνοιξαν κι έκλεισαν, βήματα. Κατέβασε το βιολί από τον ώμο της.
«Μαμάτσι!» φώναξε η Ράχελ στην πανέμορφη τυφλή γιαγιά της. «Ο Έστθα έκανε εμετό! Στη μέση τής Μελωδίας τής ευτυχίας! Και...»
Η Άμου έπιασε μαλακά την κόρη της από τον ώμο. Και το άγγιγμά της σήμαινε Σσσς... Η Ράχελ κοίταξε γύρω της και είδε ότι βρισκόταν μέσα σε μια Παράσταση. Κι ότι η ίδια είχε μόνο ένα μικρό ρόλο.
Κομμάτι τού τοπίου. Ένα λουλούδι ίσως. Ή ένα δέντρο.
Ένα πρόσωπο μέσα στο πλήθος. Ένα κορίτσι από την πόλη.
Κανείς δεν είπε Γεια στη Ράχελ. Ούτε καν ο Γαλανόλευκος Στρατός μέσα στην πράσινη ζέστη.
«Πού είναι;» ρώτησε η Μαμάτσι το θόρυβο που έκαναν οι πόρτες τού αυτοκινήτου. «Πού είναι η αγαπημένη μου Σόφι Μολ; Έλα κοντά μου, να σε δω».
Καθώς μιλούσε, η Αιωρούμενη Μελωδία που χόρευε πάνω από το κεφάλι τής Μαμάτσι έγινε σκόνη κι έπεσε αργά κατάχαμα.
Ο Τσάκο με το —"Τι Απόγινε ο Άνθρωπος των Μαζών";— κοστούμι του και την καλοθρεμμένη γραβάτα του ανέβηκε θριαμβευτικά τα εννιά κόκκινα σκαλοπάτια μαζί με τη Μάργκαρετ Κοτσάμα και τη Σόφι Μολ. Τις κρατούσε από το χέρι, σαν να ήταν τα τρόπαια που μόλις είχε κερδίσει στο τένις.
Και γι᾿ άλλη μια φορά δεν ειπώθηκαν παρά μονάχα τα Μικρά Πράγματα. Τα Μεγάλα Πράγματα έμειναν ανείπωτα. «Γεια σου, Μαμάτσι», είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα με τη φωνή της ευγενικής δασκάλας (που πότε πότε χαστούκιζε τα παιδιά στην τάξη της). «Σ᾿ ευχαριστούμε για την πρόσκληση. Το είχαμε τόση ανάγκη αυτό το ταξίδι».
Η Μαμάτσι έπιασε μια υποψία φτηνής κολόνιας· ίσα που ξεχώριζε κάτω από τον ιδρώτα τού αεροπλάνου. (Η ίδια είχε ένα μπουκάλι Ντιόρ μέσα στη μαλακή δερμάτινη πράσινη θήκη του. Το είχε κλειδωμένο στο χρηματοκιβώτιό της.)
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα πήρε το χέρι τής Μαμάτσι. Τα δάχτυλά της ήταν απαλά, τα δαχτυλίδια με τα ρουμπίνια ήταν σκληρά.
«Γεια σου, Μάργκαρετ», είπε η Μαμάτσι (ούτε αγενής ούτε ευγενής). Δεν έβγαλε τα σκούρα γυαλιά της. «Καλώς ήρθατε στο Αγιέμενεμ. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σάς δω. Όπως ξέρεις, είμαι σχεδόν τυφλή». Μιλούσε επίτηδες αργά.
«Ω, δεν πειράζει», είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα. «Έτσι κι αλλιώς έχω τα χάλια μου». Γέλασε αβέβαια· δεν ήξερε αν είχε απαντήσει σωστά.
«Κάνεις λάθος», τής είπε ο Τσάκο. Στράφηκε στη Μαμάτσι με ένα χαμόγελο όλο καμάρι, που η μητέρα του δεν μπορούσε να το δει.
«Είναι πανέμορφη, όπως πάντα».
«Λυπήθηκα πολύ όταν έμαθα... για τον Tζo», είπε η Μαμάτσι. Η φωνή της ακούστηκε λίγο λυπημένη. Όχι πολύ λυπημένη.
Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. "Λύπης-για-τον-Tζo".
«Και πού είναι η Σόφι Μολ;» ρώτησε ύστερα η Μαμάτσι.
«Για έλα κοντά να σε δει η γιαγιά σου».
Η Σόφι Μολ πλησίασε τη Μαμάτσι. Εκείνη έσπρωξε τα σκούρα γυαλιά της και τα στερέωσε ψηλά, στα μαλλιά της. Έμοιαζαν με λοξά γατίσια μάτια που κοίταζαν το βαλσαμωμένο κεφάλι τού βίσονα, ακριβώς από πάνω τους. Το βαλσαμωμένο κεφάλι τού βίσονα είπε "Όχι. Οπωσδήποτε όχι". Στη Γλώσσα των Βαλσαμωμένων Βισόνων.
Ακόμα και μετά την επέμβαση μεταμόσχευσης κερατοειδούς, η Μαμάτσι δεν έβλεπε παρά μόνο φως και σκιές. Όταν κάποιος στεκόταν μπροστά στο άνοιγμα τής πόρτας, η Μαμάτσι έβλεπε ότι κάποιος στεκόταν στο άνοιγμα τής πόρτας. Αλλά όχι ποιος ήταν. Μπορούσε να ξεχωρίσει τα νούμερα σε μια επιταγή, σε μια απόδειξη ή σε ένα χαρτονόμισμα, φέρνοντάς τα κοντά στα μάτια της τόσο που τα βλέφαρά της να αγγίζουν το χαρτί. Τότε κρατούσε το χαρτί ακίνητο και κουνούσε το κεφάλι της. Οδηγούσε τα μάτια της από ψηφίο σε ψηφίο, από λέξη σε λέξη.
Το κορίτσι από την πόλη (με το νεραϊδένιο φουστάνι της) είδε τη Μαμάτσι να τραβάει τη Σόφι Μολ κοντά στα μάτια της για να τη δει. Για να τη διαβάσει σαν επιταγή. Να την ελέγξει σαν χαρτονόμισμα. Η Μαμάτσι είδε (με το καλό της μάτι) κοκκινοκάστανα μαλλιά (σ... σχεδόν ξανθά), δυο στρογγυλά μάγουλα με φακίδες (σσσσ... σχεδόν ρόδινα), γαλανογκριζογάλανα μάτια.
«Έχεις τη μύτη τού Παπάτσι», είπε η Μαμάτσι. «Για πες μου, είσαι όμορφο κορίτσι;» ρώτησε τη Σόφι Μολ.
«Ναι», είπε η Σόφι Μολ.
«Και ψηλή;»
«Ψηλή για την ηλικία μου», είπε η Σόφι Μολ.
«Πολύ ψηλή», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Πολύ πιο ψηλή απ᾿ τον Έστθα».
«Είναι μεγαλύτερη απ᾿ τον Έστθα», είπε η Άμου. «Παρ᾿ όλα αυτά…» είπε η Μπέμπα Κοτσάμα.
Λίγο πιο πέρα ο Βελούτθα έκοβε δρόμο μέσα από τη φυτεία τού καουτσούκ. Ημίγυμνος. Στον ώμο είχε περασμένη μια κουλούρα καλώδιο. Το σκούρο μπλε και μαύρο μούντου του, το είχε δεμένο χαλαρά πάνω από τα γόνατα. Στην πλάτη του ξεχώριζε το τυχερό σημάδι του (που φρόντιζε να έρχονται πάντα στην ώρα τους οι μουσώνες). Το φθινοπωρινό του φύλλο μες στη νύχτα.
Πριν φανεί μέσα από τα δέντρα, πριν βγει στο χαλικόστρωτο δρομάκι, η Ράχελ τον είδε κι εγκαταλείποντας την Παράσταση έτρεξε κοντά του.
Η Άμου την είδε.
Από τα παρασκήνια, όπου στεκόταν, τούς είδε να χαιρετιούνται με τον Επίσημο Χαιρετισμό τους. Ο Βελούτθα υποκλίθηκε, όπως τού είχαν δείξει να υποκλίνεται ανοίγοντας το μούντου του σαν φούστα, σαν την Αγγλίδα γαλατού στο "Πρόγευμα τού βασιλιά". Η Ράχελ υποκλίθηκε (και είπε «Υποκλίσου»). Ύστερα έμπλεξαν τα μικρά τους δαχτυλάκια και κούνησαν τα χέρια σοβαρά, σαν τραπεζίτες που μόλις έκλεισαν μια σπουδαία συμφωνία.
Στο φως που περνούσε ανάμεσα από τα σκουροπράσινα δέντρα, η Άμου είδε τον Βελούτθα να σηκώνει την κόρη της δίχως κόπο, σαν να ήταν το παιδί-μπαλόνι, από αέρα. Καθώς την πέταξε ψηλά και την ξανάπιασε στα χέρια του, η Άμου είδε στο πρόσωπο τής Ράχελ την απερίγραπτη ευτυχία τού παιδιού που πετάει.
Είδε τις γραμμώσεις των μυώνων στην κοιλιά τού Βελούτθα να σφίγγονται και να βαθαίνουν κάτω από το δέρμα του σαν τις αυλακιές που χωρίζουν τα τετραγωνάκια σε μια πλάκα σοκολάτας. Απόρησε πόσο είχε αλλάξει το κορμί του — χωρίς να το καταλάβουν, το αδύνατο αγόρι είχε γίνει άντρας. Σχηματισμένος και δυνατός. Είχε σώμα κολυμβητή. Κολυμβητή ξυλουργού. Γυαλισμένο με γυαλιστερό βερνίκι για κορμιά.
Είχε ψηλά ζυγωματικά και λευκό, απρόσμενο χαμόγελο. Ήταν το χαμόγελό του που θύμισε στην Άμου τον Βελούτθα παιδί. Τότε που βοηθούσε τον Βέλια Πάαπεν να μετρήσει τις καρύδες. Τότε που τής έφτιαχνε μικρά δωράκια και τής τα έφερνε κρατώντας τα πάνω στην ανοιχτή παλάμη του για να τα πάρει χωρίς να αναγκαστεί εκείνη να τον αγγίξει. Βαρκούλες, κουτάκια, ανεμόμυλους. Τότε που την έλεγε Αμουκούτι. Μικρή Άμου. Παρόλο που ήταν μεγαλύτερή του. Βλέποντάς τον τώρα, δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ότι ο άντρας που είχε γίνει μεγαλώνοντας, σε τίποτα δε θύμιζε το παιδί που υπήρξε κάποτε. Το χαμόγελό του ήταν το μόνο πράγμα που είχε πάρει μαζί του από τα παιδικά του χρόνια. Η μόνη αποσκευή που είχε κουβαλήσει στο ταξίδι της ζωής του.
Ξαφνικά η Άμου κατάλαβε πως βαθιά μέσα της παρακαλούσε να ήταν πράγματι αυτός που είχε δει η Ράχελ στη διαδήλωση. Έλπιζε ότι ήταν αυτός που ανέμιζε τη σημαία του και σήκωνε τη γροθιά του θυμωμένος. Έλπιζε ότι κάτω από το μανδύα τής καλόβολης φρονιμάδας του είχε έναν ολοζώντανο, σπαρταριστό θυμό ενάντια στον αυτάρεσκο, ταχτοποιημένο κόσμο. Ενάντια στον κόσμο που κέντριζε και το δικό της θυμό.
Έλπιζε ότι ήταν αυτός.
Εξεπλάγη με τη σωματική οικειότητα που τού έδειχνε η κόρη της. Εξεπλάγη βλέποντας πως το παιδί της είχε κι ένα δικό του, ξεχωριστό κόσμο, από τον οποίο η ίδια ήταν αποκλεισμένη εντελώς. Έναν απτό κόσμο από χαμόγελα και γέλια, όπου αυτή, η μητέρα της, δεν είχε καμιά συμμετοχή. Η Άμου συνειδητοποίησε θαμπά ότι ένα ανεπαίσθητο, ολοπόρφυρο τσίμπημα ζήλιας είχε κεντήσει τη σκέψη της.
Δεν επέτρεψε στον εαυτό της να σκεφτεί ποιον ακριβώς ζήλευε. Τον άντρα ή την ίδια της, την κόρη. Ή τον κόσμο τους, έναν κόσμο ξεχωριστό, από πλεγμένα δάχτυλα και απρόσμενα χαμόγελα.
Ο άντρας που στεκόταν στον ίσκιο των καουτσουκόδεντρων με κέρματα από ήλιο να χορεύουν πάνω στο κορμί του, ο άντρας που κρατούσε την κόρη της στην αγκαλιά του, σήκωσε τα μάτια του και συνάντησε το βλέμμα τής Άμου. Αιώνες στριμώχτηκαν μέσα σε ένα φευγαλέο λεπτό. Η ιστορία ξαφνιάστηκε, πιάστηκε απροετοίμαστη. Ξέμεινε πίσω σαν παλιό φιδοπουκάμισο. Οι πληγές της, οι ουλές της, οι αμυχές της από παλιές καταφρόνιες, το υποχρεωτικό περπάτημα προς τα πίσω, όλα έφυγαν μακριά, σκόρπισαν. Η απουσία τους άφησε πίσω της μια αύρα, μια χειροπιαστή μαρμαρυγή που μπορούσε να τη δει ο καθένας, όπως το νερό στο ποτάμι ή τον ήλιο στον ουρανό. Αισθητή, όπως η ζέστη μια καλοκαιριάτικη μέρα. Τόσο ξεκάθαρη, τόσο ευδιάκριτη που κανείς δεν την πρόσεξε.
Αυτήν τη σύντομη στιγμή, ο Βελούτθα σήκωσε τα μάτια και είδε πράγματα που δεν τα είχε δει πριν. Πράγματα που ως τότε ήταν απαγορευμένα, κρυμμένα από τις παρωπίδες τής ιστορίας.
Απλά πράγματα.
Είδε, ας πούμε, ότι η μητέρα τής Ράχελ ήταν γυναίκα.
Ότι είχε βαθιά λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε που ξεχώριζαν, ακόμα κι όταν το χαμόγελο είχε σβήσει από τα μάτια της. Είδε ότι τα μελαψά της μπράτσα ήταν στρογγυλά και σφιχτά και τέλεια. Ότι οι ώμοι της άστραφταν αλλά τα μάτια της ήταν αλλού. Είδε ότι δεν υπήρχε λόγος να τής δίνει τα δώρα του ισορροπώντας τα πάνω στην ανοιχτή του παλάμη για να μην τον αγγίξει. Τις βαρκούλες και τα κουτάκια του. Τούς μικρούς του ανεμόμυλους. Είδε ακόμα ότι δεν ήταν αυτός ο μόνος που μπορούσε να δίνει δώρα. Ότι είχε κι εκείνη δώρα να τού προσφέρει.
Η γνώση αυτή τον έσκισε στα δυο, μαλακά, αβίαστα, σαν κόψη ξυραφιού. Παγωμένη και καυτή ταυτόχρονα. Δε χρειάστηκε παρά μόνο ένα λεπτό.
Η Άμου είδε ότι εκείνος είδε. Τράβηξε το βλέμμα της. Το ίδιο κι εκείνος. Οι φίλοι τής ιστορίας ξαναγύρισαν, να τούς διεκδικήσουν και πάλι. Να τούς τυλίξουν ξανά στα παλιά, σημαδεμένα δέρματα και να τούς σύρουν πίσω στην πραγματικότητα. Εκεί όπου ζούσαν στ᾿ αλήθεια. Εκεί όπου οι πατροπαράδοτοι Νόμοι κανονίζουν ποιος θα αγαπηθεί. Και πώς. Και πόσο. Η Άμου προχώρησε στη βεράντα, πίσω στην Παράσταση. Τρέμοντας.
Ο Βελούτθα χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε την πρέσβειρα Κ. Ακρίδα στην αγκαλιά του. Την άφησε κάτω. Τρέμοντας κι αυτός.
«Για να σε δω!» είπε κοιτάζοντας το γελοίο δαντελένιο της φουστάνι. «Τι ωραία που είσαι! Μήπως παντρεύεσαι;»
Η Ράχελ έχωσε τα χεράκια της στις μασχάλες του και τον γαργάλησε αλύπητα. Γκίλι γκίλι γκίλι!
«Σε είδα χθες», είπε.
«Πού;» έκανε ο Βελούτθα απορημένος τάχα κι έκπληκτος.
«Ψεύτη», είπε η Ράχελ. «Ψεύτη και υποκριτή! Αφού σε είδα. Ήσουν κομμουνιστής και κρατούσες σημαία και φορούσες πουκάμισο. Και έκανες πως δε με είδες».
«Aδύνατον», είπε ο Βελούτθα. «Θα έκανα ποτέ μου τέτοιο πράγμα εγώ; Πες μου εσύ: θα έκανε ποτέ ο Βελούτθα τέτοιο πράγμα; Θα ήταν μάλλον ο Χαμένος Δίδυμος αδερφός μου».
«Ποιος Χαμένος Δίδυμος αδερφός;»
«Ο Ουρουμπάν, χαζούλα... Αυτός που μένει στο Κότσι».
«Ποιος Ουρουμπάν;» Τότε είδε το μάτι του που τρεμόπαιζε. «Ψεύτη! Δεν έχεις δίδυμο αδερφό! Δεν ήταν ο Ουρουμπάν! Εσύ ήσουν!»
Ο Βελούτθα γέλασε. Το γέλιο του ήταν γλυκύτατο όταν γελούσε με την καρδιά του. «Δεν ήμουν εγώ», είπε. «Ήμουν άρρωστος».
«Αφού χαμογελάς!» είπε η Ράχελ. «Αυτό σημαίνει ότι ήσουν εσύ. Το χαμόγελο θα πει: “Εσύ ήσουν”».
«Μόνο στα αγγλικά!» είπε ο Βελούτθα. «Στα μαλαγιάλαμ ο δάσκαλός μου έλεγε: “Το χαμόγελο σημαίνει δεν ήμουν εγώ”».
Η Ράχελ χρειάστηκε μια στιγμούλα για να το καταλάβει αυτό. Όρμησε να τον γαργαλήσει ξανά. Γκίλι γκίλι γκίλι! Γελώντας ακόμα, ο Βελούτθα έριξε μια ματιά στην Παράσταση για τη Σόφι. «Πού είναι η Σόφι Μολ; Για να τη δούμε κι εμείς. Θυμήθηκες να τη φέρεις ή την ξέχασες στο αεροδρόμιο;»
«Μην κοιτάζεις προς τα κει», βιάστηκε να τον σταματήσει η Ράχελ. Σκαρφάλωσε στον τσιμεντένιο φράχτη που χώριζε τα καουτσουκόδεντρα από το χαλικόστρωτο δρομάκι τού κήπου κι έκλεισε με τα χέρια της τα μάτια τού Βελούτθα.
«Γιατί;» ρώτησε ο Βελούτθα.
«Γιατί έτσι», απάντησε η Ράχελ. «Δε θέλω να δεις».
«Πού είναι ο Έστθα Μον;» ρώτησε ο Βελούτθα, με μια πρέσβειρα κρεμασμένη στην πλάτη του. Τα ποδαράκια της ήταν τυλιγμένα στη μέση του και τα μικρά, βρώμικα χέρια της τού έκλειναν τα μάτια. «Δεν τον είδα πουθενά».
«Α, τον πουλήσαμε στο Κοτσίν», είπε ανέμελα η Ράχελ. «Για ένα σακί ρύζι. Κι ένα φακό».
Το φουρό τού κολλαριστού της φουστανιού ζωγράφιζε ακανόνιστες δαντέλες στη ράχη τού Βελούτθα. Δαντελένια λουλούδια κι ένα τυχερό τριφύλλι άνθισαν πάνω σε μια μαύρη ράχη.
Όταν η Ράχελ γύρισε προς το μέρος τής Παράστασης ψάχνοντας τον Έστθα, είδε ότι ο αδερφός της δεν ήταν εκεί.
Πίσω στην Παράσταση, φτάνει η Κότσου Μάρια, κοντούλα, πίσω από την πανύψηλη διώροφη τούρτα της.
«Η τούρτα έφτασε», είπε στη Μαμάτσι, με δυνατή φωνή. Η Κότσου Μάρια μιλούσε πάντα δυνατά στη Μαμάτσι. Πίστευε ότι η μειωμένη όραση επηρέαζε αρνητικά και τις υπόλοιπες αισθήσεις.
«Κάντο, Κότσου Μάριγιε;» είπε η Μαμάτσι. «Βλέπεις τη Σόφι Μολ;»
«Κάντο, Κοτσάμα», απάντησε με δυνατή φωνή η Κότσου Μάρια. «Τη βλέπω».
Χαμογέλασε στη Σόφι, πλατιά. Ήταν ακριβώς στο ύψος τής Σόφι. Παρ᾿ όλες τις επίμονες προσπάθειές της, εξακολουθούσε να είναι πολύ κοντή για χριστιανή τού συριακού δόγματος.
«Έχει τα χρώματα τής μάνας της», είπε η Κότσου Μάρια.
«Τη μύτη τού Παπάτσι», επέμεινε η Μαμάτσι.
«Αυτό δεν το ξέρω αλλά είναι πολύ όμορφη», φώναξε η Κότσου Μάρια. «Είναι ένας μικρός άγγελος».
Οι μικροί άγγελοι έχουν το χρώμα τής ξανθής άμμου και φορούν φαρδιά παντελόνια.
Οι μικροί δαίμονες έχουν το σκούρο χρώμα τής λάσπης και φορούν Φουστάνια για το Αεροδρόμιο κι έχουν καρουμπαλάκια στο κούτελο που μπορεί να μεγαλώσουν και να γίνουν κέρατα. Έχουν σιντριβάνια με ένα Love-in-Tokyo. Έχουν την κακή συνήθεια να διαβάζουν από πίσω προς τα εμπρός.
Κι αν κάνεις τον κόπο να τούς κοιτάξεις καλά, θα δεις το Σατανά μες στα μάτια τους.
Η Κότσου Μάρια πήρε τα χέρια τής Σόφι Μολ στα δικά της, με τις παλάμες στραμμένες προς τα πάνω. Τα σήκωσε ως το πρόσωπό της κι εισέπνευσε βαθιά τη μυρωδιά τους.
«Τι κάνει;» ρώτησε η Σόφι με τα απαλά, τρυφερά λονδρέζικα χεράκια της μέσα στα ροζιασμένα χέρια μιας γυναίκας τού Αγιέμενεμ. «Ποια είναι και γιατί μυρίζει τα χέρια μου;»
«Είναι η μαγείρισσα», είπε ο Τσάκο. «Και μ᾿ αυτόν τον τρόπο σε φιλάει».
«Με φιλάει;» είπε η Σόφι Μολ που δεν είχε πειστεί, αλλά με ενδιαφέρον.
«Θαυμάσιο!» είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα. «Είναι ένας τρόπος να την οσφρανθεί. Το κάνουν κι οι γυναίκες κι οι άντρες μεταξύ τους;»
Δεν ήθελε να το πει ακριβώς όπως το είπε και κοκκίνισε. Μια ντροπιασμένη Τρύπα στο Σύμπαν σε σχήμα δασκάλας.
«Α, συνεχώς!» είπε η Άμου κι η φωνή της ακούστηκε λίγο πιο δυνατή από το σαρκαστικό μουρμουρητό που είχε σκοπό να συνεισφέρει στη συζήτηση. «Έτσι κάνουμε τα παιδιά!»
Ο Τσάκο δεν τη χαστούκισε.
Γι᾿ αυτό δεν τον χαστούκισε κι εκείνη.
Αλλά αυτό που περίμενε η Ατμόσφαιρα, γέμισε Θυμό.
«Νομίζω ότι οφείλεις μια συγγνώμη στη γυναίκα μου, Άμου», είπε ο Τσάκο με ύφος προστάτη και ιδιοκτήτη ταυτόχρονα (ελπίζοντας ότι η Μάργκαρετ Κοτσάμα δε θα έλεγε "Πρώην σύζυγος, Τσάκο!", μαλώνοντάς τον με το τριαντάφυλλο που κρατούσε στα χέρια της).
«Ω, όχι!» είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα. «Δικό μου ήταν το λάθος! Δεν το εννοούσα έτσι... Ήθελα να πω... Εννοούσα δηλαδή... ότι είναι πολύ ωραίο να σκέφτεται κανείς πως...»
«Ήταν μια απόλυτα δικαιολογημένη ερώτηση», είπε ο Τσάκο. «Και νομίζω ότι η Άμου θα ᾿πρεπε να ζητήσει συγγνώμη».
«Πρέπει να φερόμαστε λες κι είμαστε καμιά γαμημένη φυλή που ανακαλύφθηκε τώρα μόλις;» ρώτησε η Άμου.
«Ω, Θεέ μου!» έκανε η Μάργκαρετ Κοτσάμα. Στη θυμωμένη σιωπή τής Παράστασης (κι ενώ ο Γαλανόλευκος Στρατός παρακολουθούσε ακόμα παραταγμένος μέσα στην πράσινη ζέστη), η Άμου πήγε ως την Πλίμουθ, πήρε τη βαλίτσα της, έκλεισε με δύναμη την πόρτα και ξεκίνησε για το δωμάτιό της. Οι ώμοι της έλαμπαν. Και τούς άφησε όλους να αναρωτιούνται από πού τις είχε μάθει αυτές τις απρέπειες.
Για να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν εύκολο να δώσει κανείς απάντηση σ᾿ αυτό το ερώτημα. Γιατί η Άμου δεν είχε πάρει τέτοιου είδους μόρφωση. Δεν είχε διαβάσει τέτοια βιβλία, δε συναναστρεφόταν τέτοιου είδους ανθρώπους που θα μπορούσαν ίσως να την επηρεάσουν και να σκεφτεί τέτοια πράγματα.
Ήταν απλώς τέτοιου είδους πλάσμα.
Μικρή, είχε μάθει πολύ γρήγορα να μη δίνει πίστη στις ιστορίες με τον Μπαμπά Αρκούδο και τη Μαμά Αρκούδα που τής έδιναν να διαβάσει. Στο δικό της κόσμο ο Μπαμπάς Αρκούδος έδερνε τη Μαμά Αρκούδα με μπρούντζινα βάζα. Η Μαμά Αρκούδα υπέμενε αυτά τα χτυπήματα με βουβή μοιρολατρία.
Μεγαλώνοντας, η Άμου παρακολουθούσε τον πατέρα της να υφαίνει το σιχαμερό ιστό του. Ήξερε να γοητεύει τούς επισκέπτες. Ήξερε να φέρεται και με δυσκολία κρατιόταν να μην τούς κάνει τούμπες όταν ήταν λευκοί. Έδινε χρήματα στα ορφανοτροφεία και στα λεπροκομεία. Κατέβαλλε σκληρές προσπάθειες για να βελτιώνει τη γνώμη που είχε ο κόσμος γι᾿ αυτόν. Ήθελε να τον θεωρούν άνθρωπο μορφωμένο, καλλιεργημένο, γενναιόδωρο, ηθικό. Όταν όμως ήταν μόνος με τη γυναίκα και τα παιδιά του, μεταμορφωνόταν σε έναν τερατώδη, καχύποπτο τύραννο, όλο πανουργία και κακία. Τούς έδερνε, τούς ταπείνωνε κι ύστερα τούς ανάγκαζε να υπομένουν τη ζήλια των φίλων και των συγγενών που είχαν τέτοιο υπέροχο σύζυγο και πατέρα.
Δεν ήταν λίγες οι νύχτες τού χειμώνα στο Δελχί που η Άμου και η μητέρα της είχαν περάσει έξω στο κρύο, κρυμμένες στο φράχτη από μέχνντι* τού σπιτιού τους (για να μην τούς βλέπουν οι άλλοι, από τις Καλές Οικογένειες). Επειδή ο Παπάτσι γύριζε κακόκεφος απ᾿ τη δουλειά και έσπαγε στο ξύλο τη Μαμάτσι και την κόρη του κι ύστερα τις έβγαζε έξω από το σπίτι.
Μια τέτοια νύχτα, η Άμου, εννιά χρόνων, κρυμμένη με τη μητέρα της στο φράχτη τού σπιτιού τους, παρακολουθούσε την ευθυτενή κορμοστασιά τού Παπάτσι να πηγαινοέρχεται από το ένα φωτισμένο δωμάτιο στο άλλο. Το ξύλο που είχε δώσει στη γυναίκα και την κόρη του (ο Τσάκο έλειπε τότε, εσωτερικός στο σχολείο), δεν τον είχε χορτάσει. Συνέχιζε σκίζοντας τις κουρτίνες, κλοτσώντας τα έπιπλα, σπάζοντας μία από τις λάμπες που είχαν στο τραπέζι τού σαλονιού. Ώσπου έσβησε επιτέλους τα φώτα. Η μικρή Άμου περίμενε μια ώρα ακόμα. Κι έπειτα, αδιαφορώντας για τα φοβισμένα παρακάλια τής Μαμάτσι, χώθηκε στο σπίτι από τον αεραγωγό, για να σώσει τις καινούργιες γαλότσες της, που τις αγαπούσε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Τις έβαλε σε μια χάρτινη σακούλα και γλίστρησε αθόρυβα πίσω στο σαλόνι για να βγει έξω, όταν ξαφνικά το φως άναψε.
Ο Παπάτσι ήταν καθισμένος όλη εκείνη την ώρα στην κουνιστή του πολυθρόνα από μαόνι. Και κουνιόταν αθόρυβα μες στο σκοτάδι. Όταν την έπιασε, δεν τής είπε λέξη. Την έδειρε με το μαστίγιο τής ιππασίας, αυτό με τη φιλντισένια λαβή (το ίδιο που κρατούσε στα γόνατά του σ᾿ εκείνη τη φωτογραφία από τη Βιέννη). Η Άμου δεν έκλαψε. Όταν τέλειωσε, την έστειλε να τού φέρει το ψαλίδι από το κουτί με τα ραφτικά τής Μαμάτσι. Μπροστά στα μάτια της, ο Αυτοκρατορικός Εντομολόγος έκανε κομμάτια τις καινούργιες της γαλότσες. Οι μαύρες λαστιχένιες λωρίδες έπεφταν μία μία στο πάτωμα. Το ψαλίδι άνοιγε κι έκλεινε με θόρυβο, όπως κάνουν τα ψαλίδια. Η Άμου αγνόησε το έντρομο πρόσωπο τής μητέρας της που φάνηκε στο παράθυρο. Χρειάστηκαν δέκα λεπτά για να γίνουν κομμάτια οι αγαπημένες της γαλότσες. Όταν και το τελευταίο κομμάτι λάστιχο έπεσε στο πάτωμα, ο πατέρας της την κοίταξε με μάτια παγωμένα, όπως των εντόμων, και άρχισε να κουνιέται, να κουνιέται, να κουνιέται. Τριγυρισμένος από μια θάλασσα στριφογυριστά, λαστιχένια φίδια.
Μεγαλώνοντας η Άμου έμαθε να ζει μ᾿ αυτήν την ψυχρή, πανούργα βαναυσότητα. Ανέπτυξε μια αγέρωχη αίσθηση τής αδικίας. Και το πείσμα, την απερισκεψία, των Μικρών που κάποιος Μεγάλος τρομοκρατεί και βασανίζει αδιάκοπα. Δεν έκανε απολύτως τίποτα για να αποφύγει καβγάδες και συγκρούσεις. Κατά βάθος, θα μπορούσε κανείς να πει ότι πήγαινε γυρεύοντας, ότι ίσως και να τής άρεσαν.
«Έφυγε;» ρώτησε η Μαμάτσι τη σιωπή γύρω της.
«Έφυγε», είπε δυνατά η Κότσου Μάρια.
«Επιτρέπεται να λέτε “γαμημένη” εδώ στην Ινδία;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
«Ποιος είπε “γαμημένη”;» ρώτησε ο Τσάκο. «Η θεία», είπε η Σόφι Μολ. «Η θεία Άμου. Είπε “καμιά γαμημένη φυλή”».
«Κόψε την τούρτα και δώσε σε όλους», είπε η Μαμάτσι.
«Γιατί στην Αγγλία δεν επιτρέπεται», είπε η Σόφι Μολ στον Τσάκο.
«Τι δεν επιτρέπεται;» ρώτησε ο Τσάκο. «Να λέμε Γάμα Άλφα Μι Ήτα Μι Έψιλον Νι Ήτα», είπε n Σόφι Μολ.
Η Μαμάτσι κοίταξε το λαμπερό απόγευμα χωρίς να το βλέπει. «Είναι όλοι εδώ;» ρώτησε.
«Ούβερ, Κοτσάμα», απάντησε ο Γαλανόλευκος Στρατός μέσα στην πράσινη ζέστη. «Είμαστε όλοι εδώ».
Έξω από την Παράσταση, η Ράχελ είπε στον Βελούτθα:
«Εμείς δεν είμαστε εδώ, έτσι δεν είναι; Ούτε Παίζουμε καν».
«Πολύ Σωστά», απάντησε ο Βελούτθα. «Δεν Παίζουμε καν. Αλλά πολύ θα ήθελα να ξέρω πού είναι ο Έστθαπαπίτσεν Κούταπεν Πέτερ Μον...»
Έτσι άρχισε ένας τρελός, λαχανιασμένος χορός ανάμεσα στα καουτσουκόδεντρα.
Ω, Έστθαπαπίτσεν Κούταπεν Πέτερ Μον,
Πού έχεις τρυπώσει, πού να ᾿σαι;
Σε λίγο ο ρυθμός τους επιταχύνθηκε, τα λόγια τού τραγουδιού άλλαξαν.
Ψάχνουμε εδώ, ψάχνουμε εκεί,
Ψάχνουμε στον ουρανό μα και στη γη.
Πού έχει πάει; Πού έχει χωθεί;
Αυτός ο παλιο-Έστθα πού έχει κρυφτεί;
Η Κότσου Μάρια έκοψε ένα κομματάκι τούρτα και το έδωσε στη Μαμάτσι για να το δοκιμάσει και να το εγκρίνει. «Από ένα κομμάτι σε όλους», είπε η Μαμάτσι στην Κότσου Μάρια, αγγίζοντας με το φορτωμένο ρουμπίνια δάχτυλό της το κομματάκι στο πιάτο της για να βεβαιωθεί πως ήταν όσο μικρό το ήθελε.
Η Κότσου Μάρια τεμάχισε την τούρτα αδέξια, βαριανασαίνοντας. Έβαλε τα κομμάτια σε ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο. Η Μαμάτσι έπαιξε στο βιολί της μια μελωδία Καλώς Όρισες στο Σπίτι, Αγαπημένη μας Σόφι Μολ. Μια γλυκερή, σοκολατένια μελωδία. Σαν λιωμένη σοκολάτα που κολλάει στα δάχτυλα. Καφετιά, ρευστή. Σοκολατένια κύματα σε σοκολατένια αμμουδιά.
Στα μισά τής μελωδίας, ο Τσάκο ύψωσε τη φωνή του πάνω από τις σοκολατένιες νότες. «Μάμα!» είπε (σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή). «Μάμα! Φτάνει! Φτάνει το βιολί!»
Η Μαμάτσι σταμάτησε να παίζει και κοίταξε προς το μέρος τού Τσάκο κρατώντας το δοξάρι της μετέωρο.
«Φτάνει; Φτάνει, είπες, Τσάκο;»
«Φτάνει και περισσεύει», είπε ο Τσάκο.
«Φτάνει, λοιπόν», μουρμούρισε η Μαμάτσι στον εαυτό της. «Καλύτερα να σταματήσω τώρα», πρόσθεσε λες και η ιδέα αυτή μόλις είχε περάσει απ᾿ το μυαλό της.
Ξανάβαλε το βιολί της στη μαύρη θήκη του που είχε σχήμα βιολιού. Έκλεινε σαν βαλίτσα. Και κλείδωνε τη μουσική μέσα του.
Κλικ. Και κλακ.
Η Μαμάτσι φόρεσε ξανά τα σκούρα γυαλιά της. Και τράβηξε τις κουρτίνες αφήνοντας έξω τη ζέστη τής μέρας.
Η Άμου βγήκε στην πόρτα και φώναξε τη Ράχελ.
«Ράχελ! Θέλω να ᾿ρθεις για το μεσημεριανό σου ύπνο! Έλα μόλις φας την τούρτα σου!»
Η καρδιά τής Ράχελ βούλιαξε. Μεσημεριανός Σ-ύπνος. Τον μισούσε.
Η Άμου χάθηκε ξανά στο εσωτερικό τού σπιτιού.
Ο Βελούτθα άφησε τη Ράχελ στο χώμα κι εκείνη στάθηκε σαν χαμένη άκρη άκρη στο χαλικόστρωτο δρομάκι, στην περιφέρεια τής Παράστασης.
Ο Σ-ύπνος καραδοκούσε τεράστιος κι απειλητικός στον ορίζοντά της.
«Και σταμάτα τα πολλά πάρε-δώσε και τις υπερβολικές οικειότητες μ᾿ αυτόν τον άντρα!» είπε η Μπέμπα Κοτσάμα στη Ράχελ.
«Υπερβολικές οικειότητες;» ρώτησε η Μαμάτσι. «Ποιος, Τσάκο; Ποιος έχει υπερβολικές οικειότητες;»
«Η Ράχελ», απάντησε η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Υπερβολικές οικειότητες με τι;»
«Με ποιον», διόρθωσε ο Τσάκο τη μητέρα του.
«Εντάξει, με ποιον έχει υπερβολικές οικειότητες;» ξαναρώτησε η Μαμάτσι.
«Με τον Αγαπημένο σου Βελούτθα, με ποιον άλλον;» είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. Και γυρίζοντας στον Τσάκο, πρόσθεσε: «Ρώτησέ τον πού ήταν χθες. Να τελειώνουμε μια και καλή μαζί του».
«Όχι τώρα», είπε ο Τσάκο.
«Τι θα πει “υπερβολικές οικειότητες”;» ρώτησε η Σόφι Μολ τη Μάργκαρετ Κοτσάμα που δεν απάντησε.
«Με τον Βελούτθα; Είναι εδώ ο Βελούτθα; Βελούτθα, είσαι εδώ;» ρώτησε η Μαμάτσι το Απόγευμα.
«Ούβερ, Κοτσάμα». Ο Βελούτθα προχώρησε λίγα βήματα, βγήκε από τα δέντρα και μπήκε στην Παράσταση.
«Βρήκες τη βλάβη;» ρώτησε η Μαμάτσι.
«Η ροδέλα στην κάτω βαλβίδα τού νερού», είπε ο Βελούτθα. «Την άλλαξα. Τώρα δουλεύει».
«Τότε βάλε μπροστά», είπε η Μαμάτσι. «Η δεξαμενή είναι άδεια».
«Ο άνθρωπος αυτός θα είναι η δική μας Νέμεσις, η τιμωρία μας», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. Όχι επειδή είχε προφητικές ικανότητες ούτε επειδή είχε οραματιστεί με μια ξαφνική έμπνευση το σκοτεινό τους μέλλον. Το είπε μόνο και μόνο για να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Κανένας δεν τής έδωσε προσοχή. «Θυμηθείτε τα λόγια μου», πρόσθεσε πικρόχολα.
«Τη βλέπεις;» είπε η Κότσου Μάρια στη Ράχελ, καθώς τής έδινε το πιατάκι με την τούρτα. Εννοούσε τη Σόφι Μολ. «Όταν μεγαλώσει, θα γίνει η Κοτσάμα μας και θα ανεβάσει τούς μισθούς μας, θα μάς δώσει νάιλον σάρι». Η Κότσου Μάρια έκανε συλλογή από σάρι, παρόλο που δεν είχε φορέσει ποτέ ούτε ένα και προφανώς δεν επρόκειτο να φορέσει ποτέ.
«Και λοιπόν;» ρώτησε η Ράχελ. «Μέχρι τότε εγώ θα ᾿χω φύγει. Θα έχω πάει στην Αφρική».
«Στην Αφρική;» χαχάνισε η Κότσου Μάρια. «Η Αφρική είναι γεμάτη κακάσχημους μαύρους ανθρώπους και κουνούπια».
«Ο μόνος κακάσχημος άνθρωπος στον κόσμο είσαι εσύ», είπε η Ράχελ. Και πρόσθεσε (στα αγγλικά): «Ηλίθια κοντοστούπα!»
«Τι είπες;» ρώτησε η Κότσου Μάρια με ύφος απειλητικό. «Μη μού πεις. Ξέρω. Άκουσα. Θα το πω στη Μαμάτσι. Κάτσε και θα δεις!»
Η Ράχελ πήγε προς το παλιό πηγάδι.
Η Κότσου Μάρια την ακολούθησε κρατώντας το δίσκο με την τούρτα. Η Ράχελ τής είπε ότι δεν ήθελε ούτε μπουκιά απ᾿ την ηλίθια τούρτα.
«Έλεος», είπε η Κότσου Μάρια. «Οι ζηλιάρηδες άνθρωποι πάνε κατευθείαν στην Κόλαση».
«Ποιος είναι ζηλιάρης;»
«Δεν ξέρω. Να μού πεις εσύ», είπε η Κότσου Μάρια με πλισέ ποδιά στη μέση της και ξίδι στην καρδιά της.
*Μέχνντι: Φυτό από τα φύλλα του οποίου παράγεται η χένα.
Τα χρόνια κι οι βροχές είχαν σκεπάσει τη γερτή σκεπή του με σκουρόχρωμα βρύα.
Οι πόρτες δεν είχαν δύο αλλά τέσσερα πορτόφυλλα από ξύλο τικ. Τον παλιό καιρό οι γυναίκες κρατούσαν κλειστά τα κάτω πορτόφυλλα, ακουμπούσαν με τούς αγκώνες τους στο στενό περβάζι και παζάρευαν με τούς περαστικούς μικροπωλητές, χωρίς να δείχνουν το κορμί τους από τη μέση και κάτω. Πρακτικά μπορούσαν να αγοράσουν χαλιά ή βραχιόλια με το στήθος τους σκεπασμένο και τον πισινό τους ολόγυμνο. Πρακτικά.
Εννιά ψηλά σκαλοπάτια οδηγούσαν από το χαλικόστρωτο δρομάκι στην μπροστινή βεράντα. Λόγω τής υπερυψωμένης θέσης της, η βεράντα διέθετε το κύρος θεατρικής σκηνής. Κι όλα όσα γίνονταν στη βεράντα, είχαν την αίγλη και τη σπουδαιότητα θεατρικής παράστασης. Είχε θέα στο κηπάκι τής Μπέμπας Κοτσάμα. Ήταν βαθιά βεράντα, δροσερή ακόμα και το καταμεσήμερο οπότε ο ήλιος ζεματούσε.
Όταν έριξαν το κόκκινο τσιμεντένιο δάπεδο, χτύπησαν μέσα του το ασπράδι από εννιακόσια αβγά περίπου. Το τσιμέντο έλαμπε, σαν να το είχαν περάσει με παρκετίνη.
Κάτω από το βαλσαμωμένο κεφάλι τού βίσονα με τα μάτια-κουμπιά, με τα πορτρέτα τού πεθερού και τής πεθεράς της δεξιά κι αριστερά, η Μαμάτσι καθόταν σε μια χαμηλή ψάθινη πολυθρόνα, δίπλα σε ένα ψάθινο τραπεζάκι. Πάνω στο τραπεζάκι είχε ένα πράσινο γυάλινο βάζο, με μία μόνο κατακόκκινη ορχιδέα.
Το απόγευμα ήταν ασάλευτο και ζεστό. Κάτι στην Ατμόσφαιρα περίμενε.
Η Μαμάτσι κρατούσε κάτω από το πιγούνι της ένα καλογυαλισμένο βιολί. Φορούσε μαύρα γυαλιά, τής μόδας του ᾿50, με λοξούς, αδιαφανείς φακούς και στρας στις γωνιές τού σκελετού. Το σάρι της ήταν κολλαριστό κι αρωματισμένο. Χρυσό και ζαχαρί. Τα διαμαντένια σκουλαρίκια της άστραφταν στα αφτιά της σαν μικρά καντηλέρια. Τα δαχτυλίδια με τα ρουμπίνια ήταν μεγάλα για τα δάχτυλά της. Το χλωμό, λεπτό της δέρμα ήταν ζαρωμένο σαν την κρέμα που κάνει το γάλα όταν κρυώσει και διάσπαρτο με μικροσκοπικές κόκκινες ελίτσες. Ήταν πανέμορφη. Γριά, ασυνήθιστη, βασιλική.
Τυφλή Μητέρα Χήρα με ένα βιολί.
Στα νιάτα της η Μαμάτσι είχε την προνοητικότητα και την υπομονή να μαζεύει τις τρίχες που τής έπεφταν σε ένα μικρό, κεντητό τσαντάκι που το είχε φυλαγμένο στην τουαλέτα της. Όταν μάζεψε αρκετές, έφτιαξε έναν κότσο, τον τύλιξε σε ένα φιλέ και τον έβαλε στο ίδιο συρτάρι με τα κοσμήματά της. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν τα μαλλιά της άρχισαν να αραιώνουν και να γκριζάρουν, η Μαμάτσι τούς έδινε όγκο φορώντας τον κορακάτο κότσο της, στο μικρό ασημένιο κεφάλι της. Κατά τη γνώμη της, αυτό ήταν πέρα για πέρα αποδεκτό, αφού τα μαλλιά ήταν δικά της. Τις νύχτες, όταν έβγαζε τον κότσο της, άφηνε τα εγγόνια της να τής πλέκουν τα άσπρα μαλλιά της σε μια σφιχτή, καλολαδωμένη κοτσίδα που τη στερέωνε με ένα λαστιχάκι. To ένα τής έπλεκε την κοτσίδα κι tο άλλο μετρούσε τις αμέτρητες ελίτσες της. To καθένας με τη σειρά του.
Στο δέρμα τού κεφαλιού της, κρυμμένες προσεχτικά κάτω απ᾿ τα αραιά μαλλιά της, η Μαμάτσι είχε φουσκωμένες ουλές, σαν μισοφέγγαρα. Σημάδια από παλιά χτυπήματα από έναν Αυτοκρατορικό εντομολόγο. Ουλές από το μπρούντζινο βάζο της.
Έπαιζε το Lentement τη μελωδία τής σουίτας Ι, από τη "Μουσική των νερών τού Χέντελ". Πίσω από τα πεταλουδίσια μαύρα γυαλιά της, τα τυφλά της μάτια ήταν κλειστά αλλά εκείνη έβλεπε τη μουσική, καθώς έβγαινε από το βιολί της και σηκωνόταν σαν καπνός μέσα στο απόγευμα.
Μέσα το κεφάλι της, ήταν σαν σκοτεινό δωμάτιο, με τις κουρτίνες κλειστές ενώ έξω έλαμπε ο ήλιος.
Καθώς έπαιζε, η σκέψη της γύριζε πίσω στο χρόνο, στην πρώτη επαγγελματική φουρνιά από πίκλες που είχε φτιάξει. Τι όμορφες που ήταν! Τα βαζάκια στη σειρά, σφραγισμένα, στο κομοδίνο κοντά στο προσκεφάλι τού κρεβατιού της, για να ᾿ναι το πρώτο πράγμα που θα άγγιζε το πρωί, όταν ξυπνούσε. Είχε πέσει νωρίς για ύπνο ένα βράδυ αλλά ξύπνησε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Άπλωσε το χέρι της στα βαζάκια και τα φοβισμένα της δάχτυλα γέμισαν λάδια. Τα βαζάκια με τις πίκλες στέκονταν μέσα σε μια λίμνη από λάδι. Είχε χυθεί παντού. Είχε κάνει κύκλο κάτω από το θερμός της. Κάτω από τη Βίβλο της. Όλο το κομοδίνο. Τα μάνγκο είχαν απορροφήσει το λάδι κι είχαν φουσκώσει, με αποτέλεσμα να ξεχειλίσουν.
Η Μαμάτσι συμβουλεύτηκε το βιβλίο που τής είχε φέρει ο Τσάκο, "Σπιτικές μαρμελάδες και πίκλες", αλλά δε βρήκε λύση. Ύστερα υπαγόρευσε ένα γράμμα και το έστειλε στον διευθυντή πωλήσεων τής φίρμας Πίκλες "Πάντμα" στην περιοχή τους. Εκείνος τής πρότεινε να αυξήσει το συντηρητικό που έβαζε στις πίκλες της. Και το αλάτι. Η ιδέα του αποδείχτηκε σωστή αλλά δεν έλυσε οριστικά το πρόβλημα. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, τα βαζάκια με τις Πίκλες "Παραντάιζ" εξακολουθούσαν να ξεχειλίζουν λίγο. Η διαρροή ήταν ανεπαίσθητη αλλά αναπόφευκτη. Όταν μεταφέρονταν μακριά, οι ετικέτες τους έφταναν λαδωμένες και διάφανες. Κι οι πίκλες ήταν λιγάκι τσιμπημένες στο αλάτι.
Η Μαμάτσι αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε ποτέ να πετύχει τις τέλειες μαρμελάδες. Αναρωτήθηκε αν η Σόφι Μολ θα είχε όρεξη για έναν παγωμένο χυμό από σταφύλι. Κρύο πορφυρό χυμό σ᾿ ένα ποτήρι.
Ύστερα σκέφτηκε τη Μάργκαρετ Κοτσάμα και οι νωθρές, υγρές νότες τής μουσικής του Χέντελ ακούστηκαν τσιριχτές και θυμωμένες.
Η Μαμάτσι δεν είχε συναντήσει ποτέ τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Αλλά την περιφρονούσε έτσι κι αλλιώς. Κόρη μαγαζάτορα – σ᾿ αυτήν την κατηγορία είχε μπει η Μάργκαρετ Κοτσάμα μες στο μυαλό τής Μαμάτσι. Τέτοιες κατηγορίες είχε το μυαλό τής Μαμάτσι. Όταν την καλούσαν σε κάποιο γάμο στο Κόταγιαμ, περνούσε την ώρα της ψιθυρίζοντας σε όποιον καθόταν να την ακούσει: «Ο παππούς τής νύφης από τη μεριά τής μητέρας της ήταν ο μαραγκός τού πατέρα μου. Η αδερφή τής προγιαγιάς της ήταν μαμή στο Τριβάντραμ. Η οικογένεια τού άντρα μου είχε κάποτε ολόκληρο το λόφο δικό της».
Εννοείται ότι η Μαμάτσι θα περιφρονούσε τη Μάργκαρετ Κοτσάμα, ακόμα κι αν ήταν η διάδοχος τού θρόνου τής Αγγλίας. Δεν απεχθανόταν απλώς την ταπεινή καταγωγή της. Τη μισούσε επειδή είχε παντρευτεί τον Τσάκο. Τη μισούσε επειδή τον είχε εγκαταλείψει. Θα τη μισούσε όμως ακόμα περισσότερο αν είχε μείνει μαζί του. Τη μέρα που ο Τσάκο εμπόδισε τον Παπάτσι να τη χτυπήσει (κι ο Παπάτσι δολοφόνησε την καρέκλα του αντί γι᾿ αυτήν), η Μαμάτσι μάζεψε τη συζυγική βαλιτσούλα της και μετακόμισε για να ζήσει υπό την προστασία τού γιου της. Από τότε εκείνος έγινε το αποκούμπι όλων των γυναικείων αισθημάτων της. Ο Άντρας της. Η μοναδική της Αγάπη.
Οι σχέσεις του με τις εργάτριες ήταν φυσικά εν γνώσει της αλλά δεν τη στενοχωρούσαν. Όταν η Μπέμπα Κοτσάμα της μιλούσε γι᾿ αυτό το ζήτημα, η Μαμάτσι έσφιγγε τα χείλη της νευρικά. «Δεν μπορεί να μην έχει Αντρικές Ανάγκες», έλεγε μετά.
Η Μπέμπα Κοτσάμα παραδόξως είχε αποδεχτεί αυτήν την εξήγηση και οι αινιγματικές, μυστικά ερεθιστικές "Αντρικές Ανάγκες" έχαιραν γενικού σεβασμού στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Ούτε η Μαμάτσι ούτε η Μπέμπα Κοτσάμα έβρισκαν τίποτε περίεργο στο συνδυασμό τής μαρξιστικής ιδεολογίας και τής φεουδαρχικής λίμπιντο τού Τσάκο. Μοναδική τους ανησυχία ήταν οι ναξαλίτες. Όλος ο κόσμος ήξερε ότι ανάγκαζαν άντρες Καλών Οικογενειών να παντρευτούν υπηρέτριες που είχαν καταστήσει έγκυες.
Βέβαια δεν περνούσε από το μυαλό τους ότι η βόμβα που θα κατέστρεφε το Καλό Όνομα τής οικογένειας μια για πάντα, όταν θα έσκαγε, θα ερχόταν από εντελώς απρόβλεπτο σημείο.
Η Μαμάτσι έβαλε να χτίσουν χωριστή είσοδο για το δωμάτιο του Τσάκο που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά τού σπιτιού, έτσι ώστε τα αντικείμενα των «Αναγκών» του να μην περνούν μέσα από το σπίτι. Τούς έδινε χρήματα, στα κρυφά, για να τις κρατάει ευχαριστημένες. Τα έπαιρναν επειδή τα είχαν ανάγκη. Είχαν μικρά παιδιά και γέρους γονείς. Ή άντρες που ξόδευαν το μεροκάματό τους στο πιοτό. Ο διακανονισμός αυτός βόλευε τη Μαμάτσι επειδή, κατά τη γνώμη της, η πληρωμή ξεκαθάριζε την κατάσταση. Διαχώριζε το σεξ από την αγάπη. Τις Ανάγκες από τα Αισθήματα.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα όμως ήταν άλλου παπά ευαγγέλιο. Η Μαμάτσι μη έχοντας τρόπο να το διαπιστώσει (παρόλο που προσπάθησε να βάλει την Κότσου Μάρια να ψάξει τα σεντόνια για λεκέδες), μπορούσε μόνο να ελπίζει ότι δεν είχε σκοπό να αναθερμάνει τις σεξουαλικές της σχέσεις με τον Τσάκο, για το διάστημα που η Μάργκαρετ Κοτσάμα θα έμενε στο Αγιέμενεμ. Η Μαμάτσι πάσχιζε να ελέγξει τα ανεξέλεγκτα αισθήματά της χώνοντας κρυφά χρήματα στις τσέπες των ρούχων που άφηνε η Μάργκαρετ Κοτσάμα στο πλυσταριό. Αυτά τα χρήματα, η Μάργκαρετ δεν τα επέστρεψε ποτέ, για τον απλό λόγο ότι δεν έφτασαν ποτέ στα χέρια της. Τις τσέπες των άπλυτων ρούχων τις άδειαζε πάντα ο Άνιγιαν, ο πλύντης. Η Μαμάτσι το ήξερε αλλά προτιμούσε να ερμηνεύει τη σιωπή τής Μάργκαρετ Κοτσάμα ως βουβή αποδοχή των χρημάτων, για τις στιγμές τής ηδονής που φανταζόταν η Μαμάτσι ότι χάριζε στο γιο της. Με αυτόν τον τρόπο η Μαμάτσι είχε την ικανοποίηση να θεωρεί τη Μάργκαρετ Κοτσάμα άλλη μια πόρνη, απ᾿ αυτές που μπαινόβγαιναν στο δωμάτιο τού γιου της. Ο Άνιγιαν, ήταν πανευτυχής με το καθημερινό δωράκι του και βέβαια η Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν έμαθε ποτέ τίποτα γι᾿ αυτόν το διακανονισμό.
Στη σκοτεινή, καπνισμένη κουζίνα, η κοντούλα Κότσου Μάρια είχε ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών της και έστρωνε με γλάσο τη μεγάλη διώροφη τούρτα που έγραφε πάνω ΚΑΛΏΣ ΌΡΙΣΕΣ ΣΤΟ ΣΠΊΤΙ, ΑΓΑΠΗΜΈΝΗ ΜΑΣ ΣΌΦΙ ΜΟΛ.
Η Κότσου Μάρια Είχε κοντά, χοντρά μπράτσα, δάχτυλα σαν βραστά λουκάνικα και πλακουτσή, σαρκώδη μύτη με μεγάλα ρουθούνια. Βαθιές ρυτίδες ένωναν τη μύτη με το πιγούνι της χωρίζοντας αυτό το κομμάτι από το υπόλοιπο πρόσωπο, σαν μουσούδι. Το κεφάλι της παραήταν μεγάλο για το κοντό κορμί της. Έμοιαζε με εμφιαλωμένο έμβρυο που είχε ξεφύγει από το μπουκάλι με τη φορμαλδεΰδη κάποιου εργαστηρίου Βιολογίας και με τον καιρό είχε χοντρύνει και φουσκώσει.
Στον κορσέ της μέσα που τον έδενε σφιχτά, προσπαθώντας με χριστιανική ευλάβεια να κρύψει τα στήθια της, έχωνε υγρά χαρτονομίσματα. Τα σκουλαρίκια που φορούσε στα αφτιά της, ήταν βαριά, ολόχρυσα. Οι λοβοί της είχαν ξεχειλώσει, έμοιαζαν σαν μακριές γλώσσες με δυο βαριδάκια δεμένα στις άκρες τους και ταλαντεύονταν δίπλα στο λαιμό της, μια μπρος, μια πίσω. Τα σκουλαρίκια της ήταν σαν δυο χαρούμενα παιδάκια που χαίρονταν κάνοντας κούνια. Ο αριστερός λοβός της είχε σκιστεί κάποτε πέρα για πέρα και της τον έραψε ο δρ Ουαργκίς Ουαργκίς. Η Κότσου Μάρια δεν μπορούσε να βγάλει τα βαριά σκουλαρίκια της. Γιατί αν τα έβγαζε πώς θα καταλάβαινε ο κόσμος ότι με όλη την παρακατιανή δουλειά της (μαγείρισσα, με μισθό εβδομήντα πέντε ρουπίες το μήνα), ήταν χριστιανή τού Συριακού δόγματος. Πώς θα καταλάβαιναν ότι δεν ήταν Πελαγιάν, Πουλαγιάν ή Παρουάν; Πώς θα καταλάβαιναν ότι δεν ήταν Άθικτη αλλά μια καθ᾿ όλα αξιοσέβαστη χριστιανή (από την οποία ο χριστιανισμός είχε στραγγίξει όπως το τσάι από το χρησιμοποιημένο φακελάκι); Χίλιες φορές καλύτερα να σκιστούν οι λοβοί των αφτιών της. Στο κάτω κάτω ξαναράβονταν.
Η Κότσου Μάρια δεν είχε κάνει ακόμα τη γνωριμία τής γυναίκας τής μανιακής με την τηλεόραση που περίμενε κρυμμένη μέσα της. Δεν είχε δει τηλεοπτική συσκευή. Δε θα μπορούσε να πιστέψει στην ύπαρξή της. Ακόμα κι αν τής το έλεγε κάποιος, η Κότσου Μάρια θα νόμιζε ότι την κοροϊδεύει, ότι υποτιμά τη νοημοσύνη της. Αντιμετώπιζε πάντα με δυσπιστία τις απόψεις των άλλων ανθρώπων για τον κόσμο. Τις περισσότερες φορές τις θεωρούσε κακεντρεχείς προσβολές εις βάρος τής αμορφωσιάς της και τής (παλιότερης) ευπιστίας της. Αναποδογυρίζοντας με αποφασιστικότητα την πραγματική της φύση, η Κότσου Μάρια είχε φτάσει πια στο σημείο να μην πιστεύει σχεδόν τίποτε απ᾿ όσα τής έλεγαν. Λίγους μήνες νωρίτερα, όταν η Ράχελ τής είπε ότι ένας Αμερικανός αστροναύτης ονόματι Νιλ Άρμστρονγκ είχε περπατήσει στο φεγγάρι, η Κότσου Μάρια γέλασε σαρκαστικά και απάντησε ότι ένας Μαλαγιάλι σχοινοβάτης είχε κάνει τα ακροβατικά του πάνω στον ήλιο. Με μολύβια χωμένα στα ρουθούνια του. Θα ήταν πρόθυμη να πιστέψει ότι οι Αμερικανοί υπήρχαν, παρόλο που δεν είχε δει ποτέ ούτε έναν. Θα ήταν πρόθυμη να πιστέψει ακόμα κι ότι το όνομα Νιλ Άρμστρονγκ υπήρχε, όσο παράλογο κι αν ακουγόταν στα αφτιά της. Αλλά να περπατάει στο φεγγάρι; Όχι, κύριε. Όσο για τις γκρίζες θαμπές φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν στο Μαλαγιάλα Μανόραμα, το οποίο δεν μπορούσε να διαβάσει... ε, ούτε αυτές τις θεώρησε πειστήρια άξια λόγου.
Ήταν βέβαιη πως ο Έστθα την έβριζε στα αγγλικά, κάθε φορά που τής έλεγε «Et tu, Κότσου Μάρια!» Νόμιζε πως τα λόγια του σήμαιναν κάτι σαν «Κότσου Μάρια, είσαι μια κακάσχημη, μαυριδερή κοντοστούπα». Κατάπινε το θυμό της και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να κάνει τα παράπονά της.
Σαν τέλειωσε με την τούρτα, έγειρε πίσω το κεφάλι και στράγγιξε το γλάσο που είχε περισσέψει μες στο στόμα της. Σαν σοκολατένια οδοντόπαστα έμοιαζε το γλάσο πάνω στη ρόδινη γλώσσα της. Όταν τη φώναξε η Μαμάτσι από τη βεράντα («Κότσου Μάριγιε! Ακούω το αυτοκίνητο»), είχε το στόμα της γεμάτο γλάσο και δεν μπόρεσε να απαντήσει. Κατάπιε, έγλειψε τα δόντια της και τέλος τον πλατάγισε κάμποσες φορές χτυπώντας τον στον ουρανίσκο της, σαν να είχε φάει κάτι ξινό.
Από μακριά ακούστηκε το γαλανό αυτοκίνητο να πλησιάζει (να περνάει τη στάση του λεωφορείου, να περνάει το σχολείο, να περνάει την κίτρινη εκκλησία και να ανεβαίνει τον κόκκινο σκονισμένο δρόμο με τις λακκούβες που διέσχιζε τη φυτεία τού καουτσούκ). Και το απόμακρο μουγκρητό τής μηχανής του έφτανε σαν μουρμουρητό στα θαμπά και μαυρισμένα κτίσματα τού εργοστασίου Παραντάιζ.
Η δουλειά (και η πολτοποίηση, το κόψιμο, βράσιμο και ανακάτεμα, το τρίψιμο, αλάτισμα, ξήρανση, το ζύγισμα και το σφράγισμα των βάζων) σταμάτησε. «Ήρθε ο αφέντης Τσάκο», πέρασε ψιθυριστά από στόμα σε στόμα. Οι εργάτριες άφησαν τα μαχαίρια τους. Άφησαν τα λαχανικά μισοκομμένα πάνω στους τεράστιους πάγκους από ανοξείδωτο αλουμίνιο. Παράτησαν τα αγγουράκια, τούς ανανάδες ακαθάριστους. Ατίθασα τσουλούφια πιάστηκαν και χώθηκαν ξανά κάτω από άσπρα σκουφάκια. Χέρια βιαστικά έλυσαν τα ανασηκωμένα μούντου και τα άφησαν να πέσουν ξανά ως το πάτωμα. Οι πόρτες τού εργοστασίου είχαν ελατήρια κι έκλειναν μόνες τους με θόρυβο.
Από τη μια μεριά τής αυλόπορτας, δίπλα στο παλιό πηγάδι, στη σκιά ενός πλατύφυλλου, συγκεντρώθηκε ένας σιωπηλός στρατός με χτυπητές μπλε ποδιές να δει από κοντά μέσα στην πράσινη ζέστη.
Με μπλε ποδιές και άσπρα σκουφάκια, σαν γαλανόλευκες σημαίες.
Η γαλανή Πλίμουθ πέρασε την αυλόπορτα και μπήκε μέσα. Οι ρόδες της έτριξαν πάνω στα χαλίκια συνθλίβοντας μικρά κοχύλια, εκσφενδονίζοντας δεξιά κι αριστερά κόκκινα και κίτρινα πετραδάκια. Τα παιδιά βγήκαν παραπατώντας.
Στραβοπιασμένα σιντριβάνια.
Πατικωμένα τσουλούφια.
Τσαλακωμένο κίτρινο φαρδύ παντελόνι και μια αγαπημένη τσάντα για τον ώμο. Κουρασμένη απ᾿ το ταξίδι. Μετά βίας κρατώντας τα μάτια της ανοιχτά.
Μετά οι μουδιασμένες αρθρώσεις των μεγάλων. Πιασμένες απ᾿ το πολύ καθισιό.
«Ήρθατε;» ρώτησε η Μαμάτσι γυρίζοντας τα σκούρα γυαλιά της προς το μέρος των καινούργιων ήχων: πόρτες αυτοκινήτου που άνοιξαν κι έκλεισαν, βήματα. Κατέβασε το βιολί από τον ώμο της.
«Μαμάτσι!» φώναξε η Ράχελ στην πανέμορφη τυφλή γιαγιά της. «Ο Έστθα έκανε εμετό! Στη μέση τής Μελωδίας τής ευτυχίας! Και...»
Η Άμου έπιασε μαλακά την κόρη της από τον ώμο. Και το άγγιγμά της σήμαινε Σσσς... Η Ράχελ κοίταξε γύρω της και είδε ότι βρισκόταν μέσα σε μια Παράσταση. Κι ότι η ίδια είχε μόνο ένα μικρό ρόλο.
Κομμάτι τού τοπίου. Ένα λουλούδι ίσως. Ή ένα δέντρο.
Ένα πρόσωπο μέσα στο πλήθος. Ένα κορίτσι από την πόλη.
Κανείς δεν είπε Γεια στη Ράχελ. Ούτε καν ο Γαλανόλευκος Στρατός μέσα στην πράσινη ζέστη.
«Πού είναι;» ρώτησε η Μαμάτσι το θόρυβο που έκαναν οι πόρτες τού αυτοκινήτου. «Πού είναι η αγαπημένη μου Σόφι Μολ; Έλα κοντά μου, να σε δω».
Καθώς μιλούσε, η Αιωρούμενη Μελωδία που χόρευε πάνω από το κεφάλι τής Μαμάτσι έγινε σκόνη κι έπεσε αργά κατάχαμα.
Ο Τσάκο με το —"Τι Απόγινε ο Άνθρωπος των Μαζών";— κοστούμι του και την καλοθρεμμένη γραβάτα του ανέβηκε θριαμβευτικά τα εννιά κόκκινα σκαλοπάτια μαζί με τη Μάργκαρετ Κοτσάμα και τη Σόφι Μολ. Τις κρατούσε από το χέρι, σαν να ήταν τα τρόπαια που μόλις είχε κερδίσει στο τένις.
Και γι᾿ άλλη μια φορά δεν ειπώθηκαν παρά μονάχα τα Μικρά Πράγματα. Τα Μεγάλα Πράγματα έμειναν ανείπωτα. «Γεια σου, Μαμάτσι», είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα με τη φωνή της ευγενικής δασκάλας (που πότε πότε χαστούκιζε τα παιδιά στην τάξη της). «Σ᾿ ευχαριστούμε για την πρόσκληση. Το είχαμε τόση ανάγκη αυτό το ταξίδι».
Η Μαμάτσι έπιασε μια υποψία φτηνής κολόνιας· ίσα που ξεχώριζε κάτω από τον ιδρώτα τού αεροπλάνου. (Η ίδια είχε ένα μπουκάλι Ντιόρ μέσα στη μαλακή δερμάτινη πράσινη θήκη του. Το είχε κλειδωμένο στο χρηματοκιβώτιό της.)
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα πήρε το χέρι τής Μαμάτσι. Τα δάχτυλά της ήταν απαλά, τα δαχτυλίδια με τα ρουμπίνια ήταν σκληρά.
«Γεια σου, Μάργκαρετ», είπε η Μαμάτσι (ούτε αγενής ούτε ευγενής). Δεν έβγαλε τα σκούρα γυαλιά της. «Καλώς ήρθατε στο Αγιέμενεμ. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σάς δω. Όπως ξέρεις, είμαι σχεδόν τυφλή». Μιλούσε επίτηδες αργά.
«Ω, δεν πειράζει», είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα. «Έτσι κι αλλιώς έχω τα χάλια μου». Γέλασε αβέβαια· δεν ήξερε αν είχε απαντήσει σωστά.
«Κάνεις λάθος», τής είπε ο Τσάκο. Στράφηκε στη Μαμάτσι με ένα χαμόγελο όλο καμάρι, που η μητέρα του δεν μπορούσε να το δει.
«Είναι πανέμορφη, όπως πάντα».
«Λυπήθηκα πολύ όταν έμαθα... για τον Tζo», είπε η Μαμάτσι. Η φωνή της ακούστηκε λίγο λυπημένη. Όχι πολύ λυπημένη.
Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. "Λύπης-για-τον-Tζo".
«Και πού είναι η Σόφι Μολ;» ρώτησε ύστερα η Μαμάτσι.
«Για έλα κοντά να σε δει η γιαγιά σου».
Η Σόφι Μολ πλησίασε τη Μαμάτσι. Εκείνη έσπρωξε τα σκούρα γυαλιά της και τα στερέωσε ψηλά, στα μαλλιά της. Έμοιαζαν με λοξά γατίσια μάτια που κοίταζαν το βαλσαμωμένο κεφάλι τού βίσονα, ακριβώς από πάνω τους. Το βαλσαμωμένο κεφάλι τού βίσονα είπε "Όχι. Οπωσδήποτε όχι". Στη Γλώσσα των Βαλσαμωμένων Βισόνων.
Ακόμα και μετά την επέμβαση μεταμόσχευσης κερατοειδούς, η Μαμάτσι δεν έβλεπε παρά μόνο φως και σκιές. Όταν κάποιος στεκόταν μπροστά στο άνοιγμα τής πόρτας, η Μαμάτσι έβλεπε ότι κάποιος στεκόταν στο άνοιγμα τής πόρτας. Αλλά όχι ποιος ήταν. Μπορούσε να ξεχωρίσει τα νούμερα σε μια επιταγή, σε μια απόδειξη ή σε ένα χαρτονόμισμα, φέρνοντάς τα κοντά στα μάτια της τόσο που τα βλέφαρά της να αγγίζουν το χαρτί. Τότε κρατούσε το χαρτί ακίνητο και κουνούσε το κεφάλι της. Οδηγούσε τα μάτια της από ψηφίο σε ψηφίο, από λέξη σε λέξη.
Το κορίτσι από την πόλη (με το νεραϊδένιο φουστάνι της) είδε τη Μαμάτσι να τραβάει τη Σόφι Μολ κοντά στα μάτια της για να τη δει. Για να τη διαβάσει σαν επιταγή. Να την ελέγξει σαν χαρτονόμισμα. Η Μαμάτσι είδε (με το καλό της μάτι) κοκκινοκάστανα μαλλιά (σ... σχεδόν ξανθά), δυο στρογγυλά μάγουλα με φακίδες (σσσσ... σχεδόν ρόδινα), γαλανογκριζογάλανα μάτια.
«Έχεις τη μύτη τού Παπάτσι», είπε η Μαμάτσι. «Για πες μου, είσαι όμορφο κορίτσι;» ρώτησε τη Σόφι Μολ.
«Ναι», είπε η Σόφι Μολ.
«Και ψηλή;»
«Ψηλή για την ηλικία μου», είπε η Σόφι Μολ.
«Πολύ ψηλή», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Πολύ πιο ψηλή απ᾿ τον Έστθα».
«Είναι μεγαλύτερη απ᾿ τον Έστθα», είπε η Άμου. «Παρ᾿ όλα αυτά…» είπε η Μπέμπα Κοτσάμα.
Λίγο πιο πέρα ο Βελούτθα έκοβε δρόμο μέσα από τη φυτεία τού καουτσούκ. Ημίγυμνος. Στον ώμο είχε περασμένη μια κουλούρα καλώδιο. Το σκούρο μπλε και μαύρο μούντου του, το είχε δεμένο χαλαρά πάνω από τα γόνατα. Στην πλάτη του ξεχώριζε το τυχερό σημάδι του (που φρόντιζε να έρχονται πάντα στην ώρα τους οι μουσώνες). Το φθινοπωρινό του φύλλο μες στη νύχτα.
Πριν φανεί μέσα από τα δέντρα, πριν βγει στο χαλικόστρωτο δρομάκι, η Ράχελ τον είδε κι εγκαταλείποντας την Παράσταση έτρεξε κοντά του.
Η Άμου την είδε.
Από τα παρασκήνια, όπου στεκόταν, τούς είδε να χαιρετιούνται με τον Επίσημο Χαιρετισμό τους. Ο Βελούτθα υποκλίθηκε, όπως τού είχαν δείξει να υποκλίνεται ανοίγοντας το μούντου του σαν φούστα, σαν την Αγγλίδα γαλατού στο "Πρόγευμα τού βασιλιά". Η Ράχελ υποκλίθηκε (και είπε «Υποκλίσου»). Ύστερα έμπλεξαν τα μικρά τους δαχτυλάκια και κούνησαν τα χέρια σοβαρά, σαν τραπεζίτες που μόλις έκλεισαν μια σπουδαία συμφωνία.
Στο φως που περνούσε ανάμεσα από τα σκουροπράσινα δέντρα, η Άμου είδε τον Βελούτθα να σηκώνει την κόρη της δίχως κόπο, σαν να ήταν το παιδί-μπαλόνι, από αέρα. Καθώς την πέταξε ψηλά και την ξανάπιασε στα χέρια του, η Άμου είδε στο πρόσωπο τής Ράχελ την απερίγραπτη ευτυχία τού παιδιού που πετάει.
Είδε τις γραμμώσεις των μυώνων στην κοιλιά τού Βελούτθα να σφίγγονται και να βαθαίνουν κάτω από το δέρμα του σαν τις αυλακιές που χωρίζουν τα τετραγωνάκια σε μια πλάκα σοκολάτας. Απόρησε πόσο είχε αλλάξει το κορμί του — χωρίς να το καταλάβουν, το αδύνατο αγόρι είχε γίνει άντρας. Σχηματισμένος και δυνατός. Είχε σώμα κολυμβητή. Κολυμβητή ξυλουργού. Γυαλισμένο με γυαλιστερό βερνίκι για κορμιά.
Είχε ψηλά ζυγωματικά και λευκό, απρόσμενο χαμόγελο. Ήταν το χαμόγελό του που θύμισε στην Άμου τον Βελούτθα παιδί. Τότε που βοηθούσε τον Βέλια Πάαπεν να μετρήσει τις καρύδες. Τότε που τής έφτιαχνε μικρά δωράκια και τής τα έφερνε κρατώντας τα πάνω στην ανοιχτή παλάμη του για να τα πάρει χωρίς να αναγκαστεί εκείνη να τον αγγίξει. Βαρκούλες, κουτάκια, ανεμόμυλους. Τότε που την έλεγε Αμουκούτι. Μικρή Άμου. Παρόλο που ήταν μεγαλύτερή του. Βλέποντάς τον τώρα, δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ότι ο άντρας που είχε γίνει μεγαλώνοντας, σε τίποτα δε θύμιζε το παιδί που υπήρξε κάποτε. Το χαμόγελό του ήταν το μόνο πράγμα που είχε πάρει μαζί του από τα παιδικά του χρόνια. Η μόνη αποσκευή που είχε κουβαλήσει στο ταξίδι της ζωής του.
Ξαφνικά η Άμου κατάλαβε πως βαθιά μέσα της παρακαλούσε να ήταν πράγματι αυτός που είχε δει η Ράχελ στη διαδήλωση. Έλπιζε ότι ήταν αυτός που ανέμιζε τη σημαία του και σήκωνε τη γροθιά του θυμωμένος. Έλπιζε ότι κάτω από το μανδύα τής καλόβολης φρονιμάδας του είχε έναν ολοζώντανο, σπαρταριστό θυμό ενάντια στον αυτάρεσκο, ταχτοποιημένο κόσμο. Ενάντια στον κόσμο που κέντριζε και το δικό της θυμό.
Έλπιζε ότι ήταν αυτός.
Εξεπλάγη με τη σωματική οικειότητα που τού έδειχνε η κόρη της. Εξεπλάγη βλέποντας πως το παιδί της είχε κι ένα δικό του, ξεχωριστό κόσμο, από τον οποίο η ίδια ήταν αποκλεισμένη εντελώς. Έναν απτό κόσμο από χαμόγελα και γέλια, όπου αυτή, η μητέρα της, δεν είχε καμιά συμμετοχή. Η Άμου συνειδητοποίησε θαμπά ότι ένα ανεπαίσθητο, ολοπόρφυρο τσίμπημα ζήλιας είχε κεντήσει τη σκέψη της.
Δεν επέτρεψε στον εαυτό της να σκεφτεί ποιον ακριβώς ζήλευε. Τον άντρα ή την ίδια της, την κόρη. Ή τον κόσμο τους, έναν κόσμο ξεχωριστό, από πλεγμένα δάχτυλα και απρόσμενα χαμόγελα.
Ο άντρας που στεκόταν στον ίσκιο των καουτσουκόδεντρων με κέρματα από ήλιο να χορεύουν πάνω στο κορμί του, ο άντρας που κρατούσε την κόρη της στην αγκαλιά του, σήκωσε τα μάτια του και συνάντησε το βλέμμα τής Άμου. Αιώνες στριμώχτηκαν μέσα σε ένα φευγαλέο λεπτό. Η ιστορία ξαφνιάστηκε, πιάστηκε απροετοίμαστη. Ξέμεινε πίσω σαν παλιό φιδοπουκάμισο. Οι πληγές της, οι ουλές της, οι αμυχές της από παλιές καταφρόνιες, το υποχρεωτικό περπάτημα προς τα πίσω, όλα έφυγαν μακριά, σκόρπισαν. Η απουσία τους άφησε πίσω της μια αύρα, μια χειροπιαστή μαρμαρυγή που μπορούσε να τη δει ο καθένας, όπως το νερό στο ποτάμι ή τον ήλιο στον ουρανό. Αισθητή, όπως η ζέστη μια καλοκαιριάτικη μέρα. Τόσο ξεκάθαρη, τόσο ευδιάκριτη που κανείς δεν την πρόσεξε.
Αυτήν τη σύντομη στιγμή, ο Βελούτθα σήκωσε τα μάτια και είδε πράγματα που δεν τα είχε δει πριν. Πράγματα που ως τότε ήταν απαγορευμένα, κρυμμένα από τις παρωπίδες τής ιστορίας.
Απλά πράγματα.
Είδε, ας πούμε, ότι η μητέρα τής Ράχελ ήταν γυναίκα.
Ότι είχε βαθιά λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε που ξεχώριζαν, ακόμα κι όταν το χαμόγελο είχε σβήσει από τα μάτια της. Είδε ότι τα μελαψά της μπράτσα ήταν στρογγυλά και σφιχτά και τέλεια. Ότι οι ώμοι της άστραφταν αλλά τα μάτια της ήταν αλλού. Είδε ότι δεν υπήρχε λόγος να τής δίνει τα δώρα του ισορροπώντας τα πάνω στην ανοιχτή του παλάμη για να μην τον αγγίξει. Τις βαρκούλες και τα κουτάκια του. Τούς μικρούς του ανεμόμυλους. Είδε ακόμα ότι δεν ήταν αυτός ο μόνος που μπορούσε να δίνει δώρα. Ότι είχε κι εκείνη δώρα να τού προσφέρει.
Η γνώση αυτή τον έσκισε στα δυο, μαλακά, αβίαστα, σαν κόψη ξυραφιού. Παγωμένη και καυτή ταυτόχρονα. Δε χρειάστηκε παρά μόνο ένα λεπτό.
Η Άμου είδε ότι εκείνος είδε. Τράβηξε το βλέμμα της. Το ίδιο κι εκείνος. Οι φίλοι τής ιστορίας ξαναγύρισαν, να τούς διεκδικήσουν και πάλι. Να τούς τυλίξουν ξανά στα παλιά, σημαδεμένα δέρματα και να τούς σύρουν πίσω στην πραγματικότητα. Εκεί όπου ζούσαν στ᾿ αλήθεια. Εκεί όπου οι πατροπαράδοτοι Νόμοι κανονίζουν ποιος θα αγαπηθεί. Και πώς. Και πόσο. Η Άμου προχώρησε στη βεράντα, πίσω στην Παράσταση. Τρέμοντας.
Ο Βελούτθα χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε την πρέσβειρα Κ. Ακρίδα στην αγκαλιά του. Την άφησε κάτω. Τρέμοντας κι αυτός.
«Για να σε δω!» είπε κοιτάζοντας το γελοίο δαντελένιο της φουστάνι. «Τι ωραία που είσαι! Μήπως παντρεύεσαι;»
Η Ράχελ έχωσε τα χεράκια της στις μασχάλες του και τον γαργάλησε αλύπητα. Γκίλι γκίλι γκίλι!
«Σε είδα χθες», είπε.
«Πού;» έκανε ο Βελούτθα απορημένος τάχα κι έκπληκτος.
«Ψεύτη», είπε η Ράχελ. «Ψεύτη και υποκριτή! Αφού σε είδα. Ήσουν κομμουνιστής και κρατούσες σημαία και φορούσες πουκάμισο. Και έκανες πως δε με είδες».
«Aδύνατον», είπε ο Βελούτθα. «Θα έκανα ποτέ μου τέτοιο πράγμα εγώ; Πες μου εσύ: θα έκανε ποτέ ο Βελούτθα τέτοιο πράγμα; Θα ήταν μάλλον ο Χαμένος Δίδυμος αδερφός μου».
«Ποιος Χαμένος Δίδυμος αδερφός;»
«Ο Ουρουμπάν, χαζούλα... Αυτός που μένει στο Κότσι».
«Ποιος Ουρουμπάν;» Τότε είδε το μάτι του που τρεμόπαιζε. «Ψεύτη! Δεν έχεις δίδυμο αδερφό! Δεν ήταν ο Ουρουμπάν! Εσύ ήσουν!»
Ο Βελούτθα γέλασε. Το γέλιο του ήταν γλυκύτατο όταν γελούσε με την καρδιά του. «Δεν ήμουν εγώ», είπε. «Ήμουν άρρωστος».
«Αφού χαμογελάς!» είπε η Ράχελ. «Αυτό σημαίνει ότι ήσουν εσύ. Το χαμόγελο θα πει: “Εσύ ήσουν”».
«Μόνο στα αγγλικά!» είπε ο Βελούτθα. «Στα μαλαγιάλαμ ο δάσκαλός μου έλεγε: “Το χαμόγελο σημαίνει δεν ήμουν εγώ”».
Η Ράχελ χρειάστηκε μια στιγμούλα για να το καταλάβει αυτό. Όρμησε να τον γαργαλήσει ξανά. Γκίλι γκίλι γκίλι! Γελώντας ακόμα, ο Βελούτθα έριξε μια ματιά στην Παράσταση για τη Σόφι. «Πού είναι η Σόφι Μολ; Για να τη δούμε κι εμείς. Θυμήθηκες να τη φέρεις ή την ξέχασες στο αεροδρόμιο;»
«Μην κοιτάζεις προς τα κει», βιάστηκε να τον σταματήσει η Ράχελ. Σκαρφάλωσε στον τσιμεντένιο φράχτη που χώριζε τα καουτσουκόδεντρα από το χαλικόστρωτο δρομάκι τού κήπου κι έκλεισε με τα χέρια της τα μάτια τού Βελούτθα.
«Γιατί;» ρώτησε ο Βελούτθα.
«Γιατί έτσι», απάντησε η Ράχελ. «Δε θέλω να δεις».
«Πού είναι ο Έστθα Μον;» ρώτησε ο Βελούτθα, με μια πρέσβειρα κρεμασμένη στην πλάτη του. Τα ποδαράκια της ήταν τυλιγμένα στη μέση του και τα μικρά, βρώμικα χέρια της τού έκλειναν τα μάτια. «Δεν τον είδα πουθενά».
«Α, τον πουλήσαμε στο Κοτσίν», είπε ανέμελα η Ράχελ. «Για ένα σακί ρύζι. Κι ένα φακό».
Το φουρό τού κολλαριστού της φουστανιού ζωγράφιζε ακανόνιστες δαντέλες στη ράχη τού Βελούτθα. Δαντελένια λουλούδια κι ένα τυχερό τριφύλλι άνθισαν πάνω σε μια μαύρη ράχη.
Όταν η Ράχελ γύρισε προς το μέρος τής Παράστασης ψάχνοντας τον Έστθα, είδε ότι ο αδερφός της δεν ήταν εκεί.
Πίσω στην Παράσταση, φτάνει η Κότσου Μάρια, κοντούλα, πίσω από την πανύψηλη διώροφη τούρτα της.
«Η τούρτα έφτασε», είπε στη Μαμάτσι, με δυνατή φωνή. Η Κότσου Μάρια μιλούσε πάντα δυνατά στη Μαμάτσι. Πίστευε ότι η μειωμένη όραση επηρέαζε αρνητικά και τις υπόλοιπες αισθήσεις.
«Κάντο, Κότσου Μάριγιε;» είπε η Μαμάτσι. «Βλέπεις τη Σόφι Μολ;»
«Κάντο, Κοτσάμα», απάντησε με δυνατή φωνή η Κότσου Μάρια. «Τη βλέπω».
Χαμογέλασε στη Σόφι, πλατιά. Ήταν ακριβώς στο ύψος τής Σόφι. Παρ᾿ όλες τις επίμονες προσπάθειές της, εξακολουθούσε να είναι πολύ κοντή για χριστιανή τού συριακού δόγματος.
«Έχει τα χρώματα τής μάνας της», είπε η Κότσου Μάρια.
«Τη μύτη τού Παπάτσι», επέμεινε η Μαμάτσι.
«Αυτό δεν το ξέρω αλλά είναι πολύ όμορφη», φώναξε η Κότσου Μάρια. «Είναι ένας μικρός άγγελος».
Οι μικροί άγγελοι έχουν το χρώμα τής ξανθής άμμου και φορούν φαρδιά παντελόνια.
Οι μικροί δαίμονες έχουν το σκούρο χρώμα τής λάσπης και φορούν Φουστάνια για το Αεροδρόμιο κι έχουν καρουμπαλάκια στο κούτελο που μπορεί να μεγαλώσουν και να γίνουν κέρατα. Έχουν σιντριβάνια με ένα Love-in-Tokyo. Έχουν την κακή συνήθεια να διαβάζουν από πίσω προς τα εμπρός.
Κι αν κάνεις τον κόπο να τούς κοιτάξεις καλά, θα δεις το Σατανά μες στα μάτια τους.
Η Κότσου Μάρια πήρε τα χέρια τής Σόφι Μολ στα δικά της, με τις παλάμες στραμμένες προς τα πάνω. Τα σήκωσε ως το πρόσωπό της κι εισέπνευσε βαθιά τη μυρωδιά τους.
«Τι κάνει;» ρώτησε η Σόφι με τα απαλά, τρυφερά λονδρέζικα χεράκια της μέσα στα ροζιασμένα χέρια μιας γυναίκας τού Αγιέμενεμ. «Ποια είναι και γιατί μυρίζει τα χέρια μου;»
«Είναι η μαγείρισσα», είπε ο Τσάκο. «Και μ᾿ αυτόν τον τρόπο σε φιλάει».
«Με φιλάει;» είπε η Σόφι Μολ που δεν είχε πειστεί, αλλά με ενδιαφέρον.
«Θαυμάσιο!» είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα. «Είναι ένας τρόπος να την οσφρανθεί. Το κάνουν κι οι γυναίκες κι οι άντρες μεταξύ τους;»
Δεν ήθελε να το πει ακριβώς όπως το είπε και κοκκίνισε. Μια ντροπιασμένη Τρύπα στο Σύμπαν σε σχήμα δασκάλας.
«Α, συνεχώς!» είπε η Άμου κι η φωνή της ακούστηκε λίγο πιο δυνατή από το σαρκαστικό μουρμουρητό που είχε σκοπό να συνεισφέρει στη συζήτηση. «Έτσι κάνουμε τα παιδιά!»
Ο Τσάκο δεν τη χαστούκισε.
Γι᾿ αυτό δεν τον χαστούκισε κι εκείνη.
Αλλά αυτό που περίμενε η Ατμόσφαιρα, γέμισε Θυμό.
«Νομίζω ότι οφείλεις μια συγγνώμη στη γυναίκα μου, Άμου», είπε ο Τσάκο με ύφος προστάτη και ιδιοκτήτη ταυτόχρονα (ελπίζοντας ότι η Μάργκαρετ Κοτσάμα δε θα έλεγε "Πρώην σύζυγος, Τσάκο!", μαλώνοντάς τον με το τριαντάφυλλο που κρατούσε στα χέρια της).
«Ω, όχι!» είπε η Μάργκαρετ Κοτσάμα. «Δικό μου ήταν το λάθος! Δεν το εννοούσα έτσι... Ήθελα να πω... Εννοούσα δηλαδή... ότι είναι πολύ ωραίο να σκέφτεται κανείς πως...»
«Ήταν μια απόλυτα δικαιολογημένη ερώτηση», είπε ο Τσάκο. «Και νομίζω ότι η Άμου θα ᾿πρεπε να ζητήσει συγγνώμη».
«Πρέπει να φερόμαστε λες κι είμαστε καμιά γαμημένη φυλή που ανακαλύφθηκε τώρα μόλις;» ρώτησε η Άμου.
«Ω, Θεέ μου!» έκανε η Μάργκαρετ Κοτσάμα. Στη θυμωμένη σιωπή τής Παράστασης (κι ενώ ο Γαλανόλευκος Στρατός παρακολουθούσε ακόμα παραταγμένος μέσα στην πράσινη ζέστη), η Άμου πήγε ως την Πλίμουθ, πήρε τη βαλίτσα της, έκλεισε με δύναμη την πόρτα και ξεκίνησε για το δωμάτιό της. Οι ώμοι της έλαμπαν. Και τούς άφησε όλους να αναρωτιούνται από πού τις είχε μάθει αυτές τις απρέπειες.
Για να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν εύκολο να δώσει κανείς απάντηση σ᾿ αυτό το ερώτημα. Γιατί η Άμου δεν είχε πάρει τέτοιου είδους μόρφωση. Δεν είχε διαβάσει τέτοια βιβλία, δε συναναστρεφόταν τέτοιου είδους ανθρώπους που θα μπορούσαν ίσως να την επηρεάσουν και να σκεφτεί τέτοια πράγματα.
Ήταν απλώς τέτοιου είδους πλάσμα.
Μικρή, είχε μάθει πολύ γρήγορα να μη δίνει πίστη στις ιστορίες με τον Μπαμπά Αρκούδο και τη Μαμά Αρκούδα που τής έδιναν να διαβάσει. Στο δικό της κόσμο ο Μπαμπάς Αρκούδος έδερνε τη Μαμά Αρκούδα με μπρούντζινα βάζα. Η Μαμά Αρκούδα υπέμενε αυτά τα χτυπήματα με βουβή μοιρολατρία.
Μεγαλώνοντας, η Άμου παρακολουθούσε τον πατέρα της να υφαίνει το σιχαμερό ιστό του. Ήξερε να γοητεύει τούς επισκέπτες. Ήξερε να φέρεται και με δυσκολία κρατιόταν να μην τούς κάνει τούμπες όταν ήταν λευκοί. Έδινε χρήματα στα ορφανοτροφεία και στα λεπροκομεία. Κατέβαλλε σκληρές προσπάθειες για να βελτιώνει τη γνώμη που είχε ο κόσμος γι᾿ αυτόν. Ήθελε να τον θεωρούν άνθρωπο μορφωμένο, καλλιεργημένο, γενναιόδωρο, ηθικό. Όταν όμως ήταν μόνος με τη γυναίκα και τα παιδιά του, μεταμορφωνόταν σε έναν τερατώδη, καχύποπτο τύραννο, όλο πανουργία και κακία. Τούς έδερνε, τούς ταπείνωνε κι ύστερα τούς ανάγκαζε να υπομένουν τη ζήλια των φίλων και των συγγενών που είχαν τέτοιο υπέροχο σύζυγο και πατέρα.
Δεν ήταν λίγες οι νύχτες τού χειμώνα στο Δελχί που η Άμου και η μητέρα της είχαν περάσει έξω στο κρύο, κρυμμένες στο φράχτη από μέχνντι* τού σπιτιού τους (για να μην τούς βλέπουν οι άλλοι, από τις Καλές Οικογένειες). Επειδή ο Παπάτσι γύριζε κακόκεφος απ᾿ τη δουλειά και έσπαγε στο ξύλο τη Μαμάτσι και την κόρη του κι ύστερα τις έβγαζε έξω από το σπίτι.
Μια τέτοια νύχτα, η Άμου, εννιά χρόνων, κρυμμένη με τη μητέρα της στο φράχτη τού σπιτιού τους, παρακολουθούσε την ευθυτενή κορμοστασιά τού Παπάτσι να πηγαινοέρχεται από το ένα φωτισμένο δωμάτιο στο άλλο. Το ξύλο που είχε δώσει στη γυναίκα και την κόρη του (ο Τσάκο έλειπε τότε, εσωτερικός στο σχολείο), δεν τον είχε χορτάσει. Συνέχιζε σκίζοντας τις κουρτίνες, κλοτσώντας τα έπιπλα, σπάζοντας μία από τις λάμπες που είχαν στο τραπέζι τού σαλονιού. Ώσπου έσβησε επιτέλους τα φώτα. Η μικρή Άμου περίμενε μια ώρα ακόμα. Κι έπειτα, αδιαφορώντας για τα φοβισμένα παρακάλια τής Μαμάτσι, χώθηκε στο σπίτι από τον αεραγωγό, για να σώσει τις καινούργιες γαλότσες της, που τις αγαπούσε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Τις έβαλε σε μια χάρτινη σακούλα και γλίστρησε αθόρυβα πίσω στο σαλόνι για να βγει έξω, όταν ξαφνικά το φως άναψε.
Ο Παπάτσι ήταν καθισμένος όλη εκείνη την ώρα στην κουνιστή του πολυθρόνα από μαόνι. Και κουνιόταν αθόρυβα μες στο σκοτάδι. Όταν την έπιασε, δεν τής είπε λέξη. Την έδειρε με το μαστίγιο τής ιππασίας, αυτό με τη φιλντισένια λαβή (το ίδιο που κρατούσε στα γόνατά του σ᾿ εκείνη τη φωτογραφία από τη Βιέννη). Η Άμου δεν έκλαψε. Όταν τέλειωσε, την έστειλε να τού φέρει το ψαλίδι από το κουτί με τα ραφτικά τής Μαμάτσι. Μπροστά στα μάτια της, ο Αυτοκρατορικός Εντομολόγος έκανε κομμάτια τις καινούργιες της γαλότσες. Οι μαύρες λαστιχένιες λωρίδες έπεφταν μία μία στο πάτωμα. Το ψαλίδι άνοιγε κι έκλεινε με θόρυβο, όπως κάνουν τα ψαλίδια. Η Άμου αγνόησε το έντρομο πρόσωπο τής μητέρας της που φάνηκε στο παράθυρο. Χρειάστηκαν δέκα λεπτά για να γίνουν κομμάτια οι αγαπημένες της γαλότσες. Όταν και το τελευταίο κομμάτι λάστιχο έπεσε στο πάτωμα, ο πατέρας της την κοίταξε με μάτια παγωμένα, όπως των εντόμων, και άρχισε να κουνιέται, να κουνιέται, να κουνιέται. Τριγυρισμένος από μια θάλασσα στριφογυριστά, λαστιχένια φίδια.
Μεγαλώνοντας η Άμου έμαθε να ζει μ᾿ αυτήν την ψυχρή, πανούργα βαναυσότητα. Ανέπτυξε μια αγέρωχη αίσθηση τής αδικίας. Και το πείσμα, την απερισκεψία, των Μικρών που κάποιος Μεγάλος τρομοκρατεί και βασανίζει αδιάκοπα. Δεν έκανε απολύτως τίποτα για να αποφύγει καβγάδες και συγκρούσεις. Κατά βάθος, θα μπορούσε κανείς να πει ότι πήγαινε γυρεύοντας, ότι ίσως και να τής άρεσαν.
«Έφυγε;» ρώτησε η Μαμάτσι τη σιωπή γύρω της.
«Έφυγε», είπε δυνατά η Κότσου Μάρια.
«Επιτρέπεται να λέτε “γαμημένη” εδώ στην Ινδία;» ρώτησε η Σόφι Μολ.
«Ποιος είπε “γαμημένη”;» ρώτησε ο Τσάκο. «Η θεία», είπε η Σόφι Μολ. «Η θεία Άμου. Είπε “καμιά γαμημένη φυλή”».
«Κόψε την τούρτα και δώσε σε όλους», είπε η Μαμάτσι.
«Γιατί στην Αγγλία δεν επιτρέπεται», είπε η Σόφι Μολ στον Τσάκο.
«Τι δεν επιτρέπεται;» ρώτησε ο Τσάκο. «Να λέμε Γάμα Άλφα Μι Ήτα Μι Έψιλον Νι Ήτα», είπε n Σόφι Μολ.
Η Μαμάτσι κοίταξε το λαμπερό απόγευμα χωρίς να το βλέπει. «Είναι όλοι εδώ;» ρώτησε.
«Ούβερ, Κοτσάμα», απάντησε ο Γαλανόλευκος Στρατός μέσα στην πράσινη ζέστη. «Είμαστε όλοι εδώ».
Έξω από την Παράσταση, η Ράχελ είπε στον Βελούτθα:
«Εμείς δεν είμαστε εδώ, έτσι δεν είναι; Ούτε Παίζουμε καν».
«Πολύ Σωστά», απάντησε ο Βελούτθα. «Δεν Παίζουμε καν. Αλλά πολύ θα ήθελα να ξέρω πού είναι ο Έστθαπαπίτσεν Κούταπεν Πέτερ Μον...»
Έτσι άρχισε ένας τρελός, λαχανιασμένος χορός ανάμεσα στα καουτσουκόδεντρα.
Ω, Έστθαπαπίτσεν Κούταπεν Πέτερ Μον,
Πού έχεις τρυπώσει, πού να ᾿σαι;
Σε λίγο ο ρυθμός τους επιταχύνθηκε, τα λόγια τού τραγουδιού άλλαξαν.
Ψάχνουμε εδώ, ψάχνουμε εκεί,
Ψάχνουμε στον ουρανό μα και στη γη.
Πού έχει πάει; Πού έχει χωθεί;
Αυτός ο παλιο-Έστθα πού έχει κρυφτεί;
Η Κότσου Μάρια έκοψε ένα κομματάκι τούρτα και το έδωσε στη Μαμάτσι για να το δοκιμάσει και να το εγκρίνει. «Από ένα κομμάτι σε όλους», είπε η Μαμάτσι στην Κότσου Μάρια, αγγίζοντας με το φορτωμένο ρουμπίνια δάχτυλό της το κομματάκι στο πιάτο της για να βεβαιωθεί πως ήταν όσο μικρό το ήθελε.
Η Κότσου Μάρια τεμάχισε την τούρτα αδέξια, βαριανασαίνοντας. Έβαλε τα κομμάτια σε ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο. Η Μαμάτσι έπαιξε στο βιολί της μια μελωδία Καλώς Όρισες στο Σπίτι, Αγαπημένη μας Σόφι Μολ. Μια γλυκερή, σοκολατένια μελωδία. Σαν λιωμένη σοκολάτα που κολλάει στα δάχτυλα. Καφετιά, ρευστή. Σοκολατένια κύματα σε σοκολατένια αμμουδιά.
Στα μισά τής μελωδίας, ο Τσάκο ύψωσε τη φωνή του πάνω από τις σοκολατένιες νότες. «Μάμα!» είπε (σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή). «Μάμα! Φτάνει! Φτάνει το βιολί!»
Η Μαμάτσι σταμάτησε να παίζει και κοίταξε προς το μέρος τού Τσάκο κρατώντας το δοξάρι της μετέωρο.
«Φτάνει; Φτάνει, είπες, Τσάκο;»
«Φτάνει και περισσεύει», είπε ο Τσάκο.
«Φτάνει, λοιπόν», μουρμούρισε η Μαμάτσι στον εαυτό της. «Καλύτερα να σταματήσω τώρα», πρόσθεσε λες και η ιδέα αυτή μόλις είχε περάσει απ᾿ το μυαλό της.
Ξανάβαλε το βιολί της στη μαύρη θήκη του που είχε σχήμα βιολιού. Έκλεινε σαν βαλίτσα. Και κλείδωνε τη μουσική μέσα του.
Κλικ. Και κλακ.
Η Μαμάτσι φόρεσε ξανά τα σκούρα γυαλιά της. Και τράβηξε τις κουρτίνες αφήνοντας έξω τη ζέστη τής μέρας.
Η Άμου βγήκε στην πόρτα και φώναξε τη Ράχελ.
«Ράχελ! Θέλω να ᾿ρθεις για το μεσημεριανό σου ύπνο! Έλα μόλις φας την τούρτα σου!»
Η καρδιά τής Ράχελ βούλιαξε. Μεσημεριανός Σ-ύπνος. Τον μισούσε.
Η Άμου χάθηκε ξανά στο εσωτερικό τού σπιτιού.
Ο Βελούτθα άφησε τη Ράχελ στο χώμα κι εκείνη στάθηκε σαν χαμένη άκρη άκρη στο χαλικόστρωτο δρομάκι, στην περιφέρεια τής Παράστασης.
Ο Σ-ύπνος καραδοκούσε τεράστιος κι απειλητικός στον ορίζοντά της.
«Και σταμάτα τα πολλά πάρε-δώσε και τις υπερβολικές οικειότητες μ᾿ αυτόν τον άντρα!» είπε η Μπέμπα Κοτσάμα στη Ράχελ.
«Υπερβολικές οικειότητες;» ρώτησε η Μαμάτσι. «Ποιος, Τσάκο; Ποιος έχει υπερβολικές οικειότητες;»
«Η Ράχελ», απάντησε η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Υπερβολικές οικειότητες με τι;»
«Με ποιον», διόρθωσε ο Τσάκο τη μητέρα του.
«Εντάξει, με ποιον έχει υπερβολικές οικειότητες;» ξαναρώτησε η Μαμάτσι.
«Με τον Αγαπημένο σου Βελούτθα, με ποιον άλλον;» είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. Και γυρίζοντας στον Τσάκο, πρόσθεσε: «Ρώτησέ τον πού ήταν χθες. Να τελειώνουμε μια και καλή μαζί του».
«Όχι τώρα», είπε ο Τσάκο.
«Τι θα πει “υπερβολικές οικειότητες”;» ρώτησε η Σόφι Μολ τη Μάργκαρετ Κοτσάμα που δεν απάντησε.
«Με τον Βελούτθα; Είναι εδώ ο Βελούτθα; Βελούτθα, είσαι εδώ;» ρώτησε η Μαμάτσι το Απόγευμα.
«Ούβερ, Κοτσάμα». Ο Βελούτθα προχώρησε λίγα βήματα, βγήκε από τα δέντρα και μπήκε στην Παράσταση.
«Βρήκες τη βλάβη;» ρώτησε η Μαμάτσι.
«Η ροδέλα στην κάτω βαλβίδα τού νερού», είπε ο Βελούτθα. «Την άλλαξα. Τώρα δουλεύει».
«Τότε βάλε μπροστά», είπε η Μαμάτσι. «Η δεξαμενή είναι άδεια».
«Ο άνθρωπος αυτός θα είναι η δική μας Νέμεσις, η τιμωρία μας», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. Όχι επειδή είχε προφητικές ικανότητες ούτε επειδή είχε οραματιστεί με μια ξαφνική έμπνευση το σκοτεινό τους μέλλον. Το είπε μόνο και μόνο για να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Κανένας δεν τής έδωσε προσοχή. «Θυμηθείτε τα λόγια μου», πρόσθεσε πικρόχολα.
«Τη βλέπεις;» είπε η Κότσου Μάρια στη Ράχελ, καθώς τής έδινε το πιατάκι με την τούρτα. Εννοούσε τη Σόφι Μολ. «Όταν μεγαλώσει, θα γίνει η Κοτσάμα μας και θα ανεβάσει τούς μισθούς μας, θα μάς δώσει νάιλον σάρι». Η Κότσου Μάρια έκανε συλλογή από σάρι, παρόλο που δεν είχε φορέσει ποτέ ούτε ένα και προφανώς δεν επρόκειτο να φορέσει ποτέ.
«Και λοιπόν;» ρώτησε η Ράχελ. «Μέχρι τότε εγώ θα ᾿χω φύγει. Θα έχω πάει στην Αφρική».
«Στην Αφρική;» χαχάνισε η Κότσου Μάρια. «Η Αφρική είναι γεμάτη κακάσχημους μαύρους ανθρώπους και κουνούπια».
«Ο μόνος κακάσχημος άνθρωπος στον κόσμο είσαι εσύ», είπε η Ράχελ. Και πρόσθεσε (στα αγγλικά): «Ηλίθια κοντοστούπα!»
«Τι είπες;» ρώτησε η Κότσου Μάρια με ύφος απειλητικό. «Μη μού πεις. Ξέρω. Άκουσα. Θα το πω στη Μαμάτσι. Κάτσε και θα δεις!»
Η Ράχελ πήγε προς το παλιό πηγάδι.
Η Κότσου Μάρια την ακολούθησε κρατώντας το δίσκο με την τούρτα. Η Ράχελ τής είπε ότι δεν ήθελε ούτε μπουκιά απ᾿ την ηλίθια τούρτα.
«Έλεος», είπε η Κότσου Μάρια. «Οι ζηλιάρηδες άνθρωποι πάνε κατευθείαν στην Κόλαση».
«Ποιος είναι ζηλιάρης;»
«Δεν ξέρω. Να μού πεις εσύ», είπε η Κότσου Μάρια με πλισέ ποδιά στη μέση της και ξίδι στην καρδιά της.
*Μέχνντι: Φυτό από τα φύλλα του οποίου παράγεται η χένα.
6. Μια φιλία που δεν έγινε ιστορία.
Η ΛΎΠΗ ΌΜΩΣ ήταν ακόμα δυο εβδομάδες μακριά εκείνο το γαλάζιο απομεσήμερο, το κεντημένο σταυροβελονιά που η Μάργκαρετ Κοτσάμα, εξουθενωμένη από το μακρινό ταξίδι, κοιμόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Ο Τσάκο, πηγαίνοντας να βρει το σύντροφο Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ, πέρασε σιγανά έξω από το παράθυρο, σαν ντροπαλή φάλαινα, να ρίξει μια κλεφτή ματιά και να δει μήπως η γυναίκα του (Πρώην σύζυγος, Τσάκο!) και η κόρη του είχαν ξυπνήσει και ήθελαν τίποτα. Την τελευταία στιγμή το θάρρος του τον εγκατέλειψε και πέρασε πλησίστιος χωρίς να κοιτάξει από το παράθυρο. Η Σόφι Μολ (Ξ ύπνια, ζ ωηρή, Π ανέτοιμη) τον είδε να περνάει.
Η Σόφι Μολ σηκώθηκε κι άρχισε να ψαχουλεύει στην τσάντα τής κοιμισμένης μητέρας της. Δεν άργησε να βρει αυτό που ήθελε τα κλειδιά τής μεγάλης, κλειδωμένης βαλίτσας που ήταν αφημένη στο πάτωμα. Τα αυτοκόλλητα τού αεροπλάνου και τα καρτελάκια με τα νούμερα των εισιτηρίων τους δεν τα είχαν βγάλει ακόμα. Την άνοιξε κι έψαξε μέσα στα ρούχα με τη λεπτότητα και την προσοχή ενός σκύλου που σκάβει σε ένα παρτέρι ανθισμένο. Ανακάτεψε στοίβες από εσώρουχα, σιδερωμένες μπλούζες και φούστες, σαμπουάν, κρέμες, σοκολάτες, σελοτέιπ, ομπρέλες, σαπούνια, κινίνα, ασπιρίνες, αντιβιοτικά. «Καλύτερα να έχεις μαζί σου τα πάντα», είχαν συμβουλέψει τη Μάργκαρετ Κοτσάμα οι συνάδελφοί της όλο ενδιαφέρον. «Ποτέ δεν ξέρεις». Κι ήταν αυτός ο τρόπος τους να πουν σε μια συνάδελφο που ξεκινούσε για την Καρδιά τού Σκοταδιού: α) Οτιδήποτε Μπορεί να Συμβεί σε Οποιονδήποτε.
Επομένως
β) Καλύτερα να Είναι κανείς Προετοιμασμένος.
Τελικά η Σόφι Μολ βρήκε αυτό που γύρευε. Τα δώρα για τα ξαδέρφια της. Τριγωνικούς πύργους από σοκολάτα Τόμπλερον (είχαν μαλακώσει και έγερναν από τη ζέστη). Κάλτσες με χωριστά πολύχρωμα δαχτυλάκια. Και δυο στυλό – που είχαν το πάνω μισό τους γεμάτο νερό: μέσα του κολυμπούσε η μικρογραφία ενός λονδρέζικου δρόμου. Το ανάκτορο Μπάκιγχαμ και το Μπινγκ Μπεν. Μαγαζιά και άνθρωποι. Ένα κόκκινο διώροφο λεωφορείο, σπρωγμένο από μια μικρή φυσαλίδα αέρα, ανεβοκατέβαινε ασταμάτητα το σιωπηλό δρόμο. Η απουσία θορύβου από το γεμάτο κόσμο και κίνηση δρόμο έμοιαζε με δυσάρεστο προμήνυμα. Η Σόφι Μολ έχωσε τα δώρα στην αγαπημένη της τσάντα και βγήκε να κάνει τη βόλτα της έξω στον κόσμο. Να παζαρέψει σκληρά. Να διαπραγματευτεί μια φιλία. Μια φιλία που δυστυχώς έμεινε μετέωρη. Ανολοκλήρωτη. Αιωρούμενη στον αέρα χωρίς σταθερή βάση. Μια φιλία που δεν έκανε τον κύκλο της και δεν έγινε ιστορία.
Η Σόφι Μολ σηκώθηκε κι άρχισε να ψαχουλεύει στην τσάντα τής κοιμισμένης μητέρας της. Δεν άργησε να βρει αυτό που ήθελε τα κλειδιά τής μεγάλης, κλειδωμένης βαλίτσας που ήταν αφημένη στο πάτωμα. Τα αυτοκόλλητα τού αεροπλάνου και τα καρτελάκια με τα νούμερα των εισιτηρίων τους δεν τα είχαν βγάλει ακόμα. Την άνοιξε κι έψαξε μέσα στα ρούχα με τη λεπτότητα και την προσοχή ενός σκύλου που σκάβει σε ένα παρτέρι ανθισμένο. Ανακάτεψε στοίβες από εσώρουχα, σιδερωμένες μπλούζες και φούστες, σαμπουάν, κρέμες, σοκολάτες, σελοτέιπ, ομπρέλες, σαπούνια, κινίνα, ασπιρίνες, αντιβιοτικά. «Καλύτερα να έχεις μαζί σου τα πάντα», είχαν συμβουλέψει τη Μάργκαρετ Κοτσάμα οι συνάδελφοί της όλο ενδιαφέρον. «Ποτέ δεν ξέρεις». Κι ήταν αυτός ο τρόπος τους να πουν σε μια συνάδελφο που ξεκινούσε για την Καρδιά τού Σκοταδιού: α) Οτιδήποτε Μπορεί να Συμβεί σε Οποιονδήποτε.
Επομένως
β) Καλύτερα να Είναι κανείς Προετοιμασμένος.
Τελικά η Σόφι Μολ βρήκε αυτό που γύρευε. Τα δώρα για τα ξαδέρφια της. Τριγωνικούς πύργους από σοκολάτα Τόμπλερον (είχαν μαλακώσει και έγερναν από τη ζέστη). Κάλτσες με χωριστά πολύχρωμα δαχτυλάκια. Και δυο στυλό – που είχαν το πάνω μισό τους γεμάτο νερό: μέσα του κολυμπούσε η μικρογραφία ενός λονδρέζικου δρόμου. Το ανάκτορο Μπάκιγχαμ και το Μπινγκ Μπεν. Μαγαζιά και άνθρωποι. Ένα κόκκινο διώροφο λεωφορείο, σπρωγμένο από μια μικρή φυσαλίδα αέρα, ανεβοκατέβαινε ασταμάτητα το σιωπηλό δρόμο. Η απουσία θορύβου από το γεμάτο κόσμο και κίνηση δρόμο έμοιαζε με δυσάρεστο προμήνυμα. Η Σόφι Μολ έχωσε τα δώρα στην αγαπημένη της τσάντα και βγήκε να κάνει τη βόλτα της έξω στον κόσμο. Να παζαρέψει σκληρά. Να διαπραγματευτεί μια φιλία. Μια φιλία που δυστυχώς έμεινε μετέωρη. Ανολοκλήρωτη. Αιωρούμενη στον αέρα χωρίς σταθερή βάση. Μια φιλία που δεν έκανε τον κύκλο της και δεν έγινε ιστορία.
7. Η Δουλειά είναι Αγώνας
Ο Τσάκο έκοψε δρόμο μέσα από τα γερμένα καουτσουκόδεντρα, ώστε να μη χρειαστεί να περπατήσει πολύ μέχρι τη δημοσιά, όπου ήταν το σπίτι του συντρόφου Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ. Έμοιαζε λιγάκι παράλογος, καθώς περπατούσε στο χαλί από ξερά φύλλα, με το κοστούμι για το αεροδρόμιο και τη γραβάτα του να ανεμίζει πάνω από τον ώμο του.
Ο σύντροφος Πίλαϊ δεν ήταν εκεί όταν έφτασε ο Τσάκο. Η γυναίκα του, η Καλιάνι, με φρέσκια αλοιφή από σανταλόξυλο στο μέτωπο, τον έβαλε να καθίσει σε μια πτυσσόμενη μεταλλική καρέκλα στο μικρό μπροστινό δωμάτιο τού σπιτιού. Ύστερα εξαφανίστηκε πίσω από μια κουρτίνα από ροζ νάιλον δαντέλα που οδηγούσε στο διπλανό σκοτεινό δωμάτιο, όπου τρεμόπαιζε η φλόγα ενός μπρούντζινου λαδοφάναρου. Η έντονη μυρωδιά τού λιβανιού ερχόταν κύματα κύματα από την πόρτα, πάνω από την οποία μια μικρή ξύλινη πινακίδα έλεγε Η Δουλειά είναι Αγώνας, Ο Αγώνας είναι Δουλειά.
Ο Τσάκο παραήταν ογκώδης γι᾿ αυτό το δωμάτιο. Οι μπλε τοίχοι τον στένευαν. Έριξε μια ματιά γύρω του, σφιγμένος και λιγάκι αμήχανος. Μια πετσέτα στέγνωνε στα κάγκελα, στο μικρό πράσινο παράθυρο. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με ένα φωτεινό λουλουδάτο μουσαμά. Σκνίπες ζουζούνιζαν γύρω από ένα τσαμπί μικρές μπανάνες, μέσα σε ένα άσπρο εμαγιέ πιάτο με μπλε μπορντούρα. Σε μια γωνιά τού δωματίου υπήρχε ένας σωρός πράσινες, ακαθάριστες καρύδες. Στο φωτεινό καγκελόφραχτο παραλληλόγραμμο από ήλιο, στο πάτωμα, ήταν αφημένες οι γαλότσες ενός παιδιού. Δίπλα στο τραπέζι υπήρχε ένας μικρός μπουφές με γυάλινες πόρτες. Είχε κουρτινάκια κρεμασμένα από τη μέσα μεριά των τζαμιών κρύβοντας το περιεχόμενό του.
Η μητέρα τού συντρόφου Πίλαϊ, μια μικροσκοπική γριά κυρία με καφέ μπλούζα και ζαχαρί μούντου, καθόταν στην άκρη τού ψηλού ξύλινου κρεβατιού που ήταν κολλημένο στον τοίχο. Τα πόδια της κρέμονταν πολύ πάνω από το πάτωμα. Ένα χωνί κουνούπια, σαν αναποδογυρισμένο κωνικό καπέλο, ζουζούνιζαν πάνω από το κεφάλι της. Η γριά καθόταν στηρίζοντας το μάγουλό της στην παλάμη της, μαζεύοντας απ᾿ αυτήν τη μεριά όλες τις χάρες τού προσώπου της. Παντού, ακόμα και στους καρπούς και στους αστραγάλους της, το δέρμα της ήταν ζαρωμένο. Μόνο στο λαιμό της είχε λεία και σφιχτή επιδερμίδα, τεντωμένη πάνω από μια θεόρατη βρογχοκήλη. Η πηγή τής νιότης της. Κοίταζε αφηρημένα τον τοίχο απέναντί της και κουνιόταν απαλά μπρος-πίσω, μουρμουρίζοντας σιγανά, ρυθμικά, σαν τον επιβάτη τού λεωφορείου που έχει βαρεθεί μετά από τόσες ώρες ταξίδι.
Τα πτυχία και τα διπλώματα τού συντρόφου Πίλαϊ ήταν κορνιζαρισμένα και κρεμασμένα στον τοίχο, πάνω από το κεφάλι της. Στον άλλον τοίχο υπήρχε, κορνιζαρισμένη επίσης, μια φωτογραφία τού συντρόφου Πίλαϊ, τη στιγμή που περνούσε μια γιρλάντα από λουλούδια στο λαιμό τού συντρόφου Ε.Μ.Σ. Ναμπούντριπαντ. Ο περιστρεφόμενος επιτραπέζιος ανεμιστήρας κοντά στο κρεβάτι μοίραζε τη μηχανική δροσιά του με υποδειγματικά δημοκρατικό τρόπο – στην αρχή ανασήκωνε ό,τι είχε απομείνει από τα μαλλιά τής γριάς κυρίας Πίλαϊ, έπειτα τού Τσάκο. Τα κουνούπια σκόρπιζαν και ξαναμαζεύονταν ακούραστα.
Από το παράθυρο έβλεπε ο Τσάκο την οροφή των λεωφορείων που περνούσαν, με τις βαλίτσες φορτωμένες στις σχάρες τους. Ένα τζιπ με μεγάφωνο πέρασε σαλπίζοντας ένα τραγούδι τού Κομμουνιστικού Κόμματος που είχε θέμα την Ανεργία. Το ρεφρέν ήταν στα αγγλικά, το υπόλοιπο στα μαλαγιάλαμ.
Δεν υπάρχει δουλειά! Δεν υπάρχει δουλειά!
Όπου κι αν τρέξει στον κόσμο ο φτωχός,
Ποτέ, ποτέ, ποτέ δε βρίσκει δουλειά!
Η Καλιάνι γύρισε κρατώντας ένα ανοξείδωτο κύπελλο γεμάτο καφέ φίλτρου κι ένα ανοξείδωτο πιάτο γεμάτο τσιπς μπανάνας για τον Τσάκο.
«Πήγε στην Ολάσα. Όπου να ᾿ναι θα γυρίσει», είπε. Μιλούσε για τον Άντρα της με σεβασμό και τον αποκαλούσε άντχαμ που είναι η ευγενική εκδοχή του "αυτός" και σημαίνει πάνω-κάτω "ο κύριός μου" ενώ εκείνος την αποκαλούσε "έντι" που σημαίνει περίπου "Ρε συ!"
Ήταν μια εντυπωσιακή, όμορφη γυναίκα με μπρούντζινο δέρμα και τεράστια μάτια. Τα μακριά, κατσαρά μαλλιά της ήταν βρεμένα κι έπεφταν ελεύθερα στην πλάτη της. Είχαν βρέξει την πλάτη τής στενής, βαθυκόκκινης μπλούζας της, κάνοντάς την ακόμα πιο σκούρα. Εκεί που τέλειωναν τα μανίκια, τα μπράτσα της πρόβαλλαν παχουλά κι ολοστρόγγυλα πάνω από τα λακκάκια στους αγκώνες της. Το μούντου που φορούσε, ήταν άσπρο, φρεσκοσιδερωμένο, κολλαριστό. Μύριζε σανταλόξυλο και τριμμένους πράσινους σπόρους που χρησιμοποιούσε αντί για σαπούνι. Για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια ο Τσάκο την κοίταξε χωρίς να νιώσει μέσα του την παραμικρή ερωτική επιθυμία. Είχε δική του γυναίκα (Πρώην σύζυγος, Τσάκο!) στο σπίτι. Με φακίδες στα μπράτσα και στην πλάτη. Με μπλε φουστάνι και πόδια από κάτω.
Ο μικρός Λένιν φάνηκε στο άνοιγμα τής πόρτας με το κόκκινο στενό παντελονάκι του. Στάθηκε σαν τον πελαργό στο ένα κοκαλιάρικο ποδαράκι του, στρίβοντας τη ροζ δαντελένια κουρτίνα και κοίταξε τον Τσάκο με τα μάτια τής μητέρας του. Ήταν έξι χρονών και δεν έχωνε πια πράγματα στη μύτη του.
«Μον, άντε να φωνάξεις τη Λατθά», τού είπε η κυρία Πίλαϊ. Ο Λένιν έμεινε καρφωμένος εκεί που ήταν. Κοιτάζοντας ακόμα τον Τσάκο τσίριξε χωρίς προσπάθεια, με τον τρόπο που μόνο τα παιδιά μπορούν να το κάνουν.
«Λατθά! Λατθά! Σε ζητάνε!» «Η ανιψιά μας απ᾿ το Κόταγιαμ. Η κόρη τού μεγαλύτερου αδερφού του άντρα μου», εξήγησε η κυρία Πίλαϊ. «Κέρδισε το Πρώτο Βραβείο Απαγγελίας στο Φεστιβάλ Νέων την περασμένη εβδομάδα».
Μια κοπελίτσα δώδεκα το πολύ δεκατριών χρόνων, με αγωνιστικό παρουσιαστικό, έκανε την εμφάνισή της παραμερίζοντας τη δαντελένια κουρτίνα. Φορούσε μακριά εμπριμέ φούστα που τής έφτανε ως τούς αστραγάλους και μια κοντή άσπρη μπλούζα, ως τη μέση, με πιέτες που άφηναν χώρο για τα μελλοντικά της στήθη. Τα γυαλιστερά μαλλιά της ήταν χτενισμένα με χωρίστρα στη μέση. «Ξέρεις ποιος είναι αυτός;» ρώτησε η κυρία Πίλαϊ τη Λατθά.
Η Λατθά κούνησε το κεφάλι της. «Ο Τσάκο. Ο Μονταλάλι απ᾿ το εργοστάσιο τού Αγιέμενεμ».
Η Λατθά τον κοίταξε ατάραχη. Η έλλειψη περιέργειας από μέρους της ήταν μάλλον ασυνήθιστη για κοριτσάκι της ηλικίας της.
«Σπούδασε στο Λονδίνο στην Οξφόρδη», είπε η κυρία Πίλαϊ. «Θα τού πεις το ποίημά σου;» Η Λατθά υπάκουσε χωρίς δισταγμό. Πριν αρχίσει, μετακίνησε λιγάκι τα πόδια της και στάθηκε σε διάσταση. «Σεβαστέ Πρόεδρε», υποκλίθηκε στον Τσάκο, «αγαπητοίμουκριτές και…» ρίχνοντας μια ματιά γύρω της σε ένα φανταστικό ακροατήριο μέσα στο μικρό, ζεστό δωμάτιο, «...αγαπητοί φίλοι». Στο σημείο αυτό έκανε μια θεατρινίστικη παύση. «Θα ήθελα να σάς απαγγείλω σήμερα ένα ποίημα του σερ Ουώλτερ Σκοτ». Άρχισε την απαγγελία.
Ο σύντροφος Πίλαϊ έφτασε στα μισά τού ποιήματος. Μια αχνή στρώση ιδρώτα στο δέρμα του. Κάτω απ᾿ τις μασχάλες τού συνθετικού πουκαμίσου του είχε σκούρους λεκέδες από ιδρώτα. Κοντά στα σαράντα σχεδόν, ήταν ένας κοντός, χλωμός άντρας, με αγύμναστο σώμα. Τα πόδια του είχαν αδυνατίσει ήδη και η χοντρή, φουσκωτή κοιλιά του, σαν τη βρογχοκήλη στο λαιμό τής μάνας του, δεν ταίριαζε καθόλου με το κοκαλιάρικο, καχεκτικό κορμί του και το ζωηρό του πρόσωπο. Λες και κάποιο γονίδιο στην οικογένειά τους προκαλούσε πρηξίματα, που εμφανίζονταν αυθαίρετα σε διαφορετικά μέρη τού σώματος κάθε φορά.
Το περιποιημένο λεπτό μουστάκι του χώριζε οριζόντια στα δυο το πανωχείλι του και τελείωνε στις άκρες τού στόματος. Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να πέφτουν και η γραμμή τού μετώπου όλο και πήγαινε προς τα πίσω. Ο σύντροφος Πίλαϊ δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει τη φαλάκρα του. Τα μαλλιά του ήταν περασμένα με λάδι και τραβηγμένα προς τα πίσω. Δε νοιαζόταν να δείξει νεότερος απ᾿ την ηλικία του. Ακτινοβολούσε το κύρος τού αδιαμφισβήτητου Αφέντη τού Σπιτιού. Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του χαιρετώντας τον Τσάκο αλλά δεν έδωσε καμιά σημασία στην παρουσία τής μάνας του και τής γυναίκας του.
Τα μάτια τής Λατθά τρεμόπαιξαν προς το μέρος του ζητώντας την άδεια να συνεχίσει την απαγγελία. Η άδεια δόθηκε. Ο σύντροφος Πίλαϊ έβγαλε το πουκάμισό του, το έκανε κουβάρι και σκούπισε μ᾿ αυτό τις μασχάλες του. Όταν τέλειωσε, η Καλιάνι το πήρε από τα χέρια του και το κράτησε στα δικά της σαν να ήταν κανένα πολύτιμο δώρο. Ένα μπουκέτο λουλούδια. Ο σύντροφος Πίλαϊ, με την αμάνικη φανέλα του, κάθισε σε μια καρέκλα και στήριξε το αριστερό του πόδι πάνω στο δεξιό του μηρό.
Όταν τέλειωσε η Λατθά, ο Τσάκο χειροκρότησε με ανυπόκριτη ευγένεια. Η μικρή δεν ανταπέδωσε ούτε ένα χαμόγελο στο χειροκρότημά του. Έμοιαζε με Ανατολικογερμανίδα κολυμβήτρια σε τοπικούς αγώνες. Τα μάτια της ήταν σταθερά καρφωμένα στο Χρυσό Μετάλλιο των Ολυμπιακών Αγώνων. Οποιαδήποτε κατώτερη επιβράβευση την άφηνε αδιάφορη· θεωρούσε ότι τής ανήκε δικαιωματικά. Τελειώνοντας κοίταξε το θείο της, ζητώντας την άδεια να αποσυρθεί.
Ο σύντροφος Πίλαϊ τής έκανε νόημα να πάει κοντά του και τής ψιθύρισε στο αφτί: «Άντε να πεις στον Πότατσεν και στον Ματουκούτι, ότι αν θέλουν να με δουν, πρέπει να έρθουν τώρα αμέσως».
«Όχι, σύντροφε, στ᾿ αλήθεια... Δε θέλω τίποτε άλλο», είπε ο Τσάκο, υποθέτοντας ότι ο σύντροφος Πίλαϊ έστελνε τη Λατθά να φέρει κι άλλα κεράσματα. Ο σύντροφος Πίλαϊ, ευγνώμων γι᾿ αυτήν την παρεξήγηση, δεν έκανε τίποτα για να τη λύσει.
«Όχι όχι όχι. Α! Τι είναι αυτά; Έντι Καλιάνι, φέρε ένα πιάτο τσιπς μπανάνας».
Όντας πολιτικός με φιλοδοξίες, ο σύντροφος Πίλαϊ ήταν σημαντικό γι᾿ αυτόν να εμφανίζεται στους ψηφοφόρους του ως άντρας με επιρροή. Θέλησε να αξιοποιήσει την επίσκεψη τού Τσάκο για να εντυπωσιάσει τα μέλη τού Εργατικού Κόμματος και τούς γνωστούς του. Ο Πότατσεν κι ο Ματουκούτι, οι άντρες που έστειλε να καλέσει, ήταν χωριανοί του που τού είχαν ζητήσει να χρησιμοποιήσει τις γνωριμίες του για να διορίσει τις κόρες τους νοσοκόμες στο νοσοκομείο τού Κόταγιαμ. Ο σύντροφος Πίλαϊ ήθελε να τούς δει ο Τσάκο έξω από το σπίτι του να τον περιμένουν. Όσο περισσότεροι άνθρωποι περίμεναν έξω για να τον συναντήσουν τόσο πιο πολυάσχολος θα φαινόταν, τόσο καλύτερη εντύπωση θα έκανε. Κι αν αυτοί που τον περίμεναν, έβλεπαν ότι ο ίδιος ο Μονταλάλι από το εργοστάσιο είχε έρθει να τον δει, στο δικό του σπίτι, ήξερε πως θα έβγαζαν αμέσως όλα τα απαραίτητα συμπεράσματα.
«Λοιπόν! Σύντροφε!» είπε ο σύντροφος Πίλαϊ, μόλις έφυγε η Λατθά και κατέφθασε το κέρασμα. «Τι νέα; Πώς τα πάει η κόρη σου;» Επέμενε να μιλάει αγγλικά στον Τσάκο.
«Μια χαρά. Αυτήν τη στιγμή κοιμάται».
«Αχά! Τόσες ώρες στο αεροπλάνο, ε;» είπε ο σύντροφος Πίλαϊ, ευχαριστημένος από τον εαυτό του που ήξερε δυο τρία πράγματα για τα πολύωρα αεροπορικά ταξίδια.
Ο Λένιν εγκατέλειψε το πόστο του στην πόρτα, θρονιάστηκε ανάμεσα στα γόνατα τού πατέρα του και σκάλιζε τη μύτη του.
«Θα μάς πεις κι εσύ κάνα ποιηματάκι, νεαρέ;» τού είπε ο Τσάκο. «Δε σού έμαθε ο πατέρας σου κανένα;»
Ο Λένιν κοίταξε ανέκφραστα τον Τσάκο. Τίποτα στο πρόσωπό του δεν πρόδινε ότι είχε ακούσει ή ότι είχε καταλάβει τα λόγια του.
«Τα ξέρει όλα», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Είναι ατσίδα. Μόνο που ντρέπεται τούς ξένους και δε μιλάει».
