Η κυρία Νταλογουέι Μυθιστορηματική Ανθολόγηση
Κάποια βιβλία θέλουν το χρόνο τους. Μια εύκολη δικαιολογία στον εαυτό μας, γιατί την πρώτη φορά ξεπετάξαμε ένα αριστούργημα, δεν το προσέξαμε από την αρχή, το βρήκαμε κουραστικό, και η ανάγνωσή του ήταν μια διεκπεραίωση. Που σημαίνει ότι δεν σκύψαμε πάνω του όσο έπρεπε για να μας κατακτήσει το ύφος τού συγγραφέα.
Αυτό έπαθα με την κυρία Νταλογουέι όταν την πρωτοσυνάντησα. Ένα βιβλίο που είναι γραμμένο με ένα ακατάπαυστο συνειρμικό τρόπο, που τη σκυτάλη παίρνουν τα διάφορα πρόσωπα, αλλά που ποτέ η ανάκληση των παραστάσεων δεν γίνεται στο πρώτο πρόσωπο, αλλά στο τρίτο: Αμέσως από τις πρώτες γραμμές: «κοιτούσε τα λουλούδια, τα δέντρα με τα δακτυλίδια τής αχλής να ξεδιπλώνονται στις κορυφές τους και τις κουρούνες που μια ανέβαιναν ψηλά μια χαμήλωναν» Στο μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται σε μια μέρα του 1923, από το πρωί που η κυρία Νταλογουέι, βγαίνει για να προμηθευτεί τα λουλούδια για τη βραδινή δεξίωσή της, μέχρι που «έφευγε η Έλι Χέντερσον, σχεδόν τελευταία, παρόλο που δεν τής είχε μιλήσει κανείς, αλλά ήθελε να δει τα πάντα, να τα διηγηθεί στην Ίντιθ. Ο Ρίτσαρντ κι η Ελίζαμπεθ ( ο άντρας και η κόρη της κυρίας Νταλογουέι: σημείωση δική μου) χαίρονταν που τελείωνε η δεξίωση, κι ο Ρίτσαρντ ήταν περήφανος για την κόρη του. Και δεν είχε σκοπό να τής το πει, αλλά τού ήταν αδύνατο και να κάνει αλλιώς. Την κοιτούσε, είπε, κι αναρωτιόταν, ποια είναι αυτή η όμορφη κοπέλα; κι ήταν η κόρη του! Εκείνη χάρηκε τόσο μ᾿ αυτό». Μέσα από το συνειρμό, έρχονται στην επιφάνεια οι ζωές των προσώπων, ένα χρωμάτισμα τής ζωής, με φως και σκιές, με πραγματώσεις και ματαιώσεις, με όνειρα και διαψεύσεις όπως ακριβώς είναι η ζωή. Το παραθεριστικό καλοκαιρινό Μπόρτον, ο αέρας τού Μπόρτον που ανέμιζε τις κουρτίνες στην ανοικτή μπαλκονόπορτα, το Μπόρτον των παιδικών και εφηβικών χρόνων και των πρώτων ερωτικών ψηλαφήσεων αναδύεται στο παρόν. Πάντα κάτω από την απάθεια του χρόνου, που σταθερά θυμίζουν τα χτυπήματα τού ρολογιού τού Μπινγκ Μπεν. Τρία είναι τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα: Η κυρία Κλαρίσα Νταλογουέι, ο Πίτερ Γουόλς ο έρωτας των εφηβικών της χρόνων στο Μπόρτον, και ο Σέπτιμους (Γουόρεν Σμιθ), ερείπιο ψυχικά από τον πόλεμο που έχει τελειώσει πριν λίγα χρόνια, μια περσόνα τής Γουλφ, στον οποίο έχει μεταβιβάσει όλο της το βαρύ ψυχικό φορτίο. Γύρω από αυτούς: Ο σύζυγος τής κυρίας Νταλογουέι "ο αξιοθαύμαστος" Ρίτσαρντ Νταλογουέι που τον επιλέγει η Κλαρίσα, παραμερίζοντας τα αισθήματά της για τον αιθεροβάμονα Πίτερ Γουόλς. Η φίλη των εφηβικών χρόνων τής Κλαρίσα και τού Πίτερ, η Σάλι Σίτον ένα όμορφο χαριτωμένο απερίσκεπτο κορίτσι, η οποία υπήρξε ό πρώτος πραγματικός έρωτας τής κυρίας Νταλογουέι. Η δεκαεφτάχρονη κόρη τής Κλαρίσα η Ελίζαμπεθ "ένας υάκινθος που δεν τον έχει δει ο ήλιος", και η θεούσα Δεσποινίς Ντόρις Κίλμαν "φρικτή γυναίκα" την αποκαλεί η Κλαρίσα, γιατί τής έχει ξεμυαλίσει την κόρη και τής την έχει αποπλανήσει ερωτικά (υποπτεύεται), εκτός από τη θρησκευτική σκουριά με την οποία έχει "λερώσει". Η Ρέζια (Λουκρέτσια) ένα λουλούδι από την Ιταλία, γυναίκα τού Σέπτιμους, που μαραίνεται κάθε μέρα μαζί του μοιραζόμενη τούς εφιάλτες που τον πνίγουν. Ο Χιου Γουίτμπρεντ ένας κενός τζέντλεμαν των Αγγλικών κολλεγίων, αναρριχώμενος συνεχώς και η πάντα άρρωστη γυναίκα του, Ίβλιν. Οι γιατροί Χολμς Μπρούερ και Γουίλιαμ Μπράντσο που, "νοσηλεύουν" τον Σέπτιμους και αποτελούν τούς στόχους για να ασκείται η Γουλφ με τα βέλη της. Η λαίδη Μίλισεντ Μπρούτον, με πολιτικές διασυνδέσεις και η γραμματέας της, δεσποινίδα Μίλι Μπρας, μια άχαρη κοπέλα, χωρίς καμιά θηλυκότητα. Ο κύριος Πάρι, ο πατέρας τής Κλαρίσα και ηλικιωμένη δεσποινίδα Πάρι —η θεία Χέλενα — αδερφή τού Πάρι. Την ανθολόγηση τού κειμένου την άρχισα για μένα, για να μπορώ να προσφεύγω εύκολα, στα πιο σημαντικά υφολογικά κομμάτια, πράγμα που στην εξέλιξη αποδείχθηκε χωρίς νόημα, γιατί τελικά απ᾿ αυτό το αριστούργημα δεν υπήρχε τίποτα για πέταμα. Μιας όμως και το άρχισα, το έφθασα μέχρι τέλους, με κάποιες παραλήψεις, έτσι και για να δικαιολογείται ό όρος ανθολόγηση, αλλά με απόλυτο σεβασμό στη μυθιστορηματική πλοκή. Στην αρχή αυτό έγινε από το βιβλίο "Η κυρία Νταλογουέι" εκδόσεις Μεταίχμιο μετάφραση Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου, και όπου συνάντησα σκιές, χρησιμοποίησα στη συνέχεια το ίδιο βιβλίο, στις εκδόσεις Μίνωας μετάφραση Βασιλική Κοκκίνου. Στο ανθολογούμενο κείμενο ως προς τα σημεία στίξης, για τα: του, τους, της, μου, σου, μας, σας, όταν είναι άρθρα ή προσωπικές αντωνυμίες, είναι τονισμένα ( τού κόσμου, τής είπα, μού έδωσε κλπ. ) και όταν είναι κτητικές αντωνυμίες είναι άτονα ( ο κήπος της, το όνομα σου). |
Η κυρία Νταλογουέι
Η κυρία Νταλογουέι είπε πως θα τα αγοράσει η ίδια τα λουλούδια.
Γιατί η Λούσι είχε δουλειές να κάνει. Οι πόρτες έπρεπε να βγουν απ᾿ τους μεντεσέδες·οι άντρες του Ραμπλμάγιερ θα έφταναν από στιγμή σε στιγμή. Κι έπειτα, σκέφτηκε η Κλαρίσα Νταλογουέι, τι όμορφο πρωινό — δροσερό, σαν δώρο προορισμένο για τα παιδιά στην ακρογιαλιά.
Τι τρέλα! Τι βύθισμα! Γιατί έτσι τής φαινόταν πάντα όταν, μ᾿ ένα ελαφρό τρίξιμο τών μεντεσέδων, που το άκουγε ακόμα και τώρα, άνοιγε διάπλατα την μπαλκονόπορτα και βουτούσε στον αέρα τής εξοχής στο Μπόρτον. Πόσο φρέσκος και γαλήνιος, πόσο πιο ασάλευτος φυσικά απ᾿ αυτόν εδώ, ήταν ο αέρας νωρίς το πρωί· σαν παφλασμός στο κύμα· σαν φιλί από κύμα· ψυχρός και κοφτερός, αλλά και βαρύς, για το δεκαοχτάχρονο τότε κορίτσι, που ένιωθε, καθώς στεκόταν εκεί στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα, πως κάτι φοβερό θα συμβεί· κοιτούσε τα λουλούδια, τα δέντρα με τα δακτυλίδια τής αχλής να ξεδιπλώνονται στις κορυφές τους και τις κουρούνες που μια ανέβαιναν ψηλά μια χαμήλωναν· στεκόταν και κοιτούσε, ώσπου είπε ο Πίτερ Γουόλς: «Στοχάζεσαι ανάμεσα στα λαχανικά;» —κάπως έτσι το είπε;— «Εγώ προτιμώ τούς ανθρώπους απ᾿ τα κουνουπίδια» — κάπως έτσι; Πρέπει να το είπε στο πρόγευμα κάποιο πρωί, όταν εκείνη είχε βγει στη βεράντα — ο Πίτερ Γουόλς. Μια απ᾿ αυτές τις μέρες θα ερχόταν απ᾿ την Ινδία, τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο, ξεχνούσε ποιο μήνα, γιατί τα γράμματά του ήταν φοβερά βαρετά· τις φράσεις του θυμόσουν· τα μάτια του, το σουγιά του, το χαμόγελό του, την παραξενιά του και, όταν εκατομμύρια πράγματα είχαν εξαφανιστεί εντελώς —τι περίεργο!—, μερικές φράσεις σαν αυτή για τα λάχανα. Άκουσε το ρολόι τού Μπιγκ Μπεν να χτυπά. Στην αρχή όπως όλα. Μια προειδοποίηση, μελωδική· μετά η ώρα, η αμετάκλητη. Πόσο ανόητοι είμαστε, σκέφτηκε, διασχίζοντας την οδό Βικτόρια. Ένας θεός ξέρει γιατί την αγαπάμε τόσο τη ζωή, γιατί την πλάθουμε, τη χτίζουμε γύρω μας, τη σωριάζουμε κάθε στιγμή, για να τη δημιουργήσουμε ξανά· δεν μπορεί να ρυθμιστεί με νόμους τού κράτους, ήταν σίγουρη. Την αγαπούν όλοι τη ζωή.
Ήταν μέσα Ιουνίου. Ο Πόλεμος είχε τελειώσει, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες νεκρούς, συντρίμμια και σπαραγμένους ανθρώπους.
Και παντού, παρόλο που ήταν ακόμη τόσο νωρίς, ο θόρυβος στους δρόμους ήταν μεγάλος. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να έρχεται —τα υπουργεία διαγράφονταν πίσω του, τι κατάλληλο φόντο—, κουβαλώντας ένα χαρτοφύλακα με το βασιλικό οικόσημο, ποιος άλλος απ᾿ τον Χιου Γουίτμπρεντ τον παλιό της φίλο τον Χιου — τον αξιοθαύμαστο Χιου!
«Καλή σου μέρα, Κλαρίσα!» είπε ο Χιου με κάπως υπερβολικό τρόπο, γιατί γνωρίζονταν από παιδιά. «Για πού το ᾿βαλες;»
«Λατρεύω να περπατάω στο Λονδίνο» είπε η κυρία Νταλογουέι. «Πραγματικά, είναι καλύτερα απ᾿ την εξοχή».
Μόλις είχαν φτάσει —δυστυχώς— για να επισκεφτούν γιατρούς. Οι Γουίτμπρεντ έρχονταν «για να δουν γιατρούς». Είναι πάλι άρρωστη η Ίβλιν; Η Ίβλιν είναι αδιάθετη, είπε ο Χιου, (πάντοτε υπερβολικά καλοντυμένος, προφανώς λόγω τής θεσούλας του στα Ανάκτορα). Ο Χιου όπως ήταν φουριόζος, την έκανε πάντοτε να αισθάνεται, κάπως ανεπαρκής δίπλα του· σαν μαθήτρια· αλλά ένιωθε συνδεδεμένη μαζί του, γιατί τον ήξερε τόσα χρόνια, αλλά και γιατί πράγματι θεωρούσε ότι ήταν καλός τύπος, με τον τρόπο του, παρόλο που τον Ρίτσαρντ (τον άντρα της), τον εξόργιζε, όσο για τον Πίτερ Γουόλς, ποτέ μέχρι σήμερα, δεν τής συγχώρεσε που τον συμπαθούσε.
Μπορεί ο Πήτερ να έλεγε, ότι ούτε καρδιά έχει ούτε μυαλό, ότι δεν έχει τίποτε άλλο εκτός απ᾿ τους τρόπους και την ανατροφή ενός άγγλου τζέντλεμαν, αυτό όμως ήταν απλά και μόνο ο αγαπημένος της ο Πίτερ στη χειρότερή του διάθεση· και μπορούσε να γίνει αφόρητος· μπορούσε να γίνει ανυπόφορος· αλλά ήταν αξιολάτρευτος όταν περπατούσες μαζί του ένα πρωινό σαν κι αυτό.
Έκαναν αιώνες να ιδωθούν εκείνη κι ο Πίτερ· εκείνη δεν τού έγραψε ποτέ και τα δικά του γράμματα ήταν ξερά φύλλα· αλλά ξαφνικά τής ερχόταν η ιδέα. Αν ήταν μαζί μου τώρα τι θα έλεγε, — κάποιες μέρες, κάποιες εικόνες τής τον ξανάφερναν στο νου με ηρεμία, χωρίς την παλιά πικρία· ίσως αυτή ήταν η ανταμοιβή της, που ενδιαφερόταν για τούς ανθρώπους. Αλλά ο Πίτερ —όσο όμορφη κι αν ήταν η μέρα, τα λουλούδια, το χορτάρι και το κοριτσάκι που ήταν ντυμένο στα ροζ— ο Πίτερ δεν έβλεπε τίποτε απ᾿ όλα αυτά. Η κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο κόσμος τον ενδιέφερε· ο Βάγκνερ, η ποίηση του Πόουπ, ο χαρακτήρας τών ανθρώπων, πάντοτε, και τα ελαττώματα τής δικής της ψυχής. Πως την επέπληττε! Πως μάλωναν! Θα παντρευτεί Πρωθυπουργό και θα στέκεται στην κορυφή τής σκάλας· η τέλεια οικοδέσποινα, έτσι την είχε χαρακτηρίσει (είχε κλάψει γι᾿ αυτό στην κρεβατοκάμαρά της), έχει τα προσόντα τής τέλειας οικοδέσποινας, είχε πει εκείνος.
Έτσι βρισκόταν πάλι στο Σεντ Τζέιμς Παρκ διαπιστώνοντας για μια ακόμα φορά πως είχε δίκιο —τόσο, μα τόσο δίκιο— που δεν τον παντρεύτηκε. Γιατί στο γάμο πρέπει να υπάρχει κάποιο περιθώριο, λίγη ελευθερία ανάμεσα στους ανθρώπους που ζουν μαζί στο ίδιο σπίτι· αυτά τής τα πρόσφερε ο Ρίτσαρντ, το ίδιο κι εκείνη σ᾿ αυτόν. (Πού βρισκόταν σήμερα το πρωί, για παράδειγμα; Σε κάποια επιτροπή, ποτέ δεν ρωτούσε σε ποια.) Αλλά με τον Πίτερ έπρεπε όλα να είναι μοιρασμένα· να συζητιούνται όλα. Ήταν αφόρητο, κι όταν έγινε εκείνη η σκηνή δίπλα στο σιντριβάνι στον κηπάκο, αναγκάστηκε να διακόψει μαζί του, διαφορετικά θα διαλύονταν, θα καταστρέφονταν κι οι δυο τους, ήταν πεπεισμένη· παρόλο που κουβαλούσε μέσα της για χρόνια τη θλίψη, την οδύνη, σαν βέλος μπηγμένο στην καρδιά της· κι έπειτα ο τρόμος τής στιγμής που κάποιος σε μια συναυλία τής είπε ότι παντρεύτηκε μια γυναίκα που είχε συναντήσει στο πλοίο, στο ταξίδι του προς την Ινδία.
