Ο Σελίν στο Μεντόν (Meudon), μετά την επιστροφή του στη Γαλλία (με τα υιοθετημένα από τη Δανία κατοικίδιά του) μετά τις διώξεις, τη φυλάκιση, και τις ταλαιπωρίες ανά την Ευρώπη,
Αυτό το αριστούργημα, όποιο άγγιγμα και να τού κάνεις, ωχριά μπροστά στο τερατώδες μεγαλείο του. Υφολογικά γιατί λείπουν οι λέξεις, δεν φτάνουν και σε πάνε κατευθείαν στη σιωπή. Νοηματικά, τίποτα δεν μπορείς να αρθρώσεις, μπροστά στο ζόφο, από το ανελέητο κατεδάφισμα και των ανθρώπινων αξιών και τού ίδιου τού ανθρώπου· τις "ανθρώπινες αξίες" που δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την εκατόμβη των εννέα εκατομμυρίων νεκρών και έξι εκατομμυρίων αναπήρων στην Ευρώπη από τον πρώτο Παγκόσμιο, και το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1932 πριν την δεύτερη εκατόμβη.
Μεταφέρω το οπισθόφυλλο τού βιβλίου, σίγουρα επιμελημένο από τη μεταφράστρια, Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλου:
Μυριάδες λέξεις γράφτηκαν ήδη το 1932, όταν οι εμβρόντητοι αναγνώστες σαλπάρισαν γι’ αυτό το αναπάντεχο Ταξίδι, που άλλαξε τα τοπία τής γλώσσας, τής τέχνης, τής ζωής! Μυριάδες γράφονται ακόμη, γιατί το ασύγκριτο μυθιστόρημα τού Σελίν εξακολουθεί να μάς συγκλονίζει, να μάς μεταμορφώνει, να μάς μετουσιώνει. Κανείς δεν επέστρεψε, κανείς δεν θα επιστρέψει αλώβητος από την «άκρη τής νύχτας».
Το "Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας" έχει αφιέρωση "στην Ελίζαμπεθ Κραίηγκ". Στις "σημειώσεις τής μεταφράστριας" η Ιγγλέση γράφει: Ο Σελίν αφιερώνει το "Ταξίδι στην άκρη της νύχτας" στην Εlisabeth Craig, την Αμερικανίδα χορεύτρια με την οποία συνέζησε από το 1927 ως το 1933, οπότε εκείνη αποφάσισε να διακόψει τη σχέση τους και να επιστρέψει οριστικά στις ΗΠΑ. Σχολιάζοντας πολύ αργότερα την τότε επιλογή της, η Craig απορούσε:
« Διερωτώμαι πως μπόρεσα να ζήσω μ᾿ αυτή την αίσθηση τού θανάτου δίπλα μου». Η Craig έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή αλλά και στο έργο τού Σελίν, πράγμα που αναγνωρίζει ο ίδιος σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις του: « [...] μού δίδαξε οτιδήποτε υπάρχει στο ρυθμό, στη μουσική και στην κίνηση».
Και αλλού «Πήγαινε στο γραφείο του και όταν έβγαινε ήταν ένας εντελώς άλλος άνθρωπος. [...] Σκυμμένος στα χαρτιά του, έμοιαζε γέρος, το πρόσωπό του φαινόταν γέρικο, όλα σ᾿ εκείνον φαίνονταν γέρικα. [...] Μού έδινε την εντύπωση ότι φοβόταν να χαλαρώσει, ν᾿ αφεθεί να πιστέψει ότι υπήρχε ομορφιά στη ζωή».
Λίγα λόγια για την κοινή περιπέτεια του ζεύγους Σελίν
Louis-Ferdinand Céline και Lucette Almanzor σε μια φωτογραφία από τη δεκαετία του 1930
Ο Louis-Ferdinand Céline και η σύζυγός του Lucette με το γάτο τους Bébert (Μπεμπέρ)
Στα τέλη του 1935, γνωρίζει την χορεύτρια Λυσέτ Αλμανζόρ (Lucette Almanzor) την οποία παντρεύεται το 1943. Από το 1935 μέχρι το 1938 θα εκδώσει τούς τρεις αντισημιτικούς του λίβελους, και το 1941 εκδίδει νέο κείμενο το "Ωραία σκατά", για το οποίο θα κατηγορηθεί για δωσιλογισμό.
Τον Ιούνιο του 1944, μετά τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία, ο Σελίν συνοδευόμενος από τη γυναίκα του Λυσέτ και το γάτο τους Μπεμπέρ, εγκαταλείπει τη Γαλλία, με προορισμό τη Δανία όπου σε μία φίλη έχει εμπιστευτεί τα χρήματά του. Διαμένουν στην Γερμανία και το Μάρτιο τού 1945 φυγαδεύονται στη Γερμανοκρατούμενη Κοπεγχάγη. Τον Απρίλιο εκδίδεται στο Παρίσι ένταλμα σύλληψης για το Σελίν με την κατηγορία τής εσχάτης προδοσίας. Το Μάιο τα Γερμανικά στρατεύματα της Δανίας παραδίδονται.
Οι Γαλλικές αρχές εντείνουν τα διαβήματα για την έκδοση τού Σελίν. Ο Σελίν θα παραμείνει δεκατέσσερις μήνες υπό κράτηση, έντεκα εξ αυτών στη φυλακή, και τούς υπόλοιπους σε νοσοκομείο, γιατί η υγεία του δεν είναι καλή. Τον Ιούνιο τού 1947, ελευθερώνεται υπό όρους. Τον Απρίλιο τού 1948 θα εγκατασταθούν για τρία χρόνια, σε ένα μέρος εκατό χιλιόμετρα από την Κοπεγχάγη.
Το 1950 το δικαστήριο στο Παρίσι καταδικάζει το Σελίν σε φυλάκιση ενός έτους και κατάσχεση τής μισής περιουσίας για εθνική ταπείνωση.
Τον Απρίλιο του 1951, το στρατοδικείο απαλλάσσει τον Σελίν, βάσει αμνηστευτικού διατάγματος υπέρ των αναπήρων πολέμου. (Ο Σελίν είχε τραυματιστεί και χειρουργηθεί κατά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο). Την πρώτη Ιουλίου του 1951 το ζεύγος Σελίν, με το γάτο Μπεμπέρ και πλήθος άλλα κατοικίδια ζώα, υιοθετημένα στη Δανία θα γυρίσει στη Γαλλία. Θα μείνουν στο Μεντόν στα περίχωρα του Παρισιού, όπου ο Σελίν θα διανύσει το υπόλοιπο της ζωής του (Iούλιος 1961), συγγράφοντας υπό συνθήκες συνεχούς εγκλεισμού, μέσα σε ένα χάος ακαταστασίας, όπου τα ζώα και τα πουλιά κυκλοφορούν ελεύθερα.
Αποσπάσματα από το "Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας"
Από τον πόλεμο
- Όσο κι αν χαρχάλευα στη μνήμη μου δεν τούς είχα κάνει τίποτα ᾿γω των Γερμανών. Ο πόλεμος κοντολογίς ήταν όσα δεν καταλαβαίναμε. Δεν επήγαινε άλλο. «Σε μια τέτοια ιστορία, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να λακίσεις» έλεγα μέσα μου στο φινάλε…
- Έρημες αγροικίες πέρα, άδειες κι ορθάνοιχτες εκκλησιές, θαρρείς και είχαν φύγει οι αγρότες για ημερήσια εκδρομή όλοι τους και μάς είχαν εμπιστευτεί όλο τους, το βιος... Για να κάνουμε με την άνεσή μας, ό,τι μάς κατέβαινε, όσο εκείνοι λείπανε. Πολύ ευγενικό εκ μέρους τους έμοιαζε. «Αν όμως δεν ήταν αλλού» έλεγα μέσα μου εγώ, «δε θα φερόμασταν τόσο άθλια. Τόσο άσχημα. Μπροστά τους δε θα τολμούσαμε. Ήμασταν μοναχοί μας, σα νιόνυμφοι που πιάνουν τα μπαλαμούτια, με το που φεύγει ο κόσμος»
- Η μεγάλη ήττα σ᾿ όλα τα πράγματα, είναι να ξεχνάς προ-παντός τι σ᾿ έκανε να ψοφήσεις, δίχως ποτέ να καταλάβεις πόσο γομάρια είναι οι άνθρωποι. Άμα βρεθούμε στο χείλος τής τρύπας, δεν πρέπει ούτε να κάνουμε τούς καμπόσους ούτε όμως να ξεχάσουμε, πρέπει να τα διηγηθούμε όλα κατά λέξη, ό,τι πιο φαύλο είδαμε στους ανθρώπους, κι έπειτα να τα τινάξουμε και να χωθούμε μέσα. Είναι αρκετή δουλειά αυτό, για μια ζωή ολόκληρη.
Πάντα μου έλεγα, ότι το πρώτο φως που θα βλέπαμε, θα ᾿ταν τής ντουφεκιάς τού τέλους. Είχα χάσει από την κούραση, λίγο από το φόβο καθ᾿ οδόν. Το μαρτύριο να σε ξεπατώνουν μέρα νύχτα, κάνει στο φινάλε και τούς πιο πεισματάρηδες να διστάζουν να ζήσουν κι άλλο. Για να πάρει στροφές το μυαλό ενός κόπανου, πρέπει να τού συμβούν πολλά και πολύ ζόρικα. Αυτός που με είχε κάνει να σκεφτώ για πρώτη φορά στη ζωή μου, να κάνω στ᾿ αλήθεια σκέψεις πραχτικές κι ολοδικές μου, ήταν σίγουρα ο ταγματάρχης Πενσόν, αυτό το μούτρο ο βασανιστής.
Όποιος μιλάει για το αύριο είναι καθίκι, το σήμερα μόνο μετράει. Άμα επικαλείσαι το αύριο είναι σα να βγάζεις λόγο στα σκουλήκια. Ο επιλοχίας φύλαγε τα ανθρώπινα ζώα για τα μεγάλα σφαγεία που ᾿χαν μόλις ανοίξει. Είναι βασιλιάς επιλοχίας. Ο βασιλιάς τού θανάτου! Πιο ισχυρός δεν γίνεται. Ένας μονάχα είναι εξίσου ισχυρός, ο επιλοχίας των άλλων, των αντικρινών.
Όλα για το πλιάτσικο. Λες και θα ζούσαμε ακόμα χρόνια. Λεηλατούσαν για να ξεχνιούνται, για να καμώνονται ότι είχαν κι άλλο καιρό μπροστά τους. Παντοτινοί πόθοι. Ακόμα κι αυτοί που πολεμάνε, ενόσω πολεμάνε, δεν τον φαντάζονται τον πόλεμο. Ακόμα και με σφαίρα στην κοιλιά, ήταν ικανοί να συνεχίζουν να μαζεύουν παλιοπάπουτσα στο δρόμο, που «όλο και σε κάτι θα χρησίμευαν». Έτσι και το πρόβατο, σωριασμένο με το πλευρό στο λιβάδι, ξεψυχάει και βοσκάει ακόμα. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πεθαίνουν παρά μονάχα την τελευταία στιγμή· άλλοι αρχίζουν είκοσι χρόνια νωρίτερα και καμιά φορά παραπάνω. Είναι οι άμοιροι τής γης.
Από το ταξίδι στην Αφρική
Όσο μέναμε στα Ευρωπαϊκά ύδατα, τα πράγματα δεν προμηνύονταν και τόσο άσχημα. Όμως αμέσως μετά τις ακτές τής Πορτογαλίας, μέσα στην απελπιστική χαύνωση τής ζέστης, όλο το ανθρώπινο περιεχόμενο τού βαποριού έπηξε σ᾿ ένα μαζικό μεθύσι. Κι ήταν από εκείνη τη στιγμή που είδαμε ν᾿ απλώνεται πάνω στο πετσί, η εφιαλτική φύση των Λευκών, ερεθισμένη, λευτερωμένη, η αληθινή τους φύση, όπως στον πόλεμο. Στα κρύα τής Ευρώπης, μες την σεμνότυφη μουντάδα τού Βορρά, αν εξαιρέσεις τις σφαγές, ίσα που παίρνεις χαμπάρι τον απάνθρωπο συρφετό των αδελφών μας, μα έτσι και τούς κεντρίσει ο αισχρός τροπικός πυρετός, η σαπίλα τους κατακλύζει την επιφάνεια. Τότε είναι που ξεβρακώνονται ασυγκράτητα και που θριαμβεύει η κτηνωδία τους και μάς κουκουλώνει ολόκληρους. Είναι η βιολογική ομολογία. Μόλις η δουλειά και το κρύο παύουν να μάς αναχαιτίζουν, μόλις ξεσφίγγουν λίγο τη μέγκενη, μπορείς να διακρίνεις στους Λευκούς, αυτά που ανακαλύπτεις στον χαρωπό γιαλό με το που αποτραβιέται η θάλασσα: την αλήθεια, βάλτους απαίσια βρωμερούς, καβούρια, ψοφίμια και σβουνιές.
Στο κλίμα του Φορ-Γκουνό, τα ευρωπαϊκά στελέχη λιώνανε χειρότερα από βούτυρο. Η πλειονότητα των κληρωτών μονίμως χωμένη στο Νοσοκομείο, σιγόβραζε από τις θέρμες της, γεμάτη παράσιτα για κάθε τρίχα και κάθε δίπλα. Απ᾿ τα αναιμικά και τριχωτά τους χέρια κρέμονται λιγδερά ρομάντζα, με τα μισά φύλλα να λείπουν, ένεκα οι δυσεντερικοί, που δεν τούς βρίσκεται ποτέ αρκετό χαρτί, και οι στριμμένες αδελφές νοσοκόμες, που λογοκρίνουν με τον τρόπο τους όποια βιβλία ασεβούν στον Πανάγαθο. Οι μουνόψειρες τού στρατού ταλανίζουν τις αδελφές, σαν όλους τούς άλλους. Για να ξυστούν καλύτερα οι αδελφές, σηκώνουν την ποδιά τους πίσω απ᾿ το παραβάν, εκεί που ο πρωινός νεκρός δεν καταφέρνει να παγώσει, τόσο που ζεσταίνεται κι αυτός ακόμα.
Συνέχιζε να μού μιλάει μες το σκοτάδι, ενώ ο τόνος του με ταξίδευε στο παρελθόν μου, σαν μια φωνή που μπροστά στις πύλες των χρόνων μου, ρωτούσε, που να ᾿χα άραγε ανταμώσει αυτό το υποκείμενο. Μα δεν εύρισκα τίποτα. Δεν μ᾿ απαντούσε κανείς. Μπορείς να χαθείς προχωρώντας ψηλαφητά ανάμεσα στις παρωχημένες μορφές. Είναι φοβερό το πόσα ακίνητα πράγματα κι ανθρώπους έχεις πια στο παρελθόν σου. Οι ζωντανοί που χάνεις στις κρύπτες τού χρόνου, κοιμούνται τόσο καλά παρέα με τούς νεκρούς, που τούς τυλίγει μια και μόνη σκιά. Δεν ξέρεις ποιους να ξυπνήσεις πια γερνώντας, τούς ζωντανούς ή τούς νεκρούς.
Από την παραμονή στην Αμερική.
Το χειρότερο απ᾿ όλα είναι ότι αναρωτιέσαι πως θα βρεις την επόμενη μέρα αρκετή δύναμη, για να συνεχίσεις να κάνεις αυτό που ᾿κανες την προηγούμενη εδώ και τόσον, μα τόσον καιρό, που θα βρεις τη δύναμη για τα μύρια σχέδια, που δεν καταλήγουν πουθενά, τις απόπειρες που πάντα φαλιρίζουν, κι όλες, για να πιεστείς ακόμα μια φορά, πως η μοίρα είναι αναπόδραστη, πως πρέπει να πέσεις στα ριζά τού τοίχου, κάθε βράδυ μεσ᾿ την αγωνία εκείνου τού αύριο, ολοένα πιο αβέβαιου, ολοένα πιο άθλιου. Είναι ίσως και τα γηρατειά που ᾿ρχονται προδοτικά, και σ᾿ απειλούν με τα χειρότερα. Δεν έχεις πια πολλή μουσική εντός σου, για να κάνεις τη ζωή να χορέψει, αυτό είναι. Όλη η νιότη πήγε κιόλας να πεθάνει στην άκρη τού κόσμου μες τη σιωπή τής αλήθειας. Και που να πας έξω, σάς ρωτάω, όταν δεν έχεις πια εντός σου την αναγκαία δόση παραφροσύνης. Ένα χαροπάλεμα είναι η αλήθεια, που τελειωμό δεν έχει. Η αλήθεια τούτου τού κόσμου είναι ο θάνατος. Πρέπει να διαλέξεις ή το τέρμα ή το ψέμα. Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να σκοτωθώ. Καλύτερα λοιπόν να βγω στο δρόμο. Σύρθηκα και ᾿γω προς τα φώτα. Διάλεξα έναν κινηματογράφο που ᾿χε γυναίκες στις φωτογραφίες με μεσοφόρια και κάτι γάμπες! Ήταν καλά γλυκά και θαλπερά μέσα σ᾿ εκείνο τον κινηματογράφο. Στιγμή δεν πάει χαμένη. Βουτάς κατ᾿ ευθείαν στη χλιαρή συγχώρεση. Αρκούσε να σκεφτείς πως ο κόσμος είχε ίσως μόλις προσηλυτιστεί στην επιείκεια. Μέσα εκεί ήσουν ο εαυτός σου. Δεν είναι τελείως ζωντανό αυτό που συμβαίνει στις οθόνες, απομένει εντός του ένας μεγάλος θολός χώρος για τούς φτωχούς, τα όνειρα και τούς νεκρούς. Πρέπει να σπεύσεις να μπουκωθείς με όνειρα γα να διασχίσεις τη ζωή που σε περιμένει έξω, για να διαρκέσεις λίγες μέρες ακόμα, μέσα σ᾿ εκείνη τη φρίκη των ανθρώπων και των πραγμάτων. Απ᾿ τα όνειρα διαλέγεις όσα σού ζεσταίνουν καλύτερα τη ψυχή. Εγώ προτιμούσα, ομολογώ τα πρόστυχα. Ας μην είμαστε ακατάδεχτοι, απ᾿ το κάθε θαύμα παίρνεις αυτό που μπορείς να κρατήσεις. Μια ξανθιά που διέθετε αλησμόνητα βυζιά, έκρινε σκόπιμο να σπάσει τη σιωπή της οθόνης, μ᾿ ένα τραγούδι που μιλούσε για τη μοναξιά της. Σού ᾿ρχόταν να κλάψεις μαζί της.
Ήταν αλήθεια αυτό που μού εξηγούσαν, ότι παίρναν όποιον να ᾿ταν στη Φορντ. Δεν έλεγαν ψέμματα. Ήμουν πάντως επιφυλαχτικός, γιατί οι φτωχομπινέδες παραληρούν με το παραμικρό. Υπάρχει μια στιγμή στη μιζέρια που ήδη το πνεύμα δεν είναι πια όλη την ώρα με το σώμα. Νοιώθει πραγματικά πολύ άβολα εκεί μέσα. Είναι σχεδόν μια ψυχή που σού μιλάει. Δεν φέρει ευθύνη η ψυχή. Μοιάζαν καταχαρούμενοι που βρίσκαν άσχημους και ανάπηρους στην φουρνιά μας. «Γι᾿ αυτό που θα κάνεις εδώ, δεν έχει σημασία σε τι χάλι είσαι!» με καθησύχασε ευθύς αμέσως ο εξεταστής γιατρός. «Δεν ήρθες εδώ για να σκέφτεσαι, απλά για να κάνεις κινήσεις που θα σε διατάζουν να κάνεις. Θα σκεφτόμαστε για λογαριασμό σου φίλε! Βάλτο καλά στο μυαλό σου.» Καλύτερα να ξέρω πως είχαν οι συνήθειες τού μαγαζιού. Από βλακείες είχα στο ενεργητικό μου αρκετές, για δέκα χρόνια το λιγότερο. Αντιστέκεσαι όσο να ᾿ναι, σού είναι δύσκολο να σιχαθείς την ύπαρξη σου, θα ᾿θελες να τα σταματήσεις όλα αυτά, για να τα σκεφτείς, μα δεν είναι πια μπορετό. Δεν γίνεται πια να τελειώσει. Τρέχει σαν παλαβό τ᾿ απέραντο κουτί με τα ατσάλια, πάει να φέρει στους ανθρώπους το μερτικό τής σκλαβιάς τους. Σ᾿ αηδιάζουν οι σκυμμένοι εργάτες, πρόθυμοι να ευχαριστήσουν όσο πιο πολύ μπορούν τις μηχανές. Αφήνεσαι στις μηχανές με τις τρεις ψωροϊδέες που παραδέρνουν ακόμη πάνω ψηλά, πίσω απ᾿ το κούτελο. Ό,τι κοιτάς οπουδήποτε, ό,τι αγγίζει το χέρι, είναι τώρα σκληρό. Κι ό,τι καταφέρνεις ακόμη να θυμηθείς, είναι άκαμπτο σαν σίδερο κι άνοστο πια μες τη σκέψη. Γεράσαμε φριχτά μονομιάς. Πρέπει να καταργηθεί η έξω ζωή, να γίνει ατσάλι, κάτι χρήσιμο. Δεν την αγαπούσαμε αρκετά όπως ήταν, γι αυτό.
Με μεγάλη δυσκολία κατέληξα να ξετρυπώσω, ένα παράνομο μπουρδέλο στη βόρεια συνοικία τής πόλης. Ήταν το πρώτο μέρος στην Αμερική όπου με δέχτηκαν δίχως αγριάδα, καλοσυνάτα μάλιστα, για το ένα και μοναδικό μου πεντοδόλαρο. Ο κινηματογράφος δεν με αρκούσε πια, ήταν ένα ήπιο αντίδοτο, ενάντια στην υλική φρίκη τής φάμπρικας. Μια νεαρά τού σπιτιού η Μόλλυ, άρχισε να μού εμπνέει ένα σπάνιο αίσθημα εμπιστοσύνης, που για τα φοβισμένα πλάσματα επέχει θέση αγάπης. Έμπαινε στη θέση μου και δεν με έκρινε μόνο από τη δική της, όπως όλοι οι άλλοι. Α! αν την είχα γνωρίσει νωρίτερα τη Μόλλυ, όταν ήταν ακόμη καιρός, προτού χάσω τον ενθουσιασμό μου, μ᾿ εκείνη την καριόλα τη Μουζίν και εκείνη τη σκατούλα τη Λόλα. Γερνάς γρήγορα και επί πλέον ανεπανόρθωτα. Τ᾿ αντιλαμβάνεσαι από το ότι έχεις μάθει ν᾿ αγαπάς τη δυστυχία σου, άθελά σου. Φταίει η φύση σου που ᾿ναι πιο δυνατή από σένα, αυτό είναι όλο. Σε δοκιμάζει σε μια κατηγορία κι άντε μετά να ξεφύγεις. Ντρεπόμουνα μάλιστα, που πάλευε να με κρατήσει η Μόλλυ. Μ᾿ άρεσε δε λέω, μα πιο πολύ μ᾿ άρεσε το βίτσιο μου, αυτή η όρεξη να το βάζω στα πόδια από παντού, γυρεύοντας δε ξέρω τι, από ηλίθια περηφάνια σίγουρα, από πίστη σε κάποιο είδος ανωτερότητας. Κατέληξα τόσο καλή που ήταν, να τής ομολογήσω τη μανία μου, να το σκάω από παντού. Αλλά μού φαίνονταν ότι άρχιζα να ξεγελάω την περιβόητη μοίρα μου, το λόγο ύπαρξης μου καταπώς έλεγα, κι έκτοτε σταμάτησα να τής διηγούμαι ό,τι σκεφτόμουνα. Επέστρεφα μονάχος εντός μου, πολύ ικανοποιημένος που ήμουν ακόμη πιο δυστυχής από άλλοτε, γιατί είχα φέρει στη μοναξιά μου ένα είδος απόγνωσης. Κι έπειτα εκείνη ήξερε. Παραήταν ειλικρινής, δεν είχε λοιπόν πολλά να πει για μια λύπη. Αυτό που συνέβαινε μες την καρδιά της, τής αρκούσε. Φιλιόμασταν, μα πάντα σκεφτόμουνα να μην ξοδεύω χρόνο και τρυφερότητα, θαρρείς και ήθελα να τα κρατήσω όλα, για κάτι υπέροχο, μεγαλειώδες, ούτε ξέρω τι, γι᾿ αργότερα, μα όχι για τη Μόλλυ και όχι γι αυτό. Θαρρείς και η ζωή θα ᾿παιρνε μακριά, θα μου ᾿κρυβε όσα ήθελα να μάθω γι᾿ αυτή, για τη ζωή που ᾿ναι στα βάθη τού σκότους, η ζωή θα με κορόιδευε όπως όλους τούς άλλους, η ζωή η αληθινή ερωμένη των πραγματικών ανδρών. Πήγα να βρω τη Μόλλυ και τής τα διηγήθηκα όλα. Πάσχιζε πολύ να μού κρύψει τη λύπη που τής προξενούσα. Τη φιλούσα πιο συχνά τώρα, μα ήταν βαθύς ο δικός της ερωτικός καημός και πρέπει να ομολογήσουμε ότι μας λείπει εντός μας όλο αυτό, κι ότι η χαρά τού καημού μας έχει στερέψει. Ντρεπόμαστε που δεν είμαστε πλούσιοι στην καρδιά και σε τόσα άλλα, κι επίσης που θεωρήσαμε την ανθρωπότητα πιο ποταπή, απ᾿ ότι είναι πραγματικά στο βάθος. Μα εγώ είχα κι αυτή τη βρωμολόξα με τα φαντάσματα. Ίσως όχι αποκλειστικά από δικό μου λάθος. Η ζωή σ᾿ αναγκάζει να μένεις συχνά πυκνά με τα φαντάσματα. «Είσαι πολύ τρυφερός Φερδινάνδε», με καθησύχαζε η Μόλλυ, «μην κλαις για μένα… Είναι σαν αρρώστια αυτή η μανία σου να μαθαίνεις όλο και πιο πολλά… Αυτό είναι όλο… Κατά κει ολομόναχος… Ο μοναχικός ταξιδιώτης είναι ᾿κείνος που πάει πιο μακριά… Θα φύγεις σύντομα λοιπόν;» «Ναι, θα πάω να τελειώσω τις σπουδές μου στη Γαλλία κι έπειτα θα ξανάρθω», τη διαβεβαίωσα με θράσος. Έφθασε η στιγμή τής αναχώρησης. Το τραίνο μπήκε στα σταθμό. Τη φίλησα τη Μόλλυ μ᾿ όσο κουράγιο απόμενε στο σκέλεθρο μου. Ένοιωθα θλίψη αληθινή, για πρώτη φορά στη ζωή μου, για όλον τον κόσμο, για μένα, για κείνη, για όλους τούς ανθρώπους. Ίσως να ᾿ναι αυτό που ψάχνεις στη ζωή, αυτό μονάχα, την πιο μεγάλη δυνατή θλίψη, για να γίνεις ο εαυτός σου, προτού πεθάνεις. Περάσαν χρόνια από εκείνη την αναχώρηση... Έγραφα συχνά στο Ντιτρόιτ. Ποτέ δεν πήρα απάντηση. Καλή, αξιοθαύμαστη Μόλλυ! Θέλω, αν μπορεί ακόμα να με διαβάσει από κάποιο μέρος που δεν το γνωρίζω, να ξέρει πως δεν άλλαξα για ᾿κείνη, πως την αγαπάω ακόμα με τον τρόπο μου, πως μπορεί να ᾿ρθει εδώ όποτε θελήσει, να μοιραστεί το ψωμί μου και τη λαθραία μου μοίρα. Για να την αφήσω, μού χρειάστηκε ασφαλώς τρέλα, απ᾿ τις πιο άθλιες και ψυχρές. Ωστόσο υπερασπίστηκα την ψυχή μου ίσαμε σήμερα, κι αν ο θάνατος ερχόταν αύριο να με πάρει, δεν θα ᾿μουνα ποτέ, είμαι βέβαιος, το ίδιο ψυχρός, άσχημος, το ίδιο άξεστος με τούς άλλους, τόση καλοσύνη, τόσο όνειρο μού χάρισε η Μόλλυ τούς λίγους εκείνους μήνες τής Αμερικής.
Επιστροφή στη Γαλλία
Το νερό ερχόταν να παφλάσει πλάι στους ψαράδες, και στάθηκα να τούς χαζέψω. Πραγματικά δεν βιαζόμουν ούτε εγώ, όχι περισσότερο από εκείνους. Ήταν σαν να ᾿χα φτάσει στη στιγμή, στην ηλικία ίσως, που ξέρεις πια καλά τι χάνεις την κάθε ώρα που περνάει. Μα δεν έχεις ακόμα αποκτήσει το σθένος τής φρόνησης, που χρειάζεται για να σταματήσεις μονομιάς στον δρόμο τού χρόνου, κι άλλωστε αν σταματούσες, δεν θα ᾿ξερες τι να κάνεις δίχως αυτή την τρέλα να προχωράς, που σε κυριεύει και που τη θαυμάζεις από την πρώτη νιότη σου. Είσαι ήδη λιγότερο περήφανος γι᾿ αυτή, για τη νιότη σου, δεν τολμάς ακόμη να ομολογήσεις δημοσίως, πως ίσως να μην είναι παρά αυτό η νιότη σου, η βιάση να γεράσεις. Ανακαλύπτεις τόση γελοιότητα σ᾿ όλο το γελοίο παρελθόν σου, τόση απάτη και ευπιστία, που θα ᾿θελες ίσως να πάψεις απότομα να ᾿σαι νέος, θα ᾿θελες να περιμένεις τη νιότη ν᾿ αποσπαστεί, να την περιμένεις να σε προσπεράσει, να την κοιτάς να φεύγει, να ξεμακραίνει, να δεις όλη της τη ματαιοδοξία, να βάλεις το δάχτυλο στο κενό της, να την κοιτάς να ξαναπερνάει πάλι από μπροστά σου κι έπειτα ν᾿ απέλθεις κι εσύ, να ᾿σαι σίγουρος πως έφυγε για τα καλά η νιότη σου, και τότε ήσυχα, από μεριάς σου, εσύ μ᾿ εσένα, να ξαναπεράσεις σιγά σιγά απ᾿ την άλλη μεριά τού χρόνου, για να δεις στ᾿ αλήθεια, πως είναι οι άνθρωποι και τα πράγματα.
Κάλλιο να μην τρέφεις αυταπάτες, οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να πουν ο ένας στον άλλο, το μόνο που κάνουν είναι να μιλάνε ο καθείς για τον καημό του, γνωστό αυτό. Ο καθείς για την πάρτη του, η γη για όλους. Πασχίζουν να τον ξεφορτωθούν πάνω στον άλλο τον καημό τους, τη στιγμή τού έρωτα, μα τότε δεν πιάνει, κι ό,τι κι αν κάνουν, τον κρατούν ακέραιο τον καημό τους και ξαναρχίζουν, πασχίζοντας γι᾿ άλλη μια φορά να τον πλασάρουν. «Είστε ωραία δεσποινίς» λένε. Και τούς παίρνει πάλι η ζωή, ως την επόμενη φορά που θα ξαναδοκιμάσουν το ίδιο κολπάκι. Καθώς σ᾿ αυτό το παιγνίδι γινόμαστε γερνώντας ολοένα πιο άσχημοι και σιχαμεροί, δεν μπορούμε καν να κρύψουμε τον καημό μας, τη χρεωκοπία μας και καταλήγουμε μ᾿ αυτή τη βρωμογκριμάτσα φαρδιά πλατιά στη φάτσα, που παίρνει είκοσι, τριάντα χρόνια και βάλε να μάς ανέβει εντέλει από την κοιλιά στο πρόσωπο. Γι᾿ αυτό υπάρχει ο άνθρωπος, γι᾿ αυτό και μόνο, για μια γκριμάτσα, που τού παίρνει μια ζωή ολόκληρη να τη σχηματίσει, και που δεν καταφέρνει πάντα ούτε να την ολοκληρώσει, τόσο βαριά και περίπλοκη είναι η γκριμάτσα που θα ᾿πρεπε να κάνει, για να εκφράσει όλη την αληθινή ψυχή του, δίχως να πάει τίποτα χαμένο.
Ξάφνου, το τραγούδι τους έγινε πιο δυνατό απ᾿ τη ζωή, κι έστρεψε τη μοίρα κατευθείαν κατά δυστυχία μεριά. Ενώ λοιπόν εκείνες τραγουδούσαν, εγώ δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο απ᾿ τη μιζέρια τού φτωχού κόσμου και απ᾿ τη δική μου προπαντός· με κάναν να τη ρεύομαι σαν να ᾿ταν τόνος οι ρουφιάνες, με το τραγούδι τους, ως την καρδιά μ᾿ ανέβαινε. Αλλά το χειρότερο απ᾿ όλα, ήταν ένα τραγούδι που πάσχιζε να ᾿ναι χαρούμενο, μα δεν τα κατάφερνε. Χώρια που οι συντρόφισσές μου ξεγοφιάζονταν κιόλας τραγουδώντας, μπας και τούς βγει. Είχαμε φτάσει στο μη παρέκει, αυτό να λέγεται, ήμασταν σάμπως σωριασμένοι στη μιζέρια, στην απόγνωση... Σίγουρα πράγματα! Τριγυρνώντας στην ομίχλη, στο παράπονο! Στάλαζε ο θρήνος απ᾿ τη μιζέρια τους, γερνούσες λεπτό το λεπτό μαζί τους. Δεν μοιάζαν ν᾿ αντιλαμβάνονται, πόση δυστυχία προξενούσε σ᾿ όλους εμάς το τραγούδι τους... Κλαίγαν τη ζωή τους χοροπηδώντας χαμογελώντας ρυθμικά... Η μιζέρια ήταν ολόγυρα μας, παρά την χλιδή τής αίθουσας, πάνω μας, πάνω στο σκηνικό, ξεχείλιζε, πιτσιλούσε τη γη ολόκληρη. Αρτίστες όνομα και πράγμα... Ανάδιναν γκαντεμιά, δίχως να θέλουν να το εμποδίσουν, ή και να καταλάβουν ακόμα. Μόνο τα μάτια τους ήταν λυπημένα. Τα μάτια δεν αρκούν. Τραγουδούσαν την πανωλεθρία τής ύπαρξης και τής ζωής και δεν καταλάβαιναν. Το παίρναν κι αυτό για έρωτα, μόνο για έρωτα, δεν τούς είχαν μάθει τα υπόλοιπα σ᾿ αυτές τις πιτσιρίκες. Έναν μικρό καημό τραγουδούσαν, υποτίθεται! Έτσι τον αποκαλούσαν! Τα παίρνεις όλα για ερωτικό καημό, όταν είσαι νέος και δεν ξέρεις... Είναι η μανία των νέων να χώνουν όλη την ανθρωπότητα σ᾿ ένα αιδοίο, ένα και μοναδικό, το μεγάλο όνειρο, η λύσσα τού έρωτα. Θα μάθαιναν ίσως αργότερα οι μικρές που θα τέλειωνε όλο αυτό, όταν δεν θα ᾿ταν πια διόλου ροδαλές, όταν η μεγάλη γκαντεμιά τής κωλοχώρας τους θα τις γράπωνε και τις δεκάξι, με τα χοντρά τους φοραδίσια μεριά, με τα χοροπηδηχτά βυζιά τους... Τις είχε ήδη αρπάξει άλλωστε η μιζέρια τις ομορφούλες, απ᾿ το λαιμό, απ᾿ το κορμί, δεν θα την γλυτώναν. Απ᾿ την κοιλιά, απ᾿ την ανάσα, τις είχε ήδη αρπάξει η μιζέρια απ᾿ όλους τούς κυματισμούς τής λεπτής και φάλτσας τους, φωνής. Ήταν εκεί η μιζέρια. Μήτε κουστούμι, μήτε φώτα, μήτε χαμόγελο που να την ξεγελάει, που να τής γεννάει ψευδαισθήσεις για τούς δικούς της· πάει αυτή και τούς βρίσκει τούς δικούς της, όπου κι αν κρύβονται, και σπάει πλάκα να τούς βάζει, ενώ περιμένουν τη σειρά τους, να τραγουδάν όλες τις σαχλαμάρες τής ελπίδας. Να τι είναι ο πόνος μας ο μέγας: ψυχαγωγία. Τόσο το χειρότερο λοιπόν για όποιον τραγουδάει καψουροτράγουδα! Είναι μιζέρια η αγάπη μόνο αυτή, πάντα αυτή, μιζέρια που έρχεται στο στόμα μας για να πει ψέματα η καριόλα, και πάει τέλειωσε. Την συναντάς παντού τη σκρόφα και μην τυχόν τη ξυπνήσεις τη μιζέρια σου, ούτε για αστείο. Δεν σηκώνει αστεία η μιζέρια. Πάντως οι Αγγλίδες μου, ξαναπιάναν τρεις φορές τη μέρα το τραγούδι. Ήταν επόμενο να στραβώσει για καλά το πράγμα.
Μια ωραία μέρα, αποφασίζεις να μιλάς όλο και λιγότερο για τα πιο προσφιλή σου πράγματα, μιλάς με κόπο κάθε που αναγκάζεσαι να το κάνεις. Έχεις βαρεθεί ν᾿ ακούς τον εαυτό σου να μιλάει. Συντομεύεις… Παραιτείσαι ... Δεν σε κόφτει πια να ᾿χεις δίκιο. Σού φεύγει η διάθεση να κρατήσεις ακόμα και τη θεσούλα που ᾿χεις εξασφαλίσει, μεταξύ των απολαύσεων. Σιχαίνεσαι τον εαυτό σου... Αρκεί τώρα πια να τρως λιγάκι, να εξασφαλίζεις λίγη ζέστα, και να κοιμάσαι όσο πιο πολύ μπορείς στο δρόμο τού τίποτα. Ψάχνεις ακόμη κόλπα και δικαιολογίες για να μείνεις κει δα με τούς φιλάρες, μα είναι και ο θάνατος κει, δίπλα σου, βρωμερός όλη την ώρα πια, λιγότερο μυστηριώδης κι από χαρτοπαίγνιο. Το μόνο πολύτιμο που σού απομένει, είναι οι μικρές λύπες, το ότι δε βρήκες, για παράδειγμα το χρόνο να επισκεφτείς όσο ζούσε ακόμα, το γέρο θείο στο Μπουά-Κολόμπ, που το τραγουδάκι του έσβησε για πάντα ένα βράδυ τού Φλεβάρη. Να τι διαφύλαξες όλο κι όλο από τη ζωή. Αυτή τη μικρούλα φρικτή τύψη, όλα τ᾿ άλλα τα ξέρασες λίγο πολύ στο δρόμο, με πολύ κόπο και λύπη.
Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας. Φερντινάν Σελίν.
Μυθιστορηματική ανθολόγηση. Μυθιστορηματική γιατί ακολουθεί βήμα προς βήμα την πλοκή, και
ανθολόγηση γιατί είναι ένα ανθολόγημα όλου τού κειμένου τού μυθιστορήματος, ένα απόσταγμα από
τα πιο δυνατά κομμάτια.
ΜΙΑ ΣΗΜΕΊΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΉ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΟΛΌΓΗΣΗ
Συμπτώσεις και Τυχαίο όλη μας η ζωή. Άνθρωποι που συναντήσαμε και άλλοι που δε γνωρίσαμε ποτέ, βιβλία που διαβάσαμε και μάς προσδιόρισαν και άλλα ίσως άξια, που δε γνωρίσαμε ποτέ. Για τούς περισσότερους ανθρώπους πολλοί συγγραφείς, δεν έχουν ακόμη γεννηθεί. Για πόσους ο Προυστ ή ο Σελίν, είναι σα να μην υπήρξαν.
Αγωνία λοιπόν αλλά και τυχαίο και συμπτώσεις· ποια παράθυρα θα ανοίξουμε και θα φωτίσουν όσο μπορέσουμε τη ζωή μας και άλλα πάλι που θα μείνουν για πάντα σκοτεινά.
Πόσες προκαταλήψεις για το «δωσίλογο» τον αντισημίτη ΣΕΛΊΝ πρέπει να ξεπεράσει κάποιος, για να αποκαλυφθεί πίσω τους, το αριστούργημά του, «ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΝΎΧΤΑΣ» που μαζί με το «ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΧΑΜΈΝΟ ΧΡΌΝΟ» τού ΠΡΟΥΣΤ, είναι πιστεύω τα δύο αριστουργήματα τής παγκόσμιας μυθιστορηματικής λογοτεχνίας.
Τυχαία λοιπόν αλλά και από τύχη, για μάς τούς άμοιρους τής Γαλλικής γλώσσας, χάρις και στην δεν θα το πω εγώ, υπέροχη μετάφραση τής: Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου.
Πραγματικά σκέφτομαι πολλές φορές, υπάρχουν ακόμη πιο υπέροχοι χυμοί, πιο ξεσηκωτικοί, άλλες άγνωστες γεύσεις να χαρείς, ρουφώντας αυτό το κείμενο στην ίδια του τη γλώσσα τα Γαλλικά ; Πράγμα που βέβαια μοιραία ισχύει για όλες τις μεταφράσεις. Όμως η Ελληνική μετάφραση τού " Ταξιδιού στην άκρη τής νύχτας" νομίζω, δεν σού αφήνει περιθώρια για τέτοιες υποθέσεις. Το ύφος είναι δω, αναπάντεχο, γοητευτικό, αυτάρκες. Μια ευτυχισμένη μεταφορά.
Στις πρώτες αναγνώσεις, κράτησα σε δυο τετράδια, μόνο τα στοχαστικά κομμάτια, αυτά τα ξεσκίδια τής ανθρώπινης απόγνωσης ή τής ανθρώπινης γελοιότητας, τού μεγάλου τίποτα τής ζωής, φωτισμένης μ᾿ ένα φως ανελέητο, και μες στις σκιές του, τα σπαράγματα τής τρυφεράδας κάποιων πλασμάτων, να σπρώξουν λίγο πιο πέρα τη λαθραία μας μοίρα.
Σιγά σιγά τα κομμάτια αυτά αυτονομήθηκαν, ξέχασαν πλοκή και πρόσωπα, όπως συναισθήματα που πολλές φορές ξεχνούν πρόσωπα και περιστάσεις από τα οποία αναδύθηκαν. Όταν τα ξαναδιάβαζα αποχτούσαν όλο και περισσότερη δύναμη και αυτάρκεια, αλλά αγνοούσαν μαζί τους και ᾿γω, τι τα ᾿κανε να υπάρξουν.
Σκέφτηκα και για μένα αλλά και για κάποιον ή κάποια που θα ήθελε να μοιραστεί, τη σκοτεινή ομορφιά τους, να τα ξανασυνδέσω με πρόσωπα και πράγματα, με μια συντομευμένη αλλά επαρκέστατη, και σεβαστική στο κείμενο πλοκή, απόλυτα πιστή στο μεταφρασμένο κείμενο από την Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου. Μια ανθολόγηση με την κυριολεξία τής λέξης. Ξέρω πως αυτό είναι "ιεροσυλία", και για να εξευμενίσω τις "ενοχές" μου, θεώρησα το εγχείρημα σαν ένα ταξίδι μέσα στο " ταξίδι στην άκρη της νύχτας" .
Όλο το ανθολογημένο κείμενο
ΠΡΟΛΟΓΟΣ τού ΣΕΛΊΝ
(Σε επανέκδοση τού Ταξιδιού στην άκρη τής νύχτας, 1949) [1]
Α, δρομολόγησαν πάλι το Ταξίδι. Μού κάνει εντύπωση. Γίναν πολλά εδώ και δεκατέσσερα χρόνια … [2] Αν δεν ήμουν έτσι στριμωγμένος, αναγκασμένος να κερδίζω τη ζωή μου, σάς το λέω αμέσως, θα τα εξαφάνιζα όλα. Δε θ᾿ άφηνα πια να περάσει ούτε αράδα. Όλα τα παίρνουν στραβά. Ανακίνησα ένα σωρό αχρειότητες. Δείτε λιγάκι τον αριθμό των νεκρών, τα μίση ένα γύρο… τις δολιότητες… το βόθρο που ανοίγουν… αυτά τα τέρατα. Α, πρέπει να ᾿ναι κανείς τυφλός και κουφός! Θα μού πείτε: μα δεν είναι το Ταξίδι! Τα αίσχη που σε ξεπαστρεύουν, δεν έχουν σχέση! Η κατάρα σου είσαι συ! Οι Μπαγκατέλες [3] σου! Τα βρωμοσαρδάμ σου! Η παρδαλή μπουφόνα κακουργία σου! Ο νόμος σε δαγκάνει; Σε στραγγαλάει; Τι παραπονιέσαι γαμώτο; Θεόμουρλε. Α, ήμαρτον! ήμαρτον! Λυσσιάζω! Λυσσομάνι! Λαχανιάζω! Φρικιάζω! Ταρτούφοι! Βλίτα! Δε με πλανεύετε μένα! Είναι για το ταξίδι που με γυρεύουν! Κάτω απ᾿ τον πέλεκυ το ουρλιάζω! Έχουμε ανοικτούς λογαριασμούς εγώ κι " Εκείνοι"! Στο μέσα βάθος… που δε λέγεται… Μυστικισμός η φαγωμάρα μας! Τι ιστορία κι αυτή! Αν δεν ήμουνα έτσι στριμωγμένος, αναγκασμένος να κερδίζω τη ζωή μου, σάς το λέω αμέσως, θα τα εξαφάνιζα όλα. Απέτισα τιμή στις ύαινες! … Αμέ! … Καλοκάγαθος! … Προκαταβολική δωρεά… "Οβολός στο Θεό"! Ξεφορτώθηκα την Τύχη… απ᾿ το ᾿36 κιόλας… στις κεφαλοκόφτρες! Σ᾿ ανακριτές! Νεκροθάφτες!… Ένα δύο τρία θαυμαστά βιβλία για να με σφάξουν! Και να στενάξω! Τη δωρεά την έκανα! Ήμουν σπλαχνικός, να! Με διασκεδάζει ο κόσμος των προθέσεων… με διασκέδαζε… δε με διασκεδάζει πια. Αν δεν ήμουνα έτσι υποχρεωμένος, αναγκασμένος θα τα εξαφάνιζα όλα… προπαντός το Ταξίδι… Το μόνο πραγματικά μοχθηρό βιβλίο, απ᾿ όλα τα βιβλία μου είναι το Ταξίδι… Με πιάνετε… Το ευαίσθητο βάθος… Όλα θα ξαναρχίσουν! Όλο το μαγισσολόι! Θ᾿ ακούτε να σφυράν από πάνω, από μακριά, από τόπους δίχως όνομα: λέξεις διαταγές… Έχετε να δείτε μαγγανείες!… Θα με θυμηθείτε… Α, μη νομίζετε πως παίζω! Δεν παίζω πια… Είμαι μάλιστα πιο καλοσυνάτος. Αν δεν ήμουνα εξαναγκασμένος, όρθιος θαρρείς, με τη ράχη κολλημένη σε κάτι… θα τα εξαφάνιζα όλα.
Λ. Φ. Σελίν 1949
Οι Σημειώσεις σχεδόν αποκλειστικά οφείλονται στην μεταφράστρια και επιμελήτρια Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου.
[1] Ο πρόλογος αυτός προστέθηκε στην πρώτη μεταπολεμική επανέκδοση του Ταξιδιού από τις εκδόσεις Froissart, που είχαν μεταφέρει κατά τη διάρκεια τού πολέμου την έδρα τους στις Βρυξέλλες. Τυπώθηκε το 1949 και ενώ ο Σελίν διωκόμενος από τις Γαλλικές αρχές, βρίσκεται στη Δανία αρχικά ως κρατούμενος επί δεκατέσσερεις μήνες και μετά από τον Απρίλιο τού 1948 για πάνω από τρία χρόνια, φιλοξενούμενος κοντά στην Κοπεγχάγη. Η μεταγενέστερη αυτή προσθήκη του Σελίν είναι απόλυτα ενδεικτική τής ύστερης ψυχολογίας αλλά και τής στρατηγικής τού Σελίν, ο οποίος προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τη συμβολή των ρατσιστικών του λιβελογραφημάτων, στην έχθρα που τον περιβάλλει και να αποδώσει την δίωξη και την απομόνωσή του, στη "μοχθηρότητα" τού Ταξιδιού, δηλαδή στην καταγγελτική του ειλικρίνεια, που εκπηγάζει από αυτό που αποκαλεί "ευαίσθητο βάθος". [2] Για την ακρίβεια, από την πρώτη έκδοση, είχαν περάσει δεκαεπτά χρόνια. [3] Μπαγκατέλες: οι αντισημιτικοί λίβελοι του Σελίν.
1. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΘΉΛΩΣΗ ΤΉΣ ΡΆΤΣΑΣ
(Όλοι οι υποτιτλισμοί των κεφαλαίων είναι δικοί μου δεν υπάρχουν στο βιβλίο )
Να πως άρχισε. Εγώ δεν είχα βγάλει κιχ. Ούτε κιχ. Μ᾿ έκανε ο Αρθούρος Γκανάτ να μιλήσω. Ο Αρθούρος φοιτητής κι αυτός τής ιατρικής, φιλαράκος. Ανταμώνουμε λοιπόν στην πλατεία Κλισύ. Ήταν μετά το μεσημεριανό. «Βράζεις αυγό σ᾿ αυτό το αίθριο» αρχίζει. «Έλα από ᾿δω». Τότε προσέχουμε κι ότι δεν υπάρχει κανείς στους δρόμους, ένεκα η ζέστη, τίποτα. Ούτε κι όταν κάνει παγωνιά δεν υπάρχει κανείς στους δρόμους· είναι αυτός που μου ᾿πε, να δεις που το θυμάμαι: «Οι Παριζιάνοι μοιάζουν πάντα φουριόζοι, μα αν το καλοσκεφτείς κόβουν βόλτες από το πρωί ως το βράδυ· απόδειξη πως άμα ο καιρός δε σηκώνει βόλτα, στην παγωνιά ή στη λάβρα, δεν τους βλέπεις πια· είναι όλοι τους χωμένοι μέσα για καφέδες και μπύρες. Έτσι πάει το πράμα! Μεγάλες αλλαγές! σού κοπανάνε. Ποιες μωρέ; Κάτι λέξεις έχουν αλλάξει, και πάλι όχι πολλές! Κάνα δυο, δώθε κείθε, μικρές...» Μετά η κουβέντα στράφηκε πάλι στον πρόεδρο Πουανκαρέ [1] που πήγαινε να εγκαινιάσει, μια έκθεση με σκυλάκια· και απ᾿ τη μια κουβέντα στην άλλη, στον "Καιρό" όπου το ᾿χαμε δει γραμμένο. « Ο Καιρός. Να μια φίνα εφημερίδα!» με πειράζει ο Αρθούρος Γκανάτ. «Δεν είναι άλλη σαν αυτή που να υπερασπίζεται έτσι τη γαλλική ράτσα!» «Τόχει μεγάλη ανάγκη η γαλλική ράτσα, μιας και δεν υπάρχει!», τού λέω γω για να το παίξω ενήμερος, ατάκα κι επιτόπου. «Τι μάς λες, μωρέ, υπάρχει και παραυπάρχει! Κι ωραία ράτσα μάλιστα!» επέμενε αυτός. «Δεν είναι αλήθεια! Η ράτσα, αυτό που εσύ ονομάζεις έτσι, είναι ένα σωρό ταλαίπωροι τού είδους μου, τσιμπλιασμένοι, ξυλιασμένοι, ψωραλέοι, που ξεβράστηκαν εδώ πέρα, σπρωγμένοι από την πείνα, το λοιμό, το χτικιό και το κρύο, νικημένοι, διωγμένοι από τις τέσσερεις γωνιές της γης. Δεν μπορούσαν να πάνε παραπέρα, ένεκα η θάλασσα. Να τι είναι η Γαλλία, και να τι είναι οι Γάλλοι». «Μπαρνταμού», μού κάνει τότε αυτός σοβαρά και λιγάκι θλιμμένα, «οι πατεράδες μας ήταν αντάξιοι μας, μην τούς κακολογείς!...» «Έχεις δίκιο Αρθούρε, όσο γι αυτό έχεις δίκιο! Μοχθηροί κι υποταγμένοι, βιασμένοι, ληστεμένοι, σφαγμένοι και μια ζωή κορόιδα, ήταν αντάξιοι μας! Σωστά το λες! Δεν αλλάζουμε! Μήτε κάλτσες μήτε αφεντικά, μήτε απόψεις. Γεννηθήκαμε πιστοί εμείς, μέχρι σκασμού! Στρατιώτες τζαμπέ, ήρωες για τον κόσμο όλο και πίθηκοι που μιλάνε λέξεις βασανισμένες...» «Υπάρχει η αγάπη, Μπαρνταμού!» «Η αγάπη, Αρθούρε μου, είναι το άπειρο στο επίπεδο των κανίς, κι έχω και μια αξιοπρέπεια εγώ», τού αντιγυρίζω. «Άσε εσένα! Ένας αναρχικός είσαι και τίποτε άλλο! Κι έπειτα, τη μέρα που η πατρίδα θα μού ζητήσει να χύσω το αίμα μου για χάρη της, θα με βρει έτοιμο βέβαια.» Να τι μου απάντησε. Πράγματι, ο πόλεμος μάς κοντοζύγωνε τους δυο μας, δίχως να το πάρουμε χαμπάρι και το κεφάλι μου δεν έστεκε πολύ καλά. «Είναι αλήθεια, έχεις δίκιο τελικά», παραδέχθηκα εγώ, συμβιβαστικός, μα είναι και τα αφεντικά, που αμολάνε μια αγριοφωνάρα στο έτσι: «Έχουμε πόλεμο, κοπρόσκυλα!» μάς κάνουν. «Θα τούς τη χώσουμε στους λεχρίτες, θα τούς τινάξουμε στον αέρα!» «Είναι ακριβώς όπως το λες!» μ᾿ εγκρίνει ο Αρθούρος, που ᾿χει γίνει ευκολόπιστος. Μα να που μπροστά απ᾿ το καφενείο, αρχίζει να περνάει ένα σύνταγμα, με το συνταγματάρχη του μπροστά καβάλα στ᾿ άλογό του, έδειχνε πολύ εντάξει τύπος και κάργα λεβέντης ο συνταγματάρχης! Έδωσα ένα σάλτο από τον ενθουσιασμό. «Πάω να δω αν είναι έτσι!» τού φωνάζω τού Αρθούρου, και τραβάω να καταταγώ, και μάλιστα τροχάδην. «Είσαι πολύ μαλάκας, Φερδινάνδε!» μού φωνάζει ο Αρθούρος με τη σειρά του, σίγουρα θιγμένος απ᾿ την εντύπωση που ᾿κανε ο ηρωισμός μου, στον κόσμο που μάς κοίταζε. «Θα το δούμε κωθώνι!» πρόφτασα να τού φωνάξω, προτού στρίψουμε στο δρόμο, με το σύνταγμα στο κατόπι του συνταγματάρχη και τής φανφάρας του. Να πως ακριβώς έγινε. Βαδίσαμε λοιπόν κάμποσο. Τελειώναν και τελειωμό δεν είχαν οι δρόμοι, ήταν κι άμαχοι εκεί με τις γυναίκες τους, που δωσ᾿ του να μάς εμψυχώνουν και να μάς πετάνε άνθη από τα καφενεία, μπροστά στους σταθμούς απ᾿ τις γεμάτες εκκλησίες. Ένας σκασμός πατριώτες. Κι έπειτα πήραν να λιγοστεύουν οι πατριώτες... τέρμα οι εμψυχώσεις, ούτε η παραμικρή στο δρόμο. Ήμασταν λοιπόν αναμεταξύ μας πια;» Η φανφάρα σταμάτησε. «Κοντολογίς είπα τότε εγώ, άμα είδα κατά που τραβούσε το πράγμα, «δεν έχει πια πλάκα! Γράψε λάθος!» Κι έκανα να τού δίνω. Μα ήταν αργά. Ήμασταν πιασμένοι στη φάκα σα τα ποντίκια.
[1] Πουανκαρέ: (1860-1934). Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας από το 1913 έως το 1920, άρα καθ᾿ όλη τη διάρκεια τού 1ου παγκοσμίου πολέμου. Οπαδός μιας άτεγκτης στάσης έναντι των Γερμανών.
2. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΌ ΤΟΎ ΠΌΛΕΜΟΥ ΣΕ ΌΛΑ ΕΚΕΊΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΎΜΕ ΝΑ ΚΑΤΑΛΆΒΟΥΜΕ.