Ο σύντροφος Πίλαϊ χόρεψε τον Λένιν στα γόνατά του.
«Λένιν Μον, πες στο Θείο σύντροφο το ποίημα που σού ᾿μαθε ο Μπαμπάς. Φίλοι Ρωμαίοι συμπολίτες...»
Ο Λένιν συνέχισε τις ανασκαφές στα ρουθούνια του.
«Έλα, Μον, μην ντρέπεσαι το Θείο σύντροφο...»
Ο σύντροφος Πίλαϊ προσπάθησε να σκουντήσει με τα γόνατά του τον Σαίξπηρ για να αρχίσει. «Φίλοι Ρωμαίοι, συμπολίτες, ακούστε...;»
Ο Λένιν άρπαξε μια χούφτα τσιπς μπανάνας και βγήκε σαν σφαίρα από την μπροστινή πόρτα. Κι εκεί, στη στενή αυλίτσα ανάμεσα στο σπίτι και το δρόμο, βάλθηκε να τρέχει πάνω-κάτω, φωνάζοντας όλο αναστάτωση που ούτε ο ίδιος την καταλάβαινε. Όταν ξεθύμανε λιγάκι, η ξέφρενη τρεχάλα του κατέληξε σε ένα λαχανιασμένο, δυνατό τραγουδάκι.
ακούστε MEEE…
Ο Λένιν κραύγασε απ᾿ την αυλή, σκεπάζοντας με τη φωνή του το μουγκρητό τού περαστικού λεωφορείου.
Τον Καίσαρα ήρθαναθάψω κι όχι να υμνήσω.
Ό,τικακό οι άνθρωποικάνουν, ζει ακόμα.
Μα τακαλά μαζίτους μπαίνουν μες στοχώμα.
Η φωνή του ακούστηκε δυνατή, κελαρυστή, χωρίς να κομπιάσει ούτε μια φορά. Αξιοσημείωτη απαγγελία, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν ήταν παρά μόνο έξι χρονών και δεν καταλάβαινε λέξη από το ποίημα. Καθισμένος μες στο σπίτι, κοιτάζοντας το μικρό λερωμένο διάβολο έξω στην αυλή του (μελλοντικό οικογενειάρχη με μωρό και σκούτερ Μπατζάτζ), ο σύντροφος Πίλαϊ χαμογέλασε όλο καμάρι.
«Είναι ο πρώτος στο τμήμα του. Φέτος θα πηδήσει τάξη».
Υπήρχε πολλή φιλοδοξία στριμωγμένη μέσα σ᾿ αυτό το μικρό ζεστό δωμάτιο.
Ό,τι κι αν έκρυβε πίσω απ᾿ τις κουρτίνες τού μπουφέ του ο σύντροφος Πίλαϊ, σίγουρα δεν ήταν σπασμένα συναρμολογούμενα αεροπλανάκια.
Για τον Τσάκο πάλι, από τη στιγμή που μπήκε στο σπίτι, ή μάλλον από τη στιγμή που έφτασε ο σύντροφος Πίλαϊ, είχε δρομολογηθεί μια παράξενη διαδικασία εξελισσόμενης αποδυνάμωσης. Σαν το στρατηγό που τού παίρνουν τα αστέρια του, έτσι κι αυτός είχε χάσει σιγά σιγά το χαμόγελό του. Είχε ρουφήξει την κοιλιά του. Αν τον συναντούσε κάποιος για πρώτη φορά εκεί μέσα, θα έμενε με την εντύπωση ότι ήταν άνθρωπος μετρημένος κι αθόρυβος. Δειλός σχεδόν.
Με το αλάνθαστο ένστικτο τού μαχητή των δρόμων, ο σύντροφος Πίλαϊ κατάλαβε ότι το φτωχικό σπιτικό του (το στενόχωρο, ζεστό δωμάτιο, η μάνα του που μουρμούριζε, η προφανής συγγένειά του με τις εργαζόμενες μάζες) τού έδιναν ένα είδος υπεροχής έναντι τού Τσάκο που σ᾿ αυτές τις ταραγμένες κι επαναστατικές μέρες ξεπερνούσαν όλα μαζί τα πανεπιστήμια τής Οξφόρδης.
Κράτησε τη φτώχεια του σαν όπλο στο κεφάλι τού Τσάκο. Ο Τσάκο έβγαλε από την τσέπη του ένα τσαλακωμένο χαρτάκι με το πρόχειρο σχέδιο τής καινούργιας ετικέτας που ήθελε να τού τυπώσει ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ. Ήταν για ένα καινούργιο προϊόν που σκόπευαν να ρίξουν στην αγορά την ερχόμενη άνοιξη οι Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ. "Συνθετικό Μαγειρικό Όξος". Η ζωγραφική δεν ήταν το φόρτε τού Τσάκο αλλά ο σύντροφος Πίλαϊ κατάλαβε το γενικό πνεύμα. Ο χορευτής Κατακάλι, η μικρή επιγραφή κάτω από το ρούχο του που έλεγε Αυτοκράτορες τής Γεύσης (δική του ιδέα) κι η γραμματοσειρά που είχαν διαλέξει για τις Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ τού ήταν γνωστά.
«Το σχέδιο είναι το ίδιο. Μόνο το κείμενο διαφέρει, υποθέτω;» είπε ο σύντροφος Πίλαϊ.
«Και το χρώμα τής μπορντούρας», είπε ο Τσάκο. «Μουσταρδί αντί για κόκκινο».
Ο σύντροφος Πίλαϊ έσπρωξε τα γυαλιά του ψηλά στο κούτελό του και διάβασε δυνατά το κείμενο. Οι φακοί των γυαλιών του θόλωσαν αμέσως από το λάδι που είχε στα μαλλιά του. «Συνθετικό Μαγειρικό Όξος», διάβασε. «Όλο κεφαλαία, υποθέτω».
Ο Τσάκο έγνεψε καταφατικά.
«Ο παραγωγός εγγυάται ότι το όξος αυτής τής φιάλης περιέχει τα αναγραφόμενα συστατικά και ανταποκρίνεται σε υψηλές ποιοτικές απαιτήσεις. Συστατικά: νερό και Οξέα Όξους. Αυτά με κόκκινο, υποθέτω».
Ο σύντροφος Πίλαϊ χρησιμοποιούσε τη λέξη "υποθέτω" για να κάνει ερωτήσεις που έμοιαζαν με δηλώσεις. Δεν τού άρεσε να κάνει ερωτήσεις εκτός από κάποιες προσωπικές. Οι ερωτήσεις σήμαιναν χοντροκομμένη επίδειξη άγνοιας.
Την ώρα που τέλειωσαν τη συζήτηση για την ετικέτα τού ξιδιού, ο Τσάκο κι ο σύντροφος Πίλαϊ είχαν αποκτήσει ο καθένας το δικό του χωνί από κουνούπια πάνω απ᾿ το κεφάλι.
Συμφώνησαν την ημερομηνία παράδοσης.
«Πώς πήγε η χθεσινή διαδήλωση; Είχε επιτυχία;» ρώτησε ο Τσάκο, φτάνοντας επιτέλους στον πραγματικό σκοπό τής επίσκεψής του.
«Μόνο όταν ικανοποιηθούν τα λαϊκά αιτήματα, σύντροφε, μπορούμε να μιλάμε για Επιτυχία και Αποτυχία». Ένας τόνος κομματικής αγκιτάτσιας χρωμάτισε τη φωνή του συντρόφου Πίλαϊ. «Ως τότε, ο αγώνας θα συνεχίζεται».
«Η Προσέλευση πάντως ήταν καλή», είπε ο Τσάκο προσπαθώντας να μιλήσει στην ίδια γλώσσα.
«Φυσικά», απάντησε ο σύντροφος Πίλαϊ.
«Οι σύντροφοι επέδωσαν ένα Υπόμνημα στη Γενική Γραμματεία τού Κόμματος. Τώρα πρέπει να περιμένουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο».
«Τούς είδαμε χθες στο δρόμο», είπε ο Τσάκο. «Τη διαδήλωση».
«Πηγαίνοντας στο Κοτσίν, υποθέτω», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ.
«Ωστόσο, σύμφωνα με κομματικές πηγές, η προσέλευση στο Τριβάντραμ ήταν πολύ μεγαλύτερη».
«Και στο Κοτσίν είχαν μαζευτεί χιλιάδες σύντροφοι», είπε ο Τσάκο. «Μάλιστα η ανιψιά μου είδε μες στο πλήθος και το νεαρό Βελούτθα που δουλεύει σ᾿ εμάς».
«Αχά. Κατάλαβα». Ο σύντροφος Πίλαϊ πιάστηκε απροετοίμαστος. Ο Βελούτθα ήταν ένα ζήτημα που σκόπευε να συζητήσει με τον Τσάκο, κάποια στιγμή. Οπωσδήποτε. Όχι όμως τόσο ανοιχτά. Το μυαλό του πήρε στροφές σαν τον επιτραπέζιο ανεμιστήρα. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία ή να το αφήσει για μια άλλη φορά. Αποφάσισε να την εκμεταλλευτεί τώρα.
«Ναι. Κάνει καλή δουλειά», είπε με ύφος σκεφτικό. «Πανέξυπνος».
«Πράγματι», συμφώνησε κι ο Τσάκο. «Θαυμάσιος ξυλουργός με μυαλό μηχανικού. Αν δεν ήταν για...»
«Δεν εννοούσα αυτήν τη δουλειά, σύντροφε», τον έκοψε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Κομματική δουλειά». Η γριά μάνα τού συντρόφου συνέχισε να μουρμουρίζει και να κουνιέται ρυθμικά. Είχε κάτι καθησυχαστικό το μουρμουρητό της. Σαν το τικ τακ τού ρολογιού. Δεν το πρόσεχες όσο ακουγόταν αλλά θα σού έλειπε αν σταματούσε.
«Α, κατάλαβα. Δηλαδή είναι μέλος του κόμματος;»
«Ω, ναι», είπε με απαλή φωνή ο σύντροφος Πίλαϊ. «Ω, είναι».
Ο ιδρώτας κύλησε κόμπο κόμπο ανάμεσα στα μαλλιά τού Τσάκο. Ένιωθε σαν να είχε μια ολόκληρη στρατιά μυρμήγκια να κόβει βόλτες πάνω στο κεφάλι του. Βάλθηκε να ξύνεται και με τα δυο του χέρια για κάμποση ώρα. Κουνώντας το κεφάλι του πάνω-κάτω.
«Σού μιλάω σαν φίλος. Ανεπισήμως».
Πριν συνεχίσει, ο σύντροφος Πίλαϊ κοίταξε εξεταστικά τον Τσάκο, προσπαθώντας να υπολογίσει τις αντιδράσεις του.
«Αυτός ο Παρουάν θα σού δημιουργήσει προβλήματα», είπε τελικά ο σύντροφος Πίλαϊ. «Άκουσέ με που σού μιλάω... βρες του αλλού δουλειά. Ξεφορτώσου τον».
Ο Τσάκο τα ᾿χε χαμένα με την τροπή που είχε πάρει η κουβέντα. Αυτός ήθελε μονάχα να μάθει τι συνέβαινε, σε ποιο σημείο βρίσκονταν τα πράγματα. Περίμενε να αντιδράσει ανταγωνιστικά, ακόμα και με αντιπαράθεση. Αντί γι᾿ αυτό, εκείνος τού πρότεινε μια μυστική, αναξιοπρεπή συμπαιγνία.
«Να τον ξεφορτωθώ; Μα γιατί; Δε με πειράζει που είναι μέλος τού Κόμματος. Από περιέργεια ρώτησα μόνο... Σκέφτηκα ότι ίσως είχες μιλήσει μαζί του...» είπε ο Τσάκο. «Αλλά είμαι βέβαιος ότι πειραματίζεται, δοκιμάζει τις δυνάμεις του, προσπαθεί να σταθεί στα δικά του πόδια· είναι ξύπνιος άνθρωπος, σύντροφε. Τού έχω εμπιστοσύνη..»
«Δεν εννοώ αυτό», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Μπορεί να είναι πολύ εντάξει ως άνθρωπος. Οι άλλοι εργάτες όμως δεν είναι ευχαριστημένοι μαζί του. Έχουν έρθει ήδη σε μένα με ένα σωρό παράπονα... Οι κάστες, βλέπεις, είναι πολύ βαθιά ριζωμένες στα μυαλά του κοσμάκη, σύντροφε».
Η Καλιάνι έφερε ένα ανοξείδωτο κύπελλο με αχνιστό καφέ στον άντρα της.
«Πάρε για παράδειγμα τη γυναίκα μου. Κυρία τού σπιτιού. Ακόμα κι αυτή δε θα άφηνε ποτέ έναν Παρουάν να περάσει το κατώφλι της. Ποτέ. Ούτε εγώ έχω καταφέρει να τής αλλάξω μυαλά. Τής ίδιας μου τής γυναίκας. Φυσικά μες στο σπίτι αυτή είναι το Αφεντικό». Στράφηκε προς το μέρος της με ένα στοργικό, πονηρό χαμόγελο. «Άλαϊ έντι, έτσι δεν είναι, ρε συ Καλιάνι;»
Η Καλιάνι χαμήλωσε τα μάτια της και χαμογέλασε, ομολογώντας ντροπαλά τον παλιομοδίτικο συντηρητισμό της.
«Βλέπεις;» είπε θριαμβευτικά ο σύντροφος Πίλαϊ. «Καταλαβαίνει μια χαρά τα αγγλικά. Μόνο που δεν τα μιλάει».
Ο Τσάκο χαμογέλασε με μισή καρδιά.
«Λες ότι οι εργάτες μου έρχονται και σού κάνουν παράπονα…»
«Ω, ναι, έτσι είναι», ξανάπε ο σύντροφος Πίλαϊ.
«Κάτι συγκεκριμένο;»
«Τίποτα συγκεκριμένο», είπε ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ.
«Αλλά η ουσία είναι μία, σύντροφε: ό,τι προνόμια παραχωρείς σ᾿ αυτόν, οι άλλοι τα θεωρούν αδικία εις βάρος τους. Νομίζουν ότι μεροληπτείς. Στο κάτω κάτω τής γραφής, ό,τι δουλειά κι αν κάνει, μαραγκός, ηλεκτρολόγος, ό,τι κι αν είναι, γι᾿ αυτούς δεν είναι παρά μόνο ένας Παρουάν. Έτσι έχουν μάθει να σκέφτονται απ᾿ τα γεννοφάσκια τους. Εκατό φορές τούς το ᾿χω πει ότι είναι λάθος. Για να λέμε την αλήθεια όμως, σύντροφε, η Αλλαγή είναι ένα πράγμα. Η Αποδοχή είναι άλλο. Να προσέχεις. Καλύτερα για κείνον να τον ξεφορτωθείς...»
«Αγαπητέ μου», είπε ο Τσάκο. «Αυτό είναι αδύνατον. Είναι αναντικατάστατος. Στην πράξη, αυτός κρατάει το εργοστάσιο... άσε που δε λύνεται το πρόβλημα διώχνοντας όλους τούς Παρουάν. Θα πρέπει να προσαρμοστούμε και να ξεπεράσουμε αυτές τις ανοησίες».
Ο σύντροφος Πίλαϊ δυσαρεστήθηκε που τού απευθύνθηκε μ᾿ εκείνο το "Αγαπητέ Μου". Στα αφτιά του οι λέξεις αυτές ακούγονταν σαν εγγλέζικη βρισιά, η οποία, βέβαια, μετρούσε διπλή – η βρισιά αυτή καθ᾿ εαυτήν και το γεγονός ότι ο Τσάκο νόμιζε ότι ο σύντροφος Πίλαϊ δε θα την καταλάβει. Το κέφι του εξανεμίστηκε εντελώς.
«Μπορεί και να ᾿χεις δίκιο», απάντησε απότομα. «Αλλά η Ρώμη δε χτίστηκε μέσα σε μια μέρα. Να το θυμάσαι αυτό, σύντροφε, ότι εδώ δεν είναι το κολέγιο τής Οξφόρδης. Αυτά που θεωρείς εσύ ανοησίες, για τις Μάζες είναι κάτι διαφορετικό».
Τη σιωπή ανάμεσά τους τη διέκοπταν μονάχα τα μουρμουρητά τής γριάς κυρίας Πίλαϊ. Η Λατθά έφτασε με τον Πότατσεν και τον Ματουκούτι. Τούς άφησε έξω να περιμένουν. Η πόρτα έμεινε μισάνοιχτη. Όταν ξανάνοιξε το στόμα του, ο σύντροφος Πίλαϊ μίλησε στα μαλαγιάλαμ και φρόντισε να μιλήσει αρκετά δυνατά ώστε να ακουστεί η φωνή του μέχρι έξω.
«Εξυπακούεται ότι το σωστό πλαίσιο έκφρασης των εργατικών παραπόνων είναι η Ένωση. Και στην περίπτωση αυτή, όταν ο ίδιος ο Μονταλάλι είναι σύντροφος, είναι ντροπή που δεν έχουν οργανωθεί και δε συμμετέχουν στον Αγώνα του Κόμματος».
«Το έχω σκεφτεί κι εγώ αυτό», είπε ο Τσάκο. «Θα τούς οργανώσω με όλους τούς τύπους το συνδικάτο τους. Κι εκείνοι θα ψηφίζουν τούς εκπροσώπους τους».
«Μα, σύντροφε, δεν μπορείς να κάνεις εσύ την επανάσταση στο πόδι τους. Αυτό που μπορείς να κάνεις, είναι να παλέψεις για να τούς δημιουργήσεις συνείδηση. Να τούς μορφώσεις. Αλλά θα πρέπει να κάνουν μόνοι τους το δικό τους αγώνα. Εκείνοι πρέπει να ξεπεράσουν τούς φόβους τους».
«Για ποιον;» χαμογέλασε ο Τσάκο. «Για μένα;»
«Όχι, όχι για σένα, αγαπητέ μου σύντροφε. Για αιώνων καταπίεση».
Τότε ο σύντροφος Πίλαϊ, με δεσποτική φωνή, απάγγειλε Μάο. Στα μαλαγιάλαμ. Παραδόξως, το ύφος του ήταν ολόιδιο με το ύφος τής ανιψιάς του.
«Η επανάσταση δεν είναι δείπνο γιορταστικό. Η επανάσταση είναι εξέγερση, πράξη βίας, κατά τη διάρκεια της οποίας η μία τάξη ανατρέπει την άλλη».
Κι έχοντας βάλει στο τσεπάκι του το συμβόλαιο για τις ετικέτες τού Συνθετικού Μαγειρικού Όξους, ο σύντροφος Πίλαϊ επιδέξια απέκλεισε τον Τσάκο από την πολεμική παράταξη των Ανατροπέων και τον ανάγκασε να περάσει στις προδοτικές γραμμές εκείνων που Επρόκειτο Να Ανατραπούν.
Κάθονταν δίπλα δίπλα, σε μεταλλικές πτυσσόμενες καρέκλες, το απόγευμα τής μέρας που είχε έρθει η Σόφι Μολ, πίνοντας αργά τον καφέ τους και μασουλώντας τσιπς μπανάνας. Λιώνοντας με τις γλώσσες τους τον κίτρινο πολτό που κολλούσε στον ουρανίσκο τους. Ο Μικρός Αδύνατος Άντρας κι ο Μεγάλος Χοντρός Άντρας. Φιγούρες από κόμικ, αντίπαλοι σε έναν πόλεμο που δεν-είχε-αρχίσει-ακόμα.
Εκδιώχθηκε από έναν πόλεμο που, δυστυχώς για το σύντροφο Πίλαϊ, ήταν γραφτό να τελειώσει πριν καλά καλά αρχίσει. Η νίκη τού προσφέρθηκε σε ασημένιο δίσκο, τυλιγμέvn σε χαρτί πολυτελείας και δεμένη με χρωματιστή κορδέλα. Τότε μόνο, όταν ήταν πια πολύ αργά και οι Πίκλες Παραντάιζ γκρεμίστηκαν αθόρυβα, χωρίς ένα μουρμουρητό ή τουλάχιστον το πρόσχημα τής αντίστασης – τότε μόνο συνειδητοποίησε ο σύντροφος Πίλαϊ ότι αυτό που τού χρειαζόταν στην πραγματικότητα ήταν η διαδικασία τού πολέμου κι όχι το αποτέλεσμα της νίκης. Ο πόλεμος θα ήταν το άτι με το οποίο θα κάλπαζε προς το Κοινοβούλιο, δεδομένου ότι με τη νίκη θα έμενε εκεί ακριβώς όπου ήταν.
Έσπασε τα αβγά αλλά έκαψε την ομελέτα.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποια ήταν ακριβώς η ανάμιξη τού συντρόφου Πίλαϊ στα γεγονότα που ακολούθησαν. Ούτε καν ο Τσάκο —που ήξερε ότι οι πύρινοι φωνακλάδικοι λόγοι του για τα Δικαιώματα τού Άθικτου («Η Κάστα είναι Τάξη, σύντροφοι!»), τότε που το Μαρξιστικό Κόμμα πολιορκούσε τις Πίκλες Παραντάιζ, ήταν υποκρισία και φαρισαϊσμός — έμαθε ποτέ ολόκληρη την ιστορία. Όχι ότι ενδιαφερόταν να τη μάθει.
Ο σύντροφος Πίλαϊ δεν ήταν εκεί όταν έφτασε ο Τσάκο. Η γυναίκα του, η Καλιάνι, με φρέσκια αλοιφή από σανταλόξυλο στο μέτωπο, τον έβαλε να καθίσει σε μια πτυσσόμενη μεταλλική καρέκλα στο μικρό μπροστινό δωμάτιο τού σπιτιού. Ύστερα εξαφανίστηκε πίσω από μια κουρτίνα από ροζ νάιλον δαντέλα που οδηγούσε στο διπλανό σκοτεινό δωμάτιο, όπου τρεμόπαιζε η φλόγα ενός μπρούντζινου λαδοφάναρου. Η έντονη μυρωδιά τού λιβανιού ερχόταν κύματα κύματα από την πόρτα, πάνω από την οποία μια μικρή ξύλινη πινακίδα έλεγε Η Δουλειά είναι Αγώνας, Ο Αγώνας είναι Δουλειά.
Ο Τσάκο παραήταν ογκώδης γι᾿ αυτό το δωμάτιο. Οι μπλε τοίχοι τον στένευαν. Έριξε μια ματιά γύρω του, σφιγμένος και λιγάκι αμήχανος. Μια πετσέτα στέγνωνε στα κάγκελα, στο μικρό πράσινο παράθυρο. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με ένα φωτεινό λουλουδάτο μουσαμά. Σκνίπες ζουζούνιζαν γύρω από ένα τσαμπί μικρές μπανάνες, μέσα σε ένα άσπρο εμαγιέ πιάτο με μπλε μπορντούρα. Σε μια γωνιά τού δωματίου υπήρχε ένας σωρός πράσινες, ακαθάριστες καρύδες. Στο φωτεινό καγκελόφραχτο παραλληλόγραμμο από ήλιο, στο πάτωμα, ήταν αφημένες οι γαλότσες ενός παιδιού. Δίπλα στο τραπέζι υπήρχε ένας μικρός μπουφές με γυάλινες πόρτες. Είχε κουρτινάκια κρεμασμένα από τη μέσα μεριά των τζαμιών κρύβοντας το περιεχόμενό του.
Η μητέρα τού συντρόφου Πίλαϊ, μια μικροσκοπική γριά κυρία με καφέ μπλούζα και ζαχαρί μούντου, καθόταν στην άκρη τού ψηλού ξύλινου κρεβατιού που ήταν κολλημένο στον τοίχο. Τα πόδια της κρέμονταν πολύ πάνω από το πάτωμα. Ένα χωνί κουνούπια, σαν αναποδογυρισμένο κωνικό καπέλο, ζουζούνιζαν πάνω από το κεφάλι της. Η γριά καθόταν στηρίζοντας το μάγουλό της στην παλάμη της, μαζεύοντας απ᾿ αυτήν τη μεριά όλες τις χάρες τού προσώπου της. Παντού, ακόμα και στους καρπούς και στους αστραγάλους της, το δέρμα της ήταν ζαρωμένο. Μόνο στο λαιμό της είχε λεία και σφιχτή επιδερμίδα, τεντωμένη πάνω από μια θεόρατη βρογχοκήλη. Η πηγή τής νιότης της. Κοίταζε αφηρημένα τον τοίχο απέναντί της και κουνιόταν απαλά μπρος-πίσω, μουρμουρίζοντας σιγανά, ρυθμικά, σαν τον επιβάτη τού λεωφορείου που έχει βαρεθεί μετά από τόσες ώρες ταξίδι.
Τα πτυχία και τα διπλώματα τού συντρόφου Πίλαϊ ήταν κορνιζαρισμένα και κρεμασμένα στον τοίχο, πάνω από το κεφάλι της. Στον άλλον τοίχο υπήρχε, κορνιζαρισμένη επίσης, μια φωτογραφία τού συντρόφου Πίλαϊ, τη στιγμή που περνούσε μια γιρλάντα από λουλούδια στο λαιμό τού συντρόφου Ε.Μ.Σ. Ναμπούντριπαντ. Ο περιστρεφόμενος επιτραπέζιος ανεμιστήρας κοντά στο κρεβάτι μοίραζε τη μηχανική δροσιά του με υποδειγματικά δημοκρατικό τρόπο – στην αρχή ανασήκωνε ό,τι είχε απομείνει από τα μαλλιά τής γριάς κυρίας Πίλαϊ, έπειτα τού Τσάκο. Τα κουνούπια σκόρπιζαν και ξαναμαζεύονταν ακούραστα.
Από το παράθυρο έβλεπε ο Τσάκο την οροφή των λεωφορείων που περνούσαν, με τις βαλίτσες φορτωμένες στις σχάρες τους. Ένα τζιπ με μεγάφωνο πέρασε σαλπίζοντας ένα τραγούδι τού Κομμουνιστικού Κόμματος που είχε θέμα την Ανεργία. Το ρεφρέν ήταν στα αγγλικά, το υπόλοιπο στα μαλαγιάλαμ.
Δεν υπάρχει δουλειά! Δεν υπάρχει δουλειά!
Όπου κι αν τρέξει στον κόσμο ο φτωχός,
Ποτέ, ποτέ, ποτέ δε βρίσκει δουλειά!
Η Καλιάνι γύρισε κρατώντας ένα ανοξείδωτο κύπελλο γεμάτο καφέ φίλτρου κι ένα ανοξείδωτο πιάτο γεμάτο τσιπς μπανάνας για τον Τσάκο.
«Πήγε στην Ολάσα. Όπου να ᾿ναι θα γυρίσει», είπε. Μιλούσε για τον Άντρα της με σεβασμό και τον αποκαλούσε άντχαμ που είναι η ευγενική εκδοχή του "αυτός" και σημαίνει πάνω-κάτω "ο κύριός μου" ενώ εκείνος την αποκαλούσε "έντι" που σημαίνει περίπου "Ρε συ!"
Ήταν μια εντυπωσιακή, όμορφη γυναίκα με μπρούντζινο δέρμα και τεράστια μάτια. Τα μακριά, κατσαρά μαλλιά της ήταν βρεμένα κι έπεφταν ελεύθερα στην πλάτη της. Είχαν βρέξει την πλάτη τής στενής, βαθυκόκκινης μπλούζας της, κάνοντάς την ακόμα πιο σκούρα. Εκεί που τέλειωναν τα μανίκια, τα μπράτσα της πρόβαλλαν παχουλά κι ολοστρόγγυλα πάνω από τα λακκάκια στους αγκώνες της. Το μούντου που φορούσε, ήταν άσπρο, φρεσκοσιδερωμένο, κολλαριστό. Μύριζε σανταλόξυλο και τριμμένους πράσινους σπόρους που χρησιμοποιούσε αντί για σαπούνι. Για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια ο Τσάκο την κοίταξε χωρίς να νιώσει μέσα του την παραμικρή ερωτική επιθυμία. Είχε δική του γυναίκα (Πρώην σύζυγος, Τσάκο!) στο σπίτι. Με φακίδες στα μπράτσα και στην πλάτη. Με μπλε φουστάνι και πόδια από κάτω.
Ο μικρός Λένιν φάνηκε στο άνοιγμα τής πόρτας με το κόκκινο στενό παντελονάκι του. Στάθηκε σαν τον πελαργό στο ένα κοκαλιάρικο ποδαράκι του, στρίβοντας τη ροζ δαντελένια κουρτίνα και κοίταξε τον Τσάκο με τα μάτια τής μητέρας του. Ήταν έξι χρονών και δεν έχωνε πια πράγματα στη μύτη του.
«Μον, άντε να φωνάξεις τη Λατθά», τού είπε η κυρία Πίλαϊ. Ο Λένιν έμεινε καρφωμένος εκεί που ήταν. Κοιτάζοντας ακόμα τον Τσάκο τσίριξε χωρίς προσπάθεια, με τον τρόπο που μόνο τα παιδιά μπορούν να το κάνουν.
«Λατθά! Λατθά! Σε ζητάνε!» «Η ανιψιά μας απ᾿ το Κόταγιαμ. Η κόρη τού μεγαλύτερου αδερφού του άντρα μου», εξήγησε η κυρία Πίλαϊ. «Κέρδισε το Πρώτο Βραβείο Απαγγελίας στο Φεστιβάλ Νέων την περασμένη εβδομάδα».
Μια κοπελίτσα δώδεκα το πολύ δεκατριών χρόνων, με αγωνιστικό παρουσιαστικό, έκανε την εμφάνισή της παραμερίζοντας τη δαντελένια κουρτίνα. Φορούσε μακριά εμπριμέ φούστα που τής έφτανε ως τούς αστραγάλους και μια κοντή άσπρη μπλούζα, ως τη μέση, με πιέτες που άφηναν χώρο για τα μελλοντικά της στήθη. Τα γυαλιστερά μαλλιά της ήταν χτενισμένα με χωρίστρα στη μέση. «Ξέρεις ποιος είναι αυτός;» ρώτησε η κυρία Πίλαϊ τη Λατθά.
Η Λατθά κούνησε το κεφάλι της. «Ο Τσάκο. Ο Μονταλάλι απ᾿ το εργοστάσιο τού Αγιέμενεμ».
Η Λατθά τον κοίταξε ατάραχη. Η έλλειψη περιέργειας από μέρους της ήταν μάλλον ασυνήθιστη για κοριτσάκι της ηλικίας της.
«Σπούδασε στο Λονδίνο στην Οξφόρδη», είπε η κυρία Πίλαϊ. «Θα τού πεις το ποίημά σου;» Η Λατθά υπάκουσε χωρίς δισταγμό. Πριν αρχίσει, μετακίνησε λιγάκι τα πόδια της και στάθηκε σε διάσταση. «Σεβαστέ Πρόεδρε», υποκλίθηκε στον Τσάκο, «αγαπητοίμουκριτές και…» ρίχνοντας μια ματιά γύρω της σε ένα φανταστικό ακροατήριο μέσα στο μικρό, ζεστό δωμάτιο, «...αγαπητοί φίλοι». Στο σημείο αυτό έκανε μια θεατρινίστικη παύση. «Θα ήθελα να σάς απαγγείλω σήμερα ένα ποίημα του σερ Ουώλτερ Σκοτ». Άρχισε την απαγγελία.
Ο σύντροφος Πίλαϊ έφτασε στα μισά τού ποιήματος. Μια αχνή στρώση ιδρώτα στο δέρμα του. Κάτω απ᾿ τις μασχάλες τού συνθετικού πουκαμίσου του είχε σκούρους λεκέδες από ιδρώτα. Κοντά στα σαράντα σχεδόν, ήταν ένας κοντός, χλωμός άντρας, με αγύμναστο σώμα. Τα πόδια του είχαν αδυνατίσει ήδη και η χοντρή, φουσκωτή κοιλιά του, σαν τη βρογχοκήλη στο λαιμό τής μάνας του, δεν ταίριαζε καθόλου με το κοκαλιάρικο, καχεκτικό κορμί του και το ζωηρό του πρόσωπο. Λες και κάποιο γονίδιο στην οικογένειά τους προκαλούσε πρηξίματα, που εμφανίζονταν αυθαίρετα σε διαφορετικά μέρη τού σώματος κάθε φορά.
Το περιποιημένο λεπτό μουστάκι του χώριζε οριζόντια στα δυο το πανωχείλι του και τελείωνε στις άκρες τού στόματος. Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να πέφτουν και η γραμμή τού μετώπου όλο και πήγαινε προς τα πίσω. Ο σύντροφος Πίλαϊ δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει τη φαλάκρα του. Τα μαλλιά του ήταν περασμένα με λάδι και τραβηγμένα προς τα πίσω. Δε νοιαζόταν να δείξει νεότερος απ᾿ την ηλικία του. Ακτινοβολούσε το κύρος τού αδιαμφισβήτητου Αφέντη τού Σπιτιού. Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του χαιρετώντας τον Τσάκο αλλά δεν έδωσε καμιά σημασία στην παρουσία τής μάνας του και τής γυναίκας του.
Τα μάτια τής Λατθά τρεμόπαιξαν προς το μέρος του ζητώντας την άδεια να συνεχίσει την απαγγελία. Η άδεια δόθηκε. Ο σύντροφος Πίλαϊ έβγαλε το πουκάμισό του, το έκανε κουβάρι και σκούπισε μ᾿ αυτό τις μασχάλες του. Όταν τέλειωσε, η Καλιάνι το πήρε από τα χέρια του και το κράτησε στα δικά της σαν να ήταν κανένα πολύτιμο δώρο. Ένα μπουκέτο λουλούδια. Ο σύντροφος Πίλαϊ, με την αμάνικη φανέλα του, κάθισε σε μια καρέκλα και στήριξε το αριστερό του πόδι πάνω στο δεξιό του μηρό.
Όταν τέλειωσε η Λατθά, ο Τσάκο χειροκρότησε με ανυπόκριτη ευγένεια. Η μικρή δεν ανταπέδωσε ούτε ένα χαμόγελο στο χειροκρότημά του. Έμοιαζε με Ανατολικογερμανίδα κολυμβήτρια σε τοπικούς αγώνες. Τα μάτια της ήταν σταθερά καρφωμένα στο Χρυσό Μετάλλιο των Ολυμπιακών Αγώνων. Οποιαδήποτε κατώτερη επιβράβευση την άφηνε αδιάφορη· θεωρούσε ότι τής ανήκε δικαιωματικά. Τελειώνοντας κοίταξε το θείο της, ζητώντας την άδεια να αποσυρθεί.
Ο σύντροφος Πίλαϊ τής έκανε νόημα να πάει κοντά του και τής ψιθύρισε στο αφτί: «Άντε να πεις στον Πότατσεν και στον Ματουκούτι, ότι αν θέλουν να με δουν, πρέπει να έρθουν τώρα αμέσως».
«Όχι, σύντροφε, στ᾿ αλήθεια... Δε θέλω τίποτε άλλο», είπε ο Τσάκο, υποθέτοντας ότι ο σύντροφος Πίλαϊ έστελνε τη Λατθά να φέρει κι άλλα κεράσματα. Ο σύντροφος Πίλαϊ, ευγνώμων γι᾿ αυτήν την παρεξήγηση, δεν έκανε τίποτα για να τη λύσει.
«Όχι όχι όχι. Α! Τι είναι αυτά; Έντι Καλιάνι, φέρε ένα πιάτο τσιπς μπανάνας».
Όντας πολιτικός με φιλοδοξίες, ο σύντροφος Πίλαϊ ήταν σημαντικό γι᾿ αυτόν να εμφανίζεται στους ψηφοφόρους του ως άντρας με επιρροή. Θέλησε να αξιοποιήσει την επίσκεψη τού Τσάκο για να εντυπωσιάσει τα μέλη τού Εργατικού Κόμματος και τούς γνωστούς του. Ο Πότατσεν κι ο Ματουκούτι, οι άντρες που έστειλε να καλέσει, ήταν χωριανοί του που τού είχαν ζητήσει να χρησιμοποιήσει τις γνωριμίες του για να διορίσει τις κόρες τους νοσοκόμες στο νοσοκομείο τού Κόταγιαμ. Ο σύντροφος Πίλαϊ ήθελε να τούς δει ο Τσάκο έξω από το σπίτι του να τον περιμένουν. Όσο περισσότεροι άνθρωποι περίμεναν έξω για να τον συναντήσουν τόσο πιο πολυάσχολος θα φαινόταν, τόσο καλύτερη εντύπωση θα έκανε. Κι αν αυτοί που τον περίμεναν, έβλεπαν ότι ο ίδιος ο Μονταλάλι από το εργοστάσιο είχε έρθει να τον δει, στο δικό του σπίτι, ήξερε πως θα έβγαζαν αμέσως όλα τα απαραίτητα συμπεράσματα.
«Λοιπόν! Σύντροφε!» είπε ο σύντροφος Πίλαϊ, μόλις έφυγε η Λατθά και κατέφθασε το κέρασμα. «Τι νέα; Πώς τα πάει η κόρη σου;» Επέμενε να μιλάει αγγλικά στον Τσάκο.
«Μια χαρά. Αυτήν τη στιγμή κοιμάται».
«Αχά! Τόσες ώρες στο αεροπλάνο, ε;» είπε ο σύντροφος Πίλαϊ, ευχαριστημένος από τον εαυτό του που ήξερε δυο τρία πράγματα για τα πολύωρα αεροπορικά ταξίδια.
Ο Λένιν εγκατέλειψε το πόστο του στην πόρτα, θρονιάστηκε ανάμεσα στα γόνατα τού πατέρα του και σκάλιζε τη μύτη του.
«Θα μάς πεις κι εσύ κάνα ποιηματάκι, νεαρέ;» τού είπε ο Τσάκο. «Δε σού έμαθε ο πατέρας σου κανένα;»
Ο Λένιν κοίταξε ανέκφραστα τον Τσάκο. Τίποτα στο πρόσωπό του δεν πρόδινε ότι είχε ακούσει ή ότι είχε καταλάβει τα λόγια του.
«Τα ξέρει όλα», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Είναι ατσίδα. Μόνο που ντρέπεται τούς ξένους και δε μιλάει».
Ο σύντροφος Πίλαϊ χόρεψε τον Λένιν στα γόνατά του.
«Λένιν Μον, πες στο Θείο σύντροφο το ποίημα που σού ᾿μαθε ο Μπαμπάς. Φίλοι Ρωμαίοι συμπολίτες...»
Ο Λένιν συνέχισε τις ανασκαφές στα ρουθούνια του.
«Έλα, Μον, μην ντρέπεσαι το Θείο σύντροφο...»
Ο σύντροφος Πίλαϊ προσπάθησε να σκουντήσει με τα γόνατά του τον Σαίξπηρ για να αρχίσει. «Φίλοι Ρωμαίοι, συμπολίτες, ακούστε...;»
Ο Λένιν άρπαξε μια χούφτα τσιπς μπανάνας και βγήκε σαν σφαίρα από την μπροστινή πόρτα. Κι εκεί, στη στενή αυλίτσα ανάμεσα στο σπίτι και το δρόμο, βάλθηκε να τρέχει πάνω-κάτω, φωνάζοντας όλο αναστάτωση που ούτε ο ίδιος την καταλάβαινε. Όταν ξεθύμανε λιγάκι, η ξέφρενη τρεχάλα του κατέληξε σε ένα λαχανιασμένο, δυνατό τραγουδάκι.
ακούστε MEEE…
Ο Λένιν κραύγασε απ᾿ την αυλή, σκεπάζοντας με τη φωνή του το μουγκρητό τού περαστικού λεωφορείου.
Τον Καίσαρα ήρθαναθάψω κι όχι να υμνήσω.
Ό,τικακό οι άνθρωποικάνουν, ζει ακόμα.
Μα τακαλά μαζίτους μπαίνουν μες στοχώμα.
Η φωνή του ακούστηκε δυνατή, κελαρυστή, χωρίς να κομπιάσει ούτε μια φορά. Αξιοσημείωτη απαγγελία, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν ήταν παρά μόνο έξι χρονών και δεν καταλάβαινε λέξη από το ποίημα. Καθισμένος μες στο σπίτι, κοιτάζοντας το μικρό λερωμένο διάβολο έξω στην αυλή του (μελλοντικό οικογενειάρχη με μωρό και σκούτερ Μπατζάτζ), ο σύντροφος Πίλαϊ χαμογέλασε όλο καμάρι.
«Είναι ο πρώτος στο τμήμα του. Φέτος θα πηδήσει τάξη».
Υπήρχε πολλή φιλοδοξία στριμωγμένη μέσα σ᾿ αυτό το μικρό ζεστό δωμάτιο.
Ό,τι κι αν έκρυβε πίσω απ᾿ τις κουρτίνες τού μπουφέ του ο σύντροφος Πίλαϊ, σίγουρα δεν ήταν σπασμένα συναρμολογούμενα αεροπλανάκια.
Για τον Τσάκο πάλι, από τη στιγμή που μπήκε στο σπίτι, ή μάλλον από τη στιγμή που έφτασε ο σύντροφος Πίλαϊ, είχε δρομολογηθεί μια παράξενη διαδικασία εξελισσόμενης αποδυνάμωσης. Σαν το στρατηγό που τού παίρνουν τα αστέρια του, έτσι κι αυτός είχε χάσει σιγά σιγά το χαμόγελό του. Είχε ρουφήξει την κοιλιά του. Αν τον συναντούσε κάποιος για πρώτη φορά εκεί μέσα, θα έμενε με την εντύπωση ότι ήταν άνθρωπος μετρημένος κι αθόρυβος. Δειλός σχεδόν.
Με το αλάνθαστο ένστικτο τού μαχητή των δρόμων, ο σύντροφος Πίλαϊ κατάλαβε ότι το φτωχικό σπιτικό του (το στενόχωρο, ζεστό δωμάτιο, η μάνα του που μουρμούριζε, η προφανής συγγένειά του με τις εργαζόμενες μάζες) τού έδιναν ένα είδος υπεροχής έναντι τού Τσάκο που σ᾿ αυτές τις ταραγμένες κι επαναστατικές μέρες ξεπερνούσαν όλα μαζί τα πανεπιστήμια τής Οξφόρδης.
Κράτησε τη φτώχεια του σαν όπλο στο κεφάλι τού Τσάκο. Ο Τσάκο έβγαλε από την τσέπη του ένα τσαλακωμένο χαρτάκι με το πρόχειρο σχέδιο τής καινούργιας ετικέτας που ήθελε να τού τυπώσει ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ. Ήταν για ένα καινούργιο προϊόν που σκόπευαν να ρίξουν στην αγορά την ερχόμενη άνοιξη οι Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ. "Συνθετικό Μαγειρικό Όξος". Η ζωγραφική δεν ήταν το φόρτε τού Τσάκο αλλά ο σύντροφος Πίλαϊ κατάλαβε το γενικό πνεύμα. Ο χορευτής Κατακάλι, η μικρή επιγραφή κάτω από το ρούχο του που έλεγε Αυτοκράτορες τής Γεύσης (δική του ιδέα) κι η γραμματοσειρά που είχαν διαλέξει για τις Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ τού ήταν γνωστά.
«Το σχέδιο είναι το ίδιο. Μόνο το κείμενο διαφέρει, υποθέτω;» είπε ο σύντροφος Πίλαϊ.
«Και το χρώμα τής μπορντούρας», είπε ο Τσάκο. «Μουσταρδί αντί για κόκκινο».
Ο σύντροφος Πίλαϊ έσπρωξε τα γυαλιά του ψηλά στο κούτελό του και διάβασε δυνατά το κείμενο. Οι φακοί των γυαλιών του θόλωσαν αμέσως από το λάδι που είχε στα μαλλιά του. «Συνθετικό Μαγειρικό Όξος», διάβασε. «Όλο κεφαλαία, υποθέτω».
Ο Τσάκο έγνεψε καταφατικά.
«Ο παραγωγός εγγυάται ότι το όξος αυτής τής φιάλης περιέχει τα αναγραφόμενα συστατικά και ανταποκρίνεται σε υψηλές ποιοτικές απαιτήσεις. Συστατικά: νερό και Οξέα Όξους. Αυτά με κόκκινο, υποθέτω».
Ο σύντροφος Πίλαϊ χρησιμοποιούσε τη λέξη "υποθέτω" για να κάνει ερωτήσεις που έμοιαζαν με δηλώσεις. Δεν τού άρεσε να κάνει ερωτήσεις εκτός από κάποιες προσωπικές. Οι ερωτήσεις σήμαιναν χοντροκομμένη επίδειξη άγνοιας.
Την ώρα που τέλειωσαν τη συζήτηση για την ετικέτα τού ξιδιού, ο Τσάκο κι ο σύντροφος Πίλαϊ είχαν αποκτήσει ο καθένας το δικό του χωνί από κουνούπια πάνω απ᾿ το κεφάλι.
Συμφώνησαν την ημερομηνία παράδοσης.
«Πώς πήγε η χθεσινή διαδήλωση; Είχε επιτυχία;» ρώτησε ο Τσάκο, φτάνοντας επιτέλους στον πραγματικό σκοπό τής επίσκεψής του.
«Μόνο όταν ικανοποιηθούν τα λαϊκά αιτήματα, σύντροφε, μπορούμε να μιλάμε για Επιτυχία και Αποτυχία». Ένας τόνος κομματικής αγκιτάτσιας χρωμάτισε τη φωνή του συντρόφου Πίλαϊ. «Ως τότε, ο αγώνας θα συνεχίζεται».
«Η Προσέλευση πάντως ήταν καλή», είπε ο Τσάκο προσπαθώντας να μιλήσει στην ίδια γλώσσα.
«Φυσικά», απάντησε ο σύντροφος Πίλαϊ.
«Οι σύντροφοι επέδωσαν ένα Υπόμνημα στη Γενική Γραμματεία τού Κόμματος. Τώρα πρέπει να περιμένουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο».
«Τούς είδαμε χθες στο δρόμο», είπε ο Τσάκο. «Τη διαδήλωση».
«Πηγαίνοντας στο Κοτσίν, υποθέτω», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ.
«Ωστόσο, σύμφωνα με κομματικές πηγές, η προσέλευση στο Τριβάντραμ ήταν πολύ μεγαλύτερη».
«Και στο Κοτσίν είχαν μαζευτεί χιλιάδες σύντροφοι», είπε ο Τσάκο. «Μάλιστα η ανιψιά μου είδε μες στο πλήθος και το νεαρό Βελούτθα που δουλεύει σ᾿ εμάς».
«Αχά. Κατάλαβα». Ο σύντροφος Πίλαϊ πιάστηκε απροετοίμαστος. Ο Βελούτθα ήταν ένα ζήτημα που σκόπευε να συζητήσει με τον Τσάκο, κάποια στιγμή. Οπωσδήποτε. Όχι όμως τόσο ανοιχτά. Το μυαλό του πήρε στροφές σαν τον επιτραπέζιο ανεμιστήρα. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία ή να το αφήσει για μια άλλη φορά. Αποφάσισε να την εκμεταλλευτεί τώρα.
«Ναι. Κάνει καλή δουλειά», είπε με ύφος σκεφτικό. «Πανέξυπνος».
«Πράγματι», συμφώνησε κι ο Τσάκο. «Θαυμάσιος ξυλουργός με μυαλό μηχανικού. Αν δεν ήταν για...»
«Δεν εννοούσα αυτήν τη δουλειά, σύντροφε», τον έκοψε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Κομματική δουλειά». Η γριά μάνα τού συντρόφου συνέχισε να μουρμουρίζει και να κουνιέται ρυθμικά. Είχε κάτι καθησυχαστικό το μουρμουρητό της. Σαν το τικ τακ τού ρολογιού. Δεν το πρόσεχες όσο ακουγόταν αλλά θα σού έλειπε αν σταματούσε.
«Α, κατάλαβα. Δηλαδή είναι μέλος του κόμματος;»
«Ω, ναι», είπε με απαλή φωνή ο σύντροφος Πίλαϊ. «Ω, είναι».
Ο ιδρώτας κύλησε κόμπο κόμπο ανάμεσα στα μαλλιά τού Τσάκο. Ένιωθε σαν να είχε μια ολόκληρη στρατιά μυρμήγκια να κόβει βόλτες πάνω στο κεφάλι του. Βάλθηκε να ξύνεται και με τα δυο του χέρια για κάμποση ώρα. Κουνώντας το κεφάλι του πάνω-κάτω.
«Σού μιλάω σαν φίλος. Ανεπισήμως».
Πριν συνεχίσει, ο σύντροφος Πίλαϊ κοίταξε εξεταστικά τον Τσάκο, προσπαθώντας να υπολογίσει τις αντιδράσεις του.
«Αυτός ο Παρουάν θα σού δημιουργήσει προβλήματα», είπε τελικά ο σύντροφος Πίλαϊ. «Άκουσέ με που σού μιλάω... βρες του αλλού δουλειά. Ξεφορτώσου τον».
Ο Τσάκο τα ᾿χε χαμένα με την τροπή που είχε πάρει η κουβέντα. Αυτός ήθελε μονάχα να μάθει τι συνέβαινε, σε ποιο σημείο βρίσκονταν τα πράγματα. Περίμενε να αντιδράσει ανταγωνιστικά, ακόμα και με αντιπαράθεση. Αντί γι᾿ αυτό, εκείνος τού πρότεινε μια μυστική, αναξιοπρεπή συμπαιγνία.
«Να τον ξεφορτωθώ; Μα γιατί; Δε με πειράζει που είναι μέλος τού Κόμματος. Από περιέργεια ρώτησα μόνο... Σκέφτηκα ότι ίσως είχες μιλήσει μαζί του...» είπε ο Τσάκο. «Αλλά είμαι βέβαιος ότι πειραματίζεται, δοκιμάζει τις δυνάμεις του, προσπαθεί να σταθεί στα δικά του πόδια· είναι ξύπνιος άνθρωπος, σύντροφε. Τού έχω εμπιστοσύνη..»
«Δεν εννοώ αυτό», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Μπορεί να είναι πολύ εντάξει ως άνθρωπος. Οι άλλοι εργάτες όμως δεν είναι ευχαριστημένοι μαζί του. Έχουν έρθει ήδη σε μένα με ένα σωρό παράπονα... Οι κάστες, βλέπεις, είναι πολύ βαθιά ριζωμένες στα μυαλά του κοσμάκη, σύντροφε».
Η Καλιάνι έφερε ένα ανοξείδωτο κύπελλο με αχνιστό καφέ στον άντρα της.
«Πάρε για παράδειγμα τη γυναίκα μου. Κυρία τού σπιτιού. Ακόμα κι αυτή δε θα άφηνε ποτέ έναν Παρουάν να περάσει το κατώφλι της. Ποτέ. Ούτε εγώ έχω καταφέρει να τής αλλάξω μυαλά. Τής ίδιας μου τής γυναίκας. Φυσικά μες στο σπίτι αυτή είναι το Αφεντικό». Στράφηκε προς το μέρος της με ένα στοργικό, πονηρό χαμόγελο. «Άλαϊ έντι, έτσι δεν είναι, ρε συ Καλιάνι;»
Η Καλιάνι χαμήλωσε τα μάτια της και χαμογέλασε, ομολογώντας ντροπαλά τον παλιομοδίτικο συντηρητισμό της.
«Βλέπεις;» είπε θριαμβευτικά ο σύντροφος Πίλαϊ. «Καταλαβαίνει μια χαρά τα αγγλικά. Μόνο που δεν τα μιλάει».
Ο Τσάκο χαμογέλασε με μισή καρδιά.
«Λες ότι οι εργάτες μου έρχονται και σού κάνουν παράπονα…»
«Ω, ναι, έτσι είναι», ξανάπε ο σύντροφος Πίλαϊ.
«Κάτι συγκεκριμένο;»
«Τίποτα συγκεκριμένο», είπε ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ.
«Αλλά η ουσία είναι μία, σύντροφε: ό,τι προνόμια παραχωρείς σ᾿ αυτόν, οι άλλοι τα θεωρούν αδικία εις βάρος τους. Νομίζουν ότι μεροληπτείς. Στο κάτω κάτω τής γραφής, ό,τι δουλειά κι αν κάνει, μαραγκός, ηλεκτρολόγος, ό,τι κι αν είναι, γι᾿ αυτούς δεν είναι παρά μόνο ένας Παρουάν. Έτσι έχουν μάθει να σκέφτονται απ᾿ τα γεννοφάσκια τους. Εκατό φορές τούς το ᾿χω πει ότι είναι λάθος. Για να λέμε την αλήθεια όμως, σύντροφε, η Αλλαγή είναι ένα πράγμα. Η Αποδοχή είναι άλλο. Να προσέχεις. Καλύτερα για κείνον να τον ξεφορτωθείς...»
«Αγαπητέ μου», είπε ο Τσάκο. «Αυτό είναι αδύνατον. Είναι αναντικατάστατος. Στην πράξη, αυτός κρατάει το εργοστάσιο... άσε που δε λύνεται το πρόβλημα διώχνοντας όλους τούς Παρουάν. Θα πρέπει να προσαρμοστούμε και να ξεπεράσουμε αυτές τις ανοησίες».
Ο σύντροφος Πίλαϊ δυσαρεστήθηκε που τού απευθύνθηκε μ᾿ εκείνο το "Αγαπητέ Μου". Στα αφτιά του οι λέξεις αυτές ακούγονταν σαν εγγλέζικη βρισιά, η οποία, βέβαια, μετρούσε διπλή – η βρισιά αυτή καθ᾿ εαυτήν και το γεγονός ότι ο Τσάκο νόμιζε ότι ο σύντροφος Πίλαϊ δε θα την καταλάβει. Το κέφι του εξανεμίστηκε εντελώς.
«Μπορεί και να ᾿χεις δίκιο», απάντησε απότομα. «Αλλά η Ρώμη δε χτίστηκε μέσα σε μια μέρα. Να το θυμάσαι αυτό, σύντροφε, ότι εδώ δεν είναι το κολέγιο τής Οξφόρδης. Αυτά που θεωρείς εσύ ανοησίες, για τις Μάζες είναι κάτι διαφορετικό».
Τη σιωπή ανάμεσά τους τη διέκοπταν μονάχα τα μουρμουρητά τής γριάς κυρίας Πίλαϊ. Η Λατθά έφτασε με τον Πότατσεν και τον Ματουκούτι. Τούς άφησε έξω να περιμένουν. Η πόρτα έμεινε μισάνοιχτη. Όταν ξανάνοιξε το στόμα του, ο σύντροφος Πίλαϊ μίλησε στα μαλαγιάλαμ και φρόντισε να μιλήσει αρκετά δυνατά ώστε να ακουστεί η φωνή του μέχρι έξω.
«Εξυπακούεται ότι το σωστό πλαίσιο έκφρασης των εργατικών παραπόνων είναι η Ένωση. Και στην περίπτωση αυτή, όταν ο ίδιος ο Μονταλάλι είναι σύντροφος, είναι ντροπή που δεν έχουν οργανωθεί και δε συμμετέχουν στον Αγώνα του Κόμματος».
«Το έχω σκεφτεί κι εγώ αυτό», είπε ο Τσάκο. «Θα τούς οργανώσω με όλους τούς τύπους το συνδικάτο τους. Κι εκείνοι θα ψηφίζουν τούς εκπροσώπους τους».
«Μα, σύντροφε, δεν μπορείς να κάνεις εσύ την επανάσταση στο πόδι τους. Αυτό που μπορείς να κάνεις, είναι να παλέψεις για να τούς δημιουργήσεις συνείδηση. Να τούς μορφώσεις. Αλλά θα πρέπει να κάνουν μόνοι τους το δικό τους αγώνα. Εκείνοι πρέπει να ξεπεράσουν τούς φόβους τους».
«Για ποιον;» χαμογέλασε ο Τσάκο. «Για μένα;»
«Όχι, όχι για σένα, αγαπητέ μου σύντροφε. Για αιώνων καταπίεση».
Τότε ο σύντροφος Πίλαϊ, με δεσποτική φωνή, απάγγειλε Μάο. Στα μαλαγιάλαμ. Παραδόξως, το ύφος του ήταν ολόιδιο με το ύφος τής ανιψιάς του.
«Η επανάσταση δεν είναι δείπνο γιορταστικό. Η επανάσταση είναι εξέγερση, πράξη βίας, κατά τη διάρκεια της οποίας η μία τάξη ανατρέπει την άλλη».
Κι έχοντας βάλει στο τσεπάκι του το συμβόλαιο για τις ετικέτες τού Συνθετικού Μαγειρικού Όξους, ο σύντροφος Πίλαϊ επιδέξια απέκλεισε τον Τσάκο από την πολεμική παράταξη των Ανατροπέων και τον ανάγκασε να περάσει στις προδοτικές γραμμές εκείνων που Επρόκειτο Να Ανατραπούν.
Κάθονταν δίπλα δίπλα, σε μεταλλικές πτυσσόμενες καρέκλες, το απόγευμα τής μέρας που είχε έρθει η Σόφι Μολ, πίνοντας αργά τον καφέ τους και μασουλώντας τσιπς μπανάνας. Λιώνοντας με τις γλώσσες τους τον κίτρινο πολτό που κολλούσε στον ουρανίσκο τους. Ο Μικρός Αδύνατος Άντρας κι ο Μεγάλος Χοντρός Άντρας. Φιγούρες από κόμικ, αντίπαλοι σε έναν πόλεμο που δεν-είχε-αρχίσει-ακόμα.
Εκδιώχθηκε από έναν πόλεμο που, δυστυχώς για το σύντροφο Πίλαϊ, ήταν γραφτό να τελειώσει πριν καλά καλά αρχίσει. Η νίκη τού προσφέρθηκε σε ασημένιο δίσκο, τυλιγμέvn σε χαρτί πολυτελείας και δεμένη με χρωματιστή κορδέλα. Τότε μόνο, όταν ήταν πια πολύ αργά και οι Πίκλες Παραντάιζ γκρεμίστηκαν αθόρυβα, χωρίς ένα μουρμουρητό ή τουλάχιστον το πρόσχημα τής αντίστασης – τότε μόνο συνειδητοποίησε ο σύντροφος Πίλαϊ ότι αυτό που τού χρειαζόταν στην πραγματικότητα ήταν η διαδικασία τού πολέμου κι όχι το αποτέλεσμα της νίκης. Ο πόλεμος θα ήταν το άτι με το οποίο θα κάλπαζε προς το Κοινοβούλιο, δεδομένου ότι με τη νίκη θα έμενε εκεί ακριβώς όπου ήταν.
Έσπασε τα αβγά αλλά έκαψε την ομελέτα.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποια ήταν ακριβώς η ανάμιξη τού συντρόφου Πίλαϊ στα γεγονότα που ακολούθησαν. Ούτε καν ο Τσάκο —που ήξερε ότι οι πύρινοι φωνακλάδικοι λόγοι του για τα Δικαιώματα τού Άθικτου («Η Κάστα είναι Τάξη, σύντροφοι!»), τότε που το Μαρξιστικό Κόμμα πολιορκούσε τις Πίκλες Παραντάιζ, ήταν υποκρισία και φαρισαϊσμός — έμαθε ποτέ ολόκληρη την ιστορία. Όχι ότι ενδιαφερόταν να τη μάθει.
8. Το ποτάμι μες στη βάρκα
Ενώ στην μπροστινή βεράντα παιζόταν ακόμα το έργο Καλώς Όρισες στο Σπίτι, Αγαπημένη μας Σόφι Μολ, την ώρα που η Κότσου Μάρια σέρβιρε τούρτα στο "Γαλανόλευκο Στρατό" μέσα στην πράσινη ζέστη, ο πρέσβης Ε. Πέλβις, με τσουλούφι, με μπεζ μυτερά παπούτσια, άνοιξε διάπλατα τις πόρτες και μπήκε στο εργοστάσιο. Ο αέρας ήταν υγρός και μύριζε πίκλες. Περπάτησε ανάμεσα στους γιγάντιους τσιμεντένιους κάδους, ψάχνοντας ένα μέρος για να Σκεφτεί. Η Κουκουβάγια που ζούσε σε ένα μαυρισμένο δοκάρι κοντά στο φεγγίτη τής οροφής (και συμμετείχε πότε πότε στην κατασκευή ορισμένων από τα προϊόντα Παραντάιζ), κάρφωσε πάνω του τα μάτια της.
Πέρασε τα κίτρινα λεμόνια που κολυμπούσαν στην άρμη και έπρεπε να τα θυμούνται και να τα ανακατεύουν συχνά (όταν τα ξεχνούσαν, νησιά από μαύρη μούχλα σχηματίζονταν στην επιφάνεια).
Πέρασε τις μεγάλες νταμιτζάνες με το ξίδι.
Πέρασε τα ράφια με την πηκτίνη και τα συντηρητικά.
Πέρασε τους δίσκους με τα αγγουράκια, τα μαχαίρια και τις χρωματιστές πλαστικές δαχτυλήθρες.
Πέρασε τα χοντρά σακιά με τα σκόρδα και τα κρεμμυδάκια.
Πέρασε τα βουνά τού φρέσκου πράσινου πιπεριού.
Πέρασε ένα σωρό φλούδες από μπανάνες κατάχαμα (που θα τις έτρωγαν για βραδινό τα γουρούνια).
Πέρασε το ντουλαπάκι που ήταν γεμάτο ετικέτες.
Πέρασε τη βούρτσα για την κόλλα.
Πέρασε το μεταλλικό κάδο, όπου τα άδεια μπουκάλια έπλεαν μέσα σε αφρισμένα σαπουνόνερα. Πέρασε το στύφτη για τα λεμόνια.
Πέρασε την πρέσα για τα σταφύλια.
Και πάλι πίσω. Ήταν σκοτεινά εκεί μέσα. Το μόνο φως έμπαινε φιλτραρισμένο απ᾿ τη μισάνοιχτη πόρτα κι από ένα δοκάρι σκονισμένης λιακάδας ακριβώς κάτω από το φεγγίτη. Η μυρωδιά τού ξιδιού και τής ρητίνης τον χτύπησε στα ρουθούνια αλλά ο Έστθα την ήξερε, την είχε συνηθίσει, τού άρεσε. Το μέρος που βρήκε για να Σκεφτεί, ήταν ανάμεσα στον τοίχο και το μαύρο σιδερένιο καζάνι όπου κρύωνε αργά μια δόση φρεσκοβρασμένη (παράνομη) μαρμελάδα μπανάνα.
Η μαρμελάδα έκαιγε ακόμα, ενώ στην κολλώδη άλικη επιφάνειά της κατακάθιζε σιγά σιγά ο σκούρος ροζ αφρός της. Μικρές φυσαλίδες μπανάνας πνίγονταν στη μαρμελάδα και δεν υπήρχε κανείς να τις σώσει.
Ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες μπορούσε να έρθει όποτε ήθελε. Να πάρει το λεωφορείο Κοτσίν - Κόταγιαμ και να φτάσει. Η Άμου θα τον κερνούσε ένα φλιτζάνι τσάι. Ή κρέμα ανανά. Με πάγο. Κίτρινη κρέμα σε ένα ποτήρι.
Με τη μακριά σιδερένια κουτάλα, ο Έστθα ανακάτεψε την πηχτή, φρέσκια μαρμελάδα. Ο ετοιμοθάνατος αφρός έφτιαξε καινούργια σχήματα, ετοιμοθάνατα κι αυτά.
Καθώς ο Έστθα ανακάτευε την πηχτή μαρμελάδα, σκέφτηκε Δύο Σκέψεις και οι Δύο Σκέψεις που σκέφτηκε, ήταν αυτές:
α) Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί σε Οποιονδήποτε.
Και
β) Καλύτερα να είναι κανείς προετοιμασμένος.
Αφού, λοιπόν, σκέφτηκε αυτές τις δύο σκέψεις, ο Έστθα Μόνος του ικανοποιήθηκε με τούτο το μικρό κομματάκι σοφίας. Καθώς γύριζε τη ζεστή ροδοκόκκινη μαρμελάδα, ο Έστθα μεταμορφώθηκε σε Μάγο με αχτένιστο τσουλούφι και στραβά δόντια, κι ύστερα σε Μάγισσες από τον Μάκβεθ.
Φωτιά, φούντωσε. Μπανάνες, αφρίστε.
Σιγά σιγά, καθώς ο Έστθα ανακάτευε, η μαρμελάδα μπανάνα έπηζε και κρύωνε. Και η Σκέψη Νούμερο Τρία ανέβηκε ακάλεστη από τα μπεζ μυτερά παπούτσια του.
Η Σκέψη Νούμερο Τρία ήταν:
γ) Μια βάρκα.
Μια βάρκα να περάσει με τα κουπιά στην άλλη όχθη τού ποταμού. Ακάρ. Η Άλλη Μεριά. Μια βάρκα να φορτώσει τις Προμήθειες. Σπίρτα. Ρούχα. Κατσαρολικά. Πράγματα που θα χρειάζονταν και δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν κολυμπώντας.
Μια διάφανη πόρτα έτριξε και η Νεράιδα τού Αεροδρομίου (η Ράχελ) με καρούμπαλα-κέρατα στο κούτελό της και κίτρινα γυαλιά ηλίου με κόκκινους φακούς μπήκε μέσα με τον ήλιο πίσω της. Το εργοστάσιο είχε το χρώμα τού Θυμού. Τα λεμόνια μέσα στην άρμη ήταν κόκκινα. Τα ώριμα μάνγκο ήταν κόκκινα. Το ντουλάπι με τις ετικέτες ήταν κόκκινο.
Η διάφανη πόρτα έκλεισε. Η Ράχελ στάθηκε μέσα στο άδειο εργοστάσιο με το σιντριβάνι της πιασμένο με ένα Love-in-Tokyo.
Πλησίασε τον Έστθα που ήταν σκυμμένος πάνω από την κόκκινη ζεστή μαρμελάδα μέσα στο μαύρο καζάνι.
«Τι θέλεις;» ρώτησε ο Έστθα χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του.
«Τίποτα», είπε η Ράχελ.
«Τότε γιατί ήρθες εδώ;»
Η Ράχελ δεν απάντησε.
Ακολούθησε μια σύντομη, εχθρική σιωπή.
«Γιατί ανακατεύεις τη μαρμελάδα;» ρώτησε η Ράχελ.
«Η Ινδία είναι Ελεύθερη Χώρα», απάντησε ο Έστθα.
Κανείς δεν μπορούσε να το αντικρούσει.
Η Ινδία ήταν Ελεύθερη Χώρα. Μπορούσες να φτιάξεις αλάτι. Ή να ανακατέψεις μαρμελάδες αν ήθελες.
Ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες μπορούσε να περάσει μέσα από τη διάφανη πόρτα όποτε ήθελε.
Αν ήθελε.
Κι η Άμου θα τον κερνούσε κρέμα ανανά. Με πάγο.
Η Ράχελ κάθισε στην άκρη ενός τσιμεντένιου κάδου (με τις δαντέλες τού φουρό της να μουσκεύουν κρεμασμένες ανάμεσα στις πίκλες από ώριμα μάνγκο) και δοκίμασε τις πλαστικές χρωματιστές δαχτυλήθρες. Τρεις χρυσόμυγες πολεμούσαν γενναία εναντίον τής πόρτας, ήθελαν να μπουν μέσα. Κι η Κου Κουβάγια, παρακολουθούσε τη σιωπή που απλώθηκε σαν μελανιά ανάμεσα στα δίδυμα. Τη σιωπή που μύριζε πίκλες. Τα δάχτυλα τής Ράχελ ήταν Κίτρινο Πράσινο Γαλάζιο Κόκκινο Κίτρινο. Η μαρμελάδα του Έστθα είχε ανακατευτεί.
Η Ράχελ σηκώθηκε να φύγει. Για το Μεσημεριανό της Σ-ύπνο.
«Πού πας;»
«Κάπου».
Η Ράχελ έβγαλε τα καινούργια της δάχτυλα και φόρεσε ξανά τα παλιά. Που δεν ήταν κίτρινο πράσινο γαλάζιο κόκκινο και κίτρινο.
«Θα πάω στην Ακάρ», είπε ο Έστθα. Χωρίς να την κοιτάζει. «Στο Σπίτι τής Ιστορίας».
Η Ράχελ σταμάτησε και στράφηκε προς το μέρος του ενώ στην καρδιά της ένα γκρίζο λεπιδόπτερο με ασυνήθιστα πυκνό χνούδι στη ράχη του άπλωσε τα ένοχα φτερά του. Τα άνοιξε αργά αργά. Τα έκλεισε αργά αργά.
«Γιατί;» είπε η Ράχελ. «Γιατί Οτιδήποτε μπορεί να Συμβεί σε Οποιονδήποτε», είπε ο Έστθα. «Καλύτερα να είναι Κανείς Προετοιμασμένος».
Κανείς δεν μπορούσε να το αντικρούσει.
Κανείς δεν πήγαινε πια στο σπίτι τού Κάρι Σάιπου. Ο Βέλια Πάαπεν καμάρωνε πως ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είχε πατήσει το πόδι του στο κατώφλι του. Έλεγε πως ήταν στοιχειωμένο. Είχε διηγηθεί στα δίδυμα την ιστορία τής συνάντησής του με το φάντασμα τού Κάρι Σάιπου. Το είχε συναντήσει δυο χρόνια πριν, είπε. Ο Βέλια Πάαπεν είχε περάσει το ποτάμι ψάχνοντας για μοσχοκάρυδα. Ήθελε να φτιάξει σαλάτα με φρέσκα σκόρδα και μοσχοκάρυδα για την Τσέλα, τη γυναίκα του που έλιωνε από τη φυματίωση. Ξάφνου τού μύρισε καπνός από πούρο (που το γνώρισε αμέσως, γιατί τα ίδια πούρα ακριβώς κάπνιζε κι ο Παπάτσι). Ο Βέλια Πάαπεν έστριψε κι έπεσε με το δρεπάνι του πάνω στη μυρωδιά τού πούρου. Κάρφωσε το φάντασμα στον κορμό ενός καουτσουκόδεντρου, όπου, σύμφωνα με τον Βέλια Πάαπεν, ήταν ακόμα εκεί. Μια μυρωδιά καρφωμένη στο ξύλο που αιμορραγούσε διάφανο αίμα σαν κεχριμπάρι και ζητιάνευε πούρα.
Ο Βέλια Πάαπεν δε βρήκε μοσχοκάρυδα κι αναγκάστηκε να αγοράσει καινούργιο δρεπάνι. Είχε όμως την ικανοποίηση ότι η αστραπιαία αντίδρασή του (παρά το υποθηκευμένο ακόμα μάτι του) και η ετοιμότητά του είχαν γλιτώσει τον κόσμο από το φάντασμα ενός παιδεραστή που διψούσε ακόμα για αίμα.
Φτάνει να μην έπεφτε κανείς στην παγίδα του και το ελευθέρωνε με ένα πούρο.
Αυτό που δεν ήξερε ο Βέλια Πάαπεν (ο οποίος ήξερε σχεδόν τα πάντα) ήταν ότι το σπίτι τού Κάρι Σάιπου ήταν το Σπίτι τής Ιστορίας (τού οποίου οι πόρτες ήταν κλειδωμένες και τα παράθυρα ορθάνοιχτα). Κι ότι μέσα κάθονταν οι πρόγονοι, με ανάσες που μύριζαν παλιούς χάρτες κι είχαν σκληρά νύχια στα δάχτυλα των ποδιών τους. Κάθονταν και ψιθύριζαν στις σαύρες και στα σαμιαμίδια, μέσα στις χαραμάδες των τοίχων. Δεν ήξερε ότι η Ιστορία χρησιμοποιούσε την πίσω βεράντα για να κάνει τις διαπραγματεύσεις της και να εισπράξει όσα τής χρωστούσαν. Ότι η αδυναμία πληρωμής είχε βαρύτατες συνέπειες. Κι ότι τη μέρα που διάλεξε η Ιστορία για να κάνει τον ισολογισμό της, ο Έστθα θα κρατούσε στο χέρι του την απόδειξη για το χρέος που θα πλήρωνε ο Βελούτθα.
Ο Βέλια Πάαπεν δεν είχε ιδέα ότι ο Κάρι Σάιπου ήταν αυτός που έπιανε τα όνειρα και τα ονειρευόταν ξανά. Ότι τα αποσπούσε μέσα από τα κεφάλια των περαστικών, όπως τα παιδιά βουτούν τα κερασάκια από τις τούρτες. Κι ότι τα όνειρα που αγαπούσε περισσότερο απ᾿ όλα, τα όνειρα που τού άρεσε να ονειρεύεται ξανά, ήταν τα τρυφερά όνειρα των διζυγωτικών διδύμων.
Ο κακομοίρης ο Βέλια Πάαπεν, αν το ήξερε πως η Ιστορία είχε διαλέξει αυτόν για βοηθό της, ότι θα ήταν τα δικά του δάκρυα που θα έβαζαν σε κίνηση τον τροχό του Τρόμου, δε θα τριγύριζε καμαρωτός στο Αγιέμενεμ σαν το κοκόρι· δε θα καυχιόταν που είχε διασχίσει το ποτάμι κολυμπώντας, με το δρεπάνι του στα δόντια (ξινή η γεύση τού μετάλλου στη γλώσσα του)· που το είχε αφήσει για μια στιγμή στο χώμα για να ξεπλύνει την άμμο τού ποταμού από το υποθηκευμένο του μάτι (είχε άμμο καμιά φορά το ποτάμι, ιδίως τους βροχερούς μήνες)· που τη στιγμή εκείνη ακριβώς τον χτύπησε στα ρουθούνια η μυρωδιά τού πούρου. Δε θα καμάρωνε που είχε σηκώσει το δρεπάνι του, είχε κάνει στροφή γύρω από τον εαυτό του κι είχε καρφώσει τη μυρωδιά κατάστηθα, φυλακίζοντας το φάντασμα για πάντα πάνω στον κορμό τού δέντρου. Με μία και μόνη, αβίαστη, αθλητική κίνηση.
Όταν κατάλαβε το ρόλο του στα Σχέδια τής Ιστορίας, ήταν πια πολύ αργά για να σβήσει τις πατημασιές του. Είχε σβήσει ο ίδιος τα χνάρια από τις πατημασιές του. Πισωπατώντας με τη σκούπα στο χέρι.
Μέσα στο εργοστάσιο, η σιωπή όρμησε ξανά κι έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά της τα δίδυμα. Αυτήν τη φορά όμως ήταν αλλιώτικη σιωπή. Η σιωπή ενός γέρικου ποταμού. Η σιωπή τού Ψαρά και τής κέρινης γοργόνας.
«Οι κομμουνιστές δεν πιστεύουν στα φαντάσματα», είπε ο Έστθα, λες και συνέχιζαν μια προηγούμενη συζήτηση αναζητώντας λύση στο πρόβλημα των φαντασμάτων. Οι κουβέντες τους ανέβαιναν στην επιφάνεια και χάνονταν ξανά, σαν χείμαρροι των βουνών. Μερικές φορές έφταναν στα αφτιά άλλων ανθρώπων. Μερικές φορές όχι.
«Θα γίνουμε κομμουνιστές;» ρώτησε η Ράχελ.
«Μπορεί. Μπορεί να αναγκαστούμε».
Έστθα-ο-Πρακτικός.
Μακρινές φωνές, ανάκατες με ψίχουλα από την τούρτα, βήματα τού "Γαλανόλευκου Στρατού" που ολοένα πλησίαζαν, ανάγκασαν τούς συντρόφους να σφραγίσουν το μυστικό.
Το έβαλαν στην άρμη, το σφράγισαν και το έβαλαν στη θέση του. Ένα κόκκινο μυστικό σε σχήμα ώριμου μάνγκο μέσα στο βάζο του. Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα μιας Κου Κουβάγιας.
Το Κόκκινο Σχέδιο καταστρώθηκε και συμφωνήθηκε:
Η συντρόφισσα Ράχελ θα πήγαινε για το Μεσημεριανό της Σ-ύπνο και θα έμενε ξύπνια ώσπου να κοιμηθεί η Άμου.
Ο σύντροφος Έστθα θα έβρισκε τη σημαία (εκείνη που η Μπέμπα Κοτσάμα είχε αναγκαστεί να κρατήσει στο χέρι της και να ανεμίσει) και θα την περίμενε δίπλα στο ποτάμι. Κι εκεί θα άρχιζαν να:
προετοιμάζονται για να προετοιμάζονται ώστε να είναι προετοιμασμένοι.
Το παρατημένο νεραϊδένιο φουστάνι ενός παιδιού (λερωμένο στον ποδόγυρο με πίκλες) στεκόταν από μόνο του όρθιο στο πάτωμα της σκοτεινής κρεβατοκάμαρας τής Άμου.
Έξω, ο Αέρας ήταν Ανάλαφρος και Φωτεινός και ζεστός. Η Ράχελ ήταν ξαπλωμένη δίπλα στην Άμου, με το μάτι γαρίδα. Φορούσε μονάχα το βρακάκι που ήταν ασορτί με το φουστάνι τού αεροδρομίου. Μπορούσε να δει το σχέδιο των λουλουδιών — που ήταν κεντημένα σταυροβελονιά — στο μπλε κάλυμμα τού κρεβατιού πάνω στο μάγουλο τής Άμου. Μπορούσε να ακούσει τις μπλε σταυροβελονιές τού απογεύματος.
Τον αργοκίνητο ανεμιστήρα πάνω από το κεφάλι της. Τον ήλιο πίσω από τις κουρτίνες.
Και τη μυρωδιά ενός πανούργου εγγλέζικου φαντάσματος που ήταν καρφωμένο σε ένα καουτσουκόδεντρο και ζητούσε όλο ευγένεια ένα πούρο.
«Μμμ... με συγχωρείτε... Μήπως έχετε, κατά τύχη, κανένα μμμ... πούρο μαζί σας;»
Με τη φωνή καλής κι ευγενικής δασκάλας.
Ω, Θεέ μου.
Κι ο Έστθα να την περιμένει. Δίπλα στο ποτάμι. Κάτω από το δέντρο τού μάνγκο που ο αιδεσιμότατος Ι. Tζov Ίπε είχε φέρει απ᾿ το ταξίδι του στο Μανταλάι.
Πού καθόταν ο Έστθα;
Εκεί όπου κάθονταν πάντα όταν ήταν κάτω από το μάνγκο. Πάνω σε κάτι γκρίζο. Σκεπασμένο από βρύα, κρυμμένο κάτω από τις φτέρες. Κάτι που η γη είχε ζητήσει κι είχε πάρει δικό της. Δεν ήταν κούτσουρο. Ούτε πέτρα...
Πριν αποτελειώσει τη σκέψη της, η Ράχελ είχε σηκωθεί κι έτρεχε.
Μέσα από την κουζίνα, πέρασε δίπλα από την Κότσου Μάρια που κοιμόταν βαθιά. Γεμάτη χοντρές ζάρες, σαν απρόσμενος ρινόκερος με πλισεδένια ποδίτσα.
Πέρασε το εργοστάσιο.
Ξυπόλυτη και παραπατώντας βγήκε στην πράσινη ζέστη, ακολουθούμενη από μια κίτρινη σφήκα.
Ο σύντροφος Έστθα ήταν εκεί. Κάτω από το δέντρο τού μάνγκο. Με την κόκκινη σημαία φυτεμένη στο χώμα δίπλα του. Μια Κινητή Δημοκρατία. Μια Δίδυμη Επανάσταση με Τσουλούφι. Και πού καθόταν;
Πάνω σε κάτι σκεπασμένο με βρύα, σε κάτι κρυμμένο μες στις φτέρες.
Όταν το χτυπούσες, έκανε έναν ήχο κούφιο. Η σιωπή παρουσιάστηκε κι ανέβηκε ψηλά και πετώντας κατέβηκε ξανά, γράφοντας οχτάρια στον αέρα. Δάχτυλα χωρίς χρωματιστές δαχτυλήθρες όρμησαν στις φτέρες, κούνησαν τις πέτρες, καθάρισαν το δρόμο. Ιδρωμένα πιάστηκαν από μια άκρη, να κρατηθούν. Και Εν Δυο Εν.
Τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε μια μέρα.
Ήταν βάρκα. Μια μικρό ξύλινο βαρκάκι.
Η βάρκα όπου καθόταν ο Έστθα και βρήκε η Ράχελ.
Η βάρκα που θα χρησιμοποιούσε η Άμου για να περνάει το ποτάμι. Για να αγαπάει τη νύχτα τον άντρα που τα παιδιά της αγαπούσαν τη μέρα.
Μια βάρκα γκρίζα, τόσο παλιά που είχε βγάλει ρίζες. Σχεδόν.
Ένα γκρίζο, γέρικο βαρκοφυτό. Από κάτω ένα κομμάτι γης, όλο μαραμένα χόρτα, σε σχήμα βάρκας. Ένας κόσμος όλο τρεχαλητά και βιασύνη, κάτω από τη βαρκοσκιά.
Σκοτεινός και στεγνός και δροσερός. Ξέσκεπος τώρα.
Θα τα κατάφερνε όμως το μικρό βαρκάκι; Μήπως παραήταν παλιό; Μήπως παραήταν πεθαμένο; Μήπως η Ακάρ παραήταν μακριά για να τη φτάσει;
Τα δίδυμα από δυο ωάρια κοίταξαν πέρα απ᾿ το ποτάμι τους.
Το ποτάμι Μίνατσαλ.
Γκριζοπράσινο. Με ψάρια μέσα του. Με τον ουρανό και τα δέντρα μέσα του. Και τη νύχτα, το σπασμένο κίτρινο φεγγάρι μέσα του.
Το πρώτο τρίτο τού ποταμού ήταν φίλος τους. Πριν αρχίσουν τα Πραγματικά Βαθιά. Ήξεραν ένα προς ένα τα (δεκατρία) γλιστερά πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη μαλακή λάσπη.
Το πρώτο τρίτο τού ποταμού, λοιπόν, το ήξεραν καλά. Τα άλλα δύο τρίτα λιγότερο.
Το δεύτερο τρίτο ήταν εκεί όπου άρχιζαν τα Πραγματικά Βαθιά. Εκεί όπου το ρεύμα ήταν βαθύ.
Το τρίτο τρίτο ήταν πάλι ρηχά νερά. Καφετιά και θολά νερά.
Τα δίδυμα κολυμπούσαν σαν μικρές φώκιες. Υπό την επίβλεψη τού Τσάκο είχαν περάσει κάμποσες φορές απέναντι κι είχαν γυρίσει λαχανιάζοντας κι αλληθωρίζοντας από την προσπάθεια, κρατώντας μια πέτρα, ένα κλαδάκι ή ένα φύλλο από την Άλλη Μεριά ως απόδειξη τού ηρωισμού τους. Η μέση ωστόσο ενός αξιοσέβαστου ποταμού, ή η Άλλη Μεριά, δεν ήταν μέρη κατάλληλα για μικρά παιδιά. Δεν ήταν μέρη για να Χαζεύουν, να Παίζουν και να Μαθαίνουν Πράγματα. Ο Έστθα και η Ράχελ αντιμετώπιζαν το δεύτερο τρίτο και το τρίτο τρίτο του Μίνατσαλ με το δέοντα σεβασμό. Μπορούσαν να τον περάσουν κολυμπώντας, δεν ήταν δύσκολο. Να τον περάσουν όμως με τη βάρκα φορτωμένη με διάφορα Πράγματα έπρεπε (να προετοιμάζονται ώστε να είναι προετοιμασμένοι).
Κοίταξαν την αντικρινή όχθη. Από το σημείο όπου στέκονταν, δεν μπορούσαν να δουν το Σπίτι τής Ιστορίας. Ήταν μόνο ένα σκοτάδι πέρα από το βούρκο, στην καρδιά τής εγκαταλειμμένης φυτείας καουτσούκ, απ᾿ όπου ανέβαινε κατά κύματα το τερέτισμα τού τζίτζικα.
Ο Έστθα και η Ράχελ σήκωσαν στα χέρια τη μικρή βάρκα και τη μετέφεραν στο νερό. Έμοιαζε ξαφνιασμένη, σαν γερασμένο ψάρι που από το βυθό βρέθηκε ξαφνικά στον αφρό. Επειδή χρειαζόταν επειγόντως το φως τού ήλιου. Ήθελε ξύσιμο και καθάρισμα ίσως, αλλά τίποτα περισσότερο.
Δυο ευτυχισμένες καρδιές ανέβηκαν σαν πολύχρωμοι χαρταετοί στον καταγάλανο ουρανό. Αλλά αμέσως μετά, με ένα σιγανό πράσινο ψίθυρο, το ποτάμι χώθηκε πλατσουρίζοντας στο εσωτερικό τής βάρκας.
Αργά αργά η παλιά βάρκα βούλιαξε και κάθισε στο έκτο σκαλοπάτι. Και δυο δίδυμες καρδιές, γεννημένες από δυο ωάρια, βούλιαξαν μαζί της και κάθισαν στο σκαλοπάτι πάνω από το έκτο.
Σε λίγο, σαν να το ᾿χαν κουβεντιάσει (που δεν το ᾿χαν), τα δίδυμα βάλθηκαν να πλένουν τη βάρκα στο ποτάμι. Οι αραχνιές, η λάσπη, τα βρύα ξεκόλλησαν και τα πήρε το ποτάμι. Όταν καθάρισε, την αναποδογύρισαν και τη σήκωσαν πάνω απ᾿ τα κεφάλια τους. Σαν μεγάλο καπέλο για δυο κεφάλια που έσταζε νερά. Ο Έστθα ξερίζωσε την κόκκινη σημαία.
(Σημείωση δική μου: Στο βιβλίο δεν περιγράφεται με ποιο τρόπο τα δίδυμα έχοντας την βάρκα για καπέλο στα κεφάλια τους, πέρασαν στην απέναντι όχθη τού ποταμού)
Η μικρή κουστωδία (η σημαία, η σφήκα, και η βάρκα με πόδια) άρχισε να προχωράει στο γνώριμο στενό μονοπάτι, ανάμεσα στους θάμνους. Αποφεύγοντας τις τσουκνίδες, τις λακκούβες και τις μυρμηγκοφωλιές.
Το μονοπάτι που προχωρούσε παράλληλα με το ποτάμι, οδηγούσε σε ένα μικρό χορταριασμένο ξέφωτο που είχε τριγύρω του σφιχταγκαλιασμένους κορμούς δέντρων: φοινικιές, κάσιους, μάνγκο. Στην άκρη του, με την πλάτη της στραμμένη στο ποτάμι, ήταν μια χαμηλή καλύβα με τοίχους από πορτοκαλί λατερίτη, χτισμένη με λάσπη. Η αχυρένια στέγη της ακουμπούσε σχεδόν στο χώμα, λες κι αφουγκραζόταν κάποιο μυστικό που έφτανε ψιθυριστά από τα έγκατα τής γης. Οι χαμηλοί τοίχοι τής καλύβας είχαν το ίδιο χρώμα με τη γη, όπου ήταν χτισμένοι. Έμοιαζαν λες κι είχαν φυτρώσει από κάποιο σπόρο σπιτιού, σπαρμένο στο χώμα. Λες και τετράγωνα κομμάτια γης είχαν σηκωθεί κι είχαν φυλακίσει ανάμεσά τους λίγο χώρο. Τρεις ασουλούπωτες μπανανιές υψώνονταν στη μικρή μπροστινή αυλή που ήταν φραγμένη με ψάθες από πλεγμένα φοινικόκλαδα. Η βάρκα-με-πόδια πλησίασε την καλύβα. Ένα σβηστό λαδοφάναρο κρεμόταν στον τοίχο δίπλα στην πόρτα, ενώ ο τοίχος πίσω του ήταν μαυρισμένος από την καπνιά. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Μέσα σκοτάδι. Μια μαύρη κότα πρόβαλε στο κατώφλι. Κι αμέσως ξαναμπήκε στο σπίτι, αδιαφορώντας εντελώς για τις βαρκοεπισκέψεις.
Ο Βελούτθα δεν ήταν στο σπίτι. Ούτε ο Βέλια Πάαπεν. Αλλά κάποιος ήταν.
Μια αντρική φωνή γλιστρούσε από μέσα κι αντηχούσε ολόγυρα· η ηχώ υπογράμμιζε τη μοναξιά της. Η φωνή κραύγαζε το ίδιο πράγμα συνέχεια, ξανά και ξανά. Και κάθε φορά ακουγόταν πιο ψηλή, πιο υστερική. Ήταν έκκληση σε μια παραγινωμένη γκουάβα* που απειλούσε να πέσει από το κλαδί της και να λερώσει το χώμα.
Αυτός που κραύγαζε, ήταν ο Κούταπεν, ο μεγάλος αδερφός τού Βελούτθα. Πριν από δυο χρόνια, εκεί που μάζευε καρύδες, είχε πέσει από το δέντρο κι είχε χτυπήσει στη σπονδυλική του στήλη. Τρεις μήνες μετά το ατύχημα τον έδιωξαν από το κρατικό νοσοκομείο, παράλυτο από τη μέση και κάτω. Οι γιατροί είπαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε παραπάνω γι᾿ αυτόν. Μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, όταν ο αδερφός του έλειπε κι ο πατέρας του έφευγε για τη δουλειά, ο Κούταπεν έμενε ξαπλωμένος ανάσκελα και παρακολουθούσε τη νιότη του να περνάει αδιάφορη και ψηλομύτα, χωρίς να γυρίζει ούτε να τον χαιρετήσει. Όλη τη μέρα ήταν εκεί, ξαπλωμένος, κι άκουγε τη σιωπή των σφιχταγκαλιασμένων δέντρων, με μοναδική του συντροφιά μια αυταρχική μαύρη κότα. Τού έλειπε η μάνα του η Τσέλα, που είχε αφήσει την τελευταία της πνοή στην ίδια εκείνη γωνιά τής κάμαρης όπου ήταν αυτός τώρα ξαπλωμένος. Είχε πεθάνει μ᾿ ένα θάνατο όλο βήχα και πόνο. Ο Κούταπεν θυμόταν ότι τα πόδια της είχαν πεθάνει πολύ πριν από εκείνη. Το δέρμα τους είχε γίνει γκρίζο κι είχε νεκρωθεί. Θυμόταν πόσο φοβισμένος παρακολουθούσε το θάνατο να ανεβαίνει σιγά σιγά στο κορμί της. Από τα πόδια προς τα πάνω. Ο Κούταπεν δεν άφηνε από τα μάτια του τα δικά του παράλυτα πόδια. Με φρίκη που ολοένα μεγάλωνε. Που και που τα χτυπούσε όλο ελπίδα με ένα ραβδί που είχε πάντα δίπλα του για να διώχνει τα φίδια. Δεν ένιωθε τίποτα και μόνο στην όρασή του στήριζε τη βεβαιότητα ότι ήταν ακόμα ενωμένα με το υπόλοιπο σώμα του κι ότι ήταν δικά του.
Μετά το θάνατο τής μάνας του πήρε τη γωνιά της εκείνος. Τη γωνιά που ο Χάρος είχε καταλάβει μέσα στο σπίτι τους για να ταχτοποιεί τούς θανάτους τής οικογένειας. Έτσι φανταζόταν ο Κούταπεν. Μια γωνιά για να μαγειρεύουν, μια για να βάζουν τα ρούχα τους, μια για να τυλίγουν τα στρώματα και μια για να πεθαίνουν.
Αναρωτιόταν πόσο καιρό θα κρατούσε ο δικός του θάνατος. Αναρωτιόταν τι έκαναν με τις υπόλοιπες γωνιές τους οι άνθρωποι που είχαν περισσότερες από τέσσερις στα σπίτια τους. Μήπως είχαν έτσι το ελεύθερο να διαλέξουν σε ποια γωνία θα πέθαιναν;
Ώρες ώρες, ο Κούταπεν έβηχε σαν τη μάνα του και το πάνω μέρος τού κορμιού του σπαρταρούσε σαν ψάρι στο αγκίστρι. Το κάτω μέρος τού κορμιού του έμενε ασάλευτο σαν μολύβι, λες και δεν ήταν δικό του, λες κι ανήκε σε κάποιον άλλο. Σε κάποιον πεθαμένο που η παγιδευμένη του ψυχή δεν τον άφηνε να φύγει.
Σε αντίθεση με τον Βελούτθα, ο Κούταπεν ήταν ένας καλός κι ακίνδυνος Παρουάν. Δεν ήξερε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει. Εκεί όπου ήταν ξαπλωμένος, πάνω στο σκληρό του στρώμα, άχυρα και σκουπιδάκια έπεφταν από τη στέγη πάνω του κι ανακατεύονταν με τον ιδρώτα του. Τις κακές μέρες οι πορτοκαλιοί τοίχοι πιάνονταν απ᾿ τα χέρια και έσκυβαν από πάνω του. Τον εξέταζαν σαν ξεπεσμένοι γιατροί, αργά, εξαντλητικά. Δεν τον άφηναν να ανασάνει. Τόσο που έβαζε τις φωνές. Άλλες φορές πάλι απομακρύνονταν με δική τους πρωτοβουλία και το σπίτι γύρω του μεγάλωνε, γινόταν απέραντο. Τότε τον τρομοκρατούσε ένα άλλο φάντασμα, αυτό της ασημαντότητάς του. Κι αυτό τον έκανε πάλι να ξεφωνίζει.
Η τρέλα παραμόνευε δίπλα του, όπως οι σερβιτόροι στα ακριβά εστιατόρια (να σού ανάψουν το τσιγάρο, να σού γεμίσουν το ποτήρι). Ο Κούταπεν σκεφτόταν με φθόνο τούς τρελούς που μπορούσαν να περπατούν. Δεν αμφέβαλλε στιγμή για τη δικαιοφροσύνη τής συμφωνίας· θα χάριζε τα λογικά του για δυο γερά πόδια.
Τα δίδυμα άφησαν κάτω τη βάρκα. Στο γδούπο της απάντησε μια ξαφνική σιωπή από το εσωτερικό τής καλύβας.
Ο Κούταπεν δεν περίμενε επισκέψεις.
Ο Έστθα και η Ράχελ έσπρωξαν την πόρτα και μπήκαν. Μολονότι ήταν ακόμα παιδιά, αναγκάστηκαν να σκύψουν λιγάκι το κεφάλι για να χωθούν μέσα.
«Εμείς είμαστε». Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και καθαρό. Μύριζε φρέσκο ψάρι με κάρι και καμένα ξύλα. Η ζέστη αγκιστρωνόταν πάνω στα πράγματα, σαν χαμηλός, κρυφός πυρετός. Το δάπεδο όμως, το σκληρό πατημένο χώμα κάτω από τα γυμνά πόδια τής Ράχελ, ήταν δροσερό. Τα στρώματα τού Βέλια Πάαπεν και τού Βελούτθα ήταν τυλιγμένα και μαζεμένα κοντά στον τοίχο. Τα ρούχα κρέμονταν σε ένα τεντωμένο σχοινί. Σε ένα χαμηλό ξύλινο ράφι ήταν αραδιασμένα κάμποσα πήλινα σταμνιά σκεπασμένα, κουτάλια φτιαγμένα από ξύλο καρύδας και τρία εμαγιέ πιάτα με μπλε γραμμές στις μαδημένες άκρες τους. Ένας κανονικός άντρας θα μπορούσε να σταθεί όρθιος μόνο στη μέση τής καλύβας. Άλλη μια χαμηλή πορτούλα έβγαζε στην πίσω αυλή, όπου ήταν φυτεμένες κι άλλες μπανανιές. Πίσω από τα πλατύφυλλα κλαδιά τους γυάλιζε το ποτάμι. Στην πίσω αυλή είχε στήσει ο Βελούτθα το μαραγκούδικό του.
Δεν υπήρχαν ούτε κλειδιά ούτε ντουλάπια για να κλειδώσει. Η μαύρη κότα βγήκε από την πίσω πόρτα κι άρχισε να γρατσουνάει αφηρημένα το χώμα τής πίσω αυλής, όπου τα πριονίδια χόρευαν σαν ξανθιές μπούκλες.
«Άιγιο, Μον! Μολ! Τι να νομίζετε άραγε; Ότι ο Κούταπεν είναι τρελός για δέσιμο!» είπε μια αμήχανη, ασώματη φωνή.
Χρειάστηκαν κάμποσα λεπτά, ώσπου να συνηθίσουν τα μάτια των δίδυμων στο σκοτάδι. Ύστερα το σκοτάδι διαλύθηκε κι ο Κούταπεν πρόβαλε πλαγιασμένος στο στρώμα του, ένα λαμπερό τζίνι μέσα στο μισόφωτο. Τα ασπράδια των ματιών του ήταν σκούρα κίτρινα. Οι πατούσες του (απαλές από τη χρόνια κατάκλιση) έβγαιναν έξω από το σεντόνι που σκέπαζε τα πόδια του. Είχαν ακόμα ένα αχνό πορτοκαλί χρώμα, απ᾿ τα τόσα χρόνια περπάτημα στην κόκκινη λάσπη. Στους αστραγάλους του είχε γκρίζους κάλους από τα σχοινιά που έδεναν οι Παρουάν στα πόδια τους όταν σκαρφάλωναν στις φοινικιές.
Στον τοίχο πίσω του κρεμόταν ένας καλοσυνάτος Χριστός ημερολογίου, με ποντικίσια μαλλιά, κοκκινάδι στα μάγουλα και στα χείλη, και μια εκτυφλωτική, αδαμαντοστόλιστη καρδιά που λαμποκοπούσε μέσα από τα ρούχα του. Το κάτω μέρος τού ημερολογίου (αυτό με τις μέρες και τούς μήνες) είχε φουσκώσει από την υγρασία κι έμοιαζε με φούστα πλισέ. Ο Χριστός με μίνι. Δώδεκα μισοφόρια κάτω από τη φούστα του. Ένα για κάθε μήνα τού χρόνου. Ούτε ένα δεν ήταν σκισμένο.
Υπήρχαν κι άλλα πράγματα από το Σπίτι τού Αγιέμενεμ που τούς τα είχαν δώσει ή τα είχαν μαζέψει από τα σκουπίδια. Πράγματα πλούσια σε ένα σπίτι φτωχό. Ένα ρολόι που δε δούλευε, ένα λουλουδάτο καλάθι αχρήστων από τσίγκο. Οι παλιές μπότες ιππασίας τού Παπάτσι (καφέ με πράσινους λεκέδες μούχλας), με τα καλαπόδια ακόμα χωμένα μέσα τους. Κουτιά από μπισκότα με μεγαλόπρεπες εικόνες στα καπάκια τους: εγγλέζικοι πύργοι και κυρίες με τουαλέτες και μπούκλες. Μια μικρή αφίσα (τής Μπέμπας Κοτσάμα που δεν την ήθελε επειδή είχε χαλάσει στη γωνίτσα από την υγρασία) κρεμόταν δίπλα στον Χριστό. Έδειχνε ένα ξανθό κοριτσάκι που έγραφε ένα γράμμα. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του. Από κάτω έλεγε: Σου Γράφω για να σου πω ότι Μού Λείπεις. Έμοιαζε λες κι είχε κουρευτεί πρόσφατα κι ότι ήταν οι δικές της μπούκλες που χόρευαν στην πίσω αυλή του Βελούτθα.
Τα δίδυμα κάθισαν ανακούρκουδα, σαν ξεσκολισμένοι κουτσομπόληδες στο πατάρι τού Αγιέμενεμ. Κάθισαν αμίλητοι για λίγο. Ο Κούταπεν ντρεπόταν. Τα δίδυμα σκέφτονταν τη βάρκα και τα βαρκοπράγματά της.
«Ήρθε το κοριτσάκι τού Τσάκο Σάαρ;» ρώτησε ο Κούταπεν.
«Μάλλον», απάντησε λακωνικά η Ράχελ.
«Πού είναι;»
«Ποιος ξέρει; Κάπου εδώ γύρω θα είναι. Δεν ξέρουμε».
«Θα μού τη φέρετε να τη δω;»
«Δεν μπορούμε», είπε η Ράχελ.
«Γιατί;»
«Δεν την αφήνουν να βγει απ᾿ το σπίτι. Είναι πολύ ευαίσθητη. Αν λερωθεί, θα πεθάνει».
«Α, μάλιστα».
«Δε μάς αφήνουν να τη φέρουμε εδώ… έτσι κι αλλιώς δεν έχει τίποτα να δεις», διαβεβαίωσε η Ράχελ τον Κούταπεν. «Έχει μαλλιά, πόδια, δόντια —ξέρεις—, τα συνηθισμένα... μόνο που είναι λίγο ψηλή». Κι αυτή ήταν η μοναδική παραχώρηση που ήταν πρόθυμη να κάνει η Ράχελ.
«Αυτό είναι όλο;» είπε ο Κούταπεν μπαίνοντας ευθύς στο νόημα. «Τότε ποιος ο λόγος να τη δω;»
«Κανένας απολύτως», απάντησε η Ράχελ.
«Κούταπα, αν ένα βαρκάκι μπάζει νερά, είναι δύσκολο να φτιαχτεί;» ρώτησε ο Έστθα.
«Δε νομίζω», είπε ο Κούταπεν. «Εξαρτάται, Γιατί, τίνος το βαρκάκι μπάζει νερά;»
«Το δικό μας – αυτό που βρήκαμε. Θες να το δεις;»
Βγήκαν και ξαναμπήκαν κουβαλώντας τη γερασμένη βαρκούλα για να την εξετάσει ο παράλυτος. Την κράτησαν με τα χέρια τους πάνω από το κεφάλι του, σαν σκεπή. Το νερό έσταζε πάνω του.
«Πρώτα πρώτα πρέπει να βρούμε τις τρύπες», είπε ο Κούταπεν. «Ύστερα πρέπει να τις κλείσουμε».
«Μετά να την τρίψουμε με γυαλόχαρτο», είπε ο Έστθα. «Και να τη γυαλίσουμε».
«Μετά να βρούμε κουπιά», είπε η Ράχελ.
«Μετά να βρούμε κουπιά», συμφώνησε ο Έστθα.
«Και μετά φύγαμε», είπε η Ράχελ.
«Πού θα πάτε;» ρώτησε ο Κούταπεν.
«Ε, εδώ κι εκεί», είπε ο Έστθα αδιάφορα.
«Να προσέχετε», είπε ο Κούταπεν. «Αυτό το ποτάμι το δικό μας... δεν είναι πάντα αυτό που παριστάνει ότι είναι».
«Τι παριστάνει ότι είναι;» ρώτησε η Ράχελ.
«Ω… κάνει σαν μικροκαμωμένη γριούλα, που πάει σιγά σιγά στην εκκλησία, φρόνιμη και καθαρούλα... Παριστάνει τη γιαγιά που δεν ανακατεύεται στις δουλειές των άλλων. Που δε σηκώνει τα μάτια της ούτε δεξιά ούτε αριστερά».
«Και στην πραγματικότητα είναι;»
«Ένα ποτάμι άγριο... Το ακούω τις νύχτες – που κυλάει ορμητικά τα νερά του κάτω απ᾿ το φεγγαρόφωτο. Πάντα βιάζεται. Καλύτερα να ᾿χετε τα μάτια σας τέσσερα».
«Και τι τρώει;»
«Τι τρώει; Α... ψητό….. και...»
Έψαξε στο μυαλό του να βρει κάτι εγγλέζικο, να ταΐσει το άγριο ποτάμι.
«Φέτες ανανά», πρότεινε η Ράχελ. «Πολύ σωστά! Ψητό και φέτες ανανά. Και πίνει. Ουίσκι». «Και μπράντι».
«Και μπράντι. Σωστά».
«Και σηκώνει τα μάτια του δεξιά κι αριστερά».
«Σωστά».
«Κι ανακατεύεται στις δουλειές των άλλων»
Ο Εστθάπεν στερέωσε τη μικρή βάρκα στο χώμα με μερικές ξύλινες σφήνες που βρήκε στο μαραγκούδικο τού Βελούτθα, στην πίσω αυλή. Έδωσε στη Ράχελ μια ξύλινη κουτάλα — φτιαγμένη από μισή γυαλισμένη καρύδα κι ένα χερούλι κολλημένο πάνω της.
Τα δίδυμα σκαρφάλωσαν μέσα στη βαρκούλα κι άρχισαν να τραβούν κουπί σκίζοντας ανοιχτές, τρικυμισμένες θάλασσες. Με ένα Τάι τάι τάκα τάι τάι τομ. Κι ένα στολισμένο Χριστό να κοιτάζει.
Είχε περπατήσει πάνω στο νερό. Ίσως. Μπορούσε όμως να κολυμπήσει στη στεριά;
Με ασορτί βρακάκι και σκούρα γυαλιά; Με το σιντριβάνι του πιασμένο με ένα Love-in-Tokyo; Με μυτερά παπούτσια και τσουλούφι; Θα είχε τόση φαντασία;
Ο Βελούτθα γύρισε να ρίξει μια ματιά στον αδερφό του. Άκουσε από μακριά το βραχνό τραγούδι. Παιδικές φωνές που τόνιζαν με ενθουσιασμό τούς σκατολογικούς στίχους.
Ε, κυρ Πίθηκε, πώς ΚΟΚΚΙΝΙΣΕ
Ο ΚΩΛΟΣ σου, για πες;
Πήγα στο Μαδράς να ΧΕΣΩ,
Τον έξυσα και ΜΑΤΩΣΕ!
Προσωρινά, για λίγες μόνο ευτυχισμένες στιγμές, ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες έκλεισε το κίτρινο χαμόγελό του κι έφυγε μακριά. Ο φόβος βούλιαξε και κατακάθισε στον πάτο του ποταμού. Κοιμήθηκε σαν σκυλί. Έτοιμο να πεταχτεί και να αναστατώσει ξανά τα νερά μέσα σε μια στιγμή.
Ο Βελούτθα χαμογέλασε βλέποντας τη μαρξιστική σημαία φυτεμένη μπροστά στην πόρτα του. Έσκυψε για να μπορέσει να μπει στο σπίτι του. Ένας Εσκιμώος των τροπικών. Όταν είδε τα παιδιά, κάτι σφίχτηκε μέσα του. Και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Τα έβλεπε κάθε μέρα. Τα αγαπούσε χωρίς να το ξέρει. Αίφνης όμως κάτι είχε αλλάξει. Τώρα. Αυτό το σφίξιμο δεν το είχε ξανανιώσει.
Τα παιδιά της, τού ψιθύρισε ένας τρελός ψίθυρος.
Τα μάτια της, το στόμα της.
Τα δόντια της.
Το απαλό, λαμπερό της δέρμα.
Έδιωξε θυμωμένος τούτη τη σκέψη απ᾿ το μυαλό του. Μα αυτή ξαναγύρισε και στρογγυλοκάθισε στο κρανίο του πάνω. Σαν σκυλί.
«Μπα μπα!» είπε στους νεαρούς επισκέπτες του. «Ποιοι είναι, παρακαλώ, αυτοί οι μικροί Ψαράδες;» «Έστθαπαπίτσεν Κούταπεν Πέτερ Μον. Κύριος και Κυρία Χαίρωπολύγιατηγνωριμία». Η Ράχελ άπλωσε την κουτάλα της για τη χειραψία.
Ο Βελούτθα την έπιασε και την κούνησε επίσημα. Πρώτα τη δική της κουτάλα, έπειτα τού Έστθα.
«Και πού πηγαίνουν, παρακαλώ, με τη βαρκούλα τους;»
«Στην Αφρική!» φώναξε η Ράχελ.
«Σταμάτα να κραυγάζεις», είπε ο Έστθα.
Ο Βελούτθα περπάτησε γύρω γύρω από τη βάρκα. Τού είπαν που την είχαν βρει.
«Δηλαδή δεν είναι κανενός», είπε η Ράχελ κι η αβεβαιότητα σκοτείνιασε ξαφνικά τη φωνή της. Γιατί τής πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε να είναι ξένη η βάρκα τους. «Πρέπει να το πούμε στην αστυνομία;»
«Μη λες βλακείες», είπε ο Έστθα.
Ο Βελούτθα χτύπησε το ξύλο κι ύστερα έξυσε με το νύχι του λίγη απ᾿ τη γέρικη μπογιά του.
«Καλό ξύλο», είπε.
«Βουλιάζει», είπε ο Έστθα. «Μπάζει νερά».
«Μπορείς να μάς τη φτιάξεις, Βελούτθα;» ρώτησε η Ράχελ.
«Θα δούμε», είπε ο Βελούτθα. «Δε θέλω να παίζετε ανόητα παιχνίδια μες στο ποτάμι».
«Δε θα παίζουμε. Σού δίνουμε το λόγο μας. Θα μπαίνουμε στη βάρκα μόνο όταν θα είσαι κι εσύ μαζί μας».
«Πρώτα πρέπει να βρούμε τις τρύπες...» είπε ο Βελούτθα.
«Και μετά πρέπει να τις κλείσουμε!» κραύγασαν τα δίδυμα με μια φωνή, λες κι ήταν η συνέχεια ενός ποιήματος που το ήξεραν απέξω κι ανακατωτά.
«Πόσο καιρό θα μάς πάρει;» ρώτησε ο Έστθα.
«Μια μέρα», απάντησε ο Βελούτθα.
«Μια μέρα! Νόμιζα πως θα μάς έλεγες κάνα μήνα!»
Έξαλλος από τη χαρά του, ο Έστθα πήδησε στην αγκαλιά τού Βελούτθα, τύλιξε τα πόδια του γύρω από τη μέση του και τον φίλησε.
Το γυαλόχαρτο το έκοψαν ακριβώς στη μέση και τα δίδυμα έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά με απερίγραπτη προσοχή και αφάνταστο ζήλο. Ο κόσμος γύρω τους σταμάτησε να υπάρχει.
Βαρκόσκονη πλημμύρισε το δωμάτιο, κάθισε στα μαλλιά τους και στα φρύδια τους. Κρεμάστηκε πάνω από τον Κούταπεν, σαν σύννεφο. Τύλιξε τον Χριστό, σαν θυμίαμα. Ο Βελούτθα αναγκάστηκε να τούς πάρει με το ζόρι το γυαλόχαρτο μέσα από τα χέρια τους.
«Όχι εδώ», είπε αποφασιστικά. «Έξω».
Σήκωσε τη βάρκα και την κουβάλησε έξω. Τα δίδυμα τον ακολούθησαν χωρίς να αφήσουν από τα μάτια τους τη βάρκα.
Πεινασμένα κουτάβια που λογάριαζαν ότι είχε έρθει η ώρα του φαγητού.
Ο Βελούτθα έστησε τη βάρκα. Τη βάρκα πάνω στην οποία καθόταν ο Έστθα κι είχε βρει η Ράχελ. Τούς έδειξε πώς να τρίβουν το ξύλο, πώς να καταλαβαίνουν προς ποια κατεύθυνση πήγαιναν τα νερά του. Τούς έμαθε να κρατούν το γυαλόχαρτο. Όταν ξαναμπήκε μες στο σπίτι, η μαύρη κότα τον πήρε από πίσω, αποφασισμένη να κρατηθεί μακριά απ᾿ αυτήν τη βάρκα.
Ο Βελούτθα βούτηξε ένα πετσετάκι σε ένα πήλινο σταμνί με νερό. Το έστυψε (με όλη του τη δύναμη, λες κι ήταν το νερό κάποια δυσάρεστη σκέψη που έπρεπε να φύγει) και το έδωσε στον Κούταπεν να σκουπίσει το πρόσωπο και το λαιμό του.
«Είπαν τίποτα;» ρώτησε ο Κούταπεν. «Ότι σε είδαν στη διαδήλωση;»
«Όχι», είπε ο Βελούτθα. «Όχι ακόμα. Θα πουν. Το ξέρουν».
«Σίγουρα;»
Ο Βελούτθα ανασήκωσε τους ώμους και πήρε το πετσετάκι να το πλύνει. Και να το ξεβγάλει. Και να το τρίψει. Και να το στύψει. Σαν να ήταν το γελοίο, ανυπάκουο μυαλό του. Δοκίμασε να τη μισήσει.
Είναι μια απ᾿ αυτούς, είπε στον εαυτό του. Άλλη μια απ᾿ αυτούς.
Δεν μπόρεσε.
Είχε βαθιά λακκάκια όταν χαμογελούσε. Και τα μάτια της ήταν πάντα κάπου αλλού.
Η τρέλα τρύπωσε από μια χαραμάδα μέσα στην Ιστορία. Δε χρειάστηκε παρά μόνο μία στιγμή.
Μετά από μια ώρα τρίψιμο με το γυαλόχαρτο, η Ράχελ θυμήθηκε το Μεσημεριανό της Σ-ύπνο. Τινάχτηκε όρθια κι έφυγε τρέχοντας. Παραπατώντας μέσα στην πράσινη μεσημεριανή ζέστη. Με τον αδελφό της ξοπίσω της και μια κίτρινη σφήκα.
Ελπίζοντας, παρακαλώντας, να μην έχει ξυπνήσει ακόμα η Άμου· να μην έχει δει ότι η κόρη της ήταν φευγάτη.
Γκουάβα: είναι ένα τροπικό φρούτο πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά
Πέρασε τα κίτρινα λεμόνια που κολυμπούσαν στην άρμη και έπρεπε να τα θυμούνται και να τα ανακατεύουν συχνά (όταν τα ξεχνούσαν, νησιά από μαύρη μούχλα σχηματίζονταν στην επιφάνεια).
Πέρασε τις μεγάλες νταμιτζάνες με το ξίδι.
Πέρασε τα ράφια με την πηκτίνη και τα συντηρητικά.
Πέρασε τους δίσκους με τα αγγουράκια, τα μαχαίρια και τις χρωματιστές πλαστικές δαχτυλήθρες.
Πέρασε τα χοντρά σακιά με τα σκόρδα και τα κρεμμυδάκια.
Πέρασε τα βουνά τού φρέσκου πράσινου πιπεριού.
Πέρασε ένα σωρό φλούδες από μπανάνες κατάχαμα (που θα τις έτρωγαν για βραδινό τα γουρούνια).
Πέρασε το ντουλαπάκι που ήταν γεμάτο ετικέτες.
Πέρασε τη βούρτσα για την κόλλα.
Πέρασε το μεταλλικό κάδο, όπου τα άδεια μπουκάλια έπλεαν μέσα σε αφρισμένα σαπουνόνερα. Πέρασε το στύφτη για τα λεμόνια.
Πέρασε την πρέσα για τα σταφύλια.
Και πάλι πίσω. Ήταν σκοτεινά εκεί μέσα. Το μόνο φως έμπαινε φιλτραρισμένο απ᾿ τη μισάνοιχτη πόρτα κι από ένα δοκάρι σκονισμένης λιακάδας ακριβώς κάτω από το φεγγίτη. Η μυρωδιά τού ξιδιού και τής ρητίνης τον χτύπησε στα ρουθούνια αλλά ο Έστθα την ήξερε, την είχε συνηθίσει, τού άρεσε. Το μέρος που βρήκε για να Σκεφτεί, ήταν ανάμεσα στον τοίχο και το μαύρο σιδερένιο καζάνι όπου κρύωνε αργά μια δόση φρεσκοβρασμένη (παράνομη) μαρμελάδα μπανάνα.
Η μαρμελάδα έκαιγε ακόμα, ενώ στην κολλώδη άλικη επιφάνειά της κατακάθιζε σιγά σιγά ο σκούρος ροζ αφρός της. Μικρές φυσαλίδες μπανάνας πνίγονταν στη μαρμελάδα και δεν υπήρχε κανείς να τις σώσει.
Ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες μπορούσε να έρθει όποτε ήθελε. Να πάρει το λεωφορείο Κοτσίν - Κόταγιαμ και να φτάσει. Η Άμου θα τον κερνούσε ένα φλιτζάνι τσάι. Ή κρέμα ανανά. Με πάγο. Κίτρινη κρέμα σε ένα ποτήρι.
Με τη μακριά σιδερένια κουτάλα, ο Έστθα ανακάτεψε την πηχτή, φρέσκια μαρμελάδα. Ο ετοιμοθάνατος αφρός έφτιαξε καινούργια σχήματα, ετοιμοθάνατα κι αυτά.
Καθώς ο Έστθα ανακάτευε την πηχτή μαρμελάδα, σκέφτηκε Δύο Σκέψεις και οι Δύο Σκέψεις που σκέφτηκε, ήταν αυτές:
α) Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί σε Οποιονδήποτε.
Και
β) Καλύτερα να είναι κανείς προετοιμασμένος.
Αφού, λοιπόν, σκέφτηκε αυτές τις δύο σκέψεις, ο Έστθα Μόνος του ικανοποιήθηκε με τούτο το μικρό κομματάκι σοφίας. Καθώς γύριζε τη ζεστή ροδοκόκκινη μαρμελάδα, ο Έστθα μεταμορφώθηκε σε Μάγο με αχτένιστο τσουλούφι και στραβά δόντια, κι ύστερα σε Μάγισσες από τον Μάκβεθ.
Φωτιά, φούντωσε. Μπανάνες, αφρίστε.
Σιγά σιγά, καθώς ο Έστθα ανακάτευε, η μαρμελάδα μπανάνα έπηζε και κρύωνε. Και η Σκέψη Νούμερο Τρία ανέβηκε ακάλεστη από τα μπεζ μυτερά παπούτσια του.
Η Σκέψη Νούμερο Τρία ήταν:
γ) Μια βάρκα.
Μια βάρκα να περάσει με τα κουπιά στην άλλη όχθη τού ποταμού. Ακάρ. Η Άλλη Μεριά. Μια βάρκα να φορτώσει τις Προμήθειες. Σπίρτα. Ρούχα. Κατσαρολικά. Πράγματα που θα χρειάζονταν και δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν κολυμπώντας.
Μια διάφανη πόρτα έτριξε και η Νεράιδα τού Αεροδρομίου (η Ράχελ) με καρούμπαλα-κέρατα στο κούτελό της και κίτρινα γυαλιά ηλίου με κόκκινους φακούς μπήκε μέσα με τον ήλιο πίσω της. Το εργοστάσιο είχε το χρώμα τού Θυμού. Τα λεμόνια μέσα στην άρμη ήταν κόκκινα. Τα ώριμα μάνγκο ήταν κόκκινα. Το ντουλάπι με τις ετικέτες ήταν κόκκινο.
Η διάφανη πόρτα έκλεισε. Η Ράχελ στάθηκε μέσα στο άδειο εργοστάσιο με το σιντριβάνι της πιασμένο με ένα Love-in-Tokyo.
Πλησίασε τον Έστθα που ήταν σκυμμένος πάνω από την κόκκινη ζεστή μαρμελάδα μέσα στο μαύρο καζάνι.
«Τι θέλεις;» ρώτησε ο Έστθα χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του.
«Τίποτα», είπε η Ράχελ.
«Τότε γιατί ήρθες εδώ;»
Η Ράχελ δεν απάντησε.
Ακολούθησε μια σύντομη, εχθρική σιωπή.
«Γιατί ανακατεύεις τη μαρμελάδα;» ρώτησε η Ράχελ.
«Η Ινδία είναι Ελεύθερη Χώρα», απάντησε ο Έστθα.
Κανείς δεν μπορούσε να το αντικρούσει.
Η Ινδία ήταν Ελεύθερη Χώρα. Μπορούσες να φτιάξεις αλάτι. Ή να ανακατέψεις μαρμελάδες αν ήθελες.
Ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες μπορούσε να περάσει μέσα από τη διάφανη πόρτα όποτε ήθελε.
Αν ήθελε.
Κι η Άμου θα τον κερνούσε κρέμα ανανά. Με πάγο.
Η Ράχελ κάθισε στην άκρη ενός τσιμεντένιου κάδου (με τις δαντέλες τού φουρό της να μουσκεύουν κρεμασμένες ανάμεσα στις πίκλες από ώριμα μάνγκο) και δοκίμασε τις πλαστικές χρωματιστές δαχτυλήθρες. Τρεις χρυσόμυγες πολεμούσαν γενναία εναντίον τής πόρτας, ήθελαν να μπουν μέσα. Κι η Κου Κουβάγια, παρακολουθούσε τη σιωπή που απλώθηκε σαν μελανιά ανάμεσα στα δίδυμα. Τη σιωπή που μύριζε πίκλες. Τα δάχτυλα τής Ράχελ ήταν Κίτρινο Πράσινο Γαλάζιο Κόκκινο Κίτρινο. Η μαρμελάδα του Έστθα είχε ανακατευτεί.
Η Ράχελ σηκώθηκε να φύγει. Για το Μεσημεριανό της Σ-ύπνο.
«Πού πας;»
«Κάπου».
Η Ράχελ έβγαλε τα καινούργια της δάχτυλα και φόρεσε ξανά τα παλιά. Που δεν ήταν κίτρινο πράσινο γαλάζιο κόκκινο και κίτρινο.
«Θα πάω στην Ακάρ», είπε ο Έστθα. Χωρίς να την κοιτάζει. «Στο Σπίτι τής Ιστορίας».
Η Ράχελ σταμάτησε και στράφηκε προς το μέρος του ενώ στην καρδιά της ένα γκρίζο λεπιδόπτερο με ασυνήθιστα πυκνό χνούδι στη ράχη του άπλωσε τα ένοχα φτερά του. Τα άνοιξε αργά αργά. Τα έκλεισε αργά αργά.
«Γιατί;» είπε η Ράχελ. «Γιατί Οτιδήποτε μπορεί να Συμβεί σε Οποιονδήποτε», είπε ο Έστθα. «Καλύτερα να είναι Κανείς Προετοιμασμένος».
Κανείς δεν μπορούσε να το αντικρούσει.
Κανείς δεν πήγαινε πια στο σπίτι τού Κάρι Σάιπου. Ο Βέλια Πάαπεν καμάρωνε πως ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είχε πατήσει το πόδι του στο κατώφλι του. Έλεγε πως ήταν στοιχειωμένο. Είχε διηγηθεί στα δίδυμα την ιστορία τής συνάντησής του με το φάντασμα τού Κάρι Σάιπου. Το είχε συναντήσει δυο χρόνια πριν, είπε. Ο Βέλια Πάαπεν είχε περάσει το ποτάμι ψάχνοντας για μοσχοκάρυδα. Ήθελε να φτιάξει σαλάτα με φρέσκα σκόρδα και μοσχοκάρυδα για την Τσέλα, τη γυναίκα του που έλιωνε από τη φυματίωση. Ξάφνου τού μύρισε καπνός από πούρο (που το γνώρισε αμέσως, γιατί τα ίδια πούρα ακριβώς κάπνιζε κι ο Παπάτσι). Ο Βέλια Πάαπεν έστριψε κι έπεσε με το δρεπάνι του πάνω στη μυρωδιά τού πούρου. Κάρφωσε το φάντασμα στον κορμό ενός καουτσουκόδεντρου, όπου, σύμφωνα με τον Βέλια Πάαπεν, ήταν ακόμα εκεί. Μια μυρωδιά καρφωμένη στο ξύλο που αιμορραγούσε διάφανο αίμα σαν κεχριμπάρι και ζητιάνευε πούρα.
Ο Βέλια Πάαπεν δε βρήκε μοσχοκάρυδα κι αναγκάστηκε να αγοράσει καινούργιο δρεπάνι. Είχε όμως την ικανοποίηση ότι η αστραπιαία αντίδρασή του (παρά το υποθηκευμένο ακόμα μάτι του) και η ετοιμότητά του είχαν γλιτώσει τον κόσμο από το φάντασμα ενός παιδεραστή που διψούσε ακόμα για αίμα.
Φτάνει να μην έπεφτε κανείς στην παγίδα του και το ελευθέρωνε με ένα πούρο.
Αυτό που δεν ήξερε ο Βέλια Πάαπεν (ο οποίος ήξερε σχεδόν τα πάντα) ήταν ότι το σπίτι τού Κάρι Σάιπου ήταν το Σπίτι τής Ιστορίας (τού οποίου οι πόρτες ήταν κλειδωμένες και τα παράθυρα ορθάνοιχτα). Κι ότι μέσα κάθονταν οι πρόγονοι, με ανάσες που μύριζαν παλιούς χάρτες κι είχαν σκληρά νύχια στα δάχτυλα των ποδιών τους. Κάθονταν και ψιθύριζαν στις σαύρες και στα σαμιαμίδια, μέσα στις χαραμάδες των τοίχων. Δεν ήξερε ότι η Ιστορία χρησιμοποιούσε την πίσω βεράντα για να κάνει τις διαπραγματεύσεις της και να εισπράξει όσα τής χρωστούσαν. Ότι η αδυναμία πληρωμής είχε βαρύτατες συνέπειες. Κι ότι τη μέρα που διάλεξε η Ιστορία για να κάνει τον ισολογισμό της, ο Έστθα θα κρατούσε στο χέρι του την απόδειξη για το χρέος που θα πλήρωνε ο Βελούτθα.
Ο Βέλια Πάαπεν δεν είχε ιδέα ότι ο Κάρι Σάιπου ήταν αυτός που έπιανε τα όνειρα και τα ονειρευόταν ξανά. Ότι τα αποσπούσε μέσα από τα κεφάλια των περαστικών, όπως τα παιδιά βουτούν τα κερασάκια από τις τούρτες. Κι ότι τα όνειρα που αγαπούσε περισσότερο απ᾿ όλα, τα όνειρα που τού άρεσε να ονειρεύεται ξανά, ήταν τα τρυφερά όνειρα των διζυγωτικών διδύμων.
Ο κακομοίρης ο Βέλια Πάαπεν, αν το ήξερε πως η Ιστορία είχε διαλέξει αυτόν για βοηθό της, ότι θα ήταν τα δικά του δάκρυα που θα έβαζαν σε κίνηση τον τροχό του Τρόμου, δε θα τριγύριζε καμαρωτός στο Αγιέμενεμ σαν το κοκόρι· δε θα καυχιόταν που είχε διασχίσει το ποτάμι κολυμπώντας, με το δρεπάνι του στα δόντια (ξινή η γεύση τού μετάλλου στη γλώσσα του)· που το είχε αφήσει για μια στιγμή στο χώμα για να ξεπλύνει την άμμο τού ποταμού από το υποθηκευμένο του μάτι (είχε άμμο καμιά φορά το ποτάμι, ιδίως τους βροχερούς μήνες)· που τη στιγμή εκείνη ακριβώς τον χτύπησε στα ρουθούνια η μυρωδιά τού πούρου. Δε θα καμάρωνε που είχε σηκώσει το δρεπάνι του, είχε κάνει στροφή γύρω από τον εαυτό του κι είχε καρφώσει τη μυρωδιά κατάστηθα, φυλακίζοντας το φάντασμα για πάντα πάνω στον κορμό τού δέντρου. Με μία και μόνη, αβίαστη, αθλητική κίνηση.
Όταν κατάλαβε το ρόλο του στα Σχέδια τής Ιστορίας, ήταν πια πολύ αργά για να σβήσει τις πατημασιές του. Είχε σβήσει ο ίδιος τα χνάρια από τις πατημασιές του. Πισωπατώντας με τη σκούπα στο χέρι.
Μέσα στο εργοστάσιο, η σιωπή όρμησε ξανά κι έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά της τα δίδυμα. Αυτήν τη φορά όμως ήταν αλλιώτικη σιωπή. Η σιωπή ενός γέρικου ποταμού. Η σιωπή τού Ψαρά και τής κέρινης γοργόνας.
«Οι κομμουνιστές δεν πιστεύουν στα φαντάσματα», είπε ο Έστθα, λες και συνέχιζαν μια προηγούμενη συζήτηση αναζητώντας λύση στο πρόβλημα των φαντασμάτων. Οι κουβέντες τους ανέβαιναν στην επιφάνεια και χάνονταν ξανά, σαν χείμαρροι των βουνών. Μερικές φορές έφταναν στα αφτιά άλλων ανθρώπων. Μερικές φορές όχι.
«Θα γίνουμε κομμουνιστές;» ρώτησε η Ράχελ.
«Μπορεί. Μπορεί να αναγκαστούμε».
Έστθα-ο-Πρακτικός.
Μακρινές φωνές, ανάκατες με ψίχουλα από την τούρτα, βήματα τού "Γαλανόλευκου Στρατού" που ολοένα πλησίαζαν, ανάγκασαν τούς συντρόφους να σφραγίσουν το μυστικό.
Το έβαλαν στην άρμη, το σφράγισαν και το έβαλαν στη θέση του. Ένα κόκκινο μυστικό σε σχήμα ώριμου μάνγκο μέσα στο βάζο του. Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα μιας Κου Κουβάγιας.
Το Κόκκινο Σχέδιο καταστρώθηκε και συμφωνήθηκε:
Η συντρόφισσα Ράχελ θα πήγαινε για το Μεσημεριανό της Σ-ύπνο και θα έμενε ξύπνια ώσπου να κοιμηθεί η Άμου.
Ο σύντροφος Έστθα θα έβρισκε τη σημαία (εκείνη που η Μπέμπα Κοτσάμα είχε αναγκαστεί να κρατήσει στο χέρι της και να ανεμίσει) και θα την περίμενε δίπλα στο ποτάμι. Κι εκεί θα άρχιζαν να:
προετοιμάζονται για να προετοιμάζονται ώστε να είναι προετοιμασμένοι.
Το παρατημένο νεραϊδένιο φουστάνι ενός παιδιού (λερωμένο στον ποδόγυρο με πίκλες) στεκόταν από μόνο του όρθιο στο πάτωμα της σκοτεινής κρεβατοκάμαρας τής Άμου.
Έξω, ο Αέρας ήταν Ανάλαφρος και Φωτεινός και ζεστός. Η Ράχελ ήταν ξαπλωμένη δίπλα στην Άμου, με το μάτι γαρίδα. Φορούσε μονάχα το βρακάκι που ήταν ασορτί με το φουστάνι τού αεροδρομίου. Μπορούσε να δει το σχέδιο των λουλουδιών — που ήταν κεντημένα σταυροβελονιά — στο μπλε κάλυμμα τού κρεβατιού πάνω στο μάγουλο τής Άμου. Μπορούσε να ακούσει τις μπλε σταυροβελονιές τού απογεύματος.
Τον αργοκίνητο ανεμιστήρα πάνω από το κεφάλι της. Τον ήλιο πίσω από τις κουρτίνες.
Και τη μυρωδιά ενός πανούργου εγγλέζικου φαντάσματος που ήταν καρφωμένο σε ένα καουτσουκόδεντρο και ζητούσε όλο ευγένεια ένα πούρο.
«Μμμ... με συγχωρείτε... Μήπως έχετε, κατά τύχη, κανένα μμμ... πούρο μαζί σας;»
Με τη φωνή καλής κι ευγενικής δασκάλας.
Ω, Θεέ μου.
Κι ο Έστθα να την περιμένει. Δίπλα στο ποτάμι. Κάτω από το δέντρο τού μάνγκο που ο αιδεσιμότατος Ι. Tζov Ίπε είχε φέρει απ᾿ το ταξίδι του στο Μανταλάι.