Ψυχρή, άκαρδη, σεμνότυφη την αποκάλεσε. Ποτέ της δεν μπόρεσε να καταλάβει με ποιον τρόπο αγαπούσε εκείνος. Αλλά οι Ινδές προφανώς καταλάβαιναν — ανόητες, χαριτωμένες, ανάλαφρα απλοϊκές. Και ήταν ανώφελος ο οίκτος της. Γιατί είναι πολύ ευτυχισμένος, την είχε διαβεβαιώσει — απόλυτα ευτυχισμένος, παρόλο που δεν είχε κάνει ούτε ένα απ᾿ τα πράγματα για τα οποία μιλούσαν· ολόκληρη η ζωή του ήταν μια αποτυχία. Ακόμη την έκανε να θυμώνει αυτό.
Δεν θα έλεγε για κανέναν στον κόσμο τώρα ότι ήταν έτσι ή αλλιώς. Ένιωθε πολύ νέα· και ταυτόχρονα ανείπωτα γερασμένη. Περνούσε κοφτερή σαν μαχαίρι μέσα απ᾿ όλα· και την ίδια ώρα ήταν έξω και παρατηρούσε. Είχε πάντοτε την εντύπωση πως ήταν πολύ, μα πολύ επικίνδυνο να ζεις έστω και μια μέρα. Όχι πως θεωρούσε ότι ήταν έξυπνη ή ότι ξεχώριζε απ᾿ τους κοινούς θνητούς. Δεν ήξερε τίποτε· ούτε μια γλώσσα, ούτε ιστορία· σπάνια διάβαζε πια βιβλίο, εκτός από απομνημονεύματα στο κρεβάτι· κι όμως όλα αυτά την απορροφούσαν εντελώς·
Το μοναδικό της χάρισμα ήταν ότι καταλάβαινε τούς ανθρώπους σχεδόν από ένστικτο σκέφτηκε, συνεχίζοντας να περπατάει. Αλλά όλοι είχαν αναμνήσεις· εκείνη αγαπούσε αυτό, ό,τι είχε εδώ, τώρα, μπροστά της· τη χοντρή κυρία στο ταξί. Είχε καμία σημασία λοιπόν, αναρωτήθηκε, περπατώντας προς την οδό Μποντ, είχε σημασία που, μοιραία, θα έπαυε να υπάρχει· που όλα αυτά πρέπει να συνεχιστούν χωρίς αυτήν· πόσο τής κακοφαινόταν αυτό· ή μήπως δεν ήταν ανακουφιστικό να πιστεύει ότι με το θάνατο τελειώνουν τα πάντα; αλλά ότι με κάποιον τρόπο στους δρόμους τού Λονδίνου, στην παλίρροια τών πραγμάτων, εδώ, εκεί, αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει, ο Πίτερ εξακολουθούσε να υπάρχει, ζούσαν ο ένας μέσα στον άλλον, αυτή ήταν κομμάτι, ήταν βέβαιη, τών δέντρων τής πόλης· κομμάτι τών ανθρώπων που δεν είχε συναντήσει ποτέ· απλωμένη σαν αχλή ανάμεσα στους ανθρώπους που γνώριζε καλύτερα, κι αυτοί τη σήκωναν στα κλαριά τους, όπως είχε δει τα δέντρα να σηκώνουν την αχλή. Αλλά τι ονειρευόταν την ώρα που κοιτούσε την βιτρίνα τού Χάτσαρντς. Υπήρχαν τόσα μα τόσα βιβλία· αλλά κανένα δεν τής φαινόταν κατάλληλο να το πάει στην κλινική, στην Ίβλιν Γουίτμπρεντ. Δεν υπήρχε τίποτε που να μπορεί να κάνει αυτή την απερίγραπτα μαραμένη γυναικούλα ν᾿ αποκτήσει, όταν θα έμπαινε η Κλαρίσα στο δωμάτιό της, όψη εγκάρδια για μια στιγμή. Πόσο το ήθελε — να δείχνουν οι άνθρωποι ευχαριστημένοι την ώρα που μπαίνει, σκέφτηκε η Κλαρίσα, που έστριψε προς την οδό Μποντ, ενοχλημένη, επειδή ήταν ανόητο να κάνει πράγματα για άλλους λόγους. Πόσο το ήθελε — να δείχνουν οι άνθρωποι ευχαριστημένοι την ώρα που μπαίνει, σκέφτηκε η Κλαρίσα, που έστριψε κι άρχισε να επιστρέφει προς την οδό Μποντ, ενοχλημένη, επειδή ήταν ανόητο να κάνεις πράγματα, για άλλους λόγους. Θα προτιμούσε να είναι απ᾿ τους ανθρώπους, όπως ο Ρίτσαρντ, που έκαναν πράγματα για χάρη τών ίδιων τών πραγμάτων, ενώ, εκείνη, σκέφτηκε περιμένοντας να διασχίσει το δρόμο, τις μισές φορές δεν έκανε πράγματα με τρόπο απλό, για τα ίδια τα πράγματα· αλλά για να κάνει τούς ανθρώπους να σκεφτούν το ένα ή το άλλο· τέλεια ηλιθιότητα, το ήξερε επειδή κανείς δεν ζει δυο φορές. Ω, να μπορούσε να ξαναρχίσει τη ζωή της απ᾿ την αρχή! σκέφτηκε φτάνοντας στο πεζοδρόμιο, ακόμα κι η εμφάνισή της θα ήταν διαφορετική!
Είχε την παράξενη εντύπωση πως ήταν αόρατη· αθέατη· άγνωστη· δεν θα υπήρχε άλλος γάμος, δεν θα έκανε άλλα παιδιά. Ήταν η κυρία Νταλογουέι· ούτε καν η Κλαρίσα πια· αυτή ήταν η κυρία Ρίτσαρντ Νταλογουέι.
«Αυτό είν᾿ όλο» επανέλαβε, σταματώντας για ένα λεπτό στη βιτρίνα ενός καταστήματος με γάντια, όπου πριν από τον Πόλεμο μπορούσες να αγοράσεις σχεδόν τέλεια γάντια. Γάντια και παπούτσια· είχε πάθος με τα γάντια· αλλά η ίδια της η κόρη, η Ελίζαμπεθ, δεν έδινε δεκάρα τσακιστή, ούτε για το ένα ούτε για το άλλο.
Δεκάρα τσακιστή, σκέφτηκε, ανηφορίζοντας την οδό Μποντ μέχρι το κατάστημα που τής κρατούσε λουλούδια, όταν έκανε δεξίωση. Η Ελίζαμπεθ πάνω απ᾿ όλα ενδιαφερόταν για το σκύλο της. Ωστόσο, καλύτερα ο σκύλος παρά η δεσποινίς Κίλμαν· καλύτερα παρά να κάθεται κλεισμένη σ᾿ ένα πνιγηρό δωμάτιο με το προσευχητάρι. Μπορεί να είναι ερωτευμένη. Αλλά γιατί με τη δεσποινίδα Κίλμαν; Εν πάση περιπτώσει ήταν αχώριστες, κι η Ελίζαμπεθ, η δική της η κόρη, πήγε στη θεία Κοινωνία· και πως ντυνόταν, πως αντιμετώπιζε τούς ανθρώπους που γευμάτιζαν μαζί τους· δεν την ένοιαζε καθόλου· από την εμπειρία της πίστευε ότι η θρησκευτική έκσταση κάνει τους ανθρώπους άσπλαχνους· αμβλύνει τα συναισθήματά τους, γιατί η κυρία Κίλμαν θα έκανε τα πάντα για τούς Ρώσους, θα πέθαινε απ᾿ την πείνα για τούς Αυστριακούς, αλλά στον εαυτό της επέβαλλε βάσανα κι αυτό το θεωρούσε καλό, τόσο αναίσθητη ήταν, πάντα ντυμένη μ᾿ αυτό το πράσινο αδιάβροχο. Δεν υπήρχε περίπτωση να είναι στο δωμάτιο πέντε λεπτά και να μην σε κάνει να νιώσεις την ανωτερότητά της, τη δική σου κατωτερότητα· πόσο φτωχή ήταν· πόσο πλούσιος ήσουν εσύ· πως ζούσε σε μια τρώγλη χωρίς μαξιλάρι ή κρεβάτι ή χαλάκι ή οτιδήποτε άλλο, ότι η ψυχή της σκούριαζε από εκείνη την αδικία που είχε καρφωθεί μέσα της, την απόλυσή της απ᾿ το σχολείο στη διάρκεια του Πολέμου —, φτωχό, πικραμένο, δυστυχισμένο πλάσμα! Γιατί δεν σιχαινόσουν την ίδια, αλλά την ιδέα της, που αναμφίβολα είχε συγκεντρώσει στοιχεία που δεν ανήκαν στην ίδια τη δεσποινίδα Κίλμαν· είχε γίνει ένα από κείνα τα φαντάσματα που παλεύεις τη νύχτα· ένα από κείνα τα φαντάσματα που μας καβαλικεύουν, κυρίαρχοι και τύραννοι, και μας πίνουν το αίμα.
Την τριβέλιζε, όμως, που αναδευόταν μέσα της, αυτό το κτηνώδες τέρας! Που άκουγε κλαράκια να σπάνε, κι ένιωθε οπλές να χώνονται στα βάθη εκείνου τού πυκνόφυλλου δάσους, τής ψυχής· ανά πάσα στιγμή θ᾿ αναδευόταν το κτήνος, ιδίως μετά την αρρώστια της. Τής προξενούσε σωματικό πόνο κι έκανε όλη τη χαρά τής ομορφιάς, τής φιλίας, τής ευημερίας, τής αγάπης που την περιέβαλλε, να τρέμει και να κλονίζεται, σαν να υπήρχε πράγματι ένα κτήνος που σκάλιζε τις ρίζες.
Προχώρησε, ελαφριά, ψηλή, ευθυτενής, κι αμέσως την υποδέχτηκε η φεγγαροπρόσωπη δεσποινίς Πιμ, που είχε χέρια πάντα κατακόκκινα, σαν να τα κρατούσε στο κρύο νερό μαζί με τα λουλούδια.
Να τα λουλούδια: κρίνοι, μοσχομπίζελα, μάτσα πασχαλιές· και γαρίφαλα, άπειρα γαρίφαλα. Υπήρχαν τριαντάφυλλα· υπήρχαν ίριδες. Και καθώς άρχισε να πηγαίνει μαζί με τη δεσποινίδα Πιμ από βάζο σε βάζο για να διαλέξει, ανοησίες, ανοησίες, είπε στον εαυτό της, λες και αυτή η ομορφιά, αυτό το άρωμα, αυτό το χρώμα κι η δεσποινίς Πιμ που την συμπαθούσε, ήταν ένα κύμα που η ίδια άφηνε να κυλήσει πάνω της και να νικήσει αυτό το τέρας, να τα νικήσει όλα· και τη σήκωνε ψηλά, ακόμα πιο ψηλά, όταν — ωχ! ακούστηκε κάτι σαν μια πιστολιά έξω στο δρόμο!
Η βίαιη έκρηξη προήλθε από ένα αυτοκίνητο που είχε σταματήσει δίπλα στο πεζοδρόμιο. Φυσικά οι περαστικοί σταμάτησαν να κοιτάξουν και μόλις που πρόλαβαν να δουν το πρόσωπο κάποιου ανθρώπου εξαιρετικά σπουδαίου με φόντο την γκρίζα ταπετσαρία, προτού τραβήξει ένα ανδρικό χέρι το κουρτινάκι, και μετά το μόνο που φαινόταν ήταν ένα τετραγωνάκι γκριζωπό.
Ωστόσο φήμες κυκλοφόρησαν μονομιάς. Αλλά κανένας δεν ήξερε τίνος ήταν το πρόσωπο που είχαν δει. Ήταν το πρόσωπο τού Πρίγκιπα της Ουαλίας, τής Βασίλισσας, τού Πρωθυπουργού;
Ο Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, ο οποίος διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να περάσει, είχε ακούσει τον θόρυβο.
Ο Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, τριάντα ετών περίπου, με πρόσωπο χλωμό, μύτη ράμφος, καφέ παπούτσια και φθαρμένο αδιάβροχο, με αχνοκάστανα μάτια κι εκείνο το φοβισμένο βλέμμα που κάνει τούς ξένους να φοβούνται κι αυτοί.
Τα πάντα είχαν ακινητοποιηθεί. Η κυρία Νταλογουέι, πλησιάζοντας στη βιτρίνα με τα χέρια γεμάτα μοσχομπίζελα, κοίταξε έξω. Όλοι κοιτούσαν το αυτοκίνητο. Ο Σέπτιμους κοιτούσε. Δημιουργήθηκε κυκλοφοριακή συμφόρηση. Και να, εκεί στεκόταν το αυτοκίνητο, με τραβηγμένα τα κουρτινάκια του, που είχαν πάνω τους ένα παράξενο σχέδιο, σαν δέντρο, σκέφτηκε ο Σέπτιμους, κι αυτή η σταδιακή έλξη όλων τών πραγμάτων σ᾿ έναν πυρήνα μπροστά στα μάτια του, σαν να είχε αναδυθεί σχεδόν μέχρι την επιφάνεια κάτι φριχτό που ήταν έτοιμο να εκραγεί, να μετατραπεί σε φλόγες, τον τρόμαζε. Εγώ είμαι που κλείνω το δρόμο, σκέφτηκε ο Σέπτιμους. Δεν τον κοιτούσαν άραγε, δεν τον έδειχναν, δεν τον ζύγιαζαν εκεί, καρφωμένοι όπως ήταν στο πεζοδρόμιο, για κάποιο σκοπό; Αλλά για ποιο σκοπό;
«Ας προχωρήσουμε, Σέπτιμους» είπε η σύζυγός του η Λουκρέτσια, μια γυναίκα μικροκαμωμένη, με τεράστια μάτια στο κιτρινιάρικο μακρουλό πρόσωπό της· Ιταλίδα.
Αλλά και η ίδια η Λουκρέτσια ήταν αδύνατο να πάψει να κοιτάζει το αυτοκίνητο και το σχέδιο με το δέντρο πάνω στα κουρτινάκια. Ήταν η Βασίλισσα εκεί μέσα — η Βασίλισσα που πήγαινε για ψώνια;
«Έλα» είπε η Λουκρέτσια.
Αλλά ο άντρας της, — ήταν παντρεμένοι τέσσερα πέντε χρόνια — τώρα, τινάχτηκε, άρχισε να περπατά και είπε «Εντάξει!» θυμωμένα, σαν να τον είχε διακόψει.
Ο Σέπτιμους είχε πει «θα αυτοκτονήσω»· φοβερό να πει τέτοιο πράγμα. Κι αν τον είχαν ακούσει; Κοίταξε το πλήθος. Βοήθεια, βοήθεια! ήθελε να φωνάξει. Βοήθεια!