Άπαξ και μπεις, μπήκες για τα καλά. Μάς ανέβασαν σ᾿ άλογα κι έπειτα από δυο μήνες πάνω κει, μάς ξαναστήσαν στα πόδια μας. Ίσως επειδή παρακόστιζε ακριβά. Πέρα μακριά στο λιθόστρωτο, υπήρχαν δυο μαύρα σημάδια, καταμεσής δυο Γερμανοί, πολύ απασχολημένοι να ρίχνουν ντουφεκιές για κάνα τέταρτο και βάλε. Ο συνταγματάρχης μας, ίσως να ᾿ξερε γιατί ρίχναν οι μάγκες, μπορεί και οι Γερμανοί, εγώ όμως μα την αλήθεια, δεν ήξερα. Όσο κι αν χαρχάλευα στη μνήμη μου δεν τούς είχα κάνει τίποτα ᾿γω των Γερμανών. Ο πόλεμος κοντολογίς ήταν όσα δεν καταλαβαίναμε. Δεν επήγαινε άλλο. «Σε μια τέτοια ιστορία, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να λακίσεις» έλεγα μέσα μου στο φινάλε… Έρημες αγροικίες πέρα, άδειες κι ορθάνοιχτες εκκλησιές, θαρρείς και είχαν φύγει οι αγρότες για ημερήσια εκδρομή όλοι τους και μάς είχαν εμπιστευτεί όλο τους, το βιος... Για να κάνουμε με την άνεση μας, ο,τι μάς κατέβαινε, όσο εκείνοι λείπανε. Πολύ ευγενικό εκ μέρους τους έμοιαζε. «Αν όμως δεν ήταν αλλού» έλεγα μέσα μου εγώ, «δε θα φερόμασταν τόσο άθλια. Τόσο άσχημα. Μπροστά τους δε θα τολμούσαμε. Ήμασταν μοναχοί μας, σα νιόνυμφοι που πιάνουν τα μπαλαμούτια, με το που φεύγει ο κόσμος» Ο συνταγματάρχης μας να λέγεται, έδειχνε αποστομωτική παλληκαριά! Έκοβε βόλτες στο λιθόστρωτο, ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά, άνετος λες και περίμενε κάνα φίλο στη αποβάθρα τού σταθμού. Ήταν λοιπόν τέρας ο συνταγματάρχης! Αντιλήφθηκα ταυτόχρονα ότι θα ᾿ταν κάμποσοι σαν και δαύτον στο στρατό μας λεβέντες, κι έπειτα άλλοι τόσοι σίγουρα στον αντικρυνό στρατό. Ποιος ξέρει πόσοι; Με τέτοια υποκείμενα αυτή η σατανική βλακεία μπορούσε να βαστάξει επ᾿ αόριστον… «Μα ήμουν λοιπόν ο μόνος δειλός επί τής γης;» συλλογιζόμουνα. Και με τι τρομάρα… Χαμένος ανάμεσα σε δύο εκατομμύρια παλαβούς, ηρωικούς και ξέφρενους, για να τ᾿ αφανίσουν όλα, Γερμανία, Γαλλία και ηπείρους, ό,τι ανασαίνει! Ωραίοι ήμασταν! Το συνταγματάρχη, τον έβλεπα να λαβαίνει στο χαράκωμα, ραβασάκια από το στρατηγό, που τα διάβαζε με το πάσο του ανάμεσα στα βόλια. Δεν έφερνε κανένα τους λοιπόν τη διαταγή, να σταματήσει επιτόπου αυτό το μακελειό; Δεν τού λέγανε ότι είχε γίνει παρεξήγηση; Φοβερό λάθος; Ότι γυμνάσια θέλανε να κάνουν στ᾿ αστεία και όχι φόνους! Αμ δε! Ο αρχηγός όλων μας, έστελνε ένα φάκελο ανά πεντάλεπτο με ᾿να σύνδεσμο που από την τρομάρα του, φαινόταν ολοένα πιο κίτρινος και χεσμένος. Θ᾿ αδελφώναμε ευχαρίστως με εκείνο το φοβητσιάρη! Μα που καιρός για αδελφοσύνες. Υπάρχουν κάμποσοι τρόποι να καταδικαστείς σε θάνατο. Α τι δεν θα ᾿δινα εκείνη τη στιγμή για να βρεθώ στη φυλακή αντί για εδώ, ο ηλίθιος. Μυαλό κουκούτσι! Απ᾿ τη φυλακή βγαίνεις ζωντανός, από τον πόλεμο όχι. Όλα τα άλλα, είναι λόγια. Ήξερα μια τέτοια πανέτοιμη φυλακή στη λιακάδα, στη ζέστα, την ήξερα καλά, περνούσα συχνά από εκεί, άλλοτε. Ήμουν παιδί τότε, με φόβιζε η φυλακή. Είναι γιατί δεν γνώριζα ακόμη τους ανθρώπους. Δεν θα ξαναπιστέψω ποτέ όσα λένε, όσα σκέφτονται. Τούς ανθρώπους και μόνο αυτούς, πρέπει να φοβάσαι πάντοτε. Πόσο καιρό έπρεπε να βαστάξει η μανία τους για να σταματήσουν ξέπνοα επιτέλους αυτά τα τέρατα; Μπορεί κι ίσαμε το θάνατο όλου του κόσμου, όλων των παλαβών; Κι αφού τα γεγονότα παίρναν τέτοια τροπή, αποφάσισα να επιχειρήσω το έσχατο διάβημα, να δοκιμάσω εγώ ολομόναχος να σταματήσω τον πόλεμο. «Τι θέλετε;» θα με ρωτούσε αυτός φανταζόμουνα, κατάπληχτος βέβαια για το θράσος μου, να τον διακόψω. Θα τού εξηγούσα τότε τα πράγματα, καταπώς εγώ τα αντλαμβανόμουνα. Θα βλέπαμε τότε τι πίστευε η αφεντιά του. Δύο μαζί τα καταφέρνουν καλύτερα από έναν. Ετοιμαζόμουν να προβώ σ᾿ αυτό το αποφασιστικό διάβημα όταν, έφτασε καταπάνω μας ένας άνιππος ιππέας με το κράνος του ανάποδα στο χέρι, σαν τον Βελισσάριο [1], τρεμουλιάρης και καταλασπωμένος. Τραύλιζε, ούτε και σ᾿ αυτό το φάντασμα λοιπόν δεν άρεσαν τα βόλια; «Τι συμβαίνει», τον έκοψε απότομα ο συνταγματάρχης, αψύς, ρίχνοντας σ᾿αυτό το εκτόπλασμα ένα κάτι σαν ατσάλινο βλέμμα. «Ο λοχίας ιππικού Μπαρούζ μόλις σκοτώθηκε, συνταγματάρχα μου» λέει μονοκοπανιά. «Και λοιπόν;» «Σκοτώθηκε πηγαίνοντας να φέρει το φορτηγό με τις κουραμάνες, συνταγματάρχα μου» «Κι οι κουραμάνες;» ρώτησε ο συνταγματάρχης Ήταν το τέλος τού διαλόγου, γιατί θυμάμαι καλά πως ο συνταγματάρχης πρόφτασε ίσα ίσα να πει: «Κι οι κουραμάνες;» Κι αυτό ήταν όλο. Μετά μόνο φωτιά και αντάρα. Τόσο γεμάτα ήταν τα μάτια μας, τα αυτιά μας, το στόμα μας, ξάφνου, απ᾿ την αντάρα, που πίστευα στα αλήθεια πως πάει τέλειωσε. Αμέσως μετά σκέφτηκα το λοχία Μπαρούζ, που ᾿χε μόλις τιναχτεί. Ευχάριστο νέο. Γνώριζα ακόμα τρεις τέσσερεις στο σύνταγμα, γομάρια πρώτης, που θα τούς είχα πολύ ευχαρίστως βοηθήσει, να βρουν μια οβίδα σαν τού Μπαρούζ. Όσο για τον συνταγματάρχη, εγώ δεν ήθελα το κακό του. Μα είχε κι αυτός πεθάνει. Τόσο το χειρότερο για δαύτον! Αν είχε φύγει με τα πρώτα βόλια, δεν θα την έτρωγε. Άφησα εκείνα τα μέρη, δίχως να επιμείνω, κατευχαριστημένος που είχα βρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να λακίσω. «Μια μόνο οβίδα! Σαν πολύ γρήγορα βολεύτηκε η κατάσταση, όσο να ᾿ναι με μια μόνο οβίδα», μονολογούσα, «Κοίτα να δεις!» «Θα υπάρχουν τέλεια κόλπα» έλεγα ακόμα μέσα μου, «για να πιαστείς αιχμάλωτος!...» Βαδίζοντας ευθεία μπροστά μου, θυμόμουνα την τελετή τής προηγουμένης. Σ᾿ ένα λιβάδι είχε γίνει η τελετή, στη ράχη κάποιου λόφου· ο συνταγματάρχης είχε απευθυνθεί με τη φωνάρα του στο σύνταγμα: «Άνω τας καρδίας!» να λέει «Άνω τας καρδίας! Και ζήτω η Γαλλία». Είναι λίγο να πεθάνεις άμα δεν έχεις φαντασία, άμα όμως έχεις, είναι πάρα πολύ. Αυτή είναι η γνώμη μου. Ποτέ δεν είχα καταλάβει τόσα πράγματα μονομιάς. Ο συνταγματάρχης δεν είχε ποτέ του φαντασία. Όλη του η ατυχία αυτού τού τύπου εκεί οφειλόταν, η δικιά μας προπαντός. Ήμουν λοιπόν ο μόνος που φανταζόμουν το θάνατο σε τούτο τα σύνταγμα; Δικαιούσαι να ᾿χεις άποψη για το δικό σου θάνατο. Μα που να πάω όμως; Και ξανασκεφτόμουν τον συνταγματάρχη, έτσι παλικαράς που ᾿ταν αυτός ο άνθρωπος, με την πανοπλία του, το κράνος του και τις μουστάκες του, αν τον μοστράρανε, όπως τον είχα δει εγώ να σουλατσάρει κάτω από τα βόλια και τις οβίδες, σε μιούζικ χολ, θα ᾿ταν θέαμα να γεμίσει την Αλάμπρα, θα ᾿χε επισκιάσει και τον Φραγκσόν [2] ακόμα, κι ας ήταν ο τύπος βεντέτα ολκής την εποχή που σάς μιλάω. Να τι σκεφτόμουν εγώ. Κάτω τας καρδίας! σκεφτόμουν εγώ. Ύστερα απ᾿ ώρες κι ώρες προσεχτικής πορείας, ξεδιάκρινα τελικά τους φαντάρους μας στο έμπα ενός μικρού χωριού μ᾿ αγροικίες. Ήταν ένας δικός μας προμαχώνας. Μήτε ένας σκοτωμένος από τους δικούς τους, μού ανακοίνωσαν. Κι εγώ πού ᾿φερνα το μεγάλο νέο: «Ο συνταγματάρχης είναι νεκρός!» τούς φώναξα, άμα βρέθηκα κοντά στο φυλάκιο. «Από συνταγματάρχες βρωμάει ο τόπος!» μού αποκρίθηκε ατάκα ο δεκανέας Παστίγ, που ήταν βάρδια. «Δε θα τους ξαναπώ πια τίποτα από δω και μπρος!» μονολογούσα θιγμένος. Το ᾿βλεπα καλά, ότι δεν άξιζε τον κόπο να λες το παραμικρό σ᾿ αυτούς τούς τύπους, ότι ένα δράμα σαν κι αυτό που ᾿χα δει πήγαινε στράφι με τέτοια γομάρια! Ότι ήταν πολύ αργά για να ενδιαφέρει πια κανέναν. Και όσο σκέφτομαι ότι πριν οκτώ μέρες θα ᾿χαν κοτσάρει τέσσερις στήλες στις εφημερίδες και με τη φωτογραφία μου μαζί για τέτοιο θάνατο συνταγματάρχη. Ηλίθιοι. Τα πάντα μπορούν να συμβούν, κι ήρθε η σειρά μου να γίνω δεκανέας. Με στέλναν συχνά με πέντε άντρες, σύνδεσμο, στις διαταγές του στρατηγού Ντεζ Αντράιγ. Αυτός ο αρχηγός, δεν έμοιαζε εκ πρώτης όψεως ούτε σκληρός, ούτε ήρωας.Αλλά καλά ήταν να φυλάγεσαι… Φαινόταν να προτιμάει πάνω από όλα τη βολή του. Για τον επιτελάρχη του, με τα τέσσερα γαλόνια του, αυτή η μανία τής άνεσης ήτανε μεγάλος μπελάς. Οι οικιακές απαιτήσεις τού στρατηγού Ντεζ Αντράιγ τον φούρκιζαν. Πόσο μάλλον που ο τύπος χλεμπονιάρης, γαστροπαθής, δεκάρα δεν έδινε για το φαΐ. Αναγκαζόταν όμως να τρώει τα μελάτα του αυγά στο τραπέζι τού στρατηγού και να ακούει επί τῃ ευκαιρία τις αιτιάσεις του. Ή είσαι στρατιώτης ή δεν είσαι. Δεν κατάφερνα πάντως να τον λυπηθώ, γιατί ήταν μεγάλο καθίκι σαν αξιωματικός. Αφού σερνόμασταν λοιπόν ίσαμε το βράδυ από μονοπάτια σε λόφους, κάναμε επιτέλους στάση για να πλαγιάσει κάπου ο στρατηγός μας. Τού ψάχναμε και τού βρίσκαμε ένα ήσυχο χωριό, καλά προφυλαγμένο. Το χωριό καπαρωνόταν αποκλειστικά για το στρατηγό, τ᾿ άλογα του, τις κασέλες του, κι επίσης για κείνο το καθίκι τον ταγματάρχη. Τον λέγανε Πενσόν τον αρχικόπανο, ταγματάρχη Πενσόν. Μακάρι να τα ᾿χει τώρα πια για τα καλά τινάξει, κι όχι με θάνατο χουζουράτο. Αλλά τότε, τη στιγμή που μιλάμε, ήταν ακόμα ζωντανός μέχρις αηδίας ο Πενσόν. Μάς μάζευε κάθε βράδυ, εμάς τούς άντρες τού συνδέσμου, και τότε μάς πέταγε ένα γερό βρισίδι για να μάς επαναφέρει στην τάξη και να ξυπνήσει το ζήλο μας. Μας ξαπόστελνε στου διαόλου τη μάνα, εμάς που σερνόμασταν ολημερίς καταπόδι τού στρατηγού. Πεζή! Ιππαστί! Ξαναπεζή! Έτσι για να μεταφέρουμε τις διαταγές του πέρα δώθε. Η μεγάλη ήττα σ᾿ όλα τα πράγματα, είναι να ξεχνάς προπαντός τι σ᾿ έκανε να ψοφήσεις, δίχως ποτέ να καταλάβεις πόσο γομάρια είναι οι άνθρωποι. Άμα βρεθούμε στο χείλος τής τρύπας, δεν πρέπει ούτε να κάνουμε τούς καμπόσους ούτε όμως να ξεχάσουμε, πρέπει να τα διηγηθούμε όλα κατά λέξη, ότι πιο φαύλο είδαμε στους ανθρώπους, κι έπειτα να τα τινάξουμε και να χωθούμε μέσα. Είναι αρκετή δουλειά αυτό για μια ζωή ολόκληρη. Πάντα μου έλεγα, ότι το πρώτο φως που θα βλέπαμε, θα ᾿ταν της ντουφεκιάς τού τέλους. Είχα χάσει από την κούραση, λίγο από το φόβο καθ᾿ οδόν. Το μαρτύριο να σε ξεπατώνουν μέρα νύχτα, κάνει στο φινάλε και τούς πιο πεισματάρηδες να διστάζουν να ζήσουν κι άλλο. Για να πάρει στροφές το μυαλό ενός κόπανου, πρέπει να τού συμβούν πολλά και πολύ ζόρικα. Αυτός που με είχε κάνει να σκεφτώ για πρώτη φορά στη ζωή μου, να κάνω στ᾿ αλήθεια σκέψεις πραχτικές κι ολοδικές μου, ήταν σίγουρα ο ταγματάρχης Πενσόν, αυτό το μούτρο ο βασανιστής.
[1] Βελισάριος: Μεγάλος στρατηγός τού Βυζαντίου (500-565), που κατέστειλε τη στάση τού Νίκα και τον οποίο σύμφωνα με λαϊκές περιγραφές και διηγήσεις, τιμώρησε εκ των υστέρων ο Ιουστινιανός με τύφλωση, αναγκάζοντάς τον να επαιτεί στους δρόμους με αναποδογυρισμένο το κράνος.
[2] Φραγκσόν: διάσημος τραγουδιστής, η βεντέτα τού μιούζικ χολ Αλάμπρα.
3. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΑ ΒΆΘΗ ΤΟΎ ΕΝΣΤΙΚΤ΄ΩΔΙΚΟΥ ΞΕΠΕΣΜΟΎ.
Ύστερα από μια μικρή ανάπαυλα καβαλικέψαμε πάλι τ᾿ άλογα και ξεκινήσαμε για το βορρά. Το κρύο ήρθε κι αυτό αντάμα. Το κανόνι δεν μάς αποχωριζόταν πια. Με τούς Γερμανούς όμως συναντιόμαστε μόνο τυχαία. Καμωνόμασταν πως τούς ψάχναμε, αλαργεύαμε όμως, μόλις τούς διακρίναμε. Σε κάθε συνάντηση, σκοτώνονταν δυο τρεις ιππείς, πότε δικοί τους, πότε δικοί μας. Και τ᾿ άλογα των Γερμανών, ξαμολημένα λεύτερα καλπάζαν μοναχά τους και ροβολούσαν προς το μέρος μας. Έρχονταν τα δικά μας άλογα να συναντήσουν αμέσως τα φιλαράκια. Τα τυχερά. Που τέτοιο πράγμα μ᾿ εμάς. Σε λίγο θα χωνόμασταν στην θύελλα και ό,τι πασχίζαμε να μη βλέπουμε, θα ήταν τότε φάτσα μπροστά μας και μόνο αυτό θα μπορούσαμε πια να δούμε: τον ίδιο μας το θάνατο. Άμα είναι το επάγγελμα σου να σε σκοτώνουν, δεν πρέπει να κάνεις το δύσκολο, πρέπει να καμώνεσαι πως η ζωή συνεχίζεται, αυτό είναι το πιο ζόρικο, αυτό το ψέμα. Όποιος μιλάει για το αύριο είναι καθίκι, το σήμερα μόνο μετράει. Άμα επικαλείσαι το αύριο είναι σα να βγάζεις λόγο στα σκουλήκια. Ο επιλοχίας φύλαγε τα ανθρώπινα ζώα για τα μεγάλα σφαγεία που ᾿χαν μόλις ανοίξει. Είναι βασιλιάς επιλοχίας. Ο βασιλιάς του θανάτου! Πιο ισχυρός δεν γίνεται. Ένας μονάχα είναι εξίσου ισχυρός, ο επιλοχίας των άλλων, των αντικρινών. Όλα για το πλιάτσικο. Λες και θα ζούσαμε ακόμα χρόνια. Λεηλατούσαν για να ξεχνιούνται, για να καμώνονται ότι είχαν κι άλλο καιρό μπροστά τους. Παντοτινοί πόθοι. Ακόμα κι αυτοί που πολεμάνε, ενόσω πολεμάνε, δεν τον φαντάζονται τον πόλεμο. Ακόμα και με σφαίρα στην κοιλιά, ήταν ικανοί να συνεχίζουν να μαζεύουν παλιοπάπουτσα στο δρόμο, που «όλο και σε κάτι θα χρησίμευαν». Έτσι και το πρόβατο, σωριασμένο με το πλευρό στο λιβάδι, ξεψυχάει και βοσκάει ακόμα. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πεθαίνουν παρά μονάχα την τελευταία στιγμή· άλλοι αρχίζουν είκοσι χρόνια νωρίτερα και καμιά φορά παραπάνω. Είναι οι άμοιροι τής γης. Όσο για μένα πολύ μυαλωμένος δεν ήμουν, μα είχα στο μεταξύ γίνει αρκετά ρεαλιστής, ώστε να ᾿μαι τελεσίδικα άνανδρος. Πάντως ενέπνεα έτσι που ήμουνα, μια παράξενη εντύπωση στον λοχαγό μας, τον Ορτολάν, που αποφάσισε να μού αναθέσει μια λεπτή αποστολή. Έπρεπε, μού εξήγησε, να πάω τροχάζοντας προτού ξημερώσει ίσαμε τη Νουαρσέρ [1] , να εξακριβώσω επιτόπου την παρουσία τού εχθρού. Οι Αζτέκοι ξεκοιλιάζαν συχνά, καταπώς λένε στους ναούς τού ήλιου, ογδόντα χιλιάδες πιστούς τη βδομάδα, προσφορά στον θεό των νεφών, για να τούς στείλει βροχή. Είναι πράγματα που δυσκολεύεσαι να τα πιστέψεις προτού πας στον πόλεμο. Μα όταν πας, όλα εξηγούνται, κι οι Αζτέκοι και η περιφρόνηση τους για τού αλλουνού το κορμί, όμοια μ᾿ αυτήν που πρέπει να ᾿νιωθε για την ταπεινή συκωταριά μου, ο στρατηγός μας, Ντεζ Αντράιγ. Δε μου ᾿μενε παρά μια μικρούλα ελπίδα να πιαστώ αιχμάλωτος. Ήταν ελάχιστη αυτή η ελπίδα, μια στάλα. Μια ντουφεκιά σού λαχαίνει πιο γρήγορα από μια χαιρετούρα, τέτοιες ώρες. Ξεδιάκρινα πολύ καλά το δρόμο εκείνη τη στιγμή και στα πλάγια, μες τη λασπουριά, τα μεγάλα τετράγωνα και τους όγκους των σπιτιών, με τοίχους ασπρισμένους από το φεγγάρι. Ήταν όλα δικά μου εκείνο το βράδυ. Ήμουν επιτέλους ιδιοκτήτης του φεγγαριού, τού χωριού, ενός φόβου τεράστιου. Η Νουαρσέρ πρέπει να ᾿ταν ακόμα τουλάχιστον μια ώρα μακριά, όταν ξεδιάκρινα μια καλά κρυμμένη λάμψη στο ανώφλι μιάς πόρτας. Η λάμψη χάθηκε γρήγορα, μα την είχα δει καθαρά. Χτύπησα. Επέμεινα, ξαναχτύπησα, φώναξα δυνατά, μισογερμανικά, μισογαλλικά, εναλλάξ, για κάθε ενδεχόμενο. Η πόρτα μισάνοιξε στο τέλος, ένα μόνο φύλλο. «Ποιος είναι;» έκανε μια φωνή. Είχα σωθεί. «Είμαι δραγόνος...» «Γάλλος;» Μπορούσα να διακρίνω τη γυναίκα που μιλούσε. «Ναί Γάλλος...» «Είναι που περάσαν από δω χάμω πρωτύτερα κάτι Γερμανοί δραγόνοι... Γαλλικά μιλάγαν και τού λόγου τους...» «Που είναι τώρα;» ρώτησα. «Ξαναφύγαν για τη Νουαρσέρ στις οκτώ πάνω κάτω...» «Δεν σάς βρίσκεται κάνα μπουκάλι κρασί να μού πουλήσετε;» ρώτησα. «Πες το στη μάνα... Αυτή μπορεί να ξέρει αν μένει τίποτες... Μας πήρανε κάμποσο οι Γερμανοί...» «Δεν έχει άλλο!» Ξανάρθε να μού ανακοινώσει η μικρή, «το πήραν όλο οι Γερμανοί...» «Α, όσο γι᾿ αυτό ήπιανε με το καντάρι!» παρατήρησε η μάνα. «Ούτε ένα δεν απόμεινε λοιπόν;» επέμεινα εγώ. «Δε με νοιάζει να πληρώσω» «Μόνο το πολύ καλό έχει μείνει. Πάει τάλιρο το μπουκάλι...» παραδέχθηκε η μάνα. «Εντάξει!» και έβγαλα το τάλιρο από την τσέπη. Μού έδωσαν ό,τι ζήτησα, ήταν ώρα να στρίβω. «Μην μπας και τούς πείτε πως είμαστε ακόμη δω!», ξαναβγήκε η κόρη να μού φωνάξει. «Θα το δουν έτσι κι αλλιώς αύριο μόνοι τους» απάντησα εγώ, «αν είστε εδώ ή όχι». Μού κακοφαίνονταν που ᾿χα σκάσει τις εκατό πεντάρες μου. Είχαν μπει ανάμεσα μας, αυτές οι εκατό πεντάρες. Φτάνουν εκατό πεντάρες για να μισήσεις και για να θες να ψοφήσουν όλοι τους. Δεν έχεις αγάπη να σπαταλήσεις στον κόσμο τούτο, όσο θα υπάρχουν εκατό πεντάρες. «Αύριο!» επαναλάμβαναν αυτοί, αβέβαιοι... Τ᾿ αύριο, και γι᾿ αυτούς ακόμα, ήταν μακριά, δεν είχε και πολύ νόημα ένα τέτοιο αύριο. Αυτό που ᾿χε σημασία για όλους μας ήταν να ζήσουμε μια ώρα παραπάνω, και μια ώρα μόνο σ᾿ έναν κόσμο που όλα έχουν συρρικνωθεί στο φόνο, είναι ήδη φαινόμενο. Θα ᾿ταν δύο μετά τα μεσάνυχτα, όταν έφτασα στην κορφή ενός μικρού λόφου. Από κει πάνω, ξεδιάκρινα στην κατηφοριά αράδες κι αράδες αναμμένα γκαζοφάναρα, κι έπειτα, σε πρώτο πλάνο, έναν κατάφωτο σταθμό με τα βαγόνια του, το κυλικείο του, απ᾿ όπου ωστόσο δεν ερχόταν κανένας θόρυβος... Τίποτα. Τίποτε άλλο από σκοτάδι γύρω από την πόλη, που ᾿ταν σωριασμένη μπρός μου, σαν να την είχαν χάσει. Όταν ξανακοίταξα προς τη μεριά τής πόλης, κάτι είχε αλλάξει προς την μεριά του αναχώματος μπροστά μου. Πρέπει να ᾿ταν κάποιος... Ένας πεζικάρης ήταν με το κεραμίδι του, καλοτσακισμένο "μάγκικα". Ζυγώναμε ο ένας τον άλλο. Είχα στο χέρι το περίστροφο. Λίγο έλειψε να τού ρίξω, δίχως να ξέρω το γιατί. «Να σού πω» με ρωτάει, «εσύ τούς είδες;» «Όχι, μα έρχομαι κατά δω για να τούς δω.» «Βαρέθηκα» να ξαναλέει αυτός, «θα πάω να με τσακώσουν οι Γερμαναράδες...» «Φοβάσαι δηλαδή;» «Φοβάμαι, κι έπειτα όλα αυτά είναι μαλακίες, αν θες τη γνώμη μου, χέστηκα ᾿γω για τούς Γερμανούς, δεν μού κάναν τίποτα...» Μού διηγήθηκε λοιπόν το φευγιό τού δικού του συντάγματος, την προηγουμένη, λόγω που οι δικοί μας ακροβολιστές είχαν από λάθος ανοίξει πυρ πάνω στο λόχο του. «Σιγά μην άφηνα ᾿γω την ευκαιρία!» πρόσθεσε αυτός. «"Ροβινσώνα", μου λέω!—Ροβινσώνα με λένε!...Ροβινσώνα Λεόν! — "ή λακίζεις τώρα ή ποτέ", μού λέω!... Σωστά;... Πλεύρισα λοιπόν ένα δασάκι και κει είδα, α θες το πιστεύεις, το λοχαγό μας... Στηριγμένος σ᾿ ένα δέντρο, σε μαύρο χάλι ο καραβανάς!... Τα τίναζε... Βαστούσε το βρακί του με τα δυο του χέρια και ξερνοβόλαγε...Τού τρέχαν αίματα από παντού..."Μανούλα μου! Μανούλα μου!" να μυξοκλαίει, πάνω που τα τίναζε και κατουρούσε αίμα... »"Πάνε αυτά!" τού λέω εγώ. "Σ᾿ έχει γραμμένο η μανούλα σου!"... Στο έτσι αμ πως, και χωρίς πολλά πολλά!... Κατάμουτρα!... Δε λέω πως το γλέντησε ο κοπρίτης!... Ε, ρε φίλε... δε σού λαχαίνει κάθε μέρα, ε, να μπορείς να του τα πεις έξω από τα δόντια τού λοχαγού... Δεν τη χάνεις τέτοια ευκαιρία. Σπανίζει!... Και για να την κοπανήσω πιο σβέλτα, πέταξα το γυλιό και τα όπλα μαζί... Έτσι και σε δούνε με όπλο οι Γερμανοί, ε; Την έβαψες! Ενώ άμα κυκλοφορείς στα άσχετο, με άδεια χέρα... Ξέρουν με ποιόν έχουν να κάνουν... Το καλύτερο θα ᾿ταν να φτάσεις τσίτσιδος στους Γερμανούς... Σαν άλογο! Δεν θα ξέραν τότε τίνος στρατού είσαι...» «Κει κάτω είναι τού λόγου τους, ε;» Λογαριάζαμε και ζυγίζαμε μαζί τις πιθανότητές μας και ψάχναμε το μέλλον μας σαν στα χαρτιά, στο μεγάλο φωτεινό πεδίο που μάς πρόσφερε η βουβή πόλη. «Πάμε;» «Πρέπει να το κάνουμε όσο είναι νύχτα» πρόσθεσε ο Ροβινσώνας, «τη μέρα δεν υπάρχουν φίλοι, δουλεύουν όλοι για τη μόστρα τη μέρα... Θα τόνε πάρεις και το ντορή μαζί σου;» Τονε πήρα το ντορή. Λάβαινα τα μέτρα μου για να την κοπανήσουμε πιο εύκολα έτσι και μας κάνανε κακή υποδοχή. Φτάσαμε στη σιδηροδρομική διάβαση. «Λες να ᾿χουν κιόλας μπει στην πόλη;» «Σίγουρα!» είπε αυτός… «Όπως και να ᾿χει προχώρα!…» Ο Ροβινσώνας είχε δίκιο, ήταν άσπλαχνη η μέρα απ᾿ τον ουρανό μέχρι τη γη. «Τ᾿ άκουσες πως το 1ο των Ουσάρων το ᾿πιασαν αιχμάλωτο σύσσωμο;… στη Λίλλη;… Μπήκαν στο άνετο, λένε, ε! με τον συνταγματάρχη επικεφαλής… Τους ζώσαν… Από μπρός… Από πίσω… Γερμανοί ολούθε!… Αυτό ήταν… Σαν τα ποντίκια τούς στριμώξανε! Τούς έφεξε, δε σού λέω τίποτα!…» «Ακούς εκεί! Ακούς εκεί!» Δεν τη χωρούσε ο νους μας εμάς τέτοια θαυμαστή αιχμαλώτιση, τόσο ξεκάθαρη, τόσο οριστική… Ξεροί είχαμε μείνει. Τα μαγαζιά είχαν τα παντζούρια σφαλιστά, τα σπίτια επίσης, με τον κηπάκο τους μπροστά νοικοκυρεμένα. Αλλά μετά το ταχυδρομείο, είδαμε ότι κάποιο σπίτι στραφτάλιζε μ᾿ όλα του τα φώτα, σ᾿ όλα τα παράθυρα, στον πρώτο και στον ημιώροφο. Πήγαμε να χτυπήσουμε την πόρτα. Τ᾿ άλογο ξοπίσω μας. Μάς άνοιξε ένας χοντρός με γένια. «Είμαι ο δήμαρχος τής Νουαρσέρ» μάς ανακοίνωσε ο τύπος με τη πρώτη, δίχως να τον ρωτήσουμε, «και περιμένω τούς Γερμανούς!» Και βγήκε στο φεγγαρόφωτο για αναγνώριση ο δήμαρχος. Μόλις αντιλήφθηκε ότι δεν είμασταν Γερμανοί εμείς, μα σκέτοι Γάλλοι, δεν ήταν πια πολύ επίσημος απλώς εγκάρδιος. Οι Γερμανοί θα μπαίναν στη Νουαρσέρ τη νύχτα εκείνη, τον είχαν προειδοποιήσει και τα ᾿χε όλα κανονισμένα, ο συνταγματάρχης τους από ᾿δω, το τραυματιοφόρο από εκεί… Βάλθηκε να μάς μιλάει για το γενικό συμφέρον, μες τη νύχτα, μες τη σιωπή που μας είχε καταπιεί. Αποκλειστικά και μόνο για το γενικό συμφέρον… Για τα υλικά αγαθά τής κοινότητας… Για την καλλιτεχνική κληρονομιά τής Νουαρσέρ, την οποία είχε καθήκον να διαφυλάξει…Για την εκκλησία τού 15ου αιώνα, ειδικά… Αν τη καίγαν την εκκλησιά; Σαν αυτήν τού Κοντέ-συρ-Ιζέρ, παραδίπλα; Ε;… Και μόνο από φούρκα… Από πίκα που θα μάς έβρισκαν εκεί… Τι αστόχαστοι νεοσύλλεκτοι που είμασταν!… Ενόσω μάς μιλούσε έτσι χαμηλόφωνα, η γυναίκα του κι οι κόρες του, δυο αφράτες και λαχταριστές ξανθιές, τον επιδοκίμαζαν ζωηρά, με μια λεξούλα δώθε κείθε… Κοντολογίς μας διώχνανε. Ανάμεσά μας αιωρούνταν οι συναισθηματικές και αρχαιολογικές αξίες, ξάφνου πανίσχυρες. Πατριωτικές ηθικές, σπρωγμένες απ᾿ τις λέξεις, φαντάσματα που πάλευε να τα προφτάσει ο δήμαρχος, αλλά που εξαχνώνονταν αμέσως, νικημένα απ᾿ το δικό μας φόβο, όσο κι απ᾿ την απλή και καθαρή αλήθεια. Κατέβαλλε συγκινητικές προσπάθειες ο δήμαρχος της Νουαρσέρ, φλεγόμενος να μάς πείσει πως το Καθήκον μας ήταν να πάμε αυτοστιγμεί στο διάολο. Το μόνο σίγουρο που ᾿χαμε ν᾿ αντιτάξουμε σ᾿ όλους αυτούς τούς ισχυρούς ήταν η μικρή λαχτάρα και των δυονών μας να μην πεθάνουμε να μην καούμε. Ξαναπήραμε λοιπόν τούς άδειους δρόμους. Οι άνθρωποι που συνάντησα τη νύχτα εκείνη μού ᾿χαν όλοι δείξει την ψυχή τους. «Μωρέ, κωλοφαρδία που την έχω!» παρατήρησε ο Ροβινσώνας. «Άμα ήσουνα, βλέπεις, Γερμανός, έτσι που ᾿σαι κι εντάξει τύπος, θα μ᾿ είχες πιάσει αιχμάλωτο και θα ᾿χαμε ξεμπερδέψει. Δύσκολα τον ξεφορτώνεσαι τον εαυτό σου στον πόλεμο!» «Κι αν ήσουνα κι εσύ Γερμανός», του ᾿πα, «θα μ᾿ είχες πιάσει κι εσύ αιχμάλωτο; Μπορεί και να σού δίναν τότε παράσημο! Θα ᾿χει αλλόκοτο όνομα στα γερμανικά το πολεμικό τους παράσημο, ε;» Μιας και δεν βρισκόταν κανείς στο δρόμο μας να μάς θέλει για αιχμαλώτους, καθίσαμε σ᾿ ένα παγκάκι και φάγαμε την κονσέρβα τόνο, που ο Ροβινσώνας την πηγαινόφερνε και τη ζέσταινε στην τσέπη του από το πρωί. Μια μακριά γκριζοπράσινη ρίγα υπογράμμιζε πέρα τη ράχη τού λόφου, στα όρια τής πόλης, μες τη νύχτα· η Μέρα! Μια περισσότερη! Μια λιγότερη! «Δε θα ξανάρθεις από ᾿δω, πες μου, αύριο βράδυ;» με ρώτησε αυτός φεύγοντας. «Δεν υπάρχει αύριο βράδυ, φίλε!... «Δίκιο έχεις... Άντε γεια, φίλε, και καλή τύχη!...» «Καλή τύχη και σ᾿ εσένα! Μπορεί και να ξαναβρεθούμε!» Ξαναγυρίσαμε ο καθένας στον πόλεμο.
[1] Νουαρσέρ: Επινοημένο τοπωνύμιο.
4. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΤΡΈΛΑΣ.
Για να σε σέβονται και να σε λογαριάζουν έπρεπε να πιάσεις μάνι μάνι φιλίες με τούς αμάχους, γιατί τού λόγου τους στα μετόπισθεν γίνονταν, όσο προχωρούσε ο πόλεμος, όλο και πιο ανώμαλοι. Το ᾿πιασα αμέσως, γυρνώντας στο Παρίσι, συν το ότι οι γυναίκες είχαν φωτιά στα σκέλια κι οι γέροι κάτι γλώσσες να, και χέρια παντού, σε πισινούς, σε τσέπες. Κληρονομούσαν τούς φαντάρους στα μετόπισθεν, είχαν γρήγορα εξοικειωθεί με τη δόξα και τον σωστό τρόπο να τη διαχειρίζονται, θαρραλέα κι ανώδυνα. Όσο για πάρτη μου, δεν είχα παράπονο. Όδευα μάλιστα προς απαλλαγή, χάρη στο πολεμικό παράσημο που ᾿χα κερδίσει, το τραύμα και τα τέτοια. Στην ανάρρωση, μού το φέραν το παράσημο, στο νοσοκομείο μάλιστα. Και την ίδια μέρα πήγα στο θέατρο για να το δείξω στους αμάχους, στα διαλείμματα. Τούς τάπωσα! Ήταν από τα πρώτα παράσημα που βλέπανε στο Παρίσι. Τότε ήταν που γνώρισα και τη μικρή Λόλα, εξ Αμερικής, στο φουαγιέ τής Όπερα-Κομίκ και σ᾿ αυτή το χρωστάω, που ξύπνησα για τα καλά. Εξ αιτίας εκείνης τής Λόλας, μού κόλλησε μεγάλη περιέργεια για την Αμερική, λόγω των ερωτήσεων που τής έκανα και στις οποίες μετά βίας απαντούσε. Άμα ριχτείς έτσι στα ταξίδια, επιστρέφεις όταν μπορείς και όπως μπορείς… Είχε έρθει να μάς βοηθήσει να σώσουμε τη Γαλλία, εκμυστηρευόταν η Λόλα στον διευθυντή τού ξενοδοχείου, στο μέτρο των δυνάμεών της, αλλά με όλη της την καρδιά. Τα βρήκαμε αμέσως, πλην όχι εντελώς, μιάς και τα σκιρτήματα τής καρδιάς μου ᾿χαν γίνει πέρα για πέρα δυσάρεστα. Προτιμούσα τα σκιρτήματα τού κορμιού, απλούστατα. Καθόλου δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι την καρδιά, αυτό μού το ᾿χαν μάθει στον πόλεμο. Καλή κοπέλα στο φινάλε η Λόλα μόνο που στο αναμεταξύ μας υπήρχε ο πόλεμος, αυτή η πουτάνα λύσσα, που έσπρωχνε τη μισή ανθρωπότητα, στοργική ή μη, να ξαποστείλει την άλλη μισή στο σφαγείο. Έμπαινε λοιπόν μοιραία εμπόδιο στις σχέσεις τούτη η μανία. Εγώ καθυστερούσα την ανάρρωσή μου, είχα ωστόσο ελάχιστες ελπίδες να τη σκαπουλάρω, δεν διέθετα καμιά απ᾿ τις γνωριμίες που χρειάζονται για να λουφάρεις. Μόνο φτωχούς γνώριζα, δηλαδή ανθρώπους που ο θάνατός τους, δεν ενδιαφέρει κανένα. Όσο για τη Λόλα, καθώς ήταν νοσοκόμα, δεν θα μπορούσε κανείς να ονειρευτεί με εξαίρεση ίσως τον Ορτολάν, πιο πολεμόχαρο πλάσμα απ᾿ αυτό το χαριτωμένο κοριτσάκι. Προτού διασχίσω το λασπερό φρικασέ των ηρωισμών, το υφάκι της αλά Ιωάννα τής Λωραίνης, θα μ᾿ είχε ξεσηκώσει, από τότε όμως που κατατάχτηκα στην πλατεία Κλισύ, είχα αναπτύξει μια φοβική αντίσταση σε κάθε ηρωισμό. Η Λόλα ήταν εγκατεστημένη στο ξενοδοχείο Παρίτζ [1] και τής είχαν αναθέσει μέσα στο ίδιο το ξενοδοχείο, τη διεύθυνση τής ειδικής υπηρεσίας που παρασκεύαζε τα μηλοπιτάκια για τα Παρισινά νοσοκομεία. Φεύγαν κάθε πρωί χιλιάδες ντουζίνες από δαύτα. Μόλις σταματούσα να τη φιλάω, η Λόλα ξανάρχιζε, δεν τη γλίτωνα με τίποτα, τις ιστορίες τού πολέμου ή τής μηλόπιτας. Για κείνη η Γαλλία παρέμενε ένα είδος ιπποτικής οντότητας, αλλά προσώρας, επικίνδυνα τραυματισμένης και γι᾿ αυτό ακριβώς συναρπαστικής. Εγώ όταν μού μιλούσαν για Γαλλία, σκεφτόμουν αναποδράστως τα σωθικά μου. Ο καθείς με την τρομάρα του. Ωστόσο καθώς η Λόλα ήταν πρόθυμη στον έρωτα, την άκουγα δίχως ποτέ μου να την αντικρούω. Μα από ψυχικής άποψης δεν την ικανοποιούσα διόλου. Με ήθελε όλο παλμό και ακτινοβολία, κι εγώ από την πλευρά μου, δεν καταλάβαινα καθόλου γιατί έπρεπε να είμαι σε τέτοια μεγαλειώδη κατάσταση. Στο κάτω κάτω, το μόνο που έκανε η Λόλα, ήταν να παραληρεί από ευτυχία κι αισιοδοξία, σαν όλους τούς ανθρώπους που ᾿χουν βρεθεί απ᾿ την καλή μεριά τής ζωής, τη μεριά των προνομίων, τής υγείας, τής ασφάλειας, και που ᾿χουν ακόμη άφθονη ζωή μπροστά τους. Με ζάλιζε με τα θέματα τής ψυχής η Λόλα, άλλο τίποτα δε είχε στο στόμα της. Η ψυχή είναι η ματαιοδοξία κι η ηδονή τού κορμιού όσο αυτό υγιαίνει, είναι όμως και η όρεξη να βγεις από το κορμί μόλις αυτό αρρωσταίνει ή μόλις τα πράγματα πάρουν άσχημη τροπή. Απ᾿ τις δύο στάσεις, κρατάς εκείνη που σε βολεύει κάθε φορά καλύτερα, κι αυτό είναι όλο! Όσο μπορείς να επιλέξεις ανάμεσα στα δύο, πάει καλά. Μα εγώ δεν μπορούσα να επιλέξω, το δικό μου παιγνίδι είχε παιχτεί! Ήμουν χωμένος στην αλήθεια ίσαμε τα μπούνια, κι ο ίδιος μου ο θάνατος με συνόδευε, να το πω έτσι βήμα βήμα. Μου ήταν πολύ δύσκολο να σκεφτώ τίποτε άλλο, παρεχτός τη μοίρα μου τού σκοτωμένου σ᾿ αναστολή, που οι πάντες εξάλλου θεωρούσαν ότι μού πήγαινε γάντι. Δεν έδινα δεκάρα αν έρχονταν εδώ οι Γερμανοί για να σφάξουν, να ρημάξουν, να κάμουν τα πάντα, σ᾿ αυτό το βρωμοπανηγύρι, το τόσο άθλιο, που τίποτα πιο άθλιο δε χωρούσε πια, και ότι εγώ δεν είχα τίποτα να χάσω, τίποτα, μόνο να κερδίσω είχα. Δεν χάνεις και πολλά όταν καίγεται το σπίτι τού ιδιοκτήτη. Θα ᾿ρθει σίγουρα άλλος, αν δεν είναι πάλι ο ίδιος. Γερμανός, Άγγλος, ή Κινέζος, για να σού γυρέψει το νοίκι... Σε μάρκα ή φράγκα; Αφού έτσι κι αλλιώς θα πληρώσεις. Κοντολογίς το ηθικό μου ήταν σε κακό χάλι. Αν τής έλεγα την άποψή μου για τον πόλεμο τής Λόλας, θα μ᾿ είχε πάρει για τέρας, απλούστατα, και θα με είχε διώξει απ᾿ τις ύστατες τρυφεράδες τής φωλιάς της. Περνούσαμε μερικές αθλητικότατες ώρες σε μακρινούς περιπάτους, κάθε απόγευμα στο δάσος της Βουλώνης. «Θέλεις να φάμε στου Ντυβάλ Φερδινάνδε; Σ᾿ αρέσει εσένα ο Ντυβάλ… Θα σου φτιάξει τα κέφια… Συναντάς ένα σωρό κόσμο εκεί… Εκτός κι αν προτιμάς να φάμε στην κάμαρή μου…». Κοντολογίς, ήταν πολύ περιποιητική, εκείνο το βράδυ. Διαλέξαμε τελικά τον Ντυβάλ. Μα δεν προλάβαμε να καθίσουμε στο τραπέζι και το μέρος μου φάνταξε σωστό τρελοκομείο. Όλοι εκείνοι οι τύποι, καθισμένοι αραδιαστά ένα γύρο, μου ᾿διναν την εντύπωση ότι περίμεναν κι αυτοί να τούς πάρουν ολούθε τα βόλια, ενόσω τρώγανε. «Φύγετε όλοι σας!» να τούς προειδοποιώ εγώ. «Δρόμο από δω θα ρίξουν! Θα σάς σκοτώσουν! Θα σάς σκοτώσουν όλους». Με γυρίσαν στο ξενοδοχείο τής Λόλας μάνι μάνι. Έβλεπα παντού το ίδιο πράμα. Όλοι όσοι παρήλαυναν στο ξενοδοχείο τού Παρίτζ μοιάζαν έτοιμοι να τη φάνε. «Θα ρίξουν!» να τούς φωνάζω εγώ, όσο πιο δυνατά μπορούσα . «Θα ρίξουν!» Πάρτε δρόμο όλοι σας!… Κάτι μ᾿ είχε πιάσει. Αληθινό σκάνδαλο. «Καημένε φαντάρε!» λέγανε. Ο πορτιέρης μ᾿ οδήγησε στο μπαρ με το μαλακό, όλος γλύκες. Έπειτα ήρθαν τελικά να με μπαγλαρώσουν οι χωροφύλακες, πιο ζόρικοι αυτοί. Η Λόλα με φίλησε και τούς βοήθησε να με μαζέψουν με τις χειροπέδες. Αρρώστησα λοιπόν με πυρετό, τρελός, καταπώς εξήγησαν στο νοσοκομείο από φόβο. Ήταν πιθανό. Το καλύτερο που ᾿χεις να κάνεις στον κόσμο τούτο είναι να την κοπανήσεις, σωστά; Τρελός ξετρελός, φόβος ξεφόβος.
[1] Παρίτζ: συγχώνευση του Paris και του ξενοδοχείου Ritz, εμβλήματος τής υπερφίαλης κοσμικότητας.
5. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΟ ΞΕΠΟΎΛΗΜΑ ΚΆΘΕ ΑΡΧΉΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΑΤΡΊΔΑ ΓΙΑ ΧΆΡΙΝ ΤΟΎ ΠΌΛΕΜΟΥ. ΤΑΞΊΔΙ ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ Η
ΣΗΜΑΙΌΠΛΗΚΤΗ ΘΡΗΣΚΕΊΑ ΑΝΤΙΚΑΤΈΣΤΗΣΕ ΤΗΝ ΟΥΡΆΝΙΑ.
Η διάγνωση τής κατάστασής μου, παρέμενε πολύ αμφισβητήσιμη. Οι αρχές αποφάσισαν λοιπόν να με θέσουν για λίγο υπό επιτήρηση. Μάς φιλοξενούσαν, εμάς τούς αμφίβολους τραυματίες, σ᾿ ένα λύκειο, ειδικά οργανωμένο για να υποδέχεται και να παρωθεί με το μαλακό ή το άγριο, κατά περίπτωση σ᾿ ομολογίες τούς φαντάρους τού είδους μου, που το πατριωτικό τους φρόνημα ήταν απλώς διασαλευμένο, ή απολύτως σαλό. Ύστερα από κάποιο χρόνο φεύγαμε διακριτικά για να πάμε είτε στο τρελάδικο, είτε στο μέτωπο, είτε πάλι, συχνά πυκνά, στο εκτελεστικό απόσπασμα. Πολλοί ασθενείς που ᾿ταν εκεί υπό επιτήρηση, οδηγούνταν σε τέτοια έξαλλη κατάσταση, που σηκώνονταν τη νύχτα αντί να κοιμούνται, βημάτιζαν πάνω κάτω στο κοιτώνα, σιχτίριζαν μεγαλόφωνα την ίδια τους την αγωνία, σφηνωμένοι μεταξύ ελπίδας και απελπισίας, σάμπως πάνω σε απότομη βουνοπλαγιά. Παιδεύονταν έτσι μέρες και μέρες κι έπειτα κάποιο βράδυ πήγαιναν να τα ξεράσουν στον αρχίατρο. Αυτούς, δε τούς ξαναβλέπαμε ποτέ. Ούτε εγώ ήμουν ήσυχος. Μα όταν είσαι ανήμπορος αυτό που σού δίνει δύναμη, είναι να απογυμνώνεις τούς ανθρώπους που φοβάσαι περισσότερο, απ᾿ το παραμικρό κύρος που ᾿χεις ακόμα την τάση να τούς προσδίδεις. Πρέπει να μάθεις να τούς βλέπεις όπως είναι, χειρότερους απ᾿ ότι είναι δηλαδή, από κάθε άποψη. Σε ξαλαφρώνει αυτό σ᾿ ελευθερώνει και σε προστατεύει αφάνταστα. Σού δίνει έναν άλλο εαυτό. Γίνεσαι δύο. Οτιδήποτε έχει ενδιαφέρον συμβαίνει στη σκιά τελικά. Δεν ξέρουμε τίποτα για την αληθινή ιστορία των ανθρώπων. «Είναι αλήθεια ότι είσαι πραγματικά τρελός Φερδινάνδε; » με ρώτησε μια Πέμπτη η Λόλα. «Δε γιατρεύεται ο φόβος Λόλα». «Α, μα είσαι πέρα για πέρα άνανδρος Φερδινάνδε! Σιχαμερός σαν ποντίκι... Μόνο οι τρελοί κι οι άνανδροι αρνούνται τον πόλεμο, όταν κινδυνεύει η Πατρίδα τους...» «Ε, λοιπόν να ζήσουν οι τρελοί και οι άνανδροι! Ή μάλλον να επιζήσουν! Θυμάσαι, ας πούμε, Λόλα, τ᾿ όνομα έστω κι ενός στρατιώτη απ᾿ όσους σκοτώθηκαν στον Εκατονταετή πόλεμο;... Σού είναι όλα τόσο ανώνυμα τόσο αδιάφορα, όσο και το πρωινό σκατό σου... Βλέπεις λοιπόν που πεθάναν για το τίποτα, Λόλα! Για το απολύτως τίποτα, οι κόπανοι! Μόνο η ζωή μετράει. Σε δέκα χιλιάδες χρόνια από τώρα, σού πάω στοίχημα, τούτος ο πόλεμος, όσο κι αν σήμερα σού φαίνεται σπουδαίος, θα ᾿χει παντελώς ξεχαστεί... Δεν πιστεύω στο μέλλον Λόλα...» Πρενσάρ, τον λέγανε τον καθηγητή. «Φίλε μου», μού εκμυστηρεύτηκε, ο καιρός περνάει και δε δουλεύει για μένα... Η ψυχή μου είναι απρόσβλητη από ενοχές, έχω απαλλαχτεί από τέτοιες αιδημοσύνες... Δεν είναι τα εγκλήματα που μετράνε σε τούτο τον κόσμο... Πάει καιρός που παραιτήθηκα από αυτά... Είναι οι γκάφες... Και θαρρώ πως έκανα γκάφα... Εντελώς ανεπανόρθωτη...» «Κλέβοντας τις κονσέρβες;» «Ναι, νόμιζα πως ήταν εξυπνάδα φαντάσου! Για ν᾿ αποφύγω τη μάχη, μ᾿ αυτόν ακριβώς τον τρόπο, μάλιστα, επονείδιστος μα ζωντανός ακόμη, για να αναδυθώ πάλι στην ειρήνη, όπως αναδύεσαι κατάκοπος στην επιφάνεια της θάλασσας ύστερα από μεγάλη βουτιά... Λίγο έλειψε να τα καταφέρω... Αλλά ο πόλεμος βαστάει πάρα πολύ, μα την αλήθεια... Τόσο που δεν μπορεί πια κανείς, να διανοηθεί υποκείμενα επαρκώς σιχαμερά, ώστε να τα σιχαθεί και η Πατρίς... Άρχισε να δέχεται κάθε θυσία, απ᾿ όπου κι αν προέρχεται, όλα τα κρέατα η Πατρίς... Έγινε απείρως ελαστική στην επιλογή των μαρτύρων της, η Πατρίς. Τώρα δεν υπάρχουν στρατιώτες ανάξιοι να φέρουν όπλα και κυρίως να πεθάνουν υπό τα όπλα και διά των όπλων... Θα με κάνουν, ιδού το τελευταίο ανακοινωθέν, ήρωα εμένα!... Πρέπει να ᾿ναι άκρως επιτακτική η φρενίτιδα των σφαγών για ν᾿ αρχίζουν να συγχωρούν την κλοπή μιάς κονσέρβας! Τι λέω να την ξεχνούν! Είναι ασφαλώς σύνηθες να θαυμάζουμε αρχικλεφταράδες, πλην όμως, αυτοί οι άνθρωποι απολαμβάνουν δόξα, τιμές και εξουσία. Τα κακουργήματα τους έχουν θεσπιστεί διά νόμου, ενώ όσο μακριά κι αν ανατρέξουμε στην ιστορία — και ξέρεις ότι με πληρώνουν για να τη γνωρίζω — όλα δείχνουν πως μια ανώδυνη μικροκλοπή και κυρίως ευτελών τροφίμων, σαν το ξεροκόμματο, το σαλάμι, ή το τυρί, επισύρει ανελλιπώς στο δράστη, το δημόσιο όνειδος, τις έσχατες ποινές, την αυτόματη ατίμωση, κι αυτό πρώτον γιατί ο δράστης τέτοιων κακουργημάτων είναι κατά κανόνα φτωχός, κι αυτή η κατάσταση υποδηλώνει από μόνη της μια κεφαλαιώδη ατιμία και δεύτερον γιατί η πράξη του εμπεριέχει ένα είδος σιωπηρής μομφής προς την κοινότητα. Η κλοπή τού φτωχού γίνεται μια δόλια ατομική επανόρθωση, με καταλαβαίνεις;... Που πάμε; Κι έτσι, η πάταξη των μικροκλοπών, εφαρμόζεται, σημείωσε απανταχού τής γης, με άκρα δριμύτητα, κυρίως ως αυστηρή σύσταση προς άπαντας τούς δυστυχείς, να μένουν στις θέσεις τους και στην κάστα τους, φρόνιμοι, χαρωπά καταδικασμένοι ανά τούς αιώνας, από πείνα και μιζέρια... Ως εδώ ωστόσο, τα κλεφτρόνια διατηρούσαν στη Δημοκρατία μας το πλεονέκτημα να τούς αφαιρείται η τιμή να φέρουν τα πατριωτικά όπλα. Από αύριο όμως εγώ ο κλέφτης θα ξαναπάρω τη θέση μου στο στρατό... Δόθηκε διαταγή... Αποφασίσθηκε άνωθεν να παραβλεφθεί αυτό που αποκαλούν "στιγμή της αφροσύνης μου" και μάλιστα με προσέχεις, από σεβασμό γι αυτό που τιτλοφορούν επίσης "τιμή τής οικογένειάς μου". Οποία επιείκεια! Σε ρωτώ, σύντροφε, θα πάει η οικογένεια μου σουρωτήρι και κόσκινο για γαλλικές και γερμανικές σφαίρες ανάκατες;... Εγώ μονάχος μου θα πάω, έτσι δε είναι; Κι όταν πεθάνω μήπως θα με αναστήσει η τιμή τής οικογένειας μου; Ορίστε, τη βλέπω την οικογένεια μου, άμα τελειώσει ο πόλεμος... Όπως όλα τελειώνουν... Ζωηρή και πηδηχτή, που λες, τη βλέπω την οικογένειά μου, πάνω στα γρασίδια, με το που ξανάρθει το καλοκαιράκι... Να λιπαίνει τα χωράφια τού αγνώστου αγρότη, αυτό είναι το αληθινό μέλλον, τού αληθινού στρατιώτη! Α, σύντροφε! Ένα μεγάλο κόλπο για να ξεγελάς τον κόσμο, να τι είναι ο κόσμος! Σας το λέω ανθρωπάκια μου, αν οι μεγάλοι τούτου του κόσμου βαλθούν να σάς αγαπάνε είναι γιατί ετοιμάζονται να σάς μετατρέψουν σε σαλάμια μάχης... Αυτό είναι το σημάδι... Αρχίζει με στοργή. Ο Λουδοβίκος ο ΙΔ΄ τουλάχιστον, μην το ξεχνάμε, τον είχε γραμμένο στ᾿ αρχίδια του το λαουτζίκο. Μπλάστρι τον έβαζε στην κωλοτρυπίδα του. Δε ζούσαν βέβαια καλά εκείνο τον καιρό, οι φτωχοί, δε ζήσανε ποτέ καλά, αλλά δεν τούς ξεκοίλιαζαν με το πείσμα και τη μανία των σημερινών τυράννων μας. Δεν έχουν αναπαμό, σού λέω, οι μικροί, παρά μόνο χάρη στην περιφρόνηση των μεγάλων... Οι φιλόσοφοι, σκέψου και τούτο επί τῃ ευκαιρίᾳ, αυτοί είναι που άρχισαν να παραμυθιάζουν το λαουτζίκο... Μόνο από κατηχητικό ήξερε ο λαουτζίκος! Βαλθήκαν, καθώς διακήρυξαν, να τον εκπαιδεύσουν... Κι αν είχαν αλήθειες να τού αποκαλύψουν! Ωραίες! Όχι ψόφιες! Αυτό είναι! άρχισε να λέει ο λαουτζίκος, αυτό ακριβώς! Να πεθάνουμε γι᾿ αυτό! Μόνο να πεθάνει θέλει ο λαός! Το ᾿χει στο αίμα του. "Ζήτω ο Ντιντερό" να γκαρίζουν, κι έπειτα "Μπράβο Βολταίρε". Και ζήτω ο Καρνώ [1] που οργανώνει καλά τις νίκες! Και ζήτω όλοι! Αυτοί τουλάχιστον δεν τον αφήνουν να ψοφήσει μες την αμάθεια! Τέρμα οι αγράμματοι! Φτάνει πια! Πολίτες - στρατιώτες! Που να ψηφίζουν! Να διαβάζουν! Και να πολεμάνε! Κι έτσι ξεκίνησαν τα πρώτα τάγματα των σημαιόπληκτων κορόιδων, που τούς οδήγησε ο Ντυμουριέ [2] , στην Φλάνδρα για να τούς γαζώσουν! Οι πάντες βολεύτηκαν. Ο Βίσμαρκ [3] , οι δύο Ναπολέοντες, ο Μπαρρές [4] . Η σημαιόπληκτη θρησκεία αντικατέστησε ταχέως την ουράνια, παλιό σύννεφο ήδη ξεφουσκωμένο απ᾿ τη Μεταρρύθμιση και προ πολλού συμπυκνωμένο σε επισκοπικούς κουμπαράδες. Άλλοτε, υπήρχε η φανατική μόδα τού "ζήτω ο Ιησούς! Στην πυρά οι αιρετικοί!" Ενώ τώρα, στο εκτελεστικό απόσπασμα οι λιπόκαρδες αγκινάρες! Οι στυμμένες λεμονόκουπες! Οι άδολοι αναγνώστες! Ανά εκατομμύρια, η κεφαλή δεξιά! Όσους δε θέλουν μήτε να πολεμήσουν μήτε να σφάξουν κανέναν, να τούς μαγκώσουμε να τούς διαμελίσουμε, να ξεριζώσουμε τα χρόνια, από τη ξεκουτιάρα κωλοζωή τους!» Μα τον φωνάξαν τον Πρενσάρ. Ο αρχίατρος είχε στείλει το νοσοκόμο, να τονέ γυρέψει. Ποτέ δεν τον ξανάδα τον Πρενσάρ. Δεν γύρεψα ποτέ να μάθω νέα του, να πληροφορηθώ στ᾿ αλήθεια "εξαφανίστηκε" εκείνος ο Πρενσάρ, όπως διέδιδαν. Μα κάλλιο να εξαφανίστηκε.