Πού καθόταν ο Έστθα;
Εκεί όπου κάθονταν πάντα όταν ήταν κάτω από το μάνγκο. Πάνω σε κάτι γκρίζο. Σκεπασμένο από βρύα, κρυμμένο κάτω από τις φτέρες. Κάτι που η γη είχε ζητήσει κι είχε πάρει δικό της. Δεν ήταν κούτσουρο. Ούτε πέτρα...
Πριν αποτελειώσει τη σκέψη της, η Ράχελ είχε σηκωθεί κι έτρεχε.
Μέσα από την κουζίνα, πέρασε δίπλα από την Κότσου Μάρια που κοιμόταν βαθιά. Γεμάτη χοντρές ζάρες, σαν απρόσμενος ρινόκερος με πλισεδένια ποδίτσα.
Πέρασε το εργοστάσιο.
Ξυπόλυτη και παραπατώντας βγήκε στην πράσινη ζέστη, ακολουθούμενη από μια κίτρινη σφήκα.
Ο σύντροφος Έστθα ήταν εκεί. Κάτω από το δέντρο τού μάνγκο. Με την κόκκινη σημαία φυτεμένη στο χώμα δίπλα του. Μια Κινητή Δημοκρατία. Μια Δίδυμη Επανάσταση με Τσουλούφι. Και πού καθόταν;
Πάνω σε κάτι σκεπασμένο με βρύα, σε κάτι κρυμμένο μες στις φτέρες.
Όταν το χτυπούσες, έκανε έναν ήχο κούφιο. Η σιωπή παρουσιάστηκε κι ανέβηκε ψηλά και πετώντας κατέβηκε ξανά, γράφοντας οχτάρια στον αέρα. Δάχτυλα χωρίς χρωματιστές δαχτυλήθρες όρμησαν στις φτέρες, κούνησαν τις πέτρες, καθάρισαν το δρόμο. Ιδρωμένα πιάστηκαν από μια άκρη, να κρατηθούν. Και Εν Δυο Εν.
Τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε μια μέρα.
Ήταν βάρκα. Μια μικρό ξύλινο βαρκάκι.
Η βάρκα όπου καθόταν ο Έστθα και βρήκε η Ράχελ.
Η βάρκα που θα χρησιμοποιούσε η Άμου για να περνάει το ποτάμι. Για να αγαπάει τη νύχτα τον άντρα που τα παιδιά της αγαπούσαν τη μέρα.
Μια βάρκα γκρίζα, τόσο παλιά που είχε βγάλει ρίζες. Σχεδόν.
Ένα γκρίζο, γέρικο βαρκοφυτό. Από κάτω ένα κομμάτι γης, όλο μαραμένα χόρτα, σε σχήμα βάρκας. Ένας κόσμος όλο τρεχαλητά και βιασύνη, κάτω από τη βαρκοσκιά.
Σκοτεινός και στεγνός και δροσερός. Ξέσκεπος τώρα.
Θα τα κατάφερνε όμως το μικρό βαρκάκι; Μήπως παραήταν παλιό; Μήπως παραήταν πεθαμένο; Μήπως η Ακάρ παραήταν μακριά για να τη φτάσει;
Τα δίδυμα από δυο ωάρια κοίταξαν πέρα απ᾿ το ποτάμι τους.
Το ποτάμι Μίνατσαλ.
Γκριζοπράσινο. Με ψάρια μέσα του. Με τον ουρανό και τα δέντρα μέσα του. Και τη νύχτα, το σπασμένο κίτρινο φεγγάρι μέσα του.
Το πρώτο τρίτο τού ποταμού ήταν φίλος τους. Πριν αρχίσουν τα Πραγματικά Βαθιά. Ήξεραν ένα προς ένα τα (δεκατρία) γλιστερά πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη μαλακή λάσπη.
Το πρώτο τρίτο τού ποταμού, λοιπόν, το ήξεραν καλά. Τα άλλα δύο τρίτα λιγότερο.
Το δεύτερο τρίτο ήταν εκεί όπου άρχιζαν τα Πραγματικά Βαθιά. Εκεί όπου το ρεύμα ήταν βαθύ.
Το τρίτο τρίτο ήταν πάλι ρηχά νερά. Καφετιά και θολά νερά.
Τα δίδυμα κολυμπούσαν σαν μικρές φώκιες. Υπό την επίβλεψη τού Τσάκο είχαν περάσει κάμποσες φορές απέναντι κι είχαν γυρίσει λαχανιάζοντας κι αλληθωρίζοντας από την προσπάθεια, κρατώντας μια πέτρα, ένα κλαδάκι ή ένα φύλλο από την Άλλη Μεριά ως απόδειξη τού ηρωισμού τους. Η μέση ωστόσο ενός αξιοσέβαστου ποταμού, ή η Άλλη Μεριά, δεν ήταν μέρη κατάλληλα για μικρά παιδιά. Δεν ήταν μέρη για να Χαζεύουν, να Παίζουν και να Μαθαίνουν Πράγματα. Ο Έστθα και η Ράχελ αντιμετώπιζαν το δεύτερο τρίτο και το τρίτο τρίτο του Μίνατσαλ με το δέοντα σεβασμό. Μπορούσαν να τον περάσουν κολυμπώντας, δεν ήταν δύσκολο. Να τον περάσουν όμως με τη βάρκα φορτωμένη με διάφορα Πράγματα έπρεπε (να προετοιμάζονται ώστε να είναι προετοιμασμένοι).
Κοίταξαν την αντικρινή όχθη. Από το σημείο όπου στέκονταν, δεν μπορούσαν να δουν το Σπίτι τής Ιστορίας. Ήταν μόνο ένα σκοτάδι πέρα από το βούρκο, στην καρδιά τής εγκαταλειμμένης φυτείας καουτσούκ, απ᾿ όπου ανέβαινε κατά κύματα το τερέτισμα τού τζίτζικα.
Ο Έστθα και η Ράχελ σήκωσαν στα χέρια τη μικρή βάρκα και τη μετέφεραν στο νερό. Έμοιαζε ξαφνιασμένη, σαν γερασμένο ψάρι που από το βυθό βρέθηκε ξαφνικά στον αφρό. Επειδή χρειαζόταν επειγόντως το φως τού ήλιου. Ήθελε ξύσιμο και καθάρισμα ίσως, αλλά τίποτα περισσότερο.
Δυο ευτυχισμένες καρδιές ανέβηκαν σαν πολύχρωμοι χαρταετοί στον καταγάλανο ουρανό. Αλλά αμέσως μετά, με ένα σιγανό πράσινο ψίθυρο, το ποτάμι χώθηκε πλατσουρίζοντας στο εσωτερικό τής βάρκας.
Αργά αργά η παλιά βάρκα βούλιαξε και κάθισε στο έκτο σκαλοπάτι. Και δυο δίδυμες καρδιές, γεννημένες από δυο ωάρια, βούλιαξαν μαζί της και κάθισαν στο σκαλοπάτι πάνω από το έκτο.
Σε λίγο, σαν να το ᾿χαν κουβεντιάσει (που δεν το ᾿χαν), τα δίδυμα βάλθηκαν να πλένουν τη βάρκα στο ποτάμι. Οι αραχνιές, η λάσπη, τα βρύα ξεκόλλησαν και τα πήρε το ποτάμι. Όταν καθάρισε, την αναποδογύρισαν και τη σήκωσαν πάνω απ᾿ τα κεφάλια τους. Σαν μεγάλο καπέλο για δυο κεφάλια που έσταζε νερά. Ο Έστθα ξερίζωσε την κόκκινη σημαία.
(Σημείωση δική μου: Στο βιβλίο δεν περιγράφεται με ποιο τρόπο τα δίδυμα έχοντας την βάρκα για καπέλο στα κεφάλια τους, πέρασαν στην απέναντι όχθη τού ποταμού)
Η μικρή κουστωδία (η σημαία, η σφήκα, και η βάρκα με πόδια) άρχισε να προχωράει στο γνώριμο στενό μονοπάτι, ανάμεσα στους θάμνους. Αποφεύγοντας τις τσουκνίδες, τις λακκούβες και τις μυρμηγκοφωλιές.
Το μονοπάτι που προχωρούσε παράλληλα με το ποτάμι, οδηγούσε σε ένα μικρό χορταριασμένο ξέφωτο που είχε τριγύρω του σφιχταγκαλιασμένους κορμούς δέντρων: φοινικιές, κάσιους, μάνγκο. Στην άκρη του, με την πλάτη της στραμμένη στο ποτάμι, ήταν μια χαμηλή καλύβα με τοίχους από πορτοκαλί λατερίτη, χτισμένη με λάσπη. Η αχυρένια στέγη της ακουμπούσε σχεδόν στο χώμα, λες κι αφουγκραζόταν κάποιο μυστικό που έφτανε ψιθυριστά από τα έγκατα τής γης. Οι χαμηλοί τοίχοι τής καλύβας είχαν το ίδιο χρώμα με τη γη, όπου ήταν χτισμένοι. Έμοιαζαν λες κι είχαν φυτρώσει από κάποιο σπόρο σπιτιού, σπαρμένο στο χώμα. Λες και τετράγωνα κομμάτια γης είχαν σηκωθεί κι είχαν φυλακίσει ανάμεσά τους λίγο χώρο. Τρεις ασουλούπωτες μπανανιές υψώνονταν στη μικρή μπροστινή αυλή που ήταν φραγμένη με ψάθες από πλεγμένα φοινικόκλαδα. Η βάρκα-με-πόδια πλησίασε την καλύβα. Ένα σβηστό λαδοφάναρο κρεμόταν στον τοίχο δίπλα στην πόρτα, ενώ ο τοίχος πίσω του ήταν μαυρισμένος από την καπνιά. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Μέσα σκοτάδι. Μια μαύρη κότα πρόβαλε στο κατώφλι. Κι αμέσως ξαναμπήκε στο σπίτι, αδιαφορώντας εντελώς για τις βαρκοεπισκέψεις.
Ο Βελούτθα δεν ήταν στο σπίτι. Ούτε ο Βέλια Πάαπεν. Αλλά κάποιος ήταν.
Μια αντρική φωνή γλιστρούσε από μέσα κι αντηχούσε ολόγυρα· η ηχώ υπογράμμιζε τη μοναξιά της. Η φωνή κραύγαζε το ίδιο πράγμα συνέχεια, ξανά και ξανά. Και κάθε φορά ακουγόταν πιο ψηλή, πιο υστερική. Ήταν έκκληση σε μια παραγινωμένη γκουάβα* που απειλούσε να πέσει από το κλαδί της και να λερώσει το χώμα.
Αυτός που κραύγαζε, ήταν ο Κούταπεν, ο μεγάλος αδερφός τού Βελούτθα. Πριν από δυο χρόνια, εκεί που μάζευε καρύδες, είχε πέσει από το δέντρο κι είχε χτυπήσει στη σπονδυλική του στήλη. Τρεις μήνες μετά το ατύχημα τον έδιωξαν από το κρατικό νοσοκομείο, παράλυτο από τη μέση και κάτω. Οι γιατροί είπαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε παραπάνω γι᾿ αυτόν. Μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, όταν ο αδερφός του έλειπε κι ο πατέρας του έφευγε για τη δουλειά, ο Κούταπεν έμενε ξαπλωμένος ανάσκελα και παρακολουθούσε τη νιότη του να περνάει αδιάφορη και ψηλομύτα, χωρίς να γυρίζει ούτε να τον χαιρετήσει. Όλη τη μέρα ήταν εκεί, ξαπλωμένος, κι άκουγε τη σιωπή των σφιχταγκαλιασμένων δέντρων, με μοναδική του συντροφιά μια αυταρχική μαύρη κότα. Τού έλειπε η μάνα του η Τσέλα, που είχε αφήσει την τελευταία της πνοή στην ίδια εκείνη γωνιά τής κάμαρης όπου ήταν αυτός τώρα ξαπλωμένος. Είχε πεθάνει μ᾿ ένα θάνατο όλο βήχα και πόνο. Ο Κούταπεν θυμόταν ότι τα πόδια της είχαν πεθάνει πολύ πριν από εκείνη. Το δέρμα τους είχε γίνει γκρίζο κι είχε νεκρωθεί. Θυμόταν πόσο φοβισμένος παρακολουθούσε το θάνατο να ανεβαίνει σιγά σιγά στο κορμί της. Από τα πόδια προς τα πάνω. Ο Κούταπεν δεν άφηνε από τα μάτια του τα δικά του παράλυτα πόδια. Με φρίκη που ολοένα μεγάλωνε. Που και που τα χτυπούσε όλο ελπίδα με ένα ραβδί που είχε πάντα δίπλα του για να διώχνει τα φίδια. Δεν ένιωθε τίποτα και μόνο στην όρασή του στήριζε τη βεβαιότητα ότι ήταν ακόμα ενωμένα με το υπόλοιπο σώμα του κι ότι ήταν δικά του.
Μετά το θάνατο τής μάνας του πήρε τη γωνιά της εκείνος. Τη γωνιά που ο Χάρος είχε καταλάβει μέσα στο σπίτι τους για να ταχτοποιεί τούς θανάτους τής οικογένειας. Έτσι φανταζόταν ο Κούταπεν. Μια γωνιά για να μαγειρεύουν, μια για να βάζουν τα ρούχα τους, μια για να τυλίγουν τα στρώματα και μια για να πεθαίνουν.
Αναρωτιόταν πόσο καιρό θα κρατούσε ο δικός του θάνατος. Αναρωτιόταν τι έκαναν με τις υπόλοιπες γωνιές τους οι άνθρωποι που είχαν περισσότερες από τέσσερις στα σπίτια τους. Μήπως είχαν έτσι το ελεύθερο να διαλέξουν σε ποια γωνία θα πέθαιναν;
Ώρες ώρες, ο Κούταπεν έβηχε σαν τη μάνα του και το πάνω μέρος τού κορμιού του σπαρταρούσε σαν ψάρι στο αγκίστρι. Το κάτω μέρος τού κορμιού του έμενε ασάλευτο σαν μολύβι, λες και δεν ήταν δικό του, λες κι ανήκε σε κάποιον άλλο. Σε κάποιον πεθαμένο που η παγιδευμένη του ψυχή δεν τον άφηνε να φύγει.
Σε αντίθεση με τον Βελούτθα, ο Κούταπεν ήταν ένας καλός κι ακίνδυνος Παρουάν. Δεν ήξερε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει. Εκεί όπου ήταν ξαπλωμένος, πάνω στο σκληρό του στρώμα, άχυρα και σκουπιδάκια έπεφταν από τη στέγη πάνω του κι ανακατεύονταν με τον ιδρώτα του. Τις κακές μέρες οι πορτοκαλιοί τοίχοι πιάνονταν απ᾿ τα χέρια και έσκυβαν από πάνω του. Τον εξέταζαν σαν ξεπεσμένοι γιατροί, αργά, εξαντλητικά. Δεν τον άφηναν να ανασάνει. Τόσο που έβαζε τις φωνές. Άλλες φορές πάλι απομακρύνονταν με δική τους πρωτοβουλία και το σπίτι γύρω του μεγάλωνε, γινόταν απέραντο. Τότε τον τρομοκρατούσε ένα άλλο φάντασμα, αυτό της ασημαντότητάς του. Κι αυτό τον έκανε πάλι να ξεφωνίζει.
Η τρέλα παραμόνευε δίπλα του, όπως οι σερβιτόροι στα ακριβά εστιατόρια (να σού ανάψουν το τσιγάρο, να σού γεμίσουν το ποτήρι). Ο Κούταπεν σκεφτόταν με φθόνο τούς τρελούς που μπορούσαν να περπατούν. Δεν αμφέβαλλε στιγμή για τη δικαιοφροσύνη τής συμφωνίας· θα χάριζε τα λογικά του για δυο γερά πόδια.
Τα δίδυμα άφησαν κάτω τη βάρκα. Στο γδούπο της απάντησε μια ξαφνική σιωπή από το εσωτερικό τής καλύβας.
Ο Κούταπεν δεν περίμενε επισκέψεις.
Ο Έστθα και η Ράχελ έσπρωξαν την πόρτα και μπήκαν. Μολονότι ήταν ακόμα παιδιά, αναγκάστηκαν να σκύψουν λιγάκι το κεφάλι για να χωθούν μέσα.
«Εμείς είμαστε». Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και καθαρό. Μύριζε φρέσκο ψάρι με κάρι και καμένα ξύλα. Η ζέστη αγκιστρωνόταν πάνω στα πράγματα, σαν χαμηλός, κρυφός πυρετός. Το δάπεδο όμως, το σκληρό πατημένο χώμα κάτω από τα γυμνά πόδια τής Ράχελ, ήταν δροσερό. Τα στρώματα τού Βέλια Πάαπεν και τού Βελούτθα ήταν τυλιγμένα και μαζεμένα κοντά στον τοίχο. Τα ρούχα κρέμονταν σε ένα τεντωμένο σχοινί. Σε ένα χαμηλό ξύλινο ράφι ήταν αραδιασμένα κάμποσα πήλινα σταμνιά σκεπασμένα, κουτάλια φτιαγμένα από ξύλο καρύδας και τρία εμαγιέ πιάτα με μπλε γραμμές στις μαδημένες άκρες τους. Ένας κανονικός άντρας θα μπορούσε να σταθεί όρθιος μόνο στη μέση τής καλύβας. Άλλη μια χαμηλή πορτούλα έβγαζε στην πίσω αυλή, όπου ήταν φυτεμένες κι άλλες μπανανιές. Πίσω από τα πλατύφυλλα κλαδιά τους γυάλιζε το ποτάμι. Στην πίσω αυλή είχε στήσει ο Βελούτθα το μαραγκούδικό του.
Δεν υπήρχαν ούτε κλειδιά ούτε ντουλάπια για να κλειδώσει. Η μαύρη κότα βγήκε από την πίσω πόρτα κι άρχισε να γρατσουνάει αφηρημένα το χώμα τής πίσω αυλής, όπου τα πριονίδια χόρευαν σαν ξανθιές μπούκλες.
«Άιγιο, Μον! Μολ! Τι να νομίζετε άραγε; Ότι ο Κούταπεν είναι τρελός για δέσιμο!» είπε μια αμήχανη, ασώματη φωνή.
Χρειάστηκαν κάμποσα λεπτά, ώσπου να συνηθίσουν τα μάτια των δίδυμων στο σκοτάδι. Ύστερα το σκοτάδι διαλύθηκε κι ο Κούταπεν πρόβαλε πλαγιασμένος στο στρώμα του, ένα λαμπερό τζίνι μέσα στο μισόφωτο. Τα ασπράδια των ματιών του ήταν σκούρα κίτρινα. Οι πατούσες του (απαλές από τη χρόνια κατάκλιση) έβγαιναν έξω από το σεντόνι που σκέπαζε τα πόδια του. Είχαν ακόμα ένα αχνό πορτοκαλί χρώμα, απ᾿ τα τόσα χρόνια περπάτημα στην κόκκινη λάσπη. Στους αστραγάλους του είχε γκρίζους κάλους από τα σχοινιά που έδεναν οι Παρουάν στα πόδια τους όταν σκαρφάλωναν στις φοινικιές.
Στον τοίχο πίσω του κρεμόταν ένας καλοσυνάτος Χριστός ημερολογίου, με ποντικίσια μαλλιά, κοκκινάδι στα μάγουλα και στα χείλη, και μια εκτυφλωτική, αδαμαντοστόλιστη καρδιά που λαμποκοπούσε μέσα από τα ρούχα του. Το κάτω μέρος τού ημερολογίου (αυτό με τις μέρες και τούς μήνες) είχε φουσκώσει από την υγρασία κι έμοιαζε με φούστα πλισέ. Ο Χριστός με μίνι. Δώδεκα μισοφόρια κάτω από τη φούστα του. Ένα για κάθε μήνα τού χρόνου. Ούτε ένα δεν ήταν σκισμένο.
Υπήρχαν κι άλλα πράγματα από το Σπίτι τού Αγιέμενεμ που τούς τα είχαν δώσει ή τα είχαν μαζέψει από τα σκουπίδια. Πράγματα πλούσια σε ένα σπίτι φτωχό. Ένα ρολόι που δε δούλευε, ένα λουλουδάτο καλάθι αχρήστων από τσίγκο. Οι παλιές μπότες ιππασίας τού Παπάτσι (καφέ με πράσινους λεκέδες μούχλας), με τα καλαπόδια ακόμα χωμένα μέσα τους. Κουτιά από μπισκότα με μεγαλόπρεπες εικόνες στα καπάκια τους: εγγλέζικοι πύργοι και κυρίες με τουαλέτες και μπούκλες. Μια μικρή αφίσα (τής Μπέμπας Κοτσάμα που δεν την ήθελε επειδή είχε χαλάσει στη γωνίτσα από την υγρασία) κρεμόταν δίπλα στον Χριστό. Έδειχνε ένα ξανθό κοριτσάκι που έγραφε ένα γράμμα. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του. Από κάτω έλεγε: Σου Γράφω για να σου πω ότι Μού Λείπεις. Έμοιαζε λες κι είχε κουρευτεί πρόσφατα κι ότι ήταν οι δικές της μπούκλες που χόρευαν στην πίσω αυλή του Βελούτθα.
Τα δίδυμα κάθισαν ανακούρκουδα, σαν ξεσκολισμένοι κουτσομπόληδες στο πατάρι τού Αγιέμενεμ. Κάθισαν αμίλητοι για λίγο. Ο Κούταπεν ντρεπόταν. Τα δίδυμα σκέφτονταν τη βάρκα και τα βαρκοπράγματά της.
«Ήρθε το κοριτσάκι τού Τσάκο Σάαρ;» ρώτησε ο Κούταπεν.
«Μάλλον», απάντησε λακωνικά η Ράχελ.
«Πού είναι;»
«Ποιος ξέρει; Κάπου εδώ γύρω θα είναι. Δεν ξέρουμε».
«Θα μού τη φέρετε να τη δω;»
«Δεν μπορούμε», είπε η Ράχελ.
«Γιατί;»
«Δεν την αφήνουν να βγει απ᾿ το σπίτι. Είναι πολύ ευαίσθητη. Αν λερωθεί, θα πεθάνει».
«Α, μάλιστα».
«Δε μάς αφήνουν να τη φέρουμε εδώ… έτσι κι αλλιώς δεν έχει τίποτα να δεις», διαβεβαίωσε η Ράχελ τον Κούταπεν. «Έχει μαλλιά, πόδια, δόντια —ξέρεις—, τα συνηθισμένα... μόνο που είναι λίγο ψηλή». Κι αυτή ήταν η μοναδική παραχώρηση που ήταν πρόθυμη να κάνει η Ράχελ.
«Αυτό είναι όλο;» είπε ο Κούταπεν μπαίνοντας ευθύς στο νόημα. «Τότε ποιος ο λόγος να τη δω;»
«Κανένας απολύτως», απάντησε η Ράχελ.
«Κούταπα, αν ένα βαρκάκι μπάζει νερά, είναι δύσκολο να φτιαχτεί;» ρώτησε ο Έστθα.
«Δε νομίζω», είπε ο Κούταπεν. «Εξαρτάται, Γιατί, τίνος το βαρκάκι μπάζει νερά;»
«Το δικό μας – αυτό που βρήκαμε. Θες να το δεις;»
Βγήκαν και ξαναμπήκαν κουβαλώντας τη γερασμένη βαρκούλα για να την εξετάσει ο παράλυτος. Την κράτησαν με τα χέρια τους πάνω από το κεφάλι του, σαν σκεπή. Το νερό έσταζε πάνω του.
«Πρώτα πρώτα πρέπει να βρούμε τις τρύπες», είπε ο Κούταπεν. «Ύστερα πρέπει να τις κλείσουμε».
«Μετά να την τρίψουμε με γυαλόχαρτο», είπε ο Έστθα. «Και να τη γυαλίσουμε».
«Μετά να βρούμε κουπιά», είπε η Ράχελ.
«Μετά να βρούμε κουπιά», συμφώνησε ο Έστθα.
«Και μετά φύγαμε», είπε η Ράχελ.
«Πού θα πάτε;» ρώτησε ο Κούταπεν.
«Ε, εδώ κι εκεί», είπε ο Έστθα αδιάφορα.
«Να προσέχετε», είπε ο Κούταπεν. «Αυτό το ποτάμι το δικό μας... δεν είναι πάντα αυτό που παριστάνει ότι είναι».
«Τι παριστάνει ότι είναι;» ρώτησε η Ράχελ.
«Ω… κάνει σαν μικροκαμωμένη γριούλα, που πάει σιγά σιγά στην εκκλησία, φρόνιμη και καθαρούλα... Παριστάνει τη γιαγιά που δεν ανακατεύεται στις δουλειές των άλλων. Που δε σηκώνει τα μάτια της ούτε δεξιά ούτε αριστερά».
«Και στην πραγματικότητα είναι;»
«Ένα ποτάμι άγριο... Το ακούω τις νύχτες – που κυλάει ορμητικά τα νερά του κάτω απ᾿ το φεγγαρόφωτο. Πάντα βιάζεται. Καλύτερα να ᾿χετε τα μάτια σας τέσσερα».
«Και τι τρώει;»
«Τι τρώει; Α... ψητό….. και...»
Έψαξε στο μυαλό του να βρει κάτι εγγλέζικο, να ταΐσει το άγριο ποτάμι.
«Φέτες ανανά», πρότεινε η Ράχελ. «Πολύ σωστά! Ψητό και φέτες ανανά. Και πίνει. Ουίσκι». «Και μπράντι».
«Και μπράντι. Σωστά».
«Και σηκώνει τα μάτια του δεξιά κι αριστερά».
«Σωστά».
«Κι ανακατεύεται στις δουλειές των άλλων»
Ο Εστθάπεν στερέωσε τη μικρή βάρκα στο χώμα με μερικές ξύλινες σφήνες που βρήκε στο μαραγκούδικο τού Βελούτθα, στην πίσω αυλή. Έδωσε στη Ράχελ μια ξύλινη κουτάλα — φτιαγμένη από μισή γυαλισμένη καρύδα κι ένα χερούλι κολλημένο πάνω της.
Τα δίδυμα σκαρφάλωσαν μέσα στη βαρκούλα κι άρχισαν να τραβούν κουπί σκίζοντας ανοιχτές, τρικυμισμένες θάλασσες. Με ένα Τάι τάι τάκα τάι τάι τομ. Κι ένα στολισμένο Χριστό να κοιτάζει.
Είχε περπατήσει πάνω στο νερό. Ίσως. Μπορούσε όμως να κολυμπήσει στη στεριά;
Με ασορτί βρακάκι και σκούρα γυαλιά; Με το σιντριβάνι του πιασμένο με ένα Love-in-Tokyo; Με μυτερά παπούτσια και τσουλούφι; Θα είχε τόση φαντασία;
Ο Βελούτθα γύρισε να ρίξει μια ματιά στον αδερφό του. Άκουσε από μακριά το βραχνό τραγούδι. Παιδικές φωνές που τόνιζαν με ενθουσιασμό τούς σκατολογικούς στίχους.
Ε, κυρ Πίθηκε, πώς ΚΟΚΚΙΝΙΣΕ
Ο ΚΩΛΟΣ σου, για πες;
Πήγα στο Μαδράς να ΧΕΣΩ,
Τον έξυσα και ΜΑΤΩΣΕ!
Προσωρινά, για λίγες μόνο ευτυχισμένες στιγμές, ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες έκλεισε το κίτρινο χαμόγελό του κι έφυγε μακριά. Ο φόβος βούλιαξε και κατακάθισε στον πάτο του ποταμού. Κοιμήθηκε σαν σκυλί. Έτοιμο να πεταχτεί και να αναστατώσει ξανά τα νερά μέσα σε μια στιγμή.
Ο Βελούτθα χαμογέλασε βλέποντας τη μαρξιστική σημαία φυτεμένη μπροστά στην πόρτα του. Έσκυψε για να μπορέσει να μπει στο σπίτι του. Ένας Εσκιμώος των τροπικών. Όταν είδε τα παιδιά, κάτι σφίχτηκε μέσα του. Και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Τα έβλεπε κάθε μέρα. Τα αγαπούσε χωρίς να το ξέρει. Αίφνης όμως κάτι είχε αλλάξει. Τώρα. Αυτό το σφίξιμο δεν το είχε ξανανιώσει.
Τα παιδιά της, τού ψιθύρισε ένας τρελός ψίθυρος.
Τα μάτια της, το στόμα της.
Τα δόντια της.
Το απαλό, λαμπερό της δέρμα.
Έδιωξε θυμωμένος τούτη τη σκέψη απ᾿ το μυαλό του. Μα αυτή ξαναγύρισε και στρογγυλοκάθισε στο κρανίο του πάνω. Σαν σκυλί.
«Μπα μπα!» είπε στους νεαρούς επισκέπτες του. «Ποιοι είναι, παρακαλώ, αυτοί οι μικροί Ψαράδες;» «Έστθαπαπίτσεν Κούταπεν Πέτερ Μον. Κύριος και Κυρία Χαίρωπολύγιατηγνωριμία». Η Ράχελ άπλωσε την κουτάλα της για τη χειραψία.
Ο Βελούτθα την έπιασε και την κούνησε επίσημα. Πρώτα τη δική της κουτάλα, έπειτα τού Έστθα.
«Και πού πηγαίνουν, παρακαλώ, με τη βαρκούλα τους;»
«Στην Αφρική!» φώναξε η Ράχελ.
«Σταμάτα να κραυγάζεις», είπε ο Έστθα.
Ο Βελούτθα περπάτησε γύρω γύρω από τη βάρκα. Τού είπαν που την είχαν βρει.
«Δηλαδή δεν είναι κανενός», είπε η Ράχελ κι η αβεβαιότητα σκοτείνιασε ξαφνικά τη φωνή της. Γιατί τής πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε να είναι ξένη η βάρκα τους. «Πρέπει να το πούμε στην αστυνομία;»
«Μη λες βλακείες», είπε ο Έστθα.
Ο Βελούτθα χτύπησε το ξύλο κι ύστερα έξυσε με το νύχι του λίγη απ᾿ τη γέρικη μπογιά του.
«Καλό ξύλο», είπε.
«Βουλιάζει», είπε ο Έστθα. «Μπάζει νερά».
«Μπορείς να μάς τη φτιάξεις, Βελούτθα;» ρώτησε η Ράχελ.
«Θα δούμε», είπε ο Βελούτθα. «Δε θέλω να παίζετε ανόητα παιχνίδια μες στο ποτάμι».
«Δε θα παίζουμε. Σού δίνουμε το λόγο μας. Θα μπαίνουμε στη βάρκα μόνο όταν θα είσαι κι εσύ μαζί μας».
«Πρώτα πρέπει να βρούμε τις τρύπες...» είπε ο Βελούτθα.
«Και μετά πρέπει να τις κλείσουμε!» κραύγασαν τα δίδυμα με μια φωνή, λες κι ήταν η συνέχεια ενός ποιήματος που το ήξεραν απέξω κι ανακατωτά.
«Πόσο καιρό θα μάς πάρει;» ρώτησε ο Έστθα.
«Μια μέρα», απάντησε ο Βελούτθα.
«Μια μέρα! Νόμιζα πως θα μάς έλεγες κάνα μήνα!»
Έξαλλος από τη χαρά του, ο Έστθα πήδησε στην αγκαλιά τού Βελούτθα, τύλιξε τα πόδια του γύρω από τη μέση του και τον φίλησε.
Το γυαλόχαρτο το έκοψαν ακριβώς στη μέση και τα δίδυμα έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά με απερίγραπτη προσοχή και αφάνταστο ζήλο. Ο κόσμος γύρω τους σταμάτησε να υπάρχει.
Βαρκόσκονη πλημμύρισε το δωμάτιο, κάθισε στα μαλλιά τους και στα φρύδια τους. Κρεμάστηκε πάνω από τον Κούταπεν, σαν σύννεφο. Τύλιξε τον Χριστό, σαν θυμίαμα. Ο Βελούτθα αναγκάστηκε να τούς πάρει με το ζόρι το γυαλόχαρτο μέσα από τα χέρια τους.
«Όχι εδώ», είπε αποφασιστικά. «Έξω».
Σήκωσε τη βάρκα και την κουβάλησε έξω. Τα δίδυμα τον ακολούθησαν χωρίς να αφήσουν από τα μάτια τους τη βάρκα.
Πεινασμένα κουτάβια που λογάριαζαν ότι είχε έρθει η ώρα του φαγητού.
Ο Βελούτθα έστησε τη βάρκα. Τη βάρκα πάνω στην οποία καθόταν ο Έστθα κι είχε βρει η Ράχελ. Τούς έδειξε πώς να τρίβουν το ξύλο, πώς να καταλαβαίνουν προς ποια κατεύθυνση πήγαιναν τα νερά του. Τούς έμαθε να κρατούν το γυαλόχαρτο. Όταν ξαναμπήκε μες στο σπίτι, η μαύρη κότα τον πήρε από πίσω, αποφασισμένη να κρατηθεί μακριά απ᾿ αυτήν τη βάρκα.
Ο Βελούτθα βούτηξε ένα πετσετάκι σε ένα πήλινο σταμνί με νερό. Το έστυψε (με όλη του τη δύναμη, λες κι ήταν το νερό κάποια δυσάρεστη σκέψη που έπρεπε να φύγει) και το έδωσε στον Κούταπεν να σκουπίσει το πρόσωπο και το λαιμό του.
«Είπαν τίποτα;» ρώτησε ο Κούταπεν. «Ότι σε είδαν στη διαδήλωση;»
«Όχι», είπε ο Βελούτθα. «Όχι ακόμα. Θα πουν. Το ξέρουν».
«Σίγουρα;»
Ο Βελούτθα ανασήκωσε τους ώμους και πήρε το πετσετάκι να το πλύνει. Και να το ξεβγάλει. Και να το τρίψει. Και να το στύψει. Σαν να ήταν το γελοίο, ανυπάκουο μυαλό του. Δοκίμασε να τη μισήσει.
Είναι μια απ᾿ αυτούς, είπε στον εαυτό του. Άλλη μια απ᾿ αυτούς.
Δεν μπόρεσε.
Είχε βαθιά λακκάκια όταν χαμογελούσε. Και τα μάτια της ήταν πάντα κάπου αλλού.
Η τρέλα τρύπωσε από μια χαραμάδα μέσα στην Ιστορία. Δε χρειάστηκε παρά μόνο μία στιγμή.
Μετά από μια ώρα τρίψιμο με το γυαλόχαρτο, η Ράχελ θυμήθηκε το Μεσημεριανό της Σ-ύπνο. Τινάχτηκε όρθια κι έφυγε τρέχοντας. Παραπατώντας μέσα στην πράσινη μεσημεριανή ζέστη. Με τον αδελφό της ξοπίσω της και μια κίτρινη σφήκα.
Ελπίζοντας, παρακαλώντας, να μην έχει ξυπνήσει ακόμα η Άμου· να μην έχει δει ότι η κόρη της ήταν φευγάτη.
Γκουάβα: είναι ένα τροπικό φρούτο πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά
9. Το όνειρο τής Άμου
Το μεσημέρι εκείνο η Άμου ταξίδεψε ψηλά με ένα όνειρο. Στον ύπνο της ένας κεφάτος άντρας την κρατούσε αγκαλιά στο φως ενός λαδοφάναρου.
Οι γραμμώσεις των μυώνων στην κοιλιά του σφίχτηκαν και βάθυναν κάτω από το δέρμα του. Σαν τις αυλακιές που χωρίζουν τα τετραγωνάκια σε μια πλάκα σοκολάτας.
Την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του, στο φως ενός λαδοφάναρου. Κι έλαμπε ολόκληρος, λες κι ήταν γυαλισμένος με κερί.
Μπορούσε να αγγίξει το κορμί του ανάλαφρα με τα δάχτυλά της, να νιώσει το απαλό του δέρμα να ανατριχιάζει. Μπορούσε να αφήσει τα δάχτυλά της να συρθούν χαμηλά, στη βάση τής επίπεδης κοιλιάς του. Απρόσεχτα, πάνω από τη γυαλιστερή αυτή πλάκα σοκολάτας. Μπορούσε να σημαδέψει με την ανατριχίλα τα χάδια της πάνω στο κορμί του. Όπως η κιμωλία γράφει στο μαυροπίνακα, όπως η αύρα χαράζει τα χνάρια της πάνω στο ρυζοχώραφο. Μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά, αλλά δεν τα έκανε. Κι εκείνος μπορούσε να την αγγίξει. Αλλά δεν την άγγιξε επειδή στο μισόφωτο, πέρα από το λαδοφάναρο, στις σκιές, ήταν στημένες μεταλλικές πτυσσόμενες καρέκλες, βαλμένες σε κύκλο. Και στις καρέκλες κάθονταν άνθρωποι, με γυαλιά μαύρα στολισμένα με στρας, και τούς παρακολουθούσαν. Κάθονταν όλοι με τα πόδια σταυρωμένα, το αριστερό πάνω από το δεξιό. Κι όλοι κουνούσαν το αριστερό πόδι.
Πίσω από τον κύκλο των καθισμάτων ήταν μια αμμουδιά σπαρμένη με σπασμένα μπουκάλια από μπλε γυαλί. Σιωπηλά τα κύματα έφερναν κι άλλα μπουκάλια για σπάσιμο κι έπαιρναν μαζί τους φεύγοντας τα σπασμένα. Γυαλιά χτυπούσαν πάνω σε γυαλιά. Σε ένα βράχο, έξω στ᾿ ανοιχτά, σε έναν κύκλο από πορφυρό φως, φαινόταν μια κουνιστή πολυθρόνα από μαόνι. Σπασμένη.
Η θάλασσα ήταν μαύρη, ο αφρός πράσινος .
Τα ψάρια τσιμπολογούσαν τα σπασμένα γυαλιά.
Η νύχτα καθόταν με τούς αγκώνες της ακουμπισμένους στο νερό. Αστέρια έπεφταν από ψηλά τινάζοντας πίσω τους μια βροχή από λαμπερές σπίθες.
Πεταλούδες φώτιζαν τον ουρανό. Δεν είχε φεγγάρι.
Το δέρμα του ήταν αλμυρό. Και το δικό της επίσης.
Εκείνος δεν άφηνε ίχνη στην άμμο ούτε κύκλους στο νερό ούτε το είδωλό του στους καθρέφτες.
Εκείνη θα μπορούσε να τον αγγίξει με τα δάχτυλά της, αλλά δεν τον άγγιξε. Μόνο στάθηκαν κοντά κοντά.
Ακίνητοι.
Δέρμα με δέρμα.
Μια σκονισμένη, χρωματιστή αύρα σήκωσε τα μαλλιά της και τα ανέμισε σαν κυματιστή εσάρπα πάνω από τούς ώμους του
Η Άμου πέταξε μέσα στον ύπνο της με βαριά, τρεμάμενα φτερά και σταμάτησε για να ξεκουραστεί ακριβώς κάτω από το δέρμα τού ονείρου της.
Είχε τριαντάφυλλα κεντημένα σταυροβελονιά στο μάγουλό της από το κάλυμμα τού κρεβατιού της.
Ένιωσε τα πρόσωπα των παιδιών της να σκύβουν πάνω από το όνειρό της, σαν δυο μαύρα, ανήσυχα φεγγάρια που περίμεναν να τούς ανοίξει κάποιος να μπουν μέσα.
«Νομίζεις ότι πεθαίνει;» άκουσε τη Ράχελ να ρωτάει τον Έστθα ψιθυριστά.
«Είναι ένας μεσημεριανός εφιάλτης», απάντησε ο Έστθα ο Ακριβής. «Βλέπει πολλά όνειρα».
Ποιος μπορούσε να είναι; Ο Θεός του Χαμού; Ο Θεός των Μικρών Πραγμάτων; Ο Θεός τής Ανατριχίλας και των Απρόσμενων Χαμόγελων;
«Να την ξυπνήσουμε;» ρώτησε ο Έστθα.
Λουρίδες από τον ήλιο τού απογεύματος τρύπωναν κλεφτά στο δωμάτιο μέσα από τις κουρτίνες και έπεφταν στο τρανζιστοράκι τής Άμου που είχε σχήμα μανταρινιού. Στο τρανζιστοράκι που έπαιρνε πάντα μαζί της όταν κατέβαινε στο ποτάμι. (Σχήμα πορτοκαλιού είχε το Πράγμα που κρατούσε ο Έστθα στο Βρώμικο Άλλο Χέρι του, ξαναμπαίνοντας στη σκοτεινή αίθουσα τής Μελωδίας τής ευτυχίας.)
Φωτεινές κορδέλες από ήλιο λαμπύριζαν στα ξεχτένιστα μαλλιά τής Άμου. Περίμενε, κάτω από το δέρμα τού ονείρου της, καθώς δεν ήθελε να αφήσει τα παιδιά της να μπουν μέσα.
«Έχει πει ότι δεν πρέπει να ξυπνάμε απότομα τους ανθρώπους που ονειρεύονται», είπε η Ράχελ. «Έχει πει ότι μπορεί να πάθουν εύκολα Καρδιακή Προσβολή».
Αποφάσισαν μεταξύ τους ότι το καλύτερο ήταν να την ενοχλήσουν σιγανά παρά να την ξυπνήσουν ξαφνικά. Άρχισαν, λοιπόν, να ανοίγουν συρτάρια, να ξεροβήχουν, να ψιθυρίζουν όσο μπορούσαν πιο δυνατά, να μουρμουρίζουν κάποιο τραγουδάκι. Άλλαξαν θέση στα παπούτσια της. Και βρήκαν ένα ντουλάπι που η πόρτα του έτριζε.
Η Άμου, ακίνητη κάτω από το δέρμα τού ονείρου της, παρακολουθούσε τα παιδιά της και πονούσε από την αγάπη της γι᾿ αυτά.
Ο άντρας έσβησε με ένα φύσημα το λαδοφάναρό του και περπάτησε πάνω στα σπασμένα γυαλιά τής αμμουδιάς. Ξεμάκρυνε ανάμεσα στους ίσκιους που μόνο αυτός μπορούσε να δει.
Δεν άφησε χνάρια στην άμμο.
Οι καρέκλες ήταν διπλωμένες. Η μαύρη θάλασσα είχε γαληνέψει. Τα τσαλακωμένα κυματάκια σιδερωμένα. Οι αφροί κλεισμένοι στο μπουκάλι τους. Το μπουκάλι βουλωμένο.
Η νύχτα είχε αναβληθεί μέχρι νεοτέρας.
Η Άμου άνοιξε τα μάτια της.
Ήταν μεγάλο το ταξίδι, από την αγκαλιά τού άντρα ως τα δίδυμα παιδιά της, που δεν έμοιαζαν καθόλου μεταξύ τους.
«Έβλεπες μεσημεριανό εφιάλτη», την πληροφόρησε η κόρη της.
«Δεν ήταν εφιάλτης», είπε η Άμου. «Όνειρο ήταν».
«Ο Έστθα νόμιζε ότι θα πεθάνεις».
«Ήμουν πολύ ευτυχισμένη», είπε η Άμου και συνειδητοποίησε ότι πράγματι ήταν.
«Άμα είσαι ευτυχισμένη στο όνειρό σου, Άμου, μετράει;» ρώτησε ο Έστθα.
«Τι να μετράει;»
«Η ευτυχία αυτή... μετράει;»
Καταλάβαινε πολύ καλά τι τη ρωτούσε ο γιος της με το αχτένιστο τσουλούφι.
Γιατί η αλήθεια είναι ότι μετράει, μόνο ό,τι μετράει.
Η απλή, ακλόνητη σοφία των παιδιών.
Αν φας ψάρι στο όνειρό σου, μετράει; Είναι σαν να έχεις φάει ψάρι στ᾿ αλήθεια;
Ο χαρούμενος άντρας που δεν άφηνε χνάρια πίσω του — αυτός μετρούσε;
Η Άμου άπλωσε το χέρι της στο τρανζιστοράκι της που έμοιαζε με μανταρίνι και το άνοιξε. Έπαιζε ένα τραγούδι από κάποια ταινία που την έλεγαν "Τσεμίν".
Ήταν η ιστορία μιας φτωχής κοπέλας που αναγκάστηκε να παντρευτεί έναν ψαρά από τη γειτονική παραλία, μολονότι αγαπούσε κάποιον άλλον. Όταν ο ψαράς μαθαίνει για τον παλιό αγαπημένο τής γυναίκας που μόλις παντρεύτηκε, ξανοίγεται στη θάλασσα με τη βάρκα του, παρόλο που ξέρει ότι έρχεται καταιγίδα. Είναι σκοτάδι κι ο άνεμος δυναμώνει. Ένας στρόβιλος σηκώνεται μέσα απ᾿ τα βάθη τού ωκεανού. Ακούγεται μουσική τής θύελλας και ο ψαράς βουλιάζει, κατευθείαν στον πάτο της θάλασσας, στη δίνη τού στροβίλου.
Οι εραστές αυτοκτονούν μαζί και τούς βρίσκουν το άλλο πρωί στην αμμουδιά, αγκαλιασμένους. Το κύμα τούς έχει βγάλει έξω. Έτσι πεθαίνουν όλοι. Ο ψαράς, η γυναίκα του, ο αγαπημένος της. Τούς παίρνει όλους η θάλασσα.
Στο μπλε σκοτάδι, το κεντημένο σταυροβελονιά, το στολισμένο με δαντέλες από φως, κάθεται η Άμου, με τριαντάφυλλα κεντημένα σταυροβελονιά στο νυσταγμένο μάγουλό της, με τα δίδυμα (ένα σε κάθε πλευρά της). Κάθεται και τραγουδάει σιγανά μαζί με το τρανζιστοράκι της που μοιάζει με μανταρίνι. Το τραγούδι που τραγουδούσαν οι γυναίκες των ψαράδων στη θλιμμένη νεαρή νύφη, καθώς τής έπλεκαν τα μαλλιά και τη χτένιζαν για να παντρευτεί έναν άντρα που δεν αγαπούσε.
Κάποτε πήγ᾿ ένας ψαράς στη θάλασσα,
Ο ζέφυρος φύσηξε και τη βάρκα του κατάπιε.
Το νεραϊδένιο Φουστάνι για το Αεροδρόμιο ήταν στο πάτωμα, κολλαριστό ακόμα, στηριγμένο στο φουρό του. Έξω, φρεσκοπλυμένα σάρι ξεροψήνονταν στον ήλιο. Ζαχαρί και χρυσά. Πετραδάκια ήταν χωμένα στα στριφώματα και στις κολλαριστές πιέτες τους. Έπρεπε να τα τινάξουν πριν τα διπλώσουν και τα βάλουν στο πανέρι για να τα σιδερώσουν.
Η Άμου πρόσεξε ότι και τα δυο της παιδιά ήταν γεμάτα σκόνη. Σαν δυο διαφορετικά κομμάτια γλυκό πασπαλισμένα με άχνη. Η Ράχελ είχε μια ξανθιά μπούκλα ανάμεσα στις δικές της, τις μαύρες. Μια μπούκλα από την πίσω αυλή τού Βελούτθα. Η Άμου την ξέμπλεξε από τα μαλλιά τής κόρης της.
«Σάς το ᾿χω πει εκατό φορές», είπε. «Δε θέλω να πηγαίνετε στο σπίτι του. Θα ᾿ χουμε μπλεξίματα».
Τι μπλεξίματα, δεν είπε. Δεν ήξερε.
Με κάποιον τρόπο, μη λέγοντας το όνομά του, ένιωσε ότι τον είχε τραβήξει κοντά τους, μέσα στο δικό τους στενό κύκλο, μέσα στο γαλάζιο, αχτένιστο απομεσήμερο, μέσα στο τραγούδι τού μικρού τρανζίστορ που έμοιαζε με μανταρίνι. Μη λέγοντας το όνομά του, ένιωσε ότι μια συμμαχία είχε υπογραφεί ανάμεσα στο Όνειρό της και τον Κόσμο. Κι ότι στην υπογραφή είχαν βοηθήσει, ή θα βοηθούσαν, τα δίδυμα παιδιά της, τα σκεπασμένα με λεπτό σαν αλεύρι πριονίδι.
Ήξερε ποιος ήταν – ο Θεός τού Χαμού, ο Θεός των Μικρών Πραγμάτων. Φυσικά και το ήξερε.
Έκλεισε το τρανζιστοράκι. Μες στη σιωπή τού απογεύματος (που ήταν στολισμένη με δαντέλες από φως), τα παιδιά της χώθηκαν στη ζεστασιά της. Στη μυρωδιά της. Σκέπασαν τα κεφάλια τους με τα μαλλιά της. Ένιωσαν κάπως ότι στον ύπνο της είχε ταξιδέψει μακριά τους. Και τώρα τής ζητούσαν να γυρίσει πίσω, ακουμπώντας τις παλάμες των μικρών χεριών τους κατάσαρκα στη γυμνή κοιλιά της. Τούς άρεσε που το μελαψό τους δέρμα είχε ακριβώς το ίδιο χρώμα με το μελαψό δέρμα τής μάνας τους.
«Έστθα, κοίτα», είπε η Ράχελ τραβολογώντας το απαλό χνούδι που φύτρωνε σε μια γραμμή κάτω από τον αφαλό τής Άμου.
«Εδώ σε κλοτσούσαμε». Ο Έστθα ακολούθησε με το δάχτυλό του μια από τις ασημένιες ραγάδες τής εγκυμοσύνης.
«Στο λεωφορείο ήταν, Άμου;»
«Στο δρόμο τής φυτείας που έχει όλο στροφές;»
«Τότε που ο Μπάμπα αναγκάστηκε να σού κρατάει την κοιλιά;»
«Πληρώσατε εισιτήριο;»
«Σε πονούσαν οι κλοτσιές μας;»
Και με την ίδια αδιάφορη φωνή, η ερώτηση τής Ράχελ: «Λες να έχει χάσει τη διεύθυνσή μας;»
Ο υπαινιγμός μιας παύσης στη ρυθμική ανάσα τής Άμου έκανε τον Έστθα να αγγίξει με το μεσαίο του δάχτυλο το μεσαίο δάχτυλο τής Ράχελ. Και με πιασμένα τα μεσαία τους δάχτυλα, πάνω στην κοιλιά τής όμορφης μητέρας τους, παραιτήθηκαν πια από τις ερωτήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση.
«Αυτή είναι η κλοτσιά τού Έστθα κι αυτή είναι η δική μου», είπε η Ράχελ. «... κι αυτή τού Έστθα κι αυτή δική μου»……….
Μοιράστηκαν μεταξύ τους τις εφτά ραγάδες που είχαν σημαδέψει την κοιλιά τής μάνας τους. Ύστερα η Ράχελ ακούμπησε το στόμα της στο στομάχι τής Άμου και το φίλησε, τραβώντας την απαλή σάρκα ανάμεσα στα χείλη της. Μετά ανασήκωσε το κεφάλι της και θαύμασε το γυαλιστερό, βρεμένο κύκλο από σάλιο και τα αχνά κόκκινα σημάδια από τα δόντια της πάνω στο δέρμα τής μάνας της.
Η Άμου τα ᾿χασε με τη διαφάνεια αυτού τού φιλιού. Ήταν ένα φιλί διάφανο-σαν-κρύσταλλο. Χωρίς ούτε ένα τόσο δα συννεφάκι πάθους ή πόθου – χωρίς αυτά τα δυο σκυλιά που κοιμούνται βαθιά μέσα στα παιδιά και τα περιμένουν να μεγαλώσουν. Ήταν ένα φιλί που δε ζητούσε να πληρωθεί με άλλο φιλί.
Δεν ήταν φιλί συννεφιασμένο, γεμάτο ερωτήσεις που περίμεναν απάντηση. Ήταν σαν τα φιλιά τού χαρούμενου άντρα στα όνειρά της.
Η Άμου βαρέθηκε την κτητική συμπεριφορά τους απέναντί της. Ήθελε πίσω το κορμί της. Δικό της ήταν. Έσπρωξε λιγάκι τα παιδιά της, όπως σπρώχνει η σκύλα τα κουτάβια της όταν δεν τα θέλει άλλο κοντά της. Ανακάθισε κι έδεσε τα μαλλιά της κότσο στο σβέρκο της. Ύστερα σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες.
Λοξό το απογευματινό φως πλημμύρισε το δωμάτιο κι έπεσε πάνω στα δυο παιδιά που κάθονταν ακόμα στο κρεβάτι.
Τα δίδυμα άκουσαν το κλειδί να γυρίζει στην πόρτα που οδηγούσε στο μπάνιο τής Άμου.
Κλικ.
Η Άμου κοιτάχτηκε στο μεγάλο καθρέφτη τής πόρτας και το φάντασμα τού μέλλοντός της παρουσιάστηκε στο πλάι της για να την κοροϊδέψει. Μέσα στην άρμη. Γκρίζο. Με υγρά, θαμπά μάτια. Με τριαντάφυλλα κεντημένα σταυροβελονιά πάνω στο ζαρωμένο, πεσμένο της μάγουλο. Μαραμένα στήθια που κρέμονταν σαν παραγεμισμένες κάλτσες. Στεγνή σαν κόκαλο ανάμεσα στα σκέλια, οι τρίχες τής ήβης της άσπρες. Αραιές. Έμοιαζαν με στραβωμένα συρματάκια.
Δέρμα που ξεφλούδιζε κι έπεφτε σαν χιόνι.
Η Άμου ανατρίχιασε.
Την ανατριχίλα που σού προκαλεί ένα ζεστό απόγευμα η κρύα αίσθηση ότι έχεις ζήσει τη ζωή σου. Ότι το ποτήρι σου δεν έχει πια μέσα παρά μονάχα σκόνη. Ότι ο αέρας, ο ουρανός, τα δέντρα, ο ήλιος, η βροχή, το φως και το σκοτάδι μεταμορφώνονταν αργά αργά σε χώμα. Σε χώμα που θα γέμιζε τα ρουθούνια της, τα πνευμόνια της, το στόμα της. Σε χώμα που θα την τραβούσε και θα την έπνιγε στην αγκαλιά του, αφήνοντας πίσω ένα τίποτα, ένα στριφογυριστό χνάρι, σαν αυτό που αφήνουν τα καβούρια στην άμμο όταν σκάβουν και χώνονται μέσα της.
Η Άμου γδύθηκε κι έβαλε μια κόκκινη οδοντόβουρτσα κάτω από το στήθος της για να δει αν θα στεκόταν. Δε στάθηκε. Όπου άγγιζε το δέρμα της, ένιωθε τη σάρκα της σφιχτή και λεία. Ανάμεσα στα δάχτυλά της οι ρώγες της σηκώθηκαν και σκλήρυναν σαν σκούρα καρύδια. Τις ένιωσε να τραβούν λιγάκι το απαλό δέρμα τού στήθους της. Η λεπτή γραμμή από χνούδι κατέβαινε την καμπύλη τής κοιλιάς της από τον αφαλό της ως το σκοτεινό τρίγωνο ανάμεσα στα πόδια της. Σαν τόξο που δείχνει το δρόμο στο χαμένο ταξιδιώτη. Στον άπειρο εραστή.
Έλυσε τον κότσο της και γύρισε να δει πόσο είχαν μακρύνει τα μαλλιά της. Έπεσαν κύματα και μπούκλες και ατίθασα τσουλούφια —απαλά τα πιο μέσα, τραχιά τα πιο έξω— μέχρι κάτω από τη μέση της, εκεί ακριβώς που άρχιζε η καμπύλη των γοφών της. Έκανε ζέστη μες στο μπάνιο. Μικρές σταγόνες ιδρώτα στόλιζαν σαν διαμάντια το δέρμα της. Μετά βάραιναν και κυλούσαν προς τα κάτω. Ιδρώτας κυλούσε στο αυλάκι τής σπονδυλικής της στήλης. Επιθεώρησε τον ολοστρόγγυλο, βαρύ πισινό της. Δεν ήταν μεγάλος. Δεν ήταν μεγάλος (όπως θα το έθετε ασφαλώς ο Τσάκο-τής-Οξφόρδης). Φαινόταν μεγάλος, επειδή όλο το υπόλοιπο κορμί της ήταν τόσο μικροκαμωμένο. Ο πισινός αυτός δεν ήταν δικός της. Ανήκε σε κάποιο άλλο, πιο αισθησιακό σώμα.
Αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι τα οπίσθιά της μπορούσαν άνετα να στηρίξουν μια οδοντόβουρτσα . Ίσως και δύο. Γέλασε δυνατά, καθώς είδε με τα μάτια τής φαντασίας της τον εαυτό της να βαδίζει γυμνός στους δρόμους τού Αγιέμενεμ με μπόλικες χρωματιστές οδοντόβουρτσες να κρέμονται από τα πισινά της. Κατάπιε αμέσως σχεδόν το γέλιο της. Είδε την τρέλα να ξεφεύγει από το μπουκαλάκι, όπου την είχε φυλακισμένη, και να κάνει θριαμβευτικά πήδους και τούμπες μέσα στο μπάνιο.
Η Άμου φοβόταν την τρέλα.
Η Μαμάτσι έλεγε ότι την είχαν στο αίμα τους. Ότι ερχόταν ξαφνικά κι έπιανε τον άνθρωπο απροετοίμαστο. Ήταν η περίπτωση τού Πάτθιλ Άμαϊ που στα εξήντα πέντε του χρόνια άρχισε να γδύνεται και να τρέχει ολόγυμνος στο ποτάμι, τραγουδώντας στα ψάρια. Ήταν ο Τθάμπι Τσάτσεν που έψαχνε κάθε πρωί τα κακά του με μια βελόνα τού πλεξίματος για να βρει το χρυσό δόντι που είχε καταπιεί πριν από χρόνια. Κι ο δρ Μούτχατσεν που τον πήραν σηκωτό από τον ίδιο του το γάμο.
Θα έλεγαν τάχα οι μελλούμενες γενιές: «Ήταν κι η Άμου η Άμου Ίπε. Παντρεύτηκε κάποιον από τη Βεγγάλη. Τρελάθηκε ολότελα. Πέθανε νέα. Σε μια φτηνή πανσιόν». Ο Τσάκο έλεγε ότι το υψηλό ποσοστό σχιζοφρένειας μεταξύ των Σύρων χριστιανών της Ινδίας ήταν το κόστος που πλήρωναν για την Ενδογαμία. Η Μαμάτσι έλεγε πως δεν ήταν.
Η Άμου μάζεψε τα βαριά μαλλιά της, τα τύλιξε γύρω από το πρόσωπό της και κρυφοκοίταξε ανάμεσα απ᾿ τα τσουλούφια της το δρόμο προς τα Γηρατειά και το Θάνατο. Σαν τούς δήμιους τού Μεσαίωνα που κοίταζαν τούς μελλοθάνατους από τα λοξά σκισίματα τής μυτερής μαύρης κουκούλας τους. Ένας λυγερόκορμος, γυμνός δήμιος με σκούρες ρώγες και βαθιά λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε. Με εφτά ασημένιες ραγάδες στην κοιλιά, από τα δίδυμα παιδιά που γέννησε στο φως των κεριών, ακούγοντας τις ειδήσεις ενός χαμένου πολέμου.
Δεν την τρόμαζε τόσο αυτό που την περίμενε στο τέρμα τού δρόμου όσο ο ίδιος ο δρόμος. Δεν είχε χιλιομετροδείκτες να σημαδεύουν τις αποστάσεις. Δεν είχε δέντρα δεξιά κι αριστερά. Δεν είχε σκιές σπαρμένες στο οδόστρωμα. Δεν είχε πέπλα ομίχλης να χορεύουν από πάνω του. Δεν είχε πουλιά να πετούν κοντά του. Ούτε στροφές ούτε ανηφόρες ούτε κατηφόρες. Τίποτα δεν την εμπόδιζε να βλέπει διαρκώς το τέρμα, ίσια μπροστά της. Κι αυτό ακριβώς ήταν που τη γέμιζε φρίκη. Γιατί η Άμου δεν ήταν από τις γυναίκες που θέλουν να ξέρουν το μέλλον τους. Το φοβόταν πολύ. Αν μπορούσε να κάνει μια μικρή ευχή, θα ευχόταν ίσως να Μην Ξέρει. Να μην ξέρει τι τής φύλαγε η κάθε μέρα. Να μην ξέρει πού θα πήγαινε, πού θα ήταν τον άλλο μήνα, τον άλλο χρόνο. Σε δέκα χρόνια. Να μην ξέρει πού θα την οδηγούσε ο δρόμος της, τι έκρυβε πίσω από κάθε στροφή. Κι η Άμου ήξερε. Ή νόμιζε πως ήξερε, πράγμα που ήταν το ίδιο κακό (γιατί αν φας ψάρι στ᾿ όνειρό σου, είναι σαν να έχεις φάει ψάρι στ᾿ αλήθεια). Κι αυτό που ήξερε η Άμου (ή νόμιζε πως ήξερε), είχε την άνοστη μυρωδιά τής άρμης και τού ξιδιού που ανέβαινε από τούς τσιμεντένιους κάδους τού εργοστασίου Παραντάιζ. Μια μυρωδιά που μάραινε τα νιάτα και σφράγιζε τα μελλούμενα.
Με το κεφάλι της χωμένο στην κουκούλα των μαλλιών της, η Άμου έγειρε κι ακούμπησε στον καθρέφτη προσπαθώντας να κλάψει.
Για τον εαυτό της.
Για τον Θεό των Μικρών Πραγμάτων.
Για τους δυο μικρούς βοηθούς τού ονείρου της, τούς πασπαλισμένους με άχνη.
Οι γραμμώσεις των μυώνων στην κοιλιά του σφίχτηκαν και βάθυναν κάτω από το δέρμα του. Σαν τις αυλακιές που χωρίζουν τα τετραγωνάκια σε μια πλάκα σοκολάτας.
Την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του, στο φως ενός λαδοφάναρου. Κι έλαμπε ολόκληρος, λες κι ήταν γυαλισμένος με κερί.
Μπορούσε να αγγίξει το κορμί του ανάλαφρα με τα δάχτυλά της, να νιώσει το απαλό του δέρμα να ανατριχιάζει. Μπορούσε να αφήσει τα δάχτυλά της να συρθούν χαμηλά, στη βάση τής επίπεδης κοιλιάς του. Απρόσεχτα, πάνω από τη γυαλιστερή αυτή πλάκα σοκολάτας. Μπορούσε να σημαδέψει με την ανατριχίλα τα χάδια της πάνω στο κορμί του. Όπως η κιμωλία γράφει στο μαυροπίνακα, όπως η αύρα χαράζει τα χνάρια της πάνω στο ρυζοχώραφο. Μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά, αλλά δεν τα έκανε. Κι εκείνος μπορούσε να την αγγίξει. Αλλά δεν την άγγιξε επειδή στο μισόφωτο, πέρα από το λαδοφάναρο, στις σκιές, ήταν στημένες μεταλλικές πτυσσόμενες καρέκλες, βαλμένες σε κύκλο. Και στις καρέκλες κάθονταν άνθρωποι, με γυαλιά μαύρα στολισμένα με στρας, και τούς παρακολουθούσαν. Κάθονταν όλοι με τα πόδια σταυρωμένα, το αριστερό πάνω από το δεξιό. Κι όλοι κουνούσαν το αριστερό πόδι.
Πίσω από τον κύκλο των καθισμάτων ήταν μια αμμουδιά σπαρμένη με σπασμένα μπουκάλια από μπλε γυαλί. Σιωπηλά τα κύματα έφερναν κι άλλα μπουκάλια για σπάσιμο κι έπαιρναν μαζί τους φεύγοντας τα σπασμένα. Γυαλιά χτυπούσαν πάνω σε γυαλιά. Σε ένα βράχο, έξω στ᾿ ανοιχτά, σε έναν κύκλο από πορφυρό φως, φαινόταν μια κουνιστή πολυθρόνα από μαόνι. Σπασμένη.
Η θάλασσα ήταν μαύρη, ο αφρός πράσινος .
Τα ψάρια τσιμπολογούσαν τα σπασμένα γυαλιά.
Η νύχτα καθόταν με τούς αγκώνες της ακουμπισμένους στο νερό. Αστέρια έπεφταν από ψηλά τινάζοντας πίσω τους μια βροχή από λαμπερές σπίθες.
Πεταλούδες φώτιζαν τον ουρανό. Δεν είχε φεγγάρι.
Το δέρμα του ήταν αλμυρό. Και το δικό της επίσης.
Εκείνος δεν άφηνε ίχνη στην άμμο ούτε κύκλους στο νερό ούτε το είδωλό του στους καθρέφτες.
Εκείνη θα μπορούσε να τον αγγίξει με τα δάχτυλά της, αλλά δεν τον άγγιξε. Μόνο στάθηκαν κοντά κοντά.
Ακίνητοι.
Δέρμα με δέρμα.
Μια σκονισμένη, χρωματιστή αύρα σήκωσε τα μαλλιά της και τα ανέμισε σαν κυματιστή εσάρπα πάνω από τούς ώμους του
Η Άμου πέταξε μέσα στον ύπνο της με βαριά, τρεμάμενα φτερά και σταμάτησε για να ξεκουραστεί ακριβώς κάτω από το δέρμα τού ονείρου της.
Είχε τριαντάφυλλα κεντημένα σταυροβελονιά στο μάγουλό της από το κάλυμμα τού κρεβατιού της.
Ένιωσε τα πρόσωπα των παιδιών της να σκύβουν πάνω από το όνειρό της, σαν δυο μαύρα, ανήσυχα φεγγάρια που περίμεναν να τούς ανοίξει κάποιος να μπουν μέσα.
«Νομίζεις ότι πεθαίνει;» άκουσε τη Ράχελ να ρωτάει τον Έστθα ψιθυριστά.
«Είναι ένας μεσημεριανός εφιάλτης», απάντησε ο Έστθα ο Ακριβής. «Βλέπει πολλά όνειρα».
Ποιος μπορούσε να είναι; Ο Θεός του Χαμού; Ο Θεός των Μικρών Πραγμάτων; Ο Θεός τής Ανατριχίλας και των Απρόσμενων Χαμόγελων;
«Να την ξυπνήσουμε;» ρώτησε ο Έστθα.
Λουρίδες από τον ήλιο τού απογεύματος τρύπωναν κλεφτά στο δωμάτιο μέσα από τις κουρτίνες και έπεφταν στο τρανζιστοράκι τής Άμου που είχε σχήμα μανταρινιού. Στο τρανζιστοράκι που έπαιρνε πάντα μαζί της όταν κατέβαινε στο ποτάμι. (Σχήμα πορτοκαλιού είχε το Πράγμα που κρατούσε ο Έστθα στο Βρώμικο Άλλο Χέρι του, ξαναμπαίνοντας στη σκοτεινή αίθουσα τής Μελωδίας τής ευτυχίας.)
Φωτεινές κορδέλες από ήλιο λαμπύριζαν στα ξεχτένιστα μαλλιά τής Άμου. Περίμενε, κάτω από το δέρμα τού ονείρου της, καθώς δεν ήθελε να αφήσει τα παιδιά της να μπουν μέσα.
«Έχει πει ότι δεν πρέπει να ξυπνάμε απότομα τους ανθρώπους που ονειρεύονται», είπε η Ράχελ. «Έχει πει ότι μπορεί να πάθουν εύκολα Καρδιακή Προσβολή».
Αποφάσισαν μεταξύ τους ότι το καλύτερο ήταν να την ενοχλήσουν σιγανά παρά να την ξυπνήσουν ξαφνικά. Άρχισαν, λοιπόν, να ανοίγουν συρτάρια, να ξεροβήχουν, να ψιθυρίζουν όσο μπορούσαν πιο δυνατά, να μουρμουρίζουν κάποιο τραγουδάκι. Άλλαξαν θέση στα παπούτσια της. Και βρήκαν ένα ντουλάπι που η πόρτα του έτριζε.
Η Άμου, ακίνητη κάτω από το δέρμα τού ονείρου της, παρακολουθούσε τα παιδιά της και πονούσε από την αγάπη της γι᾿ αυτά.
Ο άντρας έσβησε με ένα φύσημα το λαδοφάναρό του και περπάτησε πάνω στα σπασμένα γυαλιά τής αμμουδιάς. Ξεμάκρυνε ανάμεσα στους ίσκιους που μόνο αυτός μπορούσε να δει.
Δεν άφησε χνάρια στην άμμο.
Οι καρέκλες ήταν διπλωμένες. Η μαύρη θάλασσα είχε γαληνέψει. Τα τσαλακωμένα κυματάκια σιδερωμένα. Οι αφροί κλεισμένοι στο μπουκάλι τους. Το μπουκάλι βουλωμένο.
Η νύχτα είχε αναβληθεί μέχρι νεοτέρας.
Η Άμου άνοιξε τα μάτια της.
Ήταν μεγάλο το ταξίδι, από την αγκαλιά τού άντρα ως τα δίδυμα παιδιά της, που δεν έμοιαζαν καθόλου μεταξύ τους.
«Έβλεπες μεσημεριανό εφιάλτη», την πληροφόρησε η κόρη της.
«Δεν ήταν εφιάλτης», είπε η Άμου. «Όνειρο ήταν».
«Ο Έστθα νόμιζε ότι θα πεθάνεις».
«Ήμουν πολύ ευτυχισμένη», είπε η Άμου και συνειδητοποίησε ότι πράγματι ήταν.
«Άμα είσαι ευτυχισμένη στο όνειρό σου, Άμου, μετράει;» ρώτησε ο Έστθα.
«Τι να μετράει;»
«Η ευτυχία αυτή... μετράει;»
Καταλάβαινε πολύ καλά τι τη ρωτούσε ο γιος της με το αχτένιστο τσουλούφι.
Γιατί η αλήθεια είναι ότι μετράει, μόνο ό,τι μετράει.
Η απλή, ακλόνητη σοφία των παιδιών.
Αν φας ψάρι στο όνειρό σου, μετράει; Είναι σαν να έχεις φάει ψάρι στ᾿ αλήθεια;
Ο χαρούμενος άντρας που δεν άφηνε χνάρια πίσω του — αυτός μετρούσε;
Η Άμου άπλωσε το χέρι της στο τρανζιστοράκι της που έμοιαζε με μανταρίνι και το άνοιξε. Έπαιζε ένα τραγούδι από κάποια ταινία που την έλεγαν "Τσεμίν".
Ήταν η ιστορία μιας φτωχής κοπέλας που αναγκάστηκε να παντρευτεί έναν ψαρά από τη γειτονική παραλία, μολονότι αγαπούσε κάποιον άλλον. Όταν ο ψαράς μαθαίνει για τον παλιό αγαπημένο τής γυναίκας που μόλις παντρεύτηκε, ξανοίγεται στη θάλασσα με τη βάρκα του, παρόλο που ξέρει ότι έρχεται καταιγίδα. Είναι σκοτάδι κι ο άνεμος δυναμώνει. Ένας στρόβιλος σηκώνεται μέσα απ᾿ τα βάθη τού ωκεανού. Ακούγεται μουσική τής θύελλας και ο ψαράς βουλιάζει, κατευθείαν στον πάτο της θάλασσας, στη δίνη τού στροβίλου.
Οι εραστές αυτοκτονούν μαζί και τούς βρίσκουν το άλλο πρωί στην αμμουδιά, αγκαλιασμένους. Το κύμα τούς έχει βγάλει έξω. Έτσι πεθαίνουν όλοι. Ο ψαράς, η γυναίκα του, ο αγαπημένος της. Τούς παίρνει όλους η θάλασσα.
Στο μπλε σκοτάδι, το κεντημένο σταυροβελονιά, το στολισμένο με δαντέλες από φως, κάθεται η Άμου, με τριαντάφυλλα κεντημένα σταυροβελονιά στο νυσταγμένο μάγουλό της, με τα δίδυμα (ένα σε κάθε πλευρά της). Κάθεται και τραγουδάει σιγανά μαζί με το τρανζιστοράκι της που μοιάζει με μανταρίνι. Το τραγούδι που τραγουδούσαν οι γυναίκες των ψαράδων στη θλιμμένη νεαρή νύφη, καθώς τής έπλεκαν τα μαλλιά και τη χτένιζαν για να παντρευτεί έναν άντρα που δεν αγαπούσε.
Κάποτε πήγ᾿ ένας ψαράς στη θάλασσα,
Ο ζέφυρος φύσηξε και τη βάρκα του κατάπιε.
Το νεραϊδένιο Φουστάνι για το Αεροδρόμιο ήταν στο πάτωμα, κολλαριστό ακόμα, στηριγμένο στο φουρό του. Έξω, φρεσκοπλυμένα σάρι ξεροψήνονταν στον ήλιο. Ζαχαρί και χρυσά. Πετραδάκια ήταν χωμένα στα στριφώματα και στις κολλαριστές πιέτες τους. Έπρεπε να τα τινάξουν πριν τα διπλώσουν και τα βάλουν στο πανέρι για να τα σιδερώσουν.
Η Άμου πρόσεξε ότι και τα δυο της παιδιά ήταν γεμάτα σκόνη. Σαν δυο διαφορετικά κομμάτια γλυκό πασπαλισμένα με άχνη. Η Ράχελ είχε μια ξανθιά μπούκλα ανάμεσα στις δικές της, τις μαύρες. Μια μπούκλα από την πίσω αυλή τού Βελούτθα. Η Άμου την ξέμπλεξε από τα μαλλιά τής κόρης της.
«Σάς το ᾿χω πει εκατό φορές», είπε. «Δε θέλω να πηγαίνετε στο σπίτι του. Θα ᾿ χουμε μπλεξίματα».
Τι μπλεξίματα, δεν είπε. Δεν ήξερε.
Με κάποιον τρόπο, μη λέγοντας το όνομά του, ένιωσε ότι τον είχε τραβήξει κοντά τους, μέσα στο δικό τους στενό κύκλο, μέσα στο γαλάζιο, αχτένιστο απομεσήμερο, μέσα στο τραγούδι τού μικρού τρανζίστορ που έμοιαζε με μανταρίνι. Μη λέγοντας το όνομά του, ένιωσε ότι μια συμμαχία είχε υπογραφεί ανάμεσα στο Όνειρό της και τον Κόσμο. Κι ότι στην υπογραφή είχαν βοηθήσει, ή θα βοηθούσαν, τα δίδυμα παιδιά της, τα σκεπασμένα με λεπτό σαν αλεύρι πριονίδι.
Ήξερε ποιος ήταν – ο Θεός τού Χαμού, ο Θεός των Μικρών Πραγμάτων. Φυσικά και το ήξερε.
Έκλεισε το τρανζιστοράκι. Μες στη σιωπή τού απογεύματος (που ήταν στολισμένη με δαντέλες από φως), τα παιδιά της χώθηκαν στη ζεστασιά της. Στη μυρωδιά της. Σκέπασαν τα κεφάλια τους με τα μαλλιά της. Ένιωσαν κάπως ότι στον ύπνο της είχε ταξιδέψει μακριά τους. Και τώρα τής ζητούσαν να γυρίσει πίσω, ακουμπώντας τις παλάμες των μικρών χεριών τους κατάσαρκα στη γυμνή κοιλιά της. Τούς άρεσε που το μελαψό τους δέρμα είχε ακριβώς το ίδιο χρώμα με το μελαψό δέρμα τής μάνας τους.
«Έστθα, κοίτα», είπε η Ράχελ τραβολογώντας το απαλό χνούδι που φύτρωνε σε μια γραμμή κάτω από τον αφαλό τής Άμου.
«Εδώ σε κλοτσούσαμε». Ο Έστθα ακολούθησε με το δάχτυλό του μια από τις ασημένιες ραγάδες τής εγκυμοσύνης.
«Στο λεωφορείο ήταν, Άμου;»
«Στο δρόμο τής φυτείας που έχει όλο στροφές;»
«Τότε που ο Μπάμπα αναγκάστηκε να σού κρατάει την κοιλιά;»
«Πληρώσατε εισιτήριο;»
«Σε πονούσαν οι κλοτσιές μας;»
Και με την ίδια αδιάφορη φωνή, η ερώτηση τής Ράχελ: «Λες να έχει χάσει τη διεύθυνσή μας;»
Ο υπαινιγμός μιας παύσης στη ρυθμική ανάσα τής Άμου έκανε τον Έστθα να αγγίξει με το μεσαίο του δάχτυλο το μεσαίο δάχτυλο τής Ράχελ. Και με πιασμένα τα μεσαία τους δάχτυλα, πάνω στην κοιλιά τής όμορφης μητέρας τους, παραιτήθηκαν πια από τις ερωτήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση.
«Αυτή είναι η κλοτσιά τού Έστθα κι αυτή είναι η δική μου», είπε η Ράχελ. «... κι αυτή τού Έστθα κι αυτή δική μου»……….
Μοιράστηκαν μεταξύ τους τις εφτά ραγάδες που είχαν σημαδέψει την κοιλιά τής μάνας τους. Ύστερα η Ράχελ ακούμπησε το στόμα της στο στομάχι τής Άμου και το φίλησε, τραβώντας την απαλή σάρκα ανάμεσα στα χείλη της. Μετά ανασήκωσε το κεφάλι της και θαύμασε το γυαλιστερό, βρεμένο κύκλο από σάλιο και τα αχνά κόκκινα σημάδια από τα δόντια της πάνω στο δέρμα τής μάνας της.
Η Άμου τα ᾿χασε με τη διαφάνεια αυτού τού φιλιού. Ήταν ένα φιλί διάφανο-σαν-κρύσταλλο. Χωρίς ούτε ένα τόσο δα συννεφάκι πάθους ή πόθου – χωρίς αυτά τα δυο σκυλιά που κοιμούνται βαθιά μέσα στα παιδιά και τα περιμένουν να μεγαλώσουν. Ήταν ένα φιλί που δε ζητούσε να πληρωθεί με άλλο φιλί.
Δεν ήταν φιλί συννεφιασμένο, γεμάτο ερωτήσεις που περίμεναν απάντηση. Ήταν σαν τα φιλιά τού χαρούμενου άντρα στα όνειρά της.
Η Άμου βαρέθηκε την κτητική συμπεριφορά τους απέναντί της. Ήθελε πίσω το κορμί της. Δικό της ήταν. Έσπρωξε λιγάκι τα παιδιά της, όπως σπρώχνει η σκύλα τα κουτάβια της όταν δεν τα θέλει άλλο κοντά της. Ανακάθισε κι έδεσε τα μαλλιά της κότσο στο σβέρκο της. Ύστερα σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες.
Λοξό το απογευματινό φως πλημμύρισε το δωμάτιο κι έπεσε πάνω στα δυο παιδιά που κάθονταν ακόμα στο κρεβάτι.
Τα δίδυμα άκουσαν το κλειδί να γυρίζει στην πόρτα που οδηγούσε στο μπάνιο τής Άμου.
Κλικ.
Η Άμου κοιτάχτηκε στο μεγάλο καθρέφτη τής πόρτας και το φάντασμα τού μέλλοντός της παρουσιάστηκε στο πλάι της για να την κοροϊδέψει. Μέσα στην άρμη. Γκρίζο. Με υγρά, θαμπά μάτια. Με τριαντάφυλλα κεντημένα σταυροβελονιά πάνω στο ζαρωμένο, πεσμένο της μάγουλο. Μαραμένα στήθια που κρέμονταν σαν παραγεμισμένες κάλτσες. Στεγνή σαν κόκαλο ανάμεσα στα σκέλια, οι τρίχες τής ήβης της άσπρες. Αραιές. Έμοιαζαν με στραβωμένα συρματάκια.
Δέρμα που ξεφλούδιζε κι έπεφτε σαν χιόνι.
Η Άμου ανατρίχιασε.
Την ανατριχίλα που σού προκαλεί ένα ζεστό απόγευμα η κρύα αίσθηση ότι έχεις ζήσει τη ζωή σου. Ότι το ποτήρι σου δεν έχει πια μέσα παρά μονάχα σκόνη. Ότι ο αέρας, ο ουρανός, τα δέντρα, ο ήλιος, η βροχή, το φως και το σκοτάδι μεταμορφώνονταν αργά αργά σε χώμα. Σε χώμα που θα γέμιζε τα ρουθούνια της, τα πνευμόνια της, το στόμα της. Σε χώμα που θα την τραβούσε και θα την έπνιγε στην αγκαλιά του, αφήνοντας πίσω ένα τίποτα, ένα στριφογυριστό χνάρι, σαν αυτό που αφήνουν τα καβούρια στην άμμο όταν σκάβουν και χώνονται μέσα της.
Η Άμου γδύθηκε κι έβαλε μια κόκκινη οδοντόβουρτσα κάτω από το στήθος της για να δει αν θα στεκόταν. Δε στάθηκε. Όπου άγγιζε το δέρμα της, ένιωθε τη σάρκα της σφιχτή και λεία. Ανάμεσα στα δάχτυλά της οι ρώγες της σηκώθηκαν και σκλήρυναν σαν σκούρα καρύδια. Τις ένιωσε να τραβούν λιγάκι το απαλό δέρμα τού στήθους της. Η λεπτή γραμμή από χνούδι κατέβαινε την καμπύλη τής κοιλιάς της από τον αφαλό της ως το σκοτεινό τρίγωνο ανάμεσα στα πόδια της. Σαν τόξο που δείχνει το δρόμο στο χαμένο ταξιδιώτη. Στον άπειρο εραστή.
Έλυσε τον κότσο της και γύρισε να δει πόσο είχαν μακρύνει τα μαλλιά της. Έπεσαν κύματα και μπούκλες και ατίθασα τσουλούφια —απαλά τα πιο μέσα, τραχιά τα πιο έξω— μέχρι κάτω από τη μέση της, εκεί ακριβώς που άρχιζε η καμπύλη των γοφών της. Έκανε ζέστη μες στο μπάνιο. Μικρές σταγόνες ιδρώτα στόλιζαν σαν διαμάντια το δέρμα της. Μετά βάραιναν και κυλούσαν προς τα κάτω. Ιδρώτας κυλούσε στο αυλάκι τής σπονδυλικής της στήλης. Επιθεώρησε τον ολοστρόγγυλο, βαρύ πισινό της. Δεν ήταν μεγάλος. Δεν ήταν μεγάλος (όπως θα το έθετε ασφαλώς ο Τσάκο-τής-Οξφόρδης). Φαινόταν μεγάλος, επειδή όλο το υπόλοιπο κορμί της ήταν τόσο μικροκαμωμένο. Ο πισινός αυτός δεν ήταν δικός της. Ανήκε σε κάποιο άλλο, πιο αισθησιακό σώμα.
Αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι τα οπίσθιά της μπορούσαν άνετα να στηρίξουν μια οδοντόβουρτσα . Ίσως και δύο. Γέλασε δυνατά, καθώς είδε με τα μάτια τής φαντασίας της τον εαυτό της να βαδίζει γυμνός στους δρόμους τού Αγιέμενεμ με μπόλικες χρωματιστές οδοντόβουρτσες να κρέμονται από τα πισινά της. Κατάπιε αμέσως σχεδόν το γέλιο της. Είδε την τρέλα να ξεφεύγει από το μπουκαλάκι, όπου την είχε φυλακισμένη, και να κάνει θριαμβευτικά πήδους και τούμπες μέσα στο μπάνιο.
Η Άμου φοβόταν την τρέλα.
Η Μαμάτσι έλεγε ότι την είχαν στο αίμα τους. Ότι ερχόταν ξαφνικά κι έπιανε τον άνθρωπο απροετοίμαστο. Ήταν η περίπτωση τού Πάτθιλ Άμαϊ που στα εξήντα πέντε του χρόνια άρχισε να γδύνεται και να τρέχει ολόγυμνος στο ποτάμι, τραγουδώντας στα ψάρια. Ήταν ο Τθάμπι Τσάτσεν που έψαχνε κάθε πρωί τα κακά του με μια βελόνα τού πλεξίματος για να βρει το χρυσό δόντι που είχε καταπιεί πριν από χρόνια. Κι ο δρ Μούτχατσεν που τον πήραν σηκωτό από τον ίδιο του το γάμο.
Θα έλεγαν τάχα οι μελλούμενες γενιές: «Ήταν κι η Άμου η Άμου Ίπε. Παντρεύτηκε κάποιον από τη Βεγγάλη. Τρελάθηκε ολότελα. Πέθανε νέα. Σε μια φτηνή πανσιόν». Ο Τσάκο έλεγε ότι το υψηλό ποσοστό σχιζοφρένειας μεταξύ των Σύρων χριστιανών της Ινδίας ήταν το κόστος που πλήρωναν για την Ενδογαμία. Η Μαμάτσι έλεγε πως δεν ήταν.
Η Άμου μάζεψε τα βαριά μαλλιά της, τα τύλιξε γύρω από το πρόσωπό της και κρυφοκοίταξε ανάμεσα απ᾿ τα τσουλούφια της το δρόμο προς τα Γηρατειά και το Θάνατο. Σαν τούς δήμιους τού Μεσαίωνα που κοίταζαν τούς μελλοθάνατους από τα λοξά σκισίματα τής μυτερής μαύρης κουκούλας τους. Ένας λυγερόκορμος, γυμνός δήμιος με σκούρες ρώγες και βαθιά λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε. Με εφτά ασημένιες ραγάδες στην κοιλιά, από τα δίδυμα παιδιά που γέννησε στο φως των κεριών, ακούγοντας τις ειδήσεις ενός χαμένου πολέμου.
Δεν την τρόμαζε τόσο αυτό που την περίμενε στο τέρμα τού δρόμου όσο ο ίδιος ο δρόμος. Δεν είχε χιλιομετροδείκτες να σημαδεύουν τις αποστάσεις. Δεν είχε δέντρα δεξιά κι αριστερά. Δεν είχε σκιές σπαρμένες στο οδόστρωμα. Δεν είχε πέπλα ομίχλης να χορεύουν από πάνω του. Δεν είχε πουλιά να πετούν κοντά του. Ούτε στροφές ούτε ανηφόρες ούτε κατηφόρες. Τίποτα δεν την εμπόδιζε να βλέπει διαρκώς το τέρμα, ίσια μπροστά της. Κι αυτό ακριβώς ήταν που τη γέμιζε φρίκη. Γιατί η Άμου δεν ήταν από τις γυναίκες που θέλουν να ξέρουν το μέλλον τους. Το φοβόταν πολύ. Αν μπορούσε να κάνει μια μικρή ευχή, θα ευχόταν ίσως να Μην Ξέρει. Να μην ξέρει τι τής φύλαγε η κάθε μέρα. Να μην ξέρει πού θα πήγαινε, πού θα ήταν τον άλλο μήνα, τον άλλο χρόνο. Σε δέκα χρόνια. Να μην ξέρει πού θα την οδηγούσε ο δρόμος της, τι έκρυβε πίσω από κάθε στροφή. Κι η Άμου ήξερε. Ή νόμιζε πως ήξερε, πράγμα που ήταν το ίδιο κακό (γιατί αν φας ψάρι στ᾿ όνειρό σου, είναι σαν να έχεις φάει ψάρι στ᾿ αλήθεια). Κι αυτό που ήξερε η Άμου (ή νόμιζε πως ήξερε), είχε την άνοστη μυρωδιά τής άρμης και τού ξιδιού που ανέβαινε από τούς τσιμεντένιους κάδους τού εργοστασίου Παραντάιζ. Μια μυρωδιά που μάραινε τα νιάτα και σφράγιζε τα μελλούμενα.
Με το κεφάλι της χωμένο στην κουκούλα των μαλλιών της, η Άμου έγειρε κι ακούμπησε στον καθρέφτη προσπαθώντας να κλάψει.
Για τον εαυτό της.
Για τον Θεό των Μικρών Πραγμάτων.
Για τους δυο μικρούς βοηθούς τού ονείρου της, τούς πασπαλισμένους με άχνη.
10. Το κόστος ζωής
Σαν έκλεισε τα θολά μάτια του το παλιό σπίτι μετά το "Καλώς Όρισες στο σπίτι Αγαπημένη μας Σόφι Μολ", σαν αποκοιμήθηκε, βγήκε η Άμου στην μπροστινή βεράντα. Φορούσε ένα παλιό πουκάμισο τού Τσάκο κι ένα μακρύ άσπρο μεσοφόρι. Περπάτησε για λίγο πάνω-κάτω. Ακούραστη. Σαν ανήμερο θηρίο. Ύστερα κάθισε στην ψάθινη πολυθρόνα κάτω απ᾿ το βαλσαμωμένο κεφάλι τού βίσονα που είχε κουμπιά στη θέση των ματιών και τα πορτρέτα τού Μικρού Ευλογημένου και τής Αλέουτι Αμάτσι που κρέμονταν δεξιά κι αριστερά. Τα δίδυμά της κοιμόνταν, όπως κοιμόνταν όταν ήταν εξαντλημένα με τα μάτια τους μισάνοιχτα, δυο μικρά τέρατα. Αυτό το είχαν πάρει από τον πατέρα τους.
Η Άμου άναψε το τρανζιστοράκι που έμοιαζε με μανταρίνι. Μια αντρική φωνή έτριξε από μέσα του. Ένα εγγλέζικο τραγούδι που δεν το είχε ξανακούσει.
Έμεινε καθισμένη στο σκοτάδι. Μια γυναίκα μόνη, αστραφτερή, να κοιτάζει το περιβολάκι τής πικραμένης και πικρόχολης θείας της και να ακούει ένα μανταρίνι. Μια φωνή από μακριά. Που πετούσε μες στη νύχτα. Που αρμένιζε σε λίμνες και ποτάμια. Πάνω απ᾿ τις κορφές των πυκνόφυλλων δέντρων. Πάνω απ᾿ την κίτρινη εκκλησία. Πάνω απ᾿ το σχολείο. Που ήρθε κι ανέβηκε χοροπηδώντας το βρώμικο δρόμο. Τα σκαλιά τής βεράντας. Δίπλα της.
Αφηρημένη άκουγε τη μελωδία παρακολουθώντας τον ασίγαστο χορό των εντόμων που πετούσαν γύρω από το φως πασχίζοντας να σκοτωθούν.
Τα λόγια τού τραγουδιού εξερράγησαν μέσα στο κεφάλι της.
Μη χάνεις στιγμή
Γυρίζει και μού κάνει
Εξαργύρωσε το όνειρο
Πριν φύγει, πριν χαθεί,
Πριν πεθάνει.
Γιατί αν χάσεις τα όνειρά σου
Θα ᾿χεις χάσει το μυαλό
Και την καρδιά σου.
Η Άμου τράβηξε τα γόνατά της στο στήθος και τα αγκάλιασε. Δεν πίστευε στα αφτιά της. Τη φτηνή σύμπτωση αυτών των στίχων. Κάρφωσε το βλέμμα της αποφασιστικά έξω στον κήπο. Η Κου-Κουβάγια πέρασε πετώντας πάνω από το κεφάλι της, περιπολώντας βουβή μέσα στη νύχτα.
Έμεινε λίγο ακόμα καθισμένη στην ίδια θέση. Το τραγούδι είχε τελειώσει από ώρα. Ύστερα σηκώθηκε ξαφνικά από την πολυθρόνα της και βγήκε από τον κόσμο της, σαν μάγισσα. Πηγαίνοντας αλλού, σε τόπο καλύτερο, πιο ευτυχισμένο.
Περπατούσε γοργά μέσα στο σκοτάδι, σαν έντομο που βρίσκει με μυστήρια σιγουριά το δρόμο του. Ήξερε το μονοπάτι που έβγαζε στο ποτάμι, όπως το ήξεραν και τα παιδιά της. Μπορούσε να το περπατήσει στα τυφλά. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την έκανε να βιάζεται ανάμεσα στους θάμνους. Το περπάτημά της έγινε τρέξιμο. Έφτασε λαχανιασμένη στην όχθη τού Μίνατσαλ. Βαριανασαίνοντας. Κλαίγοντας σχεδόν. Λες κι είχε αργήσει. Λες κι η ζωή της κρεμόταν από αυτό κι έπρεπε να φτάσει στην ώρα της. Λες κι ήξερε ότι ήταν εκεί. Και την περίμενε. Λες κι εκείνος ήξερε ότι θα ερχόταν.
Πράγματι. Το ήξερε.
Το είχε καταλάβει από το απόγευμα. Η γνώση είχε γλιστρήσει μαλακά μέσα του. Ξαφνικά. Δεν είχε βρει την παραμικρή αντίσταση. Σαν την κόψη τού μαχαιριού. Την ίδια στιγμή που η ιστορία γλίστρησε έξω. Τη στιγμή που κρατούσε στην αγκαλιά του τη μικρή της κόρη. Τη στιγμή που τα μάτια της τού είπαν ότι δεν είχε μόνο αυτός δώρα να δώσει. Ότι είχε κι αυτή δώρα να τού χαρίσει. Ότι σε αντάλλαγμα για τα βαρκάκια, τα κουτιά, τούς μικρούς ανεμόμυλους, θα τού έδινε τώρα τα βαθιά λακκάκια στα μάγουλά της, κάθε φορά που θα χαμογελούσε. Το απαλό μελαψό δέρμα της. Τούς αστραφτερούς της ώμους. Τα μάτια της που ήταν πάντα κάπου αλλού.
Δεν ήταν εκεί.
Η Άμου κάθισε στα πέτρινα σκαλιά που κατέβαιναν ως το νερό. Έχωσε το κεφάλι στα χέρια της νιώθοντας ξαφνικά ανόητη για τη σιγουριά της. Γιατί ήταν σίγουρη.
Στη μέση του ποταμού, λίγο πιο κάτω, ο Βελούτθα κολυμπούσε ανάσκελα, κοιτάζοντας τα αστέρια. Ο παράλυτος αδερφός του κι ο μονόφθαλμος πατέρας του είχαν φάει το βραδινό που τούς είχε μαγειρέψει και τώρα κοιμόνταν. Ήταν, λοιπόν, ελεύθερος να κολυμπάει στο ποτάμι και να αφήνει το ρεύμα να τον παρασέρνει. Σαν κορμός δέντρου. Οι φοινικιές έγερναν τα κλαδιά τους στο νερό και τον κοίταζαν να περνάει. Μικρά ψάρια ξεθάρρευαν κι έπαιζαν ναζιάρικα μαζί του. Τον τσιμπούσαν.
Γύρισε μπρούμυτα κι άρχισε να κολυμπάει. Κόντρα στο ρεύμα. Ανηφορίζοντας το ποτάμι. Γύρισε κι έριξε μια τελευταία ματιά στην όχθη, πλέοντας όρθιος μέσα στο νερό, κι ένιωσε ανόητος για τη σιγουριά του. Γιατί ήταν σίγουρος.
Όταν την είδε, η έκρηξη μέσα του λίγο έλειψε να τον πνίξει. Χρειάστηκε να βάλει τα δυνατά του για να μείνει στην επιφάνεια τού νερού. Για να μη βουλιάξει, όρθιος καθώς έπλεε στη μέση τού σκοτεινού ποταμού.
Το κεφάλι της ήταν χωμένο στα χέρια της.
Κάρφωσε τα μάτια του πάνω της. Περίμενε.
Αν ήξερε εκείνη τη στιγμή πως έμπαινε σε μια σήραγγα …..απ᾿ όπου δεν ήξερε αν έβγαινε ζωντανός ή νεκρός, θα γύριζε τάχα να φύγει;
Ίσως.
Ίσως όχι.
Ποιος ξέρει;
Άρχισε να κολυμπάει προς το μέρος της. Ήσυχα. Σκίζοντας το νερό χωρίς βιασύνη. Κόντευε να φτάσει στην όχθη όταν εκείνη σήκωσε το κεφάλι και τον είδε. Τα πόδια του άγγιξαν τη λασπωμένη κοίτη τού ποταμού. Καθώς σηκώθηκε από το σκοτεινό νερό κι ανέβηκε τα πέτρινα σκαλιά, εκείνη είδε πως ο κόσμος, στον οποίο βρίσκονταν, ήταν ο δικός του. Πως ανήκε σ᾿ αυτόν τον κόσμο. Και πως ο κόσμος αυτός τού ανήκε. Το νερό. Η λάσπη. Τα δέντρα. Τα ψάρια. Τα αστέρια. Περπατούσε με τόση ευκολία, με τόση άνεση ανάμεσά τους. Κοιτάζοντάς τον, κατάλαβε την ποιότητα τής ομορφιάς του. Είδε πώς η δουλειά του, τού είχε δώσει σχήμα κι είχε σκαλίσει τη μορφή του. Όπως αυτός έδινε σχήμα και μορφή στο ξύλο. Έτσι και το ξύλο τού είχε δώσει σχήμα και μορφή. Κάθε σανίδι που είχε πλανίσει, κάθε πράγμα που είχε φτιάξει, τον είχαν σφραγίσει. Είχαν αφήσει τα σημάδια τους πάνω του. Τού είχαν δώσει τη δύναμη και τη χάρη.
Φορούσε ένα λεπτό άσπρο πανί, τυλιγμένο στα λαγόνια του, δεμένο ανάμεσα στα μαύρα του πόδια. Τίναξε το νερό από τα μαλλιά του. Μπορούσε να δει το χαμόγελό του στα σκοτεινά. Το λευκό, απρόσμενο χαμόγελο που είχε κουβαλήσει μαζί του από τα παιδικά του χρόνια μέχρι τώρα. Μοναδική αποσκευή.
Κοιτάχτηκαν. Δε σκέφτονταν πια. Ο καιρός τής σκέψης είχε έρθει κι είχε περάσει. Μπροστά τους περίμεναν σπασμένα, στραπατσαρισμένα χαμόγελα. Αλλά αυτά θα ήταν αργότερα.
Αργό Τερα.
Στάθηκε όρθιος μπροστά της με το ποτάμι να στάζει από πάνω του. Εκείνη έμεινε καθισμένη στα σκαλιά, κοιτάζοντάς τον. Το πρόσωπό της χλωμό στο φεγγαρόφωτο. Μια ξαφνική ανατριχίλα σύρθηκε μέσα του. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Ήταν όλα ένα τρομερό λάθος. Την είχε παρεξηγήσει. Όλα τα είχε σκαρώσει η φαντασία του. Ήταν παγίδα. Υπήρχαν άνθρωποι κρυμμένοι στους θάμνους. Παρακολουθούσαν. Κι αυτή ήταν η παγίδα. Πώς ήταν δυνατόν να είναι αλλιώς τα πράγματα; Τον είχαν δει στη διαδήλωση. Προσπάθησε να δώσει στη φωνή του φυσιολογικό, αδιάφορο τόνο. Από τα χείλη του βγήκε ένας βραχνός ψίθυρος. Σαν κρώξιμο.
«Αμουκούτι…. τι είναι;»
Πήγε κοντά του κι ακούμπησε το κορμί της στο δικό του. Αυτός δε σάλεψε. Δεν την άγγιξε. Έτρεμε. Λίγο από κρύο. Λίγο από φόβο. Λίγο από ασυγκράτητο πόθο. Παρά το φόβο, το κορμί του ήταν έτοιμο να αρπάξει το όνειρό του. Την ήθελε. Τώρα αμέσως. Το νερό πάνω του την έβρεξε. Εκείνη τον αγκάλιασε.
Προσπάθησε να σκεφτεί λογικά: Ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί; Θα μπορούσα να χάσω τα πάντα. Τη δουλειά μου. Την οικογένειά μου. Τα προς το ζnv. Τα πάντα.
Εκείνη άκουγε το άγριο σφυροκόπημα τής καρδιάς του. Τον κράτησε ώσπου ησύχασε. Κάπως.
Ξεκούμπωσε το πουκάμισό της. Έμειναν εκεί. Αγκαλιασμένοι. Το δέρμα του ακουμπώντας στο δέρμα της. Το μελαψό κορμί της αγγίζοντας το μαύρο κορμί του. Το απαλό κορμί της αγγίζοντας το σκληρό κορμί του. Τα σφικτά καφετιά της στήθη (που δεν κρατούσαν μια οδοντόβουρτσα) ακουμπώντας το εβένινο στέρνο του. Μύρισε το ποτάμι πάνω του. Μύρισε την ξεχωριστή μυρωδιά των Παρουάν που τόσο αηδίαζε την Μπέμπα Κοτσάμα. Η Άμου έβγαλε τη γλώσσα της και τη γεύτηκε στο λακκάκι, στη βάση τού λαιμού του. Στο λοβό τού αφτιού του. Τράβηξε το κεφάλι του προς τα κάτω και τον φίλησε στο στόμα. Συννεφιασμένο φιλί. Φιλί που γύρευε απάντηση. Τη φίλησε κι εκείνος. Στην αρχή επιφυλακτικά. Ύστερα με βιάση. Ένιωσε το δέρμα των χεριών του. Τραχύ. Ροζιασμένο. Σαν γυαλόχαρτο. Πρόσεχε μην την πονέσει. Εκείνη το ένιωσε ολοκάθαρα πόσο απαλό τού φαινόταν το δέρμα της. Ένιωσε τον εαυτό της μέσα από κείνον. Το δέρμα της. Τον τρόπο που το κορμί της υπήρχε, μόνο όπου εκείνος το άγγιζε. Το υπόλοιπο ήταν καπνός. Τον ένιωσε να τρέμει δίπλα της. Τα χέρια του ακουμπισμένα στους γοφούς της (που μπορούσαν να κρατήσουν στρατιά ολόκληρη από οδοντόβουρτσες) την τραβούσαν προς το μέρος του για να τής δείξουν πόσο πολύ την ήθελε.
Η βιολογία έκανε τη χορογραφία. Ο φόβος συγχρόνισε τα βήματά τους. Υπαγόρευσε το ρυθμό ανάμεσα στα κορμιά τους. Λες κι ήξεραν από τότε πως κάθε ρίγος ηδονής θα το πλήρωναν με τον ανάλογο πόνο. Λες κι ήξεραν από τότε πως όσο περισσότερο προχωρούσαν τόσο περισσότερο θα τιμωρούνταν. Γι᾿ αυτό κρατιόνταν. Βασανίζοντας ο ένας τον άλλον. Κάνοντας βήματα διστακτικά. Δίνοντας λίγο λίγο τον εαυτό τους. Μα έτσι απλώς τα χειροτέρεψαν. Το ρίσκο μεγάλωσε. Μαζί του και το κόστος. Γιατί ίσιωσαν οι πτυχές, κρατήθηκε η βιασύνη που σπρώχνει τούς εραστές τής πρώτης φοράς κι ανέβηκε ο πυρετός τους.
Πίσω τους χτυπούσε ο σφυγμός τού ποταμού που κυλούσε στα σκοτεινά, σπιθίζοντας σαν άγριο μετάξι. Οι κίτρινες καλαμιές έκλαιγαν. Η νύχτα ακούμπησε τούς αγκώνες της στο νερό και έμεινε να τούς κοιτάζει. Ξάπλωσαν κάτω από το μάνγκο, εκεί όπου πρόσφατα μια "Κινητή Δημοκρατία" είχε ξεριζώσει από το χώμα ένα βαρκοφυτό με βαρκολούλουδα και βαρκοκαρπούς. Μια σφήκα. Μια σημαία. Ένα αχτένιστο τσουλούφι. Ένα σιντριβάνι με ένα Love-in-Tokyo.
Ο αεικίνητος, βιαστικός, βουβός μικρόκοσμος τής βάρκας ήταν ήδη φευγάτος.
Οι Άσπροι τερμίτες είχαν ξεκινήσει για τη δουλειά.
Οι Άσπρες πασχαλίτσες είχαν ξεκινήσει για το σπίτι.
Τα Άσπρα σκαθάρια προσπαθούσαν να κρυφτούν απ᾿ το φως.
Η θλιμμένη άσπρη μουσική.
Όλα φευγάτα.
Είχαν φύγει αφήνοντας πίσω τους μια λακκούβα σε σχήμα βάρκας. Μια λακκούβα από γυμνό, στεγνό χώμα. Καθαρό κι έτοιμο για αγάπη. Λες κι η Ράχελ κι ο Εστθάπεν τούς είχαν προετοιμάσει το έδαφος. Λες και ήθελαν να συμβεί αυτό που συνέβη. Οι δίδυμες μαμές του ονείρου τής Άμου.
Η Άμου, γυμνή τώρα, έγειρε πάνω στον Βελούτθα. Το στόμα της, στο στόμα του. Εκείνος τράβηξε τα μαλλιά της και τα άπλωσε γύρω τους, σαν αντίσκηνο. Όπως έκαναν τα παιδιά της όταν ήθελαν να κλείσουν έξω τον υπόλοιπο κόσμο. Γλίστρησε πιο κοντά του, να κάνει τη γνωριμία τού κορμιού του. Να γνωρίσει το λαιμό του. Τις ρώγες του. Το σοκολατένιο στομάχι του. Ρούφηξε τις τελευταίες στάλες τού ποταμού μέσα απ᾿ τον αφαλό του. Πίεσε την κάψα τής στύσης του στα κλειστά της βλέφαρα. Τον γεύτηκε, αλμυρό, στο στόμα της. Εκείνος ανασηκώθηκε και την τράβηξε πάνω του. Ένιωσε την κοιλιά του να σφίγγεται από κάτω της, σκληρή σαν σανίδα. Ένιωσε την υγρασία της να γλιστράει πάνω στο δέρμα του. Πήρε τη ρώγα της στο στόμα του. Το άλλο της στήθος στη ροζιασμένη παλάμη του. Βελούδο μέσα σε ένα γάντι από γυαλόχαρτο.
Τη στιγμή που τον οδήγησε να μπει μέσα της, είδε σαν αστραπή τη νιότη του μπροστά της. Πόσο νέος ήταν. Τη λάμψη τού θαυμασμού στα μάτια του για το μυστικό που είχε αντικρίσει και τού χαμογέλασε σαν να ήταν παιδί της.
Όταν βρέθηκε μέσα της, ο φόβος εκτροχιάστηκε και η βιολογία πήρε τα ηνία. Το κόστος ζωής υψώθηκε κατακόρυφα σε δυσπρόσιτα ύψη. Παρόλο που αργότερα η Μπέμπα Κοτσάμα θα έλεγε ότι το Αντίτιμο που Πλήρωσαν, ήταν πολύ Μικρό.
Ήταν;
Δυο ζωές. Η παιδική ηλικία δύο παιδιών.
Κι ένα μάθημα ιστορίας για τούς μελλοντικούς παραβάτες.
Συννεφιασμένα μάτια καρφώθηκαν σταθερά μέσα σε άλλα μάτια, συννεφιασμένα κι αυτά και μια αστραφτερή γυναίκα άνοιξε και δέχτηκε μέσα της έναν αστραφτερό άντρα. Ήταν βαθιά κι απέραντη, σαν ποτάμι φουσκωμένο. Εκείνος ξανοίχτηκε στα νερά της. Τον ένιωθε που χωνόταν όλο και πιο βαθιά μέσα της. Αλλόφρων. Ξετρελαμένος. ζητώντας να τον αφήσουν να χωθεί πιο βαθιά. Πιο βαθιά. Σταματώντας μόνο όπου τον σταματούσε το κορμί της. Κι όταν άγγιξε τα πιο βαθιά της μύχια, με ένα λυγμό, με έναν τρεμάμενο αναστεναγμό, αφέθηκε και πνίγηκε.
Έγειρε πάνω του. Τα κορμιά τους να γλιστρούν απ᾿ τον ιδρώτα. Ένιωσε το σώμα του να φεύγει μακριά της. Την ανάσα του να γίνεται κανονική. Είδε τα μάτια του να καθαρίζουν. Τής χάιδεψε τα μαλλιά, νιώθοντας πως ο κόμπος που είχε λυθεί μέσα του, ήταν ακόμα σφιγμένος μέσα της. Τρεμάμενος. Απαλά τη γύρισε ανάσκελα. Με το βρεμένο του ρούχο σκούπισε τον ιδρώτα και τις βρωμιές από πάνω της. Πλάγιασε πάνω της, προσέχοντας μην τη στριμώξει με το βάρος του. Μικρές πέτρες κόλλησαν στο δέρμα του κάτω απ᾿ τούς αγκώνες. Φίλησε τα μάτια της. Τα αφτιά της. Τα στήθια της. Την κοιλιά της. Τις εφτά ασημένιες ραγάδες που τής είχαν αφήσει τα δίδυμα. Τη χνουδωτή γραμμή που οδηγούσε από τον αφαλό της στο σκοτεινό τρίγωνο. Τη γραμμή που τού έλεγε πού, τον ήθελε να πάει. Τη μέσα πλευρά των μηρών της, εκεί όπου το δέρμα της ήταν πιο απαλό. Ύστερα τα χέρια τού μαραγκού την έπιασαν από τούς γοφούς και μια Άθικτη γλώσσα άγγιξε το πιο βαθιά κρυμμένο κομμάτι τού εαυτού της. Ήπιε μεγάλες, βαθιές γουλιές από μέσα της.
Χόρεψε γι᾿ αυτόν. Σ᾿ αυτήν τη λακκούβα γης που είχε σχήμα βάρκας. Έζησε.
Την κράτησε στην αγκαλιά του, γέρνοντας την πλάτη του στον κορμό τού μάνγκο, τη στιγμή που εκείνη γελούσε κι έκλαιγε ταυτόχρονα. Κι ύστερα, ακουμπισμένη πάνω του, κοιμήθηκε. Δεν πρέπει να κοιμήθηκε πάνω από πέντε λεπτά αλλά τής φάνηκε αιωνιότητα. Εφτά χρόνια λήθης ξεκόλλησαν από πάνω της και πέταξαν με βαριά, τρεμάμενα φτερά μέσα στους ίσκιους. Σαν τεμπέλικο, θηλυκό ατσάλινο παγόνι. Και στο Δρόμο της η Άμου είδε ένα μικρό, ηλιόλουστο λιβάδι. Κόκκινο χρυσό χορτάρι σπαρμένο με γαλάζιες πεταλούδες. Πίσω του η άβυσσος.
Αργά τρύπωσε ξανά ο τρόμος μέσα του. Γι᾿ αυτό που είχε κάνει. Γι᾿ αυτό που ήξερε ότι θα έκανε ξανά. Και ξανά.
Ξύπνησε από το χτύπο τής καρδιάς του, μέσα στο στήθος του. Χτυπούσε σαν τρελή, λες κι έψαχνε τρόπο να βγει. Να ξεφύγει. Κάποια κρυφή καταπακτή. Τα χέρια του ήταν ακόμα τυλιγμένα γύρω της, ένιωθε τα μπράτσα του να κινούνται, καθώς τα χέρια του έπαιζαν με ένα ξερό φοινικόφυλλο. Η Άμου χαμογέλασε μόνη της, στο σκοτάδι. Σκέφτηκε πόσο αγαπούσε τα μπράτσα του – το σχήμα και τη δύναμή τους. Τη σιγουριά που ένιωθε, ξαπλωμένη στην αγκαλιά του ενώ ήταν το πιο επικίνδυνο μέρος του κόσμου, όπου θα μπορούσε να βρίσκεται.
Δίπλωσε το φόβο του κι έφτιαξε ένα τέλειο τριαντάφυλλο. Το κράτησε στην ανοιχτή του παλάμη για να τής το προσφέρει. Εκείνη το πήρε και το έβαλε στα μαλλιά της.
Κούρνιασε κοντά του, ήθελε να είναι μέσα του, να τον αγγίζει με όλο της το κορμί. Κι εκείνος τη μάζεψε, την έκλεισε στην αγκαλιά του. Αεράκι σηκώθηκε από το ποτάμι και δρόσισε τα ζεστά κορμιά τους.
Ήταν λίγο κρύα. Λίγο υγρή. Λίγο ήσυχη. Η Ατμόσφαιρα.
Μα τι μπορούσαν να πουν;
Μια ώρα αργότερα η Άμου ξεκόλλησε απαλά.
«Πρέπει να φύγω».
Εκείνος δεν είπε τίποτα, δε σάλεψε. Την κοίταζε που ντυνόταν.
Ένα μόνο πράγμα είχε σημασία πια. Ήξεραν ότι αυτό ήταν όλο που μπορούσαν να ζητήσουν ο ένας απ᾿ τον άλλον. Το μόνο πράγμα. Πάντα. Το ήξεραν κι οι δυο.
Ακόμα πιο αργά, τις δεκατρείς νύχτες που ακολούθησαν την πρώτη, ενστικτωδώς κόλλησαν στα Μικρά Πράγματα. Τα Μεγάλα Πράγματα έμειναν να παραμονεύουν κρυμμένα. Ήξεραν πως δεν υπήρχε τόπος γι᾿ αυτούς να πάνε. Δεν είχαν τίποτα. Ούτε μέλλον. Κόλλησαν, λοιπόν, στα μικρά πράγματα.
Γελούσαν με τα τσιμπήματα των μυρμηγκιών στον πισινό τού άλλου. Με τις αδέξιες κάμπιες που γλιστρούσαν κι έπεφταν από την άκρη των φύλλων. Με τα αναποδογυρισμένα σκαθάρια που δεν μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Με τα δυο μικρά ψαράκια που έψαχναν πάντα τον Βελούτθα στη μέση τού ποταμού και τον τσιμπούσαν.
Κάθε φορά που χώριζαν, άλλαζαν μονάχα μια μικρή υπόσχεση μεταξύ τους.
«Αύριο;»
«Αύριο». Ήξεραν ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε μια μέρα. Είχαν δίκιο.
Την πρώτη νύχτα, τη μέρα που έφτασε η Σόφι Μολ, ο Βελούτθα κοίταζε την αγαπημένη του που ντυνόταν. Όταν τέλειωσε, κάθισε ανακούρκουδα μπροστά του. Τον άγγιξε απαλά με τα δάχτυλά της κι άφησε μια γραμμή ανατριχίλας πάνω στο δέρμα του. Σαν τη γραμμή τής κιμωλίας μαυροπίνακα. Σαν τη γραμμή που γράφει το αεράκι σε ένα πράσινο ρυζοχώραφο. Εκείνος πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και το τράβηξε κοντά του. Έκλεισε τα μάτια του και μύρισε το δέρμα της. Η Άμου γέλασε.
Ναι, Μάργκαρετ, είπε με το νου της. Το κάνουμε κι εμείς μεταξύ μας.
Φίλησε τα κλειστά του μάτια και σηκώθηκε. Ο Βελούτθα, με την πλάτη ακουμπισμένη στο μάνγκο, την είδε να φεύγει.
Είχε ένα μαραμένο ρόδο στα μαλλιά της.
Στράφηκε προς το μέρος του και ξανάπε, άλλη μια φορά:
Αύριο.
Η Άμου άναψε το τρανζιστοράκι που έμοιαζε με μανταρίνι. Μια αντρική φωνή έτριξε από μέσα του. Ένα εγγλέζικο τραγούδι που δεν το είχε ξανακούσει.
Έμεινε καθισμένη στο σκοτάδι. Μια γυναίκα μόνη, αστραφτερή, να κοιτάζει το περιβολάκι τής πικραμένης και πικρόχολης θείας της και να ακούει ένα μανταρίνι. Μια φωνή από μακριά. Που πετούσε μες στη νύχτα. Που αρμένιζε σε λίμνες και ποτάμια. Πάνω απ᾿ τις κορφές των πυκνόφυλλων δέντρων. Πάνω απ᾿ την κίτρινη εκκλησία. Πάνω απ᾿ το σχολείο. Που ήρθε κι ανέβηκε χοροπηδώντας το βρώμικο δρόμο. Τα σκαλιά τής βεράντας. Δίπλα της.
Αφηρημένη άκουγε τη μελωδία παρακολουθώντας τον ασίγαστο χορό των εντόμων που πετούσαν γύρω από το φως πασχίζοντας να σκοτωθούν.
Τα λόγια τού τραγουδιού εξερράγησαν μέσα στο κεφάλι της.
Μη χάνεις στιγμή
Γυρίζει και μού κάνει
Εξαργύρωσε το όνειρο
Πριν φύγει, πριν χαθεί,
Πριν πεθάνει.
Γιατί αν χάσεις τα όνειρά σου
Θα ᾿χεις χάσει το μυαλό
Και την καρδιά σου.
Η Άμου τράβηξε τα γόνατά της στο στήθος και τα αγκάλιασε. Δεν πίστευε στα αφτιά της. Τη φτηνή σύμπτωση αυτών των στίχων. Κάρφωσε το βλέμμα της αποφασιστικά έξω στον κήπο. Η Κου-Κουβάγια πέρασε πετώντας πάνω από το κεφάλι της, περιπολώντας βουβή μέσα στη νύχτα.
Έμεινε λίγο ακόμα καθισμένη στην ίδια θέση. Το τραγούδι είχε τελειώσει από ώρα. Ύστερα σηκώθηκε ξαφνικά από την πολυθρόνα της και βγήκε από τον κόσμο της, σαν μάγισσα. Πηγαίνοντας αλλού, σε τόπο καλύτερο, πιο ευτυχισμένο.
Περπατούσε γοργά μέσα στο σκοτάδι, σαν έντομο που βρίσκει με μυστήρια σιγουριά το δρόμο του. Ήξερε το μονοπάτι που έβγαζε στο ποτάμι, όπως το ήξεραν και τα παιδιά της. Μπορούσε να το περπατήσει στα τυφλά. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την έκανε να βιάζεται ανάμεσα στους θάμνους. Το περπάτημά της έγινε τρέξιμο. Έφτασε λαχανιασμένη στην όχθη τού Μίνατσαλ. Βαριανασαίνοντας. Κλαίγοντας σχεδόν. Λες κι είχε αργήσει. Λες κι η ζωή της κρεμόταν από αυτό κι έπρεπε να φτάσει στην ώρα της. Λες κι ήξερε ότι ήταν εκεί. Και την περίμενε. Λες κι εκείνος ήξερε ότι θα ερχόταν.
Πράγματι. Το ήξερε.
Το είχε καταλάβει από το απόγευμα. Η γνώση είχε γλιστρήσει μαλακά μέσα του. Ξαφνικά. Δεν είχε βρει την παραμικρή αντίσταση. Σαν την κόψη τού μαχαιριού. Την ίδια στιγμή που η ιστορία γλίστρησε έξω. Τη στιγμή που κρατούσε στην αγκαλιά του τη μικρή της κόρη. Τη στιγμή που τα μάτια της τού είπαν ότι δεν είχε μόνο αυτός δώρα να δώσει. Ότι είχε κι αυτή δώρα να τού χαρίσει. Ότι σε αντάλλαγμα για τα βαρκάκια, τα κουτιά, τούς μικρούς ανεμόμυλους, θα τού έδινε τώρα τα βαθιά λακκάκια στα μάγουλά της, κάθε φορά που θα χαμογελούσε. Το απαλό μελαψό δέρμα της. Τούς αστραφτερούς της ώμους. Τα μάτια της που ήταν πάντα κάπου αλλού.
Δεν ήταν εκεί.
Η Άμου κάθισε στα πέτρινα σκαλιά που κατέβαιναν ως το νερό. Έχωσε το κεφάλι στα χέρια της νιώθοντας ξαφνικά ανόητη για τη σιγουριά της. Γιατί ήταν σίγουρη.
Στη μέση του ποταμού, λίγο πιο κάτω, ο Βελούτθα κολυμπούσε ανάσκελα, κοιτάζοντας τα αστέρια. Ο παράλυτος αδερφός του κι ο μονόφθαλμος πατέρας του είχαν φάει το βραδινό που τούς είχε μαγειρέψει και τώρα κοιμόνταν. Ήταν, λοιπόν, ελεύθερος να κολυμπάει στο ποτάμι και να αφήνει το ρεύμα να τον παρασέρνει. Σαν κορμός δέντρου. Οι φοινικιές έγερναν τα κλαδιά τους στο νερό και τον κοίταζαν να περνάει. Μικρά ψάρια ξεθάρρευαν κι έπαιζαν ναζιάρικα μαζί του. Τον τσιμπούσαν.
Γύρισε μπρούμυτα κι άρχισε να κολυμπάει. Κόντρα στο ρεύμα. Ανηφορίζοντας το ποτάμι. Γύρισε κι έριξε μια τελευταία ματιά στην όχθη, πλέοντας όρθιος μέσα στο νερό, κι ένιωσε ανόητος για τη σιγουριά του. Γιατί ήταν σίγουρος.
Όταν την είδε, η έκρηξη μέσα του λίγο έλειψε να τον πνίξει. Χρειάστηκε να βάλει τα δυνατά του για να μείνει στην επιφάνεια τού νερού. Για να μη βουλιάξει, όρθιος καθώς έπλεε στη μέση τού σκοτεινού ποταμού.
Το κεφάλι της ήταν χωμένο στα χέρια της.
Κάρφωσε τα μάτια του πάνω της. Περίμενε.
Αν ήξερε εκείνη τη στιγμή πως έμπαινε σε μια σήραγγα …..απ᾿ όπου δεν ήξερε αν έβγαινε ζωντανός ή νεκρός, θα γύριζε τάχα να φύγει;
Ίσως.
Ίσως όχι.
Ποιος ξέρει;
Άρχισε να κολυμπάει προς το μέρος της. Ήσυχα. Σκίζοντας το νερό χωρίς βιασύνη. Κόντευε να φτάσει στην όχθη όταν εκείνη σήκωσε το κεφάλι και τον είδε. Τα πόδια του άγγιξαν τη λασπωμένη κοίτη τού ποταμού. Καθώς σηκώθηκε από το σκοτεινό νερό κι ανέβηκε τα πέτρινα σκαλιά, εκείνη είδε πως ο κόσμος, στον οποίο βρίσκονταν, ήταν ο δικός του. Πως ανήκε σ᾿ αυτόν τον κόσμο. Και πως ο κόσμος αυτός τού ανήκε. Το νερό. Η λάσπη. Τα δέντρα. Τα ψάρια. Τα αστέρια. Περπατούσε με τόση ευκολία, με τόση άνεση ανάμεσά τους. Κοιτάζοντάς τον, κατάλαβε την ποιότητα τής ομορφιάς του. Είδε πώς η δουλειά του, τού είχε δώσει σχήμα κι είχε σκαλίσει τη μορφή του. Όπως αυτός έδινε σχήμα και μορφή στο ξύλο. Έτσι και το ξύλο τού είχε δώσει σχήμα και μορφή. Κάθε σανίδι που είχε πλανίσει, κάθε πράγμα που είχε φτιάξει, τον είχαν σφραγίσει. Είχαν αφήσει τα σημάδια τους πάνω του. Τού είχαν δώσει τη δύναμη και τη χάρη.
Φορούσε ένα λεπτό άσπρο πανί, τυλιγμένο στα λαγόνια του, δεμένο ανάμεσα στα μαύρα του πόδια. Τίναξε το νερό από τα μαλλιά του. Μπορούσε να δει το χαμόγελό του στα σκοτεινά. Το λευκό, απρόσμενο χαμόγελο που είχε κουβαλήσει μαζί του από τα παιδικά του χρόνια μέχρι τώρα. Μοναδική αποσκευή.
Κοιτάχτηκαν. Δε σκέφτονταν πια. Ο καιρός τής σκέψης είχε έρθει κι είχε περάσει. Μπροστά τους περίμεναν σπασμένα, στραπατσαρισμένα χαμόγελα. Αλλά αυτά θα ήταν αργότερα.
Αργό Τερα.
Στάθηκε όρθιος μπροστά της με το ποτάμι να στάζει από πάνω του. Εκείνη έμεινε καθισμένη στα σκαλιά, κοιτάζοντάς τον. Το πρόσωπό της χλωμό στο φεγγαρόφωτο. Μια ξαφνική ανατριχίλα σύρθηκε μέσα του. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Ήταν όλα ένα τρομερό λάθος. Την είχε παρεξηγήσει. Όλα τα είχε σκαρώσει η φαντασία του. Ήταν παγίδα. Υπήρχαν άνθρωποι κρυμμένοι στους θάμνους. Παρακολουθούσαν. Κι αυτή ήταν η παγίδα. Πώς ήταν δυνατόν να είναι αλλιώς τα πράγματα; Τον είχαν δει στη διαδήλωση. Προσπάθησε να δώσει στη φωνή του φυσιολογικό, αδιάφορο τόνο. Από τα χείλη του βγήκε ένας βραχνός ψίθυρος. Σαν κρώξιμο.
«Αμουκούτι…. τι είναι;»
Πήγε κοντά του κι ακούμπησε το κορμί της στο δικό του. Αυτός δε σάλεψε. Δεν την άγγιξε. Έτρεμε. Λίγο από κρύο. Λίγο από φόβο. Λίγο από ασυγκράτητο πόθο. Παρά το φόβο, το κορμί του ήταν έτοιμο να αρπάξει το όνειρό του. Την ήθελε. Τώρα αμέσως. Το νερό πάνω του την έβρεξε. Εκείνη τον αγκάλιασε.
Προσπάθησε να σκεφτεί λογικά: Ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί; Θα μπορούσα να χάσω τα πάντα. Τη δουλειά μου. Την οικογένειά μου. Τα προς το ζnv. Τα πάντα.
Εκείνη άκουγε το άγριο σφυροκόπημα τής καρδιάς του. Τον κράτησε ώσπου ησύχασε. Κάπως.
Ξεκούμπωσε το πουκάμισό της. Έμειναν εκεί. Αγκαλιασμένοι. Το δέρμα του ακουμπώντας στο δέρμα της. Το μελαψό κορμί της αγγίζοντας το μαύρο κορμί του. Το απαλό κορμί της αγγίζοντας το σκληρό κορμί του. Τα σφικτά καφετιά της στήθη (που δεν κρατούσαν μια οδοντόβουρτσα) ακουμπώντας το εβένινο στέρνο του. Μύρισε το ποτάμι πάνω του. Μύρισε την ξεχωριστή μυρωδιά των Παρουάν που τόσο αηδίαζε την Μπέμπα Κοτσάμα. Η Άμου έβγαλε τη γλώσσα της και τη γεύτηκε στο λακκάκι, στη βάση τού λαιμού του. Στο λοβό τού αφτιού του. Τράβηξε το κεφάλι του προς τα κάτω και τον φίλησε στο στόμα. Συννεφιασμένο φιλί. Φιλί που γύρευε απάντηση. Τη φίλησε κι εκείνος. Στην αρχή επιφυλακτικά. Ύστερα με βιάση. Ένιωσε το δέρμα των χεριών του. Τραχύ. Ροζιασμένο. Σαν γυαλόχαρτο. Πρόσεχε μην την πονέσει. Εκείνη το ένιωσε ολοκάθαρα πόσο απαλό τού φαινόταν το δέρμα της. Ένιωσε τον εαυτό της μέσα από κείνον. Το δέρμα της. Τον τρόπο που το κορμί της υπήρχε, μόνο όπου εκείνος το άγγιζε. Το υπόλοιπο ήταν καπνός. Τον ένιωσε να τρέμει δίπλα της. Τα χέρια του ακουμπισμένα στους γοφούς της (που μπορούσαν να κρατήσουν στρατιά ολόκληρη από οδοντόβουρτσες) την τραβούσαν προς το μέρος του για να τής δείξουν πόσο πολύ την ήθελε.
Η βιολογία έκανε τη χορογραφία. Ο φόβος συγχρόνισε τα βήματά τους. Υπαγόρευσε το ρυθμό ανάμεσα στα κορμιά τους. Λες κι ήξεραν από τότε πως κάθε ρίγος ηδονής θα το πλήρωναν με τον ανάλογο πόνο. Λες κι ήξεραν από τότε πως όσο περισσότερο προχωρούσαν τόσο περισσότερο θα τιμωρούνταν. Γι᾿ αυτό κρατιόνταν. Βασανίζοντας ο ένας τον άλλον. Κάνοντας βήματα διστακτικά. Δίνοντας λίγο λίγο τον εαυτό τους. Μα έτσι απλώς τα χειροτέρεψαν. Το ρίσκο μεγάλωσε. Μαζί του και το κόστος. Γιατί ίσιωσαν οι πτυχές, κρατήθηκε η βιασύνη που σπρώχνει τούς εραστές τής πρώτης φοράς κι ανέβηκε ο πυρετός τους.
Πίσω τους χτυπούσε ο σφυγμός τού ποταμού που κυλούσε στα σκοτεινά, σπιθίζοντας σαν άγριο μετάξι. Οι κίτρινες καλαμιές έκλαιγαν. Η νύχτα ακούμπησε τούς αγκώνες της στο νερό και έμεινε να τούς κοιτάζει. Ξάπλωσαν κάτω από το μάνγκο, εκεί όπου πρόσφατα μια "Κινητή Δημοκρατία" είχε ξεριζώσει από το χώμα ένα βαρκοφυτό με βαρκολούλουδα και βαρκοκαρπούς. Μια σφήκα. Μια σημαία. Ένα αχτένιστο τσουλούφι. Ένα σιντριβάνι με ένα Love-in-Tokyo.
Ο αεικίνητος, βιαστικός, βουβός μικρόκοσμος τής βάρκας ήταν ήδη φευγάτος.
Οι Άσπροι τερμίτες είχαν ξεκινήσει για τη δουλειά.
Οι Άσπρες πασχαλίτσες είχαν ξεκινήσει για το σπίτι.
Τα Άσπρα σκαθάρια προσπαθούσαν να κρυφτούν απ᾿ το φως.
Η θλιμμένη άσπρη μουσική.
Όλα φευγάτα.
Είχαν φύγει αφήνοντας πίσω τους μια λακκούβα σε σχήμα βάρκας. Μια λακκούβα από γυμνό, στεγνό χώμα. Καθαρό κι έτοιμο για αγάπη. Λες κι η Ράχελ κι ο Εστθάπεν τούς είχαν προετοιμάσει το έδαφος. Λες και ήθελαν να συμβεί αυτό που συνέβη. Οι δίδυμες μαμές του ονείρου τής Άμου.
Η Άμου, γυμνή τώρα, έγειρε πάνω στον Βελούτθα. Το στόμα της, στο στόμα του. Εκείνος τράβηξε τα μαλλιά της και τα άπλωσε γύρω τους, σαν αντίσκηνο. Όπως έκαναν τα παιδιά της όταν ήθελαν να κλείσουν έξω τον υπόλοιπο κόσμο. Γλίστρησε πιο κοντά του, να κάνει τη γνωριμία τού κορμιού του. Να γνωρίσει το λαιμό του. Τις ρώγες του. Το σοκολατένιο στομάχι του. Ρούφηξε τις τελευταίες στάλες τού ποταμού μέσα απ᾿ τον αφαλό του. Πίεσε την κάψα τής στύσης του στα κλειστά της βλέφαρα. Τον γεύτηκε, αλμυρό, στο στόμα της. Εκείνος ανασηκώθηκε και την τράβηξε πάνω του. Ένιωσε την κοιλιά του να σφίγγεται από κάτω της, σκληρή σαν σανίδα. Ένιωσε την υγρασία της να γλιστράει πάνω στο δέρμα του. Πήρε τη ρώγα της στο στόμα του. Το άλλο της στήθος στη ροζιασμένη παλάμη του. Βελούδο μέσα σε ένα γάντι από γυαλόχαρτο.