Το αυτοκίνητο με τα κουρτινάκια του κατεβασμένα προχώρησε προς το Πικαντίλι, με τα μάτια όλων ακόμη επάνω του, έχοντας ζωγραφίσει στα πρόσωπα και στις δυο πλευρές τού δρόμου την ίδια σκοτεινή υποψία σεβασμού για τη Βασίλισσα, ή τον Πρίγκιπα ή τον Πρωθυπουργό, κανείς δεν ήξερε. Αλλά δεν μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία ότι κάποια σημαντική προσωπικότητα καθόταν στο εσωτερικό· μια προσωπικότητα κατέβαινε, κρυμμένη, την οδό Μποντ, σε απόσταση αναπνοής απ᾿ τούς απλούς ανθρώπους, που μπορεί τώρα, για πρώτη και τελευταία φορά, να βρίσκονταν τόσο κοντά στην Αυτής Μεγαλειότητα τη Βασίλισσα τής Αγγλίας, αυτό το παντοτινό σύμβολο τού κράτους, που θα γίνει γνωστό από περίεργους αρχαιοδίφες που θα κοσκινίζουν τού χρόνου τα χαλάσματα, όταν το Λονδίνο θα είναι ένα χορταριασμένο μονοπάτι, κι όλοι όσοι περπατούν βιαστικά στο πεζοδρόμιο αυτό το πρωινό τής Τετάρτης δεν θα ᾿ναι παρά κόκαλα με λιγοστές βέρες ανακατεμένες με τη στάχτη τους και τα χρυσά σφραγίσματα αμέτρητων σαπισμένων δοντιών. Τότε θα γίνει γνωστό ποιο ήταν το πρόσωπο στο αυτοκίνητο.
Κατά πάσα πιθανότητα η Βασίλισσα, σκέφτηκε η κυρία Νταλογουέι, βγαίνοντας απ᾿ το ανθοπωλείο με τα λουλούδια της· η Βασίλισσα. Και για ένα λεπτό το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση απόλυτης αξιοπρέπειας, καθώς στεκόταν μπροστά στο κατάστημα, στο φως του ήλιου, ενώ το αυτοκίνητο περνούσε αργά, με τα κουρτινάκια του κατεβασμένα. Η κίνηση ήταν υπερβολική για τη συγκεκριμένη ώρα τής μέρας. Που και η ίδια η Βασίλισσα είχε κολλήσει στην κίνηση· η ίδια η Βασίλισσα να αδυνατεί να περάσει. Ένας αστυνομικός, σήκωσε το χέρι, ανάγκασε ένα λεωφορείο να κάνει στην άκρη, και το αυτοκίνητο πέρασε ανάμεσα. Αργά και πολύ σιωπηλά πήρε το δρόμο του.
Το αυτοκίνητο είχε φύγει, αλλά είχε αφήσει πίσω του, έναν ελαφρό κυμάτισμά που περνούσε μέσα απ᾿ τα γαντάδικα, τα καπελάδικα και τα ραφτάδικα στις δυο πλευρές τής οδού Μποντ. Κάτι τόσο ασήμαντο, καθημερινό, που κανένα μαθηματικό όργανο, όσο ικανό κι αν ήταν να μεταδίδει κραδασμούς στην Κίνα, δεν μπορούσε να καταγράψει τη δόνησή του· ωστόσο είχε πληρότητα εκπληκτική και ασκούσε στον κόσμο έλξη συναισθηματική· γιατί σε όλα τα καπελάδικα και τα ραφτάδικα, ξένοι κοιτάζονταν μεταξύ τους και σκέφτονταν τούς νεκρούς· τη σημαία· την Αυτοκρατορία. Σε μια παμπ σε κάποιον παράδρομο κάποιος άποικος από την Αμερική πρόσβαλε τον Οίκο τών Γουίνδσορ, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα κουβέντες βαριές, ποτήρια μπίρας σπασμένα και φασαρία γενική. Γιατί, όπως κατακαθόταν ο επιφανειακός αναβρασμός, για το αυτοκίνητο που πέρασε, έξυσε κάτι πολύ βαθύ.
Ψηλοί άντρες, άντρες ρωμαλέοι. καλοντυμένοι άντρες με φράκα και λευκά πουκάμισα που στέκονταν στο μπαλκόνι τής Λέσχης Γουάιτ και κοιτούσαν έξω, κατάλαβαν ενστικτωδώς ότι περνούσε κάποια σπουδαία προσωπικότητα. Αμέσως όρθωσαν το ανάστημά τους, έλυσαν τα χέρια, σαν να ήταν έτοιμοι ν᾿ ακολουθήσουν τον Ηγεμόνα τους αν χρειαζόταν, και να γίνουν βορά στα κανόνια, όπως είχαν κάνει πριν από αυτούς οι πρόγονοί τους. Εντωμεταξύ ένα μικρό πλήθος είχε συγκεντρωθεί στις πύλες τού Μπάκιγχαμ. Κι όλη την ώρα ένιωθαν τις φήμες να πληθαίνουν και να δονούν τα νεύρα στους μηρούς τους, στη σκέψη ότι τούς κοιτούσε κάποιο μέλος της βασιλικής οικογένειας· η Βασίλισσα που θα έκλινε το κεφάλι· ο Πρίγκιπας που θα χαιρετούσε· στη σκέψη της θεσπέσιας ζωής που χάρισαν οι ουρανοί στους Βασιλιάδες.
Ο μικρόσωμος κύριος Μπάουλι που είχε σφραγίσει με κερί τις βαθύτερες πληγές τής ζωής, αλλά μπορεί ξαφνικά, ανάρμοστα, συναισθηματικά, να τις άφηνε να ξεχειλίσουν ύστερα από ένα τέτοιο γεγονός —φτωχές γυναίκες που περίμεναν να δουν τη Βασίλισσα να περνά, φτωχές γυναίκες, καλά παιδάκια, ορφανά, χήρες, ο Πόλεμος, τι ντροπή!—, είχε δάκρυα στα μάτια.
Ξαφνικά ο ήχος αεροπλάνου τρύπησε απειλητικά τ᾿ αυτιά τού πλήθους. Πλησίαζε πετώντας πάνω απ᾿ τα δέντρα κι άφηνε πίσω του λευκό, καμπυλωτό, κυματιστό καπνό που έγραφε κάτι! σχημάτιζε γράμματα στον ουρανό! Κοίταξαν όλοι ψηλά.
Η Λουκρέτσια Γουόρεν Σμιθ, καθισμένη πλάι στον άντρα της σε μια σεζ λογκ, στο Μπρόουντ Γουόκ του Ρίτζεντς Παρκ, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό.
«Κοίτα, Σέπτιμους, κοίτα!» φώναξε. Επειδή ο δόκτωρ Χολμς τής είχε πει να κάνει τον άντρα της (ο οποίος δεν είχε τίποτε σοβαρό στην υγεία του, απλώς ήταν λίγο αδιάθετος) ν᾿ ασχολείται με πράγματα έξω απ᾿ τον εαυτό του.
Λοιπόν, σκέφτηκε ο Σέπτιμους, κοιτάζοντας ψηλά, σε μένα κάνουν σινιάλο. Όχι με πραγματικές λέξεις· δηλαδή, δεν μπορούσε ακόμη να διαβάσει τι έλεγε· αλλά σαφώς ήταν έτσι, αυτή η ομορφιά, αυτή η εξαίσια ομορφιά, και δάκρυα γέμισαν τα μάτια του καθώς κοιτούσε τις λέξεις τού καπνού, που αργόσβηναν και διαλύονταν στον ουρανό χαρίζοντάς του, με την ανεξάντλητη ευσπλαχνία τους και τη γελαστή καλοσύνη τους, το ένα σχήμα ασύλληπτης ομορφιάς μετά το άλλο και φανερώνοντάς του την πρόθεσή τους να τού προσφέρουν ομορφιά, περισσότερη ομορφιά, χωρίς λόγο, για πάντα, μόνο και μόνο για να τη βλέπει. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του.
Ο Σέπτιμους άκουσε τη φωνή μιας νταντάς, να μιλεί δίπλα στ᾿ αυτί του, βαθιά, σαν όργανο μελωδικό, αλλά με μια αγριάδα στη φωνή της, σαν ήχοι από τριζόνι που γρατζούνισε τη ραχοκοκαλιά του Σέπτιμους απολαυστικά, κι έστειλε μέχρι τον εγκέφαλό του κύματα ήχου, που χτύπησαν δυνατά, και έσπασαν. Πραγματικά θαυμάσια ανακάλυψη — ότι η ανθρώπινη φωνή μπορεί σε συγκεκριμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες, να εμφυσήσει ζωή στα δέντρα! Χαρούμενα η Ρέζια ακούμπησε το βάρος τού χεριού της στο γόνατό του, κι έτσι αυτός προσγειώθηκε, καθηλώθηκε, αλλιώς η διέγερση στις φτελιές που ορθώνονταν κι έγερναν, ορθώνονταν κι έγερναν τόσο περήφανα, τόσο υπέροχα, θα τον είχε τρελάνει. Αλλά δεν θα τρελαινόταν, θα έκλεινε τα μάτια του· δεν θα έβλεπε άλλο.
Αλλά τού έγνεφαν· τα φύλλα ήταν ζωντανά· τα δέντρα ήταν ζωντανά. Και τα φύλλα που συνδέονταν με εκατομμύρια ίνες με το κορμί το δικό του, εκεί που καθόταν, τού έκαναν αέρα, πάνω κάτω· όταν τεντωνόταν το κλαρί, έκανε κι αυτός το ίδιο. «Σέπτιμους!» είπε η Ρέζια. Εκείνος αιφνιδιάστηκε. «θα πάω ως το σιντριβάνι και θα γυρίσω» είπε εκείνη.
Γιατί δεν μπορούσε να το αντέξει άλλο. Ο δόκτωρ Χολμς μπορεί να έλεγε πως δεν υπάρχει πρόβλημα. Εκείνη θα προτιμούσε να ήταν νεκρός! Δεν μπορούσε να κάθεται δίπλα του, όταν αυτός κοιτούσε τόσο επίμονα και δεν την έβλεπε κι έκανε τα πάντα να μοιάζουν τρομακτικά· τον ουρανό και τα δέντρα, τα παιδιά που έπαιζαν· όλα ήταν φοβερά. Κι αυτός δεν θα αυτοκτονούσε· κι αυτή δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν. «Ο Σέπτιμους δουλεύει πάρα πολύ» — μόνο αυτό μπορούσε να πει στην ίδια τη μητέρα της. Η αγάπη σε κάνει μοναχικό, σκέφτηκε. Δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν, ούτε στον Σέπτιμους τώρα, και κοιτάζοντας πίσω, τον είδε να κάθεται μόνος του, φορώντας το φθαρμένο παλτό του, στη σεζ λογκ, καμπουριαστός, να κοιτάζει επίμονα. Κι ήταν δειλία να λέει ένας άντρας πως θα αυτοκτονήσει, αλλά ο Σέπτιμους είχε πολεμήσει· ήταν γενναίος· δεν ήταν ο Σέπτιμους που είχε γίνει τώρα. Έβαλε τον δαντελένιο γιακά της. Έβαλε το καινούργιο της καπέλο, κι αυτός δεν το παρατήρησε· κι ήταν χαρούμενος χωρίς εκείνη. Τίποτε δεν μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη χωρίς εκείνον! Τίποτε! Ήταν εγωιστής. Έτσι είναι οι άντρες. Γιατί δεν ήταν άρρωστος. Ο δόκτωρ Χολμς είπε πως δεν έχει τίποτε. Τέντωσε το χέρι της μπροστά. Κοίτα! Η βέρα της γλιστρούσε — πόσο είχε αδυνατίσει. Υπέφερε — αλλά δεν είχε κάποιον να το πει.
Μακριά ήταν η Ιταλία, τα λευκά σπίτια κι η κάμαρα όπου καθόταν η αδερφή της κι έφτιαχνε καπέλα, κι οι δρόμοι που γέμιζαν κάθε βράδυ με ανθρώπους που περπατούσαν, γελούσαν δυνατά, όχι με ψόφιους ανθρώπους όπως εδώ, τσουβαλιασμένους σε αναπηρικά καροτσάκια, που κοίταζαν λιγοστά μίζερα λουλούδια σε γλάστρες!
«Πού να βλέπατε τούς κήπους του Μιλάνου» είπε δυνατά. Αλλά σε ποιον το είπε;
Δεν υπήρχε κανείς. Τα λόγια της χάθηκαν. Όπως χάνεται ένα πυροτέχνημα. Οι σπίθες του χαράζουν την πορεία τους στη νύχτα κι ύστερα τής παραδίνονται, πέφτει το σκοτάδι, χύνεται πάνω στα περιγράμματα σπιτιών και πύργων· οι σκοτεινές πλαγιές τών λόφων γίνονται μαλακές κι αχνές. Αλλά παρόλο που έχουν χαθεί, η νύχτα είναι γεμάτη απ᾿ αυτές· στερημένες από χρώμα, χωρίς σχήμα, αποκτούν σημασία, εκπέμπουν ό,τι δεν μπορεί να μεταδώσει το ξεκάθαρο φως τής μέρας — τα βάσανα και την ανησυχία για τα πράγματα που σφίγγονται εκεί μέσα, στο σκοτάδι· που συνωστίζονται στο σκοτάδι· στερημένα απ᾿ την ανακούφιση που φέρνει η αυγή, καθώς βάφει τούς τοίχους άσπρους και γκρίζους, χαράζει το περίγραμμα τών παραθύρων, σηκώνει την πάχνη απ᾿ τα χωράφια, δείχνει τις καφετιές αγελάδες που μασουλάνε γαλήνια, κι όλα μάς φαίνονται πάλι στολισμένα· υπάρχουν ξανά. Είμαι μόνη· είμαι μόνη! φώναξε, ενώ στεκόταν δίπλα στο σιντριβάνι στο Ρίτζεντς Παρκ. Και ξαφνικά, σαν λες κι ένας βράχος στο χείλος τού γκρεμού βρέθηκε μπροστά της και να πάτησε πάνω του, είπε πως είναι η γυναίκα του, παντρεύτηκαν πριν από χρόνια στο Μιλάνο, είναι η γυναίκα του και δεν θα πει ποτέ, μα ποτέ, ότι είναι τρελός! Την ώρα που έστριβε, ο βράχος έπεσε· κι εκείνη γκρεμίστηκε. Γιατί εκείνος έχει φύγει, σκέφτηκε —έχει φύγει, όπως απειλούσε, πήγε να αυτοκτονήσει— πήγε να ριχτεί στις ρόδες κάποιας άμαξας! Αλλά όχι· εκεί ήταν· ακόμη καθόταν μόνος του, με το φθαρμένο παλτό του, τα πόδια σταυρωμένα, το βλέμμα καρφωμένο, μιλούσε δυνατά.
«Δεν πρέπει να κόβουν δέντρα οι άνθρωποι». (Αυτές τις ξαφνικές εκλάμψεις τις σημείωνε ο Σέπτιμους στο πίσω μέρος φακέλων.) Να αλλάξετε τον κόσμο. Κανείς δεν σκοτώνει από μίσος. Να το διαδώσετε (το σημείωσε). Περίμενε. Αφουγκράστηκε. Ένα σπουργίτι κούρνιασε στο κάγκελο απέναντι και τιτίβισε Σέπτιμους, Σέπτιμους, τέσσερεις ή πέντε φορές και συνέχισε, να κελαηδάει με την ίδια ένταση, διαπεραστικά, με λέξεις ελληνικές, πως δεν υπάρχει έγκλημα, και μ᾿ ένα άλλο σπουργίτι μαζί κελαηδούσαν με φωνές παρατεταμένες και διαπεραστικές, με λέξεις ελληνικές, απ᾿ τα δέντρα στο λιβάδι τής ζωής, πέρα απ᾿ το ποτάμι, όπου περπατούν οι νεκροί, πως δεν υπάρχει θάνατος.
«Τι λες;» είπε η Ρέζια ξαφνικά, ενώ καθόταν δίπλα του.
Τον διέκοψε πάλι! Πάντα τον διέκοπτε.
Μακριά απ᾿ τούς ανθρώπους — πρέπει να φύγουμε μακριά απ᾿ τούς ανθρώπους, είπε εκείνος (και πετάχτηκε πάνω), τώρα να πάνε εκεί, εκεί όπου υπήρχαν καθίσματα κάτω από ένα δέντρο,
Εκεί κάθισαν κάτω από ένα δέντρο.
«Κοίτα» τον ικέτεψε εκείνη, δείχνοντας μια μικρή ομάδα αγόρια που κουβαλούσαν μπαστούνια τού κρίκετ.