[1] Καρνώ: (1723-1823), πολιτικός και στρατηγός τής Γαλλικής επανάστασης, ο επονομασθείς " Οργανωτής τής νίκης", αφού σε αυτόν οφειλόταν η αποτελεσματική οργάνωση των επαναστατικών στρατευμάτων. [2] Ντυμουριέ: (1739-1823), στρατηγός τής Γαλλικής επανάστασης, ο οποίος νίκησε τούς Πρώσους στο Βαλμύ (1792), αλλά κατατροπώθηκε την επομένη χρονιά. Κατηγορήθηκε για προδοσία και εντέλει προσχώρησε στους Αυστριακούς. [3] Βίσμαρκ: (1815-1898). Δημιουργός τής νέας Γερμανικής αυτοκρατορίας, και για πολλά χρόνια δέσποσε στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Κυβέρνησε επί τριάντα περίπου χρόνια (1862-1890). [4] Μπαρρές: (1862-1923), εξτρεμιστής εθνικιστής συγγραφέας και πολιτικός, ο οποίος διακατεχόταν από τη εμμονή τής Γερμανικής απειλής.
6. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΠΑΤΡΙΔΟΚΑΠΗΛΊΑΣ,
ΤΉΣ ΜΙΖΈΡΙΑΣ ΤΩΝ ΦΟΥΚΑΡΆΔΩΝ ΑΠΟΜΆΧΩΝ ΤΉΣ ΖΩΉΣ, ΚΑΙ ΤΉΣ ΜΟΙΡΟΛΑΤΡΊΑΣ.
Στα μετόπισθεν στα ντάνσινγκ, η ειρήνη ποδοκρατούσε μες τη σκόνη, προαλείφοντας την μνησίκακη ειρήνη που θα ακολουθούσε τον πόλεμο. Ερχόμασταν να γυρέψουμε ψηλαφητά την ευτυχία, που ολόκληρος ο κόσμος την απειλούσε με λύσσα. Ντρεπόμαστε γι αυτή μας τη λαχτάρα, μα έπρεπε να μπούμε στο χορό! Είναι πιο δύσκολα να παραιτηθείς από τον έρωτα παρά απ᾿ τη ζωή. Γέροι και νέοι νόμιζαν, το νόμιζα κι εγώ, ότι μπορούσες εύκολα, να κάνεις έρωτα εύκολα και φτηνά, στο πισωμάγαζο κάποιων βιβλιοπωλείων - ασπρορουχάδικων, όπως τής Μαντάμ Ερώτ, στο αδιέξοδο Μπερεζίνα. Κάμποσες πελάτισσες και προστατευόμενές της καλλιτέχνιδες, κατέπλεαν με περισσότερα χρέη απ᾿ ο,τι φουστάνια. Η Μαντάμ Ερώτ τις ορμήνευε, προς μεγάλο τους όφελος, τη Μουζίν μεταξύ άλλων, που εμένα μου ᾿μοιαζε η νοστιμότερη όλων. Ένας αληθινός μικρός άγγελος, μια χάρμα βιολονίστρια, μια χάρμα ξεσκολισμένη, όπως μού απέδειξε. Μ᾿ αυτό το αίσθημά μου για τη Μουζίν, ο χρόνος μου έγινε φρενιτώδης και σπαταλιόταν σε σάλτους απ᾿ το νοσοκομείο στην έξοδο του θεάτρου της. Δεν ήμουν άλλωστε ποτέ ο μόνος που την περίμενε. Το πεζικό την απήγε μαζικώς, οι αεροπόροι επίσης, μα το παράσημο τής γοητείας ανήκε ασυζητητί στους Αργεντίνους εμπόρους κατεψυγμένων κρεάτων. Με κεράτωναν όλοι και όλα, οι γυναίκες, το χρήμα, οι ιδέες. Τη συναντάω ακόμη καμιά φορά τη Μουζίν, τυχαία, κάθε δύο χρόνια πάνω κάτω. Δύο χρόνια είναι το διάστημα που μάς χρειάζεται για να διαπιστώσουμε με μια μόνο ματιά, αλάθητη πια σαν ένστικτο, τις ασχήμιες που σωρεύει ένα πρόσωπο, ακόμα κι ελκυστικό στον καιρό του. Σαν να διστάζουμε κάπως προς στιγμή μπροστά σ᾿ ένα πρόσωπο, κι έπειτα το δεχόμαστε έτσι όπως έχει γίνει. Πρέπει να πούμε «ναι» σ᾿ αυτή τη φροντισμένη και αργή καρικατούρα που εχάραξαν τα δύο χρόνια. Να δεχτούμε το χρόνο, τού εαυτού μας το ομοίωμα. Μπορούμε τότε να πούμε ότι μάς αναγνωρίσαμε απόλυτα, ότι δεν πήραμε λάθος δρόμο, ότι ακολουθήσαμε το σωστό μονοπάτι, το αναπόδραστο μονοπάτι, το μονοπάτι τής σήψης. Κι αυτό είναι όλο. Στέκεται εκεί δα μπροστά στην ύπαρξη μου, αμήχανη, θαρρείς μπροστά σε τέρας. Μα μπορεί πιο πολύ να τη φαντάζεται αυτή την απέχθεια, παρά να την αισθάνεται· είναι κι αυτό σαν παρηγοριά που μού απομένει. Μπορεί να τής δίνω απλώς την εντύπωση πως είμαι απαίσιος. Ίσως να ᾿χω ιδιαίτερο ταλέντο σ᾿ αυτό το είδος. Γιατί στο κάτω κάτω, να μην υπάρχει τόση τέχνη στην ασχήμια, όση και στην ομορφιά. Είναι ένα είδος προς καλλιέργεια, απλούστατα. Για καιρό, τη νόμιζα κουτή τη μικρή Μουζίν, μα δεν ήταν παρά η γνώμη ενός αποδιωγμένου ματαιόδοξου. Ο έρωτας είναι σαν το πιοτό, όσο πιο ανίκανος και μεθυσμένος είσαι, τόσο περισσότερο περνάς τον εαυτό σου για δυνατό και μάγκα και σίγουρο για τα δικαιώματά σου. Αναγκάστηκα να ομολογήσω στον εαυτό μου ακούγοντάς την, ότι στο παραμύθιασμα, μπροστά της, ήμουν ένας ασήμαντος καμποτίνος. Είχε δοσοληψίες με το αιώνιο η ωραία μου. Ήταν προφανές ότι θα μ᾿ άφηνε η αγαπημένη μου εντελώς και συντόμως. Δεν είχα ακόμη μάθει ότι υπάρχουν δύο πολύ διαφορετικές ανθρωπότητες, οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Μού χρειάστηκαν, όπως και σε τόσους άλλους, είκοσι χρόνια και ο πόλεμος, για να μάθω να μένω στην τάξη μου, να ρωτάω την τιμή των πραγμάτων και των όντων προτού τ᾿ αγγίξω, προτού δεθώ μαζί τους, προπαντός. Θα μπορούσε να παίζει και να κερδίζει το ψωμί της, στους κινηματογράφους, όπου θα ᾿ταν πιο εύκολο να πηγαίνω να την παίρνω, μα οι Αργεντίνοι ήταν εύθυμοι και καλοπληρωτές, ενώ οι κινηματογράφοι ήταν λυπητεροί και πλήρωναν πενταροδεκάρες. Η ζωή είναι φτιαγμένη απ᾿ αυτές τις προτιμήσεις. Κατάφερε λοιπόν να γίνει εξαιρετικά δημοφιλής στην Αργεντίνικη αποικία. Ξετρελάθηκαν με τη Μουζίν μου, την τόσο χαριτωμένη βιολονίστρια τού πολέμου! Την τόσο δροσερή και επί πλέον ηρωίδα. Οι Αργεντίνοι ξέρανε να φιλούν το χέρι που τούς τάιζε, δεν κρύβαν το θαυμασμό τους για τούς μεγάλους αρχηγούς μας στο τσεπάκι, και τη Μουζίν μου με το αυθεντικό της πιστοποιητικό, το νόστιμο μουτράκι της, βαλθήκαν ποιος θα προλάβει να την αγαπήσει. Η ηρωική ποίηση κυριεύει αμαχητί αυτούς που δε πολεμάνε κι ακόμα περισσότερο αυτούς που ο πόλεμος κάνει ζάπλουτους. Είναι επόμενο. Απ᾿ το πρώτο σάλπισμα τού συναγερμού, μια ολόκληρη πιτζαμοφορεμένη γειτονιά, ξοπίσω απ᾿ το κερί, εξαφανιζόταν κακαρίζοντας στα έγκατα, για να διαφύγει ένα σχεδόν φανταστικό κίνδυνο. Βλέποντας τους να κουτρουβαλάνε ανά τετράδες, προς την σωτήρια τρύπα, οπλίστηκα τελικά ακόμα και εγώ, μ᾿ αδιαφορία. Άνανδρος ή ανδρείος, δε σημαίνει πολλά πράγματα. Εδώ λαγός, εκεί ήρωας, ο ίδιος άνθρωπος είναι, ούτε εδώ, ούτε εκεί στοχάζεται. Ό,τι δεν έχει σχέση με το χρήμα τον ξεπερνάει αφάνταστα, είναι γεγονός. Ό,τι είναι ζωή ή θάνατος, τού διαφεύγει. Ακόμα και το δικό του θάνατο τον υπολογίζει λάθος και στραβά. Μόνο από θέατρο και παρά καταλαβαίνει. Το κελάρι τού χασάπη συγκέντρωσε τελικά την πλειοψηφία, για καταφύγιο. «Θα κατέβεις κει κάτω, Μουζίν, με το κρέας που κρέμεται από τα τσιγκέλια;» τη ρώτησα. «Γιατί όχι» μού απάντησε κατάπληκτη. «Ε, λοιπόν, εγώ έχω αναμνήσεις και προτιμάω ν᾿ ανέβω πάνω...» τής είπα εγώ. «Δε μού αρέσει το κρέας». Η Μουζίν εξαφανίστηκε μαζί με τούς άλλους. Την περίμενα πάνω στο σπίτι μας, μια νύχτα, μια ολάκερη μέρα, ένα χρόνο... Δεν ξανάρθε ποτέ να με βρει. Ένα πρωί, έξι από εμάς βγήκαμε από το αναρρωτήριο, τραυματίες και ασθενείς σ᾿ αναζήτηση του μέρους όπου επισκεύαζαν την απωλεσθείσα ανδρεία, τ᾿ αχρηστευμένα ανακλαστικά και τα σπασμένα χέρια. Φτάσαμε αργά τη νύχτα σε ένα οχυρό, το νέο καταφύγιο που ᾿μοιαζε να ειδικεύεται στην ίαση των ανίκανων ηρώων τού είδους μας. Το ᾿χαν ανακαινίσει για να υποδεχθεί τους γέρους και τους σακάτηδες. Στο ξύπνημα, ήρθε να μάς συστηθεί περιστοιχιζόμενος από τέσσερεις εθελόντριες νοσοκόμες, ο νέος μας αρχίατρος. Στο άνετο μάς υπέδειξε τούς τρόπους να πάμε λεβέντικα κι όσο το δυνατόν ταχύτερα να μάς ξανασπάσουν τα μούτρα. «Η Γαλλία φίλοι μου, σάς εμπιστεύτηκε, είναι γυναίκα η Γαλλία, η ωραιότερη γυναίκα. Άπαντα τα μέσα έχουν τεθεί στην υπηρεσία της θεραπείας σας. Είθε να μπορέσετε να ξαναπάρετε σύντομα τη θέση σας, στο πλευρό των αγαπημένων συντρόφων σας στα χαρακώματα! Την ιερή σας θέση! Ζήτω η Γαλλία! Εμπρός!» Ήξερε να μιλάει ο τύπος, σε φαντάρους. Τα λόγια του, μού φάνηκαν όταν το καλοσκέφτηκα, απολύτως κατάλληλα για να με κάνουν να ξανασκευτώ τη μοίρα τού μελλοθανάτου. Εδώ δεν μάς βρίζαν βέβαια, αλλά νιώθαμε κάθε στιγμή να μάς καταχωρίζουν στο μεγάλο απόθεμα των αυριανών απερχομένων. Οι καριόλες οι νοσοκόμες, δεν τη μοιράζονταν τουλόγου τους, τη μοίρα μας, το μόνο που σκέφτονταν απεναντίας, ήταν πως να ζήσουν πιο πολύ, να κάνουν και να ξανακάνουν έρωτα χίλιες μυριάδες φορές. Κάποιοι πολύ προικισμένοι φαντάροι, νιώθανε, από ο,τι είχε πάρει το αυτί μου, κάτι σαν μέθη στο πεδίο της μάχης και μάλιστα μια ζωηρή ηδονή. Μόλις προσπαθούσα εγώ να φανταστώ μια ηδονή αυτού του ιδιαίτερου τύπου, αρρώσταινα για οκτώ μέρες το λιγότερο.Ένοιωθα τόσο ανίκανος να σκοτώσω κάποιον, που ᾿ταν τελικά καλύτερα να παραιτηθώ και να με ξεπαστρέψω μια και καλή. Μια ωραία πρωία, αποφάσισα να κοινοποιήσω στον αρχίατρο, τις δυσκολίες που αισθανόμουν να ᾿μαι γενναίος. Φοβόμουνα μήπως με θεωρήσει θρασύ, αναιδή... Απεναντίας! Ο μαιτρ δήλωσε πανευτυχής, που σε μια έκρηξη ειλικρίνειας είχα έρθει να τού ομολογήσω την ψυχική σύγχυση που ένιωθα. «Πάμε καλύτερα, φίλε μου Μπαρνταμού! Ο Βωντεσκέν, άλλωστε, αυτός οξυδερκής παρατηρητής τής ηθικής καταπτώσεως των στρατιωτών τής Αυτοκρατορίας, σημείωνε τις λεγόμενες κρίσεις "ομολογιών" σαν το θετικότερο των συμπτωμάτων που εμφανίζει ο ηθικώς αναρρωνύων... Βλέπετε, Μπαρνταμού, ο πόλεμος, χάρη στα ασύγκριτα μέσα που μάς παρέχει ώστε να δοκιμάζουμε το νευρικό σύστημα, επιδρά ως θαυμαστός δείκτης τού ανθρωπίνου Πνεύματος!... Μέχρι τούδε τον συγκινησιακό και πνευματικό πλούτο τού ανθρώπου τον υποπτευόμαστε απλώς! Τώρα όμως χάρη στον πόλεμο διεισδύουμε διά διαρρήξεως, επώδυνης βεβαίως, στα ενδότερα του!... Α, τα φανταράκια μας έσπευσαν ενστικτωδώς να συγχωνευτούν στον αληθινό λόγο τής υπάρξεως μας, την Πατρίδα μας. Για να οδηγηθεί κανείς σε αυτή την αλήθεια, όχι μόνο είναι περιττή η ευφυΐα Μπαρνταμού, αλλά και οχληρή! Είναι η αλήθεια τής καρδιάς η Πατρίδα, όπως όλες οι ουσιώδεις αλήθειες, ο λαός δε σφάλλει ! Εκεί ακριβώς όπου ο κακός επιστήμονας πλανάται...» Κάθε πρωί, τον βλέπαμε και τον ξαναβλέπαμε τον αρχίατρο και την κουστωδία των νοσοκόμων του. Τα γερόντια από διπλα κουτσοτρέχαν, με περιττά και ξεχαρβάλωτα πηδηματάκια. Πηγαίναν από τον ένα θάλαμο στον άλλο να φτύσουν τα ξόμπλια μαζί με την τερηδόνα τους, κουβαλώντας απολειφάδια κουτσομπολιών και μυριακουσμένες συκοφαντίες. Εδώ, κλεισμένοι στην επίσημη αθλιότητά τους, σαν στο βάθος γλιτσερού μαντριού, οι γεροδουλευτάδες, αναμασούσαν κάθε κουτσομπολιό που σωρεύεται γύρω απ᾿ τις ψυχές, στο πέρας μιάς μακρόχρονης σκλαβιάς. Ανήμπορα μίση, ταγκισμένα μες την κατουρημένη απραξία των κοινών θαλάμων. Τις έσχατες και τρεμάμενες δυνάμεις τους τις επιστράτευαν μόνο για να βλάψουν λίγο ακόμα, και να καταστρέψουν ο ένας τον άλλον, μ᾿ όση ηδονή κι ανάσα τούς απόμενε. Υπέρτατη ηδονή! Στο μαραγκιασμένο τους κουφάρι δεν απόμενε ούτε μόριο, που να μην ήταν αυστηρώς μοχθηρό. Το Νοσοκομείο, μέσα στη μεγάλη πλαδαρή εγκατάλειψη που ζώνει την πόλη, εκεί που το ψέμα τής χλιδής της έρχεται να σταλάξει και να σβήσει στη σαπίλα, και η πόλη δείχνει σ᾿ όποιον θέλει να τον δει, τον πελώριο σκουπιδοτενεκέ τού πισινού της. Όλα σπαταλιούνται στην προσπάθεια ν᾿ απομακρυνθεί απ᾿ τα μέρη η αλήθεια, που ᾿ρχεται να κλάψει αδιάκοπα πάνω σ᾿ ολόκληρο τον κόσμο. Η λάσπη σε τραβάει χάμω απ᾿ την κούραση, και τα πλαϊνά τής ζωής είναι κι αυτά κλειστά, κυκλωμένα απ᾿ τα ξενοδοχεία και τις φάμπρικες. Με τη Λόλα για τα καλά φευγάτη και τη Μουζίν άλλο τόσο, κατέληξα να γράψω στη μάνα μου, έτσι για να δω κάποιον. Στα είκοσι μου, είχα ήδη μονάχα παρελθόν. Διασχίσαμε με τη μάνα μου, δρόμους και δρόμους κυριακάτικους. Μου διηγιόταν ιστοριούλες τού μαγαζιού της, αυτά που λέγαν γύρω της για τον πόλεμο στην πόλη, πως ήταν φοβερός, μα πως με πολύ κουράγιο όλοι θα τα καταφέρναμε. Οι σκοτωμένοι για κείνη δεν ήταν παρά ατυχήματα, σαν στις ιπποδρομίες, ας πρόσεχαν, δεν πέφτεις άμα προσέχεις. Πίστευε στο βάθος πως τα ανθρωπάκια του είδους της ήταν φτιαγμένα για να τα τραβάνε όλα και πως αν τα πράγματα πήγαιναν τελευταία τόσο άσχημα, θα ᾿ταν προπαντός επειδή είχαν κάνει πολλά λάθη τα ανθρωπάκια... Μια "ανέγγιχτη" ήταν η μάνα μου. Ακολουθούσαμε κι οι δυο τούς δρόμους με τα άδεια οικόπεδα, κάτω απ᾿ τη βροχή. Το μονοπάτι τού νοσοκομείου περνούσε μπροστά από κάμποσα ξενοδοχεία. Ο πόλεμος τα είχε αδειάσει απ᾿ το περιεχόμενο τους, απ᾿ τους μεροκαματιάρηδες και τούς εργάτες. Δεν θα επέστρεφαν, ούτε για να πεθάνουν οι νοικάρηδες. Είναι κι αυτό δουλειά το να πεθαίνεις, μα θα την έκαναν εκτός.
7. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΟΎ ΚΥΝΙΚΟΎ ΞΕΠΕΣΜΟΎ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΆΛΙΣΗ ΤΟΎ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΎ.
Χωρίς πλάκα, οφείλω να παραδεχτώ ότι το κεφάλι μου δεν έστεκε ποτέ ιδιαίτερα καλά. Μα τώρα με το τίποτα με πιάναν τέτοιες ζαλάδες, που κινδύνευα να με πατήσει κάνα αμάξι. Όσο για το χαρτζιλίκι, μόνο στα λίγα φράγκα που ᾿δινε η μάνα μου κάθε βδομάδα μπορούσα να υπολογίζω. Βγήκα λοιπόν μόλις μπόρεσα σ᾿ αναζήτηση γλίσχρων συμπληρωμάτων. Ένας παλιός αφεντικός μού φάνηκε αρχικά πρόσφορος απ᾿ αυτή την άποψη, και δέχθηκε αμέσως την επίσκεψή μου. Θυμόμουν πάνω στην ώρα ότι είχα χαμαλέψει κάποια σκοτεινή εποχή στου Ροζέ Πουτά, τού χρυσοχόου τής Μαντλέν ως έκτακτος, λίγο προτού κηρυχτεί ο πόλεμος. Μόλις έκλεινε το πανεπιστήμιο, όπου έκανα σπουδές σχολαστικές και ατέρμονες, έτρεχα καλπάζοντας στο πισωμάγαζο τού Πουτά και ξεθεωνόμουνα γυαλίζοντας για δυο τρεις ώρες τ᾿ ασημικά τού μαγαζιού. Το χρυσοχοείο Πουτά, στραφτάλιζε με τα χίλια του διαμάντια στη γωνία τής οδού Βινιόν, και το καθένα από κείνα τα διαμάντια κόστιζε όσο οι μισθοί μου κάμποσων δεκαετιών. Καταταγμένος στην επικουρία με την επιστράτευση, ο αφεντικός μου, ο Πουτά, βάλθηκε να υπηρετεί ιδιαιτέρως κάποιον υπουργό, οδηγώντας πότε πότε το αμάξι του. Απ᾿ την άλλη όμως, και εντελώς ανεπίσημα εν προκειμένω, είχε αποβεί χρησιμότατος ο Πουτά προμηθεύοντας με κοσμήματα το Υπουργείο. Το υψηλόβαθμο προσωπικό κερδοσκοπούσε χάρη σε τρέχουσες και μελλοντικές αγορές. Όσο βυθιζόμασταν στον πόλεμο, τόσο μεγάλωνε η ανάγκη για κοσμήματα. Η γυναίκα του, η κυρία Πουτά, είχε γίνει ένα με το ταμείο τού καταστήματος, που δεν αποχωριζόταν ούτως ειπείν, ποτέ. Την είχαν αναθρέψει για να γίνει σύζυγος χρυσοχόου. Φιλοδοξία γονέων. Δεν ήταν άσχημη η κυρία Πουτά, μόνο που ήταν τόσο συνετή, τόσο δύσπιστη, που σταματούσε στο κατώφλι τής ομορφιάς. Έσπαγες το κεφάλι σου να ξεδιακρίνεις, τι, το τόσο υπολογιστικό είχε κείνο το πλάσμα και τούς λόγους τής αμηχανίας που ᾿νιωθες, παρ᾿ όλα αυτά, πλησιάζοντάς το. Αυτή η ενστικτώδης απέχθεια, που εμπνέουν οι έμποροι σ᾿ όσους τούς πλησιάζουν και ξέρουν, είναι μια απ᾿ τις σπάνιες παρηγοριές που γεύονται για το ότι είναι τόσο καρμίρηδες, όσοι δεν πουλάνε τίποτα σε κανέναν. Στα μπουρδέλα όπου σύχναζε κάπου κάπου, ο κύριος Πουτά δειχνόταν απαιτητικός κι απρόθυμος να θεωρηθεί σπάταλος. Μπερμπάτης ναι, κορόιδο όχι, άντρας βέρος. Εκμεταλλευόταν το ότι ήξερε τούς πάντες για να κάνει κάποιες αγοροπωλησίες κοσμημάτων με την υποτσατσά, που η αφεντιά της δεν εμπιστευόταν τις επενδύσεις στο χρηματιστήριο. Ο κύριος Πουτά σημείωνε εντυπωσιακές προόδους στον στρατιωτικό τομέα, οδεύοντας από πρόσκαιρες απαλλαγές σ᾿ οριστικές. Σε λίγο βρέθηκε εντελώς ελεύθερος, ύστερα από ποιος ξέρει πόσες έγκαιρες ιατρικές επισκέψεις. Ένας άλλος επικουρικός έκανε μαζί με μένα χαμαλοδουλειές στο μαγαζί γύρω στα 1913: ήταν ο Ζαν Βουαρέζ. Πήγαινε για τα θελήματα, το ίδιο γρήγορα με τα πόδια και με το μετρό. Τα πόδια του τον βοηθήσαν πολύ και στον πόλεμο. Περνιόταν για τον ταχύτερο σύνδεσμο τού συντάγματός του. Ενώ ήταν σε ανάρρωση, ήρθε να με βρει στο οχυρό της Μπισέτρ, και τότε μάλιστα αποφασίσαμε να πάμε παρέα για τράκα στο τέως αφεντικό μας. «Βρε, βρε, καλώς τα παιδιά» απόρησε λιγάκι που μάς είδε ο κύριος Πουτά. Εσύ Βουαρέζ, είσαι μια χαρά! Καλά πας! Μα εσύ, Μπαρνταμού, φαίνεσαι άρρωστος παιδί μου! Τέλος πάντων! Νέος είσαι! Θα φτιάξεις! Έχετε φάρδος, παρ᾿ όλα αυτά τού λόγου σας! Ας λένε ότι θέλουν, ζείτε υπέροχες στιγμές, ε; Στον καθαρό αέρα! Γράφετε Ιστορία φίλοι μου, ξέρω τι λέω! Και τι Ιστορία. Εμείς κιχ δεν απαντούσαμε στον κύριο Πουτά, τον αφήναμε να λέει ό,τι ήθελε, πριν από την τράκα... Συνέχιζε λοιπόν: «Α, είναι ζόρικα, συμφωνώ, στα χαρακώματα!... Η αλήθεια να λέγεται! Μα έχει και εδώ άγρια ζόρια, ξέρετε!... Εσείς τραυματιστήκατε, ε; Εγώ είμαι ξεθεωμένος! Νυχτερινή υπηρεσία στην πόλη με τη σέσουλα, δυο χρόνια τώρα! Το φαντάζεστε; Να κινδυνεύεις να σκοτωθείς δέκα φορές τη νύχτα!...» «Και τα σκυλιά;» ρώτησε ο Βουαρέζ για να καμωθεί τον ευγενή. «Τι γίνανε; Τα βγάζουν ακόμα βόλτα στον Κεραμεικό;» «Έβαλα να τα πυροβολήσουν! Με ζημιώνανε! Κάναν κακό στο μαγαζί!... Γερμανικά λυκόσκυλα!» Εκείνη τη στιγμή μπήκαν πελάτες. «Μην σάς κρατάω, φίλοι μου», μάς κάνει ο κύριος Πουτά. «Και προπαντός υγεία! Η Εθνική Άμυνα πάνω απ᾿ όλα, να ποια είναι η γνώμη μου!» Δηλαδή, μάς διώχνανε. Η κυρία Πουτά μάς έδωσε από ένα εικοσάρικο στον καθένα φεύγοντας. Όταν βρεθήκαμε στο δρόμο, σκεφτήκαμε ότι δε θα πηγαίναμε πολύ μακριά μ᾿ ένα εικοσάρικο έκαστος, αλλά ο Βουαρέζ είχε μια πρόσθετη ιδέα. «Έλα», μού λέει, «στη μάνα ενός φίλου που σκοτώθηκε σαν ήμασταν στη Μεζ, εγώ πάω κάθε βδομάδα στους γονείς του, για να τους διηγηθώ πως τα τίναξε ο κανακάρης τους... Είναι πλούσιοι... Μού δίνει γύρω στο κατοστάρικο κάθε φορά η μάνα του... Τούς κάνει ευχαρίστηση λένε... Καταλαβαίνεις λοιπόν...» «Τι δουλειά έχω εγώ εκεί πέρα; Τι να πω εγώ στη μάνα του;» «Ε, θα τής πεις ότι τον είδες και εσύ... Θα σού δώσει κι εσένα κάνα κατοστάρικο... Είναι αληθινοί πλούσιοι! Σου λέω! Κι όχι σαν το μούτρο τον Πουτά... Δεν τα μετράν αυτοί...» Στη λεωφόρο Ανρί-Μαρτέν, έστριβες δεξιά κι έπειτα προχωρούσες ακόμα λίγο, τέλος έφτανες σε μια καγκελόπορτα ανάμεσα στα δέντρα μιάς μικρής ιδιωτικής αλέας. «Βλέπεις!» παρατήρησε ο Βουαρέζ, άμα φτάσαμε ακριβώς μπροστά, «είναι σαν μικρό παλατάκι... Τι σου ᾿λεγα;... Ο μπαμπάς είναι μεγαλοκαρχαρίας στους σιδηροδρόμους, μου ᾿παν... Μεγιστάνας...» Αλλά ο ηλικιωμένος άντρας που μού ᾿δειχνε, δεν ήρθε αμέσως, περπατούσε σκυφτός γύρω από την πελούζα, κουβεντιάζοντας μ᾿ ένα φαντάρο... Πλησιάσαμε. Αναγνώρισα τον φαντάρο, ήταν ο έφεδρος που ᾿χα συναντήσει τη νύχτα στη Νουαρσέρ, όπου είχα βγει για αναγνώριση. Θυμήθηκα μάλιστα αμέσως τ᾿ όνομά που μού ᾿χε πεί: Ροβινσώνας. Ο ηλικιωμένος κύριος πλησίασε προς το μέρος μας. Τραύλιζε. «Αγαπητέ μου φίλε», λέει στον Βουαρέζ, «με βαθύτατο πόνο σάς πληροφορώ ότι η καημένη η σύζυγός μου υπέκυψε στην τεράστια λύπη μας...» Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Στράφηκε απότομα και μάς άφησε. «Σ᾿ αναγνωρίζω εσένα», έκανα εγώ τού Ροβινσώνα, μόλις απομακρύνθηκε κάμποσο ο ηλικιωμένος κύριος. «Κι εγώ σ᾿ αναγνωρίζω...» «Τι έπαθε η γριά;» τον ρώτησα τότε εγώ. «Ε, λοιπόν κρεμάστηκε προχτές, και τέρμα!» αποκρίθηκε αυτός. «Κωλοφαρδία να σου πετύχει!» πρόσθεσε... Τύχη βουνό. ε; Κι εγώ που την περίμενα έξι μήνες αυτή τη μέρα!...» «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω τού λόγου σου» μού δήλωσε ο Ροβινσώνας, «μα για φαντάσου τι καριόλα η μάνα του τύπου!... Άμα το ξανασκέφτομαι που πήγε να κρεμαστεί τη μέρα που ᾿φτασα!... Μου ᾿χει καθίσει στο στομάχι αυτό!... Κρεμιέμαι γω, μου λες; Απ᾿ τον καημό μου; Άλλο δε θα ᾿κανα τότες από το να κρεμιέμαι!... «Οι πλούσιοι έκανε ο Βουαρέζ, «είναι πιο ευαίσθητοι απ᾿ τούς άλλους...» Αυτόν τον τύπο τον Βουαρέζ, δεν τον ξανάδα ποτέ. Τον Ροβινσώνα πολλές φορές στη συνέχεια. Τού Βουαρέζ τού τη φέραν τ᾿ αέρια, στη Σομ. Πήγε να πεθάνει στην ακρογιαλιά, σ᾿ ένα θαλασσινό σανατόριο στη Βρετάνη, δυο χρόνια αργότερα.
ΑΦΡΙΚΉ
8. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΉΣ ΟΜΟΛΟΓΊΑΣ
ΚΑΙ ΤΉΣ ΚΤΗΝΩΔΊΑΣ ΌΤΑΝ Η ΧΎΤΡΑ ΠΕΤΆΕΙ ΤΟ ΚΑΠΆΚΙ
Οι Γαλονάδες με παράτησαν στο τέλος και έτσι έσωσα το τομάρι μου, μα είχε πάθει ζημιά το κεφάλι μου, μια για πάντα. Τι να πεις. «Πάρε δρόμο!...» μού κάνανε. «Δεν είσαι πια άξιος για τίποτα!...» «Στην Αφρική είπα τότε εγώ. «όσο μακρύτερα τόσο καλύτερα!» Με μπαρκάραν λοιπόν σ᾿ ένα βαπόρι, με φορτίο από μπαμπακερά, αξιωματικούς και δημοσιοϋπαλλήλους. Όσο μέναμε στα Ευρωπαϊκά ύδατα, τα πράγματα δεν προμηνύονταν και τόσο άσχημα. Όμως αμέσως μετά τις ακτές τής Πορτογαλίας, μέσα στην απελπιστική χαύνωση τής ζέστης, όλο το ανθρώπινο περιεχόμενο τού βαποριού έπηξε σ᾿ ένα μαζικό μεθύσι. Κι ήταν από εκείνη τη στιγμή που είδαμε ν᾿ απλώνεται πάνω στο πετσί, η εφιαλτική φύση των Λευκών, ερεθισμένη, λευτερωμένη, η αληθινή τους φύση, όπως στον πόλεμο. Στα κρύα τής Ευρώπης, μες την σεμνότυφη μουντάδα τού Βορρά, αν εξαιρέσεις τις σφαγές, ίσα που παίρνεις χαμπάρι τον απάνθρωπο συρφετό των αδελφών μας, μα έτσι και τούς κεντρίσει ο αισχρός τροπικός πυρετός, η σαπίλα, τούς κατακλύζει την επιφάνεια. Τότε είναι που ξεβρακώνονται ασυγκράτητα και που θριαμβεύει η κτηνωδία τους και μάς κουκουλώνει ολόκληρους. Είναι η βιολογική ομολογία. Μόλις η δουλειά και το κρύο παύουν να μας αναχαιτίζουν, μόλις ξεσφίγγουν λίγο τη μέγκενη, μπορείς να διακρίνεις στους Λευκούς, αυτά που ανακαλύπτεις στον χαρωπό γιαλό με το που αποτραβιέται η θάλασσα: την αλήθεια, βάλτους απαίσια βρωμερούς, καβούρια, ψοφίμια και σβουνιές. Έτσι λοιπόν, μόλις περάσαμε την Πορτογαλία, οι πάντες στο βαπόρι βαλθήκαν να αφήνουν ελεύθερα τα ένστικτά τους, λυσσωδώς, με τη βοήθεια τού αλκοόλ και μ᾿ εκείνο το αίσθημα τής μύχιας απόλαυσης που παρέχει το τζάμπα ταξίδι, προπαντός στους εν ενεργείᾳ στρατιωτικούς και δημοσιοϋπαλλήλους. Εγώ, ο μοναδικός επιβάτης με πληρωμένο εισιτήριο, θεωρήθηκα ως εκ τούτου, ιδιαζόντως αδιάντροπος, σαφώς ανυπόφορος. Λίγο μετά, έμαθα από ένα καμαρότο ότι με θεωρούσαν όλοι τους ξιπασμένο, μήπως και προπετή; ... Ότι με υποψιάζονταν για νταβατζιλίκι και συνάμα για ομοφυλοφιλία... Και μάλιστα για ελαφρώς κοκαϊνομανή... Μετά διαδόθηκε η φήμη ότι είχε χρειαστεί να το σκάσω από τη Γαλλία ώστε να αποφύγω τη δίωξη για κάποια εγκλήματα από τα πιο στυγερά. Φτάσαν στο σημείο, να μην αμφιβάλλουν ότι ήμουν το μεγαλύτερο και απεχθέστερο καθίκι στο βαπόρι, και σα να λέμε το μόνο. Σπουδαία προοπτική. Αναρωτιόνταν ένα γύρο αν θα ᾿μουνα το ίδιο αηδιαστικός πατικωμένος και απατίκωτος. Όταν το μίσος των ανθρώπων είναι δίχως ρίσκο, η βλακεία τους πείθεται εύκολα, οι αφορμές προσφέρονται από μόνες τους. Συμφωνήθηκε σιωπηρά να τεθώ σε από κοινού επιτήρηση. Δεν ξεμύτιζα πια από την καμπίνα μου, παρά με άπειρες προφυλάξεις. Ήταν δύσκολο να υπάρχω λιγότερο σ᾿ εκείνο το βαπόρι, όντας παρ᾿ όλα αυτά εκεί. Μη σώσω και ξαναταξιδέψω μ᾿ ανθρώπους τόσο δύσκολους να τούς ικανοποιήσεις. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι, υπό κανονικές συνθήκες στη διάρκεια μιάς μόνο συνηθισμένης μέρας, ποθούν το θάνατο σου τουλάχιστον εκατό άτομα, αυτοί φερ᾿ ειπείν τούς οποίους ενοχλείς, στριμωγμένοι όπως είναι πίσω σου στην ουρά τού μετρό, όσοι επίσης περνάνε μπροστά απ᾿ το διαμέρισμα σου ενώ αυτοί δεν έχουν, όσοι θα ᾿θελαν να τελειώσεις το κατούρημα για να κάνουν το ίδιο, τα παιδιά σου τέλος, και τόσοι άλλοι. Τα μέλη εκείνης τής σύναξης μού φαίνονταν, αρκετά βαριά άρρωστοι, ελλονοσούντες, αλκοολικοί, συφιλιδικοί το δίχως άλλο, κι ο ξεπεσμός τους με παρηγορούσε λίγο για τις προσωπικές μου σκοτούρες. Στο κάτω κάτω ηττημένοι ήταν όσο κι εγώ, οι παλικαράδες!... Κάναν ακόμα τούς καμπόσους κι αυτό ήταν όλο! Το αλκοόλ τούς κριτσάνιζε τα συκώτια... Ο ήλιος τούς γρατζουνούσε τα νεφρά... Οι μουνόψειρες τούς κολλούσαν στις τρίχες και το έκζεμα στο πετσί τής κοιλιάς... Τι θα τούς έμενε σε λίγο; Ένα κουρελάκι μυαλού... Για να το κάνουν τι; Μού λέτε;... Εκεί που πηγαίναν... Για να αυτοκτονήσουν; Μόνο σ᾿ αυτό θα μπορούσε να τούς χρησιμεύσει το μυαλό εκεί που πηγαίναν... Τα πράγματα ξεκαθάρισαν ένα βράδυ μετά το δείπνο, όπου παραυρέθηκα παρ᾿ όλα αυτά, ταλανισμένος από τη πείνα. Κανείς δεν έφαγε ποτέ πιο διακριτικά από μένα. Η ατμόσφαιρα ήταν έντονα νευρική και ύπουλη.Έδωσα ένα σάλτο για να καταφύγω στην καμπίνα μου. Ένας απ᾿ τους λοχαγούς, ο πιο μυώδης, μου ᾿κόψε το δρόμο. «Κύριε, βρίσκεστε ενώπιον τού λοχαγού Φρεμιζόν των αποικιακών στρατευμάτων! Ιδού η στιγμή, κύριε, να εκφράσετε μεγαλοφώνως τις αιτιάσεις σας!... Να μάς πείτε επιτέλους τι σκέφτεστε...» Άδραξα την ευκαιρία. Κάθε δυνατότητα ανανδρίας μετατρέπεται σ᾿ υπέροχη ελπίδα για όποιον ξέρει το πως και το γιατί. Να ποια είναι η γνώμη μου. Δεν πρέπει ποτέ να ψιψιρίζεις τούς τρόπους να γλυτώσεις το ξεντέριασμα. Η διαφυγή αρκεί στον συνετό. «Λοχαγέ μου!», τού αποκρίθηκα εγώ, «πως είναι δυνατόν να μού αποδοθούν εμένα αισθήματα δολιότητας; Εμένα, τον υπερασπιστή ακόμα χθες, τής αγαπημένης μας πατρίδος! Να οδηγηθείτε στη σκέψη ότι εγώ διαδίδω άθλιες συκοφαντίες εις βάρος ηρωικών αξιωματικών και μάλιστα τη στιγμή κατά την οποία οι ανδρείοι αυτοί, ετοιμάζονται να επωμισθούν την ιερή φύλαξη τής αθάνατης αποικιακής αυτοκρατορίας μας!» συνέχισα. Τελικά για να ολοκληρώσω, εκτόξευσα το επιμύθιο: «Ζήτω η Γαλλία λοιπόν, στου θεού τ᾿ όνομα! Ζήτω η Γαλλία.» Ήταν η πρώτη φορά που η Γαλλία μού έσωζε τη ζωή. Παρατήρησα μεταξύ των ακροατών μου μια μικρή στιγμή δισταγμού, αλλά όπως και να το κάνεις, είναι πολύ δύσκολο για ένα αξιωματικό, να χαστουκίσει ιδιώτη, δημοσίως, την ώρα που αυτός φωνάζει «Ζήτω η Γαλλία». Αυτός ο δισταγμός με έσωσε. Προσκάλεσα τούς πάντες να ᾿ρθουν στο μπαρ για να πιούμε στη συμφιλίωση μας. Ούτε λεπτό δεν αντιστάθηκαν οι λεβέντες. Μόνο τα θηλυκά τού βαποριού μάς ακολουθούσαν με τα μάτια. Το υποψιάζονταν οι ρουφιάνες πως την είχα γλυτώσει με μπαμπεσιά απ᾿ την ενέδρα, και είχαν ορκιστεί να με στριμώξουν στη στροφή. Ζητούσα απ᾿ αυτούς τούς ήρωες, να μού διηγηθούν ιστορίες και δωσ᾿ του ξανά ιστορίες αποικιακής ανδραγαθίας. Είναι σαν τα πρόστυχα ανέκδοτα οι διηγήσεις ανδραγαθιών, αρέσουν σε όλους τούς στρατιωτικούς. Οι μάγκες βαλθήκαν να διηγούνται για τον πόλεμο όσες μπαρούφες είχα άλλοτε ακούσει κι αργότερα διηγηθεί ο ίδιος, όταν παράβγαινα στο παραμύθιασμα τούς φιλαράκους τού νοσοκομείου. Σιγά σιγά, η κουβέντα μας έπαψε να ᾿ναι στρατιωτική για να γίνει πικάντικη, έπειτα σκέτα πρόστυχη και στο φινάλε ασυνάρτητη. Οι ομοτράπεζοί μου, ο ένας μετά τον άλλο, παραιτήθηκαν και αποκοιμήθηκαν. Είχε έρθει η ώρα να εξαφανιστώ. Δεν πρέπει να τις προσπερνάς αυτές τις εκεχειρίες τής κτηνωδίας, που η φύση επιβάλλει όσο να ᾿ναι και στους πιο βιτσιόζους, τούς πιο επιθετικούς οργανισμούς τού κόσμου τούτου. Είχαμε αγκυροβολήσει τώρα σε μια μικρή απόσταση από την ακτή. Δεν βλέπαμε παρά τα φανάρια κατά μήκος τής παραλίας. Κουβάλησα τις ελάχιστες αποσκευές μου, αμπαλαρισμένες στα κρυφά, και το ᾿σκασα στο κατόπι ενός βαρκάρη. «Που βρισκόμαστε;» ρώτησα. «Στην Μπαμπολά-Φορ-Γκονό!» μ᾿ αποκρίθηκε η σκιά. Ξαναβρήκα τη στεριά, και τη νύχτα ακόμα πιο πηχτή κάτω από τα δένδρα, και πίσω απ᾿ τη νύχτα όλες τις συνενοχές τής σιωπής.
9. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΕΞΑΘΛΊΩΣΗΣ
Σ᾿ αυτή την αποικία τής Μπαμπολά, υπεράνω όλων θριάμβευε ο διοικητής. Οι στρατιωτικοί του και οι δημοσιοϋπάλληλοι, ίσα ίσα που τολμούσαν ν᾿ ανασάνουν, όποτε καταδεχόταν να χαμηλώσει το βλέμμα του, ως το άτομο τους. Πολύ πιο κάτω από ᾿κείνους, οι έμποροι μοιάζαν να κλέβουν ευκολότερα απ᾿ ό,τι στην Ευρώπη. Οι δημόσιοι υπάλληλοι αντιλαμβάνονταν, όσο πιο πολύ κουράζονταν και αρρώσταιναν, πως τούς την είχαν φέρει κουβαλώντας τους εδώ, για να μοιράζουν μονάχα γαλόνια κι έντυπα κι σχεδόν καθόλου παρά. Κάμποσοι είχαν ζήσει με τη ελπίδα να πλαγιάσει κάποια μέρα με τη γυναίκα τους, ο διοικητής, μα δε τού αρέσαν οι γυναίκες τού διοικητή. Δεν τού άρεσε τίποτα. Το στρατιωτικό στοιχείο, ακόμα πιο αποβλακωμένο, έτρωγε αποικιακή δόξα με το κουτάλι και για να την ξεπικρίσει, πολύ κινίνο και χιλιόμετρα κανονισμών. Απ᾿ το πολύ να περιμένουν να κατέβει το θερμόμετρο, οι πάντες γίνονταν, όλο και πιο γαϊδούρια. Οι σπάνιες δυνάμεις που γλιτώναν απ᾿ τη μαλάρια, τη δίψα, τον ήλιο, ξοδεύονταν σε μίση τόσα αψιά, που πολλοί άποικοι τα τινάζαν στο τέλος επί τόπου, αυτοδηλητηριασμένοι σαν σκορπιοί. Είναι δύσκολο να κοιτάξεις αληθινά τούς ανθρώπους και τα πράγματα στους Τροπικούς, λόγω των χρωμάτων που εκπέμπουν. Βράζουν τα χρώματα και τα πράγματα. Ένα μικρό σαρδελοκούτι ανοιχτό μεσημεριάτικα πάνω στο οδόστρωμα, σκορπάει τόσες διαφορετικές μαρμαρυγές, που στα μάτια αποκτάει σπουδαιότητα δυστυχήματος. Πρέπει να προσέχεις. Δεν είναι μόνο οι άνθρωποι υστερικοί εκεί κάτω, μπαίνουν και τα πράγματα στο χορό. Η ζωή δε γίνεται ανεκτή παρά μόνο όταν βραδιάζει, μα και πάλι το σκοτάδι καπαρώνεται σχεδόν αμέσως από τα κουνούπια, σμήνη αμέτρητα. Να τη γλυτώσεις σε τέτοιες συνθήκες καταντάει αυθεντικό έργο αυτοσυντήρησης. Καρναβάλι τη μέρα, σουρωτήρι τη νύχτα, κλεφτοπόλεμος. Κατά τα λεγόμενα κάποιων, ο αποικισμός μας, πήγαινε απ᾿ το κακό στο χειρότερο εξαιτίας τού πάγου. Η εισαγωγή τού πάγου στις αποικίες, σήμανε είναι γεγονός, την εκθήλυνση τού αποίκου. Κολλημένος εφεξής από συνήθεια στο παγωμένο απεριτίφ του, έπρεπε ο άποικος να παραιτηθεί απ᾿ την προσπάθεια να κυριαρχήσει στο κλίμα με μόνη τη στωικότητά του. Ο διευθυντής της Λυμαινικής Εταιρείας, γύρευε κάποιον αρχάριο για να επιβλέπει ένα από τα πρακτορεία στη σαβάνα. Πήγα δίχως χρονοτριβή να τού προσφέρω τις αδαείς, πλην πρόθυμες υπηρεσίες μου. «Εκεί που θα πάτε για την Εταιρεία, είναι καταμεσίς στο δάσος, έχει υγρασία... Είναι δέκα μέρες μακριά... Η θάλασσα πρώτα... Κι έπειτα το ποτάμι. Ένα ποτάμι κατακόκκινο θα δείτε... Κι από την άλλη μεριά οι Σπανιόλοι. Αυτός που θα αντικαταστήσετε στο πρακτορείο, είναι μεγάλο κάθαρμα, σημειώστε το... Μεταξύ μας... Σας το λέω... Αδύνατον να μάς στείλει τους λογαριασμούς του, το καθίκι! Δε μένει για πολύ καιρό έντιμος ο άνθρωπος όταν είναι μόνος, τι να πεις!... Είναι άρρωστος μάς γράφει... Δε λέω όχι! Άρρωστος! Κι εγώ άρρωστος είμαι! Τι πάει να πει άρρωστος; Κι εσείς θ᾿ αρρωστήσετε στο άψε σβύσε μάλιστα! Δεν είναι λόγος αυτός! Σκοτιστήκαμε αν είναι άρρωστος! Η Εταιρεία πάνω απ᾿ όλα! Μόλις φτάσετε εκεί πέρα, κάντε την απογραφή του προπαντός!... Πείτε στ᾿ άλλο νούμερο να κατέβει κατά ᾿δω στα γρήγορα!...Έχω δυο λογάκια να του πω!... Α, το γομάρι! Να μην ψοφήσει στο δρόμο προπαντός!... Θα ᾿ταν κρίμα! Πολύ κρίμα! Α, το κάθαρμα!» Ήρθε πάντως η επόμενη μέρα, εκείνο το καμίνι. Μια απίστευτη όρεξη να γυρίσω στην Ευρώπη, με μονοπωλούσε ψυχή τε και σώματι. Μόνο το χρήμα έλειπε για να λακίσω. Αυτό αρκούσε. Δεν μου ᾿μενε άλλωστε παρά μια βδομάδα στο Φορ-Γκονό προτού πάω στο πόστο μου, στο Μπικομιμπό, το τόσο γλαφυρά ζωγραφισμένο. Ξανοιγόμουνα κάπου κάπου ίσαμε τις αποβάθρες, για να δω πως δουλεύαν οι μικροί αναιμικοί συνάδελφοί μου, που η Λυμαινική Εταιρεία τούς προμηθευόταν από μαζικές φιλανθρωπίες. Έμοιαζε να τούς κυριεύει μια πολεμόχαρη φούρια να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν βαπόρια, το ᾿να μετά το άλλο. «Κοστίζουν τόσο πολύ οι σταλίες των φορτηγών!» επαναλάμβαναν συντετριμμένοι, λες κι ήταν δικά τους τα λεφτά. Οι τέλειοι υπάλληλοι κοντολογίς, οπλισμένοι με μια ενθουσιώδη απερισκεψία που σ᾿ άφηνε άναυδο. Η μάνα μου θα τρελαινόταν να ᾿χει τέτοιο γιό, που να διαθέτει ζέση για τα αφεντικά του, έναν γιό που να την κάνει να καμαρώνει μπροστά στον κόσμο, ένα γιό καθ᾿ όλα νόμιμο.
10. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΕΞΑΘΛΊΩΣΗΣ ΑΠΌ ΤΗ ΜΙΑ,
ΤΟΎ ΜΕΓΑΛΕΊΟΥ ΑΠΌ ΤΗΝ ΆΛΛΗ
Στην Υπηρεσία τής Λυμαινικής Εταιρείας εργάζονταν, στις αποθήκες και τις φυτείες, πλήθος νέγροι και μικροί Λευκοί τού είδους μου. Οι μεν ιθαγενείς λειτουργούν τελικά μόνο με το βούρδουλα, έχουν αυτή την αξιοπρέπεια, ενώ οι Λευκοί, τελειοποιημένοι χάρη στη δημόσια εκπαίδευση, δουλεύουν από μόνοι τους. Οι αρχαίοι τύραννοι, δεν ήταν παρά ξιπασμένοι ερασιτέχνες, άσχετοι στην ύψιστη τέχνη τού να ξεζουμίζουν τ᾿ όρθιο ζώο, απ᾿ την τελευταία στάλα μόχθου. Δεν ξέρανε, οι πρωτόγονοι αυτοί, να τον φωνάζουν «Κύριο» τον σκλάβο και να τον βάζουν να ψηφίζει κάπου κάπου, ούτε κυρίως να τον οδηγούν στον πόλεμο, για να τον γιατρέψουν από τα πάθη του. Όσο βάσταξε η εκπαίδευσή μου στο Φορ-Γκονό, δεν εύρισκα, ότι κι αν έκανα, παρά μόνο ένα τελεσίδικα λαχταριστό σημείο: το Νοσοκομείο. Με το που φτάνεις κάπου, ανακαλύπτεις εντός σου φιλοδοξίες. Εγώ είχα κλίση στην αρρώστια, μόνο στην αρρώστια. Ο καθείς στο είδος του. Στο κλίμα του Φορ-Γκουνό, τα ευρωπαϊκά στελέχη λιώνανε χειρότερα από βούτυρο. Η πλειονότητα των κληρωτών μονίμως χωμένη στο Νοσοκομείο, σιγόβραζε από τις θέρμες της, γεμάτη παράσιτα για κάθε τρίχα και κάθε δίπλα. Απ᾿ τα αναιμικά και τριχωτά τους χέρια κρέμονται λιγδερά ρομάντζα, με τα μισά φύλλα να λείπουν, ένεκα οι δυσεντερικοί, που δεν τούς βρίσκεται ποτέ αρκετό χαρτί, και οι στριμμένες αδελφές νοσοκόμες, που λογοκρίνουν με τον τρόπο τους όποια βιβλία ασεβούν στον Πανάγαθο. Οι μουνόψειρες τού στρατού ταλανίζουν τις αδελφές, σαν όλους τούς άλλους. Για να ξυστούν καλύτερα οι αδελφές, σηκώνουν την ποδιά τους πίσω απ᾿ το παραβάν, εκεί που ο πρωινός νεκρός δεν καταφέρνει να παγώσει, τόσο που ζεσταίνεται κι αυτός ακόμα. Η αναχώρησή μου για το δάσος, μόνο απελπισία και ανταρσία γεννούσε μέσα μου, και είχα ήδη ορκιστεί να κολλήσω το ταχύτερο ό,τι μικρόβιο περνούσε απ᾿ το χέρι μου, ώστε να γυρίσω στο Φορν-Γκονό, άρρωστος και τόσο σκελετωμένος, τόσο σιχαμερός, που θα αναγκάζονταν όχι μόνο να με δεχτούν, μα και να μ᾿ επαναπατρίσουν. Θα μ᾿ εύρισκαν αποφασισμένο να σαπίσω απ᾿ οτιδήποτε. Οι πιο καπάτσοι, οι πιο μάγκες μεταξύ των εμπύρετων, καταφέρνουν καμιά φορά να τρυπώσουν σ᾿ ένα μεταγωγικό για τη Γαλλία. Θαύμα θαυμάτων. Οι περισσότεροι από τους νοσηλευόμενους ασθενείς παραδέχονταν ότι είχαν ξεμείνει από κόλπα κι επέστρεφαν στη σαβάνα, για να ξαλαφρώσουν απ᾿ τα τελευταία τους κιλά. Τέλος το μικρό ατμόπλοιο, με το οποίο έπρεπε να παραπλεύσω την ακτή για να πλησιάσω το πόστο μου, φουντάρισε στο Φορν-Γκονό. Το λέγαν Παπαουτά. Είχε απίστευτα λίγη δύναμη.Το Παπαουτά έσκιζε το νερό λες κι ήταν ιδρώς που τον είχε χύσει όλον μόνο του, επίμονα. Τέλος πάντων ζυγώσαμε στο λιμάνι τού προορισμού μου. Το λέγαν Τοπό. Με το που ᾿φτασα, ο λοχαγός Γκραπά, ο διοικητής τού Τοπό, άδραξε τα χαρτιά μου και επαλήθευσε την αυθεντικότητα τους. Υπό τις διαταγές του, υπηρετούσε ο λοχίας Αλσίντ. Μες την απομόνωση τους δεν αγαπιόνταν καθόλου. Ανάμεσα στις γύρω λιμνοθάλασσες, και στα δασικά κατάβαθα, αργοσάπιζαν κάτι μουχλιασμένες φυλές, αποδεκατισμένες, αποβλακωμένες απ᾿ το τρυπανόσωμα [1] και τη χρόνια εξαθλίωση· απέφεραν πάντως ένα μικρό φόρο, υπό το βούρδουλα, εννοείται. Στρατολογούσαν μάλιστα από τη νεολαία τους, κάποιους πολιτοφύλακες για να χειρίζονται κατ᾿ εξουσιοδότηση, τον ίδιο εκείνο βούρδουλα. Οι πολιτοφύλακες του Αλσίντ παρουσιάζονταν στα γυμνάσια κάθε πρωί, απ᾿ τις επτά. Κανείς στρατός στον κόσμο δεν επανδρώθηκε ποτέ με προθυμότερους στρατιώτες. Στο σφύριγμα τού Αλσίντ, τούτοι οι πρωτόγονοι ξεβιδώνονταν, βλέποντας με τη φαντασία τούς γυλιούς, άρβυλα, έως και ξιφολόγχες και ακόμα πιο εντυπωσιακά παριστάνοντας ότι τα χρησιμοποιούσαν. Δεν φορούσαν παρά ένα ίχνος κοντού παντελονιού. Όλα τα άλλα έπρεπε να τα επινοήσουν. Στην καλύβα μας, τού Αλσίντ δηλαδή, στηνόταν ένα μικρό παζάρι, ούτε καν παράνομο, για ψιλολόγια και διάφορα αποφάγια. Ολόκληρο το λαθρεμπόριο τού Τοπό, περνούσε άλλωστε απ᾿ τον Αλσίντ, μιάς κι ο τύπος διατηρούσε ένα μικρό απόθεμα, ταμπάκου σε φύλλα και πακέτα, μερικών λίτρων αλκοόλ και λίγων μέτρων μπαμπακερού. Οι δώδεκα πολιτοφύλακες του Τοπό νιώθαν, ήταν φανερό, αληθινή συμπάθεια για τον Αλσίντ, κι αυτό παρότι τούς σκυλόβριζε απεριόριστα και τούς κλωτσούσε τον πισινό μάλλον αδίκως. Είχαν διακρίνει σ᾿ αυτόν, τ᾿ αδιαμφισβήτητα στοιχεία μεγάλης συγγένειας, που είναι η ανίατη έμφυτη αθλιότητα. Ήταν άλλωστε από καλή πάστα ο Αλσίντ. Το κατάλαβα αργότερα, κάπως πολύ αργά. Κάποια μέρα σ᾿ έξαρση αβροφροσύνης, με προσκάλεσε, ο λοχαγός Γκραπά. Ήταν και μέρα ακρόασης στο δικαστήριό του. Ήθελε να με εντυπωσιάσει. Γύρω απ᾿ την καλύβα του, κουβαλημένοι απ᾿ το πρωί, στριμώχνονταν όρθιοι οι αντίδικοι και το απλό κοινό, ζέχναν έντονα σκόρδο, σάνταλο, ταγκιασμένο βούτυρο. Εκατό φάτσες παθιασμένες απ᾿ τα προβλήματα συμφερόντων κι εθίμων αποκάλυπταν τα δόντια τους με μικρούς ξερούς ήχους. «Θα τούς συμβιβάσω στο άψε σβήσε!» αποφάνθηκε τελικά ο Γκραπά, τον οποίο, η θερμοκρασία και οι πάρλες ωθούσαν σ᾿ αποφάσεις. «Που είναι ο πατέρας τής νύφης που αρνιέται να επιστρέψει το πρόβατο;... Να τονέ φέρουν!» «Εδώ ᾿ναι» απάντησαν είκοσι νοματαίοι, σπρώχνοντας μπροστά τους ένα γερονέγρο κάπως πλαδαρό, τυλιγμένο σ᾿ ένα κίτρινο πανί. «Εμπρός!» διέταξε ο Γκραπά. «Είκοσι βουρδουλιές! Να ξεμπερδεύουμε!... Να μάθει να μού τα πρήζει δω χάμω, κάθε Πέμπτη, δυο μήνες τώρα με τα χαζοπρόβατά του!» Έφαγε στη ράχη και τα νερουλιασμένα πισινά ένα σύννεφο από βιτσιές, που θα ᾿καναν και γερό γαϊδούρι, να γκαρίζει οχτώ μερόνυχτα. Όταν έληξε η τιμωρία, το αίμα έρρεε άφθονο απ᾿ το στόμα, απ᾿ τη μύτη και προπαντός κατά μήκος της ράχης. Το πλήθος απομακρύνθηκε σέρνοντας τον, μες το βόμβο μύριων κουτσομπολιών και σχολίων. Ο λοχαγός Γκραπά ξανάναψε το πούρο του. Όχι πως ήταν πιο Νερώνειος από άλλον, δεν νομίζω, μόνο που δεν τ᾿ άρεσε να τον αναγκάζουν να σκέφτεται. Τονέ φούρκιζε. Αυτό που τον ερέθιζε στο δικαστικό του λειτούργημα, ήταν οι ερωτήσεις που τού κάνανε. «Α, αν ήξεραν όλοι τους πόσο σκοτίστηκα για τις αντιδικίες τους, δε θ᾿ άφηναν το δάσος τους για να ᾿ρθουν εδώ πέρα, να μ᾿ αραδιάζουν τις μπαρούφες τους και να μού τα ζαλίζουν!... Τούς φορτώνω εγώ τούς μπελάδες μου;» κατέληγε ο Γκραπά. «Πάντως, κοντεύω να πιστέψω, ότι το δικαστήριό μου αρέσει σ᾿ αυτά τα καθίκια!... Δυο χρόνια τώρα προσπαθώ να τούς κάνω να το σιχαθούν, κι όμως δωσ᾿ του και ξανάρχονται κάθε Πέμπτη... Αν θέλετε με πιστεύετε, νεαρέ μου, είναι σχεδόν οι ίδιοι που ξανάρχονται!... Ανώμαλοι σα να λέμε!...» Είχαμε αρχίσει να τα ψιλοκοπανάμε, όταν μάς διέκοψε πάλι ένας νέγρος καταδικασμένος ούτε ξέρω σε ποια ποινή, κι αργοπορημένος για την έκτισή της. Ερχόταν οικειοθελώς δύο ώρες μετά τους άλλους, να παραδοθεί στο βούρδουλα. Έχοντας διανύσει δύο μερόνυχτα δρόμο απ᾿ το χωριό του μες στο δάσος γι᾿ αυτόν το σκοπό, δεν εννοούσε να επιστρέψει άπρακτος. Αλλά έφτανε αργοπορημένος κι ο Γκραπά ήταν ανένδοτος σε ζητήματα ποινικής ακρίβειας. «Καλά να πάθει! Ας μην έφευγε την τελευταία φορά!... Εγώ την περασμένη Πέμπτη τον καταδίκασα σε πενήντα βουρδουλιές, τον σιχαμένο!» «Στην επόμενη ακρόαση!» Αλλά δεν είχε αρκετό χρόνο ο πελάτης να πάει και να ᾿ρθει απ᾿ το χωριό του ως την επομένη Πέμπτη. Δυσανασχετούσε. Πείσμωνε. Χρειάστηκε να τον διώξουν τον μαζόχα απ᾿ τον καταυλισμό με ξεγυρισμένες κλωτσιές στον πισινό. Έχοντας καταδιασκεδάσει με τα πολυάριθμα αυτά επεισόδια, αποχαιρέτησα τον Γκρεπά. Ο Αλσίντ με περίμενε. Λίγο θιγμένος. Ήταν η πρόσκληση με την οποία με τίμησε ο Γκραπά, που τον ώθησε σίγουρα στις μεγάλες εκμυστηρεύσεις. Μού σκιαγράφησε, ένα πρόχειρο πορτραίτο τού Γκραπά, όλο αχνιστά σκατά. Τού απάντησα ότι ήμουν στα πάντα τής ίδιας γνώμης. Τ᾿ αδύνατο σημείο τού Αλσίντ ήταν τα αλισβερίσια με τούς νέγρους και με τούς πυροβολητές τής πολιτοφυλακής του. Όταν οι πολιτοφύλακες τσεπώναν το μερίδιο τού ταμπάκου τους δεν τους έμενε πια μισθός να λάβουν, τον είχαν όλον καπνίσει. Καπνίζαν μάλιστα προκαταβολικά. Ο Γκραπά, θα προτιμούσε, ήταν κατανοητό, τα ελάχιστα αποθέματα των ιθαγενών να μέναν για το φόρο. Η γραφική ύλη τού Αλσίντ χωρούσε σ᾿ ένα κουτάκι για μπισκότα. Το καπάκι είχε στο μέσα μέρος του κολλημένη τη φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού. Υπέθεσα αμέσως ότι θα ᾿ταν δικό του παιδί. «Είναι η κόρη τού αδελφού μου... Πεθάναν κι οι δύο...» «Οι γονείς της;» «Ναι οι γονείς της ...» «Και ποιος τη μεγαλώνει τώρα; Η μάνα σου;» τον ρώτησα εγώ, για να δείξω ενδιαφέρον. «Ούτε τη μάνα μου την έχω...» «Ποιος λοιπόν;» «Ε, εγώ!» «Δηλαδή να σού εξηγήσω... Την έχω βάλει στο Μπορντώ, στις καλόγριες. Θέλω να μην τής λείψει τίποτα! «Δεν είχα τύχη», συνέχιζε αυτός, «Φαντάσου ότι πριν δύο χρόνια έπαθε παιδική παράλυση... Σκέψου...» και μού εξήγησε ότι ακολουθούσε μια θεραπεία μ᾿ ηλεκτρισμό, στο Μπορντώ. Εγώ δεν ήξερα τι να τού απαντήσω, δεν ήμουν και πολύ αρμόδιος, αλλά η καρδιά του ξεπερνούσε τόσο τη δική μου που κατακοκκίνισα. Μπροστά στον Αλσίντ, ήμουν ένα γομάρι, ανίκανο, χοντρό και ξιπασμένο... Ούτε κουβέντα. Ήταν φανερό, ότι ο Αλσίντ κυκλοφορούσε μ᾿ άνεση μες το μεγαλειώδες, σαν στο σπίτι του ούτως ειπείν, μιλούσε στους αγγέλους με το "συ", αυτός ο τύπος, και δεν τον έπαιρνες χαμπάρι. Είχε προσφέρει, δίχως καλά καλά να το καταλάβει, σε μια κοπελίτσα, χρόνια μαρτυρίου, την εκμηδένιση τής φτωχής του ζωής σ᾿ αυτή τη ζεματιστή μονοτονία, δίχως όρους, δίχως παζάρι, δίχως συμφέρον άλλο, από αυτό, τής καλής του καρδιάς. Πρόσφερε σ᾿ εκείνο το μακρινό κοριτσάκι αρκετή τρυφερότητα για να ξαναγίνει ο κόσμος απ᾿ την αρχή, και κανείς δεν το έβλεπε. Αποκοιμήθηκε μεμιάς, στο φέγγος τού κεριού. Έμοιαζε πολύ κοινός. Κι όμως, δεν θα ᾿ταν άσχημα αν υπήρχε κάποιο κόλπο για να ξεδιακρίνεις τούς καλούς από τούς κακούς.