Τη στιγμή που τον οδήγησε να μπει μέσα της, είδε σαν αστραπή τη νιότη του μπροστά της. Πόσο νέος ήταν. Τη λάμψη τού θαυμασμού στα μάτια του για το μυστικό που είχε αντικρίσει και τού χαμογέλασε σαν να ήταν παιδί της.
Όταν βρέθηκε μέσα της, ο φόβος εκτροχιάστηκε και η βιολογία πήρε τα ηνία. Το κόστος ζωής υψώθηκε κατακόρυφα σε δυσπρόσιτα ύψη. Παρόλο που αργότερα η Μπέμπα Κοτσάμα θα έλεγε ότι το Αντίτιμο που Πλήρωσαν, ήταν πολύ Μικρό.
Ήταν;
Δυο ζωές. Η παιδική ηλικία δύο παιδιών.
Κι ένα μάθημα ιστορίας για τούς μελλοντικούς παραβάτες.
Συννεφιασμένα μάτια καρφώθηκαν σταθερά μέσα σε άλλα μάτια, συννεφιασμένα κι αυτά και μια αστραφτερή γυναίκα άνοιξε και δέχτηκε μέσα της έναν αστραφτερό άντρα. Ήταν βαθιά κι απέραντη, σαν ποτάμι φουσκωμένο. Εκείνος ξανοίχτηκε στα νερά της. Τον ένιωθε που χωνόταν όλο και πιο βαθιά μέσα της. Αλλόφρων. Ξετρελαμένος. ζητώντας να τον αφήσουν να χωθεί πιο βαθιά. Πιο βαθιά. Σταματώντας μόνο όπου τον σταματούσε το κορμί της. Κι όταν άγγιξε τα πιο βαθιά της μύχια, με ένα λυγμό, με έναν τρεμάμενο αναστεναγμό, αφέθηκε και πνίγηκε.
Έγειρε πάνω του. Τα κορμιά τους να γλιστρούν απ᾿ τον ιδρώτα. Ένιωσε το σώμα του να φεύγει μακριά της. Την ανάσα του να γίνεται κανονική. Είδε τα μάτια του να καθαρίζουν. Τής χάιδεψε τα μαλλιά, νιώθοντας πως ο κόμπος που είχε λυθεί μέσα του, ήταν ακόμα σφιγμένος μέσα της. Τρεμάμενος. Απαλά τη γύρισε ανάσκελα. Με το βρεμένο του ρούχο σκούπισε τον ιδρώτα και τις βρωμιές από πάνω της. Πλάγιασε πάνω της, προσέχοντας μην τη στριμώξει με το βάρος του. Μικρές πέτρες κόλλησαν στο δέρμα του κάτω απ᾿ τούς αγκώνες. Φίλησε τα μάτια της. Τα αφτιά της. Τα στήθια της. Την κοιλιά της. Τις εφτά ασημένιες ραγάδες που τής είχαν αφήσει τα δίδυμα. Τη χνουδωτή γραμμή που οδηγούσε από τον αφαλό της στο σκοτεινό τρίγωνο. Τη γραμμή που τού έλεγε πού, τον ήθελε να πάει. Τη μέσα πλευρά των μηρών της, εκεί όπου το δέρμα της ήταν πιο απαλό. Ύστερα τα χέρια τού μαραγκού την έπιασαν από τούς γοφούς και μια Άθικτη γλώσσα άγγιξε το πιο βαθιά κρυμμένο κομμάτι τού εαυτού της. Ήπιε μεγάλες, βαθιές γουλιές από μέσα της.
Χόρεψε γι᾿ αυτόν. Σ᾿ αυτήν τη λακκούβα γης που είχε σχήμα βάρκας. Έζησε.
Την κράτησε στην αγκαλιά του, γέρνοντας την πλάτη του στον κορμό τού μάνγκο, τη στιγμή που εκείνη γελούσε κι έκλαιγε ταυτόχρονα. Κι ύστερα, ακουμπισμένη πάνω του, κοιμήθηκε. Δεν πρέπει να κοιμήθηκε πάνω από πέντε λεπτά αλλά τής φάνηκε αιωνιότητα. Εφτά χρόνια λήθης ξεκόλλησαν από πάνω της και πέταξαν με βαριά, τρεμάμενα φτερά μέσα στους ίσκιους. Σαν τεμπέλικο, θηλυκό ατσάλινο παγόνι. Και στο Δρόμο της η Άμου είδε ένα μικρό, ηλιόλουστο λιβάδι. Κόκκινο χρυσό χορτάρι σπαρμένο με γαλάζιες πεταλούδες. Πίσω του η άβυσσος.
Αργά τρύπωσε ξανά ο τρόμος μέσα του. Γι᾿ αυτό που είχε κάνει. Γι᾿ αυτό που ήξερε ότι θα έκανε ξανά. Και ξανά.
Ξύπνησε από το χτύπο τής καρδιάς του, μέσα στο στήθος του. Χτυπούσε σαν τρελή, λες κι έψαχνε τρόπο να βγει. Να ξεφύγει. Κάποια κρυφή καταπακτή. Τα χέρια του ήταν ακόμα τυλιγμένα γύρω της, ένιωθε τα μπράτσα του να κινούνται, καθώς τα χέρια του έπαιζαν με ένα ξερό φοινικόφυλλο. Η Άμου χαμογέλασε μόνη της, στο σκοτάδι. Σκέφτηκε πόσο αγαπούσε τα μπράτσα του – το σχήμα και τη δύναμή τους. Τη σιγουριά που ένιωθε, ξαπλωμένη στην αγκαλιά του ενώ ήταν το πιο επικίνδυνο μέρος του κόσμου, όπου θα μπορούσε να βρίσκεται.
Δίπλωσε το φόβο του κι έφτιαξε ένα τέλειο τριαντάφυλλο. Το κράτησε στην ανοιχτή του παλάμη για να τής το προσφέρει. Εκείνη το πήρε και το έβαλε στα μαλλιά της.
Κούρνιασε κοντά του, ήθελε να είναι μέσα του, να τον αγγίζει με όλο της το κορμί. Κι εκείνος τη μάζεψε, την έκλεισε στην αγκαλιά του. Αεράκι σηκώθηκε από το ποτάμι και δρόσισε τα ζεστά κορμιά τους.
Ήταν λίγο κρύα. Λίγο υγρή. Λίγο ήσυχη. Η Ατμόσφαιρα.
Μα τι μπορούσαν να πουν;
Μια ώρα αργότερα η Άμου ξεκόλλησε απαλά.
«Πρέπει να φύγω».
Εκείνος δεν είπε τίποτα, δε σάλεψε. Την κοίταζε που ντυνόταν.
Ένα μόνο πράγμα είχε σημασία πια. Ήξεραν ότι αυτό ήταν όλο που μπορούσαν να ζητήσουν ο ένας απ᾿ τον άλλον. Το μόνο πράγμα. Πάντα. Το ήξεραν κι οι δυο.
Ακόμα πιο αργά, τις δεκατρείς νύχτες που ακολούθησαν την πρώτη, ενστικτωδώς κόλλησαν στα Μικρά Πράγματα. Τα Μεγάλα Πράγματα έμειναν να παραμονεύουν κρυμμένα. Ήξεραν πως δεν υπήρχε τόπος γι᾿ αυτούς να πάνε. Δεν είχαν τίποτα. Ούτε μέλλον. Κόλλησαν, λοιπόν, στα μικρά πράγματα.
Γελούσαν με τα τσιμπήματα των μυρμηγκιών στον πισινό τού άλλου. Με τις αδέξιες κάμπιες που γλιστρούσαν κι έπεφταν από την άκρη των φύλλων. Με τα αναποδογυρισμένα σκαθάρια που δεν μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Με τα δυο μικρά ψαράκια που έψαχναν πάντα τον Βελούτθα στη μέση τού ποταμού και τον τσιμπούσαν.
Κάθε φορά που χώριζαν, άλλαζαν μονάχα μια μικρή υπόσχεση μεταξύ τους.
«Αύριο;»
«Αύριο». Ήξεραν ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε μια μέρα. Είχαν δίκιο.
Την πρώτη νύχτα, τη μέρα που έφτασε η Σόφι Μολ, ο Βελούτθα κοίταζε την αγαπημένη του που ντυνόταν. Όταν τέλειωσε, κάθισε ανακούρκουδα μπροστά του. Τον άγγιξε απαλά με τα δάχτυλά της κι άφησε μια γραμμή ανατριχίλας πάνω στο δέρμα του. Σαν τη γραμμή τής κιμωλίας μαυροπίνακα. Σαν τη γραμμή που γράφει το αεράκι σε ένα πράσινο ρυζοχώραφο. Εκείνος πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και το τράβηξε κοντά του. Έκλεισε τα μάτια του και μύρισε το δέρμα της. Η Άμου γέλασε.
Ναι, Μάργκαρετ, είπε με το νου της. Το κάνουμε κι εμείς μεταξύ μας.
Φίλησε τα κλειστά του μάτια και σηκώθηκε. Ο Βελούτθα, με την πλάτη ακουμπισμένη στο μάνγκο, την είδε να φεύγει.
Είχε ένα μαραμένο ρόδο στα μαλλιά της.
Στράφηκε προς το μέρος του και ξανάπε, άλλη μια φορά:
Αύριο.
11. Δυο βδομάδες μετά την άφιξη τής Σόφι Μολ
Τρία παιδιά στην όχθη τού ποταμού. Δυο αδέρφια δίδυμα κι άλλο ένα με μοβ κοτλέ ποδίτσα που γράφει Διακοπές! με πλαγιαστά χαρούμενα γράμματα.
Βρεμένες οι φυλλωσιές των δέντρων σπιθίζουν σαν το σίδερο κάτω από το σφυρί τού σιδερά. Κίτρινες καλαμιές κρέμονταν πάνω από το νερό, λες και θρηνούσαν από πριν αυτό που ήξεραν ότι δε θα αργούσε να συμβεί. Το ποτάμι ήταν σκοτεινό και ήρεμο. Περισσότερο απουσία παρά παρουσία. Τίποτα πάνω του δεν έδειχνε πόσο βαθύ και δυνατό ήταν στην πραγματικότητα.
Ο Έστθα και η Ράχελ έσυραν τη βάρκα έξω από τούς θάμνους, όπου την είχαν κρυμμένη. Τα κουπιά που είχε φτιάξει ο Βελούτθα, ήταν χωμένα στην κουφάλα ενός δέντρου. Την έριξαν στο νερό και την κράτησαν για να μπορέσει να μπει μέσα η Σόφι Μολ. Έμοιαζαν λες κι εμπιστεύονταν το σκοτάδι. Κι ανεβοκατέβαιναν τα γλιστερά πέτρινα σκαλοπάτια με βήματα σίγουρα, σαν μικρά παιχνιδιάρικα κατσίκια.
Η Σόφι Μολ ήταν πιο προσεχτική. Λιγάκι φοβισμένη με όσα παραμόνευαν μέσα στις σκιές τού σκοταδιού, γύρω της. Δεμένη στη μέση της είχε μια πάνινη τσάντα με τρόφιμα, παρμένα από το ψυγείο. Ψωμί, κέικ, μπισκότα. Τα δίδυμα βάραιναν από τα λόγια τής μάνας τους – Αν δεν ήσαστε εσείς, θα ήμουν ελεύθερη. Έπρεπε να σάς δώσω στο ορφανοτροφείο από την πρώτη μέρα που γεννηθήκατε. Εσείς είστε οι μυλόπετρες που κουβαλάω δεμένες στο λαιμό μου —, γι᾿ αυτό δεν κουβαλούσαν τίποτα. Στις δυο εβδομάδες που είχαν περάσει από τότε που ο Έστθα ανακάτεψε την άλικη μαρμελάδα και Σκέφτηκε Δυο Σκέψεις, είχαν μεταφέρει όλες τις Απαραίτητες Προμήθειες: σπίρτα, πατάτες, ένα χτυπημένο τηγάνι, μια φουσκωτή χήνα, κάλτσες με χωριστά πολύχρωμα δαχτυλάκια, στυλό με λονδρέζικα λεωφορεία και το κοάλα τής Κουάντας με τα μισοβγαλμένα κουμπιά στη θέση των ματιών.
«Τι θα κάνουμε αν μάς βρει η Άμου και μάς παρακαλέσει να γυρίσουμε;»
«Τότε θα γυρίσουμε. Μόνο αν παρακαλέσει όμως».
Έστθα-ο-Συμπονετικός.
Η Σόφι Μολ είχε πείσει τα δίδυμα ότι ήταν απαραίτητο να την πάρουν μαζί τους. Ότι η απουσία των παιδιών, όλων των παιδιών, θα έκανε ακόμα χειρότερες τις τύψεις των μεγάλων. Θα τούς στενοχωρούσε αληθινά, όπως είχε γίνει και με τούς μεγάλους στο "Χάμελιν" * , όταν ο Παράξενος Αυλητής πήρε μαζί του όλα τους τα παιδιά. Θα έψαχναν παντού κι όταν πια θα είχαν απελπιστεί, σίγουροι πως είχαν πεθάνει και τα τρία, τότε θα γύριζαν θριαμβευτικά στο σπίτι. Τότε θα καταλάβαιναν την αξία τους, θα τα αγαπούσαν και θα τα χρειάζονταν περισσότερο παρά ποτέ. Το αποφασιστικό της επιχείρημα ήταν πως αν την άφηναν, μπορεί να υποχωρούσε στα βασανιστήρια και να φανέρωνε την κρυψώνα τους.
Ο Έστθα περίμενε να μπει και η Ράχελ. Έπειτα πήρε κι αυτός τη θέση του στο μικρό βαρκάκι σαν να ήταν τραμπάλα. Με τα πόδια του το έσπρωξε να ξεκολλήσει από την όχθη. Φτάνοντας στα βαθιά, άρχισαν να τραβούν κουπί λοξά κόντρα στο ρεύμα, όπως τούς είχε μάθει ο Βελούτθα.
Στο σκοτάδι δεν μπορούσαν να δουν ότι βρίσκονταν στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας μιας βουβής λεωφόρου με πυκνή κίνηση. Ότι κλαδιά, κούτσουρα, κορμοί ολόκληροι προχωρούσαν καταπάνω τους με ταχύτητα.
Είχαν περάσει τα Πραγματικά Βαθιά νερά, λίγα μέτρα τούς χώριζαν από την Άλλη Μεριά, όταν ένα χοντρό κούτσουρο έπεσε πάνω τους κι αναποδογύρισε τη μικρή τους βάρκα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τούς συνέβαινε τέτοιο πράγμα. Ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν: να πιάσουν κολυμπώντας το βαρκάκι και χρησιμοποιώντας το σαν σωσίβιο να το σπρώξουν με τα πόδια τους ως την όχθη. Αυτήν τη φορά όμως δεν μπόρεσαν να βρουν τη βάρκα τους μέσα στο σκοτάδι. Την πήρε το ρεύμα. Κολύμπησαν προς την όχθη, απορώντας πόσο πολύ κουράστηκαν για να φτάσουν.
Ο Έστθα κατάφερε να πιάσει ένα χαμηλό κλαδί που έγερνε πάνω απ᾿ το νερό. Με τα μάτια του προσπάθησε να τρυπήσει το σκοτάδι και να βρει τη βάρκα τους.
«Δεν τη βλέπω πουθενά. Πάει».
Η Ράχελ, γεμάτη λάσπες, σκαρφάλωσε στην όχθη και άπλωσε το χέρι της να βοηθήσει τον Έστθα να βγει από το νερό. Τούς πήρε μερικά λεπτά ώσπου να συνέλθουν και να συνειδητοποιήσουν το χαμό τής βάρκας τους. Να την πενθήσουν.
«Χάλασαν κι όλα μας τα τρόφιμα», είπε η Ράχελ στη Σόφι Μολ και τής απάντησε η σιωπή. Μια ορμητική, φουσκωμένη σιωπή όπου μέσα της κολυμπούσαν ψάρια. «Σόφι Μολ;» ψιθύρισε στο ρεύμα τού ποταμού. «Εδώ είμαστε! Εδώ! Κοντά στο δέντρο!»
Τίποτα.
Στην καρδιά τής Ράχελ το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι άνοιξε απότομα τα μαύρα φτερά του.
Τα. Άνοιξε. Ανασήκωσε τα πόδια του. Τα. Έκλεισε.
Άρχισαν να τρέχουν στην όχθη φωνάζοντας το όνομά της. Μα εκείνη είχε χαθεί. Είχε παρασυρθεί από την κίνηση στη βουβή λεωφόρο. Την γκριζοπράσινη. Που είχε ψάρια μέσα της. Που είχε τον ουρανό και τα δέντρα. Και τις νύχτες το κίτρινο σπασμένο φεγγάρι.
Δεν ακουγόταν από πουθενά μουσική καταιγίδας. Τα μελανά βάθη τού Μίνατσαλ δεν άνοιξαν στροβιλίζοντας τα νερά τους. Κανένας δεν υπήρχε να επιβλέπει την τραγωδία.
Μια απλή, ήσυχη τελετή παράδοσης. Μια βάρκα άδειασε το φορτίο της. Ένα ποτάμι δέχτηκε την προσφορά. Μια μικρή ζωή. Μια φευγαλέα ηλιαχτίδα. Με μια ασημένια δαχτυλήθρα σφιγμένη στη γροθίτσα της για γούρι.
Ήταν τέσσερις το πρωί, σκοτάδι ακόμα, όταν τα δίδυμα, εξαντλημένα, απελπισμένα, καταλασπωμένα, πέρασαν το βούρκο και πλησίασαν το Σπίτι της Ιστορίας. Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ μέσα σε ένα τρομαχτικό παραμύθι, όπου τα όνειρά τους θα πιάνονταν αιχμάλωτα και θα άρχιζαν ξανά απ᾿ την αρχή. Ξάπλωσαν στην πίσω βεράντα, πάνω σε μια ψάθα. Παρέα με μια φουσκωτή χήνα κι ένα κοάλα τής Κουάντας. Δυο μουσκεμένοι νάνοι, μουδιασμένοι από το φόβο τους, να περιμένουν το τέλος τού κόσμου.
«Λες να έχει πεθάνει τώρα;»
Ο Έστθα δεν απάντησε.
«Τι θα γίνει μετά;»
«Θα μάς βάλουν φυλακή». Ήξερε Πολύ Καλά. Ο Μικρός Άντρας. Ζούσε σε ένα καράβι παλιό. Ντουμ ντουμ.
Δεν είδαν ότι κάποιος κοιμόταν μέσα στις σκιές. Μόνος σαν το λύκο. Με ένα καφετί φυλλαράκι στη μαύρη του πλάτη. Που έφερνε τους μουσώνες πάντα στην ώρα τους.
Βρεμένες οι φυλλωσιές των δέντρων σπιθίζουν σαν το σίδερο κάτω από το σφυρί τού σιδερά. Κίτρινες καλαμιές κρέμονταν πάνω από το νερό, λες και θρηνούσαν από πριν αυτό που ήξεραν ότι δε θα αργούσε να συμβεί. Το ποτάμι ήταν σκοτεινό και ήρεμο. Περισσότερο απουσία παρά παρουσία. Τίποτα πάνω του δεν έδειχνε πόσο βαθύ και δυνατό ήταν στην πραγματικότητα.
Ο Έστθα και η Ράχελ έσυραν τη βάρκα έξω από τούς θάμνους, όπου την είχαν κρυμμένη. Τα κουπιά που είχε φτιάξει ο Βελούτθα, ήταν χωμένα στην κουφάλα ενός δέντρου. Την έριξαν στο νερό και την κράτησαν για να μπορέσει να μπει μέσα η Σόφι Μολ. Έμοιαζαν λες κι εμπιστεύονταν το σκοτάδι. Κι ανεβοκατέβαιναν τα γλιστερά πέτρινα σκαλοπάτια με βήματα σίγουρα, σαν μικρά παιχνιδιάρικα κατσίκια.
Η Σόφι Μολ ήταν πιο προσεχτική. Λιγάκι φοβισμένη με όσα παραμόνευαν μέσα στις σκιές τού σκοταδιού, γύρω της. Δεμένη στη μέση της είχε μια πάνινη τσάντα με τρόφιμα, παρμένα από το ψυγείο. Ψωμί, κέικ, μπισκότα. Τα δίδυμα βάραιναν από τα λόγια τής μάνας τους – Αν δεν ήσαστε εσείς, θα ήμουν ελεύθερη. Έπρεπε να σάς δώσω στο ορφανοτροφείο από την πρώτη μέρα που γεννηθήκατε. Εσείς είστε οι μυλόπετρες που κουβαλάω δεμένες στο λαιμό μου —, γι᾿ αυτό δεν κουβαλούσαν τίποτα. Στις δυο εβδομάδες που είχαν περάσει από τότε που ο Έστθα ανακάτεψε την άλικη μαρμελάδα και Σκέφτηκε Δυο Σκέψεις, είχαν μεταφέρει όλες τις Απαραίτητες Προμήθειες: σπίρτα, πατάτες, ένα χτυπημένο τηγάνι, μια φουσκωτή χήνα, κάλτσες με χωριστά πολύχρωμα δαχτυλάκια, στυλό με λονδρέζικα λεωφορεία και το κοάλα τής Κουάντας με τα μισοβγαλμένα κουμπιά στη θέση των ματιών.
«Τι θα κάνουμε αν μάς βρει η Άμου και μάς παρακαλέσει να γυρίσουμε;»
«Τότε θα γυρίσουμε. Μόνο αν παρακαλέσει όμως».
Έστθα-ο-Συμπονετικός.
Η Σόφι Μολ είχε πείσει τα δίδυμα ότι ήταν απαραίτητο να την πάρουν μαζί τους. Ότι η απουσία των παιδιών, όλων των παιδιών, θα έκανε ακόμα χειρότερες τις τύψεις των μεγάλων. Θα τούς στενοχωρούσε αληθινά, όπως είχε γίνει και με τούς μεγάλους στο "Χάμελιν" * , όταν ο Παράξενος Αυλητής πήρε μαζί του όλα τους τα παιδιά. Θα έψαχναν παντού κι όταν πια θα είχαν απελπιστεί, σίγουροι πως είχαν πεθάνει και τα τρία, τότε θα γύριζαν θριαμβευτικά στο σπίτι. Τότε θα καταλάβαιναν την αξία τους, θα τα αγαπούσαν και θα τα χρειάζονταν περισσότερο παρά ποτέ. Το αποφασιστικό της επιχείρημα ήταν πως αν την άφηναν, μπορεί να υποχωρούσε στα βασανιστήρια και να φανέρωνε την κρυψώνα τους.
Ο Έστθα περίμενε να μπει και η Ράχελ. Έπειτα πήρε κι αυτός τη θέση του στο μικρό βαρκάκι σαν να ήταν τραμπάλα. Με τα πόδια του το έσπρωξε να ξεκολλήσει από την όχθη. Φτάνοντας στα βαθιά, άρχισαν να τραβούν κουπί λοξά κόντρα στο ρεύμα, όπως τούς είχε μάθει ο Βελούτθα.
Στο σκοτάδι δεν μπορούσαν να δουν ότι βρίσκονταν στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας μιας βουβής λεωφόρου με πυκνή κίνηση. Ότι κλαδιά, κούτσουρα, κορμοί ολόκληροι προχωρούσαν καταπάνω τους με ταχύτητα.
Είχαν περάσει τα Πραγματικά Βαθιά νερά, λίγα μέτρα τούς χώριζαν από την Άλλη Μεριά, όταν ένα χοντρό κούτσουρο έπεσε πάνω τους κι αναποδογύρισε τη μικρή τους βάρκα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τούς συνέβαινε τέτοιο πράγμα. Ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν: να πιάσουν κολυμπώντας το βαρκάκι και χρησιμοποιώντας το σαν σωσίβιο να το σπρώξουν με τα πόδια τους ως την όχθη. Αυτήν τη φορά όμως δεν μπόρεσαν να βρουν τη βάρκα τους μέσα στο σκοτάδι. Την πήρε το ρεύμα. Κολύμπησαν προς την όχθη, απορώντας πόσο πολύ κουράστηκαν για να φτάσουν.
Ο Έστθα κατάφερε να πιάσει ένα χαμηλό κλαδί που έγερνε πάνω απ᾿ το νερό. Με τα μάτια του προσπάθησε να τρυπήσει το σκοτάδι και να βρει τη βάρκα τους.
«Δεν τη βλέπω πουθενά. Πάει».
Η Ράχελ, γεμάτη λάσπες, σκαρφάλωσε στην όχθη και άπλωσε το χέρι της να βοηθήσει τον Έστθα να βγει από το νερό. Τούς πήρε μερικά λεπτά ώσπου να συνέλθουν και να συνειδητοποιήσουν το χαμό τής βάρκας τους. Να την πενθήσουν.
«Χάλασαν κι όλα μας τα τρόφιμα», είπε η Ράχελ στη Σόφι Μολ και τής απάντησε η σιωπή. Μια ορμητική, φουσκωμένη σιωπή όπου μέσα της κολυμπούσαν ψάρια. «Σόφι Μολ;» ψιθύρισε στο ρεύμα τού ποταμού. «Εδώ είμαστε! Εδώ! Κοντά στο δέντρο!»
Τίποτα.
Στην καρδιά τής Ράχελ το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι άνοιξε απότομα τα μαύρα φτερά του.
Τα. Άνοιξε. Ανασήκωσε τα πόδια του. Τα. Έκλεισε.
Άρχισαν να τρέχουν στην όχθη φωνάζοντας το όνομά της. Μα εκείνη είχε χαθεί. Είχε παρασυρθεί από την κίνηση στη βουβή λεωφόρο. Την γκριζοπράσινη. Που είχε ψάρια μέσα της. Που είχε τον ουρανό και τα δέντρα. Και τις νύχτες το κίτρινο σπασμένο φεγγάρι.
Δεν ακουγόταν από πουθενά μουσική καταιγίδας. Τα μελανά βάθη τού Μίνατσαλ δεν άνοιξαν στροβιλίζοντας τα νερά τους. Κανένας δεν υπήρχε να επιβλέπει την τραγωδία.
Μια απλή, ήσυχη τελετή παράδοσης. Μια βάρκα άδειασε το φορτίο της. Ένα ποτάμι δέχτηκε την προσφορά. Μια μικρή ζωή. Μια φευγαλέα ηλιαχτίδα. Με μια ασημένια δαχτυλήθρα σφιγμένη στη γροθίτσα της για γούρι.
Ήταν τέσσερις το πρωί, σκοτάδι ακόμα, όταν τα δίδυμα, εξαντλημένα, απελπισμένα, καταλασπωμένα, πέρασαν το βούρκο και πλησίασαν το Σπίτι της Ιστορίας. Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ μέσα σε ένα τρομαχτικό παραμύθι, όπου τα όνειρά τους θα πιάνονταν αιχμάλωτα και θα άρχιζαν ξανά απ᾿ την αρχή. Ξάπλωσαν στην πίσω βεράντα, πάνω σε μια ψάθα. Παρέα με μια φουσκωτή χήνα κι ένα κοάλα τής Κουάντας. Δυο μουσκεμένοι νάνοι, μουδιασμένοι από το φόβο τους, να περιμένουν το τέλος τού κόσμου.
«Λες να έχει πεθάνει τώρα;»
Ο Έστθα δεν απάντησε.
«Τι θα γίνει μετά;»
«Θα μάς βάλουν φυλακή». Ήξερε Πολύ Καλά. Ο Μικρός Άντρας. Ζούσε σε ένα καράβι παλιό. Ντουμ ντουμ.
Δεν είδαν ότι κάποιος κοιμόταν μέσα στις σκιές. Μόνος σαν το λύκο. Με ένα καφετί φυλλαράκι στη μαύρη του πλάτη. Που έφερνε τους μουσώνες πάντα στην ώρα τους.
12. Ο Βέλια Πάαπεν μαρτυρεί το Βελούτθα, το γιο του
Αφού είχε επιστρέψει στο Αγιέμενεμ, μετά από τέσσερα χρόνια απουσίας, ο Βελούτθα είχε την ίδια πάντα σιγουριά. Κι ο Βέλια Πάαπεν ανησυχούσε για το γιο του περισσότερο παρά ποτέ. Αλλά δεν τού είχε πει λέξη.
Όχι μέχρι που τον κυρίεψε ο Τρόμος. Όχι ωσότου είδε, τη μία νύχτα μετά την άλλη, τη μικρή βάρκα με τα κουπιά να περνάει το ποτάμι. Όχι ώσπου την είδε να ξαναφεύγει την αυγή. Όχι μέχρις ότου δει, τι είχε αγγίξει ο Άθικτος γιος του. Και δεν το είχε αγγίξει απλώς.
Είχε αγαπήσει.
Έβρεχε από την προηγούμενη μέρα. Νωρίς το απομεσήμερο η Ζεστή μέρα σκοτείνιασε κι ο ουρανός άρχισε να μουγκρίζει και να βροντάει. Η Κότσου Μάρια, κακοδιάθετη δίχως συγκεκριμένο λόγο, ήταν στην κουζίνα, πάνω στο σκαμνάκι της και ξελέπιζε με θυμωμένες κινήσεις ένα μεγάλο ψάρι εξαπολύοντας ολόγυρά της μια χιονοθύελλα από λέπια. Τα χρυσά της σκουλαρίκια χόρευαν τρελά. Ασημένια λέπια πετούσαν μέσα στην κουζίνα και προσγειώνονταν στις κατσαρόλες, στους τοίχους, στους τρίφτες, στο πόμολο τού ψυγείου. Δε γύρισε να κοιτάξει τον Βέλια Πάαπεν όταν εμφανίστηκε στην πόρτα τής κουζίνας, βρεμένος απ᾿ την κορφή ως τα νύχια, τρέμοντας σύγκορμος. Το αληθινό του μάτι ήταν κατακόκκινο κι έμοιαζε τύφλα στο μεθύσι. Στάθηκε εκεί δέκα ολόκληρα λεπτά, περιμένοντας να τον προσέξουν. Όταν η Κότσου Μάρια τέλειωσε το ψάρι κι έπιασε τα κρεμμύδια, ο Βέλια Πάαπεν ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και ζήτησε να δει τη Μαμάτσι. Η Κότσου Μάρια προσπάθησε να τον διώξει, εκείνος όμως δεν έλεγε να φύγει. Κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του για να μιλήσει, η μυρωδιά τού αράκ χτυπούσε την Κότσου Μάρια σαν σφυρί. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ σε τέτοια χάλια και φοβήθηκε λιγάκι. Δυσκολεύτηκε να καταλάβει για ποιο λόγο επέμενε τόσο ο Βέλια Πάαπεν, κι έτσι αποφάσισε τελικά, ότι το καλύτερο που είχε να κάνει, ήταν να φωνάξει τη Μαμάτσι. Έκλεισε την πόρτα τής κουζίνας, αφήνοντας έξω τον Βέλια Πάαπεν, να παραπατάει ζαλισμένος κάτω απ᾿ τη βροχή. Παρόλο που ήταν Δεκέμβριος, έβρεχε σαν να ήταν Ιούνιος. "Κυκλωνική αναστάτωση", έγραψαν οι εφημερίδες την επόμενη μέρα.
Ίσως ήταν η βροχή που οδήγησε τον Βέλια Πάαπεν ως την πόρτα τής κουζίνας. Για έναν άνθρωπο προληπτικό και δεισιδαίμονα, η επιμονή αυτής τής νεροποντής, και μάλιστα τέτοια εποχή, ήταν σίγουρα κακός οιωνός. Για ένα μεθυσμένο, προληπτικό και δεισιδαίμονα άνθρωπο, η απογευματινή εκείνη μπόρα μπορεί και να ήταν η αρχή τού τέλους τού κόσμου. Πράγμα που κατά κάποιον τρόπο ήταν αλήθεια.
Όταν η Μαμάτσι μπήκε στην κουζίνα με το μισοφόρι της και την ανοιχτή ροζ ρόμπα της με τα σιρίτια, ο Βέλια Πάαπεν ανέβηκε τα σκαλιά και τής έδωσε το υποθηκευμένο του μάτι. Το κρατούσε στην ανοιχτή παλάμη του. Είπε πως δεν ήταν άξιος να το κρατήσει κι ήθελε να τής το δώσει πίσω. Το αριστερό του βλέφαρο κρεμόταν πάνω από την άδεια κόγχη του, τερατώδες, ζαρωμένο, ασάλευτο. Έμοιαζε λες και τής έκλεινε το μάτι. Λες κι όλα όσα είχε να τής πει, ήταν ένα πολύπλοκο αστείο.
«Τι είναι;» ρώτησε η Μαμάτσι απλώνοντας το χέρι της. Απ᾿ το μυαλό της πέρασε η ιδέα πως ο Βέλια Πάαπεν, για κάποιο λόγο, τής έφερνε πίσω το κόκκινο ρύζι που τού είχε δώσει το πρωί.
«Είναι το μάτι του», είπε δυνατά η Κότσου Μάρια στη Μαμάτσι, με τα μάτια της δακρυσμένα από τα κρεμμύδια. Τη στιγμή εκείνη η Μαμάτσι είχε ήδη αγγίξει το γυάλινο μάτι. Τράβηξε τα δάχτυλά της από τη γλιστερή του σκληράδα. Σαν γλιτσιασμένο μάρμαρο.
«Μεθυσμένος είσαι;» ρώτησε θυμωμένη η Μαμάτσι τον ήχο τής βροχής. «Πώς τολμάς κι έρχεσαι σε τέτοια χάλια;»
Προχώρησε στα τυφλά ως το νεροχύτη και σαπούνισε τα αηδιαστικά υγρά τού ματιού τού μουσκεμένου Παρουάν. Όταν τέλειωσε, μύρισε τα χέρια της. Η Κότσου Μάρια έδωσε στον Βέλια Πάαπεν μια παλιά πετσέτα τής κουζίνας για να σκουπιστεί. Και δεν είπε τίποτα όταν ο γέρος ανέβηκε στο κεφαλόσκαλο, πατώντας σχεδόν μέσα στην κουζίνα της, σκουπίζοντας από πάνω του τα νερά τής βροχής, προστατευμένος κάτω από το μικρό υπόστεγο.
Όταν ηρέμησε κάπως, ο Βέλια Πάαπεν ξανάβαλε το μάτι του στη θέση του κι άρχισε να μιλάει. Άρχισε θυμίζοντας στη Μαμάτσι τις καλοσύνες που είχε κάνει η οικογένειά της για τη δική του. Εδώ και τόσες γενιές. Πώς ο αιδεσιμότατος Ι. Tζov Ίπε είχε δώσει στον πατέρα του Κέλαν, τη γη όπου βρισκόταν τώρα η καλύβα τους. Και μάλιστα πολύ πριν το σκεφτούν αυτό οι κομμουνιστές. Πώς η Μαμάτσι είχε πληρώσει για το μάτι του. Πώς είχε σπουδάσει τον Βελούτθα και πώς τού είχε δώσει δουλειά...
Η Μαμάτσι, όσο κι αν την ενοχλούσε το μεθύσι του, ήταν πρόθυμη να ακούσει ύμνους για τον εαυτό της και για τη φιλανθρωπία τής οικογένειάς της. Τίποτα δεν την είχε ετοιμάσει γι᾿ αυτό που επρόκειτο να ακούσει.
Ο Βέλια Πάαπεν έβαλε τα κλάματα. Ο μισός. Τα δάκρυα κύλησαν από το αληθινό του μάτι λαμπερά στο μαύρο του μάγουλο. Με το άλλο του μάτι συνέχισε να κοιτάζει παγερά μπροστά. Ένας γέρος Παρουάν, που είχε ζήσει τις μέρες που Πισωπατούσαν, μοιρασμένος ανάμεσα στην Αφοσίωση και την Αγάπη.
Ύστερα ο Τρόμος τον κυρίευσε και τίναξε τις λέξεις έξω από το στόμα του. Είπε στη Μαμάτσι τι είχε δει. Την ιστορία τής μικρής βάρκας που περνούσε κάθε νύχτα το ποτάμι και ποιος ήταν μέσα σ᾿ αυτήν. Την ιστορία ενός άντρα και μιας γυναίκας που στέκονταν αγκαλιασμένοι στο φεγγαρόφωτο. Δέρμα με δέρμα.
Πήγαν στο Σπίτι τού Κάρι Σάιπου, είπε ο Βέλια Πάαπεν. Το στοιχειό τού λευκού ανθρώπου είχε μπει μέσα τους. Ήταν η εκδίκηση τού Κάρι Σάιπου, γι᾿ αυτό που τού είχε κάνει αυτός, ο Βέλια Πάαπεν. Τη βάρκα (αυτήν όπου καθόταν ο Έστθα και η Ράχελ είχε βρει) την έδεσαν στο κούτσουρο δίπλα στο απότομο μονοπάτι που ανέβαινε μέσα από το βάλτο στην εγκαταλειμμένη φυτεία τού καουτσούκ. Την είχε δει εκεί. Κάθε νύχτα. Να λικνίζεται απαλά στο νερό. Άδεια. Περιμένοντας τούς εραστές να γυρίσουν. Ώρες ολόκληρες περίμενε. Μερικές φορές δε γύριζαν μέσα απ᾿ τα ψηλά χορτάρια νωρίτερα από το χάραμα. Ο Βέλια Πάαπεν τούς είχε δει με το γερό του μάτι. Κι άλλοι τούς είχαν δει. Όλο το χωριό το ήξερε. Ήταν ζήτημα χρόνου ώσπου να το ανακαλύψει η Μαμάτσι. Γι᾿ αυτό κι ο Βέλια Πάαπεν είχε έρθει να τής το πει μόνος του. Ως Παρουάν και ως άνθρωπος με υποθηκευμένα σωματικά μέλη, το θεωρούσε καθήκον του.
Οι εραστές. Που είχαν φέρει στον κόσμο αυτός κι εκείνη. Ο γιος του κι η κόρη της. Είχαν τολμήσει το αδιανόητο κι είχαν κάνει το αδύνατον να συμβεί στ᾿ αλήθεια.
Ο Βέλια Πάαπεν συνέχισε να μιλάει. Να κλαίει. Να πνίγεται απ᾿ τα αναφιλητά. Να σαλεύει τα χείλη του. Η Μαμάτσι δεν άκουγε τι τής έλεγε. Ο θόρυβος τής βροχής δυνάμωσε, ώσπου εξερράγη μέσα στο κεφάλι της. Δεν άκουσε ούτε το ίδιο της το ουρλιαχτό.
Ξάφνου η τυφλή γριά με τη ροζ ρόμπα με τα σιρίτια και τα αραιά γκρίζα μαλλιά πλεγμένα κοτσίδα έκανε ένα βήμα μπροστά κι έσπρωξε τον Βέλια Πάαπεν με όλη της τη δύναμη. Παραπατώντας εκείνος έχασε την ισορροπία του, γκρεμίστηκε από τα σκαλιά και βρέθηκε φαρδύς πλατύς στις λάσπες τής αυλής. Συνελήφθη εξαπίνης. Λόγω των ταμπού, ένας Άθικτος δεν περίμενε να τον αγγίξουν.
Η Μπέμπα Κοτσάμα που περνούσε εκείνη τη στιγμή από την κουζίνα, άκουσε το θόρυβο. Βρήκε τη Μαμάτσι έξαλλη, να φτύνει στη βροχή ΦΤΟΥ! ΦΤΟΥ! ΦΤΟΥ! και τον Βέλια Πάαπεν πεσμένο στις λάσπες, βρεμένο, κλαμένο, σερνάμενο. Πρότεινε να σκοτώσει το γιο του. Να τον σκίσει απ᾿ άκρη σ᾿ άκρη.
Η Μαμάτσι ούρλιαζε: «Μεθυσμένο βρωμόσκυλο! Μεθυσμένε ψεύτη Παρουάν!»
Μέσα στο σαματά η Κότσου Μάρια διηγήθηκε με δυνατή φωνή στην Μπέμπα Κοτσάμα την ιστορία τού Βέλια Πάαπεν. Η Μπέμπα Κοτσάμα συνειδητοποίησε ευθύς τις σοβαρότατες συνέπειες αυτής τής κατάστασης αλλά έπνιξε αμέσως τις σκέψεις της με βάλσαμα. Άνθησε. Προτίμησε να πιστέψει ότι μ᾿ αυτόν τον τρόπο ο Θεός τιμωρούσε την Άμου για τις αμαρτίες της κι έπαιρνε εκδίκηση για τον εξευτελισμό της στα χέρια τού Βελούτθα και των άλλων στη διαδήλωση — που την κορόιδευαν Μονταλάλι Μαριακούτι, που την είχαν αναγκάσει να κρατήσει τη σημαία τους. Άνοιξε πανιά χωρίς χρονοτριβή. Ένα καράβι καλοσύνης μέσα σε μια θάλασσα αμαρτίας.
Η Μπέμπα Κοτσάμα πέρασε το βαρύ της μπράτσο στους ώμους τής Μαμάτσι. «Πρέπει να ᾿ναι αλήθεια», είπε ήρεμα. «Είναι σίγουρα ικανή να το κάνει. Κι εκείνος το ίδιο. Ο Βέλια Πάαπεν δε θα έλεγε ένα τέτοιο ψέμα».
Ζήτησε από την Κότσου Μάρια να φέρει στη Μαμάτσι ένα ποτήρι νερό και μια καρέκλα να καθίσει. Έβαλε τον Βέλια Πάαπεν να επαναλάβει την ιστορία του, διακόπτοντάς τον συχνά πυκνά για λεπτομέρειες – Τίνος ήταν η βάρκα; Πόσο συχνά; Πόσο καιρό συνέβαινε αυτό; Όταν τέλειωσε ο Βέλια Πάαπεν, η Μπέμπα Κοτσάμα γύρισε στη Μαμάτσι. «Πρέπει να φύγει», είπε. «Απόψε. Πριν πάρει έκταση το ζήτημα. Πριν καταστραφούμε εντελώς».
Ύστερα ανατρίχιασε την κοριτσίστικη ανατριχίλα της. Αυτό έγινε, όταν είπε: «Πώς άντεξε τη μυρωδιά του; Δεν το ᾽χεις προσέξει; Μυρίζουν αλλιώτικα αυτοί οι Παρουάν».
Και με αυτήν την οσφρητική παρατήρηση, αυτήν τη μικρή ξεχωριστή λεπτομέρεια, ο Τρόμος άρχισε να ξετυλίγεται.
Η οργή τής Μαμάτσι ενάντια στο μονόφθαλμο Παρουάν που έστεκε στη βροχή, μεθυσμένος, στάζοντας νερό και λάσπες, άλλαξε κι έγινε ψυχρή περιφρόνηση για την κόρη της και γι᾿ αυτό που είχε κάνει. Τη σκέφτηκε γυμνή, να κυλιέται στο βούρκο με έναν άντρα που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας βρωμιάρης Παρουάν. Τη φαντάστηκε με κάθε λεπτομέρεια: το τραχύ μαύρο χέρι ενός Παρουάν πάνω στο στήθος τής κόρης της. Το στόμα του στο δικό της. Τα μαύρα λαγόνια του να πηγαινοέρχονται μέσα στ᾿ ανοιχτά της πόδια. Το λαχάνιασμά τους. Την ιδιαίτερη μυρωδιά τού Παρουάν. Σαν τα ζώα, συλλογίστηκε η Μαμάτσι και παραλίγο να ξεράσει. Σαν αδέσποτο σκυλί που ζευγαρώνει με ξαναμμένη σκύλα. Η ανοχή της για τις "Αντρικές Ανάγκες" τού γιου της έγινε το λάδι που φούντωσε τη φωτιά τής ασυγκράτητης οργής της στην περίπτωση τής κόρης της. Είχε ντροπιάσει γενιές ολόκληρες (τον Μικρό Ευλογημένο που τον είχε ευλογήσει ο ίδιος ο Πατριάρχης Αντιοχείας προσωπικά, έναν Αυτοκρατορικό Εντομολόγο, έναν Υπότροφο τού Ιδρύματος Ρόουντς τής Οξφόρδης) και είχε κηλιδώσει την τιμή τής οικογένειας. Τούς είχε καταστρέψει, για πάντα τώρα πια στους γάμους και στις κηδείες ο κόσμος θα τούς έδειχνε με το δάχτυλο. Στα βαφτίσια και στα γενέθλια. Θα σκουντούσαν ο ένας τον άλλον και θα ψιθύριζαν. Όλα είχαν τελειώσει πια.
Η Μαμάτσι έχασε την ψυχραιμία της.
Έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν, οι δυο ηλικιωμένες γυναίκες. Η Μαμάτσι έβαλε το πάθος. Η Μπέμπα Κοτσάμα το Σχέδιο. Η Κότσου Μάρια ήταν ο κοντοστούπης λοχίας τους. Πρώτα πρώτα κλείδωσαν την Άμου (αφού την τράβηξαν με πονηριά στο δωμάτιό της) πριν στείλουν για τον Βελούτθα. Ήξεραν ότι έπρεπε να τον διώξουν από το Αγιέμενεμ πριν επιστρέψει ο Τσάκο. Δεν μπορούσαν να προβλέψουν ποια θα ήταν η αντίδραση τού Τσάκο.
Δεν ήταν αποκλειστικά δικό τους το φταίξιμο που τα πράγματα ξέφυγαν και το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται ξέφρενα, σαν σβούρα.
Που χτύπησε όλους όσους βρήκε μπροστά του.
Που όταν γύρισαν από το Κοτσίν ο Τσάκο και η Μάργκαρετ Κοτσάμα, ήταν πια πολύ αργά.
Όχι μέχρι που τον κυρίεψε ο Τρόμος. Όχι ωσότου είδε, τη μία νύχτα μετά την άλλη, τη μικρή βάρκα με τα κουπιά να περνάει το ποτάμι. Όχι ώσπου την είδε να ξαναφεύγει την αυγή. Όχι μέχρις ότου δει, τι είχε αγγίξει ο Άθικτος γιος του. Και δεν το είχε αγγίξει απλώς.
Είχε αγαπήσει.
Έβρεχε από την προηγούμενη μέρα. Νωρίς το απομεσήμερο η Ζεστή μέρα σκοτείνιασε κι ο ουρανός άρχισε να μουγκρίζει και να βροντάει. Η Κότσου Μάρια, κακοδιάθετη δίχως συγκεκριμένο λόγο, ήταν στην κουζίνα, πάνω στο σκαμνάκι της και ξελέπιζε με θυμωμένες κινήσεις ένα μεγάλο ψάρι εξαπολύοντας ολόγυρά της μια χιονοθύελλα από λέπια. Τα χρυσά της σκουλαρίκια χόρευαν τρελά. Ασημένια λέπια πετούσαν μέσα στην κουζίνα και προσγειώνονταν στις κατσαρόλες, στους τοίχους, στους τρίφτες, στο πόμολο τού ψυγείου. Δε γύρισε να κοιτάξει τον Βέλια Πάαπεν όταν εμφανίστηκε στην πόρτα τής κουζίνας, βρεμένος απ᾿ την κορφή ως τα νύχια, τρέμοντας σύγκορμος. Το αληθινό του μάτι ήταν κατακόκκινο κι έμοιαζε τύφλα στο μεθύσι. Στάθηκε εκεί δέκα ολόκληρα λεπτά, περιμένοντας να τον προσέξουν. Όταν η Κότσου Μάρια τέλειωσε το ψάρι κι έπιασε τα κρεμμύδια, ο Βέλια Πάαπεν ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και ζήτησε να δει τη Μαμάτσι. Η Κότσου Μάρια προσπάθησε να τον διώξει, εκείνος όμως δεν έλεγε να φύγει. Κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του για να μιλήσει, η μυρωδιά τού αράκ χτυπούσε την Κότσου Μάρια σαν σφυρί. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ σε τέτοια χάλια και φοβήθηκε λιγάκι. Δυσκολεύτηκε να καταλάβει για ποιο λόγο επέμενε τόσο ο Βέλια Πάαπεν, κι έτσι αποφάσισε τελικά, ότι το καλύτερο που είχε να κάνει, ήταν να φωνάξει τη Μαμάτσι. Έκλεισε την πόρτα τής κουζίνας, αφήνοντας έξω τον Βέλια Πάαπεν, να παραπατάει ζαλισμένος κάτω απ᾿ τη βροχή. Παρόλο που ήταν Δεκέμβριος, έβρεχε σαν να ήταν Ιούνιος. "Κυκλωνική αναστάτωση", έγραψαν οι εφημερίδες την επόμενη μέρα.
Ίσως ήταν η βροχή που οδήγησε τον Βέλια Πάαπεν ως την πόρτα τής κουζίνας. Για έναν άνθρωπο προληπτικό και δεισιδαίμονα, η επιμονή αυτής τής νεροποντής, και μάλιστα τέτοια εποχή, ήταν σίγουρα κακός οιωνός. Για ένα μεθυσμένο, προληπτικό και δεισιδαίμονα άνθρωπο, η απογευματινή εκείνη μπόρα μπορεί και να ήταν η αρχή τού τέλους τού κόσμου. Πράγμα που κατά κάποιον τρόπο ήταν αλήθεια.
Όταν η Μαμάτσι μπήκε στην κουζίνα με το μισοφόρι της και την ανοιχτή ροζ ρόμπα της με τα σιρίτια, ο Βέλια Πάαπεν ανέβηκε τα σκαλιά και τής έδωσε το υποθηκευμένο του μάτι. Το κρατούσε στην ανοιχτή παλάμη του. Είπε πως δεν ήταν άξιος να το κρατήσει κι ήθελε να τής το δώσει πίσω. Το αριστερό του βλέφαρο κρεμόταν πάνω από την άδεια κόγχη του, τερατώδες, ζαρωμένο, ασάλευτο. Έμοιαζε λες και τής έκλεινε το μάτι. Λες κι όλα όσα είχε να τής πει, ήταν ένα πολύπλοκο αστείο.
«Τι είναι;» ρώτησε η Μαμάτσι απλώνοντας το χέρι της. Απ᾿ το μυαλό της πέρασε η ιδέα πως ο Βέλια Πάαπεν, για κάποιο λόγο, τής έφερνε πίσω το κόκκινο ρύζι που τού είχε δώσει το πρωί.
«Είναι το μάτι του», είπε δυνατά η Κότσου Μάρια στη Μαμάτσι, με τα μάτια της δακρυσμένα από τα κρεμμύδια. Τη στιγμή εκείνη η Μαμάτσι είχε ήδη αγγίξει το γυάλινο μάτι. Τράβηξε τα δάχτυλά της από τη γλιστερή του σκληράδα. Σαν γλιτσιασμένο μάρμαρο.
«Μεθυσμένος είσαι;» ρώτησε θυμωμένη η Μαμάτσι τον ήχο τής βροχής. «Πώς τολμάς κι έρχεσαι σε τέτοια χάλια;»
Προχώρησε στα τυφλά ως το νεροχύτη και σαπούνισε τα αηδιαστικά υγρά τού ματιού τού μουσκεμένου Παρουάν. Όταν τέλειωσε, μύρισε τα χέρια της. Η Κότσου Μάρια έδωσε στον Βέλια Πάαπεν μια παλιά πετσέτα τής κουζίνας για να σκουπιστεί. Και δεν είπε τίποτα όταν ο γέρος ανέβηκε στο κεφαλόσκαλο, πατώντας σχεδόν μέσα στην κουζίνα της, σκουπίζοντας από πάνω του τα νερά τής βροχής, προστατευμένος κάτω από το μικρό υπόστεγο.
Όταν ηρέμησε κάπως, ο Βέλια Πάαπεν ξανάβαλε το μάτι του στη θέση του κι άρχισε να μιλάει. Άρχισε θυμίζοντας στη Μαμάτσι τις καλοσύνες που είχε κάνει η οικογένειά της για τη δική του. Εδώ και τόσες γενιές. Πώς ο αιδεσιμότατος Ι. Tζov Ίπε είχε δώσει στον πατέρα του Κέλαν, τη γη όπου βρισκόταν τώρα η καλύβα τους. Και μάλιστα πολύ πριν το σκεφτούν αυτό οι κομμουνιστές. Πώς η Μαμάτσι είχε πληρώσει για το μάτι του. Πώς είχε σπουδάσει τον Βελούτθα και πώς τού είχε δώσει δουλειά...
Η Μαμάτσι, όσο κι αν την ενοχλούσε το μεθύσι του, ήταν πρόθυμη να ακούσει ύμνους για τον εαυτό της και για τη φιλανθρωπία τής οικογένειάς της. Τίποτα δεν την είχε ετοιμάσει γι᾿ αυτό που επρόκειτο να ακούσει.
Ο Βέλια Πάαπεν έβαλε τα κλάματα. Ο μισός. Τα δάκρυα κύλησαν από το αληθινό του μάτι λαμπερά στο μαύρο του μάγουλο. Με το άλλο του μάτι συνέχισε να κοιτάζει παγερά μπροστά. Ένας γέρος Παρουάν, που είχε ζήσει τις μέρες που Πισωπατούσαν, μοιρασμένος ανάμεσα στην Αφοσίωση και την Αγάπη.
Ύστερα ο Τρόμος τον κυρίευσε και τίναξε τις λέξεις έξω από το στόμα του. Είπε στη Μαμάτσι τι είχε δει. Την ιστορία τής μικρής βάρκας που περνούσε κάθε νύχτα το ποτάμι και ποιος ήταν μέσα σ᾿ αυτήν. Την ιστορία ενός άντρα και μιας γυναίκας που στέκονταν αγκαλιασμένοι στο φεγγαρόφωτο. Δέρμα με δέρμα.
Πήγαν στο Σπίτι τού Κάρι Σάιπου, είπε ο Βέλια Πάαπεν. Το στοιχειό τού λευκού ανθρώπου είχε μπει μέσα τους. Ήταν η εκδίκηση τού Κάρι Σάιπου, γι᾿ αυτό που τού είχε κάνει αυτός, ο Βέλια Πάαπεν. Τη βάρκα (αυτήν όπου καθόταν ο Έστθα και η Ράχελ είχε βρει) την έδεσαν στο κούτσουρο δίπλα στο απότομο μονοπάτι που ανέβαινε μέσα από το βάλτο στην εγκαταλειμμένη φυτεία τού καουτσούκ. Την είχε δει εκεί. Κάθε νύχτα. Να λικνίζεται απαλά στο νερό. Άδεια. Περιμένοντας τούς εραστές να γυρίσουν. Ώρες ολόκληρες περίμενε. Μερικές φορές δε γύριζαν μέσα απ᾿ τα ψηλά χορτάρια νωρίτερα από το χάραμα. Ο Βέλια Πάαπεν τούς είχε δει με το γερό του μάτι. Κι άλλοι τούς είχαν δει. Όλο το χωριό το ήξερε. Ήταν ζήτημα χρόνου ώσπου να το ανακαλύψει η Μαμάτσι. Γι᾿ αυτό κι ο Βέλια Πάαπεν είχε έρθει να τής το πει μόνος του. Ως Παρουάν και ως άνθρωπος με υποθηκευμένα σωματικά μέλη, το θεωρούσε καθήκον του.
Οι εραστές. Που είχαν φέρει στον κόσμο αυτός κι εκείνη. Ο γιος του κι η κόρη της. Είχαν τολμήσει το αδιανόητο κι είχαν κάνει το αδύνατον να συμβεί στ᾿ αλήθεια.
Ο Βέλια Πάαπεν συνέχισε να μιλάει. Να κλαίει. Να πνίγεται απ᾿ τα αναφιλητά. Να σαλεύει τα χείλη του. Η Μαμάτσι δεν άκουγε τι τής έλεγε. Ο θόρυβος τής βροχής δυνάμωσε, ώσπου εξερράγη μέσα στο κεφάλι της. Δεν άκουσε ούτε το ίδιο της το ουρλιαχτό.
Ξάφνου η τυφλή γριά με τη ροζ ρόμπα με τα σιρίτια και τα αραιά γκρίζα μαλλιά πλεγμένα κοτσίδα έκανε ένα βήμα μπροστά κι έσπρωξε τον Βέλια Πάαπεν με όλη της τη δύναμη. Παραπατώντας εκείνος έχασε την ισορροπία του, γκρεμίστηκε από τα σκαλιά και βρέθηκε φαρδύς πλατύς στις λάσπες τής αυλής. Συνελήφθη εξαπίνης. Λόγω των ταμπού, ένας Άθικτος δεν περίμενε να τον αγγίξουν.
Η Μπέμπα Κοτσάμα που περνούσε εκείνη τη στιγμή από την κουζίνα, άκουσε το θόρυβο. Βρήκε τη Μαμάτσι έξαλλη, να φτύνει στη βροχή ΦΤΟΥ! ΦΤΟΥ! ΦΤΟΥ! και τον Βέλια Πάαπεν πεσμένο στις λάσπες, βρεμένο, κλαμένο, σερνάμενο. Πρότεινε να σκοτώσει το γιο του. Να τον σκίσει απ᾿ άκρη σ᾿ άκρη.
Η Μαμάτσι ούρλιαζε: «Μεθυσμένο βρωμόσκυλο! Μεθυσμένε ψεύτη Παρουάν!»
Μέσα στο σαματά η Κότσου Μάρια διηγήθηκε με δυνατή φωνή στην Μπέμπα Κοτσάμα την ιστορία τού Βέλια Πάαπεν. Η Μπέμπα Κοτσάμα συνειδητοποίησε ευθύς τις σοβαρότατες συνέπειες αυτής τής κατάστασης αλλά έπνιξε αμέσως τις σκέψεις της με βάλσαμα. Άνθησε. Προτίμησε να πιστέψει ότι μ᾿ αυτόν τον τρόπο ο Θεός τιμωρούσε την Άμου για τις αμαρτίες της κι έπαιρνε εκδίκηση για τον εξευτελισμό της στα χέρια τού Βελούτθα και των άλλων στη διαδήλωση — που την κορόιδευαν Μονταλάλι Μαριακούτι, που την είχαν αναγκάσει να κρατήσει τη σημαία τους. Άνοιξε πανιά χωρίς χρονοτριβή. Ένα καράβι καλοσύνης μέσα σε μια θάλασσα αμαρτίας.
Η Μπέμπα Κοτσάμα πέρασε το βαρύ της μπράτσο στους ώμους τής Μαμάτσι. «Πρέπει να ᾿ναι αλήθεια», είπε ήρεμα. «Είναι σίγουρα ικανή να το κάνει. Κι εκείνος το ίδιο. Ο Βέλια Πάαπεν δε θα έλεγε ένα τέτοιο ψέμα».
Ζήτησε από την Κότσου Μάρια να φέρει στη Μαμάτσι ένα ποτήρι νερό και μια καρέκλα να καθίσει. Έβαλε τον Βέλια Πάαπεν να επαναλάβει την ιστορία του, διακόπτοντάς τον συχνά πυκνά για λεπτομέρειες – Τίνος ήταν η βάρκα; Πόσο συχνά; Πόσο καιρό συνέβαινε αυτό; Όταν τέλειωσε ο Βέλια Πάαπεν, η Μπέμπα Κοτσάμα γύρισε στη Μαμάτσι. «Πρέπει να φύγει», είπε. «Απόψε. Πριν πάρει έκταση το ζήτημα. Πριν καταστραφούμε εντελώς».
Ύστερα ανατρίχιασε την κοριτσίστικη ανατριχίλα της. Αυτό έγινε, όταν είπε: «Πώς άντεξε τη μυρωδιά του; Δεν το ᾽χεις προσέξει; Μυρίζουν αλλιώτικα αυτοί οι Παρουάν».
Και με αυτήν την οσφρητική παρατήρηση, αυτήν τη μικρή ξεχωριστή λεπτομέρεια, ο Τρόμος άρχισε να ξετυλίγεται.
Η οργή τής Μαμάτσι ενάντια στο μονόφθαλμο Παρουάν που έστεκε στη βροχή, μεθυσμένος, στάζοντας νερό και λάσπες, άλλαξε κι έγινε ψυχρή περιφρόνηση για την κόρη της και γι᾿ αυτό που είχε κάνει. Τη σκέφτηκε γυμνή, να κυλιέται στο βούρκο με έναν άντρα που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας βρωμιάρης Παρουάν. Τη φαντάστηκε με κάθε λεπτομέρεια: το τραχύ μαύρο χέρι ενός Παρουάν πάνω στο στήθος τής κόρης της. Το στόμα του στο δικό της. Τα μαύρα λαγόνια του να πηγαινοέρχονται μέσα στ᾿ ανοιχτά της πόδια. Το λαχάνιασμά τους. Την ιδιαίτερη μυρωδιά τού Παρουάν. Σαν τα ζώα, συλλογίστηκε η Μαμάτσι και παραλίγο να ξεράσει. Σαν αδέσποτο σκυλί που ζευγαρώνει με ξαναμμένη σκύλα. Η ανοχή της για τις "Αντρικές Ανάγκες" τού γιου της έγινε το λάδι που φούντωσε τη φωτιά τής ασυγκράτητης οργής της στην περίπτωση τής κόρης της. Είχε ντροπιάσει γενιές ολόκληρες (τον Μικρό Ευλογημένο που τον είχε ευλογήσει ο ίδιος ο Πατριάρχης Αντιοχείας προσωπικά, έναν Αυτοκρατορικό Εντομολόγο, έναν Υπότροφο τού Ιδρύματος Ρόουντς τής Οξφόρδης) και είχε κηλιδώσει την τιμή τής οικογένειας. Τούς είχε καταστρέψει, για πάντα τώρα πια στους γάμους και στις κηδείες ο κόσμος θα τούς έδειχνε με το δάχτυλο. Στα βαφτίσια και στα γενέθλια. Θα σκουντούσαν ο ένας τον άλλον και θα ψιθύριζαν. Όλα είχαν τελειώσει πια.
Η Μαμάτσι έχασε την ψυχραιμία της.
Έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν, οι δυο ηλικιωμένες γυναίκες. Η Μαμάτσι έβαλε το πάθος. Η Μπέμπα Κοτσάμα το Σχέδιο. Η Κότσου Μάρια ήταν ο κοντοστούπης λοχίας τους. Πρώτα πρώτα κλείδωσαν την Άμου (αφού την τράβηξαν με πονηριά στο δωμάτιό της) πριν στείλουν για τον Βελούτθα. Ήξεραν ότι έπρεπε να τον διώξουν από το Αγιέμενεμ πριν επιστρέψει ο Τσάκο. Δεν μπορούσαν να προβλέψουν ποια θα ήταν η αντίδραση τού Τσάκο.
Δεν ήταν αποκλειστικά δικό τους το φταίξιμο που τα πράγματα ξέφυγαν και το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται ξέφρενα, σαν σβούρα.
Που χτύπησε όλους όσους βρήκε μπροστά του.
Που όταν γύρισαν από το Κοτσίν ο Τσάκο και η Μάργκαρετ Κοτσάμα, ήταν πια πολύ αργά.
13. Η Μαμάτσι ξερνά δηλητήριο εναντίον τού Βελούτθα
Ο ΒΕΛΟΎΤΘΑ ΓΎΡΙΣΕ με το τελευταίο λεωφορείο από το Κόταγιαμ, όπου είχε πάει τη μηχανή εμφιαλώσεως για επισκευή. Στη στάση έπεσε πάνω σε έναν εργάτη τού εργοστασίου που τού είπε χασκογελώντας ότι η Μαμάτσι ήθελε να τον δει. Ο Βελούτθα δεν είχε ιδέα για όσα είχαν συμβεί και δε φανταζόταν καν την επίσκεψη τού μεθυσμένου πατέρα του στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Ούτε ήξερε ότι ο Βέλια Πάαπεν καθόταν ώρες τώρα στην πόρτα τής καλύβας τους, μεθυσμένος ακόμα, με το γυάλινο μάτι του και τη λάμα τού τσεκουριού του να λάμπουν στο φως τού λυχναριού, περιμένοντας το γυρισμό του Βελούτθα. Δεν ήξερε ότι ο δύστυχος παράλυτος Κούταπεν, μισοπεθαμένος από το φόβο του, μιλούσε ασταμάτητα δυο ώρες στον πατέρα του, πασχίζοντας να τον καλμάρει, τεντώνοντας συνάμα τα αφτιά του να πιάσει ένα βήμα, ένα κλαδάκι να σπάει, για να ουρλιάξει και να προειδοποιήσει τον ανύποπτο αδερφό του.
Ο Βελούτθα δεν πήγε στο σπίτι του. Πήγε κατευθείαν στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Παρόλο που από τη μια μεριά εξεπλάγη, από την άλλη ήξερε, με ένα αρχαίο ένστικτο, ότι κάποια μέρα η Ιστορία θα τον έπιανε στα χέρια της. Όσο κράτησε το ξέσπασμα της Μαμάτσι, εκείνος έμεινε σιωπηλός και ψύχραιμος. Η ψυχραιμία αυτή πήγαζε από την έσχατη πρόκληση. Στηριζόταν στη διαύγεια που απλώνεται πέρα και πάνω από την οργή.
Όταν έφτασε ο Βελούτθα, η Μαμάτσι είχε χάσει τον προσανατολισμό της και ξερνούσε το δηλητήριό της, τις τρομερές, ανυπόφορες βρισιές της, στραμμένη στο κούφωμα τής πόρτας, ώσπου η Μπέμπα Κοτσάμα διακριτικά τη γύρισε και έστρεψε την οργή της προς τη σωστή κατεύθυνση, προς τον Βελούτθα που έστεκε ασάλευτος στο μισόφωτο. Η Μαμάτσι συνέχισε να ουρλιάζει, με το βλέμμα της άδειο, το πρόσωπό της παραμορφωμένο κι άσχημο. Η μανία της την έσπρωχνε ολοένα πιο κοντά στον Βελούτθα, ώσπου έφτασε να τού φωνάζει κατάμουτρα, κολλημένη σχεδόν στο πρόσωπό του κι ένιωθε το σάλιο της να τινάζεται πάνω του, μύριζε το τσάι στην ανάσα της. Η Μπέμπα Κοτσάμα δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό τής Μαμάτσι. Δεν είπε λέξη αλλά με τα χέρια της καθοδηγούσε την οργή τής Μαμάτσι, τη συδαύλιζε, τη φούντωνε. Τη χτυπούσε ενθαρρυντικά στην πλάτη. Την αγκάλιαζε απ᾿ τούς ώμους. Η Μαμάτσι δεν αντιλήφθηκε καθόλου τη χειραγώγηση.
Πού είχε μάθει τόσα βρωμόλογα μια γριά κυρία σαν κι αυτήν που φορούσε ατσαλάκωτα, κολλαριστά σάρι κι έπαιζε τα απογεύματα τη Σουίτα τού Καρυοθραύστη στο βιολί της; Το ερώτημα αυτό παρέμεινε αναπάντητο για όλους όσοι την άκουσαν εκείνη την ημέρα (την Μπέμπα Κοτσάμα, την Κότσου Μάρια με την Άμου κλειδωμένη στο δωμάτιό της).
«Έξω!» ούρλιαξε τελικά. «Αν σε ξαναδώ να τριγυρίζεις στο σπίτι μου, θα σε μουνουχίσω σαν σκυλί! Βρωμο-Άθικτε! Θα βάλω να σε σκοτώσουν!»
«Αυτό θα το δούμε!» απάντησε ήρεμα ο Βελούτθα. Αυτό είπε μόνο. Κι αυτό ήταν που η Μπέμπα Κοτσάμα, στο γραφείο τού επιθεωρητή Τόμας Μάθιου, υπερέβαλε και διάνθισε σε απειλές για φόνο και απαγωγή.
Η Μαμάτσι έφτυσε τον Βελούτθα κατάμουτρα. Πηχτό σάλιο. Που τινάχτηκε σε όλο του το πρόσωπο. Στο στόμα και στα μάτια του.
Εκείνος έμεινε ασάλευτος. Κεραυνοβολημένος. Ύστερα γύρισε κι έφυγε. Φεύγοντας από το σπίτι, ένιωσε τις αισθήσεις του ακονισμένες, οξυμένες. Λες κι όλα γύρω του δεν ήταν πια παρά μια απλή εικόνα τού κόσμου. Ένα σκίτσο φτιαγμένο από μηχανή με ένα εγχειρίδιο όλο οδηγίες που τού έλεγαν τι να κάνει. Το μυαλό του που έψαχνε απελπισμένα δρόμο να ξεφύγει, γαντζώθηκε στις λεπτομέρειες. Κι ονομάτιζε ό,τι συναντούσε εμπρός του.
Αυλόπορτα, σκέφτηκε τη στιγμή που περνούσε την αυλόπορτα. Αυλόπορτα. Δρόμος. Πέτρες. Ουρανός. Βροχή.
Η βροχή πάνω στο δέρμα του έσκαγε ζεστή. Τραχιές οι πέτρες από λατερίτη κάτω από τα πόδια του. Ήξερε πού πήγαινε. Παρατηρούσε τα πάντα. Κάθε φύλλο. Κάθε δέντρο. Κάθε σύννεφο στο μαύρο ουρανό. Κάθε βήμα που έκανε.
Άρχισε να μετράει. Κάτι. Οτιδήποτε. Ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι εφτά οχτώ εννέα δέκα...
Το σκίτσο τής μηχανής θόλωσε μπροστά στα μάτια του. Οι καθαρές γραμμές του θάμπωσαν. Από τις οδηγίες δεν μπορούσε να βγάλει νόημα πια. Ο δρόμος σηκώθηκε και ήρθε να τον προϋπαντήσει. Το σκοτάδι έγινε ακόμα πιο πηχτό. Κολλούσε πάνω του. Δεν τον άφηνε να προχωρήσει. Δυσκολευόταν. Σαν να κολυμπούσε βαθιά, κάτω απ᾿ το νερό.
Τώρα συμβαίνει, τον πληροφόρησε κάποια φωνή. Τώρα άρχισε.
Το μυαλό του, ξαφνικά απίθανα γερασμένο, πέταξε έξω απ᾿ το κορμί του κι άρχισε να στροβιλίζεται ψηλά στον αέρα πάνω απ᾿ το κεφάλι του, αναμασώντας περιττές προειδοποιήσεις.
Χαμήλωσε τα μάτια και είδε το κορμί ενός νέου άντρα να περπατάει μέσα στο σκοτάδι και την καταρρακτώδη βροχή. Πάνω απ᾿ όλα, το κορμί αυτό λαχταρούσε να κοιμηθεί. Να κοιμηθεί και να ξυπνήσει σε έναν άλλον κόσμο. Με τη μυρωδιά της στον αέρα που θα ανάσαινε. Με το κορμί της πάνω στο δικό του. Μπορεί να μην την ξανάβλεπε ποτέ. Πού ήταν; Τι τής είχαν κάνει; Την είχαν πληγώσει;
Συνέχισε να περπατάει. Χωρίς να σηκώνει το πρόσωπό του στη βροχή, χωρίς να σκύβει για να την αποφύγει. Ούτε την καλωσόριζε ούτε προφυλασσόταν απ᾿ αυτήν. Παρόλο που η βροχή ξέπλυνε από το πρόσωπό του το σάλιο τής Μαμάτσι, δεν έδιωξε από μέσα του την αίσθηση ότι κάποιος τού είχε ανασηκώσει το κεφάλι κι είχε ξεράσει μέσα στο κορμί του. Αηδιαστικά ξερατά που κυλούσαν κι έσταζαν μέσα στα σωθικά του. Στην καρδιά του. Στα πνευμόνια του. Σε όλο του το είναι. Η βροχή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι᾿ αυτό.
Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Το εγχειρίδιο με τις οδηγίες το έλεγε καθαρά. Έπρεπε να πάει στο σύντροφο Πίλαϊ. Δεν ήξερε πια το γιατί. Τα πόδια του μόνα τους τον οδήγησαν στο τυπογραφείο που ήταν κλειδωμένο κι ύστερα στη μικρή αυλή τού σπιτιού τού συντρόφου Πίλαϊ. Η προσπάθεια που έκανε σηκώνοντας το χέρι του για να χτυπήσει την πόρτα, τον εξουθένωσε.
Ο σύντροφος Πίλαϊ έλιωνε μια ώριμη μπανάνα. Ο πολτός έβγαινε από τα σφιγμένα του δάχτυλα κι έπεφτε μέσα στο πιάτο με το γιαούρτι όταν χτύπησε την πόρτα ο Βελούτθα. Έστειλε τη γυναίκα του ν᾿ ανοίξει. Γυρίζοντας τού φάνηκε μουτρωμένη και ξαφνικά, σκέφτηκε ο σύντροφος Πίλαϊ, σέξι. Ήθελε να αγγίξει το στήθος της αμέσως. Αλλά είχε τα χέρια του λερωμένα και κάποιος είχε χτυπήσει την πόρτα. Η Καλιάνι κάθισε στην άκρη τού κρεβατιού και χάιδεψε αφηρημένη τον Λένιν που κοιμόταν δίπλα στη μικροσκοπική γιαγιά του, πιπιλώντας το δάχτυλό του.
«Ποιος είναι;»
«Είναι ο γιος τού Πάαπεν Παρουάν. Λέει ότι είναι επείγον».
Ο σύντροφος Πίλαϊ τέλειωσε το γιαούρτι του χωρίς να βιάζεται. Ύστερα κούνησε τα δάχτυλά του πάνω από το πιάτο του. Η Καλιάνι τού έφερε νερό με ένα μικρό ανοξείδωτο κανάτι και τον βοήθησε να πλύνει το χέρι του. Τα απομεινάρια τού φαγητού στο πιάτο του βούλιαξαν για μια στιγμή κι ύστερα άρχισαν να επιπλέουν. Τού έφερε μια πετσέτα. Σκούπισε τα χέρια του, ρεύτηκε ικανοποιημένος και βγήκε στην πόρτα.
«Βελούτθα; Τέτοια ώρα μες στη νύχτα;»
Καθώς μιλούσε, ο Βελούτθα άκουγε τη φωνή του να χτυπάει σε έναν αόρατο τοίχο και να ξαναγυρίζει σ᾿ αυτόν. Προσπάθησε να εξηγήσει τι είχε συμβεί μα καταλάβαινε κι ο ίδιος ότι τα λόγια του ήταν ασυνάρτητα. Ο άντρας στον οποίο μιλούσε, ήταν μικρός και πολύ μακριά, πίσω από ένα γυάλινο τοίχο.
«Είναι μικρό το χωριό», έλεγε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Τίποτα δε μένει κρυφό εδώ πέρα. Κι εγώ έχω τα αφτιά μου ανοιχτά. Όσα γίνονται τόσο καιρό, τα ξέρω».
Ο Βελούτθα άκουσε τον εαυτό του να λέει ξανά κάτι που δεν είχε καμιά σημασία για τον άντρα απέναντί του. Η φωνή του τυλίχτηκε γύρω του σαν φίδι.
«Ίσως», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Πρέπει να ξέρεις, σύντροφε, ότι το Κόμμα δεν έχει καμιά δουλειά να υποστηρίζει τις αταξίες των εργατών στην προσωπική τους ζωή».
Ο Βελούτθα είδε το κορμί τού συντρόφου Πίλαϊ να χάνεται από το άνοιγμα τής πόρτας. Η ασώματη τσιριχτή φωνή του συνέχισε να μιλάει, να εκσφενδονίζει συνθήματα. Σnμαιούλες που ανέμιζαν στο άδειο κατώφλι.
Δεν είναι δουλειά τού Κόμματος να αναλαμβάνει τέτοιες υποθέσεις.
Το συμφέρον τού ατόμου πρέπει να υποτάσσεται στο συμφέρον τής οργάνωσης.
Η παραβίαση τής Κομματικής Πειθαρχίας υπονομεύει την Ενότητα τού Κόμματος.
Η φωνή συνέχιζε. Οι προτάσεις διαμελίζονταν, γίνονταν ομάδες λέξεων. Λέξεις.
Πρόοδος τής Επανάστασης.
Υποταγή τού Ταξικού Εχθρού.
Λακέδες των καπιταλιστών.
Ανοιξιάτικη μπόρα.
Και ξανά τα ίδια. Άλλη μια θρησκεία στραμμένη ενάντια στον εαυτό της. Άλλο ένα οικοδόμημα τού ανθρώπινου νου που η ανθρώπινη φύση είχε γκρεμίσει.
Ο σύντροφος Πίλαϊ έκλεισε την πόρτα του και γύρισε στη γυναίκα του και στο βραδινό του. Αποφάσισε να φάει άλλη μια μπανάνα.
«Τι σε ήθελε;» ρώτησε η Καλιάνι φέρνοντάς του την μπανάνα.
«Τα μάθανε. Κάποιος πρέπει να τούς τα είπε. Τον έδιωξαν».
«Αυτό είναι όλο; Είναι τυχερός που δεν τον κρέμασαν απ᾿ το κοντινότερο δέντρο».
«Πρόσεξα κάτι περίεργο...» είπε ο σύντροφος Πίλαϊ ξεφλουδίζοντας την μπανάνα του. «Ο τύπος είχε τα νύχια του βαμμένα κόκκινα...»
Όρθιος έξω στη βροχή, στο κρύο και υγρό φως τής μοναδικής λάμπας τού δρόμου, ο Βελούτθα ένιωσε όλως αιφνιδίως τη νύστα να τον γονατίζει. Χρειάστηκε να βάλει τα δυνατά του για να μπορέσει να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά.
Αύριο, είπε στον εαυτό του. Αύριο, μόλις σταματήσει η βροχή.
Τα πόδια του τον οδήγησαν στο ποτάμι. Σαν να ήταν αυτά το λουρί κι εκείνος το σκυλί.
Η Ιστορία οδηγούσε το σκυλί.
Ο Βελούτθα δεν πήγε στο σπίτι του. Πήγε κατευθείαν στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Παρόλο που από τη μια μεριά εξεπλάγη, από την άλλη ήξερε, με ένα αρχαίο ένστικτο, ότι κάποια μέρα η Ιστορία θα τον έπιανε στα χέρια της. Όσο κράτησε το ξέσπασμα της Μαμάτσι, εκείνος έμεινε σιωπηλός και ψύχραιμος. Η ψυχραιμία αυτή πήγαζε από την έσχατη πρόκληση. Στηριζόταν στη διαύγεια που απλώνεται πέρα και πάνω από την οργή.
Όταν έφτασε ο Βελούτθα, η Μαμάτσι είχε χάσει τον προσανατολισμό της και ξερνούσε το δηλητήριό της, τις τρομερές, ανυπόφορες βρισιές της, στραμμένη στο κούφωμα τής πόρτας, ώσπου η Μπέμπα Κοτσάμα διακριτικά τη γύρισε και έστρεψε την οργή της προς τη σωστή κατεύθυνση, προς τον Βελούτθα που έστεκε ασάλευτος στο μισόφωτο. Η Μαμάτσι συνέχισε να ουρλιάζει, με το βλέμμα της άδειο, το πρόσωπό της παραμορφωμένο κι άσχημο. Η μανία της την έσπρωχνε ολοένα πιο κοντά στον Βελούτθα, ώσπου έφτασε να τού φωνάζει κατάμουτρα, κολλημένη σχεδόν στο πρόσωπό του κι ένιωθε το σάλιο της να τινάζεται πάνω του, μύριζε το τσάι στην ανάσα της. Η Μπέμπα Κοτσάμα δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό τής Μαμάτσι. Δεν είπε λέξη αλλά με τα χέρια της καθοδηγούσε την οργή τής Μαμάτσι, τη συδαύλιζε, τη φούντωνε. Τη χτυπούσε ενθαρρυντικά στην πλάτη. Την αγκάλιαζε απ᾿ τούς ώμους. Η Μαμάτσι δεν αντιλήφθηκε καθόλου τη χειραγώγηση.
Πού είχε μάθει τόσα βρωμόλογα μια γριά κυρία σαν κι αυτήν που φορούσε ατσαλάκωτα, κολλαριστά σάρι κι έπαιζε τα απογεύματα τη Σουίτα τού Καρυοθραύστη στο βιολί της; Το ερώτημα αυτό παρέμεινε αναπάντητο για όλους όσοι την άκουσαν εκείνη την ημέρα (την Μπέμπα Κοτσάμα, την Κότσου Μάρια με την Άμου κλειδωμένη στο δωμάτιό της).
«Έξω!» ούρλιαξε τελικά. «Αν σε ξαναδώ να τριγυρίζεις στο σπίτι μου, θα σε μουνουχίσω σαν σκυλί! Βρωμο-Άθικτε! Θα βάλω να σε σκοτώσουν!»
«Αυτό θα το δούμε!» απάντησε ήρεμα ο Βελούτθα. Αυτό είπε μόνο. Κι αυτό ήταν που η Μπέμπα Κοτσάμα, στο γραφείο τού επιθεωρητή Τόμας Μάθιου, υπερέβαλε και διάνθισε σε απειλές για φόνο και απαγωγή.
Η Μαμάτσι έφτυσε τον Βελούτθα κατάμουτρα. Πηχτό σάλιο. Που τινάχτηκε σε όλο του το πρόσωπο. Στο στόμα και στα μάτια του.
Εκείνος έμεινε ασάλευτος. Κεραυνοβολημένος. Ύστερα γύρισε κι έφυγε. Φεύγοντας από το σπίτι, ένιωσε τις αισθήσεις του ακονισμένες, οξυμένες. Λες κι όλα γύρω του δεν ήταν πια παρά μια απλή εικόνα τού κόσμου. Ένα σκίτσο φτιαγμένο από μηχανή με ένα εγχειρίδιο όλο οδηγίες που τού έλεγαν τι να κάνει. Το μυαλό του που έψαχνε απελπισμένα δρόμο να ξεφύγει, γαντζώθηκε στις λεπτομέρειες. Κι ονομάτιζε ό,τι συναντούσε εμπρός του.
Αυλόπορτα, σκέφτηκε τη στιγμή που περνούσε την αυλόπορτα. Αυλόπορτα. Δρόμος. Πέτρες. Ουρανός. Βροχή.
Η βροχή πάνω στο δέρμα του έσκαγε ζεστή. Τραχιές οι πέτρες από λατερίτη κάτω από τα πόδια του. Ήξερε πού πήγαινε. Παρατηρούσε τα πάντα. Κάθε φύλλο. Κάθε δέντρο. Κάθε σύννεφο στο μαύρο ουρανό. Κάθε βήμα που έκανε.
Άρχισε να μετράει. Κάτι. Οτιδήποτε. Ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι εφτά οχτώ εννέα δέκα...
Το σκίτσο τής μηχανής θόλωσε μπροστά στα μάτια του. Οι καθαρές γραμμές του θάμπωσαν. Από τις οδηγίες δεν μπορούσε να βγάλει νόημα πια. Ο δρόμος σηκώθηκε και ήρθε να τον προϋπαντήσει. Το σκοτάδι έγινε ακόμα πιο πηχτό. Κολλούσε πάνω του. Δεν τον άφηνε να προχωρήσει. Δυσκολευόταν. Σαν να κολυμπούσε βαθιά, κάτω απ᾿ το νερό.
Τώρα συμβαίνει, τον πληροφόρησε κάποια φωνή. Τώρα άρχισε.
Το μυαλό του, ξαφνικά απίθανα γερασμένο, πέταξε έξω απ᾿ το κορμί του κι άρχισε να στροβιλίζεται ψηλά στον αέρα πάνω απ᾿ το κεφάλι του, αναμασώντας περιττές προειδοποιήσεις.
Χαμήλωσε τα μάτια και είδε το κορμί ενός νέου άντρα να περπατάει μέσα στο σκοτάδι και την καταρρακτώδη βροχή. Πάνω απ᾿ όλα, το κορμί αυτό λαχταρούσε να κοιμηθεί. Να κοιμηθεί και να ξυπνήσει σε έναν άλλον κόσμο. Με τη μυρωδιά της στον αέρα που θα ανάσαινε. Με το κορμί της πάνω στο δικό του. Μπορεί να μην την ξανάβλεπε ποτέ. Πού ήταν; Τι τής είχαν κάνει; Την είχαν πληγώσει;
Συνέχισε να περπατάει. Χωρίς να σηκώνει το πρόσωπό του στη βροχή, χωρίς να σκύβει για να την αποφύγει. Ούτε την καλωσόριζε ούτε προφυλασσόταν απ᾿ αυτήν. Παρόλο που η βροχή ξέπλυνε από το πρόσωπό του το σάλιο τής Μαμάτσι, δεν έδιωξε από μέσα του την αίσθηση ότι κάποιος τού είχε ανασηκώσει το κεφάλι κι είχε ξεράσει μέσα στο κορμί του. Αηδιαστικά ξερατά που κυλούσαν κι έσταζαν μέσα στα σωθικά του. Στην καρδιά του. Στα πνευμόνια του. Σε όλο του το είναι. Η βροχή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι᾿ αυτό.
Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Το εγχειρίδιο με τις οδηγίες το έλεγε καθαρά. Έπρεπε να πάει στο σύντροφο Πίλαϊ. Δεν ήξερε πια το γιατί. Τα πόδια του μόνα τους τον οδήγησαν στο τυπογραφείο που ήταν κλειδωμένο κι ύστερα στη μικρή αυλή τού σπιτιού τού συντρόφου Πίλαϊ. Η προσπάθεια που έκανε σηκώνοντας το χέρι του για να χτυπήσει την πόρτα, τον εξουθένωσε.
Ο σύντροφος Πίλαϊ έλιωνε μια ώριμη μπανάνα. Ο πολτός έβγαινε από τα σφιγμένα του δάχτυλα κι έπεφτε μέσα στο πιάτο με το γιαούρτι όταν χτύπησε την πόρτα ο Βελούτθα. Έστειλε τη γυναίκα του ν᾿ ανοίξει. Γυρίζοντας τού φάνηκε μουτρωμένη και ξαφνικά, σκέφτηκε ο σύντροφος Πίλαϊ, σέξι. Ήθελε να αγγίξει το στήθος της αμέσως. Αλλά είχε τα χέρια του λερωμένα και κάποιος είχε χτυπήσει την πόρτα. Η Καλιάνι κάθισε στην άκρη τού κρεβατιού και χάιδεψε αφηρημένη τον Λένιν που κοιμόταν δίπλα στη μικροσκοπική γιαγιά του, πιπιλώντας το δάχτυλό του.
«Ποιος είναι;»
«Είναι ο γιος τού Πάαπεν Παρουάν. Λέει ότι είναι επείγον».
Ο σύντροφος Πίλαϊ τέλειωσε το γιαούρτι του χωρίς να βιάζεται. Ύστερα κούνησε τα δάχτυλά του πάνω από το πιάτο του. Η Καλιάνι τού έφερε νερό με ένα μικρό ανοξείδωτο κανάτι και τον βοήθησε να πλύνει το χέρι του. Τα απομεινάρια τού φαγητού στο πιάτο του βούλιαξαν για μια στιγμή κι ύστερα άρχισαν να επιπλέουν. Τού έφερε μια πετσέτα. Σκούπισε τα χέρια του, ρεύτηκε ικανοποιημένος και βγήκε στην πόρτα.
«Βελούτθα; Τέτοια ώρα μες στη νύχτα;»
Καθώς μιλούσε, ο Βελούτθα άκουγε τη φωνή του να χτυπάει σε έναν αόρατο τοίχο και να ξαναγυρίζει σ᾿ αυτόν. Προσπάθησε να εξηγήσει τι είχε συμβεί μα καταλάβαινε κι ο ίδιος ότι τα λόγια του ήταν ασυνάρτητα. Ο άντρας στον οποίο μιλούσε, ήταν μικρός και πολύ μακριά, πίσω από ένα γυάλινο τοίχο.
«Είναι μικρό το χωριό», έλεγε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Τίποτα δε μένει κρυφό εδώ πέρα. Κι εγώ έχω τα αφτιά μου ανοιχτά. Όσα γίνονται τόσο καιρό, τα ξέρω».
Ο Βελούτθα άκουσε τον εαυτό του να λέει ξανά κάτι που δεν είχε καμιά σημασία για τον άντρα απέναντί του. Η φωνή του τυλίχτηκε γύρω του σαν φίδι.
«Ίσως», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Πρέπει να ξέρεις, σύντροφε, ότι το Κόμμα δεν έχει καμιά δουλειά να υποστηρίζει τις αταξίες των εργατών στην προσωπική τους ζωή».
Ο Βελούτθα είδε το κορμί τού συντρόφου Πίλαϊ να χάνεται από το άνοιγμα τής πόρτας. Η ασώματη τσιριχτή φωνή του συνέχισε να μιλάει, να εκσφενδονίζει συνθήματα. Σnμαιούλες που ανέμιζαν στο άδειο κατώφλι.
Δεν είναι δουλειά τού Κόμματος να αναλαμβάνει τέτοιες υποθέσεις.
Το συμφέρον τού ατόμου πρέπει να υποτάσσεται στο συμφέρον τής οργάνωσης.
Η παραβίαση τής Κομματικής Πειθαρχίας υπονομεύει την Ενότητα τού Κόμματος.
Η φωνή συνέχιζε. Οι προτάσεις διαμελίζονταν, γίνονταν ομάδες λέξεων. Λέξεις.
Πρόοδος τής Επανάστασης.
Υποταγή τού Ταξικού Εχθρού.
Λακέδες των καπιταλιστών.
Ανοιξιάτικη μπόρα.
Και ξανά τα ίδια. Άλλη μια θρησκεία στραμμένη ενάντια στον εαυτό της. Άλλο ένα οικοδόμημα τού ανθρώπινου νου που η ανθρώπινη φύση είχε γκρεμίσει.
Ο σύντροφος Πίλαϊ έκλεισε την πόρτα του και γύρισε στη γυναίκα του και στο βραδινό του. Αποφάσισε να φάει άλλη μια μπανάνα.
«Τι σε ήθελε;» ρώτησε η Καλιάνι φέρνοντάς του την μπανάνα.
«Τα μάθανε. Κάποιος πρέπει να τούς τα είπε. Τον έδιωξαν».
«Αυτό είναι όλο; Είναι τυχερός που δεν τον κρέμασαν απ᾿ το κοντινότερο δέντρο».
«Πρόσεξα κάτι περίεργο...» είπε ο σύντροφος Πίλαϊ ξεφλουδίζοντας την μπανάνα του. «Ο τύπος είχε τα νύχια του βαμμένα κόκκινα...»
Όρθιος έξω στη βροχή, στο κρύο και υγρό φως τής μοναδικής λάμπας τού δρόμου, ο Βελούτθα ένιωσε όλως αιφνιδίως τη νύστα να τον γονατίζει. Χρειάστηκε να βάλει τα δυνατά του για να μπορέσει να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά.
Αύριο, είπε στον εαυτό του. Αύριο, μόλις σταματήσει η βροχή.
Τα πόδια του τον οδήγησαν στο ποτάμι. Σαν να ήταν αυτά το λουρί κι εκείνος το σκυλί.
Η Ιστορία οδηγούσε το σκυλί.
14. Το πέρασμα
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Το ποτάμι φουσκωμένο, κυλούσε σαν φίδι τα νερά του, μαύρα κι ορμητικά, κατά τη θάλασσα. Μαζί του κουβαλούσε συννεφιασμένους σκοτεινούς ουρανούς, ένα φοινικόκλαδο, τα απομεινάρια ενός καλαμένιου φράχτη κι άλλα δώρα που τού είχε χαρίσει ο άνεμος.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και η βροχή κόπασε, έγινε ψιχάλα κι ύστερα σταμάτησε. Ο αέρας κουνούσε τα κλαδιά των δέντρων και τίναζε σταγόνες. Για λίγο ακόμα έβρεχε μονάχα κάτω από τα δέντρα που ως την ώρα εκείνη πρόσφεραν καταφύγιο.
Ένα χλωμό, θολό φεγγάρι κατάφερε να περάσει ανάμεσα από τα σύννεφα και να φωτίσει ένα νέο άντρα, καθισμένο στο πιο ψηλό από τα δεκατρία πέτρινα σκαλιά που κατέβαιναν στο νερό. Καθόταν πολύ ήσυχος, πολύ βρεμένος. Πολύ νέος. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, έβγαλε το άσπρο μούντου του, το έστυψε και το έδεσε γύρω από το κεφάλι του σαν τουρμπάνι. Γυμνός πια, κατέβηκε τα δεκατρία σκαλοπάτια και προχώρησε ώσπου το νερό, τού έφτασε στο στήθος. Τότε άρχισε να κολυμπάει, με δυνατές, εύκολες απλωτές, προς τη μέση τού ποταμού, εκεί όπου το ρεύμα κυλούσε γρήγορα και σταθερά τα νερά, εκεί όπου άρχιζαν τα Πραγματικά Βαθιά. Το φεγγαρόλουστο ποτάμι γλιστρούσε, χυνόταν πάνω του, ντύνοντας τα μπράτσα του με ασημένια μανίκια. Δε χρειάστηκε παρά μόνο λίγα λεπτά για να περάσει απέναντι. Όταν έφτασε στην άλλη όχθη, βγήκε ολόλαμπρος μέσα απ’ το ποτάμι. Μαύρος σαν τη νύχτα ολόγυρά του, μαύρος σαν τα νερά που είχε διασχίσει.
Βγήκε στο μονοπάτι που οδηγούσε μέσα από τα βαλτόνερα ως το Σπίτι τής Ιστορίας.
Δεν άφησε ρυτίδες στο νερό. Δεν άφησε χνάρια στο χώμα.
Κρατούσε το μούντου του απλωμένο πάνω από το κεφάλι του για να στεγνώσει. Ο αέρας το ανέμιζε σαν πανί στο πέλαγο. Ξάφνου ένιωσε πολύ ευτυχισμένος. Τα πράγματα θα χειροτερέψουν, σκέφτηκε. Ύστερα θα καλυτερέψουν. Τώρα περπατούσε με βιάση, προς την Καρδιά τού Σκοταδιού. Μόνος σαν το λύκο. Ο Θεός τού Χαμού. Ο Θεός των Μικρών Πραγμάτων. Γυμνός. Με τα νύχια του βαμμένα κόκκινα.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και η βροχή κόπασε, έγινε ψιχάλα κι ύστερα σταμάτησε. Ο αέρας κουνούσε τα κλαδιά των δέντρων και τίναζε σταγόνες. Για λίγο ακόμα έβρεχε μονάχα κάτω από τα δέντρα που ως την ώρα εκείνη πρόσφεραν καταφύγιο.
Ένα χλωμό, θολό φεγγάρι κατάφερε να περάσει ανάμεσα από τα σύννεφα και να φωτίσει ένα νέο άντρα, καθισμένο στο πιο ψηλό από τα δεκατρία πέτρινα σκαλιά που κατέβαιναν στο νερό. Καθόταν πολύ ήσυχος, πολύ βρεμένος. Πολύ νέος. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, έβγαλε το άσπρο μούντου του, το έστυψε και το έδεσε γύρω από το κεφάλι του σαν τουρμπάνι. Γυμνός πια, κατέβηκε τα δεκατρία σκαλοπάτια και προχώρησε ώσπου το νερό, τού έφτασε στο στήθος. Τότε άρχισε να κολυμπάει, με δυνατές, εύκολες απλωτές, προς τη μέση τού ποταμού, εκεί όπου το ρεύμα κυλούσε γρήγορα και σταθερά τα νερά, εκεί όπου άρχιζαν τα Πραγματικά Βαθιά. Το φεγγαρόλουστο ποτάμι γλιστρούσε, χυνόταν πάνω του, ντύνοντας τα μπράτσα του με ασημένια μανίκια. Δε χρειάστηκε παρά μόνο λίγα λεπτά για να περάσει απέναντι. Όταν έφτασε στην άλλη όχθη, βγήκε ολόλαμπρος μέσα απ’ το ποτάμι. Μαύρος σαν τη νύχτα ολόγυρά του, μαύρος σαν τα νερά που είχε διασχίσει.
Βγήκε στο μονοπάτι που οδηγούσε μέσα από τα βαλτόνερα ως το Σπίτι τής Ιστορίας.
Δεν άφησε ρυτίδες στο νερό. Δεν άφησε χνάρια στο χώμα.
Κρατούσε το μούντου του απλωμένο πάνω από το κεφάλι του για να στεγνώσει. Ο αέρας το ανέμιζε σαν πανί στο πέλαγο. Ξάφνου ένιωσε πολύ ευτυχισμένος. Τα πράγματα θα χειροτερέψουν, σκέφτηκε. Ύστερα θα καλυτερέψουν. Τώρα περπατούσε με βιάση, προς την Καρδιά τού Σκοταδιού. Μόνος σαν το λύκο. Ο Θεός τού Χαμού. Ο Θεός των Μικρών Πραγμάτων. Γυμνός. Με τα νύχια του βαμμένα κόκκινα.
15. Η καταγγελία τής Μπέμπα Κοτσάμα.
Στο αστυνομικό τμήμα τού Κόταγιαμ, η Μπέμπα Κοτσάμα μπήκε τρέμοντας στο γραφείο τού αξιωματικού υπηρεσίας. Εξήγησε στον επιθεωρητή Τόμας Μάθιου τις έκτακτες περιστάσεις που είχαν οδηγήσει στην αιφνιδιαστική απόλυση ενός από τούς εργάτες τού εργοστασίου. Ενός Παρουάν. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε επιχειρήσει να, να... να ριχτεί στην ανιψιά της, είπε. Χωρισμένη με δυο παιδιά.
Η Μπέμπα Κοτσάμα παρουσίασε έτσι τη σχέση μεταξύ Άμου και Βελούτθα, όχι για χάρη τής Άμου αλλά για να περιορίσει το σκάνδαλο και να σώσει την τιμή τής οικογένειας στα μάτια τού επιθεωρητή Τόμας Μάθιου. Δεν τής πέρασε από το μυαλό ότι η Άμου θα φορτωνόταν αργότερα με τη θέλησή της την ντροπή – ότι θα πήγαινε στην αστυνομία και θα προσπαθούσε να βάλει τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Καθώς έλεγε την ιστορία της, η Μπέμπα Κοτσάμα άρχισε να την πιστεύει κι η ίδια.
Γιατί δεν ανέφεραν την υπόθεση στην αστυνομία αμέσως; ρώτησε ο επιθεωρητής.
«Είμαστε παλιά οικογένεια», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Δεν είναι από τα πράγματα που θα θέλαμε να συζητιούνται...»
Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου, υποχωρώντας πίσω από το πολυάσχολο μουστάκι του, τύπου Ερ Ίντια, καταλάβαινε απόλυτα. Είχε μια Καθαρή σύζυγο, δυο Καθαρές κόρες ολόκληρες γενιές Καθαρών περίμεναν μέσα στις Καθαρές κοιλιές τους.
«Πού βρίσκεται τώρα το θύμα τής παρενόχλησης;»
«Στο σπίτι. Δεν ξέρει ότι ήρθα εδώ. Δε θα με άφηνε. Φυσικά – έχει τρελαθεί από την αγωνία της για τα παιδιά. Σε υστερική κατάσταση».
Αργότερα, όταν η αληθινή ιστορία έφτασε στον επιθεωρητή Τόμας Μάθιου, τον αναστάτωσε βαθιά το γεγονός ότι αυτό που είχε πάρει ο Παρουάν από το Βασίλειο των Καθαρών, δεν το είχε αρπάξει διά τής βίας αλλά τού είχε παραχωρηθεί. Έτσι, μετά την κηδεία τής Σόφι Μολ, όταν πήγε η Άμου και τον βρήκε μαζί με τα δίδυμα για να τού πει ότι είχε γίνει λάθος κι εκείνος χτύπησε μαλακά τα στήθια της με το ρόπαλό του, δεν το έκανε τυχαία. Ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Ήταν μια προμελετημένη χειρονομία, με σκοπό να την ταπεινώσει και να την τρομάξει. Μια προσπάθεια να επαναφέρει στην τάξη έναν κόσμο που είχε ξεφύγει από το δρόμο του.
Ακόμα πιο ύστερα, όταν ο θόρυβος καταλάγιασε και η γραφειοκρατική δουλειά τελείωσε, ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό του για τον τρόπο που είχε χειριστεί την υπόθεση.
Τώρα πάντως άκουγε με προσοχή και ευγένεια την Μπέμπα Κοτσάμα να σκαρώνει την ιστορία της.
«Χθες το βράδυ, την ώρα που σκοτείνιαζε κατά τις εφτά ήρθε στο σπίτι να μάς φοβερίσει. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Τα φώτα είχαν σβήσει κι ανάβαμε τα λυχνάρια όταν μπήκε», τού είπε. «Ήξερε ότι ο άντρας τού σπιτιού, ο ανιψιός μου, ο Τσάκο Ίπε, ήταν —είναι– στο Κοτσίν. Είχαμε μείνει τρεις γυναίκες μόνες στο σπίτι». Σταμάτησε για να δώσει στον επιθεωρητή χρόνο να δει με τα μάτια τής φαντασίας του τα εγκλήματα που θα μπορούσε να διαπράξει ένας σεξομανής Παρουάν εις βάρος τριών ολομόναχων γυναικών.
«Τού είπαμε ότι αν δεν έφευγε ήσυχα ήσυχα από το Αγιέμενεμ, θα καλούσαμε την αστυνομία. Εκείνος άρχισε να λέει πως η ανιψιά μου είχε συναινέσει, το φαντάζεστε; Ρώτησε τι αποδείξεις είχαμε για όσα τον κατηγορούσαμε. Είπε ότι σύμφωνα με την Εργατική Νομοθεσία δεν είχαμε κανένα δικαίωμα να τον απολύσουμε. Ήταν πολύ ήρεμος. “Πάει ο καιρός”, μάς είπε, “που μάς πετούσατε στο δρόμο σαν τα σκυλιά..”» Η φωνή τής Μπέμπας Κοτσάμα ακουγόταν πια σίγουρη. Προσβεβλημένη. Δύσπιστη.
Στη συνέχεια, η φαντασία της απογειώθηκε τελείως. Δεν περιέγραψε πώς έχασε η Μαμάτσι την ψυχραιμία της. Πώς όρμησε στον Βελούτθα και τον έφτυσε κατάμουτρα. Το τι τού είπε. Τις βρισιές που εκτόξευσε εναντίον του.
Αντί για όλα αυτά, εξήγησε στον επιθεωρητή Τόμας Μάθιου ότι δεν ήταν τα λόγια του Βελούτθα που την ανάγκασαν να έρθει στην αστυνομία αλλά ο τρόπος του. Τού είπε πως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, την είχε σοκάρει το γεγονός ότι ο Παρουάν δεν είχε μετανιώσει καθόλου. Σαν να ήταν περήφανος για το κατόρθωμά του. Χωρίς να το συνειδητοποιεί, κατηγορούσε τον Βελούτθα για τη στάση και τη συμπεριφορά τού αγνώστου που την είχε ταπεινώσει στη διαδήλωση. Περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια το σαρκασμό που άστραφτε στα μάτια του. Την ξεδιαντροπιά τής φωνής του που τόσο την είχε τρομάξει. Που την είχε πείσει ότι η απόλυσή του και η εξαφάνιση των παιδιών είχαν, δεν μπορεί να μην είχαν, κάποια σχέση μεταξύ τους.
Ήξερε τον Παρουάν από παιδί, είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. Η οικογένειά της τον είχε σπουδάσει, στο σχολείο για τούς Άθικτους που είχε ιδρύσει ο πατέρας της, ο Πουνιάν Κούντζου (Ο κ. Τόμας Μάθιου τον είχε ακουστά; Ναι, βέβαια)... Η οικογένειά της τον είχε στείλει να μάθει την τέχνη τού μαραγκού κι είχε παραχωρήσει στη δική του το σπίτι όπου ζούσαν. Χρωστούσε τα πάντα στην οικογένειά της.
«Καλοί είστε», είπε ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου, «πρώτα τούς κακομαθαίνετε, τούς δίνετε τον ουρανό με τα άστρα, κι ύστερα, όταν αρχίζουν κι απλώνουν χέρι, τότε έρχεστε τρέχοντας σ᾿ εμάς για βοήθεια».
Η Μπέμπα Κοτσάμα χαμήλωσε τα μάτια της σαν άτακτο παιδί. Έπειτα ξανάπιασε το νήμα τής ιστορίας της. Είπε στον επιθεωρητή Τόμας Μάθιου τα προμηνύματα που είχε προσέξει τις τελευταίες εβδομάδες, κάποια αναίδεια, κάποια αγένεια. Ανέφερε ότι τον είχε δει στη διαδήλωση στο δρόμο για το Κοτσίν την περασμένη εβδομάδα και τις φήμες που έλεγαν ότι ήταν "ναξαλίτης". Το πρόσωπο τού επιθεωρητή σκοτείνιασε λιγάκι στο άκουσμα αυτής τής πληροφορίας αλλά εκείνη δεν το πρόσεξε.
Είχε προειδοποιήσει τον ανιψιό της, είπε η Μπέμπα Κοτσάμα, αλλά ούτε στους χειρότερους εφιάλτες της δε θα διανοούνταν ότι θα έφταναν ως εκεί.
Η Μπέμπα Κοτσάμα κατέρρευσε.
Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου τής πρόσφερε ένα φλιτζάνι τσάι τής αστυνομίας. Όταν συνήλθε λιγάκι, τη βοήθησε να καταθέσει γραπτώς όλα όσα τού είχε πει. Διαβεβαίωσε την Μπέμπα Κοτσάμα ότι είχε την πλήρη υποστήριξη τής Αστυνομίας τού Κόταγιαμ. Το κάθαρμα θα συλλαμβανόταν πριν σκοτεινιάσει, τής είπε. Ένας Παρουάν με την ιστορία να τον κυνηγάει – ήξερε ότι δεν υπήρχαν πολλά μέρη για να κρυφτεί.
Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου ήταν συνετός άνθρωπος. Πήρε τις προφυλάξεις του. Έστειλε ένα τζιπ να φέρει στο αστυνομικό τμήμα το σύντροφο Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ. Ήθελε να ξέρει αν ο Παρουάν είχε την κάλυψη τού κόμματος ή είχε ενεργήσει με δική του πρωτοβουλία. Παρόλο που ο ίδιος ψήφιζε το κόμμα τού Κογκρέσου, δεν ήθελε να ρισκάρει με την Κομμουνιστική Κυβέρνηση. Όταν έφτασε, ο σύντροφος Πίλαϊ κάθισε στην ίδια καρέκλα, απ᾿ όπου μόλις είχε σηκωθεί η Μπέμπα Κοτσάμα. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου τού έδειξε την κατάθεση τής Μπέμπας Κοτσάμα. Ακολούθησε μια συζήτηση ανάμεσα στους δυο άντρες. Σύντομη, όλο υπαινιγμούς αλλά ξεκάθαρη. Λες κι είχαν μιλήσει με αριθμούς κι όχι με λόγια. Οι εξηγήσεις θεωρήθηκαν περιττές. Δεν ήταν φίλοι, ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου κι ο σύντροφος Πίλαϊ, και δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο. Συνεννοήθηκαν όμως μια χαρά μεταξύ τους. Ήταν κι οι δυο τους άντρες που είχαν αφήσει πίσω τους οριστικά την παιδική τους ηλικία. Άντρες χωρίς περιέργεια. Χωρίς αμφιβολίες. Κι οι δυο, ο καθένας με το δικό του τρόπο, αληθινά και τρομακτικά ενήλικοι. Κοίταζαν γύρω τους τον κόσμο και δεν αναρωτιόνταν ποτέ πώς λειτουργούσε επειδή ήξεραν. Αυτοί τον λειτουργούσαν. Αυτοί ήταν οι μηχανικοί που υπηρετούσαν διάφορα μέρη τής ίδιας μηχανής.
Ο σύντροφος Πίλαϊ είπε στον επιθεωρητή Τόμας Μάθιου ότι γνώριζε τον Βελούτθα. Παρέλειψε ωστόσο να τού πει ότι ο Βελούτθα ήταν μέλος τού Κομμουνιστικού Κόμματος κι ότι είχε χτυπήσει την πόρτα του αργά την προηγούμενη νύχτα, επομένως ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είχε δει τον Βελούτθα πριν εξαφανιστεί. Ούτε διέψευσε ο σύντροφος Πίλαϊ τις κατηγορίες περί απόπειρας βιασμού που διάβασε στην κατάθεση τής Μπέμπας Κοτσάμα· παρόλο που ήξερε πολύ καλά ότι δεν ήταν αλήθεια. Περιορίστηκε απλώς να βεβαιώσει τον επιθεωρητή Τόμας Μάθιου ότι, απ᾿ όσο ήξερε, ο Βελούτθα δεν είχε ούτε την κάλυψη ούτε τη στήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ότι είχε ενεργήσει με δική του πρωτοβουλία.
Όταν έφυγε ο σύντροφος Πίλαϊ, ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου επανέλαβε τη συζήτησή τους νοερά, λέξη προς λέξη, αναλύοντας τις λεπτομέρειες, ελέγχοντας τη λογική της, ψάχνοντας τις τρύπες και τις αντιφάσεις της. Όταν ένιωσε ικανοποιημένος, κάλεσε τούς άντρες του και τούς έδωσε τις διαταγές του.
Η Μπέμπα Κοτσάμα παρουσίασε έτσι τη σχέση μεταξύ Άμου και Βελούτθα, όχι για χάρη τής Άμου αλλά για να περιορίσει το σκάνδαλο και να σώσει την τιμή τής οικογένειας στα μάτια τού επιθεωρητή Τόμας Μάθιου. Δεν τής πέρασε από το μυαλό ότι η Άμου θα φορτωνόταν αργότερα με τη θέλησή της την ντροπή – ότι θα πήγαινε στην αστυνομία και θα προσπαθούσε να βάλει τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Καθώς έλεγε την ιστορία της, η Μπέμπα Κοτσάμα άρχισε να την πιστεύει κι η ίδια.
Γιατί δεν ανέφεραν την υπόθεση στην αστυνομία αμέσως; ρώτησε ο επιθεωρητής.
«Είμαστε παλιά οικογένεια», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Δεν είναι από τα πράγματα που θα θέλαμε να συζητιούνται...»
Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου, υποχωρώντας πίσω από το πολυάσχολο μουστάκι του, τύπου Ερ Ίντια, καταλάβαινε απόλυτα. Είχε μια Καθαρή σύζυγο, δυο Καθαρές κόρες ολόκληρες γενιές Καθαρών περίμεναν μέσα στις Καθαρές κοιλιές τους.
«Πού βρίσκεται τώρα το θύμα τής παρενόχλησης;»
«Στο σπίτι. Δεν ξέρει ότι ήρθα εδώ. Δε θα με άφηνε. Φυσικά – έχει τρελαθεί από την αγωνία της για τα παιδιά. Σε υστερική κατάσταση».
Αργότερα, όταν η αληθινή ιστορία έφτασε στον επιθεωρητή Τόμας Μάθιου, τον αναστάτωσε βαθιά το γεγονός ότι αυτό που είχε πάρει ο Παρουάν από το Βασίλειο των Καθαρών, δεν το είχε αρπάξει διά τής βίας αλλά τού είχε παραχωρηθεί. Έτσι, μετά την κηδεία τής Σόφι Μολ, όταν πήγε η Άμου και τον βρήκε μαζί με τα δίδυμα για να τού πει ότι είχε γίνει λάθος κι εκείνος χτύπησε μαλακά τα στήθια της με το ρόπαλό του, δεν το έκανε τυχαία. Ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Ήταν μια προμελετημένη χειρονομία, με σκοπό να την ταπεινώσει και να την τρομάξει. Μια προσπάθεια να επαναφέρει στην τάξη έναν κόσμο που είχε ξεφύγει από το δρόμο του.
Ακόμα πιο ύστερα, όταν ο θόρυβος καταλάγιασε και η γραφειοκρατική δουλειά τελείωσε, ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό του για τον τρόπο που είχε χειριστεί την υπόθεση.
Τώρα πάντως άκουγε με προσοχή και ευγένεια την Μπέμπα Κοτσάμα να σκαρώνει την ιστορία της.
«Χθες το βράδυ, την ώρα που σκοτείνιαζε κατά τις εφτά ήρθε στο σπίτι να μάς φοβερίσει. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Τα φώτα είχαν σβήσει κι ανάβαμε τα λυχνάρια όταν μπήκε», τού είπε. «Ήξερε ότι ο άντρας τού σπιτιού, ο ανιψιός μου, ο Τσάκο Ίπε, ήταν —είναι– στο Κοτσίν. Είχαμε μείνει τρεις γυναίκες μόνες στο σπίτι». Σταμάτησε για να δώσει στον επιθεωρητή χρόνο να δει με τα μάτια τής φαντασίας του τα εγκλήματα που θα μπορούσε να διαπράξει ένας σεξομανής Παρουάν εις βάρος τριών ολομόναχων γυναικών.
«Τού είπαμε ότι αν δεν έφευγε ήσυχα ήσυχα από το Αγιέμενεμ, θα καλούσαμε την αστυνομία. Εκείνος άρχισε να λέει πως η ανιψιά μου είχε συναινέσει, το φαντάζεστε; Ρώτησε τι αποδείξεις είχαμε για όσα τον κατηγορούσαμε. Είπε ότι σύμφωνα με την Εργατική Νομοθεσία δεν είχαμε κανένα δικαίωμα να τον απολύσουμε. Ήταν πολύ ήρεμος. “Πάει ο καιρός”, μάς είπε, “που μάς πετούσατε στο δρόμο σαν τα σκυλιά..”» Η φωνή τής Μπέμπας Κοτσάμα ακουγόταν πια σίγουρη. Προσβεβλημένη. Δύσπιστη.
Στη συνέχεια, η φαντασία της απογειώθηκε τελείως. Δεν περιέγραψε πώς έχασε η Μαμάτσι την ψυχραιμία της. Πώς όρμησε στον Βελούτθα και τον έφτυσε κατάμουτρα. Το τι τού είπε. Τις βρισιές που εκτόξευσε εναντίον του.
Αντί για όλα αυτά, εξήγησε στον επιθεωρητή Τόμας Μάθιου ότι δεν ήταν τα λόγια του Βελούτθα που την ανάγκασαν να έρθει στην αστυνομία αλλά ο τρόπος του. Τού είπε πως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, την είχε σοκάρει το γεγονός ότι ο Παρουάν δεν είχε μετανιώσει καθόλου. Σαν να ήταν περήφανος για το κατόρθωμά του. Χωρίς να το συνειδητοποιεί, κατηγορούσε τον Βελούτθα για τη στάση και τη συμπεριφορά τού αγνώστου που την είχε ταπεινώσει στη διαδήλωση. Περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια το σαρκασμό που άστραφτε στα μάτια του. Την ξεδιαντροπιά τής φωνής του που τόσο την είχε τρομάξει. Που την είχε πείσει ότι η απόλυσή του και η εξαφάνιση των παιδιών είχαν, δεν μπορεί να μην είχαν, κάποια σχέση μεταξύ τους.
Ήξερε τον Παρουάν από παιδί, είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. Η οικογένειά της τον είχε σπουδάσει, στο σχολείο για τούς Άθικτους που είχε ιδρύσει ο πατέρας της, ο Πουνιάν Κούντζου (Ο κ. Τόμας Μάθιου τον είχε ακουστά; Ναι, βέβαια)... Η οικογένειά της τον είχε στείλει να μάθει την τέχνη τού μαραγκού κι είχε παραχωρήσει στη δική του το σπίτι όπου ζούσαν. Χρωστούσε τα πάντα στην οικογένειά της.
«Καλοί είστε», είπε ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου, «πρώτα τούς κακομαθαίνετε, τούς δίνετε τον ουρανό με τα άστρα, κι ύστερα, όταν αρχίζουν κι απλώνουν χέρι, τότε έρχεστε τρέχοντας σ᾿ εμάς για βοήθεια».
Η Μπέμπα Κοτσάμα χαμήλωσε τα μάτια της σαν άτακτο παιδί. Έπειτα ξανάπιασε το νήμα τής ιστορίας της. Είπε στον επιθεωρητή Τόμας Μάθιου τα προμηνύματα που είχε προσέξει τις τελευταίες εβδομάδες, κάποια αναίδεια, κάποια αγένεια. Ανέφερε ότι τον είχε δει στη διαδήλωση στο δρόμο για το Κοτσίν την περασμένη εβδομάδα και τις φήμες που έλεγαν ότι ήταν "ναξαλίτης". Το πρόσωπο τού επιθεωρητή σκοτείνιασε λιγάκι στο άκουσμα αυτής τής πληροφορίας αλλά εκείνη δεν το πρόσεξε.
Είχε προειδοποιήσει τον ανιψιό της, είπε η Μπέμπα Κοτσάμα, αλλά ούτε στους χειρότερους εφιάλτες της δε θα διανοούνταν ότι θα έφταναν ως εκεί.
Η Μπέμπα Κοτσάμα κατέρρευσε.
Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου τής πρόσφερε ένα φλιτζάνι τσάι τής αστυνομίας. Όταν συνήλθε λιγάκι, τη βοήθησε να καταθέσει γραπτώς όλα όσα τού είχε πει. Διαβεβαίωσε την Μπέμπα Κοτσάμα ότι είχε την πλήρη υποστήριξη τής Αστυνομίας τού Κόταγιαμ. Το κάθαρμα θα συλλαμβανόταν πριν σκοτεινιάσει, τής είπε. Ένας Παρουάν με την ιστορία να τον κυνηγάει – ήξερε ότι δεν υπήρχαν πολλά μέρη για να κρυφτεί.
Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου ήταν συνετός άνθρωπος. Πήρε τις προφυλάξεις του. Έστειλε ένα τζιπ να φέρει στο αστυνομικό τμήμα το σύντροφο Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ. Ήθελε να ξέρει αν ο Παρουάν είχε την κάλυψη τού κόμματος ή είχε ενεργήσει με δική του πρωτοβουλία. Παρόλο που ο ίδιος ψήφιζε το κόμμα τού Κογκρέσου, δεν ήθελε να ρισκάρει με την Κομμουνιστική Κυβέρνηση. Όταν έφτασε, ο σύντροφος Πίλαϊ κάθισε στην ίδια καρέκλα, απ᾿ όπου μόλις είχε σηκωθεί η Μπέμπα Κοτσάμα. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου τού έδειξε την κατάθεση τής Μπέμπας Κοτσάμα. Ακολούθησε μια συζήτηση ανάμεσα στους δυο άντρες. Σύντομη, όλο υπαινιγμούς αλλά ξεκάθαρη. Λες κι είχαν μιλήσει με αριθμούς κι όχι με λόγια. Οι εξηγήσεις θεωρήθηκαν περιττές. Δεν ήταν φίλοι, ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου κι ο σύντροφος Πίλαϊ, και δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο. Συνεννοήθηκαν όμως μια χαρά μεταξύ τους. Ήταν κι οι δυο τους άντρες που είχαν αφήσει πίσω τους οριστικά την παιδική τους ηλικία. Άντρες χωρίς περιέργεια. Χωρίς αμφιβολίες. Κι οι δυο, ο καθένας με το δικό του τρόπο, αληθινά και τρομακτικά ενήλικοι. Κοίταζαν γύρω τους τον κόσμο και δεν αναρωτιόνταν ποτέ πώς λειτουργούσε επειδή ήξεραν. Αυτοί τον λειτουργούσαν. Αυτοί ήταν οι μηχανικοί που υπηρετούσαν διάφορα μέρη τής ίδιας μηχανής.
Ο σύντροφος Πίλαϊ είπε στον επιθεωρητή Τόμας Μάθιου ότι γνώριζε τον Βελούτθα. Παρέλειψε ωστόσο να τού πει ότι ο Βελούτθα ήταν μέλος τού Κομμουνιστικού Κόμματος κι ότι είχε χτυπήσει την πόρτα του αργά την προηγούμενη νύχτα, επομένως ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είχε δει τον Βελούτθα πριν εξαφανιστεί. Ούτε διέψευσε ο σύντροφος Πίλαϊ τις κατηγορίες περί απόπειρας βιασμού που διάβασε στην κατάθεση τής Μπέμπας Κοτσάμα· παρόλο που ήξερε πολύ καλά ότι δεν ήταν αλήθεια. Περιορίστηκε απλώς να βεβαιώσει τον επιθεωρητή Τόμας Μάθιου ότι, απ᾿ όσο ήξερε, ο Βελούτθα δεν είχε ούτε την κάλυψη ούτε τη στήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ότι είχε ενεργήσει με δική του πρωτοβουλία.
Όταν έφυγε ο σύντροφος Πίλαϊ, ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου επανέλαβε τη συζήτησή τους νοερά, λέξη προς λέξη, αναλύοντας τις λεπτομέρειες, ελέγχοντας τη λογική της, ψάχνοντας τις τρύπες και τις αντιφάσεις της. Όταν ένιωσε ικανοποιημένος, κάλεσε τούς άντρες του και τούς έδωσε τις διαταγές του.
16. Ένα ασάλευτο γοργονάκι
ΉΤΑΝ ΠΕΡΊΠΟΥ εννέα το πρωί όταν η Μαμάτσι και η Μπέμπα Κοτσάμα άκουσαν τα νέα: ότι το σώμα ενός λευκού παιδιού είχε βρεθεί να πλέει στο ποτάμι χαμηλά, εκεί όπου ο Μίνατσαλ πλαταίνει φτάνοντας στα στάσιμα νερά τού δέλτα. Ο Έστθα και η Ράχελ ήταν ακόμα άφαντοι.
Νωρίτερα εκείνο το πρωί τα παιδιά και τα τρία δεν είχαν εμφανιστεί στην κουζίνα για το γάλα τους. Η Μπέμπα Κοτσάμα και η Μαμάτσι σκέφτηκαν ότι μπορεί να είχαν πάει στο ποτάμι για μπάνιο κι ανησύχησαν, καθώς την προηγούμενη μέρα κι ένα μεγάλο μέρος τής νύχτας είχε βρέξει γερά. Ήξεραν ότι το ποτάμι μπορούσε να γίνει επικίνδυνο. Η Μπέμπα Κοτσάμα έστειλε την Κότσου Μάρια να τα ψάξει αλλά η γυναίκα γύρισε μόνη της. Στο χάος που είχε δημιουργηθεί μετά την επίσκεψη τού Βέλια Πάαπεν, κανείς δε θυμόταν πότε είχε δει για τελευταία φορά τα παιδιά. Όλοι είχαν στο νου τους άλλα πράγματα. Μπορεί και να έλειπαν όλη τη νύχτα.
Η Άμου ήταν ακόμα κλειδωμένη στο δωμάτιό της. Τα κλειδιά τα κρατούσε η Μπέμπα Κοτσάμα. Χωρίς να ανοίξει, τη ρώτησε αν είχε καμιά ιδέα πού μπορούσαν να έχουν πάει τα παιδιά. Δοκίμασε να κρατήσει τον πανικό έξω από τη φωνή της. Να κάνει την ερώτηση αδιάφορη. Κάτι εκσφενδονίστηκε κι έγινε θρύψαλα πάνω στο ξύλο τής πόρτας. Η Άμου ήταν έξαλλη από οργή και δυσπιστία με όσα τής συνέβαιναν – με το γεγονός ότι την είχαν κλειδώσει σαν να ήταν η τρελή κάποιου μεσαιωνικού σπιτικού. Αργότερα, όταν ο κόσμος γύρω της κατέρρευσε, όταν το πτώμα τής Σόφι Μολ μεταφέρθηκε στο Αγιέμενεμ και η Μπέμπα Κοτσάμα την ξεκλείδωσε, η Άμου άφησε την οργή της να καταλαγιάσει και προσπάθησε να βγάλει νόημα απ᾿ όλα όσα είχαν συμβεί. Ο φόβος και η αγωνία την ανάγκασαν να σκεφτεί καθαρά. Και τότε θυμήθηκε τι είχε πει στα δίδυμά της όταν ήρθαν στην πόρτα της και τη ρώτησαν γιατί την είχαν κλειδώσει εκεί μέσα. Τότε θυμήθηκε τα απρόσεχτα λόγια που ξεστόμισε χωρίς να τα εννοεί: «Εξαιτίας σας!» είχε ουρλιάξει η Άμου. «Αν δεν ήσαστε εσείς, δε θα ήμουν τώρα εδώ! Τίποτε απ᾿ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί! Δε θα ήμουν εδώ που είμαι! Θα ήμουν ελεύθερη! Γιατί να μη σάς κλείσω σε ένα ορφανοτροφείο από την πρώτη μέρα που γεννηθήκατε; Είστε οι μυλόπετρες που κουβαλάω στο λαιμό μου!» Δεν μπορούσε να τα δει, κουλουριασμένα έξω από την πόρτα της. Ένα Έκπληκτο Τσουλούφι κι ένα Σιντριβάνι με ένα Love-in-Tokyo. Ταραγμένοι Δίδυμοι Πρέσβεις ο Θεόςξέρει-τίνος. Οι Εξοχότητές τους, οι πρέσβεις Έ. Πέλβις και Κ. Ακρίδα. «Φύγετε!» είχε πει η Άμου. «Γιατί δε φεύγετε και να με αφήσετε ήσυχη;»
Και είχαν φύγει.
Όταν η Μπέμπα Κοτσάμα τη ρώτησε για τα παιδιά, η Άμου δεν έδωσε καμιά απάντηση. Πέταξε μόνο πάνω στο ξύλο τής πόρτας το πρώτο πράγμα που βρήκε μπροστά της κι εκείνη έφυγε. Σιγά σιγά άρχισε να ανεβαίνει μέσα της ο φόβος, καθώς άρχισε να συνειδητοποιεί την προφανή, λογική κι εντελώς λανθασμένη σχέση ανάμεσα στα συμβάντα τής προηγούμενης νύχτας και την εξαφάνιση των παιδιών.
Ο ψαράς είχε βρει ήδη τη Σόφι Μολ
Το χάραμα με τη βάρκα του εκεί όπου ανοίγει το ποτάμι, που το ξέρει απ᾿ τα γεννοφάσκια του. Είναι ακόμα φουσκωμένο κι ορμητικό απ᾿ τη χθεσινοβραδινή βροχή. Κάτι περνάει δίπλα του, μέσα στο νερό και τα χρώματα τον παραξενεύουν. Μοβ. Κοκκινοκάστανο. Ξανθό τής άμμου. Πάει με το ρεύμα, πλέει αργά προς τη θάλασσα. Απλώνει το μακρύ κοντάρι του από μπαμπού, για να το σταματήσει και να το φέρει κοντά του. Είναι μια ζαρωμένη γοργόνα. Ένα γοργονάκι. Ένα απλό γοργονάκι. Με κοκκινοκάστανα μαλλιά. Με τη μύτη ενός Αυτοκρατορικού Εντομολόγου και μια ασημένια δαχτυλήθρα για γούρι στη μικρή γροθιά της. Τη βγάζει από το νερό και την ανεβάζει στη βάρκα του. Στρώνει τη λεπτή βαμβακερή πετσέτα του και την ξαπλώνει στον πάτο της βάρκας του μαζί με τα ασημένια ψαράκια που έχει πιάσει. Κωπηλατεί για το σπίτι – Τάι τάι τάκα τάι τάι τομ— και σκέφτεται πόσο άδικο έχουν οι ψαράδες να πιστεύουν ότι ξέρουν καλά το ποτάμι τους. Κανείς δεν ξέρει τον Μίνατσαλ. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να βγάλει ξαφνικά. Ή πότε. Αυτό είναι που κάνει τους ψαράδες να προσεύχονται.
Νωρίτερα εκείνο το πρωί τα παιδιά και τα τρία δεν είχαν εμφανιστεί στην κουζίνα για το γάλα τους. Η Μπέμπα Κοτσάμα και η Μαμάτσι σκέφτηκαν ότι μπορεί να είχαν πάει στο ποτάμι για μπάνιο κι ανησύχησαν, καθώς την προηγούμενη μέρα κι ένα μεγάλο μέρος τής νύχτας είχε βρέξει γερά. Ήξεραν ότι το ποτάμι μπορούσε να γίνει επικίνδυνο. Η Μπέμπα Κοτσάμα έστειλε την Κότσου Μάρια να τα ψάξει αλλά η γυναίκα γύρισε μόνη της. Στο χάος που είχε δημιουργηθεί μετά την επίσκεψη τού Βέλια Πάαπεν, κανείς δε θυμόταν πότε είχε δει για τελευταία φορά τα παιδιά. Όλοι είχαν στο νου τους άλλα πράγματα. Μπορεί και να έλειπαν όλη τη νύχτα.
Η Άμου ήταν ακόμα κλειδωμένη στο δωμάτιό της. Τα κλειδιά τα κρατούσε η Μπέμπα Κοτσάμα. Χωρίς να ανοίξει, τη ρώτησε αν είχε καμιά ιδέα πού μπορούσαν να έχουν πάει τα παιδιά. Δοκίμασε να κρατήσει τον πανικό έξω από τη φωνή της. Να κάνει την ερώτηση αδιάφορη. Κάτι εκσφενδονίστηκε κι έγινε θρύψαλα πάνω στο ξύλο τής πόρτας. Η Άμου ήταν έξαλλη από οργή και δυσπιστία με όσα τής συνέβαιναν – με το γεγονός ότι την είχαν κλειδώσει σαν να ήταν η τρελή κάποιου μεσαιωνικού σπιτικού. Αργότερα, όταν ο κόσμος γύρω της κατέρρευσε, όταν το πτώμα τής Σόφι Μολ μεταφέρθηκε στο Αγιέμενεμ και η Μπέμπα Κοτσάμα την ξεκλείδωσε, η Άμου άφησε την οργή της να καταλαγιάσει και προσπάθησε να βγάλει νόημα απ᾿ όλα όσα είχαν συμβεί. Ο φόβος και η αγωνία την ανάγκασαν να σκεφτεί καθαρά. Και τότε θυμήθηκε τι είχε πει στα δίδυμά της όταν ήρθαν στην πόρτα της και τη ρώτησαν γιατί την είχαν κλειδώσει εκεί μέσα. Τότε θυμήθηκε τα απρόσεχτα λόγια που ξεστόμισε χωρίς να τα εννοεί: «Εξαιτίας σας!» είχε ουρλιάξει η Άμου. «Αν δεν ήσαστε εσείς, δε θα ήμουν τώρα εδώ! Τίποτε απ᾿ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί! Δε θα ήμουν εδώ που είμαι! Θα ήμουν ελεύθερη! Γιατί να μη σάς κλείσω σε ένα ορφανοτροφείο από την πρώτη μέρα που γεννηθήκατε; Είστε οι μυλόπετρες που κουβαλάω στο λαιμό μου!» Δεν μπορούσε να τα δει, κουλουριασμένα έξω από την πόρτα της. Ένα Έκπληκτο Τσουλούφι κι ένα Σιντριβάνι με ένα Love-in-Tokyo. Ταραγμένοι Δίδυμοι Πρέσβεις ο Θεόςξέρει-τίνος. Οι Εξοχότητές τους, οι πρέσβεις Έ. Πέλβις και Κ. Ακρίδα. «Φύγετε!» είχε πει η Άμου. «Γιατί δε φεύγετε και να με αφήσετε ήσυχη;»
Και είχαν φύγει.