«Κοίτα» τον ικέτεψε, επειδή ο γιατρός τής είχε πει να τον κάνει να αντιλαμβάνεται πράγματα υπαρκτά, να πηγαίνει σε μιούζικ χολ, να παίζει κρίκετ — αυτό είναι κατάλληλο παιχνίδι, είπε ο γιατρός, ένα ωραίο παιχνίδι στην ύπαιθρο, το πιο κατάλληλο για τον άντρα της.
«Κοίτα» επανέλαβε.
Να κοιτάξει το αόρατο τον καλούσε η φωνή, που τώρα επικοινωνούσε μαζί του, μ᾿ αυτόν που ήταν ο σπουδαιότερος τής ανθρωπότητας, ο Σέπτιμους, που πρόσφατα είχε περάσει απ᾿ τη ζωή στο θάνατο, που ήταν απλωμένος σαν κάλυμμα κρεβατιού, σαν κουβέρτα από χιόνι που τη χτυπούσε μόνο ο ήλιος, για πάντα αξόδευτος, να βασανίζεται για πάντα, το εξιλαστήριο θύμα, παντοτινά να πάσχει, αλλά δεν το θέλει αυτό βόγκηξε, διώχνοντας αποπάνω του με μια κίνηση τού χεριού, τον πόνο τον παντοτινό, τη μοναξιά την παντοτινή.
«Κοίτα» επανέλαβε εκείνη, γιατί δεν έπρεπε να μιλάει δυνατά ο Σέπτιμους στον εαυτό του έξω απ᾿ το σπίτι.
«Μα κοίτα» τον ικέτεψε. Αλλά τι υπήρχε να κοιτάξει; Λιγοστά πρόβατα. Αυτό ήταν όλο.
Το δρόμο για το σταθμό Ρίτζεντς Παρκ τού μετρό — μπορούσαν να τής πουν το δρόμο για το σταθμό Ρίτζεντς Παρκ τού μετρό;— αυτό ήθελε να μάθει η Μέισι Τζόνσον. Είχε έρθει απ᾿ το Εδιμβούργο μόλις πριν από δυο μέρες.
«Όχι αποκεί — αποδώ!» κραύγασε η Ρέζια, σπρώχνοντάς τη στο πλάι, από φόβο μην δει τον Σέπτιμους.
Φαίνονταν παράξενοι κι οι δύο, σκέφτηκε η Μέισι Τζόνσον. Όλα φαίνονταν παράξενα. Πρώτη της φορά στο Λονδίνο, είχε έρθει να πιάσει δουλειά στο θείο της και διέσχιζε τώρα πρωί το Ρίτζεντς Παρκ· αυτό το καθισμένο ζευγάρι την τάραξε· η νεαρή γυναίκα φαινόταν ξένη, ο άντρας παράξενος· ακόμα κι όταν έφτανε στα βαθιά γεράματα, δεν θα έπαυε να θυμάται και να ψάχνει ανάμεσα στις αναμνήσεις της, πως είχε διασχίσει το Ρίτζεντς Παρκ ένα υπέροχο καλοκαιρινό πρωινό πριν από πενήντα χρόνια. Γιατί ήταν μόνο δεκαεννέα χρονών και τα είχε καταφέρει επιτέλους να έρθει στο Λονδίνο· και πόσο παράξενο ήταν αυτό το ζευγάρι, που το είχε ρωτήσει προς τα πού να πάει, η κοπέλα που πετάχτηκε και τίναξε το χέρι της, κι ο άντρας — φαινόταν φοβερά περίεργος· καβγάδιζαν, ίσως· χώριζαν για πάντα, ίσως· κάτι έτρεχε, το ήξερε.
Ω! (γιατί εκείνος ο νέος άντρας την είχε ταράξει τόσο. Κάτι έτρεχε, το ήξερε).
Φρίκη! Φρίκη! ήθελε να φωνάξει. (Είχε αφήσει τούς δικούς της ανθρώπους· την είχαν προειδοποιήσει τι θα συνέβαινε.)
Γιατί δεν έμεινε στο σπίτι της, φώναξε τρίβοντας την παλάμη της στη στρογγυλή κορυφή του σιδερένιου κιγκλιδώματος.
Εκείνο το κορίτσι, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ (που φύλαγε την κόρα τού ψωμιού για τούς σκίουρους και συχνά έτρωγε το μεσημεριανό της στο Ρίτζεντς Παρκ), δεν ξέρει τίποτε ακόμη· πραγματικά, τής φαινόταν προτιμότερο να είναι λίγο πιο απτές, λίγο πιο ελαστικές, λίγο πιο μετριοπαθείς, οι προσδοκίες σου. Ο Πέρσι έπινε. Λοιπόν, καλύτερα να έχεις γιο, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ. Είχε βασανιστεί πολύ εξαιτίας του και δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει σ᾿ ένα κορίτσι σαν εκείνο· θα παντρευτείς είσαι ομορφούλα, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ, θα παντρευτείς σκέφτηκε, και μετά θα μάθεις. Ω, οι μαγειρικές κι όλα τα άλλα. Κάθε άντρας έχει τα χούγια του. Τώρα, άλλο αν θα διάλεγα με τον ίδιο τρόπο άμα ήξερα, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ, και δεν μπορούσε να πνίξει την επιθυμία της να ψιθυρίσει κάποιες λέξεις στη Μέισι Τζόνσον· να νιώσει στις ζάρες τού σακουλιασμένου γέρικου προσώπου της, το φιλί τής λύπησης. Γιατί είναι δύσκολη η ζωή, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ. Και τι δεν είχε δώσει στη ζωή; Τριαντάφυλλα· σιλουέτα· τα πόδια της επίσης. (Έκρυψε τα γρομπιασμένα πόδια της κάτω απ᾿ τη φούστα.)
Τριαντάφυλλα, σκέφτηκε χλευαστικά. Σαχλαμάρες καλή μου. Γιατί πραγματικά, άμα σκεφτείς το φαγητό, το ποτό, το ζευγάρωμα, τις κακές μέρες και τις καλές, η ζωή δεν είναι σπαρμένη τριαντάφυλλα, κι επιπλέον, επιτρέψτε μου να σας πω, η Κάρι Ντέμπστερ διόλου δεν επιθυμούσε ν᾿ αλλάξει τη μοίρα της, με τη μοίρα οποιοσδήποτε άλλης γυναίκας! Αλλά εκλιπαρούσε λύπηση. Λύπηση, για τα τριαντάφυλλα που χάθηκαν. Λύπηση ζητούσε απ᾿ τη Μέισι Τζόνσον, ενώ στεκόταν δίπλα στο παρτέρι με τους υάκινθους.
«Μα τι κοιτάζουν όλοι;» είπε η Κλαρίσα Νταλογουέι στην υπηρέτρια που άνοιξε την πόρτα.
Ο προθάλαμος τού σπιτιού είχε τη δροσιά χώρου υπόγειου. Η μαγείρισσα σφύριζε στην κουζίνα. Άκουσε το κλικ τής γραφομηχανής. Αυτή ήταν η ζωή της· καθώς έσκυβε το κεφάλι πάνω απ᾿ το τραπεζάκι τού χολ, γέρνοντας κάτω απ᾿ το βάρος τής επίδρασης, ένιωσε ευλογημένη κι εξαγνισμένη, και είπε στον εαυτό της, πιάνοντας το μπλοκάκι με το τηλεφωνικό μήνυμα, ότι στιγμές σαν κι αυτήν είναι μπουμπούκια στο δέντρο τής ζωής, είναι άνθη του σκότους, σκέφτηκε (σαν να είχε ανθίσει κάποιο όμορφο τριαντάφυλλο μόνο και μόνο για να το δει εκείνη)· ούτε για μια στιγμή δεν είχε πιστέψει στον θεό· αλλά όλο και περισσότερο, σκέφτηκε, σηκώνοντας το μπλοκάκι, πρέπει να ανταμείβει κανείς στην καθημερινή ζωή τούς υπηρέτες, ναι, τούς σκύλους, και κυρίως τον Ρίτσαρντ τον άντρα της, που ήταν το θεμέλιο κάτω απ᾿ όλα αυτά —τούς χαρούμενους ήχους, τα πράσινα φώτα, ακόμα και τη μαγείρισσα που σφύριζε,— πρέπει να τούς ανταμείβει αντλώντας απ᾿ το απόθεμα τών εξαίσιων στιγμών, σκέφτηκε, σηκώνοντας το μπλοκάκι, ενώ η Λούσι στεκόταν δίπλα της, προσπαθώντας να εξηγήσει ότι
«Ο κύριος Νταλογουέι, κυρία—»
Η Κλαρίσα διάβασε στο μπλοκάκι: «Η λαίδη Μπρούτον επιθυμεί να μάθει αν ο κύριος Νταλογουέι θα γευματίσει μαζί της σήμερα το μεσημέρι».
«Ο κύριος Νταλογουέι, κυρία, μού είπε να σας πω ότι θα γευματίσει έξω το μεσημέρι».
«Ω!» είπε η Κλαρίσα, και, όπως το περίμενε, η Λούσι ένιωσε την απογοήτευσή της (αλλά όχι τη σουβλιά τού πόνου)· συναισθάνθηκε την αρμονία μεταξύ τους· κατάλαβε την υπόνοια· αναλογίστηκε πώς αγαπούν οι μεγαλοαστοί· χρύσωσε το μέλλον της με ηρεμία.
«Δε φοβάσαι» είπε η Κλαρίσα. Δε φοβάσαι ζέστη πια· επειδή το σοκ εξ αιτίας τού ότι η λαίδη Μπρούτον ζήτησε απ᾿ τον Ρίτσαρντ να γευματίσει μαζί του χωρίς την ίδια, εκείνη τη στιγμή την έκανε να τρεμουλιάσει, σαν το φυτό στην όχθη τού ποταμού, που νιώθει τη δόνηση απ᾿ το κουπί που περνάει, και τρεμουλιάζει: έτσι κλονίστηκε: έτσι τρεμούλιασε.
Η Μίλισεντ Μπρούτον, τα μεσημεριανά γεύματα τής οποίας έλεγαν ότι ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικά, δεν την είχε προσκαλέσει. Καμιά φτηνή ζήλια δεν μπορούσε να τη χωρίσει απ᾿ τον Ρίτσαρντ. Αλλά φοβόταν τον ίδιο το χρόνο και διάβαζε στο πρόσωπο τής λαίδης Μπρούτον —πλάκα ρολογιού χαραγμένη σε πέτρα άπονη— τη φθορά τής ζωής· πως κοβόταν κάθε χρόνο κομμάτι κομμάτι το μερίδιό της· πόσο λίγο ικανό ήταν πια το περιθώριο που απέμενε, να επεκταθεί, ν᾿ απορροφήσει, όπως στα νεανικά χρόνια, τα χρώματα, τις νοστιμιές, τούς ήχους τής ύπαρξης.
Άρχισε ν᾿ ανεβαίνει αργά αργά τη σκάλα, σαν να είχε φύγει από κάποια δεξίωση, όπου πότε στον ένα φίλο, πότε στον άλλον είχε δει την αντανάκλαση τού προσώπου της, τής φωνής της· σαν να είχε κλείσει την πόρτα πίσω της, να είχε βγει έξω και να στεκόταν μόνη, μια φιγούρα μοναχική στην τρομακτική νυχτιά ή μάλλον, για να είναι ακριβής, μπροστά στην επίμονη ματιά αυτού τού πρωινού τού Ιουνίου· ένοιωσε ξαφνικά ότι είχε μαραζώσει, ότι είχε γεράσει, δεν είχε στήθος, ότι ο μόχθος, η πνοή, το λουλούδιασμα τής μέρας, εκεί έξω, έξω απ᾿ το παράθυρο, ήταν έξω απ᾿ το σώμα της και το μυαλό της, που τώρα δεν λειτουργούσαν, εφόσον η λαίδη Μπρούτον, τα μεσημεριανά γεύματα τής οποίας έλεγαν ότι ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικά, δεν την είχε προσκαλέσει.
Υπήρχε ένα κενό στην καρδιά τής ζωής· μια σοφίτα. Ολοένα και πιο στενό θα γινόταν το κρεβάτι της. Το κερί μισοκαμένο, είχε προχωρήσει πολύ στα Απομνημονεύματα τού βαρόνου Μαρμπό. Επειδή οι συνεδριάσεις στο Κοινοβούλιο διαρκούσαν πολύ, ο Ρίτσαρντ επέμενε, μετά την αρρώστια της, να κοιμάται ανενόχλητη. Κι έτσι το δωμάτιο ήταν μια σοφίτα — το κρεβάτι στενό — και ξαπλώνοντας εκεί για να διαβάσει, επειδή κοιμόταν άσχημα, δεν μπορούσε ν᾿ απαλλαγεί από την παρθενικότητα που διατηρούσε από τη γέννησή της και κολλούσε πάνω της σαν σεντόνι. Ήταν ευχάριστη όσο ήταν κοπέλα, αλλά ξαφνικά ήρθε μια στιγμή —για παράδειγμα στο ποτάμι κάτω απ᾿ τα δέντρα στο Κλίβντεν— που, εξαιτίας κάποιας συστολής αυτού τού ψυχρού πνεύματος, απογοήτευσε τον Ρίτσαρντ. Το έβλεπε ότι υστερούσε. Δεν ήταν θέμα ομορφιάς· δεν ήταν θέμα μυαλού. Ήταν κάτι στο βάθος, που τη διαπότιζε· κάτι που έσπαζε τις επιφάνειες κι αναστάτωνε την επαφή ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα ή ανάμεσα σε γυναίκες. Αυτό μπορούσε αμυδρά να καταλάβει. Τής κακοφαινόταν, είχε έναν ενδοιασμό που ένας θεός ξέρει πώς είχε δημιουργηθεί, ή που, όπως ένιωθε, ήταν δημιούργημα τής Φύσης (τής σοφής μητέρας)· ωστόσο μερικές φορές δεν μπορούσε ν᾿ αντισταθεί στη χάρη κάποιας γυναίκας, όχι κοπέλας, γυναίκας, που ομολογούσε, όπως τής συνέβαινε συχνά, ένα μπλέξιμο, μια τρέλα. Κι είτε ήταν η συμπόνια, είτε η ομορφιά τους, είτε ότι ήταν μεγαλύτερη, είτε κάποια σύμπτωση —όπως ένα ανεπαίσθητο άρωμα ή ένα βιολί από δίπλα (πόσο παράξενη είναι η δύναμη τών ήχων κάποιες στιγμές)— που αναμφίβολα την έκανε να νιώθει, ό,τι ένιωθαν οι άντρες. Για μια στιγμή μονάχα· αλλά αρκούσε. Ήταν μια αποκάλυψη ξαφνική, σαν ένα κοκκίνισμα που προσπαθείς να σταματήσεις και μετά, καθώς αυτό απλώνεται, τού παραδίνεσαι και τρέχεις στην πιο μακρινή άκρη, τρεμουλιάζεις και νιώθεις τον κόσμο να κλείνει γύρω σου, διογκωμένος από σημασία πρωτοφανή, απ᾿ την πίεση μιας έκρηξης που σκίζει το λεπτό του δέρμα, αναβλύζει κι απλώνεται τόσο κατευναστικά σε σκασίματα και πληγές.