[1] Τρυπανόσωμα: μικρόβιο που μεταδίδεται από έντομα και προκαλεί την ασθένεια τού ύπνου.
11. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΕΚΕΊ ΠΟΥ ΟΙ ΑΠΌΚΛΗΡΟΙ ΤΟΎ ΚΌΣΜΟΥ ΣΥΝΑΝΤΙΟΎΝΤΑΙ
Εκείνες τις δέκα μέρες του ταξιδιού αναπόταμα για το Μπικομιμπό, θα τις θυμάμαι για καιρό... Με το που σουρούπωνε δέναμε κάβο σ᾿ ένα βράχο. Κάποιο πρωί εγκαταλείψαμε επιτέλους εκείνο το πρωτόγονο βρωμοκανό, για να μπούμε στο δάσος από ένα κρυφό μονοπάτι που τρύπωνε μες το πράσινο και υγρό μισοσκόταδο. Ο άντρας τού οποίου ψάχναμε την κατοικία, είχε στήσει κάτι σαν παράπηγμα, ανάμεσα σε δύο μεγάλους βράχους, προστατευμένο, μού επισήμανε, απ᾿ τούς ανατολικούς τυφώνες. Θα τού φάνηκα εντελώς αποκαρδιωμένος τού φιλαράκου, γιατί μού μίλησε μάλλον απότομα για να με βγάλει απ᾿ τις σκέψεις μου. «Άντε, θα ᾿σαι καλύτερα εδώ από τον πόλεμο! Εδώ στο κάτω κάτω τα βολεύεις! Τρως χάλια, αυτό να λέγεται, κι αν πεις για το νερό, είναι σκέτη λάσπη, μα μπορείς να κοιμηθείς όσο θες... Δεν έχει κανόνια εδώ, φίλε! Μήτε βόλια! Κοντολογίς είναι κελεπούρι!» Και μιάς και το ᾿φερε η κουβέντα, μού ᾿δωσε και κάμποσες άλλες ενθαρρυντικές πληροφορίες: «Τη μέρα, είναι η ζέστη, μα τη νύχτα, αυτό που δεν αντέχεται, είναι ο θόρυβος... Είναι τα αγρίμια τού τόπου που κυνηγιούνται για να πηδήξουν ή για να φάνε το ᾿να το άλλο... Δέντρα ολόκληρα φίσκα, από ζωντανά τσιμπούσια, από ακρωτηριασμένες στύσεις, από φρίκη» «Είναι και το χωριό» πρόσθεσε «ούτε εκατό νέγρους δεν έχει μέσα, μα κάνουνε σαματά σαν δέκα χιλιάδες, οι παλιαδελφές... Θα καλοπεράσεις και με δαύτους! Α, αν ήρθες για το ταμ ταμ, δε έπεσες στη λάθος συνοικία! Γιατί εδώ, μια παίζουν επειδή έχει φεγγάρι, μια επειδή δεν έχει... Και μια επειδή περιμένουν το φεγγάρι... Τελικά, πάντα για κάτι παίζουν! Θαρρείς ότι τα κάνουνε πλακάκια με τ᾿ αγρίμια για να σού τη σπάσουνε, τα καθίκια! Εγώ θα τούς καθάριζα όλους μια κι έξω, αν δεν ήμουν έτσι πτώμα...» «Έρχονται συχνά να σού ψωνίσουν;» «Να ψωνίσουν; Άκου, μωρέ τι λέει! Τη νύχτα, έτσι όπως είμαι εγώ, με το μπαμπάκι μου καλογρασσαρισμένο στο κάθε αυτί, τι τα θες, μπουκάρουν σαν στο σπίτι τους! Σιγά μην κάνουν τους δύσκολους!... Κι έπειτα, το βλέπεις, ούτε πόρτες δε έχω στην καλύβα μου, λοιπόν το ρίχνουνε στη βούτα, αυτό να λέγεται... Ζωή και κότα εδώ για δαύτους...» «Μα κι η απογραφή;» ρώτησα εγώ, εντελώς σαστισμένος από τις διευκρινίσεις. «Ο γενικός διευθυντής μού συνέστησε να κάνω την απογραφή, με το που θα φτάσω και λεπτομερώς!» «Εγώ που με βλέπεις», μού απάντησε τότε, «τον γενικό διευθυντή τον έχω χεσμένο...» «Μα θα τονέ δεις στο Φορ-Γκονό, ξαναπερνώντας από ᾿κει» «Δε θα ξαναδώ ποτέ, μήτε το Φορ-Γκονό, μήτε το διευθυντή... Είναι μεγάλο το δάσος φιλαράκο μου...» «Όσο για την πραμάτεια, αν είναι αλήθεια ότι σού σύστησε να την αναλάβεις... Θα τ᾿ απαντήσεις εσύ του διευθυντή, ότι δεν έμεινε τίποτα και τέρμα!... Αν δε σε πιστέψει, ε, δε χάθηκε κι ο κόσμος!... Μάς θεωρούν ήδη λωποδύτες μασίφ, έτσι κι αλλιώς!» Διόλου ήσυχος δεν ήμουν. «Άλλη παλιοκατάσταση μου ᾿λαχε» ομολογούσα στον εαυτό μου. Σε μια άκρη, χύμα, ανακάλυψα τα εμπορεύματα που καταδέχτηκε να μού αφήσει, κάτι ασήμαντα μπαμπακερά, και προπαντός έναν αφοπλιστικό αριθμό «κασουλέ» σε κονσέρβες. «Πως σε λένε; Ροβινσώνα δε μού ᾿πες τώρα δα;» τονέ ρώτησα. Συνέχιζε να μού μιλάει μες το σκοτάδι, ενώ ο τόνος του με ταξίδευε στο παρελθόν μου, σαν μια φωνή που μπροστά στις πύλες των χρόνων μου, ρωτούσε, που να ᾿χα άραγε ανταμώσει αυτό το υποκείμενο. Μα δεν εύρισκα τίποτα. Δεν μ᾿ απαντούσε κανείς. Μπορείς να χαθείς προχωρώντας ψηλαφητά ανάμεσα στις παρωχημένες μορφές. Είναι φοβερό το πόσα ακίνητα πράγματα κι ανθρώπους έχεις πια στο παρελθόν σου. Οι ζωντανοί που χάνεις στις κρύπτες τού χρόνου, κοιμούνται τόσο καλά παρέα με τούς νεκρούς, που τούς τυλίγει μια και μόνη σκιά. Δεν ξέρεις ποιους να ξυπνήσεις πια γερνώντας, τούς ζωντανούς ή τούς νεκρούς. «Δεν έχεις μπαμπάκι για τα αυτιά σου;» με ρώτησε ακόμα... Το κόλπο τού μπαμπακιού μου ᾿κανε ξάφνου μεγάλη εντύπωση, λες κι έκρυβε κάποια φοβερή μπαμπεσιά. Δεν μπορούσα να μην κατακλύζομαι από ένα πελώριο φόβο, ότι θα προσπαθούσε να με ξεκάνει ο τύπος εκεί δα, προτού το σκάσει σουφρώνοντας ό,τι απόμενε απ᾿ το ταμείο... Αυτή η ιδέα μού ᾿φερνε ζαλάδα. Μα τι να κάνω; Να φωνάξω; Ποιόν; Τούς ανθρωποφάγους τού χωριού;... Να εξαφανιστώ; Ήμουν ήδη σχεδόν εξαφανισμένος! Στο Παρίσι, δίχως περιουσία, δίχως χρέη, δίχως κληρονομιά, υπάρχεις ελάχιστα, καταβάλλεις μεγάλη προσπάθεια να μην είσαι ήδη εξαφανισμένος... Εδώ λοιπόν; Ποιος θα ᾿μπαινε στον κόπο να ᾿ρθει ίσαμε το Μπικομιμπό, έστω για να φτύσει στο νερό μόνο και μόνο για να τιμήσει τη μνήμη μου; Κανείς βέβαια. Περάσαν ώρες μεταξύ αγωνίας και ανάπαυλας. Αυτό τ᾿ όνομα τού Ροβινσώνα πάντως, απ᾿ το πολύ να με τριβελίζει, κατέληξε να μού αποκαλύψει ένα κορμί, ένα σουλούπι, μια φωνή που ᾿χα γνωρίσει... Άδραξα την ανάμνηση του, όχι τον ίδιο βέβαια, τού άντρα τής Νουαρσέρ πέρα στην Φλάνδρα, κείνου που ᾿χα συνοδεύσει στις όχθες της αλλοτινής νύχτας, όταν γυρεύαμε μια τρύπα για να ξεφύγουμε από τον πόλεμο, κι έπειτα του ίδιου αργότερα στο Παρίσι... Όλα ξανάρθαν... Περάσαν χρόνια μονομιάς. Δεν έστεκα καλά στα μυαλά μου, ζοριζόμουνα... «Ροβινσώνα! Ροβινσώνα!» φώναξα εύθυμος, θαρρείς για να τού ανακοινώσω ένα καλό νέο. Καμιά απάντηση. Είχε φύγει. Περίμενα το ξημέρωμα, ανάβοντας κάθε τόσο ένα σπίρτο. Το ξημέρωμα ήρθε μέσα σ᾿ ένα κυκλώνα φωτός κι έπειτα φτάσαν οι κατοικίδιοι νέγροι για να μού προσφέρουν, χαχανίζοντας, την πελώρια αχρηστία τους, παρότι ήταν τουλάχιστον κεφάτοι. Μόνο για πάρτη μου λοιπόν το τοπίο! Θαυμάσιο ασφαλώς για όσους αγαπάνε τη φύση. Εγώ δεν την αγαπούσα, πάει τέλειωσε. Η ποίηση των Τροπικών με αηδίαζε. Απ᾿ το Φορ-γκονό, απ᾿ το διευθυντή δεν μού ᾿ρχονταν παρά μόνο γράμματα, που ζέχναν βρισιές και βλακείες. Η μάνα μου, απ᾿ τη Γαλλία, με παρότρυνε να φροντίζω την υγεία μου, όπως και τότε στον πόλεμο. Και κάτω απ᾿ τη λαιμητόμο να ᾿μουνα, η μάνα μου θα με κατσάδιαζε που ξέχασα το κασκόλ μου. Δεν έχανε ευκαιρία η μάνα μου, να προσπαθεί να με πείσει ότι ο κόσμος είναι καλοήθης κι ότι η ίδια έπραξε άριστα που με συνέλαβε. Είναι η μεγάλη υπεκφυγή της μητρικής αμέλειας, αυτή η υποτιθέμενη πρόνοια. Ο Ροβινσώνας είχε κλέψει λίγο-πολύ όσα περιείχε εκείνη η εύθραυστη επιχείρηση και ποιος θα με πίστευε αν πήγαινα να το πω; Τ᾿αφεντικό; Κατέληξα να μην παίρνω κινίνο, για ν᾿ αφήσω τον πυρετό να μού κρύβει τη ζωή. Μεθάς μ᾿ ό,τι σού βρίσκεται. Κάθε βράδυ τουρτούριζα απ᾿ τον πυρετό, τόσο δυνατό πυρετό που να τραντάζεται το τριζάτο ράντζο μου, σαν αληθινού μαλάκα. Μόλις ένοιωθα να ξεπροβάλλει κάποια βελτίωση, με κυρίευε πάλι σύγκορμο, ο φριχτός φόβος τού να πρέπει να λογοδοτήσω στην «Λυμαινική Εταιρεία». Τι θα ᾿λεγα εγώ σ᾿ αυτούς τους σατανικούς ανθρώπους; Θα βάζαν σίγουρα να με συλλάβουν. Ο νόμος είναι το μεγάλο λούνα παρκ τού πόνου. Έτσι κι ο φουκαράς αφήσει το νόμο να τον μαγκώσει, τον ακούς μετά να σκούζει στον αιώνα τον άπαντα. Σίγουρα αυτό τον τρόμο θα τον κληρονόμησα απ᾿ τη μάνα μου που μ᾿ είχε μολύνει με την παράδοση της: «Κλέβεις αυγό... μετά κλέβεις κότα και στο τέλος σφάζεις τη μάνα σου». Αυτά τα πράγματα δύσκολα τα ξεφορτώνεσαι. Τι αδυναμίες! Δεν μπορείς να υπολογίζεις παρά μόνο στη πίεση των πραγμάτων για να γλυτώσεις. Είναι ευτυχώς, τεράστια η πίεση των πραγμάτων. Δεν διέθετε μόνο γνωμικά περί εντιμότητας η μάνα μου, έλεγε ακόμα, το θυμήθηκα επί τη ευκαιρία: «Τα πάντα εξαγνίζει η φωτιά!» Βρίσκεις απ᾿ όλα στης μάνας σου, για κάθε περίπτωση τής Μοίρας. Φτάνει να ξέρεις να διαλέγεις. Ήγγικεν η ώρα. Είχα διαλέξει τις λάθος τσακμακόπετρες, δεν ήταν αρκετά αιχμηρές, οι σπίθες μου μέναν κυρίως στα χέρια. Με τα πολλά, οι πρώτες πραμάτειες άρπαξαν τέλος πάντων φωτιά, παρά την υγρασία. Οι φλόγες ορθώθηκαν σβέλτες, βίαιες. Ακόμα και μουσκίδι, κάηκε εντελώς, ολοσχερώς κι η πραμάτεια και όλα. Έκλεισε ο λογαριασμός. Το δάσος σιώπησε κατ᾿ εξαίρεση. Σιγή απόλυτη. Ήταν καιρός να το στρίβω μάνι μάνι. Να γυρίσω πίσω στο Γκονό απ᾿ τον ίδιο δρόμο; Δίσταζα... Όχι για πολύ. Δεν εξηγείς τίποτα! Το μόνο που ξέρει ο κόσμος είναι να σε σκοτώνει, σαν τον κοιμισμένο είναι ο κόσμος, που σε πλακώνει στον ύπνο σου, όπως ο κοιμισμένος τούς ψύλλους του. Να ένας ηλίθιος τρόπος να πεθάνεις, έλεγα μέσα μου, όπως όλος ο κόσμος, δηλαδή. Η εμπιστοσύνη στους ανθρώπους είναι ήδη θάνατος. Αποφάσισα, παρά την κατάσταση μου, να χωθώ ευθεία μπροστά μου στο δάσος, προς την κατεύθυνση που είχε ήδη πάρει εκείνος ο Ροβινσώνας τής συμφοράς.
12. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΟΎ ΣΚΟΤΑΔΙΟΎ
Προχωρούσαμε με μεγάλη δυσκολία, ιδίως που με κουβαλούσαν σε φορείο οι νέγροι, καμωμένο από τσουβάλια ραμμένα το ᾿να με τ᾿ άλλο. Θα μπορούσαν να με πετάξουν στο νερό οι χαμάληδες, ενόσω διασχίζαμε κάνα ρυάκι. Γιατί δεν το κάνανε; Το ᾿μαθα αργότερα. Μήπως θα μπορούσαν ακόμα και να με φάνε, μιάς και το ᾿χανε συνήθειο; Τη νύχτα, όλα τα ζώα τής γης έρχονταν να ζώσουν τον καταυλισμό μας, εμείς ανάβαμε φωτιά. Και δώθε κείθε, μια κραυγή διαπερνούσε το τεράστιο μαύρο παραπέτασμα που μάς έπνιγε. Κάποιο λαβωμένο αγρίμι, που παρά τη φρίκη του για τούς ανθρώπους και τη φωτιά, τολμούσε να παραπονεθεί σ᾿ εμάς, εκεί δα, τόσο κοντά του. Από την τέταρτη μέρα, ούτε που προσπαθούσα πια να ξεχωρίσω το πραγματικό μες τους παραλογισμούς τού πυρετού, μα δεν μπορεί, πρέπει να υπήρξε, λέω σήμερα όταν το σκέφτομαι, εκείνος ο Ισπανός με τη γενειάδα που συναντήσαμε σ᾿ ένα ακρωτήρι με κροκάλες στη συμβολή δύο ποταμών. Ήταν ένας τύπος στο στυλ τού Αλσίντ. Διέθετε κι αυτός καλύβα. Το προσωπικό του βάσανο αυτουνού, ήταν τα κόκκινα μυρμήγκια. Είχαν επιλέξει να περάσουν, για την ετήσια αποδημία τους, ακριβώς διαμέσου τής καλύβας του, και δε σταματούσαν να περνάν. Έτσι και αφήναμε την παραμικρή κονσέρβα παρατημένη, θα μπάζανε ολόκληρη τη φάρα τους, μες την καλύβα. Πιο κομμουνιστές από δαύτα δεν γίνεται. Και θα καταβροχθίζαν και τον Ισπανό. Απ᾿ αυτόν έμαθα ότι η πίστα που ακολουθούσαμε οδηγούσε για το Σαν Ταπέτα, λιμάνι φημισμένο, επειδή εκεί αρματώνονταν οι ποντοπόρες γαλέρες. Στο τέλος τού παραχώρησα όλο το κουσουλέ μου τού Ισπανού, τόσο πολύ τον γούσταρα τον τύπο. Εις ανταπόδοση, μου σκάρωσε ένα ωραιότατο διαβατήριο σε σαγρέ χαρτί με το θυρεό της Καστίλλης. Το Σαν Ταπέτα ήταν κολλημένο στην πλαγιά ενός βράχου κατάφατσα στη θάλασσα. Δεν ξέρω πια πως φτάσαμε ίσαμε ᾿κει, μα για ένα πράγμα είμαι βέβαιος, με παρέδωσαν στα χέρια ενός ιερέα, ο οποίος μού φάνηκε τόσο ραμολί, που να τον βλέπω πλάι μου, μου ᾿δινε ένα είδος συγκριτικού κουράγιου. Όχι για πολύ. Νόμιζα πως είχε έρθει το τέλος, και μόνο να ψελλίζω μ᾿ εξουθένωνε ήδη, όσο δε πήγαινε άλλο. Πάσχιζα να δω ακόμα λιγάκι, τι μπορούσες να διακρίνεις από τούτο τον κόσμο, μεσ᾿ από το παράθυρο τού παπά. Χρόνος παρελθόν και πάλι χρόνος, κι έπειτα μια στιγμή που ᾿νιωσα διάφορους κραδασμούς, κι έπειτα λικνίσματα πιο ρυθμικά, νανουριστικά... Ξαπλωμένος ήμουν ακόμα, σίγουρα, αλλά ξαπλωμένος πάνω σε κινούμενο πράγμα. Ήταν στη θάλασσα. Σπάνια ξανάρχεται η ζωή στο προσκεφάλι σου, όπου κι αν βρίσκεσαι, αν όχι υπό μορφή μπαμπεσιάς. Κι αυτή που μού είχαν κάνει οι τύποι του Σαν Ταπέτα ήταν πολύ μεγάλη. Είχαν ή δεν είχαν επωφεληθεί από την κατάσταση μου, για να με πουλήσουν όπως ήμουν, ξεκούτη, ως αρμάτωμα γαλέρας; Ωραία γαλέρα μα την πίστη τ᾿ ομολογώ. Η Ινφάντα Κομπίτα. Αν το καλοσκεφτούμε είχε κότσια ο καπετάνιος, να μ᾿ αγοράσει έστω και σ᾿ εξευτιλιστική τιμή απ᾿ τον παπά. Έπαιζε τον παρά του σ᾿ αυτή τη δοσοληψία ο καπετάνιος... Υπολόγιζε στην επίδραση τού θαλασσινού αγέρα για να με αναζωογονήσει. Διασκέδαζε που μ᾿ έβλεπε να προσπαθώ ν’ ανασηκωθώ στο αχυρόστρωμά μου, παρ᾿ όλο τον πυρετό. Ήθελε να διασκεδάσω κι εγώ, να χαρώ μαζί του για το κελεπούρι που ᾿χε μόλις πετύχει, αγοράζοντάς με. Οι νέγροι τού δάσους θα ᾿ταν όλοι τους μπλεγμένοι στο αλισιβερίσι και την κομπίνα. Ο καθείς με τη σειρά του, έτσι είναι το σωστό. Πως να ζήσεις αν δεν αρπάξεις για να πουλήσεις τα πράγματα και τούς ανθρώπους, που δεν τούς τρως αμέσως; Η σχετική καλοσύνη των ιθαγενών για την πάρτη μου, έβρισκε την πιο αποτρόπαια εξήγηση. Η Ινφάντα Κομπίττα μπότζαρε ακόμα για βδομάδες, από ναυτία σε πυρετό, ώσπου ένα βράδυ όλα ησύχασαν γύρω μας. Την επαύριο, με το ξύπνημα, καταλάβαμε ανοίγοντας τα φινιστρίνια πως είχαμε φτάσει στον προορισμό μας. Αυτό κι αν ήταν θέαμα.
ΑΜΕΡΙΚΉ
13. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΉΤΗΣΗ ΟΝΕΊΡΟΥ ΑΠΌ ΤΟΎΣ ΆΜΟΙΡΟΥΣ ΑΥΤΉΣ ΤΉΣ ΓΗΣ
Έκπληξη απ᾿ τις λίγες, ήταν τόσο παράξενο αυτό που ανακαλύπταμε ξάφνου μες στην καταχνιά, που στην αρχή αρνηθήκαμε να το πιστέψουμε, έπειτα όμως γαλερίτες ξεγαλαρίτες, σκάσαμε στα γέλια βλέποντας μια πόλη ορθή, ολόισια. Η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη ορθή. Δεν είναι και πολύ εύκολο για ένα φτωχομπινέ να ξεμπαρκάρει οπουδήποτε, μα για έναν γαλερίτη είναι ακόμα χειρότερα, ιδίως που οι κάτοικοι τής Αμερικής δεν γουστάρουν διόλου τούς γαλερίτες που καταφθάνουν απ᾿ την Ευρώπη. «Είναι όλοι τους αναρχικοί» λένε. Εγώ είχα τη δική μου κομπίνα στο κεφάλι μαζί με το πυρετό. Έχοντας μάθει πάνω στη γαλέρα να μετράω σωστά τούς ψύλλους, ήθελα να χρησιμοποιήσω τη γνώση μου. Οι Αμερικάνοι, ας λένε ο,τι θέλουν από τεχνικής σκοπιάς, είναι ειδήμονες. Πήγαινα να τούς προσφέρω τις υπηρεσίες μου, όταν ξαφνικά διατάξαν τη γαλέρα μας, να μπει σε καραντίνα σε ένα γειτονικό όρμο. Και μείναμε εκεί υπό επιτήρηση για βδομάδες και βδομάδες, τόσο που αποκτήσαμε συνήθειες. Έτσι κάθε βράδυ, ξεμάκραινε από το σκάφος μας για να πάει στο χωριό η ομάδα των νερουλάδων. Έπρεπε να γίνω μέλος της για να πετύχω το σκοπό μου. Οι συντρόφοι ξέραν, καλά που το πήγαινα, αλλά δεν τούς τραβούσε αυτούς, η περιπέτεια. «Τράβα!» μού είπαν. «Τράβα!» Μα σε προειδοποιούμε: «δεν είναι αυτά γούστα για ένα φουκαρά! Φταίει ο πυρετός που σού ᾿χει στρίψει! Θα σε καταστρέψουν τα γούστα σου! Τι θες μωρέ να μάθεις; Γι᾿ αυτό που ᾿σαι, ξέρεις παραπάνω απ᾿ τα χρειαζούμενα!» Η Αμερική! Είχα φτάσει. Είχα πέσει στο μοναδικό χωριό που δε χρησίμευε σε τίποτα. Μια μικρή φρουρά ναύτες με τις φαμίλιες τους, το βαστούσαν τσίλικο μ᾿ όλες τις εγκαταστάσεις του έτοιμες, για την ενδεχόμενη μέρα που μια άγρια πανούκλα θα ᾿φτανε με κάποιο καράβι σαν το δικό μας και θ᾿ απειλούσε το μεγάλο λιμάνι. Όσο κι αν πάσχιζα να ᾿χω υφάκι απόμακρο, μ᾿ έκοβε τέτοια λόρδα που πλησίασα ένα μέρος όπου μύρισα μαγείρεμα. Εκεί με στριμώξαν ανάμεσα σε δύο αποσπάσματα ναυτών, αποφασισμένων να εξακριβώσουν την ταυτότητά μου και παρότι η πάγια αντιξοότητά, μου ᾿χε δώσει λίγο θράσος, μούλιαζα ακόμα στον πυρετό, που δεν μπορούσα να ρισκάρω κάποιο λαμπρό αυτοσχεδιασμό. Δεν είχα μυαλό για τέτοια, ούτε όρεξη. Ήταν προτιμότερο να λιποθυμήσω. Στο γραφείο όπου ανέχτησα αργότερα τις αισθήσεις μου, κάποιες κυρίες με υπέβαλλαν σε μια αόριστη και καλοκάγαθη ανάκριση, που μού ᾿φτανε και μού περίσσευε. Μα καμιά επιείκεια δεν διαρκεί στον κόσμο τούτο και την επαύριο κιόλας οι αρσενικοί βαλθήκαν να μού ξαναμιλάν περί φυλακής. Επωφελήθηκα για να τούς μιλήσω κι εγώ περί ψύλλων, έτσι στ᾿ αδιάφορο... Τούς είπα πως ήξερα να τούς τσακώνω... Να τούς μετράω... «Άντε, άντε! Φτάνουν οι φλυαρίες νεαρέ!» μ᾿ έκοψε ο διοικητής. «Πάνε δύο μήνες που ο υποδιοικητής μου ο Μιστσίφ, μού ζητάει ένα πράχτορα "ψυλλομετρητή". Θα πας σ᾿ αυτόν δοκιμαστικά! Τούς ζυγούς λύσατε! Κι αν μάς κορόιδεψες, θα σε πετάξουμε στο νερό. Τούς ζυγούς λύσατε! Και πρόσεχε καλά!» Τα βρήκαμε μια χαρά με τη δουλειά και θαρρώ μάλιστα ότι προς το τέλος τής εξάσκησής μου, μ᾿ είχε συμπαθήσει ο Μιστσίφ. Περάσαν έτσι μέρες και μέρες, μα όσο μέσα σ᾿ εκείνη την άνεση, μού περνούσε το παραλήρημα κι ο πυρετός, τόσο η όρεξη για περιπέτειες και νέες απερισκεψίες, μού ξαναρχόταν επιτακτική. Στους 37°, τα πάντα γίνονται μπανάλ. Κι όμως, θα μπορούσα να μείνω εκεί, καλοταϊσμένος με το συσσίτιο τού σταθμού, ιδίως που η κόρη τού υποδιοικητή, μες το αγλάισμα των δεκαπέντε της χρόνων, ερχόταν μετά τις πέντε να παίξει τένις φορώντας φουστίτσες υπερβολικά κοντές. Μια αληθινή πρόκληση ευτυχίας, που να σε κάνει να ουρλιάζεις απ᾿ τις υποσχέσεις χαράς. Οι νεαροί σημαιοφόροι τού αποσπάσματος δεν την αφήναν ρούπι. Χλώμιαζα καμπόσες φορές την μέρα. Κατέληξα να σκεφτώ πως τη νύχτα θα μπορούσα να περάσω κι εγώ για ναύτης. Τέτοιες ελπίδες έτρεφα, όταν ένα Σάββατο τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία. Ο συνάδελφος στον οποίο είχαν αναθέσει τη μεταφορά των στατιστικών, προήχθη έξαφνα, πράχτορας ψυλλομέτρης στην Αλάσκα. Μίας και δεν είχαμε πια κανέναν για να κουβαλάει τούς υπολογισμούς στη Νέα Υόρκη, υπέδειξαν εμένα στο γραφείο, δίχως πολλά πολλά. Μόλις αράξαμε στην αποβάθρα, άρχισε να μάς πιτσιλάει η νεροποντή και στη συνέχεια να διαπερνάει το λεπτό σακκάκι μου και τις στατιστικές μου, που λιώσαν σιγά σιγά μέσα στο χέρι μου. Στο δρόμο που ᾿χα επιλέξει, πραγματικά τον πιο στενό απ᾿ όλους, γεμάτο σκοτάδια, βαδίζαν ήδη τόσοι άλλοι άνθρωποι, που με πήραν μαζί τους σαν σκιά. Ανεβαίναν όπως κι εγώ προς την πόλη, προς το μεροκάματο σίγουρα, με τη μύτη σκυμμένη. Ήταν οι απανταχού φτωχοί.
14. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΟΎ ΚΌΣΜΟΥ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΣΙΩΠΉ ΤΉΣ ΑΛΉΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΕΊΚΕΙΑ ΤΉΣ ΟΜΟΡΦΙΆΣ.
ΤΑΞΊΔΙ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΤΗ ΔΎΝΑΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΩΝΊΑ ΤΟΎ ΑΎΡΙΟ,
ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΙΣΤΕΊΣ ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΠΩΣ Η ΜΟΊΡΑ ΕΊΝΑΙ ΑΝΑΠΌΔΡΑΣΤΗ.
Πολύ πάνω από τούς τελευταίους ορόφους, ψηλά απόμενε λίγο φως, με γλάρους και με κομμάτια ουρανού. Εμείς προχωρούσαμε στο κάτω φέγγος, άρρωστο και τόσο γκρίζο, που ο δρόμος ήταν γεμάτος από δαύτο, σαν μεγάλος σωρός λερό μπαμπάκι. Δεν περνούσαν αυτοκίνητα, μόνο άνθρωποι και πάλι άνθρωποι. Ήταν η ακριβή συνοικία, μού εξήγησαν αργότερα, η συνοικία τού χρυσού: το Μανχάτταν. Μπαίνεις μόνο πεζή, όπως στην εκκλησία. Είναι η ωραία τραπεζική καρδιά τού σημερινού κόσμου. Κι όμως υπάρχουν μερικοί που περνώντας φτύνουν καταγής. Θέλει θράσος. Είναι μια συνοικία τίγκα στο χρυσάφι, ένα αληθινό θαύμα, άσε που μπορείς να τ᾿ ακούσεις το θαύμα μέσα από τις πόρτες, απ᾿ τον ήχο των τσαλακωμένων δολαρίων, πανάλαφρο το Δολάριο, αληθινό Άγιο Πνεύμα, πολυτιμότερο από το αίμα. Έπειτα, απ᾿ εκείνο τ᾿ ασυνεχές, σκυθρωπό, διαβατάρικο πλήθος, ανάβρυσε, κατά το μεσημεράκι, αναντίρρητος, ένας καταρράχτης γυναικών εκπάγλου καλλονής. Τι ανακάλυψη! Τι Αμερική! Τι σαγήνη! Ανάμνηση τής Λόλας! Ως δείγμα Αμερικάνας δεν μ᾿ είχε γελάσει! Ήταν αλήθεια. Έμπαινα στο ψαχνό τού προσκυνήματός μου. Κι αν δεν υπέφερα συγχρόνως από τις συνεχείς υπενθυμίσεις τής πείνας μου, θα νόμιζα πως είχα φτάσει σε μια από ᾿κείνες τις στιγμές υπερφυσικής αισθητικής αποκάλυψης. Οι ατελείωτες καλλονές που ανακάλυπτα θα μ᾿ είχαν αποσπάσει από την τετριμμένη ανθρώπινη κατάστασή μου. Μόνο ένα σάντουιτς μού ᾿λειπε, κοντολογίς, για να πιστέψω ότι βρισκόμουν εν μέσω θαύματος. Αν ήταν μπορετό να βγεις από το πετσί σου, θα ᾿βγαινα εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μια για πάντα. Τίποτα δεν με κρατούσε πια εκεί μέσα. Μπορούσαν να με πάρουν μαζί τους, να με μετουσιώσουν, όμως αυτές είχαν μάλλον άλλες αποστολές. Προφανώς δεν σκέφτονταν εμένα. Μια ώρα, δυο ώρες πέρασαν έτσι μες στο σάστισμα. Δεν ήλπιζα πια τίποτα. Να κοιμηθώ ήθελα επιταχτικά. Ακολούθησα λοιπόν πάλι την ουρά των περαστικών. Άνοιγε κοντά ᾿κεί η πόρτα ενός ξενοδοχείου, προκαλώντας μεγάλη αναμπουμπούλα. Απ᾿ αυτή τη θεόρατη πόρτα, ξεβράζονταν διάφοροι άνθρωποι στο πεζοδρόμιο, ενώ εγώ παρασύρθηκα προς την αντίθετη κατεύθυνση, στο μέσο τού μεγάλου χολ, στο εσωτερικό. Πλήθος νεαρές γυναίκες σ᾿ αυτό μισοσκόταδο, χωμένες σε βαθιές πολυθρόνες με γάμπες σταυρωμένες σε θαυμαστά μεταξένια ύψη. Μου ᾿μοιάζαν οι υπέροχες αυτές, να περιμένουν εκεί δα, πολύ κρίσιμα και πολύ δαπανηρά γεγονότα. Προφανώς δεν σκέφτονταν εμένα. Τι απεραντοσύνη επιπλωμένων χώρων πάνω από το κεφάλι μου! Και πολύ κοντά μου, σ᾿ αυτές τις πολυθρόνες, τι πειρασμοί κατά συρροή βιασμών! Είναι λοιπόν ατέλειωτο το αισθητικό μαρτύριο τού φτωχού; Πιο επίμονο και από την πείνα του ακόμα; Αλλά που καιρός να υποκύψω, οι σβέλτοι τύποι τής ρεσεψιόν μου ᾿χαν ήδη χώσει ένα βαρύ κλειδί στη χούφτα. Ένα ξετσίπωτο αγοράκι, ντυμένο σαν νεαρούλης ταξίαρχος, ξεπρόβαλε απ᾿ τη σκιά· δεσποτικός αρχηγός. Δεν τολμώ να τον ρωτήσω τίποτα. Να προχωράμε πρέπει, το ᾿χω καταλάβει. Στην προσπάθεια μου να επιταχύνω, έχανα το λίγο τουπέ που μου ᾿μενε απ᾿ όταν το ᾿σκασα από την καραντίνα. Ξέφτιζα, όπως είχα ήδη δει να ξεφτίζει η καλύβα μου στον άνεμο τής Αφρικής, μες τους κατακλυσμούς τού χλιαρού νερού. Πάλευα εδώ μ᾿ ένα χείμαρρο άγνωστων αισθημάτων. Ανάμεσα σε δυο λογιών ανθρωπότητες, έρχεται μια στιγμή που καταλήγεις να χτυπιέσαι στο κενό. Ξάφνου τ᾿ αγοράκι έστριψε απροειδοποίητα. Είχαμε φτάσει. Σκουντούφλησα πάνω σε μια πόρτα, ήταν το δωμάτιό μου. Όσο κι αν στριφογύριζα και ξαναστριφογύριζα στο στρωματάκι μου, δεν έλεγε να με πιάσει ούτε τοσοδά ύπνος. Ούτε καν η μαλακία δεν σε κάνει να νιώθεις σε τέτοιες περιπτώσεις παρηγοριά ή ευχαρίστηση. Τότε έρχεται η πραγματική απόγνωση. Το χειρότερο απ᾿ όλα είναι ότι αναρωτιέσαι πως θα βρεις την επόμενη μέρα αρκετή δύναμη, για να συνεχίσεις να κάνεις αυτό που ᾿κανες την προηγούμενη εδώ και τόσον, μα τόσον καιρό, που θα βρεις τη δύναμη για τα μύρια σχέδια, που δεν καταλήγουν πουθενά, τις απόπειρες που πάντα φαλιρίζουν, κι όλες, για να πειστείς ακόμα μια φορά, πως η μοίρα είναι αναπόδραστη, πως πρέπει να πέσεις στα ριζά τού τοίχου, κάθε βράδυ μεσ᾿ την αγωνία εκείνου τού αύριο, ολοένα πιο αβέβαιου, ολοένα πιο άθλιου. Είναι ίσως και τα γηρατειά που ᾿ρχονται προδοτικά, και σ᾿ απειλούν με τα χειρότερα. Δεν έχεις πια πολλή μουσική εντός σου, για να κάνεις τη ζωή να χορέψει, αυτό είναι. Όλη η νιότη πήγε κιόλας να πεθάνει στην άκρη τού κόσμου μες τη σιωπή τής αλήθειας. Και που να πας έξω, σάς ρωτάω, όταν δεν έχεις πια εντός σου την αναγκαία δόση παραφροσύνης. Ένα χαροπάλεμα είναι η αλήθεια, που τελειωμό δεν έχει. Η αλήθεια τούτου του κόσμου είναι ο θάνατος. Πρέπει να διαλέξεις ή το τέρμα ή το ψέμα. Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να σκοτωθώ. Καλύτερα λοιπόν να βγω στο δρόμο. Σύρθηκα και ᾿γω προς τα φώτα. Διάλεξα έναν κινηματογράφο που ᾿χε γυναίκες στις φωτογραφίες με μεσοφόρια και κάτι γάμπες! Ήταν καλά γλυκά και θαλπερά μέσα σ᾿ εκείνο τον κινηματογράφο. Στιγμή δεν πάει χαμένη. Βουτάς κατ᾿ ευθείαν στη χλιαρή συγχώρεση. Αρκούσε να σκεφτείς πως ο κόσμος είχε ίσως μόλις προσηλυτιστεί στην επιείκεια. Μέσα εκεί ήσουν ο εαυτός σου. Δεν είναι τελείως ζωντανό αυτό που συμβαίνει στις οθόνες, απομένει εντός του ένας μεγάλος θολός χώρος για τούς φτωχούς, τα όνειρα και τούς νεκρούς. Πρέπει να σπεύσεις να μπουκωθείς με όνειρα γα να διασχίσεις τη ζωή που σε περιμένει έξω, για να διαρκέσεις λίγες μέρες ακόμα, μέσα σ᾿ εκείνη τη φρίκη των ανθρώπων και των πραγμάτων. Απ᾿ τα όνειρα διαλέγεις όσα σού ζεσταίνουν καλύτερα τη ψυχή. Εγώ προτιμούσα, ομολογώ τα πρόστυχα. Ας μην είμαστε ακατάδεχτοι, απ᾿ το κάθε θαύμα παίρνεις αυτό που μπορείς να κρατήσεις. Μια ξανθιά που διέθετε αλησμόνητα βυζιά, έκρινε σκόπιμο να σπάσει τη σιωπή τής οθόνης, μ᾿ ένα τραγούδι που μιλούσε για τη μοναξιά της. Σου ᾿ρχόταν να κλάψεις μαζί της. Να τι σού κάνει καλό! Να τι σού δίνει κέφι! Είχα μαζέψει, το ᾿νιωθα ήδη, τουλάχιστον δύο ημερών κουράγιο. Τώρα που ᾿χα ρουφήξει λίγο απ᾿ αυτό το θαυμαστό παραλήρημα τής ψυχής, ήμουν έτοιμος για όλες τις αποφάσεις τού ύπνου. Πίσω στο Λαφ Κάλβιν ο πορτιέρης, μ᾿ όλο που τον χαιρέτησα, απαξίωσε να με καλησπερίσει, μα εγώ σκοτίστηκα τώρα, για την περιφρόνηση τού πορτιέρη. Η έντονη μύχια ζωή είναι αυτάρκης και θα μπορούσε να λιώσει και εικοσαετή παγονησίδα. Έτσι είναι. Στο δωμάτιο μου, η ξανθιά τού κινηματογράφου ήρθε ευθύς να μού ξανατραγουδήσει πάλι, όλη τη μελωδία της και τον καημό της. Δεν ήμουν πια εντελώς μόνος...Είναι αδύνατον να κοιμηθείς μόνος...
15. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΣΙΩΠΉ ΠΟΥ ΟΎΤΕ ΤΑ ΠΡΆΓΜΑΤΑ ΟΎΤΕ ΟΙ ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΣΟΎ ΑΠΑΝΤΟΎΝ.
Δεν με πείραζε βεβαίως καθόλου να τρώω στη γειτονιά των φτωχών, το να μη συναντάω όμως ποτέ πια τις ωραίες υπάρξεις για πλούσιους, καταντούσε πολύ οδυνηρό. Δεν αξίζει τότε, ούτε καν να τρως. Δεν ήταν σοβαρά γούστα αυτά για ένα φουκαρά. Πάντα φοβόμουν μήπως ήμουν λίγο-πολύ κενός, μήπως δεν είχα κοντολογίς, κανένα σοβαρό λόγο να υπάρχω. Τώρα βεβαιώθηκα έμπρακτα για το ατομικό μου τίποτα. Ένα σίχαμα. Θα ᾿μενα ευχαρίστως εκεί δα, μαζί με τους φτωχούς, μα δεν θα με είχαν ούτε οι φτωχοί ταΐσει και θα τούς έβλεπα όλους συνέχεια, κι η πολλή τους φτώχεια με τρόμαζε. Όσο για μένα, απ᾿ το πολύ να πιάνω και να αφήνω όνειρα, η συνείδησή μου ήταν γεμάτη ρεύματα, γεμάτη ρωγμές και αηδιαστικά ξεχαρβάλωτη. Επέστρεφα λοιπόν τελικά στην πάνω πόλη. Ανηφόριζα πάλι προς το Λαφ Κάλβιν. Κάτω εκείνη η πλαδαρή βουή τής δίνης τού πλήθους, δισταχτική, πάντα βαρετή, που πάντα ξανάφευγε, κι έπειτα δίσταζε και πάλι ξαναρχόταν. Η μεγάλη μαρμελάδα των ανθρώπων στην πόλη. Μ᾿ αηδίαζαν όλοι. Δεν είχα τα κότσια να τούς το πω τη μέρα στα μούτρα, μα από κεί που ᾿μουνα δεν είχα φόβο, τούς φώναξα λοιπόν «Βοήθεια! Βοήθεια!» μόνο και μόνο για να δω αν θα τούς ένοιαζε. Σιγά μην τούς ένοιαζε. Σπρώχναν μπροστά τους τη ζωή και τη νύχτα και τη μέρα οι άνθρωποι. Τούς τα κρύβει όλα των ανθρώπων η ζωή. Μες στον αχό τού εαυτού τους, δεν ακούνε τίποτα. Σκασίλα τους. Κι όσο πιο μεγάλη είναι η πόλη και πιο ψιλή τόσο πιο σκασίλα τους. Σάς το λέω εγώ. Προσπάθησα τζάμπα κόπος.
16. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗ ΝΎΧΤΑ ΤΟΎ ΤΊΠΟΤΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΠΡΏΞΕΙΣ ΠΙΟ ΠΈΡΑΤΗ ΛΊΓΗ ΠΟΊΗΣΗ ΠΟΥ ΣΟΎ ᾿ΧΕΙ ΑΠΟΜΕΊΝΕΙ.
Ήταν τόση η πενία μου, που δεν τολμούσα να χαρχαλέψω στις τσέπες μου για να το επιβεβαιώσω. Φτάνει να μην αποφάσισε η Λόλα ν᾿ απουσιάσει τώρα δα! σκεφτόμουνα... Ας μην είχα εκείνη την αξιοθρήνητη ανάγκη και θα σου ᾿λεγα ᾿γω αν δεν στην άφηνα ευχαρίστως να γεράσει και να εξαφανιστεί, δίχως ποτέ να την ξαναδώ την καριόλα την γκομενίτσα μου. Στα νιάτα μας, τις πιο κυνικές γαϊδουριές καταφέρνουμε να τις δικαιολογούμε ως ερωτικές λόξες κι ως σημάδια ούτε ξέρω τίνος άπραγου ρομαντισμού. Μα αργότερα, όταν πια μάς δείξει πόση κατεργαριά, σκληράδα, μπαμπεσιά απαιτεί η ζωή, μόνο και μόνο για να συντηρηθεί όπως όπως στους 37°, τότε μπαίνουμε στο νόημα, αναγνωρίζουμε, καταλαβαίνουμε όλες τις παλιανθρωπιές που περιέχει το κάθε παρελθόν. Αρκεί μονάχα να μελετήσουμε τον εαυτό μας και το σίχαμα που ᾿χουμε γίνει. Τέρμα το μυστήριο, τέρμα η αφέλεια, τη φάγαμε όλη την ποίησή μας, μιας και ζήσαμε ως εδώ. Είναι κολοκύθια η ζωή. Το μούτρο τη γκομενίτσα μου, την εντόπισα τελικά με μεγάλη δυσκολία, στον 23ο όροφο κάποιου 77ου δρόμου. Είναι απίστευτο το πόσο μπορεί να σε αηδιάσουν οι άνθρωποι απ᾿ τους οποίους ετοιμάζεσαι να ζητήσεις μια εκδούλευση. Απ᾿ την ανέλιξη τής Μουζίν και τής Μαντάμ Ερώτ, ήξερα ότι το σεξ ήταν το μικρό χρυσωρυχείο τού φτωχού. Αυτές οι αιφνίδιες γυναικείες μεταμορφώσεις με σαγήνευαν και θα ᾿δινα και το τελευταίο μου δολάριο, που λέει ο λόγος, στη θυρωρίνα τής Λόλας, μόνο και μόνο για να τής πάρω λόγια. Μα δεν υπήρχε θυρωρίνα στο σπίτι της. Η πόλη ολόκληρη έπασχε από θυρωρίνες. Μια πόλη δίχως θυρωρίνες δεν έχει μήτε γεύση, μήτε ιστορία, είναι άνοστη σαν ανάλατη και απίπερη σούπα. Ω! νόστιμα ξυσίδια της κατσαρόλας! Αποφάγια, γλίνες που σταζοβολάν απ᾿ την κάμαρη, την κουζίνα, τις σοφίτες, που ξεχειλάνε σαν καταρράχτης απ᾿ το θυρωρείο, κατ᾿ ευθείαν μέσα στη ζωή, τι γευστική κόλαση! Κάποιες θυρωρίνες τού τόπου μας, τις βλέπεις να ξεροβήχουν, λακωνικές, απολαυστικές, είναι γιατί τις έχει αποβλακώσει η Αλήθεια, είναι γιατί έχουν γίνει παρανάλωμά Της. Μού ᾿λειψε η επαρκής πληροφόρηση για ν᾿ απελευθερωθώ έγκαιρα και τελειωτικά από κάθε παρούσα και μέλλουσα επιείκεια έναντι τής Λόλας. Δεν ξαναγράφεις τη ζωή σου. Δεν είναι θάρρος το να συγχωρείς, συγχωρούμε πάντα παραπάνω από όσο πρέπει! Και δεν χρησιμεύει σε τίποτα, έχει αποδειχθεί. Πηγαινοερχόταν λοιπόν η Λόλα στο δωμάτιο, μισόγδυτη. Ένα κορμί χλιδάτο, είναι πάντα ένα ενδεχόμενο βιασμού, μια πολύτιμη, άμεση, μύχια διάρρηξη στο ψαχνό τού πλούτου, τής πολυτέλειας, και τής δίχως ρίσκο αποζημίωσης. Ίσως η Λόλα να μην περίμενε παρά την χειρονομία μου, για να με διώξει. Μα πάνω απ᾿ όλα με συνέτιζε εκείνη η φοβερή λόρδα. Να φάω πρώτα. Κι έπειτα αυτή δε χόρταινε να διηγείται τα τετριμμένα τής καθημερινότητάς της. Θα ᾿πρεπε να μπει, μα την αλήθεια, λουκέτο στον κόσμο, για τουλάχιστον δυο τρεις γενιές, αν δεν υπήρχαν ψέμματα να διηγηθείς. Δεν θα ᾿χαμε πια τίποτα να πούμε ή σχεδόν τίποτα. Ήταν και μια αλλαγή συνηθειών, έπρεπε γι᾿ άλλη μια φορά να μάθω ν᾿ αναγνωρίζω καινούργια πρόσωπα, σε καινούργιο περιβάλλον,να μάθω άλλους τρόπους να μιλάω και να ψεύδομαι. Η οκνηρία είναι σχεδόν το ίδιο δυνατή με τη ζωή. Σε συνθλίβει η κοινοτοπία τής νέας φάρσας που πρέπει να παίξεις και σού χρειάζεται τελικά πιο πολλή ανανδρία απ᾿ ότι κουράγιο, για να ξαναρχίσεις. Να τι είναι η εξορία, η ξενιτειά, η αδυσώπητη αυτή επισκόπηση τής ύπαρξης, υπό την αληθινή της μορφή, τις λίγες εκείνες ώρες, που οι συνήθειες τής προηγούμενης χώρας σ᾿ εγκαταλείπουν, δίχως οι άλλες οι καινούργιες, να σ᾿ έχουν ακόμη επαρκώς αποβλακώσει. Όλα έρχονται, εκείνες τις στιγμές να προστεθούν στην άθλια απόγνωσή σου, για να σε αναγκάσουν να ξεδιακρίνεις, σαν ηλίθιος, τα πράγματα, τούς ανθρώπους και το μέλλον, όπως είναι, δηλαδή σκελετοί, τίποτ᾿ άλλο από μικρά τίποτα, που θα πρέπει ωστόσο να τ᾿ αγαπήσεις, να τα υπερασπιστείς, να τα φροντίσεις, να τα ξαναζωντανέψεις σαν να υπήρχαν. Το ταξίδι είναι η αναζήτηση αυτού τού μικρού τίποτε, αυτού τού μικρού ιλίγγου για κορόιδα... Η Λόλα έλεγε να κατέβει στο κέντρο, μα μού πρότεινε να μείνω να την περιμένω εκεί, στο σπίτι της, τρώγοντας λίγο αν πεινούσα ακόμα. Έχοντας αφήσει το Λαφ Κάλβιν δίχως να πληρώσω το λογαριασμό για ευνόητους λόγους, μού καλάρεσε η άδεια που μου ᾿δωσε λίγων στιγμών ζέστης ακόμα, προτού αντιμετωπίσω το δρόμο και τι δρόμο, αδελφέ μου!... Ήταν αλήθεια αυτό που ᾿λεγε η Λόλα, ότι είχα πολύ αλλάξει. Η ζωή σού στραβώνει και σού στραπατσάρει τη φάτσα. Τής είχε κι εκείνης στραπατσάρει τη φάτσα αλλά λιγότερο, πολύ λιγότερο. Έχουν φάρδος οι φτωχοί. Είναι γιγαντιαία η μιζέρια και για να σφουγγαρίσει τις βρωμιές τού κόσμου χρησιμοποιεί το μούτρο σου σαν πατσαβούρι. Κι όλο μένουν κι άλλες βρωμιές. Μού φάνηκε ωστόσο, ότι διέκρινα στη Λόλα, κάτι καινούργιο, κάποιες στιγμές κατάθλιψης μες᾿ την αισιόδοξη βλακεία της, στιγμές σαν εκείνες που ο άνθρωπος πρέπει να ανασκουμπωθεί, για να σπρώξει παραπέρα τα κεκτημένα τής ζωής του, των χρόνων του, που έχουν γίνει άθελά του πολύ βαριά για το λίγο κέφι που τού απομένει, για την άθλια ποίησή του. Ήταν πλούσια, μού ομολόγησε, και μαράζωνε που δεν μπορούσε ν᾿ αφοσιωθεί σ᾿ ένα παιδάκι. «Θα ήθελα να νιώσω ένα αίσθημα απολύτως μητρικό... Με καταλαβαίνεις Φερδινάνδε;...» Προκειμένου εγώ να φάω, καταλαβαίνω ο,τι θες, δεν είναι εξυπνάδα πια αυτό το πράγμα, είναι λάστιχο. Είχε διαβάσει όλα τα βιβλία παιδοκομίας, και προπαντός όσα λυρικίζουν τη μητρότητα μέχρι λιγοθυμίας, εκείνα τα βιβλία που άπαξ και τ᾿ αφομοιώσεις, σ᾿ αφαιρούν εντελώς την όρεξη να ζευγαρώσεις, μια για πάντα. Κάθε αρετή και η άθλια φιλολογία της. Μιας κι ήθελε να θυσιαστεί αποκλειστικά και μόνο για ένα «πλασματάκι», εγώ ήμουν χαμένος από χέρι. Δεν είχα να τής προσφέρω παρά την πλασματάρα μου, την οποία έβρισκε απολύτως αηδιαστική. Κοντολογίς, μόνο οι ευπαρουσίαστες μιζέριες έχουν ζήτηση, εκείνες που τις πακετάρει ωραία η φαντασία. Η κουβέντα μας ατονούσε. « Έλα, Φερδινάνδε», μού πρότεινε στο τέλος, «αρκετά είπαμε, θα σε πάω στ' άλλο άκρο τής Νέας Υόρκης να επισκεφτούμε τον μικρό μου προστατευόμενο, τον φροντίζω ευχαρίστως, αλλά η μάνα του μού δίνει στα νεύρα...» Όταν φτάσαμε λίγους δρόμους παρακάτω, με ρώτησε που θα κοιμόμουν εκείνο το βράδυ. Τής απάντησα ότι αν δεν εύρισκα λίγα δολάρια στη στιγμή, δε θα κοιμόμουν πουθενά. «Καλά» απάντησε, « συνόδευσε με ως το σπίτι και θα σού δώσω τίποτα ψιλά να κοιμηθείς όπου θέλεις». Μου ᾿ταν όλα ψυχρά και εχθρικά, ακόμη και το χέρι της, που το κρατούσα ωστόσο σφιχτά στο δικό μου. Ήμασταν παντού χώρια. Ήθελε να με παρατήσει μες τη νύχτα το γρηγορότερο. «Κουράγιο Φερδινάνδε» έλεγα μέσα μου για να με στηρίξω, «απ᾿ το πολύ να τρως πόρτα παντού, θα το βρεις στο τέλος σίγουρα το κόλπο που τούς τρομάζει όλους τους, όλους αυτούς τούς λεχρίτες, και που θα πρέπει να βρίσκεται στην άκρη τής νύχτας. Γι᾿ αυτό δεν πάνε τού λόγου τους στην άκρη τής νύχτας!» Αναρωτιόμουνα πόσα θα μου ᾿δινε για να με ξεφορτωθεί. Άκουσα το χαρχάλεμα των τσαλακωμένων χαρτονομισμάτων. Τι δευτερόλεπτα! Δεν υπήρχε παρά αυτός ο ήχος σ᾿ ολόκληρη την πόλη. «Είναι άρρωστη η μητέρα μου» έκανε γυρνώντας. «Από τι πάσχει η μητέρα σου;» ρώτησα «Από καρκίνο τού ήπατος... Ανέθεσα στους μεγαλύτερους ειδικούς τής πόλης να την κουράρουν...» Κι εσύ, Φερδινάνδε, νομίζεις, πως θα τη θεραπεύσουν τη μητέρα μου, έτσι δεν είναι;» «Όχι» απάντησα πολύ καθαρά «οι καρκίνοι τού ήπατος δεν θεραπεύονται με τίποτα». «Άκου δω, Φερδινάνδε, με λυπείς αφάνταστα, το αντιλαμβάνεσαι;...Την αγαπώ πολύ τη μητέρα μου, το ξέρεις ότι την αγαπώ πολύ, έτσι δεν είναι;...» Είχα κάνει διάνα λοιπόν! Τι τον κόφτει τον κόσμο αν αγαπάμε ή όχι τη μητέρα μας; «Ένα ξοφλημένο ρεμάλι είσαι, Φερδινάνδε» ξανάρχισε έξαλλη «ένας φρικτός παλιάνθρωπος και τίποτε άλλο!... Εκδικείσαι όσο μπορείς πιο άνανδρα για την κατάντια σου, με το να μου λες πράγματα φοβερά...» Όσο πιο πολύ μ᾿ έβριζε τόσο μεγάλωνε η αδιαφορία μου, τι λέω η χαρά μου. Είμαστε καλοί εντός μας. Πέρασα στην επίθεση: «Λόλα, δάνεισε μου, σε παρακαλώ, τα λεφτά που μού ᾿ταξες, ειδάλλως θα κοιμηθώ εδώ και θα ακούς ο,τι ξέρω για τον καρκίνο, τις επιπλοκές του, τις κληρονομικότητές του, γιατί είναι κληρονομικός, Λόλα, ο καρκίνος. Μην το ξεχνάμε!» «Α, την καριόλα!» να λέω εγώ μέσα μου, «βάστα τη γερά Φερδινάνδε, τώρα που κρατείς την άκρη!... Μην το παρατάς το σχοινί.. Δεν πρόκειται να βρεις πιο γερό προτού περάσει πολύς καιρός!...» «Πάρε! Να!» έκανε αυτή έξω φρενών, «ορίστε τα εκατό δολάριά σου, και μην ξαναπατήσεις ποτέ, ακούς: ποτέ! Ουστ! Ουστ! Ουστ! παλιογούρουνο!...» Την άλλη μέρα κιόλας πήρα το τραίνο για το Ντιτρόιτ.
17. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΜΈΣΑ ΖΩΉΣ, ΠΟΥ ΓΊΝΕΤΑΙ ΣΚΛΗΡΉ ΣΑΝ ΑΤΣΆΛΙ ΚΑΙ
ΣΤΗΝ ΤΡΥΦΕΡΆΔΑ ΤΉΣ ΜΕΓΆΛΗΣ ΘΛΊΨΗΣ ΦΩΤΙΣΜΈΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟ "ΘΕΪΚΌ" ΚΆΠΟΙΩΝ.
«Να μου ᾿πανε, δεν μπορείς να λαθέψεις, είναι ακριβώς απέναντί σου.» Κι είδα πράγματι τα μεγάλα και τζαμωτά κτίρια, που μέσα τους διέκρινες ανθρώπους να αναδεύονται ελάχιστα, θαρρείς και πάλευαν πολύ αδύναμα σε κάτι ανέφικτο, ποιος ξέρει τι. Αυτό ήταν η Φόρντ. Δεν ήμουν ο μόνος που περίμενε. Ένας από αυτούς που ξεροσταλιάζαν, με πληροφόρησε ότι βρισκόταν εκεί δα, δυο μέρες, στην ίδια θέση μάλιστα. Απ᾿ το τσούρμο τους ανέβαινε η μυρωδιά τού καβάλλου, κατουρλιάρικη, όπως στο νοσοκομείο. Όταν σού μιλούσαν, απόφευγες το στόμα τους, μια και το μέσα των φτωχών μυρίζει ήδη θάνατο. Ήταν αλήθεια αυτό που μού εξηγούσαν, ότι παίρναν όποιον να ᾿ταν στη Φόρντ. Δεν έλεγαν ψέμματα. Ήμουν πάντως επιφυλαχτικός, γιατί οι φτωχομπινέδες παραληρούν με το παραμικρό. Υπάρχει μια στιγμή στη μιζέρια που ήδη το πνεύμα δεν είναι πια όλη την ώρα με το σώμα. Νοιώθει πραγματικά πολύ άβολα εκεί μέσα. Είναι σχεδόν μια ψυχή που σού μιλάει. Δεν φέρει ευθύνη η ψυχή. Μοιάζαν καταχαρούμενοι που βρίσκαν άσχημους και ανάπηρους στην φουρνιά μας. «Γι᾿ αυτό που θα κάνεις εδώ, δεν έχει σημασία σε τι χάλι είσαι!» με καθησύχασε ευθύς αμέσως ο εξεταστής γιατρός. «Δεν ήρθες εδώ για να σκέφτεσαι, απλά για να κάνεις κινήσεις που θα σε διατάζουν να κάνεις. Θα σκεφτόμαστε για λογαριασμό σου φίλε! Βάλτο καλά στο μυαλό σου.» Καλύτερα να ξέρω πως είχαν οι συνήθειες τού μαγαζιού. Από βλακείες είχα στο ενεργητικό μου αρκετές, για δέκα χρόνια το λιγότερο. Αντιστέκεσαι όσο να ᾿ναι, σού είναι δύσκολο να σιχαθείς την ύπαρξή σου, θα ᾿θελες να τα σταματήσεις όλα αυτά, για να τα σκεφτείς, μα δεν είναι πια μπορετό. Δεν γίνεται πια να τελειώσει. Τρέχει σαν παλαβό τ᾿ απέραντο κουτί με τα ατσάλια, πάει να φέρει στους ανθρώπους το μερτικό τής σκλαβιάς τους. Σ᾿ αηδιάζουν οι σκυμμένοι εργάτες, πρόθυμοι να ευχαριστήσουν όσο πιο πολύ μπορούν τις μηχανές. Αφήνεσαι στις μηχανές με τις τρεις ψωροϊδέες που παραδέρνουν ακόμη πάνω ψηλά, πίσω απ᾿ το κούτελο. Ό,τι κοιτάς οπουδήποτε, ό,τι αγγίζει το χέρι, είναι τώρα σκληρό. Κι ό,τι καταφέρνεις ακόμη να θυμηθείς, είναι άκαμπτο σαν σίδερο κι άνοστο πια μες τη σκέψη. Γεράσαμε φριχτά μονομιάς. Πρέπει να καταργηθεί η έξω ζωή, να γίνει ατσάλι, κάτι χρήσιμο. Δεν την αγαπούσαμε αρκετά όπως ήταν, γι αυτό. Με το να παραιτούμαι λοιπόν, έγινα σιγά σιγά σαν κάποιος άλλος... Ένας καινούργιος Φερδινάνδος. Ωστόσο η όρεξη να ξαναδώ τούς έξω ανθρώπους μού ξανάρθε. Ένα αληθινό κορμί ήθελα να αγγίξω, ένα κορμί καμωμένο από αληθινή ζωή, σιωπηλή και μαλακιά. Με μεγάλη δυσκολία κατέληξα να ξετρυπώσω, ένα παράνομο μπουρδέλο στη βόρεια συνοικία τής πόλης. Ήταν το πρώτο μέρος στην Αμερική όπου με δέχτηκαν δίχως αγριάδα, καλοσυνάτα μάλιστα, για το ένα και μοναδικό μου πεντοδόλαρο. Ο κινηματογράφος δεν με αρκούσε πια, ήταν ένα ήπιο αντίδοτο, ενάντια στην υλική φρίκη τής φάμπρικας. Μια νεαρά τού σπιτιού η Μόλλυ, άρχισε να μού εμπνέει ένα σπάνιο αίσθημα εμπιστοσύνης, που για τα φοβισμένα πλάσματα επέχει θέση αγάπης. Έμπαινε στη θέση μου και δεν με έκρινε μόνο από τη δική της, όπως όλοι οι άλλοι. Α, αν την είχα γνωρίσει νωρίτερα τη Μόλλυ, όταν ήταν ακόμη καιρός, προτού χάσω τον ενθουσιασμό μου, μ᾿ εκείνη την καριόλα τη Μουζίν και εκείνη τη σκατούλα τη Λόλα. Γερνάς γρήγορα και επί πλέον ανεπανόρθωτα. Τ᾿ αντιλαμβάνεσαι από το ότι έχεις μάθει ν᾿ αγαπάς τη δυστυχία σου, άθελά σου. Φταίει η φύση σου που ᾿ναι πιο δυνατή από σένα, αυτό είναι όλο. Σε δοκιμάζει σε μια κατηγορία κι άντε μετά να ξεφύγεις. Ντρεπόμουνα μάλιστα, που πάλευε να με κρατήσει η Μόλλυ. Μ᾿ άρεσε δε λέω, μα πιο πολύ μ᾿ άρεσε το βίτσιο μου, αυτή η όρεξη να το βάζω στα πόδια από παντού, γυρεύοντας δε ξέρω τι, από ηλίθια περηφάνια σίγουρα, από πίστη σε κάποιο είδος ανωτερότητας. Κατέληξα τόσο καλή που ήταν, να τής ομολογήσω τη μανία μου, να το σκάω από παντού. Αλλά μού φαίνονταν ότι άρχιζα να ξεγελάω την περιβόητη μοίρα μου, το λόγο ύπαρξής μου καταπώς έλεγα, κι έκτοτε σταμάτησα να τής διηγούμαι ό,τι σκεφτόμουνα. Επέστρεφα μονάχος εντός μου, πολύ ικανοποιημένος που ήμουν ακόμη πιο δυστυχής από άλλοτε, γιατί είχα φέρει στη μοναξιά μου ένα είδος απόγνωσης. Κι έπειτα εκείνη ήξερε. Παραήταν ειλικρινής, δεν είχε λοιπόν πολλά να πει για μια λύπη. Αυτό που συνέβαινε μες την καρδιά της, τής αρκούσε. Φιλιόμασταν, μα πάντα σκεφτόμουνα να μην ξοδεύω χρόνο και τρυφερότητα, θαρρείς και ήθελα να τα κρατήσω όλα, για κάτι υπέροχο, μεγαλειώδες, ούτε ξέρω τι, γι᾿ αργότερα, μα όχι για τη Μόλλυ και όχι γι αυτό. Θαρρείς και η ζωή θα ᾿παιρνε μακριά, θα μου ᾿κρυβε όσα ήθελα να μάθω γι᾿ αυτή, για τη ζωή που ᾿ναι στα βάθη τού σκότους, η ζωή θα με κορόιδευε όπως όλους τούς άλλους, η ζωή η αληθινή ερωμένη των πραγματικών ανδρών. Μια από τις νύχτες, ενώ είχα πάρει ένα τραμ, μού φάνηκε ότι φώναζαν τ᾿ όνομα μου: «Φερδινάνδε! Ε, Φερδινάνδε!» Στρέφοντας το κεφάλι μου τον αναγνώρισα αμέσως, το Λεόν. Ήρθε κοντά μου ψιθυρίζοντας. Επέστρεφε από φασίνα σε γραφεία. Αυτή ήταν όλη κι όλη η κομπίνα που ᾿χε βρει. Περπατούσε πολύ αργά, με κάποια αληθινή μεγαλοπρέπεια, λες και είχε μόλις καταφέρει πράγματα επικίνδυνα και σαν να λέμε ιερά στην πόλη. Η κούραση και η μοναξιά βγάζουν στη φόρα το θεϊκό των ανθρώπων. Ήταν άλλωστε το στυλ όλων των νυχτερινών καθαριστών, το ᾿χα ήδη προσέξει. Μοιάζαν λιγότερο ανήσυχοι από εμάς τούς άλλους, τους ανθρώπους τής μέρας. Ίσως γιατί αυτοί είχαν φτάσει στον πάτο των ανθρώπων και των πραγμάτων. Ο Ροβινσώνας πρόσθεσε: «Σ᾿ αναγνώρισα αμέσως, Φερδινάνδε! Απ᾿ το που ανέβηκες στο τραμ... Φαντάσου, και μόνο απ᾿ το πως φάνηκες λυπημένος με το που πήρες χαμπάρι, ότι δεν ήταν καμιά γυναίκα μέσα. Σωστά δε λέω; Δεν είναι το στυλάκι σου;» Πάει τέλειωσε, η ψυχή μου ήταν ξεκούμπωτη σαν παντελόνι. Μα αυτό που μου ᾿κανε πιο πολύ εντύπωση ήταν, που ούτε ᾿κείνος, δεν είχε πετύχει στην Αμερική. Αλλιώς τα ᾿χα εγώ προβλέψει. «Θέλω να γυρίσω στη Γαλλία» τού λέω εγώ, «αρκετά είδα, φτάνει» «Το καλό που σού θέλω» μού αποκρίθηκε, «γιατί τού λόγου μας τα φάγαμε τα ψωμιά μας... Ήθελα και εγώ να γυρίσω, μα είναι τα χαρτιά μου... Θα περιμένω να βγάλω άλλα τής προκοπής...» Συμφωνήσαμε να βρεθούμε κάποια άλλη νύχτα. Πήγα να βρω τη Μόλλυ και τής τα διηγήθηκα όλα. Πάσχιζε πολύ να μού κρύψει τη λύπη που τής προξενούσα. Τη φιλούσα πιο συχνά τώρα, μα ήταν βαθύς ο δικός της ερωτικός καημός και πρέπει να ομολογήσουμε ότι μάς λείπει εντός μας όλο αυτό, κι ότι η χαρά τού καημού μας έχει στερέψει. Ντρεπόμαστε που δεν είμαστε πλούσιοι στην καρδιά και σε τόσα άλλα, κι επίσης που θεωρήσαμε την ανθρωπότητα πιο ποταπή, απ᾿ ότι είναι πραγματικά στο βάθος. Μα εγώ είχα κι αυτή τη βρωμολόξα με τα φαντάσματα. Ίσως όχι αποκλειστικά από δικό μου λάθος. Η ζωή σ᾿ αναγκάζει να μένεις συχνά πυκνά με τα φαντάσματα. «Είσαι πολύ τρυφερός Φερδινάνδε», με καθησύχαζε η Μόλλυ, «μην κλαίς για μένα… Είναι σαν αρρώστια αυτή η μανία σου να μαθαίνεις όλο και πιο πολλά…Αυτό είναι όλο… Κατά κεί ολομόναχος… Ο μοναχικός ταξιδιώτης είναι ᾿κείνος που πάει πιο μακριά… Θα φύγεις σύντομα λοιπόν;» «Ναι, θα πάω να τελειώσω τις σπουδές μου στη Γαλλία κι έπειτα θα ξανάρθω», τη διαβεβαίωσα με θράσος. Έφθασε η στιγμή τής αναχώρησης. Το τραίνο μπήκε στα σταθμό. Τη φίλησα τη Μόλλυ μ᾿ όσο κουράγιο απόμενε στο σκέλεθρό μου. Ένοιωθα θλίψη αληθινή, για πρώτη φορά στη ζωή μου, για όλον τον κόσμο, για μένα, για κείνη, για όλους τούς ανθρώπους. Ίσως να ᾿ναι αυτό που ψάχνεις στη ζωή, αυτό μονάχα, την πιο μεγάλη δυνατή θλίψη, για να γίνεις ο εαυτός σου, προτού πεθάνεις. Περάσαν χρόνια από εκείνη την αναχώρηση... Έγραφα συχνά στο Ντιτρόιτ. Ποτέ δεν πήρα απάντηση. Καλή, αξιοθαύμαστη Μόλλυ! Θέλω, αν μπορεί ακόμα να με διαβάσει από κάποιο μέρος που δεν το γνωρίζω, να ξέρει πως δεν άλλαξα για ᾿κείνη, πως την αγαπάω ακόμα με τον τρόπο μου, πως μπορεί να ᾿ρθει εδώ όποτε θελήσει, να μοιραστεί το ψωμί μου και τη λαθραία μου μοίρα. Για να την αφήσω, μού χρειάστηκε ασφαλώς τρέλα, απ᾿ τις πιο άθλιες και ψυχρές. Ωστόσο υπερασπίστηκα την ψυχή μου ίσαμε σήμερα, κι αν ο θάνατος ερχόταν αύριο να με πάρει, δεν θα ᾿μουνα ποτέ, είμαι βέβαιος, το ίδιο ψυχρός, άσχημος, το ίδιο άξεστος με τούς άλλους, τόση καλοσύνη, τόσο όνειρο μού χάρισε η Μόλλυ τούς λίγους εκείνους μήνες τής Αμερικής.
ΠΑΡΊΣΙ - ΓΚΑΡΈΝ ΡΑΝΣΎ
18. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΩΝ ΕΞΑΘΛΙΩΜΈΝΩΝ ΠΡΟΑΣΤΊΩΝ
Δεν φτάνει που ᾿χεις γυρίσει απ᾿ τον άλλο κόσμο! Ξαναβρίσκεις και το νήμα των ημερών όπως το ᾿χες αφήσει να σέρνεται κατά δω, γλοιώδες, αβέβαιο. Σε προσμένει. Έχοντας ξαναρχίσει τις σπουδές μου, πέρασα τις εξετάσεις με χίλια ζόρια, βγάζοντας συνάμα το ψωμί μου. Είναι καλά φυλαγμένη η Επιστήμη, σάς το λέω εγώ, και η Ιατρική διπλοσφάλιστο αμπάρι. Βάζα μπόλικα, μαρμελάδα λίγη. Όταν τέλος πάντων τέλειωσα, τον τσέπωσα τον φανταχτερό μου τίτλο. Πήγα λοιπόν να τον κρεμάσω σε προάστιο τού στυλ μου, στην Γκαρέν-Ρανσύ [1]. Κάρφωσα την ταμπέλα μου στην πόρτα και περίμενα. «Θα πει το ψωμί ψωμάκι!» προφήτεψε αμέσως η θυρωρίνα μου. «Παραέχουμε πολλούς γιατρούς δω πέρα!» Ορθή παρατήρηση. Οι σπουδές σ᾿ αλλάζουν, σε κάνουν άνθρωπο περήφανο. Πρέπει να περάσεις τις σπουδές για να χωθείς στα βάθη τής ζωής. Αν και δίχως ιδιαίτερη κλίση εγώ, χάρη στην Ιατρική, είχα πλησιάσει τούς ανθρώπους, τα ζώα, τα πάντα. Ο θάνατος τρέχει ξωπίσω σου πρέπει να βιαστείς και πρέπει επίσης να φας, εν όσῳ ψάχνεις κι επιπλέον πρέπει να γλυτώσεις απ᾿ τον πόλεμο. Έχεις δηλαδή κάμποσα να κάνεις. Δεν είναι παίξε γέλασε. Θεωρούσα, ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο αξιοθρήνητο από την Γκαρέν-Ρανσύ, όταν δεν έχεις πελατεία. Αυτό να λέγεται. Δεν πρέπει να σκέφτεσαι σ᾿ εκείνα τα μέρη· κι εγώ που ᾿χα έρθει ακριβώς να σκεφτώ με την ησυχία μου και μάλιστα απ᾿ την άλλη άκρη της γης! Χειρότερος εχθρός από το μυαλό δεν υπάρχει. Τούς κουράριζα δωρεάν, προπαντός από περιέργεια τούς πελάτες μου. Είναι σφάλμα. Οι άνθρωποι εκδικούνται για τις υπηρεσίες που τούς παρέχεις. Από ασχήμια σ᾿ ασχήμια μού δείχναν συνάμα όλα όσα έκρυβαν στο μαγαζί τής ψυχής τους. Εκείνο το πρωί, ο μικρός Μπεμπέρ μ᾿ είχε δει να πλησιάζω. Παράτησε το χαλάκι του για να με καλημερίσει. Αν πρέπει σώνει και καλά ν᾿ αγαπάς κάτι, με τα παιδιά ρισκάρεις λιγότερα απ᾿ ότι με τούς ενηλίκους, σού επιτρέπεται τουλάχιστον η ελπίδα, ότι θα ᾿ναι λιγότερο γομάρια από εμάς αργότερα. Δεν ξέρεις. Στην πελιδνή φατσούλα του, σιγοχόρευε εκείνο το μικρό χαμόγελο τής αγνής στοργής. Ελάχιστα πλάσματα έχουν, άμα καβατζάρουν τα είκοσι, λίγη ακόμα απ᾿ αυτή την πηγαία στοργή, τη στοργή των ζώων. Ο κόσμος δεν είναι εκείνο που νομίζαμε! Αυτό είναι όλο! Αλλάξαμε λοιπόν και εμείς μούτρα! Κι όχι λίγο! Αφού λαθέψαμε! Γινόμαστε σκέτα κτήνη, στο άψε σβήσε. Να τι μάς απομένει στη φάτσα μετά τα είκοσι! Ένα λάθος! Η φάτσα μας δεν είναι παρά ένα λάθος.
[1] Ρανσύ: Επινοημένο τοπωνύμιο.
19. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗ ΜΙΖΈΡΙΑ, ΣΤΗΝ ΈΝΔΕΙΑ ΤΉΣ ΜΈΣΑ ΖΩΉΣ,
ΛΕΣ ΚΑΙ Η ΦΡΊΚΗ ΚΙ Ο ΘΆΝΑΤΟΣ ΜΌΝΟ ΑΠ᾿ ΈΞΩ ΘΑ ΕΡΧΌΤΑΝ
Μεταξύ της οδού Βαντρύ και τής πλατείας Λένιν [1] δεν υπάρχουν πια παρά μόνο πολυκατοικίες με διαμερίσματα προς ενοικίαση. Δεν ήταν πλούσιοι εισοδηματίες όσοι είχαν απομείνει εκεί, όχι, προπαντός οι Ανρούιγ στους οποίους μ᾿ έστελναν. Ήταν ωστόσο άνθρωποι με το κατιτίς τους. Την είχαν μόλις αποπληρώσει τη βιλίτσα τους. Ε, λοιπόν το αφύσικο με τους Ανρούιγ ήταν, που δεν είχαν ξοδέψει επί πενήντα χρόνια οι δυο μαζί, ούτε μία πεντάρα δίχως να το μετανιώσουν. Το σπίτι τους το ᾿χαν φτιάξει με τη σάρκα και το πνεύμα τους, όπως το σαλιγκάρι. Μόνο που το σαλιγκάρι το κάνει αυτό εν αγνοία του. Τέλος πάντων με τη βιλίτσα τους εξοφλημένη, δεν είχαν λόγο να σκοτίζονται. Και να που αρχίζει αυτός να νιώθει μια περίεργη ενόχληση. Τον πιάναν κάτι, σαν ζαλάδες κι έπειτα άκουγε σφυρίγματα σαν τής ατμομηχανής, σε κάθε αυτί. Πήγανε αντάμα να συμβουλευτούν το γιατρό του Υγειονομικού κέντρου. «Είναι αρτηριακή πίεση» τούς είπε αυτός. Ήταν ο θάνατος του όλα αυτά, έλεγε μέσα του, πάντα φοβόταν για τη ζωή, τώρα μπορούσε να συνδέσει το φόβο του με κάτι, με την πίεση, όπως τον είχε σαράντα χρόνια τώρα συνδέσει, με τον κίνδυνο μη δεν κατάφερνε ν᾿ αποπληρώσει το σπίτι του. Ήταν πάντα δυστυχής, όσο και πριν, μα έπρεπε όμως να βρει μάνι μάνι έναν άλλο καλό λόγο, για να είναι δυστυχής. Δεν είναι τόσο εύκολο φαίνεται. Η κυρά Ανρούιγ, δεν είχε ποτέ της προσπαθήσει να καταλάβει και να φανταστεί, τι τον τριβέλιζε με τις ενοχλήσεις των αυτιών του. «Μ᾿ ακούς καλά πάντως;» τον ρωτούσε. «Ναι» αποκρινόταν αυτός. «Ε, λοιπόν είσαι εντάξει!... Καλύτερα λοιπόν να σκεφτείς τη μάνα σου, που μάς κοστίζει ένα σκασμό λεφτά, και την παράγκα της που ᾿χει γίνει σκέτο σίχαμα!...» Ο γιος φύλαγε τα λεφτά τής μάνας του, μια συνταξούλα. Τα νοιαζόταν. Τής αφήναν τα γεύματα μπροστά στη πόρτα της. Ήταν καλά έτσι. Μα εκείνη παραπονιόταν για αυτές τις ρυθμίσεις. Πίσω από την πόρτα της, έβριζε όλους όσοι σιμώναν στην τρώγλη της. «Δε φταίω εγώ αν γερνάτε, γιαγιά», πάσχιζε να διαπραγματευτεί η νύφη. «Έχετε και σεις τα ποναλάκια σας, σαν όλους τούς ηλικιωμένους...» «Ηλικιωμένη είσαι και φαίνεσαι! Παλιοθήλυκο! Τσουλί! Συ και κανείς άλλος, θα με ψοφήσει, με τις βρωμοψευτιές σου!...» Ήταν πεπεισμένη πως έτσι κι άνοιγε την πόρτα της, οι εχθρικές δυνάμεις θα εισέβαλλαν στο σπιτικό της, θα την αρπάζαν και τέρμα, μια για πάντα. Είχε ίσως τούς λόγους της...Δεν ήθελε να χάσει τίποτα... Δεν θα ᾿λεγε τούς λόγους της σ᾿ εμάς, που ᾿χε πάψει πια, να μας εμπνέει η ζωή. Για να λέμε την αλήθεια δεν καταλάβαινα πολύ καλά τι θέλαν από μένα. Θέλαν να δουν αν θα μπορούσα να την κρατήσω ήσυχη τη γριά τους, μόνο με φάρμακα... Μα αυτό που λαχταρούσαν ακόμα παραπάνω, στο βάθος, ήταν να την κλείσω στο άσυλο τη γριά, μια και καλή. Αφού χτυπήσαμε την πόρτα της για μισή ώρα και βάλε, αυτή άνοιξε στο τέλος μονομιάς, και την είχα εκεί, μπροστά μου, με τα μάτια της ρελιασμένα από ρόδινες μικρές φλεβίτσες. Μα το βλέμμα της χόρευε ωστόσο γελαστό, πάνω από τα σταφιδιασμένα μάγουλά της. Αυτή η ένδεια μέσα στην οποία κατοικούσε για είκοσι τόσα χρόνια, δεν είχε διόλου σημαδέψει την ψυχή της. Μόνο από το έξω φυλαγόταν, θαρρείς η φρίκη κι ο θάνατος από κεί θα τής έρχονταν, όχι από μέσα. Απ᾿ το μέσα, δεν έμοιαζε να φοβάται τίποτα, φαινόταν απόλυτα σίγουρη για το νιονιό της, λες κι ήταν κάτι αναντίρρητο και δεδομένο μια για πάντα. Κι εγώ που τόσο έτρεχα πίσω απ᾿ το δικό μου το νιονιό σ᾿ ολόκληρο τον κόσμο. Η νύφη ξανάπιασε το βιολί της με το γηροκομείο. «Δε νομίζετε γιατρέ, ότι είναι τρελή;... Αδύνατον να τη βγάλεις από κεί μέσα!.. Κι όμως, θα τής έκανε καλό κάπου κάπου!... Μα ναι, γιαγιά, θα σάς έκανε καλό!... Μη λέτε όχι...» «Τι ξέρει αυτός, αν είμαι τρελή; Είναι μες το κεφάλι μου; Είναι μες το δικό σου; Δεν έπρεπε να ᾿ναι για να ξέρει;... Ουστ από δω και οι δυο σας!... Είστε χειρότεροι από εξάμηνο χειμώνα έτσι που με τυραννάτε! Τραβάτε να κοιτάξετε τον γιό μου, αντί να κάθεστε και να ξερνάτε κώνειο! Χρειάζεται γιατρό πιο πολύ από μένα ο γιος μου.» Και μάς βρόντηξε την πόρτα. Επιστρέφοντας βρήκαμε τον Ανρούιγ να στέκεται πάντα κοντά στη σόμπα και να ᾿χει γυρισμένη την πλάτη. Η γυναίκα του συνέχιζε ωστόσο να με τριβελίζει με ερωτήσεις, κι όλες στο ίδιο μοτίβο... Μαυριδερό και πονηρό μουσούδι η νύφη. Η σύνταξη τής πεθεράς δεν αρκούσε πια... Γερνούσαν κι εκείνοι στο κάτω κάτω... Δεν μπορούσαν να ᾿ναι όπως άλλοτε, να φοβούνται διαρκώς μην πεθάνει δίχως φροντίδα, η γριά... Να βάλλει φωτιά, για παράδειγμα... «Κι άσε που θα μπορούσαμε να τη νοικιάσουμε την παράγκα της» πρότεινε ο σύζυγος που ξύπνησε έξαφνα... Η γυναίκα του, τού πάτησε το πόδι κάτω από το τραπέζι. Εκείνος δεν καταλάβαινε γιατί. Ενόσω καβγαδίζαν, εγώ ονειρευόμουν το χιλιάρικο που θα μπορούσα να τσεπώσω και μόνον υπογράφοντας το πιστοποιητικό για το γηροκομείο. Μοιάζαν να το θέλουν πάρα πολύ... Η θεία τού Μπεμπέρ θα τούς είχε σίγουρα καθησυχάσει για την πάρτη μου και θα τούς είχε πει ότι δεν υπήρχε πιο καρμίρης από μένα... Ότι θα με κάναν ό,τι θέλανε. Δεν θα ᾿μπλέκες τον Φρολισόν σε τέτοια κομπίνα! Είχε ήθος εκείνος! Ήμουν βυθισμένος σ᾿ αυτές τις σκέψεις, όταν η γριά εισέβαλλε μισόγδυτη στο δωμάτιο, κι έτσι μισόγδυτη, έπιασε να μάς βρίζει προκαταβολικά, ειδικά εμένα. «Καθίκι!» να με λούζει εμένα κατάμουτρα, «ξεκουμπίσου! Δρόμο, σ᾿ το ξανάπα! Δεν πάω ᾿γω στους τρελούς!... Κι ούτε στις καλόγριες σού λέω!... Κι εσύ παλιοτόμαρο θα πας φυλακή, σ᾿ το λέω ᾿γω και μάνι μάνι!» Ήμουν γκαντέμης, πάει τέλειωσε. Πάνω που πήγα κι εγώ να κερδίσω χίλια φράγκα μια κι έξω! Το ᾿βαλα στα πόδια.
[1] πλατεία Λένιν: Φανταστική πλατεία.
20. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΉΣ ΠΟΛΛΉΣ ΣΤΈΡΗΣΗΣ, ΤΉΣ ΠΟΛΛΉΣ ΤΑΠΕΊΝΩΣΗΣ,
ΠΟΥ ΣΤΑ ΜΕΓΆΛΑ ΜΠΡΟΣΤΆ, ΟΔΗΓΕΊ ΣΤΗΝ ΑΔΡΆΝΕΙΑ
Στο παράπηγμα στο ύψος των γονάτων μου, βρήκα πάνω στην ώρα, τον μικρό Μπεμπέρ. «Πρέπει ν᾿ ανεβείτε σ᾿ αυτούς τού πέμπτου στην πολυκατοικία μας, για την κόρη τους...», μού είπε. Την ήξερα καλά την πελάτισσα μου, με τη φαρδιά λεκάνη της... Τους μακριούς και βελούδινους μηρούς... Με αυτό το κάτι, το τρυφερά θεληματικό, που ολοκληρώνει τις πετυχεμένες σεξουαλικά γυναίκες. Στα είκοσι πέντε της, στην τρίτη της έκτρωση, υπέφερε από επιπλοκές, κι η οικογένεια της τ᾿ αποκαλούσε αυτό αναιμία. Έπρεπε να τη βλέπατε, γερή, στιβαρή, με κέφι για σεξ όσο λίγες γυναίκες. Μια ωραία γυμνάστρια τής ηδονής. Τίποτα το κακό σ᾿ αυτό. Μόνο με παντρεμένους πήγαινε. Και μόνο με γνώστες. Η μάνα της, μού μισάνοιξε την πόρτα τού διαμερίσματος με προφυλάξεις, λες και φοβόταν δολοφονία. «Τι τού έφταιξα εγώ τού Θεού, γιατρέ, για να χω τέτοια κόρη! Α, μην πάτε και πείτε τίποτα σε κανένα στη γειτονιά μας, γιατρέ!... Υπολογίζω σ᾿ εσάς!» Τέλος, από ψελλίσματα σε ξεφωνητά, φτάσαμε στο κρεβάτι τής κόρης· κουρέλι η άρρωστη ναυάγιο. Θέλησα να την εξετάσω, μα έχανε τόσο αίμα, ήταν τέτοια η παπάρα, που δεν μπορούσες να δεις τίποτα στον κόλπο της. Η μάνα δεν κοίταζε τίποτα, άκουγε μόνο τον εαυτό της. «Θα με πεθάνει, γιατρέ!» φώναζε «Θα πεθάνω από ντροπή!» Δεν προσπάθησα να την αποτρέψω. Στη μικρή διπλανή τραπεζαρία, διακρίναμε τον πατέρα που βημάτιζε πάνω κάτω. Ίσως περίμενε να πάρουν κάποια τροπή τα πράγματα προτού διαλέξει πόζα. Οι άνθρωποι οδεύουν απ᾿ την μια κωμωδία στην άλλη. Στο μεταξύ το έργο δεν έχει ανέβει, δεν διακρίνουν ακόμα την πλοκή του, τον ιδανικό τους ρόλο, μένουν λοιπόν εκεί με τα χέρια κρεμάμενα μπρός στο γεγονός, με τα ένστικτα κλειστά σαν ομπρέλα, παραπαίοντας από ασυναρτησία, συρρικνωμένοι στον εαυτό τους, δηλαδή στο μηδέν. Αδέσποτα γελάδια. Η μάνα όμως τον είχε καπαρώσει τον κύριο ρόλο, ανάμεσα στην κόρη και μένα. Ας γκρεμιζόταν το θέατρο, αυτή δεκάρα δεν έδινε, ήταν μια χαρά ᾿κεί που ήταν, και καλή και ωραία. Διακινδύνευσα μια υπόδειξη για άμεση μεταφορά στο νοσοκομείο, ώστε να την εγχειρήσουν επειγόντως. «Α! Συμφορά μου!» Τής είχα ξάφνου προσφέρει την καλύτερη ατάκα της, αυτήν που περίμενε. «Τι ντροπή! Στο νοσοκομείο! Τι ντροπή, γιατρέ! Εμείς! Μονάχα αυτό μάς έλειπε! Που ακούστηκε;» Η πολλή ταπείνωση, η πολλή στέρηση οδηγούν στην οριστική αδράνεια. Ενόσω εκείνη επικαλούνταν θεούς και δαίμονες, εγώ έσκυψα κατατροπωμένος, και σκύβοντας είδα να σχηματίζεται κάτω από το κρεβάτι τής κόρης, μια λιμνούλα αίμα κι ένα μικρό αυλάκι, που κυλούσε αργά από ᾿κεί προς την πόρτα. Μα δεν μπορούσα ν᾿ αντιδράσω, στο κάτω κάτω, αυτό ήταν πάρα πολύ για μένα. Με ταλάνιζε τόσον καιρό κι εμένα η γκαντεμιά, κοιμόμουνα τόσο άσχημα, που δεν μ᾿ ενδιέφερε πια καθόλου αν σ᾿ αυτή την κατρακύλα θα συνέβαινε το ᾿να ή το άλλο. Σκεφτόμουνα μόνο πως ήταν καλύτερα ν᾿ ακούς αυτή τη φωνακλού μάνα καθιστός, παρά όρθιος. Δεν θες και πολλά πολλά για να ευχαριστηθείς, όταν έχεις παραιτηθεί από τα πάντα. Άσε το σθένος που θα χρειαζόμουν, για να διακόψω αυτή τη παλαβή, τη στιγμή που «δεν ήξερε πια, πως να σώσει την τιμή τής οικογένειάς της». Τι ρόλος! Και τον ξεφώνιζε μάλιστα. Κοιτάζοντας την, συλλογιζόμουν ότι πρέπει να ᾿ταν κι εκείνη ωραία γυναίκα στην εποχή της, ζουμερή· πιο λογού όμως, πιο εκδηλωτική από την κόρη. Η μάνα μάντευε τη ζωώδη υπεροχή τής κόρης και φθονερή, αποδοκίμαζε ενστικτωδώς τον τρόπο της να γαμιέται σε βάθη αλησμόνητα και να χύνει σαν ήπειρος. Καλύτερα να σωπαίνω και να κοιτάζω απ᾿ το παράθυρο τα γκρίζα βελούδα τής βραδιάς ν᾿ αδράχνουν ήδη την αντικρυνή λεωφόρο, σπίτι το σπίτι, κι έπειτα τούς ανθρώπους που κινούνται ανάμεσα τους, όλο και πιο αμυδροί, προτού αδειστούν στο σκοτάδι. Κατευθύνθηκα αργά προς την πόρτα, νυχοπατώντας. Εγώ άκουγα πάντα το αίμα να πέφτει στο παρκέ. Δεν γινόταν τίποτα. Η μάνα προπορευόταν προς την πόρτα. «Προπαντός» μού σύστησε μουδιασμένη, «γιατρέ, υποσχεθείτε μου, ότι δε θα πείτε λέξη σε κανέναν!» Εγώ υποσχόμουν ό,τι θέλανε. Άπλωσα το χέρι. Φράγκα είκοσι. Η μάνα έκλεισε την πόρτα, σιγά σιγά. Απ᾿ το πολύ ν᾿ ανησυχώ και να διασχίζω τις παγωμένες μπόρες τής εποχής, έμοιαζα κι εγώ με τη σειρά μου σαν ένα είδος φθισικού. Να τι συμβαίνει άμα παραιτείσαι σχεδόν από κάθε απόλαυση. Η βασική μου τροφή ήταν τα όσπρια. Περνούσα ώρες επιβλέποντας το κόχλασμά τους, μετά το ιατρείο, και είχα από ᾿κείνο το σημείο μια ωραία πανοραμική θέα στον ακάλυπτο. Οι ακάλυπτοι είναι τα μπουντρούμια των εργατικών κατοικιών. Εκεί έρχονται να τσακιστούν, να ραγίσουν οι φωνές και οι στριγκλιές των είκοσι σπιτιών ολόγυρα, έως και των απελπισμένων πουλιών των θυρωρών, που μουχλιάζουν καλώντας με τιτιβίσματα την Άνοιξη, που δεν θα την ξαναδούν ποτέ μες τα κλουβιά τους. Εκατό αρσενικοί και θηλυκοί μπεκρήδες παραγεμίζουν την ηχώ με τούς φαφλατάδικους καβγάδες τους, μετά το γεύμα τού Σαββάτου προπαντός. Είναι η παθιασμένη στιγμή τής οικογενειακής ζωής. Αλοίμονο τότε στους ανίσχυρους. Τις αρπάζει ο μικρός. Οι φάπες κολλάνε στον τοίχο, ο,τι δεν μπορεί ν᾿ αμυνθεί και ν᾿ ανταποδώσει: παιδιά, σκυλιά, γατιά. Απ᾿ το τρίτο ποτήρι, το σκυλί αρχίζει να υποφέρει, τού λιώνουν το πόδι με μια δυνατή τακουνιά. Για να μάθει να πεινάει ταυτόχρονα με τούς ανθρώπους. Σπάνε πλάκα που το βλέπουν να χώνεται σκληρίζοντας κάτω απ᾿ το κρεβάτι, σαν σφαγμένο. Είναι το σύνθημα. Τίποτα δεν ερεθίζει τις πιωμένες γυναίκες, όσο ο πόνος των ζώων, και δεν σού βρίσκεται πάντα ένας ταύρος πρόχειρος. Τα παιδιά τσιρίζουν από φρίκη. Ανακαλύπτουν όλα όσα έχουν μέσα τους, ο μπαμπάς και η μαμά.
21. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΑΛΉΘΕΙΑΣ ΠΟΥ ΠΟΝΕΙ, ΣΤΟ ΤΙ ΣΟΎ ΚΡΎΒΟΥΝ ΟΙ ΆΝΘΡΩΠΟΙ
ΑΝ ΧΩΘΕΊΣ ΒΑΘΕΙΆ ΣΤΙΣ ΒΛΑΚΕΊΕΣ ΤΟΥΣ.
Έπρεπε να με ζητήσουν δυο και τρεις συνεχόμενες φορές για ν᾿ αποφασίσω ν᾿ ανταποκριθώ στην πρόσκληση των ασθενών. Έτσι λοιπόν συνήθως, όταν έφθανα είχαν πάει να φέρουν άλλο. Στο 12 τής οδού Σαίν-Βενσάν, με φώναξαν οι νοικάρηδες τού τρίτου. Αρρώσταινε με το παραμικρό αυτό το παιδί κι όταν αρρώσταινε, ο παππούς, η γιαγιά κι η μαμά κλαίγαν μέχρι σκασμού, όλοι μαζί, ιδίως γιατί το παιδί δεν είχε νόμιμο πατέρα. Η κόρη είχε δοθεί σ᾿ εκείνο τον άντρα «ψυχῄ τε και σώματι», καταπώς έλεγε. Ήταν γραφτό να συμβεί και κατά την άποψη της αυτό αρκούσε, για να τα εξηγήσει όλα. Ο μικρός βγήκε απ᾿ το κορμί της μονομιάς, αφήνοντας τα λαγόνια της όλο ζάρες. Το πνεύμα ικανοποιείται με λόγια, μα το κορμί δεν είναι το ίδιο, έχει περισσότερες απαιτήσεις, χρειάζεται μυς. Είναι αλήθεια πως είχα δει λίγους τοκετούς που να αποσπούν τόση πολλή νιότη μονομιάς. Μόνο αισθήματα τής απόμεναν σαν να λέμε αυτής τής μάνας. Κανείς δεν την ήθελε πια. Το παιδί βαρέθηκε τα πασπατευτικά μου δάχτυλα και βάλθηκε να τσιρίζει, όπως τσιρίζει κανείς σ᾿ αυτή την ηλικία, αδιανόητα. Δεν πήγαινε άλλο. Τι φωνές, θεέ μου! Τι φωνές! Δεν άντεχα πια. Μια άλλη ιδέα πρέπει σίγουρα ν᾿ υπαγόρευε την ανόητη συμπεριφορά μου. «Ε,» απάντησα στον μικρό φωνακλά, «μη μου βιάζεσαι κουτουρνίθι, έχεις καιρό να σκούξεις! Δεν θα σού λείψει ο καιρός, μη φοβάσαι κωθώνι! Μη σπαταλιέσαι! Θα μείνει αρκετή δυστυχία για να σού λιώσει τα μάτια και το μυαλό και τα ρέστα, αν δε προσέξεις!» «Τι λέτε γιατρέ;» αναπήδησε η γιαγιά. Επανέλαβα απλά: «Θα μείνει αρκετή!» «Θα μείνει τι;... Τι λέει;» Και αναρωτιόνταν ξάφνου οι τρεις τους, και η κόρη έβαλε κι αυτή κάτι ξεγυρισμένες στριγκλιές. Είχε μόλις βρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να πάθει κρίση. Δεν θα την άφηνε να πάει χαμένη. Μ᾿ άρπαξαν τον μικρό από τα χέρια, σαν να τον αρπάζαν από τις φλόγες. Ο παππούς, τόσο συνεσταλμένος πρωτύτερα, με συνόδευσε από μακριά, ίσαμε την πόρτα, βροντώντας βάναυσα το πορτόφυλλο πίσω μου, με μια δυνατή κλωτσιά. Και φυσικά επωφελήθηκαν για να μην μού πληρώσουν την επίσκεψη. Να πως τα λογάριαζα, λοιπόν: θα ᾿κανα ένα πείραμα για να δω πόσο μεγάλο σκάνδαλο μπορείς να προκαλέσεις με τη μία! Μόνο που δεν ξεμπερδεύεις ποτέ με το σκάνδαλο και τη συγκίνηση, δεν ξέρεις ποτέ ως που θα αναγκασθείς να φτάσεις με την ειλικρίνεια... Δεν ξέρεις τι άλλο σού κρύβουν οι άνθρωποι...Τι άλλο θα σού δείξουν... Αν ζήσεις αρκετά... Αν χωθείς ακόμα πιο βαθειά στις βλακείες τους... Έπρεπε να τα ξαναπιάσω όλα από την αρχή. Ύστερα απ᾿ αυτό το επαίσχυντο ιντερμέδιο, θα ᾿φευγα ευχαρίστως απ᾿ τη Ρανσύ, οριστικά κι αμετάκλητα αν μπορούσα. Όταν μένεις καιρό σ᾿ ένα μέρος, τα πράγματα κι οι άνθρωποι ξεβρακώνονται, σαπίζουν κι αρχίζουν να βρωμάνε, επίτηδες για σένα.
22. ΤΑΞΊΔΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΜΕΤΆΚΛΗΤΟ
Συνέβη μετά το Πάσχα, που αρρώστησε ο Μπεμπέρ. Ο συνάδελφος Φρολισόν είχε μόλις φύγει γα διακοπές, η θεία δίστασε κι έπειτα με κάλεσε, να τον κουράρω τον ανιψιό της, σίγουρα επειδή ήμουν ο φθηνότερος απ᾿ τούς άλλους γιατρούς που γνώριζε. Βάστηξε βδομάδες η αρρώστια τού Μπεμπέρ. Οι γύρω κάτοικοι με περιμέναν μπροστά στο θυρωρείο και στα κατώφλια τους, σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Μιλούσαν υπέρ κι έπειτα κατά τής εξυπνάδας μου. Ο καθείς υποστήριζε το δικό του γιατρό, πάντα πιο καπάτσο, πιο σοφό. Εγώ είχα ένα μόνο προσόν, που όμως δύσκολα στο συγχωρούν, το ότι ήμουν σχεδόν δωρεάν· ζημιώνει τον ασθενή και την οικογένειά του όσο φτωχοί κι αν είναι, ο δωρεάν γιατρός. Ο Μπεμπέρ δεν παραμιλούσε ακόμη, μόνο βάλθηκε να χάνει καθημερινά βάρος. Διασκέλιζε πολύ αβρά το 39 και το 40, και παρέμενε εκεί για μέρες και βδομάδες σκεφτικός. Έπρεπε να το περιμένεις ότι αυτή η αρρώστια θα έπαιρνε άσχημη τροπή. Ήταν ένα είδος κακοήθους τύφου που αντιστεκόταν σε ό,τι δοκίμαζα. Τίποτα δεν ωφελούσε. Ο Μπεμπέρ έφευγε παραδομένος δίχως αντίσταση, χαμογελαστός. Στεκόταν θαρρείς ισορροπώντας στην κορυφή τού πυρετού του, με μένα από κάτω να τα θαλασσώνω. Η θεία τού Μπεμπέρ κατέληξε να σιωπήσει και να μάς αφήσει ήσυχους. Την έπιασε λύπη όταν τελείωσαν οι λέξεις, δεν φαινόταν όμως να ξέρει τι να την κάνει την λύπη, πάσχιζε να την φυσήξει στο μαντήλι της, μα τής ανέβαινε πάλι στο λαιμό, μαζί με τα δάκρυα, και δωσ᾿ του ξανάρχιζε. Είχε φτάσει στα όρια τού εαυτού της απ᾿ το πολύ να κλαίει. Δεν μού ᾿μενε άλλη λύση απ᾿ το να πηγαίνω στο καφενείο για να τηλεφωνώ σε άλλους γιατρούς που γνώριζα, λίγο ή πολύ καλά, στο Παρίσι, στα νοσοκομεία, για να τούς ρωτήσω τι θα κάναν εκείνοι οι ξύπνοι οι ευυπόληπτοι, με ᾿να τύφο σαν κι αυτόν που με ταλάνιζε. Μου ᾿διναν όλοι καλές συμβουλές εντελώς αναποτελεσματικές, μα ευχαριστιόμουν να τούς ακούω να κοπιάζουν έτσι, δωρεάν τέλος πάντων. Καταλήγεις να χαίρεσαι με το σχεδόν τίποτα, με το τοσοδά παρήγορο, που δέχεται η ζωή να σού παραχωρήσει. Γύρω στη δέκατη έβδομη μέρα, σκέφτηκα, ότι καλά θα ᾿κανα να πάω να ρωτήσω, τι άποψη είχαν στο Ινστιτούτο Μπιοντυρέ Ζοζέφ για μια περίπτωση τύφου σαν κι αυτή. Γύρευα που λέτε τον Παραπίν μου, μέσα στο Ινστιτούτο, μιας και είχα έρθει ειδικά απ᾿ τη Ρανσύ για να τον βρω. Ο κύκλος των ειδικών θεωρούσε τον Παραπίν μεγάλη αυθεντία. Καθετί που αφορούσε τις τυφοειδείς ασθένειες, τού ήταν οικείο. Στη διάρκεια τής εξάσκησής μου στις πραχτικές σχολές τής Ιατρικής μού ᾿χε δείξει σε ορισμένες περιστάσεις κάποια αληθινή εύνοια. Αν και πέρασε τόσος καιρός από τότε ήλπιζα ότι δεν θα με είχε ξεχάσει και ότι θα μού έδινε μιάς πρώτης τάξεως συμβουλή για την περίπτωση τού Μπεμπέρ, που μού ᾿χε γίνει, είναι αλήθεια έμμονη ιδέα. Ανακάλυπτα πάντως ότι μου ᾿ταν πολύ προτιμότερο να εμποδίσω τον Μπεμπέρ να πεθάνει απ᾿ ότι έναν ενήλικα. Δεν σού κακοφαίνεται ποτέ ιδιαίτερα να φεύγει ένας ενήλικας, είναι ένα καθίκι λιγότερο επί τής γης, αυτό λες, ενώ μ᾿ ένα παιδί δεν είναι και τόσο σίγουρο. Υπάρχει το μέλλον. Ενήμερος για τις δυσκολίες μου, ο Παραπίν άλλο δεν ήθελε απ᾿ το να με συνδράμει, μόνο που αυτός ο τύπος είχε μάθει, μέσα σε είκοσι χρόνια, τόσα πράγματα και τόσο διαφορετικά και συχνά αντιφατικά για τον τύφο, που του ήταν τώρα αδύνατον να εκφέρει για αυτήν την τόσο κοινότοπη πάθηση, την παραμικρή σαφή άποψη. «Κατ᾿ αρχάς, εσείς αγαπητέ συνάδελφε, πιστεύετε στους ορούς;» άρχισε να με ρωτάει. «Ε, Τι λέτε;... Και στα εμβόλια;... Κάποιοι ιθύνοντες δε θέλουν ούτε ν᾿ ακούσουν σήμερα για εμβόλια... Είναι βέβαια τολμηρό, κύριε συνάδελφε... Ε; Μολαταύτα; Δε βρίσκετε να υπάρχει κάποια αλήθεια σ᾿ αυτό τον αρνητισμό;... Τι νομίζετε; Αλλά τι να σας πω στο κάτω κάτω που να μην το γνωρίζετε ήδη! Μεταξύ τόσων κλυδονιζομένων θεωριών, η λογική θα επέβαλλε τελικά να μην επιλέξουμε τίποτα! Κάντε λοιπόν το καλύτερο, συνάδελφε! Εφόσον πρέπει να δράσετε κάντε το καλύτερο!» Κι έπειτα, σπεύσαμε σ᾿ ένα μέρος για το οποίο δεν μού είχε μιλήσει. Τρυπώσαμε στο βάθος ενός μικρού καφενείου, όπου ο Παραπίν κρύφτηκε πίσω από ένα τζάμι καλυμμένο με κουρτινάκι. «Πολύ αργά!» έκανε φουρκισμένος. «Βγήκαν κιόλας οι μικρές!» «Ποιες;» «Οι μαθητριούλες τού λυκείου... Είναι μερικές πολύ χαριτωμένες, ξέρετε... Ξέρω απέξω τις γάμπες τους. Δε μού χρειάζεται τίποτα άλλο για το τέλος τής μέρας μου... Ας πηγαίνουμε! Θα τ᾿ αφήσουμε για άλλη φορά...» Και χωρίσαμε πραγματικά καλοί φίλοι.
23. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΣΙΩΠΉ ΤΉΣ ΜΕΓΆΛΗΣ ΝΎΧΤΑΣ
Θα ᾿μουν ευχαριστημένος αν δεν είχα ξαναγυρίσει ποτέ στη Νανσύ. Με το που ᾿φυγα από κεί το ίδιο εκείνο πρωί, ξέχασα σχεδόν αμέσως τις συνηθισμένες μου σκοτούρες· ήταν τόσο βαθιά χωνιασμένες στη Ρανσύ που δεν μ᾿ ακολουθούσαν. Θα πεθαίναν ίσως οι σκοτούρες μου, εγκαταλελειμμένες σαν τον Μπεμπέρ, αν δε γύριζα. Μα πλησιάζοντας στις αποβάθρες τού Σηκουάνα, μ᾿ έπιανε, όσο να ᾿ναι φόβος. Αντίπερα στην άλλη αποβάθρα, αρχίζαν τα βάσανά μου. Κλωθογύριζα. Προτίμησα να περιμένω λοιπόν στην αριστερή μεριά, ίσαμε τη νύχτα. Λίγες ακόμα ώρες ήλιου είναι ένα κάποιο κέρδος, έλεγα μέσα μου. Το νερό ερχόταν να παφλάσει πλάι στους ψαράδες, και στάθηκα να τούς χαζέψω. Πραγματικά δεν βιαζόμουν ούτε εγώ, όχι περισσότερο από εκείνους. Ήταν σαν να ᾿χα φτάσει στη στιγμή, στην ηλικία ίσως, που ξέρεις πια καλά τι χάνεις την κάθε ώρα που περνάει. Μα δεν έχεις ακόμα αποκτήσει το σθένος τής φρόνησης, που χρειάζεται για να σταματήσεις μονομιάς στον δρόμο τού χρόνου, κι άλλωστε αν σταματούσες, δεν θα ᾿ξερες τι να κάνεις δίχως αυτή την τρέλα να προχωράς, που σε κυριεύει και που τη θαυμάζεις από την πρώτη νιότη σου. Είσαι ήδη λιγότερο περήφανος γι᾿ αυτή, για τη νιότη σου, δεν τολμάς ακόμη να ομολογήσεις δημοσίως, πως ίσως να μην είναι παρά αυτό η νιότη σου, η βιάση να γεράσεις. Ανακαλύπτεις τόση γελοιότητα σ᾿ όλο το γελοίο παρελθόν σου, τόση απάτη και ευπιστία, που θα ᾿θελες ίσως να πάψεις απότομα να ᾿σαι νέος, θα ᾿θελες να περιμένεις τη νιότη ν᾿ αποσπαστεί, να την περιμένεις να σε προσπεράσει, να την κοιτάς να φεύγει, να ξεμακραίνει, να δεις όλη της τη ματαιοδοξία, να βάλεις το δάχτυλο στο κενό της, να την κοιτάς να ξαναπερνάει πάλι από μπροστά σου κι έπειτα ν᾿ απέλθεις κι εσύ, να ᾿σαι σίγουρος πως έφυγε για τα καλά η νιότη σου, και τότε ήσυχα, από μεριάς σου, εσύ μ᾿ εσένα, να ξαναπεράσεις σιγά σιγά απ᾿ την άλλη μεριά τού χρόνου, για να δεις στ᾿ αλήθεια, πως είναι οι άνθρωποι και τα πράγματα. Η νύχτα ξεπρόβαλε, κατέλαβε το ένα μετά το άλλο τα παράθυρα που λαμπάδιαζαν στη σκιά. Κι έπειτα τα παράθυρα σβήσαν κι αυτά. Δεν μου ᾿μενε πια παρά να φύγω για άλλη μια φορά. Στα βουλεβάρτα ήπια ένα καφέ κι άνοιξα το βιβλίο που μου ᾿χε πουλήσει μια παλαιοβιβλιοπώλισσα, έναν παλιό μικρό «Μονταίνιο» για ένα φράγκο. Κι ανοίγοντάς το, έπεσα ακριβώς πάνω σε μια επιστολή που ᾿γραφε ο κυρ-Μονταίνιος στη γυναίκα του, μ᾿ αφορμή τον πρόσφατο θάνατο ενός τους, γιου. «Α!», να τής λέει ο κυρ-Μονταίνιος, πάνω κάτω, τής γυναίκας του. «Άντε μη χολοσκάς, αγαπητή μου γυναίκα! Πρέπει να βρεις παρηγοριά!...Θα στρώσουν τα πράγματα!...Όλα στρώνουν στη ζωή... Ο στοργικός σας σύζυγος Μισέλ.» Να, λέω μέσα μου εγώ, μια σπουδαία δουλειά. Θα ᾿ταν περήφανη η γυναίκα που ᾿χε έναν στοργικό σύζυγο σαν το Μισέλ, που δεν χαλούσε για κάτι τέτοιο, τη ζαχαρένια του. Τέλος πάντων, ήταν δική τους υπόθεση. Ίσως σφάλλουμε πάντοτε όταν πρόκειται να κρίνουμε την καρδιά των άλλων. Ίσως νιώθαν πράγματι λύπη; Μια λύπη τής εποχής εκείνης. Μα ως προς το Μπεμπέρ, η μέρα μου ήταν τής κακιάς συμφοράς. Μού φαινόταν πως δεν υπήρχε τίποτα γι᾿ αυτόν επί τής γης, ούτε καν στον Μονταίνιο. Ίσως άλλωστε να ισχύει για όλους το ίδιο, έτσι κι επιμείνουμε λίγο να συναντάμε το κενό. Πάντως είχα αφήσει τη Ρανσύ από το πρωί, έπρεπε να γυρίσω και ήμουν μ᾿ άδεια χέρια. Δεν είχα τίποτα να τού προσφέρω ούτε και στη θεία. Βλέπω κόσμο σ᾿ όλο το μήκος της οδού Λεπίκ. Στη γωνιά ενός χασάπη γινόταν συνωστισμός. Έπρεπε να τσαλαπατηθείς για να δεις τι συνέβαινε, μέσα σ᾿ ένα κύκλο. Ήταν ένα γουρούνι, ένα μεγάλο τεράστιο γουρούνι. Έγρουζε καταμεσής στον κύκλο, έγρουζε πάρα πολύ! Και δε λέγαν να πάψουν να το βασανίζουν. Τού στρίβαν τα αυτιά για να τ᾿ ακούσουν να σκούζει. Και δώσ᾿ του γέλια. Δεν ήξερε πως να γλυτώσει από τούς ανθρώπους. Το καταλάβαινε. Κατουρούσε κάθε λίγο και λιγάκι, αλλά ούτε κι αυτό βοηθούσε. Ούτε το γρούξιμο ούτε το σκούξιμο. Όλα ανώφελα. Ο κόσμος χαχάνιζε. Ο μακελάρης απ᾿ το βάθος τού μαγαζιού του, αντάλλαζε νοήματα και καλαμπούρια με τούς πελάτες και χειρονομούσε μ᾿ ένα μεγάλο χασαπομάχαιρο. Ήταν ευχαριστημένος κι αυτός. Ούτε στο γάμο τής κόρης του, δεν θα διασκέδαζε τόσο. Πέρα απ᾿ τη μεγάλη λίμνη τής νύχτας που σκεπάζει το νεκροταφείο [1] διακρίνεις τα πρώτα φώτα τής Ρανσύ. Πρέπει να κάνεις όλον το γύρο για να φτάσεις εκεί. Είναι τόσο μακριά! Θαρρείς λοιπόν πως κάνεις το γύρο τής ίδιας τής νύχτας, τόσο χρόνο, τόσα βήματα πρέπει να περπατήσεις γύρω από το νεκροταφείο, για να φτάσεις στα οχυρώματα και έπειτα το βουλεβάρτο τής εξεγέρσεως. Ανηφορίζει μ᾿ όλα του τα φανάρια, ίσιο και φαρδύ καταμεσής στη νύχτα. Δεν έχεις μετά παρά να τ᾿ ακολουθήσεις προς τα αριστερά. Ήταν ο δρόμος μου. Όπως και να ᾿χει θα ᾿θελα να ᾿μαι αλλού μακριά. Θα ᾿θελα να φοράω παντούφλες, για να μη μ᾿ ακούσουν καθόλου να γυρίζω σπίτι μου. Κι όμως, δεν έφταιγα εγώ αν ο Μπεμπέρ δεν πήγαινε καθόλου καλά. Έκανα ότι μπορούσα. Δεν είχα τίποτα να μού καταλογίσω. Δεν ήταν δικό μου λάθος, αν δε γινόταν τίποτα σε περιπτώσεις σαν αυτές. Έφτασα ίσαμε την πόρτα μου κι έπειτα αφού ανέβηκα, κοίταξα δίχως ν᾿ ανοίξω τα παντζούρια απ᾿ τις χαραμάδες, για να δω αν υπήρχε πάντα κόσμος που κουβέντιαζε μπροστά στου Μπεμπέρ. Μια παραδουλεύτρα τής γειτονιάς, κλαψούριζε βγαίνοντας. «Φαίνεται ότι τελικά πάει ακόμα χειρότερα... Μήπως πέθανε κιόλας;» έλεγα μέσα μου. «Είναι και μια που κλαίει κιόλας!...» Η μέρα είχε τελειώσει. Ήταν κρύα και σιωπηλά στο σπίτι μου. Σαν μια μικρή νύχτα σε μιάν άκρη της μεγάλης, αποκλειστικά και μόνο για μένα. Κοίταζα ακόμη αν συνέβαινε κάτι έξω, αντίκρυ. Μονάχα μέσα μου συνέβαινε κάτι, με το να θέτω πάντα το ίδιο ερώτημα. Κατέληξα ν᾿ αποκοιμηθώ μ᾿ αυτό το ερώτημα, μες τη δική μου νύχτα, εκείνο το κιβούρι, τόσο είχα κουραστεί να περπατάω και να μη βρίσκω τίποτα.