Όταν η Μπέμπα Κοτσάμα τη ρώτησε για τα παιδιά, η Άμου δεν έδωσε καμιά απάντηση. Πέταξε μόνο πάνω στο ξύλο τής πόρτας το πρώτο πράγμα που βρήκε μπροστά της κι εκείνη έφυγε. Σιγά σιγά άρχισε να ανεβαίνει μέσα της ο φόβος, καθώς άρχισε να συνειδητοποιεί την προφανή, λογική κι εντελώς λανθασμένη σχέση ανάμεσα στα συμβάντα τής προηγούμενης νύχτας και την εξαφάνιση των παιδιών.
Ο ψαράς είχε βρει ήδη τη Σόφι Μολ
Το χάραμα με τη βάρκα του εκεί όπου ανοίγει το ποτάμι, που το ξέρει απ᾿ τα γεννοφάσκια του. Είναι ακόμα φουσκωμένο κι ορμητικό απ᾿ τη χθεσινοβραδινή βροχή. Κάτι περνάει δίπλα του, μέσα στο νερό και τα χρώματα τον παραξενεύουν. Μοβ. Κοκκινοκάστανο. Ξανθό τής άμμου. Πάει με το ρεύμα, πλέει αργά προς τη θάλασσα. Απλώνει το μακρύ κοντάρι του από μπαμπού, για να το σταματήσει και να το φέρει κοντά του. Είναι μια ζαρωμένη γοργόνα. Ένα γοργονάκι. Ένα απλό γοργονάκι. Με κοκκινοκάστανα μαλλιά. Με τη μύτη ενός Αυτοκρατορικού Εντομολόγου και μια ασημένια δαχτυλήθρα για γούρι στη μικρή γροθιά της. Τη βγάζει από το νερό και την ανεβάζει στη βάρκα του. Στρώνει τη λεπτή βαμβακερή πετσέτα του και την ξαπλώνει στον πάτο της βάρκας του μαζί με τα ασημένια ψαράκια που έχει πιάσει. Κωπηλατεί για το σπίτι – Τάι τάι τάκα τάι τάι τομ— και σκέφτεται πόσο άδικο έχουν οι ψαράδες να πιστεύουν ότι ξέρουν καλά το ποτάμι τους. Κανείς δεν ξέρει τον Μίνατσαλ. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να βγάλει ξαφνικά. Ή πότε. Αυτό είναι που κάνει τους ψαράδες να προσεύχονται.
17. Το Σπίτι τής Ιστορίας
Μια ομάδα Καθαρών Αστυνομικών διέσχισαν τον Μίνατσαλ, φουσκωμένο και βαρύ από την πρόσφατη βροχή, κι άνοιξαν δρόμο μέσα από το βρεμένο χορτάρι, χώνοντας τα άρβυλά τους μέσα στις λάσπες, ενώ ακουγόταν ο ήχος απ᾿ τις χειροπέδες από το βάθος μιας μεγάλης τσέπης.
Φορούσαν φαρδιά, κοντά χακί παντελόνια, κολλαριστά, και προχωρούσαν πάνω από το ψηλό χορτάρι σαν σκληρές καλοσιδερωμένες φουστίτσες, λες και δεν είχαν καμιά σχέση με τα πόδια που βάδιζαν ακριβώς από κάτω τους. Ήταν έξι. Υπηρέτες τού Νόμου.
Α σφάλεια
Σ ταθερότης
Τ άξις
Υ πευθυνότης
Ν όμος
Ο ρθότης
Μ εγαλοφροσύνη
Ι δανικά
Α λληλεγγύη
Η Αστυνομία τού Κόταγιαμ. Πρίγκιπες τής Νέας Εποχής με αστεία, μυτερά κράνη.
Το Σκοτάδι τής Καρδιάς.
Με στόχο το θάνατο. Σήκωναν ψηλά τα αδύνατα πόδια τους, περπατώντας μέσα στα χορτάρια. Τα αναρριχητικά αγκάλιαζαν τις μουσκεμένες τριχωτές τους γάμπες. Τριφύλλια και αγκαθάκια πιάνονταν στις χοντρές τους κάλτσες. Καφετιές σαρανταποδαρούσες χώνονταν στις βαθιές αυλακιές που είχαν οι σόλες τους.
Πέρασαν δίπλα από μικρά πουλιά που στέγνωναν μετά τη βροχή κρεμασμένα στις κορφές των δέντρων, με τα φτερά τους απλωμένα σαν μπουγάδα.
Η πρωινή ζέστη ήταν γεμάτη υποσχέσεις για τα χειρότερα που θα έρχονταν. Πέρα από το βάλτο που μύριζε στάσιμα νερά, συνέχισαν να περπατούν ανάμεσα σε δέντρα παμπάλαια, τυλιγμένα στα φύλλα των αναρριχητικών. Πέρασαν τεράστιους ιστούς αράχνης που είχαν αντέξει στη βροχή κι απλώνονταν σαν ψιθυριστά κουτσομπολιά από δέντρο σε δέντρο.
Κρεμεζί λιβελούλες ζευγάρωναν στον αέρα. Διώροφες. Επιδέξιες. Ένας από τούς αστυνομικούς τις κοίταξε, με θαυμασμό και απορία. Για μια στιγμή η σκέψη του πέταξε στις τρομερές σεξουαλικές δυνατότητες που ανοίγονταν για τις λιβελούλες. Αναρωτήθηκε τι έμπαινε τάχα και πού. Έπειτα το μυαλό του στάθηκε προσοχή και ξανάρχισε να σκέφτεται Αστυνομικές Σκέψεις.
Πέρασαν ψηλές μυρμηγκοφωλιές, βουλωμένες από τη βροχή.
Έπειτα το φως τού ήλιου έσπασε πάνω στους αδύνατους λοξούς κορμούς των δέντρων. Το Σκοτάδι τής Καρδιάς μπήκε στην Καρδιά τού Σκοταδιού. Ο ήχος των τζιτζικιών ακούστηκε πιο δυνατός. Γκρίζα σκιουράκια ανεβοκατέβαιναν στους κορμούς των καουτσουκόδεντρων, από τη μεριά τού ήλιου. Παλιές πληγές πάνω στη φλούδα τους. Σφραγισμένες. Γιατρεμένες. Χωρίς καρύδα στη βάση τους να πίνει το αίμα τους.
Μεγάλη έκταση με τέτοια βλάστηση κι ύστερα ένα ξέφωτο με γρασίδι.
Ένα σπίτι.
Το Σπίτι τής Ιστορίας. Που οι πόρτες του ήταν κλειδωμένες και τα παράθυρά του ανοιχτά.
Με δροσερά πέτρινα πατώματα και μεγάλους ίσκιους στους τοίχους που σάλευαν αργά σαν κύματα.
Όπου διάφανες σαύρες ζούσαν κρυμμένες πίσω από τούς παλιούς πίνακες. Όπου τα όνειρα αιχμαλωτίζονταν και τα ονειρεύονταν ξανά.
Όπου ένα γέρικο εγγλέζικο φάντασμα, καρφωμένο σε ένα δέντρο, είχε ελευθερωθεί από ένα ζευγάρι διζυγωτικών διδύμων – από μια Κινητή Δημοκρατία με Τσουλούφι που είχε φυτέψει μια μαρξιστική σημαία στο χώμα, πλάι του. Όταν πέρασαν δίπλα του οι Αστυνομικοί, δεν άκουσαν τα παρακάλια του. Με την ευγενική, ιεραποστολική του φωνή. Συγγνώμη, θα μπορούσατε, έεε. μήπως κατά τύχη... δε φαντάζομαι να έχετε πάνω σας κανένα πούρο; Όχι;... Όχι, δε νομίζω.
Το Σπίτι της Ιστορίας.
Όπου τα επόμενα χρόνια ο Τρόμος (που-επρόκειτο-να-έρθει) θα έμενε θαμμένος σε ένα μικρό λάκκο κάτω απ᾿ το χώμα. Κρυμμένος πίσω απ᾿ το χαρούμενο μουρμουρητό των μαγείρων τού ξενοδοχείου. Την ταπείνωση των παλιών κομμουνιστών. Τον αργό θάνατο των χορευτών Κατακάλι. Τα παιχνίδια ιστορίες που έπαιζαν οι τουρίστες.
Ήταν ωραίο σπίτι.
Κάποτε είχε άσπρους τοίχους. Κόκκινη στέγη. Τώρα είχε πάρει τα χρώματα τού καιρού. Είχε βαφτεί με πινέλα βουτηγμένα στην παλέτα τής φύσης. Πράσινο απ᾿ τα βρύα. Καφέ απ᾿ το χώμα. Μαύρο απ᾿ την κατάρρευση. Έμοιαζε πιο παλιό απ᾿ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Σαν θησαυρός από ναυάγιο που βγήκε μόλις από τα βάθη τού ωκεανού. Φιλημένος από τις φάλαινες και καλυμμένος με στρείδια και όστρακα. Φασκιωμένος με σιωπή. Ανασαίνοντας φυσαλίδες από τα σπασμένα του παράθυρα.
Μια μεγάλη βεράντα το έζωνε γύρω γύρω. Τα δωμάτια τα ίδια, ήταν αποτραβηγμένα θαμμένα στους ίσκιους. Η σκεπή με τα κεραμίδια της έγερνε προς τα κάτω δεξιά κι αριστερά, σαν θεόρατη αναποδογυρισμένη βάρκα. Σάπια δοκάρια που κάποτε στηρίζονταν σε άσπρες κολόνες, είχαν βουλιάξει στη μέση τής σκεπής ανοίγοντας μια τρύπα. Μια τρύπα που έχασκε ορθάνοιχτη. Μια τρύπα στην Ιστορία. Μια τρύπα στο Σύμπαν στο σχήμα τής Ιστορίας. Απ᾿ όπου μεγάλα σμήνη σιωπηλών νυχτερίδων έβγαιναν κύματα κύματα το σούρουπο, σαν καπνός από την καμινάδα εργοστασίου, και χάνονταν φτερουγίζοντας μέσα στη νύχτα.
Ξαναγύριζαν το χάραμα, φέρνοντας νέα από τον κόσμο. Γκρίζο σύννεφο μέσα στο ρόδινο ορίζοντα που ξαφνικά πύκνωνε και μαύριζε πάνω από το σπίτι, πριν ορμήσει μέσα στην τρύπα τής Ιστορίας, σαν καπνός σε ταινία που παίζεται προς τα πίσω.
Όλη μέρα κοιμόνταν, οι νυχτερίδες. Στρώνοντας με τα μικρά κορμιά τους γούνινη ταπετσαρία στη στέγη. Λερώνοντας το πάτωμα με τις βρωμιές τους.
Οι αστυνομικοί σταμάτησαν. Απλώθηκαν σε κύκλο. Δεν ήταν ανάγκη να το κάνουν αλλά τούς άρεσαν αυτά τα Καθαρά παιχνίδια.
Έπιασαν στρατηγικές θέσεις. Κρυμμένοι πίσω από το μισογκρεμισμένο πέτρινο φράχτη τού κήπου.
Ύστερα σύρθηκαν όλοι μαζί, στα τέσσερα, προς το σπίτι. Σαν τούς αστυνομικούς στις ταινίες. Μαλακά μαλακά μέσα στα χόρτα. Με τα ρόπαλα στο χέρι. Με τα αυτόματα στο μυαλό τους. Με την ευθύνη τού Καθαρού μέλλοντος στους αδύνατους αλλά ικανούς ώμους τους.
Βρήκαν το θήραμά τους στην πίσω βεράντα. Ένα Αχτένιστο Τσουλούφι. Ένα Σιντριβάνι με ένα Love-in-Tokyo. Και σε μια άλλη γωνιά (μόνο σαν το λύκο) – ένα μαραγκό με τα νύχια βαμμένα κόκκινα.
Να κοιμάται. Γελοιοποιώντας τις πονηριές και τα κόλπα των Καθαρών Αστυνομικών.
Την Αιφνιδιαστική Επίθεση. Τα Πρωτοσέλιδα μέσα στα κεφάλια τους.
ΕΠΙΚΊΝΔΥΝΟΣ ΠΑΡΆΝΟΜΟΣ ΣΥΝΕΛΉΦΘΗ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΣΤΥNOMΊA.
Γι᾿ αυτή του την αναίδεια, το θήραμά τους πλήρωσε. Ω, ναι. Δεν έπρεπε να τούς χαλάσει το παιχνίδι.
Ξύπνησαν τον Βελούτθα με τις αρβύλες τους.
Ο Εστθάπεν και η Ράχελ ξύπνησαν από την κραυγή τού ξαφνιασμένου ύπνου που τού τσάκισαν τα γόνατα.
Τα ουρλιαχτά πνίγηκαν μέσα τους. Κουλουριασμένα στο πάτωμα τα παιδιά, πανικόβλητα ανάμεσα στη φρίκη και τη δυσπιστία, κατάλαβαν τελικά ότι ο άντρας που έδερναν οι αστυνομικοί, ήταν ο Βελούτθα. Από πού είχε έρθει; Τι είχε κάνει; Γιατί τον είχαν φέρει εδώ οι αστυνομικοί;
Άκουσαν το γδούπο τού ξύλου πάνω στη σάρκα του. Τής αρβύλας πάνω στα κόκαλά του. Στα δόντια του. Το σιγανό μουγκρητό που κάνει το στομάχι όταν τρώει κλοτσιές. Το βουβό χτύπο τού κρανίου πάνω στο τσιμέντο. Το ρόγχο τού αίματος στην ανάσα τού ανθρώπου όταν χώνεται στο πνευμόνι ένα σπασμένο κόκαλο από το θώρακά του.
Με χείλη μελανιασμένα και μάτια διάπλατα, παρακολουθούσαν, υπνωτισμένα από κάτι που ένιωθαν μα δεν μπορούσαν να καταλάβουν: την απουσία τής συναισθηματικής έντασης. Άβυσσος υπήρχε εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται η οργή κι ο θυμός τους.
Τα δίδυμα ήταν πολύ μικρά για να ξέρουν ότι οι άνθρωποι που έβλεπαν, ήταν οι μπράβοι τής ιστορίας. Σταλμένοι να κλείσουν τούς λογαριασμούς, να εισπράξουν τα πρόστιμα απ᾿ όσους είχαν παραβεί τούς νόμους της. Σπρωγμένοι από αισθήματα προαιώνια αλλά παραδόξως εντελώς απρόσωπα. Αισθήματα περιφρόνησης, γεννημένα από έναν άμορφο, ανομολόγητο φόβο, το φόβο τού πολιτισμού μπροστά στη φύση, το φόβο τού άντρα μπροστά στις γυναίκες, το φόβο των δυνατών μπροστά στους αδύναμους.
Σπρωγμένοι από την ορμή τού ανθρώπου να καταστρέψει ό,τι δεν μπορεί να υποτάξει ούτε να λατρέψει.
Αυτό που είδαν με τα μάτια τους εκείνο το πρωί ο Εστθάπεν και η Ράχελ (μολονότι δεν ήταν ακόμα σε θέση να το ξέρουν), ήταν μια κλινική επίδειξη —υπό ελεγχόμενες συνθήκες (στο κάτω κάτω τής γραφής δεν ήταν ούτε πόλεμος ούτε γενοκτονία)— τού αγώνα τής ανθρώπινης φύσης. Τού αγώνα της να επιβληθεί. Να υπερισχύσει. Να επιβάλει τη δική της τάξη. Το δικό της, αδιαμφισβήτητο μονοπώλιο. Η ιστορία τής ανθρωπότητας παρουσιαζόταν σε ανήλικους θεατές φορώντας τη μάσκα τής Θείας Βούλησης.
Δεν υπήρχε τίποτα τυχαίο σε όσα συνέβησαν εκείνο το πρωί. Τίποτα συμπτωματικό. Δεν ήταν ούτε εσφαλμένη κίνηση ούτε ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών. Ήταν μια εποχή που έβαζε τη σφραγίδα της πάνω σε όσους τη ζούσαν.
Η ιστορία σε ζωντανή παράσταση. Κι αν χτύπησαν τον Βελούτθα περισσότερο απ᾿ ό,τι σκόπευαν, αυτό έγινε απλώς και μόνο επειδή οποιαδήποτε συγγένεια ανάμεσα σ᾿ αυτούς και σ᾿ εκείνον, οποιοσδήποτε δεσμός, οποιαδήποτε ένδειξη πως αν μη τι άλλο, βιολογικά τουλάχιστον, ήταν κι αυτός ένα πλάσμα όπως και οι ίδιοι – οποιαδήποτε τέτοια ένδειξη, λοιπόν, είχε προ πολλού αφανιστεί. Δε συνελάμβαναν έναν άνθρωπο, εξόρκιζαν το φόβο. Δεν είχαν όργανα για να υπολογίσουν πόση τιμωρία άντεχε. Δεν είχαν τον τρόπο να εκτιμήσουν πόσο μεγάλες ή μόνιμες ήταν οι ζημιές που τού προκάλεσαν.
Σε αντίθεση με τον εξαγριωμένο όχλο που φανατισμένος με τη θρησκεία του ξεσηκώνεται, σε αντίθεση με τούς νικητές στρατιώτες που αρχίζουν εύκολα ανταρσίες, το πρωί εκείνο στην Καρδιά τού Σκοταδιού οι Καθαροί Αστυνομικοί έδρασαν λογικά. Όχι μανιασμένα. Δραστικά κι αποτελεσματικά. Όχι απείθαρχα. Με υπευθυνότητα και όχι με υστερία. Δεν τού ξερίζωσαν τα μαλλιά. Δεν τον έκαψαν ζωντανό. Δεν τού έκοψαν τα αρχίδια να τού τα δώσουν στο στόμα. Δεν τον βίασαν. Ούτε τον αποκεφάλισαν.
Σε τελική ανάλυση, δεν προσπαθούσαν να καταπολεμήσουν μια επιδημία. Ήθελαν απλώς να εμβολιάσουν μια μικρή κοινωνία πριν από την έξαρση.
Στην πίσω βεράντα του Σπιτιού της Ιστορίας, καθώς ο άντρας που αγαπούσαν, μάτωνε κι έσπαζε κάτω από τα χτυπήματα των αστυνομικών, ο Εστθάπεν και η Ράχελ, Δίδυμες Πρέσβειρες ο-Θεός-ξέρει-τίνος, έμαθαν δυο νέα διδάγματα:
Δίδαγμα Νούμερο Ένα
Το αίμα δε φαίνεται και πολύ πάνω σε έναν Μαύρο. (Ντουμ ντουμ.)
Και
Δίδαγμα Νούμερο Δύο:
Μυρίζει παρ᾿ όλα αυτά.
Μια γλυκερή, άρρωστη μυρωδιά.
Σαν μαραμένα ρόδα στον αέρα. (Ντουμ ντουμ.)
«Αρκεί;» ρώτησε ένας από τούς πράκτορες τής Ιστορίας.
«Αρκεί», απάντησε ένας άλλος.
Τον άφησαν κι έκαναν ένα δυο βήματα πίσω. Τεχνίτες που επιθεωρούσαν τη δουλειά τους. Σε απόσταση, για να κρίνουν το έργο τους από αισθητική άποψη.
Το Έργο τους, εγκαταλειμμένο από την Ιστορία, από τον Μαρξ, από τον Άντρα, από τη Γυναίκα και (τις αμέσως επόμενες ώρες) τα Παιδιά, έμεινε κουβαριασμένο κατάχαμα. Μισολιπόθυμο αλλά δε σάλευε.
Το κρανίο του είχε σπάσει σε τρία σημεία. Η μύτη και τα ζυγωματικά του είχαν γίνει θρύψαλα. Το πρόσωπό του ήταν ένας άμορφος πολτός. Το χτύπημα στο στόμα είχε σκίσει στα δυο το πανωχείλι κι είχε σπάσει έξι δόντια. Τρία απ᾿ αυτά είχαν χωθεί στο κάτω χείλι του αναποδογυρίζοντας χαιρέκακα το όμορφο χαμόγελό του. Τέσσερα πλευρά είχαν σπάσει κι ένα απ᾿ αυτά είχε τρυπήσει το αριστερό του πνευμόνι, γι᾿ αυτό έβγαζε αίμα από το στόμα. Το αίμα ήταν ανοιχτό κόκκινο. Φρέσκο. Αφριστό. Το λεπτό του έντερο είχε διαρραγεί και αιμορραγούσε· το αίμα μαζευόταν στη γαστρική κοιλότητα. Η σπονδυλική του στήλη είχε τραυματιστεί σε δυο σημεία κι αυτό είχε παραλύσει το δεξί του χέρι. Επίσης είχε χάσει τον έλεγχο τής ουροδόχου κύστεως και των σφιγκτήρων. Τα γόνατά του είχαν συντριβεί και τα δυο.
Παρ᾿ όλα αυτά ετοιμάστηκαν να τού περάσουν τις χειροπέδες.
Κρύες.
Με την ξινή μυρωδιά τού μετάλλου. Τότε ήταν που πρόσεξαν τα βαμμένα του νύχια. Ένας απ᾿ αυτούς τού σήκωσε το χέρι και χαιρέτησε ναζιάρικα τούς υπόλοιπους. Γέλασαν όλοι. «Τι είναι τούτο πάλι;» Με ψεύτικη ψιλή φωνή. «Είσαι και τοιούτος;»
Κάποιος χτύπησε μαλακά με το ρόπαλό του, το πέος του. «Έλα, λοιπόν, πες μας το μυστικό σου. Δείξε μας πόσο μεγάλο τον έχεις όταν σού σηκώνεται». Ύστερα σήκωσε την αρβύλα του (με τις σαρανταποδαρούσες κουλουριασμένες στ᾿ αυλάκια της σόλας) και την κατέβασε με έναν υπόκωφο γδούπο.
Τού έδεσαν τα χέρια πισθάγκωνα.
Κλικ.
Και κλικ.
Κάτω από ένα Τυχερό Φύλλο. Ένα φθινοπωρινό φύλλο τη νύχτα. Που έφερνε τούς μουσώνες στην ώρα τους.
Ανατρίχιασε εκεί όπου άγγιξαν το δέρμα του οι χειροπέδες.
«Δεν είναι αυτός», ψιθύρισε η Ράχελ στον Έστθα. «Είμαι σίγουρη. Είναι ο δίδυμος αδερφός του.»
Απρόθυμος να αναζητήσει καταφύγιο στη φαντασία, ο Έστθα δεν είπε λέξη. Κάποιος τούς μιλούσε. Ένας ευγενικός Καθαρός Αστυνομικός. Ευγενικός με τούς ομοίους του.
«Μον, Μολ, είστε καλά; Μήπως σάς πείραξε;»
Κι όχι ακριβώς μαζί, αλλά σχεδόν, τα δίδυμα απάντησαν με έναν ψίθυρο.
«Ναι. Όχι».
«Μην ανησυχείτε. Είστε ασφαλείς μαζί μας τώρα».
Ύστερα οι αστυνομικοί κοίταξαν γύρω τους και είδαν την ψάθα. Τα κατσαρολικά και τα τηγάνια. Τη φουσκωτή χήνα. Το κοάλα τής Κουάντας με τα μισοξηλωμένα κουμπιά στη θέση των ματιών. Τα στυλό με τα λονδρέζικα λεωφορεία μέσα τους. Τις κάλτσες με τα χωριστά πολύχρωμα δαχτυλάκια. Τα κίτρινα πλαστικά γυαλιά ηλίου με τους κόκκινους φακούς. Ένα ρολόι με την ώρα ζωγραφισμένη πάνω του.
«Τίνος είναι αυτά; Από πού ήρθαν; Ποιος τα έφερε;»
Μια ιδέα ανησυχίας στη φωνή.
Ο Έστθα και η Ράχελ, τον κοίταξαν, χωρίς να μιλήσουν.
Οι αστυνομικοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν.
Το κοάλα τής Κουάντας το πήραν για τα παιδιά τους.
Το ίδιο και τα στυλό. Και τις κάλτσες. Παιδιά αστυνομικών με πολύχρωμα δάχτυλα.
Έσκασαν τη χήνα με ένα αναμμένο τσιγάρο. Μπανγκ. Κι έθαψαν τα κομμάτια της.
Άχρηστη χήνα. Θα την αναγνώριζε ο καθένας.
Ένας απ᾿ αυτούς δοκίμασε τα γυαλιά. Οι άλλοι γέλασαν κι έτσι τα κράτησε λιγάκι. Το ρολόι το ξέχασαν. Ξέμεινε στο Σπίτι τής Ιστορίας. Στην πίσω βεράντα. Δείχνοντας λάθος ώρα. Δύο παρά δέκα.
Έπειτα έφυγαν.
Έξι πρίγκιπες, με τις τσέπες γεμάτες παιχνίδια.
Τα διζυγωτικά δίδυμα.
Κι ο Θεός τού Χαμού. Δεν μπορούσε να περπατήσει. Γι᾿ αυτό τον έσερναν.
Κανένας δεν τούς είδε.
Οι νυχτερίδες βέβαια είναι τυφλές.
Φορούσαν φαρδιά, κοντά χακί παντελόνια, κολλαριστά, και προχωρούσαν πάνω από το ψηλό χορτάρι σαν σκληρές καλοσιδερωμένες φουστίτσες, λες και δεν είχαν καμιά σχέση με τα πόδια που βάδιζαν ακριβώς από κάτω τους. Ήταν έξι. Υπηρέτες τού Νόμου.
Α σφάλεια
Σ ταθερότης
Τ άξις
Υ πευθυνότης
Ν όμος
Ο ρθότης
Μ εγαλοφροσύνη
Ι δανικά
Α λληλεγγύη
Η Αστυνομία τού Κόταγιαμ. Πρίγκιπες τής Νέας Εποχής με αστεία, μυτερά κράνη.
Το Σκοτάδι τής Καρδιάς.
Με στόχο το θάνατο. Σήκωναν ψηλά τα αδύνατα πόδια τους, περπατώντας μέσα στα χορτάρια. Τα αναρριχητικά αγκάλιαζαν τις μουσκεμένες τριχωτές τους γάμπες. Τριφύλλια και αγκαθάκια πιάνονταν στις χοντρές τους κάλτσες. Καφετιές σαρανταποδαρούσες χώνονταν στις βαθιές αυλακιές που είχαν οι σόλες τους.
Πέρασαν δίπλα από μικρά πουλιά που στέγνωναν μετά τη βροχή κρεμασμένα στις κορφές των δέντρων, με τα φτερά τους απλωμένα σαν μπουγάδα.
Η πρωινή ζέστη ήταν γεμάτη υποσχέσεις για τα χειρότερα που θα έρχονταν. Πέρα από το βάλτο που μύριζε στάσιμα νερά, συνέχισαν να περπατούν ανάμεσα σε δέντρα παμπάλαια, τυλιγμένα στα φύλλα των αναρριχητικών. Πέρασαν τεράστιους ιστούς αράχνης που είχαν αντέξει στη βροχή κι απλώνονταν σαν ψιθυριστά κουτσομπολιά από δέντρο σε δέντρο.
Κρεμεζί λιβελούλες ζευγάρωναν στον αέρα. Διώροφες. Επιδέξιες. Ένας από τούς αστυνομικούς τις κοίταξε, με θαυμασμό και απορία. Για μια στιγμή η σκέψη του πέταξε στις τρομερές σεξουαλικές δυνατότητες που ανοίγονταν για τις λιβελούλες. Αναρωτήθηκε τι έμπαινε τάχα και πού. Έπειτα το μυαλό του στάθηκε προσοχή και ξανάρχισε να σκέφτεται Αστυνομικές Σκέψεις.
Πέρασαν ψηλές μυρμηγκοφωλιές, βουλωμένες από τη βροχή.
Έπειτα το φως τού ήλιου έσπασε πάνω στους αδύνατους λοξούς κορμούς των δέντρων. Το Σκοτάδι τής Καρδιάς μπήκε στην Καρδιά τού Σκοταδιού. Ο ήχος των τζιτζικιών ακούστηκε πιο δυνατός. Γκρίζα σκιουράκια ανεβοκατέβαιναν στους κορμούς των καουτσουκόδεντρων, από τη μεριά τού ήλιου. Παλιές πληγές πάνω στη φλούδα τους. Σφραγισμένες. Γιατρεμένες. Χωρίς καρύδα στη βάση τους να πίνει το αίμα τους.
Μεγάλη έκταση με τέτοια βλάστηση κι ύστερα ένα ξέφωτο με γρασίδι.
Ένα σπίτι.
Το Σπίτι τής Ιστορίας. Που οι πόρτες του ήταν κλειδωμένες και τα παράθυρά του ανοιχτά.
Με δροσερά πέτρινα πατώματα και μεγάλους ίσκιους στους τοίχους που σάλευαν αργά σαν κύματα.
Όπου διάφανες σαύρες ζούσαν κρυμμένες πίσω από τούς παλιούς πίνακες. Όπου τα όνειρα αιχμαλωτίζονταν και τα ονειρεύονταν ξανά.
Όπου ένα γέρικο εγγλέζικο φάντασμα, καρφωμένο σε ένα δέντρο, είχε ελευθερωθεί από ένα ζευγάρι διζυγωτικών διδύμων – από μια Κινητή Δημοκρατία με Τσουλούφι που είχε φυτέψει μια μαρξιστική σημαία στο χώμα, πλάι του. Όταν πέρασαν δίπλα του οι Αστυνομικοί, δεν άκουσαν τα παρακάλια του. Με την ευγενική, ιεραποστολική του φωνή. Συγγνώμη, θα μπορούσατε, έεε. μήπως κατά τύχη... δε φαντάζομαι να έχετε πάνω σας κανένα πούρο; Όχι;... Όχι, δε νομίζω.
Το Σπίτι της Ιστορίας.
Όπου τα επόμενα χρόνια ο Τρόμος (που-επρόκειτο-να-έρθει) θα έμενε θαμμένος σε ένα μικρό λάκκο κάτω απ᾿ το χώμα. Κρυμμένος πίσω απ᾿ το χαρούμενο μουρμουρητό των μαγείρων τού ξενοδοχείου. Την ταπείνωση των παλιών κομμουνιστών. Τον αργό θάνατο των χορευτών Κατακάλι. Τα παιχνίδια ιστορίες που έπαιζαν οι τουρίστες.
Ήταν ωραίο σπίτι.
Κάποτε είχε άσπρους τοίχους. Κόκκινη στέγη. Τώρα είχε πάρει τα χρώματα τού καιρού. Είχε βαφτεί με πινέλα βουτηγμένα στην παλέτα τής φύσης. Πράσινο απ᾿ τα βρύα. Καφέ απ᾿ το χώμα. Μαύρο απ᾿ την κατάρρευση. Έμοιαζε πιο παλιό απ᾿ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Σαν θησαυρός από ναυάγιο που βγήκε μόλις από τα βάθη τού ωκεανού. Φιλημένος από τις φάλαινες και καλυμμένος με στρείδια και όστρακα. Φασκιωμένος με σιωπή. Ανασαίνοντας φυσαλίδες από τα σπασμένα του παράθυρα.
Μια μεγάλη βεράντα το έζωνε γύρω γύρω. Τα δωμάτια τα ίδια, ήταν αποτραβηγμένα θαμμένα στους ίσκιους. Η σκεπή με τα κεραμίδια της έγερνε προς τα κάτω δεξιά κι αριστερά, σαν θεόρατη αναποδογυρισμένη βάρκα. Σάπια δοκάρια που κάποτε στηρίζονταν σε άσπρες κολόνες, είχαν βουλιάξει στη μέση τής σκεπής ανοίγοντας μια τρύπα. Μια τρύπα που έχασκε ορθάνοιχτη. Μια τρύπα στην Ιστορία. Μια τρύπα στο Σύμπαν στο σχήμα τής Ιστορίας. Απ᾿ όπου μεγάλα σμήνη σιωπηλών νυχτερίδων έβγαιναν κύματα κύματα το σούρουπο, σαν καπνός από την καμινάδα εργοστασίου, και χάνονταν φτερουγίζοντας μέσα στη νύχτα.
Ξαναγύριζαν το χάραμα, φέρνοντας νέα από τον κόσμο. Γκρίζο σύννεφο μέσα στο ρόδινο ορίζοντα που ξαφνικά πύκνωνε και μαύριζε πάνω από το σπίτι, πριν ορμήσει μέσα στην τρύπα τής Ιστορίας, σαν καπνός σε ταινία που παίζεται προς τα πίσω.
Όλη μέρα κοιμόνταν, οι νυχτερίδες. Στρώνοντας με τα μικρά κορμιά τους γούνινη ταπετσαρία στη στέγη. Λερώνοντας το πάτωμα με τις βρωμιές τους.
Οι αστυνομικοί σταμάτησαν. Απλώθηκαν σε κύκλο. Δεν ήταν ανάγκη να το κάνουν αλλά τούς άρεσαν αυτά τα Καθαρά παιχνίδια.
Έπιασαν στρατηγικές θέσεις. Κρυμμένοι πίσω από το μισογκρεμισμένο πέτρινο φράχτη τού κήπου.
Ύστερα σύρθηκαν όλοι μαζί, στα τέσσερα, προς το σπίτι. Σαν τούς αστυνομικούς στις ταινίες. Μαλακά μαλακά μέσα στα χόρτα. Με τα ρόπαλα στο χέρι. Με τα αυτόματα στο μυαλό τους. Με την ευθύνη τού Καθαρού μέλλοντος στους αδύνατους αλλά ικανούς ώμους τους.
Βρήκαν το θήραμά τους στην πίσω βεράντα. Ένα Αχτένιστο Τσουλούφι. Ένα Σιντριβάνι με ένα Love-in-Tokyo. Και σε μια άλλη γωνιά (μόνο σαν το λύκο) – ένα μαραγκό με τα νύχια βαμμένα κόκκινα.
Να κοιμάται. Γελοιοποιώντας τις πονηριές και τα κόλπα των Καθαρών Αστυνομικών.
Την Αιφνιδιαστική Επίθεση. Τα Πρωτοσέλιδα μέσα στα κεφάλια τους.
ΕΠΙΚΊΝΔΥΝΟΣ ΠΑΡΆΝΟΜΟΣ ΣΥΝΕΛΉΦΘΗ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΣΤΥNOMΊA.
Γι᾿ αυτή του την αναίδεια, το θήραμά τους πλήρωσε. Ω, ναι. Δεν έπρεπε να τούς χαλάσει το παιχνίδι.
Ξύπνησαν τον Βελούτθα με τις αρβύλες τους.
Ο Εστθάπεν και η Ράχελ ξύπνησαν από την κραυγή τού ξαφνιασμένου ύπνου που τού τσάκισαν τα γόνατα.
Τα ουρλιαχτά πνίγηκαν μέσα τους. Κουλουριασμένα στο πάτωμα τα παιδιά, πανικόβλητα ανάμεσα στη φρίκη και τη δυσπιστία, κατάλαβαν τελικά ότι ο άντρας που έδερναν οι αστυνομικοί, ήταν ο Βελούτθα. Από πού είχε έρθει; Τι είχε κάνει; Γιατί τον είχαν φέρει εδώ οι αστυνομικοί;
Άκουσαν το γδούπο τού ξύλου πάνω στη σάρκα του. Τής αρβύλας πάνω στα κόκαλά του. Στα δόντια του. Το σιγανό μουγκρητό που κάνει το στομάχι όταν τρώει κλοτσιές. Το βουβό χτύπο τού κρανίου πάνω στο τσιμέντο. Το ρόγχο τού αίματος στην ανάσα τού ανθρώπου όταν χώνεται στο πνευμόνι ένα σπασμένο κόκαλο από το θώρακά του.
Με χείλη μελανιασμένα και μάτια διάπλατα, παρακολουθούσαν, υπνωτισμένα από κάτι που ένιωθαν μα δεν μπορούσαν να καταλάβουν: την απουσία τής συναισθηματικής έντασης. Άβυσσος υπήρχε εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται η οργή κι ο θυμός τους.
Τα δίδυμα ήταν πολύ μικρά για να ξέρουν ότι οι άνθρωποι που έβλεπαν, ήταν οι μπράβοι τής ιστορίας. Σταλμένοι να κλείσουν τούς λογαριασμούς, να εισπράξουν τα πρόστιμα απ᾿ όσους είχαν παραβεί τούς νόμους της. Σπρωγμένοι από αισθήματα προαιώνια αλλά παραδόξως εντελώς απρόσωπα. Αισθήματα περιφρόνησης, γεννημένα από έναν άμορφο, ανομολόγητο φόβο, το φόβο τού πολιτισμού μπροστά στη φύση, το φόβο τού άντρα μπροστά στις γυναίκες, το φόβο των δυνατών μπροστά στους αδύναμους.
Σπρωγμένοι από την ορμή τού ανθρώπου να καταστρέψει ό,τι δεν μπορεί να υποτάξει ούτε να λατρέψει.
Αυτό που είδαν με τα μάτια τους εκείνο το πρωί ο Εστθάπεν και η Ράχελ (μολονότι δεν ήταν ακόμα σε θέση να το ξέρουν), ήταν μια κλινική επίδειξη —υπό ελεγχόμενες συνθήκες (στο κάτω κάτω τής γραφής δεν ήταν ούτε πόλεμος ούτε γενοκτονία)— τού αγώνα τής ανθρώπινης φύσης. Τού αγώνα της να επιβληθεί. Να υπερισχύσει. Να επιβάλει τη δική της τάξη. Το δικό της, αδιαμφισβήτητο μονοπώλιο. Η ιστορία τής ανθρωπότητας παρουσιαζόταν σε ανήλικους θεατές φορώντας τη μάσκα τής Θείας Βούλησης.
Δεν υπήρχε τίποτα τυχαίο σε όσα συνέβησαν εκείνο το πρωί. Τίποτα συμπτωματικό. Δεν ήταν ούτε εσφαλμένη κίνηση ούτε ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών. Ήταν μια εποχή που έβαζε τη σφραγίδα της πάνω σε όσους τη ζούσαν.
Η ιστορία σε ζωντανή παράσταση. Κι αν χτύπησαν τον Βελούτθα περισσότερο απ᾿ ό,τι σκόπευαν, αυτό έγινε απλώς και μόνο επειδή οποιαδήποτε συγγένεια ανάμεσα σ᾿ αυτούς και σ᾿ εκείνον, οποιοσδήποτε δεσμός, οποιαδήποτε ένδειξη πως αν μη τι άλλο, βιολογικά τουλάχιστον, ήταν κι αυτός ένα πλάσμα όπως και οι ίδιοι – οποιαδήποτε τέτοια ένδειξη, λοιπόν, είχε προ πολλού αφανιστεί. Δε συνελάμβαναν έναν άνθρωπο, εξόρκιζαν το φόβο. Δεν είχαν όργανα για να υπολογίσουν πόση τιμωρία άντεχε. Δεν είχαν τον τρόπο να εκτιμήσουν πόσο μεγάλες ή μόνιμες ήταν οι ζημιές που τού προκάλεσαν.
Σε αντίθεση με τον εξαγριωμένο όχλο που φανατισμένος με τη θρησκεία του ξεσηκώνεται, σε αντίθεση με τούς νικητές στρατιώτες που αρχίζουν εύκολα ανταρσίες, το πρωί εκείνο στην Καρδιά τού Σκοταδιού οι Καθαροί Αστυνομικοί έδρασαν λογικά. Όχι μανιασμένα. Δραστικά κι αποτελεσματικά. Όχι απείθαρχα. Με υπευθυνότητα και όχι με υστερία. Δεν τού ξερίζωσαν τα μαλλιά. Δεν τον έκαψαν ζωντανό. Δεν τού έκοψαν τα αρχίδια να τού τα δώσουν στο στόμα. Δεν τον βίασαν. Ούτε τον αποκεφάλισαν.
Σε τελική ανάλυση, δεν προσπαθούσαν να καταπολεμήσουν μια επιδημία. Ήθελαν απλώς να εμβολιάσουν μια μικρή κοινωνία πριν από την έξαρση.
Στην πίσω βεράντα του Σπιτιού της Ιστορίας, καθώς ο άντρας που αγαπούσαν, μάτωνε κι έσπαζε κάτω από τα χτυπήματα των αστυνομικών, ο Εστθάπεν και η Ράχελ, Δίδυμες Πρέσβειρες ο-Θεός-ξέρει-τίνος, έμαθαν δυο νέα διδάγματα:
Δίδαγμα Νούμερο Ένα
Το αίμα δε φαίνεται και πολύ πάνω σε έναν Μαύρο. (Ντουμ ντουμ.)
Και
Δίδαγμα Νούμερο Δύο:
Μυρίζει παρ᾿ όλα αυτά.
Μια γλυκερή, άρρωστη μυρωδιά.
Σαν μαραμένα ρόδα στον αέρα. (Ντουμ ντουμ.)
«Αρκεί;» ρώτησε ένας από τούς πράκτορες τής Ιστορίας.
«Αρκεί», απάντησε ένας άλλος.
Τον άφησαν κι έκαναν ένα δυο βήματα πίσω. Τεχνίτες που επιθεωρούσαν τη δουλειά τους. Σε απόσταση, για να κρίνουν το έργο τους από αισθητική άποψη.
Το Έργο τους, εγκαταλειμμένο από την Ιστορία, από τον Μαρξ, από τον Άντρα, από τη Γυναίκα και (τις αμέσως επόμενες ώρες) τα Παιδιά, έμεινε κουβαριασμένο κατάχαμα. Μισολιπόθυμο αλλά δε σάλευε.
Το κρανίο του είχε σπάσει σε τρία σημεία. Η μύτη και τα ζυγωματικά του είχαν γίνει θρύψαλα. Το πρόσωπό του ήταν ένας άμορφος πολτός. Το χτύπημα στο στόμα είχε σκίσει στα δυο το πανωχείλι κι είχε σπάσει έξι δόντια. Τρία απ᾿ αυτά είχαν χωθεί στο κάτω χείλι του αναποδογυρίζοντας χαιρέκακα το όμορφο χαμόγελό του. Τέσσερα πλευρά είχαν σπάσει κι ένα απ᾿ αυτά είχε τρυπήσει το αριστερό του πνευμόνι, γι᾿ αυτό έβγαζε αίμα από το στόμα. Το αίμα ήταν ανοιχτό κόκκινο. Φρέσκο. Αφριστό. Το λεπτό του έντερο είχε διαρραγεί και αιμορραγούσε· το αίμα μαζευόταν στη γαστρική κοιλότητα. Η σπονδυλική του στήλη είχε τραυματιστεί σε δυο σημεία κι αυτό είχε παραλύσει το δεξί του χέρι. Επίσης είχε χάσει τον έλεγχο τής ουροδόχου κύστεως και των σφιγκτήρων. Τα γόνατά του είχαν συντριβεί και τα δυο.
Παρ᾿ όλα αυτά ετοιμάστηκαν να τού περάσουν τις χειροπέδες.
Κρύες.
Με την ξινή μυρωδιά τού μετάλλου. Τότε ήταν που πρόσεξαν τα βαμμένα του νύχια. Ένας απ᾿ αυτούς τού σήκωσε το χέρι και χαιρέτησε ναζιάρικα τούς υπόλοιπους. Γέλασαν όλοι. «Τι είναι τούτο πάλι;» Με ψεύτικη ψιλή φωνή. «Είσαι και τοιούτος;»
Κάποιος χτύπησε μαλακά με το ρόπαλό του, το πέος του. «Έλα, λοιπόν, πες μας το μυστικό σου. Δείξε μας πόσο μεγάλο τον έχεις όταν σού σηκώνεται». Ύστερα σήκωσε την αρβύλα του (με τις σαρανταποδαρούσες κουλουριασμένες στ᾿ αυλάκια της σόλας) και την κατέβασε με έναν υπόκωφο γδούπο.
Τού έδεσαν τα χέρια πισθάγκωνα.
Κλικ.
Και κλικ.
Κάτω από ένα Τυχερό Φύλλο. Ένα φθινοπωρινό φύλλο τη νύχτα. Που έφερνε τούς μουσώνες στην ώρα τους.
Ανατρίχιασε εκεί όπου άγγιξαν το δέρμα του οι χειροπέδες.
«Δεν είναι αυτός», ψιθύρισε η Ράχελ στον Έστθα. «Είμαι σίγουρη. Είναι ο δίδυμος αδερφός του.»
Απρόθυμος να αναζητήσει καταφύγιο στη φαντασία, ο Έστθα δεν είπε λέξη. Κάποιος τούς μιλούσε. Ένας ευγενικός Καθαρός Αστυνομικός. Ευγενικός με τούς ομοίους του.
«Μον, Μολ, είστε καλά; Μήπως σάς πείραξε;»
Κι όχι ακριβώς μαζί, αλλά σχεδόν, τα δίδυμα απάντησαν με έναν ψίθυρο.
«Ναι. Όχι».
«Μην ανησυχείτε. Είστε ασφαλείς μαζί μας τώρα».
Ύστερα οι αστυνομικοί κοίταξαν γύρω τους και είδαν την ψάθα. Τα κατσαρολικά και τα τηγάνια. Τη φουσκωτή χήνα. Το κοάλα τής Κουάντας με τα μισοξηλωμένα κουμπιά στη θέση των ματιών. Τα στυλό με τα λονδρέζικα λεωφορεία μέσα τους. Τις κάλτσες με τα χωριστά πολύχρωμα δαχτυλάκια. Τα κίτρινα πλαστικά γυαλιά ηλίου με τους κόκκινους φακούς. Ένα ρολόι με την ώρα ζωγραφισμένη πάνω του.
«Τίνος είναι αυτά; Από πού ήρθαν; Ποιος τα έφερε;»
Μια ιδέα ανησυχίας στη φωνή.
Ο Έστθα και η Ράχελ, τον κοίταξαν, χωρίς να μιλήσουν.
Οι αστυνομικοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν.
Το κοάλα τής Κουάντας το πήραν για τα παιδιά τους.
Το ίδιο και τα στυλό. Και τις κάλτσες. Παιδιά αστυνομικών με πολύχρωμα δάχτυλα.
Έσκασαν τη χήνα με ένα αναμμένο τσιγάρο. Μπανγκ. Κι έθαψαν τα κομμάτια της.
Άχρηστη χήνα. Θα την αναγνώριζε ο καθένας.
Ένας απ᾿ αυτούς δοκίμασε τα γυαλιά. Οι άλλοι γέλασαν κι έτσι τα κράτησε λιγάκι. Το ρολόι το ξέχασαν. Ξέμεινε στο Σπίτι τής Ιστορίας. Στην πίσω βεράντα. Δείχνοντας λάθος ώρα. Δύο παρά δέκα.
Έπειτα έφυγαν.
Έξι πρίγκιπες, με τις τσέπες γεμάτες παιχνίδια.
Τα διζυγωτικά δίδυμα.
Κι ο Θεός τού Χαμού. Δεν μπορούσε να περπατήσει. Γι᾿ αυτό τον έσερναν.
Κανένας δεν τούς είδε.
Οι νυχτερίδες βέβαια είναι τυφλές.
18. Η "Σωτηρία" τής Άμου
Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου, στο αστυνομικό τμήμα, παράγγειλε δυο Κόκα-Κόλες. Με καλαμάκια. Ένας εξυπηρετικός αστυφύλακας τις έφερε με ένα πλαστικό δισκάκι και τις πρόσφερε στα δυο λασπωμένα παιδιά που κάθονταν απέναντι στον επιθεωρητή. Τα κεφάλια τους ίσα που φαίνονταν πίσω από τούς σωρούς των φακέλων και των χαρτιών πάνω στο γραφείο του.
Γι᾿ άλλη μια φορά, λοιπόν, μέσα σε δυο μόνο εβδομάδες, έφτασε εμφιαλωμένος ο Φόβος στα χέρια του Έστθα. Παγωμένος. Με ανθρακικό. Μερικές φορές τα Πράγματα δεν παν καλά με Κόκα-Κόλα. Πάνε χειρότερα.
Το ανθρακικό ανέβηκε στη μύτη του. Ρεύτηκε. Η Ράχελ γέλασε. Βάλθηκε να φυσάει μέσα στο καλαμάκι της και να κάνει μπουρμπουλήθρες μέσα στο μπουκάλι, ώσπου η Κόκα-Κόλα ξεχείλισε και τής έβρεξε το φουστάνι. Χύθηκε στο πάτωμα.
Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου ένιωσε πως τα παιδιά έχαναν βαθμιαία τον ειρμό τής σκέψης τους. Πρόσεξε τις διεσταλμένες κόρες των ματιών τους. Δεν ήταν πρώτη φορά που έβλεπε τέτοια συμπτώματα... Η ασφαλιστική δικλείδα τού ανθρώπινου μυαλού. Ο τρόπος τού να αντιμετωπίζει τα τραύματα. Το έλαβε υπόψη του και έκανε έξυπνα τις ερωτήσεις του. Να ακούγονται αθώες. Ανάμεσα σε ακίνδυνες ερωτήσεις, όπως «Πότε είναι τα γενέθλιά σου, μικρέ;» και «Ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα, μικρή μου;»
Σιγά σιγά, αποσπασματικά, σκόρπια, άρχισαν να μπαίνουν τα γεγονότα στη σειρά, τα πράγματα στη θέση τους. Οι άντρες του τον είχαν ενημερώσει για τα κατσαρολικά. Για την ψάθα. Για τα αδύνατον-να-τα-ξεχάσεις παιχνίδια. Η υπόθεση άρχισε πια να αποκτά νόημα. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Έστειλε ένα τζιπ να φέρει την Μπέμπα Κοτσάμα. Φρόντισε να μην είναι τα παιδιά στο γραφείο του όταν έφτασε εκείνη. Δεν τη χαιρέτησε.
«Καθίστε», τής είπε. Η Μπέμπα Κοτσάμα το ένιωσε αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Καθόλου καλά.
«Τα βρήκατε; Είναι όλα εντάξει;»
«Τίποτα δεν είναι εντάξει», τής απάντησε ο επιθεωρητής.
Από το βλέμμα του κι από τον τόνο τής φωνής του η Μπέμπα Κοτσάμα κατάλαβε ότι αυτήν τη φορά είχε απέναντί της ένα διαφορετικό άνθρωπο. Δεν ήταν ο πρόθυμος αστυνομικός που είχε συναντήσει στην πρώτη της επίσκεψη. Κάθισε στην καρέκλα. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου δε μάσησε τα λόγια του.
Η αστυνομία τού Κόταγιαμ είχε ενεργήσει με βάση τη δική της ένορκη κατάθεση. Είχε συλλάβει τον Παρουάν, ο οποίος ατυχώς είχε τραυματιστεί άσχημα κατά τη διάρκεια τής συμπλοκής με τις αστυνομικές δυνάμεις. Κατά πάσα πιθανότητα δε θα έβγαζε τη νύχτα. Τα παιδιά όμως έλεγαν τώρα πως είχαν πάει με τη θέλησή τους. Η βάρκα τους ανατράπηκε και η μικρή Αγγλίδα είχε πνιγεί. Ήταν ατύχημα. Πράγμα που φόρτωνε την αστυνομία με το Θάνατο ενός τυπικά αθώου ανθρώπου. Εντάξει, ήταν Παρουάν. Εντάξει είχε φερθεί άπρεπα. Μα ζούσαν σε καιρούς δύσκολους και τυπικά, με το νόμο, ο άνθρωπος αυτός ήταν αθώος. Δεν υπήρχε καμιά κατηγορία εναντίον του.
«Απόπειρα βιασμού;» πρότεινε δισταχτικά η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Και πού είναι η καταγγελία τού θύματος; Γιατί δεν έγινε ακόμα; Έχει δώσει γραπτή κατάθεση; Τη φέρατε μαζί σας;» Ο τόνος τού επιθεωρητή ήταν επιθετικός. Εχθρικός σχεδόν.
Η Μπέμπα Κοτσάμα έμοιαζε λες κι είχε ζαρώσει. Μικρά βουναλάκια σάρκας κρέμονταν μαραμένα κάτω από τα μάτια της, κάτω από τα μάγουλά της. Ο φόβος έπηξε μέσα της και το σάλιο στο στόμα της ξίνισε. Ο επιθεωρητής έσπρωξε προς το μέρος της ένα ποτήρι νερό.
«Η υπόθεση είναι πολύ απλή. Ή το θύμα τού βιασμού θα κάνει μήνυση. Ή τα παιδιά θα αναγνωρίσουν στο πρόσωπο τού Παρουάν τον απαγωγέα τους, παρουσία αστυνομικού. Ή». Στο σημείο αυτό ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου περίμενε να τον κοιτάξει η Μπέμπα Κοτσάμα. «Ή θα αναγκαστώ να απευθύνω εναντίον σας κατηγορία ψευδομαρτυρίας και ηθελημένης παραπλάνησης των αστυνομικών αρχών, πράγμα το οποίο διώκεται ποινικά».
Ο ιδρώτας έβαψε σκούρα την ανοιχτή γαλάζια μπλούζα τής Μπέμπας Κοτσάμα. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου δεν την πίεσε. Ήξερε ότι με τη δεδομένη πολιτική κατάσταση θα μπορούσε κι ο ίδιος να βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Καταλάβαινε πολύ καλά ότι ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ δε θα άφηνε να πάει χαμένη τέτοια ευκαιρία. Τώρα τα έβαζε με τον εαυτό του που είχε ενεργήσει τόσο απερίσκεπτα. Πήρε την πετσέτα του και σκούπισε τον ιδρώτα μέσα από το πουκάμισό του, στο στήθος και τις μασχάλες του. Ήταν ήσυχα μέσα στο γραφείο του. Οι θόρυβοι τού αστυνομικού τμήματος, τα βαριά βήματα στο διάδρομο, οι περιστασιακές φωνές από το γραφείο των ανακρίσεων, έμοιαζαν μακρινοί, σαν να έρχονταν από κάπου αλλού.
«Τα παιδιά θα κάνουν ό,τι τούς πούμε», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Αν μπορούσα να τούς μιλήσω για λίγο μόνη μου;»
«Όπως θέλετε». Ο επιθεωρητής σηκώθηκε να βγει από το γραφείο.
«Σάς παρακαλώ, δώστε μου πέντε λεπτά πριν τα στείλετε μέσα».
Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου έγνεψε καταφατικά και βγήκε.
Η Μπέμπα Κοτσάμα σκούπισε το γυαλιστερό, καταϊδρωμένο πρόσωπό της. Τέντωσε το λαιμό της προς τα πίσω, κοιτάζοντας το ταβάνι, για να σκουπίσει τον ιδρώτα ανάμεσα από τις δίπλες τού πάχους της. Φίλησε το σταυρουδάκι της.
Δέσποινα Θεοτόκε, πρέσβευε υπέρ ημών...
Δεν μπορούσε να θυμηθεί τα λόγια τής προσευχής της. Η πόρτα άνοιξε. Ο Έστθα και η Ράχελ μπήκαν μέσα. Όλο λάσπες. Μουσκεμένοι με Κόκα-Κόλα.
Βλέποντας την Μπέμπα Κοτσάμα συνήλθαν απότομα. Το λεπιδόπτερο με τη χνουδωτή ράχη άπλωσε τα φτερά του στις καρδιές τους. Γιατί είχε έρθει; Πού ήταν η Άμου; Ήταν ακόμα κλειδωμένη στο δωμάτιό της;
Η Μπέμπα Κοτσάμα κοίταξε αυστηρά τα δυο παιδιά. Για κάμποση ώρα δεν είπε τίποτα. Όταν μίλησε τελικά, η φωνή της ακούστηκε βραχνή και ξένη.
«Τίνος ήταν η βάρκα; Από πού την πήρατε;»
«Δική μας. Τη βρήκαμε. Ο Βελούτθα μάς βοήθησε να τη φτιάξουμε», ψιθύρισε η Ράχελ. «Πόσο καιρό την είχατε;»
«Τη βρήκαμε τη μέρα που ήρθε η Σόφι Μολ». «Και κλέψατε πράγματα από το σπίτι και περάσατε με αυτή στην απέναντι όχθη;»
«Μόνο όταν παίζαμε...» «Παίζατε; Παιχνίδι το λέτε εσείς αυτό;» Η Μπέμπα Κοτσάμα κάρφωσε πάνω τους το βλέμμα της για αρκετή ώρα πριν ξαναμιλήσει.
«Η όμορφη ξαδερφούλα σας κείτεται νεκρή στο σαλόνι τού σπιτιού μας. Τα ψάρια τής έφαγαν τα μάτια. Η μάνα της δεν μπορεί να σταματήσει το κλάμα. Αυτό το λέτε παιχνίδι;»
Μέσα στο γραφείο τού επιθεωρητή, το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι σάλευε αργά.
«Είναι τρομερό να σκοτώνεις άνθρωπο», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Είναι το χειρότερο απ᾿ όλα. Ούτε ο Θεός συγχωρεί τέτοια αμαρτία. Το ξέρετε αυτό, έτσι δεν είναι;»
Δυο κεφαλάκια έγνεψαν καταφατικά δυο φορές.
«Παρ᾿ όλα αυτά...» συνέχισε η Μπέμπα Κοτσάμα κοιτάζοντάς τα όλο θλίψη, «εσείς το κάνατε». Τα κοίταξε κατάματα. «Είστε φονιάδες». Περίμενε να μπουν καλά μέσα τους τα λόγια της.
«Το ξέρετε καλά ότι το ξέρω πως δεν ήταν ατύχημα. Ξέρω πόσο τη ζηλεύατε. Κι αν ο δικαστής στο δικαστήριο με ρωτήσει, θα πρέπει να τού το πω. Έτσι δεν είναι; Δεν μπορώ να πω ψέματα». Χτύπησε την παλάμη της στην καρέκλα δίπλα της. «Για καθίστε εδώ, δίπλα μου...»
Δυο υπάκουα κωλαράκια στριμώχτηκαν στο κάθισμα. «Θα αναγκαστώ να τού πω ότι ήταν αυστηρά απαγορευμένο για σάς να περνάτε μόνοι σας το ποτάμι. Ότι την αναγκάσατε να έρθει μαζί σας, παρόλο που ξέρατε ότι δεν ήξερε κολύμπι. Ότι τη σπρώξατε κι έπεσε στο νερό στη μέση τού ποταμού. Δεν ήταν ατύχημα, ήταν;»
Τέσσερα διάπλατα μάτια την κοίταξαν απορημένα. Μαγεμένα από την ιστορία που τούς έλεγε.
«Τι έγινε ύστερα; Θα πάτε φυλακή», είπε μαλακά η Μπέμπα Κοτσάμα. «Κι η μάνα σας θα πάει φυλακή εξαιτίας σας. Θα σάς άρεσε αυτό;»
Φοβισμένα μάτια κι ένα σιντριβάνι τής ανταπέδωσαν το βλέμμα.
«Κι οι τρεις σε τρεις διαφορετικές φυλακές. Ξέρετε πώς είναι οι φυλακές στην Ινδία;»
Δυο κεφάλια ένευσαν αρνητικά δυο φορές.
Η Μπέμπα Κοτσάμα μάζεψε το υλικό της. Και στήριξε την υπόθεσή της όσο καλύτερα μπορούσε. Περιέγραψε ολοζώντανα τη ζωή στη φυλακή (χρησιμοποιώντας τη φαντασία της). Το τραγανιστό φαγητό, το γεμάτο κατσαρίδες. Τα τσι-τσι, τις ακαθαρσίες που σχημάτιζαν θεόρατα βουνά από καφέ πολτό. Τούς κοριούς. Το ξύλο. Επέμεινε στα πολλά χρόνια που θα έμενε φυλακισμένη η Άμου εξαιτίας τους. Τούς είπε ότι θα ήταν μια γριά, άρρωστη γυναίκα με ψείρες στα μαλλιά της όταν θα έβγαινε από τη φυλακή – αν δεν πέθαινε δηλαδή εκεί μέσα. Συστηματικά, χρωματίζοντας τη φωνή της με συμπάθεια κι ενδιαφέρον, ζωντάνεψε μπροστά τους το μακάβριο μέλλον που τούς περίμενε. Κι όταν αφάνισε και την τελευταία ακτίνα ελπίδας, όταν ρήμαξε πέρα για πέρα τη ζωή τους, παρουσιάστηκε ξανά μπροστά τους σαν καλή νεράιδα φέρνοντας τη λύση. Ο Θεός ποτέ δε θα τούς συγχωρούσε γι᾿ αυτό που είχαν κάνει, αλλά εδώ στη γη, υπήρχε κάποιος τρόπος να διορθώσουν λιγάκι τη ζημιά. Να σώσουν τη μητέρα τους από τον εξευτελισμό και την ταπείνωση που θα υπέφερε εξαιτίας τους. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα ήταν πρόθυμοι να φερθούν λογικά.
«Ευτυχώς», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα, «ευτυχώς για σάς, η αστυνομία έκανε κάποιο λάθος. Ένα λάθος που μπορεί να σάς σώσει». Σταμάτησε. «Ξέρετε τι εννοώ, έτσι δεν είναι;»
Υπήρχαν άνθρωποι παγιδευμένοι στο γυάλινο πρες παπιέ, πάνω στο γραφείο τού επιθεωρητή. Ο Έστθα τούς έβλεπε. Ένας άντρας που χόρευε με μια γυναίκα. Φορούσε άσπρο φουστάνι με πόδια από κάτω.
«Έτσι δεν είναι;»
Τού Έστθα τού φάνηκε πως άκουσε μουσική βαλς. Μέσα από το γυάλινο πρες παπιέ. Μουσική σαν αυτήν που έπαιζε η Μαμάτσι στο βιολί της.
«Το ζήτημα είναι», έλεγε η φωνή τής Μπέμπας Κοτσάμα, «πως ό,τι έγινε, έγινε. Ο επιθεωρητής λέει ότι ο Βελούτθα θα πεθάνει έτσι κι αλλιώς. Τι σημασία έχει, λοιπόν, τι θα σκεφτεί γι᾿ αυτόν η αστυνομία; Σημασία έχει μόνο αν θέλετε να πάτε φυλακή κι αν θέλετε να πάει η Άμου φυλακή εξαιτίας σας. Εσείς θα αποφασίσετε».
Μέσα στο γυάλινο πρες παπιέ υπήρχαν φυσαλίδες αέρα. Το ζευγάρι έμοιαζε λες και χόρευε στο βυθό τής θάλασσας. Έδειχναν ευτυχισμένοι. Ίσως επρόκειτο να παντρευτούν. Εκείνη φορούσε άσπρο φουστάνι. Αυτός μαύρο κοστούμι και παπιγιόν. Κοιτάζονταν βαθιά στα μάτια.
«Αν θέλετε να τη σώσετε, δεν έχετε παρά να ακολουθήσετε το θείο με τα μεγάλα μουστάκια. Θα σάς ρωτήσει κάτι. Μια ερώτηση μόνο. Κι εσείς θα πρέπει να πείτε “Ναι”. Μετά θα πάμε στο σπίτι. Είναι πολύ εύκολο. Αυτό είναι το μικρό αντίτιμο που πρέπει να πληρώσετε».
Η Μπέμπα Κοτσάμα ακολούθησε το βλέμμα τού Έστθα. Με το ζόρι κρατήθηκε να μην αρπάξει το γυάλινο πρες παπιέ. Να μην το εκσφενδονίσει έξω από το παράθυρο. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει.
«Λοιπόν!» είπε με ένα πλατύ, εύθραυστο χαμόγελο. Η ένταση άρχισε να διακρίνεται στη φωνή της. «Τι να πω στο θείο Επιθεωρητή; Τι αποφασίσατε; Θέλετε να σώσετε την Άμου ή προτιμάτε να τη στείλετε στη φυλακή;»
Λες και τούς πρότεινε δυο διαφορετικά παιχνίδια για να διαλέξουν. Να Ψαρέψουμε ή να Πλύνουμε τα γουρούνια; Να Πλύνουμε τα γουρούνια ή να Ψαρέψουμε;
Τα δίδυμα σήκωσαν τα κεφάλια τους και την κοίταξαν.
Όχι μαζί (αλλά σχεδόν) δυο φοβισμένες φωνές ψιθύρισαν:
«Να σώσουμε την Άμου».
Τα επόμενα χρόνια, η σκηνή αυτή θα παιζόταν ξανά και ξανά μέσα στα κεφάλια τους. Ως παιδιά. Ως έφηβοι. Ως ενήλικοι. Τούς είχαν ξεγελάσει τάχα; Τούς είχαν παρασύρει κι έκαναν ό,τι έκαναν; Τούς είχαν παγιδέψει και τούς είχαν καταδικάσει χωρίς να το καταλάβουν;
Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Αλλά δεν ήταν τόσο απλό όσο φαινόταν. Ήξεραν κι οι δυο ότι κανένας δεν τούς υποχρέωσε να αποφασίσουν αυτό που αποφάσισαν. Ήξεραν κι οι δυο πόσο γρήγορα διάλεξαν! Ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν τούς χρειάστηκε για να το σκεφτούν και να πουν (όχι μαζί, αλλά σχεδόν): «Να σώσουμε την Άμου». Να σωθούμε. Να σώσουμε τη μάνα μας.
Η Μπέμπα Κοτσάμα άστραψε ολόκληρη. Η ανακούφιση έδρασε μέσα της σαν καθάρσιο. Έπρεπε να βρει επειγόντως τουαλέτα. Αμέσως. Άνοιξε την πόρτα και ζήτησε τον επιθεωρητή.
«Είναι καλά και φρόνιμα παιδιά», τού είπε όταν ήρθε κοντά της. «Θα έρθουν μαζί σας».
«Δε χρειάζεται να έρθουν και τα δύο. Ένα μάς εξυπηρετεί», απάντησε ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου. «Όποιο να ᾿ ναι. Μον. Μολ. Ποιος θέλει να έρθει μαζί μου;»
«Ο Έστθα», διάλεξε η Μπέμπα Κοτσάμα. Ήξερε ότι ήταν ο πιο πρακτικός από τούς δυο. Ο πιο προσγειωμένος. Ο πιο πειθήνιος. Ο πιο υπεύθυνος. «Πήγαινε. Καλό παιδί».
Ο Μικρός Άντρας. Που ζούσε σ᾿ ένα καράβι παλιό. Ντουμ ντουμ.
Ο Έστθα πήγε.
Ο πρέσβης Ε. Πέλβις. Με έκπληκτα μάτια κι αχτένιστο τσουλούφι. Ένας κοντούλης πρέσβης συνοδευόμενος από έναν ψηλό αστυνομικό, σε μια τρομερή αποστολή, βαθιά μέσα στα έγκατα τού αστυνομικού τμήματος τού Κόταγιαμ. Τα βήματά τους αντηχούσαν στο πέτρινο δάπεδο. Η Ράχελ έμεινε μόνη στο γραφείο τού επιθεωρητή.
Το κελί ήταν θεοσκότεινο. Ο Έστθα δεν έβλεπε τίποτε. Άκουγε όμως το ρόγχο μιας κοφτής, οδυνηρής ανάσας. Μύριζε σκατά εκεί μέσα. Κι η μυρωδιά τον έπνιξε. Κάποιος άναψε το φως. Φωτεινό. Εκτυφλωτικό. Στο βρώμικο, γλιστερό πάτωμα φάνηκε ο Βελούτθα. Ένα ανάπηρο τζίνι, φυλακισμένο σε μια μοντέρνα ηλεκτρική λάμπα. Ήταν γυμνός· τού είχαν βγάλει το λερωμένο μούντου του. Το αίμα στάλαζε αργά από το κρανίο του σαν μυστικό. Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο και το κεφάλι του έμοιαζε με κολοκύθα· υπερβολικά μεγάλο και βαρύ για το λεπτό μίσχο από τον οποίο κρεμόταν. Μια κολοκύθα με τερατώδες ανάποδο χαμόγελο. Αστυνομικά άρβυλα πισωπάτησαν για να μη λερωθούν στη λίμνη από κάτουρα γύρω του. Μέσα της καθρεφτιζόταν ο γυμνός γλόμπος τού ηλεκτρικού.
Τα ψόφια ψάρια ανέβηκαν μέσα στα σωθικά τού Έστθα. Κάποιος αστυνομικός σκούντησε τον Βελούτθα με το πόδι του. Καμιά αντίδραση. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου γονάτισε κι έξυσε με το κλειδί του τζιπ την πατούσα τού Βελούτθα. Πρησμένα μάτια άνοιξαν. Κοίταξαν τριγύρω. Και μέσα από μια ομίχλη αίματος καρφώθηκαν πάνω σε ένα αγαπημένο παιδί. Ο Έστθα φαντάστηκε ότι κάτι μέσα του, κάτι μέσα στον Βελούτθα χαμογέλασε. Όχι το στόμα του αλλά κάποιο άλλο μέρος του που δεν είχε πληγωθεί. Ο αγκώνας ίσως. Ή ο ώμος.
Ο επιθεωρητής έκανε την ερώτησή του. Το στόμα τού Έστθα είπε Ναι. Ναι αυτός ήταν.
Η παιδική του αθωότητα βγήκε από τα νύχια των ποδιών και χάθηκε.
Η σιωπή όρμησε σαν κεραυνός. Κάποιος έσβησε το φως και ο Βελούτθα εξαφανίστηκε.
Στην επιστροφή τους με το τζιπ τής αστυνομίας, η Μπέμπα Κοτσάμα σταμάτησε στους Αξιόπιστους Γιατρούς κι αγόρασε ηρεμιστικά. Έδωσε δυο χαπάκια σε κάθε παιδί. Φτάνοντας στη γέφυρα Τσούνγκαμ, τα μάτια τους έκλειναν. Ο Έστθα ψιθύρισε κάτι στο αφτί τής Ράχελ.
«Είχες δίκιο. Δεν ήταν αυτός. Ήταν ο δίδυμος αδελφός του».
«Ευτυχώς», απάντησε ψιθυριστά η Ράχελ.
«Πού λες να ᾿ναι;»
«Το ᾿σκασε στην Αφρική».
Τα δυο παιδιά κοιμόνταν βαθιά όταν τα παρέλαβε η μάνα τους, αρμενίζοντας στην παρηγοριά τής φαντασίας τους.
Ως το επόμενο πρωί που η Άμου με τραντάγματα την ξερίζωσε από μέσα τους. Αλλά τότε ήταν πια πολύ αργά.
Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου, έχοντας ανάλογες εμπειρίες, είχε δίκιο. Ο Βελούτθα δεν έβγαλε τη νύχτα.
Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα, ο Θάνατος ήρθε και τον πήρε.
Και για τη μικρή οικογένεια που κοιμόταν κουρνιασμένη πάνω σε ένα μπλε κεντητό ντιβανοσκέπασμα; Ποιος ήρθε γι᾿ αυτούς; Όχι ο θάνατος.
Απλώς το τέλος της ζωής.
Στο μεταξύ η Μπέμπα Κοτσάμα είχε γυρίσει στο Αγιέμενεμ. Η Πλίμουθ ήταν παρκαρισμένη μπροστά στο σπίτι. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα κι ο Τσάκο είχαν γυρίσει από το Κοτσίν.
Τη Σόφι Μολ την είχαν ξαπλώσει έξω στη σεζλόνγκ.
Όταν η Μάργκαρετ Κοτσάμα είδε το κορμάκι τής κόρης της, η απόγνωση φούσκωσε μέσα της μονομιάς, σαν χειροκροτήματα φαντασμάτων σε άδεια αίθουσα. Ανέβηκε ένα κύμα αηδίας και αναγούλας που την άφησε βουβή, με άδειο βλέμμα. Θρηνούσε δυο θανάτους, όχι έναν. Με το θάνατο της Σόφι, ο Τζο είχε πεθάνει γι᾿ άλλη μια φορά. Είχε έρθει στο Αγιέμενεμ για να γιατρέψει το λαβωμένο της κόσμο κι αντί γι᾿ αυτό, τον είχε χάσει ολότελα. Θρυμματίστηκε σαν γυαλί.
Η απόφαση της να έρθει στο Αγιέμενεμ θα την καταδίωκε ως το τέλος τής ζωής της. Πήρε μαζί της στον τάφο της το θέαμα τού μικρού κορμιού τής κόρης της, γερμένου στην πολυθρόνα τού σαλονιού, στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Ακόμα κι από μακριά, ήταν ολοφάνερο ότι ήταν πεθαμένη. Όχι άρρωστη ή κοιμισμένη. Ήταν κάτι στη στάση του κορμιού της. Στη γωνία που σχημάτιζαν τα μέλη της. Κάτι που ανήκε στη δικαιοδοσία του Θανάτου. Στη φριχτή ακινησία του.
Πράσινα φύκια και λάσπη απ᾿ το ποτάμι είχαν κολλήσει στα όμορφα κοκκινοκάστανα μαλλιά της. Τα βλέφαρά της ήταν ματωμένα, φαγωμένα από τα ψάρια. (Ω, ναι, το κάνουν αυτό τα ψάρια που κολυμπούν στα βαθιά νερά. Τσιμπολογούν τα πάντα.) Η μοβ κοτλέ ποδίτσα της έγραφε Διακοπές! με χαρούμενα, καλλιγραφικά γράμματα. Είχε μείνει τόσες ώρες στο νερό που ήταν γεμάτη ζάρες.
Μια γοργόνα-σφουγγάρι που είχε ξεχάσει να κολυμπάει.
Στη μικρή της παλάμη, μια ασημένια δαχτυλήθρα για γούρι.
Αυτή που έπινε με μια δαχτυλήθρα. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα ποτέ δε συγχώρεσε τον εαυτό της που πήγε τη Σόφι Μολ στο Αγιέμενεμ.
Που την άφησε μόνη της το σαββατοκύριακο για να πάει με τον Τσάκο στο Κοτσίν και να θεωρήσει τα εισιτήρια της επιστροφής τους.
Ο Έστθα και η Ράχελ ήταν εφτά χρονών όταν πέθανε η Σόφι. Η Σόφι Μολ κόντευε τα εννιά. Τής έφτιαξαν παιδικό φέρετρο, ντυμένο από μέσα με σατέν.
Με αστραφτερά μπρούντζινα χερούλια.
Την ξάπλωσαν εκεί μέσα με το κίτρινο φαρδύ παντελόνι της από πολυεστέρα, με μια κορδέλα στα μαλλιά και με τη μικρή, κομψή τσαντούλα της Made-in-England που δεν αποχωριζόταν ποτέ της. Το πρόσωπό της ήταν άσπρο και ζαρωμένο σαν τα δάχτυλα της πλύστρας επειδή είχε μείνει πολλές ώρες στο νερό.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα, η Εγγλέζα μητέρα τής Σόφι Μολ, δεν άφηνε τον Τσάκο, το φυσικό πατέρα της Σόφι Μολ, να την αγκαλιάσει απ᾿ τούς ώμους και να την παρηγορήσει. Η οικογένεια ήταν μαζεμένη γύρω από το μικρό φέρετρο. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα, ο Τσάκο, η Μπέμπα Κοτσάμα και η Μαμάτσι. Είχαν επιτρέψει βέβαια στην Άμου, στον Έστθα και τη Ράχελ να παρακολουθήσουν την κηδεία αλλά τούς είχαν βάλει χώρια από την υπόλοιπη οικογένεια. Κανείς δε γύρισε να τούς ρίξει ούτε μια ματιά.
Η Μαμάτσι ήταν σχεδόν τυφλή και φορούσε πάντα μαύρα γυαλιά όταν έβγαινε από το σπίτι. Τα δάκρυά της κυλούσαν πίσω από τους σκούρους φακούς, έφταναν ως το πιγούνι της κι εκεί τρέμοντας έπεφταν στάλα στάλα, σαν τη βροχή που μαζεύεται στην άκρη τής σκεπής και στάζει από κει αργά. Τυλιγμένη στο κολλαριστό σάρι της που είχε ένα σκοτωμένο άσπρο χρώμα, έμοιαζε τσακισμένη κι άρρωστη. Ο δικός της πόνος μπορεί να την πονούσε. Ο πόνος τού Τσάκο τη σκότωνε.
Από τις λυπητερές ψαλμωδίες φούσκωσε η κίτρινη εκκλησία σαν το λαιμό κάποιου που τραγουδάει δυνατά. Οι θλιμμένοι ιερείς πέρασαν τα δάχτυλά τους τα φορτωμένα με χρυσά δαχτυλίδια μέσα από τις κατσαρές γενειάδες τους, λες κι είχαν χωθεί εκεί αράχνες κι είχαν υφάνει τούς ιστούς τους.
Η μικρή νυχτερίδα πέταξε ψηλά στον ουρανό τού θόλου κι έγινε ένα αεροπλανάκι ανάμεσα στα υπόλοιπα. Χωρίς άσπρη γραμμή πίσω της.
Μέσα στην εκκλησία έκανε ζέστη και οι λευκές άκρες των κρίνων ζάρωναν μαραμένες. Μια μέλισσα ψόφησε μέσα σε ένα απ᾿ τα λουλούδια που στόλιζαν το φέρετρο. Τα χέρια τής Άμου έτρεμαν. Το δέρμα της ήταν κρύο. Ο Έστθα στεκόταν δίπλα της· με το ζόρι κρατιόταν ξύπνιος. Τα πονεμένα μάτια του άστραφταν σαν γυάλινα. Το μάγουλό του ζεματούσε, καθώς το ακουμπούσε πάνω στο κρύο τρεμάμενο χέρι τής Άμου.
Η Ράχελ, πάλι, ήταν εντελώς ξύπνια, πεισματωμένη, άγρυπνη κι εύθραυστη, εξουθενωμένη από τη φοβερή μάχη ενάντια στην Αληθινή ζωή.
Τις επόμενες μέρες η Μάργκαρετ τις κράτησε θολές στη θύμησή της. Ατέλειωτες θαμπές ώρες νωθρής κι άτονης ηρεμίας, με τη γλώσσα της πρησμένη, τραχιά (από τα φάρμακα που τής έγραψε ο δρ Ουαργκίς Ουαργκίς), οι οποίες διακόπτονταν από σύντομα διαλείμματα αιχμηρής, αστραφτερής υστερίας που την ξέσκιζαν σαν την κόψη ολοκαίνουργιων ξυραφιών.
Θυμόταν αμυδρά την παρουσία τού Τσάκο – μιλούσε χαμηλόφωνα κι ευγενικά όταν βρισκόταν δίπλα της —που στριφογύριζε σαν μανιασμένος άνεμος στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Τόσο αλλιώτικος από τον Αναμαλλιασμένο Σκαντζόχοιρο που είχε γνωρίσει εκείνο το πρωί στην καφετέρια τής Οξφόρδης πολύ πολύ καιρό πριν.
Θυμόταν αχνά την κηδεία στην κίτρινη εκκλησία. Τις λυπητερές ψαλμωδίες. Τη νυχτερίδα που είχε τρομάξει κάποιον. Θυμόταν τον κρότο μιας πόρτας που γινόταν κομμάτια και τρομαγμένες γυναικείες φωνές. Και τα τριζόνια που ξεσήκωναν τον τόπο τη νύχτα κι έμοιαζαν οι φωνές τους σαν άστρα που έσπαζαν και μεγάλωναν το φόβο και τη θλίψη πάνω από το Σπίτι του Αγιέμενεμ.
Δεν ξέχασε ποτέ τον παράλογο θυμό της εναντίον των δύο μικρότερων παιδιών που για κάποιο λόγο είχαν σωθεί. Το ξετρελαμένο μυαλό της γαντζώθηκε απελπισμένα στην ιδέα ότι ο Έστθα έφταιγε κατά τρόπο μυστήριο για το θάνατο τής Σόφι Μολ. Παράξενο, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν ήξερε ότι ήταν ο Έστθα — ο Μάγος με το Τσουλούφι που είχε Ανακατέψει τη Μαρμελάδα κι είχε σκεφτεί Δύο Σκέψεις —,που παραβίαζε τούς κανόνες και κωπηλατούσε τα απογεύματα περνώντας τη Σόφι Μολ και τη Ράχελ στην αντικρινή όχθη τού ποταμού με τη βαρκούλα, ο Έστθα που ελευθέρωσε κάποια φυλακισμένη μυρωδιά ανεμίζοντας μια μαρξιστική σημαία. Ο Έστθα που είχε μετατρέψει σε σπίτι τους την πίσω βεράντα του Σπιτιού τής Ιστορίας, που το είχε επιπλώσει με μια ψάθα κι είχε κουβαλήσει τα περισσότερα παιχνίδια μια σφεντόνα, μια φουσκωτή χήνα, ένα κοάλα της Κουάντας με μισοξηλωμένα κουμπιά στη θέση των ματιών. Κι ότι τελικά, εκείνη την τρομερή νύχτα, ο Έστθα ήταν αυτός που αποφάσισε πως, παρ᾿ όλο το σκοτάδι και τη βροχή, είχε έρθει η Ώρα να Φύγουν από το σπίτι επειδή η Άμου δεν τούς ήθελε πια.
Παρόλο που δεν ήξερε τίποτε απ᾿ όλα αυτά, η Μάργκαρετ Κοτσάμα έριχνε στον Έστθα το φταίξιμο για το θάνατο τής Σόφι Μολ. Πώς ήταν δυνατόν; Ίσως το μητρικό ένστικτο.
Τρεις ή τέσσερις φορές αναδύθηκε από το βαθύ ύπνο των φαρμάκων, αναζήτησε τον Έστθα και βάλθηκε να τον χτυπάει, ώσπου να την ηρεμήσει κάποιος ή να τη σταματήσει.
Αργότερα έγραψε στην Άμου ζητώντας συγγνώμη. Όταν έφτασε το γράμμα της, ο Έστθα είχε ήδη Επιστραφεί και η Άμου είχε μαζέψει τα πράγματά της κι είχε φύγει. Μόνο η Ράχελ είχε απομείνει στο Αγιέμενεμ για να δεχτεί, τη συγγνώμη τής Μάργκαρετ Κοτσάμα. Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει, έγραφε. Μπορώ να το αποδώσω μόνο στην επίδραση των ηρεμιστικών. Δεν είχα κανένα δικαίωμα να φερθώ έτσι και θέλω να ξέρετε ότι ντρέπομαι κι ότι λυπάμαι πάρα πάρα πολύ.
Παραδόξως, το μόνο πρόσωπο που δε σκέφτηκε ποτέ η Μάργκαρετ Κοτσάμα, ήταν ο Βελούτθα. Δεν τον θυμόταν καθόλου. Ούτε καν πώς ήταν.
Ίσως επειδή δεν τον ήξερε στ᾿ αλήθεια ούτε έμαθε τι απέγινε.
Ο Θεός του Χαμού.
Ο Θεός των Μικρών Πραγμάτων.
Δεν άφησε χνάρια στην άμμο ούτε ρυτίδες στο νερό ούτε είδωλο στον καθρέφτη. Εξάλλου, η Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν ήταν μαζί με τούς Καθαρούς αστυνομικούς που πέρασαν το φουσκωμένο ποτάμι. Με τα κολλαριστά κοντά χακί παντελόνια. Δεν άκουσε το μεταλλικό ήχο από τις χειροπέδες μέσα σε κάποια τσέπη. Είναι παράλογο να περιμένουμε από κάποιον να θυμηθεί πράγματα που δεν ξέρει ότι συνέβησαν.
Μετά την κηδεία, η Άμου πήγε με τα δίδυμα στο αστυνομικό τμήμα τού Κόταγιαμ. Το ήξεραν το αστυνομικό τμήμα τα παιδιά. Είχαν περάσει εκεί τις περισσότερες ώρες τής προηγούμενης μέρας. Ήξεραν ότι βρωμούσε κάτουρο κι έκλεισαν έγκαιρα τα ρουθούνια τους, πριν τα χτυπήσει η έντονη, ξινή μυρωδιά.
Η Άμου ζήτησε τον αρμόδιο αξιωματικό κι όταν την οδήγησαν στο γραφείο του, τού εξήγησε ότι είχε γίνει ένα τρομερό λάθος κι ότι ήθελε να καταθέσει. Ζήτησε την άδεια να δει τον Βελούτθα.
Τα μουστάκια τού επιθεωρητή Τόμας Μάθιους σάλεψαν πάνω-κάτω. Τα μάτια του όμως άστραψαν όλο απληστία και πονηριά.
«Λίγο αργά τώρα πια, δε νομίζεις;» είπε στην τραχιά διάλεκτο μαλαγιάλαμ που μιλούσαν οι περισσότεροι στο Κόταγιαμ. Καθώς μιλούσε, είχε τα μάτια του καρφωμένα στα στήθια τής Άμου. Η αστυνομία ήξερε όλα όσα έπρεπε να ξέρει, είπε. Η αστυνομία δε χρειαζόταν καταθέσεις, είπε, από μια γουέσια, μια πόρνη, ή τα νόθα παιδιά της. Η Άμου απάντησε ότι αυτό θα το βλέπαμε. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιους σηκώθηκε, έκανε το γύρο τού τραπεζιού και πλησίασε την Άμου με το ρόπαλο στο χέρι.
«Αν ήμουν στη θέση σου», είπε, «θα γύριζα αμέσως στο σπίτι». Ύστερα χτύπησε τα στήθη της μαλακά με το βραχύ ρόπαλο. Πολύ μαλακά. Ταπ, ταπ. Λες και διάλεγε μάνγκο απ᾿ το κοφίνι τού μανάβη. Λες και ξεχώριζε ποια ήθελε να βάλουν στη σακούλα και να τού τα στείλουν στο σπίτι. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιους ήξερε, φαίνεται, ποιον μπορούσε να φοβερίζει ατιμωρητί και ποιον όχι. Οι αστυνομικοί τα ξέρουν αυτά τα πράγματα από ένστικτο. Πίσω του, στον τοίχο, κρεμόταν μια κοκκινογάλαζη Πινακίδα:
Α σφάλεια
Σ ταθερότης
Τ άξις
Υ πευθυνότης
Ν όμος
Ο ρθότης
Μ εγαλοφροσύνη
Ι δανικά
Α λληλεγγύη
Βγαίνοντας από το αστυνομικό τμήμα, η Άμου έκλαιγε, γι᾿ αυτό ο Έστθα και η Ράχελ δεν τη ρώτησαν τι θα πει πόρνη. Ή νόθος. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν τη μάνα τους να κλαίει. Δεν έκλαιγε με λυγμούς. Το πρόσωπό της ήταν σκληρό σαν πέτρα, αλλά τα δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια της και κυλούσαν στα μαρμαρωμένα μάγουλά της. Τα δίδυμα τρελάθηκαν από το φόβο τους. Τα δάκρυα τής Άμου έκαναν πραγματικότητα, όλα όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή έμοιαζαν με παραμύθι.
Γύρισαν με το λεωφορείο στο Αγιέμενεμ. Ο εισπράκτορας, ένας αδύνατος άντρας ντυμένος στο χακί, ήρθε προς το μέρος τους κρατημένος από τις χειρολαβές. Στήριξε τον κοκαλιάρη πισινό του στο πίσω μέρος ενός καθίσματος και κροτάλισε στο χέρι του το εργαλείο, με το οποίο τρυπούσε τα εισιτήρια. Πού πηγαίνετε; ήθελε να πει το κροτάλισμα. Η Ράχελ ένιωσε τη μυρωδιά τής δεσμίδας των εισιτηρίων και την ξινή μεταλλική μυρωδιά των ατσάλινων χειρολαβών στα χέρια του.
«Πέθανε», τού είπε σιγανά η Άμου. «Εγώ τον σκότωσα».
«Αγιέμενεμ», βιάστηκε να πει ο Έστθα, πριν χάσει ο εισπράκτορας την υπομονή του με τη μάνα του.
Ο Έστθα έβγαλε χρήματα από το πορτοφόλι τής Άμου. Ο εισπράκτορας τού έδωσε τα εισιτήρια. Ο Έστθα τα δίπλωσε προσεχτικά και τα έβαλε στην τσάντα της. Κι έπειτα πήρε στη μικρή αγκαλιά του τη μάνα του που έκλαιγε βουβά, χωρίς λυγμούς.
Δυο εβδομάδες αργότερα ο Έστθα Επεστράφη. Ανάγκασαν την Άμου να τον στείλει στον πατέρα τους που τότε είχε εγκαταλείψει ήδη τη μοναχική δουλειά του στη φυτεία τού τσαγιού στο Άσαμ και είχε μετακομίσει στην Καλκούτα, όπου δούλευε σε μια εταιρεία παραγωγής προϊόντων άνθρακος. Είχε ξαναπαντρευτεί, είχε σταματήσει (λίγο - πολύ) το ποτό και δεν ξεστράτιζε παρά μόνο αραιά και πού.
Ο Έστθα και η Ράχελ δεν είχαν ξαναϊδωθεί από τότε..
Όταν η Μπέμπα Κοτσάμα έμαθε για την επίσκεψη τής Άμου στο αστυνομικό τμήμα, τρομοκρατήθηκε. Όλες οι ενέργειες τής Μπέμπας Κοτσάμα στηρίζονταν σε μια βασική προϋπόθεση: η Άμου, ό,τι κι αν έκανε, όσο έξαλλη κι αν ήταν, δε θα ομολογούσε ποτέ δημόσια τη σχέση της με τον Βελούτθα. Επειδή, κατά τη γνώμη τής Μπέμπας Κοτσάμα, αυτό θα ισοδυναμούσε με ολοσχερή καταστροφή. Και δική της και των παιδιών της. Για πάντα. Αλλά η Μπέμπα Κοτσάμα δεν είχε υπολογίσει την Αβέβαιη Πλευρά τής Άμου. Το Αδιανόητο Μείγμα — την απέραντη τρυφερότητα τής μάνας, την αχαλίνωτη οργή τού καμικάζι.
Η αντίδραση τής Άμου την κλόνισε. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Ήξερε ότι ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου ήταν σύμμαχός της. Αλλά πόσο μπορούσε να διαρκέσει αυτό; Τι θα γινόταν αν εκείνος έπαιρνε μετάθεση; Αν ο διάδοχός του ξανάνοιγε την υπόθεση; Ήταν δυνατόν – φτάνει να έριχνε μια ματιά κανείς στο φωνακλάδικο πλήθος που είχε μαζέψει ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ μπροστά στην αυλόπορτα τού εργοστασίου. Το πλήθος που εμπόδιζε τούς εργάτες να έρθουν στη δουλειά. Τεράστιες ποσότητες από μάνγκο, μπανάνες, ανανάδες, σκόρδα και πιπερόριζα σάπιζαν αργά στις αποθήκες τού εργοστασίου Παραντάιζ.
Η Μπέμπα Κοτσάμα κατάλαβε ότι έπρεπε πια να απομακρύνει την Άμου από το Αγιέμενεμ όσο πιο σύντομα μπορούσε.
Πέτυχε το σκοπό της κάνοντας αυτό που ήξερε να κάνει πάντα με μεγάλη δεξιοτεχνία. Ποτίζοντας τα χωράφια της και λιπαίνοντας τα σπαρτά της με τα πάθη των άλλων.
Τρύπωσε σαν ποντίκι στα κελάρια τής θλίψης τού Τσάκο. Και φύτεψε εκεί μέσα έναν εύκολο, προσιτό στόχο για τον τρελό πόνο του. Δε δυσκολεύτηκε να τον πείσει ότι η Άμου ήταν η φταίχτρα για το θάνατο τής Σόφι Μολ. Η Άμου και τα διζυγωτικά της δίδυμα.
Ο έξαλλος Τσάκο που έσπαζε πόρτες με τα χέρια του γυμνά, δεν ήταν παρά ο θυμωμένος ταύρος ο δεμένος στο λουρί τής Μπέμπας Κοτσάμα. Δική της ιδέα ήταν να μαζέψει η Άμου τα πράγματά της και να φύγει. Και να Επιστραφεί ο Έστθα.
«Φύγε από το σπίτι μου πριν σου σπάσω τα κόκαλα ένα ένα!»
Το σπίτι μου, οι ανανάδες μου, οι πίκλες μου.
Μετά απ᾿ αυτό, χρόνια ολόκληρα έβλεπε η Ράχελ το ίδιο όνειρο: ένα χοντρό άντρα, δίχως πρόσωπο, να γονατίζει πλάι στο πτώμα μιας γυναίκας. Να τής κόβει τα μαλλιά. Να τής σπάζει τα κόκαλα. Ένα ένα. Ακόμα και τα πιο μικρά. Τα δάχτυλα. Τα κοκαλάκια των αφτιών έσπαζαν σαν κλαδάκια. Τσακτσάκ, έτριζαν σιγανά τα κόκαλα, καθώς έσπαζαν. Ένας πιανίστας που σκότωνε τα πλήκτρα τού πιάνου του. Κι η Ράχελ (παρόλο που χρόνια αργότερα θα εκμεταλλευόταν τον ιδρώτα για να βγάλει το χέρι της από το χέρι τού Τσάκο, στο ηλεκτρικό κρεματόριο), τούς αγαπούσε και τους δυο. Τον πιανίστα και το πιάνο. Το φονιά και το πτώμα.
Την ώρα που η πόρτα της γκρεμιζόταν, η Άμου πάσχιζε να ελέγξει το τρέμουλο των χεριών της, στριφώνοντας τις κορδέλες τής Ράχελ που δε χρειάζονταν στρίφωμα.
«Υποσχεθείτε μου ότι θα αγαπάτε πάντα ο ένας τον άλλον», είπε τραβώντας τα παιδιά στην αγκαλιά της.
«Εντάξει», είπαν ο Έστθα και η Ράχελ. Μη βρίσκοντας λόγια για να τής εξηγήσουν πως γι᾿ αυτούς δεν υπήρχε Ένας, δεν υπήρχε Άλλος.
Δίδυμες μυλόπετρες και η μάνα τους. Μυλόπετρες μουδιασμένες. Αυτό που είχαν κάνει, θα γύριζε ξανά και θα τούς άδειαζε. Αλλά αυτό θα γινόταν αργότερα.
Αργό Τερα. Σαν ήχος καμπάνας από τα βάθη κάποιου χορταριασμένου πηγαδιού. Τριχωτός και τρεμάμενος σαν τα ποδαράκια τού λεπιδόπτερου.
Τότε ακόμα ήταν όλα ασυνάρτητα. Χωρίς ειρμό. Λες και το νόημα είχε στραγγίξει έξω από τα πράγματα και τα είχε αφήσει σκόρπια. Σπασμένα. Ασύνδετα μεταξύ τους. Η λάμψη τής βελόνας που κρατούσε στο χέρι της, η Άμου. Το χρώμα μιας κορδέλας. Ο καμβάς από το κέντημα με τις σταυροβελονιές. Η πόρτα που γινόταν κομμάτια, αργά αργά. Απομονωμένα πράγματα που δε σήμαιναν τίποτα. Λες κι η ικανότητα εκείνη τού μυαλού που αποκωδικοποιεί τα κρυφά σημάδια τής ζωής – που συνδέει τις σκέψεις με τις εικόνες, τις λάμψεις με το φως, την ύφανση με το πανί, τις βελόνες με τις κλωστές, τούς τοίχους με τα δωμάτια, την αγάπη με το φόβο με την οργή με τη μεταμέλεια— είχε χαθεί ξαφνικά.
«Μάζεψε τα πράγματά σου και φύγε», είπε ο Τσάκο πατώντας πάνω στα σπασμένα ξύλα. Ορθώνοντας πάνω τους το ανάστημά του. Με ένα χερούλι από χρώμιο στο χέρι του. Αίφνης αλλόκοτα ήρεμος. Ξαφνιασμένος από την ίδια του τη δύναμη. Από τον ίδιο του τον όγκο. Την απεριόριστη εξουσία του. Την απεραντοσύνη τής ίδιας του τής τρομερής λύπης.
Κόκκινο το χρώμα των σπασμένων ξύλων.
Η Άμου, ήρεμη εξωτερικά, τρέμοντας μέσα της, δε σήκωσε τα μάτια απ᾿ το στρίφωμα που στερέωνε. Από το εντελώς περιττό στρίφωμα. Το κουτί με τις χρωματιστές κορδέλες ανοιχτό στα γόνατά της, μέσα στο δωμάτιο όπου έχασε το δικό της locus standi.
Το ίδιο δωμάτιο, όπου η Άμου έφτιαξε τη μικρή βαλίτσα τού Έστθα και το χακί του σακίδιο: δώδεκα αμάνικες και δώδεκα κοντομάνικες βαμβακερές φανέλες. Έστθα, έχουν όλες γραμμένο με μελάνι το όνομά σου. Τις κάλτσες του. Το παντελόνι σωλήνα. Τα πουκάμισα με τούς μυτερούς γιακάδες. Τα μπεζ μυτερά παπούτσια του (απ᾿ όπου ανέβαινε ο Θυμός). Τούς δίσκους τού Έλβις. Τα χάπια τού ασβεστίου και το σιρόπι Βινταλίν. Τη Δωρεάν Καμηλοπάρδαλη (που ήταν μέσα στο κουτί τού Βινταλίν). Τα Βιβλία της Γνώσης, τόμ. 1-4. Την άσπρη δερματόδετη Βίβλο του που έκλεινε με φερμουάρ. Στο πιαστράκι τού φερμουάρ κρεμόταν το μανικετόκουμπο ενός Αυτοκρατορικού Εντομολόγου, στολισμένο με αμέθυστο. Το κύπελλό του. Το σαπούνι του. Το Προκαταβολικό Δώρο των Γενεθλίων του που δεν έπρεπε να το ανοίξει. Σαράντα πράσινα χαρτοφάκελα με πληρωμένα το ταχυδρομικό τέλος για το εσωτερικό τής χώρας. Κοίτα, Έστθα, σού έχω γράψει σε όλα τη διεύθυνσή μας. Το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να τα διπλώσεις. Για δοκίμασε να δούμε αν θα τα καταφέρεις να τα διπλώσεις μόνος σου. Κι ο Έστθα δίπλωσε το πράσινο χαρτί ακριβώς πάνω στις διακεκομμένες γραμμές που έλεγαν διπλώστε εδώ και κοίταξε την Άμου με ένα χαμόγελο που τής ράγισε την καρδιά.
Μού υπόσχεσαι ότι θα γράφεις; Ακόμα κι όταν δε θα ᾿χεις νέα;
Υπόσχομαι, είπε ο Έστθα. Χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει εντελώς την κατάστασή του. Οι κοφτερές γωνίες των φόβων του είχαν στομώσει από τα τόσα ξαφνικά πλούτη. Ήταν Δικά Του. Κι είχαν πάνω τους γραμμένο το όνομά του με μελάνι. Έτοιμα να μπουν μέσα στη βαλίτσα (όπου υπήρχε γραμμένο το όνομά του). Στη βαλίτσα που περίμενε ανοιχτή στο πάτωμα τής κρεβατοκάμαρας.
Η Ράχελ παρακολούθησε την Άμου να ετοιμάζει τη μικρή βαλίτσα τού Έστθα.
«Μπορεί και να ᾿χουν δίκιο», είπε ψιθυριστά η Άμου. «Ίσως ένα αγόρι έχει ανάγκη από Μπάμπα».
Η Ράχελ είδε ότι τα μάτια της είχαν ένα κόκκινο πεθαμένο.
Συμβουλεύτηκαν μία ειδικό για δίδυμα αδέρφια στο Χαϊντεραμπάντ. Εκείνη απάντησε γραπτώς ότι δεν ήταν σωστό να χωρίζει κανείς δίδυμα αδέρφια προερχόμενα από ένα και το αυτό ωάριο, αλλά τα δίδυμα που προέρχονταν από δύο ωάρια δε διέφεραν σε τίποτε από τα κανονικά αδέρφια. Κι ότι δε θα υπέφεραν περισσότερο από τα άλλα παιδιά διαλυμένων οικογενειών. Τίποτα το ιδιαίτερο.
Το δωμάτιο όπου χρόνια αργότερα η Ράχελ θα επέστρεφε και θα παρακολουθούσε έναν αλλόκοτο ξένο να κάνει το μπάνιο του. Και να πλένει τα ρούχα του — με τριμμένο ανοιχτογάλαζο σαπούνι.
Δυνατός, στο χρώμα τού μελιού. Με θαλασσινά μυστικά στα μάτια του. Μια ασημένια σταγόνα βροχής στο αφτί του. Ο Έστθαπαπίτσεν Κούταπεν Πέτερ Μον.
Όταν τέλειωσαν όλα, η Μπέμπα Κοτσάμα είπε: «Όπως στρώσεις, έτσι θα κοιμηθείς». Λες κι εκείνη δεν είχε καμιά σχέση με το στρώσιμο και με τον ύπνο. Με αυτά τα λόγια γύρισε την πλάτη της και ξανάπιασε το κέντημά της. Τα μικρά της δαχτυλάκια δεν άγγιζαν ποτέ το πάτωμα.
Γι᾿ άλλη μια φορά, λοιπόν, μέσα σε δυο μόνο εβδομάδες, έφτασε εμφιαλωμένος ο Φόβος στα χέρια του Έστθα. Παγωμένος. Με ανθρακικό. Μερικές φορές τα Πράγματα δεν παν καλά με Κόκα-Κόλα. Πάνε χειρότερα.
Το ανθρακικό ανέβηκε στη μύτη του. Ρεύτηκε. Η Ράχελ γέλασε. Βάλθηκε να φυσάει μέσα στο καλαμάκι της και να κάνει μπουρμπουλήθρες μέσα στο μπουκάλι, ώσπου η Κόκα-Κόλα ξεχείλισε και τής έβρεξε το φουστάνι. Χύθηκε στο πάτωμα.
Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου ένιωσε πως τα παιδιά έχαναν βαθμιαία τον ειρμό τής σκέψης τους. Πρόσεξε τις διεσταλμένες κόρες των ματιών τους. Δεν ήταν πρώτη φορά που έβλεπε τέτοια συμπτώματα... Η ασφαλιστική δικλείδα τού ανθρώπινου μυαλού. Ο τρόπος τού να αντιμετωπίζει τα τραύματα. Το έλαβε υπόψη του και έκανε έξυπνα τις ερωτήσεις του. Να ακούγονται αθώες. Ανάμεσα σε ακίνδυνες ερωτήσεις, όπως «Πότε είναι τα γενέθλιά σου, μικρέ;» και «Ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα, μικρή μου;»
Σιγά σιγά, αποσπασματικά, σκόρπια, άρχισαν να μπαίνουν τα γεγονότα στη σειρά, τα πράγματα στη θέση τους. Οι άντρες του τον είχαν ενημερώσει για τα κατσαρολικά. Για την ψάθα. Για τα αδύνατον-να-τα-ξεχάσεις παιχνίδια. Η υπόθεση άρχισε πια να αποκτά νόημα. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Έστειλε ένα τζιπ να φέρει την Μπέμπα Κοτσάμα. Φρόντισε να μην είναι τα παιδιά στο γραφείο του όταν έφτασε εκείνη. Δεν τη χαιρέτησε.
«Καθίστε», τής είπε. Η Μπέμπα Κοτσάμα το ένιωσε αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Καθόλου καλά.
«Τα βρήκατε; Είναι όλα εντάξει;»
«Τίποτα δεν είναι εντάξει», τής απάντησε ο επιθεωρητής.
Από το βλέμμα του κι από τον τόνο τής φωνής του η Μπέμπα Κοτσάμα κατάλαβε ότι αυτήν τη φορά είχε απέναντί της ένα διαφορετικό άνθρωπο. Δεν ήταν ο πρόθυμος αστυνομικός που είχε συναντήσει στην πρώτη της επίσκεψη. Κάθισε στην καρέκλα. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου δε μάσησε τα λόγια του.
Η αστυνομία τού Κόταγιαμ είχε ενεργήσει με βάση τη δική της ένορκη κατάθεση. Είχε συλλάβει τον Παρουάν, ο οποίος ατυχώς είχε τραυματιστεί άσχημα κατά τη διάρκεια τής συμπλοκής με τις αστυνομικές δυνάμεις. Κατά πάσα πιθανότητα δε θα έβγαζε τη νύχτα. Τα παιδιά όμως έλεγαν τώρα πως είχαν πάει με τη θέλησή τους. Η βάρκα τους ανατράπηκε και η μικρή Αγγλίδα είχε πνιγεί. Ήταν ατύχημα. Πράγμα που φόρτωνε την αστυνομία με το Θάνατο ενός τυπικά αθώου ανθρώπου. Εντάξει, ήταν Παρουάν. Εντάξει είχε φερθεί άπρεπα. Μα ζούσαν σε καιρούς δύσκολους και τυπικά, με το νόμο, ο άνθρωπος αυτός ήταν αθώος. Δεν υπήρχε καμιά κατηγορία εναντίον του.
«Απόπειρα βιασμού;» πρότεινε δισταχτικά η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Και πού είναι η καταγγελία τού θύματος; Γιατί δεν έγινε ακόμα; Έχει δώσει γραπτή κατάθεση; Τη φέρατε μαζί σας;» Ο τόνος τού επιθεωρητή ήταν επιθετικός. Εχθρικός σχεδόν.
Η Μπέμπα Κοτσάμα έμοιαζε λες κι είχε ζαρώσει. Μικρά βουναλάκια σάρκας κρέμονταν μαραμένα κάτω από τα μάτια της, κάτω από τα μάγουλά της. Ο φόβος έπηξε μέσα της και το σάλιο στο στόμα της ξίνισε. Ο επιθεωρητής έσπρωξε προς το μέρος της ένα ποτήρι νερό.
«Η υπόθεση είναι πολύ απλή. Ή το θύμα τού βιασμού θα κάνει μήνυση. Ή τα παιδιά θα αναγνωρίσουν στο πρόσωπο τού Παρουάν τον απαγωγέα τους, παρουσία αστυνομικού. Ή». Στο σημείο αυτό ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου περίμενε να τον κοιτάξει η Μπέμπα Κοτσάμα. «Ή θα αναγκαστώ να απευθύνω εναντίον σας κατηγορία ψευδομαρτυρίας και ηθελημένης παραπλάνησης των αστυνομικών αρχών, πράγμα το οποίο διώκεται ποινικά».
Ο ιδρώτας έβαψε σκούρα την ανοιχτή γαλάζια μπλούζα τής Μπέμπας Κοτσάμα. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου δεν την πίεσε. Ήξερε ότι με τη δεδομένη πολιτική κατάσταση θα μπορούσε κι ο ίδιος να βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Καταλάβαινε πολύ καλά ότι ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ δε θα άφηνε να πάει χαμένη τέτοια ευκαιρία. Τώρα τα έβαζε με τον εαυτό του που είχε ενεργήσει τόσο απερίσκεπτα. Πήρε την πετσέτα του και σκούπισε τον ιδρώτα μέσα από το πουκάμισό του, στο στήθος και τις μασχάλες του. Ήταν ήσυχα μέσα στο γραφείο του. Οι θόρυβοι τού αστυνομικού τμήματος, τα βαριά βήματα στο διάδρομο, οι περιστασιακές φωνές από το γραφείο των ανακρίσεων, έμοιαζαν μακρινοί, σαν να έρχονταν από κάπου αλλού.
«Τα παιδιά θα κάνουν ό,τι τούς πούμε», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Αν μπορούσα να τούς μιλήσω για λίγο μόνη μου;»
«Όπως θέλετε». Ο επιθεωρητής σηκώθηκε να βγει από το γραφείο.
«Σάς παρακαλώ, δώστε μου πέντε λεπτά πριν τα στείλετε μέσα».
Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου έγνεψε καταφατικά και βγήκε.
Η Μπέμπα Κοτσάμα σκούπισε το γυαλιστερό, καταϊδρωμένο πρόσωπό της. Τέντωσε το λαιμό της προς τα πίσω, κοιτάζοντας το ταβάνι, για να σκουπίσει τον ιδρώτα ανάμεσα από τις δίπλες τού πάχους της. Φίλησε το σταυρουδάκι της.
Δέσποινα Θεοτόκε, πρέσβευε υπέρ ημών...
Δεν μπορούσε να θυμηθεί τα λόγια τής προσευχής της. Η πόρτα άνοιξε. Ο Έστθα και η Ράχελ μπήκαν μέσα. Όλο λάσπες. Μουσκεμένοι με Κόκα-Κόλα.
Βλέποντας την Μπέμπα Κοτσάμα συνήλθαν απότομα. Το λεπιδόπτερο με τη χνουδωτή ράχη άπλωσε τα φτερά του στις καρδιές τους. Γιατί είχε έρθει; Πού ήταν η Άμου; Ήταν ακόμα κλειδωμένη στο δωμάτιό της;
Η Μπέμπα Κοτσάμα κοίταξε αυστηρά τα δυο παιδιά. Για κάμποση ώρα δεν είπε τίποτα. Όταν μίλησε τελικά, η φωνή της ακούστηκε βραχνή και ξένη.
«Τίνος ήταν η βάρκα; Από πού την πήρατε;»
«Δική μας. Τη βρήκαμε. Ο Βελούτθα μάς βοήθησε να τη φτιάξουμε», ψιθύρισε η Ράχελ. «Πόσο καιρό την είχατε;»
«Τη βρήκαμε τη μέρα που ήρθε η Σόφι Μολ». «Και κλέψατε πράγματα από το σπίτι και περάσατε με αυτή στην απέναντι όχθη;»
«Μόνο όταν παίζαμε...» «Παίζατε; Παιχνίδι το λέτε εσείς αυτό;» Η Μπέμπα Κοτσάμα κάρφωσε πάνω τους το βλέμμα της για αρκετή ώρα πριν ξαναμιλήσει.
«Η όμορφη ξαδερφούλα σας κείτεται νεκρή στο σαλόνι τού σπιτιού μας. Τα ψάρια τής έφαγαν τα μάτια. Η μάνα της δεν μπορεί να σταματήσει το κλάμα. Αυτό το λέτε παιχνίδι;»
Μέσα στο γραφείο τού επιθεωρητή, το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι σάλευε αργά.
«Είναι τρομερό να σκοτώνεις άνθρωπο», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Είναι το χειρότερο απ᾿ όλα. Ούτε ο Θεός συγχωρεί τέτοια αμαρτία. Το ξέρετε αυτό, έτσι δεν είναι;»
Δυο κεφαλάκια έγνεψαν καταφατικά δυο φορές.
«Παρ᾿ όλα αυτά...» συνέχισε η Μπέμπα Κοτσάμα κοιτάζοντάς τα όλο θλίψη, «εσείς το κάνατε». Τα κοίταξε κατάματα. «Είστε φονιάδες». Περίμενε να μπουν καλά μέσα τους τα λόγια της.
«Το ξέρετε καλά ότι το ξέρω πως δεν ήταν ατύχημα. Ξέρω πόσο τη ζηλεύατε. Κι αν ο δικαστής στο δικαστήριο με ρωτήσει, θα πρέπει να τού το πω. Έτσι δεν είναι; Δεν μπορώ να πω ψέματα». Χτύπησε την παλάμη της στην καρέκλα δίπλα της. «Για καθίστε εδώ, δίπλα μου...»
Δυο υπάκουα κωλαράκια στριμώχτηκαν στο κάθισμα. «Θα αναγκαστώ να τού πω ότι ήταν αυστηρά απαγορευμένο για σάς να περνάτε μόνοι σας το ποτάμι. Ότι την αναγκάσατε να έρθει μαζί σας, παρόλο που ξέρατε ότι δεν ήξερε κολύμπι. Ότι τη σπρώξατε κι έπεσε στο νερό στη μέση τού ποταμού. Δεν ήταν ατύχημα, ήταν;»
Τέσσερα διάπλατα μάτια την κοίταξαν απορημένα. Μαγεμένα από την ιστορία που τούς έλεγε.
«Τι έγινε ύστερα; Θα πάτε φυλακή», είπε μαλακά η Μπέμπα Κοτσάμα. «Κι η μάνα σας θα πάει φυλακή εξαιτίας σας. Θα σάς άρεσε αυτό;»
Φοβισμένα μάτια κι ένα σιντριβάνι τής ανταπέδωσαν το βλέμμα.
«Κι οι τρεις σε τρεις διαφορετικές φυλακές. Ξέρετε πώς είναι οι φυλακές στην Ινδία;»
Δυο κεφάλια ένευσαν αρνητικά δυο φορές.
Η Μπέμπα Κοτσάμα μάζεψε το υλικό της. Και στήριξε την υπόθεσή της όσο καλύτερα μπορούσε. Περιέγραψε ολοζώντανα τη ζωή στη φυλακή (χρησιμοποιώντας τη φαντασία της). Το τραγανιστό φαγητό, το γεμάτο κατσαρίδες. Τα τσι-τσι, τις ακαθαρσίες που σχημάτιζαν θεόρατα βουνά από καφέ πολτό. Τούς κοριούς. Το ξύλο. Επέμεινε στα πολλά χρόνια που θα έμενε φυλακισμένη η Άμου εξαιτίας τους. Τούς είπε ότι θα ήταν μια γριά, άρρωστη γυναίκα με ψείρες στα μαλλιά της όταν θα έβγαινε από τη φυλακή – αν δεν πέθαινε δηλαδή εκεί μέσα. Συστηματικά, χρωματίζοντας τη φωνή της με συμπάθεια κι ενδιαφέρον, ζωντάνεψε μπροστά τους το μακάβριο μέλλον που τούς περίμενε. Κι όταν αφάνισε και την τελευταία ακτίνα ελπίδας, όταν ρήμαξε πέρα για πέρα τη ζωή τους, παρουσιάστηκε ξανά μπροστά τους σαν καλή νεράιδα φέρνοντας τη λύση. Ο Θεός ποτέ δε θα τούς συγχωρούσε γι᾿ αυτό που είχαν κάνει, αλλά εδώ στη γη, υπήρχε κάποιος τρόπος να διορθώσουν λιγάκι τη ζημιά. Να σώσουν τη μητέρα τους από τον εξευτελισμό και την ταπείνωση που θα υπέφερε εξαιτίας τους. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα ήταν πρόθυμοι να φερθούν λογικά.
«Ευτυχώς», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα, «ευτυχώς για σάς, η αστυνομία έκανε κάποιο λάθος. Ένα λάθος που μπορεί να σάς σώσει». Σταμάτησε. «Ξέρετε τι εννοώ, έτσι δεν είναι;»
Υπήρχαν άνθρωποι παγιδευμένοι στο γυάλινο πρες παπιέ, πάνω στο γραφείο τού επιθεωρητή. Ο Έστθα τούς έβλεπε. Ένας άντρας που χόρευε με μια γυναίκα. Φορούσε άσπρο φουστάνι με πόδια από κάτω.
«Έτσι δεν είναι;»
Τού Έστθα τού φάνηκε πως άκουσε μουσική βαλς. Μέσα από το γυάλινο πρες παπιέ. Μουσική σαν αυτήν που έπαιζε η Μαμάτσι στο βιολί της.
«Το ζήτημα είναι», έλεγε η φωνή τής Μπέμπας Κοτσάμα, «πως ό,τι έγινε, έγινε. Ο επιθεωρητής λέει ότι ο Βελούτθα θα πεθάνει έτσι κι αλλιώς. Τι σημασία έχει, λοιπόν, τι θα σκεφτεί γι᾿ αυτόν η αστυνομία; Σημασία έχει μόνο αν θέλετε να πάτε φυλακή κι αν θέλετε να πάει η Άμου φυλακή εξαιτίας σας. Εσείς θα αποφασίσετε».
Μέσα στο γυάλινο πρες παπιέ υπήρχαν φυσαλίδες αέρα. Το ζευγάρι έμοιαζε λες και χόρευε στο βυθό τής θάλασσας. Έδειχναν ευτυχισμένοι. Ίσως επρόκειτο να παντρευτούν. Εκείνη φορούσε άσπρο φουστάνι. Αυτός μαύρο κοστούμι και παπιγιόν. Κοιτάζονταν βαθιά στα μάτια.
«Αν θέλετε να τη σώσετε, δεν έχετε παρά να ακολουθήσετε το θείο με τα μεγάλα μουστάκια. Θα σάς ρωτήσει κάτι. Μια ερώτηση μόνο. Κι εσείς θα πρέπει να πείτε “Ναι”. Μετά θα πάμε στο σπίτι. Είναι πολύ εύκολο. Αυτό είναι το μικρό αντίτιμο που πρέπει να πληρώσετε».
Η Μπέμπα Κοτσάμα ακολούθησε το βλέμμα τού Έστθα. Με το ζόρι κρατήθηκε να μην αρπάξει το γυάλινο πρες παπιέ. Να μην το εκσφενδονίσει έξω από το παράθυρο. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει.
«Λοιπόν!» είπε με ένα πλατύ, εύθραυστο χαμόγελο. Η ένταση άρχισε να διακρίνεται στη φωνή της. «Τι να πω στο θείο Επιθεωρητή; Τι αποφασίσατε; Θέλετε να σώσετε την Άμου ή προτιμάτε να τη στείλετε στη φυλακή;»
Λες και τούς πρότεινε δυο διαφορετικά παιχνίδια για να διαλέξουν. Να Ψαρέψουμε ή να Πλύνουμε τα γουρούνια; Να Πλύνουμε τα γουρούνια ή να Ψαρέψουμε;
Τα δίδυμα σήκωσαν τα κεφάλια τους και την κοίταξαν.
Όχι μαζί (αλλά σχεδόν) δυο φοβισμένες φωνές ψιθύρισαν:
«Να σώσουμε την Άμου».
Τα επόμενα χρόνια, η σκηνή αυτή θα παιζόταν ξανά και ξανά μέσα στα κεφάλια τους. Ως παιδιά. Ως έφηβοι. Ως ενήλικοι. Τούς είχαν ξεγελάσει τάχα; Τούς είχαν παρασύρει κι έκαναν ό,τι έκαναν; Τούς είχαν παγιδέψει και τούς είχαν καταδικάσει χωρίς να το καταλάβουν;
Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Αλλά δεν ήταν τόσο απλό όσο φαινόταν. Ήξεραν κι οι δυο ότι κανένας δεν τούς υποχρέωσε να αποφασίσουν αυτό που αποφάσισαν. Ήξεραν κι οι δυο πόσο γρήγορα διάλεξαν! Ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν τούς χρειάστηκε για να το σκεφτούν και να πουν (όχι μαζί, αλλά σχεδόν): «Να σώσουμε την Άμου». Να σωθούμε. Να σώσουμε τη μάνα μας.
Η Μπέμπα Κοτσάμα άστραψε ολόκληρη. Η ανακούφιση έδρασε μέσα της σαν καθάρσιο. Έπρεπε να βρει επειγόντως τουαλέτα. Αμέσως. Άνοιξε την πόρτα και ζήτησε τον επιθεωρητή.
«Είναι καλά και φρόνιμα παιδιά», τού είπε όταν ήρθε κοντά της. «Θα έρθουν μαζί σας».
«Δε χρειάζεται να έρθουν και τα δύο. Ένα μάς εξυπηρετεί», απάντησε ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου. «Όποιο να ᾿ ναι. Μον. Μολ. Ποιος θέλει να έρθει μαζί μου;»
«Ο Έστθα», διάλεξε η Μπέμπα Κοτσάμα. Ήξερε ότι ήταν ο πιο πρακτικός από τούς δυο. Ο πιο προσγειωμένος. Ο πιο πειθήνιος. Ο πιο υπεύθυνος. «Πήγαινε. Καλό παιδί».
Ο Μικρός Άντρας. Που ζούσε σ᾿ ένα καράβι παλιό. Ντουμ ντουμ.
Ο Έστθα πήγε.
Ο πρέσβης Ε. Πέλβις. Με έκπληκτα μάτια κι αχτένιστο τσουλούφι. Ένας κοντούλης πρέσβης συνοδευόμενος από έναν ψηλό αστυνομικό, σε μια τρομερή αποστολή, βαθιά μέσα στα έγκατα τού αστυνομικού τμήματος τού Κόταγιαμ. Τα βήματά τους αντηχούσαν στο πέτρινο δάπεδο. Η Ράχελ έμεινε μόνη στο γραφείο τού επιθεωρητή.
Το κελί ήταν θεοσκότεινο. Ο Έστθα δεν έβλεπε τίποτε. Άκουγε όμως το ρόγχο μιας κοφτής, οδυνηρής ανάσας. Μύριζε σκατά εκεί μέσα. Κι η μυρωδιά τον έπνιξε. Κάποιος άναψε το φως. Φωτεινό. Εκτυφλωτικό. Στο βρώμικο, γλιστερό πάτωμα φάνηκε ο Βελούτθα. Ένα ανάπηρο τζίνι, φυλακισμένο σε μια μοντέρνα ηλεκτρική λάμπα. Ήταν γυμνός· τού είχαν βγάλει το λερωμένο μούντου του. Το αίμα στάλαζε αργά από το κρανίο του σαν μυστικό. Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο και το κεφάλι του έμοιαζε με κολοκύθα· υπερβολικά μεγάλο και βαρύ για το λεπτό μίσχο από τον οποίο κρεμόταν. Μια κολοκύθα με τερατώδες ανάποδο χαμόγελο. Αστυνομικά άρβυλα πισωπάτησαν για να μη λερωθούν στη λίμνη από κάτουρα γύρω του. Μέσα της καθρεφτιζόταν ο γυμνός γλόμπος τού ηλεκτρικού.
Τα ψόφια ψάρια ανέβηκαν μέσα στα σωθικά τού Έστθα. Κάποιος αστυνομικός σκούντησε τον Βελούτθα με το πόδι του. Καμιά αντίδραση. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου γονάτισε κι έξυσε με το κλειδί του τζιπ την πατούσα τού Βελούτθα. Πρησμένα μάτια άνοιξαν. Κοίταξαν τριγύρω. Και μέσα από μια ομίχλη αίματος καρφώθηκαν πάνω σε ένα αγαπημένο παιδί. Ο Έστθα φαντάστηκε ότι κάτι μέσα του, κάτι μέσα στον Βελούτθα χαμογέλασε. Όχι το στόμα του αλλά κάποιο άλλο μέρος του που δεν είχε πληγωθεί. Ο αγκώνας ίσως. Ή ο ώμος.
Ο επιθεωρητής έκανε την ερώτησή του. Το στόμα τού Έστθα είπε Ναι. Ναι αυτός ήταν.
Η παιδική του αθωότητα βγήκε από τα νύχια των ποδιών και χάθηκε.
Η σιωπή όρμησε σαν κεραυνός. Κάποιος έσβησε το φως και ο Βελούτθα εξαφανίστηκε.
Στην επιστροφή τους με το τζιπ τής αστυνομίας, η Μπέμπα Κοτσάμα σταμάτησε στους Αξιόπιστους Γιατρούς κι αγόρασε ηρεμιστικά. Έδωσε δυο χαπάκια σε κάθε παιδί. Φτάνοντας στη γέφυρα Τσούνγκαμ, τα μάτια τους έκλειναν. Ο Έστθα ψιθύρισε κάτι στο αφτί τής Ράχελ.
«Είχες δίκιο. Δεν ήταν αυτός. Ήταν ο δίδυμος αδελφός του».
«Ευτυχώς», απάντησε ψιθυριστά η Ράχελ.
«Πού λες να ᾿ναι;»
«Το ᾿σκασε στην Αφρική».
Τα δυο παιδιά κοιμόνταν βαθιά όταν τα παρέλαβε η μάνα τους, αρμενίζοντας στην παρηγοριά τής φαντασίας τους.
Ως το επόμενο πρωί που η Άμου με τραντάγματα την ξερίζωσε από μέσα τους. Αλλά τότε ήταν πια πολύ αργά.
Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου, έχοντας ανάλογες εμπειρίες, είχε δίκιο. Ο Βελούτθα δεν έβγαλε τη νύχτα.
Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα, ο Θάνατος ήρθε και τον πήρε.
Και για τη μικρή οικογένεια που κοιμόταν κουρνιασμένη πάνω σε ένα μπλε κεντητό ντιβανοσκέπασμα; Ποιος ήρθε γι᾿ αυτούς; Όχι ο θάνατος.
Απλώς το τέλος της ζωής.
Στο μεταξύ η Μπέμπα Κοτσάμα είχε γυρίσει στο Αγιέμενεμ. Η Πλίμουθ ήταν παρκαρισμένη μπροστά στο σπίτι. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα κι ο Τσάκο είχαν γυρίσει από το Κοτσίν.
Τη Σόφι Μολ την είχαν ξαπλώσει έξω στη σεζλόνγκ.
Όταν η Μάργκαρετ Κοτσάμα είδε το κορμάκι τής κόρης της, η απόγνωση φούσκωσε μέσα της μονομιάς, σαν χειροκροτήματα φαντασμάτων σε άδεια αίθουσα. Ανέβηκε ένα κύμα αηδίας και αναγούλας που την άφησε βουβή, με άδειο βλέμμα. Θρηνούσε δυο θανάτους, όχι έναν. Με το θάνατο της Σόφι, ο Τζο είχε πεθάνει γι᾿ άλλη μια φορά. Είχε έρθει στο Αγιέμενεμ για να γιατρέψει το λαβωμένο της κόσμο κι αντί γι᾿ αυτό, τον είχε χάσει ολότελα. Θρυμματίστηκε σαν γυαλί.
Η απόφαση της να έρθει στο Αγιέμενεμ θα την καταδίωκε ως το τέλος τής ζωής της. Πήρε μαζί της στον τάφο της το θέαμα τού μικρού κορμιού τής κόρης της, γερμένου στην πολυθρόνα τού σαλονιού, στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Ακόμα κι από μακριά, ήταν ολοφάνερο ότι ήταν πεθαμένη. Όχι άρρωστη ή κοιμισμένη. Ήταν κάτι στη στάση του κορμιού της. Στη γωνία που σχημάτιζαν τα μέλη της. Κάτι που ανήκε στη δικαιοδοσία του Θανάτου. Στη φριχτή ακινησία του.
Πράσινα φύκια και λάσπη απ᾿ το ποτάμι είχαν κολλήσει στα όμορφα κοκκινοκάστανα μαλλιά της. Τα βλέφαρά της ήταν ματωμένα, φαγωμένα από τα ψάρια. (Ω, ναι, το κάνουν αυτό τα ψάρια που κολυμπούν στα βαθιά νερά. Τσιμπολογούν τα πάντα.) Η μοβ κοτλέ ποδίτσα της έγραφε Διακοπές! με χαρούμενα, καλλιγραφικά γράμματα. Είχε μείνει τόσες ώρες στο νερό που ήταν γεμάτη ζάρες.
Μια γοργόνα-σφουγγάρι που είχε ξεχάσει να κολυμπάει.
Στη μικρή της παλάμη, μια ασημένια δαχτυλήθρα για γούρι.
Αυτή που έπινε με μια δαχτυλήθρα. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα ποτέ δε συγχώρεσε τον εαυτό της που πήγε τη Σόφι Μολ στο Αγιέμενεμ.
Που την άφησε μόνη της το σαββατοκύριακο για να πάει με τον Τσάκο στο Κοτσίν και να θεωρήσει τα εισιτήρια της επιστροφής τους.
Ο Έστθα και η Ράχελ ήταν εφτά χρονών όταν πέθανε η Σόφι. Η Σόφι Μολ κόντευε τα εννιά. Τής έφτιαξαν παιδικό φέρετρο, ντυμένο από μέσα με σατέν.
Με αστραφτερά μπρούντζινα χερούλια.
Την ξάπλωσαν εκεί μέσα με το κίτρινο φαρδύ παντελόνι της από πολυεστέρα, με μια κορδέλα στα μαλλιά και με τη μικρή, κομψή τσαντούλα της Made-in-England που δεν αποχωριζόταν ποτέ της. Το πρόσωπό της ήταν άσπρο και ζαρωμένο σαν τα δάχτυλα της πλύστρας επειδή είχε μείνει πολλές ώρες στο νερό.
Η Μάργκαρετ Κοτσάμα, η Εγγλέζα μητέρα τής Σόφι Μολ, δεν άφηνε τον Τσάκο, το φυσικό πατέρα της Σόφι Μολ, να την αγκαλιάσει απ᾿ τούς ώμους και να την παρηγορήσει. Η οικογένεια ήταν μαζεμένη γύρω από το μικρό φέρετρο. Η Μάργκαρετ Κοτσάμα, ο Τσάκο, η Μπέμπα Κοτσάμα και η Μαμάτσι. Είχαν επιτρέψει βέβαια στην Άμου, στον Έστθα και τη Ράχελ να παρακολουθήσουν την κηδεία αλλά τούς είχαν βάλει χώρια από την υπόλοιπη οικογένεια. Κανείς δε γύρισε να τούς ρίξει ούτε μια ματιά.
Η Μαμάτσι ήταν σχεδόν τυφλή και φορούσε πάντα μαύρα γυαλιά όταν έβγαινε από το σπίτι. Τα δάκρυά της κυλούσαν πίσω από τους σκούρους φακούς, έφταναν ως το πιγούνι της κι εκεί τρέμοντας έπεφταν στάλα στάλα, σαν τη βροχή που μαζεύεται στην άκρη τής σκεπής και στάζει από κει αργά. Τυλιγμένη στο κολλαριστό σάρι της που είχε ένα σκοτωμένο άσπρο χρώμα, έμοιαζε τσακισμένη κι άρρωστη. Ο δικός της πόνος μπορεί να την πονούσε. Ο πόνος τού Τσάκο τη σκότωνε.
Από τις λυπητερές ψαλμωδίες φούσκωσε η κίτρινη εκκλησία σαν το λαιμό κάποιου που τραγουδάει δυνατά. Οι θλιμμένοι ιερείς πέρασαν τα δάχτυλά τους τα φορτωμένα με χρυσά δαχτυλίδια μέσα από τις κατσαρές γενειάδες τους, λες κι είχαν χωθεί εκεί αράχνες κι είχαν υφάνει τούς ιστούς τους.
Η μικρή νυχτερίδα πέταξε ψηλά στον ουρανό τού θόλου κι έγινε ένα αεροπλανάκι ανάμεσα στα υπόλοιπα. Χωρίς άσπρη γραμμή πίσω της.