Αυτό το θέμα του έρωτα σκέφτηκε, (κρεμώντας το παλτό της), τού να ερωτεύεσαι γυναίκες. Για παράδειγμα, τη Σάλι Σίτον· τη σχέση της στο παρελθόν με τη Σάλι Σίτον. Δεν ήταν έρωτας αυτό, τελικά;
Καθόταν στο πάτωμα — αυτή ήταν η πρώτη της εικόνα απ᾿ τη Σάλι —, καθόταν στο πάτωμα με τα χέρια διπλωμένα γύρω απ᾿ τα γόνατά της, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Πού μπορεί να ήταν; Σε κάποια δεξίωση, πού, δεν ήταν βέβαιη, επειδή θυμόταν αμυδρά να λέει στο συνοδό της: «Ποια είναι αυτή;». Κι εκείνος τής είχε πει, και πρόσθεσε ότι οι γονείς της δεν τα πήγαιναν καλά (πόσο τη σόκαρε αυτό — να μαλώνουν οι γονείς κάποιου!). Αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της απ᾿ τη Σάλι. Είχε το είδος τής σπάνιας ομορφιάς που τόσο θαύμαζε: μελαχρινή, με μεγάλα μάτια, ένα γνώρισμα που, εφόσον δεν το είχε η ίδια, πάντα το ζήλευε — μια μορφή παραίτησης, σαν να μπορούσε να πει οτιδήποτε, να κάνει οτιδήποτε· ένα γνώρισμα πιο συχνό σε ξένες παρά σε Αγγλίδες. Η Σάλι έλεγε πάντοτε πως είχε γαλλικό αίμα στις φλέβες της, κάποιος πρόγονός της ήταν στην υπηρεσία της Μαρίας Αντουανέτας.
Μπορεί η Σάλι να ήρθε εκείνο το καλοκαίρι να μείνει στο Μπόρτον, εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά χωρίς δεκάρα στην τσέπη ένα βράδυ μετά το δείπνο, κι αναστάτωσε τόσο πολύ τη θεία Χέλενα που εκείνη δεν τής το συγχώρεσε ποτέ. Κάποιος φοβερός καβγάς είχε γίνει στο σπίτι της. Κυριολεκτικά δεν είχε δεκάρα εκείνη τη νύχτα που ήρθε στο σπίτι τους, — είχε βάλει ενέχυρο μια καρφίτσα για να μπορέσει να ταξιδέψει. Είχε φύγει απ᾿ το σπίτι της, σε μια στιγμή παραφοράς. Είχαν μείνει ξύπνιες όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας. Η Σάλι την είχε κάνει να νιώσει, για πρώτη φορά, πόσο προστατευμένη ήταν η ζωή της στο Μπόρτον. Δεν ήξερε τίποτε για το σεξ — τίποτε για τα κοινωνικά προβλήματα. Μια φορά είχε δει ένα γέρο να πεθαίνει σ᾿ ένα χωράφι — είχε δει αγελάδες αμέσως μόλις είχαν γεννήσει τα μοσχαράκια τους. Αλλά στη θεία Χέλενα δεν άρεσε ποτέ να κουβεντιάζει τίποτε (όταν τής έδωσε η Σάλι να διαβάσει Γουίλιαμ Μόρις, αναγκαστικά τον τύλιξε σε χοντρό καφέ χαρτί). Κάθονταν εκεί, ώρες ατελείωτες, και κουβέντιαζαν στην κρεβατοκάμαρά της στο πάνω πάτωμα τού σπιτιού, μιλούσαν για τη ζωή, για το πώς θα άλλαζαν τον κόσμο. Σκόπευαν να δημιουργήσουν ένα σύλλογο με σκοπό την κατάργηση τής ιδιοκτησίας, είχαν γράψει κι ένα γράμμα, αλλά δεν το ταχυδρόμησαν ποτέ. Οι ιδέες ήταν τής Σάλι, φυσικά —αλλά πολύ σύντομα είχε ενθουσιαστεί κι η ίδια—, διάβαζε Πλάτωνα στο κρεβάτι πριν από το πρωινό· διάβαζε Μόρις· διάβαζε Σέλεϊ με τις ώρες.
Ήταν εκπληκτική η επίδραση τής Σάλι, το χάρισμά της, η προσωπικότητά της. Ο τρόπος που χρησιμοποιούσε τα λουλούδια, για παράδειγμα. Στο Μπόρτον έβαζαν πάντα μικρά βαζάκια πάνω στο τραπέζι, κατά μήκος του. Η Σάλι έβγαινε, μάζευε αγριομολόχες, ντάλιες —όλα τα είδη των λουλουδιών που δεν είχαν συνδυαστεί ποτέ — έκοβε τις κορφές τους και τις άφηνε να επιπλέουν στο νερό σε γυάλες. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό — όταν έμπαινες στο δωμάτιο για το δείπνο, το ηλιοβασίλεμα. (Φυσικά η θεία Χέλενα πίστευε ότι ήταν φρικτό να μεταχειρίζεσαι έτσι τα λουλούδια.) Έπειτα ξεχνούσε το σφουγγάρι της κι έτρεχε στο διάδρομο γυμνή. Η Έλεν Άτκινς, εκείνη η βλοσυρή γρια-καμαριέρα, γκρίνιαζε — «Κι αν τύχει και περνάει κάποιος απ᾿ τούς κυρίους». Πράγματι, τούς σόκαρε τούς ανθρώπους. Είναι ακατάστατη, έλεγε ο μπαμπάς.
Το παράξενο, τώρα που γυρνούσε στο παρελθόν, ήταν η αγνότητα, η ηθικότητα τών συναισθημάτων της, για τη Σάλι. Δεν έμοιαζαν με τα συναισθήματα για έναν άντρα. Δεν είχαν ίχνος υστεροβουλίας αλλά μια ποιότητα που μπορούσε να υπάρξει μόνο ανάμεσα σε γυναίκες ανάμεσα σε κοπέλες που έχουν μόλις μεγαλώσει. Από τη δική της πλευρά υπήρχε προστατευτικότητα· τα συναισθήματά της προέρχονταν από μια αίσθηση σύμπραξης, ένα προαίσθημα ότι μοιραία κάτι θα τις χώριζε (πάντα μιλούσαν για το γάμο σαν να ήταν καταστροφή), που είχε ως αποτέλεσμα αυτή την αβρότητα, αυτή την προστατευτικότητα που προερχόταν περισσότερο απ᾿ την ίδια, παρά απ᾿ τη Σάλι. Επειδή εκείνη την περίοδο η Σάλι ήταν εντελώς απερίσκεπτη· έκανε τα πιο ηλίθια πράγματα για επίδειξη· έκανε ποδήλατο στο στηθαίο τής βεράντας· κάπνιζε πούρα. Παράλογη, ήταν — πολύ παράλογη. Αλλά η γοητεία της ήταν ακατανίκητη, για κείνη τουλάχιστον, που θυμάται ότι στεκόταν στο δωμάτιό της στο πάνω πάτωμα τού σπιτιού κρατώντας τη λεκάνη με το ζεστό νερό στα χέρια της, κι έλεγε: «Είμαστε κάτω απ᾿ την ίδια στέγη... κάτω απ᾿ την ίδια στέγη!».
Όχι, οι λέξεις δεν σήμαιναν τίποτε απολύτως γι᾿ αυτήν τώρα. Δεν μπορούσε καν να νιώσει την ηχώ τού παλιού συναισθήματος. Αλλά θυμόταν που τη διέτρεχε σύγκρυο και χτένιζε τα μαλλιά της εκστατική· (τώρα άρχιζε να ξανανιώθει το παλιό συναίσθημα, καθώς έβγαζε τις φουρκέτες απ᾿ τα μαλλιά της, τις άφηνε πάνω στην τουαλέτα της αρχίζοντας να χτενίζεται), οι κουρούνες πετούσαν πάνω κάτω, στο ρόδινο φως τού δειλινού, ντυνόταν, πήγαινε κάτω και διασχίζοντας το διάδρομο ένιωθε πως «Αν πέθαινα ετούτη τη στιγμή, ο θάνατός μου θα ήτανε για μένα η πιο μεγάλη ευτυχία». Έτσι ένιωθε — όπως κι ο Οθέλος, και το ένιωθε, ήταν πεπεισμένη, τόσο δυνατά όσο ήθελε ο Σαίξπηρ να το νιώθει ο Οθέλος, κι όλα αυτά επειδή πήγαινε στο δείπνο φορώντας το λευκό της φόρεμα, για να συναντήσει τη Σάλι Σίτον.
Φορούσε ροζ φόρεμα από οργαντίνα — ήταν δυνατόν; Όπως και να ᾿χει, έμοιαζε να λαμποκοπά, να φεγγοβολά, σαν πουλί ή μπαλόνι που μπήκε πετώντας στο σπίτι και πιάστηκε για μια στιγμή σε μια βατομουριά. Αλλά τίποτε δεν είναι τόσο παράξενο όταν είσαι ερωτευμένος (και τι άλλο θα μπορούσε να είναι αυτό εκτός από έρωτας;), όσο η απόλυτη αδιαφορία τών άλλων ανθρώπων. Η θεία Χέλενα απομακρύνθηκε μετά το δείπνο· ο μπαμπάς διάβαζε εφημερίδα. Ο Πίτερ Γουόλς μπορεί να ήταν εκεί, όπως κι η ηλικιωμένη δεσποινίς Κάμινγκς· ο Τζόζεφ Μπράιτκοπφ ήταν σίγουρα εκεί, επειδή ερχόταν κάθε καλοκαίρι ο κακομοίρης ο γεράκος, για βδομάδες ολόκληρες, κι έκανε πως διάβαζε γερμανικά μαζί της, αλλά στην πραγματικότητα έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε Μπραμς με φάλτσα φωνή.
Όλα αυτά ήταν απλώς φόντο για τη Σάλι. Στεκόταν δίπλα στο τζάκι και μιλούσε, με αυτή την ωραία φωνή της που έκανε ό,τι έλεγε να μοιάζει με χάδι στον μπαμπά, ο οποίος είχε αρχίσει να νιώθει έλξη γι᾿ αυτήν παρά τη θέλησή του, (ποτέ δεν το ξεπέρασε που τής δάνεισε ένα απ᾿ τα βιβλία του και το βρήκε μουλιασμένο στη βεράντα), όταν ξαφνικά είπε «Τι κρίμα να καθόμαστε μέσα!», κι όλοι βγήκαν στη βεράντα και περπατούσαν πάνω κάτω. Ο Πίτερ Γουόλς και ο Τζόζεφ Μπράιτκοπφ μιλούσαν για τον Βάγκνερ. Η ίδια κι η Σάλι έμειναν λίγο πίσω. Μετά ήρθε η πιο εξαίσια στιγμή τής ζωής της ολόκληρης, καθώς πέρασαν δίπλα από μια πέτρινη γούρνα με λουλούδια. Η Σάλι σταμάτησε· πήρε ένα λουλούδι· τη φίλησε στο στόμα. Όλος ο κόσμος γύρισε ανάποδα! Οι άλλοι εξαφανίστηκαν· ήταν εκεί, μόνη με τη Σάλι. Κι ένιωσε σαν να τής είχαν κάνει ένα δώρο, τυλιγμένο, και να τής είχαν πει να το φυλάξει, να μην το κοιτάξει — ένα διαμάντι, κάτι απείρως πολύτιμο, τυλιγμένο, που, καθώς περπατούσαν (πάνω κάτω, πάνω κάτω), το αποκάλυψε, ή μπορεί η λάμψη του ν᾿ αναδύθηκε μέχρι την επιφάνεια, η αποκάλυψη, το θρησκευτικό συναίσθημα! —, όταν ξαφνικά ο γερο-Τζόζεφ κι ο Πίτερ στάθηκαν μπροστά τους:
«Κοιτάτε τ᾿ άστρα;» είπε ο Πίτερ.
Σαν να είχες χτυπήσει το πρόσωπό σου σε τοίχο γρανιτένιο στο σκοτάδι! Ήταν σκανδαλώδες· απαίσιο!
Όχι για την ίδια. Ένιωσε μόνο πόσο βάναυσα, πόσο φρικτά φέρονταν ήδη στη Σάλι· ένιωσε την εχθρότητά του· τη ζηλοφθονία του· την αποφασιστικότητά του να εισχωρήσει στη συντροφικότητά τους. Όλα αυτά τα είδε όπως βλέπεις ένα τοπίο στο φως τής αστραπής — κι η Σάλι (ποτέ δεν την είχε θαυμάσει τόσο πολύ!) προχώρησε ιπποτικά, αήττητη. Γέλασε. Έβαλε τον γερο-Τζόζεφ να τής πει τα ονόματα τών αστεριών, κάτι που τού άρεσε να κάνει με μεγάλη σοβαρότητα. Στεκόταν εκεί: άκουγε. Άκουγε τα ονόματα τών αστεριών.
«Τι φρίκη!» είπε στον εαυτό της, σαν να το ήξερε απ᾿ την αρχή πως κάτι θα διέκοπτε, κάτι θα στάλαζε πίκρα στη στιγμή τής ευτυχίας της.
Αλλά πόσα θα χρωστούσε στον Πίτερ Γουόλς αργότερα. Πάντοτε όταν τον σκεφτόταν, για κάποιο λόγο αναλογιζόταν τούς καβγάδες τους — επειδή ήθελε τόσο πολύ να έχει καλή γνώμη γι᾿ αυτήν, ίσως. Τού χρωστούσε λέξεις: «συναισθηματικός», «πολιτισμένος»· ξεκινούσαν κάθε μέρα τής ζωής της, σαν να ήταν ο φύλακάς της. Ένα βιβλίο ήταν συναισθηματικό· μια στάση απέναντι στη ζωή ήταν συναισθηματική. «Συναισθηματική», ίσως να ήταν εκείνη που αναλογιζόταν το παρελθόν. Τι θα σκεφτόταν εκείνος, αναρωτήθηκε, όταν θα επέστρεφε;
Ότι είχε γεράσει η Κλαρίσα; θα το έλεγε ή θα τον έβλεπε να σκέφτεται, όταν επέστρεφε, ότι εκείνη είχε γεράσει; Αλήθεια ήταν. Μετά την αρρώστια της είχε σχεδόν ασπρίσει.
Ακουμπώντας την καρφίτσα της στο τραπέζι, ένιωσε έναν ξαφνικό σπασμό, σαν να είχαν βρει ευκαιρία να τη γραπώσουν, την ώρα τού στοχασμού της, παγωμένες αρπάγες. Δεν ήταν ακόμη γριά. Είχε μόλις μπει στα πενήντα δύο. Αρκετοί μήνες αυτής τής χρονιάς ήταν ακόμη ανέγγιχτοι. Ο Ιούνιος, ο Ιούλιος, ο Αύγουστος! Σχεδόν κάθε μήνας ήταν ολόκληρος, και σαν να ήθελε να πιάσει την τελευταία σταγόνα, η Κλαρίσα (πηγαίνοντας μέχρι την τουαλέτα τής κρεβατοκάμαράς της) βούλιαξε στον πυρήνα τής στιγμής, την ακινητοποίησε, εκεί — αυτή την πρωινή στιγμή τού Ιουνίου, όπου είχε συγκεντρωθεί η πίεση όλων τών άλλων πρωινών—, κοίταξε τον καθρέφτη, την τουαλέτα της κι όλα τα μπουκαλάκια με νέο μάτι, συγκέντρωσε όλο της το είναι σε κάποιο σημείο (με τα μάτια καρφωμένα στον καθρέφτη), είδε το ντελικάτο ροδαλό πρόσωπο τής γυναίκας που θα έδινε δεξίωση εκείνο το βράδυ· τής Κλαρίσα Νταλογουέι· τού εαυτού της.