[1] νεκροταφείο: Μολονότι ἡ τοπιογραφία τού Σελίν είναι εσκεμμένα ασαφής, πρόκειται εδώ για τα νεκροταφεία τής Μονμάρτρης και των Μπατινιόλ.
24. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΧΡΕΩΚΟΠΊΑΣ, ΠΟΥ ΚΑΜΙΆ ΓΚΡΙΜΆΤΣΑ ΌΣΟ ΠΕΡΊΠΛΟΚΗ ΚΑΙ ΝΑ ᾿ΝΑΙ, ΔΕΝ ΦΤΆΝΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΚΦΡΆΣΕΙ ΌΛΗ ΤΗ ΜΙΖΈΡΙΑ ΤΉΣ ΑΛΗΘΙΝΉΣ ΖΩΉΣ.
ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΚΌΛΑΣΗΣ, ΌΤΑΝ ΜΌΝΟ ΤΟ ΧΕΙΡΌΤΕΡΌ, ΜΠΟΡΕΊ ΝΑ ΣΟΎ ΔΕΊΞΕΙ Η ΖΩΉ.
Κάλλιο να μην τρέφεις αυταπάτες, οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να πουν ο ένας στον άλλο, το μόνο που κάνουν είναι να μιλάνε ο καθείς για τον καημό του, γνωστό αυτό. Ο καθείς για την πάρτη του, η γη για όλους. Πασχίζουν να τον ξεφορτωθούν πάνω στον άλλο τον καημό τους, τη στιγμή τού έρωτα, μα τότε δεν πιάνει, κι ό,τι κι αν κάνουν, τον κρατούν ακέραιο τον καημό τους και ξαναρχίζουν, πασχίζοντας γι᾿ άλλη μια φορά να τον πλασσάρουν. «Είστε ωραία δεσποινίς» λένε. Και τούς παίρνει πάλι η ζωή, ως την επόμενη φορά που θα ξαναδοκιμάσουν το ίδιο κολπάκι. Καθώς σ᾿ αυτό το παιγνίδι γινόμαστε γερνώντας ολοένα πιο άσχημοι και σιχαμεροί, δεν μπορούμε καν να κρύψουμε τον καημό μας, τη χρεωκοπία μας και καταλήγουμε μ᾿ αυτή τη βρωμογκριμάτσα φαρδιά πλατιά στη φάτσα, που παίρνει είκοσι, τριάντα χρόνια και βάλε να μας ανέβει εντέλει από την κοιλιά στο πρόσωπο. Γι᾿ αυτό υπάρχει ο άνθρωπος, γι᾿ αυτό και μόνο, για μια γκριμάτσα, που τού παίρνει μια ζωή ολόκληρη να τη σχηματίσει, και που δεν καταφέρνει πάντα ούτε να την ολοκληρώσει, τόσο βαριά και περίπλοκη είναι η γκριμάτσα που θα ᾿πρεπε να κάνει, για να εκφράσει όλη την αληθινή ψυχή του, δίχως να πάει τίποτα χαμένο. Ήταν η εποχή που εγώ φιλοτεχνούσα προσεχτικά τη δική μου γκριμάτσα, με λογαριασμούς που, αν και μικροί, δεν κατάφερνα να τούς πληρώσω, με το πολύ λεπτό για την εποχή πανωφόρι μου, και με τον μπακάλη που χασκογελούσε κρυφά όταν μ᾿ έβλεπε να μετράω τις πενταροδεκάρες μου, να κοκκινίζω τη στιγμή που το σταφύλι έπαιρνε ν᾿ ακριβαίνει. Κι έπειτα λόγω των ασθενών, που δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένοι. Μια μέρα, η κυρά Ανρούιγ, αποφάσισε από μόνη της, να μού κάνει επίσκεψη. Κι έπειτα ξανάρθε να με ρωτήσει αν πίστευα στ᾿ αλήθεια πως ήταν τρελή. Κι έπειτα, ήρθε με τη σειρά του να με βρει ο Ροβινσώνας. Κάναμε τις συστάσεις. Φίλοι. Τον Μπεμπέρ τον κηδεύαν την επομένη. «Θα πάτε;» ρωτούσε η θεία όλους όσους συναντούσε. «Και βέβαια θα πάω αποκρίθηκε η γριά. Δεν την κρατούσες πια στην τρώγλη της. Σουρτούκω είχε γίνει. Η γιαγιά Ανρούιγ, άμα τής είπαν την ηλικία τού παιδιού, εφτά χρονών, φάνηκε να νιώθει καλύτερα. Ο θάνατος ενός τόσο μικρού παιδιού τής έμοιαζε σαν αληθινό ατύχημα μονάχα, όχι κανονικός θάνατος που να πρέπει να τη βάλλει εκείνη σε σκέψεις. Ο Ροβινσώνας έπιασε να μάς λέει για άλλη μια φορά ότι τα οξέα τού καίγαν το στομάχι και τα πνευμόνια, τον πνίγαν και τον κάναν να φτύνει όλο μαύρο. Μα η γιαγιά Ανρούιγ δεν έφτυνε, δε δούλευε μες τα οξέα και αυτό δεν μπορούσε να την ενδιαφέρει. Είχε μόνο έρθει για να σχηματίσει άποψη για το άτομο μου κι ο Ροβινσώνας δεν έχανε ψίχουλο από εκείνη τη λανθάνουσα ανησυχία, μεταξύ μας. Το μεγάλο σπίτι απ᾿ την άλλη μεριά του δρόμου χλώμιαζε έντονα προτού παραδοθεί στη νύχτα. Δεν απόμεναν ανάμεσα μας παρά μόνο οι φωνές μας κι όλα όσα μοιάζουν πάντα έτοιμες να πούνε και που ποτέ τους δεν λένε. Είναι αλήθεια πως ο Ροβινσώνας έβηχε. «Δε γίνεται τίποτα» προέβλεπε ο ίδιος, «ποτέ μου δε θα απαλλαγώ...» «Περίμενε δα το ερχόμενο καλοκαίρι! Λίγη υπομονή. Θα δεις! Θα περάσει μόνο του...» Μοναχός μου θα γιατρευτώ;» απαντούσε αυτός. «Ωραία μάς τα λες!... Έπρεπε να σ᾿ έβλεπα εσένα μ᾿ ένα πράγμα σαν και το δικό μου στα στήθια...Τα τινάζεις μ᾿ ένα πράμα σαν αυτό... Να τι σού λέω γω...» «Έχεις τις μαύρες σου, περνάς μια δύσκολη στιγμή, μα όταν θα πας καλύτερα... Έστω και λίγο καλύτερα, θα δεις...» «Λίγο καλύτερα; Στον τάφο θα πάω γω λίγο καλύτερα! Καλύτερα να τα ᾿χα τινάξει στον πόλεμο για πολύ πιο καλύτερα! Εσένα σού ᾿ρθε κουτί που ξαναγύρισες... Δεν έχεις να πεις τίποτα!» Οι άνθρωποι γραπώνονται απ᾿ τις άθλιες αναμνήσεις τους, απ᾿ όλες τις δυστυχίες τους. Είναι για την ψυχή τους, μια κάποια απασχόληση. Εκδικούνται για την αδικία τού σήμερα, ζυμώνοντας εντός τους το αύριο, με σκατά. Δίκαιοι και δειλοί, στο βάθος. Είναι στη φύση τους. Μια Κυριακή που δεν είχα εφημερία, βγήκαμε παρέα. Πήγαμε στο αίθριο κάποιου καφενείου, να πάρουμε ένα λικέρ. «Ακούς;» μού κάνει ο Ροβινσώνας. «Παίζει αμερικάνικους σκοπούς, ο φωνογράφος τους· είναι οι ίδιοι μ᾿ αυτούς που παίζαν στο Ντιτρόιτ, στης Μόλλυς...» Στα δύο χρόνια που πέρασε εκεί, δε μπήκε ποτέ για τα καλά στη ζωή των Αμερικάνων· θαρρείς ωστόσο πως τον είχε αγγίξει η αλλόκοτη μουσική τους, που μαζί της πασχίζουν κι εκείνοι ν᾿ αποτινάξουν τη βαριά τους έξη να κάνουν κάθε μέρα το ίδιο πράγμα, η μουσική, που τούς στροβιλίζει λιγάκι ενόσω παίζει, στην αγκαλιά μιάς δίχως νόημα ζωής. Αρκούδες, εδώ, εκεί. Κανείς δεν αντιστέκεται στη μουσική. Δεν έχουμε τι να την κάνουμε την καρδιά μας, τη δίνουμε ευχαρίστως. Πρέπει ν᾿ ακούμε στα βάθη κάθε μουσικής τον δίχως νότες σκοπό, για μάς γραμμένο, το σκοπό τού θανάτου. Έχουν κι οι ιδέες τελικά την Κυριακή τους· είμαστε πιο ζαβλακωμένοι απ᾿ ό,τι συνήθως τις Κυριακές. Στεκόμαστε εκεί, άδειοι. Ευχαριστημένοι. Δε λέμε κουβέντα, γιατί κατά βάθος δεν μάς συμβαίνει τίποτα πια εμάς, παραείμαστε φτωχοί, ίσως να μάς σιχάθηκε η ζωή; Δεν θα ᾿ταν περίεργο. Αποχωριστήκαμε μπροστά στην πόρτα του. Νόμιζα πως δεν θα τον ξανάβλεπα σύντομα. Οι δουλειές μου φάνηκαν να ξαναπαίρνουν λίγο τα πάνω τους και μάλιστα εκείνη ακριβώς τη νύχτα. Και μόνο στην πολυκατοικία τού αστυνομικού τμήματος με καλέσαν δύο φορές επειγόντως. Τελειώνοντας, ήμουν πολύ κουρασμένος με όσα είχαν συμβεί εκείνη την Κυριακή. Δεν έκανα ούτε εκατό μέτρα στο δρόμο, και να σου ο Ροβινσώνας, που ερχόταν προς το μέρος μου, ζαλωμένος με λογιών λογιών σανίδες, μικρές και μεγάλες. «Τι θα τα κάνεις όλα αυτά τα ξύλα;» Οικοδομές κι εσύ;... Φέρετρο;... Μπας και τα ᾿κλέψες;» «Όχι είναι για τούς Ανρούιγ... Κλουβί για κουνέλια...» «Τούς Ανρούιγ; Έχουν κουνέλια;» «Ναι, τρία που θα τα βάλλουν στην αυλίτσα, ξέρεις, μωρέ, ᾿κεί που μένει η γριά τους...» «Φτιάχνεις δηλαδή κουνελώνες, τέτοια ώρα;» «Είναι τής γυναίκας του ιδέα...» «Περίεργη ιδέα!... Τι θέλει να κάνει με τα κουνέλια;» «Α, τι να σου πω, ρώτα την εσύ άμα τη δεις, φτάνει να μου δώσει εμένα το κατοστάρικο...» Τον φούρκιζε που ᾿βηχε απανωτά. «Άσε, τι ξεγυρισμένη γρίπη θ᾿ αρπάξει η κυρά Ανρούιγ!» μού βήχει χασκογελώντας στ᾿ αυτί. «Τι σκάρωσαν;» «Δεν μπορώ να σού πω περισσότερα θα δεις...» «Πες μου τα, λοιπόν, ρε Ροβινσώνα, έλα παλιοκαθίκι, ξέρεις ότι δε μαρτυράω ποτέ μου εγώ...» Τώρα, ξάφνου, του ᾿ρχονταν η όρεξη να μού τα πει όλα, ίσως για να μου αποδείξει συνάμα, πως δεν έπρεπε να τον περνάω για τόσο ξοφλημένο και χέστη όσο έμοιαζε. «Θυμάσαι», άρχισε αυτός, «την ιστορία των καροτέμπορων;» Στην αρχή, δε μου ᾿λεγε τίποτα η ιστορία των καροτέμπορων. «Ξέρεις μωρέ!» να επιμένει... « Συ ο ίδιος μού τη διηγήθηκες!...» «Α, ναι!...» θυμήθηκα τότε μονομιάς. «Λες για τον μηχανοδηγό τής οδού Μπρυμαίρ;... Αυτόν που ᾿φαγε ολόκληρο βαρελότο στ᾿ αρχίδια, πηγαίνοντας να κλέψει κουνέλια;...» Δεν άργησε να μού τα κάνει λιανά. «Α, εγώ, ξέρεις αρκούμαι να φτιάξω το κλουβί που μού ζήτησαν... Το βαρελότο θα τ᾿ αναλάβουν εκείνοι... αν θέλουν.» «Πόσα σού δώσαν γι᾿ αυτό;» «Εκατό φράγκα για τις σανίδες και διακόσα πενήντα για τα μαστορικά κι έπειτα χίλια, μόνο και μόνο για την ιδέα... Και καταλαβαίνεις... Δεν είναι παρά η αρχή... Είναι μια ιστορία που άμα ξέρεις να την πεις καλά, σ᾿ αφήνει πραγματικό εισόδημα!... Ε, μικρέ, το πιάνεις;» Το ᾿πιανα πράγματι. Ό,τι κι αν πούμε για να αποτρέψουμε τούς ανθρώπους σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις είναι άνευ σημασίας. Μήπως είναι καλή η ζωή μαζί τους; Γιατί και για ποιόν να νιώθουν λοιπόν οίκτο αυτοί; Για ποιόν λόγο; Για τούς άλλους; Είδαμε ποτέ κανέναν να κατεβαίνει στην κόλαση για ν᾿ αντικαταστήσει κάποιον άλλο; Μόνο να κατεβάζει κάποιον άλλο βλέπουμε. Όσο να πεις ήταν βρωμοδουλιά από τις λίγες. Αφού η γριά είχε αποκτήσει πάλι το συνήθειο να βγαίνει από το σπίτι της, θα τη στέλναν κάποιο βράδυ να ταΐσει τα κουνέλια... Το βαρελότο θα ᾿ταν στη θέση του... Θα τής έσκαγε στα μούτρα με το που θ᾿ άγγιζε την πόρτα... Όπως ακριβώς είχε συμβεί στου μανάβη... Μωρέ, ωραία ιστορία του ᾿χα διηγηθεί εγώ του Ροβινσώνα!
25.ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΜΙΖΈΡΙΑΣ ΣΤΑ ΠΑΝΗΓΎΡΙΑ ΟΠΟΎ
ΟΙ ΦΤΩΧΟΊ ΠΗΓΑΊΝΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΜΆΘΟΥΝ ΤΙ ΈΧΟΥΝ ΑΠΟΓΊΝΕΙ.
Και η μουσική ξανάρθε στο πανηγύρι, αυτή που ακούμε από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας, απ᾿ τον καιρό που ᾿μασταν μικροί, αυτή που δεν σταματάει ποτέ, εδώ και εκεί, στις κόγχες τής πόλης, στις μικρές γωνιές τής εξοχής, παντού όπου οι φτωχοί πάνε να καθίσουν στο τέλος τής βδομάδας, για να μάθουν τι έχουν απογίνει. Παράδεισος! τούς λένε. Πρέπει να ᾿σαι κεφάτος όταν μπορείς, μεταξύ πείνας και φυλακής, και να παίρνεις τα πράγματα όπως έρθουν. Αφού είσαι καθιστός, μην έχεις παράπονο. Κάτι είναι κι αυτό. Ξαναβλέπεις απ᾿ όλα στα πανηγύρια, είναι ρεψίματα χαράς τα πανηγύρια. Έπεφτε κάμποσο κλάμα στο πανηγύρι, λόγω των παιδιών που στριμώχνονταν κατά λάθος εδώ και εκεί και των άλλων που τούς μαθαίναν να αντιστέκονται στις επιθυμίες τους, στις μικρές μεγάλες χαρές. Πρέπει να επωφεληθείς απ᾿ το πανηγύρι για να διαμορφώσεις χαραχτήρα. Δεν είναι ποτέ πολύ νωρίς για να αρχίσεις. Δεν το ξέρουν ακόμα τα πουλάκια μου, πως όλα πληρώνονται. Θαρρούν πως είναι από καλοσύνη, που πίσω από τους φωτισμένους πάγκους, οι μεγάλοι προτρέπουν τούς πελάτες ν᾿ αγοράσουν τα θαύματα. Δεν γνωρίζουν το νόμο τα παιδιά. Είναι με σκαμπίλια που τούς τον μαθαίνουν το νόμο οι γονείς και τα προστατεύουν από τις απολαύσεις. Γλεντάει το βράδυ το εμπόριο, όταν φεύγουν όλοι οι άμυαλοι, όταν η σιωπή επιστρέφει στην πλατεία, και όταν το τελευταίο σκυλί έχει εκτοξεύσει την τελευταία στάλα κάτουρου, στο πόδι τού γιαπωνέζικου μπιλιάρδου. Τότε μπορούν να αρχίσουν οι λογαριασμοί.
26.ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΌΛΩΝ ΌΣΩΝ ΜΠΟΡΟΎΝ ΝΑ ΣΟΎ ΣΥΜΒΟΎΝ,
ΌΤΑΝ Η ΊΔΙΑ ΣΟΥ Η ΛΊΠΗ ΔΕΝ ΣΟΎ ΑΠΟΚΡΊΝΕΤΑΙ ΤΊΠΟΤΑ ΠΙΑ.
Ένα βράδυ, λίγο μετά την ώρα του δείπνου άκουσα ένα πανδαιμόνιο αναποδογυρισμένων σκουπιδοντενεκέδων. Μισάνοιξα την εξώπορτα μα δίχως να το κουνήσω. Άμα έβγαινα αυθόρμητα τη στιγμή κάποιου ατυχήματος, μπορούσαν να με περνούσαν απλώς για γείτονα, οπότε θα θεωρούσαν πως η ιατρική μου βοήθεια ήταν δωρεάν. Αν με θέλαν ας με καλούσαν κανονικά και τότε θα κόστιζε ένα εικοσάρι. Η μιζέρια κατατρέχει αμείλικτα και επίμονα τον αλτρουισμό, και οι ευγενέστερες πρωτοβουλίες τιμωρούνται ανελέητα. Περίμενα λοιπόν να ᾿ρθουν να μού χτυπήσουν, μα δεν ήρθαν. Οικονομίες, το δίχως άλλο. Πάντως είχα σχεδόν πάψει να περιμένω, όταν ένα κοριτσάκι ερχόταν να με φωνάξει εκ μέρους τής κυρίας Ανρούιγ. «Ποιος είναι άρρωστος στο σπίτι τους;» ρώτησα. «Είναι για ένα κύριο που τραυματίστηκε εκεί...» Φτάσαμε λίγες στιγμές αργότερα στη βιλίτσα τους. Η νύφη της κυρά-Ανρούιγ με περίμενε στο πλατύσκαλο. «Ελάτε, μπείτε!» έκανε αυτή αρκετά απότομα. Και βρέθηκα φάτσα με τη γριά που απ᾿ το διάδρομο κιόλας βάλθηκε να σκούζει και να μού χυμάει. Ομοβροντία. «Α, τα καθίκια! Α, τούς ληστές! Γιατρέ! Θέλαν να με σκοτώσουν!» Τζίφος λοιπόν. «Να σάς σκοτώσουν;» κάνω εγώ, δήθεν κατάπληκτος. «και γιατί δηλαδή;» «Γιατί δεν ήθελα να ψοφήσω αρκετά γρήγορα, να γιατί!» «Μα ποιος τραυματίστηκε; Που είναι;» «Θα τονέ δείτε!» μ᾿ έκοψε η γριά. «Είναι πάνω στο κρεβάτι του, ο φονιάς! Τηνέ πάτησε, ναι, δεν το ᾿στησε καλά το κόλπο του, αυτό να λέγεται. Άντε, γιατρέ, άντε, τραβήξτε να δείτε πως κατάντησε τα μούτρα του το καθίκι σας και το ᾿κανε από μόνος του κιόλας!...» Η γριά παράδερνε, μ᾿ ένα χάχανο που την τράνταζε ολόκληρη και τελειωμό δεν είχε. Είχε καπαρώσει ρόλο αβανταδόρικο κι αντλούσε απ᾿ αυτόν συγκίνηση. Δεν έχει τελειωμό η ευτυχία. Δεν την βαριόμαστε την ευτυχία, όσο είμαστε ακόμα ικανοί να παίζουμε κάποιο ρόλο. Τούτον εδώ το ρόλο που τής έλαχε, τον φαρμακερό κι ανέλπιστο, δεν έλεγε να τον αφήσει πια. "Γέρος" σημαίνει να μη βρίσκεις φλογερό ρόλο να παίξεις, να ξεπέφτεις στο ανούσιο τίποτα, όπου το μόνο που περιμένεις πια είναι ο θάνατος. Τής ξαναρχόταν έξαφνα το κέφι τής γριάς, χάρη σ᾿ ένα φλογερό ρόλο αντεκδίκησης. Ξανάβρισκε τη φλόγα, μια φλόγα αληθινή μέσα στο δράμα. Κατ᾿ αρχάς δεν ξέραμε καν που να τον βάλουμε τον Ροβινσώνα. Στο νοσοκομείο; Το πράγμα θα προκαλούσε σούσουρο φυσικά, φλυαρίες... Να τον ξαποστείλουμε σπίτι του; Ούτε να το σκεφτούμε, στην κατάσταση που ᾿ταν τα μούτρα του. Θέλοντας και μη λοιπόν, οι Ανρούιγ αναγκάστηκαν να τον κρατήσουν στο σπίτι τους. Στο κρεβάτι τους, τής πάνω κάμαρης, ο Ροβινσώνας τα ᾿χε κάνει πάνω του. Τον έπιανε αληθινός τρόμος στην ιδέα ότι θα τον έδιωχναν και θα τον κυνηγούσαν. Κατανοητό. Θα βρίσκαμε τρόπο να φτιάξουμε κουτσά στραβά την όραση του, αν τού απόμενε κάτι που να φτιάχνεται. Για την ώρα έπρεπε να φροντίσουμε τα επείγοντα και, προπαντός, ν᾿ αποφύγουμε να μάς εκθέσει η γριά, με τα βρωμοσκουξίματα της. Το ότι περνούσε για τρελή δεν αρκούσε για να τα εξηγήσει όλα. Περνούσα να δω τον Ροβινσώνα τουλάχιστον δυο φορές την ημέρα. Πρόβλεπα ότι θα ᾿χε κάμποσους λόγους να λυπάται, κυρίως όταν θα αντιλαμβανόταν, τι ακριβώς είχαν απογίνει τα μάτια του... Ενώ τον κρατούσαμε μπανταρισμένο, ο Ροβινσώνας μού διηγήθηκε πως είχε ξεκινήσει στη ζωή. Κάνοντας εμπόριο. Μια μέρα διανομής, μια πελάτισσα τον προσκάλεσε να γευτεί μιάν ηδονή που ίσαμε τότε τη φανταζόταν. Το εσώρουχο αυτής τής πελάτισσας προπαντός, όλο μουσελίνα, του ᾿χε κάνει τρομερή εντύπωση. Τριάντα χρόνια αργότερα το θυμόταν ακόμη καθαρά εκείνο το εσώρουχο. Τον διασκέδαζε πάντως να την ξανασκέφτεται, να μού διηγείται εκείνο το κάτι, σαν μια στιγμή νιότης. «Άμα έχεις έτσι τα μάτια κλειστά, αναγκάζεσαι να σκέφτεσαι», παρατηρούσε. «Ξετυλίγεται η μπομπίνα... Θαρρείς πως έχεις σινεμά μες την γκλάβα...». Δεν τολμούσα ακόμα να του πω ότι θα ᾿χε τον καιρό να το βαρεθεί το σινεμαδάκι του. Καθώς όλες οι σκέψεις οδηγούν στο θάνατο, θα ᾿ρχόταν μοιραία μια στιγμή που μόνο αυτόν θα ᾿βλεπε στο σινεμά του. Την ιστορία εκείνης τής θαυμάσιας πελάτισσας, τη διηγήθηκε και στον Ανρούιγ. Κι έγινε στο φινάλε κάτι σαν ομαδικό ανέκδοτο, για όλο τον κόσμο στο σπίτι. Έτσι καταλήγουν τα μυστικά μας μόλις τα βγάλουμε στον αέρα και στο κοινό. Δεν θα ησυχάσουμε παρά μόνο όταν θα ᾿χουν όλα ειπωθεί, μια για πάντα, τότε θα σιγήσουμε επιτέλους και δεν θα φοβόμαστε πια να σιωπούμε. Και τέρμα. Τις λίγες βδομάδες που βάστηξε ακόμη η πυόρροια των βλεφάρων, κατάφερνα να τον παραμυθιάζω για τα μάτια του και για το μέλλον. Πότε ισχυριζόμασταν ότι τάχα το παράθυρο ήταν κλειστό, ενώ ήταν ορθάνοιχτο, πότε ότι έξω ήταν σκοτάδι. Μια μέρα όμως, πήγε ο ίδιος στο παράθυρο για να το εξακριβώσει και προτού μπορέσω να τον εμποδίσω, τράβηξε τις γάζες από τα μάτια του. Δίστασε κάμποση ώρα. Ψηλαφούσε τις παραστάδες τού παραθύρου, δεν ήθελε στην αρχή να το πιστέψει. Αλλά δεν γινόταν αλλιώς. «Μπαρνταμού!» ούρλιαξε, «Μπαρνταμού! Είναι ανοιχτό! Είναι ανοιχτό το παράθυρο σού λέω!» Σήκωνε τα χέρια του καταμεσής στο παράθυρο, στο δροσερό αέρα. Δεν έβλεπε φυσικά, μα ένιωθε τον αέρα. Τ᾿ άπλωνε λοιπόν τα χέρια του, έτσι δα μες το σκοτάδι του, όσο μπορούσε, θαρρείς για να αγγίξει την άκρη του. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Ένα σκοτάδι όλο δικό του. Έκλαιγε. Είχε κι αυτός φτάσει στην άκρη. Δεν μπορούσες να του πεις τίποτα πια. Έρχεται μια στιγμή που ᾿σαι ολομόναχος, όταν φτάνεις στην άκρη όλων όσων μπορούν να σού συμβούν. Είναι η άκρη τού κόσμου. Η ίδια η λύπη, η δική σου, δεν σού αποκρίνεται πια τίποτα, και πρέπει τότε να γυρίσεις πίσω, ανάμεσα στους ανθρώπους, όποιοι κι αν είναι. Θυμόταν πράγματα που δεν είχαμε ποτέ άλλοτε το χρόνο να θίξουμε. Ο κόσμος που ᾿χαμε διασχίσει, έμοιαζε να εισρέει στην απομόνωσή του, μ᾿ όλα του τα παράπονα, τις καλοσύνες, τα παλιά ρούχα, τούς φίλους που ᾿χαμε αφήσει, ένα πραγματικό παζάρι αλλοτινών συγκινήσεων, που το εγκαινίαζε μες το αόμματο κεφάλι του. «Θα σκοτωθώ!» με προειδοποιούσε, όταν η λύπη του, τού φαινόταν υπερβολικά μεγάλη. Κι έπειτα κατόρθωνε, όσο να ᾿ναι, να την κουβαλήσει τη λύπη του λίγο παραπέρα, σαν ένα βάρος για κείνον ασήκωτο, μια λύπη σ᾿ ένα δρόμο όπου δεν εύρισκε κανέναν για να τού μιλήσει γι᾿ αυτήν, έτσι πελώρια που ήταν. Δεν θα ήξερε να την εξηγήσει, ήταν μια λύπη που ξεπερνούσε τη μόρφωσή του. Αναδεύοντας τις αναμνήσεις, αναρωτιόμασταν τι να υπήρχε ακόμα πίσω από όλα αυτά... Αναρωτιόμασταν τι να ᾿χαν απογίνει τόσοι άνθρωποι, των οποίων είχα χάσει τα ονόματα, τις συνήθειες, τις διευθύνσεις, και που οι αβρότητες, ακόμα και τα χαμόγελα τους, μετά τις έγνοιες τόσων χρόνων και την ανάγκη για φαΐ, θα είχαν ξινίσει σαν μπαγιάτικα τυριά, θα ᾿χαν γίνει δυσάρεστες γκριμάτσες... Έχουν κι οι αναμνήσεις τη νιότη τους... Ξινίζουν μόλις τις αφήσουμε να μουχλιάζουν, γίνονται φαντάσματα που στάζουν εγωισμό, ματαιοδοξίες και ψεύδη... Παρ᾿ όλες τις προφυλάξεις μας, οι γείτονες βαλθήκαν όσο να ᾿ναι, να λένε το κοντό τους και το μακρύ τους. Δεν χωρούσε κουβέντα μας ζώναν οι υποψίες τους. Έτσι που ᾿χαμε φτάσει καταμεσής στα ύφαλα, η παραμικρή αμφιβολία θ᾿ αρκούσε για να ναυαγήσουμε αύτανδροι. Τα πάντα τότε θα πήγαιναν να σκάσουν, να ραγίσουν, να τσακίσουν, να συντριβούν στην όχθη. Ο Ροβινσώνας, η γιαγιά, το βαρελότο, το κουνέλι, τα μάτια, ο αδιανόητος γιος, η φόνισσα νύφη, θα πηγαίναμε όλοι ν᾿ απλωθούμε φαρδιά πλατιά μες τα σκουπίδια μας και στις βρωμοντροπές μας, μπρός στο αφηνιασμένο τσούρμο των περίεργων. Δεν ένιωθα περήφανος. Όχι πως είχα διαπράξει κάτι το σαφώς εγκληματικό. Όχι. Μα ένιωθα ωστόσο ένοχος. Ήμουν προπαντός ένοχος, επειδή κατά βάθος λαχταρούσα να συνεχιστεί όλο αυτό. Και μάλιστα επειδή δεν είχα πια αντίρρηση να πάμε όλοι μαζί τσάρκα, όλο και πιο μακριά μες τη νύχτα.
27. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΎ ΦΤΩΧΏΝ, ΠΟΥ Η ΕΞΑΣΦΆΛΙΣΗ ΜΙΑΣ ΣΎΝΤΑΞΗΣ ΚΡΑΤΆΕΙ ΣΑΝ ΤΗ ΜΙΖΈΡΙΑ, ΜΙΑ ΖΩΉ ΟΛΌΚΛΗΡΗ.
ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΟ ΧΡΌΝΟ ΠΟΥ ΤΟ ΚΟΡΜΊ ΜΑΣ, ΑΥΤΌ ΤΟ ΜΑΣΚΆΡΕΜΑ ΑΕΙΚΊΝΗΤΩΝ ΜΟΡΊΩΝ, ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΊ ΣΥΝΕΧΏΣ ΣΕ ΤΟΎΤΗ ΤΗ ΦΆΡΣΑ ΤΟΥ ΔΙΑΡΚΕΊΝ.
Κατά τα άλλα, όσο κι αν προσπαθούμε, γλιστράμε, ντελαπάρουμε και τίποτα δεν καταφέρνουμε. Και τόσους αιώνες τώρα, βλέπουμε τα ζώα μας να γεννιούνται, να τυραννιούνται και να ψοφάν μπροστά μας, δίχως να συμβεί ούτε σ᾿ εκείνα τίποτα σπουδαίο, εκτός από το να παίρνουν την σκυτάλη τής ίδιας ανούσιας χρεωκοπίας, εκεί που τόσα άλλα ζώα την είχαν αφήσει. Θα ᾿πρεπε πάντως να το ᾿χαμε καταλάβει. Αδιάκοπα κύματα άχρηστων όντων έρχονται από τα βάθη των χρόνων να πεθάνουν διαρκώς μπροστά μας, κι όμως μένουμε εκεί δα, ελπίζοντας κάτι... Ούτε το θάνατο να σκεφτούμε δε είμαστε άξιοι. «Δε βρίσκεις πως οι γυναίκες στην Αμερική ήταν πιο ωραίες απ᾿ τις εδώ;» Τέτοια με ρωτούσε ο Ροβινσώνας. Είχε ερωτηματικά, άρχιζε μάλιστα να μιλάει για γυναίκες. Πήγαινα τώρα να τον δω λιγότερο συχνά, γιατί την ίδια εκείνη εποχή διορίστηκα σ᾿ ένα μικρό κοινοτικό ιατρείο για τούς φθισικούς τής γειτονιάς. Οι ασθενείς μου ήταν τύποι τής Ζώνης, αυτού τού τρόπος τού λέγειν χωριού, που δεν κατάφερνε ποτέ να ξεκολλήσει εντελώς απ᾿ τη λάσπη, σφηνωμένο στα σκουπίδια, και κυκλωμένο από μονοπάτια, όπου τα ξεβγαλμένα και μυξιάρικα κοριτσάκια κάνουν κοπάνα απ᾿ το σχολείο για να αρπάξουν, πλάι στους φράχτες, απ᾿ τον ένα σάτυρο στον άλλο, είκοσι πεντάρες, τηγανητές πατάτες και βλεννορραγία. Οι πελάτες μου δεν θέλαν να κάνω θαύματα, υπολόγιζαν απεναντίας στη φθίση τους, για να περάσουν απ᾿ τη συνθήκη τής απόλυτης αθλιότητας, που ανέκαθεν τούς έπνιγε, στη συνθήκη τής σχετικής αθλιότητας, που παρέχουν οι μικρές συντάξεις τού δημοσίου. Απ᾿ τον καιρό τού πολέμου, σέρναν τα λίγο έως πολύ θετικά τους πτύελα απ᾿ απαλλαγή σ᾿ απαλλαγή. Κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει να ξανάρχεσαι και να περιμένεις κάτι, αν δεν έχει προσέξει πόσο μπορούν να περιμένουν και να ξανάρχονται οι φτωχοί που ελπίζουν σε μια σύνταξη. Περνούσαν απογεύματα και βδομάδες ολόκληρες στον προθάλαμο και στο κατώφλι τού άθλιου ιατρείου μου, αναδεύοντας τις ελπίδες τους για ποσοστά, τις ορέξεις τους για σαφώς βακιλώδη πτύελα, αληθινά πτύελα, "εκατό τοις εκατό" φυματικά πτύελα. Η ίαση, ερχόταν, πολύ μετά την σύνταξη, στη σειρά των ελπίδων τους. Ο θάνατος δεν είναι τελικά παρά ζήτημα μερικών ωρών, λεπτών μάλιστα, ενώ η σύνταξη είναι σαν τη μιζέρια, κρατάει μια ζωή ολόκληρη. Όταν δεν έχεις να προσφέρεις χρήματα στους φτωχούς, καλύτερα να σωπαίνεις. Όταν μιλάμε για οτιδήποτε πλην των χρημάτων στους φτωχούς, τούς εξαπατούμε, ψευδόμαστε, σχεδόν πάντοτε. Ένα βράδυ, ενώ η αίθουσα αναμονής μου ήταν σχεδόν άδεια, μπήκε να μού μιλήσει ένας παπάς. Δεν μ᾿ αρέσαν οι παπάδες, είχα τούς λόγους μου. Πρέπει πάντως να τον είχαν προειδοποιήσει, ότι δεν το χώνευα εγώ το παπαδαριό. Το ᾿νιωθες απ᾿ τον ύπουλο τρόπο του, να πιάνει την πάρλα. Ενόσω είχε πιάσει τα προσεχτικά και εισαγωγικά, εγώ προσπαθούσα να μου αναπαραστήσω, όλα όσα εκτελούσε καθημερινά ο παπάς για να εξασφαλίσει τις θερμίδες του, ένα σωρό γκριμάτσες και υποσχέσεις δηλαδή, στο στυλ το δικό μου... Κι έπειτα, χάριν γούστου, τον φανταζόμουν θεόγυμνο μπροστά στην Αγία του Τράπεζα... Είναι ένα ωραίο κόλπο τής φαντασίας. Διαλύεται το βρωμογόητρό του, εξαχνώνεται. Κοντολογίς, θεόγυμνος μπροστά σου, δεν είναι πια παρά ένα ταλαίπωρο, ξιπασμένο και καυχησιάρικο δισάκι, που παλεύει να ψελλίσει ανοησίες, με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Ενώ είναι καμιά φορά δύσκολο ν᾿ αντισταθείς στο γόητρο ενός ντυμένου ανθρώπου. Η δυσωδία και το μυστήριο ποτίζουν τα ρούχα του. Μιας και δεν είμαστε παρά δοχεία χλιαρών και σάπιων εντοσθίων, θα ᾿χουμε πάντα πρόβλημα με το συναίσθημα. Δεν είναι τίποτα το να ερωτευτείς, το δύσκολο είναι να παραμένεις με τον άλλον. Το σκουπίδι δεν γυρεύει μήτε να διαρκέσει, μήτε να μεγαλώσει. Ως προς αυτό, είμαστε πολύ πιο άτυχοι από το σκατό κι είναι απίστευτο μαρτύριο τούτη η λύσσα μας να εμμένουμε στην κατάστασή μας. Όλη η δυστυχία μας οφείλεται στο ότι πρέπει να παραμείνουμε πάση θυσία ο Ζαν, ο Πιέρ, ο Γκαστόν, για κάμποσα χρόνια. Το κορμί μας, αυτό το μασκάρεμα αεικίνητων μορίων, επαναστατεί συνεχώς σε τούτη τη φάρσα τού διαρκείν, τα μόρια μας θέλουν να πάνε το ταχύτερο να χαθούν στο σύμπαν, τα χρυσά μου! Τα βασανίζει το ότι δεν είναι παρά μόνο "εμείς", κορόιδα τού απείρου. Θα διαλυόμασταν αν είχαμε τα κότσια, και λίγο λείπει να το καταφέρουμε, μέρα τη μέρα. Τ᾿ αγαπημένο μας μαρτύριο είναι εκεί κλεισμένο, ατομικό, μες το πετσί μας, με την αλαζονεία μας μαζί. Καθώς σώπαινα, συντετριμμένος απ᾿ την αναθύμηση αυτών των βιολογικών σιχαμάτων, ο αββάς νόμισε ότι με είχε κερδίσει και επωφελήθηκε για να μού δείξει πως ήταν απολύτως καλοπροαίρετος και μάλιστα φιλικός. Άφησε να εννοηθεί ότι η φήμη μου θα μπορούσε να ᾿ναι καλύτερη, αν είχα κινηθεί εντελώς διαφορετικά. «Οι ασθενείς, αγαπητέ γιατρέ, ποτέ μην το ξεχνάμε, είναι κατ᾿ αρχήν συντηρητικοί... Φοβούνται και είναι εύλογο, μην τυχόν στερηθούν ουρανό και γη...» Κατ᾿ αυτόν, έπρεπε λοιπόν να ᾿χα πλησιάσει εξαρχής την Εκκλησία. Δεν ήταν άσχημη ιδέα. Φρόντιζα να μην τον διακόπτω, αλλά περίμενα υπομονετικά να έρθει στο διά ταύτα, τής επίσκεψής του.
28. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΝΥΧΤΑΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΆΘΟΥΜΕ ΣΤΟ ΤΈΛΟΣ ΤΙ ΉΡΘΑΜΕ ΝΑ ΓΥΡΈΨΟΥΜΕ Σ᾿ ΑΥΤΉ ΤΗΝ
ΠΕΡΙΠΈΤΕΙΑ
Καθώς τα συζητούσαμε, ο ιερέας συστήθηκε, Αββά Προτίστ τον λέγανε. Από υπονοούμενο σε υπονοούμενο, με πληροφόρησε ότι εδώ και καιρό, ο ίδιος και η νύμφη Ανρούιγ, κάναν διαβήματα για να βολέψουν τη γριά της και τον Ροβινσώνα και τους δυο μαζί, σε κάποιο εκκλησιαστικό ίδρυμα που να μην ήταν ακριβό. Ακόμη ψάχνανε. Μου ᾿μοιαζε, λέγοντάς τα αυτά ο αββάς να ψάχνει δικαιολογίες, σαν να ντρεπόταν για ᾿κείνη τη συνενοχή. Πραγματικά δεν άξιζε τον κόπο να κάνει τόσες τσιριμόνιες για μένα. Τα καταλαβαίνει κανείς κάτι τέτοια. Ερχόταν να μας βρει μες τη νύχτα. Αυτό είναι όλο. Τον είχε κι αυτόν κυριέψει σιγά σιγά ένα είδος άθλιας αποκοτιάς για το χρήμα. Τόσο το χειρότερο! Ακόμα και μουρμουριστά τα λεγόμενα του, μού φαίνονταν τερατώδη, αβάσταχτα και, μάλλον εξαιτίας τής γύρω μας ησυχίας, σάμπως γεμάτα αντίλαλο. Να ᾿ταν μόνο εντός μου; Σουτ! ήθελα να τού ψιθυρίσω μεταξύ των λέξεων που πρόφερε. Τώρα που ᾿χε έρθει να μάς βρει μες την αγωνία μας, δεν ήξερε πια, πως ακριβώς να κάνει ο παπάς για να πορευτεί πίσω από μάς τούς τέσσερεις, στο σκοτάδι. Για να μπορέσει κι αυτός να πιάσει από το χέρι τούς καινούργιους φίλους του, στο δρόμο για ᾿κείνο το τέλος όπου θα ᾿πρεπε αναπόφευκτα να φτάσουμε ή όλοι μαζί ή καθόλου. Κάναμε τώρα όλοι το ίδιο ταξίδι. Θα μάθαινε να βαδίζει στη νύχτα ο παπάς, σαν εμάς τούς άλλους. Σκόνταφτε ακόμη. Με ρωτούσε πως να κάνει για να μην πέσει. Ας μην ερχόταν άμα φοβόταν! Θα φτάναμε μαζί στην άκρη και τότε θα μαθαίναμε τι ερχόμασταν να γυρέψουμε σε αυτή την περιπέτεια. Να τι είναι η ζωή, ένα κομμάτι φως που καταλήγει στη νύχτα. Κι έπειτα, ίσως να μην μαθαίναμε ποτέ, να μη βρίσκαμε ποτέ τίποτα. Να τι είναι ο θάνατος. Αυτή η κομπίνα τού φαινόταν εφικτή κι εμένα το ίδιο. Μόνο που ᾿πρεπε να περιμένουμε μήνες για μια κενή θέση. Είχε δίκιο η νύφη, όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα. Να φύγουν, να τούς ξεφορτωθούμε. Ο Προστίτ λοιπόν διαπραγματευόταν άλλη συμφωνία. Εγώ παραδέχθηκα αμέσως, ότι έμοιαζε πολύ έξυπνη. Άσε που προβλεπόταν μίζα για τους δυο μας, τον παπά και μένα. Έπρεπε να παίξω και γω το ρολάκο μου. Δεν είχα παρά να ξεσηκώσω τα μυαλά τού Ροβινσώνα για το Νότο, βεβαιώνοντάς τον, ότι δεν υπήρχε καλύτερο κλίμα για τα τραύματα των ματιών του, ότι θα ᾿ταν μια χαρά εκεί, κι ότι είχε μεγάλο φάρδος κοντολογίς, που τη γλίτωνε τόσο φτηνά. Να πως θα τον έπειθα. Δεν ήταν τελικά χειρότερη απ᾿ τις άλλες, η δουλειά που προσφερόταν στον Ροβινσώνα και στη γριά. Ένα είδος κρύπτης για μούμιες, αν καταλάβαινα καλά. Θα ξεναγούσαν τον κόσμο στην κρύπτη κάτω από μια εκκλησία, έναντι κάποιου οβολού. Τούς τουρίστες. Πραγματική ευκαιρία με βεβαίωνε ο Προστίτ. Είχα σχεδόν πειστεί κι είχα αμέσως λιγάκι ζηλέψει. Δεν αγγαρεύεις νεκρούς κάθε μέρα. Κλειδώνω το ιατρείο, και να που ο παπάς κι εγώ, παίρνουμε αποφασισμένοι το δρόμο για το σπίτι των Ανρούιγ. Αυτό κι αν ήταν πρωτάκουστο. Χίλια φράγκα ελπίδας! Είχα αλλάξει γνώμη για τον παπά. Φτάνοντας στο σπιτάκι βρήκαμε τον Ροβινσώνα σε κακό χάλι! «Συ είσαι;» μού κάνει εκτός εαυτού, «κάτι τρέχει το μυρίζομαι!...Είναι αλήθεια;» με ρωτάει λαχανιασμένος. «Τα σκατώσαν!» είπα μέσα μου. «Βιαστήκαν. Πάντα βιάζονται! Έτσι εν ψυχρώ του το ᾿σκασαν το παραμύθι;... Δίχως προκαταρκτικά; Δίχως να με περιμένουν; Ευτυχώς μπόρεσα να τού ξανασερβίρω όλη την ιστορία με άλλα λόγια τρόπον τινά. Ο Ροβινσώνας δεν ήθελε ούτε ᾿κείνος τίποτα άλλο, από μια νέα άποψη των ίδιων πραγμάτων. Αυτό αρκούσε. Εύκολη η προδοσία, σού λέει ο άλλος. Μα πρέπει να αδράξεις την ευκαιρία. Είναι σα να ανοίγεις παράθυρο σε φυλακή, η προδοσία. Όλοι το θέλουν, σπάνια όμως το καταφέρνουν.
29. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΛΎΠΗΣ ΠΟΥ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΊΣΩΣ ΝΑ ΤΗΝ
ΑΓΑΠΉΣΕΙΣ ΛΙΓΆΚΙ ΑΦΟΎ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΊΣ ΝΑ ΤΗΝ ΞΕΠΑΣΤΡΈΨΕΙΣ
Μόλις ο Ροβινσώνας έφυγε απ᾿ τη Ρανσύ, πίστεψα στα αλήθεια πως θα ξεκινούσε πια η ζωή, ότι θα ᾿χα λίγο περισσότερους ασθενείς, πλην όμως τζίφος. Κι έπειτα ο καιρός το γύρισε στη λιακάδα και στην ξηρασία, ενώ είναι το κρύο και η υγρασία που χρειαζόμαστε στην ιατρική. Πάντως με την τελευταία ψύχρα, λίγο προτού μπει η Άνοιξη, βάλθηκα να βήχω ασταμάτητα, άρρωστος μέχρις αηδίας. Έχεις καιρό να σκεφτείς δέκα μέρες ξάπλα. Μόλις θα ᾿νιωθα καλύτερα, θα ᾿φευγα απ᾿ τη Ρανσύ, αυτό είχα αποφασίσει. Με δύο νοίκια καθυστέρηση άλλωστε... Έχετε γεια λοιπόν ψωροεπιπλάκια μου! Δίχως να πω λέξη σε κανέναν εννοείται, θα το ᾿σκαγα στα νύχια μου, και δεν θα με ξανάβλεπαν πια ποτέ. Με το πτυχίο μου, μπορούσα ν᾿ ανοίξω ιατρείο οπουδήποτε, είναι αλήθεια... Μα δεν θα ᾿ταν καλύτερα ή χειρότερα αλλού... Όσο ακόμα ψάχνουν που σε πονάει πιο πολύ, έχεις μια κάποια ησυχία, μα έτσι και βρουν το κόλπο, όλα ξαναγίνονται παντού μια γεύση από τα ίδια. Το πιο ευχάριστο κοντολογίς, είναι το μικρό διάστημα που είσαι άγνωστος σε κάποιο μέρος. Μετά αρχίζουν πάλι οι ίδιες γαϊδουριές. Το ᾿χει η φύση τους. Το παν είναι να μην περιμένεις ωσότου μυριστούν την αδυναμία σου οι μάγκες. Τούς κοριούς πρέπει να τούς εξολοθρεύεις προτού τρυπώσουν στη χαραμάδα. Σωστά; Όσο για τούς ασθενείς, τούς πελάτες, δεν είχα αυταπάτες για την πάρτη τους... Σε άλλη γειτονιά, δεν θα ᾿ταν λιγότερο αρπαχτικοί, λιγότεροι δειλοί από τούς εδώ. Με το ίδιο κρασί, το ίδιο σινεμά, τις ίδιες πάρλες για τα αθλητικά, την ίδια ενθουσιώδη υποταγή στις φυσικές ανάγκες τού κώλου και τού καταπιόνα, θα μετατρέπονταν, εκεί όπως εδώ, στην ίδια πρόστυχη, άξεστη ορδή, που παραδέρνει από την μια μπαρούφα στην άλλη, πάντα ξιπασμένη, κομπιναδόρα, μοχθηρή, επιθετική, μεταξύ δύο πανικών. Αλλά αφού κι ο ασθενής αλλάζει πλευρό στο κρεβάτι στη ζωή, έχουμε κι εμείς το δικαίωμα να μποτζάρουμε απ᾿ τη μια μπάντα στην άλλη. Ας μην ελπίζουμε να αφήσουμε τη λύπη μας πουθενά στο δρόμο. Είναι σαν μια απαίσια γυναίκα που την παντρεύεσαι η Λύπη. Καλύτερα ίσως να την αγαπήσεις λιγάκι, παρά να ξεθεώνεσαι ξυλοφορτώνοντάς την, μια ζωή ολόκληρη. Αφού εξυπακούεται ότι δεν μπορείς να την ξεπαστρέψεις. Όπως και να ᾿χει το ᾿σκασα στα μουλωχτά απ᾿ τον ημιόροφό μου της Ρανσύ. «Για να ξεμπερδεύω» είπα μέσα μου ας πω και ᾿να "αντίο" στη θεία τού Μπεμπέρ» Καθόταν εκεί δα στην καρέκλα της, ανάμεσα στις οσμές τού θυρωρείου της, με τη σομπίτσα της να τα ζεσταίνει όλα αυτά, και τη γέρικη φάτσα της έτοιμη να κλάψει, από τότε που πέθανε ο Μπεμπέρ. Δεν είχε πια τη δύναμη να ξαποστάσει για πολύ απ᾿ τη σκιά, τη μικρή θύμηση τού μικρού Μπεμπέρ που αγαπούσε. Το τίποτα βρισκόταν πάντα κοντά της, σχεδόν επάνω της ήδη. Οι μπάλες τού μπιλιάρδου ξεκινάν κι αυτές βίαιες κι αγριωπές και τελικά δεν πάνε ποτέ πουθενά. Ούτε και εμείς, και η γη ολόκληρη μόνο σ᾿ αυτό χρησιμεύει, στο να μας κάνει να ξανασμίγουμε όλοι μαζί. Δεν ήταν πια μακριά για τη θεία του Μπεμπέρ, δε είχε πια σχεδόν καθόλου φόρα. Δεν μπορούμε να ξανασμίξουμε όσο βαδίζουμε στη ζωή. Είναι πολλά τα χρώματα που αποσπούν την προσοχή μας και πολλοί οι άνθρωποι που κινούνται ολόγυρα. Ξανασμίγουμε μονάχα στη σιωπή, όταν είναι πολύ αργά, σαν τους νεκρούς. Έπρεπε κι εγώ να μετακινηθώ πάλι, να πάω αλλού. Όσο κι αν πάσχιζα όσο κι αν ήξερα... Δεν μπορούσα να μείνω ήσυχος ᾿κεί δα μαζί της. Να μαι, που ξαναφεύγω προς την πλατεία Κλισύ, παίρνοντας την ανηφορική λεωφόρο. Πέρα στην άκρη της βρίσκεται τ᾿ άγαλμα τού στρατάρχη Μονσέ. Από το 1816 υπερασπίζεται ο στρατάρχης την πλατεία Κλισύ, ενάντια στις αναμνήσεις και τη λήθη, ενάντια στο τίποτα, μ᾿ ένα χάντρινο στεφάνι, όχι πολύ ακριβό. Με τράβηξε ωστόσο το Ταραπούτ. Είναι ακουμπισμένο στο βουλεβάρτο, σαν μεγάλη νυχτερινή τούρτα. Ξεμυτίζουν απ᾿ τη γύρω νύχτα οι άνθρωποι με μάτια ήδη γουρλωμένα, για να ᾿ρθουν να τα γεμίσουν εικόνες. Δεν έχει τελειωμό η έκσταση. Καταζαλισμένος κι εγώ, φτάνω σ᾿ ένα κοντινό καφενεδάκι. Με το που γυρίζω να κοιτάξω, να σου στο διπλανό τραπέζι ο Παραπίν, ο παλιός μου καθηγητής. Ξαναβρισκόμαστε. Χαιρόμαστε. Επήλθαν μεγάλες αλλαγές στη ζωή του, μού λέει. Ο δόκτωρ Ζωνισέ τού Ινστιτούτου τα ᾿χε βάλλει τόσο πολύ μαζί του, που αναγκάστηκε να φύγει ο Παραπίν, να εγκαταλείψει το εργαστήριό του, χώρια οι μανάδες των μικρών κοριτσιών τού λυκείου, που του τη στήσαν με τη σειρά τους στην πόρτα τού Ινστιτούτου, για να τού σπάσουν τα μούτρα. Φασαρίες. Ανακρίσεις. Αγωνίες. Είχε μόλις μετά βίας βρει ένα μέσο βιοπορισμού. Επρόκειτο για τη δαιμόνια εφαρμογή των πρόσφατων θεωριών τού δόκτορα Μπαρυτόν περί τής καλλιέργειας των μικρών κρετίνων τού ιδρύματος διά τού κινηματογράφου. Ο Παραπίν συνόδευε τούς μικρούς πελάτες στο μοντέρνο Ταραπούτ κι έπειτα τούς ξανάρφενε πίσω, μετά το θέαμα, χορτασμένους, ευτυχείς και ακόμα πιο μοντέρνους. Όλοι τους ευχαριστημένοι, δέκα φορές ξετραλαμένοι με την ίδια ταινία. Δεν είχαν μνήμη. Νιώθαν διαρκώς την ίδια έκπληξη. Κουβέντα στη κουβέντα ακόμα και με τον Ναπολέοντα βρήκαμε να κάνουμε πλάκα. Τον είχε ενθουσιάσει, άλλοτε, με πληροφόρησε, στην Πολωνία, όταν ήταν ακόμα στο λύκειο. Ήταν μοσχαναθρεμμένος ο Παραπίν, όχι σαν και εμένα. Επ᾿ αυτού λοιπόν μού διηγήθηκε ότι κατά την υποχώρηση του απ᾿ τη Ρωσία, οι στρατηγοί τού Ναπολέοντα τραβήξαν το διάολο τους, να τον εμποδίσουν να πάει στη Βαρσοβία, όπου θα του ᾿παιρνε πίπα για μια μεγαλειώδη τελευταία φορά, η Πολωνέζα τής καρδιάς του. Έτσι ήταν ο Ναπολέων, ακόμα και στις μεγαλύτερες αναποδιές και συμφορές. Ίχνος σοβαρότητας κοντολογίς. Ακόμα και αυτός ο αϊτός τής Ιωσηφίνας του! Μουρντάρης με τ᾿ όνομα, βρέξει χιονίσει. Δεν γίνεται αλλιώς άμα σού αρέσει το μπαλαμούτι, και σ᾿ όλους μας αρέσει. Ιδού το δράμα. Μόνο αυτό έχουμε στο νου μας. Στην κούνια, στον καφενέ, στο θρόνο, στο καμπινέ. Παντού! Παντού! Την ψωλή! Ναπολέων Ξεναπολέων! Κερατάς ξεκερατάς! Πρώτα το κοκό! Δεν πα να ψοφήσουν τετρακόσιες χιλιάδες παλαβοί, μπερεζινωμένοι [1] ίσαμε το λοφίο, φτάνει να ρίξει ο Ποπολέων κι άλλο ένα γαμήσι! Το γουρούνι! Εμπρός μαρς! Αυτά έχει η ζωή! Έτσι τελειώνουν όλα! Ο τύραννος σιχάθηκε το έργο που παίζει πολύ πριν από τούς θεατές. Πάει να πηδήσει ο τύραννος, όταν βαρεθεί να εκκρίνει μπαρούφες για το κοινό. Τότε είναι που την πατάει! Η μοίρα τον παρατάει ώσπου να πεις κύμινο. Όχι πως τον μέμφονται οι φανατικοί που τούς σφάζει σωρηδόν! Όχι δα! Αυτό δεν είναι τίποτα! Σιγά μην δεν τον συγχωρήσουν! Μα το να γίνει ξάφνου ανιαρός, αυτό δεν λένε να τού το συγχωρήσουν. Το μαρτύριο εκείνου τού μουρλού ήταν να ᾿ναι αναγκασμένος να παρέχει όρεξη για περιπέτειες στη μισή καθιστή Ευρώπη. Ανέφικτο έργο. Τον ψόφησε. Ενώ τον κινηματογράφο, αυτόν τον καινούργιο μικρό μισθωτό των ονείρων, μπορούμε να τον αγοράσουμε, να τον καπαρώσουμε για μια δυο ώρες σαν πόρνη. Άσε που στις μέρες μας, χώσαν παντού καλλιτέχνες για λόγους προφύλαξης, τόσο πολύ που βαριόμαστε. Διακοσμούν τα πάντα τώρα πια, τις χέστρες, τα σφαγεία κι όλα αυτά για να σε διασκεδάσουν, να σε ψυχαγωγήσουν, να σε κάνουν να ξεφύγεις από το πεπρωμένο σου. Τι τρελοκομείο, η στερημένη ζωή! Μια τάξη είναι η ζωή κι η πλήξη ο παιδονόμος της, που διαρκώς σε κατασκοπεύει· πρέπει πάσῃ θυσίᾳ να μοιάζεις απασχολημένος με κάτι πολύ συναρπαστικό ειδάλλως πλακώνει και σού ροκανίζει το μυαλό. Όταν η μέρα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα εικοσιτετράωρο, δεν υποφέρεται. Μια μακριά, σχεδόν αβάστακτη ηδονή πρέπει να ᾿ναι η μέρα, μια μακριά συνουσία, θες δε θες. Και να που ενώ κουβεντιάζαμε έτσι ωραία και καλά, κάνει διάλειμμα το Ταραπούτ και καταφθάνουν μαζικώς στο καφενείο οι μουσικοί τού κινηματοθέατρου. Πίνουμε λοιπόν ένα ποτηράκι. Τον γνωρίζουν οι μουσικοί τον Παραπίν. Κουβέντα στην κουβέντα μαθαίνω ότι γυρεύουν έναν πασά στο ιντερμέδιο. Βουβός ρόλος. Και καλοπληρωμένος. Και να μην το ξεχνάμε πλαισιωμένος από ένα σμάρι Αγγλίδες χορεύτριες, από χιλιάδες μυς ακριβείς και ευκίνητους. Εντελώς στο στυλ και τις ανάγκες μου. Καθώς ήταν πολύ αργά, και δεν είχαν χρόνο να γυρέψουν άλλο κομπάρσο, του ᾿ρθε κουτί τού θεατρώνη που με βρήκε επιτόπου.