Μέσα στην εκκλησία έκανε ζέστη και οι λευκές άκρες των κρίνων ζάρωναν μαραμένες. Μια μέλισσα ψόφησε μέσα σε ένα απ᾿ τα λουλούδια που στόλιζαν το φέρετρο. Τα χέρια τής Άμου έτρεμαν. Το δέρμα της ήταν κρύο. Ο Έστθα στεκόταν δίπλα της· με το ζόρι κρατιόταν ξύπνιος. Τα πονεμένα μάτια του άστραφταν σαν γυάλινα. Το μάγουλό του ζεματούσε, καθώς το ακουμπούσε πάνω στο κρύο τρεμάμενο χέρι τής Άμου.
Η Ράχελ, πάλι, ήταν εντελώς ξύπνια, πεισματωμένη, άγρυπνη κι εύθραυστη, εξουθενωμένη από τη φοβερή μάχη ενάντια στην Αληθινή ζωή.
Τις επόμενες μέρες η Μάργκαρετ τις κράτησε θολές στη θύμησή της. Ατέλειωτες θαμπές ώρες νωθρής κι άτονης ηρεμίας, με τη γλώσσα της πρησμένη, τραχιά (από τα φάρμακα που τής έγραψε ο δρ Ουαργκίς Ουαργκίς), οι οποίες διακόπτονταν από σύντομα διαλείμματα αιχμηρής, αστραφτερής υστερίας που την ξέσκιζαν σαν την κόψη ολοκαίνουργιων ξυραφιών.
Θυμόταν αμυδρά την παρουσία τού Τσάκο – μιλούσε χαμηλόφωνα κι ευγενικά όταν βρισκόταν δίπλα της —που στριφογύριζε σαν μανιασμένος άνεμος στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Τόσο αλλιώτικος από τον Αναμαλλιασμένο Σκαντζόχοιρο που είχε γνωρίσει εκείνο το πρωί στην καφετέρια τής Οξφόρδης πολύ πολύ καιρό πριν.
Θυμόταν αχνά την κηδεία στην κίτρινη εκκλησία. Τις λυπητερές ψαλμωδίες. Τη νυχτερίδα που είχε τρομάξει κάποιον. Θυμόταν τον κρότο μιας πόρτας που γινόταν κομμάτια και τρομαγμένες γυναικείες φωνές. Και τα τριζόνια που ξεσήκωναν τον τόπο τη νύχτα κι έμοιαζαν οι φωνές τους σαν άστρα που έσπαζαν και μεγάλωναν το φόβο και τη θλίψη πάνω από το Σπίτι του Αγιέμενεμ.
Δεν ξέχασε ποτέ τον παράλογο θυμό της εναντίον των δύο μικρότερων παιδιών που για κάποιο λόγο είχαν σωθεί. Το ξετρελαμένο μυαλό της γαντζώθηκε απελπισμένα στην ιδέα ότι ο Έστθα έφταιγε κατά τρόπο μυστήριο για το θάνατο τής Σόφι Μολ. Παράξενο, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν ήξερε ότι ήταν ο Έστθα — ο Μάγος με το Τσουλούφι που είχε Ανακατέψει τη Μαρμελάδα κι είχε σκεφτεί Δύο Σκέψεις —,που παραβίαζε τούς κανόνες και κωπηλατούσε τα απογεύματα περνώντας τη Σόφι Μολ και τη Ράχελ στην αντικρινή όχθη τού ποταμού με τη βαρκούλα, ο Έστθα που ελευθέρωσε κάποια φυλακισμένη μυρωδιά ανεμίζοντας μια μαρξιστική σημαία. Ο Έστθα που είχε μετατρέψει σε σπίτι τους την πίσω βεράντα του Σπιτιού τής Ιστορίας, που το είχε επιπλώσει με μια ψάθα κι είχε κουβαλήσει τα περισσότερα παιχνίδια μια σφεντόνα, μια φουσκωτή χήνα, ένα κοάλα της Κουάντας με μισοξηλωμένα κουμπιά στη θέση των ματιών. Κι ότι τελικά, εκείνη την τρομερή νύχτα, ο Έστθα ήταν αυτός που αποφάσισε πως, παρ᾿ όλο το σκοτάδι και τη βροχή, είχε έρθει η Ώρα να Φύγουν από το σπίτι επειδή η Άμου δεν τούς ήθελε πια.
Παρόλο που δεν ήξερε τίποτε απ᾿ όλα αυτά, η Μάργκαρετ Κοτσάμα έριχνε στον Έστθα το φταίξιμο για το θάνατο τής Σόφι Μολ. Πώς ήταν δυνατόν; Ίσως το μητρικό ένστικτο.
Τρεις ή τέσσερις φορές αναδύθηκε από το βαθύ ύπνο των φαρμάκων, αναζήτησε τον Έστθα και βάλθηκε να τον χτυπάει, ώσπου να την ηρεμήσει κάποιος ή να τη σταματήσει.
Αργότερα έγραψε στην Άμου ζητώντας συγγνώμη. Όταν έφτασε το γράμμα της, ο Έστθα είχε ήδη Επιστραφεί και η Άμου είχε μαζέψει τα πράγματά της κι είχε φύγει. Μόνο η Ράχελ είχε απομείνει στο Αγιέμενεμ για να δεχτεί, τη συγγνώμη τής Μάργκαρετ Κοτσάμα. Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει, έγραφε. Μπορώ να το αποδώσω μόνο στην επίδραση των ηρεμιστικών. Δεν είχα κανένα δικαίωμα να φερθώ έτσι και θέλω να ξέρετε ότι ντρέπομαι κι ότι λυπάμαι πάρα πάρα πολύ.
Παραδόξως, το μόνο πρόσωπο που δε σκέφτηκε ποτέ η Μάργκαρετ Κοτσάμα, ήταν ο Βελούτθα. Δεν τον θυμόταν καθόλου. Ούτε καν πώς ήταν.
Ίσως επειδή δεν τον ήξερε στ᾿ αλήθεια ούτε έμαθε τι απέγινε.
Ο Θεός του Χαμού.
Ο Θεός των Μικρών Πραγμάτων.
Δεν άφησε χνάρια στην άμμο ούτε ρυτίδες στο νερό ούτε είδωλο στον καθρέφτη. Εξάλλου, η Μάργκαρετ Κοτσάμα δεν ήταν μαζί με τούς Καθαρούς αστυνομικούς που πέρασαν το φουσκωμένο ποτάμι. Με τα κολλαριστά κοντά χακί παντελόνια. Δεν άκουσε το μεταλλικό ήχο από τις χειροπέδες μέσα σε κάποια τσέπη. Είναι παράλογο να περιμένουμε από κάποιον να θυμηθεί πράγματα που δεν ξέρει ότι συνέβησαν.
Μετά την κηδεία, η Άμου πήγε με τα δίδυμα στο αστυνομικό τμήμα τού Κόταγιαμ. Το ήξεραν το αστυνομικό τμήμα τα παιδιά. Είχαν περάσει εκεί τις περισσότερες ώρες τής προηγούμενης μέρας. Ήξεραν ότι βρωμούσε κάτουρο κι έκλεισαν έγκαιρα τα ρουθούνια τους, πριν τα χτυπήσει η έντονη, ξινή μυρωδιά.
Η Άμου ζήτησε τον αρμόδιο αξιωματικό κι όταν την οδήγησαν στο γραφείο του, τού εξήγησε ότι είχε γίνει ένα τρομερό λάθος κι ότι ήθελε να καταθέσει. Ζήτησε την άδεια να δει τον Βελούτθα.
Τα μουστάκια τού επιθεωρητή Τόμας Μάθιους σάλεψαν πάνω-κάτω. Τα μάτια του όμως άστραψαν όλο απληστία και πονηριά.
«Λίγο αργά τώρα πια, δε νομίζεις;» είπε στην τραχιά διάλεκτο μαλαγιάλαμ που μιλούσαν οι περισσότεροι στο Κόταγιαμ. Καθώς μιλούσε, είχε τα μάτια του καρφωμένα στα στήθια τής Άμου. Η αστυνομία ήξερε όλα όσα έπρεπε να ξέρει, είπε. Η αστυνομία δε χρειαζόταν καταθέσεις, είπε, από μια γουέσια, μια πόρνη, ή τα νόθα παιδιά της. Η Άμου απάντησε ότι αυτό θα το βλέπαμε. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιους σηκώθηκε, έκανε το γύρο τού τραπεζιού και πλησίασε την Άμου με το ρόπαλο στο χέρι.
«Αν ήμουν στη θέση σου», είπε, «θα γύριζα αμέσως στο σπίτι». Ύστερα χτύπησε τα στήθη της μαλακά με το βραχύ ρόπαλο. Πολύ μαλακά. Ταπ, ταπ. Λες και διάλεγε μάνγκο απ᾿ το κοφίνι τού μανάβη. Λες και ξεχώριζε ποια ήθελε να βάλουν στη σακούλα και να τού τα στείλουν στο σπίτι. Ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιους ήξερε, φαίνεται, ποιον μπορούσε να φοβερίζει ατιμωρητί και ποιον όχι. Οι αστυνομικοί τα ξέρουν αυτά τα πράγματα από ένστικτο. Πίσω του, στον τοίχο, κρεμόταν μια κοκκινογάλαζη Πινακίδα:
Α σφάλεια
Σ ταθερότης
Τ άξις
Υ πευθυνότης
Ν όμος
Ο ρθότης
Μ εγαλοφροσύνη
Ι δανικά
Α λληλεγγύη
Βγαίνοντας από το αστυνομικό τμήμα, η Άμου έκλαιγε, γι᾿ αυτό ο Έστθα και η Ράχελ δεν τη ρώτησαν τι θα πει πόρνη. Ή νόθος. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν τη μάνα τους να κλαίει. Δεν έκλαιγε με λυγμούς. Το πρόσωπό της ήταν σκληρό σαν πέτρα, αλλά τα δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια της και κυλούσαν στα μαρμαρωμένα μάγουλά της. Τα δίδυμα τρελάθηκαν από το φόβο τους. Τα δάκρυα τής Άμου έκαναν πραγματικότητα, όλα όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή έμοιαζαν με παραμύθι.
Γύρισαν με το λεωφορείο στο Αγιέμενεμ. Ο εισπράκτορας, ένας αδύνατος άντρας ντυμένος στο χακί, ήρθε προς το μέρος τους κρατημένος από τις χειρολαβές. Στήριξε τον κοκαλιάρη πισινό του στο πίσω μέρος ενός καθίσματος και κροτάλισε στο χέρι του το εργαλείο, με το οποίο τρυπούσε τα εισιτήρια. Πού πηγαίνετε; ήθελε να πει το κροτάλισμα. Η Ράχελ ένιωσε τη μυρωδιά τής δεσμίδας των εισιτηρίων και την ξινή μεταλλική μυρωδιά των ατσάλινων χειρολαβών στα χέρια του.
«Πέθανε», τού είπε σιγανά η Άμου. «Εγώ τον σκότωσα».
«Αγιέμενεμ», βιάστηκε να πει ο Έστθα, πριν χάσει ο εισπράκτορας την υπομονή του με τη μάνα του.
Ο Έστθα έβγαλε χρήματα από το πορτοφόλι τής Άμου. Ο εισπράκτορας τού έδωσε τα εισιτήρια. Ο Έστθα τα δίπλωσε προσεχτικά και τα έβαλε στην τσάντα της. Κι έπειτα πήρε στη μικρή αγκαλιά του τη μάνα του που έκλαιγε βουβά, χωρίς λυγμούς.
Δυο εβδομάδες αργότερα ο Έστθα Επεστράφη. Ανάγκασαν την Άμου να τον στείλει στον πατέρα τους που τότε είχε εγκαταλείψει ήδη τη μοναχική δουλειά του στη φυτεία τού τσαγιού στο Άσαμ και είχε μετακομίσει στην Καλκούτα, όπου δούλευε σε μια εταιρεία παραγωγής προϊόντων άνθρακος. Είχε ξαναπαντρευτεί, είχε σταματήσει (λίγο - πολύ) το ποτό και δεν ξεστράτιζε παρά μόνο αραιά και πού.
Ο Έστθα και η Ράχελ δεν είχαν ξαναϊδωθεί από τότε..
Όταν η Μπέμπα Κοτσάμα έμαθε για την επίσκεψη τής Άμου στο αστυνομικό τμήμα, τρομοκρατήθηκε. Όλες οι ενέργειες τής Μπέμπας Κοτσάμα στηρίζονταν σε μια βασική προϋπόθεση: η Άμου, ό,τι κι αν έκανε, όσο έξαλλη κι αν ήταν, δε θα ομολογούσε ποτέ δημόσια τη σχέση της με τον Βελούτθα. Επειδή, κατά τη γνώμη τής Μπέμπας Κοτσάμα, αυτό θα ισοδυναμούσε με ολοσχερή καταστροφή. Και δική της και των παιδιών της. Για πάντα. Αλλά η Μπέμπα Κοτσάμα δεν είχε υπολογίσει την Αβέβαιη Πλευρά τής Άμου. Το Αδιανόητο Μείγμα — την απέραντη τρυφερότητα τής μάνας, την αχαλίνωτη οργή τού καμικάζι.
Η αντίδραση τής Άμου την κλόνισε. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Ήξερε ότι ο επιθεωρητής Τόμας Μάθιου ήταν σύμμαχός της. Αλλά πόσο μπορούσε να διαρκέσει αυτό; Τι θα γινόταν αν εκείνος έπαιρνε μετάθεση; Αν ο διάδοχός του ξανάνοιγε την υπόθεση; Ήταν δυνατόν – φτάνει να έριχνε μια ματιά κανείς στο φωνακλάδικο πλήθος που είχε μαζέψει ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ μπροστά στην αυλόπορτα τού εργοστασίου. Το πλήθος που εμπόδιζε τούς εργάτες να έρθουν στη δουλειά. Τεράστιες ποσότητες από μάνγκο, μπανάνες, ανανάδες, σκόρδα και πιπερόριζα σάπιζαν αργά στις αποθήκες τού εργοστασίου Παραντάιζ.
Η Μπέμπα Κοτσάμα κατάλαβε ότι έπρεπε πια να απομακρύνει την Άμου από το Αγιέμενεμ όσο πιο σύντομα μπορούσε.
Πέτυχε το σκοπό της κάνοντας αυτό που ήξερε να κάνει πάντα με μεγάλη δεξιοτεχνία. Ποτίζοντας τα χωράφια της και λιπαίνοντας τα σπαρτά της με τα πάθη των άλλων.
Τρύπωσε σαν ποντίκι στα κελάρια τής θλίψης τού Τσάκο. Και φύτεψε εκεί μέσα έναν εύκολο, προσιτό στόχο για τον τρελό πόνο του. Δε δυσκολεύτηκε να τον πείσει ότι η Άμου ήταν η φταίχτρα για το θάνατο τής Σόφι Μολ. Η Άμου και τα διζυγωτικά της δίδυμα.
Ο έξαλλος Τσάκο που έσπαζε πόρτες με τα χέρια του γυμνά, δεν ήταν παρά ο θυμωμένος ταύρος ο δεμένος στο λουρί τής Μπέμπας Κοτσάμα. Δική της ιδέα ήταν να μαζέψει η Άμου τα πράγματά της και να φύγει. Και να Επιστραφεί ο Έστθα.
«Φύγε από το σπίτι μου πριν σου σπάσω τα κόκαλα ένα ένα!»
Το σπίτι μου, οι ανανάδες μου, οι πίκλες μου.
Μετά απ᾿ αυτό, χρόνια ολόκληρα έβλεπε η Ράχελ το ίδιο όνειρο: ένα χοντρό άντρα, δίχως πρόσωπο, να γονατίζει πλάι στο πτώμα μιας γυναίκας. Να τής κόβει τα μαλλιά. Να τής σπάζει τα κόκαλα. Ένα ένα. Ακόμα και τα πιο μικρά. Τα δάχτυλα. Τα κοκαλάκια των αφτιών έσπαζαν σαν κλαδάκια. Τσακτσάκ, έτριζαν σιγανά τα κόκαλα, καθώς έσπαζαν. Ένας πιανίστας που σκότωνε τα πλήκτρα τού πιάνου του. Κι η Ράχελ (παρόλο που χρόνια αργότερα θα εκμεταλλευόταν τον ιδρώτα για να βγάλει το χέρι της από το χέρι τού Τσάκο, στο ηλεκτρικό κρεματόριο), τούς αγαπούσε και τους δυο. Τον πιανίστα και το πιάνο. Το φονιά και το πτώμα.
Την ώρα που η πόρτα της γκρεμιζόταν, η Άμου πάσχιζε να ελέγξει το τρέμουλο των χεριών της, στριφώνοντας τις κορδέλες τής Ράχελ που δε χρειάζονταν στρίφωμα.
«Υποσχεθείτε μου ότι θα αγαπάτε πάντα ο ένας τον άλλον», είπε τραβώντας τα παιδιά στην αγκαλιά της.
«Εντάξει», είπαν ο Έστθα και η Ράχελ. Μη βρίσκοντας λόγια για να τής εξηγήσουν πως γι᾿ αυτούς δεν υπήρχε Ένας, δεν υπήρχε Άλλος.
Δίδυμες μυλόπετρες και η μάνα τους. Μυλόπετρες μουδιασμένες. Αυτό που είχαν κάνει, θα γύριζε ξανά και θα τούς άδειαζε. Αλλά αυτό θα γινόταν αργότερα.
Αργό Τερα. Σαν ήχος καμπάνας από τα βάθη κάποιου χορταριασμένου πηγαδιού. Τριχωτός και τρεμάμενος σαν τα ποδαράκια τού λεπιδόπτερου.
Τότε ακόμα ήταν όλα ασυνάρτητα. Χωρίς ειρμό. Λες και το νόημα είχε στραγγίξει έξω από τα πράγματα και τα είχε αφήσει σκόρπια. Σπασμένα. Ασύνδετα μεταξύ τους. Η λάμψη τής βελόνας που κρατούσε στο χέρι της, η Άμου. Το χρώμα μιας κορδέλας. Ο καμβάς από το κέντημα με τις σταυροβελονιές. Η πόρτα που γινόταν κομμάτια, αργά αργά. Απομονωμένα πράγματα που δε σήμαιναν τίποτα. Λες κι η ικανότητα εκείνη τού μυαλού που αποκωδικοποιεί τα κρυφά σημάδια τής ζωής – που συνδέει τις σκέψεις με τις εικόνες, τις λάμψεις με το φως, την ύφανση με το πανί, τις βελόνες με τις κλωστές, τούς τοίχους με τα δωμάτια, την αγάπη με το φόβο με την οργή με τη μεταμέλεια— είχε χαθεί ξαφνικά.
«Μάζεψε τα πράγματά σου και φύγε», είπε ο Τσάκο πατώντας πάνω στα σπασμένα ξύλα. Ορθώνοντας πάνω τους το ανάστημά του. Με ένα χερούλι από χρώμιο στο χέρι του. Αίφνης αλλόκοτα ήρεμος. Ξαφνιασμένος από την ίδια του τη δύναμη. Από τον ίδιο του τον όγκο. Την απεριόριστη εξουσία του. Την απεραντοσύνη τής ίδιας του τής τρομερής λύπης.
Κόκκινο το χρώμα των σπασμένων ξύλων.
Η Άμου, ήρεμη εξωτερικά, τρέμοντας μέσα της, δε σήκωσε τα μάτια απ᾿ το στρίφωμα που στερέωνε. Από το εντελώς περιττό στρίφωμα. Το κουτί με τις χρωματιστές κορδέλες ανοιχτό στα γόνατά της, μέσα στο δωμάτιο όπου έχασε το δικό της locus standi.
Το ίδιο δωμάτιο, όπου η Άμου έφτιαξε τη μικρή βαλίτσα τού Έστθα και το χακί του σακίδιο: δώδεκα αμάνικες και δώδεκα κοντομάνικες βαμβακερές φανέλες. Έστθα, έχουν όλες γραμμένο με μελάνι το όνομά σου. Τις κάλτσες του. Το παντελόνι σωλήνα. Τα πουκάμισα με τούς μυτερούς γιακάδες. Τα μπεζ μυτερά παπούτσια του (απ᾿ όπου ανέβαινε ο Θυμός). Τούς δίσκους τού Έλβις. Τα χάπια τού ασβεστίου και το σιρόπι Βινταλίν. Τη Δωρεάν Καμηλοπάρδαλη (που ήταν μέσα στο κουτί τού Βινταλίν). Τα Βιβλία της Γνώσης, τόμ. 1-4. Την άσπρη δερματόδετη Βίβλο του που έκλεινε με φερμουάρ. Στο πιαστράκι τού φερμουάρ κρεμόταν το μανικετόκουμπο ενός Αυτοκρατορικού Εντομολόγου, στολισμένο με αμέθυστο. Το κύπελλό του. Το σαπούνι του. Το Προκαταβολικό Δώρο των Γενεθλίων του που δεν έπρεπε να το ανοίξει. Σαράντα πράσινα χαρτοφάκελα με πληρωμένα το ταχυδρομικό τέλος για το εσωτερικό τής χώρας. Κοίτα, Έστθα, σού έχω γράψει σε όλα τη διεύθυνσή μας. Το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να τα διπλώσεις. Για δοκίμασε να δούμε αν θα τα καταφέρεις να τα διπλώσεις μόνος σου. Κι ο Έστθα δίπλωσε το πράσινο χαρτί ακριβώς πάνω στις διακεκομμένες γραμμές που έλεγαν διπλώστε εδώ και κοίταξε την Άμου με ένα χαμόγελο που τής ράγισε την καρδιά.
Μού υπόσχεσαι ότι θα γράφεις; Ακόμα κι όταν δε θα ᾿χεις νέα;
Υπόσχομαι, είπε ο Έστθα. Χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει εντελώς την κατάστασή του. Οι κοφτερές γωνίες των φόβων του είχαν στομώσει από τα τόσα ξαφνικά πλούτη. Ήταν Δικά Του. Κι είχαν πάνω τους γραμμένο το όνομά του με μελάνι. Έτοιμα να μπουν μέσα στη βαλίτσα (όπου υπήρχε γραμμένο το όνομά του). Στη βαλίτσα που περίμενε ανοιχτή στο πάτωμα τής κρεβατοκάμαρας.
Η Ράχελ παρακολούθησε την Άμου να ετοιμάζει τη μικρή βαλίτσα τού Έστθα.
«Μπορεί και να ᾿χουν δίκιο», είπε ψιθυριστά η Άμου. «Ίσως ένα αγόρι έχει ανάγκη από Μπάμπα».
Η Ράχελ είδε ότι τα μάτια της είχαν ένα κόκκινο πεθαμένο.
Συμβουλεύτηκαν μία ειδικό για δίδυμα αδέρφια στο Χαϊντεραμπάντ. Εκείνη απάντησε γραπτώς ότι δεν ήταν σωστό να χωρίζει κανείς δίδυμα αδέρφια προερχόμενα από ένα και το αυτό ωάριο, αλλά τα δίδυμα που προέρχονταν από δύο ωάρια δε διέφεραν σε τίποτε από τα κανονικά αδέρφια. Κι ότι δε θα υπέφεραν περισσότερο από τα άλλα παιδιά διαλυμένων οικογενειών. Τίποτα το ιδιαίτερο.
Το δωμάτιο όπου χρόνια αργότερα η Ράχελ θα επέστρεφε και θα παρακολουθούσε έναν αλλόκοτο ξένο να κάνει το μπάνιο του. Και να πλένει τα ρούχα του — με τριμμένο ανοιχτογάλαζο σαπούνι.
Δυνατός, στο χρώμα τού μελιού. Με θαλασσινά μυστικά στα μάτια του. Μια ασημένια σταγόνα βροχής στο αφτί του. Ο Έστθαπαπίτσεν Κούταπεν Πέτερ Μον.
Όταν τέλειωσαν όλα, η Μπέμπα Κοτσάμα είπε: «Όπως στρώσεις, έτσι θα κοιμηθείς». Λες κι εκείνη δεν είχε καμιά σχέση με το στρώσιμο και με τον ύπνο. Με αυτά τα λόγια γύρισε την πλάτη της και ξανάπιασε το κέντημά της. Τα μικρά της δαχτυλάκια δεν άγγιζαν ποτέ το πάτωμα.
19. Η ταχεία τού Μαδράς
Κι έτσι, στο Σιδηροδρομικό Σταθμό τού Κοτσίν, βρέθηκε ο Έστθα Μόνος του στο καγκελόφραχτο παράθυρο τού τρένου. Ο πρέσβης Ε. Πέλβις. Μια μυλόπετρα με τσουλούφι. Με το στομάχι του ανακατεμένο. Γεμάτο πράσινα, μπερδεμένα, πηχτά φύκια που σάλευαν αργά πλέοντας μια προς τα πάνω και μια προς τα κάτω. Η βαλίτσα με το όνομά του γραμμένο πάνω της, βρισκόταν κάτω από τη θέση του. Το κουτί με το κολατσιό του (σάντουιτς με ντομάτα) και το παγούρι Ιγκλ (με τον αετό ζωγραφισμένο πάνω του) ήταν ακουμπισμένα στο τραπεζάκι μπροστά του.
Μέσα από τα κάγκελα, η Άμου τού κρατούσε το χέρι. «Πρόσεχε να μη χάσεις το εισιτήριό σου», είπε το στόμα τής Άμου. Το στόμα που-προσπαθούσε-να-μην-κλάψει. «Θα περάσει ο ελεγκτής».
Ο Έστθα έγνεψε καταφατικά προς το μέρος τής Άμου που είχε το πρόσωπό της σηκωμένο προς το παράθυρο τού τρένου. Έγνεψε στη Ράχελ, μικρή και λερωμένη με τις βρωμιές τού σιδηροδρομικού σταθμού. Ήταν κι οι τρεις τους ενωμένοι με τη σίγουρη, ξεχωριστή γνώση, ότι είχαν αγαπήσει έναν άντρα μέχρι θανάτου.
Αυτό δεν το είχαν γράψει οι εφημερίδες.
Πέρασαν χρόνια πριν μπορέσουν να καταλάβουν τα δίδυμα το ρόλο τής Άμου σε αυτήν την υπόθεση. Στην κηδεία τής Σόφι Μολ και τις μέρες πριν Επιστραφεί ο Έστθα, έβλεπαν τα κλαμένα, πρησμένα μάτια της. Και με τον εγωκεντρισμό που χαρακτηρίζει τα παιδιά αυτής τής ηλικίας, χρέωσαν στον εαυτό τους όλη την ευθύνη για το σπαραγμό της.
«Φάε τα σάντουιτς πριν μαλακώσει το ψωμί», είπε η Άμου. «Και μην ξεχάσεις να μού γράψεις».
«Και να μού προσέχεις τον αγαπημένο μου γιο. Ώσπου να ᾿ρθω να τον πάρω».
«Πότε θα ᾿ρθεις, Άμου; Πότε θα ᾿ρθεις να τον πάρεις;»
«Σύντομα».
«Αλλά πότε; Πότε ακριβώς;»
«Σύντομα, αγάπη μου. Αμέσως μόλις μπορέσω».
«Τον παράλλο μήνα; Άμου;» Επίτηδες διάλεξε τον παράλλο μήνα για να τού πει η Άμου: Νωρίτερα, Έστθα. Να είσαι πρακτικός. Τι θα κάνεις με το σχολείο σου;
«Μόλις μπορέσω να βρω δουλειά. Μόλις μπορέσω να φύγω από δω και να βρω δουλειά», είπε η Άμου.
«Μα αυτό δε θα γίνει ποτέ!» Ένα κύμα πανικού. Το στομάχι του ανεβοκατέβηκε απότομα.
«Μα αυτό δε θα γίνει ποτέ» «Πι όμικρον ταυ έψιλον. Ποτέ».
Με το «ποτέ» ο Έστθα εννοούσε ότι η Άμου θα αργούσε πάρα πολύ να τον πάρει. Ότι δε θα τον έπαιρνε τώρα, δε θα τον έπαιρνε σύντομα. Με το «ποτέ» δεν εννοούσε «καμιά φορά».
Κι όμως, η λέξη είχε βγει έτσι από το στόμα του.
Αλλά αυτό δε θα γίνει ποτέ!
Και να πώς ήρθαν τα πράγματα. Ποτέ. Και καμιά φορά.
Δικό του λάθος ήταν που ο μακρινός άντρας μες στο στήθος τής Άμου σταμάτησε να φωνάζει. Δικό του λάθος που η Άμου πέθανε μόνη σε ένα φτηνό δωμάτιο, χωρίς κανένα να γείρει στην πλάτη της και να τής κουβεντιάζει.
Γιατί αυτός την είχε πει τη λέξη. Αλλά, Άμου, αυτό δε θα γίνει ποτέ!
«Μην είσαι κουτός, Έστθα. Θα γίνει σύντομα», είπε το στόμα της Άμου. «Θα γίνω δασκάλα. Θα ανοίξω δικό μου σχολείο. Κι εσύ κι η Ράχελ θα πηγαίνετε σ᾿ αυτό».
«Και δε θα το πληρώνουμε το σχολείο αφού θα ᾿ναι δικό μας!» είπε ο Έστθα με το πρακτικό του πνεύμα. Με το βλέμμα του καρφωμένο πάντα στην ευκαιρία. Στα δωρεάν εισιτήρια. Στο δωρεάν σχολείο. Μικρός Άντρας. Που ζούσε σε ένα καράβι παλιό. Ντουμ ντουμ.
«Θα ᾿χουμε δικό μας σπίτι», είπε η Άμου.
«Ένα μικρό σπίτι», είπε η Ράχελ.
«Και στο σχολείο μας θα ᾿χουμε τάξεις και μαυροπίνακες», είπε ο Έστθα.
«Και κιμωλίες».
«Κι Αληθινούς Δασκάλους να κάνουν μάθημα».
«Και κανονικές τιμωρίες», είπε η Ράχελ.
Από αυτό το υλικό ήταν φτιαγμένα τα όνειρά τους. Την ημέρα που Επεστράφη ο Έστθα. Κιμωλία. Μαυροπίνακες. Κανονικές τιμωρίες.
Δε ζήτησαν να τη βγάλουν έτσι, δίχως τιμωρία. Ζήτησαν να τιμωρηθούν κανονικά, με τιμωρίες που να ταιριάζουν σ᾿ αυτό που είχαν κάνει. Όχι με τιμωρίες που έμοιαζαν σαν ντουλάπες με εντοιχισμένες κρεβατοκάμαρες. Όχι με τιμωρίες όπου μέσα τους περνούσες όλη σου τη ζωή, κόβοντας βόλτες στα ράφια τους.
Το τρένο άρχισε να κινείται χωρίς προειδοποίηση. Πολύ αργά. Οι κόρες των ματιών του Έστθα μεγάλωσαν. Τα νύχια του χώθηκαν μέσα στο χέρι τής Άμου που περπατούσε δίπλα στο τρένο, στην αποβάθρα. Και το περπάτημά της έγινε τρέξιμο, καθώς η ταχεία του Μαδράς ανέπτυξε ταχύτητα.
Ο Θεός να σ᾿ έχει καλά, μωρό μου. Αγάπη μου. Θα ᾿ρθω σύντομα να σε πάρω!
«Άμου!» είπε ο Έστθα, τη στιγμή που εκείνη απέσπασε το χέρι της απ᾿ το δικό του. Το ένα δάχτυλο μετά το άλλο. «Άμου! Νιώθω αναγούλα!» Η φωνή του Έστθα έγινε κλάμα.
Ο Μικρός Έλβις Πέλβις με αχτένιστο τσουλούφι. Και μπεζ μυτερά παπούτσια. Άφησε πίσω τη φωνή του.
Στην αποβάθρα τού σταθμού η Ράχελ διπλώθηκε στα δυο και ούρλιαξε και ούρλιαξε. Το τρένο βγήκε από το σταθμό. Το φως όρμησε μέσα.
Μέσα από τα κάγκελα, η Άμου τού κρατούσε το χέρι. «Πρόσεχε να μη χάσεις το εισιτήριό σου», είπε το στόμα τής Άμου. Το στόμα που-προσπαθούσε-να-μην-κλάψει. «Θα περάσει ο ελεγκτής».
Ο Έστθα έγνεψε καταφατικά προς το μέρος τής Άμου που είχε το πρόσωπό της σηκωμένο προς το παράθυρο τού τρένου. Έγνεψε στη Ράχελ, μικρή και λερωμένη με τις βρωμιές τού σιδηροδρομικού σταθμού. Ήταν κι οι τρεις τους ενωμένοι με τη σίγουρη, ξεχωριστή γνώση, ότι είχαν αγαπήσει έναν άντρα μέχρι θανάτου.
Αυτό δεν το είχαν γράψει οι εφημερίδες.
Πέρασαν χρόνια πριν μπορέσουν να καταλάβουν τα δίδυμα το ρόλο τής Άμου σε αυτήν την υπόθεση. Στην κηδεία τής Σόφι Μολ και τις μέρες πριν Επιστραφεί ο Έστθα, έβλεπαν τα κλαμένα, πρησμένα μάτια της. Και με τον εγωκεντρισμό που χαρακτηρίζει τα παιδιά αυτής τής ηλικίας, χρέωσαν στον εαυτό τους όλη την ευθύνη για το σπαραγμό της.
«Φάε τα σάντουιτς πριν μαλακώσει το ψωμί», είπε η Άμου. «Και μην ξεχάσεις να μού γράψεις».
«Και να μού προσέχεις τον αγαπημένο μου γιο. Ώσπου να ᾿ρθω να τον πάρω».
«Πότε θα ᾿ρθεις, Άμου; Πότε θα ᾿ρθεις να τον πάρεις;»
«Σύντομα».
«Αλλά πότε; Πότε ακριβώς;»
«Σύντομα, αγάπη μου. Αμέσως μόλις μπορέσω».
«Τον παράλλο μήνα; Άμου;» Επίτηδες διάλεξε τον παράλλο μήνα για να τού πει η Άμου: Νωρίτερα, Έστθα. Να είσαι πρακτικός. Τι θα κάνεις με το σχολείο σου;
«Μόλις μπορέσω να βρω δουλειά. Μόλις μπορέσω να φύγω από δω και να βρω δουλειά», είπε η Άμου.
«Μα αυτό δε θα γίνει ποτέ!» Ένα κύμα πανικού. Το στομάχι του ανεβοκατέβηκε απότομα.
«Μα αυτό δε θα γίνει ποτέ» «Πι όμικρον ταυ έψιλον. Ποτέ».
Με το «ποτέ» ο Έστθα εννοούσε ότι η Άμου θα αργούσε πάρα πολύ να τον πάρει. Ότι δε θα τον έπαιρνε τώρα, δε θα τον έπαιρνε σύντομα. Με το «ποτέ» δεν εννοούσε «καμιά φορά».
Κι όμως, η λέξη είχε βγει έτσι από το στόμα του.
Αλλά αυτό δε θα γίνει ποτέ!
Και να πώς ήρθαν τα πράγματα. Ποτέ. Και καμιά φορά.
Δικό του λάθος ήταν που ο μακρινός άντρας μες στο στήθος τής Άμου σταμάτησε να φωνάζει. Δικό του λάθος που η Άμου πέθανε μόνη σε ένα φτηνό δωμάτιο, χωρίς κανένα να γείρει στην πλάτη της και να τής κουβεντιάζει.
Γιατί αυτός την είχε πει τη λέξη. Αλλά, Άμου, αυτό δε θα γίνει ποτέ!
«Μην είσαι κουτός, Έστθα. Θα γίνει σύντομα», είπε το στόμα της Άμου. «Θα γίνω δασκάλα. Θα ανοίξω δικό μου σχολείο. Κι εσύ κι η Ράχελ θα πηγαίνετε σ᾿ αυτό».
«Και δε θα το πληρώνουμε το σχολείο αφού θα ᾿ναι δικό μας!» είπε ο Έστθα με το πρακτικό του πνεύμα. Με το βλέμμα του καρφωμένο πάντα στην ευκαιρία. Στα δωρεάν εισιτήρια. Στο δωρεάν σχολείο. Μικρός Άντρας. Που ζούσε σε ένα καράβι παλιό. Ντουμ ντουμ.
«Θα ᾿χουμε δικό μας σπίτι», είπε η Άμου.
«Ένα μικρό σπίτι», είπε η Ράχελ.
«Και στο σχολείο μας θα ᾿χουμε τάξεις και μαυροπίνακες», είπε ο Έστθα.
«Και κιμωλίες».
«Κι Αληθινούς Δασκάλους να κάνουν μάθημα».
«Και κανονικές τιμωρίες», είπε η Ράχελ.
Από αυτό το υλικό ήταν φτιαγμένα τα όνειρά τους. Την ημέρα που Επεστράφη ο Έστθα. Κιμωλία. Μαυροπίνακες. Κανονικές τιμωρίες.
Δε ζήτησαν να τη βγάλουν έτσι, δίχως τιμωρία. Ζήτησαν να τιμωρηθούν κανονικά, με τιμωρίες που να ταιριάζουν σ᾿ αυτό που είχαν κάνει. Όχι με τιμωρίες που έμοιαζαν σαν ντουλάπες με εντοιχισμένες κρεβατοκάμαρες. Όχι με τιμωρίες όπου μέσα τους περνούσες όλη σου τη ζωή, κόβοντας βόλτες στα ράφια τους.
Το τρένο άρχισε να κινείται χωρίς προειδοποίηση. Πολύ αργά. Οι κόρες των ματιών του Έστθα μεγάλωσαν. Τα νύχια του χώθηκαν μέσα στο χέρι τής Άμου που περπατούσε δίπλα στο τρένο, στην αποβάθρα. Και το περπάτημά της έγινε τρέξιμο, καθώς η ταχεία του Μαδράς ανέπτυξε ταχύτητα.
Ο Θεός να σ᾿ έχει καλά, μωρό μου. Αγάπη μου. Θα ᾿ρθω σύντομα να σε πάρω!
«Άμου!» είπε ο Έστθα, τη στιγμή που εκείνη απέσπασε το χέρι της απ᾿ το δικό του. Το ένα δάχτυλο μετά το άλλο. «Άμου! Νιώθω αναγούλα!» Η φωνή του Έστθα έγινε κλάμα.
Ο Μικρός Έλβις Πέλβις με αχτένιστο τσουλούφι. Και μπεζ μυτερά παπούτσια. Άφησε πίσω τη φωνή του.
Στην αποβάθρα τού σταθμού η Ράχελ διπλώθηκε στα δυο και ούρλιαξε και ούρλιαξε. Το τρένο βγήκε από το σταθμό. Το φως όρμησε μέσα.
ΜΈΡΟΣ 2ο 24 Χρόνια μετά
1. Ένας "Άγνωστος" ο Έσθα.
Ο Μάιος είναι ένας ζεστός, βαρύς μήνας στο Αγιέμενεμ. Οι μέρες είναι μεγάλες και υγρές. Το ποτάμι ζαρώνει και μαύρες κουρούνες χώνουν λαίμαργα τα ράμφη τους σε λαμπερά μάνγκο, πάνω στα κλαδιά ακίνητων, θαμποπράσινων δέντρων. Κόκκινες μπανάνες ωριμάζουν. Οι καρποί των αρτόδεντρων σκάνε. Ξεδιάντροπες πράσινες μύγες ζουζουνίζουν ανόητα στον αέρα που ευωδιάζει φρούτα. Ύστερα χτυπούν σε κάποιο τζάμι και πεθαίνουν απορημένες στον ήλιο.
Οι νύχτες είναι ξάστερες αλλά βαριές από τεμπελιά και κρυμμένες προσδοκίες.
Στις αρχές Ιουνίου όμως πιάνουν οι νοτιοδυτικοί μουσώνες κι έρχονται τρεις μήνες όλο άνεμο και νερό, με μικρά διαλείμματα αλύπητου δυνατού ήλιου, που ξετρελαμένα παιδιά αρπάζουν για παιχνίδι. Το τοπίο πρασινίζει χωρίς αιδώ, χωρίς μέτρο. Οι φράχτες σβήνουν και χάνονται, καθώς οι ρίζες τής ταπιόκας που χωρίζουν τούς κήπους και τα περβόλια, φουντώνουν κι ανθίζουν. Ακόμα και οι τοίχοι οι χτισμένοι με τούβλα πρασινίζουν. Τα κλαδιά της πιπεριάς τυλίγονται γύρω απ᾿ τους ξύλινους στύλους του ηλεκτρικού. Ο λατερίτης σκάει κι από τις σχισμάδες προβάλλουν αγριόχορτα, σκεπάζοντας σιγά σιγά τους πλημμυρισμένους δρόμους. Βάρκες πηγαινοέρχονται στα παζάρια και μικρά ψαράκια εμφανίζονται στις λιμνούλες πάνω από τοὐς πλημμυρισμένους υπονόμους.
Έβρεχε όταν επέστρεψε η Ράχελ στο Αγιέμενεμ. Λοξές ασημένιες κλωστές έσκαγαν στη μαλακή γη, έσκαβαν το χώμα σαν ομοβροντία. Το παλιό σπίτι πάνω στο λόφο έμοιαζε λες και φορούσε τη γερτή, κεραμιδένια σκεπή του για καπέλο, βαθιά χωμένο, να τού κρύβει τ᾿ αφτιά. Οι τοίχοι, πράσινοι απ᾿ τα βρύα, είχαν ποτίσει πια από το νερό. Η υγρασία που ανέβαινε από το χώμα, έσταζε από πάνω τους. Τον κήπο τον είχαν πνίξει τα αγριόχορτα. Μέσα στο πράσινο σέρνονταν και σάλευαν ένα σωρό μικροσκοπικές υπάρξεις. Κάτω από τούς χαμηλούς θάμνους μια δεντρογαλιά τριβόταν σε μια γυαλιστερή πέτρα. Κατακίτρινοι βάτραχοι έκοβαν αισιόδοξα τις βόλτες τους μες στις λάσπες ψάχνοντας ταίρι.
Το σπίτι έμοιαζε ακατοίκητο. Πόρτες σφαλισμένες, παράθυρα κλειστά. Στην μπροστινή βεράντα, ψυχή. Ούτε καρέκλα ούτε τίποτε. Η γαλάζια Πλίμουθ όμως με τα γυαλιστερά φτερά από χρώμιο ήταν ακόμα παρκαρισμένη έξω και μέσα στο σπίτι ήταν ακόμα ζωντανή η Μπέμπα Κοτσάμα.
Η Ράχελ δεν είχε έρθει για να δει εκείνη. Ούτε η ανιψιά ούτε η Μπέμπα θεία έτρεφαν ψευδαισθήσεις ως προς αυτό το ζήτημα. Η Ράχελ είχε έρθει να δει τον αδερφό της, τον Έστθα. Ποτέ δεν έμοιαζαν και πολύ μεταξύ τους ο Έστθα και η Ράχελ. Ακόμα κι όταν ήταν παιδιά –τότε που τα κοκαλιάρικα κορμάκια τους ήταν ολόιδια, με στηθάκι πλάκα, σκουλήκια στην κοιλιά και τα μαλλιά χτενισμένα σαν τού Έλβις Πρίσλεϊ, ακόμα και τότε κανείς δε ρωτούσε: «Ποιος είναι ο Έστθα και ποια είναι η Ράχελ;» ή «Ποιο είναι από τα δυο;» Ούτε οι συγγενείς με τα ψεύτικα χαμόγελα ούτε οι ορθόδοξοι ιερείς τής Συριακής Εκκλησίας που μπαινόβγαιναν ταχτικά στο σπίτι τους για ενισχύσεις τού φιλόπτωχου ταμείου τους.
Το μπέρδεμα βρισκόταν πιο βαθιά, σε μέρος μυστικό. Εκείνα τα πρώτα άμορφα χρόνια, τα χρόνια που η μνήμη μόλις αρχίζει να γεννιέται, τα χρόνια που η ζωή αποτελείται μόνο από Αρχές και πουθενά δε φαίνεται κανένα Τέλος, όταν Όλα είναι Για Πάντα, ο Εστθάπεν και η Ράχελ ήταν Εμείς, όταν σκέφτονταν χωριστά ο καθένας τον εαυτό του. Ήταν όμως Εγώ, ένα και μόνο Εγώ, όταν σκέφτονταν και για τούς δυο μαζί. Σαν να ήταν κάποιο αλλόκοτο είδος σιαμαίων αδελφών, με χωρισμένα κορμιά αλλά ταυτότητες ενωμένες.
Τώρα, χρόνια αργότερα, η Ράχελ θυμάται μια νύχτα που είχε ξυπνήσει γελώντας με το αστείο όνειρο τού Έστθα.
Έχει κι άλλες αναμνήσεις, αναμνήσεις που δεν είναι δικές της, αναμνήσεις που δε δικαιούται να έχει.
Θυμάται, ας πούμε (κι ας μην ήταν εκεί), τι είχε κάνει τού Έστθα στο Σινεμά Αμπιλάς ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. Θυμάται τη γεύση των σάντουιτς με την ντομάτα —των σάντουιτς τού Έστθα, των σάντουιτς που είχε φάει ο Έστθα— μέσα στην ταχεία τού Μαδράς.
Κι αυτά δεν είναι παρά τα μικρά πράγματα μόνο.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, τώρα στο μυαλό της ο Έστθα και η Ράχελ είναι Αυτοί. Γιατί ξεχωριστά ο καθένας τους, δεν είναι πια αυτό που ήταν κάποτε ή αυτό που νόμιζαν ότι θα κατάφερναν ποτέ να γίνουν.
Ποτέ.
Οι ζωές τους έχουν μέγεθος τώρα. Έχουν σχήμα. Ο Έστθα έχει τη δική του και η Ράχελ τη δική της.
Γωνιές, Άκρες, Όρια, Περιθώρια και Πλαίσια έχουν κάνει την εμφάνισή τους σαν στρατιά δαιμόνων στους χωριστούς ορίζοντές τους. Μικρόσωμα πλάσματα με μακριούς ίσκιους που περιπολούν φρουρώντας το Θαμπό Τέλος. Απαλά μισοφέγγαρα έχουν χαράξει το δέρμα κάτω από τα μάτια τους. Και είναι πια στην ηλικία που ήταν η Άμου όταν πέθανε. Τριάντα ενός.
Ούτε μεγάλοι. Ούτε μικροί.
Στη σωστή ηλικία για να ζήσουν ή να πεθάνουν.
Και τώρα, είκοσι τρία χρόνια μετά, ο πατέρας τους είχε επανΕπιστρέψει τον Έστθα. Τον είχε στείλει πίσω στο Αγιέμενεμ με μια βαλίτσα κι ένα γράμμα. Η βαλίτσα ήταν γεμάτη όμορφα, καινούργια ρούχα. Η Μπέμπα Κοτσάμα έδειξε το γράμμα στη Ράχελ. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν γυναικείος: γράμματα λοξά, καλλιγραφικά, απ᾿ αυτά που μαθαίνουν να γράφουν τα κορίτσια όταν πηγαίνουν στις καλόγριες αλλά η υπογραφή από κάτω ήταν τού πατέρα τους. Ή τουλάχιστον το όνομά του. Η Ράχελ έτσι κι αλλιώς δε θα μπορούσε να γνωρίσει την υπογραφή του. Το γράμμα έλεγε ότι αυτός, ο πατέρας τους, είχε παραιτηθεί από τη δουλειά του στην εταιρεία προϊόντων άνθρακος, ότι είχε αποφασίσει να μεταναστεύσει στην Αυστραλία, όπου τον είχαν προσλάβει ήδη ως υπεύθυνο ασφαλείας σε ένα εργοστάσιο κεραμικής, κι ότι δεν μπορούσε να πάρει μαζί του τον Έστθα. Έστελνε τις καλύτερες ευχές του σε όλους στο Αγιέμενεμ και βεβαίωνε πως θα περνούσε να δει το γιο του, αν ξαναγύριζε ποτέ στην Ινδία, πράγμα που, όπως πρόσθετε, θεωρούσε μάλλον απίθανο.
Η Μπέμπα Κοτσάμα είπε στη Ράχελ ότι μπορούσε να κρατήσει το γράμμα αν ήθελε. Η Ράχελ το ξανάβαλε μες στο φάκελο. Το χαρτί είχε μαλακώσει και δίπλωνε εύκολα, σαν ύφασμα.
Είχε ξεχάσει πόσο υγρός ήταν ο αέρας στο Αγιέμενεμ τον καιρό των μουσώνων. Οι ξύλινες πόρτες των ντουλαπιών φούσκωναν κι έτριζαν. Κλειστά παράθυρα άνοιγαν από μόνα τους. Οι σελίδες των βιβλίων μαλάκωναν και οι άκρες τους γύριζαν. Αλλόκοτα έντομα ξεφύτρωναν σαν ιδέες τα βράδια και καίγονταν στους αδύναμους γλόμπους των 40 βατ που άναβε η Μπέμπα Κοτσάμα. Την άλλη μέρα το πρωί τα καρβουνιασμένα, ασάλευτα κουφαράκια τους, ξεχώριζαν σκόρπια στο πάτωμα και στα περβάζια, κι ώσπου να τα μαζέψει η Κότσου Μάρια με τη σκούπα και το πλαστικό φαράσι της· ο αέρας μύριζε Κάτι που Καιγόταν.
Δεν είχε αλλάξει, η Βροχή τού Ιουνίου. Τα ουράνια άνοιγαν και το νερό έπεφτε με ορμή, ξυπνούσε το νωθρό, παλιό πηγάδι, τού έδινε νέα ζωή, βομβάρδιζε με τις βαριές του στάλες τις μικρές ήρεμες λιμνούλες μέσα στις λάσπες, λακκούβες ξέχειλες στο χρώμα τού τσαγιού· όπως οι αναμνήσεις βομβαρδίζουν τις ήρεμες σκέψεις που λιμνάζουν κι έχουν κι αυτές το χρώμα τού τσαγιού. Τα χόρτα ήταν καταπράσινα, βρεμένα, χορτασμένα. Τα δέντρα λύγιζαν βαριά στο χώμα.
Πιο πέρα, στη βροχή και τον αέρα, στην όχθη τού ποταμού, στο ξαφνικό σκοτάδι τής μπόρας, ο Έστθα είχε βγει να περπατήσει. Φορούσε ένα μπλουζάκι στο χρώμα τής λιωμένης φράουλας, που είχε βραχεί κι έμοιαζε πιο σκούρο τώρα, και ήξερε πως η Ράχελ είχε έρθει.
Ο Έστθα ήταν πάντα ήσυχο παιδί κι έτσι κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήξερε με ακρίβεια πότε ακριβώς (ποια χρονιά, αν όχι ποιο μήνα ή ποια μέρα) είχε σταματήσει να μιλάει. Πότε είχε σταματήσει να μιλάει εντελώς. Η αλήθεια είναι πως αυτό το «πότε ακριβώς» δεν υπήρχε. Ήταν μια σταδιακή μείωση, μια βαθμιαία κατάπαυση. Ανεπαίσθητη σχεδόν. Λες κι είχαν στερέψει μέσα του τα λόγια και δεν είχε πια τίποτε άλλο να πει. Πάντως η σιωπή τού Έστθα δεν ήταν ποτέ δυσάρεστη. Ποτέ ενοχλητική. Ποτέ δεν τραβούσε την προσοχή. Δεν ήταν απ᾿ αυτές τις σιωπές που κατηγορούν ή διαμαρτύρονται. Έμοιαζε περισσότερο με θερινή νάρκη, με γλάρωμα, με το ψυχολογικό ισοδύναμο αυτού που κάνουν τα πνευμονοφόρα ψάρια, τα οποία βουλιάζουν στη λάσπη για να περάσουν την εποχή τής ξηρασίας. Μόνο που στην περίπτωση τού Έστθα η εποχή τής ξηρασίας έμοιαζε λες και δεν επρόκειτο να τελειώσει ποτέ.
Με τον καιρό είχε αποκτήσει την ικανότητα να σβήνει και να χάνεται από το βλέμμα των άλλων, όπου κι αν βρισκόταν· να γίνεται ένα με το χώρο γύρω του— βιβλιοθήκες, περιβόλια, κουρτίνες, κατώφλια, δρόμους—, να μοιάζει άψυχος αόρατος σχεδόν, στο άμαθο βλέμμα. Περνούσε κάμποση ώρα πριν τον προσέξουν οι ξένοι, ακόμα κι όταν βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο μαζί του. Και περνούσε ακόμα περισσότερη ώρα, πριν καταλάβουν ότι δεν άνοιγε ποτέ το στόμα του. Μερικοί μάλιστα δεν το καταλάβαιναν καθόλου.
Ο Έστθα έπιανε πολύ λίγο χώρο μέσα στον κόσμο.
Μετά την κηδεία τής Σόφι Μολ, όταν ο Έστθα Επεστράφη, ο πατέρας τους τον έστειλε σε ένα σχολείο για αγόρια στην Καλκούτα. Δεν ήταν εξαίρετος μαθητής αλλά δεν τα κατάφερνε κι άσχημα. Σε κανένα μάθημα δεν έμενε πίσω. Σε κανένα δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα. Μέτριες ή ικανοποιητικές επιδόσεις ήταν το συνηθισμένο σχόλιο των δασκάλων του, στους ετήσιους ελέγχους του. Δε συμμετέχει στις Ομαδικές Δραστηριότητες, παρατηρούσαν επανειλημμένα. Αν και ποτέ δεν μπήκαν σε λεπτομέρειες, ποτέ δεν εξήγησαν τι ακριβώς εννοούσαν με τις "Ομαδικές Δραστηριότητες".
Ο Έστθα τέλειωσε το σχολείο με καλούτσικους βαθμούς αλλά αρνήθηκε να πάει στο κολέγιο. Αντί γι᾿ αυτό, καταπιάστηκε προς μεγάλη αμηχανία τής μητριάς του και τού πατέρα του με τις δουλειές τού νοικοκυριού. Λες και με τον τρόπο του προσπαθούσε να ξεπληρώσει τη διαμονή του κοντά τους. Σκούπιζε, σφουγγάριζε, έκανε μπουγάδα. Έμαθε να μαγειρεύει και να ψωνίζει λαχανικά. Οι μανάβηδες στο παζάρι, καθισμένοι πίσω από τις πυραμίδες τής γυαλιστερής πραμάτειας τους, τον έμαθαν και τον εξυπηρετούσαν αμέσως, αδιαφορώντας για τις φωνές και τα παράπονα των άλλων πελατών. Τού έδιναν χωρίς καθυστέρηση τα σκουριασμένα δοχεία, όπου έβαζε τα λαχανικά που διάλεγε. Δεν έκανε ποτέ παζάρια. Τα ζύγιζαν, τα πλήρωνε κι ύστερα τα έριχναν με προσοχή μέσα στο κόκκινο πλαστικό καλάθι που είχε για τα ψώνια του (κάτω κάτω τα κρεμμύδια, από πάνω οι μελιτζάνες κι οι ντομάτες) κι ένα κλαράκι κορίανδρο, μια χούφτα πράσινες πιπερίτσες δώρο. Ο Έστθα στριμωχνόταν στο τραμ και τα κουβαλούσε στο σπίτι. Μια φουσκίτσα σιωπής που κολυμπούσε σε μια θάλασσα θορύβου.
Στο τραπέζι, όταν ήθελε κάτι, σηκωνόταν και το έπαιρνε.
Σαν ήρθε η σιωπή, έμεινε κι απλώθηκε μέσα του. Θέριεψε, βγήκε από το κεφάλι του και τον τύλιξε στα βαριά, νωθρά μπράτσα της. Τον νανούρισε, τον αποκοίμισε σαν πανάρχαιο εμβρυϊκό χτυποκάρδι. Ξετύλιξε τα κρυφά πλοκάμια της και ρούφηξε το μυαλό του απ᾿ όλες τις γωνιές του κρανίου του. Βύζαξε τις κοιλάδες και τους λόφους της μνήμης του. Κατάπιε παλιές φράσεις, έδιωξε λόγια έτοιμα από την άκρη τής γλώσσας του. Έκλεψε απ᾿ τις σκέψεις του τις λέξεις που τις έντυναν. Και τις άφησε γυμνές, ξεφλουδισμένες. Ανέκφραστες. Μουδιασμένες. Ανύπαρκτες σχεδόν για τούς άλλους. Σιγά σιγά, με τα χρόνια, ο Έστθα αποτραβήχτηκε από τον κόσμο. Συνήθισε στην παρουσία τού χταποδιού που ζούσε μέσα του κι έπνιγε τις μνήμες του μέσα στο ασφυχτικό, υπνωτικό αγκάλιασμά του, έσβηνε τα λόγια του πλημμυρίζοντάς τα μέσα του θολό, μαύρο μελάνι. Και με τον καιρό η αιτία της σιωπής του χάθηκε, θάφτηκε κάπου βαθιά μέσα στις σκοτεινές πτυχώσεις του γεγονότος τής σιωπής του, αυτού καθ᾿ εαυτό.
Όταν ο Κχούμπτσαντ, το αγαπημένο του κοπρόσκυλο, τυφλό πια και μαδημένο στα δεκαεφτά του χρόνια, έφτασε να λερώνεται, ανίκανο να σηκώσει το πόδι του και να κατουρήσει σωστά ή να πάει λίγο πιο πέρα και να αποπατήσει -- όταν αποφάσισε να πεθάνει έναν άθλιο, τρισάθλιο θάνατο, ο Έστθα το φρόντισε λες και κρεμόταν απ᾿ αυτό η ίδια του η ζωή. Ο Κχούμπτσαντ είχε τις καλύτερες προθέσεις τού κόσμου αλλά η γέρικη κύστη του τον πρόδινε άθελά του. Τούς τελευταίους μήνες πριν πεθάνει, σερνόταν με κόπο ως το μικρό άνοιγμα, στη βάση τής πόρτας που οδηγούσε στο πίσω μέρος τού κήπου, έβγαζε έξω το κεφάλι του και κατουρούσε μέσα, μια λιμνούλα κίτρινο λαμπερό κάτουρο. Ξαλαφρωμένος μετά, με τη συνείδησή του ήσυχη, σήκωνε το κεφάλι του και κοίταζε τον Έστθα με τα θολά πράσινα μάτια του που κολυμπούσαν σαν λακκούβες λάσπη στο γκρίζο μαδημένο κεφάλι του. Κι έτσι γύριζε σιγά σιγά στο μαξιλάρι του, αφήνοντας πίσω του λερωμένες, υγρές, τις πατημασιές του. Όταν ο Κχούμπτσαντ ψυχομαχούσε, ανήμπορος να σηκωθεί από το μαξιλάρι του, ο Έστθα είδε το παράθυρο τής κρεβατοκάμαράς του να καθρεφτίζεται στα λεία, κόκκινα αχαμνά τού σκύλου. Και τον ουρανό έξω από το παράθυρο. Κι ένα πουλί που πετούσε στον ουρανό. Για τον Έστθα —που ήταν πνιγμένος στη μυρωδιά μαραμένων ρόδων, μαθημένος στο αίμα εξαιτίας τής ανάμνησης ενός σπασμένου άντρα— το γεγονός ότι κάτι τόσο εύθραυστο, τόσο αφόρητα τρυφερό είχε επιζήσει, το γεγονός ότι τού είχε επιτραπεί να επιζήσει, ήταν θαύμα. Ένα πουλί πετούμενο που καθρεφτίστηκε στα αχαμνά ενός γέρικου σκύλου.
Τότε ήταν που άρχισε ο Έστθα το περπάτημα, μετά το θάνατο τού Κχούμπτσαντ. Περπατούσε ώρες ατελείωτες. Στην αρχή έκοβε βόλτες στη γειτονιά αλλά σιγά σιγά ξεμάκραινε όλο και περισσότερο.
Ο κόσμος συνήθισε να τον βλέπει στο δρόμο. Ένας καλοντυμένος νεαρός που βάδιζε ήρεμα. Ο ήλιος κι ο αέρας έδωσαν όψη αλλιώτικη στο πρόσωπό του. Το δέρμα του σκούρυνε, σκλήρυνε, ζάρωσε. Έδειχνε πιο σοφός, πιο μυαλωμένος απ᾿ ό,τι ήταν στ᾿ αλήθεια. Με ένα σωρό μυστικά τής θάλασσας μέσα του.
Τώρα που είχε επαν-Επιστραφεί, ο Έστθα έκανε τούς περιπάτους του, στο Αγιέμενεμ.
Μερικές μέρες περπατούσε κατά μήκος τής όχθης τού ποταμού που βρωμούσε σκατά και εντομοκτόνα, αγορασμένα με τα δάνεια τής Διεθνούς Τραπέζης. Τα περισσότερα ψάρια είχαν ψοφήσει. Κι όσα ζούσαν ακόμα, ήταν άρρωστα και πληγιασμένα.
Άλλες μέρες πάλι περπατούσε στο δρόμο. Περνούσε τα καινούργια σπίτια, από φρεσκοψημένα και γυαλισμένα τούβλα, χτισμένα από νοσοκόμες, μαρμαράδες, μεταλλεργάτες και τραπεζοϋπαλλήλους που δούλευαν σκληρά και ζούσαν δυστυχισμένοι σε τόπους μακρινούς. Περνούσε τα χολωμένα παλιά σπίτια, πράσινα απ᾿ τη ζήλια τους, κουρνιασμένα στις ιδιωτικές αυλές τους, κρυμμένα ανάμεσα στα ιδιωτικά τους καουτσουκόδεντρα. Το καθένα τους κι ένα ξεχωριστό ετοιμόρροπο φέουδο, με τη δική του ηρωική ιστορία.
Περνούσε το σχολείο τού χωριού που είχε χτίσει ο προπάππος του για τούς Άθικτους και τα παιδιά τους.
Περνούσε την κίτρινη εκκλησία τής Σόφι Μολ. Περνούσε τη Λέσχη Κουνγκ Φου τού Αγιέμενεμ. Περνούσε το νηπιαγωγείο "Τα Μπουμπούκια" (για τα παιδιά των Καθαρών), περνούσε το μαγαζάκι που πουλούσε ρύζι και ζάχαρη με το δελτίο. Οι μπανάνες κρέμονταν κίτρινες αρμαθιές από την οροφή. Φτηνά πορνοπεριοδικά, με άρθρα για ανύπαρκτα σεξουαλικά τέρατα στο νότο τής χώρας, ήταν στερεωμένα με μανταλάκια σε σχοινιά κι ανέμιζαν τεμπέλικα στο χλιαρό αεράκι, βάζοντας σε πειρασμό τούς τίμιους και φτωχούς πελάτες: οι σελίδες τους ήταν γεμάτες παχουλές, γυμνές γυναίκες, ξαπλωμένες μέσα σε λίμνες ψεύτικου αίματος.
Μερικές φορές ο Έστθα περνούσε κι από το τυπογραφείο τού παλιού συντρόφου Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ, όπου στεγάζονταν άλλοτε τα γραφεία τής Τ.Ο. τού Κομμουνιστικού Κόμματος τού Αγιέμενεμ: εκεί γίνονταν ατέλειωτες μεταμεσονύκτιες συνεδριάσεις, εκεί τυπώνονταν σε φτηνό χαρτί τα επαναστατικά τραγουδάκια τού Μαρξιστικού Κόμματος, από εκεί ξεκινούσε η διανομή τους. Η σημαία που ανέμιζε στη στέγη του, είχε παλιώσει. Το κόκκινο χρώμα της είχε θαμπώσει· έμοιαζε αναιμικό, χλωμό, αδύναμο. Ο σύντροφος Πίλαϊ έβγαινε τα πρωινά φορώντας μια γκρίζα φανέλα από νάιλον. Τα αρχίδια του διαγράφονταν κάτω απ᾿ το μαλακό, άσπρο μούντου* του. Άλειβε το κορμί του με ζεστό λάδι καρύδας και πιπέρι, μαλάζοντας τη γέρικη χαλαρή του σάρκα που τεντωνόταν σαν λάστιχο πάνω απ᾿ τα κόκαλά του. Ζούσε μόνος του πια. Η γυναίκα του, η Καλιάνι, είχε πεθάνει από καρκίνο στις ωοθήκες. Ο γιος του, ο Λένιν, είχε φύγει για το Δελχί, όπου δούλευε υπηρέτης σε ξένες πρεσβείες.
Αν ο σύντροφος Πίλαϊ ήταν μπροστά στο σπίτι του και λάδωνε το γέρικο κορμί του, την ώρα που περνούσε ο Έστθα από εκεί, φρόντιζε πάντα να τον χαιρετάει. «Έστθα Μον!» φώναζε με την ψιλή, τσιριχτή φωνή του που είχε ραγίσει απ᾿ τα γεράματα σαν ξεφλουδισμένο ζαxαροκάλαμο. «Καλή σου μέρα! Τη συνηθισμένη σου βόλτα, ε;»
Ο Έστθα τον προσπερνούσε. Χωρίς αγένεια. Χωρίς ευγένεια. Απλώς κλεισμένος στη σιωπή του.
Ο σύντροφος Πίλαϊ έδινε μαλακά χτυπηματάκια σε όλο του το κορμί για να ζωντανέψει την κυκλοφορία του αίματος. Τον αναγνώριζε τάχα ο Έστθα μετά απ᾿ όλα αυτά τα χρόνια; Δεν ήξερε. Ούτε τον ένοιαζε. Αν και ο ρόλος του στην όλη υπόθεση δεν ήταν διόλου ασήμαντος, ο σύντροφος Πίλαϊ δε θεωρούσε τον εαυτό του με κανέναν τρόπο υπεύθυνο για όσα είχαν συμβεί. Είχε καταχωρίσει τα γεγονότα αυτά στην κατηγορία των Αναπόφευκτων Συνεπειών, Αναγκαίων Πολιτικών Κινήσεων. Η παλιά γνωστή ιστορία με την ομελέτα και τα σπασμένα αβγά. Κι ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ ήταν κατά βάση πολιτικός. Επαγγελματίας στο σπάσιμο των αβγών και στο ψήσιμο τής ομελέτας. Περπατούσε μες στον κόσμο σαν το χαμαιλέοντα. Χωρίς ποτέ να φανερώνει τον αληθινό εαυτό του, χωρίς ποτέ να φαίνεται ότι κρυβόταν. Κι έβγαινε σώος και αβλαβής ακόμα και μέσα από το χάος.
Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στο Αγιέμενεμ που πληροφορήθηκε την επιστροφή τής Ράχελ. Το νέο μάλλον κέντρισε την περιέργειά του παρά τον ανησύχησε. Ο Έστθα ήταν σχεδόν ένας ξένος για το σύντροφο Πίλαϊ. Είχε φύγει από το Αγιέμενεμ ξαφνικά και χωρίς πολλά πολλά, τόσα χρόνια πριν. Τη Ράχελ όμως την ήξερε καλά ο σύντροφος Πίλαϊ. Την είχε δει να μεγαλώνει. Αναρωτιόταν τι την είχε φέρει πίσω. Μετά από τόσα χρόνια.
Ως τον ερχομό τής Ράχελ όλα ήταν ήσυχα μέσα στο κεφάλι τού Έστθα. Μα εκείνη είχε φέρει μαζί της τη βουή των περαστικών τρένων και το φως και τη σκιά που πέφτουν πάνω σου όταν κάθεσαι στη θέση δίπλα στο παράθυρο. Ο κόσμος, κλειδωμένος χρόνια τώρα έξω, όρμησε ξαφνικά και μπήκε μέσα του, κι ο Έστθα δεν μπορούσε ούτε τον ίδιο του τον εαυτό να ακούσει από το φοβερό θόρυβο. Τρένα. Αυτοκίνητα. Μουσική. Το Χρηματιστήριο. Ένα φράγμα είχε σπάσει και τα νερά αγριεμένα παρέσερναν τα πάντα στη δίνη τους. Κομήτες, βιολιά, παράτες, μοναξιά, σύννεφα, γενειάδες, θεούσες, κατάλογοι, λάβαρα, σεισμοί κι απόγνωση, βγήκαν ξανά στην επιφάνεια παραδέρνοντας στο στρόβιλο.
Κι ο Έστθα, περπατώντας στην όχθη τού ποταμού, δεν ένιωσε ούτε τη βροχή ούτε το ξαφνικό ρίγος τού κουταβιού που τον είχε υιοθετήσει προσωρινά και τον ακολουθούσε με αβέβαια ακόμα ποδαράκια. Πέρασε το γέρικο μάνγκο και προχώρησε ως την άκρη μιας γλώσσας από λατερίτη που χωνόταν μέσα στο ποτάμι. Κάθισε ανακούρκουδα κι άρχισε να ταλαντεύεται αργά μέσα στη βροχή, μπρος-πίσω. Η πηχτή λάσπη κάτω από τα πόδια του γλιστρούσε πλατσουρίζοντας στα παπούτσια του κι ακουγόταν σαν φιλί υγρό, ξεδιάντροπο. Το παγωμένο κουτάβι έτρεμε από το κρύο – και κοίταζε.
Η Μπέμπα Κοτσάμα και η Κότσου Μάρια, η γκρινιάρα, ευέξαπτη, κοντοστούπα μαγείρισσα που φαινόταν λες κι είχε ξύδι στην καρδιά της, ζούσαν ολομόναχες πια στο Σπίτι του Αγιέμενεμ όταν επαν-Επεστράφη ο Έστθα. Η Μαμάτσι, η γιαγιά, είχε πεθάνει. Ο Τσάκο ζούσε τώρα στον Καναδά, όπου προσπαθούσε, χωρίς επιτυχία, να βγάλει χρήματα πουλώντας κι αγοράζοντας αντίκες.
Τον καιρό των γεγονότων, ζαλισμένος από το χαμό τής Σόφι Μολ, κοίταζε τα πάντα μέσα από ένα πέπλο θλίψης. Σαν παιδί που το άγγιξε η τραγωδία, που μεγαλώνει ξαφνικά κι εγκαταλείπει τα παιχνίδια του, έτσι τα παράτησε κι ο Τσάκο. Τα όνειρα τού Βαρόνου τής Πίκλας και τής Λαϊκής Επανάστασης μπήκαν στο ράφι μαζί με τα σπασμένα αεροπλανάκια του. Όταν έκλεισαν οι Πίκλες Παραντάιζ, πούλησε μερικά από τα ρυζοχώραφα (υποθηκευμένα ακόμα) για να ξεχρεώσει τα δάνεια. Πούλησε κι άλλα για να εξασφαλίσει το ψωμί και το ρουχισμό τής οικογένειας. Την εποχή που ο Τσάκο μετανάστευσε στον Καναδά, το μοναδικό εισόδημα τής οικογένειας προερχόταν από τη φυτεία τού καουτσούκ δίπλα στο Σπίτι του Αγιέμενεμ και τις λίγες φοινικιές που είχαν στο κτήμα. Μ᾿ αυτά έζησαν η Κότσου Μάρια κι η Μπέμπα Κοτσάμα όταν όλοι οι υπόλοιποι είχαν πεθάνει, φύγει ή Επιστραφεί.
Για το σύντροφο Πίλαϊ, δεν είχε σχεδιάσει αυτός την τροπή που πήραν τα γεγονότα. Αυτός βιάστηκε απλώς να χώσει τα πάντα πρόθυμα δάχτυλά του στο γάντι τής Ιστορίας που περίμενε.
Δεν ήταν αποκλειστικά δικό του σφάλμα που ζούσε σε μια κοινωνία, όπου ο θάνατος ενός ανθρώπου μπορούσε να είναι πιο αποδοτικός από τη ζωή του. Η τελευταία επίσκεψη τού Βελούτθα στο σύντροφο Πίλαϊ —μετά τον καβγά του με τη Μαμάτσι και την Μπέμπα Κοτσάμα— και ό,τι συνέβη μεταξύ τους, έμειναν μυστικά. Η τελευταία προδοσία που έστειλε τον Βελούτθα να διασχίσει το ποτάμι, κολυμπώντας κόντρα στο ρεύμα, μέσα στο σκοτάδι και τη νεροποντή, έγινε ακριβώς την ώρα τού ραντεβού του με την Ιστορία.
Όσο για τη Ράχελ.
Ύστερα από το θάνατο τής Άμου (μετά την τελευταία φορά που είχε έρθει στο Αγιέμενεμ, πρησμένη από την κορτιζόνη κι ένα ρόγχο στο στήθος, σαν αντρική φωνή από κάπου μακριά), η Ράχελ έφυγε. Αφήνοντας τα βήματά της να την οδηγούν. Από σχολείο σε σχολείο. Περνούσε τις διακοπές της στο Αγιέμενεμ. Ο Τσάκο κι η Μαμάτσι δεν τής έδιναν σημασία (ο πόνος τούς είχε πνίξει κι είχαν βουλιάξει μέσα του, σαν μεθυσμένοι), ενώ στην Μπέμπα Κοτσάμα δεν έδινε σημασία εκείνη. Όσο για την ανατροφή τής Ράχελ, ο Τσάκο κι η Μαμάτσι προσπάθησαν αλλά δεν τα κατάφεραν. Τη φρόντιζαν, τής εξασφάλιζαν τα απαραίτητα (τροφή, ρούχα, δίδακτρα) μα δεν τη νοιάζονταν.
Ο Χαμός τής Σόφι Μολ τριγύριζε σιγανά μέσα στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Τα βήματα τής παρουσίας της ήταν αθόρυβα, λες και φορούσε μονάχα τις κάλτσες της. Ήταν κρυμμένη στα βιβλία και τα φαγητά. Στη θήκη τού βιολιού τής Μαμάτσι. Στα πληγιασμένα πόδια του Τσάκο που τα έξυνε ασταμάτητα και δεν τα άφηνε να γιάνουν. Στα λεπτά, σχεδόν γυναικεία πόδια του.
Είναι παράξενο πώς μερικές φορές η θύμηση ενός θανάτου εξακολουθεί να ζει κι όταν ακόμα έχει σβήσει η θύμηση τής ζωής, την οποία τερμάτισε. Με τα χρόνια, κι ενώ η ανάμνηση τής Σόφι Μολ — (τού Κοριτσιού που Έψαχνε τις Μικρές Σοφίες: Πού πάνε τα γέρικα πουλιά όταν πεθαίνουν; Γιατί δεν πέφτουν σαν πέτρες απ᾿ τον ουρανό; Τού Κοριτσιού που Έλεγε τις Σκληρές Αλήθειες: Εγώ είμαι μισή Αγγλίδα, εσείς όχι. Τού Κοριτσιού που Έφερνε το Μήνυμα τού Πηγμένου Αίματος: Μια φορά είδα ένα σκοτωμένο και το μάτι του κρεμόταν από ένα νεύρο και τιναζόταν σαν γιο-γιο, πάνω-κάτω) — θάμπωνε και χανόταν σιγά σιγά, ο Χαμός της μεγάλωνε κι έμοιαζε ολοένα και πιο κοντινός, πιο ζωντανός. Ήταν πάντα εκεί. Σαν φρούτο στην εποχή του. Σε κάθε εποχή. Μόνιμος. Σαν δημόσιος υπάλληλος. Συντρόφεψε τη Ράχελ στα παιδικά της χρόνια (από σχολείο σε σχολείο), την ακολούθησε και μετά, όταν έγινε γυναίκα.
Τη Ράχελ την έγραψαν για πρώτη φορά στα μαύρα κατάστιχα, όταν ήταν έντεκα χρονών. Ήταν τότε εσωτερική στις Καλόγριες, στο μοναστήρι τής Ναζαρέτ. Και την έπιασαν στα πράσα, έξω από την αυλόπορτα τής διευθύνουσας, τη στιγμή που στόλιζε με λουλούδια μια αχνιστή ακόμα σβουνιά αγελάδας. Την άλλη μέρα το πρωί, μετά την Προσευχή, την υποχρέωσαν να κοιτάξει στο Λεξικό τής Οξφόρδης τη λέξη "Διαφθορά" και να διαβάσει δυνατά, μπροστά σε όλες τις μαθήτριες, τη σημασία της. Έκλυση ηθών, εξαχρείωση, avnθικότητα, διάβασε η Ράχελ. Πίσω της μια χούφτα καλόγριες με σφιγμένα στόματα. Μπροστά της μια θάλασσα κοριτσίστικα πρόσωπα, όλο κοροϊδία. «Η ιδιότητα τού αχρείου, η ακολασία, η διαφθορά η οφειλόμενη στο προπατορικό αμάρτημα. Ο άνθρωπος γεννιέται βυθισμένος στην εξαχρείωση, απομακρυσμένος από τον Θεό. Και δεν είναι σε θέση από μόνος του να νικήσει το Κακό και να γλιτώσει από τη φαυλότητα και την αμαρτία. Τζ.Χ. Μπλαντ».
Έξι μήνες αργότερα την απέβαλαν, μετά από επανειλημμένα παράπονα των μεγαλύτερων κοριτσιών. Την κατηγορούσαν (και δικαίως) ότι κρυβόταν πίσω από πόρτες και, ξεφυτρώνοντας ξαφνικά, έπεφτε πάνω στις συμμαθήτριές της επίτηδες. Όταν η διευθύνουσα τής ζήτησε εξηγήσεις για τη συμπεριφορά της (αφού την πήρε με το καλό και με το άγριο, αφού την τιμώρησε κάμποσες φορές με τη βέργα, αφού την άφησε ακόμα περισσότερες φορές νηστική), η Ράχελ ομολόγησε τελικά ότι το έκανε για να διαπιστώσει αν τα στήθη πονούν. Σ᾿ αυτό το χριστιανικότατο ίδρυμα η ύπαρξη τού γυναικείου στήθους δεν ήταν αναγνωρισμένη. Κι αφού το στήθος δεν υπήρχε, πώς ήταν δυνατόν να πονάει; Αυτή ήταν η πρώτη αποβολή σε σύνολο τριών. Τη δεύτερη φορά την έδιωξαν επειδή κάπνιζε. Και την τρίτη επειδή έβαλε φωτιά στην περούκα τής διευθύνουσας, την οποία η Ράχελ παραδέχτηκε ότι είχε κλέψει. Σε όλα τα σχολεία, απ᾿ όπου πέρασε, οι δασκάλες της παρατηρούσαν ότι:
α) Ήταν ένα εξαιρετικά ευγενικό παιδί.
β) Δεν είχε φίλες.
Φαίνεται πως η διαφθορά της ήταν διαφθορά μοναχική, πολιτισμένη, ευγενική. Και γι᾿ αυτόν ακριβώς το λόγο συμφωνούσαν όλες (απολαμβάνοντας τη δασκαλίστικη αυστηρότητά τους, αφήνοντάς τη να λιώσει αργά πάνω στη γλώσσα τους, γλείφοντάς τη σαν γλυκιά καραμέλα) – διαφθορά πολύ πιο σοβαρή κι ανησυχητική από τη συνηθισμένη. Ήταν, ψιθύριζαν η μια στην άλλη, λες και δεν ήξερε πώς πρέπει να φέρεται ένα κορίτσι.
Δεν έπεφταν και πολύ έξω.
Κατά τρόπο παράδοξο, η εγκατάλειψη και η αμέλεια από μέρους των κηδεμόνων της, είχαν οδηγήσει στην περίπτωσή της σε μια απελευθέρωση τού πνεύματος. Η εξέλιξη αυτή μόνο συμπτωματική μπορεί να θεωρηθεί.
Η Ράχελ μεγάλωσε μόνη της, χωρίς κανείς να τη βοηθήσει ή να την κατευθύνει. Κανείς δεν προσπάθησε να τής βρει γαμπρό για να την παντρέψει. Κανείς δεν τής έφτιαξε προίκα. Μεγάλωσε χωρίς τα απειλητικά σύννεφα τού μελλοντικού συζύγου να αμαυρώνουν τον ορίζοντα τής νεαρής ζωής της.
Όσο δεν ενοχλούσε, την άφηναν ήσυχη, να ψάχνει μόνη τις απαντήσεις στα ερωτήματα που την απασχολούσαν: για τα κοριτσίστικα στήθια, αν πονούν και πόσο· για τα ψεύτικα μαλλιά και πόσο γρήγορα καίγονται· για τη ζωή και πώς πρέπει να τη ζούμε.
Όταν τέλειωσε το σχολείο, κατάφερε να μπει σε ένα παρακατιανό κολέγιο Αρχιτεκτονικής στο Δελχί. Δεν είχε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική. Κατά βάθος δεν είχε κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Τυχαία έδωσε εξετάσεις και τυχαία επίσης μπήκε. Οι εξεταστές εντυπωσιάστηκαν όχι τόσο από το ταλέντο της όσο από το μέγεθος (τεράστιο) τής νεκρής φύσης που είχε σχεδιάσει με κάρβουνο. Παρεξήγησαν τις απρόσεχτες, γρήγορες μολυβιές της. Τις απέδωσαν σε καλλιτεχνική αυτοπεποίθηση. Η Ράχελ ωστόσο δεν ήταν καλλιτέχνιδα.
Έμεινε οχτώ χρόνια στο κολέγιο, χωρίς να τελειώσει τα μαθήματα τής πενταετούς προπτυχιακής φοίτησης. Και χωρίς φυσικά να πάρει το δίπλωμά της. Το ποσό των διδάκτρων ήταν μικρό και δε δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα. Ζούσε στη φοιτητική εστία, έτρωγε στο φτηνό εστιατόριο τού κολεγίου, πήγαινε σπάνια στις παραδόσεις. Δούλευε σχεδιάστρια σε σκοτεινά αρχιτεκτονικά γραφεία που πλήρωναν ψίχουλα τούς σπουδαστές για να τούς κάνουν τα σχέδια, ρίχνοντάς τους και την ευθύνη για ό,τι δεν πήγαινε καλά. Το πείσμα και η παντελής έλλειψη φιλοδοξίας τής Ράχελ έφερναν σε αμηχανία τούς άλλους φοιτητές, ιδιαίτερα τα αγόρια. Την άφηναν, λοιπόν, στην ησυχία της. Ποτέ δεν την καλούσαν στα όμορφα σπίτια τους ή στα φασαριόζικα πάρτι τους. Ακόμα κι οι καθηγητές της την αντιμετώπιζαν με κάποια δυσπιστία— τα παράξενα κτίρια που σχεδίαζε σε φτηνό καφετί χαρτί, η αδιαφορία της για τα όλο ενδιαφέρον και πάθος σχόλιά τους, τούς έκαναν δισταχτικούς και συγκρατημένους απέναντί της.
Έγραφε πότε πότε στον Τσάκο και τη Μαμάτσι αλλά δε γύρισε ούτε μια φορά πίσω, στο Αγιέμενεμ. Ούτε όταν πέθανε η Μαμάτσι. Ούτε όταν έφυγε ο Τσάκο μετανάστης στον Καναδά. Κι ενώ πήγαινε ακόμα στη Σχολή Αρχιτεκτονικής, γνώρισε τον Λάρι ΜακΚάσλιν που είχε έρθει στο Δελχί για να συγκεντρώσει υλικό για το διδακτορικό του σχετικά με την Αποδοτική Χρήση τής Ενέργειας στην Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική. Ο Λάρι την πρωτοείδε στη βιβλιοθήκη κι ύστερα, μερικές μέρες αργότερα, στην αγορά Κχαν. Η Ράχελ φορούσε τζιν παντελόνι κι άσπρο φανελάκι. Ένα παλιό πολύχρωμο φουλάρι ήταν τυλιγμένο γύρω από το λαιμό της κι ανέμιζε πίσω της σαν εσάρπα. Τα ατίθασα μαλλιά της ήταν δεμένα στο σβέρκο σφιχτά, να φαίνονται ίσια μολονότι δεν ήταν. Ένα μικροσκοπικό διαμαντάκι έλαμπε περασμένο στο ρουθούνι. Είχε απίστευτα όμορφους ώμους και χαριτωμένο, αθλητικό περπάτημα. Σαν μελωδία τής τζαζ, σκέφτηκε ο Λάρι ΜακΚάσλιν και την ακολούθησε σε ένα βιβλιοπωλείο, όπου κανείς από τούς δυο δε γύρισε να κοιτάξει τα βιβλία. Η Ράχελ προχώρησε στο γάμο, σαν τον επιβάτη που προχωράει κατευθείαν προς το άδειο κάθισμα στην αίθουσα αναμονής τού αεροδρομίου. Με σκοπό Να Καθίσει. Όταν ο Λάρι γύρισε στη Βοστόνη, η Ράχελ τον ακολούθησε.
Κάθε φορά που αγκάλιαζε τη γυναίκα του, με το μάγουλό της να ακουμπάει στην καρδιά του, ο Λάρι έβλεπε την κορφή τού κεφαλιού της, την πηγή τού μαύρου χειμάρρου των μαλλιών της, τόσο ψηλός ήταν. Όταν ακουμπούσε το δάχτυλό του στην άκρη των χειλιών της, ένιωθε έναν αδύναμο παλμό. Το αγαπούσε αυτό το σημείο. Κι αυτόν τον αχνό, αβέβαιο χτύπο ακριβώς κάτω από το δέρμα της. Το άγγιζε, το αφουγκραζόταν, σαν τον πατέρα που χαϊδεύει το αγέννητο παιδί του μέσα στην κοιλιά τής γυναίκας του και νιώθει τις κινήσεις του κάτω από το δέρμα της.
Την κρατούσε σαν να ήταν στολίδι. Δώρο που τού χάρισε η αγάπη. Κάτι ήσυχο και μικρό. Κάτι αφάνταστα πολύτιμο.
Τις στιγμές τού έρωτα όμως, τα μάτια της τον ενοχλούσαν. Τον κοίταζαν λες κι ανήκαν σε κάποιον άλλο. Κάποιον που κοίταζε απλώς. Κάποιον που αγνάντευε τη θάλασσα από το παράθυρό του. Μια βάρκα στο ποτάμι. Ή έναν περαστικό μέσα στην ομίχλη, φορώντας το καπέλο του.
Θύμωνε επειδή δεν καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό το βλέμμα. Το τοποθετούσε κάπου ανάμεσα στην αδιαφορία και την απελπισία. Δεν ήξερε ότι σε μερικά μέρη, όπως για παράδειγμα στην πατρίδα τής Ράχελ, υπήρχαν πολλά είδη απελπισίας που πάλευαν για την πρωτοκαθεδρία. Κι ότι η προσωπική απελπισία τού καθενός δεν ήταν ποτέ αρκετά απελπισμένη για να κερδίσει αυτήν τη μάχη. Δεν ήξερε ότι κάτι συνέβαινε κάθε φορά που η προσωπική αναστάτωση ερχόταν κι έμπαινε μέσα στο ναό τής απέραντης, τής βάναυσης, τής περιδινούμενης, ορμητικής, γελοίας, παράλογης, ασύλληπτης, γενικής αναστάτωσης ενός ολόκληρου λαού. Δεν ήξερε ότι ο Μεγάλος Θεός έκλαιγε σαν καυτός αέρας κι απαιτούσε λατρεία και πίστη. Πλάι του ο Μικρός Θεός (xαριτωμένος κι αξιαγάπητος, συγκρατημένος, ιδιωτικός και περιορισμένος) έβγαινε όλο εγκαύματα απ᾿ το αγκάλιασμά του, γελώντας με την ίδια την αποκοτιά του. Η επιβεβαίωση τής ασημαντότητάς του τον άφηνε πιο σκληρό, πιο χοντρόπετσο, πιο αδιάφορο από πριν. Τίποτα δεν είχε μεγάλη σημασία. Ελάχιστα πράγματα είχαν σημασία. Κι αυτά τα λίγα πράγματα που είχαν σημασία, δε μετρούσαν και πολύ. Μετρούσαν λίγο, όλο και πιο λίγο. Τίποτα δεν ήταν αρκετά σπουδαίο. Γιατί Υπήρχαν Και Χειρότερα. Στην πατρίδα τής Ράχελ που ισορροπούσε διαρκώς ανάμεσα στον τρόμο τού πολέμου και τη φρίκη τής ειρήνης, τα Χειρότερα δε σταματούσαν λεπτό να συμβαίνουν.
Ο Μικρός Θεός γελούσε, λοιπόν, το κούφιο γέλιο του και ξεμάκραινε χοροπηδώντας. Σαν πλουσιόπαιδο με κοντά παντελονάκια. Σφύριζε, κλοτσούσε πετραδάκια. Το εύθραυστο κέφι του ανάβλυζε απ᾿ τη διαπίστωση πως η δική του δυστυχία ήταν μικρή, ελάχιστη, ασήμαντη σε σύγκριση με τη δυστυχία των άλλων. Σκαρφάλωνε στα μάτια των ανθρώπων και τα σκοτείνιαζε.
Αυτό που έβλεπε ο Λάρι ΜακΚάσλιν στα μάτια τής Ράχελ δεν ήταν απελπισία. Ήταν ένα είδος αναγκαστικής, υποχρεωτικής αισιοδοξίας. Και μια τρύπα, ένα κενό, εκεί όπου άλλοτε βρίσκονταν τα λόγια τού Έστθα. Πώς να τα καταλάβει αυτά τα πράγματα ο Λάρι; Κανείς δεν είχε από τον Λάρι την απαίτηση να καταλάβει κάτι τέτοιο. Πως το κενό στο βλέμμα τής αδελφής ήταν απλώς μια άλλη πλευρά τής ησυχίας που βασίλευε μέσα στο δίδυμο αδελφό της. Ότι τα δύο αυτά πράγματα ήταν οι δύο όψεις τού ίδιου νομίσματος. Πως ταίριαζαν μεταξύ τους σαν δυο κουτάλια βαλμένα το ένα πάνω στο άλλο. Σαν τα κορμιά εραστών που γνωρίζονται πια καλά μεταξύ τους.
Όταν χώρισαν, η Ράχελ δούλεψε για λίγους μήνες σερβιτόρα σε ένα ινδικό εστιατόριο στη Νέα Υόρκη. Έπειτα έπιασε δουλειά για κάμποσα χρόνια σε ένα βενζινάδικο έξω από την Ουάσιγκτον: κρατούσε τη νυχτερινή βάρδια τού ταμείου καθισμένη σε μια αλεξίσφαιρη καμπίνα. Υπήρχαν μεθυσμένοι πελάτες που ξερνούσαν μπροστά στα μάτια της. Υπήρχαν νταβατζήδες που τής έκαναν προτάσεις για αποδοτικότερες ασχολίες. Δυο φορές είδε ανθρώπους να σκοτώνονται: τούς είχαν πυροβολήσει από το παράθυρο τού αυτοκινήτου τους. Και μια φορά είδε έναν άλλο, μαχαιρωμένο, με το στιλέτο ακόμα καρφωμένο στην πλάτη· τον πέταξαν στο δρόμο από ένα αυτοκίνητο που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα.
Ύστερα η Μπέμπα Κοτσάμα έστειλε γράμμα στη Ράχελ πως ο Έστθα επαν-Επεστράφη. Η Ράχελ παράτησε τη δουλειά της στο βενζινάδικο κι έφυγε με χαρά από την Αμερική. Για να γυρίσει στο Αγιέμενεμ. Στον Έστθα που περπατούσε στη βροχή.
Στο παλιό σπίτι πάνω στο λόφο η Μπέμπα Κοτσάμα καθόταν στην τραπεζαρία κι έτριβε ένα μαραμένο αγγούρι να ξεπικρίσει. Το παχύρρευστο πικρό ζουμί του κυλούσε κάτω απ᾿ τα δάχτυλά της. Φορούσε ένα παλιό καρό νυχτικό από κρεπ με φουσκωτά. Κάτω από το τραπέζι κουνούσε τα μικροσκοπικά, περιποιημένα ποδαράκια της, σαν μαθήτρια καθισμένη στο θρανίο. Οι πατούσες της ήταν πρησμένες, γεμάτες νερό, σαν μικρά μαξιλαράκια σε σχήμα ποδιού. Τα παλιά χρόνια, η Μπέμπα Κοτσάμα επέμενε να προσβάλει όλους τούς επισκέπτες τους που είχαν πόδια μεγαλύτερα απ᾿ τα δικά της. Τούς ζητούσε να τής δώσουν τα σανδάλια τους για να τα δοκιμάσει. Ύστερα έλεγε: «Κοιτάξτε πόσο μεγάλα μού πέφτουν!» Έπειτα σηκώνοντας το σάρι της έκανε δυο τρεις βόλτες μες στο σπίτι για να μπορέσουν όλοι να θαυμάσουν τα μικροσκοπικά της πόδια.
Καθάριζε το αγγούρι με ένα ύφος απροκάλυπτα θριαμβευτικό. Χαιρόταν που ο Έστθα δεν είχε μιλήσει με τη Ράχελ. Που την είχε κοιτάξει και την είχε προσπεράσει χωρίς κουβέντα. Κάτω απ᾿ τη βροχή. Έτσι όπως είχε κάνει και με όλους τούς άλλους.
Ήταν ογδόντα τριών χρονών. Τα μάτια της ήταν θολά σαν λιωμένο βούτυρο πίσω από τούς χοντρούς φακούς των γυαλιών της.
«Σου το ᾿χα πει! Δε σού το ᾿χα πει;» στράφηκε στη Ράχελ. «Τι περίμενες; Ειδική μεταχείριση; Έχει χάσει το μυαλό του, σού λέω! Δεν αναγνωρίζει κανέναν πια! Τι νόμιζες;»
Η Ράχελ δεν απάντησε.
Ένιωθε το ρυθμό τής ταλάντευσης τού Έστθα, ένιωθε την υγρασία τής βροχής πάνω στο δέρμα του. Άκουγε το βραχνό σαματά τού κόσμου μες στο κεφάλι του.
Η Μπέμπα Κοτσάμα κοίταξε με δυσφορία τη Ράχελ. Το είχε μετανιώσει κιόλας που τής είχε γράψει για την επιστροφή τού Έστθα. Αλλά τι άλλο να ᾿κανε; Να τον φορτωθεί η ίδια για την υπόλοιπη ζωή της; Γιατί θα έπρεπε; Δεν ήταν δική της η ευθύνη.
Ή μήπως ήταν;
Η σιωπή ήρθε και στρώθηκε ανάμεσα στη θεία και την ανιψιά σαν τρίτο πρόσωπο. Σαν κάποιος ξένος. Πρησμένος. Άρρωστος. Η Μπέμπα Κοτσάμα κράτησε μια νοερή σημείωση, να κλειδώσει την πόρτα της τη νύχτα. Προσπάθησε να βρει κάτι να πει.
«Πώς σού φαίνεται το καινούργιο μου κούρεμα;»
Κρατώντας το αγγούρι, σήκωσε το χέρι της προς τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της. Εκεί όπου τα άγγιξε, άφησε λίγες φουσκάλες από τον πηχτό άσπρο αφρό που λέρωνε τις παλάμες της. Η Ράχελ δε βρήκε τίποτα να απαντήσει. Παρακολουθούσε την Μπέμπα Κοτσάμα που καθάριζε το αγγούρι της. Κιτρινοπράσινες φλούδες είχαν κολλήσει στο στήθος της. Τα μαλλιά της, βαμμένα κατάμαυρα, ήταν χτενισμένα πάνω στο κεφάλι της σαν ξετυλιγμένος σπάγκος. Η βαφή είχε ποτίσει το δέρμα τού μετώπου της και το ανοιχτό γκρίζο χρώμα ζωγράφιζε μια δεύτερη, σκιερή γραμμή, κάτω από τις φύτρες των μαλλιών της. Η Ράχελ πρόσεξε πως είχε αρχίσει να βάφεται. Κραγιόν στα χείλη. Κολ* στα μάτια. Μια ιδέα κοκκινάδι στα μάγουλα. Κι επειδή το σπίτι ήταν κλειστό και θεοσκότεινο, κι επειδή η θεία της δεν παραδεχόταν παρά μόνο τις σαραντάρες λάμπες, τα βαμμένα χείλη της ξέφευγαν λιγάκι από τη θέση των πραγματικών χειλιών της.
Είχε αδυνατίσει στο πρόσωπο και στους ώμους, και δεν έμοιαζε πια με σφαίρα αλλά με κώνο. Καθισμένη όπως ήταν, με τούς τεράστιους γοφούς της κρυμμένους κάτω από το τραπέζι, έδειχνε σχεδόν εύθραυστη. Το αδύναμο φως τής τραπεζαρίας είχε σβήσει τις ρυτίδες από το πρόσωπό της και την έδειχνε —με έναν παράξενο, υπόγειο τρόπο– νεότερη. Ήταν φορτωμένη μ᾿ ένα σωρό κοσμήματα. Τα κοσμήματα τής νεκρής γιαγιάς τής Ράχελ. Όλα. Αστραφτερά δαχτυλίδια. Διαμαντένια σκουλαρίκια. Χρυσά βραχιόλια κι ένα θαυμάσιο, λεπτοδουλεμένο περιδέραιο από χρυσάφι στο λαιμό· πότε πότε σήκωνε το χέρι της και το χάιδευε, σαν να ᾿θελε να βεβαιωθεί ότι ήταν στη θέση του, ότι ήταν δικό της. Σαν νιόπαντρη που δεν μπορεί να πιστέψει στην ίδια της την τύχη.
Ζει τη ζωή της ανάποδα, προς τα πίσω, σκέφτηκε η Ράχελ.
Ήταν μια αλλόκοτα πετυχημένη παρατήρηση. Η Μπέμπα Κοτσάμα είχε ζήσει πράγματι τη ζωή της ανάποδα, από το τέλος προς την αρχή. Όταν ήταν ακόμα νέα κοπέλα, είχε απαρνηθεί τα υλικά αγαθά και τις απολαύσεις τού κόσμου τούτου. Και τώρα που είχε γεράσει πια, τα λαχταρούσε και τα αγκάλιαζε άπληστα. Τον κόσμο που είχε απαρνηθεί παλιότερα, τώρα τον αγαπούσε.
Στα δεκαοχτώ της χρόνια, η Μπέμπα Κοτσάμα ερωτεύτηκε έναν όμορφο νεαρό Βενεδικτίνο Ιρλανδικής καταγωγής, τον πατέρα Μάλιγκαν που είχε έρθει για ένα χρόνο στην Κέραλα ως αντιπρόσωπος τής Ιεραποστολής από το Μαδράς. Μελετούσε τα ινδουιστικά λατρευτικά κείμενα για να μπορεί να τα ανασκευάσει με επιτυχία.
Κάθε Πέμπτη πρωί, ο πατήρ Μάλιγκαν ερχόταν στο Αγιέμενεμ να δει τον πατέρα τής Μπέμπας Κοτσάμα, τον αιδεσιμότατο Ι. Τζον Ίπε που ήταν ιερέας τής Εκκλησίας Μαρ Τόμα. Ο αιδεσιμότατος Ίπε ήταν γνωστός στη χριστιανική κοινότητα: τον είχε ευλογήσει ο ίδιος ο Πατριάρχης Αντιοχείας, η κεφαλή τής Συριακής Χριστιανικής Εκκλησίας επεισόδιο που αποτελούσε πλέον αναπόσπαστο στοιχείο τής τοπικής παράδοσης στο Αγιέμενεμ.
Το 1876, όταν ο πατέρας τής Μπέμπας Κοτσάμα ήταν εφτά χρονών, ο πατέρας του τον πήγε να δει τον Πατριάρχη που είχε έρθει για επίσκεψη στην Κέραλα, να ευλογήσει τούς πιστούς τής Συριακής Χριστιανικής Εκκλησίας. Βρέθηκαν μπροστά μπροστά μαζί με κάποιους άλλους, στους οποίους ο Πατριάρχης μιλούσε από τη δυτική βεράντα τού μεγάρου Κάλενι, στο Κοτσίν. Αρπάζοντας την ευκαιρία, ο πατέρας ψιθύρισε δυο λόγια στο αφτί τού μικρού γιου του και έσπρωξε το παιδί μπροστά. Ο μελλοντικός αιδεσιμότατος που λίγο έλειψε να σκοντάψει από το φόβο του και να σωριαστεί φαρδύς πλατύς στις πλάκες, προχώρησε αδέξια κι ακούμπησε τα παγωμένα χείλη του στο δαχτυλίδι που φορούσε ο Πατριάρχης στο μεσιανό του δάχτυλο, σαλιώνοντάς το. Ο Πατριάρχης σκούπισε το δαχτυλίδι στο μανίκι του κι ευλόγησε το μικρό αγόρι. Χρόνια αργότερα, όταν μεγάλωσε κι έγινε ιερέας, τον αιδεσιμότατο Ίπε τον έλεγαν ακόμα Πουνιάν Κούντζου — Ο Μικρός Ευλογημένος— κι ένα σωρό άνθρωποι έρχονταν με τις βάρκες από το ποτάμι, για να ευλογήσει τα παιδιά τους.
Παρά τη σημαντική διαφορά ηλικίας που είχαν ο πατήρ Μάλιγκαν και ο αιδεσιμότατος Ίπε, παρόλο που ανήκαν σε διαφορετικές χριστιανικές εκκλησίες (των οποίων το μοναδικό κοινό στοιχείο ήταν η αμοιβαία αντιπάθεια), οι δυο άντρες έκαναν καλή παρέα μεταξύ τους. Και τις περισσότερες φορές ο πατήρ Μάλιγκαν έμενε και για φαγητό. Από τούς δυο, μόνο ο ένας είχε προσέξει τη σεξουαλική αναστάτωση που φούσκωνε σαν την παλίρροια μέσα στο λυγερό κορίτσι και το ωθούσε να τριγυρίζει κοντά τους ακόμα κι όταν το τραπέζι είχε μαζευτεί πια από ώρα.
Η Μπέμπα Κοτσάμα προσπάθησε στην αρχή να πλανέψει τον πατέρα Μάλιγκαν με εβδομαδιαίες επιδείξεις σκηνοθετημένης φιλανθρωπίας. Κάθε Πέμπτη πρωί, την ώρα ακριβώς που τον περίμεναν να φτάσει, η Μπέμπα Κοτσάμα έπλενε με το ζόρι δίπλα στο πηγάδι τους ένα φτωχό παιδί του χωριού· το κόκκινο σκληρό σαπούνι που κρατούσε στα χέρια της, το πονούσε καθώς τριβόταν πάνω στα αδύνατα πλευρά τού παιδιού. «Καλημέρα, πάτερ!» φώναζε η Μπέμπα Κοτσάμα μόλις τον έβλεπε. Το χαμόγελο στα χείλη της έκρυβε τη δύναμη, με την οποία το χέρι της έσφιγγε σαν μέγγενη το σαπουνισμένο και γλιστερό μπρατσάκι τού κακόμοιρου παιδιού.
«Καλή σου μέρα κι εσένα, Μπέμπα!» απαντούσε ο πατήρ Μάλιγκαν σταματώντας και κλείνοντας την ομπρέλα του. «Υπάρχει κάτι που ήθελα να σάς ρωτήσω», άρχιζε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Στην Α΄ Προς Κορινθίους, κεφάλαιο δέκατο, στίχος είκοσι τρία, λέει... “Πάντα μοι έξεστιν αλλ᾿ ου πάντα συμφέρει”. Πάτερ, πώς είναι δυνατόν να επιτρέπονται τα πάντα; Δηλαδή μερικά, εντάξει. Το καταλαβαίνω. Μερικά επιτρέπονται αλλά...»
Ο πατήρ Μάλιγκαν δεν ήταν απλώς κολακευμένος με την αναστάτωση που προκαλούσε στο ελκυστικό νεαρό κορίτσι με τα τρεμάμενα λαχταριστά χείλη και τα λαμπερά κατάμαυρα μάτια. Γιατί ήταν κι αυτός νέος και μπορεί να μην το καταλάβαινε καν πως οι λεπτομερείς εξηγήσεις με τις οποίες απαντούσε στις ψεύτικες βιβλικές απορίες της, βρίσκονταν σε πλήρη αντίθεση με τις τολμηρές υποσχέσεις που ακτινοβολούσαν τα αστραφτερά σμαραγδένια μάτια του. Κάθε Πέμπτη, αδιαφορώντας για τον αμείλικτο μεσημεριάτικο ήλιο, στέκονταν δίπλα στο πηγάδι. Η νεαρή κοπέλα και ο ατρόμητος ιησουίτης — τρέμοντας κι οι δυο από πάθη κάθε άλλο παρά χριστιανικά. Χρησιμοποιώντας τη Βίβλο σαν πρόσχημα για να να είναι μαζί.
Και κάθε φορά, στα μισά τής κουβέντας, το άτυχο μισοσαπουνισμένο παιδί κατάφερνε να ξεφύγει. Και κάθε φορά ο πατήρ Μάλιγκαν συνερχόταν και φώναζε: «Οπ! Καλύτερα να το αρπάξουμε εμείς πριν αρπάξει αυτό καμιά γρίπη».
Ύστερα ξανάνοιγε την ομπρέλα του κι έφευγε, με το σοκολατί του ράσο και τα άνετα σανδάλια του, σαν καμήλα βιαστική που τρέχει να φτάσει στον προορισμό της. Πίσω του έσερνε τη λαβωμένη καρδιά της νεαρής Μπέμπας Κοτσάμα. Δεμένη με σχοινί, την τραβούσε, κι εκείνη τον ακολουθούσε τρέχοντας, σκοντάφτοντας στα πετραδάκια, γλιστρώντας στα πεσμένα φύλλα. Πληγωμένη και σχεδόν ραγισμένη.
Μια ολόκληρη χρονιά από Πέμπτες πέρασε. Κι ήρθε ο καιρός να επιστρέψει ο πατήρ Μάλιγκαν στο Μαδράς. Μιας κι η φιλανθρωπία δεν είχε αποφέρει καρπούς, συντετριμμένη η Μπέμπα Κοτσάμα στήριξε τις στερνές της ελπίδες στην πίστη.
Επιδεικνύοντας φοβερή και τρομερή ξεροκεφαλιά (την εποχή εκείνη ήταν μεγάλο κουσούρι για μια κοπέλα, ίσως και μεγαλύτερο από τα σωματικά – όπως το λαγώχειλο, ας πούμε, ή το στρεβλό πόδι), η Μπέμπα Κοτσάμα εναντιώθηκε στις επιθυμίες τού πατέρα της και ασπάστηκε τον καθολικισμό. Με ειδική άδεια τού Βατικανού έγινε δεκτή ως δόκιμη σε ένα μοναστήρι κοντά στο Μαδράς. Έλπιζε ίσως ότι με αυτόν τον τρόπο θα τής δίνονταν νόμιμα κάποιες ευκαιρίες να βλέπει τον πατέρα Μάλιγκαν. Φανταζόταν τον εαυτό της στο πλευρό του, σε σκοτεινές αίθουσες, σε νάρθηκες εκκλησιών με βαριές βελούδινες κουρτίνες, να κουβεντιάζουν θεολογικά ζητήματα. Αυτό ήταν το όνειρό της. Αυτό ήταν κι η πιο τολμηρή από τις ελπίδες της. Να βρίσκεται κοντά του. Τόσο κοντά που να φτάνει ως τα ρουθούνια της η μυρωδιά τής γενειάδας του. Τόσο κοντά που να ξεχωρίζει την ύφανση στο χοντρό κάμποτο τού ράσου του. Τόσο κοντά που να τον αγαπάει με τα μάτια.
Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε ότι οι προσπάθειές της ήταν μάταιες. Διαπίστωσε ότι οι Πρεσβύτερες Αδελφές μονοπωλούσαν τούς ιερείς και τούς επισκόπους με βιβλικές απορίες πιο εκλεπτυσμένες, πιο πολύπλοκες απ᾿ όσο θα μπορούσαν να είναι ποτέ οι δικές της. Κι ότι θα περνούσαν χρόνια ολόκληρα πριν καταφέρει να πλησιάσει τον πατέρα Μάλιγκαν σε απόσταση βολής. Περνούσε τις μέρες της στο μοναστήρι ανήσυχη και δυστυχισμένη. Η κολλαριστή καλύπτρα που φορούσε, τής προκάλεσε επίμονο αλλεργικό έκζεμα στο κεφάλι. Ήταν σίγουρη ότι μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ᾿ όλες τις άλλες. Κι αυτό έκανε τη μοναξιά της ακόμα πιο ανυπόφορη.
Δεν είχε περάσει ούτε χρόνος αφότου μπήκε στο μοναστήρι, όταν ο πατέρας της άρχισε να παίρνει αινιγματικά γράμματα με το ταχυδρομείο. Αγαπημένε μου Πατερούλη, είμαι πολύ καλά. Πανευτυχής που υπηρετώ την Παναγία μας. Αλλά η "Κοχινούρ" δεν περνάει καθόλου καλά: μάλλον υποφέρει και θέλει να γυρίσει στο σπίτι. Αγαπημένε μου Πατερούλη, η Κοχινούρ έκανε σήμερα εμετό μετά το φαγητό. Έχει πυρετό. Αγαπημένε μου Πατερούλη, φαίνεται πως το φαγητό τής μονής δεν αρέσει στην Κοχινούρ, παρόλο που εγώ το τρώω μια χαρά. Αγαπημένε μου Πατερούλη, η Κοχινούρ είναι πολύ στενοχωρημένη, επειδή η οικογένειά της δεν την καταλαβαίνει και δε νοιάζεται καθόλου γι᾿ αυτήν...
Πέρα από το γεγονός ότι έτσι λεγόταν (τότε) το μεγαλύτερο διαμάντι στον κόσμο, ο αιδεσιμότατος Ι. Tζov Ίπε δεν ήξερε καμιά Κοχινούρ. Αναρωτιόταν μάλιστα πώς ήταν δυνατόν ένα κορίτσι με μουσουλμανικό όνομα να βρίσκεται σε ένα καθολικό μοναστήρι.
Με τα πολλά η μητέρα τής Μπέμπας Κοτσάμα κατάλαβε πως πίσω από το όνομα αυτό δεν κρυβόταν παρά η ίδια η Μπέμπα Κοτσάμα. Θυμήθηκε ότι πολλά χρόνια πριν είχε δείξει στην κόρη της ένα αντίγραφο τής διαθήκης τού πατέρα της (τού παππού δηλαδή της Μπέμπας Κοτσάμα), στην οποία μιλούσε για τα εγγόνια του με τα παρακάτω λόγια: Έχω εφτά πολύτιμα πετράδια μα το ομορφότερο απ᾿ όλα είναι η Κοχινούρ μου. Συνέχιζε αφήνοντας μικρά χρηματικά ποσά και λίγα χρυσαφικά σε καθένα από τα εγγόνια του, χωρίς ωστόσο να ξεκαθαρίζει ποιο απ᾿ όλα ήταν η Κοχινούρ του. Η μητέρα τής Μπέμπας Κοτσάμα κατάλαβε πως για λόγους ανεξήγητους η κόρη της είχε πιστέψει πως εννοούσε εκείνη – και κλεισμένη στο μοναστήρι χρόνια αργότερα, γνωρίζοντας ότι όλα τα γράμματα τα διάβαζε η Ηγουμένη πριν φύγουν με το ταχυδρομείο, ανέστησε την Κοχινούρ για να μπορέσει να ενημερώσει την οικογένειά της.
Ο αιδεσιμότατος Ίπε πήγε στο Μαδράς και πήρε την κόρη του απ᾿ το μοναστήρι. Η νεαρή κοπέλα γύρισε πανευτυχής στο σπίτι της αλλά για τίποτα στον κόσμο δε δέχτηκε να απαρνηθεί τον καθολικισμό. Ο αιδεσιμότατος Ίπε συνειδητοποίησε ότι η θυγατέρα του είχε βγάλει "όνομα" κι ότι ήταν πια εντελώς απίθανο να τής βρει άντρα για να την παντρέψει. Πήρε, λοιπόν, την απόφασή του: αφού δεν υπήρχε περίπτωση να παντρευτεί, μπορούσε μια χαρά να σπουδάσει. Κανόνισε, λοιπόν, να τη στείλει στο Πανεπιστήμιο τού Ρότσεστερ, στην Αμερική.
Δυο χρόνια αργότερα η Μπέμπα Κοτσάμα γύρισε από το Ρότσεστερ μ᾿ ένα δίπλωμα Διακοσμήτριας Κήπων κι ερωτευμένη περισσότερο παρά ποτέ με τον πατέρα Μάλιγκαν. Το λυγερό, γοητευτικό κορίτσι που ήταν άλλοτε, είχε χαθεί χωρίς να αφήσει ίχνη πίσω του. Τα χρόνια των σπουδών της στο Ρότσεστερ η Μπέμπα Κοτσάμα είχε παχύνει πολύ. Για την ακρίβεια, είχε γίνει σαν φάλαινα. Ακόμα κι ο δειλός ραφτάκος Τσέλαπεν ζητούσε παραπανίσια χρήματα για τα σάρι της.
Ο πατέρας της προσπάθησε να τής βρει μια απασχόληση, έτσι τής ανέθεσε την περιποίηση και τη φροντίδα τού μπροστινού κήπου στο Σπίτι του Αγιέμενεμ. Ο κήπος πήρε στα χέρια της μια όψη πικρόχολη και μπερδεμένη. Ακόμα κι από το Κόταγιαμ έρχονταν για να τον δουν.
Ήταν ένα στρογγυλό κατωφερές κομμάτι γης, με ένα απότομο χαλικόστρωτο δρομάκι γύρω γύρω. Η Μπέμπα Κοτσάμα το μεταμόρφωσε σε ένα λαβύρινθο από οργιαστική βλάστηση από χαμηλούς φράχτες, βραχάκια και σιντριβάνια. Το αγαπημένο της λουλούδι ήταν το ανθούριο. Είχε ολόκληρη συλλογή από ανθούρια. Τα σαρκώδη φύλλα τους άρχιζαν από το στικτό μαύρο και περνώντας από το κατακόκκινο έφταναν στο χτυπητό πορτοκαλί. Ο ύπερος ήταν πάντα κίτρινος. Καταμεσής στον κήπο της Μπέμπας Κοτσάμα, περιτριγυρισμένο από παρτέρια με κάνες και φλόγες, ένα μαρμάρινο χερουβείμ κατουρούσε ασταμάτητα σε μια ρηχή λιμνούλα· ο ασημένιος πίδακας έπεφτε δίπλα στο μοναδικό λουλούδι τού γαλάζιου λωτού που έπλεε στα νερά της.
Η Μπέμπα Κοτσάμα περνούσε τα απογεύματά της στον κήπο της. Φορούσε σάρι και λαστιχένιες μπότες. Τα χέρια της ήταν χωμένα σε τεράστια πορτοκαλιά γάντια, απ᾿ αυτά που φορούν οι κηπουροί όταν δουλεύουν. Σαν θηριοδαμάστρια λεόντων δάμαζε με τη θεόρατη ψαλίδα της τα άγρια αναρριχητικά, περιποιόταν τούς αγκαθωτούς κάκτους.
Τώρα πλέον, κι αφού είχε διανύσει ήδη μισό αιώνα άκαμπτων και σχολαστικών περιποιήσεων, ο κήπος της Μπέμπας Κοτσάμα αφέθηκε στην τύχη του. Εγκαταλειμμένος φούντωσε κι αγρίεψε, σαν τσίρκο τού οποίου τα ζώα είχαν ξεχάσει τα κόλπα τους. Το αγριόχορτο που οι άνθρωποι ονομάζουν "κομμουνιστή" (επειδή ευδοκιμεί στην Κέραλα σαν τον κομμουνισμό) έπνιξε τα πιο εξωτικά φυτά τής Μπέμπας Κοτσάμα. Μόνο τα αναρριχητικά βγήκαν ζωντανά από τη μάχη μαζί του και συνέχισαν να μεγαλώνουν, όπως τα νύχια πεθαμένου.
Ο λόγος αυτής τής ξαφνικής κι απότομης εγκατάλειψης ήταν ένας καινούργιος έρωτας. Η Μπέμπα Κοτσάμα εγκατέστησε μια κεραία σαν πιάτο στη στέγη τού σπιτιού στο Αγιέμενεμ. Κι από το σαλονάκι της, μέσω τής δορυφορικής τηλεόρασης επιθεωρούσε τον κόσμο ολόκληρο. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την απίστευτη αναστάτωση που έφερε η τηλεόραση στη ζωή τής Μπέμπας Κοτσάμα. Δεν ήταν κάτι που συνέβη βαθμιαία. Συνέβη μέσα σε μια νύχτα. Ξανθιές καλλονές, πόλεμοι, λιμοί, ποδόσφαιρο, σεξ, μουσική, πραξικοπήματα — κατέφθασαν όλα με το ίδιο τρένο. Κατέβηκαν όλα μαζί. Εγκαταστάθηκαν στο ίδιο ξενοδοχείο. Και στο Αγιέμενεμ, όπου άλλοτε ο δυνατότερος θόρυβος ήταν η μελωδική κόρνα τού λεωφορείου, η Μπέμπα Κοτσάμα μπορούσε να καλέσει μπροστά της τώρα κατά βούληση μάχες ολόκληρες, επιδημίες, εντυπωσιακές σφαγές ή τον ίδιο τον Μπιλ Κλίντον, σαν να ήταν υπηρέτης της. Κι ενώ ο κήπος της μαραινόταν και πέθαινε, η Μπέμπα Κοτσάμα έβλεπε Την "Ωραία και το Τέρας" και τη "Σάντα Μπάρμπαρα", σίριαλ όλο εύθραυστες ξανθιές κουκλίτσες, με κραγιόν και κοκαλωμένα χτενίσματα με σπρέι, που σαγήνευαν ανδροειδή και υπεραμύνονταν των σεξουαλικών αυτοκρατοριών τους. Η Μπέμπα Κοτσάμα λάτρευε τα γυαλιστερά τους ρούχα και τις πανέξυπνες, ετοιμόλογες απαντήσεις τους. Ασυνάρτητα κομμάτια από τις φράσεις αυτές ξανάρχονταν στο νου της κατά τη διάρκεια τής ημέρας και την έκαναν να χασκογελάει μόνη της.
Η Κότσου Μάρια, η μαγείρισσα, φορούσε ακόμα τα χοντρά χρυσά σκουλαρίκια που είχαν παραμορφώσει μια για πάντα τούς λοβούς των αφτιών της. Όλη μέρα κάθονταν στο σαλόνι, φυλακισμένες στη θορυβώδη σιωπή τής τηλεόρασης: η Μπέμπα Κοτσάμα στη μεγάλη πολυθρόνα ή στη σεζλόνγκ (ανάλογα με την κατάσταση των ποδιών της), η Κότσου Μάρια κατάχαμα, δίπλα της (αλλάζοντας κανάλι, όποτε έβρισκε ευκαιρία). Κατάλευκα τα μαλλιά τής μιας, βαμμένα κορακάτα τής άλλης. Έπαιρναν μέρος σε όλα τα κουίζ, δεν άφηναν προσφορά για προσφορά να πάει χαμένη, συμμετείχαν σε όλους τούς διαγωνισμούς και κέρδισαν, σε δύο περιπτώσεις, ένα μπλουζάκι κι ένα θερμός που η Μπέμπα Κοτσάμα κρατούσε κλειδωμένα στην ντουλάπα της. Η Μπέμπα Κοτσάμα αγαπούσε το Σπίτι τού Αγιέμενεμ και τα έπιπλα που είχε κληρονομήσει, μιας κι ήταν η μόνη απ᾿ όλη την οικογένεια που ζούσε ακόμα στο σπίτι. Το βιολί και το αναλόγιο για τις παρτιτούρες τής Μαμάτσι, τα ντουλάπια από το Ούτι, τις πολυθρόνες από πλαστική ψάθα, τα κρεβάτια από το Δελχί. Το τραπέζι από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς που είχε φτιάξει ο Βελούτθα.
Τρόμαζε με τού λιμούς τού BBC και τους τηλεοπτικούς πολέμους που συναντούσε πηδώντας από κανάλι σε κανάλι. Οι παλιοί της φόβοι για την Επανάσταση και τη Λενινιστική-Μαρξιστική Απειλή φούντωσαν ξανά εξαιτίας τής ανησυχίας των τηλεοπτικών δελτίων που δε σταματούσαν να μιλούν για το διογκούμενο αριθμό πεινασμένων, φτωχών και διωγμένων ανθρώπων. Αντιμετώπιζε τις εθνικές εκκαθαρίσεις, τούς λιμούς και τις γενοκτονίες ως άμεσους κινδύνους που απειλούσαν απευθείας τα έπιπλά της.
Κλείδωνε πόρτες και παράθυρα και δεν άνοιγε παρά μόνο για να μπει ή να βγει. Τα παράθυρά της τα χρησιμοποιούσε για συγκεκριμένους σκοπούς. Για να Πάρει Αέρα. Για να Πληρώσει το Γαλατά. Για να Διώξει μια Σφήκα (την οποία αναγκαζόταν να κυνηγήσει η Κότσου Μάρια με μια πετσέτα ώσπου να τη βγάλει από το σπίτι).
Κλείδωνε ακόμα και το αξιοθρήνητο ψυγείο της. Η μπογιά του ξεφλούδιζε κι έπεφτε. Μέσα δεν είχε παρά την εβδομαδιαία προμήθειά της σε κρουασάν που η Κότσου Μάρια έφερνε από το αρτοποιείο Άριστον τού Κόταγιαμ. Και τα δυο μπουκάλια με το ρυζόνερο που έπινε αντί για κανονικό νερό. Εκεί μέσα είχε φυλαγμένο κι ό,τι είχε απομείνει από το πορσελάνινο σερβίτσιο τής Μαμάτσι με το σκούρο μπλε ανθάκι. Τα μπουκαλάκια τής ινσουλίνης για το διαβήτη που τής έφερε η Ράχελ (μια ντουζίνα πάνω-κάτω) τα έβαλε στη θήκη τού τυριού και τού βουτύρου. Γιατί είχε την υποψία ότι τις μέρες αυτές ακόμα και οι αθώοι κι οι αναμάρτητοι κοίταζαν να κλέψουν πιατικά, να μπουκωθούν με κρουασάν ή να βουτήξουν από τις κουζίνες τού Αγιέμενεμ ινσουλίνη εισαγωγής.
Δεν εμπιστευόταν ούτε τη Ράχελ ούτε τον Έστθα. Τούς θεωρούσε Ικανούς για Όλα. Για όλα. Αυτοί μπορεί να θέλουν να πάρουν πίσω ακόμα και το παρόν τους, έλεγε με το νου της. Ταράχτηκε κι η ίδια όταν κατάλαβε πόσο γρήγορα είχε ξαναρχίσει να τούς σκέφτεται σαν ένα και μοναδικό πλάσμα. Μετά από τόσα χρόνια. Αποφασισμένη να μην επιτρέψει στο παρελθόν να τρυπώσει μέσα της, έδιωξε στη στιγμή αυτές τις σκέψεις. Αυτή. Αυτή μπορεί να θέλει να πάρει πίσω το παρόν της.
Κοίταξε τη Ράχελ, όρθια δίπλα στο τραπέζι, και πρόσεξε την ίδια αλλόκοτη άνεση που είχε η ανιψιά της από πάντα: την ικανότητα να στέκει ήσυχη κι ακίνητη. Την ικανότητα που ο Έστθα είχε φτάσει σε ύψη θαυμαστής δεξιοτεχνίας. Η Μπέμπα Κοτσάμα ένιωσε αμηχανία με τη σιωπή τής Ράχελ. «Λοιπόν!» είπε κι η φωνή της ακούστηκε στριγκή, σπασμένη. «Τι σχέδια έχεις; Πόσο θα μείνεις; Έχεις αποφασίσει;» Η Ράχελ ψέλλισε κάτι. Τα λόγια της δεν ξεχώρισαν καθαρά. Συλλαβές κομματιαστές, σαν τσίγκος ακανόνιστα κομμένος. Πλησίασε το παράθυρο και το άνοιξε. Να πάρει καθαρό αέρα.
«Κλείσ᾿ το όταν τελειώσεις», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα κι έκλεισε το πρόσωπό της σαν να ήταν ντουλάπι.
Το ποτάμι δε φαινόταν πια απ᾿ το παράθυρο. Φαινόταν, ώσπου η Μαμάτσι έκλεισε την πίσω βεράντα με την πρώτη πτυσσόμενη πόρτα τού Αγιέμενεμ. Δυο ελαιογραφίες, τα πορτρέτα τού αιδεσιμότατου Ι. Τζον Ίπε και τής Αλέουτι Αμάτσι ξεκρεμάστηκαν από την πίσω βεράντα και μεταφέρθηκαν μπροστά.
Εκεί κρέμονται τώρα, ο Μικρός Ευλογημένος κι η γυναίκα του. Ανάμεσά τους έχουν τη βαλσαμωμένη κεφαλή ενός βίσονα.
Ο αιδεσιμότατος Ίπε χαμογελάει με το αυτάρεσκο προγονικό του χαμόγελο κοιτάζοντας πια το δρόμο κι όχι το ποτάμι. Η Αλέουτι Αμάτσι μοιάζει λιγότερο σίγουρη, λιγότερο ευχαριστημένη. Σαν να θέλει να γυρίσει στην παλιά της θέση και να μην μπορεί. Ίσως δεν τής ήταν τόσο εύκολο να αφήσει το ποτάμι. Με τα μάτια της κοίταζε προς τα εκεί όπου κοίταζε κι ο άντρας της. Με την καρδιά της όμως κοίταζε αλλού. Τα βαριά, θαμπά χρυσά σκουλαρίκια που φορούσε στα αφτιά της (απόδειξη της καλοσύνης τού Μικρού Ευλογημένου) είχαν τραβήξει προς τα κάτω τούς λοβούς των αφτιών της κι άγγιζαν ήδη τούς ώμους της. Από τις τρύπες τους φαινόταν το καυτό ποτάμι και οι μαύρες σιλουέτες των δέντρων που έσκυβαν κι έβρεχαν τα κλαδιά τους στα νερά του.
Παρόλο που το ποτάμι δε φαινόταν πια από το σπίτι, το Σπίτι τού Αγιέμενεμ είχε κρατήσει τη θύμηση και την αίσθησή του, όπως το κοχύλι κρατάει πάντα μέσα του την αίσθηση και τη θύμηση τού νερού. Μια αίσθηση ορμητική, ασυγκράτητη, με ψάρια να κολυμπούν μέσα της.
Από το παράθυρο τής τραπεζαρίας, όπου στεκόταν, με το αεράκι να παίζει στα μαλλιά της, η Ράχελ έβλεπε τη βροχή να χτυπάει με δύναμη τη σκουριασμένη τσίγκινη στέγη αυτού που κάποτε ήταν το εργοστάσιο τής γιαγιάς της. Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ. Ήταν ανάμεσα στο ποτάμι και το σπίτι. Έφτιαχναν πίκλες, χυμούς, μαρμελάδες, πελτέδες, μπαχάρια και βαζάκια ανανά. Έφτιαχναν και μαρμελάδα μπανάνα (παράνομα), μετά την απαγόρευση της Αγορανομίας που δεν επέτρεψε την παραγωγή επειδή δεν μπορούσε να την κατατάξει ούτε στους ζελέδες ούτε στις μαρμελάδες. Η μπανάνα ήταν πολύ πηχτή για να ᾿ναι μαρμελάδα και πολύ αραιή για να ᾿ ναι ζελέ. Αμφίβολη σύσταση που δεν υπάγεται σε καμία από τις γνωστές κατηγορίες, τούς είπαν. Σύμφωνα με τα βιβλία τους.
Κοιτάζοντας τώρα προς τα πίσω, τής Ράχελ τής φάνηκε ότι αυτή η δυσκολία που αντιμετώπιζε η οικογένειά της, ως προς την ένταξη στη σωστή κατηγορία, προχωρούσε πολύ βαθύτερα από τα ζελέ και τις μαρμελάδες.
Ίσως η Άμου, ο Έστθα κι η ίδια ήταν οι χειρότερες περιπτώσεις παραβίασης των ορίων. Αλλά δεν ήταν οι μόνες. Ήταν κι οι άλλοι. Είχαν παραβεί όλοι κανόνες και διατάξεις. Είχαν όλοι πατήσει σε απαγορευμένο έδαφος. Είχαν ποδοπατήσει όλοι τούς νόμους που όριζαν πού και πώς πρέπει να δίνεται η αγάπη. Και πόση αγάπη πρέπει τού καθενός. Τούς νόμους που έκαναν τις γιαγιάδες γιαγιάδες, τούς θείους θείους, τις μανάδες μανάδες, τα ξαδέρφια ξαδέρφια, τη μαρμελάδα μαρμελάδα, το Ζελέ Ζελέ.
Ήταν μια εποχή όπου οι θείοι γίνονταν πατεράδες, οι μανάδες ερωμένες και τα ξαδέρφια πέθαιναν και κηδεύονταν.
Ήταν μια εποχή, όπου το αδιανόητο γινόταν σκέψη και το αδύνατο συνέβαινε πραγματικά.
Ο Έστθα, είχε φύγει με το τρένο. Με τη μεταλλική βαλιτσούλα του και το χακί σακίδιό του, όπου είχε χώσει τα καλά του μπεζ μυτερά παπούτσια. Έφυγε με τη νυχτερινή ταχεία τού Μαδράς. Πρώτη θέση. Κι από το Μαδράς, με ένα φίλο τού πατέρα του για την Καλκούτα.
Είχε σε ένα δοχείο το κολατσιό του: σάντουιτς με ντομάτα. Κι ένα θερμός με έναν αετό Ζωγραφισμένο πάνω του. Μέσα στο μυαλό του έβλεπε φρικιαστικές εικόνες.
Βροχή. Νερό κατάμαυρο, ορμητικό. Και μια μυρωδιά. Αρρωστημένου ιδρώτα. Σαν μαραμένα ρόδα στον αέρα.
Μα το χειρότερο απ᾿ όλα ήταν πως κουβαλούσε μέσα του τη θύμηση ενός νεαρού άντρα με γέρικο στόμα. Τη θύμηση ενός πρησμένου προσώπου κι ενός ανάποδου, ψεύτικου χαμόγελου. Τη θύμηση μιας λακκούβας διάφανου υγρού που όλο μεγάλωνε. Μέσα της καθρεφτιζόταν μια γυμνή λάμπα. Ένα μάτι κόκκινο απ᾿ το αίμα, να ανοίγει, να ψάχνει κι ύστερα να καρφώνεται πάνω του. Πάνω στον Έστθα. Και τι είχε κάνει ο Έστθα; Είχε κοιτάξει αυτό το αγαπημένο πρόσωπο και είχε πει:
Ναι. Ναι, αυτός ήταν.
Η λέξη που το χταπόδι τού Έστθα δεν μπορούσε να πιάσει στα πλοκάμια του: Ναι. Όσο κι αν πάσχιζε να τη ρουφήξει, να τη σβήσει από μέσα του, δεν τα κατάφερνε. Ήταν αγκυροβολημένη βαθιά σε κάποια πτυχή, σε κάποια πτυχή τού μυαλού του, σαν την ίνα τού μάνγκο που πάει και χώνεται ανάμεσα στα δόντια. Και δε βγαίνει με τίποτα.