Πόσα εκατομμύρια φορές είχε δει τον εαυτό της, και πάντα η ίδια ανεπαίσθητη σύσπαση! Σούφρωνε τα χείλη της, όταν κοιταζόταν στον καθρέφτη. Το έκανε για να γίνει το πρόσωπό της μυτερό. Αυτός ήταν ο εαυτός της — αιχμηρός, σαν βέλος· σαφής. Αυτός ήταν ο εαυτός της, όταν κάποια προσπάθεια, κάποια επιτακτικότητα να είναι ο εαυτός της, ένωνε τα χαρακτηριστικά, μόνο αυτή γνώριζε πόσο διαφορετικά, πόσο ασύμβατα ήταν, και φρόντιζε για χάρη τού κόσμου να γίνεται ένας πυρήνας, ένα διαμάντι, μια γυναίκα που καθόταν στο σαλόνι της κι αποτελούσε σημείο συνάντησης, χωρίς αμφιβολία, ένα φεγγοβόλημα σε κάποιων την ανούσια ζωή, ένα καταφύγιο για τούς μοναχικούς, ίσως· είχε βοηθήσει νέους που τής ήταν ευγνώμονες· προσπαθούσε να είναι πάντα η ίδια, να μην φανερώνει δείγματα τών άλλων πλευρών της — τα ελαττώματα, τις ζήλιες, τη ματαιοδοξία, την καχυποψία, όπως τώρα για τη λαίδη Μπρούτον που δεν την προσκάλεσε στο γεύμα· πράγμα που, σκέφτηκε (χτενίζοντας εντέλει τα μαλλιά της), ήταν εντελώς μικροπρεπές! Λοιπόν, πού ήταν το φόρεμά της;
Οι τουαλέτες της κρέμονταν στην ντουλάπα. Βυθίζοντας το χέρι της στο απαλό εσωτερικό, έβγαλε μαλακά το πράσινο φόρεμα και το πήγε μέχρι το παράθυρο. Το είχε σκίσει. Κάποιος είχε πατήσει τον ποδόγυρό του. Το είχε νιώσει να τραβιέται στη δεξίωση τής Πρεσβείας ψηλά, ανάμεσα στις πτυχές. Κάτω απ᾿ το τεχνητό φως, το πράσινό του γυάλιζε, αλλά τώρα στον ήλιο δεν έδειχνε τόσο έντονο, θα το επιδιόρθωνε. Οι καμαριέρες της είχαν τόσα να κάνουν, θα το φορούσε απόψε, θα έπαιρνε τις μεταξωτές κλωστές της, τα ψαλίδια της, την — πως τη λένε;— τη δαχτυλήθρα της, φυσικά, κάτω στο σαλόνι, επειδή έπρεπε και να γράψει και να βεβαιωθεί ότι γενικά όλα ήταν λίγο πολύ όπως έπρεπε.
Παράξενο, σκέφτηκε —, σταματώντας στο κεφαλόσκαλο και σφίγγοντας τα κομμάτια τού διαμαντιού, τού μοναδικού εκείνου προσώπου—, πως γνωρίζει μια οικοδέσποινα, την κάθε στιγμή, τη διάθεση τού σπιτιού της! Αχνοί ήχοι σκαρφάλωναν απ᾿ το πηγάδι τής σκάλας· το σούρσιμο τού σφουγγαρόπανου· χτυπηματάκια· κρότοι· βουή όταν άνοιγε η εξώπορτα· κάποια φωνή που επαναλάμβανε ένα μήνυμα στο υπόγειο· ο κουδουνιστός ήχος τών ασημικών στο δίσκο· τών γυαλισμένων ασημικών για τη δεξίωση. Όλα ήταν για τη δεξίωση.
Η Λούσι μπήκε στο σαλόνι με το δίσκο της προτεταμένο, ακούμπησε τα τεράστια κηροπήγια πάνω στο τζάκι, το ασημένιο κουτί στη μέση, γύρισε το κρυστάλλινο δελφίνι προς το ρολόι, θα έρχονταν· θα στέκονταν· θα μιλούσαν με την επιτηδευμένη προφορά που μπορούσε να μιμηθεί, κυρίες και κύριοι. Τη στιγμή εκείνη μπήκε η κυρία Νταλογουέι.
«Ω, Λούσι» είπε «τι ωραία που έγιναν τ᾿ ασημικά!».
Η Λούσι σταμάτησε στην πόρτα τού σαλονιού, και είπε πολύ δειλά, κοκκινίζοντας λίγο: Δεν μπορεί να βοηθήσει να φτιάξουν το φόρεμα;
Αφού, είπε η κυρία Νταλογουέι, έχει ήδη πολλά πράγματα να κάνει, τής φτάνουν και τής περισσεύουν, δεν χρειάζεται να έχει και το φόρεμα.
«Αλλά σ᾿ ευχαριστώ, Λούσι, σ᾿ ευχαριστώ» είπε η κυρία Νταλογουέι, σ᾿ ευχαριστώ, σ᾿ ευχαριστώ, συνέχισε να λέει (ενώ καθόταν στον καναπέ με το φόρεμα πάνω στα γόνατά της, τα ψαλίδια της, τις μεταξωτές κλωστές της), σ᾿ ευχαριστώ, σ᾿ ευχαριστώ, συνέχισε να εκφράζει την ευγνωμοσύνη της στους υπηρέτες της γενικά που τη βοηθούσαν να είναι έτσι, να είναι αυτό που ήθελε να είναι, ευγενική, γενναιόδωρη. Οι υπηρέτες της, τη συμπαθούσαν. Κι αυτό το φόρεμα — πού ήταν το σκίσιμο; να περάσει την κλωστή στη βελόνα τώρα. Ήταν το αγαπημένο της φόρεμα, ραμμένο απ᾿ τη Σάλι Πάρκερ, σχεδόν το τελευταίο που έφτιαξε, αλίμονο, επειδή η Σάλι είχε πια βγει στη σύνταξη. Ζούσε στο Ίλινγκ. Παράξενη γυναίκα, σκέφτηκε η Κλαρίσα, πραγματική καλλιτέχνιδα. Σκεφτόταν κάποια πράγματα έξω απ᾿ το συνηθισμένο — κι όμως τα φορέματά της δεν ήταν ποτέ περίεργα. Μπορούσες να τα φορέσεις στην εξοχή· στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Ηρεμία την περιέβαλε, γαλήνη, ικανοποίηση, καθώς η βελόνα της, τραβώντας μαλακά τη μεταξωτή κλωστή να την τεντώσει, ένωνε τις πράσινες πτυχές και τις στερέωνε, πολύ απαλά, στη ζώνη.
«Θεέ μου, το κουδούνι!» αναφώνησε η Κλαρίσα, σταματώντας τη βελόνα. Σε εγρήγορση, αφουγκράστηκε.
«Η κυρία Νταλογουέι θα με δεχτεί» είπε ο μεσήλικας στην είσοδο. «Ω, ναι, εμένα θα με δεχτεί» επανέλαβε, παραμερίζοντας τη Λούσι καλοσυνάτα, κι ανέβηκε τις σκάλες με μεγάλη ταχύτητα.
«Ναι, ναι, ναι» μουρμούριζε ενώ ανέβαινε τρέχοντας. «Εμένα θα με δεχτεί. Ύστερα από πέντε χρόνια στην Ινδία, η Κλαρίσα θα με δει».
«Ποιος μπορεί — τι μπορεί» ρώτησε η κυρία Νταλογουέι (σκεπτόμενη πως ήταν εξωφρενικό να τη διακόπτουν στις έντεκα το πρωί τής ημέρας που θα έκανε τη δεξίωσή της) ακούγοντας τα βήματα στη σκάλα. Άκουσε ένα χέρι στην πόρτα. Έκανε να κρύψει το φόρεμά της, σαν παρθένα που προστατεύει την αγνότητά της, σέβεται τον προσωπικό της χώρο. Το μπρούντζινο πόμολο έστριψε. Η πόρτα άνοιξε, και μπήκε — για μια στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί πως τον έλεγαν! τόσο έκπληκτη ήταν που τον έβλεπε, τόσο χαρούμενη, τόσο ντροπαλή, τόσο ξαφνιασμένη που δεχόταν την απρόσμενη επίσκεψη τού Πίτερ Γουόλς, το πρωί! (Δεν είχε διαβάσει το γράμμα του.)
«Πως είσαι, λοιπόν;» είπε ο Πίτερ Γουόλς τρέμοντας φανερά· πήρε στα χέρια του τα χέρια της· τα φίλησε. Έχει γεράσει, σκέφτηκε, ενώ καθόταν. Δεν θα τής πω τίποτε γι᾿ αυτό, σκέφτηκε, γιατί έχει πράγματι γεράσει. Με κοιτάζει, σκέφτηκε, κι ένιωσε μια ξαφνική αμηχανία να τον κυριεύει, παρόλο που είχε φιλήσει τα χέρια της. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη, έβγαλε έναν μεγάλο σουγιά και μισάνοιξε τη λεπίδα.
Εντελώς ίδιος, σκέφτηκε η Κλαρίσα· το ίδιο περίεργο βλέμμα· το ίδιο καρό κοστούμι· λίγο πιο στραβό το πρόσωπό του, λίγο πιο λεπτό, λίγο πιο στεγνό ίσως, αλλά δείχνει τόσο καλά, δεν άλλαξε καθόλου.
«Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!» αναφώνησε εκείνη. Είχε βγάλει το σουγιά του. Πόσο χαρακτηριστικό, σκέφτηκε η Κλαρίσα.
Μόλις χτες έφτασε, είπε· πρέπει να φύγει αμέσως για την επαρχία· πως πάνε τα πράγματα, τι κάνουν όλοι — ο Ρίτσαρντ, η Ελίζαμπεθ;
«Αυτό τι είναι;» είπε, γυρίζοντας το σουγιά του προς το πράσινο φόρεμα.
Είναι τόσο καλοντυμένος, σκέφτηκε η Κλαρίσα· αλλά εμένα πάντα με κριτικάρει.
Να τη, φτιάχνει το φόρεμά της· φτιάχνει το φόρεμά της όπως πάντα, σκέφτηκε εκείνος· εδώ καθόταν όλο αυτό το διάστημα που λείπω στην Ινδία· φτιάχνει το φόρεμά της· χαζολογάει· πηγαίνει σε δεξιώσεις· πάει μέχρι τη Βουλή και γυρίζει κι όλα τα σχετικά σκέφτηκε, νιώθοντας όλο και περισσότερο ενοχλημένος, όλο και περισσότερο αναστατωμένος, γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε τόσο κακό για κάποιες γυναίκες όσο ο γάμος, σκέφτηκε· και η πολιτική· και το να έχεις παντρευτεί ένα μέλος τού Συντηρητικού Κόμματος, σαν τον αξιοθαύμαστο Ρίτσαρντ. Έτσι έχουν, λοιπόν, τα πράγματα, σκέφτηκε, κλείνοντας το σουγιά του, με μιαν απότομη κίνηση.
«Ο Ρίτσαρντ είναι πολύ καλά. Ο Ρίτσαρντ είναι σε μια επιτροπή» είπε η Κλαρίσα.
Κι άνοιξε το ψαλίδι της και τού είπε· θα τον πείραζε να συνεχίσει αυτό που έκανε στο φόρεμά της, επειδή έχουν δεξίωση το βράδυ;
«Στην οποία δεν περιμένεις να σε προσκαλέσω» είπε. «Αγαπημένε μου Πίτερ!» είπε.
Ήταν υπέροχο να την ακούς να το λέει αυτό — αγαπημένε μου Πίτερ! Πραγματικά, ήταν όλα τόσο υπέροχα — τα ασημικά, οι καρέκλες· όλα τόσο υπέροχα!
Και γιατί δεν θα τον προσκαλέσει στη δεξίωσή της; ρώτησε.
Πόσο γοητευτικός είναι, σκέφτηκε η Κλαρίσα, πόσο γοητευτικός! απόλυτα γοητευτικός! Τώρα θυμάμαι πόσο δύσκολο ήταν να πάρω την απόφαση, και γιατί την πήρα την απόφαση —να μην τον παντρευτώ— αναρωτήθηκε, εκείνο το απαίσιο καλοκαίρι;
«Μα είναι τόσο εντυπωσιακό που ήρθες σήμερα το πρωί!» φώναξε, ακουμπώντας το ένα χέρι της πάνω στο άλλο, πάνω στο φόρεμά της.
«Θυμάσαι» είπε εκείνη «πώς ανέμιζαν οι κουρτίνες στο Μπόρτον;».
«Πράγματι» είπε εκείνος· και θυμήθηκε που έτρωγε πρωινό μόνος του, τι αμηχανία, με τον πατέρα της· ο οποίος είχε πεθάνει· κι αυτός δεν είχε γράψει στην Κλαρίσα. Αλλά δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τον γερο-Πάρι, εκείνο τον γκρινιάρη, λιγόψυχο γέρο, τον πατέρα τής Κλαρίσα, τον Τζάστιν Πάρι.
«Μακάρι να τα πήγαινα καλύτερα με τον πατέρα σου» είπε.
«Αφού αυτός ποτέ δεν συμπαθούσε όποιον, από τούς φίλους μας….» είπε η Κλαρίσα· καλύτερα να δάγκωνε τη γλώσσα της, παρά που τού θύμισε ότι ήθελε να την παντρευτεί.
Και βέβαια ήθελα, σκέφτηκε ο Πίτερ· ράγισε η καρδιά μου, σκέφτηκε· και τον κατέκλυσε η θλίψη του, που αναδύθηκε σαν τη σελήνη που βλέπεις απ᾿ τη βεράντα, τόσο ωχρή και όμορφη με το λιγοστό φως απ᾿ τη βασιλεμένη μέρα. Ήμουν πολύ πιο δυστυχισμένος απ᾿ ό,τι υπήρξα έκτοτε, σκέφτηκε. Και σαν να κάθονταν πραγματικά εκεί στη βεράντα, έσκυψε λίγο προς το μέρος της· άπλωσε το χέρι του· το σήκωσε· το άφησε να πέσει. Εκεί αποπάνω τους κρεμόταν η σελήνη. Κι εκείνη έμοιαζε να κάθεται μαζί του στη βεράντα, στο φεγγαρόφωτο.
«Το έχει ο Χέρμπερτ τώρα» είπε εκείνη. «Δεν πάω πια ποτέ εκεί» είπε.
Έπειτα, όπως συμβαίνει σε μια βεράντα στο φεγγαρόφωτο, όταν ο ένας αρχίζει να ντρέπεται που έχει ήδη αρχίσει να βαριέται, και παρ᾿ όλα αυτά κάθεται όπως κι ο άλλος σιωπηλός, πολύ ήσυχος, κοιτάζοντας θλιμμένα τη σελήνη, δεν θέλει να μιλήσει, κουνά το πόδι του, καθαρίζει το λαιμό του, παρατηρεί μια σπείρα που σχηματίζει το σίδερο στο πόδι ενός τραπεζιού, αναμοχλεύει ένα φύλλο, αλλά δεν λέει τίποτε — έτσι έκανε κι ο Πίτερ Γουόλς τώρα. Γιατί τον γύρισε ξανά στο παρελθόν; σκέφτηκε. Γιατί τον έκανε να τα σκεφτεί ξανά; Γιατί τον έκανε να υποφέρει, αφού τον είχε βασανίσει τόσο κολασμένα; Γιατί;
«Θυμάσαι τη λίμνη;» είπε εκείνη, με απότομη φωνή, κάτω απ᾿ την πίεση ενός συναισθήματος που κυρίευσε την καρδιά της, έκανε τούς μυς τού λαιμού της να σφιχτούν και τα χείλη της να συσπαστούν, καθώς έλεγε «λίμνη». Γιατί ήταν παιδί που έριχνε ψωμί στις πάπιες, και ταυτόχρονα γυναίκα μεγάλη, που ερχόταν στους γονείς της. Αυτοί στέκονταν δίπλα στη λίμνη, κι αυτή κρατώντας στα χέρια της τη ζωή της που, καθώς τούς πλησίαζε, μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα στην αγκαλιά της, ώσπου έγινε μια ζωή ολόκληρη, μια ζωή πλήρης, την οποία απόθεσε δίπλα τους κι είπε: «Ορίστε πως την έκανα τη ζωή μου! Ορίστε!». Και πώς την είχε κάνει; Πράγματι, πώς; να κάθεται εκεί και να ράβει σήμερα το πρωί μαζί με τον Πίτερ.
Κοίταξε τον Πίτερ Γουόλς· η ματιά της, περνώντας μέσα απ᾿ όλα αυτά τα χρόνια κι αυτά τα συναισθήματα, τον πλησίασε αβέβαιη· στάθηκε πάνω του δακρυσμένη· μετά σηκώθηκε και πέταξε μακριά, σαν πουλί που αγγίζει το κλαρί, σηκώνεται και πετάει μακριά. Με μια απλή κίνηση σκούπισε τα μάτια της.