[1] Μπερεζινωμένοι: Σκωπτικός νεολογισμός για την συμφορά τού ποταμού Μπερεζίνα. Συντριβή τής μεγάλης στρατιάς τού Ναπολέοντα, κατά την υποχώρησή της από τη Ρωσία (1812). Η αναφορά στην πανωλεθρία τού Μπερεζίνα — άκρως τραυματικό επεισόδιο τής Γαλλικής ἱστορίας — σηματοδοτεί την ἐξαθλίωση των Γάλλων, τής Γαλλίας, τού ἀνθρώπου γενικότερα, πού συνιστά τη μεγάλη εμμονή τού Σελίν.
30. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΉΣ ΨΥΧΑΓΩΓΊΑΣ, ΌΤΑΝ ΞΆΦΝΟΥ ΤΟ ΤΡΑΓΟΎΔΙ ΓΊΝΕΤΑΙ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΌ ΑΠΌ ΤΗ ΖΩΉ, ΚΑΙ ΣΤΡΈΦΕΙ ΤΗ ΜΟΊΡΑ ΚΑΤΕΥΘΕΊΑΝ ΚΑΤΆ ΔΥΣΤΥΧΊΑ ΜΕΡΙΆ.
ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΟ ΤΡΑΓΟΎΔΙ ΤΉΣ ΠΑΝΩΛΕΘΡΊΑΣ ΤΉΣ ΎΠΑΡΞΗΣ ΚΑΙ ΤΉΣ ΖΩΉΣ ΧΩΡΊΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΟΥΜΕ.
Το ξενοδοχείο που πήγα να μείνω, τραβούσε προπαντός το φοιτηταριό τής επαρχίας. Ανταλλάσσαμε επισκέψεις από δωμάτιο σε δωμάτιο, διαμέσου τού διαδρόμου. Είχαν, απ᾿ τον καιρό που τούς είχα αφήσει, τούς ίδιους σθεναρούς και ταγκισμένους πόθους, ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο ανούσιους από άλλοτε. Οι άνθρωποι είχαν αλλάξει, οι ιδέες όχι. Πηγαίναν ακόμα όπως πάντα, οι μεν και οι δε, να βοσκήσουν λίγη ιατρική, σπαράγματα χημείας, δισκία νομικής κι ολόκληρες ζωολογίες, πάνω κάτω τακτικά, στην άλλη άκρη τής συνοικίας. Ο πόλεμος περνώντας από την κλάση τους, δεν είχε μετακινήσει τίποτα απολύτως εντός τους, κι αν, από συμπάθεια ενδιαφερόσουν για τα όνειρά τους, αυτά σε οδηγούσαν κατευθείαν στα σαράντα τους. Παραχωρούσαν οι εν λόγω στον εαυτό τους διορία είκοσι χρόνων, οικονομίες διακοσίων σαράντα μηνών, για να κατασκευάσουν μια κάποια ευτυχία. Καθώς διαβάζαμε ένα σωρό πορνοφυλλάδες στο ξενοδοχείο μας, ξέραμε κάμποσα κόλπα και διευθύνσεις για παρισινά γαμήσια. Σού απομένει πάντα ένα μικρό απόθεμα περιέργειας για το μουνί. Θαρρείς πως δεν έχει τίποτα πια να σού μάθει, πως δεν έχεις πια λεπτό να χάσεις για χάρη του, όμως ξαναρχίζεις άλλη μια φορά απλώς για να σιγουρευτείς πως είναι αδειανό, κι όλο και κάτι καινούργιο μαθαίνεις όσο να ᾿ναι επί τού θέματος, πράγμα που αρκεί να σε βάλλει στο δρόμο τής αισιοδοξίας. Κοντολογίς όλο αποκαλύψεις είναι το αιδοίο σε κάθε ηλικία. Ένα απόγευμα ξεκινήσαμε, τρεις ένοικοι τού ξενοδοχείου μαζί, εις άγραν φτηνής περιπέτειας. Δεν μάς πήρε και πολύ, χάρη στο τεφτέρι τού Πομόν, τού μαστροπού, που προμήθευε ό,τι τραβάει η καρδιά σου. Δύσκολα γίνονταν διάλογοι μεταξύ τών εν αναμονή πελατών. Ο πόνος εκτίθεται, ενώ η λαγνεία και η ανάγκη αισχύνονται. Είναι αμάρτημα, είτε το θέλουμε είτε όχι, να ᾿σαι γαμιάς και πένης. Και μόνο με την πρωινή αλληλογραφία του πρακτορείου Πομόν, έφτανε τόσος ανικανοποίητος έρωτας, που αρκούσε για να κατασβέσει μια και καλή όλους τούς πολέμους τού κόσμου τούτου. Έλα όμως που αυτοί οι αισθηματικοί κατακλυσμοί δεν ξεπερνούν ποτέ το αιδοίο! Αυτό είναι το κακό. Κάποιο βράδυ στο Ταραπούτ, άλλαξαν το νούμερο μας, δεν ξέρω για πιο λόγο. Ο νέος πρόλογος αναπαριστούσε τις αποβάθρες τού Λονδίνου και οι Αγγλίδες μας έπρεπε να τον τραγουδήσουν, όπως όπως, φάλτσα, τη νύχτα υποτίθεται, στις όχθες τού Τάμεση και εγώ παρίστανα τον πολιτσμάνο. Ξάφνου, το τραγούδι τους έγινε πιο δυνατό απ᾿ τη ζωή, κι έστρεψε τη μοίρα κατευθείαν κατά δυστυχία μεριά. Ενώ λοιπόν εκείνες τραγουδούσαν, εγώ δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο απ᾿ τη μιζέρια τού φτωχού κόσμου και απ᾿ τη δική μου προπαντός· με κάναν να τη ρεύομαι σαν να ᾿ταν τόνος οι ρουφιάνες, με το τραγούδι τους, ως την καρδιά μ᾿ ανέβαινε. Αλλά το χειρότερο απ᾿ όλα, ήταν ένα τραγούδι που πάσχιζε να ᾿ναι χαρούμενο, μα δεν τα κατάφερνε. Χώρια που οι συντρόφισσές μου ξεγοφιάζονταν κιόλας τραγουδώντας, μπας και τούς βγει. Είχαμε φτάσει στο μη παρέκει, αυτό να λέγεται, ήμασταν σάμπως σωριασμένοι στη μιζέρια, στην απόγνωση... Σίγουρα πράγματα! Τριγυρνώντας στην ομίχλη, στο παράπονο! Στάλαζε ο θρήνος απ᾿ τη μιζέρια τους, γερνούσες λεπτό το λεπτό μαζί τους. Δεν μοιάζαν ν᾿ αντιλαμβάνονται, πόση δυστυχία προξενούσε σ᾿ όλους εμάς το τραγούδι τους... Κλαίγαν τη ζωή τους χοροπηδώντας χαμογελώντας ρυθμικά... Η μιζέρια ήταν ολόγυρα μας, παρά την χλιδή τής αίθουσας, πάνω μας, πάνω στο σκηνικό, ξεχείλιζε, πιτσιλούσε τη γη ολόκληρη. Αρτίστες όνομα και πράγμα... Ανάδιναν γκαντεμιά, δίχως να θέλουν να το εμποδίσουν, ή και να καταλάβουν ακόμα. Μόνο τα μάτια τους ήταν λυπημένα. Τα μάτια δεν αρκούν. Τραγουδούσαν την πανωλεθρία τής ύπαρξης και τής ζωής και δεν καταλάβαιναν. Το παίρναν κι αυτό για έρωτα, μόνο για έρωτα, δεν τούς είχαν μάθει τα υπόλοιπα σ᾿ αυτές τις πιτσιρίκες. Ήρθε μια Πολωνέζα ν᾿ αντικαταστήσει στο ρεφρέν μια άλλη που ᾿χε αρρωστήσει. Γίναμε αμέσως επιστήθιοι. Σε δύο ώρες, ήξερα τα πάντα για την ψυχή της· για το κορμί της περίμενα λίγο ακόμα. Η Πολωνέζα είχε τη μανία να σμπαραλιάζει το νευρικό της σύστημα, μ᾿ αδιέξοδους ερωτικούς σεβντάδες. Και φυσικά, βυθίστηκε μ᾿ όλο της τον καημό, στο βρωμοτράγουδο των Αγγλίδων σαν το μαχαίρι στο βούτυρο. Άρχιζε σε τόνο ανάλαφρο το τραγούδι τους, σαν να μην έτρεχε τίποτα, όπως κάθε τι χορευτικό, και σε λίγο έκανε την καρδιά σου να γέρνει απ᾿ τη μελαγχολία, θαρρείς και πήγαινες να χάσεις ακούγοντάς το, κάθε όρεξη να ζήσεις, τόσο είναι αλήθεια πως τίποτα δεν οδηγεί σε τίποτα, ούτε η νιότη ούτε τίποτα και έγερνες τότε αφού είχε τελειώσει το τραγούδι τους κι είχε απομακρυνθεί η μελωδία τους, για να πλαγιάσεις στο δικό σου κρεβάτι, το πιο αληθινό, το κρεβάτι τής τρύπας τού τέλους. Το ξαναπιάνανε όλοι μ᾿ ένα στόμα το ξόδι τής μομφής ενάντια σ᾿ εκείνους που σέρνονται ακόμη ζωντανοί εδώ πέρα, περιμένοντας κατά μήκος τής όχθης, κάθε όχθης τού κόσμου, να διαβεί επιτέλους η ζωή κάνοντας εν τω μεταξύ το ᾿να ή το άλλο, αραδιάζοντας φούμαρα μες σ᾿ αυτή την καταχνιά τής εγκαρτέρησης, που τελειωμό δεν θα ᾿χει. Τάνια την έλεγαν την καινούργια φιλενάδα την Πολωνέζα μου. Η ζωή της ήταν άνω κάτω για την ώρα, αυτό το κατάλαβα, εξαιτίας ενός σαραντάρη τραπεζιτικού υπαλληλάκου, που ᾿χε γνωρίσει στο Βερολίνο. Ήθελε να επιστρέψει στο Βερολίνο της και να τον αγαπάει ντε και καλά. Κυνηγούσε τούς ιμπρεσάριους, όλους αυτούς που τάζουν ρόλους. Ούτε που καλοπρόσεχε τα χουφτώματα τους, τόσο την κυρίευε ολόκληρη ο μακρινός έρωτάς της. Μπούκωνε τη Μοίρα με προκλήσεις, επί εβδομάδες και μήνες, η Πολωνέζα, λες και ήταν κανόνι. Η γρίπη σάρωσε τον καταπληχτικό εραστή της. Πληροφορηθήκαμε το δράμα ένα σαββατόβραδο. Όχι μόνο τραβούσε η ψυχή της το τραγικό, αλλά επί πλέον ήθελε να μού το δείξει, σε πλήρη παροξυσμό. Τι κελεπούρι! Δε χωράει κουβέντα, οι έρωτες που εμποδίζονται απ᾿ τη μιζέρια και τις αποστάσεις, είναι σαν τους έρωτες των ναυτικών επιτυχείς και αναντίρρητοι. Κατ᾿ αρχάς, αν δεν έχεις την ευκαιρία ν᾿ ανταμώνεις συχνά, δεν μπορείς να καυγαδίζεις, κι είναι ήδη μεγάλο κέρδος. Κι αφού η ζωή δεν είναι παρά ένα παραλήρημα φουσκωμένο ψέμματα, όσο πιο μακριά είσαι, με τόσο περισσότερα ψέμματα μπορείς να το μπουκώσεις και τόσο πιο ικανοποιημένος νιώθεις, είναι φυσικό και λογικό. Η αλήθεια δεν τρώγεται. Σήμερα για παράδειγμα, είναι εύκολο να μάς αραδιάζουν διάφορα περί Χριστού. Πήγαινε άραγε προς νερού του μπροστά σ᾿ όλο τον κόσμο, ο Ιησούς; Έχω τη εντύπωση ότι δεν θα διαρκούσε και πολύ το κόλπο του, αν έκανε κακά του δημοσίως. Ελάχιστη παρουσία, αυτό είναι το μυστικό, προπαντός στον έρωτα. Το μόνο που μάς έμενε, ήταν ν᾿ ανταλλάξουμε λέξεις γι᾿ αυτόν το θάνατο. Μάς φτάσαν για να κάνουμε δυο φορές το γύρο τού Χρηματιστηρίου οι λέξεις, και καθώς έπρεπε ν᾿ αποκοιμίσουμε παρ᾿ όλα αυτά τον πόνο, ανηφορίσαμε αργά προς την Μονμάρτρη, ψελλίζοντας καημούς. Η Τάνια μ᾿ άφηνε για παρηγοριά και από ευγνωμοσύνη να τη φιλάω όπου ήθελα. Τής άρεσε και να πίνει. Είχαμε φτάσει στην άκρη τού κόσμου, ήταν όλο και πιο ξεκάθαρο. Δεν μπορούσαμε να πάμε πιο μακριά, γιατί πέρα από ᾿κεί ήταν μόνο οι πεθαμένοι. Ξεκινούσαν από την παράπλευρη πλατεία τού Τύμβου οι πεθαμένοι. Ήμασταν σε καλή θέση για να τούς εντοπίσουμε. Πρέπει όμως να ξέρεις να τούς βρίσκεις εντός σου, δηλαδή και με τα μάτια σχεδόν κλειστά, γιατί οι μεγάλοι φωτεινοί θύσανοι των διαφημίσεων σ᾿ εμποδίζουν πολύ, ακόμα και μέσα από τα σύννεφα να τους διακρίνεις τους πεθαμένους... Τόσους πολλούς, που σ᾿ έκανε πραγματικά να ντρέπεσαι το ότι δεν είχες τον καιρό να τούς κοιτάξεις εκεί πλάι σου, επί χρόνια... Δεν έχεις ποτέ αρκετό καιρό είναι αλήθεια, ούτε καν τον εαυτό σου να σκεφτείς.
31. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΟΎ ΘΑΝΆΤΟΥ ΠΟΥ ΑΡΓΟΠΡΟΧΩΡΆΕΙ ΜΈΡΑ ΤΗ ΜΈΡΑ ΕΝΤΌΣ ΜΑΣ, ΓΛΥΚΆ, ΆΝΑΝΔΡΑ,
ΕΝΌΣΩ ΕΜΕΊΣ ΤΡΈΧΑΜΕ ΣΤΗΝ ΠΌΛΗ, ΚΥΝΗΓΏΝΤΑΣ ΤΗΝ ΗΔΟΝΉ Ή ΤΟ ΨΩΜΊ ΜΑΣ.
Το ξεφάντωμα τής προηγούμενης νύχτας μου ᾿χε αφήσει σάμπως μια παράξενη επίγευση τύψεων. Ερχόταν να με ταλανίσει η θύμηση τού Ροβινσώνα. Είχα ακούσει βέβαια να λένε ότι όλα πήγαιναν μια χαρά εκεί στην Τουλούζη, κι ότι η κυρά-Ανρούιγ ήταν πια, πολύ καλή μαζί του. Μόνο που σ᾿ ορισμένες περιπτώσεις, δεν ακούμε παρά αυτό που θέλουμε ν᾿ ακούσουμε και που μάς βολεύει περισσότερο... Αν θες οπωσδήποτε να μάθεις νέα για κάποιον, καλό είναι να ρωτάς αυτούς που ξέρουν. Στο κάτω κάτω, είπα τότε εγώ, δεν έχω τίποτα να χάσω κάνοντας μια επισκεψούλα στους Ανρούιγ. Ιδού η απερισκεψία μου. Δεν φυλαγόμαστε. Δεν ξέρουμε ότι έχουμε φτάσει, κι όμως βρισκόμαστε ήδη καταμεσής στους άθλιους τόπους τής νύχτας. Αρκεί ένα τίποτα για να γίνει αμέσως το κακό. Δεν θέλει και πολύ· ας μη γύρευα άλλωστε κι εγώ να ξαναδώ ορισμένους ανθρώπους, ιδίως αυτούς. Άντε μετά να ξεμπερδέψεις. Παράκαμψη την παράκαμψη, βρέθηκα δύο βήματα από τη βιλίτσα. Ετοιμαζόμουν μάλιστα να πισωδρομήσω, όταν μισάνοιξε η εξώπορτα, ίσα ίσα για να μού γνέψει η νύφη να μπω. «Γιατρέ!...Ελάτε γρήγορα!» Έτσι μού φώναζε αυταρχικά... Φοβόμουνα μην τραβήξω την προσοχή. Κι έπειτα αυτή βάλθηκε να μού λέει πως ο άντρας της ήταν άρρωστος και πως πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. «Κι ο Ροβινσώνας;» Σπεύδω να ρωτήσω εγώ.. Στην αρχή αποφεύγει την ερώτηση μου. Με τα πολλά παίρνει μπρός. «Είναι καλά κι οι δυο τους... Η κομπίνα τους πάει ρολόι στην Τουλούζη». Αυτό ήταν όλο και μετά έπιασε να μού ξαναμιλάει για τον άρρωστο άντρα της. Θέλει να πάω να τον φροντίσω αμέσως. «Που ᾿μαι τόσο αφοσιωμένος... Που μόνο σε μένα έχει εμπιστοσύνη... Που δε θέλησε να δει άλλο γιατρό...» Μαλαγανιές δηλαδή. Είχα κάθε λόγο να φοβάμαι πως αυτή η αρρώστια τού συζύγου, είχε πάλι ύποπτα αίτια. Έπαθα και έμαθα καλά την κυρία, και τις συνήθειες τού σπιτιού. Παρ᾿ όλα αυτά μια διαβολεμένη περιέργεια μ᾿ έκανε ν᾿ ανέβω στην κάμαρη. Ο Ανρούιγ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι που είχα κουράρει τον Ροβινσώνα μετά τ᾿ ατύχημά του, λίγους μήνες πρωτύτερα. Μια κάμαρη αλλάζει σε μερικούς μήνες, ακόμα και αν δεν μετακινήσεις τίποτε. Όσο παλιά, όσο ξεπεσμένα κι αν είναι τα πράγματα, βρίσκουν ακόμη, ποιος ξέρει που τη δύναμη να γεράσουν. Όλα είχαν ήδη αλλάξει γύρω μας. Όχι η θέση των αντικειμένων, βέβαια, μα τα ίδια τα πράγματα, σε βάθος. Έχουν θαρρείς, περισσότερη δύναμη να εισχωρήσουν μέσα μας, πιο θλιβερά, πιο βαθειά ακόμα, να αναμειχθούν μ᾿ αυτό το είδος τού θανάτου που αργοπροχωράει μέρα τη μέρα εντός μας, γλυκά, άνανδρα, εναντίον τού οποίου μαθαίνουμε ν᾿ αμυνόμαστε κάθε μέρα λίγο λιγότερο απ᾿ την προηγουμένη. Ο φόβος τού τέλους τα σημάδεψε όλα αυτά με τις ρυτίδες του, ενόσω εμείς τρέχαμε στην πόλη, κυνηγώντας την ηδονή ή το ψωμί μας. Σύντομα, δεν θα υπάρχουν πια παρά μόνο πράγματα και άνθρωποι αβλαβείς, αξιολύπητοι κι αφοπλισμένοι γύρω απ᾿ το παρελθόν μας, τίποτε άλλο από σφάλματα που ᾿χουν βουβαθεί. Η σύζυγος μάς άφησε μόνους με τον άντρα της. Δεν ήταν και σπουδαία ο άντρας της. Στην καρδιά του ήταν το πρόβλημα. Έτρεχε η καρδιά του, αυτό να λέγεται, πίσω από τα πλευρά του, έτρεχε με τραντάγματα πίσω απ᾿ τη ζωή, μα όσο κι αν αναπηδούσε, δεν θα την έφτανε τη ζωή. Τέρμα τα δίφραγκα. Όταν η φύση αρχίζει να σε γράφει, θαρρείς πως δεν υπάρχουν πια όρια. Θα ᾿θελε ν᾿ αφεθεί, μα έπρεπε να ζήσει παρ᾿ όλα αυτά ως το τέλος. Δεν πήγα στη κηδεία του. Ούτε έγινε αυτοψία όπως το ᾿χα ψιλοφοβηθεί.
32. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΔΙΚΗΣ ΣΟΥ ΝΎΧΤΑΣ ΑΦΟΎ ΔΕΝ ΠΉΡΕΣ ΤΗ ΣΩΣΤΉ ΑΠΆΝΤΗΣΗ Ή ΔΕΝ ΈΚΑΝΕΣ ΤΗ ΣΩΣΤΉ ΕΡΏΤΗΣΗ Σ᾿ ΑΥΤΟΎΣ ΠΟΥ ΈΧΟΥΝ ΦΎΓΕΙ.
ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗ ΖΩΉ ΣΤΉΝΟΝΤΑΣ ΠΑΝΤΟΎ ΕΞΑΜΒΛΏΜΑΤΑ ΕΥΤΥΧΊΑΣ ΝΑ ΒΡΩΜΟΚΟΠΆΝΕ ΣΤΙΣ ΓΩΝΙΈΣ ΤΉΣ ΓΗΣ.
Οι νέοι βιάζονται πάντα τόσο να κάνουν έρωτα. Σπεύδουν τόσο να χάψουν ό,τι μπούρδα τούς πουλάνε για ψυχαγωγία, που δε κάνουν και πολύ τούς δύσκολους με τις συγκινήσεις. Αρκεί να τούς σερβίρουν κάνα δυο στιχάκια από ᾿κείνα που διανθίζουν το ψηστήρι για το γαμήσι, και να τους, πανευτυχείς. Τη βρίσκουν μ᾿ ένα τίποτα οι νέοι, άσε που χύνουν κατά βούληση, η αλήθεια να λέγεται! Έτσι λοιπόν άπαξ κι έρθει ο χειμώνας, μάς είναι δύσκολο να το παραδεχτούμε, να πούμε ότι πάει τέλειωσε. Θα θέλαμε να μείνουμε, παρ᾿ όλα αυτά, στο κρύο, στα γεράματα, ακόμα ελπίζουμε. Κατανοητό. Δεν φταίει κανείς γι᾿ αυτό. Να χύσουμε, να ευτυχήσουμε, πάνω απ᾿ όλα. Είναι κι η δική μου άποψη. Θα ᾿ταν καλό να ξέρουμε γιατί άραγε επιμένουμε να μη γιατρευόμαστε από τη μοναξιά. Κάποιος άλλος τύπος που συνάντησα στην διάρκεια τού πολέμου στο νοσοκομείο, ένας δεκανέας, μού ᾿χε μιλήσει λιγάκι γι᾿ αυτά τα συναισθήματα. Κρίμα που δεν το ξανάδα αυτό το παλληκάρι! «Η γη πεθαίνει» μού εξηγούσε... «Δεν είμαστε τού λόγου μας τίποτ᾿ άλλο από σκουλήκια πάνω στο βρωμοκουφάρι της και ρουφάμε τα φαρμάκια της... Δε γίνεται τίποτα μ᾿ εμάς. Είμαστε σάπιοι από τα γεννοφάσκια μας... Κι αυτό είναι όλο!» Όπως και να ᾿χει, τον πήραν ένα βράδυ άρον άρον προς τη μεριά των οχυρών, εκείνον τον στοχαστή, απόδειξη πως δεν ήταν κακός στο ρόλο τού ντουφεκισμένου. Το θυμάμαι καλά. Αναρχικό τον βγάλαν στο στρατοδικείο. Ύστερα από χρόνια, όταν τα ξανασκέφτεσαι, σου ᾿ρχεται να ξαναβρείς τα λόγια που είπαν κάποιοι άνθρωποι, όπως και τούς ίδιους τούς ανθρώπους, για να τούς ρωτήσεις τι θέλαν να σου πουν... Μα αυτοί έχουν φύγει!... Δεν είχες αρκετή μόρφωση για να τούς καταλάβεις... Θα ᾿θελες να ᾿ξερες ας πούμε αν άλλαξαν γνώμη από τότε... Μα είναι πολύ αργά... Πάει!... Πρέπει λοιπόν να συνεχίσεις το δρόμο σου ολομόναχος, μεσ᾿ στη νύχτα. Δεν τούς έθεσες τη σωστή ερώτηση, όσο ήταν καιρός. Όταν ήσουν κοντά τους, δεν ήξερες. Χαμένο κορμί. Μα δεν μπαίνει με μεταμέλειες η κατσαρόλα στη φωτιά. Τέλος πάντων ευτυχώς που μια ωραία πρωία, ήρθε να με βρει ο αββάς Προστίτ για να μοιραστούμε τη μίζα για την υπόθεση τής κρύπτης τής κυρίας Ανρούιγ. Μου ᾿ρθε ουρανοκατέβατος... Χίλια πεντακόσια φράγκα αναλογούσαν στον καθένα μας. Χίλια πεντακόσια φράγκα! Μ᾿ έκαναν συγκαταβατικό και σαν να λέμε αισιόδοξο. Κι έπειτα βαλθήκαμε να κουβεντιάζουμε για ηλικίες. Είχαμε κι αυτός και εγώ, καβατζάρει εδώ και καιρό τα τριάντα. Απομακρύνονταν στο παρελθόν τα τριάντα μας, σ᾿ όχθες κακοτράχαλες και ελάχιστα νοσταλγημένες. Δεν είχαμε χάσει και πολλά γερνώντας. «Πρέπει να ᾿σαι πολύ ξεφτίλας τελικά» συμπέρανα, «για να νοσταλγήσεις μια χρονιά αντί μιάς άλλης!... Εμείς μπορούμε να γεράσουμε πρόθυμα παπά μου, πολύ πρόθυμα μάλιστα! Είχε άραγε τόση πλάκα το χθες; Να νοσταλγήσουμε τι;... Σάς ρωτώ! Τα νιάτα;... Δε ζήσαμε νιάτα εμείς!... Είναι αλήθεια πως όσο προχωράνε οι φτωχοί ξανανιώνουν, εντός τους κυρίως, αν βέβαια προσπαθήσουν ν᾿ αποτινάξουν καθ᾿ οδόν όλο το ψέμα και το φόβο και την άθλια υπακοή που τούς δόθηκαν από γεννησιμιού τους· γίνονται τελικά λιγότερο σιχαμεροί απ᾿ όσο στην αρχή. Ό,τι άλλο υπάρχει στη γη δεν είναι για ᾿κείνους. Δε τούς αφορά! Το καθήκον αυτονών, είναι ν᾿ αποβάλλουν τη υπακοή τους, να την ξεράσουν. Αν το καταφέρουν πριν ψοφήσουν εντελώς, τότε θα μπορούν να περηφανευτούν ότι δε ζήσανε τζάμπα.» Τον πείραζε τον Προστίτ που τού μιλούσα έτσι... Για να μην τον φουρκίσω περισσότερο ήθελα να αλλάξω κουβέντα... Ιδίως που ᾿ταν εξυπηρετικός απέναντι μου και μάλιστα θεόσταλτος... Μα είναι δύσκολο να μην επανέρχεσαι σ᾿ ένα θέμα που σ᾿ απασχολεί, όσο μ᾿ απασχολούσε αυτό εμένα. Με το που ζεις μόνος, το θέμα τής ζωής σου ολόκληρης σε συνθλίβει. Σ᾿ αποβλακώνει. Για να το ξεφορτωθείς, προσπαθείς να το πετάξεις στα μούτρα όλων όσων έρχονται να σε δουν, κι αυτό τούς ενοχλεί. Σε προπονεί για το θάνατο η μοναξιά. «Είμαστε αναγκασμένοι να πεθάνουμε χειρότερα κι από σκυλιά», τού λέω ακόμα, «χίλια λεπτά θα μάς πάρει να ψοφήσουμε και το κάθε λεπτό θα ᾿ναι ρελιασμένο μα τόση αγωνία, που θα μάς κάνει να ξεχάσουμε χίλιες φορές όλη την ηδονή που νιώσαμε κάνοντας έρωτα τα χίλια προηγούμενα χρόνια... Η επί γης ευδοκία θα ᾿ταν να πεθάνεις από ηδονή, μες την ηδονή... Τα υπόλοιπα δεν είναι τίποτε απολύτως, είναι φόβος που δεν τολμάμε να ομολογήσουμε...» Ο Προστίτ ακούγοντάς με να παραληρώ έτσι, έκανε τη σκέψη, ότι είχα σίγουρα αρρωστήσει πάλι. Ίσως να ᾿χε εκείνος δίκιο και εγώ άδικο για όλα. Μες την απομόνωσή μου, αναζητώντας κάποια τιμωρία για τον συμπαντικό εγωισμό, μαλάκιζα αβέρτα τη φαντασία μου είναι αλήθεια, κι αναζητούσα ίσαμε το έσχατο μηδέν, την τιμωρία! Παραδέχομαι, ότι δε είχα απόλυτα δίκιο να τον κουρδίζω τον Προστίτ με τις φιλοσοφίες μου, αντίθετες προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Κατά την άποψή του, όλοι οι άνθρωποι βρισκόμασταν επί της γης σ᾿ ένα είδος αίθουσας αναμονής τής αιωνιότητας, ο καθείς με το νούμερό του. Πρώτο και καλύτερο βέβαια το δικό του νούμερο και μάλιστα για τον Παράδεισο. Για τα υπόλοιπα σκασίλα του. Στην κοσμάρα του! Πλην όμως, όταν προσφέρθηκε, το ίδιο εκείνο βράδυ, να μού προκαταβάλλει το ποσό που χρειαζόμουνα για το ταξίδι στη Τουλούζη, έπαψα να τον πειράζω. Δυο τρεις βδομάδες καλοπέρασης αν μη τι άλλο, έλεγα μέσα μου. Έχει, ένα σωρό κόλπα ο διάολος στο μανίκι του για να μάς βάλλει σε πειρασμό! Δεν θα πάψουμε ποτέ να ανακαλύπτουμε. Αν ζούσαμε πολύ καιρό, δεν θα ξέραμε πια που να πάμε, για να ξεκινήσουμε πάλι μια κάποια ευτυχία. Θα στήνουμε παντού εξαμβλώματα ευτυχίας να βρωμοκοπάνε στις γωνιές τής γης. Αηδιαστικές απόπειρες ευτυχίας, που μάς αρρωσταίνουν έτσι αποτυχημένες που είναι, πολύ προτού μάς πεθάνουν για τα καλά. Θα μαραζώναμε όλο και πιο πολύ αν δεν τις ξεχνούσαμε. Χώρια τούς κόπους που καταβάλλαμε για να φτάσουμε όπου φτάσαμε, για να κάνουμε θελκτικές τις ελπίδες μας, τις έκφυλες ευτυχίες μας, τα πάθη και τις ψευτιές μας... Με τη σέσουλα! Και σκέρτσα μαζί και αιωνιότητες όσες θες... Κι όλα όσα βάζουμε να μάς ορκιστούν και που τα ορκιζόμαστε και εμείς, κι αρώματα και χάδια και νάζια, απ᾿ όλα τέλος πάντων, ώσπου να τα κρύψουμε στο τέλος όσο μπορούμε όλα αυτά, να μην μιλάμε πια για δαύτα, από ντροπή και φόβο μη μάς αναγουλιάσουν σαν εμετός. Δεν είναι λοιπόν το πείσμα που μάς λείπει, όχι, αυτό που μάς λείπει είναι μάλλον να βρεθούμε στον αληθινό δρόμο που οδηγεί στο θάνατο. Κοντολογίς το ταξίδι μου στην Τουλούζη ήταν μια ακόμα βλακεία. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, ξέρω ότι το φοβόμουνα εξ αρχής. Βυθίζεσαι, τρομάζεις στην αρχή μες στη νύχτα, μα θες παρ᾿ όλα αυτά να καταλάβεις ταυτόχρονα. Κι είναι πολύ σύντομη η ζωή. Έχεις ενδοιασμούς διστάζεις να τα κρίνεις όλα μονομιάς και προπαντός φοβάσαι μην τυχόν αναγκαστείς να πεθάνεις ενόσω διστάζεις, γιατί τότε θα έχεις έρθει τζάμπα στη ζωή. Πρέπει να βιαστείς, δεν πρέπει να χάσεις το τραίνο τού θανάτου σου. Την αρρώστια, τη μιζέρια που σκορπάει τις ώρες, τα χρόνια σου, την αϋπνία που σε βάφει γκρίζο, επί μέρες, βδομάδες ολόκληρες, και τον καρκίνο, που ίσως σού ανεβαίνει ήδη, μεθοδικός και αιμοστάλακτος από τον πρωκτό. Φτάνοντας στην Τουλούζη, στάθηκα κάπως διστακτικός μπροστά στο σταθμό. Είναι ωραίες οι άγνωστες πόλεις! Είναι ο τόπος και η στιγμή να υποθέσεις, πως οι άνθρωποι που συναντάς, είναι όλοι τους καλοί. Είναι η στιγμή τού ονείρου.Μιας κι είναι όνειρο, μπορείς να επωφεληθείς για να χασομερήσεις λίγο στον δημόσιο κήπο. Προτίμησα ένα ζαχαροπλαστείο. Οι κοπέλες τού καταστήματος κουβέντιαζαν τα χτυποκάρδια τους... Άκρη δε βγάζαν οι πωλήτριες. Ουδέν πόρισμα. Η πνευματική τους ανημπόρια τις εγκλώβιζε σ᾿ ένα συγκεχυμένο μίσος. Σκάζαν, πλαντάζαν από παραλογισμό, ματαιοδοξία και άγνοια, ψιθυρίζοντας συνάμα μύριες βρισιές η μια στην άλλη. Κατέληξα να καθίσω για να με ζαλίσουν ακόμα περισσότερο, με τον αδιάκοπο θόρυβο των λέξεων, των εμβρυικών στοχασμών, σαν σε μια παραλία που τα μικρά κύματα των αδιάκοπων παθών, δεν καταφέρνουν ποτέ να οργανωθούν... Ακούς, περιμένεις, ελπίζεις, εδώ, εκεί, στο τραίνο, στο καφενείο, στο δρόμο, στο σαλόνι, ακούς, περιμένεις να οργανωθεί η κακία, σαν στον πόλεμο, μα μόνο μπούγιο γίνεται και κανείς δεν καταφέρνει τίποτα, ούτε τα καημένα τα κορίτσια ούτε οι άλλοι. Δεν έρχεται κανείς να σε βοηθήσει. Μια πελώρια φλυαρία απλώνεται γκρίζα και μονότονη πάνω από τη ζωή, σαν ένας πολύ αποθαρρυντικός αντικατοπτρισμός. Εμπρός, είπα μέσα μου για αναζήτηση τού Ροβινσώνα. Φτάσαμε, με την άμαξα μας μπροστά στην εκκλησία τής Αγίας Επωνύμης, ενώ σήμαινε μεσημέρι. Η κρύπτη ήταν λίγο πιο μακριά. Σ᾿ αυτήν την κρύπτη εισχωρούσες απ᾿ ένα είδος περίφρακτης τρύπας. Ξεδιάκρινα από μακριά αυτήν που φύλαγε την κρύπτη μια κοπελίτσα. Με το καλημέρα σας, τής ζήτησα τα νέα τού φίλου μου τού Ροβινσώνα. Μ᾿ απάντησε μ᾿ ένα πολύ ευγενικό χαμόγελο και μου ᾿πε τα νέα του, πολύ καλά νέα. Πρέπει να ᾿ταν γύρω στα είκοσι η φιλενάδα τού Ροβινσώνα, με γάμπες στέρεες, με ᾿να μπούστο απόλυτα χαριτωμένο, που κατέληγε σ᾿ ένα μικρό κοντυλένιο κεφαλάκι. Προπορεύτηκε προς τη κρύπτη, πόδια καλλίγραμμα, κλειδώσεις μεγάλης φιλήδονης, που θα πρέπει να λυγούσε με σαφήνεια τη μέση της, την κατάλληλη στιγμή. Καμώθηκα πως σκόνταψα μεταξύ δυό σκαλοπατιών για να στηριχτώ στο μπράτσο της, και φτάνοντας κάτω στο πατημένο χώμα τη φίλησα λιγάκι στο λαιμό. Τσίνησε στην αρχή, μα όχι πολύ. Ύστερα από μια σύντομη στιγμή στοργής, τυλίχτηκα γύρω από τη λεκάνη της σαν ερωτιάρα κάμπια. Βιτσιόζοι σαλιώναμε και ξανασαλιώναμε τα χείλη μας υπέρ τού διαλόγου των ψυχών. Ήμασταν φίλοι. Πρώτα το γαμήσι! Είχαμε μόλις εξοικονομήσει δέκα χρόνια. Το σχέδιο τού γάμου της με βόλευε τελικά. Θα ήξερε αυτή σίγουρα τι έκανε που παντρευόταν τον Ροβινσώνα... Εκείνος κοντολογίς, παρά τη βελτίωση του, θα ᾿ταν πάντα ανάπηρος... Άσε που η Μανταλένα νόμιζε πως μόνο τα μάτια του ήταν πειραγμένα... Μα είχε πρόβλημα και με τα νεύρα του και με το ηθικό του, άρα και με τα ρέστα! Η Μανταλένα με το φαναράκι της κι εγώ βγάλαμε τα λείψανα απ᾿ τη σκιά, απ᾿ τον τοίχο, ένα προς ένα. Το ᾿να μετά τ᾿ άλλο, εκείνα τα τρόπος τού λέγειν κεφάλια, μπήκαν βουβά στον σκληρό κύκλο τής λάμπας. Κέρδιζε κάμποσο χρήμα η κυρά Ανρούιγ από αυτά τα ξεφτίδια των αιώνων.
33. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΟΎ ΤΈΛΟΥΣ, ΠΟΥ ΤΟ ΜΌΝΟ ΠΟΥ ΚΡΑΤΆΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΆ ΣΟΥ ΕΊΝΑΙ ΟΙ ΑΝΑΜΝΉΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΏΝ ΠΟΥ ΑΛΗΘΙΝΆ ΑΓΑΠΟΎΣΑΝ ΛΙΓΆΚΙ ΤΟΎΣ ΆΝΔΡΕΣ, ΌΧΙ ΈΝΑΝ ΜΟΝΑΧΆ, ΈΣΤΩ ΚΙ ΑΝ ΑΥΤΌΣ ΕΊΣΑΙ ΕΣΎ, ΜΑ ΌΛΟΥΣ.
Εξαιτίας εκείνης τής τόσο στενής και μπαμπέσας σκαλίτσας, ο Ροβινσώνας δεν κατέβαινε συχνά στην κρύπτη με τις μούμιες. Για να πούμε την αλήθεια, έμενε τις περισσότερες φορές μπροστά στην πόρτα να παραμυθιάζει λίγο τούς τουρίστες. Εν τῳ μεταξύ, η κυρία Ανρούιγ τα ᾿φερνε βόλτα μια χαρά στα κατάβαθα. Στην πραγματικότητα, έβγαζε δουλειά για δύο, με τις μούμιες. Διάνθιζε την ξενάγηση των τουριστών, μ᾿ ένα λογύδριο για τους περγαμηνένιους πεθαμένους της. «Δεν είναι διόλου σιχαμεροί, κυρίες και κύριοι... Η σάρκα βέβαια έχει λιώσει... Μόνο το δέρμα τους έχει απομείνει, μαυριδερό όμως... Είναι γυμνοί μα όχι άσεμνοι...» Ο Ροβινσώνας δυσανασχετούσε συνεχώς, γιατί κατά την άποψη του η κυρά- Ανρούιγ δεν του ᾿δινε αρκετά ποσοστά. «Με πιάσανε στη φάκα» συμπέραινε «σαν ποντίκι... Δεν έχω φάρδος! Κι όμως είναι ωραίο το κόλπο της γριάς!... Και βγάζει παρά με την ουρά, η καριόλα, σ᾿ το λέω και σ᾿ το υπογράφω.» «Εντέλει, την έβγαλες μάλλον καθαρή μ᾿ αυτή τη βρωμοδουλιά», τού αντιγύριζα για να τον καλμάρω... «Μην έχεις παράπονο! Πήγαινες ντογρού για την Καγέν, αν δεν σ᾿ αλλάζανε τροχιά... Άσε που βρήκες και την πιτσιρίκα τη Μανταλένα, που ᾿ναι καλή και σε θέλει... Άρρωστο ξεάρρωστο!... Τι παραπονιέσαι λοιπόν; Τώρα μάλιστα που τα μάτια σου πάνε καλύτερα;...» Εν τω μεταξύ έμοιαζε να ξαναθυμάται τα χρώματα των αλλοτινών καιρών και μεταξύ άλλων, τις ιστορίες τής Λυμαινικής Εταιρίας. Απ᾿ το παρελθόν, εγώ τη Μόλλυ θυμόμουνα προπαντός, κι όταν συλλογιόμουν κάτι γλυκό, αυτήν συλλογιόμουν. Τελικά, όταν σ᾿ αφήνει λίγο ο εγωισμός, όταν έχει έρθει ο καιρός τού τέλους, το μόνο που κρατάς στην καρδιά είναι οι αναμνήσεις των γυναικών που αληθινά αγαπούσαν λιγάκι τους άνδρες, όχι έναν μονάχα, έστω κι αν αυτός είσαι εσύ, μα όλους. Όταν διασχίζαμε αντάμα πολυσύχναστους δρόμους, οι άνθρωποι στρέφονταν για να συμπονέσουν τον τυφλό. Κι αν νιώθουν οίκτο οι άνθρωποι για τούς τυφλούς και τούς ανάπηρους, κι αν έχουν απόθεμα αγάπης. Μόνο που ᾿ναι κρίμα να παραμένουν τέτοια γομάρια, με τόσο απόθεμα αγάπης οι άνθρωποι. Δεν τούς βγαίνει αυτό είναι. Εντός τους είναι και εντός τους μένει, δεν τούς χρησιμεύει σε τίποτα. Ψοφάν εντός τους, από αγάπη. Προτού φύγω, θέλησα να δώσω στη Μανταλένα κάποια ακόμα μαθήματα και μερικές μικρές συμβουλές. Είναι σίγουρα καλύτερα να δίνεις χρήμα, άμα μπορείς και θέλεις να κάνεις τον καλό. Μα δεν βλάπτει να ᾿ναι κανείς ψιλιασμένος και να ξέρει τι τον περιμένει γαμώντας δεξιά και αριστερά. Αφού με άκουσε καλά, άρχισε να διαμαρτύρεται για τούς τύπους. «Ότι αυτή ήταν σοβαρή... Ότι ήταν ντροπή μου... Ότι δεν ήταν επειδή μαζί μου...! Ότι οι άντρες ήταν όλοι απαίσιοι...» Όσο κι αν έτσι είναι η φύση, η Μανταλένα με έβρισκε εξ ίσου αηδιαστικό με τη φύση, κι αυτό την πρόσβαλλε. Είναι ν᾿ απορείς για το πόσο δυσκολευόμαστε να φανταστούμε τι μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο λίγο ή πολύ ευχάριστο στους άλλους... Είμαστε αξιοθρήνητοι, απ᾿ τις πρώτες κιόλας λέξεις... Πελαγώνουμε.
34. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΑΛΉΘΕΙΑΣ ΜΑΣ, ΠΟΥ ΜΆΣ ΤΡΟΜΆΖΕΙ. ΤΙΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΈΣ ΤΑΠΕΙΝΏΣΕΙΣ
ΤΙΣ ΞΕΠΕΡΝΆΜΕ ΜΕ ΤΙΣ ΨΕΥΤΙΈΣ, ΤΙΣ ΠΕΝΤΑΡΟΔΕΚΆΡΕΣ ΤΟΎ ΦΤΩΧΟΎ.
Τη στιγμή που πήγαινα να βγάλω το εισιτήριό μου, μού ξαναζήτησαν να μείνω για μια ακόμα βδομάδα, έτσι συμφωνήσαμε. Και να που ξεκινάμε ένα ωραίο κυριακάτικο πρωί για την εξοχή. Να ᾿μαστε στο δρόμο, ο Ροβινσώνας κι εγώ αγκαζέ, κι η Μανταλένα λίγα βήματα μπροστά. Σε μια καμπή τού ποταμού ακούσαμε ακορντεόν. Ερχόταν από ᾿να ποταμόπλοιο ο ήχος, ένα ωραίο ποταμόπλοιο αραγμένο σε κείνο το σημείο. Η μουσική τράβηξε το Ροβινσώνα. Ήταν απόλυτα κατανοητό στην περίπτωσή του, κι έπειτα είχε ανέκαθεν αδυναμία στη μουσική. Το ᾿βλεπες ότι δεν ήταν ένα συνηθισμένο ποταμόπλοιο. Παστρικό και σενιαρισμένο, τίγκα στο λουλούδι και μ᾿ ένα τσίλικο σπιτάκι για τον σκύλο. Τού περιγράψαμε το ποταμόπλοιο τού Ροβινσώνα. Όλα ήθελε να τα ξέρει. Βαλθήκαμε τότε να λογαριάζουμε κι οι τρεις πόσο πρέπει να κόστιζε ένα τέτοιο ποταμόπλοιο, και δεν βγάζαμε άκρη με τούς υπολογισμούς μας... Ο Ροβινσώνας επέμενε να μετράει παράδες με τη σέσουλα. «Κουράζεσαι Λεόν», προσπαθούσε να τον καλμάρει η Μανταλένα, «ξάπλωσε καλύτερα στο χορτάρι που ᾿ναι παχύ και ξαπόστασε λιγάκι... Τι εκατό τι πεντακόσια, έτσι κι αλλιώς μήτε δικό σου είναι, μήτε δικό μου, σωστά δε λέω; Δεν αξίζει λοιπόν να ταράζεσαι». Κάποια στιγμή το σπάνιελ τού σκυλόσπιτου τινάχτηκε έξω και ήρθε να γαβγίζει προς το μέρος μας. Μας ξύπνησε απότομα και τού τα ψάλλαμε τού σπάνιελ! Τρομάρα ο Ροβινσώνας. Ένας τύπος που τον κόψαμε για ιδιοκτήτη βγήκε τότε στο κατάστρωμα. Δεν ήθελε να τον βρίζουμε το σκύλο του και τα ᾿παμε ένα χεράκι! Μα όταν κατάλαβε ότι ο Ροβινσώνας ήταν σαν να λέμε τυφλός, ηρέμησε ξάφνου και για να επανορθώσει, μάς προσκάλεσε για καφέ στο σπίτι του, στο ποταμόπλοιό του. Δεν ήθελε πια να μένουμε εκεί στον ήλιο να ψηνόμαστε, και μπλα μπλα μπλα... και πέφταμε πάνω στην ώρα, γιατί ήταν δεκατρείς στο τραπέζι... Ήταν νέος άντρας τ᾿ αφεντικό, εκκεντρικός. Στο σπίτι του, φανήκαν αρκετά ευχαριστημένοι που μάς υποδέχονταν. Πρώτη η γυναίκα του, ένα μανούλι, που ᾿παιζε ακορντεόν σαν άγγελος. Καλοσύνη τους, όσο να ᾿ναι, που μάς καλέσαν για καφέ! Θα μπορούσαμε να ᾿μασταν άιντε άιντε! Κοντολογίς, ήταν ένδειξη εμπιστοσύνης από μέρους τους... Έχουν ένα κάποιο τρόπο να μιλάν οι αριστοκράτες, που σε κάνει να νιώθεις άσχημα, προπαντός οι γυναίκες τους, κι όμως τα λόγια τους δεν είναι παρά ασουλούπωτες και επιτηδευμένες φράσεις, καλοστιλβωμένες όμως, σαν παλιά έπιπλα. Σε φοβίζουν οι φράσεις τους, έστω και ανώδυνες. Φοβάσαι μην γλιστρήσεις πάνω τους και μόνο απαντώντας τους. Ακόμα κι όταν παίρνουν τόνο μάγκικο για να τραγουδήσουν τα τραγούδια των φτωχών, έτσι, για να κάνουν κέφι, την κρατάν αυτή την αριστοκρατική προφορά, που σε κάνει να δυσπιστείς και ν᾿ αηδιάζεις, μια προφορά που ᾿χει πάντα το μαστίγιο μέσα της, σαν αυτό που πάντα χρειάζεσαι, όταν μιλάς στους υπηρέτες. Σ᾿ ερεθίζει αυτή η προφορά, μα σ᾿ ωθεί συνάμα να κουτουπώσεις τις γυναίκες τους, μόνο και μόνο για να δεις την αξιοπρέπεια τους καταπώς λένε, να διαλύεται... Ήταν ζωγράφος το αφεντικό, ωραίο καυλί, ωραίο μαλλί, ωραίος παράς, ό,τι πρέπει για να ᾿ναι κανείς ευτυχής· και επιπλέον, ακορντεόν, φίλοι, καραβίσιοι ρεμβασμοί πάνω στα λιγοστά νερά που γυρνάν γύρω γύρω, κι η ευτυχία τού να μην πηγαίνεις ποτέ πουθενά. Ο Ροβινσώνας κατάφερε να πιάσει κουβέντα μ᾿ ένα γηραιό κύριο που ᾿μοιαζε να γνωρίζει τα πάντα για την καλλιέργεια τού κακάου. Ένας άποικος, δύο άποικοι. «Όταν ήμουν στην Αφρική» άκουσα να διατείνεται ο Ροβινσώνας, «τον καιρό που ήμουν αγρονόμος στη Λυμαινική Εταιρεία, επιστράτευα τον πληθυσμό ολόκληρου χωριού για την συγκομιδή... κ.λ.π....» Δεν μπορούσε να με δει, αράδιαζε λοιπόν μπαρούφες. Με το καντάρι... Πλαστές αναμνήσεις...Ψευτιές! Ο,τι τού κατέβαινε για να σταθεί στο ύψος τού πεπειραμένου κυρίου. Σε μεθάν εύκολα τ᾿ αγαθά τού τραπεζιού και τής άνεσης, άμα δεν τα ᾿χεις συνηθίσει. Δεν θέλει και πολύ να σ᾿ εγκαταλείψει η αλήθεια. Λίγο ακόμη και σ᾿ απελευθερώνει. Δεν σκοτιζόμαστε για την αλήθεια μας. Με τέτοια αφθονία απολαύσεων, σού κολλάει εύκολα το παραλήρημα τής μεγαλομανίας. Άρχισα κι εγώ με τη σειρά μου, τις αρλούμπες. Τις καθημερινές ταπεινώσεις τις ξεπερνάς, πασχίζοντας, όπως ο Ροβινσώνας να ευθυγραμμιστείς με τούς πλούσιους, χάρη στις ψευτιές, τις πενταροδεκάρες τού φτωχού. Όλοι ντρεπόμαστε για το κακοχυμένο κρέας μας, για το λειψό μας σκέλεθρο. Δεν αποφάσιζα να τούς δείξω την αλήθεια μου· ήταν ανάξια τους, όσο και ο πισινός μου. Έπρεπε πάσῃ θυσίᾳ να κάνω καλή εντύπωση. Κατακλύστηκα με τη σειρά μου από έπαρση!... Η μεγάλη πελατεία μου!... Ο φίλος μου ο Ροβινσώνας ... ο αγρονόμος, που μού πρόσφερε φιλοξενία στο σαλεδάκι του, στην Τουλούζη... Οι κουβέντες ξέφτισαν σταδιακά, αποκαμωμένες από τη φλύαρη προσπάθεια τους, να πάνε πέρα από τις λέξεις. Μέναμε γατζωμένοι στις φράσεις και στα μαξιλάρια, αποβλακωμένοι από την κοινή προσπάθεια να κάνουμε ευτυχισμένους οι μεν τους δε, να κάνουμε τα αδύνατα δυνατά, για να παγιδεύσουμε όλη την ηδονή τού κόσμου στο παρόν. Και προπαντός να μην ξαναγυρίσουμε ποτέ στους άθλιους καιρούς, τούς δίχως θαύματα καιρούς, τούς προτού γνωριστούμε και υπέροχα βρεθούμε!... Επωφεληθήκαμε απ᾿ τη νάρκη που βασίλευε για να ξεπορτίσουμε. Επιστρέψαμε όλοι στην Τουλούζη το ίδιο βράδυ. Το δυστύχημα έγινε δύο μέρες αργότερα. Έπρεπε να φύγω, όσο να ᾿ναι και πάνω ακριβώς που τέλειωνα τη βαλίτσα μου για να πάω στο σταθμό, ακούω κάποιον να φωνάζει κάτι μπροστά στο σπίτι. Έπρεπε, φαίνεται να τρέξω επειγόντως. «Ελάτε γρήγορα γιατρέ!», να επιμένει η φωνή τού δρόμου... «βρήκε κακό την κυρά Ανρούιγ» «Καλά! Καλά!» κάνω εγώ ... «Πάω αμέσως! Σύμφωνοι... Κατεβαίνω!» «Μα βιάζει πάρα πολύ!», επέμενε κι άλλο η φωνή... «Λιποθύμησε σας ξαναλέω!... Κουτρουβάλιασε στα σκαλιά τής κρύπτης της!...» «Εντάξει!» είπα μέσα μου εγώ ακούγοντας την ωραία αυτή ιστορία, και δεν χρειάστηκε να σκεφτώ για πολύ ακόμη. Πήρα το δρόμο για το σταθμό. Είχα μπει στο νόημα. Το πρόλαβα παρ᾿ όλα αυτά το τραίνο μου των επτά και τέταρτο, μα στο τσακ.
35. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΙΣ ΠΑΡΥΦΈΣ ΤΩΝ ΤΡΕΛΏΝ, ΌΤΑΝ ΣΟΎ ᾿ΡΧΕΤΑΙ Η ΌΡΕΞΗ ΝΑ ΠΑΣ ΛΊΓΟ ΠΑΡΑΠΈΡΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΆΘΕΙΣ ΑΝ ΘΑ ᾿ΧΕΙΣ ΠΑΡ᾿ ΌΛΑ ΑΥΤΆ, ΤΗ ΔΎΝΑΜΗ ΝΑ ΞΑΝΑΒΡΕΊΣ ΤΑ ΛΟΓΙΚΆ ΣΟΥ, ΜΕΣ ΤΑ ΧΑΛΆΣΜΑΤΑ. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΊΤΗΣΗ ΑΠΌ ΚΆΘΕ ΕΓΩΙΣΜΌ, ΌΤΑΝ ΣΟΎ ᾿ΧΕΙ ΓΊΝΕΙ ΈΝΑ ΣΥΝΑΊΣΘΗΜΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΆ ΔΑΠΑΝΗΡΌ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΌΤΗΤΕΣ ΣΟΥ.