Για λόγους καθαρά πρακτικούς θα ήταν ίσως σκόπιμο να πούμε ότι όλα άρχισαν όταν ήρθε η Σόφι Μολ στο Αγιέμενεμ. Ίσως είναι αλήθεια πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε μια μέρα. Πως λίγες ώρες μπορούν να αποφασίσουν για ολόκληρες Ζωές. Και πως όταν συμβαίνει αυτό, αυτές οι λίγες ώρες πρέπει να βρεθούν, σαν τα θλιβερά απομεινάρια ενός καμένου σπιτιού – το καρβουνιασμένο ρολόι, την καψαλισμένη φωτογραφία, τα μαυρισμένα έπιπλα. Πρέπει να τις ξεθάψουν οι Ζωντανοί μέσα από τα ερείπια και να τις μελετήσουν. Να τις συντηρήσουν. Να τις εκτιμήσουν.
Μικρές λεπτομέρειες, συνηθισμένα πράγματα, καταστρεμμένα και ξανά κολλημένα από την αρχή. Εφοδιασμένα με καινούργιο νόημα. Που ξάφνου αποκτούν ειρμό και γίνονται ο ξασπρισμένος σκελετός μιας ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος.
Παρ᾿ όλα αυτά, το να πει κανείς ότι όλα άρχισαν όταν ήρθε η Σόφι Μολ στο Αγιέμενεμ, δεν είναι παρά μόνο μία δυνατότητα. Μία ανάμεσα στις πολλές.
Το ίδιο εύκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως όλα άρχισαν χιλιάδες χρόνια νωρίτερα. Πολύ πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι Μαρξιστές. Πριν πάρουν οι Εγγλέζοι το Μαλαμπάρ, πριν έρθουν στην εξουσία οι Ολλανδοί, πριν φτάσει ο Βάσκο ντα Γκάμα. Πριν βρεθούν στη θάλασσα τα πτώματα τριών ιερέων της Συριακής Εκκλησίας, με τα βυσσινιά τους ράσα. Τούς είχαν δολοφονήσει οι Πορτογάλοι. Στα στήθια τους είχαν φωλιάσει νερόφιδα και στα μπερδεμένα γένια τους είχαν κολλήσει πεταλίδες. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλα άρχισαν πολύ πριν έρθει ο χριστιανισμός από τη μεριά της θάλασσας κι αρχίσει να στάζει πάνω στην Κέραλα σαν το τσάι που πέφτει στάλα στάλα από το βρεγμένο φακελάκι.
Ότι άρχισαν τις μέρες που φτιάχνονταν ακόμα οι Νόμοι τής Αγάπης. Οι νόμοι που αποφάσιζαν ποιος πρέπει να αγαπηθεί και πώς.
Και πόσο.
*Μπάμπα: πατέρας, Μον: αγόρι, Μολ: κορίτσι, Παπάτσι: παππούς, Μαμάτσι: γιαγιά
* Κομμάτι υφάσματος που τυλίγουν κυρίως οι άντρες γύρω από τη μέση τους και φτάνει μέχρι τους αστραγάλους.
* Αρχαίο καλλυντικό για το μακιγιάζ των ματιών.
Οι νύχτες είναι ξάστερες αλλά βαριές από τεμπελιά και κρυμμένες προσδοκίες.
Στις αρχές Ιουνίου όμως πιάνουν οι νοτιοδυτικοί μουσώνες κι έρχονται τρεις μήνες όλο άνεμο και νερό, με μικρά διαλείμματα αλύπητου δυνατού ήλιου, που ξετρελαμένα παιδιά αρπάζουν για παιχνίδι. Το τοπίο πρασινίζει χωρίς αιδώ, χωρίς μέτρο. Οι φράχτες σβήνουν και χάνονται, καθώς οι ρίζες τής ταπιόκας που χωρίζουν τούς κήπους και τα περβόλια, φουντώνουν κι ανθίζουν. Ακόμα και οι τοίχοι οι χτισμένοι με τούβλα πρασινίζουν. Τα κλαδιά της πιπεριάς τυλίγονται γύρω απ᾿ τους ξύλινους στύλους του ηλεκτρικού. Ο λατερίτης σκάει κι από τις σχισμάδες προβάλλουν αγριόχορτα, σκεπάζοντας σιγά σιγά τους πλημμυρισμένους δρόμους. Βάρκες πηγαινοέρχονται στα παζάρια και μικρά ψαράκια εμφανίζονται στις λιμνούλες πάνω από τοὐς πλημμυρισμένους υπονόμους.
Έβρεχε όταν επέστρεψε η Ράχελ στο Αγιέμενεμ. Λοξές ασημένιες κλωστές έσκαγαν στη μαλακή γη, έσκαβαν το χώμα σαν ομοβροντία. Το παλιό σπίτι πάνω στο λόφο έμοιαζε λες και φορούσε τη γερτή, κεραμιδένια σκεπή του για καπέλο, βαθιά χωμένο, να τού κρύβει τ᾿ αφτιά. Οι τοίχοι, πράσινοι απ᾿ τα βρύα, είχαν ποτίσει πια από το νερό. Η υγρασία που ανέβαινε από το χώμα, έσταζε από πάνω τους. Τον κήπο τον είχαν πνίξει τα αγριόχορτα. Μέσα στο πράσινο σέρνονταν και σάλευαν ένα σωρό μικροσκοπικές υπάρξεις. Κάτω από τούς χαμηλούς θάμνους μια δεντρογαλιά τριβόταν σε μια γυαλιστερή πέτρα. Κατακίτρινοι βάτραχοι έκοβαν αισιόδοξα τις βόλτες τους μες στις λάσπες ψάχνοντας ταίρι.
Το σπίτι έμοιαζε ακατοίκητο. Πόρτες σφαλισμένες, παράθυρα κλειστά. Στην μπροστινή βεράντα, ψυχή. Ούτε καρέκλα ούτε τίποτε. Η γαλάζια Πλίμουθ όμως με τα γυαλιστερά φτερά από χρώμιο ήταν ακόμα παρκαρισμένη έξω και μέσα στο σπίτι ήταν ακόμα ζωντανή η Μπέμπα Κοτσάμα.
Η Ράχελ δεν είχε έρθει για να δει εκείνη. Ούτε η ανιψιά ούτε η Μπέμπα θεία έτρεφαν ψευδαισθήσεις ως προς αυτό το ζήτημα. Η Ράχελ είχε έρθει να δει τον αδερφό της, τον Έστθα. Ποτέ δεν έμοιαζαν και πολύ μεταξύ τους ο Έστθα και η Ράχελ. Ακόμα κι όταν ήταν παιδιά –τότε που τα κοκαλιάρικα κορμάκια τους ήταν ολόιδια, με στηθάκι πλάκα, σκουλήκια στην κοιλιά και τα μαλλιά χτενισμένα σαν τού Έλβις Πρίσλεϊ, ακόμα και τότε κανείς δε ρωτούσε: «Ποιος είναι ο Έστθα και ποια είναι η Ράχελ;» ή «Ποιο είναι από τα δυο;» Ούτε οι συγγενείς με τα ψεύτικα χαμόγελα ούτε οι ορθόδοξοι ιερείς τής Συριακής Εκκλησίας που μπαινόβγαιναν ταχτικά στο σπίτι τους για ενισχύσεις τού φιλόπτωχου ταμείου τους.
Το μπέρδεμα βρισκόταν πιο βαθιά, σε μέρος μυστικό. Εκείνα τα πρώτα άμορφα χρόνια, τα χρόνια που η μνήμη μόλις αρχίζει να γεννιέται, τα χρόνια που η ζωή αποτελείται μόνο από Αρχές και πουθενά δε φαίνεται κανένα Τέλος, όταν Όλα είναι Για Πάντα, ο Εστθάπεν και η Ράχελ ήταν Εμείς, όταν σκέφτονταν χωριστά ο καθένας τον εαυτό του. Ήταν όμως Εγώ, ένα και μόνο Εγώ, όταν σκέφτονταν και για τούς δυο μαζί. Σαν να ήταν κάποιο αλλόκοτο είδος σιαμαίων αδελφών, με χωρισμένα κορμιά αλλά ταυτότητες ενωμένες.
Τώρα, χρόνια αργότερα, η Ράχελ θυμάται μια νύχτα που είχε ξυπνήσει γελώντας με το αστείο όνειρο τού Έστθα.
Έχει κι άλλες αναμνήσεις, αναμνήσεις που δεν είναι δικές της, αναμνήσεις που δε δικαιούται να έχει.
Θυμάται, ας πούμε (κι ας μην ήταν εκεί), τι είχε κάνει τού Έστθα στο Σινεμά Αμπιλάς ο Άντρας με τις Πορτοκαλάδες και τις Λεμονάδες. Θυμάται τη γεύση των σάντουιτς με την ντομάτα —των σάντουιτς τού Έστθα, των σάντουιτς που είχε φάει ο Έστθα— μέσα στην ταχεία τού Μαδράς.
Κι αυτά δεν είναι παρά τα μικρά πράγματα μόνο.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, τώρα στο μυαλό της ο Έστθα και η Ράχελ είναι Αυτοί. Γιατί ξεχωριστά ο καθένας τους, δεν είναι πια αυτό που ήταν κάποτε ή αυτό που νόμιζαν ότι θα κατάφερναν ποτέ να γίνουν.
Ποτέ.
Οι ζωές τους έχουν μέγεθος τώρα. Έχουν σχήμα. Ο Έστθα έχει τη δική του και η Ράχελ τη δική της.
Γωνιές, Άκρες, Όρια, Περιθώρια και Πλαίσια έχουν κάνει την εμφάνισή τους σαν στρατιά δαιμόνων στους χωριστούς ορίζοντές τους. Μικρόσωμα πλάσματα με μακριούς ίσκιους που περιπολούν φρουρώντας το Θαμπό Τέλος. Απαλά μισοφέγγαρα έχουν χαράξει το δέρμα κάτω από τα μάτια τους. Και είναι πια στην ηλικία που ήταν η Άμου όταν πέθανε. Τριάντα ενός.
Ούτε μεγάλοι. Ούτε μικροί.
Στη σωστή ηλικία για να ζήσουν ή να πεθάνουν.
Και τώρα, είκοσι τρία χρόνια μετά, ο πατέρας τους είχε επανΕπιστρέψει τον Έστθα. Τον είχε στείλει πίσω στο Αγιέμενεμ με μια βαλίτσα κι ένα γράμμα. Η βαλίτσα ήταν γεμάτη όμορφα, καινούργια ρούχα. Η Μπέμπα Κοτσάμα έδειξε το γράμμα στη Ράχελ. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν γυναικείος: γράμματα λοξά, καλλιγραφικά, απ᾿ αυτά που μαθαίνουν να γράφουν τα κορίτσια όταν πηγαίνουν στις καλόγριες αλλά η υπογραφή από κάτω ήταν τού πατέρα τους. Ή τουλάχιστον το όνομά του. Η Ράχελ έτσι κι αλλιώς δε θα μπορούσε να γνωρίσει την υπογραφή του. Το γράμμα έλεγε ότι αυτός, ο πατέρας τους, είχε παραιτηθεί από τη δουλειά του στην εταιρεία προϊόντων άνθρακος, ότι είχε αποφασίσει να μεταναστεύσει στην Αυστραλία, όπου τον είχαν προσλάβει ήδη ως υπεύθυνο ασφαλείας σε ένα εργοστάσιο κεραμικής, κι ότι δεν μπορούσε να πάρει μαζί του τον Έστθα. Έστελνε τις καλύτερες ευχές του σε όλους στο Αγιέμενεμ και βεβαίωνε πως θα περνούσε να δει το γιο του, αν ξαναγύριζε ποτέ στην Ινδία, πράγμα που, όπως πρόσθετε, θεωρούσε μάλλον απίθανο.
Η Μπέμπα Κοτσάμα είπε στη Ράχελ ότι μπορούσε να κρατήσει το γράμμα αν ήθελε. Η Ράχελ το ξανάβαλε μες στο φάκελο. Το χαρτί είχε μαλακώσει και δίπλωνε εύκολα, σαν ύφασμα.
Είχε ξεχάσει πόσο υγρός ήταν ο αέρας στο Αγιέμενεμ τον καιρό των μουσώνων. Οι ξύλινες πόρτες των ντουλαπιών φούσκωναν κι έτριζαν. Κλειστά παράθυρα άνοιγαν από μόνα τους. Οι σελίδες των βιβλίων μαλάκωναν και οι άκρες τους γύριζαν. Αλλόκοτα έντομα ξεφύτρωναν σαν ιδέες τα βράδια και καίγονταν στους αδύναμους γλόμπους των 40 βατ που άναβε η Μπέμπα Κοτσάμα. Την άλλη μέρα το πρωί τα καρβουνιασμένα, ασάλευτα κουφαράκια τους, ξεχώριζαν σκόρπια στο πάτωμα και στα περβάζια, κι ώσπου να τα μαζέψει η Κότσου Μάρια με τη σκούπα και το πλαστικό φαράσι της· ο αέρας μύριζε Κάτι που Καιγόταν.
Δεν είχε αλλάξει, η Βροχή τού Ιουνίου. Τα ουράνια άνοιγαν και το νερό έπεφτε με ορμή, ξυπνούσε το νωθρό, παλιό πηγάδι, τού έδινε νέα ζωή, βομβάρδιζε με τις βαριές του στάλες τις μικρές ήρεμες λιμνούλες μέσα στις λάσπες, λακκούβες ξέχειλες στο χρώμα τού τσαγιού· όπως οι αναμνήσεις βομβαρδίζουν τις ήρεμες σκέψεις που λιμνάζουν κι έχουν κι αυτές το χρώμα τού τσαγιού. Τα χόρτα ήταν καταπράσινα, βρεμένα, χορτασμένα. Τα δέντρα λύγιζαν βαριά στο χώμα.
Πιο πέρα, στη βροχή και τον αέρα, στην όχθη τού ποταμού, στο ξαφνικό σκοτάδι τής μπόρας, ο Έστθα είχε βγει να περπατήσει. Φορούσε ένα μπλουζάκι στο χρώμα τής λιωμένης φράουλας, που είχε βραχεί κι έμοιαζε πιο σκούρο τώρα, και ήξερε πως η Ράχελ είχε έρθει.
Ο Έστθα ήταν πάντα ήσυχο παιδί κι έτσι κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήξερε με ακρίβεια πότε ακριβώς (ποια χρονιά, αν όχι ποιο μήνα ή ποια μέρα) είχε σταματήσει να μιλάει. Πότε είχε σταματήσει να μιλάει εντελώς. Η αλήθεια είναι πως αυτό το «πότε ακριβώς» δεν υπήρχε. Ήταν μια σταδιακή μείωση, μια βαθμιαία κατάπαυση. Ανεπαίσθητη σχεδόν. Λες κι είχαν στερέψει μέσα του τα λόγια και δεν είχε πια τίποτε άλλο να πει. Πάντως η σιωπή τού Έστθα δεν ήταν ποτέ δυσάρεστη. Ποτέ ενοχλητική. Ποτέ δεν τραβούσε την προσοχή. Δεν ήταν απ᾿ αυτές τις σιωπές που κατηγορούν ή διαμαρτύρονται. Έμοιαζε περισσότερο με θερινή νάρκη, με γλάρωμα, με το ψυχολογικό ισοδύναμο αυτού που κάνουν τα πνευμονοφόρα ψάρια, τα οποία βουλιάζουν στη λάσπη για να περάσουν την εποχή τής ξηρασίας. Μόνο που στην περίπτωση τού Έστθα η εποχή τής ξηρασίας έμοιαζε λες και δεν επρόκειτο να τελειώσει ποτέ.
Με τον καιρό είχε αποκτήσει την ικανότητα να σβήνει και να χάνεται από το βλέμμα των άλλων, όπου κι αν βρισκόταν· να γίνεται ένα με το χώρο γύρω του— βιβλιοθήκες, περιβόλια, κουρτίνες, κατώφλια, δρόμους—, να μοιάζει άψυχος αόρατος σχεδόν, στο άμαθο βλέμμα. Περνούσε κάμποση ώρα πριν τον προσέξουν οι ξένοι, ακόμα κι όταν βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο μαζί του. Και περνούσε ακόμα περισσότερη ώρα, πριν καταλάβουν ότι δεν άνοιγε ποτέ το στόμα του. Μερικοί μάλιστα δεν το καταλάβαιναν καθόλου.
Ο Έστθα έπιανε πολύ λίγο χώρο μέσα στον κόσμο.
Μετά την κηδεία τής Σόφι Μολ, όταν ο Έστθα Επεστράφη, ο πατέρας τους τον έστειλε σε ένα σχολείο για αγόρια στην Καλκούτα. Δεν ήταν εξαίρετος μαθητής αλλά δεν τα κατάφερνε κι άσχημα. Σε κανένα μάθημα δεν έμενε πίσω. Σε κανένα δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα. Μέτριες ή ικανοποιητικές επιδόσεις ήταν το συνηθισμένο σχόλιο των δασκάλων του, στους ετήσιους ελέγχους του. Δε συμμετέχει στις Ομαδικές Δραστηριότητες, παρατηρούσαν επανειλημμένα. Αν και ποτέ δεν μπήκαν σε λεπτομέρειες, ποτέ δεν εξήγησαν τι ακριβώς εννοούσαν με τις "Ομαδικές Δραστηριότητες".
Ο Έστθα τέλειωσε το σχολείο με καλούτσικους βαθμούς αλλά αρνήθηκε να πάει στο κολέγιο. Αντί γι᾿ αυτό, καταπιάστηκε προς μεγάλη αμηχανία τής μητριάς του και τού πατέρα του με τις δουλειές τού νοικοκυριού. Λες και με τον τρόπο του προσπαθούσε να ξεπληρώσει τη διαμονή του κοντά τους. Σκούπιζε, σφουγγάριζε, έκανε μπουγάδα. Έμαθε να μαγειρεύει και να ψωνίζει λαχανικά. Οι μανάβηδες στο παζάρι, καθισμένοι πίσω από τις πυραμίδες τής γυαλιστερής πραμάτειας τους, τον έμαθαν και τον εξυπηρετούσαν αμέσως, αδιαφορώντας για τις φωνές και τα παράπονα των άλλων πελατών. Τού έδιναν χωρίς καθυστέρηση τα σκουριασμένα δοχεία, όπου έβαζε τα λαχανικά που διάλεγε. Δεν έκανε ποτέ παζάρια. Τα ζύγιζαν, τα πλήρωνε κι ύστερα τα έριχναν με προσοχή μέσα στο κόκκινο πλαστικό καλάθι που είχε για τα ψώνια του (κάτω κάτω τα κρεμμύδια, από πάνω οι μελιτζάνες κι οι ντομάτες) κι ένα κλαράκι κορίανδρο, μια χούφτα πράσινες πιπερίτσες δώρο. Ο Έστθα στριμωχνόταν στο τραμ και τα κουβαλούσε στο σπίτι. Μια φουσκίτσα σιωπής που κολυμπούσε σε μια θάλασσα θορύβου.
Στο τραπέζι, όταν ήθελε κάτι, σηκωνόταν και το έπαιρνε.
Σαν ήρθε η σιωπή, έμεινε κι απλώθηκε μέσα του. Θέριεψε, βγήκε από το κεφάλι του και τον τύλιξε στα βαριά, νωθρά μπράτσα της. Τον νανούρισε, τον αποκοίμισε σαν πανάρχαιο εμβρυϊκό χτυποκάρδι. Ξετύλιξε τα κρυφά πλοκάμια της και ρούφηξε το μυαλό του απ᾿ όλες τις γωνιές του κρανίου του. Βύζαξε τις κοιλάδες και τους λόφους της μνήμης του. Κατάπιε παλιές φράσεις, έδιωξε λόγια έτοιμα από την άκρη τής γλώσσας του. Έκλεψε απ᾿ τις σκέψεις του τις λέξεις που τις έντυναν. Και τις άφησε γυμνές, ξεφλουδισμένες. Ανέκφραστες. Μουδιασμένες. Ανύπαρκτες σχεδόν για τούς άλλους. Σιγά σιγά, με τα χρόνια, ο Έστθα αποτραβήχτηκε από τον κόσμο. Συνήθισε στην παρουσία τού χταποδιού που ζούσε μέσα του κι έπνιγε τις μνήμες του μέσα στο ασφυχτικό, υπνωτικό αγκάλιασμά του, έσβηνε τα λόγια του πλημμυρίζοντάς τα μέσα του θολό, μαύρο μελάνι. Και με τον καιρό η αιτία της σιωπής του χάθηκε, θάφτηκε κάπου βαθιά μέσα στις σκοτεινές πτυχώσεις του γεγονότος τής σιωπής του, αυτού καθ᾿ εαυτό.
Όταν ο Κχούμπτσαντ, το αγαπημένο του κοπρόσκυλο, τυφλό πια και μαδημένο στα δεκαεφτά του χρόνια, έφτασε να λερώνεται, ανίκανο να σηκώσει το πόδι του και να κατουρήσει σωστά ή να πάει λίγο πιο πέρα και να αποπατήσει -- όταν αποφάσισε να πεθάνει έναν άθλιο, τρισάθλιο θάνατο, ο Έστθα το φρόντισε λες και κρεμόταν απ᾿ αυτό η ίδια του η ζωή. Ο Κχούμπτσαντ είχε τις καλύτερες προθέσεις τού κόσμου αλλά η γέρικη κύστη του τον πρόδινε άθελά του. Τούς τελευταίους μήνες πριν πεθάνει, σερνόταν με κόπο ως το μικρό άνοιγμα, στη βάση τής πόρτας που οδηγούσε στο πίσω μέρος τού κήπου, έβγαζε έξω το κεφάλι του και κατουρούσε μέσα, μια λιμνούλα κίτρινο λαμπερό κάτουρο. Ξαλαφρωμένος μετά, με τη συνείδησή του ήσυχη, σήκωνε το κεφάλι του και κοίταζε τον Έστθα με τα θολά πράσινα μάτια του που κολυμπούσαν σαν λακκούβες λάσπη στο γκρίζο μαδημένο κεφάλι του. Κι έτσι γύριζε σιγά σιγά στο μαξιλάρι του, αφήνοντας πίσω του λερωμένες, υγρές, τις πατημασιές του. Όταν ο Κχούμπτσαντ ψυχομαχούσε, ανήμπορος να σηκωθεί από το μαξιλάρι του, ο Έστθα είδε το παράθυρο τής κρεβατοκάμαράς του να καθρεφτίζεται στα λεία, κόκκινα αχαμνά τού σκύλου. Και τον ουρανό έξω από το παράθυρο. Κι ένα πουλί που πετούσε στον ουρανό. Για τον Έστθα —που ήταν πνιγμένος στη μυρωδιά μαραμένων ρόδων, μαθημένος στο αίμα εξαιτίας τής ανάμνησης ενός σπασμένου άντρα— το γεγονός ότι κάτι τόσο εύθραυστο, τόσο αφόρητα τρυφερό είχε επιζήσει, το γεγονός ότι τού είχε επιτραπεί να επιζήσει, ήταν θαύμα. Ένα πουλί πετούμενο που καθρεφτίστηκε στα αχαμνά ενός γέρικου σκύλου.
Τότε ήταν που άρχισε ο Έστθα το περπάτημα, μετά το θάνατο τού Κχούμπτσαντ. Περπατούσε ώρες ατελείωτες. Στην αρχή έκοβε βόλτες στη γειτονιά αλλά σιγά σιγά ξεμάκραινε όλο και περισσότερο.
Ο κόσμος συνήθισε να τον βλέπει στο δρόμο. Ένας καλοντυμένος νεαρός που βάδιζε ήρεμα. Ο ήλιος κι ο αέρας έδωσαν όψη αλλιώτικη στο πρόσωπό του. Το δέρμα του σκούρυνε, σκλήρυνε, ζάρωσε. Έδειχνε πιο σοφός, πιο μυαλωμένος απ᾿ ό,τι ήταν στ᾿ αλήθεια. Με ένα σωρό μυστικά τής θάλασσας μέσα του.
Τώρα που είχε επαν-Επιστραφεί, ο Έστθα έκανε τούς περιπάτους του, στο Αγιέμενεμ.
Μερικές μέρες περπατούσε κατά μήκος τής όχθης τού ποταμού που βρωμούσε σκατά και εντομοκτόνα, αγορασμένα με τα δάνεια τής Διεθνούς Τραπέζης. Τα περισσότερα ψάρια είχαν ψοφήσει. Κι όσα ζούσαν ακόμα, ήταν άρρωστα και πληγιασμένα.
Άλλες μέρες πάλι περπατούσε στο δρόμο. Περνούσε τα καινούργια σπίτια, από φρεσκοψημένα και γυαλισμένα τούβλα, χτισμένα από νοσοκόμες, μαρμαράδες, μεταλλεργάτες και τραπεζοϋπαλλήλους που δούλευαν σκληρά και ζούσαν δυστυχισμένοι σε τόπους μακρινούς. Περνούσε τα χολωμένα παλιά σπίτια, πράσινα απ᾿ τη ζήλια τους, κουρνιασμένα στις ιδιωτικές αυλές τους, κρυμμένα ανάμεσα στα ιδιωτικά τους καουτσουκόδεντρα. Το καθένα τους κι ένα ξεχωριστό ετοιμόρροπο φέουδο, με τη δική του ηρωική ιστορία.
Περνούσε το σχολείο τού χωριού που είχε χτίσει ο προπάππος του για τούς Άθικτους και τα παιδιά τους.
Περνούσε την κίτρινη εκκλησία τής Σόφι Μολ. Περνούσε τη Λέσχη Κουνγκ Φου τού Αγιέμενεμ. Περνούσε το νηπιαγωγείο "Τα Μπουμπούκια" (για τα παιδιά των Καθαρών), περνούσε το μαγαζάκι που πουλούσε ρύζι και ζάχαρη με το δελτίο. Οι μπανάνες κρέμονταν κίτρινες αρμαθιές από την οροφή. Φτηνά πορνοπεριοδικά, με άρθρα για ανύπαρκτα σεξουαλικά τέρατα στο νότο τής χώρας, ήταν στερεωμένα με μανταλάκια σε σχοινιά κι ανέμιζαν τεμπέλικα στο χλιαρό αεράκι, βάζοντας σε πειρασμό τούς τίμιους και φτωχούς πελάτες: οι σελίδες τους ήταν γεμάτες παχουλές, γυμνές γυναίκες, ξαπλωμένες μέσα σε λίμνες ψεύτικου αίματος.
Μερικές φορές ο Έστθα περνούσε κι από το τυπογραφείο τού παλιού συντρόφου Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ, όπου στεγάζονταν άλλοτε τα γραφεία τής Τ.Ο. τού Κομμουνιστικού Κόμματος τού Αγιέμενεμ: εκεί γίνονταν ατέλειωτες μεταμεσονύκτιες συνεδριάσεις, εκεί τυπώνονταν σε φτηνό χαρτί τα επαναστατικά τραγουδάκια τού Μαρξιστικού Κόμματος, από εκεί ξεκινούσε η διανομή τους. Η σημαία που ανέμιζε στη στέγη του, είχε παλιώσει. Το κόκκινο χρώμα της είχε θαμπώσει· έμοιαζε αναιμικό, χλωμό, αδύναμο. Ο σύντροφος Πίλαϊ έβγαινε τα πρωινά φορώντας μια γκρίζα φανέλα από νάιλον. Τα αρχίδια του διαγράφονταν κάτω απ᾿ το μαλακό, άσπρο μούντου* του. Άλειβε το κορμί του με ζεστό λάδι καρύδας και πιπέρι, μαλάζοντας τη γέρικη χαλαρή του σάρκα που τεντωνόταν σαν λάστιχο πάνω απ᾿ τα κόκαλά του. Ζούσε μόνος του πια. Η γυναίκα του, η Καλιάνι, είχε πεθάνει από καρκίνο στις ωοθήκες. Ο γιος του, ο Λένιν, είχε φύγει για το Δελχί, όπου δούλευε υπηρέτης σε ξένες πρεσβείες.
Αν ο σύντροφος Πίλαϊ ήταν μπροστά στο σπίτι του και λάδωνε το γέρικο κορμί του, την ώρα που περνούσε ο Έστθα από εκεί, φρόντιζε πάντα να τον χαιρετάει. «Έστθα Μον!» φώναζε με την ψιλή, τσιριχτή φωνή του που είχε ραγίσει απ᾿ τα γεράματα σαν ξεφλουδισμένο ζαxαροκάλαμο. «Καλή σου μέρα! Τη συνηθισμένη σου βόλτα, ε;»
Ο Έστθα τον προσπερνούσε. Χωρίς αγένεια. Χωρίς ευγένεια. Απλώς κλεισμένος στη σιωπή του.
Ο σύντροφος Πίλαϊ έδινε μαλακά χτυπηματάκια σε όλο του το κορμί για να ζωντανέψει την κυκλοφορία του αίματος. Τον αναγνώριζε τάχα ο Έστθα μετά απ᾿ όλα αυτά τα χρόνια; Δεν ήξερε. Ούτε τον ένοιαζε. Αν και ο ρόλος του στην όλη υπόθεση δεν ήταν διόλου ασήμαντος, ο σύντροφος Πίλαϊ δε θεωρούσε τον εαυτό του με κανέναν τρόπο υπεύθυνο για όσα είχαν συμβεί. Είχε καταχωρίσει τα γεγονότα αυτά στην κατηγορία των Αναπόφευκτων Συνεπειών, Αναγκαίων Πολιτικών Κινήσεων. Η παλιά γνωστή ιστορία με την ομελέτα και τα σπασμένα αβγά. Κι ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ ήταν κατά βάση πολιτικός. Επαγγελματίας στο σπάσιμο των αβγών και στο ψήσιμο τής ομελέτας. Περπατούσε μες στον κόσμο σαν το χαμαιλέοντα. Χωρίς ποτέ να φανερώνει τον αληθινό εαυτό του, χωρίς ποτέ να φαίνεται ότι κρυβόταν. Κι έβγαινε σώος και αβλαβής ακόμα και μέσα από το χάος.
Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στο Αγιέμενεμ που πληροφορήθηκε την επιστροφή τής Ράχελ. Το νέο μάλλον κέντρισε την περιέργειά του παρά τον ανησύχησε. Ο Έστθα ήταν σχεδόν ένας ξένος για το σύντροφο Πίλαϊ. Είχε φύγει από το Αγιέμενεμ ξαφνικά και χωρίς πολλά πολλά, τόσα χρόνια πριν. Τη Ράχελ όμως την ήξερε καλά ο σύντροφος Πίλαϊ. Την είχε δει να μεγαλώνει. Αναρωτιόταν τι την είχε φέρει πίσω. Μετά από τόσα χρόνια.
Ως τον ερχομό τής Ράχελ όλα ήταν ήσυχα μέσα στο κεφάλι τού Έστθα. Μα εκείνη είχε φέρει μαζί της τη βουή των περαστικών τρένων και το φως και τη σκιά που πέφτουν πάνω σου όταν κάθεσαι στη θέση δίπλα στο παράθυρο. Ο κόσμος, κλειδωμένος χρόνια τώρα έξω, όρμησε ξαφνικά και μπήκε μέσα του, κι ο Έστθα δεν μπορούσε ούτε τον ίδιο του τον εαυτό να ακούσει από το φοβερό θόρυβο. Τρένα. Αυτοκίνητα. Μουσική. Το Χρηματιστήριο. Ένα φράγμα είχε σπάσει και τα νερά αγριεμένα παρέσερναν τα πάντα στη δίνη τους. Κομήτες, βιολιά, παράτες, μοναξιά, σύννεφα, γενειάδες, θεούσες, κατάλογοι, λάβαρα, σεισμοί κι απόγνωση, βγήκαν ξανά στην επιφάνεια παραδέρνοντας στο στρόβιλο.
Κι ο Έστθα, περπατώντας στην όχθη τού ποταμού, δεν ένιωσε ούτε τη βροχή ούτε το ξαφνικό ρίγος τού κουταβιού που τον είχε υιοθετήσει προσωρινά και τον ακολουθούσε με αβέβαια ακόμα ποδαράκια. Πέρασε το γέρικο μάνγκο και προχώρησε ως την άκρη μιας γλώσσας από λατερίτη που χωνόταν μέσα στο ποτάμι. Κάθισε ανακούρκουδα κι άρχισε να ταλαντεύεται αργά μέσα στη βροχή, μπρος-πίσω. Η πηχτή λάσπη κάτω από τα πόδια του γλιστρούσε πλατσουρίζοντας στα παπούτσια του κι ακουγόταν σαν φιλί υγρό, ξεδιάντροπο. Το παγωμένο κουτάβι έτρεμε από το κρύο – και κοίταζε.
Η Μπέμπα Κοτσάμα και η Κότσου Μάρια, η γκρινιάρα, ευέξαπτη, κοντοστούπα μαγείρισσα που φαινόταν λες κι είχε ξύδι στην καρδιά της, ζούσαν ολομόναχες πια στο Σπίτι του Αγιέμενεμ όταν επαν-Επεστράφη ο Έστθα. Η Μαμάτσι, η γιαγιά, είχε πεθάνει. Ο Τσάκο ζούσε τώρα στον Καναδά, όπου προσπαθούσε, χωρίς επιτυχία, να βγάλει χρήματα πουλώντας κι αγοράζοντας αντίκες.
Τον καιρό των γεγονότων, ζαλισμένος από το χαμό τής Σόφι Μολ, κοίταζε τα πάντα μέσα από ένα πέπλο θλίψης. Σαν παιδί που το άγγιξε η τραγωδία, που μεγαλώνει ξαφνικά κι εγκαταλείπει τα παιχνίδια του, έτσι τα παράτησε κι ο Τσάκο. Τα όνειρα τού Βαρόνου τής Πίκλας και τής Λαϊκής Επανάστασης μπήκαν στο ράφι μαζί με τα σπασμένα αεροπλανάκια του. Όταν έκλεισαν οι Πίκλες Παραντάιζ, πούλησε μερικά από τα ρυζοχώραφα (υποθηκευμένα ακόμα) για να ξεχρεώσει τα δάνεια. Πούλησε κι άλλα για να εξασφαλίσει το ψωμί και το ρουχισμό τής οικογένειας. Την εποχή που ο Τσάκο μετανάστευσε στον Καναδά, το μοναδικό εισόδημα τής οικογένειας προερχόταν από τη φυτεία τού καουτσούκ δίπλα στο Σπίτι του Αγιέμενεμ και τις λίγες φοινικιές που είχαν στο κτήμα. Μ᾿ αυτά έζησαν η Κότσου Μάρια κι η Μπέμπα Κοτσάμα όταν όλοι οι υπόλοιποι είχαν πεθάνει, φύγει ή Επιστραφεί.
Για το σύντροφο Πίλαϊ, δεν είχε σχεδιάσει αυτός την τροπή που πήραν τα γεγονότα. Αυτός βιάστηκε απλώς να χώσει τα πάντα πρόθυμα δάχτυλά του στο γάντι τής Ιστορίας που περίμενε.
Δεν ήταν αποκλειστικά δικό του σφάλμα που ζούσε σε μια κοινωνία, όπου ο θάνατος ενός ανθρώπου μπορούσε να είναι πιο αποδοτικός από τη ζωή του. Η τελευταία επίσκεψη τού Βελούτθα στο σύντροφο Πίλαϊ —μετά τον καβγά του με τη Μαμάτσι και την Μπέμπα Κοτσάμα— και ό,τι συνέβη μεταξύ τους, έμειναν μυστικά. Η τελευταία προδοσία που έστειλε τον Βελούτθα να διασχίσει το ποτάμι, κολυμπώντας κόντρα στο ρεύμα, μέσα στο σκοτάδι και τη νεροποντή, έγινε ακριβώς την ώρα τού ραντεβού του με την Ιστορία.
Όσο για τη Ράχελ.
Ύστερα από το θάνατο τής Άμου (μετά την τελευταία φορά που είχε έρθει στο Αγιέμενεμ, πρησμένη από την κορτιζόνη κι ένα ρόγχο στο στήθος, σαν αντρική φωνή από κάπου μακριά), η Ράχελ έφυγε. Αφήνοντας τα βήματά της να την οδηγούν. Από σχολείο σε σχολείο. Περνούσε τις διακοπές της στο Αγιέμενεμ. Ο Τσάκο κι η Μαμάτσι δεν τής έδιναν σημασία (ο πόνος τούς είχε πνίξει κι είχαν βουλιάξει μέσα του, σαν μεθυσμένοι), ενώ στην Μπέμπα Κοτσάμα δεν έδινε σημασία εκείνη. Όσο για την ανατροφή τής Ράχελ, ο Τσάκο κι η Μαμάτσι προσπάθησαν αλλά δεν τα κατάφεραν. Τη φρόντιζαν, τής εξασφάλιζαν τα απαραίτητα (τροφή, ρούχα, δίδακτρα) μα δεν τη νοιάζονταν.
Ο Χαμός τής Σόφι Μολ τριγύριζε σιγανά μέσα στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Τα βήματα τής παρουσίας της ήταν αθόρυβα, λες και φορούσε μονάχα τις κάλτσες της. Ήταν κρυμμένη στα βιβλία και τα φαγητά. Στη θήκη τού βιολιού τής Μαμάτσι. Στα πληγιασμένα πόδια του Τσάκο που τα έξυνε ασταμάτητα και δεν τα άφηνε να γιάνουν. Στα λεπτά, σχεδόν γυναικεία πόδια του.
Είναι παράξενο πώς μερικές φορές η θύμηση ενός θανάτου εξακολουθεί να ζει κι όταν ακόμα έχει σβήσει η θύμηση τής ζωής, την οποία τερμάτισε. Με τα χρόνια, κι ενώ η ανάμνηση τής Σόφι Μολ — (τού Κοριτσιού που Έψαχνε τις Μικρές Σοφίες: Πού πάνε τα γέρικα πουλιά όταν πεθαίνουν; Γιατί δεν πέφτουν σαν πέτρες απ᾿ τον ουρανό; Τού Κοριτσιού που Έλεγε τις Σκληρές Αλήθειες: Εγώ είμαι μισή Αγγλίδα, εσείς όχι. Τού Κοριτσιού που Έφερνε το Μήνυμα τού Πηγμένου Αίματος: Μια φορά είδα ένα σκοτωμένο και το μάτι του κρεμόταν από ένα νεύρο και τιναζόταν σαν γιο-γιο, πάνω-κάτω) — θάμπωνε και χανόταν σιγά σιγά, ο Χαμός της μεγάλωνε κι έμοιαζε ολοένα και πιο κοντινός, πιο ζωντανός. Ήταν πάντα εκεί. Σαν φρούτο στην εποχή του. Σε κάθε εποχή. Μόνιμος. Σαν δημόσιος υπάλληλος. Συντρόφεψε τη Ράχελ στα παιδικά της χρόνια (από σχολείο σε σχολείο), την ακολούθησε και μετά, όταν έγινε γυναίκα.
Τη Ράχελ την έγραψαν για πρώτη φορά στα μαύρα κατάστιχα, όταν ήταν έντεκα χρονών. Ήταν τότε εσωτερική στις Καλόγριες, στο μοναστήρι τής Ναζαρέτ. Και την έπιασαν στα πράσα, έξω από την αυλόπορτα τής διευθύνουσας, τη στιγμή που στόλιζε με λουλούδια μια αχνιστή ακόμα σβουνιά αγελάδας. Την άλλη μέρα το πρωί, μετά την Προσευχή, την υποχρέωσαν να κοιτάξει στο Λεξικό τής Οξφόρδης τη λέξη "Διαφθορά" και να διαβάσει δυνατά, μπροστά σε όλες τις μαθήτριες, τη σημασία της. Έκλυση ηθών, εξαχρείωση, avnθικότητα, διάβασε η Ράχελ. Πίσω της μια χούφτα καλόγριες με σφιγμένα στόματα. Μπροστά της μια θάλασσα κοριτσίστικα πρόσωπα, όλο κοροϊδία. «Η ιδιότητα τού αχρείου, η ακολασία, η διαφθορά η οφειλόμενη στο προπατορικό αμάρτημα. Ο άνθρωπος γεννιέται βυθισμένος στην εξαχρείωση, απομακρυσμένος από τον Θεό. Και δεν είναι σε θέση από μόνος του να νικήσει το Κακό και να γλιτώσει από τη φαυλότητα και την αμαρτία. Τζ.Χ. Μπλαντ».
Έξι μήνες αργότερα την απέβαλαν, μετά από επανειλημμένα παράπονα των μεγαλύτερων κοριτσιών. Την κατηγορούσαν (και δικαίως) ότι κρυβόταν πίσω από πόρτες και, ξεφυτρώνοντας ξαφνικά, έπεφτε πάνω στις συμμαθήτριές της επίτηδες. Όταν η διευθύνουσα τής ζήτησε εξηγήσεις για τη συμπεριφορά της (αφού την πήρε με το καλό και με το άγριο, αφού την τιμώρησε κάμποσες φορές με τη βέργα, αφού την άφησε ακόμα περισσότερες φορές νηστική), η Ράχελ ομολόγησε τελικά ότι το έκανε για να διαπιστώσει αν τα στήθη πονούν. Σ᾿ αυτό το χριστιανικότατο ίδρυμα η ύπαρξη τού γυναικείου στήθους δεν ήταν αναγνωρισμένη. Κι αφού το στήθος δεν υπήρχε, πώς ήταν δυνατόν να πονάει; Αυτή ήταν η πρώτη αποβολή σε σύνολο τριών. Τη δεύτερη φορά την έδιωξαν επειδή κάπνιζε. Και την τρίτη επειδή έβαλε φωτιά στην περούκα τής διευθύνουσας, την οποία η Ράχελ παραδέχτηκε ότι είχε κλέψει. Σε όλα τα σχολεία, απ᾿ όπου πέρασε, οι δασκάλες της παρατηρούσαν ότι:
α) Ήταν ένα εξαιρετικά ευγενικό παιδί.
β) Δεν είχε φίλες.
Φαίνεται πως η διαφθορά της ήταν διαφθορά μοναχική, πολιτισμένη, ευγενική. Και γι᾿ αυτόν ακριβώς το λόγο συμφωνούσαν όλες (απολαμβάνοντας τη δασκαλίστικη αυστηρότητά τους, αφήνοντάς τη να λιώσει αργά πάνω στη γλώσσα τους, γλείφοντάς τη σαν γλυκιά καραμέλα) – διαφθορά πολύ πιο σοβαρή κι ανησυχητική από τη συνηθισμένη. Ήταν, ψιθύριζαν η μια στην άλλη, λες και δεν ήξερε πώς πρέπει να φέρεται ένα κορίτσι.
Δεν έπεφταν και πολύ έξω.
Κατά τρόπο παράδοξο, η εγκατάλειψη και η αμέλεια από μέρους των κηδεμόνων της, είχαν οδηγήσει στην περίπτωσή της σε μια απελευθέρωση τού πνεύματος. Η εξέλιξη αυτή μόνο συμπτωματική μπορεί να θεωρηθεί.
Η Ράχελ μεγάλωσε μόνη της, χωρίς κανείς να τη βοηθήσει ή να την κατευθύνει. Κανείς δεν προσπάθησε να τής βρει γαμπρό για να την παντρέψει. Κανείς δεν τής έφτιαξε προίκα. Μεγάλωσε χωρίς τα απειλητικά σύννεφα τού μελλοντικού συζύγου να αμαυρώνουν τον ορίζοντα τής νεαρής ζωής της.
Όσο δεν ενοχλούσε, την άφηναν ήσυχη, να ψάχνει μόνη τις απαντήσεις στα ερωτήματα που την απασχολούσαν: για τα κοριτσίστικα στήθια, αν πονούν και πόσο· για τα ψεύτικα μαλλιά και πόσο γρήγορα καίγονται· για τη ζωή και πώς πρέπει να τη ζούμε.
Όταν τέλειωσε το σχολείο, κατάφερε να μπει σε ένα παρακατιανό κολέγιο Αρχιτεκτονικής στο Δελχί. Δεν είχε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική. Κατά βάθος δεν είχε κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Τυχαία έδωσε εξετάσεις και τυχαία επίσης μπήκε. Οι εξεταστές εντυπωσιάστηκαν όχι τόσο από το ταλέντο της όσο από το μέγεθος (τεράστιο) τής νεκρής φύσης που είχε σχεδιάσει με κάρβουνο. Παρεξήγησαν τις απρόσεχτες, γρήγορες μολυβιές της. Τις απέδωσαν σε καλλιτεχνική αυτοπεποίθηση. Η Ράχελ ωστόσο δεν ήταν καλλιτέχνιδα.
Έμεινε οχτώ χρόνια στο κολέγιο, χωρίς να τελειώσει τα μαθήματα τής πενταετούς προπτυχιακής φοίτησης. Και χωρίς φυσικά να πάρει το δίπλωμά της. Το ποσό των διδάκτρων ήταν μικρό και δε δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα. Ζούσε στη φοιτητική εστία, έτρωγε στο φτηνό εστιατόριο τού κολεγίου, πήγαινε σπάνια στις παραδόσεις. Δούλευε σχεδιάστρια σε σκοτεινά αρχιτεκτονικά γραφεία που πλήρωναν ψίχουλα τούς σπουδαστές για να τούς κάνουν τα σχέδια, ρίχνοντάς τους και την ευθύνη για ό,τι δεν πήγαινε καλά. Το πείσμα και η παντελής έλλειψη φιλοδοξίας τής Ράχελ έφερναν σε αμηχανία τούς άλλους φοιτητές, ιδιαίτερα τα αγόρια. Την άφηναν, λοιπόν, στην ησυχία της. Ποτέ δεν την καλούσαν στα όμορφα σπίτια τους ή στα φασαριόζικα πάρτι τους. Ακόμα κι οι καθηγητές της την αντιμετώπιζαν με κάποια δυσπιστία— τα παράξενα κτίρια που σχεδίαζε σε φτηνό καφετί χαρτί, η αδιαφορία της για τα όλο ενδιαφέρον και πάθος σχόλιά τους, τούς έκαναν δισταχτικούς και συγκρατημένους απέναντί της.
Έγραφε πότε πότε στον Τσάκο και τη Μαμάτσι αλλά δε γύρισε ούτε μια φορά πίσω, στο Αγιέμενεμ. Ούτε όταν πέθανε η Μαμάτσι. Ούτε όταν έφυγε ο Τσάκο μετανάστης στον Καναδά. Κι ενώ πήγαινε ακόμα στη Σχολή Αρχιτεκτονικής, γνώρισε τον Λάρι ΜακΚάσλιν που είχε έρθει στο Δελχί για να συγκεντρώσει υλικό για το διδακτορικό του σχετικά με την Αποδοτική Χρήση τής Ενέργειας στην Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική. Ο Λάρι την πρωτοείδε στη βιβλιοθήκη κι ύστερα, μερικές μέρες αργότερα, στην αγορά Κχαν. Η Ράχελ φορούσε τζιν παντελόνι κι άσπρο φανελάκι. Ένα παλιό πολύχρωμο φουλάρι ήταν τυλιγμένο γύρω από το λαιμό της κι ανέμιζε πίσω της σαν εσάρπα. Τα ατίθασα μαλλιά της ήταν δεμένα στο σβέρκο σφιχτά, να φαίνονται ίσια μολονότι δεν ήταν. Ένα μικροσκοπικό διαμαντάκι έλαμπε περασμένο στο ρουθούνι. Είχε απίστευτα όμορφους ώμους και χαριτωμένο, αθλητικό περπάτημα. Σαν μελωδία τής τζαζ, σκέφτηκε ο Λάρι ΜακΚάσλιν και την ακολούθησε σε ένα βιβλιοπωλείο, όπου κανείς από τούς δυο δε γύρισε να κοιτάξει τα βιβλία. Η Ράχελ προχώρησε στο γάμο, σαν τον επιβάτη που προχωράει κατευθείαν προς το άδειο κάθισμα στην αίθουσα αναμονής τού αεροδρομίου. Με σκοπό Να Καθίσει. Όταν ο Λάρι γύρισε στη Βοστόνη, η Ράχελ τον ακολούθησε.
Κάθε φορά που αγκάλιαζε τη γυναίκα του, με το μάγουλό της να ακουμπάει στην καρδιά του, ο Λάρι έβλεπε την κορφή τού κεφαλιού της, την πηγή τού μαύρου χειμάρρου των μαλλιών της, τόσο ψηλός ήταν. Όταν ακουμπούσε το δάχτυλό του στην άκρη των χειλιών της, ένιωθε έναν αδύναμο παλμό. Το αγαπούσε αυτό το σημείο. Κι αυτόν τον αχνό, αβέβαιο χτύπο ακριβώς κάτω από το δέρμα της. Το άγγιζε, το αφουγκραζόταν, σαν τον πατέρα που χαϊδεύει το αγέννητο παιδί του μέσα στην κοιλιά τής γυναίκας του και νιώθει τις κινήσεις του κάτω από το δέρμα της.
Την κρατούσε σαν να ήταν στολίδι. Δώρο που τού χάρισε η αγάπη. Κάτι ήσυχο και μικρό. Κάτι αφάνταστα πολύτιμο.
Τις στιγμές τού έρωτα όμως, τα μάτια της τον ενοχλούσαν. Τον κοίταζαν λες κι ανήκαν σε κάποιον άλλο. Κάποιον που κοίταζε απλώς. Κάποιον που αγνάντευε τη θάλασσα από το παράθυρό του. Μια βάρκα στο ποτάμι. Ή έναν περαστικό μέσα στην ομίχλη, φορώντας το καπέλο του.
Θύμωνε επειδή δεν καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό το βλέμμα. Το τοποθετούσε κάπου ανάμεσα στην αδιαφορία και την απελπισία. Δεν ήξερε ότι σε μερικά μέρη, όπως για παράδειγμα στην πατρίδα τής Ράχελ, υπήρχαν πολλά είδη απελπισίας που πάλευαν για την πρωτοκαθεδρία. Κι ότι η προσωπική απελπισία τού καθενός δεν ήταν ποτέ αρκετά απελπισμένη για να κερδίσει αυτήν τη μάχη. Δεν ήξερε ότι κάτι συνέβαινε κάθε φορά που η προσωπική αναστάτωση ερχόταν κι έμπαινε μέσα στο ναό τής απέραντης, τής βάναυσης, τής περιδινούμενης, ορμητικής, γελοίας, παράλογης, ασύλληπτης, γενικής αναστάτωσης ενός ολόκληρου λαού. Δεν ήξερε ότι ο Μεγάλος Θεός έκλαιγε σαν καυτός αέρας κι απαιτούσε λατρεία και πίστη. Πλάι του ο Μικρός Θεός (xαριτωμένος κι αξιαγάπητος, συγκρατημένος, ιδιωτικός και περιορισμένος) έβγαινε όλο εγκαύματα απ᾿ το αγκάλιασμά του, γελώντας με την ίδια την αποκοτιά του. Η επιβεβαίωση τής ασημαντότητάς του τον άφηνε πιο σκληρό, πιο χοντρόπετσο, πιο αδιάφορο από πριν. Τίποτα δεν είχε μεγάλη σημασία. Ελάχιστα πράγματα είχαν σημασία. Κι αυτά τα λίγα πράγματα που είχαν σημασία, δε μετρούσαν και πολύ. Μετρούσαν λίγο, όλο και πιο λίγο. Τίποτα δεν ήταν αρκετά σπουδαίο. Γιατί Υπήρχαν Και Χειρότερα. Στην πατρίδα τής Ράχελ που ισορροπούσε διαρκώς ανάμεσα στον τρόμο τού πολέμου και τη φρίκη τής ειρήνης, τα Χειρότερα δε σταματούσαν λεπτό να συμβαίνουν.
Ο Μικρός Θεός γελούσε, λοιπόν, το κούφιο γέλιο του και ξεμάκραινε χοροπηδώντας. Σαν πλουσιόπαιδο με κοντά παντελονάκια. Σφύριζε, κλοτσούσε πετραδάκια. Το εύθραυστο κέφι του ανάβλυζε απ᾿ τη διαπίστωση πως η δική του δυστυχία ήταν μικρή, ελάχιστη, ασήμαντη σε σύγκριση με τη δυστυχία των άλλων. Σκαρφάλωνε στα μάτια των ανθρώπων και τα σκοτείνιαζε.
Αυτό που έβλεπε ο Λάρι ΜακΚάσλιν στα μάτια τής Ράχελ δεν ήταν απελπισία. Ήταν ένα είδος αναγκαστικής, υποχρεωτικής αισιοδοξίας. Και μια τρύπα, ένα κενό, εκεί όπου άλλοτε βρίσκονταν τα λόγια τού Έστθα. Πώς να τα καταλάβει αυτά τα πράγματα ο Λάρι; Κανείς δεν είχε από τον Λάρι την απαίτηση να καταλάβει κάτι τέτοιο. Πως το κενό στο βλέμμα τής αδελφής ήταν απλώς μια άλλη πλευρά τής ησυχίας που βασίλευε μέσα στο δίδυμο αδελφό της. Ότι τα δύο αυτά πράγματα ήταν οι δύο όψεις τού ίδιου νομίσματος. Πως ταίριαζαν μεταξύ τους σαν δυο κουτάλια βαλμένα το ένα πάνω στο άλλο. Σαν τα κορμιά εραστών που γνωρίζονται πια καλά μεταξύ τους.
Όταν χώρισαν, η Ράχελ δούλεψε για λίγους μήνες σερβιτόρα σε ένα ινδικό εστιατόριο στη Νέα Υόρκη. Έπειτα έπιασε δουλειά για κάμποσα χρόνια σε ένα βενζινάδικο έξω από την Ουάσιγκτον: κρατούσε τη νυχτερινή βάρδια τού ταμείου καθισμένη σε μια αλεξίσφαιρη καμπίνα. Υπήρχαν μεθυσμένοι πελάτες που ξερνούσαν μπροστά στα μάτια της. Υπήρχαν νταβατζήδες που τής έκαναν προτάσεις για αποδοτικότερες ασχολίες. Δυο φορές είδε ανθρώπους να σκοτώνονται: τούς είχαν πυροβολήσει από το παράθυρο τού αυτοκινήτου τους. Και μια φορά είδε έναν άλλο, μαχαιρωμένο, με το στιλέτο ακόμα καρφωμένο στην πλάτη· τον πέταξαν στο δρόμο από ένα αυτοκίνητο που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα.
Ύστερα η Μπέμπα Κοτσάμα έστειλε γράμμα στη Ράχελ πως ο Έστθα επαν-Επεστράφη. Η Ράχελ παράτησε τη δουλειά της στο βενζινάδικο κι έφυγε με χαρά από την Αμερική. Για να γυρίσει στο Αγιέμενεμ. Στον Έστθα που περπατούσε στη βροχή.
Στο παλιό σπίτι πάνω στο λόφο η Μπέμπα Κοτσάμα καθόταν στην τραπεζαρία κι έτριβε ένα μαραμένο αγγούρι να ξεπικρίσει. Το παχύρρευστο πικρό ζουμί του κυλούσε κάτω απ᾿ τα δάχτυλά της. Φορούσε ένα παλιό καρό νυχτικό από κρεπ με φουσκωτά. Κάτω από το τραπέζι κουνούσε τα μικροσκοπικά, περιποιημένα ποδαράκια της, σαν μαθήτρια καθισμένη στο θρανίο. Οι πατούσες της ήταν πρησμένες, γεμάτες νερό, σαν μικρά μαξιλαράκια σε σχήμα ποδιού. Τα παλιά χρόνια, η Μπέμπα Κοτσάμα επέμενε να προσβάλει όλους τούς επισκέπτες τους που είχαν πόδια μεγαλύτερα απ᾿ τα δικά της. Τούς ζητούσε να τής δώσουν τα σανδάλια τους για να τα δοκιμάσει. Ύστερα έλεγε: «Κοιτάξτε πόσο μεγάλα μού πέφτουν!» Έπειτα σηκώνοντας το σάρι της έκανε δυο τρεις βόλτες μες στο σπίτι για να μπορέσουν όλοι να θαυμάσουν τα μικροσκοπικά της πόδια.
Καθάριζε το αγγούρι με ένα ύφος απροκάλυπτα θριαμβευτικό. Χαιρόταν που ο Έστθα δεν είχε μιλήσει με τη Ράχελ. Που την είχε κοιτάξει και την είχε προσπεράσει χωρίς κουβέντα. Κάτω απ᾿ τη βροχή. Έτσι όπως είχε κάνει και με όλους τούς άλλους.
Ήταν ογδόντα τριών χρονών. Τα μάτια της ήταν θολά σαν λιωμένο βούτυρο πίσω από τούς χοντρούς φακούς των γυαλιών της.
«Σου το ᾿χα πει! Δε σού το ᾿χα πει;» στράφηκε στη Ράχελ. «Τι περίμενες; Ειδική μεταχείριση; Έχει χάσει το μυαλό του, σού λέω! Δεν αναγνωρίζει κανέναν πια! Τι νόμιζες;»
Η Ράχελ δεν απάντησε.
Ένιωθε το ρυθμό τής ταλάντευσης τού Έστθα, ένιωθε την υγρασία τής βροχής πάνω στο δέρμα του. Άκουγε το βραχνό σαματά τού κόσμου μες στο κεφάλι του.
Η Μπέμπα Κοτσάμα κοίταξε με δυσφορία τη Ράχελ. Το είχε μετανιώσει κιόλας που τής είχε γράψει για την επιστροφή τού Έστθα. Αλλά τι άλλο να ᾿κανε; Να τον φορτωθεί η ίδια για την υπόλοιπη ζωή της; Γιατί θα έπρεπε; Δεν ήταν δική της η ευθύνη.
Ή μήπως ήταν;
Η σιωπή ήρθε και στρώθηκε ανάμεσα στη θεία και την ανιψιά σαν τρίτο πρόσωπο. Σαν κάποιος ξένος. Πρησμένος. Άρρωστος. Η Μπέμπα Κοτσάμα κράτησε μια νοερή σημείωση, να κλειδώσει την πόρτα της τη νύχτα. Προσπάθησε να βρει κάτι να πει.
«Πώς σού φαίνεται το καινούργιο μου κούρεμα;»
Κρατώντας το αγγούρι, σήκωσε το χέρι της προς τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της. Εκεί όπου τα άγγιξε, άφησε λίγες φουσκάλες από τον πηχτό άσπρο αφρό που λέρωνε τις παλάμες της. Η Ράχελ δε βρήκε τίποτα να απαντήσει. Παρακολουθούσε την Μπέμπα Κοτσάμα που καθάριζε το αγγούρι της. Κιτρινοπράσινες φλούδες είχαν κολλήσει στο στήθος της. Τα μαλλιά της, βαμμένα κατάμαυρα, ήταν χτενισμένα πάνω στο κεφάλι της σαν ξετυλιγμένος σπάγκος. Η βαφή είχε ποτίσει το δέρμα τού μετώπου της και το ανοιχτό γκρίζο χρώμα ζωγράφιζε μια δεύτερη, σκιερή γραμμή, κάτω από τις φύτρες των μαλλιών της. Η Ράχελ πρόσεξε πως είχε αρχίσει να βάφεται. Κραγιόν στα χείλη. Κολ* στα μάτια. Μια ιδέα κοκκινάδι στα μάγουλα. Κι επειδή το σπίτι ήταν κλειστό και θεοσκότεινο, κι επειδή η θεία της δεν παραδεχόταν παρά μόνο τις σαραντάρες λάμπες, τα βαμμένα χείλη της ξέφευγαν λιγάκι από τη θέση των πραγματικών χειλιών της.
Είχε αδυνατίσει στο πρόσωπο και στους ώμους, και δεν έμοιαζε πια με σφαίρα αλλά με κώνο. Καθισμένη όπως ήταν, με τούς τεράστιους γοφούς της κρυμμένους κάτω από το τραπέζι, έδειχνε σχεδόν εύθραυστη. Το αδύναμο φως τής τραπεζαρίας είχε σβήσει τις ρυτίδες από το πρόσωπό της και την έδειχνε —με έναν παράξενο, υπόγειο τρόπο– νεότερη. Ήταν φορτωμένη μ᾿ ένα σωρό κοσμήματα. Τα κοσμήματα τής νεκρής γιαγιάς τής Ράχελ. Όλα. Αστραφτερά δαχτυλίδια. Διαμαντένια σκουλαρίκια. Χρυσά βραχιόλια κι ένα θαυμάσιο, λεπτοδουλεμένο περιδέραιο από χρυσάφι στο λαιμό· πότε πότε σήκωνε το χέρι της και το χάιδευε, σαν να ᾿θελε να βεβαιωθεί ότι ήταν στη θέση του, ότι ήταν δικό της. Σαν νιόπαντρη που δεν μπορεί να πιστέψει στην ίδια της την τύχη.
Ζει τη ζωή της ανάποδα, προς τα πίσω, σκέφτηκε η Ράχελ.
Ήταν μια αλλόκοτα πετυχημένη παρατήρηση. Η Μπέμπα Κοτσάμα είχε ζήσει πράγματι τη ζωή της ανάποδα, από το τέλος προς την αρχή. Όταν ήταν ακόμα νέα κοπέλα, είχε απαρνηθεί τα υλικά αγαθά και τις απολαύσεις τού κόσμου τούτου. Και τώρα που είχε γεράσει πια, τα λαχταρούσε και τα αγκάλιαζε άπληστα. Τον κόσμο που είχε απαρνηθεί παλιότερα, τώρα τον αγαπούσε.
Στα δεκαοχτώ της χρόνια, η Μπέμπα Κοτσάμα ερωτεύτηκε έναν όμορφο νεαρό Βενεδικτίνο Ιρλανδικής καταγωγής, τον πατέρα Μάλιγκαν που είχε έρθει για ένα χρόνο στην Κέραλα ως αντιπρόσωπος τής Ιεραποστολής από το Μαδράς. Μελετούσε τα ινδουιστικά λατρευτικά κείμενα για να μπορεί να τα ανασκευάσει με επιτυχία.
Κάθε Πέμπτη πρωί, ο πατήρ Μάλιγκαν ερχόταν στο Αγιέμενεμ να δει τον πατέρα τής Μπέμπας Κοτσάμα, τον αιδεσιμότατο Ι. Τζον Ίπε που ήταν ιερέας τής Εκκλησίας Μαρ Τόμα. Ο αιδεσιμότατος Ίπε ήταν γνωστός στη χριστιανική κοινότητα: τον είχε ευλογήσει ο ίδιος ο Πατριάρχης Αντιοχείας, η κεφαλή τής Συριακής Χριστιανικής Εκκλησίας επεισόδιο που αποτελούσε πλέον αναπόσπαστο στοιχείο τής τοπικής παράδοσης στο Αγιέμενεμ.
Το 1876, όταν ο πατέρας τής Μπέμπας Κοτσάμα ήταν εφτά χρονών, ο πατέρας του τον πήγε να δει τον Πατριάρχη που είχε έρθει για επίσκεψη στην Κέραλα, να ευλογήσει τούς πιστούς τής Συριακής Χριστιανικής Εκκλησίας. Βρέθηκαν μπροστά μπροστά μαζί με κάποιους άλλους, στους οποίους ο Πατριάρχης μιλούσε από τη δυτική βεράντα τού μεγάρου Κάλενι, στο Κοτσίν. Αρπάζοντας την ευκαιρία, ο πατέρας ψιθύρισε δυο λόγια στο αφτί τού μικρού γιου του και έσπρωξε το παιδί μπροστά. Ο μελλοντικός αιδεσιμότατος που λίγο έλειψε να σκοντάψει από το φόβο του και να σωριαστεί φαρδύς πλατύς στις πλάκες, προχώρησε αδέξια κι ακούμπησε τα παγωμένα χείλη του στο δαχτυλίδι που φορούσε ο Πατριάρχης στο μεσιανό του δάχτυλο, σαλιώνοντάς το. Ο Πατριάρχης σκούπισε το δαχτυλίδι στο μανίκι του κι ευλόγησε το μικρό αγόρι. Χρόνια αργότερα, όταν μεγάλωσε κι έγινε ιερέας, τον αιδεσιμότατο Ίπε τον έλεγαν ακόμα Πουνιάν Κούντζου — Ο Μικρός Ευλογημένος— κι ένα σωρό άνθρωποι έρχονταν με τις βάρκες από το ποτάμι, για να ευλογήσει τα παιδιά τους.
Παρά τη σημαντική διαφορά ηλικίας που είχαν ο πατήρ Μάλιγκαν και ο αιδεσιμότατος Ίπε, παρόλο που ανήκαν σε διαφορετικές χριστιανικές εκκλησίες (των οποίων το μοναδικό κοινό στοιχείο ήταν η αμοιβαία αντιπάθεια), οι δυο άντρες έκαναν καλή παρέα μεταξύ τους. Και τις περισσότερες φορές ο πατήρ Μάλιγκαν έμενε και για φαγητό. Από τούς δυο, μόνο ο ένας είχε προσέξει τη σεξουαλική αναστάτωση που φούσκωνε σαν την παλίρροια μέσα στο λυγερό κορίτσι και το ωθούσε να τριγυρίζει κοντά τους ακόμα κι όταν το τραπέζι είχε μαζευτεί πια από ώρα.
Η Μπέμπα Κοτσάμα προσπάθησε στην αρχή να πλανέψει τον πατέρα Μάλιγκαν με εβδομαδιαίες επιδείξεις σκηνοθετημένης φιλανθρωπίας. Κάθε Πέμπτη πρωί, την ώρα ακριβώς που τον περίμεναν να φτάσει, η Μπέμπα Κοτσάμα έπλενε με το ζόρι δίπλα στο πηγάδι τους ένα φτωχό παιδί του χωριού· το κόκκινο σκληρό σαπούνι που κρατούσε στα χέρια της, το πονούσε καθώς τριβόταν πάνω στα αδύνατα πλευρά τού παιδιού. «Καλημέρα, πάτερ!» φώναζε η Μπέμπα Κοτσάμα μόλις τον έβλεπε. Το χαμόγελο στα χείλη της έκρυβε τη δύναμη, με την οποία το χέρι της έσφιγγε σαν μέγγενη το σαπουνισμένο και γλιστερό μπρατσάκι τού κακόμοιρου παιδιού.
«Καλή σου μέρα κι εσένα, Μπέμπα!» απαντούσε ο πατήρ Μάλιγκαν σταματώντας και κλείνοντας την ομπρέλα του. «Υπάρχει κάτι που ήθελα να σάς ρωτήσω», άρχιζε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Στην Α΄ Προς Κορινθίους, κεφάλαιο δέκατο, στίχος είκοσι τρία, λέει... “Πάντα μοι έξεστιν αλλ᾿ ου πάντα συμφέρει”. Πάτερ, πώς είναι δυνατόν να επιτρέπονται τα πάντα; Δηλαδή μερικά, εντάξει. Το καταλαβαίνω. Μερικά επιτρέπονται αλλά...»
Ο πατήρ Μάλιγκαν δεν ήταν απλώς κολακευμένος με την αναστάτωση που προκαλούσε στο ελκυστικό νεαρό κορίτσι με τα τρεμάμενα λαχταριστά χείλη και τα λαμπερά κατάμαυρα μάτια. Γιατί ήταν κι αυτός νέος και μπορεί να μην το καταλάβαινε καν πως οι λεπτομερείς εξηγήσεις με τις οποίες απαντούσε στις ψεύτικες βιβλικές απορίες της, βρίσκονταν σε πλήρη αντίθεση με τις τολμηρές υποσχέσεις που ακτινοβολούσαν τα αστραφτερά σμαραγδένια μάτια του. Κάθε Πέμπτη, αδιαφορώντας για τον αμείλικτο μεσημεριάτικο ήλιο, στέκονταν δίπλα στο πηγάδι. Η νεαρή κοπέλα και ο ατρόμητος ιησουίτης — τρέμοντας κι οι δυο από πάθη κάθε άλλο παρά χριστιανικά. Χρησιμοποιώντας τη Βίβλο σαν πρόσχημα για να να είναι μαζί.
Και κάθε φορά, στα μισά τής κουβέντας, το άτυχο μισοσαπουνισμένο παιδί κατάφερνε να ξεφύγει. Και κάθε φορά ο πατήρ Μάλιγκαν συνερχόταν και φώναζε: «Οπ! Καλύτερα να το αρπάξουμε εμείς πριν αρπάξει αυτό καμιά γρίπη».
Ύστερα ξανάνοιγε την ομπρέλα του κι έφευγε, με το σοκολατί του ράσο και τα άνετα σανδάλια του, σαν καμήλα βιαστική που τρέχει να φτάσει στον προορισμό της. Πίσω του έσερνε τη λαβωμένη καρδιά της νεαρής Μπέμπας Κοτσάμα. Δεμένη με σχοινί, την τραβούσε, κι εκείνη τον ακολουθούσε τρέχοντας, σκοντάφτοντας στα πετραδάκια, γλιστρώντας στα πεσμένα φύλλα. Πληγωμένη και σχεδόν ραγισμένη.
Μια ολόκληρη χρονιά από Πέμπτες πέρασε. Κι ήρθε ο καιρός να επιστρέψει ο πατήρ Μάλιγκαν στο Μαδράς. Μιας κι η φιλανθρωπία δεν είχε αποφέρει καρπούς, συντετριμμένη η Μπέμπα Κοτσάμα στήριξε τις στερνές της ελπίδες στην πίστη.
Επιδεικνύοντας φοβερή και τρομερή ξεροκεφαλιά (την εποχή εκείνη ήταν μεγάλο κουσούρι για μια κοπέλα, ίσως και μεγαλύτερο από τα σωματικά – όπως το λαγώχειλο, ας πούμε, ή το στρεβλό πόδι), η Μπέμπα Κοτσάμα εναντιώθηκε στις επιθυμίες τού πατέρα της και ασπάστηκε τον καθολικισμό. Με ειδική άδεια τού Βατικανού έγινε δεκτή ως δόκιμη σε ένα μοναστήρι κοντά στο Μαδράς. Έλπιζε ίσως ότι με αυτόν τον τρόπο θα τής δίνονταν νόμιμα κάποιες ευκαιρίες να βλέπει τον πατέρα Μάλιγκαν. Φανταζόταν τον εαυτό της στο πλευρό του, σε σκοτεινές αίθουσες, σε νάρθηκες εκκλησιών με βαριές βελούδινες κουρτίνες, να κουβεντιάζουν θεολογικά ζητήματα. Αυτό ήταν το όνειρό της. Αυτό ήταν κι η πιο τολμηρή από τις ελπίδες της. Να βρίσκεται κοντά του. Τόσο κοντά που να φτάνει ως τα ρουθούνια της η μυρωδιά τής γενειάδας του. Τόσο κοντά που να ξεχωρίζει την ύφανση στο χοντρό κάμποτο τού ράσου του. Τόσο κοντά που να τον αγαπάει με τα μάτια.
Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε ότι οι προσπάθειές της ήταν μάταιες. Διαπίστωσε ότι οι Πρεσβύτερες Αδελφές μονοπωλούσαν τούς ιερείς και τούς επισκόπους με βιβλικές απορίες πιο εκλεπτυσμένες, πιο πολύπλοκες απ᾿ όσο θα μπορούσαν να είναι ποτέ οι δικές της. Κι ότι θα περνούσαν χρόνια ολόκληρα πριν καταφέρει να πλησιάσει τον πατέρα Μάλιγκαν σε απόσταση βολής. Περνούσε τις μέρες της στο μοναστήρι ανήσυχη και δυστυχισμένη. Η κολλαριστή καλύπτρα που φορούσε, τής προκάλεσε επίμονο αλλεργικό έκζεμα στο κεφάλι. Ήταν σίγουρη ότι μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ᾿ όλες τις άλλες. Κι αυτό έκανε τη μοναξιά της ακόμα πιο ανυπόφορη.
Δεν είχε περάσει ούτε χρόνος αφότου μπήκε στο μοναστήρι, όταν ο πατέρας της άρχισε να παίρνει αινιγματικά γράμματα με το ταχυδρομείο. Αγαπημένε μου Πατερούλη, είμαι πολύ καλά. Πανευτυχής που υπηρετώ την Παναγία μας. Αλλά η "Κοχινούρ" δεν περνάει καθόλου καλά: μάλλον υποφέρει και θέλει να γυρίσει στο σπίτι. Αγαπημένε μου Πατερούλη, η Κοχινούρ έκανε σήμερα εμετό μετά το φαγητό. Έχει πυρετό. Αγαπημένε μου Πατερούλη, φαίνεται πως το φαγητό τής μονής δεν αρέσει στην Κοχινούρ, παρόλο που εγώ το τρώω μια χαρά. Αγαπημένε μου Πατερούλη, η Κοχινούρ είναι πολύ στενοχωρημένη, επειδή η οικογένειά της δεν την καταλαβαίνει και δε νοιάζεται καθόλου γι᾿ αυτήν...
Πέρα από το γεγονός ότι έτσι λεγόταν (τότε) το μεγαλύτερο διαμάντι στον κόσμο, ο αιδεσιμότατος Ι. Tζov Ίπε δεν ήξερε καμιά Κοχινούρ. Αναρωτιόταν μάλιστα πώς ήταν δυνατόν ένα κορίτσι με μουσουλμανικό όνομα να βρίσκεται σε ένα καθολικό μοναστήρι.
Με τα πολλά η μητέρα τής Μπέμπας Κοτσάμα κατάλαβε πως πίσω από το όνομα αυτό δεν κρυβόταν παρά η ίδια η Μπέμπα Κοτσάμα. Θυμήθηκε ότι πολλά χρόνια πριν είχε δείξει στην κόρη της ένα αντίγραφο τής διαθήκης τού πατέρα της (τού παππού δηλαδή της Μπέμπας Κοτσάμα), στην οποία μιλούσε για τα εγγόνια του με τα παρακάτω λόγια: Έχω εφτά πολύτιμα πετράδια μα το ομορφότερο απ᾿ όλα είναι η Κοχινούρ μου. Συνέχιζε αφήνοντας μικρά χρηματικά ποσά και λίγα χρυσαφικά σε καθένα από τα εγγόνια του, χωρίς ωστόσο να ξεκαθαρίζει ποιο απ᾿ όλα ήταν η Κοχινούρ του. Η μητέρα τής Μπέμπας Κοτσάμα κατάλαβε πως για λόγους ανεξήγητους η κόρη της είχε πιστέψει πως εννοούσε εκείνη – και κλεισμένη στο μοναστήρι χρόνια αργότερα, γνωρίζοντας ότι όλα τα γράμματα τα διάβαζε η Ηγουμένη πριν φύγουν με το ταχυδρομείο, ανέστησε την Κοχινούρ για να μπορέσει να ενημερώσει την οικογένειά της.
Ο αιδεσιμότατος Ίπε πήγε στο Μαδράς και πήρε την κόρη του απ᾿ το μοναστήρι. Η νεαρή κοπέλα γύρισε πανευτυχής στο σπίτι της αλλά για τίποτα στον κόσμο δε δέχτηκε να απαρνηθεί τον καθολικισμό. Ο αιδεσιμότατος Ίπε συνειδητοποίησε ότι η θυγατέρα του είχε βγάλει "όνομα" κι ότι ήταν πια εντελώς απίθανο να τής βρει άντρα για να την παντρέψει. Πήρε, λοιπόν, την απόφασή του: αφού δεν υπήρχε περίπτωση να παντρευτεί, μπορούσε μια χαρά να σπουδάσει. Κανόνισε, λοιπόν, να τη στείλει στο Πανεπιστήμιο τού Ρότσεστερ, στην Αμερική.
Δυο χρόνια αργότερα η Μπέμπα Κοτσάμα γύρισε από το Ρότσεστερ μ᾿ ένα δίπλωμα Διακοσμήτριας Κήπων κι ερωτευμένη περισσότερο παρά ποτέ με τον πατέρα Μάλιγκαν. Το λυγερό, γοητευτικό κορίτσι που ήταν άλλοτε, είχε χαθεί χωρίς να αφήσει ίχνη πίσω του. Τα χρόνια των σπουδών της στο Ρότσεστερ η Μπέμπα Κοτσάμα είχε παχύνει πολύ. Για την ακρίβεια, είχε γίνει σαν φάλαινα. Ακόμα κι ο δειλός ραφτάκος Τσέλαπεν ζητούσε παραπανίσια χρήματα για τα σάρι της.
Ο πατέρας της προσπάθησε να τής βρει μια απασχόληση, έτσι τής ανέθεσε την περιποίηση και τη φροντίδα τού μπροστινού κήπου στο Σπίτι του Αγιέμενεμ. Ο κήπος πήρε στα χέρια της μια όψη πικρόχολη και μπερδεμένη. Ακόμα κι από το Κόταγιαμ έρχονταν για να τον δουν.
Ήταν ένα στρογγυλό κατωφερές κομμάτι γης, με ένα απότομο χαλικόστρωτο δρομάκι γύρω γύρω. Η Μπέμπα Κοτσάμα το μεταμόρφωσε σε ένα λαβύρινθο από οργιαστική βλάστηση από χαμηλούς φράχτες, βραχάκια και σιντριβάνια. Το αγαπημένο της λουλούδι ήταν το ανθούριο. Είχε ολόκληρη συλλογή από ανθούρια. Τα σαρκώδη φύλλα τους άρχιζαν από το στικτό μαύρο και περνώντας από το κατακόκκινο έφταναν στο χτυπητό πορτοκαλί. Ο ύπερος ήταν πάντα κίτρινος. Καταμεσής στον κήπο της Μπέμπας Κοτσάμα, περιτριγυρισμένο από παρτέρια με κάνες και φλόγες, ένα μαρμάρινο χερουβείμ κατουρούσε ασταμάτητα σε μια ρηχή λιμνούλα· ο ασημένιος πίδακας έπεφτε δίπλα στο μοναδικό λουλούδι τού γαλάζιου λωτού που έπλεε στα νερά της.
Η Μπέμπα Κοτσάμα περνούσε τα απογεύματά της στον κήπο της. Φορούσε σάρι και λαστιχένιες μπότες. Τα χέρια της ήταν χωμένα σε τεράστια πορτοκαλιά γάντια, απ᾿ αυτά που φορούν οι κηπουροί όταν δουλεύουν. Σαν θηριοδαμάστρια λεόντων δάμαζε με τη θεόρατη ψαλίδα της τα άγρια αναρριχητικά, περιποιόταν τούς αγκαθωτούς κάκτους.
Τώρα πλέον, κι αφού είχε διανύσει ήδη μισό αιώνα άκαμπτων και σχολαστικών περιποιήσεων, ο κήπος της Μπέμπας Κοτσάμα αφέθηκε στην τύχη του. Εγκαταλειμμένος φούντωσε κι αγρίεψε, σαν τσίρκο τού οποίου τα ζώα είχαν ξεχάσει τα κόλπα τους. Το αγριόχορτο που οι άνθρωποι ονομάζουν "κομμουνιστή" (επειδή ευδοκιμεί στην Κέραλα σαν τον κομμουνισμό) έπνιξε τα πιο εξωτικά φυτά τής Μπέμπας Κοτσάμα. Μόνο τα αναρριχητικά βγήκαν ζωντανά από τη μάχη μαζί του και συνέχισαν να μεγαλώνουν, όπως τα νύχια πεθαμένου.
Ο λόγος αυτής τής ξαφνικής κι απότομης εγκατάλειψης ήταν ένας καινούργιος έρωτας. Η Μπέμπα Κοτσάμα εγκατέστησε μια κεραία σαν πιάτο στη στέγη τού σπιτιού στο Αγιέμενεμ. Κι από το σαλονάκι της, μέσω τής δορυφορικής τηλεόρασης επιθεωρούσε τον κόσμο ολόκληρο. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την απίστευτη αναστάτωση που έφερε η τηλεόραση στη ζωή τής Μπέμπας Κοτσάμα. Δεν ήταν κάτι που συνέβη βαθμιαία. Συνέβη μέσα σε μια νύχτα. Ξανθιές καλλονές, πόλεμοι, λιμοί, ποδόσφαιρο, σεξ, μουσική, πραξικοπήματα — κατέφθασαν όλα με το ίδιο τρένο. Κατέβηκαν όλα μαζί. Εγκαταστάθηκαν στο ίδιο ξενοδοχείο. Και στο Αγιέμενεμ, όπου άλλοτε ο δυνατότερος θόρυβος ήταν η μελωδική κόρνα τού λεωφορείου, η Μπέμπα Κοτσάμα μπορούσε να καλέσει μπροστά της τώρα κατά βούληση μάχες ολόκληρες, επιδημίες, εντυπωσιακές σφαγές ή τον ίδιο τον Μπιλ Κλίντον, σαν να ήταν υπηρέτης της. Κι ενώ ο κήπος της μαραινόταν και πέθαινε, η Μπέμπα Κοτσάμα έβλεπε Την "Ωραία και το Τέρας" και τη "Σάντα Μπάρμπαρα", σίριαλ όλο εύθραυστες ξανθιές κουκλίτσες, με κραγιόν και κοκαλωμένα χτενίσματα με σπρέι, που σαγήνευαν ανδροειδή και υπεραμύνονταν των σεξουαλικών αυτοκρατοριών τους. Η Μπέμπα Κοτσάμα λάτρευε τα γυαλιστερά τους ρούχα και τις πανέξυπνες, ετοιμόλογες απαντήσεις τους. Ασυνάρτητα κομμάτια από τις φράσεις αυτές ξανάρχονταν στο νου της κατά τη διάρκεια τής ημέρας και την έκαναν να χασκογελάει μόνη της.
Η Κότσου Μάρια, η μαγείρισσα, φορούσε ακόμα τα χοντρά χρυσά σκουλαρίκια που είχαν παραμορφώσει μια για πάντα τούς λοβούς των αφτιών της. Όλη μέρα κάθονταν στο σαλόνι, φυλακισμένες στη θορυβώδη σιωπή τής τηλεόρασης: η Μπέμπα Κοτσάμα στη μεγάλη πολυθρόνα ή στη σεζλόνγκ (ανάλογα με την κατάσταση των ποδιών της), η Κότσου Μάρια κατάχαμα, δίπλα της (αλλάζοντας κανάλι, όποτε έβρισκε ευκαιρία). Κατάλευκα τα μαλλιά τής μιας, βαμμένα κορακάτα τής άλλης. Έπαιρναν μέρος σε όλα τα κουίζ, δεν άφηναν προσφορά για προσφορά να πάει χαμένη, συμμετείχαν σε όλους τούς διαγωνισμούς και κέρδισαν, σε δύο περιπτώσεις, ένα μπλουζάκι κι ένα θερμός που η Μπέμπα Κοτσάμα κρατούσε κλειδωμένα στην ντουλάπα της. Η Μπέμπα Κοτσάμα αγαπούσε το Σπίτι τού Αγιέμενεμ και τα έπιπλα που είχε κληρονομήσει, μιας κι ήταν η μόνη απ᾿ όλη την οικογένεια που ζούσε ακόμα στο σπίτι. Το βιολί και το αναλόγιο για τις παρτιτούρες τής Μαμάτσι, τα ντουλάπια από το Ούτι, τις πολυθρόνες από πλαστική ψάθα, τα κρεβάτια από το Δελχί. Το τραπέζι από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς που είχε φτιάξει ο Βελούτθα.
Τρόμαζε με τού λιμούς τού BBC και τους τηλεοπτικούς πολέμους που συναντούσε πηδώντας από κανάλι σε κανάλι. Οι παλιοί της φόβοι για την Επανάσταση και τη Λενινιστική-Μαρξιστική Απειλή φούντωσαν ξανά εξαιτίας τής ανησυχίας των τηλεοπτικών δελτίων που δε σταματούσαν να μιλούν για το διογκούμενο αριθμό πεινασμένων, φτωχών και διωγμένων ανθρώπων. Αντιμετώπιζε τις εθνικές εκκαθαρίσεις, τούς λιμούς και τις γενοκτονίες ως άμεσους κινδύνους που απειλούσαν απευθείας τα έπιπλά της.
Κλείδωνε πόρτες και παράθυρα και δεν άνοιγε παρά μόνο για να μπει ή να βγει. Τα παράθυρά της τα χρησιμοποιούσε για συγκεκριμένους σκοπούς. Για να Πάρει Αέρα. Για να Πληρώσει το Γαλατά. Για να Διώξει μια Σφήκα (την οποία αναγκαζόταν να κυνηγήσει η Κότσου Μάρια με μια πετσέτα ώσπου να τη βγάλει από το σπίτι).
Κλείδωνε ακόμα και το αξιοθρήνητο ψυγείο της. Η μπογιά του ξεφλούδιζε κι έπεφτε. Μέσα δεν είχε παρά την εβδομαδιαία προμήθειά της σε κρουασάν που η Κότσου Μάρια έφερνε από το αρτοποιείο Άριστον τού Κόταγιαμ. Και τα δυο μπουκάλια με το ρυζόνερο που έπινε αντί για κανονικό νερό. Εκεί μέσα είχε φυλαγμένο κι ό,τι είχε απομείνει από το πορσελάνινο σερβίτσιο τής Μαμάτσι με το σκούρο μπλε ανθάκι. Τα μπουκαλάκια τής ινσουλίνης για το διαβήτη που τής έφερε η Ράχελ (μια ντουζίνα πάνω-κάτω) τα έβαλε στη θήκη τού τυριού και τού βουτύρου. Γιατί είχε την υποψία ότι τις μέρες αυτές ακόμα και οι αθώοι κι οι αναμάρτητοι κοίταζαν να κλέψουν πιατικά, να μπουκωθούν με κρουασάν ή να βουτήξουν από τις κουζίνες τού Αγιέμενεμ ινσουλίνη εισαγωγής.
Δεν εμπιστευόταν ούτε τη Ράχελ ούτε τον Έστθα. Τούς θεωρούσε Ικανούς για Όλα. Για όλα. Αυτοί μπορεί να θέλουν να πάρουν πίσω ακόμα και το παρόν τους, έλεγε με το νου της. Ταράχτηκε κι η ίδια όταν κατάλαβε πόσο γρήγορα είχε ξαναρχίσει να τούς σκέφτεται σαν ένα και μοναδικό πλάσμα. Μετά από τόσα χρόνια. Αποφασισμένη να μην επιτρέψει στο παρελθόν να τρυπώσει μέσα της, έδιωξε στη στιγμή αυτές τις σκέψεις. Αυτή. Αυτή μπορεί να θέλει να πάρει πίσω το παρόν της.
Κοίταξε τη Ράχελ, όρθια δίπλα στο τραπέζι, και πρόσεξε την ίδια αλλόκοτη άνεση που είχε η ανιψιά της από πάντα: την ικανότητα να στέκει ήσυχη κι ακίνητη. Την ικανότητα που ο Έστθα είχε φτάσει σε ύψη θαυμαστής δεξιοτεχνίας. Η Μπέμπα Κοτσάμα ένιωσε αμηχανία με τη σιωπή τής Ράχελ. «Λοιπόν!» είπε κι η φωνή της ακούστηκε στριγκή, σπασμένη. «Τι σχέδια έχεις; Πόσο θα μείνεις; Έχεις αποφασίσει;» Η Ράχελ ψέλλισε κάτι. Τα λόγια της δεν ξεχώρισαν καθαρά. Συλλαβές κομματιαστές, σαν τσίγκος ακανόνιστα κομμένος. Πλησίασε το παράθυρο και το άνοιξε. Να πάρει καθαρό αέρα.
«Κλείσ᾿ το όταν τελειώσεις», είπε η Μπέμπα Κοτσάμα κι έκλεισε το πρόσωπό της σαν να ήταν ντουλάπι.
Το ποτάμι δε φαινόταν πια απ᾿ το παράθυρο. Φαινόταν, ώσπου η Μαμάτσι έκλεισε την πίσω βεράντα με την πρώτη πτυσσόμενη πόρτα τού Αγιέμενεμ. Δυο ελαιογραφίες, τα πορτρέτα τού αιδεσιμότατου Ι. Τζον Ίπε και τής Αλέουτι Αμάτσι ξεκρεμάστηκαν από την πίσω βεράντα και μεταφέρθηκαν μπροστά.
Εκεί κρέμονται τώρα, ο Μικρός Ευλογημένος κι η γυναίκα του. Ανάμεσά τους έχουν τη βαλσαμωμένη κεφαλή ενός βίσονα.
Ο αιδεσιμότατος Ίπε χαμογελάει με το αυτάρεσκο προγονικό του χαμόγελο κοιτάζοντας πια το δρόμο κι όχι το ποτάμι. Η Αλέουτι Αμάτσι μοιάζει λιγότερο σίγουρη, λιγότερο ευχαριστημένη. Σαν να θέλει να γυρίσει στην παλιά της θέση και να μην μπορεί. Ίσως δεν τής ήταν τόσο εύκολο να αφήσει το ποτάμι. Με τα μάτια της κοίταζε προς τα εκεί όπου κοίταζε κι ο άντρας της. Με την καρδιά της όμως κοίταζε αλλού. Τα βαριά, θαμπά χρυσά σκουλαρίκια που φορούσε στα αφτιά της (απόδειξη της καλοσύνης τού Μικρού Ευλογημένου) είχαν τραβήξει προς τα κάτω τούς λοβούς των αφτιών της κι άγγιζαν ήδη τούς ώμους της. Από τις τρύπες τους φαινόταν το καυτό ποτάμι και οι μαύρες σιλουέτες των δέντρων που έσκυβαν κι έβρεχαν τα κλαδιά τους στα νερά του.
Παρόλο που το ποτάμι δε φαινόταν πια από το σπίτι, το Σπίτι τού Αγιέμενεμ είχε κρατήσει τη θύμηση και την αίσθησή του, όπως το κοχύλι κρατάει πάντα μέσα του την αίσθηση και τη θύμηση τού νερού. Μια αίσθηση ορμητική, ασυγκράτητη, με ψάρια να κολυμπούν μέσα της.
Από το παράθυρο τής τραπεζαρίας, όπου στεκόταν, με το αεράκι να παίζει στα μαλλιά της, η Ράχελ έβλεπε τη βροχή να χτυπάει με δύναμη τη σκουριασμένη τσίγκινη στέγη αυτού που κάποτε ήταν το εργοστάσιο τής γιαγιάς της. Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ. Ήταν ανάμεσα στο ποτάμι και το σπίτι. Έφτιαχναν πίκλες, χυμούς, μαρμελάδες, πελτέδες, μπαχάρια και βαζάκια ανανά. Έφτιαχναν και μαρμελάδα μπανάνα (παράνομα), μετά την απαγόρευση της Αγορανομίας που δεν επέτρεψε την παραγωγή επειδή δεν μπορούσε να την κατατάξει ούτε στους ζελέδες ούτε στις μαρμελάδες. Η μπανάνα ήταν πολύ πηχτή για να ᾿ναι μαρμελάδα και πολύ αραιή για να ᾿ ναι ζελέ. Αμφίβολη σύσταση που δεν υπάγεται σε καμία από τις γνωστές κατηγορίες, τούς είπαν. Σύμφωνα με τα βιβλία τους.
Κοιτάζοντας τώρα προς τα πίσω, τής Ράχελ τής φάνηκε ότι αυτή η δυσκολία που αντιμετώπιζε η οικογένειά της, ως προς την ένταξη στη σωστή κατηγορία, προχωρούσε πολύ βαθύτερα από τα ζελέ και τις μαρμελάδες.
Ίσως η Άμου, ο Έστθα κι η ίδια ήταν οι χειρότερες περιπτώσεις παραβίασης των ορίων. Αλλά δεν ήταν οι μόνες. Ήταν κι οι άλλοι. Είχαν παραβεί όλοι κανόνες και διατάξεις. Είχαν όλοι πατήσει σε απαγορευμένο έδαφος. Είχαν ποδοπατήσει όλοι τούς νόμους που όριζαν πού και πώς πρέπει να δίνεται η αγάπη. Και πόση αγάπη πρέπει τού καθενός. Τούς νόμους που έκαναν τις γιαγιάδες γιαγιάδες, τούς θείους θείους, τις μανάδες μανάδες, τα ξαδέρφια ξαδέρφια, τη μαρμελάδα μαρμελάδα, το Ζελέ Ζελέ.
Ήταν μια εποχή όπου οι θείοι γίνονταν πατεράδες, οι μανάδες ερωμένες και τα ξαδέρφια πέθαιναν και κηδεύονταν.
Ήταν μια εποχή, όπου το αδιανόητο γινόταν σκέψη και το αδύνατο συνέβαινε πραγματικά.
Ο Έστθα, είχε φύγει με το τρένο. Με τη μεταλλική βαλιτσούλα του και το χακί σακίδιό του, όπου είχε χώσει τα καλά του μπεζ μυτερά παπούτσια. Έφυγε με τη νυχτερινή ταχεία τού Μαδράς. Πρώτη θέση. Κι από το Μαδράς, με ένα φίλο τού πατέρα του για την Καλκούτα.
Είχε σε ένα δοχείο το κολατσιό του: σάντουιτς με ντομάτα. Κι ένα θερμός με έναν αετό Ζωγραφισμένο πάνω του. Μέσα στο μυαλό του έβλεπε φρικιαστικές εικόνες.
Βροχή. Νερό κατάμαυρο, ορμητικό. Και μια μυρωδιά. Αρρωστημένου ιδρώτα. Σαν μαραμένα ρόδα στον αέρα.
Μα το χειρότερο απ᾿ όλα ήταν πως κουβαλούσε μέσα του τη θύμηση ενός νεαρού άντρα με γέρικο στόμα. Τη θύμηση ενός πρησμένου προσώπου κι ενός ανάποδου, ψεύτικου χαμόγελου. Τη θύμηση μιας λακκούβας διάφανου υγρού που όλο μεγάλωνε. Μέσα της καθρεφτιζόταν μια γυμνή λάμπα. Ένα μάτι κόκκινο απ᾿ το αίμα, να ανοίγει, να ψάχνει κι ύστερα να καρφώνεται πάνω του. Πάνω στον Έστθα. Και τι είχε κάνει ο Έστθα; Είχε κοιτάξει αυτό το αγαπημένο πρόσωπο και είχε πει:
Ναι. Ναι, αυτός ήταν.
Η λέξη που το χταπόδι τού Έστθα δεν μπορούσε να πιάσει στα πλοκάμια του: Ναι. Όσο κι αν πάσχιζε να τη ρουφήξει, να τη σβήσει από μέσα του, δεν τα κατάφερνε. Ήταν αγκυροβολημένη βαθιά σε κάποια πτυχή, σε κάποια πτυχή τού μυαλού του, σαν την ίνα τού μάνγκο που πάει και χώνεται ανάμεσα στα δόντια. Και δε βγαίνει με τίποτα.
Για λόγους καθαρά πρακτικούς θα ήταν ίσως σκόπιμο να πούμε ότι όλα άρχισαν όταν ήρθε η Σόφι Μολ στο Αγιέμενεμ. Ίσως είναι αλήθεια πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε μια μέρα. Πως λίγες ώρες μπορούν να αποφασίσουν για ολόκληρες Ζωές. Και πως όταν συμβαίνει αυτό, αυτές οι λίγες ώρες πρέπει να βρεθούν, σαν τα θλιβερά απομεινάρια ενός καμένου σπιτιού – το καρβουνιασμένο ρολόι, την καψαλισμένη φωτογραφία, τα μαυρισμένα έπιπλα. Πρέπει να τις ξεθάψουν οι Ζωντανοί μέσα από τα ερείπια και να τις μελετήσουν. Να τις συντηρήσουν. Να τις εκτιμήσουν.
Μικρές λεπτομέρειες, συνηθισμένα πράγματα, καταστρεμμένα και ξανά κολλημένα από την αρχή. Εφοδιασμένα με καινούργιο νόημα. Που ξάφνου αποκτούν ειρμό και γίνονται ο ξασπρισμένος σκελετός μιας ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος.
Παρ᾿ όλα αυτά, το να πει κανείς ότι όλα άρχισαν όταν ήρθε η Σόφι Μολ στο Αγιέμενεμ, δεν είναι παρά μόνο μία δυνατότητα. Μία ανάμεσα στις πολλές.
Το ίδιο εύκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως όλα άρχισαν χιλιάδες χρόνια νωρίτερα. Πολύ πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι Μαρξιστές. Πριν πάρουν οι Εγγλέζοι το Μαλαμπάρ, πριν έρθουν στην εξουσία οι Ολλανδοί, πριν φτάσει ο Βάσκο ντα Γκάμα. Πριν βρεθούν στη θάλασσα τα πτώματα τριών ιερέων της Συριακής Εκκλησίας, με τα βυσσινιά τους ράσα. Τούς είχαν δολοφονήσει οι Πορτογάλοι. Στα στήθια τους είχαν φωλιάσει νερόφιδα και στα μπερδεμένα γένια τους είχαν κολλήσει πεταλίδες. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλα άρχισαν πολύ πριν έρθει ο χριστιανισμός από τη μεριά της θάλασσας κι αρχίσει να στάζει πάνω στην Κέραλα σαν το τσάι που πέφτει στάλα στάλα από το βρεγμένο φακελάκι.
Ότι άρχισαν τις μέρες που φτιάχνονταν ακόμα οι Νόμοι τής Αγάπης. Οι νόμοι που αποφάσιζαν ποιος πρέπει να αγαπηθεί και πώς.
Και πόσο.
*Μπάμπα: πατέρας, Μον: αγόρι, Μολ: κορίτσι, Παπάτσι: παππούς, Μαμάτσι: γιαγιά
* Κομμάτι υφάσματος που τυλίγουν κυρίως οι άντρες γύρω από τη μέση τους και φτάνει μέχρι τους αστραγάλους.
* Αρχαίο καλλυντικό για το μακιγιάζ των ματιών.
2. Έστθα: ένας γυμνός ξένος που τον είχε συναντήσει τυχαία
Η βρώμα πολιορκούσε το Σπίτι τού Αγιέμενεμ σαν μεσαιωνικός στρατός που ορμούσε να καταλάβει το εχθρικό κάστρο. Τρύπωνε σε όλες τις σχισμάδες. Θόλωνε τα τζάμια.
Κουνούπια βούιζαν μέσα στις τσαγιέρες. Νεκρά έντομα κείτονταν μέσα στα άδεια βάζα.
Το πάτωμα κολλούσε. Οι άσπροι τοίχοι είχαν πάρει ένα ανομοιόμορφο γκρίζο χρώμα.
Οι μπρούντζινοι μεντεσέδες και τα χερούλια είχαν μια μόνιμη θαμπάδα και κολλούσαν. Οι τρύπες στις πρίζες που χρησιμοποιούνταν σπάνια, ήταν σκουριασμένες. Οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες φαίνονταν λιγδωμένοι. Μόνο οι γιγάντιες κατσαρίδες έλαμπαν τριγυρίζοντας παντού, σαν καλογυαλισμένα παιδιά για τα θελήματα στους διαδρόμους κάποιου κινηματογραφικού στούντιο.
Η Μπέμπα Κοτσάμα είχε πάψει από καιρό να δίνει προσοχή σε τέτοια πράγματα. Η Κότσου Μάρια που πρόσεχε τα πάντα, είχε πάψει να νοιάζεται.
Οι χαραμάδες στην ταπετσαρία τής πολυθρόνας, όπου ξάπλωνε η Μπέμπα Κοτσάμα, ήταν γεμάτες με φλούδια από φιστίκια.
Στο πλαίσιο τού ασυνείδητου εκδημοκρατισμού, στον οποίο τις έσπρωχνε η τηλεόραση, δούλα και κυρά έπαιρναν στα τυφλά φιστίκια από το ίδιο πιατάκι. Η Κότσου Μάρια έριχνε τα φιστίκια μέσα στο στόμα της. Η Μπέμπα Κοτσάμα τα έβαζε προσεχτικά στο δικό της.
Έξω η βροχή είχε σταματήσει. Ο γκρίζος ουρανός ανατρίχιασε και τα σύννεφα σκόρπισαν σε μικρούς σβόλους, λες και κάποιο φτηνό στρώμα είχε σκιστεί κι είχε ξεράσει ψηλά στον αέρα τα σωθικά του.
Ο Εστθάπεν φάνηκε στην πόρτα τής κουζίνας, βρεμένος. Πίσω του γυάλιζε το ψηλό χορτάρι. Το κουτάβι στάθηκε δίπλα του, στα σκαλιά.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τράβηξε για μια στιγμή το βλέμμα της από την τηλεόραση.
«Να τος», είπε στη Ράχελ, χωρίς να νοιαστεί να χαμηλώσει τον τόνο τής φωνής της. «Κοίτα τώρα. Δε θα πει τίποτα. Θα πάει κατευθείαν στο δωμάτιό του. Κάτσε και θα δεις!»
Το κουτάβι άρπαξε την ευκαιρία και προσπάθησε να χωθεί στο σπίτι μαζί με τον Έστθα. Η Κότσου Μάρια χτύπησε δυνατά το πάτωμα με τα χέρια της και φώναξε: «Επ! Επ!»
Το κουτάβι είχε την εξυπνάδα να μην επιμείνει στο σχέδιό του. Φαίνεται πως ήταν μαθημένο σε τέτοια συμπεριφορά.
«Κοίτα! Κοίτα!» είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. Έδειχνε αναστατωμένη. «Θα πάει κατευθείαν στο δωμάτιό του και θα πλύνει τα ρούχα του. Είναι μανιακός με την καθαριότητα... Δεν πρόκειται να πει λέξη!»
Είχε το ύφος τού αγροφύλακα που διακρίνει κάποιο ζωάκι μες στα χόρτα. Που καμαρώνει επειδή έχει την ικανότητα να προβλέψει τις κινήσεις του. Επειδή ξέρει καλύτερα από τον καθένα τις συνήθειες και τις προτιμήσεις του.
Τα μαλλιά τού Έστθα ήταν κολλημένα τούφες τούφες στο κούτελό του, σαν τα μαραμένα πέταλα ενός λουλουδιού. Ανάμεσά τους άστραφτε το λευκό δέρμα τού κρανίου του. Μικρά ρυάκια κυλούσαν στο πρόσωπο και στο σβέρκο του. Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό του.
Ένα φωτοστέφανο χαιρεκακίας άναψε πάνω από το κεφάλι τής Μπέμπας Κοτσάμα. «Βλέπεις;» είπε.
Η Κότσου Μάρια εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να αλλάξει κανάλι και να παρακολουθήσει για λίγα λεπτά κάτι άλλο.
Η Ράχελ ακολούθησε τον Έστθα στο δωμάτιό του. Στο δωμάτιο τής Άμου. Κάποτε.
Το δωμάτιο είχε κρατήσει τα μυστικά του. Τίποτα δεν εννοούσε να φανερώσει. Ούτε με τσαλακωμένα, κουβαριασμένα σεντόνια, ούτε έστω με ένα πεταμένο παπούτσι, ούτε με μια βρεμένη πετσέτα στη ράχη μιας καρέκλας. Με ένα μισοδιαβασμένο βιβλίο. Ήταν σαν δωμάτιο νοσοκομείου αμέσως μετά την επίσκεψη τής νοσοκόμας. Το πάτωμα ήταν καθαρό, οι τοίχοι άσπροι. Η ντουλάπα κλειστή. Τα παπούτσια ταχτοποιημένα. Το καλάθι των αχρήστων άδειο.
Η υπερβολική τάξη μέσα στο δωμάτιο ήταν η μόνη θετική ένδειξη ότι ο Έστθα είχε ακόμα ζωή και θέληση μέσα του. Ο μόνος αδύναμος υπαινιγμός ότι μπορεί και να είχε ίσως κάποιο Σχέδιο για τη Ζωή του. Η ψιθυριστή του άρνηση να ζήσει από τα ψίχουλα που τού πετούσαν οι άλλοι. Στον τοίχο κοντά στο παράθυρο ήταν το σίδερο πάνω στη σιδερώστρα. Ένας σωρός διπλωμένα, ασιδέρωτα ρούχα περίμεναν να τα σιδερώσει.
Η σιωπή κρεμόταν μέσα στο δωμάτιο σαν μυστική απώλεια.
Τα τρομερά φαντάσματα παιχνιδιών που ήταν αδύνατον να ξεχαστούν, πιάνονταν από τα φτερά τού ανεμιστήρα, στο ταβάνι. Μια σφεντόνα. Ένα κοάλα των αερογραμμών Κουάντας (από τη δεσποινίδα Μίτεν) με κουμπιά στη θέση των ματιών. Μια φουσκωτή χήνα (που είχε τρυπήσει απ᾿ το τσιγάρο κάποιου αστυφύλακα). Δυο στιλό με διάφανες κάψουλες, μέσα στις οποίες ανεβοκατέβαιναν αθόρυβα διώροφα λονδρέζικα λεωφορεία.
Ο Έστθα άνοιξε τη βρύση και το νερό άρχισε να πέφτει με θόρυβο μέσα στον πλαστικό κουβά του. Γδύθηκε μες στο πεντακάθαρο μπάνιο. Έβγαλε το μουσκεμένο τζιν του. Σκληρό. Σκούρο μπλε. Δύσκολο να ξεκολλήσει από τα πόδια του. Τράβηξε πάνω απ᾿ το κεφάλι του το βαμβακερό μπλουζάκι του στο χρώμα τής λιωμένης φράουλας. Λεία, μυώδη τα μπράτσα του διασταυρώθηκαν μπροστά στο στήθος του. Δεν άκουσε την αδερφή του να μπαίνει.
Η Ράχελ είδε το στομάχι του να βουλιάζει και το στέρνο του να φουσκώνει. Το κορμί του πρόβαλε υγρό, στο χρώμα τού μελιού. Το πρόσωπο κι ο αυχένας του κι ένα τριγωνάκι στο στήθος του είχαν πιο σκούρο χρώμα. Δίχρωμα ήταν και τα μπράτσα του. Πιο ανοιχτά ως εκεί που έφταναν τα μανίκια. Ένας μελαψός άντρας με ρούχα ανοιχτόχρωμα, καμωμένα από διάφανο μέλι. Ψηλά ζυγωματικά και βλέμμα κυνηγημένο. Μέσα σε ένα μπάνιο όλο άσπρα πλακάκια, με μυστικά τής θάλασσας στα μάτια του.
Την είχε δει; Ήταν στ᾿ αλήθεια τρελός; Ήξερε ότι ήταν εκεί;
Κανείς από τούς δυο δεν είχε ντραπεί ποτέ, μπροστά στη γύμνια τού άλλου. Δεν ήταν αρκετά μεγάλοι τότε για να ξέρουν τι θα πει ντροπή.
Τώρα ήταν. Αρκετά μεγάλοι.
Μεγάλοι.
Σε ηλικία να ζήσουν ή να πεθάνουν.
Τι αστεία που ήταν κι αυτή η λέξη μεγάλοι, σκέφτηκε η Ράχελ, και την ξανάπε στον εαυτό της: Μεγάλοι.
Η Ράχελ στην πόρτα τού μπάνιου. Με στενούς γοφούς. («Πες της ότι θα χρειαστεί καισαρική!» είχε πει ένας μεθυσμένος γυναικολόγος στον άντρα της, την ώρα που περίμεναν τα ρέστα τους στο βενζινάδικο). Μακριά ατίθασα μαλλιά με μια σκούρα λάμψη έστελναν ακανόνιστα δάχτυλα σκιάς στη λεπτή της ράχη. Το διαμάντι στο ρουθούνι της άστραφτε. Μερικές φορές ναι. Μερικές φορές όχι. Ένα λεπτό χρυσό βραχιόλι με δυο φιδίσια κεφάλια έλαμπε στον καρπό της σαν κρίκος από πορτοκαλί φως. Λυγερόκορμα φίδια που σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους. Το ένα δίπλα στο άλλο. Ήταν η βέρα τής μάνας της. Η βέρα που η μάνα της είχε δώσει για να τη λιώσουν. Το χνούδι τόνιζε τις σκληρές γραμμές των αδύνατων, κοκαλιάρικων χεριών της.
Με την πρώτη ματιά έβλεπες ότι μεγαλώνοντας είχε γίνει φτυστή η μάνα της. Ψηλά ζυγωματικά. Βαθιά λακκάκια όταν χαμογελούσε. Ήταν όμως πιο ψηλή, πιο σκληρή, πιο επίπεδη, πιο οστεώδης από την Άμου. Λιγότερο όμορφη ίσως, γι᾿ αυτούς που προτιμούν τις καμπύλες και απαλές γραμμές στις γυναίκες. Μόνο τα μάτια της ήταν ασύγκριτα πιο όμορφα. Μεγάλα. Φωτεινά. Να πνίγεσαι μέσα, όπως είχε πει ο άντρας της ο Λάρι ΜακΚάσλιν και είχε διαπιστώσει κάνοντας ο ίδιος τη δοκιμή.
Η Ράχελ έψαξε το γυμνό κορμί τού αδερφού της για να βρει σημάδια δικά της. Στα γόνατα. Στην καμάρα τού ποδιού. Στη γραμμή των ώμων. Στη γωνία τού αγκώνα του. Στα νύχια των ποδιών που στις άκρες τους ανασηκώνονταν ελαφρά προς τα πάνω. Στα αγαλματένια βαθουλώματα στις δυο μεριές τού σφιχτού, όμορφου πισινού του. Σφιχτά κωλομέρια. Τα κωλομέρια των αντρών ποτέ δε φαρδαίνουν. Σαν σχολικές τσάντες, φέρνουν αμέσως στο μυαλό αναμνήσεις απ᾿ την παιδική ηλικία. Δυο σημάδια από εμβόλιο στο μπράτσο του γυάλιζαν θαμπά, σαν κέρματα. Τα δικά της ήταν στο μπούτι.
Τα κορίτσια τα κάνουν πάντα στο μπούτι, είχε πει η Άμου.
Η Ράχελ κοίταζε τον Έστθα με την περιέργεια τής μάνας που κοιτάζει το βρεμένο παιδί της. Η αδερφή τον αδερφό. Η γυναίκα τον άντρα. Η δίδυμη το δίδυμο.
Όλους αυτούς τούς χαρταετούς τούς πέταξε μονομιάς ψηλά στον ουρανό.
Ήταν ένας γυμνός ξένος που τον είχε συναντήσει τυχαία. Ήταν αυτός που είχε γνωρίσει πριν αρχίσει η ζωή. Αυτός που την είχε οδηγήσει κάποτε (κολυμπώντας) έξω από τη μήτρα τής πανέμορφης μάνας τους.
Και τα δυο αβάσταχτα στην ακραία τους πόλωση. Στην ασυμφιλίωτη, αμετάκλητη απομάκρυνσή τους.
Μια σταγόνα γυάλισε κρεμασμένη απ᾿ το λοβό τού αφτιού τού Έστθα. Χοντρή, ασημένια στο φως, σαν βαριά σταγόνα υδράργυρου. Άπλωσε το χέρι της. Την άγγιξε. Την πήρε.
Ο Έστθα δε γύρισε να την κοιτάξει. Αποτραβήχτηκε σε μια σιωπή ακόμα πιο μακρινή. Λες και το κορμί του είχε τη δύναμη να στρέφει τις αισθήσεις του προς τα μέσα (να τις δένει κόμπο, να τις κουβαριάζει), μακριά απ᾿ την επιφάνεια τής επιδερμίδας του, σε θολάμια βαθιά, απρόσιτα.
Η σιωπή ανασήκωσε τη φούστα της κι άρχισε να ανεβαίνει, σαν τη Γυναίκα-Αράχνη, στους τοίχους τού μπάνιου.
Ο Έστθα έβαλε τα βρεμένα ρούχα του στον κουβά κι άρχισε να τα πλένει με τριμμένο, ανοιχτογάλαζο σαπούνι.
Κουνούπια βούιζαν μέσα στις τσαγιέρες. Νεκρά έντομα κείτονταν μέσα στα άδεια βάζα.
Το πάτωμα κολλούσε. Οι άσπροι τοίχοι είχαν πάρει ένα ανομοιόμορφο γκρίζο χρώμα.
Οι μπρούντζινοι μεντεσέδες και τα χερούλια είχαν μια μόνιμη θαμπάδα και κολλούσαν. Οι τρύπες στις πρίζες που χρησιμοποιούνταν σπάνια, ήταν σκουριασμένες. Οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες φαίνονταν λιγδωμένοι. Μόνο οι γιγάντιες κατσαρίδες έλαμπαν τριγυρίζοντας παντού, σαν καλογυαλισμένα παιδιά για τα θελήματα στους διαδρόμους κάποιου κινηματογραφικού στούντιο.
Η Μπέμπα Κοτσάμα είχε πάψει από καιρό να δίνει προσοχή σε τέτοια πράγματα. Η Κότσου Μάρια που πρόσεχε τα πάντα, είχε πάψει να νοιάζεται.
Οι χαραμάδες στην ταπετσαρία τής πολυθρόνας, όπου ξάπλωνε η Μπέμπα Κοτσάμα, ήταν γεμάτες με φλούδια από φιστίκια.
Στο πλαίσιο τού ασυνείδητου εκδημοκρατισμού, στον οποίο τις έσπρωχνε η τηλεόραση, δούλα και κυρά έπαιρναν στα τυφλά φιστίκια από το ίδιο πιατάκι. Η Κότσου Μάρια έριχνε τα φιστίκια μέσα στο στόμα της. Η Μπέμπα Κοτσάμα τα έβαζε προσεχτικά στο δικό της.
Έξω η βροχή είχε σταματήσει. Ο γκρίζος ουρανός ανατρίχιασε και τα σύννεφα σκόρπισαν σε μικρούς σβόλους, λες και κάποιο φτηνό στρώμα είχε σκιστεί κι είχε ξεράσει ψηλά στον αέρα τα σωθικά του.
Ο Εστθάπεν φάνηκε στην πόρτα τής κουζίνας, βρεμένος. Πίσω του γυάλιζε το ψηλό χορτάρι. Το κουτάβι στάθηκε δίπλα του, στα σκαλιά.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τράβηξε για μια στιγμή το βλέμμα της από την τηλεόραση.
«Να τος», είπε στη Ράχελ, χωρίς να νοιαστεί να χαμηλώσει τον τόνο τής φωνής της. «Κοίτα τώρα. Δε θα πει τίποτα. Θα πάει κατευθείαν στο δωμάτιό του. Κάτσε και θα δεις!»
Το κουτάβι άρπαξε την ευκαιρία και προσπάθησε να χωθεί στο σπίτι μαζί με τον Έστθα. Η Κότσου Μάρια χτύπησε δυνατά το πάτωμα με τα χέρια της και φώναξε: «Επ! Επ!»
Το κουτάβι είχε την εξυπνάδα να μην επιμείνει στο σχέδιό του. Φαίνεται πως ήταν μαθημένο σε τέτοια συμπεριφορά.
«Κοίτα! Κοίτα!» είπε η Μπέμπα Κοτσάμα. Έδειχνε αναστατωμένη. «Θα πάει κατευθείαν στο δωμάτιό του και θα πλύνει τα ρούχα του. Είναι μανιακός με την καθαριότητα... Δεν πρόκειται να πει λέξη!»
Είχε το ύφος τού αγροφύλακα που διακρίνει κάποιο ζωάκι μες στα χόρτα. Που καμαρώνει επειδή έχει την ικανότητα να προβλέψει τις κινήσεις του. Επειδή ξέρει καλύτερα από τον καθένα τις συνήθειες και τις προτιμήσεις του.
Τα μαλλιά τού Έστθα ήταν κολλημένα τούφες τούφες στο κούτελό του, σαν τα μαραμένα πέταλα ενός λουλουδιού. Ανάμεσά τους άστραφτε το λευκό δέρμα τού κρανίου του. Μικρά ρυάκια κυλούσαν στο πρόσωπο και στο σβέρκο του. Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό του.
Ένα φωτοστέφανο χαιρεκακίας άναψε πάνω από το κεφάλι τής Μπέμπας Κοτσάμα. «Βλέπεις;» είπε.
Η Κότσου Μάρια εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να αλλάξει κανάλι και να παρακολουθήσει για λίγα λεπτά κάτι άλλο.
Η Ράχελ ακολούθησε τον Έστθα στο δωμάτιό του. Στο δωμάτιο τής Άμου. Κάποτε.
Το δωμάτιο είχε κρατήσει τα μυστικά του. Τίποτα δεν εννοούσε να φανερώσει. Ούτε με τσαλακωμένα, κουβαριασμένα σεντόνια, ούτε έστω με ένα πεταμένο παπούτσι, ούτε με μια βρεμένη πετσέτα στη ράχη μιας καρέκλας. Με ένα μισοδιαβασμένο βιβλίο. Ήταν σαν δωμάτιο νοσοκομείου αμέσως μετά την επίσκεψη τής νοσοκόμας. Το πάτωμα ήταν καθαρό, οι τοίχοι άσπροι. Η ντουλάπα κλειστή. Τα παπούτσια ταχτοποιημένα. Το καλάθι των αχρήστων άδειο.
Η υπερβολική τάξη μέσα στο δωμάτιο ήταν η μόνη θετική ένδειξη ότι ο Έστθα είχε ακόμα ζωή και θέληση μέσα του. Ο μόνος αδύναμος υπαινιγμός ότι μπορεί και να είχε ίσως κάποιο Σχέδιο για τη Ζωή του. Η ψιθυριστή του άρνηση να ζήσει από τα ψίχουλα που τού πετούσαν οι άλλοι. Στον τοίχο κοντά στο παράθυρο ήταν το σίδερο πάνω στη σιδερώστρα. Ένας σωρός διπλωμένα, ασιδέρωτα ρούχα περίμεναν να τα σιδερώσει.
Η σιωπή κρεμόταν μέσα στο δωμάτιο σαν μυστική απώλεια.
Τα τρομερά φαντάσματα παιχνιδιών που ήταν αδύνατον να ξεχαστούν, πιάνονταν από τα φτερά τού ανεμιστήρα, στο ταβάνι. Μια σφεντόνα. Ένα κοάλα των αερογραμμών Κουάντας (από τη δεσποινίδα Μίτεν) με κουμπιά στη θέση των ματιών. Μια φουσκωτή χήνα (που είχε τρυπήσει απ᾿ το τσιγάρο κάποιου αστυφύλακα). Δυο στιλό με διάφανες κάψουλες, μέσα στις οποίες ανεβοκατέβαιναν αθόρυβα διώροφα λονδρέζικα λεωφορεία.
Ο Έστθα άνοιξε τη βρύση και το νερό άρχισε να πέφτει με θόρυβο μέσα στον πλαστικό κουβά του. Γδύθηκε μες στο πεντακάθαρο μπάνιο. Έβγαλε το μουσκεμένο τζιν του. Σκληρό. Σκούρο μπλε. Δύσκολο να ξεκολλήσει από τα πόδια του. Τράβηξε πάνω απ᾿ το κεφάλι του το βαμβακερό μπλουζάκι του στο χρώμα τής λιωμένης φράουλας. Λεία, μυώδη τα μπράτσα του διασταυρώθηκαν μπροστά στο στήθος του. Δεν άκουσε την αδερφή του να μπαίνει.
Η Ράχελ είδε το στομάχι του να βουλιάζει και το στέρνο του να φουσκώνει. Το κορμί του πρόβαλε υγρό, στο χρώμα τού μελιού. Το πρόσωπο κι ο αυχένας του κι ένα τριγωνάκι στο στήθος του είχαν πιο σκούρο χρώμα. Δίχρωμα ήταν και τα μπράτσα του. Πιο ανοιχτά ως εκεί που έφταναν τα μανίκια. Ένας μελαψός άντρας με ρούχα ανοιχτόχρωμα, καμωμένα από διάφανο μέλι. Ψηλά ζυγωματικά και βλέμμα κυνηγημένο. Μέσα σε ένα μπάνιο όλο άσπρα πλακάκια, με μυστικά τής θάλασσας στα μάτια του.
Την είχε δει; Ήταν στ᾿ αλήθεια τρελός; Ήξερε ότι ήταν εκεί;
Κανείς από τούς δυο δεν είχε ντραπεί ποτέ, μπροστά στη γύμνια τού άλλου. Δεν ήταν αρκετά μεγάλοι τότε για να ξέρουν τι θα πει ντροπή.
Τώρα ήταν. Αρκετά μεγάλοι.
Μεγάλοι.
Σε ηλικία να ζήσουν ή να πεθάνουν.
Τι αστεία που ήταν κι αυτή η λέξη μεγάλοι, σκέφτηκε η Ράχελ, και την ξανάπε στον εαυτό της: Μεγάλοι.
Η Ράχελ στην πόρτα τού μπάνιου. Με στενούς γοφούς. («Πες της ότι θα χρειαστεί καισαρική!» είχε πει ένας μεθυσμένος γυναικολόγος στον άντρα της, την ώρα που περίμεναν τα ρέστα τους στο βενζινάδικο). Μακριά ατίθασα μαλλιά με μια σκούρα λάμψη έστελναν ακανόνιστα δάχτυλα σκιάς στη λεπτή της ράχη. Το διαμάντι στο ρουθούνι της άστραφτε. Μερικές φορές ναι. Μερικές φορές όχι. Ένα λεπτό χρυσό βραχιόλι με δυο φιδίσια κεφάλια έλαμπε στον καρπό της σαν κρίκος από πορτοκαλί φως. Λυγερόκορμα φίδια που σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους. Το ένα δίπλα στο άλλο. Ήταν η βέρα τής μάνας της. Η βέρα που η μάνα της είχε δώσει για να τη λιώσουν. Το χνούδι τόνιζε τις σκληρές γραμμές των αδύνατων, κοκαλιάρικων χεριών της.
Με την πρώτη ματιά έβλεπες ότι μεγαλώνοντας είχε γίνει φτυστή η μάνα της. Ψηλά ζυγωματικά. Βαθιά λακκάκια όταν χαμογελούσε. Ήταν όμως πιο ψηλή, πιο σκληρή, πιο επίπεδη, πιο οστεώδης από την Άμου. Λιγότερο όμορφη ίσως, γι᾿ αυτούς που προτιμούν τις καμπύλες και απαλές γραμμές στις γυναίκες. Μόνο τα μάτια της ήταν ασύγκριτα πιο όμορφα. Μεγάλα. Φωτεινά. Να πνίγεσαι μέσα, όπως είχε πει ο άντρας της ο Λάρι ΜακΚάσλιν και είχε διαπιστώσει κάνοντας ο ίδιος τη δοκιμή.
Η Ράχελ έψαξε το γυμνό κορμί τού αδερφού της για να βρει σημάδια δικά της. Στα γόνατα. Στην καμάρα τού ποδιού. Στη γραμμή των ώμων. Στη γωνία τού αγκώνα του. Στα νύχια των ποδιών που στις άκρες τους ανασηκώνονταν ελαφρά προς τα πάνω. Στα αγαλματένια βαθουλώματα στις δυο μεριές τού σφιχτού, όμορφου πισινού του. Σφιχτά κωλομέρια. Τα κωλομέρια των αντρών ποτέ δε φαρδαίνουν. Σαν σχολικές τσάντες, φέρνουν αμέσως στο μυαλό αναμνήσεις απ᾿ την παιδική ηλικία. Δυο σημάδια από εμβόλιο στο μπράτσο του γυάλιζαν θαμπά, σαν κέρματα. Τα δικά της ήταν στο μπούτι.
Τα κορίτσια τα κάνουν πάντα στο μπούτι, είχε πει η Άμου.
Η Ράχελ κοίταζε τον Έστθα με την περιέργεια τής μάνας που κοιτάζει το βρεμένο παιδί της. Η αδερφή τον αδερφό. Η γυναίκα τον άντρα. Η δίδυμη το δίδυμο.
Όλους αυτούς τούς χαρταετούς τούς πέταξε μονομιάς ψηλά στον ουρανό.
Ήταν ένας γυμνός ξένος που τον είχε συναντήσει τυχαία. Ήταν αυτός που είχε γνωρίσει πριν αρχίσει η ζωή. Αυτός που την είχε οδηγήσει κάποτε (κολυμπώντας) έξω από τη μήτρα τής πανέμορφης μάνας τους.
Και τα δυο αβάσταχτα στην ακραία τους πόλωση. Στην ασυμφιλίωτη, αμετάκλητη απομάκρυνσή τους.
Μια σταγόνα γυάλισε κρεμασμένη απ᾿ το λοβό τού αφτιού τού Έστθα. Χοντρή, ασημένια στο φως, σαν βαριά σταγόνα υδράργυρου. Άπλωσε το χέρι της. Την άγγιξε. Την πήρε.
Ο Έστθα δε γύρισε να την κοιτάξει. Αποτραβήχτηκε σε μια σιωπή ακόμα πιο μακρινή. Λες και το κορμί του είχε τη δύναμη να στρέφει τις αισθήσεις του προς τα μέσα (να τις δένει κόμπο, να τις κουβαριάζει), μακριά απ᾿ την επιφάνεια τής επιδερμίδας του, σε θολάμια βαθιά, απρόσιτα.
Η σιωπή ανασήκωσε τη φούστα της κι άρχισε να ανεβαίνει, σαν τη Γυναίκα-Αράχνη, στους τοίχους τού μπάνιου.
Ο Έστθα έβαλε τα βρεμένα ρούχα του στον κουβά κι άρχισε να τα πλένει με τριμμένο, ανοιχτογάλαζο σαπούνι.
3. Η χώρα τού ίδιου τού Θεού
Το ποτάμι καλωσόρισε τη Ράχελ με ένα τρομαχτικό χαμόγελο. Έμοιαζε άρρωστο και το χέρι του σηκώθηκε με κόπο, σαν άψυχο, να τη χαιρετήσει.
Δύο πράγματα είχαν συμβεί. Και τα δύο.
Αυτό είχε ζαρώσει. Κι αυτή είχε μεγαλώσει.
Εκεί που κατηφόριζε το ποτάμι, η κυβέρνηση είχε χτίσει ένα φράγμα για το αλμυρό νερό, σε αντάλλαγμα για τις ψήφους τού πανίσχυρου λόμπι των ορυζοκαλλιεργητών. Κι έτσι τώρα είχαν δύο σοδειές το χρόνο αντί για μία. Περισσότερο ρύζι. Με αντίτιμο το ποτάμι.
Παρόλο που ήταν Ιούνιος κι έβρεχε ασταμάτητα, το ποτάμι δεν ήταν παρά ένα φουσκωμένο αυλάκι. Μια στενή λουρίδα πηχτού νερού που έγλειφε κουρασμένα τις λασπωμένες όχθες του, κουβαλώντας αραιά και πού, την ασημένια γραμμούλα ενός ψόφιου ψαριού. Το είχαν πνίξει τα φουντωμένα αγριόχορτα. Οι καφετιές μπερδεμένες ρίζες τους σάλευαν αργά κάτω απ᾿ το νερό, σαν λεπτά πλοκάμια.
Κάποτε είχε τη δύναμη να γεννάει το φόβο. Να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Μα τώρα τα δόντια του είχαν πέσει, το πνεύμα του είχε σβήσει. Δεν ήταν πια παρά μια σερνάμενη, πράσινη, λασπωμένη κορδέλα που κουβαλούσε βρωμερά σκουπίδια ως τη θάλασσα.
Τα πέτρινα σκαλιά, απ᾿ όπου οι κολυμβητές κατέβαιναν κάποτε ως το νερό, ήταν πια στεγνά, πηγαίνοντας από το πουθενά στο πουθενά, σαν παράλογο μνημείο τού Τίποτα. Φτέρες είχαν φυτρώσει στις σχισμάδες τους.
Στην άλλη μεριά, πλίθινες καλύβες ξεφύτρωναν μέσα από τη λάσπη τής όχθης. Μικρά παιδιά έβγαζαν τα κωλαράκια τους έξω κι αποπατούσαν κατευθείαν μες στον πηχτό, βρωμερό βούρκο τής κοίτης τού ποταμού. Τελικά, όταν βράδιαζε, το ποτάμι σηκωνόταν λιγάκι και μάζευε τις προσφορές τής ημέρας να τις πάει στη θάλασσα, αφήνοντας πίσω του χοντρές γραμμές από άσπρο αφρό. Ανεβαίνοντας το ποτάμι, καθαρές μανάδες έπλεναν ρούχα και κατσαρολικά μέσα σε γνήσια απόβλητα εργοστασίων. Μερικοί έκαναν το μπάνιο τους. Κρυμμένοι από τη μέση και κάτω μες στο νερό, σαπουνίζονταν αραδιασμένοι στη σειρά, σαν σκούρες προτομές πάνω σε μια λεπτή, κινούμενη κορδέλα.
Τις ζεστές μέρες η μυρωδιά τής σκατίλας σηκωνόταν απ᾿ το ποτάμι και στεκόταν πάνω από το Αγιέμενεμ σαν καπέλο.
Λίγο πιο μέσα, μακριά από την όχθη τού ποταμού, μια αλυσίδα ξενοδοχείων πέντε αστέρων είχε αγοράσει την Καρδιά τού Σκοταδιού.
Το Σπίτι τής Ιστορίας (όπου κάποτε πρόγονοι με ανάσα που μύριζε παλιούς χάρτες και σκληρά νύχια στα πόδια τους, κουβέντιαζαν ψιθυριστά) δεν είχε πια δρόμο για το ποτάμι. Είχε γυρίσει τη ράχη του, στο Αγιέμενεμ. Οι πελάτες τού ξενοδοχείου έρχονταν απευθείας από το Κοτσίν, από τη λιμνοθάλασσα. Έρχονταν με ταχύπλοα που άφηναν πίσω τους ένα ανάποδο τρίγωνο πάνω στο νερό, από αφρούς και ιριδίζουσα βενζίνη.
Η θέα από το ξενοδοχείο ήταν όμορφη αλλά κι εδώ ακόμα το νερό ήταν πηχτό και μολυσμένο. Πινακίδες με καλλιγραφικά γράμματα θύμιζαν σε όλους ότι Απαγορεύεται η κολύμβηση. Ένας ψηλός τοίχος είχε χτιστεί για να συγκρατεί και να κρύβει τη λάσπη, να μη σκεπάσει το κτήμα τού Κάρι Σάιπου. Για τη μυρωδιά πάντως δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά πράγματα.
Είχαν όμως πισίνα για να κολυμπούν οι πελάτες τους.
Τα δέντρα ήταν ακόμα πράσινα, ο ουρανός ήταν ακόμα γαλάζιος. Κάτι ήταν κι αυτό. Δεν το ᾿βαλαν, λοιπόν, κάτω. Προχώρησαν κι έστησαν το βρωμερό τους παράδεισο – "Η χώρα τού ίδιου τού Θεού" αποκαλούσαν το ξενοδοχείο στα διαφημιστικά τους φυλλάδια. Γιατί ήξεραν, αυτοί οι παμπόνηροι Άνθρωποι τού Ξενοδοχείου, ότι τη βρώμα τη συνηθίζει κανείς εύκολα, όπως και τη φτώχεια των άλλων. Ήταν απλώς ζήτημα πειθαρχίας. Αμείλικτης Αυστηρότητας και Κλιματισμού. Τίποτα παραπάνω.