«Ναι» είπε ο Πίτερ. «Ναι, ναι, ναι» είπε, σαν να είχε ανασύρει η Κλαρίσα στην επιφάνεια κάτι που δίχως άλλο τον πονούσε, καθώς ανέβαινε. Σταμάτα! Σταμάτα! ήθελε να φωνάξει. Γιατί δεν ήταν γέρος· η ζωή του δεν είχε τελειώσει· με κανέναν τρόπο. Μόλις είχε περάσει τα πενήντα. Να τής μιλήσω, σκέφτηκε, ή όχι; θα ήθελε να τής τα εξομολογηθεί όλα. Αλλά είναι τόσο ψυχρή, σκέφτηκε· ράβει, έχει το ψαλίδι της· η Ντέιζι θα έδειχνε τόσο συνηθισμένη δίπλα στην Κλαρίσα. Και θα με θεωρούσε αποτυχημένο, πράγμα που είμαι με τη δική τους λογική, σκέφτηκε· με τη λογική τών Νταλογουέι. Ω, ναι, δεν αμφέβαλλε γι᾿ αυτό· ήταν αποτυχημένος, σε σύγκριση μ᾿ όλα αυτά —το σκαλιστό τραπέζι, το χαρτοκόπτη στη βάση του, το δελφίνι και τα κηροπήγια, τα καλύμματα στις καρέκλες και τις παλιές πολύτιμες εγγλέζικες γκραβούρες— ήταν αποτυχημένος! Το σιχαίνομαι αυτό το τουπέ, σκέφτηκε· καμώματα τού Ρίτσαρντ, όχι τής Κλαρίσα· με εξαίρεση το γεγονός ότι τον παντρεύτηκε. (Σ᾿ αυτό το σημείο η Λούσι μπήκε στο δωμάτιο, κουβαλώντας ασημικά, κι άλλα ασημικά· αλλά πόσο γοητευτική, λεπτή, χαριτωμένη έδειχνε, σκέφτηκε, καθώς εκείνη έσκυψε να τα ακουμπήσει.) Κι έτσι είναι πάντα! Σκέφτηκε· τη μια εβδομάδα μετά την άλλη η ζωή τής Κλαρίσα· ενώ εγώ — σκέφτηκε· κι αμέσως όλα φάνηκαν να βγαίνουν από μέσα του: τα ταξίδια· οι βόλτες με το άλογο· οι καβγάδες· οι περιπέτειες· οι βραδιές μπριτζ· οι ερωτικές σχέσεις· η δουλειά· δουλειά, δουλειά! κι έβγαλε το σουγιά απροκάλυπτα —τον παλιό σουγιά του με τη λαβή από κέρατο που η Κλαρίσα μπορούσε να ορκιστεί ότι τον είχε τριάντα χρόνια— και τον έσφιξε στη γροθιά του.
Τι παράξενη συνήθεια, σκέφτηκε η Κλαρίσα· να παίζει πάντα μ᾿ ένα μαχαίρι. Πάντα σε έκανε να νιώθεις επιπόλαιος κι εσύ· κενός στο μυαλό· ένα σαχλό άτομο που φλυαρεί, όπως έκανε εκείνος. Αλλά κι εγώ, σκέφτηκε εκείνη, πιάνοντας πάλι τη βελόνα και ξαναρχίζοντας τη δουλειά της, κάλεσε, σαν βασίλισσα τής οποίας η φρουρά αποκοιμήθηκε και την άφησε απροστάτευτη (είχε ξαφνιαστεί τόσο απ᾿ την επίσκεψή του — την είχε αναστατώσει), οποιονδήποτε μπορούσε να μπει μέσα και να τη δει, εκεί που ήταν ξαπλωμένη με τις βατομουριές να γέρνουν αποπάνω της, κάλεσε σε βοήθεια όλα τα πράγματα που έκανε· τα πράγματα που τής άρεσαν· τον άντρα της· την Ελίζαμπεθ· τον εαυτό της με δυο λόγια, τον οποίο ο Πίτερ δεν γνώριζε και πολύ καλά τώρα, όλα τα κάλεσε να συγκεντρωθούν για να νικήσει τον εχθρό.
«Λοιπόν, εσύ τι έκανες;» είπε εκείνη. Προτού ξεκινήσει η μάχη, τα άλογα χτυπούν τις οπλές τους στο έδαφος· τινάζουν το κεφάλι τους· το φως λάμπει στα πλευρά τους· ο λαιμός τους λυγίζει. Έτσι κι ο Πίτερ Γουόλς με την Κλαρίσα προκαλούσαν ο ένας τον άλλο, καθισμένοι δίπλα δίπλα στον μπλε καναπέ. Οι δυνάμεις του τινάζονταν μέσα του και τον έκαιγαν. Συγκέντρωσε από παντού όλων των ειδών τα πράγματα· επαίνους· τη σταδιοδρομία του στην Οξφόρδη· το γάμο του, για τον οποίο εκείνη δεν ήξερε τίποτε απολύτως· πως είχε αγαπήσει· και γενικά είχε κάνει τη δουλειά του.
«Εκατομμύρια πράγματα!» αναφώνησε, και νιώθοντας τις συγκεντρωμένες δυνάμεις του να τον ωθούν σε επέλαση, πότε προς τη μια κατεύθυνση και πότε προς την άλλη, κάνοντάς τον να αισθάνεται τρομακτικός αλλά και εξαιρετικά χαρούμενος που έσκιζε τον αέρα πάνω στους ώμους ανθρώπων που δεν μπορούσε πια να δει, σήκωσε τα χέρια του στο μέτωπό του.
Η Κλαρίσα καθόταν με το κορμί στητό· πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Είμαι ερωτευμένος» είπε, όχι σ᾿ αυτήν ωστόσο, αλλά σε κάποια μορφή που στεκόταν ψηλά, κι έτσι δεν μπορούσες να την αγγίξεις, αλλά ήσουν υποχρεωμένος να αποθέσεις το στεφάνι σου στο χορτάρι, στο σκοτάδι.
«Ερωτευμένος» επανέλαβε, μιλώντας μάλλον στεγνά τώρα στην Κλαρίσα Νταλογουέι· «ερωτευμένος μ᾿ ένα κορίτσι στην Ινδία». Το είχε καταθέσει το στεφάνι του. Η Κλαρίσα μπορούσε να το κάνει ό,τι ήθελε.
«Ερωτευμένος!» είπε εκείνη. Μα στην ηλικία του, με το μικρό παπιγιόν του, να τού ρουφάει τη δύναμη αυτό το τέρας! Και δεν υπάρχει ίχνος σάρκας στο σβέρκο του· τα χέρια του είναι κόκκινα· κι είναι έξι μήνες μεγαλύτερος από μένα! τής είπαν τα μάτια της. Αλλά βαθιά στην καρδιά της το αισθάνθηκε, ότι είναι ερωτευμένος. Αυτό έχει, το ένιωσε· είναι ερωτευμένος.
Ο αδάμαστος εγωισμός που πάντα κατατροπώνει τα στίφη που τον αντιπαλεύουν, το ποτάμι που λέει συνέχισε, συνέχισε, συνέχισε· παρόλο που παραδέχεται πως μπορεί να μην υπάρχει κανένας σκοπός για μας, ακόμα και τότε λέει συνέχισε, συνέχισε· Αυτός ο αδάμαστος εγωισμός όρμησε στα μάγουλά της, χρωματίζοντάς τα· την έκανε να φαίνεται πολύ νέα· με όψη πολύ ροδαλή· με μάτια γεμάτα λάμψη, όπως καθόταν με το φόρεμά της πάνω στο γόνατό της και τη βελόνα της να τρεμοπαίζει πιασμένη στην άκρη τής μεταξωτής κλωστής. Ήταν ερωτευμένος! Όχι μαζί της. Με κάποια νεότερη γυναίκα, φυσικά.
«Και ποια είναι;» ρώτησε.
Τώρα αυτό το άγαλμα πρέπει να κατεβεί απ᾿ το βάθρο του και να τοποθετηθεί ανάμεσά τους.
«Μια γυναίκα παντρεμένη, δυστυχώς» είπε εκείνος· «σύζυγος ενός ταγματάρχη στο Στρατό τών Ινδιών».
Και με μια περίεργη γλυκύτητα ανάμεικτη με ειρωνεία χαμογέλασε, καθώς την έβαζε μ᾿ αυτό τον γελοίο τρόπο μπροστά στην Κλαρίσα.
(Παρ᾿ όλα αυτά, είναι ερωτευμένος, σκέφτηκε η Κλαρίσα.)
«Έχει» συνέχισε εκείνος, πολύ ήπια, «δυο μικρά παιδιά· ένα αγόρι κι ένα κορίτσι· ήρθα να δω τούς δικηγόρους μου για το διαζύγιο».
Να τοι! σκέφτηκε εκείνος. Κάν᾿ τους ό,τι θες. Κλαρίσα! Ορίστε, να τοι! Κι ενώ τα δευτερόλεπτα περνούσαν, τού φαινόταν ότι η σύζυγος τού ταγματάρχη του Στρατού τών Ινδιών, και τα δυο παιδάκια της, η δική του η Ντέιζι, γίνονταν πρόσωπα όλο και πιο αξιαγάπητα κάτω απ᾿ το βλέμμα τής Κλαρίσα· σαν να είχε ρίξει ο Πίτερ φως σ᾿ έναν πίνακα και να είχε αναδυθεί ένα όμορφο δέντρο, στον αλμυρό αέρα τής οικειότητάς τους (γιατί σε κάποια πράγματα κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν τον ένιωθε, όπως η Κλαρίσα), τής θαυμαστής οικειότητάς τους.
Τον κολάκεψε· τον κορόιδεψε, σκέφτηκε η Κλαρίσα· σχημάτισε την εικόνα τής γυναίκας, τής συζύγου τού ταγματάρχη στο Στρατό τών Ινδιών, με τρεις χαρακιές ενός μαχαιριού. Τι χαράμισμα! Τι τρέλα! Όλη του τη ζωή πάντα βαυκαλιζόταν ο Πίτερ· πρώτα η αποβολή του απ᾿ την Οξφόρδη· μετά ο γάμος του με την κοπέλα που γνώρισε στο πλοίο για την Ινδία· τώρα η γυναίκα ενός ταγματάρχη τού Στρατού τών Ινδιών —, ευτυχώς που είχε αρνηθεί να τον παντρευτεί! Παρ᾿ όλα αυτά, ήταν ερωτευμένος· ο παλιός της φίλος, ο αγαπημένος της ο Πίτερ, ήταν ερωτευμένος.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις;» τον ρώτησε. Ω, αυτό θα το αναλάβουν οι διακεκριμένοι δικηγόροι τού γραφείου Χούπερ και Γκρέιτλι, είπε. Και μάλιστα έκοψε τις άκρες τών νυχιών του, με το σουγιά του!
Για όνομα τού θεού, άσ᾿ τον το σουγιά! φώναξε μέσα της, με ασυγκράτητο εκνευρισμό· αυτή η ανόητη αντισυμβατικότητά του, η αδυναμία του· η ανικανότητά του να αντιληφθεί, τι ένιωθαν οι άλλοι, την ενοχλούσε, την ενοχλούσε πάντα· και τώρα στην ηλικία του, τι ανόητο!
Τα ξέρω όλα αυτά, σκέφτηκε ο Πίτερ· ξέρω τι με περιμένει, σκέφτηκε, περνώντας το δάχτυλό του πάνω απ᾿ τη λεπίδα τού σουγιά του, η Κλαρίσα κι ο Νταλογουέι κι όλοι οι υπόλοιποι· αλλά θα δείξω στην Κλαρίσα — κι έπειτα προς μεγάλη του έκπληξη, νικημένος από εκείνες τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις που έσκιζαν τον αέρα, αναλύθηκε σε δάκρυα· σε κλάμα· έκλαιγε χωρίς την παραμικρή ντροπή, καθισμένος στον καναπέ, τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του.
Κι η Κλαρίσα έγειρε μπροστά, έπιασε το χέρι του, τον τράβηξε κοντά της, τον φίλησε — ένιωσε το πρόσωπό του ν᾿ αγγίζει το δικό της κι ύστερα μπόρεσε να χαμηλώσει τα φτερά με την ασημένια λάμψη που ανέμιζαν σαν το χορτάρι στην τροπική καταιγίδα στο στήθος της, που, όταν κόπασε, τη βρήκε να τού κρατά το χέρι, να τού χτυπά καθησυχαστικά το γόνατο και να νιώθει, έτσι όπως είχε γείρει πίσω, εξαιρετική άνεση μαζί του, ξεγνοιασιά, όταν ξαφνικά κυριάρχησε η σκέψη: Αν τον είχα παντρευτεί, αυτή η ευθυμία θα ήταν όλη μέρα δική μου!
Όλα είχαν τελειώσει γι᾿ αυτήν. Το σεντόνι ήταν τεντωμένο και το κρεβάτι στενό. Είχε ανέβει μοναχή της στον πύργο και τούς είχε αφήσει να τρώνε βατόμουρα στον ήλιο. Η πόρτα είχε κλείσει, κι από εκεί, ανάμεσα στη σκόνη τών πεσμένων σοβάδων και τις ακαθαρσίες απ᾿ τις φωλιές τών πουλιών, πόσο μακρινή φαινόταν η θέα, κι οι ήχοι έφταναν ισχνοί και παγωμένοι, και Ρίτσαρντ, Ρίτσαρντ! φώναξε, όπως πετάγεσαι τη νύχτα κι απλώνεις το χέρι στο σκοτάδι, ζητώντας βοήθεια. Το γεύμα της λαίδης Μπρούτον ξανάρθε στο μυαλό της. Με άφησε· είμαι μόνη μου για πάντα, σκέφτηκε, σταυρώνοντας τα χέρια πάνω στο γόνατό της.
Ο Πίτερ Γουόλς σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο και στάθηκε με την πλάτη του γυρισμένη σ᾿ αυτήν, ανεμίζοντας το φουλάρι του. Έδειχνε κύριος τού εαυτού του, ξερός, έρημος, οι λεπτές ωμοπλάτες του διαγράφονταν κάτω απ᾿ το πανωφόρι του· φυσούσε τη μύτη του δυνατά. Πάρε με μαζί σου, σκέφτηκε αυθόρμητα η Κλαρίσα, λες κι εκείνος έφευγε αμέσως για κάποιο μεγάλο ταξίδι· κι έπειτα, την επόμενη στιγμή, ένιωσε πως είχαν πια τελειώσει οι πέντε πράξεις ενός έργου πολύ συναρπαστικού και συγκινητικού, κι εκείνη είχε ζήσει μια ζωή ολόκληρη μέσα τους κι είχε δραπετεύσει, είχε ζήσει με τον Πίτερ, και τώρα είχαν όλα τελειώσει.
Ήταν πια ώρα να κάνει κάποια κίνηση και, σαν γυναίκα που μαζεύει τα πράγματά της, κάπα, γάντια, κιάλια, και σηκώνεται για να βγει απ᾿ το θέατρο έξω στο δρόμο, σηκώθηκε απ᾿ τον καναπέ και πήγε στον Πίτερ.
Κι ήταν τρομερά παράξενο, σκέφτηκε εκείνος, πως εκείνη είχε ακόμη τη δύναμη, όπως τον πλησίαζε, τα κοσμήματά της κουδούνιζαν, τα ρούχα της θρόιζαν, πως είχε ακόμη τη δύναμη, ενώ διέσχιζε το δωμάτιο, να κάνει τη σελήνη —που αυτός σιχαινόταν — ν᾿ ανεβαίνει στον καλοκαιρινό ουρανό του Μπόρτον πάνω απ᾿ τη βεράντα.
«Πες μου» τής είπε, πιάνοντάς την απ᾿ τους ώμους. «Είσαι χαρούμενη, Κλαρίσα; Ο Ρίτσαρντ—»
Άνοιξε η πόρτα.
«Να η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ» είπε η Κλαρίσα συναισθηματικά, θεατρινίστικα ίσως.
«Χαίρω πολύ» είπε η Ελίζαμπεθ πηγαίνοντας προς το μέρος του.
