|
New page: Patricia Van Der Vliet
|
Φωτογραφία - Καλλιτεχνικό Γυμνό
Photo - Artistic Nude
Photo - Artistic Nude
«Είδα πάνω στο μόλο αραδιασμένα τα κόκκινα σταμνιά
και πιο σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο
κει που κοιμόμουνα με το ᾿να πλάι
λάλησε πιο δυνατά ο βοριάς.
Και είδα
Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο
με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών
και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες
να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα
και άλλες γράφοντας με κιμωλία
λόγια παράξενα, αινιγματικά:
ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ
ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ
μικρές φωνές πουλιών και υακίνθων
ή άλλα λόγια του Ιουλίου.»
( Οδυσσέας Ελύτης: Από τη Γένεση του Άξιον Εστί)
και πιο σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο
κει που κοιμόμουνα με το ᾿να πλάι
λάλησε πιο δυνατά ο βοριάς.
Και είδα
Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο
με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών
και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες
να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα
και άλλες γράφοντας με κιμωλία
λόγια παράξενα, αινιγματικά:
ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ
ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ
μικρές φωνές πουλιών και υακίνθων
ή άλλα λόγια του Ιουλίου.»
( Οδυσσέας Ελύτης: Από τη Γένεση του Άξιον Εστί)
Σύνδεσμοι Link
Περιεχόμενα σελίδας
Το Σγουρό Εφηβαίο (Εφήβαιο)
Και είδα: Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο
με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα. Από τη Γένεση τού Άξιον Εστί Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες. Οδυσσέας Ελύτης από τον ήλιο τον πρώτο (Σώμα τού Καλοκαιριού) το χνουδάκι το χλόινο πάνω στην κνήμη τού αιδοίου το μενεξεδένιο αλάτι Οδυσσέας Ελύτης Από το Άξιον Εστί Ήταν εκείνο που έβλεπα πώς να το πω κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος» όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε – ν᾿ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι… Ελύτης από το ποίημα "Χαρταετός"—Μαρία Νεφέλη Στάθης Κουτσούνης- Κρεσέντο
Είναι, ο κίνδυνος πού με συνεπαίρνει μέσα σου κι εκείνες οι
πτυχές απ᾿ το κορμί σου δρόμοι, πού οδηγούν στην παράκρουση. Τα πόδια σου ποτάμια κι η μαύρη τους πηγή καθρέφτης να με τραβάει αδιάκοπα στα πρώτα μου νερά. Κι όταν η φούστα λύνεται, ελευθερώνονται πουλιά, λάμπει λουσμένος στη δροσιά ο σιτοβολώνας, σιτάρι γεμίζει το κρεβάτι να θρέψει αγρίμια πεινασμένα. Αγρίμια πού μουγκρίζουν με απόγνωση γυρεύουνε τροφή, να ξεδιψάσουν θέλουνε στη ρεματιά σου, ν᾿ ανέβουν στα ψηλώματα, να τσακιστούνε στα φαράγγια σου. Εσύ ακάθεκτη καρφώνοντας τ᾿ αριστερό τακούνι στα πλευρά μου ανάσκελα βυζαίνεις την ορμή, να πληρωθεί το στόμα σου το απέραντο, κι ή γλώσσα μου αμνάδα, βόσκει άπληστα το χορτάρι σου. Το δέρμα αποκάτω αγριεύει, βαθιές ανάσες μάς κυκλώνουν από παντού. Δεν είναι ο κίνδυνος πού με χωνεύει μέσα σου, αλλά τής ομορφιάς σου ο τρόμος. Από τη συλλογή "Η τρομοκρατία της ομορφιάς" (2004) Τάσος Κόρφης — Τού σώματος
Αυτό δεν είναι σώμα είναι δάσος.
Πέρα από τα πόδια σου απλώνονται ρίζες, Στραγγίζουν το χώμα, σαν δάχτυλα βρέφους σε θηλές μαστών. Ο κορμός σου, περήφανο κυπαρίσσι, κλέβει τα σύννεφα Κι είναι η κοιλιά σου καρπερός αγρός, με τα στήθη σου δίδυμα κουκουνάρια. Φιλόξενη διχάλα τα σκέλη σου θωρακίζει το άνθος τής ήβης. Ακήπευτο άνθος, προσμένει τη γύρη. Θρόισμα ερπετών και φύλλων ηχούν τα χέρια σου, ξυπνώντας πουλιά, όταν χτενίζεις τα μαλλιά σου. Στις λίμνες των ματιών σου κατοπτρίζονται ελάφια, Κι έχει το χνούδι τού προσώπου σου άρωμα πάχνης σε δέντρα. Άγριο, υπόγειο ποτάμι φουσκώνει το αίμα στις φλέβες σου· η σάρκα σου φλεγόμενη βάτος. Δροσίζουν τούς βράχους τα κρημνώδη νερά τού γέλιου σου· η ομιλία σου αύρα σε χλόη. Αρώματα κέδρου και νάρδου εκεί που ξεκουράζεσαι, πάνω σε πλούσια χαλιά από βότανα κι άνθη· ανάερη σκέπη τα όνειρά σου. Άνθρωποι αδίστακτοι με δίκαννα και τσεκούρια κυκλώνουν το δάσος. Να φυλάγεσαι! Ιωαννίδης Ιάσων — Τα μάτια μου
Ντρέπομαι να κοιτάζω πια τα μάτια μου.
Αλήτεψαν. Δεν πλένονται. Δεν αντικρίζουνε καθρέφτη, Σ᾿ ακολουθάνε. Σα χέρια σφίγγουνε τη μέση σου. Κυλάνε στους μηρούς, στα στήθια, Λάμπουνε πάνω απ᾿ το κρυφό σου το χορτάρι. Τα βράδια φεύγουνε μακριά και ξενυχτάνε, Τυραγνισμένα από καπνούς τσιγάρων. Απόσπασμα από το διήγημα τού Μάριου Χάκκα
Θυμάμαι τότε που χάθηκες απ᾿ τη ζωή μου, τότε που έφυγες με την αύρα τού Μυρτώου, μ᾿ ένα κοπάδι γύλους που γελούσαν πότε στον αφρό και πότε στο βαθούλωμα των κυμάτων, κι εγώ σ᾿ αναζητούσα αναπλάθοντας το σώμα σου στην άμμο, το πρόσωπό σου συγκολλώντας θρυμματισμένους αμφορείς από τα ερείπια ποντισμένης πόλης. Συνταίριαξα ασθμαίνοντα σπάραχνα τα χείλη σου, τής ήβης σου τα πρώτα βρύα και στη σπηλιά σου φρουρό ένα αστερία. Κι όμως πάντα κάτι μού ξέφευγε, ίσως τα μάτια σου που βάψανε τη θάλασσα και προπαντός το δάκρυ σου κλεισμένο σε όστρακο μέσα σ᾿ εκατομμύρια όστρακα χαμένο.
|
Η αποκαθήλωση τού σγουρού εφηβαίου
Έχασε και το μουνί την προσωπικότητά του
Έχασε και το μουνί την προσωπικότητά του
Πρώτα είχαμε την αποτρίχωση τής μασχάλης, η οποία τέλος πάντων μακροχρόνια έγινε αισθητικά αποδεκτή ή αδιάφορη. Τα τελευταία χρόνια έγινε και η αποκαθήλωση τού εφηβαίου, (το τριγωνικό τριχωτό τμήμα τού αιδοίου).
|
Από το βιβλίο τού Γιώργου Βέλτσου "Το έργο ανεβάζεται σ᾿ ολόκληρη την πόλη".
|