Αυτό που διαπίστωσε ο Παραπίν, όταν με ξανάδε, ήταν ότι είχα τα χάλια μου. «Πρέπει να ξεθεώθηκες εσύ, κεί κάτω στην Τουλούζη» παρατήρησε φιλύποπτος όπως πάντα. Δεν είχαμε ωστόσο χρόνο να το συζητήσουμε, γιατί το ζήτημα τού μεροκάματού μου έγινε στο μεταξύ τόσο πιεστικό, που έπρεπε να βρεθεί λύση. Τελικά με ξελάσπωσε ο Παραπίν με μια θεσούλα που μού βρήκε στο ίδιο άσυλο όπου εργαζόταν, εδώ και μήνες μάλιστα. Σ᾿ αυτό το ίδρυμα, ο Παραπίν όχι μόνον ήταν υπεύθυνος της υπηρεσίας κινηματογραφικής ψυχαγωγίας των φρενοβλαβών, αλλά είχε επί πλέον αναλάβει και τις σπίθες. Σε τακτές ώρες, ο εν λόγω εξαπέλυε αληθινές μαγνητικές θύελλες πάνω από τα κεφάλια των μελαγχολικών, συγκεντρωμένων εξεπιτούτου σε μια κατάκλειστη και θεοσκότεινη αίθουσα. Πνευματικό σπορ, κοντολογίς, κι εφαρμογή μιάς ωραίας ιδέας του δόκτορα Μπαρυτόν, τού αφεντικού. Το άσυλο του δεν έμενε ποτέ άδειο. Τ᾿ ονόμαζαν "Οίκο Υγείας" στα έντυπα, λόγω ενός μεγάλου κήπου που το περιστοίχιζε, όπου έκοβαν βόλτες οι τρελοί μας, όταν είχε λιακάδα. Είχαν ένα παράξενο τρόπο να κόβουν βόλτες οι τρελοί, ισορροπώντας με δυσκολία το κεφάλι τους πάνω στους ώμους τους, θαρρείς και φοβόνταν διαρκώς μη τυχόν σκοντάφτοντας, τούς χυθεί το περιεχόμενο του καταγής. Μέσα κεί συγκρούονταν κάθε λογής αλλοπρόσαλλα συμπράγκαλα, στα οποία ήταν φοβερά προσκολλημένοι. Δε τούς έβγαζες από το κεφάλι τους αυτούς τούς τύπους, αυτοκρατορία ολόκληρη να τούς έταζες. Ο τρελός δεν είναι παρά κοινές ανθρώπινες ιδέες, κλειδαμπαρωμένες όμως σ᾿ ένα κεφάλι. Δεν διαπερνάει ο κόσμος το κεφάλι του, κι αυτό αρκεί. Γίνεται σαν λίμνη δίχως ποτάμι το κλειστό κεφάλι, σκέτη σαπίλα. Οι τρελοί βγαίναν καμιά φορά στα λιγοστά παράθυρα των κυλικείων που βλέπανε στο δρόμο ουρλιάζοντας και ξεσηκώνοντας τη γειτονιά, μα η φρίκη έμενε ως επί το πλείστον εντός τους. Τη φρόντιζαν προσωπικά τη φρίκη τους και την προστάτευαν από τα θεραπευτικά μας εγχειρήματα. Τούς γαλβάνιζε αυτή η αντίσταση. Όταν αναλογίζομαι σήμερα όλους εκείνους τούς τρελούς που γνώρισα στου μπάρμπα - Μπαρυτόν, δε μπορώ παρά ν᾿ αμφιβάλλω, για κατά πόσον υπάρχει άλλη αληθινή πραγμάτωση τής βαθύτερης ιδιοσυγκρασίας μας, πέρα από την αρρώστια και τον πόλεμο, την διπλή αυτή απεραντοσύνη τού εφιάλτη. Κοντολογίς, η μεγάλη κούραση τής ύπαρξης μπορεί να μην είναι τίποτα άλλο απ᾿ τον τεράστιο μόχθο μας να παραμείνουμε εχέφρονες επί είκοσι, σαράντα χρόνια και βάλε, να μην είμαστε απλά ο εαυτός μας, δηλαδή σιχαμεροί, φρικαλέοι, παράλογοι. Είναι εφιάλτης να πρέπει πάντα να παρουσιάζομε ως ένα μικρό παγκόσμιο ιδεώδες, ως ένα υπεράνθρωπο απ᾿ το πρωί ως το βράδυ, τον χωλό υπάνθρωπο που μάς δόθηκε. «Στο ξεκίνημα μου που λέτε Φερδινάνδε, οι Γάλλοι γιατροί σέβονταν ακόμη τον εαυτό τους! Δε θεωρούσαν να είναι σαλταρισμένοι, σαν τους ασθενείς τους... Για ν᾿ ευθυγραμμιστούν, ίσως;... Ξέρω κι εγώ;... Για να τούς κάνουν το χατήρι! Που θα οδηγήσει αυτό;... Σάς ερωτώ;... Αν επιμένουμε να ᾿μαστε πιο νοσηροί, πιο διεστραμμένοι απ᾿ τους παλαβούς των ασύλων μας;... Μ᾿ αυτόν τον ρυθμό, τι θα μάς απομείνει απ᾿ την κοινή λογική; Τίποτα! Είναι αναμενόμενο! Απολύτως τίποτα! Σάς το υπογράφω... Κατ᾿ αρχάς, Φερδινάνδε, ενώπιον τής πραγματικά σύγχρονης αντίληψης δεν είναι όλα τα ίδια; Τέρμα το άσπρο! Τέρμα το μαύρο! Όλα φυραίνουν!... Νέο στυλ... Γιατί λοιπόν να μην τρελαθούμε κι εμείς;... Να κηρύξουμε το μεγάλο πνευματικό χαμό! Να διαφημίζουμε τη λωλαμάρα μας! Ποιος θα μάς εμποδίσει; Σάς ερωτώ Φερδινάνδε! Κάποιοι υπέρτατοι και περιττοί ανθρώπινοι ενδοιασμοί;.... Ποιες ανούσιες αιδημοσύνες ακόμα; Ε.... Τι να σάς πω Φερδινάνδε, όταν ακούω καμιά φορά μερικούς συναδέλφους μας και μάλιστα, σημειώστε το, τούς πιο καταξιωμένους, τούς πιο περιζήτητους, διερωτώμαι που μάς οδηγούν!.... Διαβολεμένοι, βιτσιόζοι, οι ευνοημένοι αυτοί τής σύγχρονης ψυχιατρικής, μάς ωθούν με τις υπερσυνείδητες αναλύσεις τους στην άβυσσο... Απ᾿ το πολύ να τσιτώνουμε, να μετουσιώνουμε, να τριβελίζουμε το νου μας στην άλλη πλευρά τής νόησης, θα καταλήξουμε στην καταραμένη πλευρά, στην πλευρά από την οποία δεν επιστρέφει ποτέ κανείς!... Θαρρείς άλλωστε πως είναι κλεισμένοι αυτοί οι σούπερ ατσίδες στα υπόγεια των κολασμένων, απ᾿ την πολλή μαλακία που τραβάει μέρα νύχτα το νιονιό τους. Πλήτταμε, φαίνεται από το συνειδητό! Ε, δε θα πλήττουμε πια! Πρώτα πιάσαμε το κωλομπαριλίκι για αλλαγή... Και τότε βαλθήκαμε ξάφνου να ᾿χουμε "εντυπώσεις" και "διαισθήσεις"... Σαν γυναίκες... Ορίστε, μού ᾿τυχε ένα νόστιμο τις προάλλες, σχετικά... Μού ζητούσαν να δεχτώ ένα συγγραφέα... Ήταν σαλταρισμένος ο συγγραφέας... Ξέρετε τι φώναζε επί ένα μήνα; «ρευστοποιούμαι!... ρευστοποιούμαι!»... Είχε περάσει από την άλλη πλευρά τής νόησης!... Μα έλα που τραβούσε πάντα τον διάολο του για να ρευστοποιήσει... Μια παλιά στένωση του ᾿χε προκαλέσει ουρολοίμωξη, τού ᾿φραζε την ουροδόχο κύστη... Δεν έπαυα να τον καθετηριάζω, να τον ξαλαφρώνω σταγόνα σταγόνα... Η οικογένειά του επέμενε σώνει και καλά ότι το ᾿χε πάθει από τη μεγαλοφυΐα του... Αναγκάστηκα τελικά να συμμεριστώ την άποψη τους. Ξέρετε τι πάει να πει οικογένεια, έτσι δεν είναι; Είναι αδύνατον να την κάνεις να καταλάβει την οικογένεια ότι ένας άνθρωπος, συγγενής ή όχι, δεν είναι τίποτα άλλο από εκκρεμής σήψη. Θ᾿ αρνιόταν να πληρώσει για μια εκκρεμή σήψη.» Είκοσι χρόνια ο Μπαρυτόν δεν έπαυε να ικανοποιεί τις λεπτολόγους ματαιοδοξίες των οικογενειών. Το καιρό που ζούσα κοντά του, είχε απαυδήσει και προσπαθούσε ν᾿ απελευθερωθεί μια και καλή απ᾿ την τυραννία των οικογενειών, με τον άλφα ή βήτα τρόπο... Έχει ο καθείς μας τούς λόγους του ν᾿ αποδράσει απ᾿ την μύχια μιζέρια του και για να το καταφέρει, παίρνει το ευκολότερο μονοπάτι που τού ανοίγουν οι περιστάσεις. Μακάριοι όσοι αρκούνται στο μπουρδέλο! Όσο για μένα, το επάγγελμα τού βοηθού στο ίδρυμα του, μού φαινόταν για την ώρα απόλυτα ικανοποιητικό. Στεκόμουνα στο επικίνδυνο χείλος των τρελών, στην παρυφή τους σαν να λέμε απ᾿ το πολύ να ᾿μαι εκ φύσεως, πάντα καλός μαζί τους. Δεν μπατάριζα, ένιωθα όμως διαρκώς πως κινδύνευα, λες και με είχαν ύπουλα τραβήξει οι τρελοί στις γειτονιές τής άγνωστης πόλης τους. Σου ᾿ρχεται η όρεξη παρ᾿ όλα αυτά, να πας λίγο παραπέρα για να μάθεις αν θα ᾿χεις, παρ᾿ όλα αυτά, τη δύναμη να ξαναβρείς τα λογικά σου μες τα χαλάσματα. Σού γίνονται γρήγορα βίτσιο τα λογικά σου, όπως το κέφι κι ο ύπνος για τούς νευρασθενικούς. Δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα άλλο. Τέρμα τα δίφραγκα. Τέρμα τ᾿ αστεία. Δεν έβλαπτε που με αντιμετώπιζε συνολικά ο Μπαρυτόν με λίγη καταφρόνια. Η εξαχρείωση τού προσωπικού καθησυχάζει πάντα κάπως το αφεντικό. Ο σκλάβος πρέπει πάσῃ θυσίᾳ, να ᾿ναι λίγο αν όχι πολύ, αξιοκαταφρόνητος. Ένα συνονθύλευμα από μικρά χρόνια κουσούρια, σωματικά και ηθικά, αιτιολογεί τη σκληρή του μοίρα. Η γη γυρίζει καλύτερα έτσι, αφού ο καθένας βρίσκεται στη θέση που τού αρμόζει. Δεν θα τού κακοφαινόταν καθόλου τού Μπαρυτόν αν με καταζητούσε και λίγο η αστυνομία. Να κάτι που στον κάνει έμπιστο τον εργαζόμενο. Είχα άλλωστε παραιτηθεί εδώ και καιρό από κάθε είδος εγωισμού. Ήταν ένα συναίσθημα που μού φαινόταν ανέκαθεν υπεράνω της θέσης μου, εξαιρετικά δαπανηρό για τις δυνατότητές μου. Ένοιωθα θαυμάσια που τον είχα θυσιάσει μια για πάντα. Μού αρκούσε τώρα να διατηρώ μια ανεκτή διατροφική και σωματική ισορροπία. Αλλά μού ήταν, παρ᾿ όλα αυτά, πολύ δύσκολο να διανύσω κάποιες νύχτες, προπαντός όταν η θύμηση των όσων έγιναν στην Τουλούζη, ερχόταν να με κρατήσει ξύπνιο για ώρες ολόκληρες. Στην διάρκεια αυτών των κρίσεων μ᾿ έπιανε απόγνωση με την ιδέα, ότι ποτέ πια δεν θα ᾿βρισκα τόση ανεμελιά για να μπορέσω να ξανακοιμηθώ. Μην παίρνετε λοιπόν τοις μετρητοίς τη δυστυχία των ανθρώπων.Ρωτήστε τους μονάχα, αν μπορούν ακόμη να κοιμηθούν... Αν ναι, τότε είναι όλα εντάξει. Αυτό αρκεί. Στο πέρας μιάς βραδιάς, ο Μπαρυτόν μού ζήτησε να τον συναντήσω στο διευθυντικό του γραφείο. «Θ᾿ αμφισβητούσατε τα λόγια μου Φερδινάνδε, ότι χρειάστηκα κάτι περισσότερο, κάτι καλύτερο από κουράγιο, για να αποφασίσω να εγκαταλείψω τούτο το ίδρυμα;... Το παρελθόν μου, δεν μού είναι πραγματικά τίποτα πια! Θ᾿ αναγεννηθώ, Φερδινάνδε! Απλούστατα! Φεύγω! Θέλω Φερδινάνδε, να παρατήσω την ψυχή μου, όπως παρατάμε, πέρα μακριά, το ψωριάρικο σκυλί μας, το σκυλί μας που βρωμάει, τον σύντροφο που μάς αηδιάζει, προτού πεθάνω... Επιτέλους ολομόναχος... Ήσυχος... Ο εαυτός μου...» «Μα αυτό το ίδρυμα, κύριε Μπαρυτόν, τι θα το κάνουμε στο εξής; Το σκεφτήκατε;» «Θ᾿ αναλάβετε εσείς την διεύθυνση για όσο χρόνια διαρκέσει η απουσία μου, κι αυτό είναι όλο!...» Απ᾿ την επόμενη κιόλας, ο Παραπίν κι εγώ, τον βοηθήσαμε να φτιάξει τις αποσκευές του. Στην αποβάθρα, τον εντυπωσίασε το αρχοντικό ύψος των αναβαθμίδων των τραίνων για το εξωτερικό. Τού τείναμε τα χέρια. Είχε έρθει η ώρα. «Γεια σας παιδιά μου!» πρόλαβε μόλις να μάς πει και το χέρι του ξέφυγε, αποσπάστηκε από τα δικά μας...
36. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΣΙΩΠΉΣ ΌΤΑΝ ΑΠΟΦΑΣΊΖΕΙΣ ΝΑ ΜΙΛΆΣ ΌΛΟ ΚΑΙ ΛΙΓΌΤΕΡΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΙΟ ΠΡΟΣΦΙΛΉ ΣΟΥ ΠΡΆΓΜΑΤΑ, ΌΤΑΝ ΔΕΝ ΣΕ ΚΟΦΤΕΊ ΠΙΑ ΝΑ ᾿ΧΕΙΣ ΔΊΚΙΟ. ΑΡΚΕΊ ΠΙΑ, ΝΑ ΜΠΟΡΕΊΣ ΝΑ ΚΟΙΜΆΣΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΌΜΟΥΣ ΤΟΎ ΤΊΠΟΤΑ, ΜΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΟΎΛΑ ΦΡΙΚΤΉ ΤΎΨΗ, ΌΛΑ Τ᾿ ΆΛΛΑ ΤΑ ΞΈΡΑΣΕΣ ΣΤΟ ΔΡΌΜΟ.
Από μιάν άποψη δεν μάς έλειπε ο Μπαρυτόν. Μα όσο να ᾿ναι η αναχώρηση του άφησε ένα φοβερό κενό στο ίδρυμα. Μα δεν είχαμε το χρόνο ν᾿ αναρωτηθούμε για πολύ, ούτε και να πλήξουμε. Λίγες μόνο μέρες αφότου οδηγήσαμε στο σταθμό τον Μπαρυτόν, ένας επισκέπτης αναγγέλλεται στο γραφείο ειδικά για μένα. Ο αββάς Προστίτ. Τού λέω λοιπόν κι εγώ τα νέα, και τι νέα! Τρανταχτά! Προπαντός, τον απίθανο τρόπο με τον οποίο μάς άφησε όλους σύξυλους ο Μπαρυτόν, για να πάει τσάρκα στα βόρεια!... Με χίλιους κόπους, επανήλθαμε παρ᾿ όλα αυτά στα σοβαρά ζητήματα, στη Τουλούζη συγκεκριμένα. Καμώθηκα μάλιστα το σαστισμένο, τον κατάπληκτο, όταν με ενημέρωσε για το δυστύχημα τής γριάς. «Πως;...Πως;» τον διέκοπτα. «Πέθανε;... Μα πως έγινε δηλαδή;» Με το πες πες, έφτασε τέλος πάντων στο ψητό. Αν και δε μου ᾿πε ακριβώς ότι ήταν ο Ροβινσώνας που την είχε σαβουρντίσει τη γριά στη σκαλίτσα της, δεν μ᾿ εμπόδισε πάντως να το υποθέσω. Καταλαβαινόμασταν... Φίνα δουλειά, παστρική... Τη δεύτερη φορά που ξαναδοκίμασε ο Ροβινσώνας, δεν του γλίτωσε η γριά. Περάσαν κι άλλοι μήνες μεγάλης σύνεσης, μονότονοι, σιωπηλοί. Φτάσαμε στο σημείο ν᾿ αποφεύγουμε ακόμα και την ανάμνηση του Μπαρυτόν. Κι έπειτα ξανάρθε το καλοκαίρι. Δεν μπορούσαμε να μένουμε συνέχεια στον κήπο, να επιβλέπουμε τούς ασθενείς. Ερχόμουν συχνά και μοναχός στο καφενείο των μαουνιέρηδων. Εκεί κι εγώ αποχαυνωμένος, κάποιο απομεσήμερο, είδα κάποιον να καταφθάνει από μακριά ανηφορίζοντας το δρόμο. Με το που ανέβηκε το γεφύρι τον είχα ήδη αναγνωρίσει. Ήταν ο Ροβινσώνας μου αυτοπροσώπως. «Έρχεται κατά δω να με γυρέψει!» είπα εξαρχής μόνος μου... «Θα τού πάσαρε τη διεύθυνσή μου ο παπάς!... Πρέπει να τον ξεφορτωθώ μάνι μάνι!» Δεν εμπιστευόμαστε ό,τι καταφτάνει απ᾿ τους δρόμους κι έχουμε δίκιο. «Πήρες πάλι τους δρόμους λοιπόν;» τού λέω, «βρήκες τουλάχιστον καμιά δουλειά από τότε που γύρισες;» «Δε θα μπορούσες να μού δώσεις εσύ μια δουλειά δω πέρα;... Δε βρίσκω τίποτα αλλού...» «Έψαξες καλά...» «Δεν είναι που δε βρίσκονται καθόλου», συνέχισε τότε. Μπορεί και να βρίσκονταν... Δουλειές τού ποδαριού.. Μα θα καταλάβεις... Είναι απόλυτη ανάγκη να καμωθώ πως δεν πάω καλά στα μυαλά μου... Άμα δε καμωθώ τον τρελό θα πάνε άσχημα τα πράγματα, σ᾿ το υπογράφω... Θα γίνει χαμός... Είναι ικανή να βάλει να με συλλάβουν... Με πιάνεις τώρα;» «Για τη Μανταλένα πρόκειται;» «Ναι, γι αυτή βέβαια!» «Τα τσουγκρίσατε λοιπόν για τα καλά;» «Όπως το λες... Καταλαβαίνεις η γριά μου την έσπαγε όλο και πιο πολύ... Ιδίως απ᾿ όταν άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα τα μάτια μου... Ξανάδα διάφορα από εκείνη τη στιγμή... Ξανάδα και τη γριά... Τι να σού πω μόνο αυτήν έβλεπα... Ήταν σαν να μού ᾿χε φράξει τη ζωή!...» «Και τα σκαλοπάτια τής κρύπτης δε κρατάγαν γερά, ε;» «Όχι, όσο γι᾿ αυτό ήταν έτοιμη η δουλειά», παραδέχθηκε εκείνος με πάσα ειλικρίνεια. «Κι η Μανταλένα; Τι ρόλο έπαιξε στην κομπίνα; Πήρε μέρος κι αυτή;» «Όχι εντελώς... Μα κομματάκι, όσο να ᾿ναι, αναγκαστικά, μιάς και θα μάς λάχαινε ολόκληρη η κρύπτη, καταλαβαίνεις, των δυονών μας, άμα τα τίναζε η γριά...» «Γιατί λοιπόν στραβώσαν τα ερωτικά σας;» «Ε, λοιπόν εγώ ήθελα να με παρατήσουν ήσυχο! Απλούστατα... Μάνα και κόρη...» «Άκουσέ με» τον διέκοψα ξερά εγώ, «Δε στέκουν οι μπούρδες που λες... Φτάνοντας εκεί κάτω, δε σταματούσες να γκρινιάζεις ολημερίς γιατί η γριά σού παρακρατούσε όλο τον παρά και μπλα μπλα... Ξεπαστρεύεται λοιπόν ή μάλλον την ξεπαστρεύεις εσύ... Και ξαναρχίζεις, παρ᾿ όλα αυτά, να ξινίζεις τα μούτρα σου και να κάνεις τσιριμόνιες... Δεν υποφέρεσαι! Εγώ, να δεις θα σου ᾿λεγα να πας να γαμηθείς! Χίλιες φορές σ᾿ άξιζε να σε χώσουν στην ψειρού! Σ᾿ το λέω να το ξέρεις!» «Μπορεί» μού αντιγύρισε, «μα δε πα να ᾿σαι γιατρός και διαβασμένος και τα ρέστα, τη φύση μου δεν την πιάνεις καθόλου...» «Σκάσε Λεόν!» του ᾿πα. «Παράτα μας, ρε φουκαριάρη, με τη φύση σου! Λυπάμαι που ᾿χει πάει στου διαόλου τη μάνα ο Μπαρυτόν, αλλιώς θα σ᾿ είχε αναλάβει! Να σε μαντρώσουμε πρώτα από όλα! Μ᾿ ακούς; Θα σ᾿ την κανόνιζε ο Μπαρυτόν τη φύση σου!» «Αν είχες τραβήξει αυτά που τράβηξα, τσίνισε ακούγοντάς με, «θα ᾿σουνα άρρωστος και συ ! Στο υπογράφω! Ξέρω τι χέστης είσαι!...» Και μού πατάει ένα βρισίδι, λες και είχε δικαιώματα πάνω μου. Τον κοίταζα καλά όσο με έβριζε. Ήμουνα συνηθισμένος να με κακομεταχειρίζονται έτσι οι ασθενείς. Δεν με πείραζε πια. «Δεν ήταν κι άσκημη πάντως η μικρή Μανταλένα; Δεν μπορείς να πεις το αντίθετο;» «Ναι, μα θα σού εξηγήσω αφού θες να καταλάβεις, άρχισε πρώτη αυτή, να βρίσκει ότι ήμουν αλλόκοτος... Ότι είχα χάσει το κέφι μου... Ότι δεν ήμουν γλυκός... νάζια, κόνξες... Δε σού ᾿χει τύχει ποτέ εσένα καψούρα; Κι είναι με μένα καψούρα! Το φαντάζεσαι; Το πιάνεις; Καθετί τρελό την ερεθίζει! Δεν μπορούσα να τού πω ότι απορούσα όσο να ᾿ναι λιγάκι, γιατί στο κάτω κάτω, την είχα γνωρίσει κάπως και εγώ τη Μανταλένα. Είχα την άποψη μου για πάρτη της, μα δε μπορούσα να του την πω. Δυο τρεις μήνες πριν, όλα όσα μου ᾿χε μόλις διηγηθεί ο Ροβινσώνας θα μ᾿ ενδιέφεραν ακόμη, μα τώρα όχι, ήταν σαν να ᾿χα γεράσει μονομιάς. Κατά βάθος, είχα γίνει σαν τον Μπαρυτόν, δεν έδινα δεκάρα. Ο,τι κι αν λέμε ο,τι κι αν ισχυριζόμαστε, ο κόσμος μας εγκαταλείπει πολύ προτού πάρουμε το δρόμο, για πάντα. Μια ωραία μέρα, αποφασίζεις να μιλάς όλο και λιγότερο για τα πιο προσφιλή σου πράγματα, μιλάς με κόπο κάθε που αναγκάζεσαι να το κάνεις. Έχεις βαρεθεί ν᾿ ακούς τον εαυτό σου να μιλάει. Συντομεύεις… Παραιτείσαι... Δεν σε κόφτει πια να ᾿χεις δίκιο. Σού φεύγει η διάθεση να κρατήσεις ακόμα και τη θεσούλα που ᾿χεις εξασφαλίσει, μεταξύ των απολαύσεων. Σιχαίνεσαι τον εαυτό σου... Αρκεί τώρα πια να τρως λιγάκι, να εξασφαλίζεις λίγη ζέστα, και να κοιμάσαι όσο πιο πολύ μπορείς στο δρόμο τού τίποτα. Ψάχνεις ακόμη κόλπα και δικαιολογίες για να μείνεις κεί δα με τούς φιλάρες, μα είναι και ο θάνατος κεί, δίπλα σου, βρωμερός όλη την ώρα πια, λιγότερο μυστηριώδης κι από χαρτοπαίγνιο. Το μόνο πολύτιμο που σού απομένει, είναι οι μικρές λύπες, το ότι δε βρήκες, για παράδειγμα το χρόνο να επισκεφτείς όσο ζούσε ακόμα, το γέρο θείο στο Μπουά-Κολόμπ, που το τραγουδάκι του έσβησε για πάντα ένα βράδυ τού Φλεβάρη. Να τι διαφύλαξες όλο κι όλο από τη ζωή. Αυτή τη μικρούλα φρικτή τύψη, όλα τ᾿ άλλα τα ξέρασες λίγο πολύ στο δρόμο, με πολύ κόπο και λύπη. Την ίδια νύχτα ξύπνησα απ᾿ την αγωνία. Είχα καιρό να επιστρέψω στη Ρανσύ. Μίας και μού επιτέθηκε ξανά ο εφιάλτης μου, αναρωτιόμουνα μήπως θα ᾿ταν καλύτερα να πάω καμιά βόλτα προς το μέρος, από όπου έρχονταν αργά ή γρήγορα όλα τα δεινά... Κι είχα αφήσει κάμποσους εφιάλτες πίσω μου... Το να πάω να τούς προϋπαντήσω θα μπορούσε στην ανάγκη να περάσει για ένα είδος προφύλαξης... Θα πήγαινα ακόμα και με κλειστά μάτια στο σπιτάκι των Ανρούιγ. Είχα πάει κάμποσες φορές, άλλοτε... Κι όμως, εκείνο το βράδυ, όταν έφτασα μπροστά στην πόρτα τους, μπήκα σε σκέψεις αντί να προχωράω... Έμενε μόνη της τώρα πια η νύφη στη βιλίτσα, συλλογιζόμουνα... Είχαν όλοι τους πεθάνει, όλοι... Όχι πως τη φοβήθηκα την Ανρούιγ. Όχι. Ήταν λάθος μου να γυρέψω να τη δω. Δεν είχε τίποτα να μούμάθει... Είχα φτάσει τώρα πιο βαθειά μες στη νύχτα από κείνη, πιο βαθιά από την κυρά-Ανρούιγ που ᾿χε πεθάνει... Δεν ήμασταν πια όλοι μαζί... Ήμασταν πέρα για πέρα χωρισμένοι.. Δεν μάς είχε χωρίσει μόνο ο θάνατος, αλλά κι η ζωή... Ήταν αναπόφευκτο να συμβεί... Ο καθένας για πάρτη του! έλεγα μόνος μου... Και κίνησα πάλι για το Βινύ. Καταλαβαινόμασταν άλλοτε με την Ανρούιγ... Για καιρό πολύ! Μα τώρα δεν ήταν πια αρκετά χαμηλά για μένα, δεν μπορούσε να κατέβει... Να ᾿ρθει να με βρει... Δεν είχε τη μόρφωση, ούτε τη δύναμη. Δεν ανεβαίνεις στη ζωή, κατεβαίνεις. Εκείνη δεν μπορούσε πια. Δεν μπορούσε πια να κατέβει ίσαμε κεί που ᾿μουνα γω... Γι᾿ αυτή ήταν πολλή νύχτα ολόγυρά μου. Επέστρεφα λυπημένος όσο να ᾿ναι στο Βινύ και σκεφτόμουνα ότι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι, κείνα τα σπίτια, δεν μιλούσαν πια διόλου κατευθείαν στην καρδιά μου, όπως άλλοτε, κι ότι εγώ, όσο κι αν περνούσα για σαΐνι, δεν είχα ίσως αρκετή δύναμη, το ᾿νιωθα, για να πάω ακόμα μακριά, έτσι ολομόναχος.
37. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΜΝΗΣΊΚΑΚΗΣ ΓΝΏΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΆΤΩΝ ΤΟΎ ΚΌΣΜΟΥ ΤΟΎΤΟΥ, ΠΟΥ ΈΣΤΡΕΦΕ ΜΆΛΛΟΝ ΤΑ ΝΏΤΑ ΤΗΣ ΣΤΗ ΧΑΡΆ, ΑΚΌΜΑ ΚΑΙ ΑΝ ΤΟ ΈΝΣΤΙΚΤΟ ΤΗΝ ΑΠΟΛΆΜΒΑΝΕ. ΠΆΝΤΑ ΕΚΕΊ Η ΓΝΏΣΗ, ΣΤΟ ΦΟΒΙΣΜΈΝΟ ΒΆΘΟΣ, ΚΡΥΜΜΈΝΗ ΣΤΟ ΚΑΤΏΓΙ ΤΉΣ ΎΠΑΡΞΗΣ, ΠΑΡΑΔΟΜΈΝΗ ΣΤΟ ΧΕΊΡΙΣΤΟ ΑΠΌ ΣΥΝΉΘΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΊΡΑ.
Φύγαν δυο μήνες κι έπειτα κι άλλοι... Η καλοκαιρινή σκόνη κατακάθισε πάλι στο δρόμο. Των Αγίων Πάντων, ένας φρενοβλαβής, φιλήσυχος μέχρι τότε, αντέδρασε άσχημα στη νεκρώσιμη έξαρση τής εορτής. Δεν μπορέσαμε να τον εμποδίσουμε έγκαιρα, να ουρλιάζει απ᾿ το παράθυρο του, ότι δεν ήθελε ποτέ του πια να πεθάνει... Οι περιπατητές δεν χορταίναν να τον κάνουν χάζι... Την ώρα που γινόταν ο χαμός, εγώ είχα την δυσάρεστη εντύπωση πως αναγνώρισα τη Μανταλένα στην πρώτη γραμμή ενός τσούρμου. Συνέβη ένα βράδυ, ακριβώς πριν το δείπνο: με ζητούν εμένα προσωπικά, στην αίθουσα υποδοχής. Μου αναγγέλλουν κάποια γυναίκα. Εγώ μπήκα αμέσως στο ψητό. «Μανταλένα» τη διακόπτω, «αν είναι τον Λεόν που θες να ξαναδείς, να γυρίσεις σπίτι... Έχει βλάβη στο κεφάλι και τούς πνεύμονες... Αρκετά σοβαρή μάλιστα... Δεν μπορείς να τον δεις. Άλλωστε δεν έχει τίποτα να σου πει...» «Ούτε σε μένα;» να επιμένει αυτή. «Όχι ούτε σ᾿ εσένα... Προπαντός όχι σ᾿ εσένα...» προσθέτω. Νόμιζα πως θ᾿ αναπηδούσε. Σ᾿ ανάλογη περίπτωση ένας άντρας ψωμωμένος θα με τρόμαζε, απ᾿ αυτή όμως δεν είχα τίποτα να φοβηθώ. Πάντα μου ήθελα να βαρέσω ένα τόσο φουρκισμένο κεφάλι για να δω πως σβουρίζουν τα φουρκισμένα κεφάλια σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτό ή μια γερή επιταγή είναι ό,τι χρειάζεται για να δεις τα πάθη που κλωθογυρίζουν σ᾿ ένα κεφάλι, να αλλάζουν ρότα μονομιάς. «Θα φύγεις βρε;» τής κάνω, μόνο και μόνο για να τη κουρδίσω λίγο παραπάνω, για να ξυπνήσουν τα αίματα. Δεν μ᾿ αναγνώριζε πια έτσι που τής μιλούσα. Έπιασε να χαμογελάει, σπαστική όσο δεν πήγαινε, θαρρείς και μ᾿ εύρισκε γελοίο και πολύ αμελητέο... «Παφ! Παφ!» Τής άστραψα δυο ξανάστροφες που θα κουδούνιζαν και γάιδαρο. Σωριάστηκε στο μεγάλο ροζ ντιβάνι. Δεν είχα δει τίποτα ακόμη. Έπρεπε να τα ξαναπιάσω όλα από την αρχή. Μα ό,τι και αν κάναμε εμείς, εκείνη ήταν πιο πανούργα απ᾿ όλους μας. Απόδειξη ότι τον ξανάδε το Λεό της, κι ακριβώς όπως το ᾿θελε μάλιστα... Το ᾿χα ήδη ψυλλιαστεί εγώ ότι ξαναβλέπονταν, μα δεν ήθελα πια να δείχνω πως ενδιαφέρομαι, ούτε τόσο, για τις σχέσεις τους. Έξι μήνες περάσαν έτσι, όπως όπως, κι έπειτα χήρεψε μία θέση νοσοκόμας στο προσωπικό. Τελικά προσλάβαμε μια Σλοβάκα ονόματι Σοφία, τής οποίας η σάρκα η ευλύγιστη και η τρυφερή κορμοστασιά, η υπέροχη υγεία, μάς φάνηκαν ακαταμάχητες. Η Σοφία αγνοούσε ακόμη το σύνολο των βαλτωμένων μας παραιτήσεων! Τσούρμο ξοφλημένων! Τη θαυμάζαμε, ολοζώντανη κοντά μας, και μόνο που σηκωνόταν έτσι απλά, που ᾿ρχόταν στο τραπέζι μας, που ξανάφευγε... Μάς σαγήνευε... Ο ρυθμός τής ζωής της δεν ανάβρυζε από τις δικές μας πηγές... Σερνάμενες μια για πάντα οι δικές μας πηγές, γλιτσερές. Η μνησίκακη γνώση μας, των πραγμάτων τού κόσμου τούτου έστρεφε μάλλον τα νώτα σ᾿ αυτή τη χαρά, ακόμα και αν το ένστικτο την απολάμβανε· πάντα εκεί η γνώση, στο φοβισμένο βάθος, κρυμμένη στο κατώγι τής ύπαρξης, παραδομένη στο χείριστο από συνήθεια και πείρα. Καθώς ο Ροβινσώνας κι εγώ υπήρξαμε φίλοι, η Σοφία θεωρούσε ότι θα ᾿πρεπε να μονοιάσουμε όλοι πολύ απλά. Ήταν μια καλόκαρδη συμβουλή. Διαθέτουν κάμποσους τέτοιους καλόκαρδους στην Κεντρική Ευρώπη. Με τις καλύτερες προθέσεις τού κόσμου, με συμβούλευε, αλλ᾿ αντ᾿ άλλων. Αντιλήφθηκα ότι έσφαλλε, μα ήταν πολύ αργά. Τις ακολούθησα τις συμβουλές της, προπαντός επειδή διέβλεπα, στο πέρας όλων αυτών των διπλωματικών προσεγγίσεων, μια τετραπλή παρτουζίτσα που θα ᾿ταν άκρως ανανεωτική. Υπό την πίεση των γεγονότων και προϊούσης τής ηλικίας, η φιλία μου απέβαινε, το σημειώνω μετά λύπης, υπούλως ερωτιάρα. Ένα πρωί ρώτησα πολύ απλά το Ροβινσώνα, τι θα ᾿λεγε αν έκανα ένα διάβημα στη Μανταλένα ώστε να ξεχαστεί το πρόσφατο βίαιο παρελθόν... Κι αν θα μπορούσα να τής συστήσω τη Σοφία, την καινούργια μου φίλη. Στην αρχή κόμπιασε λίγο, το πρόσεξα, κι έπειτα μου απάντησε ανόρεχτα όμως, ότι δεν είχε αντίρρηση... Αποφασίσαμε, πως θα συναντιόμασταν τον Ιανουάριο, μια Κυριακή στο Παρίσι, αφού περνούσαμε για λίγο από το πανηγύρι των Μπατινιόλ. [1]
[1] Μπατινιόλ: περιοχή δυτικά τῆς Μονμάρτρης.
38. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΑΝΗΜΠΌΡΙΑΣ ΜΠΡΟΣΤΆ ΣΤΟ ΘΆΝΑΤΟ, ΤΉΣ ΣΤΈΡΗΣΗΣ ΣΧΕΔΌΝ ΌΛΩΝ ΌΣΩΝ ΧΡΕΙΆΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΒΟΗΘΉΣΕΙΣ ΤΟΝ ΆΛΛΟ ΝΑ ΠΕΘΆΝΕΙ.
ΔΕΝ ΈΧΕΙΣ ΜΈΣΑ ΣΟΥ ΠΆΡΑ ΜΌΝΟ ΤΑ ΑΠΑΡΑΊΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ ΖΩΉ, ΤΗ ΖΩΉ ΤΉΣ ΆΝΕΣΗΣ, ΤΗ ΔΙΚΉ ΣΟΥ ΖΩΉ ΜΟΝΆΧΑ. ΔΕΝ ΉΜΑΣΤΕ ᾿ΜΕΙΣ ΜΕΓΆΛΟΙ ΣΑΝ ΤΟ ΘΆΝΑΤΟ.
Πρέπει να πούμε ότι χόρτασαν τα μάτια μας γιορτή! Κι άλλο τόσο τα αυτιά μας. Παλτοφορεμένοι όλοι μας, πασχίζαμε να δείξουμε τον καλύτερο εαυτό μας, να φανούμε μάγκες, λίγο μπλαζέ μολαταύτα, για να δείξουμε στον κόσμο, ότι συνήθως διασκεδάζαμε αλλού, σε πολύ πιο ακριβά, πιο «εξπένσιβ» μέρη, καταπώς λένε αγγλικά. Η γλυκερή λατέρνα τού καρουσέλ βρίσκει ευκαιρία που ᾿χεις κιόλας κοκαλιάσει, για να σε κάνει να τουρτουρίζεις λίγο ακόμα, από τα νεύρα. Γελάει με τη χρεωκοπία τού κόσμου ολόκληρου το οργανάκι. Οι υπηρετριούλες τής Βρετάνης, στροβιλίζονται περιμένοντας τον έρωτα μες στο φρικτά μελωδικό νταβαντούρι τού καρουσέλ. Ζαλίζονται βέβαια, μα παίρνουν πόζα παρ᾿ όλα αυτά, με έξι βαθμούς ψύχος, γιατί είναι η κορυφαία στιγμή να δοκιμάσεις τα νιάτα σου πάνω στον οριστικό αγαπητικό, που βρίσκεται ίσως εκεί, ήδη κατακτημένος, ανάμεσα στα κωθώνια αυτού του ξυλιασμένου πλήθους. Τόσο που βολοδέρναμε από πάγκους σε μπουλούκια και από καρουσέλ σε λοταρίες, φτάσαμε στο τέλος τού πανηγυριού, στο μεγάλο κατάμαυρο κενό που οι φαμίλιες πάνε για πιπί... Επιστρέφοντας, φάγαμε κάστανα. Κι ένα σκουλήκι μες στα κάστανα, ένα νοστιμούλι, έλαχε στη Μανταλένα θαρρείς εξεπίτηδες. Κι είναι μάλιστα από κείνη τη στιγμή που τα πράγματα αρχίσαν να μην πηγαίνουν καθόλου καλά αναμεταξύ μας, μα η νίλα τού κάστανου την έκανε έξω φρενών. Τη στιγμή που πήγαινε στο χαντάκι να φτύσει το σκουλήκι, ο Λεόν τής είπε κάτι, σαν για να την εμποδίσει. Τη ρώτησε μάλλον κουτά αν είχε βρει κάνα κουκούτσι μέσα... Και να που η Σοφία έχει τη φαεινή ιδέα ν᾿ αναμειχθεί στην κουβέντα τους, δεν καταλάβαινε γιατί καυγαδίζαν... Ήθελε να ξέρει. Τούς νευριάζει λοιπόν ακόμα παραπάνω που τούς διέκοψε η Σοφία μια ξένη, εννοείται. Πάνω κεί περνάει ένα τσούρμο φωνακλάδες και μάς χωρίζει. Όταν καταφέραμε να ξαναβρεθούμε, καβγαδίζαν ακόμη αυτή κι ο Ροβινσώνας. «Είναι ώρα» σκεφτόμουνα εγώ, «να γυρίζουμε... Έτσι και τούς αφήσουμε εδώ μαζί λίγο ακόμα, θα κάνουν κάνα σκάνδαλο καταμεσής στο πανηγύρι... Φτάνει για σήμερα!» «Θες να φύγουμε; Δεν το μπουχτίσατε πια το πανηγύρι;» τού πρότεινα. Εκείνος μού γνέφει πως ήταν καλύτερα να ζητήσω πρώτα τη γνώμη τής Μανταλένας. «Μα θα την πάρουμε μαζί μας τη Μανταλένα! Έχουμε ελεύθερο δωμάτιο στο Βινύ» κατέληξα να πω. Όταν βρέθηκα λίγο παράμερα, η Μανταλένα με πλησίασε στα μουλωχτά για να με ρωτήσει μπας και ήθελα να τής κάνω πάλι καμιά στραβή, προσκαλώντας την στο Βινύ. Τσιμουδιά εγώ. «Δε θα με προσβάλλεις μπροστά στον κόσμο... Ε, Λεόν;» άκουγα τη Μανταλένα να τον ξαναρωτάει ψιθυριστά. «Βαρέθηκες κιόλας να με βλέπεις, ε;... Πες βρε ότι βαρέθηκες!» ξανάρχιζε. «Μα προτιμάς να ᾿σαι μόνος σου μ᾿ αυτούς τούς δυο, ε;... Πλαγιάζετε όλοι αντάμα, πάω στοίχημα, όταν δεν είμαι εκεί;... Πες το, να σ᾿ ακούσω...» Και όμως ήταν βίαιος ώρες ώρες ο Λεόν. Καθώς εκείνη έβλεπε ότι δεν πιάναν αυτές οι απειλές, προσπαθούσε να τού το ξαναγυρίσει στις γλύκες, ενόσω περιμέναμε. «Σ᾿ αγαπάω εγώ, Λεόν μου, πες, μ᾿ ακούς που σ᾿ αγαπάω; Δεν μπορείς να μη μ᾿ αγαπάς καθόλου... Και τώρα θες να φύγω για πάντα λοιπόν;» Όλα μαζί τού τα ρωτούσε, ενόσω έβρεχε μέσα απ᾿ την τέντα του καφενείου. Μιας και η νεροποντή κόπαζε, βρήκαμε ταξί. Στην αρχή δε βγάζαμε άχνα. Εντέλει ήταν δικό μου φταίξιμο που ξαναμιλήσαμε και ξαναφούσκωσε μεμιάς ο καυγάς. Δεν φυλαγόμαστε ποτέ αρκετά με τις λέξεις, μοιάζουν ανώδυνες οι λέξεις, δεν μοιάζουν βεβαίως μ᾿ απειλές, μάλλον με μικρούς θορύβους τού στόματος, με μικρές πορδές, που εύκολα ξαναπαίρνει μόλις φτάσουν στ᾿ αυτί, η πελώρια γκρίζα πλαδαρή πλήξη τού μυαλού. Δε φυλαγόμαστε απ᾿ τις λέξεις, κι έτσι έρχεται η συμφορά. Βιάστηκα να σπάσω τη σιωπή, για να δω τι μπορεί να ᾿χε μες τον πισινό της. «Δε μου λες Μανταλένα!» τη ρώτησα. «Μήπως έχεις κάνα πλάνο διασκέδασης που δεν κοτάς να μάς προτείνεις;» «Να διασκεδάσετε! Να διασκεδάσετε!» μού αποκρίθηκε αυτή σαν θιγμένη. «Κάνω ό,τι μπορώ!» τής απαντάω. «Κυριακή είναι!» «Κι εσύ Λεόν» τον ρωτάει τότε εκείνον. «Κάνεις κι εσύ ό,τι μπορείς, για πες;» Ορθά κοφτά. «Εμένα μού λες!» τής αντιγύρισε εκείνος. Τούς κοίταζα τούς δυο τους τη στιγμή που περνούσαμε μπροστά από τούς φανοστάτες. Οργή όχι αστεία. Η Μανταλένα έσκυψε τότε για να τον φιλήσει. Πάει τέλειωσε, ήταν γραφτό να μην αποφύγουμε καμιά γκάφα εκείνο το βράδυ. Τον τσάντιζε το Ροβινσώνα να τον φιλάνε και την έσπρωξε, κάπως απότομα οφείλω να πω. Στράφηκε λοιπόν η Μανταλένα σ᾿ εμένα και μού τα ᾿ψαλε κατευθείαν. Αυτό που δεν ανεχόταν ήταν η προσβολή. «Τι τού ᾿κανες πάλι τού Λεόν κι έχει γίνει κακός; Πες το μου αμέσως αν κοτάς... Τι μπαρούφες τού κοπάνησες πάλι;...» Με προκαλούσε. «Και μη νομίζετε ότι θα καθαρίσετε έτσι εύκολα! Κι ότι θα την ξεφορτωθείτε την πιτσιρίκα στα μουλωχτά! Τέτοια καθάρματα που είσαστε όλοι σας...» Τη στιγμή που πήγαινα τέλος πάντων να κάνω μια μικρή κίνηση επίπληξης για να διακόψω τις χοντράδες, εκείνη τσίνησε και μου τα ᾿χωσε... Αυτά που είχε τόσο καιρό μέσα της... Και μπροστά σε όλους. «Κάτσε καλά βρωμοσάτυρε!» Μού ᾿πε, στο έτσι. «Μ᾿ ακούς; Ε; Έτσι και ξανασηκώσεις χέρι πάνω μου, θα σού μάθει η Μανταλένα να φέρεσαι σε τούτη τη ζωή!... Να καταντάς τούς φίλους σου κερατάδες και να βαράς τις γυναίκες τους μετά!... Έχει θράσος ο λεχρίτης! Βρε δεν ντρέπεσαι; Ο Λεόν σα να ξύπνησε για λίγο ακούγοντας αυτές τις αλήθειες. «Έλα Λεόν!» τον πρόσταξε τότε αυτή. «Παράτα τους! Δεν ακούς τι σού λέω;» Κωμωδία βέρα. Μα ο Λεόν συνέχιζε να μην κουνάει απ᾿ το σκαμνάκι του. «Καλά» συμπέρανε αυτή, μιας και δεν τής απαντούσε τίποτα ο Ροβινσώνας. «Ωραία! Εντάξει! Αύριο! Μ᾿ ακούς, αύριο κιόλας πάω στον αστυνόμο και τού ξηγάω εγώ τού αστυνόμου, πως έπεσε στη σκάλα της, η κυρά-Ανρούιγ! Μ᾿ ακούς τώρα, ε Λεόν;» Ήταν τσεκουράτη απειλή. «Μα είσαι κι εσύ μπλεγμένη!» τής κάνει. «Σκασίλα μου!» τού αποκρίθηκε. «Θες να πεις πως θα πάμε κι οι δυο φυλακή;... Μα εγώ άλλο που δε θέλω!...» Και βάλθηκε πάνω κεί να χασκογελάει σαν υστερική, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα πιο διασκεδαστικό... «Δεν έρχεσαι λοιπόν; Καλά!... Δε σκοτίζεσαι που θα σε καταδώσω;... Που σ᾿ αγαπάω;... Ούτε γι᾿ αυτό σκοτίζεσαι; Πες το!» «Ναι, από μια άποψη» αποκρίθηκε εκείνος... «Έχεις δίκιο... Μα δεν είναι μόνο για σένα, για καμιά δε σκοτίζομαι... Μην το πάρεις στραβά!... Μα δεν έχω πια όρεξη να μ᾿ αγαπάνε... Μ᾿ αηδιάζει...» «Α, σ᾿ αηδιάζει!... Για ξηγήσου παλιοαχάριστε...» «Όχι! Δεν είσαι εσύ που μ᾿ αηδιάζεις, είναι όλα!» τής αποκρίθηκε. «Πως το ᾿πες αυτό; Για ξαναπές το!... Εγώ και όλα;» Πάσχιζε αυτή να καταλάβει. «Εγώ και όλα; Τι πα να πει αυτό;... Μη μιλάς κινέζικα!... Πες μου το εδώ γαλλικά, μπροστά τους, πως δηλαδή σ᾿ αηδιάζω ξαφνικά; Δε σού σηκώνεται σαν και των άλλωνε, παλιοκαθίκι, άμα κάνεις έρωτα; Δε σού σηκώνεται λοιπόν, ε;... Κι αυτός εκεί», έκανε, «δε χύνει μήπως κάθε φορά που μπορεί να με στριμώξει σε καμιά γωνιά! Ο σιχαμένος! Ο μπήχτης! Ας έρθει, βρε να μού πει τ᾿ αντίθετο... «Μα πως!» τής αποκρίθηκε. «Ε, λοιπόν, εγώ τα σιχαίνομαι όλα, μ᾿ αηδιάζουν όλα τώρα πια! Όχι μόνο εσύ!... Όλα!... Τα κόλπα που θες να κάνεις με τα αισθήματα, να σού πω εγώ σαν τι μοιάζουν; Μοιάζουν σα να κάνεις έρωτα στον απόπατο! Σού φτάνει να ξαναλές αυτά που αραδιάζουν οι άλλοι... Το βρίσκεις φυσικό... Σου φτάνει γιατί σου ᾿παν οι άλλοι, πως δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο απ᾿ τον έρωτα και πως θα ᾿πιανε κάθε φορά μ᾿ όλο τον κόσμο... Ε λοιπόν τον έχω χεσμένο τον έρωτα όλου τού κόσμου!... Θες και καλά να κάνεις έρωτα μ᾿ όλα αυτά που συμβαίνουν;... Μ᾿ όλα αυτά που βλέπουμε;... Ή μπας και δε βλέπεις τίποτα;... Αν δε σού μυρίζει τίποτα, τόσο το καλύτερο για σένα! Είναι επειδή έχει βουλώσει η μύτη σου! Πρέπει να ᾿ναι κανείς βλάκας σαν όλους εσάς, για να μην αηδιάζει... Γυρεύεις να μάθεις τι υπάρχει ανάμεσα σ᾿ εσένα και σ᾿ εμένα;... Ε, λοιπόν υπάρχει ολάκερη η ζωή... Μπας και δε σού φτάνει;» «Μα είναι καθαρό το σπίτι μου» τσίνησε εκείνη... «Αυτό θες να πεις με τις βρισιές σου; Είναι καθαρός εμένα ο πισινός μου, κύριε! Δεν μπορείς να πεις το ίδιο για το δικό σου!... Μήτε και για τα ποδάρια σου!» «Μα δεν είπα τέτοιο πράμα Μανταλένα! Βλέπεις που δεν καταλαβαίνεις τίποτα!» Αυτό βρήκε όλο κι όλο να της πει για να την ηρεμήσει. Λες δε είπες τίποτα, λοιπόν; Μα πρέπει να τονέ σκοτώσεις, για να μην μπορεί να ξεφουρνίζει άλλα ψέμματα! Δε φτάνει η ψειρού για ένα τομάρι σαν και δαύτον! Ένα μπαγάσα παλιονταβατζή!... Δε φτάνει... Γκιλοτίνα τού χρειάζεται!...» Δεν έλεγε να ηρεμήσει η Μανταλένα. Κι έπειτα έβαλε τα μεγάλα μέσα. «Έρχεσαι; Τού ᾿κανε. «Έρχεσαι Λεόν; Ένα;... Έρχεσαι; Δύο;...» Η Μανταλένα περίμενε. «Έρχεσαι;... Δεν έρχεσαι λοιπόν;...» «Όχι τής απάντησε αυτός, δίχως να κουνήσει ρούπι. «Κάνε ό,τι θες!» πρόσθεσε μάλιστα. Ήταν και αυτή μια απάντηση. Πρέπει να οπισθοχώρησε λίγο η Μανταλένα στο κάθισμα, στο βάθος. Μάλλον κρατούσε το περίστροφο με τα δυο χέρια, γιατί με το που ᾿φυγε η σφαίρα, τού χώθηκε σάμπως κατευθείαν στην κοιλιά, κι έπειτα μαζί με δύο άλλες ριπές, δυο φορές συνέχεια... Το ταξί γέμισε στυφό καπνό. Τρέχαμε ακόμη παρ᾿ όλα αυτά. Μόλις ο ταξιτζής άνοιξε την πόρτα, η Μανταλένα τον έσπρωξε άγρια και πετάχτηκε έξω. Το ᾿σκασε μες τη νύχτα τού αγρού, μες τη λασπουριά. Ανάμεσα στη Σοφία κι εμένα, μ᾿ όλο που τον συγκρατούσαμε, ο Ροβινσώνας τρανταζόταν πολύ, όσο να ᾿ναι, το κεφάλι του παράδερνε. Μιλούσε, μα ήταν δύσκολο να τον καταλάβεις. Είχε ήδη αρχίσει το παραλήρημα. «Ωχ!» και «Ωχ!» συνέχιζε να σιγοτραγουδάει. Θα ᾿χε άνετα τον καιρό να πεθάνει προτού φτάσουμε στο ίδρυμα. Αναρωτιόμασταν ακόμη πως θα ᾿κανε ο Λεόν για να τελέψει. Θαρρείς πως δεν τον κρατούσες πια, έφευγε από λεπτό σε λεπτό. Σε τέτοιες στιγμές, νιώθεις κάπως αμήχανα που ᾿χεις καταντήσει τόσο φτωχός και τόσο σκληρός. Στερείσαι σχεδόν όλα όσα χρειάζονται για να βοηθήσεις τον άλλο να πεθάνει. Δεν έχεις μέσα σου παρά μόνο τα απαραίτητα για την καθημερινή ζωή, τη ζωή τής άνεσης, τη δική σου ζωή μονάχα, την κτηνωδία. Έχασες την εμπιστοσύνη στο δρόμο. Την απόδιωξες, την κυνήγησες τη λύπη που σού απόμενε, σχολαστικά στα βάθη τού κορμιού σαν βρωμοχάπι. Την έσπρωξες τη λύπηση στην άκρη τού εντέρου μαζί με τα σκατά. Καλά είναι εκεί που βρίσκεται, λες μέσα σου. Και στεκόμουν μπροστά στο Λεόν, για να συμπονέσω, και δεν τα κατάφερνα... Εκείνος δε μ᾿ έβρισκε... Τον παίδευε πολύ αυτό... Πρέπει να ᾿ψαχνε έναν άλλο Φερδινάνδο, πολύ πιο μεγάλον από μένα βέβαια, για να πεθάνει, για να τον βοηθήσει μάλλον να πεθάνει, πιο μαλακά. Κατέβαλλε προσπάθειες για να διαπιστώσει αν ο κόσμος είχε κάνει προόδους... Μπας κι είχαν αλλάξει λίγο οι άνθρωποι προς το καλύτερο, ενόσω εκείνος ζούσε, μπας κι είχε φανεί άδικος άθελά του απέναντι τους... Μα μόνον εγώ βρισκόμουν εκεί, εγώ ο ίδιος, στο πλευρό του, ένας αληθινός Φερδινάνδος, που τού ᾿λειπε όλο αυτό που θα ᾿κανε έναν άνθρωπο, μεγαλύτερο από την απλή ζωή του, η αγάπη τής ζωής των αλλωνών. Δεν ήμουν μεγάλος σαν το θάνατο εγώ. Ήμουν πολύ πιο μικρός. Δεν είχα τη μεγάλη ανθρώπινη ιδέα εγώ. Άσε που θα ᾿χα νιώσει, θαρρώ, πιο εύκολα θλίψη για ένα σκυλί που ψοφάει παρά γι᾿ αυτόν, τον Ροβινσώνα, γιατί το σκυλί δεν είναι κακό, ενώ ο Λεόν ήταν λίγο κακός, όσο να ᾿ναι. Ήμουν κι εγώ κακός, ήμασταν κακοί... Όλα τα υπόλοιπα είχαν ξεμακρύνει στο δρόμο, και όλα που μπορούν ακόμη να βοηθήσουν τούς ετοιμοθάνατους, τα είχα χάσει, τα είχα χάσει τελικά στο δρόμο, δεν ξανάβρισκα τίποτε απ᾿ ό,τι χρειάζεται για να ψοφήσεις, δεν ξανάβρισκα τίποτε άλλο, από κακίες. Το συναίσθημά μου ήταν σαν σπίτι όπου πας για διακοπές. Ο Ροβινσώνας ανάκτησε λίγο τις αισθήσεις του, όταν ο Παραπίν του ᾿κανε ένεση μορφίνης. Μας κρατούσε το χέρι. Τον φίλησα. Είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις δίχως να λαθέψεις, σε τέτοιες περιπτώσεις. Λίγο αργότερα, μια ώρα ίσως εκδηλώθηκε η αιμορραγία, μεγάλη όμως, εσωτερική, άφθονη, Τον σάρωσε. Μες την κάμαρη, ήταν σαν ξένος τώρα, ο Ροβινσώνας, ένας ξένος που ᾿ρχονταν, θαρρείς, από χώρα φοβερή και που δεν τολμούσαμε πια να τού μιλήσουμε. Όσο κι αν πάσχιζα να χαθώ για να μη ξαναβρεθώ μπρος στη ζωή μου, την ξανάβρισκα παντού, απλούστατα. Επέστρεφα στον εαυτό μου. Η δική μου τσάρκα είχε πάρει τέλος. Γι᾿ άλλους αυτά!... Όπως στο πανηγύρι!... Δεν αρκεί να ᾿χεις καημό, πρέπει να μπορέσεις να ξαναρχίσεις τη μουσική, να πας να βρεις περισσότερο καημό... Μα για άλλους αυτά!... Τη νιότη ξαναζητάμε, κι ας μη μάς φαίνεται... Κι όμως, δεν είχα πάει εγώ τόσο μακριά στη ζωή όσο ο Ροβινσώνας!... Δεν είχα αποκτήσει την παραμικρή σταθερή ιδέα, σαν κι αυτή που ᾿χε βρει εκείνος για να τον ξεπαστρέψουν. Μια ιδέα πιο μεγάλη, απ᾿ την μεγάλη κεφάλα μου, πιο μεγάλη απ᾿ το φόβο που βρισκόταν μέσα της, μια ιδέα πολύ βολική για να πεθάνεις... Πόσες ζωές θα μού χρειάζονταν εμένα για να σκαρώσω μια τέτοια ιδέα πιο ισχυρή από το καθετί στον κόσμο; Αδύνατον να πεις! Τζίφος! Δεν θα κατάφερνα ποτέ εγώ σαν το Ροβινσώνα, να γεμίσω το κεφάλι μου με μια και μόνη ιδέα, μια σκέψη υπέροχη όμως, πολύ πιο ισχυρή από το θάνατο, κι ότι θα μπορούσα με μόνη την ιδέα μου να χύσω παντού, από ηδονή, ανεμελιά και θάρρος. Ένας χυσιάρης ήρωας. Μια ολάκερη ιδέα θάρρους που θα ᾿σπρωχνε τα πάντα, ανθρώπους και πράγματα, απ᾿ τη Γη ως τον Ουρανό. Και επί τῃ ευκαιρίᾳ, θα ᾿χαμε επιπλέον τόση αγάπη, που ο Θάνατος θα ᾿μενε κλεισμένος μέσα της, αντάμα με την τρυφερότητα, και θα ᾿ταν τόσο καλά εντός της, τόσο θαλπερά που θα το φχαριστιόταν επιτέλους ο μπαγάσας και θα τον γλεντούσε εντέλει τον έρωτα, όπως όλοι... Ένα βατράχι φουσκωμένο ιδανικά! Έφταιγε ο πυρετός. Με αγκάλιαζε η Σοφία ακόμη κάπου κάπου, κι είχε το κορμί γεμάτο δυνάμεις ανησυχίας και τρυφεράδας και την καρδιά άλλο τόσο γεμάτη. Ήμουν κι εγώ γεμάτος από τη δύναμη της. Μού την έσπαγε αυτό, δεν ήταν η δική μου, κι εγώ τη δική μου χρειαζόμουν για να πάω να ψοφήσω μεγαλειωδώς μια μέρα σαν τον Λεόν.