Το σπίτι τού Κάρι Σάιπου είχε ανακαινιστεί. Είχε βαφτεί μέσα κι έξω. Είχε γίνει το κέντρο ενός περίτεχνου συγκροτήματος, κεντημένου με κανάλια και γεφυρούλες. Μικρά πλοιάρια λικνίζονταν στα νερά τους. Το παλιό αποικιακό αρχοντόσπιτο με τη μεγάλη βεράντα του και τις δωρικές κολόνες στην πρόσοψη ήταν περιτριγυρισμένο από μικρά, παλιότερα ξύλινα σπίτια —σπίτια προγόνων — που η αλυσίδα των ξενοδοχείων είχε αγοράσει από τις παλιές οικογένειες και τα είχε μεταφέρει δίπλα στην Καρδιά τού Σκοταδιού. Ιστορίες —παιχνίδια για να παίζουν οι πλούσιοι τουρίστες. Σαν τις θημωνιές στο όνειρο τού Ιωσήφ. Σαν τούς ιθαγενείς τούς μαζεμένους γύρω από τον Εγγλέζο αφέντη τους. Έτσι ήταν βαλμένα και τα σπίτια, ταπεινά, γύρω από το Σπίτι τής Ιστορίας.
Οι Άνθρωποι τού Ξενοδοχείου έλεγαν πρόθυμα στους πελάτες τους ότι το πιο παλιό από τα ξύλινα σπίτια, με την αεροστεγή αποθήκη του που χωρούσε αρκετό ρύζι για να θρέψει έναν ολόκληρο στρατό επί έναν ολόκληρο χρόνο, ήταν το πατρικό του συντρόφου Ε.Μ.Σ. Ναμπούντριπαντ τού "Μάο Τσε Τουνγκ τής Κέραλα", εξηγούσαν στους αδαείς. Τα έπιπλα και τα μικροπράγματα που είχαν αγοραστεί μαζί με το σπίτι, είχαν γίνει εκθέματα. Μια ομπρέλα πλεγμένη από καλάμια, ένας καναπές από μπαμπού. Ένα ξύλινο γαμήλιο σεντούκι. Ήταν εφοδιασμένα με διαφωτιστικές ταμπελίτσες που έλεγαν: Παραδοσιακή ομπρέλα τής Κέραλα και Παραδοσιακό γαμήλιο σεντούκι.
Να τη, λοιπόν, η Ιστορία και η Λογοτεχνία στην υπηρεσία τού Εμπορίου. Ο Κουρτς και ο Καρλ Μαρξ κουνούσαν τα χέρια καλωσορίζοντας τούς πλούσιους πελάτες, καθώς αποβιβάζονταν στην αποβάθρα τού ξενοδοχείου. Το σπίτι τού συντρόφου Ναμπούντριπαντ ήταν η τραπεζαρία τού ξενοδοχείου. Μισομαυρισμένοι τουρίστες κάθονταν με τα μαγιό τους και ρουφούσαν το χυμό από ώριμες γλυκιές καρύδες. Και παλιοί κομμουνιστές που δούλευαν τώρα σερβιτόροι, ντυμένοι με πολύχρωμες φανταχτερές παραδοσιακές στολές, έγερναν στο πλάι κουβαλώντας δίσκους φορτωμένους ποτά.
Τα βράδια (για κείνο το Τοπικό Χρώμα), οι τουρίστες απολάμβαναν κουτσουρεμένες παραστάσεις κατακάλι («Δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσουν για πολλή ώρα την προσοχή τους στο ίδιο πράγμα», εξηγούσαν οι Άνθρωποι τού Ξενοδοχείου στους χορευτές). Έτσι παμπάλαιες ιστορίες κατακρεουργούνταν κι έμεναν κολοβές. Κλασικοί χοροί διάρκειας έξι ωρών μετατρέπονταν σε μινιατούρες των είκοσι λεπτών.
Οι παραστάσεις γίνονταν δίπλα στην πισίνα. Ενώ οι τυμπανιστές χτυπούσαν τα τύμπανα και οι χορευτές χόρευαν, οι πελάτες τού ξενοδοχείου με τα παιδιά τους έκαναν τρέλες μες στο νερό. Την ώρα που η Κούντι φανέρωνε το μυστικό της στον Κάρνα στην όχθη τού ποταμού, ερωτευμένοι νεαροί άλειβαν με αντηλιακό την πλάτη των κοριτσιών τους. Και δίπλα στους μεσόκοπους μπαμπάδες που έπαιζαν αθώα σεξουαλικά παιχνίδια με τις έφηβες κόρες τής παντρειάς, η Πούτθανα βύζαινε φαρμάκι το μικρό Κρίσνα.
Την πίσω βεράντα τού Σπιτιού τής Ιστορίας (όπου μια φουσκωτή χήνα-σωσίβιο είχε σκάσει και κάμποσοι Καθαροί αστυνομικοί είχαν τρέξει), την είχαν κλείσει κι είχαν εγκαταστήσει εκεί τα μαγειρεία τού ξενοδοχείου. Τώρα πια δε γινόταν εκεί τίποτα πιο επικίνδυνο, από κεμπάπ και κρεμ καραμελέ. Ο Τρόμος είχε περάσει. Είχε χαθεί. Τον είχαν διώξει οι μυρωδιές των φαγητών. Τον είχαν σκεπάσει οι κουβέντες των μαγείρων. Το χαρούμενο τσακ τσακ τσακ των μαχαιριών τους που έκοβαν ασταμάτητα σκόρδο και πιπερόριζα. Οι αποκεφαλισμοί μικρών θηλαστικών γουρουνόπουλα, κατσικάκια. Το κόψιμο των κρεάτων. Το ξελέπισμα των ψαριών.
Κάτι ήταν θαμμένο στο χώμα. Κάτω απ᾿ το χορτάρι. Κάτω από είκοσι τρία χρόνια βροχών τού Ιουνίου.
Μικρό και ξεχασμένο. Κάτι που κανείς δεν έψαχνε πια να βρει.
Ένα πλαστικό παιδικό ρολογάκι, με τούς δείκτες ζωγραφισμένους πάνω στο καντράν του.
Δύο παρά δέκα, έλεγε.
Μια παρέα παιδιών πήρε τη Ράχελ από πίσω στη βόλτα της.
«Γεια σου, χίπισσα», τής έλεγαν με είκοσι πέντε χρόνια καθυστέρηση. «Πώςσελένε;»
Ύστερα κάποιος της πέταξε μια πέτρα. Κι η παιδική της ηλικία πέταξε μακριά, κουνώντας τρομαγμένη τα αδύνατα, κοκαλιάρικα μπρατσάκια της.
Έξω από το τυπογραφείο του, ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ στεκόταν στο φράχτη του και μιλούσε με έναν άντρα στο πεζοδρόμιο. Είχε σταυρώσει τα μπράτσα στο στήθος του και κρατούσε γερά τις μασχάλες του, λες και κάποιος τού τις είχε ζητήσει δανεικές κι εκείνος είχε μόλις αρνηθεί να τού τις δώσει. Ο άντρας έξω από το φράχτη του ψαχούλευε με προσποιητό ενδιαφέρον ένα πλαστικό σακουλάκι γεμάτο φωτογραφίες. Οι περισσότερες ήταν τού γιου τού συντρόφου Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ, ενός νεαρού ονόματι Λένιν που ζούσε στο Δελχί και δούλευε για την ολλανδική και τη γερμανική πρεσβεία — έκανε χρέη υδραυλικού, ηλεκτρολόγου και μπογιατζή. Για να κατευνάσει τυχόν φόβους των εργοδοτών του σχετικά με τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ο νεαρός είχε αλλάξει το όνομά του. Λέβιν ονομαζόταν τώρα. Π. Λέβιν.
Η Ράχελ προσπάθησε να περάσει απαρατήρητη. Ήταν παράλογο εκ μέρους της που πίστεψε έστω και για μια στιγμή ότι θα τα κατάφερνε. «Άιγιο, Ράχελ Μολ!» είπε ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ που την αναγνώρισε αμέσως.
«Ούβερ», απάντησε η Ράχελ.
Τον θυμόταν; Ναι, τον θυμόταν.
Τόσο η ερώτηση όσο κι η απάντηση ήταν απλώς η ευγενική εισαγωγή μιας μικρής συζήτησης. Ήξεραν κι οι δυο ότι υπάρχουν πράγματα που ξεχνιούνται. Και πράγματα που δεν ξεχνιούνται — που κάθονται στα σκονισμένα ράφια σαν βαλσαμωμένα πουλιά με ασάλευτα μάτια που κοιτάζουν δεξιά κι αριστερά τους.
«Μάλιστα!» είπε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Νόμιζα ότι ήσουνα στην Αμέρικα».
«Όχι», είπε η Ράχελ. «Εδώ είμαι».
«Ναι, ναι», την έκοψε με ελαφριά ανυπομονησία στη φωνή του.
«Τώρα είσαι εδώ αλλά ούτως ή άλλως στην Αμέρικα ζεις...»
Ο σύντροφος Πίλαϊ ξεσταύρωσε τα μπράτσα του. Οι ρώγες τού στήθους του τσιτώθηκαν προς το μέρος τής Ράχελ πάνω από το χτιστό φράχτη, σαν τα λυπημένα μάτια ενός σκύλου τού Αγίου Βερνάρδου.
«Τη γνώρισες;» ρώτησε ο σύντροφος Πίλαϊ τον άλλον άντρα δείχνοντας με το πιγούνι του τη Ράχελ.
Ο άντρας δεν είχε καταλάβει.
«Η κόρη, τής κόρης τής Μαμάτσι με τις Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ.
Ο άντρας πάλι δεν κατάλαβε. Σίγουρα θα ήταν ξένος. Από αυτούς που δεν τρώνε πίκλες. Ο σύντροφος Πίλαϊ δοκίμασε άλλο δρόμο.
«Θυμάσαι τον Πουνιάν Κούντζου;» ρώτησε. Ο Πατριάρχης τής Αντιόχειας εμφανίστηκε για μια στιγμή στον ουρανό – και σάλεψε αδύναμα το χέρι του.
Τα πράγματα άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους για τον άντρα με τις φωτογραφίες. Κούνησε το κεφάλι του ζωηρά.
«Θυμάσαι το γιο του; Τον Μπεναάν Τζον Ίπε; Που ζούσε στο Δελχί;» ξαναρώτησε ο σύντροφος Πίλαϊ.
«Ούβερ, ούβερ, ούβερ», είπε ο άντρας.
«Ε, είναι η κόρη, τής κόρης του, τής Άμου. Τώρα ζει στην Αμέρικα».
Ο άντρας έγνεψε ξανά και ξανά, καθώς το γενεαλογικό δέντρο τής Ράχελ ξεκαθάρισε μπροστά στα μάτια του.
«Ούβερ, ούβερ, ούβερ. Στην Αμέρικα, ε;» Δεν ήταν ερώτηση. Ήταν σκέτος θαυμασμός.
Στο μυαλό του ήρθε η θολή θύμηση κάποιου ξεχασμένου σκανδάλου. Είχε λησμονήσει τις λεπτομέρειες. Θυμόταν όμως ότι ο έρωτας κι ο θάνατος είχαν παίξει το ρόλο τους. Είχαν βουίξει οι εφημερίδες. Μετά από μια σύντομη παύση και μερικά κουνήματα τού κεφαλιού, ο άντρας έδωσε το σακουλάκι με τις φωτογραφίες στο σύντροφο Πίλαϊ.
«Λοιπόν, σύντροφε, φεύγω».
Έπρεπε να προλάβει το λεωφορείο.
«Μάλιστα!» Το χαμόγελο τού συντρόφου Πίλαϊ έγινε μεγαλύτερο καθώς έστρεψε αμέριστη πια την προσοχή του στη Ράχελ, σαν προβολέας. Τα ούλα του ήταν εκπληκτικά ρόδινα, ανταμοιβή μιας ολόκληρης ζωής ασυμβίβαστης φυτοφαγίας. Ήταν από τούς άντρες εκείνους που δύσκολα τούς φαντάζεσαι παιδιά. Ή μωρά. Έμοιαζε λες κι είχε γεννηθεί μεσόκοπος. Με αρχή φαλάκρας.
«Κι ο άντρας σου, Μολ;» ρώτησε.
«Δεν ήρθε».
«Έχεις καμιά φωτογραφία του;»
«Όχι».
«Πώς τον λένε;»
«Λάρι. Λόρενς».
«Ούβερ. Λόρενς». Ο σύντροφος Πίλαϊ έγνεψε, λες και συμφωνούσε ιδιαίτερα με αυτό το όνομα. Λες κι αν τον είχαν αφήσει να διαλέξει, αυτό ακριβώς θα διάλεγε κι εκείνος.
«Απογόνους;»
«Όχι», απάντησε η Ράχελ.
«Ε, είναι νωρίς ακόμα, υποθέτω. Ή μήπως περιμένετε κιόλας;»
«Όχι».
«Πρέπει να κάνετε ένα οπωσδήποτε. Αγόρι, κορίτσι. Οτιδήποτε», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Για δύο είναι φυσικά δικό σας θέμα».
«Έχουμε χωρίσει». Η Ράχελ έλπιζε πως το σοκ θα τον ανάγκαζε να σωπάσει.
«Χωρίσατε, ε;» Η φωνή του ανέβηκε μια σκάλα κι έσπασε πάνω στο ερωτηματικό. Πρόφερε τη λέξη λες κι ήταν κάποια μορφή θανάτου. «Πολύ λυπηρό αυτό», είπε όταν συνήλθε. Καταφεύγοντας για κάποιο ανεξιχνίαστο λόγο σε ένα λεξιλόγιο τυπικό που δεν το συνήθιζε.
«Πο-λύλυπηρό».
Ο σύντροφος Πίλαϊ συλλογίστηκε ότι η νέα γενιά πλήρωνε ίσως παλιές αμαρτίες· την παρακμή των μπουρζουάδων προγόνων της.
Ο ένας τρελός. Η άλλη χωρισμένη. Στείρα ίσως.
Ίσως αυτή ήταν η αληθινή επανάσταση. Η χριστιανική μπουρζουαζία είχε αρχίσει να αυτοκαταστρέφεται.
Ο σύντροφος Πίλαϊ χαμήλωσε τη φωνή του, σαν να ήταν εκεί άνθρωποι που άκουγαν, παρόλο που δεν ήταν κανείς.
«Κι ο Μον;» ψιθύρισε εμπιστευτικά. «Πώς είναι;»
«Μια χαρά», απάντησε η Ράχελ. «Μια χαρά είναι».
Μια χαρά. Λεπτός. Στο χρώμα τού μελιού. Πλένει τα ρούχα του με τριμμένο σαπούνι.
«Άιγιο», ψιθύρισε ο σύντροφος Πίλαϊ και οι ρώγες του κοίταξαν το χώμα με υποκριτική συμπόνια. «Ο κακομοίρης».
Η Ράχελ αναρωτήθηκε τι κέρδιζε ρωτώντας την τόσο επίμονα κι αγνοώντας στη συνέχεια εντελώς τις απαντήσεις της. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν περίμενε να ακούσει την αλήθεια από τα χείλη της. Γιατί δεν έμπαινε όμως καν στον κόπο να παραστήσει ότι την πίστευε;
«Ο Λένιν μένει στο Δελχί τώρα», είπε τελικά ο σύντροφος Πίλαϊ χωρίς να κρύβει το καμάρι του. «Δουλεύει στις πρεσβείες. Κοίτα!»
Έδωσε στη Ράχελ το πλαστικό σακουλάκι με τις φωτογραφίες. Οι περισσότερες έδειχναν τον Λένιν και την οικογένειά του. Τη γυναίκα του, το παιδί του, το καινούργιο του σκούτερ. Σε μια φωτογραφία ο Λένιν αντάλλασσε χειραψία με έναν πολύ καλοντυμένο, ροδαλό άντρα.
«Ο πρώτος γραμματέας της γερμανικής πρεσβείας», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ.
Έμοιαζαν χαρούμενοι στις φωτογραφίες, ο Λένιν κι η γυναίκα του. Λες κι είχαν δώσει ήδη την προκαταβολή για να αγοράσουν δικό τους διαμέρισμα σε εργατική πολυκατοικία.
Η Ράχελ έδωσε πίσω στο σύντροφο Πίλαϊ το σακουλάκι με τις φωτογραφίες και προσπάθησε να φύγει.
«Μια στιγμούλα», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ. Τής θύμισε επιδειξία θρονιασμένο πάνω στο φράχτη του. Στην αρχή τραβούσε τούς ανθρώπους κοντά του δείχνοντας τις ρώγες τού στήθους του κι ύστερα τούς έστρωνε να βλέπουν φωτογραφίες τού γιου του. Ψαχούλεψε βιαστικά μες στο σακουλάκι (μέσα στον εικονογραφημένο οδηγό "Πώς να Δείτε σε ένα Λεπτό τη ζωή του Λένιν") και βρήκε αυτήν που έψαχνε.
Ήταν μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μια φωτογραφία που είχε βγάλει ο Τσάκο με τη Ρόλεϊφλεξ που τού είχε χαρίσει η Μάργκαρετ Κοτσάμα εκείνα τα Χριστούγεννα. Ήταν κι οι τέσσερις: ο Λένιν, ο Έστθα, η Σόφι Μολ και η ίδια, όρθιοι μπροστά στη βεράντα τού Σπιτιού τού Αγιέμενεμ. Πίσω τους κρέμονταν από το ταβάνι οι χριστουγεννιάτικες γιρλάντες τής Μπέμπας Κοτσάμα. Ένα αστεράκι από χαρτόνι ήταν στερεωμένο σε μια λάμπα. Ο Λένιν, η Ράχελ κι ο Έστθα έμοιαζαν με φοβισμένα ζωάκια, πιασμένα στους προβολείς κάποιου περαστικού αυτοκινήτου. Με τα γόνατα σφιγμένα, τα χαμόγελα παγωμένα στα πρόσωπά τους, τα μπράτσα κολλημένα στα πλευρά τους, τα κορμιά τους στραμμένα στο φακό. Λες και θα ήταν αμαρτία αν στέκονταν με το πλάι.
Μόνο η Σόφι Μολ, με το καμάρι τού Πρώτου Κόσμου, είχε σταθεί με άνεση να τη φωτογραφήσει ο φυσικός της πατέρας. Είχε τραβήξει προς τα κάτω τα βλέφαρά της με τέτοιον τρόπο που τα μάτια της έμοιαζαν με ρόδινα σαρκώδη πέταλα. Στο στόμα της είχε φτιάξει μια πρόχειρη ψεύτικη μασέλα με την κίτρινη φλούδα ενός λεμονιού. Η γλώσσα της ξεπρόβαλλε ανάμεσα από τα δόντια της. Στην άκρη της είχε περασμένη την ασημένια δαχτυλήθρα τής Μαμάτσι. (Την είχε βουτήξει από την πρώτη μέρα της στο Αγιέμενεμ. Κι είχε ορκιστεί να πίνει σε όλες τις διακοπές της μονάχα με τη δαχτυλήθρα.) Σε κάθε χέρι κρατούσε ένα αναμμένο κερί. Το ένα μπατζάκι τού φαρδιού, μοντέρνου παντελονιού της ήταν ανεβασμένο, αποκαλύπτοντας ένα άσπρο, κοκαλιάρικο γόνατο, πάνω στο οποίο ήταν ζωγραφισμένο ένα πρόσωπο. Λίγα λεπτά πριν απ᾿ αυτήν τη φωτογραφία είχε εξηγήσει στον Έστθα και τη Ράχελ (σαρώνοντας όλες τις αποδείξεις περί τού εναντίου, φωτογραφίες και αναμνήσεις) ότι είχαν πολλές πιθανότητες να είναι μπάσταρδα, και τι ακριβώς σημαίνει μπάσταρδο. Στις εξηγήσεις της πρόσθεσε και μια μάλλον ανακριβή περιγραφή τής ερωτικής πράξης. «Ακούστε να δείτε τι κάνουν...»
Λίγες μέρες μόνο πριν πεθάνει.
Η Σόφι Μολ.
Αυτή που έπινε με μια δαχτυλήθρα.
Έφτασε με την πτήση Βομβάη-Κοτσίν. Με καπέλο, φαρδύ, μοντέρνο παντελόνι και Αγαπημένη Εξαρχής.
Δύο πράγματα είχαν συμβεί. Και τα δύο.
Αυτό είχε ζαρώσει. Κι αυτή είχε μεγαλώσει.
Εκεί που κατηφόριζε το ποτάμι, η κυβέρνηση είχε χτίσει ένα φράγμα για το αλμυρό νερό, σε αντάλλαγμα για τις ψήφους τού πανίσχυρου λόμπι των ορυζοκαλλιεργητών. Κι έτσι τώρα είχαν δύο σοδειές το χρόνο αντί για μία. Περισσότερο ρύζι. Με αντίτιμο το ποτάμι.
Παρόλο που ήταν Ιούνιος κι έβρεχε ασταμάτητα, το ποτάμι δεν ήταν παρά ένα φουσκωμένο αυλάκι. Μια στενή λουρίδα πηχτού νερού που έγλειφε κουρασμένα τις λασπωμένες όχθες του, κουβαλώντας αραιά και πού, την ασημένια γραμμούλα ενός ψόφιου ψαριού. Το είχαν πνίξει τα φουντωμένα αγριόχορτα. Οι καφετιές μπερδεμένες ρίζες τους σάλευαν αργά κάτω απ᾿ το νερό, σαν λεπτά πλοκάμια.
Κάποτε είχε τη δύναμη να γεννάει το φόβο. Να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Μα τώρα τα δόντια του είχαν πέσει, το πνεύμα του είχε σβήσει. Δεν ήταν πια παρά μια σερνάμενη, πράσινη, λασπωμένη κορδέλα που κουβαλούσε βρωμερά σκουπίδια ως τη θάλασσα.
Τα πέτρινα σκαλιά, απ᾿ όπου οι κολυμβητές κατέβαιναν κάποτε ως το νερό, ήταν πια στεγνά, πηγαίνοντας από το πουθενά στο πουθενά, σαν παράλογο μνημείο τού Τίποτα. Φτέρες είχαν φυτρώσει στις σχισμάδες τους.
Στην άλλη μεριά, πλίθινες καλύβες ξεφύτρωναν μέσα από τη λάσπη τής όχθης. Μικρά παιδιά έβγαζαν τα κωλαράκια τους έξω κι αποπατούσαν κατευθείαν μες στον πηχτό, βρωμερό βούρκο τής κοίτης τού ποταμού. Τελικά, όταν βράδιαζε, το ποτάμι σηκωνόταν λιγάκι και μάζευε τις προσφορές τής ημέρας να τις πάει στη θάλασσα, αφήνοντας πίσω του χοντρές γραμμές από άσπρο αφρό. Ανεβαίνοντας το ποτάμι, καθαρές μανάδες έπλεναν ρούχα και κατσαρολικά μέσα σε γνήσια απόβλητα εργοστασίων. Μερικοί έκαναν το μπάνιο τους. Κρυμμένοι από τη μέση και κάτω μες στο νερό, σαπουνίζονταν αραδιασμένοι στη σειρά, σαν σκούρες προτομές πάνω σε μια λεπτή, κινούμενη κορδέλα.
Τις ζεστές μέρες η μυρωδιά τής σκατίλας σηκωνόταν απ᾿ το ποτάμι και στεκόταν πάνω από το Αγιέμενεμ σαν καπέλο.
Λίγο πιο μέσα, μακριά από την όχθη τού ποταμού, μια αλυσίδα ξενοδοχείων πέντε αστέρων είχε αγοράσει την Καρδιά τού Σκοταδιού.
Το Σπίτι τής Ιστορίας (όπου κάποτε πρόγονοι με ανάσα που μύριζε παλιούς χάρτες και σκληρά νύχια στα πόδια τους, κουβέντιαζαν ψιθυριστά) δεν είχε πια δρόμο για το ποτάμι. Είχε γυρίσει τη ράχη του, στο Αγιέμενεμ. Οι πελάτες τού ξενοδοχείου έρχονταν απευθείας από το Κοτσίν, από τη λιμνοθάλασσα. Έρχονταν με ταχύπλοα που άφηναν πίσω τους ένα ανάποδο τρίγωνο πάνω στο νερό, από αφρούς και ιριδίζουσα βενζίνη.
Η θέα από το ξενοδοχείο ήταν όμορφη αλλά κι εδώ ακόμα το νερό ήταν πηχτό και μολυσμένο. Πινακίδες με καλλιγραφικά γράμματα θύμιζαν σε όλους ότι Απαγορεύεται η κολύμβηση. Ένας ψηλός τοίχος είχε χτιστεί για να συγκρατεί και να κρύβει τη λάσπη, να μη σκεπάσει το κτήμα τού Κάρι Σάιπου. Για τη μυρωδιά πάντως δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά πράγματα.
Είχαν όμως πισίνα για να κολυμπούν οι πελάτες τους.
Τα δέντρα ήταν ακόμα πράσινα, ο ουρανός ήταν ακόμα γαλάζιος. Κάτι ήταν κι αυτό. Δεν το ᾿βαλαν, λοιπόν, κάτω. Προχώρησαν κι έστησαν το βρωμερό τους παράδεισο – "Η χώρα τού ίδιου τού Θεού" αποκαλούσαν το ξενοδοχείο στα διαφημιστικά τους φυλλάδια. Γιατί ήξεραν, αυτοί οι παμπόνηροι Άνθρωποι τού Ξενοδοχείου, ότι τη βρώμα τη συνηθίζει κανείς εύκολα, όπως και τη φτώχεια των άλλων. Ήταν απλώς ζήτημα πειθαρχίας. Αμείλικτης Αυστηρότητας και Κλιματισμού. Τίποτα παραπάνω.
Το σπίτι τού Κάρι Σάιπου είχε ανακαινιστεί. Είχε βαφτεί μέσα κι έξω. Είχε γίνει το κέντρο ενός περίτεχνου συγκροτήματος, κεντημένου με κανάλια και γεφυρούλες. Μικρά πλοιάρια λικνίζονταν στα νερά τους. Το παλιό αποικιακό αρχοντόσπιτο με τη μεγάλη βεράντα του και τις δωρικές κολόνες στην πρόσοψη ήταν περιτριγυρισμένο από μικρά, παλιότερα ξύλινα σπίτια —σπίτια προγόνων — που η αλυσίδα των ξενοδοχείων είχε αγοράσει από τις παλιές οικογένειες και τα είχε μεταφέρει δίπλα στην Καρδιά τού Σκοταδιού. Ιστορίες —παιχνίδια για να παίζουν οι πλούσιοι τουρίστες. Σαν τις θημωνιές στο όνειρο τού Ιωσήφ. Σαν τούς ιθαγενείς τούς μαζεμένους γύρω από τον Εγγλέζο αφέντη τους. Έτσι ήταν βαλμένα και τα σπίτια, ταπεινά, γύρω από το Σπίτι τής Ιστορίας.
Οι Άνθρωποι τού Ξενοδοχείου έλεγαν πρόθυμα στους πελάτες τους ότι το πιο παλιό από τα ξύλινα σπίτια, με την αεροστεγή αποθήκη του που χωρούσε αρκετό ρύζι για να θρέψει έναν ολόκληρο στρατό επί έναν ολόκληρο χρόνο, ήταν το πατρικό του συντρόφου Ε.Μ.Σ. Ναμπούντριπαντ τού "Μάο Τσε Τουνγκ τής Κέραλα", εξηγούσαν στους αδαείς. Τα έπιπλα και τα μικροπράγματα που είχαν αγοραστεί μαζί με το σπίτι, είχαν γίνει εκθέματα. Μια ομπρέλα πλεγμένη από καλάμια, ένας καναπές από μπαμπού. Ένα ξύλινο γαμήλιο σεντούκι. Ήταν εφοδιασμένα με διαφωτιστικές ταμπελίτσες που έλεγαν: Παραδοσιακή ομπρέλα τής Κέραλα και Παραδοσιακό γαμήλιο σεντούκι.
Να τη, λοιπόν, η Ιστορία και η Λογοτεχνία στην υπηρεσία τού Εμπορίου. Ο Κουρτς και ο Καρλ Μαρξ κουνούσαν τα χέρια καλωσορίζοντας τούς πλούσιους πελάτες, καθώς αποβιβάζονταν στην αποβάθρα τού ξενοδοχείου. Το σπίτι τού συντρόφου Ναμπούντριπαντ ήταν η τραπεζαρία τού ξενοδοχείου. Μισομαυρισμένοι τουρίστες κάθονταν με τα μαγιό τους και ρουφούσαν το χυμό από ώριμες γλυκιές καρύδες. Και παλιοί κομμουνιστές που δούλευαν τώρα σερβιτόροι, ντυμένοι με πολύχρωμες φανταχτερές παραδοσιακές στολές, έγερναν στο πλάι κουβαλώντας δίσκους φορτωμένους ποτά.
Τα βράδια (για κείνο το Τοπικό Χρώμα), οι τουρίστες απολάμβαναν κουτσουρεμένες παραστάσεις κατακάλι («Δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσουν για πολλή ώρα την προσοχή τους στο ίδιο πράγμα», εξηγούσαν οι Άνθρωποι τού Ξενοδοχείου στους χορευτές). Έτσι παμπάλαιες ιστορίες κατακρεουργούνταν κι έμεναν κολοβές. Κλασικοί χοροί διάρκειας έξι ωρών μετατρέπονταν σε μινιατούρες των είκοσι λεπτών.
Οι παραστάσεις γίνονταν δίπλα στην πισίνα. Ενώ οι τυμπανιστές χτυπούσαν τα τύμπανα και οι χορευτές χόρευαν, οι πελάτες τού ξενοδοχείου με τα παιδιά τους έκαναν τρέλες μες στο νερό. Την ώρα που η Κούντι φανέρωνε το μυστικό της στον Κάρνα στην όχθη τού ποταμού, ερωτευμένοι νεαροί άλειβαν με αντηλιακό την πλάτη των κοριτσιών τους. Και δίπλα στους μεσόκοπους μπαμπάδες που έπαιζαν αθώα σεξουαλικά παιχνίδια με τις έφηβες κόρες τής παντρειάς, η Πούτθανα βύζαινε φαρμάκι το μικρό Κρίσνα.
Την πίσω βεράντα τού Σπιτιού τής Ιστορίας (όπου μια φουσκωτή χήνα-σωσίβιο είχε σκάσει και κάμποσοι Καθαροί αστυνομικοί είχαν τρέξει), την είχαν κλείσει κι είχαν εγκαταστήσει εκεί τα μαγειρεία τού ξενοδοχείου. Τώρα πια δε γινόταν εκεί τίποτα πιο επικίνδυνο, από κεμπάπ και κρεμ καραμελέ. Ο Τρόμος είχε περάσει. Είχε χαθεί. Τον είχαν διώξει οι μυρωδιές των φαγητών. Τον είχαν σκεπάσει οι κουβέντες των μαγείρων. Το χαρούμενο τσακ τσακ τσακ των μαχαιριών τους που έκοβαν ασταμάτητα σκόρδο και πιπερόριζα. Οι αποκεφαλισμοί μικρών θηλαστικών γουρουνόπουλα, κατσικάκια. Το κόψιμο των κρεάτων. Το ξελέπισμα των ψαριών.
Κάτι ήταν θαμμένο στο χώμα. Κάτω απ᾿ το χορτάρι. Κάτω από είκοσι τρία χρόνια βροχών τού Ιουνίου.
Μικρό και ξεχασμένο. Κάτι που κανείς δεν έψαχνε πια να βρει.
Ένα πλαστικό παιδικό ρολογάκι, με τούς δείκτες ζωγραφισμένους πάνω στο καντράν του.
Δύο παρά δέκα, έλεγε.
Μια παρέα παιδιών πήρε τη Ράχελ από πίσω στη βόλτα της.
«Γεια σου, χίπισσα», τής έλεγαν με είκοσι πέντε χρόνια καθυστέρηση. «Πώςσελένε;»
Ύστερα κάποιος της πέταξε μια πέτρα. Κι η παιδική της ηλικία πέταξε μακριά, κουνώντας τρομαγμένη τα αδύνατα, κοκαλιάρικα μπρατσάκια της.
Έξω από το τυπογραφείο του, ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ στεκόταν στο φράχτη του και μιλούσε με έναν άντρα στο πεζοδρόμιο. Είχε σταυρώσει τα μπράτσα στο στήθος του και κρατούσε γερά τις μασχάλες του, λες και κάποιος τού τις είχε ζητήσει δανεικές κι εκείνος είχε μόλις αρνηθεί να τού τις δώσει. Ο άντρας έξω από το φράχτη του ψαχούλευε με προσποιητό ενδιαφέρον ένα πλαστικό σακουλάκι γεμάτο φωτογραφίες. Οι περισσότερες ήταν τού γιου τού συντρόφου Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ, ενός νεαρού ονόματι Λένιν που ζούσε στο Δελχί και δούλευε για την ολλανδική και τη γερμανική πρεσβεία — έκανε χρέη υδραυλικού, ηλεκτρολόγου και μπογιατζή. Για να κατευνάσει τυχόν φόβους των εργοδοτών του σχετικά με τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ο νεαρός είχε αλλάξει το όνομά του. Λέβιν ονομαζόταν τώρα. Π. Λέβιν.
Η Ράχελ προσπάθησε να περάσει απαρατήρητη. Ήταν παράλογο εκ μέρους της που πίστεψε έστω και για μια στιγμή ότι θα τα κατάφερνε. «Άιγιο, Ράχελ Μολ!» είπε ο σύντροφος Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ που την αναγνώρισε αμέσως.
«Ούβερ», απάντησε η Ράχελ.
Τον θυμόταν; Ναι, τον θυμόταν.
Τόσο η ερώτηση όσο κι η απάντηση ήταν απλώς η ευγενική εισαγωγή μιας μικρής συζήτησης. Ήξεραν κι οι δυο ότι υπάρχουν πράγματα που ξεχνιούνται. Και πράγματα που δεν ξεχνιούνται — που κάθονται στα σκονισμένα ράφια σαν βαλσαμωμένα πουλιά με ασάλευτα μάτια που κοιτάζουν δεξιά κι αριστερά τους.
«Μάλιστα!» είπε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Νόμιζα ότι ήσουνα στην Αμέρικα».
«Όχι», είπε η Ράχελ. «Εδώ είμαι».
«Ναι, ναι», την έκοψε με ελαφριά ανυπομονησία στη φωνή του.
«Τώρα είσαι εδώ αλλά ούτως ή άλλως στην Αμέρικα ζεις...»
Ο σύντροφος Πίλαϊ ξεσταύρωσε τα μπράτσα του. Οι ρώγες τού στήθους του τσιτώθηκαν προς το μέρος τής Ράχελ πάνω από το χτιστό φράχτη, σαν τα λυπημένα μάτια ενός σκύλου τού Αγίου Βερνάρδου.
«Τη γνώρισες;» ρώτησε ο σύντροφος Πίλαϊ τον άλλον άντρα δείχνοντας με το πιγούνι του τη Ράχελ.
Ο άντρας δεν είχε καταλάβει.
«Η κόρη, τής κόρης τής Μαμάτσι με τις Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ.
Ο άντρας πάλι δεν κατάλαβε. Σίγουρα θα ήταν ξένος. Από αυτούς που δεν τρώνε πίκλες. Ο σύντροφος Πίλαϊ δοκίμασε άλλο δρόμο.
«Θυμάσαι τον Πουνιάν Κούντζου;» ρώτησε. Ο Πατριάρχης τής Αντιόχειας εμφανίστηκε για μια στιγμή στον ουρανό – και σάλεψε αδύναμα το χέρι του.
Τα πράγματα άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους για τον άντρα με τις φωτογραφίες. Κούνησε το κεφάλι του ζωηρά.
«Θυμάσαι το γιο του; Τον Μπεναάν Τζον Ίπε; Που ζούσε στο Δελχί;» ξαναρώτησε ο σύντροφος Πίλαϊ.
«Ούβερ, ούβερ, ούβερ», είπε ο άντρας.
«Ε, είναι η κόρη, τής κόρης του, τής Άμου. Τώρα ζει στην Αμέρικα».
Ο άντρας έγνεψε ξανά και ξανά, καθώς το γενεαλογικό δέντρο τής Ράχελ ξεκαθάρισε μπροστά στα μάτια του.
«Ούβερ, ούβερ, ούβερ. Στην Αμέρικα, ε;» Δεν ήταν ερώτηση. Ήταν σκέτος θαυμασμός.
Στο μυαλό του ήρθε η θολή θύμηση κάποιου ξεχασμένου σκανδάλου. Είχε λησμονήσει τις λεπτομέρειες. Θυμόταν όμως ότι ο έρωτας κι ο θάνατος είχαν παίξει το ρόλο τους. Είχαν βουίξει οι εφημερίδες. Μετά από μια σύντομη παύση και μερικά κουνήματα τού κεφαλιού, ο άντρας έδωσε το σακουλάκι με τις φωτογραφίες στο σύντροφο Πίλαϊ.
«Λοιπόν, σύντροφε, φεύγω».
Έπρεπε να προλάβει το λεωφορείο.
«Μάλιστα!» Το χαμόγελο τού συντρόφου Πίλαϊ έγινε μεγαλύτερο καθώς έστρεψε αμέριστη πια την προσοχή του στη Ράχελ, σαν προβολέας. Τα ούλα του ήταν εκπληκτικά ρόδινα, ανταμοιβή μιας ολόκληρης ζωής ασυμβίβαστης φυτοφαγίας. Ήταν από τούς άντρες εκείνους που δύσκολα τούς φαντάζεσαι παιδιά. Ή μωρά. Έμοιαζε λες κι είχε γεννηθεί μεσόκοπος. Με αρχή φαλάκρας.
«Κι ο άντρας σου, Μολ;» ρώτησε.
«Δεν ήρθε».
«Έχεις καμιά φωτογραφία του;»
«Όχι».
«Πώς τον λένε;»
«Λάρι. Λόρενς».
«Ούβερ. Λόρενς». Ο σύντροφος Πίλαϊ έγνεψε, λες και συμφωνούσε ιδιαίτερα με αυτό το όνομα. Λες κι αν τον είχαν αφήσει να διαλέξει, αυτό ακριβώς θα διάλεγε κι εκείνος.
«Απογόνους;»
«Όχι», απάντησε η Ράχελ.
«Ε, είναι νωρίς ακόμα, υποθέτω. Ή μήπως περιμένετε κιόλας;»
«Όχι».
«Πρέπει να κάνετε ένα οπωσδήποτε. Αγόρι, κορίτσι. Οτιδήποτε», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ. «Για δύο είναι φυσικά δικό σας θέμα».
«Έχουμε χωρίσει». Η Ράχελ έλπιζε πως το σοκ θα τον ανάγκαζε να σωπάσει.
«Χωρίσατε, ε;» Η φωνή του ανέβηκε μια σκάλα κι έσπασε πάνω στο ερωτηματικό. Πρόφερε τη λέξη λες κι ήταν κάποια μορφή θανάτου. «Πολύ λυπηρό αυτό», είπε όταν συνήλθε. Καταφεύγοντας για κάποιο ανεξιχνίαστο λόγο σε ένα λεξιλόγιο τυπικό που δεν το συνήθιζε.
«Πο-λύλυπηρό».
Ο σύντροφος Πίλαϊ συλλογίστηκε ότι η νέα γενιά πλήρωνε ίσως παλιές αμαρτίες· την παρακμή των μπουρζουάδων προγόνων της.
Ο ένας τρελός. Η άλλη χωρισμένη. Στείρα ίσως.
Ίσως αυτή ήταν η αληθινή επανάσταση. Η χριστιανική μπουρζουαζία είχε αρχίσει να αυτοκαταστρέφεται.
Ο σύντροφος Πίλαϊ χαμήλωσε τη φωνή του, σαν να ήταν εκεί άνθρωποι που άκουγαν, παρόλο που δεν ήταν κανείς.
«Κι ο Μον;» ψιθύρισε εμπιστευτικά. «Πώς είναι;»
«Μια χαρά», απάντησε η Ράχελ. «Μια χαρά είναι».
Μια χαρά. Λεπτός. Στο χρώμα τού μελιού. Πλένει τα ρούχα του με τριμμένο σαπούνι.
«Άιγιο», ψιθύρισε ο σύντροφος Πίλαϊ και οι ρώγες του κοίταξαν το χώμα με υποκριτική συμπόνια. «Ο κακομοίρης».
Η Ράχελ αναρωτήθηκε τι κέρδιζε ρωτώντας την τόσο επίμονα κι αγνοώντας στη συνέχεια εντελώς τις απαντήσεις της. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν περίμενε να ακούσει την αλήθεια από τα χείλη της. Γιατί δεν έμπαινε όμως καν στον κόπο να παραστήσει ότι την πίστευε;
«Ο Λένιν μένει στο Δελχί τώρα», είπε τελικά ο σύντροφος Πίλαϊ χωρίς να κρύβει το καμάρι του. «Δουλεύει στις πρεσβείες. Κοίτα!»
Έδωσε στη Ράχελ το πλαστικό σακουλάκι με τις φωτογραφίες. Οι περισσότερες έδειχναν τον Λένιν και την οικογένειά του. Τη γυναίκα του, το παιδί του, το καινούργιο του σκούτερ. Σε μια φωτογραφία ο Λένιν αντάλλασσε χειραψία με έναν πολύ καλοντυμένο, ροδαλό άντρα.
«Ο πρώτος γραμματέας της γερμανικής πρεσβείας», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ.
Έμοιαζαν χαρούμενοι στις φωτογραφίες, ο Λένιν κι η γυναίκα του. Λες κι είχαν δώσει ήδη την προκαταβολή για να αγοράσουν δικό τους διαμέρισμα σε εργατική πολυκατοικία.
Η Ράχελ έδωσε πίσω στο σύντροφο Πίλαϊ το σακουλάκι με τις φωτογραφίες και προσπάθησε να φύγει.
«Μια στιγμούλα», είπε ο σύντροφος Πίλαϊ. Τής θύμισε επιδειξία θρονιασμένο πάνω στο φράχτη του. Στην αρχή τραβούσε τούς ανθρώπους κοντά του δείχνοντας τις ρώγες τού στήθους του κι ύστερα τούς έστρωνε να βλέπουν φωτογραφίες τού γιου του. Ψαχούλεψε βιαστικά μες στο σακουλάκι (μέσα στον εικονογραφημένο οδηγό "Πώς να Δείτε σε ένα Λεπτό τη ζωή του Λένιν") και βρήκε αυτήν που έψαχνε.
Ήταν μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μια φωτογραφία που είχε βγάλει ο Τσάκο με τη Ρόλεϊφλεξ που τού είχε χαρίσει η Μάργκαρετ Κοτσάμα εκείνα τα Χριστούγεννα. Ήταν κι οι τέσσερις: ο Λένιν, ο Έστθα, η Σόφι Μολ και η ίδια, όρθιοι μπροστά στη βεράντα τού Σπιτιού τού Αγιέμενεμ. Πίσω τους κρέμονταν από το ταβάνι οι χριστουγεννιάτικες γιρλάντες τής Μπέμπας Κοτσάμα. Ένα αστεράκι από χαρτόνι ήταν στερεωμένο σε μια λάμπα. Ο Λένιν, η Ράχελ κι ο Έστθα έμοιαζαν με φοβισμένα ζωάκια, πιασμένα στους προβολείς κάποιου περαστικού αυτοκινήτου. Με τα γόνατα σφιγμένα, τα χαμόγελα παγωμένα στα πρόσωπά τους, τα μπράτσα κολλημένα στα πλευρά τους, τα κορμιά τους στραμμένα στο φακό. Λες και θα ήταν αμαρτία αν στέκονταν με το πλάι.
Μόνο η Σόφι Μολ, με το καμάρι τού Πρώτου Κόσμου, είχε σταθεί με άνεση να τη φωτογραφήσει ο φυσικός της πατέρας. Είχε τραβήξει προς τα κάτω τα βλέφαρά της με τέτοιον τρόπο που τα μάτια της έμοιαζαν με ρόδινα σαρκώδη πέταλα. Στο στόμα της είχε φτιάξει μια πρόχειρη ψεύτικη μασέλα με την κίτρινη φλούδα ενός λεμονιού. Η γλώσσα της ξεπρόβαλλε ανάμεσα από τα δόντια της. Στην άκρη της είχε περασμένη την ασημένια δαχτυλήθρα τής Μαμάτσι. (Την είχε βουτήξει από την πρώτη μέρα της στο Αγιέμενεμ. Κι είχε ορκιστεί να πίνει σε όλες τις διακοπές της μονάχα με τη δαχτυλήθρα.) Σε κάθε χέρι κρατούσε ένα αναμμένο κερί. Το ένα μπατζάκι τού φαρδιού, μοντέρνου παντελονιού της ήταν ανεβασμένο, αποκαλύπτοντας ένα άσπρο, κοκαλιάρικο γόνατο, πάνω στο οποίο ήταν ζωγραφισμένο ένα πρόσωπο. Λίγα λεπτά πριν απ᾿ αυτήν τη φωτογραφία είχε εξηγήσει στον Έστθα και τη Ράχελ (σαρώνοντας όλες τις αποδείξεις περί τού εναντίου, φωτογραφίες και αναμνήσεις) ότι είχαν πολλές πιθανότητες να είναι μπάσταρδα, και τι ακριβώς σημαίνει μπάσταρδο. Στις εξηγήσεις της πρόσθεσε και μια μάλλον ανακριβή περιγραφή τής ερωτικής πράξης. «Ακούστε να δείτε τι κάνουν...»
Λίγες μέρες μόνο πριν πεθάνει.
Η Σόφι Μολ.
Αυτή που έπινε με μια δαχτυλήθρα.
Έφτασε με την πτήση Βομβάη-Κοτσίν. Με καπέλο, φαρδύ, μοντέρνο παντελόνι και Αγαπημένη Εξαρχής.
4. Τετράδια ασκήσεων σοφίας
Στο γραφείο τού Παπάτσι, οι καρφιτσωμένες πεταλούδες και τα λεπιδόπτερα είχαν διαλυθεί σε μικρούς σωρούς ιριδίζουσας σκόνης. Η σκόνη είχε πέσει κάτω, μέσα στις γυάλινες προθήκες, όπου ήταν τοποθετημένα τα έντομα, αφήνοντας γυμνές και άδειες τις καρφίτσες που κάποτε στερέωναν τα εκθέματα στις θέσεις τους. Φρικτό. Το δωμάτιο μύριζε μούχλα και κλεισούρα.
Η Ράχελ (πάνω σε μια καρέκλα, πάνω σε ένα τραπέζι) ψαχούλευε τα πάνω ράφια μιας βιβλιοθήκης με γυάλινες προθήκες. Τα χνάρια των γυμνών ποδιών της φαίνονταν ολοκάθαρα στο σκονισμένο πάτωμα. Άρχιζαν από την πόρτα, πήγαιναν στο τραπέζι (που το έσυρε κοντά στη βιβλιοθήκη), στην καρέκλα (που την έσυρε ως το τραπέζι κι ύστερα τη σήκωσε και την έβαλε πάνω του). Έψαχνε να βρει κάτι. Η ζωή της είχε πια σχήμα και μέγεθος. Είχε μισοφέγγαρα κάτω από τα μάτια της και μια παρέα καλικαντζαράκια στον ορίζοντά της.
Στο πάνω πάνω ράφι, ο Παπάτσι έβαζε τους τόμους τού Βασιλείου των εντόμων τής Ινδίας. Το δερμάτινο δέσιμο κάθε βιβλίου είχε ξεκολλήσει κι είχε ζαρώσει, σαν μαδημένος ασβέστης. Ασημόψαρα είχαν ανοίξει τρύπες ανάμεσα στις σελίδες τους, περνώντας αυθαίρετα από είδος σε είδος κι από οικογένεια σε οικογένεια, μετατρέποντας σε κίτρινη δαντέλα έναν όγκο συστηματοποιημένων πληροφοριών.
Η Ράχελ ψαχούλεψε πίσω από τα βιβλία και βρήκε κρυμμένα πράγματα.
Ένα λείο κι ένα ακανθώδες κοχύλι.
Ένα ασημένιο σταυρουδάκι περασμένο σε μια αλυσίδα με μαργαριταράκια.
Το σήκωσε στο φως. Κάθε μαργαριτάρι άρπαξε λαίμαργα το μερίδιό του από τις ακτίνες τού ήλιου.
Μια σκιά έκοψε στη μέση το φωτεινό τετράγωνο στη μέση τού δωματίου. Η Ράχελ γύρισε προς την πόρτα κρατώντας ακόμα στα χέρια της την αλυσίδα από φως.
«Φαντάσου. Εδώ είναι ακόμα. Την έκλεψα. Όταν σε Επέστρεψαν».
Αυτή η λέξη βγήκε εύκολα από το στόμα της. Σε Επέστρεψαν. Λες και γι᾿ αυτό γεννιούνται τα δίδυμα. Για να τα δανείζονται οι γονείς τους. Κι ύστερα να τα επιστρέφουν. Σαν τα βιβλία από τις δανειστικές βιβλιοθήκες.
Ο Έστθα δεν την κοίταξε. Το μυαλό του ήταν γεμάτο τρένα. Έκοβε το φως. Μια τρύπα στο Σύμπαν στο σχήμα τού Έστθα.
Πίσω από τα βιβλία, τα σαστισμένα δάχτυλα τής Ράχελ βρήκαν και κάτι άλλο. Φαίνεται πως και μια άλλη κλέφτρα κίσσα είχε σκεφτεί να κρύψει τα λάφυρά της στην ίδια κρυψώνα. Η Ράχελ τράβηξε έξω το εύρημά της και σκούπισε τη σκόνη με το μανίκι της. Ήταν ένα μικρό δεματάκι τυλιγμένο σε διάφανο νάιλον, δεμένο με σελοτέιπ. Ένα μικρό κομματάκι χαρτί, χωμένο μέσα του, έλεγε Εστθάπεν και Ράχελ. Με τα γράμματα τής Άμου.
Όταν το άνοιξε, βρήκε τέσσερα μισοσκισμένα τετράδια.
Στα εξώφυλλα είχαν ετικέτες που έγραφαν "Τετράδιο Ασκήσεων Σοφίας" κι από κάτω είχε χώρο για το Όνομα, το Σχολείο, την Τάξη, το Μάθημα. Δυο απ᾿ αυτά είχαν έξω το όνομά της. Και τα άλλα δυο το όνομα του Έστθα.
Στο πίσω μέρος τού ενός τετραδίου κάποιο παιδικό χέρι είχε γράψει κάτι. Κάθε γράμμα είχε σχηματιστεί με κόπο. Το ακανόνιστο διάστημα ανάμεσα στις λέξεις έδειχνε καθαρά τον αγώνα τού χεριού να ελέγξει το αντάρτικο μολύβι. Το μήνυμα, αντίθετα, ήταν διαυγέστατο: Μισώ Τη Δεσποινίδα Μίτεν και Πιστεύω Ότι Το βρακί Της είναι ΤΡΎΠΙΟ.
Στο μπροστινό μέρος τού τετραδίου ο Έστθα είχε σβήσει με σάλιο το επίθετό του τρυπώντας σχεδόν το χαρτί. Και πάνω ακριβώς από την τρύπα είχε συμπληρώσει με μολύβι
Ά-γνωστος. Εστθάπεν Ά-γνωστος. (Το επίθετό του είχε αναβληθεί Προσωρινά, ώσπου να αποφασίσει η Άμου ποιο από τα δυο θα διάλεγε: το επίθετο τού άντρα της ή το επίθετο τού πατέρα της.) Δίπλα στην Τάξη ήταν γραμμένο: 6 χρονών. Και δίπλα στο Μάθημα: Έκθεση.
Η Ράχελ κάθισε οκλαδόν (πάνω στην καρέκλα πάνω στο τραπέζι).
«Εστθάπεν Ά-γνωστος», είπε. Άνοιξε το τετράδιο και διάβασε με δυνατή φωνή.
«Όταν ο Οδησσέας γύρισε στο σπίτι ο γιος του ήρθε και είπε πατέρα νόμιζα ότι δε θα γυρίσεις ποτέ. Τόσοι πρίγκιπες ήρθαν και ήθελαν να παντρευτούν την Πην Ελόπη αλλά η Πην Ελόπη έλεγε μόνο ο άντρας που περνάει το βέλος του από δώδεκα χαλκάδες μπορεί να με παντρευτεί. κανένας δεν τα κατάφερε. ήρθε τότε ο Οδυσσέας ντυμένος ζητιάνος στο παλάτι και ρώτησε αν τον αφήνουν να δοκιμάσει. όλοι γέλασαν και τον κορόιδεψαν και είπαν αφού δεν μπορούμε εμείς αποκλείεται να μπορέσεις εσύ. ο γιος τού Οδυσσέα τους είπε να πάψουν και τον άφησε να δοκιμάσει κι αυτός πήρε το τόξο και πέρασε το βέλος μέσα κι απ᾿ τους δώδεκα χαλκάδες».
Από κάτω είχε διορθώσεις από προηγούμενη έκθεση.
Το γέλιο κατσάρωσε τις άκρες τής φωνής της. «Πρώτα πρώτα η ασφάλεια», δήλωσε. Η Άμου είχε τραβήξει με κόκκινο μολύβι μια κυματιστή γραμμή μέχρι κάτω στη σελίδα κι είχε γράψει Περιθώρια; Και στο μέλλον καλλιγραφικά γράμματα, παρακαλώ!
Γύρισε σελίδα και κάτι την έπιασε από το λαιμό, ξερίζωσε τη φωνή της, την ταρακούνησε δυνατά και τής την ξανάδωσε χωρίς το γέλιο στις άκρες της. Η επόμενη έκθεση του Έστθα είχε τίτλο Μικρή Άμου.
Με καλλιγραφικά γράμματα. Οι ακρούλες τού Φ και τού Χ έκαναν κύκλους. Η σκιά στο άνοιγμα τής πόρτας στεκόταν ακίνητη.
«Το Σάββατο πήγαμε σε ένα βιβλιοπωλείο στο Κόταγιαμ να αγοράσουμε δώρο για την Άμου γιατί στης 17 Νοεμβρίου έχει τα γενέθλια της. Της πίραμε ένα ημερολόγιο. Το κρίψαμε στο ντουλάπι κι ύστερα νίχτωσε. Ύστερα είπαμε θέλεις να δεις το δώρο σου κι εκείνη είπε ναι θα ήθελα πολύ να το δω. εμείς γράψαμε στο χαρτί Για μια Μικρή Άμου με Πολλή Αγάπη από τον Έστθα και τη Ράχελ και το δώσαμε στην Άμου κι εκείνη είπε τι ωραίο δώρο αυτό ακριβώς ήθελα και μετά κουβεντιάσαμε λιγάκι ακόμα για το ημερολόγιο και μετά τη φιλήσαμε και μετά πήγαμε στα κρεβάτια μας.
Κουβεντιάσαμε λιγάκι μεταξύ μας και κιμηθήκαμε. Είδαμε κι ένα μικρό όνειρο.
Μετά από λίγη ώρα σηκώθηκα και διψούσα πολί και πήγα στο δωμάτιο της Άμου και της είπα διψάω πολύ. η Άμου μου έδωσε νερό κι εγώ γύριζα στο κρεβάτι μου αλλά η Άμου με φώναξε και είπε έλα να κιμηθείς μαζί μου. εγώ έγειρα στην πλάτη της και κουβέντιασα με την Άμου και μετά κιμήθηκα. Μετά από λίγο ξίπνισα πάλι και κουβεντιάσαμε πάλι και μετά κάναμε μια νιχτερινή γιορτή. Φάγαμε πορτοκάλια, καφέ, μπανανάνες. μετά ήρθε και η Ράχελ και φάγαμε άλλες δυο μπανάνες και δώσαμε κι ένα φιλί στην Άμου γιατί ήταν τα γενέθλιά της και μετά τραγουδήσαμε να ζήσεις Άμου. Το πρωί η Άμου μας χάρισε καινούργια ρούχα: η Ράχελ ήταν μαχαρανή κι εγώ Μικρός Νεχρού».
Η Άμου είχε διορθώσει τα ορθογραφικά λάθη κι είχε γράψει κάτω από την έκθεση: Όταν Μιλάω με κάποιον, δεν επιτρέπεται να με διακόπτεις παρά μόνο για πολύ σημαντικό λόγο. Όταν το κάνεις, σε παρακαλώ να λες «Συγγνώμη». Θα σε τιμωρήσω πολύ αυστηρά, αν δε με υπακούσεις. Διόρθωσε, σε παρακαλώ, τα λάθη σου. Η Μικρή Άμου.
Που δε διόρθωσε ποτέ τα δικά της λάθη.
Που αναγκάστηκε να μαζέψει τα πράγματά της και να φύγει. Επειδή δεν είχε locus standi. Επειδή ο Τσάκο είπε ότι είχε προξενήσει ήδη αρκετή καταστροφή.
Που γύρισε πίσω στο Αγιέμενεμ με άσθμα κι ένα ρόγχο στο στήθος που έμοιαζε με αντρική φωνή από πέρα μακριά. Ο Έστθα δεν την είδε ποτέ έτσι. Άγρια. Άρρωστη. Θλιμμένη.
Την τελευταία φορά που γύρισε η Άμου στο Αγιέμενεμ, η Ράχελ μόλις είχε αποβληθεί από το γυμνάσιο τής Μονής Ναζαρέτ (για τη διακόσμηση με σβουνιά και επειδή έπεφτε επίτηδες πάνω στις μεγαλύτερες μαθήτριες). Την Άμου την είχαν απολύσει από την τελευταία της δουλειά —στη ρεσεψιόν ενός φτηνού ξενοδοχείου—, επειδή ήταν άρρωστη κι είχε λείψει πολλές μέρες απ᾿ το πόστο της. Το ξενοδοχείο δεν μπορούσε να την κρατήσει υπ᾿ αυτές τις συνθήκες, τής είπαν. Τούς χρειαζόταν μια υγιέστερη κοπέλα για τη ρεσεψιόν.
Σ᾿ αυτήν την τελευταία της επίσκεψη, η Άμου πέρασε ολόκληρο το πρωινό στο δωμάτιό της με τη Ράχελ. Με ό,τι τής είχε απομείνει από τα ψίχουλα τού μισθού της, είχε αγοράσει μικρά δωράκια για την κόρη της τυλιγμένα σε καφέ χαρτί. Πάνω του είχε κολλήσει χάρτινες χρωματιστές καρδούλες. Ένα κουτί τσιγάρα από σοκολάτα, μια μεταλλική κασετίνα για τα μολύβια της, ένα τεύχος Πολ Μπάνιαν – ένα εικονογραφημένο περιοδικό κόμικς για παιδιά. Ήταν όλα δώρα για παιδί εφτά χρονών – κι η Ράχελ κόντευε τότε τα έντεκα. Λες κι η Άμου πίστευε ότι ο χρόνος θα σταματούσε να τρέχει, φτάνει εκείνη να αρνιόταν να παραδεχτεί το πέρασμά του, φτάνει εκείνη να ήθελε να τον κρατήσει στάσιμο στη ζωή των παιδιών της. Λες κι η δύναμη τής θέλησης ήταν αρκετή για να σταματήσει την παιδική ζωή των παιδιών της, ώσπου να συνέλθει η ίδια και να μπορέσει να τη ζήσει στο πλευρό τους. Τότε θα τα άφηνε να συνεχίσουν από εκεί όπου είχαν σταματήσει. Να ξαναρχίσουν από τα εφτά τους χρόνια. Η Άμου είπε στη Ράχελ ότι είχε αγοράσει ένα περιοδικό και για τον Έστθα. Κι ότι θα τού το φύλαγε ώσπου να βρει άλλη δουλειά, να κερδίσει αρκετά λεφτά και να νοικιάσει ένα δωμάτιο αρκετά μεγάλο και για τούς τρεις τους. Τότε θα πήγαινε στην Καλκούτα και θα έφερνε πίσω τον Έστθα και θα τού έδινε το περιοδικό του. Αυτή η μέρα δε θα αργούσε να έρθει, είπε η Άμου. Μπορεί να συνέβαινε οποιαδήποτε μέρα. Σύντομα το νοίκι δε θα ήταν πια πρόβλημα. Είχε κάνει αίτηση για μια δουλειά στον ΟΗΕ, είπε. Θα πήγαιναν να ζήσουν όλοι μαζί στη Χάγη. Και θα είχαν μια Ολλανδέζα "άγια", γκουβερνάντα, να τούς φροντίζει. Εκτός κι αν αποφάσιζε τελικά να μείνει στην Ινδία, είπε η Άμου. Και να κάνει αυτό που ονειρευόταν πάντα — να ανοίξει ένα σχολείο. Δεν ήταν εύκολο να πάρει την απόφασή της, να διαλέξει ανάμεσα σε μια θέση στον ΟΗΕ και μια καριέρα στην εκπαίδευση – αλλά το γεγονός ότι μπορούσε να διαλέξει, ήταν από μόνο του μεγάλη πολυτέλεια.
Αλλά Προσωρινά, είπε, ώσπου να πάρει την απόφασή της, θα κρατούσε το δώρο τού Έστθα για να τού το δώσει αργότερα.
Όλο εκείνο το πρωί η Άμου δε σταμάτησε να μιλάει. Ρωτούσε ένα σωρό πράγματα τη Ράχελ αλλά δεν την άφηνε να απαντήσει. Όσες φορές προσπάθησε η Ράχελ να πει κάτι, η Άμου την έκοψε: κάτι άλλο είχε σκεφτεί, κάτι άλλο είχε να τη ρωτήσει. Έμοιαζε τρομοκρατημένη στην ιδέα ότι η κόρη της θα μπορούσε να πει κάτι που θα φανέρωνε την πραγματική της ηλικία· κάτι που θα ξεπάγωνε τον Κατεψυγμένο Χρόνο. Ο φόβος την έκανε ομιλητική. Τον συγκρατούσε με τη φλυαρία της.
Ήταν πρησμένη από την κορτιζόνη, μ᾿ ένα πρόσωπο σαν φεγγάρι, κι όχι η λεπτή, λυγερή μητέρα που ήξερε η Ράχελ. Το δέρμα της ήταν τεντωμένο στα φουσκωμένα μάγουλά της, σαν τη γυαλιστερή ουλή που καλύπτει παλιά σημάδια από εμβόλιο. Όταν χαμογελούσε, τα λακκάκια της έμοιαζαν σαν να την πλήγωναν. Τα κατσαρά μαλλιά της είχαν χάσει τη λάμψη τους και κρέμονταν γύρω από το πρησμένο της πρόσωπο σαν θαμπή κουρτίνα. Κουβαλούσε την ανάσα της σε ένα γυάλινο μπουκαλάκι για εισπνοές μέσα στην κουρελιασμένη τσάντα της. Κάθε ανάσα ήταν μια νίκη ενάντια στην ατσάλινη γροθιά που έσφιγγε να αδειάσει τα πνευμόνια της. Η Ράχελ παρακολουθούσε τη μητέρα της να αναπνέει. Σε κάθε εισπνοή οι κοιλότητες πάνω από τα κλειδοκόκαλα βάθαιναν ακόμα περισσότερο και γέμιζαν ίσκιους.
Η Άμου χαμογέλασε στη σιωπή γύρω από το τραπέζι, καθώς έβγαζε τα κόκαλα από το ψητό ψάρι της. Είπε ότι ένιωθε σαν πινακίδα στο δρόμο που την κουτσουλούσαν τα πουλιά. Είχε μια αλλόκοτη, πυρετώδη γυαλάδα στα μάτια της.
Η Μαμάτσι τη ρώτησε μήπως ήταν μεθυσμένη και τής πρότεινε να αραιώσει ακόμα περισσότερο τις επισκέψεις της στη Ράχελ.
Η Άμου σηκώθηκε από το τραπέζι και έφυγε χωρίς να πει λέξη. Ούτε καν αντίο. «Σήκω κι αποχαιρέτησέ την», είπε ο Τσάκο στη Ράχελ.
Η Ράχελ έκανε πως δεν τον άκουσε. Συνέχισε να τρώει το ψάρι της.
Δεν την είδε ποτέ ξανά.
Η Άμου πέθανε σε ένα βρώμικο δωμάτιο στο Άλαπι, στην πανσιόν Μπχάρατ. Είχε πάει να ζητήσει δουλειά, γραμματέας σε κάποιο γραφείο. Πέθανε μόνη. Με ένα φασαριόζικο ανεμιστήρα στο ταβάνι για συντροφιά. Δεν είχε γερμένο στην πλάτη της τον Έστθα, να τη σκεπάσει με τη ζεστασιά τής αγάπης του, να τής κουβεντιάζει. Ήταν τριάντα ενός ετών. Ούτε μεγάλη ούτε μικρή αλλά στην ηλικία που μπορούσε να ζήσει ή να πεθάνει.
Είχε ξυπνήσει μες στη νύχτα για να ξεφύγει από ένα γνώριμο επίμονο όνειρο που ερχόταν και ξαναρχόταν στον ύπνο της: από έναν αστυνομικό που την πλησίαζε ανοιγοκλείνοντας το ψαλίδι του για να της κόψει τα μαλλιά. Έτσι τιμωρούσαν στο Κόταγιαμ τις πόρνες που έπιαναν στο παζάρι – τις σημάδευαν για να καταλαβαίνει αμέσως όλος ο κόσμος τι σόι γυναίκες ήταν. Γουέσια, πόρνες. Για να μη δυσκολεύονται οι καινούργιοι αστυφύλακες τής περιπολίας να εντοπίζουν ποιες μπορούσαν να τρομοκρατούν. Η Άμου πάντα τις πρόσεχε στην αγορά, τις γυναίκες με τα άδεια μάτια και τα κουρεμένα με το ζόρι κεφάλια, στη χώρα όπου τα μακριά, γυαλιστερά μαλλιά ήταν προνόμιο μονάχα των τίμιων και των ηθικών.
Τη νύχτα εκείνη στην πανσιόν, η Άμου ανασηκώθηκε στο ξένο κρεβάτι στο ξένο δωμάτιο στην ξένη πόλη. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πού ήταν. Δεν αναγνώριζε τίποτα γύρω της. Μόνο ο φόβος της, τής ήταν γνώριμος. Ο ρόγχος στο στήθος της άρχισε να λαχανιάζει, σαν αντρική φωνή από μακριά. Αυτήν τη φορά η ατσάλινη γροθιά δε χαλάρωσε το σφίξιμο. Σκιές μαζεύτηκαν σαν νυχτερίδες στις βαθιές κόχες κάτω απ᾿ τα κλειδοκόκαλα.
Τη βρήκε η καθαρίστρια το πρωί. Έκλεισε τον ανεμιστήρα. Είχε μια μεγάλη, σκούρα μελανιά κάτω από το ένα της μάτι, πρησμένη σαν φουσκάλα. Λες και το μάτι της είχε προσπαθήσει να κάνει αυτό που τα πνευμόνια της δεν μπορούσαν. Κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα ο βραχνός άντρας που ζούσε μακριά, βαθιά μέσα στο στήθος της, σταμάτησε να φωνάζει. Μια διμοιρία μυρμήγκια κουβαλούσαν αργά αργά μια ψόφια κατσαρίδα έξω από την πόρτα, δείχνοντας τη μοίρα που περίμενε τούς νεκρούς.
Η εκκλησία αρνήθηκε να θάψει την Άμου. Για πολλούς λόγους. Κι έτσι ο Τσάκο νοίκιασε ένα φορτηγό για να μεταφέρει το πτώμα στο ηλεκτρικό κρεματόριο. Την είχε τυλίξει σε ένα βρώμικο σεντόνι και την είχε ξαπλώσει πάνω σε ένα στενό φορείο. Τής Ράχελ τής θύμισε Ρωμαίο συγκλητικό. Et tu (και συ), Άμου! σκέφτηκε και χαμογέλασε, αναθυμούμεvn τον Έστθα.
Ήταν παράξενο να περνάς με το αυτοκίνητο πολυσύχναστους δρόμους, γεμάτους κίνηση, με ένα νεκρό Ρωμαίο συγκλητικό στην καρότσα τού φορτηγού, πίσω σου. Ο γαλανός ουρανός έμοιαζε πιο γαλανός. Έξω από τα παράθυρα, άνθρωποι, σαν χάρτινες μαριονέτες, συνέχιζαν τις χάρτινες ζωές τους. Η πραγματική ζωή βρισκόταν μέσα στο φορτηγό. Εκεί όπου βρισκόταν κι ο πραγματικός θάνατος. Μέσα στο κεφάλι της Ράχελ χόρευε μια δυνατή βουή κι όλη την υπόλοιπη μέρα ο Τσάκο ήταν αναγκασμένος να φωνάζει δυνατά όταν ήθελε να της πει κάτι. Στο κρεματόριο τούς περίμενε η άθλια, κουρασμένη ατμόσφαιρα των σιδηροδρομικών σταθμών, μόνο που δεν είχε κόσμο. Ούτε τρένα ούτε ανθρώπους. Κανέναν εκτός από ζητιάνους, άστεγους και ανώνυμους που έφερνε η αστυνομία για να καούν εδώ. Ανθρώπους που είχαν πεθάνει χωρίς κανένα να γείρει στη ράχη τους και να τούς κουβεντιάζει. Όταν ήρθε η σειρά τής Άμου, ο Τσάκο κράτησε σφιχτά το χέρι τής Ράχελ. Δεν ήθελε να τής κρατάει το χέρι. Εκμεταλλεύτηκε την ιδρωμένη ζέστη τού κρεματόριου για να γλιστρήσει το χέρι της έξω από το δικό του. Κανένας άλλος από την οικογένεια δεν είχε έρθει.
Η ατσάλινη πόρτα τού κλίβανου άνοιξε και το υπόκωφο τρίξιμο τής αιώνιας φωτιάς μεταμορφώθηκε σε κόκκινο μουγκρητό. Η κάψα όρμησε πάνω τους σαν πεινασμένο αγρίμι. Ύστερα τού έδωσαν τη μητέρα τής Ράχελ για να χορτάσει. Τού έδωσαν τα μαλλιά της, το δέρμα της, το χαμόγελό της. Τη φωνή της. Τον τρόπο που χρησιμοποιούσε τον Κίπλινγκ για να δείξει την αγάπη της στα παιδιά της πριν τα βάλει για ύπνο τα βράδια: (Έχουμε το ίδιο αίμα, εσύ κι εγώ). Τού έδωσαν τα φιλιά τής καληνύχτας της. Τον τρόπο που κρατούσε τα προσωπάκια τους με το ένα της χέρι (ζουλιγμένα μάγουλα, σουφρωμένα χείλη), χτενίζοντάς τα με το άλλο. Τον τρόπο που βοηθούσε τη Ράχελ να φορέσει το βρακάκι της. Αριστερό πόδι, δεξιό πόδι. Όλα αυτά τα έδωσαν στο θηρίο, να τα φάει κι εκείνο ικανοποιήθηκε.
Ήταν η μάνα τους κι ο πατέρας τους μαζί και τούς αγαπούσε Διπλά.
Η πόρτα του κλίβανου έκλεισε. Ούτε ένα δάκρυ.
Ο υπεύθυνος τού κρεματόριου είχε κατέβει στο δρόμο για ένα φλιτζάνι τσάι και γύρισε μετά από είκοσι λεπτά. Τόσο περίμεναν ο Τσάκο και η Ράχελ για το ροζ χαρτάκι τής απόδειξης που θα τούς έδινε αργότερα το δικαίωμα να παραλάβουν τα απομεινάρια τής Άμου. Τις στάχτες της. Όλα κλεισμένα σε ένα μικρό πήλινο βαζάκι. Απόδειξη υπ᾿ αριθμ. Q498673.
Η Ράχελ ρώτησε τον Τσάκο πώς έβρισκε η διεύθυνση τού κρεματόριου τις στάχτες κάθε νεκρού, πώς τις ξεχώριζε από τις στάχτες των άλλων. Ο Τσάκο τής είπε πως θα είχαν κάποιο σύστημα.
Αν ο Έστθα ήταν μαζί τους, θα είχε κρατήσει την απόδειξη. Αυτός ήταν ο Αρχειοφύλακας. Γεννημένος για να φυλάει εισιτήρια λεωφορείου, αποδείξεις τράπεζας, αποκόμματα από βιβλιάρια επιταγών. Μικρός Άντρας. Που ζούσε σ᾿ ένα καράβι παλιό. Ντουμ ντουμ.
Αλλά ο Έστθα δεν ήταν μαζί τους. Αποφάσισαν πως ήταν καλύτερα έτσι. Τού έγραψαν. Η Μαμάτσι είπε πως έπρεπε να τού γράψει κι η Ράχελ. Να τού γράψει τι; Αγαπημένε μου Έστθα, τι κάνεις; Εγώ είμαι καλά. Η Άμου πέθανε χθες.
Η Ράχελ δεν τού έγραψε. Υπάρχουν πράγματα που δε γίνονται δε γίνεται να γράφεις γράμμα σε ένα κομμάτι του εαυτού σου. Στα πόδια σου ή στα μαλλιά σου. Ή στην καρδιά σου.
Στο γραφείο τού Παπάτσι, η Ράχελ (ούτε μεγάλη ούτε μικρή), με σκονισμένα πόδια, σήκωσε τα μάτια της από το Τετράδιο Ασκήσεων Σοφίας και είδε ότι ο Εστθάπεν Ά-γνωστος είχε φύγει.
Κατέβηκε (απ᾿ την καρέκλα, απ᾿ το τραπέζι) και βγήκε στη βεράντα.
Είδε τον Έστθα να βγαίνει από την αυλόπορτα.
Ήταν πρωί κι όπου να ᾿ταν, θα ξανάπιανε η βροχή. Το πράσινο – κάτω από το παράξενο, λαμπερό φως λίγο πριν από την μπόρα– ήταν πιο έντονο.
Ένα κοκόρι λάλησε κάπου μακριά κι η φωνή του χωρίστηκε στα δυο. Σαν σόλα που ξεκολλάει σ᾿ ένα παλιό παπούτσι. Η Ράχελ έμεινε ακίνητη, με το κουρελιασμένο τετράδιο Σοφίας στα χέρια της. Στην μπροστινή βεράντα ενός παλιού σπιτιού, κάτω από το βαλσαμωμένο κεφάλι ενός βίσονα, με μάτια-κουμπιά. Στο σημείο ακριβώς που χρόνια πριν, τη μέρα τού ερχομού τής Σόφι Μολ, είχαν δώσει την παράσταση Καλώς Όρισες στο Σπίτι, Αγαπημένη μας Σόφι Μολ. Τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε μια μέρα.
Η Ράχελ (πάνω σε μια καρέκλα, πάνω σε ένα τραπέζι) ψαχούλευε τα πάνω ράφια μιας βιβλιοθήκης με γυάλινες προθήκες. Τα χνάρια των γυμνών ποδιών της φαίνονταν ολοκάθαρα στο σκονισμένο πάτωμα. Άρχιζαν από την πόρτα, πήγαιναν στο τραπέζι (που το έσυρε κοντά στη βιβλιοθήκη), στην καρέκλα (που την έσυρε ως το τραπέζι κι ύστερα τη σήκωσε και την έβαλε πάνω του). Έψαχνε να βρει κάτι. Η ζωή της είχε πια σχήμα και μέγεθος. Είχε μισοφέγγαρα κάτω από τα μάτια της και μια παρέα καλικαντζαράκια στον ορίζοντά της.
Στο πάνω πάνω ράφι, ο Παπάτσι έβαζε τους τόμους τού Βασιλείου των εντόμων τής Ινδίας. Το δερμάτινο δέσιμο κάθε βιβλίου είχε ξεκολλήσει κι είχε ζαρώσει, σαν μαδημένος ασβέστης. Ασημόψαρα είχαν ανοίξει τρύπες ανάμεσα στις σελίδες τους, περνώντας αυθαίρετα από είδος σε είδος κι από οικογένεια σε οικογένεια, μετατρέποντας σε κίτρινη δαντέλα έναν όγκο συστηματοποιημένων πληροφοριών.
Η Ράχελ ψαχούλεψε πίσω από τα βιβλία και βρήκε κρυμμένα πράγματα.
Ένα λείο κι ένα ακανθώδες κοχύλι.
Ένα ασημένιο σταυρουδάκι περασμένο σε μια αλυσίδα με μαργαριταράκια.
Το σήκωσε στο φως. Κάθε μαργαριτάρι άρπαξε λαίμαργα το μερίδιό του από τις ακτίνες τού ήλιου.
Μια σκιά έκοψε στη μέση το φωτεινό τετράγωνο στη μέση τού δωματίου. Η Ράχελ γύρισε προς την πόρτα κρατώντας ακόμα στα χέρια της την αλυσίδα από φως.
«Φαντάσου. Εδώ είναι ακόμα. Την έκλεψα. Όταν σε Επέστρεψαν».
Αυτή η λέξη βγήκε εύκολα από το στόμα της. Σε Επέστρεψαν. Λες και γι᾿ αυτό γεννιούνται τα δίδυμα. Για να τα δανείζονται οι γονείς τους. Κι ύστερα να τα επιστρέφουν. Σαν τα βιβλία από τις δανειστικές βιβλιοθήκες.
Ο Έστθα δεν την κοίταξε. Το μυαλό του ήταν γεμάτο τρένα. Έκοβε το φως. Μια τρύπα στο Σύμπαν στο σχήμα τού Έστθα.
Πίσω από τα βιβλία, τα σαστισμένα δάχτυλα τής Ράχελ βρήκαν και κάτι άλλο. Φαίνεται πως και μια άλλη κλέφτρα κίσσα είχε σκεφτεί να κρύψει τα λάφυρά της στην ίδια κρυψώνα. Η Ράχελ τράβηξε έξω το εύρημά της και σκούπισε τη σκόνη με το μανίκι της. Ήταν ένα μικρό δεματάκι τυλιγμένο σε διάφανο νάιλον, δεμένο με σελοτέιπ. Ένα μικρό κομματάκι χαρτί, χωμένο μέσα του, έλεγε Εστθάπεν και Ράχελ. Με τα γράμματα τής Άμου.
Όταν το άνοιξε, βρήκε τέσσερα μισοσκισμένα τετράδια.
Στα εξώφυλλα είχαν ετικέτες που έγραφαν "Τετράδιο Ασκήσεων Σοφίας" κι από κάτω είχε χώρο για το Όνομα, το Σχολείο, την Τάξη, το Μάθημα. Δυο απ᾿ αυτά είχαν έξω το όνομά της. Και τα άλλα δυο το όνομα του Έστθα.
Στο πίσω μέρος τού ενός τετραδίου κάποιο παιδικό χέρι είχε γράψει κάτι. Κάθε γράμμα είχε σχηματιστεί με κόπο. Το ακανόνιστο διάστημα ανάμεσα στις λέξεις έδειχνε καθαρά τον αγώνα τού χεριού να ελέγξει το αντάρτικο μολύβι. Το μήνυμα, αντίθετα, ήταν διαυγέστατο: Μισώ Τη Δεσποινίδα Μίτεν και Πιστεύω Ότι Το βρακί Της είναι ΤΡΎΠΙΟ.
Στο μπροστινό μέρος τού τετραδίου ο Έστθα είχε σβήσει με σάλιο το επίθετό του τρυπώντας σχεδόν το χαρτί. Και πάνω ακριβώς από την τρύπα είχε συμπληρώσει με μολύβι
Ά-γνωστος. Εστθάπεν Ά-γνωστος. (Το επίθετό του είχε αναβληθεί Προσωρινά, ώσπου να αποφασίσει η Άμου ποιο από τα δυο θα διάλεγε: το επίθετο τού άντρα της ή το επίθετο τού πατέρα της.) Δίπλα στην Τάξη ήταν γραμμένο: 6 χρονών. Και δίπλα στο Μάθημα: Έκθεση.
Η Ράχελ κάθισε οκλαδόν (πάνω στην καρέκλα πάνω στο τραπέζι).
«Εστθάπεν Ά-γνωστος», είπε. Άνοιξε το τετράδιο και διάβασε με δυνατή φωνή.
«Όταν ο Οδησσέας γύρισε στο σπίτι ο γιος του ήρθε και είπε πατέρα νόμιζα ότι δε θα γυρίσεις ποτέ. Τόσοι πρίγκιπες ήρθαν και ήθελαν να παντρευτούν την Πην Ελόπη αλλά η Πην Ελόπη έλεγε μόνο ο άντρας που περνάει το βέλος του από δώδεκα χαλκάδες μπορεί να με παντρευτεί. κανένας δεν τα κατάφερε. ήρθε τότε ο Οδυσσέας ντυμένος ζητιάνος στο παλάτι και ρώτησε αν τον αφήνουν να δοκιμάσει. όλοι γέλασαν και τον κορόιδεψαν και είπαν αφού δεν μπορούμε εμείς αποκλείεται να μπορέσεις εσύ. ο γιος τού Οδυσσέα τους είπε να πάψουν και τον άφησε να δοκιμάσει κι αυτός πήρε το τόξο και πέρασε το βέλος μέσα κι απ᾿ τους δώδεκα χαλκάδες».
Από κάτω είχε διορθώσεις από προηγούμενη έκθεση.
Το γέλιο κατσάρωσε τις άκρες τής φωνής της. «Πρώτα πρώτα η ασφάλεια», δήλωσε. Η Άμου είχε τραβήξει με κόκκινο μολύβι μια κυματιστή γραμμή μέχρι κάτω στη σελίδα κι είχε γράψει Περιθώρια; Και στο μέλλον καλλιγραφικά γράμματα, παρακαλώ!
Γύρισε σελίδα και κάτι την έπιασε από το λαιμό, ξερίζωσε τη φωνή της, την ταρακούνησε δυνατά και τής την ξανάδωσε χωρίς το γέλιο στις άκρες της. Η επόμενη έκθεση του Έστθα είχε τίτλο Μικρή Άμου.
Με καλλιγραφικά γράμματα. Οι ακρούλες τού Φ και τού Χ έκαναν κύκλους. Η σκιά στο άνοιγμα τής πόρτας στεκόταν ακίνητη.
«Το Σάββατο πήγαμε σε ένα βιβλιοπωλείο στο Κόταγιαμ να αγοράσουμε δώρο για την Άμου γιατί στης 17 Νοεμβρίου έχει τα γενέθλια της. Της πίραμε ένα ημερολόγιο. Το κρίψαμε στο ντουλάπι κι ύστερα νίχτωσε. Ύστερα είπαμε θέλεις να δεις το δώρο σου κι εκείνη είπε ναι θα ήθελα πολύ να το δω. εμείς γράψαμε στο χαρτί Για μια Μικρή Άμου με Πολλή Αγάπη από τον Έστθα και τη Ράχελ και το δώσαμε στην Άμου κι εκείνη είπε τι ωραίο δώρο αυτό ακριβώς ήθελα και μετά κουβεντιάσαμε λιγάκι ακόμα για το ημερολόγιο και μετά τη φιλήσαμε και μετά πήγαμε στα κρεβάτια μας.
Κουβεντιάσαμε λιγάκι μεταξύ μας και κιμηθήκαμε. Είδαμε κι ένα μικρό όνειρο.
Μετά από λίγη ώρα σηκώθηκα και διψούσα πολί και πήγα στο δωμάτιο της Άμου και της είπα διψάω πολύ. η Άμου μου έδωσε νερό κι εγώ γύριζα στο κρεβάτι μου αλλά η Άμου με φώναξε και είπε έλα να κιμηθείς μαζί μου. εγώ έγειρα στην πλάτη της και κουβέντιασα με την Άμου και μετά κιμήθηκα. Μετά από λίγο ξίπνισα πάλι και κουβεντιάσαμε πάλι και μετά κάναμε μια νιχτερινή γιορτή. Φάγαμε πορτοκάλια, καφέ, μπανανάνες. μετά ήρθε και η Ράχελ και φάγαμε άλλες δυο μπανάνες και δώσαμε κι ένα φιλί στην Άμου γιατί ήταν τα γενέθλιά της και μετά τραγουδήσαμε να ζήσεις Άμου. Το πρωί η Άμου μας χάρισε καινούργια ρούχα: η Ράχελ ήταν μαχαρανή κι εγώ Μικρός Νεχρού».
Η Άμου είχε διορθώσει τα ορθογραφικά λάθη κι είχε γράψει κάτω από την έκθεση: Όταν Μιλάω με κάποιον, δεν επιτρέπεται να με διακόπτεις παρά μόνο για πολύ σημαντικό λόγο. Όταν το κάνεις, σε παρακαλώ να λες «Συγγνώμη». Θα σε τιμωρήσω πολύ αυστηρά, αν δε με υπακούσεις. Διόρθωσε, σε παρακαλώ, τα λάθη σου. Η Μικρή Άμου.
Που δε διόρθωσε ποτέ τα δικά της λάθη.
Που αναγκάστηκε να μαζέψει τα πράγματά της και να φύγει. Επειδή δεν είχε locus standi. Επειδή ο Τσάκο είπε ότι είχε προξενήσει ήδη αρκετή καταστροφή.
Που γύρισε πίσω στο Αγιέμενεμ με άσθμα κι ένα ρόγχο στο στήθος που έμοιαζε με αντρική φωνή από πέρα μακριά. Ο Έστθα δεν την είδε ποτέ έτσι. Άγρια. Άρρωστη. Θλιμμένη.
Την τελευταία φορά που γύρισε η Άμου στο Αγιέμενεμ, η Ράχελ μόλις είχε αποβληθεί από το γυμνάσιο τής Μονής Ναζαρέτ (για τη διακόσμηση με σβουνιά και επειδή έπεφτε επίτηδες πάνω στις μεγαλύτερες μαθήτριες). Την Άμου την είχαν απολύσει από την τελευταία της δουλειά —στη ρεσεψιόν ενός φτηνού ξενοδοχείου—, επειδή ήταν άρρωστη κι είχε λείψει πολλές μέρες απ᾿ το πόστο της. Το ξενοδοχείο δεν μπορούσε να την κρατήσει υπ᾿ αυτές τις συνθήκες, τής είπαν. Τούς χρειαζόταν μια υγιέστερη κοπέλα για τη ρεσεψιόν.
Σ᾿ αυτήν την τελευταία της επίσκεψη, η Άμου πέρασε ολόκληρο το πρωινό στο δωμάτιό της με τη Ράχελ. Με ό,τι τής είχε απομείνει από τα ψίχουλα τού μισθού της, είχε αγοράσει μικρά δωράκια για την κόρη της τυλιγμένα σε καφέ χαρτί. Πάνω του είχε κολλήσει χάρτινες χρωματιστές καρδούλες. Ένα κουτί τσιγάρα από σοκολάτα, μια μεταλλική κασετίνα για τα μολύβια της, ένα τεύχος Πολ Μπάνιαν – ένα εικονογραφημένο περιοδικό κόμικς για παιδιά. Ήταν όλα δώρα για παιδί εφτά χρονών – κι η Ράχελ κόντευε τότε τα έντεκα. Λες κι η Άμου πίστευε ότι ο χρόνος θα σταματούσε να τρέχει, φτάνει εκείνη να αρνιόταν να παραδεχτεί το πέρασμά του, φτάνει εκείνη να ήθελε να τον κρατήσει στάσιμο στη ζωή των παιδιών της. Λες κι η δύναμη τής θέλησης ήταν αρκετή για να σταματήσει την παιδική ζωή των παιδιών της, ώσπου να συνέλθει η ίδια και να μπορέσει να τη ζήσει στο πλευρό τους. Τότε θα τα άφηνε να συνεχίσουν από εκεί όπου είχαν σταματήσει. Να ξαναρχίσουν από τα εφτά τους χρόνια. Η Άμου είπε στη Ράχελ ότι είχε αγοράσει ένα περιοδικό και για τον Έστθα. Κι ότι θα τού το φύλαγε ώσπου να βρει άλλη δουλειά, να κερδίσει αρκετά λεφτά και να νοικιάσει ένα δωμάτιο αρκετά μεγάλο και για τούς τρεις τους. Τότε θα πήγαινε στην Καλκούτα και θα έφερνε πίσω τον Έστθα και θα τού έδινε το περιοδικό του. Αυτή η μέρα δε θα αργούσε να έρθει, είπε η Άμου. Μπορεί να συνέβαινε οποιαδήποτε μέρα. Σύντομα το νοίκι δε θα ήταν πια πρόβλημα. Είχε κάνει αίτηση για μια δουλειά στον ΟΗΕ, είπε. Θα πήγαιναν να ζήσουν όλοι μαζί στη Χάγη. Και θα είχαν μια Ολλανδέζα "άγια", γκουβερνάντα, να τούς φροντίζει. Εκτός κι αν αποφάσιζε τελικά να μείνει στην Ινδία, είπε η Άμου. Και να κάνει αυτό που ονειρευόταν πάντα — να ανοίξει ένα σχολείο. Δεν ήταν εύκολο να πάρει την απόφασή της, να διαλέξει ανάμεσα σε μια θέση στον ΟΗΕ και μια καριέρα στην εκπαίδευση – αλλά το γεγονός ότι μπορούσε να διαλέξει, ήταν από μόνο του μεγάλη πολυτέλεια.
Αλλά Προσωρινά, είπε, ώσπου να πάρει την απόφασή της, θα κρατούσε το δώρο τού Έστθα για να τού το δώσει αργότερα.
Όλο εκείνο το πρωί η Άμου δε σταμάτησε να μιλάει. Ρωτούσε ένα σωρό πράγματα τη Ράχελ αλλά δεν την άφηνε να απαντήσει. Όσες φορές προσπάθησε η Ράχελ να πει κάτι, η Άμου την έκοψε: κάτι άλλο είχε σκεφτεί, κάτι άλλο είχε να τη ρωτήσει. Έμοιαζε τρομοκρατημένη στην ιδέα ότι η κόρη της θα μπορούσε να πει κάτι που θα φανέρωνε την πραγματική της ηλικία· κάτι που θα ξεπάγωνε τον Κατεψυγμένο Χρόνο. Ο φόβος την έκανε ομιλητική. Τον συγκρατούσε με τη φλυαρία της.
Ήταν πρησμένη από την κορτιζόνη, μ᾿ ένα πρόσωπο σαν φεγγάρι, κι όχι η λεπτή, λυγερή μητέρα που ήξερε η Ράχελ. Το δέρμα της ήταν τεντωμένο στα φουσκωμένα μάγουλά της, σαν τη γυαλιστερή ουλή που καλύπτει παλιά σημάδια από εμβόλιο. Όταν χαμογελούσε, τα λακκάκια της έμοιαζαν σαν να την πλήγωναν. Τα κατσαρά μαλλιά της είχαν χάσει τη λάμψη τους και κρέμονταν γύρω από το πρησμένο της πρόσωπο σαν θαμπή κουρτίνα. Κουβαλούσε την ανάσα της σε ένα γυάλινο μπουκαλάκι για εισπνοές μέσα στην κουρελιασμένη τσάντα της. Κάθε ανάσα ήταν μια νίκη ενάντια στην ατσάλινη γροθιά που έσφιγγε να αδειάσει τα πνευμόνια της. Η Ράχελ παρακολουθούσε τη μητέρα της να αναπνέει. Σε κάθε εισπνοή οι κοιλότητες πάνω από τα κλειδοκόκαλα βάθαιναν ακόμα περισσότερο και γέμιζαν ίσκιους.
Η Άμου χαμογέλασε στη σιωπή γύρω από το τραπέζι, καθώς έβγαζε τα κόκαλα από το ψητό ψάρι της. Είπε ότι ένιωθε σαν πινακίδα στο δρόμο που την κουτσουλούσαν τα πουλιά. Είχε μια αλλόκοτη, πυρετώδη γυαλάδα στα μάτια της.
Η Μαμάτσι τη ρώτησε μήπως ήταν μεθυσμένη και τής πρότεινε να αραιώσει ακόμα περισσότερο τις επισκέψεις της στη Ράχελ.
Η Άμου σηκώθηκε από το τραπέζι και έφυγε χωρίς να πει λέξη. Ούτε καν αντίο. «Σήκω κι αποχαιρέτησέ την», είπε ο Τσάκο στη Ράχελ.
Η Ράχελ έκανε πως δεν τον άκουσε. Συνέχισε να τρώει το ψάρι της.
Δεν την είδε ποτέ ξανά.
Η Άμου πέθανε σε ένα βρώμικο δωμάτιο στο Άλαπι, στην πανσιόν Μπχάρατ. Είχε πάει να ζητήσει δουλειά, γραμματέας σε κάποιο γραφείο. Πέθανε μόνη. Με ένα φασαριόζικο ανεμιστήρα στο ταβάνι για συντροφιά. Δεν είχε γερμένο στην πλάτη της τον Έστθα, να τη σκεπάσει με τη ζεστασιά τής αγάπης του, να τής κουβεντιάζει. Ήταν τριάντα ενός ετών. Ούτε μεγάλη ούτε μικρή αλλά στην ηλικία που μπορούσε να ζήσει ή να πεθάνει.
Είχε ξυπνήσει μες στη νύχτα για να ξεφύγει από ένα γνώριμο επίμονο όνειρο που ερχόταν και ξαναρχόταν στον ύπνο της: από έναν αστυνομικό που την πλησίαζε ανοιγοκλείνοντας το ψαλίδι του για να της κόψει τα μαλλιά. Έτσι τιμωρούσαν στο Κόταγιαμ τις πόρνες που έπιαναν στο παζάρι – τις σημάδευαν για να καταλαβαίνει αμέσως όλος ο κόσμος τι σόι γυναίκες ήταν. Γουέσια, πόρνες. Για να μη δυσκολεύονται οι καινούργιοι αστυφύλακες τής περιπολίας να εντοπίζουν ποιες μπορούσαν να τρομοκρατούν. Η Άμου πάντα τις πρόσεχε στην αγορά, τις γυναίκες με τα άδεια μάτια και τα κουρεμένα με το ζόρι κεφάλια, στη χώρα όπου τα μακριά, γυαλιστερά μαλλιά ήταν προνόμιο μονάχα των τίμιων και των ηθικών.
Τη νύχτα εκείνη στην πανσιόν, η Άμου ανασηκώθηκε στο ξένο κρεβάτι στο ξένο δωμάτιο στην ξένη πόλη. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πού ήταν. Δεν αναγνώριζε τίποτα γύρω της. Μόνο ο φόβος της, τής ήταν γνώριμος. Ο ρόγχος στο στήθος της άρχισε να λαχανιάζει, σαν αντρική φωνή από μακριά. Αυτήν τη φορά η ατσάλινη γροθιά δε χαλάρωσε το σφίξιμο. Σκιές μαζεύτηκαν σαν νυχτερίδες στις βαθιές κόχες κάτω απ᾿ τα κλειδοκόκαλα.
Τη βρήκε η καθαρίστρια το πρωί. Έκλεισε τον ανεμιστήρα. Είχε μια μεγάλη, σκούρα μελανιά κάτω από το ένα της μάτι, πρησμένη σαν φουσκάλα. Λες και το μάτι της είχε προσπαθήσει να κάνει αυτό που τα πνευμόνια της δεν μπορούσαν. Κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα ο βραχνός άντρας που ζούσε μακριά, βαθιά μέσα στο στήθος της, σταμάτησε να φωνάζει. Μια διμοιρία μυρμήγκια κουβαλούσαν αργά αργά μια ψόφια κατσαρίδα έξω από την πόρτα, δείχνοντας τη μοίρα που περίμενε τούς νεκρούς.
Η εκκλησία αρνήθηκε να θάψει την Άμου. Για πολλούς λόγους. Κι έτσι ο Τσάκο νοίκιασε ένα φορτηγό για να μεταφέρει το πτώμα στο ηλεκτρικό κρεματόριο. Την είχε τυλίξει σε ένα βρώμικο σεντόνι και την είχε ξαπλώσει πάνω σε ένα στενό φορείο. Τής Ράχελ τής θύμισε Ρωμαίο συγκλητικό. Et tu (και συ), Άμου! σκέφτηκε και χαμογέλασε, αναθυμούμεvn τον Έστθα.
Ήταν παράξενο να περνάς με το αυτοκίνητο πολυσύχναστους δρόμους, γεμάτους κίνηση, με ένα νεκρό Ρωμαίο συγκλητικό στην καρότσα τού φορτηγού, πίσω σου. Ο γαλανός ουρανός έμοιαζε πιο γαλανός. Έξω από τα παράθυρα, άνθρωποι, σαν χάρτινες μαριονέτες, συνέχιζαν τις χάρτινες ζωές τους. Η πραγματική ζωή βρισκόταν μέσα στο φορτηγό. Εκεί όπου βρισκόταν κι ο πραγματικός θάνατος. Μέσα στο κεφάλι της Ράχελ χόρευε μια δυνατή βουή κι όλη την υπόλοιπη μέρα ο Τσάκο ήταν αναγκασμένος να φωνάζει δυνατά όταν ήθελε να της πει κάτι. Στο κρεματόριο τούς περίμενε η άθλια, κουρασμένη ατμόσφαιρα των σιδηροδρομικών σταθμών, μόνο που δεν είχε κόσμο. Ούτε τρένα ούτε ανθρώπους. Κανέναν εκτός από ζητιάνους, άστεγους και ανώνυμους που έφερνε η αστυνομία για να καούν εδώ. Ανθρώπους που είχαν πεθάνει χωρίς κανένα να γείρει στη ράχη τους και να τούς κουβεντιάζει. Όταν ήρθε η σειρά τής Άμου, ο Τσάκο κράτησε σφιχτά το χέρι τής Ράχελ. Δεν ήθελε να τής κρατάει το χέρι. Εκμεταλλεύτηκε την ιδρωμένη ζέστη τού κρεματόριου για να γλιστρήσει το χέρι της έξω από το δικό του. Κανένας άλλος από την οικογένεια δεν είχε έρθει.
Η ατσάλινη πόρτα τού κλίβανου άνοιξε και το υπόκωφο τρίξιμο τής αιώνιας φωτιάς μεταμορφώθηκε σε κόκκινο μουγκρητό. Η κάψα όρμησε πάνω τους σαν πεινασμένο αγρίμι. Ύστερα τού έδωσαν τη μητέρα τής Ράχελ για να χορτάσει. Τού έδωσαν τα μαλλιά της, το δέρμα της, το χαμόγελό της. Τη φωνή της. Τον τρόπο που χρησιμοποιούσε τον Κίπλινγκ για να δείξει την αγάπη της στα παιδιά της πριν τα βάλει για ύπνο τα βράδια: (Έχουμε το ίδιο αίμα, εσύ κι εγώ). Τού έδωσαν τα φιλιά τής καληνύχτας της. Τον τρόπο που κρατούσε τα προσωπάκια τους με το ένα της χέρι (ζουλιγμένα μάγουλα, σουφρωμένα χείλη), χτενίζοντάς τα με το άλλο. Τον τρόπο που βοηθούσε τη Ράχελ να φορέσει το βρακάκι της. Αριστερό πόδι, δεξιό πόδι. Όλα αυτά τα έδωσαν στο θηρίο, να τα φάει κι εκείνο ικανοποιήθηκε.
Ήταν η μάνα τους κι ο πατέρας τους μαζί και τούς αγαπούσε Διπλά.
Η πόρτα του κλίβανου έκλεισε. Ούτε ένα δάκρυ.
Ο υπεύθυνος τού κρεματόριου είχε κατέβει στο δρόμο για ένα φλιτζάνι τσάι και γύρισε μετά από είκοσι λεπτά. Τόσο περίμεναν ο Τσάκο και η Ράχελ για το ροζ χαρτάκι τής απόδειξης που θα τούς έδινε αργότερα το δικαίωμα να παραλάβουν τα απομεινάρια τής Άμου. Τις στάχτες της. Όλα κλεισμένα σε ένα μικρό πήλινο βαζάκι. Απόδειξη υπ᾿ αριθμ. Q498673.
Η Ράχελ ρώτησε τον Τσάκο πώς έβρισκε η διεύθυνση τού κρεματόριου τις στάχτες κάθε νεκρού, πώς τις ξεχώριζε από τις στάχτες των άλλων. Ο Τσάκο τής είπε πως θα είχαν κάποιο σύστημα.
Αν ο Έστθα ήταν μαζί τους, θα είχε κρατήσει την απόδειξη. Αυτός ήταν ο Αρχειοφύλακας. Γεννημένος για να φυλάει εισιτήρια λεωφορείου, αποδείξεις τράπεζας, αποκόμματα από βιβλιάρια επιταγών. Μικρός Άντρας. Που ζούσε σ᾿ ένα καράβι παλιό. Ντουμ ντουμ.
Αλλά ο Έστθα δεν ήταν μαζί τους. Αποφάσισαν πως ήταν καλύτερα έτσι. Τού έγραψαν. Η Μαμάτσι είπε πως έπρεπε να τού γράψει κι η Ράχελ. Να τού γράψει τι; Αγαπημένε μου Έστθα, τι κάνεις; Εγώ είμαι καλά. Η Άμου πέθανε χθες.
Η Ράχελ δεν τού έγραψε. Υπάρχουν πράγματα που δε γίνονται δε γίνεται να γράφεις γράμμα σε ένα κομμάτι του εαυτού σου. Στα πόδια σου ή στα μαλλιά σου. Ή στην καρδιά σου.
Στο γραφείο τού Παπάτσι, η Ράχελ (ούτε μεγάλη ούτε μικρή), με σκονισμένα πόδια, σήκωσε τα μάτια της από το Τετράδιο Ασκήσεων Σοφίας και είδε ότι ο Εστθάπεν Ά-γνωστος είχε φύγει.
Κατέβηκε (απ᾿ την καρέκλα, απ᾿ το τραπέζι) και βγήκε στη βεράντα.
Είδε τον Έστθα να βγαίνει από την αυλόπορτα.
Ήταν πρωί κι όπου να ᾿ταν, θα ξανάπιανε η βροχή. Το πράσινο – κάτω από το παράξενο, λαμπερό φως λίγο πριν από την μπόρα– ήταν πιο έντονο.
Ένα κοκόρι λάλησε κάπου μακριά κι η φωνή του χωρίστηκε στα δυο. Σαν σόλα που ξεκολλάει σ᾿ ένα παλιό παπούτσι. Η Ράχελ έμεινε ακίνητη, με το κουρελιασμένο τετράδιο Σοφίας στα χέρια της. Στην μπροστινή βεράντα ενός παλιού σπιτιού, κάτω από το βαλσαμωμένο κεφάλι ενός βίσονα, με μάτια-κουμπιά. Στο σημείο ακριβώς που χρόνια πριν, τη μέρα τού ερχομού τής Σόφι Μολ, είχαν δώσει την παράσταση Καλώς Όρισες στο Σπίτι, Αγαπημένη μας Σόφι Μολ. Τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε μια μέρα.
5. Εσείς ήσαστε παιδιά. Δεν είχατε κανέναν έλεγχο.
Το δροσερό πράσινο τής μέρας είχε στραγγίξει από τα δέντρα. Σκοτεινά φοινικόκλαδα τεντώνονταν σαν κρεμασμένα χτένια κόντρα στον ουρανό των μουσώνων. Ο ήλιος είχε χρώμα πορτοκαλί και γλιστρούσε αργά πίσω από τα λυγισμένα, μυτερά τους δόντια.
Ένα σμήνος φρουτοφάγων νυχτερίδων έσκισε το μισόφωτο. Στον παραμελημένο κήπο τής Μπέμπας Κοτσάμα, η Ράχελ, κάτω από το βλέμμα των νυσταγμένων νάνων και τού μοναχικού χερουβείμ, κάθισε δίπλα στο σιντριβάνι και παρακολούθησε τα βατράχια που πηδούσαν από τη μια βρώμικη πέτρα στην άλλη. Ωραία Κακάσχημα Βατράχια. Γυαλιστερά. Πιτσιλωτά. Φασαριόζικα.
Με αφίλητους πρίγκιπες παγιδευμένους μέσα τους, βασανισμένους από τούς ανεκπλήρωτους πόθους τους. Τροφή για τα φίδια που παραμόνευαν χωμένα στο ψηλό χορτάρι τού Ιουνίου. Για τα φίδια που σφύριζαν. Που ορμούσαν ξαφνικά. Και δεν άφηναν ούτε ένα βάτραχο να χοροπηδάει από τη μια βρώμικη πέτρα στην άλλη. Ούτε έναν πρίγκιπα για φίλημα.
Ήταν η πρώτη νύχτα αφότου είχε έρθει που δεν έβρεχε.
Αν ήμουν στην Ουάσιγκτον, σκέφτηκε η Ράχελ, τώρα θα ξεκινούσα για τη δουλειά μου. Τέτοια ώρα. Με το λεωφορείο. Τα φώτα στο δρόμο. Οι εξατμίσεις των αυτοκινήτων. Οι αχνιστές ανάσες των ανθρώπων πάνω στο αλεξίσφαιρο γυαλί τής καμπίνας μου. Το κροτάλισμα των νομισμάτων που σπρώχνουν προς το μέρος μου πάνω στο γκισέ. Η μυρωδιά τού χρήματος στα δάχτυλά μου. Ο μεθυσμένος με τα νηφάλια μάτια που φτάνει πάντα στην ώρα του, στις δέκα ακριβώς κάθε βράδυ: «Ε! Παλιοβρώμα! Μαύρη πουτάνα! Πάρε μου ένα τσιμπούκι!»
Είχε δικά της εφτακόσια δολάρια. Κι ένα χρυσό βραχιόλι με φιδίσια κεφάλια. Αλλά η Μπέμπα Κοτσάμα την είχε ρωτήσει κιόλας πόσο καιρό είχε σκοπό να μείνει. Και τι σχεδίαζε να κάνει με τον Έστθα.
Δεν είχε κανένα σχέδιο.
Δεν είχε locus standi.
Κοίταξε ξανά πάνω από τη στέγη τού σπιτιού, την "τρύπα" που είχε ανοίξει στο στερέωμα η Μπέμπα Κοτσάμα: ψηλόλιγνη, σαν πιρούνι, μ᾿ ένα ασημένιο πιάτο στερεωμένο στα κλαδιά της. Πώς θα ήταν τάχα αν ζούσε εκεί πάνω; Η τρύπα έδειχνε αρκετά μεγάλη, ικανή να χωρέσει αρκετά άτομα. Κι ήταν ασφαλώς μεγαλύτερη από τα σπίτια πολλών ανθρώπων. Μεγαλύτερη, ας πούμε, από το στενό δωματιάκι τής Κότσου Μάρια.
Αν κοιμόνταν εκεί, αυτή κι ο Έστθα, κουβαριασμένοι, αγκαλιασμένοι σαν έμβρυα στο εσωτερικό μιας μεταλλικής κοιλιάς, τι θα έκαναν ο Χαλκ Χόγκαν* κι ο Μπαμ Μπαμ Μπίγκελοου; Αν έβρισκαν πιασμένο από άλλους το δορυφορικό τους πιάτο, πού θα πήγαιναν; Θα τρύπωναν άραγε από την καμινάδα μες στη ζωή τής Μπέμπας Κοτσάμα και την τηλεοπτική συσκευή της; Θα προσγειώνονταν τάχα με μια δυνατή κραυγή Χίιαα! πάνω στην παλιά θερμάστρα, επιδεικνύοντας όλο καμάρι τα μυώδη μπράτσα τους και τις κολλητές φορεσιές τους; Και οι Αδύνατοι Άνθρωποι —τα θύματα των λιμών και οι πρόσφυγες —θα γλιστρούσαν μέσα απ᾿ τις χαραμάδες στις πόρτες και τα παράθυρα; Θα σέρνονταν οι Γενοκτονίες πάνω στα κεραμίδια τής στέγης;
Ο ουρανός ήταν γεμάτος τηλεόραση. Αν φορούσες ειδικά γυαλιά, μπορούσες να τη διακρίνεις ανάμεσα στις νυχτερίδες και τα πουλιά που βιάζονταν να κουρνιάσουν στις φωλιές τους — ξανθιές, πόλεμοι, λιμοί, ποδοσφαιρικοί αγώνες, διαφημίσεις τροφίμων, πραξικοπήματα, χτενίσματα σκληρά από τη λακ. Στριμώχνονταν στον ουρανό πάνω από το Αγιέμενεμ, σαν αλεξιπτωτιστές. Που κρατιόνταν από το χέρι κι έφτιαχναν με τα κορμιά τους σχήματα στον ουρανό. Τροχούς. Ανεμόμυλους. Λουλούδια που άνοιγαν κι έκλειναν τα πέταλά τους.
Είχε περάσει μια εβδομάδα περίπου από τον ερχομό τής Σόφι Μολ. Και μια εβδομάδα πριν από το θάνατό της. Κι ως τότε είχε κάνει ήδη ένα σωρό πράγματα, χωρίς να διστάσει, ανατρέποντας τις προσδοκίες των διδύμων, γκρεμίζοντας αρκετές από τις ακλόνητες πεποιθήσεις τους.
Είχε:
α) πληροφορήσει τον Τσάκο πως, παρά το γεγονός ότι αυτός ήταν ο Φυσικός της Πατέρας, εκείνη τον αγαπούσε λιγότερο από τον Τζo — (αφήνοντάς τον έτσι διαθέσιμο αν και όχι ιδιαίτερα πρόθυμο – για το ρόλο τού υποκατάστατου τού πατέρα των διζυγωτικών προσώπων, τα οποία λαχταρούσαν τη στοργή του).
β) απορρίψει την προσφορά τής Μαμάτσι να αντικαταστήσει τον Έστθα και τη Ράχελ και να αναλάβει να χτενίζει εκείνη κάθε βράδυ την ποντικοουρά των μαλλιών τής γιαγιάς της και να μετράει τις ελιές της.
γ) (και Κυριότερο) – καταλάβει με εκπληκτική οξυδέρκεια τον πραγματικό χαρακτήρα τής Μπέμπας Κοτσάμα κι είχε αποκρούσει, όχι αποκρούσει απλώς, αλλά απότομα και κατηγορηματικά, όλες τις προσπάθειες προσέγγισης από μέρους της.
Σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, προχώρησε ακόμα περισσότερο και έδειξε πως ήταν άνθρωπος. Μια μέρα τα δίδυμα επέστρεφαν από την κρυφή βόλτα τους στο ποτάμι (εξόρμηση στην οποία δεν είχαν συμπεριλάβει τη Σόφι Μολ) και βρήκαν την ξαδέρφη τους στον κήπο να κλαίει με αναφιλητά, στο πιο ψηλό σημείο τού Περιβολιού με τα Βότανα τής Μπέμπας Κοτσάμα. «Επειδή ήμουν ολομόναxn», όπως τούς εξήγησε. Την επόμενη μέρα ο Έστθα και η Ράχελ την πήραν μαζί τους όταν πήγαν να δουν τον Βελούτθα.
Πήγαν φορώντας σάρι, πλατσουρίζοντας αδέξια μέσα στην κόκκινη λάσπη και τα ψηλά χόρτα
Ο Βελούτθα συστήθηκε και σύστησε και τον ανάπηρο αδερφό Κούταπεν (μολονότι κοιμόταν βαθιά). Χαιρέτησε με μεγάλη ευγένεια τις τρεις κυρίες. Τις φώναζε και τις τρεις Κοτσάμα, με σεβασμό. Και τις κέρασε φρέσκο γάλα από καρύδα για να δροσιστούν. Φλυάρησε μαζί τους για τον καιρό. Για το ποτάμι. Για το γεγονός ότι κατά τη γνώμη του οι φοινικιές κόνταιναν κάθε χρόνο. Όπως και οι γυναίκες τού Αγιέμενεμ. Τούς σύστησε τη μουτρωμένη κότα του. Τούς έδειξε τα εργαλεία του και σκάλισε από ένα ξύλινο κουταλάκι για την καθεμιά τους.
Και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, η Ράχελ με την όψιμη γνώση τού ενηλίκου, συνειδητοποίησε την τρυφερότητα αυτής τής χειρονομίας. Ένας μεγάλος άντρας που καλωσόρισε στην καλύβα του τρία ρακούν και τούς φέρθηκε σαν να ήταν πραγματικές κυρίες. Παίρνοντας ενστικτωδώς μέρος στη συνωμοσία τής φαντασίας τους, προσέχοντας να μην τούς χαλάσει το παιχνίδι με καμιά από τις απροσεξίες των μεγάλων. Ή τη φροντίδα τους.
Σε τελική ανάλυση είναι πολύ εύκολο να καταστρέψεις μια ιστορία. Να σπάσεις μια αλυσίδα σκέψεων. Να γκρεμίσεις το κομμάτι ενός ονείρου που κάποιος μεταφέρει με μεγάλη προσοχή σαν να ήταν από πορσελάνη. Να το φυλάξεις, να ταξιδέψεις μαζί του, όπως έκανε ο Βελούτθα, αυτό είναι το πιο δύσκολο.
Τρεις μέρες πριν από τον Τρόμο, τούς είχε αφήσει να τού βάψουν τα νύχια με κόκκινο βερνίκι που είχε πετάξει η Άμου στα σκουπίδια. Έτσι ήταν την ημέρα που τούς επισκέφθηκε η Ιστορία στην πίσω βεράντα. Ένας μαραγκός με βαμμένα νύχια. Οι Καθαροί αστυνομικοί είχαν δει τα νύχια του κι είχαν βάλει τα γέλια.
«Τι είναι τούτο πάλι;» ρώτησε κάποιος. «Είσαι και τοιούτος;»
Η τελευταία λουρίδα φωτός γλίστρησε από τον ώμο τού χερουβείμ. Το σούρουπο κατάπιε τον κήπο. Ολόκληρο. Σαν πύθωνας. Στο σπίτι άναψαν φώτα.
Η Ράχελ είδε τον Έστθα στο δωμάτιό του, καθισμένο στο κρεβάτι του. Κοίταζε έξω από το καγκελόφραχτο παράθυρο. Κοίταζε το σκοτάδι. Δεν μπορούσε να τη δει εκεί όπου καθόταν στο σκοτάδι και κοίταζε μέσα το φως.
Δυο ηθοποιοί, παγιδευμένοι σε ένα έργο δυσνόητο· και δεν είχαν ιδέα για την πλοκή. Τραυλίζοντας λένε τα λόγια τους, τρεκλίζοντας κάνουν τις κινήσεις τους. Και νταντεύουν ξένα βάσανα. Θλίβονται ξένες θλίψεις.
Να αλλάξουν έργο, δεν μπορούν. Όπως δεν μπορούν και να αγοράσουν κανένα φτηνό ξόρκι: να μπουν στο γραφείο κάποιου συμβούλου με παράξενους τίτλους, που θα τούς κάθιζε απέναντί του και θα τούς έλεγε με έναν από τούς πολλούς τρόπους του «Δεν είστε εσείς οι Ένοχοι. Άλλοι είναι οι Ένοχοι που σάς αδίκησαν. Εσείς ήσαστε παιδιά. Δεν είχατε κανέναν έλεγχο. Είστε τα θύματα κι όχι οι δράστες».
Αν είχαν καταφέρει να κάνουν αυτό το βήμα, θα τούς είχε βοηθήσει. Αν είχαν μπορέσει, έστω για λίγο, να ρίξουν στους ώμους τους τον τραγικό μανδύα τού θύματος. Τότε θα ήταν σε θέση να τού βάλουν από πάνω κι ένα πρόσωπο και να επικαλεστούν οργή για όσα συνέβησαν. Ή να επιχειρήσουν την επανόρθωση. Και τέλος, ίσως να εξόρκιζαν τις μνήμες που στοίχειωναν τη σκέψη τους.
Δεν είχαν που να ακουμπήσουν αυτό το "Άλλο Πράγμα¨ που κρατούσαν στα βρώμικα Άλλα Χέρια τους, σαν φανταστικό πορτοκάλι. Δεν είχαν να το ακουμπήσουν πουθενά. Δεν ήταν δικό τους για να το δώσουν. Έπρεπε να το κρατήσουν. Προσεχτικά και για πάντα.
Ο Εστθάπεν και η Ράχελ ήξεραν κι οι δυο ότι την ημέρα εκείνη οι δράστες ήταν αρκετοί (πέρα από τούς ίδιους). Το θύμα όμως ήταν μόνο ένα. Και είχε νύχια βαμμένα κατακόκκινα κι ένα καφετί φυλλαράκι στη ράχη του που έφερνε τούς μουσώνες στην ώρα τους. Άφησε πίσω του μια τρύπα στο Σύμπαν, από την οποία άρχισε να στάζει το σκοτάδι σαν ρευστή πίσσα. Μια τρύπα από την οποία τον ακολούθησε η μάνα τους, χωρίς να γυρίσει καν να τούς γνέψει αντίο. Τούς άφησε κι έφυγε, στροβιλιζόμενη στο σκοτάδι, χωρίς αγκυροβόλια, σε έναν τόπο χωρίς θεμέλια.
Είναι αλήθεια. Τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε μια μέρα.
Ένα σμήνος φρουτοφάγων νυχτερίδων έσκισε το μισόφωτο. Στον παραμελημένο κήπο τής Μπέμπας Κοτσάμα, η Ράχελ, κάτω από το βλέμμα των νυσταγμένων νάνων και τού μοναχικού χερουβείμ, κάθισε δίπλα στο σιντριβάνι και παρακολούθησε τα βατράχια που πηδούσαν από τη μια βρώμικη πέτρα στην άλλη. Ωραία Κακάσχημα Βατράχια. Γυαλιστερά. Πιτσιλωτά. Φασαριόζικα.
Με αφίλητους πρίγκιπες παγιδευμένους μέσα τους, βασανισμένους από τούς ανεκπλήρωτους πόθους τους. Τροφή για τα φίδια που παραμόνευαν χωμένα στο ψηλό χορτάρι τού Ιουνίου. Για τα φίδια που σφύριζαν. Που ορμούσαν ξαφνικά. Και δεν άφηναν ούτε ένα βάτραχο να χοροπηδάει από τη μια βρώμικη πέτρα στην άλλη. Ούτε έναν πρίγκιπα για φίλημα.
Ήταν η πρώτη νύχτα αφότου είχε έρθει που δεν έβρεχε.
Αν ήμουν στην Ουάσιγκτον, σκέφτηκε η Ράχελ, τώρα θα ξεκινούσα για τη δουλειά μου. Τέτοια ώρα. Με το λεωφορείο. Τα φώτα στο δρόμο. Οι εξατμίσεις των αυτοκινήτων. Οι αχνιστές ανάσες των ανθρώπων πάνω στο αλεξίσφαιρο γυαλί τής καμπίνας μου. Το κροτάλισμα των νομισμάτων που σπρώχνουν προς το μέρος μου πάνω στο γκισέ. Η μυρωδιά τού χρήματος στα δάχτυλά μου. Ο μεθυσμένος με τα νηφάλια μάτια που φτάνει πάντα στην ώρα του, στις δέκα ακριβώς κάθε βράδυ: «Ε! Παλιοβρώμα! Μαύρη πουτάνα! Πάρε μου ένα τσιμπούκι!»
Είχε δικά της εφτακόσια δολάρια. Κι ένα χρυσό βραχιόλι με φιδίσια κεφάλια. Αλλά η Μπέμπα Κοτσάμα την είχε ρωτήσει κιόλας πόσο καιρό είχε σκοπό να μείνει. Και τι σχεδίαζε να κάνει με τον Έστθα.
Δεν είχε κανένα σχέδιο.
Δεν είχε locus standi.
Κοίταξε ξανά πάνω από τη στέγη τού σπιτιού, την "τρύπα" που είχε ανοίξει στο στερέωμα η Μπέμπα Κοτσάμα: ψηλόλιγνη, σαν πιρούνι, μ᾿ ένα ασημένιο πιάτο στερεωμένο στα κλαδιά της. Πώς θα ήταν τάχα αν ζούσε εκεί πάνω; Η τρύπα έδειχνε αρκετά μεγάλη, ικανή να χωρέσει αρκετά άτομα. Κι ήταν ασφαλώς μεγαλύτερη από τα σπίτια πολλών ανθρώπων. Μεγαλύτερη, ας πούμε, από το στενό δωματιάκι τής Κότσου Μάρια.
Αν κοιμόνταν εκεί, αυτή κι ο Έστθα, κουβαριασμένοι, αγκαλιασμένοι σαν έμβρυα στο εσωτερικό μιας μεταλλικής κοιλιάς, τι θα έκαναν ο Χαλκ Χόγκαν* κι ο Μπαμ Μπαμ Μπίγκελοου; Αν έβρισκαν πιασμένο από άλλους το δορυφορικό τους πιάτο, πού θα πήγαιναν; Θα τρύπωναν άραγε από την καμινάδα μες στη ζωή τής Μπέμπας Κοτσάμα και την τηλεοπτική συσκευή της; Θα προσγειώνονταν τάχα με μια δυνατή κραυγή Χίιαα! πάνω στην παλιά θερμάστρα, επιδεικνύοντας όλο καμάρι τα μυώδη μπράτσα τους και τις κολλητές φορεσιές τους; Και οι Αδύνατοι Άνθρωποι —τα θύματα των λιμών και οι πρόσφυγες —θα γλιστρούσαν μέσα απ᾿ τις χαραμάδες στις πόρτες και τα παράθυρα; Θα σέρνονταν οι Γενοκτονίες πάνω στα κεραμίδια τής στέγης;
Ο ουρανός ήταν γεμάτος τηλεόραση. Αν φορούσες ειδικά γυαλιά, μπορούσες να τη διακρίνεις ανάμεσα στις νυχτερίδες και τα πουλιά που βιάζονταν να κουρνιάσουν στις φωλιές τους — ξανθιές, πόλεμοι, λιμοί, ποδοσφαιρικοί αγώνες, διαφημίσεις τροφίμων, πραξικοπήματα, χτενίσματα σκληρά από τη λακ. Στριμώχνονταν στον ουρανό πάνω από το Αγιέμενεμ, σαν αλεξιπτωτιστές. Που κρατιόνταν από το χέρι κι έφτιαχναν με τα κορμιά τους σχήματα στον ουρανό. Τροχούς. Ανεμόμυλους. Λουλούδια που άνοιγαν κι έκλειναν τα πέταλά τους.
Είχε περάσει μια εβδομάδα περίπου από τον ερχομό τής Σόφι Μολ. Και μια εβδομάδα πριν από το θάνατό της. Κι ως τότε είχε κάνει ήδη ένα σωρό πράγματα, χωρίς να διστάσει, ανατρέποντας τις προσδοκίες των διδύμων, γκρεμίζοντας αρκετές από τις ακλόνητες πεποιθήσεις τους.
Είχε:
α) πληροφορήσει τον Τσάκο πως, παρά το γεγονός ότι αυτός ήταν ο Φυσικός της Πατέρας, εκείνη τον αγαπούσε λιγότερο από τον Τζo — (αφήνοντάς τον έτσι διαθέσιμο αν και όχι ιδιαίτερα πρόθυμο – για το ρόλο τού υποκατάστατου τού πατέρα των διζυγωτικών προσώπων, τα οποία λαχταρούσαν τη στοργή του).
β) απορρίψει την προσφορά τής Μαμάτσι να αντικαταστήσει τον Έστθα και τη Ράχελ και να αναλάβει να χτενίζει εκείνη κάθε βράδυ την ποντικοουρά των μαλλιών τής γιαγιάς της και να μετράει τις ελιές της.
γ) (και Κυριότερο) – καταλάβει με εκπληκτική οξυδέρκεια τον πραγματικό χαρακτήρα τής Μπέμπας Κοτσάμα κι είχε αποκρούσει, όχι αποκρούσει απλώς, αλλά απότομα και κατηγορηματικά, όλες τις προσπάθειες προσέγγισης από μέρους της.
Σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, προχώρησε ακόμα περισσότερο και έδειξε πως ήταν άνθρωπος. Μια μέρα τα δίδυμα επέστρεφαν από την κρυφή βόλτα τους στο ποτάμι (εξόρμηση στην οποία δεν είχαν συμπεριλάβει τη Σόφι Μολ) και βρήκαν την ξαδέρφη τους στον κήπο να κλαίει με αναφιλητά, στο πιο ψηλό σημείο τού Περιβολιού με τα Βότανα τής Μπέμπας Κοτσάμα. «Επειδή ήμουν ολομόναxn», όπως τούς εξήγησε. Την επόμενη μέρα ο Έστθα και η Ράχελ την πήραν μαζί τους όταν πήγαν να δουν τον Βελούτθα.
Πήγαν φορώντας σάρι, πλατσουρίζοντας αδέξια μέσα στην κόκκινη λάσπη και τα ψηλά χόρτα
Ο Βελούτθα συστήθηκε και σύστησε και τον ανάπηρο αδερφό Κούταπεν (μολονότι κοιμόταν βαθιά). Χαιρέτησε με μεγάλη ευγένεια τις τρεις κυρίες. Τις φώναζε και τις τρεις Κοτσάμα, με σεβασμό. Και τις κέρασε φρέσκο γάλα από καρύδα για να δροσιστούν. Φλυάρησε μαζί τους για τον καιρό. Για το ποτάμι. Για το γεγονός ότι κατά τη γνώμη του οι φοινικιές κόνταιναν κάθε χρόνο. Όπως και οι γυναίκες τού Αγιέμενεμ. Τούς σύστησε τη μουτρωμένη κότα του. Τούς έδειξε τα εργαλεία του και σκάλισε από ένα ξύλινο κουταλάκι για την καθεμιά τους.
Και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, η Ράχελ με την όψιμη γνώση τού ενηλίκου, συνειδητοποίησε την τρυφερότητα αυτής τής χειρονομίας. Ένας μεγάλος άντρας που καλωσόρισε στην καλύβα του τρία ρακούν και τούς φέρθηκε σαν να ήταν πραγματικές κυρίες. Παίρνοντας ενστικτωδώς μέρος στη συνωμοσία τής φαντασίας τους, προσέχοντας να μην τούς χαλάσει το παιχνίδι με καμιά από τις απροσεξίες των μεγάλων. Ή τη φροντίδα τους.
Σε τελική ανάλυση είναι πολύ εύκολο να καταστρέψεις μια ιστορία. Να σπάσεις μια αλυσίδα σκέψεων. Να γκρεμίσεις το κομμάτι ενός ονείρου που κάποιος μεταφέρει με μεγάλη προσοχή σαν να ήταν από πορσελάνη. Να το φυλάξεις, να ταξιδέψεις μαζί του, όπως έκανε ο Βελούτθα, αυτό είναι το πιο δύσκολο.
Τρεις μέρες πριν από τον Τρόμο, τούς είχε αφήσει να τού βάψουν τα νύχια με κόκκινο βερνίκι που είχε πετάξει η Άμου στα σκουπίδια. Έτσι ήταν την ημέρα που τούς επισκέφθηκε η Ιστορία στην πίσω βεράντα. Ένας μαραγκός με βαμμένα νύχια. Οι Καθαροί αστυνομικοί είχαν δει τα νύχια του κι είχαν βάλει τα γέλια.
«Τι είναι τούτο πάλι;» ρώτησε κάποιος. «Είσαι και τοιούτος;»
Η τελευταία λουρίδα φωτός γλίστρησε από τον ώμο τού χερουβείμ. Το σούρουπο κατάπιε τον κήπο. Ολόκληρο. Σαν πύθωνας. Στο σπίτι άναψαν φώτα.
Η Ράχελ είδε τον Έστθα στο δωμάτιό του, καθισμένο στο κρεβάτι του. Κοίταζε έξω από το καγκελόφραχτο παράθυρο. Κοίταζε το σκοτάδι. Δεν μπορούσε να τη δει εκεί όπου καθόταν στο σκοτάδι και κοίταζε μέσα το φως.
Δυο ηθοποιοί, παγιδευμένοι σε ένα έργο δυσνόητο· και δεν είχαν ιδέα για την πλοκή. Τραυλίζοντας λένε τα λόγια τους, τρεκλίζοντας κάνουν τις κινήσεις τους. Και νταντεύουν ξένα βάσανα. Θλίβονται ξένες θλίψεις.
Να αλλάξουν έργο, δεν μπορούν. Όπως δεν μπορούν και να αγοράσουν κανένα φτηνό ξόρκι: να μπουν στο γραφείο κάποιου συμβούλου με παράξενους τίτλους, που θα τούς κάθιζε απέναντί του και θα τούς έλεγε με έναν από τούς πολλούς τρόπους του «Δεν είστε εσείς οι Ένοχοι. Άλλοι είναι οι Ένοχοι που σάς αδίκησαν. Εσείς ήσαστε παιδιά. Δεν είχατε κανέναν έλεγχο. Είστε τα θύματα κι όχι οι δράστες».
Αν είχαν καταφέρει να κάνουν αυτό το βήμα, θα τούς είχε βοηθήσει. Αν είχαν μπορέσει, έστω για λίγο, να ρίξουν στους ώμους τους τον τραγικό μανδύα τού θύματος. Τότε θα ήταν σε θέση να τού βάλουν από πάνω κι ένα πρόσωπο και να επικαλεστούν οργή για όσα συνέβησαν. Ή να επιχειρήσουν την επανόρθωση. Και τέλος, ίσως να εξόρκιζαν τις μνήμες που στοίχειωναν τη σκέψη τους.
Δεν είχαν που να ακουμπήσουν αυτό το "Άλλο Πράγμα¨ που κρατούσαν στα βρώμικα Άλλα Χέρια τους, σαν φανταστικό πορτοκάλι. Δεν είχαν να το ακουμπήσουν πουθενά. Δεν ήταν δικό τους για να το δώσουν. Έπρεπε να το κρατήσουν. Προσεχτικά και για πάντα.
Ο Εστθάπεν και η Ράχελ ήξεραν κι οι δυο ότι την ημέρα εκείνη οι δράστες ήταν αρκετοί (πέρα από τούς ίδιους). Το θύμα όμως ήταν μόνο ένα. Και είχε νύχια βαμμένα κατακόκκινα κι ένα καφετί φυλλαράκι στη ράχη του που έφερνε τούς μουσώνες στην ώρα τους. Άφησε πίσω του μια τρύπα στο Σύμπαν, από την οποία άρχισε να στάζει το σκοτάδι σαν ρευστή πίσσα. Μια τρύπα από την οποία τον ακολούθησε η μάνα τους, χωρίς να γυρίσει καν να τούς γνέψει αντίο. Τούς άφησε κι έφυγε, στροβιλιζόμενη στο σκοτάδι, χωρίς αγκυροβόλια, σε έναν τόπο χωρίς θεμέλια.
Είναι αλήθεια. Τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε μια μέρα.