Ο ήχος απ᾿ το Μπιγκ Μπεν, που χτύπησε τη μισή ώρα, έπεσε ανάμεσά τους με εξαιρετικό σφρίγος, σαν νεαρός δυνατός, αδιάφορος, ανέμελος, που κουνάει τα βαράκια του πέρα δώθε.
«Γεια σου, Ελίζαμπεθ!» φώναξε ο Πίτερ, χώνοντας το μαντίλι στην τσέπη του, και πηγαίνοντας γοργά προς το μέρος της είπε «Αντίο, Κλαρίσα», και χωρίς να την κοιτάξει, βγήκε απ᾿ το δωμάτιο γρήγορα, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα κι άνοιξε την πόρτα τού διαδρόμου.
«Πίτερ, Πίτερ» φώναξε η Κλαρίσα, τρέχοντας πίσω του μέχρι το κεφαλόσκαλο. «Τη δεξίωσή μου! Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου απόψε!» φώναξε, αναγκασμένη να υψώσει τη φωνή της για ν᾿ ακουστεί μέσα στη βουή τού δρόμου, με την κυκλοφορία και τον ήχο όλων τών ρολογιών που χτυπούσαν να την καλύπτει, τη φωνή της που έλεγε «Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου απόψε!» να ηχεί αδύναμη, ψιλή και μακρινή καθώς ο Πίτερ Γουόλς έκλεινε την πόρτα.
Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου, μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου, έλεγε ο Πίτερ Γουόλς καθώς κατηφόριζε το δρόμο, μιλώντας στον εαυτό του ρυθμικά, συντονισμένος με τη ροή του ήχου, τού απόλυτου, καθαρού ήχου τού Μπιγκ Μπεν, που χτυπούσε τη μισή ώρα. Μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο θα μπορούσε να ᾿ναι όπως αυτός, ερωτευμένος. Και να τος, αυτός ο τυχερός άντρας, ο ίδιος, που καθρεφτιζόταν στη βιτρίνα μιας εταιρείας αυτοκινήτων στην οδό Βικτόρια. Οι αποφάσεις που έπρεπε να πάρει μόνος του — αυτός, ο Πίτερ Γουόλς· που ήταν τώρα για πρώτη φορά στη ζωή του πραγματικά ερωτευμένος. Είχε σκληρύνει η Κλαρίσα, σκέφτηκε· αν και ήταν λίγο συναισθηματική, υποψιαζόταν. Ο τρόπος που είπε «Η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ!» — αυτό τον ενόχλησε. Γιατί όχι απλά «Αυτή είναι η Ελίζαμπεθ»; Ήταν ανειλικρινές. Ούτε στην Ελίζαμπεθ άρεσε. Γιατί, τούς καταλάβαινε τούς νέους· τού άρεσαν. Υπήρχε πάντα κάτι ψυχρό στην Κλαρίσα, σκέφτηκε. Είχε πάντοτε, ακόμα και όταν ήταν κορίτσι, μια μορφή δειλίας που όταν γίνεις μεσήλικας μετατρέπεται σε συμβατικότητα, κι έπειτα δεν γίνεται τίποτε, τίποτε, σκέφτηκε, κοιτάζοντας μάλλον θλιμμένα στο βάθος τής βιτρίνας, ενώ αναρωτιόταν αν την είχε ενοχλήσει η επίσκεψή του, εκείνη την ώρα· τον κατέκλυσε ντροπή ξαφνικά που φέρθηκε ανόητα· που ήταν τόσο συναισθηματικός· που τής τα είπε όλα, ως συνήθως, ως συνήθως.
Καθώς το σύννεφο διασχίζει τον ουρανό, σιωπή πέφτει στο Λονδίνο· πέφτει και στο μυαλό. Η προσπάθεια παύει. Ο χρόνος φτεροκοπά στο κατάρτι. Κι εκεί σταματάμε· εκεί στεκόμαστε. Άκαμπτος ο σκελετός τής συνήθειας στηρίζει μοναχός του το ανθρώπινο κορμί, όπου δεν υπάρχει τίποτε, είπε ο Πίτερ Γουόλς στον εαυτό του· ένιωθε κούφιος, εντελώς άδειος μέσα του. Η Κλαρίσα με απέρριψε, σκέφτηκε. Στεκόταν εκεί και σκεφτόταν. Η Κλαρίσα με απέρριψε.
Δεν ήταν γέρος, ούτε άκαμπτος, ούτε στο ελάχιστο στραγγισμένος. Όσο για το αν τον ένοιαζε τι έλεγαν γι᾿ αυτόν —οι Νταλογουέι, οι Γουίτμπρεντ κι οι όμοιοί τους— καρφάκι δεν τού καιγόταν καρφάκι (αν κι η αλήθεια ήταν ότι θα αναγκαζόταν, αργά ή γρήγορα, να δει αν θα μπορούσε να τον βοηθήσει ο Ρίτσαρντ να βρει δουλειά). Περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές, κάρφωνε το βλέμμα κι αγριοκοίταξε το άγαλμα τού Δούκα τού Κέιμπριτζ. Τον είχαν αποβάλει απ᾿ την Οξφόρδη — πράγματι. Ήταν σοσιαλιστής, αποτυχημένος κατά μία έννοια — πράγματι. Ωστόσο το μέλλον τού πολιτισμού, βρίσκεται σκέφτηκε, στα χέρια τέτοιων νέων ανθρώπων· νέων ανθρώπων όπως ήταν ο ίδιος, πριν από τριάντα χρόνια· με την αγάπη τους για τις αφηρημένες ιδέες· που έβαζαν να τούς στέλνουν βιβλία απ᾿ το Λονδίνο στην κορυφή τών Ιμαλαΐων· που διάβαζαν επιστήμες· που διάβαζαν φιλοσοφία. Το μέλλον βρίσκεται στα χέρια τέτοιων νέων ανθρώπων, σκέφτηκε.
Ανάλαφροι ήχοι, σαν τούς ήχους φύλλων στο δάσος ακούστηκαν πίσω του και μαζί μ᾿ αυτούς υπόκωφοι ρυθμικοί γδούποι, που προσπερνώντας τον, έκαναν τις σκέψεις του να κινηθούν στον ήχο τού τυμπάνου. Το βήμα του έγινε αυστηρό, χωρίς να το θέλει, καθώς ανέβαινε τη Γουάιτχολ. Αγόρια με στολές και όπλα παρέλαυναν με τα μάτια καρφωμένα μπροστά, παρέλαυναν με τα χέρια αλύγιστα, με αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους μια έκφραση σαν τα γράμματα ενός μύθου χαραγμένου στη βάση κάποιου αγάλματος που εγκωμιάζει το καθήκον, την ευγνωμοσύνη, την πίστη, την αγάπη για την Αγγλία.
Είναι, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, συνταιριάζοντας το βήμα του με το δικό τους, πολύ ωραία άσκηση. Ανεπηρέαστα απ᾿ τις ηδονές ή τα καθημερινά προβλήματα, είχαν τώρα ντυθεί την επισημότητα απ᾿ το στεφάνι που είχαν πάει να φέρουν απ᾿ το Φίνσμπερι Πέιβμεντ στο Κενοτάφιο. Είχαν δώσει τον όρκο τους. Η κυκλοφορία το σεβόταν αυτό· τα φορτηγά είχαν σταματήσει.
Δεν μπορώ να τούς προλάβω, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, καθώς παρέλαυναν στη λεωφόρο Γουάιτχολ, και πράγματι εκείνα συνέχισαν να παρελαύνουν, τον προσπέρασαν, τούς προσπέρασαν όλους, με το σταθερό τους βήμα, σαν να όριζε μία βούληση πόδια και χέρια, να κινηθούν ομοιόμορφα, ενώ η ζωή με την ποικιλία της, την έλλειψη ανεκτικότητας, ήταν θαμμένη κάτω από ένα πεζοδρόμιο με μνημεία και στεφάνια, ναρκωμένη με τη βοήθεια τής πειθαρχίας σ᾿ ένα σώμα άκαμπτο με μάτια ορθάνοιχτα. Ήσουν υποχρεωμένος να το σεβαστείς· μπορεί να γελούσες· αλλά ήσουν υποχρεωμένος να το σεβαστείς, σκέφτηκε. Εκεί πάνε, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, σταματώντας στην άκρη τού πεζοδρομίου· κι όλα τα αγάλματα στα βάθρα τους, ο Νέλσον, ο Γκόρντον, ο Χάβλοκ, οι μαύρες εντυπωσιακές εικόνες τών μεγάλων στρατιωτικών, που ορθοί κοίταζαν ευθεία μπροστά τους, λες και την είχαν αποκηρύξει κι αυτοί τη ζωή, όταν αντιμετώπισαν τούς ίδιους πειρασμούς και να που πέτυχαν τελικά το μαρμάρινο βλέμμα. Αλλά αυτό το βλέμμα ο Πίτερ Γουόλς δεν το επιθυμούσε στο ελάχιστο για τον εαυτό του· σκέφτηκε πως μπορούσε να το σέβεται στους άλλους. Μπορούσε να το σέβεται στα αγόρια. Δεν τα ξέρουν ακόμη τα βάσανα τής σάρκας, σκέφτηκε —, ενώ τα αγόρια εξαφανίζονταν προς την κατεύθυνση τής λεωφόρου Στραντ—, όλα αυτό που πέρασα εγώ, σκέφτηκε, διασχίζοντας το δρόμο και σταματώντας κάτω απ᾿ το άγαλμα τού Γκόρντον, τού Γκόρντον που τον λάτρευε όταν ήταν μικρός· τού Γκόρντον που στεκόταν μόνος του με το ένα πόδι υψωμένο και τα χέρια σταυρωμένα — δύστυχε Γκόρντον, σκέφτηκε.
Κι ακριβώς επειδή κανένας δεν ήξερε πως βρισκόταν στο Λονδίνο, εκτός απ᾿ την Κλαρίσα, τον κατέκλυσε μια παράξενη αίσθηση καθώς στεκόταν μοναχός του εκεί, ζωντανός, άγνωστος, στις έντεκα και μισή στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Τι είναι; Ποιος είμαι; Το μυαλό του βυθίστηκε σαν να ήταν σε βάλτο και τον άφησαν άναυδο τρία σπουδαία συναισθήματα: κατανόηση· απέραντη φιλανθρωπία· και τελικά, ως αποτέλεσμα τών άλλων, μια αχαλίνωτη, εξαίσια χαρά· σαν κάποιο χέρι να τραβούσε χορδές μέσα στο μυαλό του, να μετακινούσε παραθυρόφυλλα ενώ εκείνος, χωρίς να έχει καμία σχέση μ᾿ αυτό, στεκόταν στην αρχή ατελείωτων λεωφόρων, όπου μπορούσε να περιπλανηθεί, αν το διάλεγε. Χρόνια είχε να νιώσει τόσο νέος.
Είχε δραπετεύσει! ήταν απολύτως ελεύθερος — έτσι συμβαίνει όταν συντρίβεται η συνήθεια, όταν ο νους, σαν φλόγα αφύλαχτη, σκύβει και λυγίζει και φαίνεται έτοιμος να εκτοξευτεί απ᾿ τη βάση του. Χρόνια έχω να νιώσω τόσο νέος! σκέφτηκε ο Πίτερ, δραπετεύοντας (βέβαια μόνο για μια ώρα περίπου) απ᾿ το να είναι ακριβώς αυτό που ήταν και νιώθοντας σαν παιδί που το σκάει απ᾿ το σπίτι. Μα είναι τόσο ελκυστική, σκέφτηκε, διασχίζοντας την πλατεία Τραφάλγκαρ, για τη νεαρή γυναίκα, που προσπερνώντας το άγαλμα τού Γκόρντον φάνηκε, ώστε τη σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς (ευάλωτος καθώς ήταν), να πετάει το ένα πέπλο μετά το άλλο, ώσπου έγινε η γυναίκα που είχε πάντα στο νου του· νέα αλλά επιβλητική· χαρούμενη αλλά διακριτική· σκοτεινή αλλά σαγηνευτική.
Ισιώνοντας το σώμα του και μυστικά ψαχουλεύοντας το σουγιά του άρχισε να ακολουθεί αυτήν τη γυναίκα, αυτή την έξαψη, που αν και είχε την πλάτη γυρισμένη έδειχνε να ρίχνει πάνω του ένα φως που τους ένωνε, τον ξεχώριζε, λες και το ακανόνιστο βουητό τής κίνησης, είχε ψιθυρίσει μέσα από χέρια σε σχήμα χωνί, το όνομά του, όχι Πίτερ, αλλά το μυστικό του όνομα, αυτό με το οποίο αποκαλούσε τον εαυτό του στις προσωπικές σκέψεις του. «Εσύ» έλεγε εκείνη, μόνο «εσύ». Το έλεγε με τα λευκά της γάντια και τους ώμους της. Έπειτα η λεπτή μακριά κάπα που ανάδευε ο αέρας, τινάχτηκε με μια ευγένεια, που αγκάλιασε τα πάντα, με μια τρυφεράδα πένθιμη, σαν αγκαλιά που ανοίγει για να δεχτεί τον κουρασμένο --
Αλλά δεν είναι παντρεμένη· είναι νέα· αρκετά νέα, σκέφτηκε ο Πίτερ, και το κόκκινο γαρίφαλο που είχε δει ότι φορούσε εκείνη, καθώς διέσχιζε την πλατεία Τραφάλγκαρ, έλαμψε ξανά στα μάτια του, έβαψε κόκκινα τα χείλη της. Εκείνη σταμάτησε στην άκρη τού πεζοδρομίου. Η αξιοπρέπεια ήταν γραμμένη επάνω της. Δεν ήταν κοσμική σαν την Κλαρίσα· δεν ήταν πλούσια σαν την Κλαρίσα. Ήταν, αναρωτήθηκε ο Πίτερ την ώρα που εκείνη άρχισε να περπατά πάλι, ευυπόληπτη; Πνευματώδης, με παιγνιδιάρικη γλώσσα σαύρας, σκέφτηκε (γιατί πρέπει να είμαστε επινοητικοί, να δίνουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία για λίγη διασκέδαση), ένα ψύχραιμο υπομονετικό πνεύμα, ένα πνεύμα ορμητικό· όχι θορυβώδες.
Εκείνη προχώρησε· διέσχισε το δρόμο· την ακολούθησε. Το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε ήταν να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Ωστόσο αν κοντοστεκόταν εκείνη, θα τής έλεγε «Ελάτε να φάμε ένα παγωτό», αυτό θα τής έλεγε, κι εκείνη θα απαντούσε πολύ απλά «Ω, ναι».
Ωστόσο άλλοι άνθρωποι μπήκαν ανάμεσά τους στο δρόμο, βάζοντάς του εμπόδια, κάνοντάς μουντζούρα στο τοπίο του. Την ακολούθησε· εκείνη έστριψε. Είχαν χρώμα τα μάγουλά της· χλευασμό τα μάτια της· αυτός ήταν ένας τυχοδιώκτης, ένας απερίσκεπτος, σκέφτηκε ο Πίτερ, γρήγορος, τολμηρός, ένας πραγματικός (είχε μόλις χθες το βράδυ αποβιβαστεί απ᾿ το καράβι που ήρθε από την Ινδία) ρομαντικός πειρατής, αδιάφορος για όλα αυτά τα βρομο-αγαθά, τις κίτρινες ρόμπες, τις πίπες, τα καλάμια ψαρέματος στις βιτρίνες τών καταστημάτων· για την υπόληψη, τις δεξιώσεις και τούς περιποιημένους γέρους με τα λευκά πουκάμισα, κάτω απ᾿ τα γιλέκα τους. Αυτός ήταν ένας πειρατής. Κι αυτή συνέχισε να περπατάει, διέσχισε το Πικαντίλι, ανηφόρισε την οδό Ρίτζεντ, μπροστά του, με την κάπα της, τα γάντια της, τούς ώμους της να ταιριάζουν με τα κρόσσια, τις κορδέλες και τις εσάρπες με τα φτερά στις βιτρίνες, δημιουργώντας έναν αέρα γεμάτο πολυτέλεια και καπρίτσιο, που ξεχυνόταν απ᾿ τα καταστήματα στο πεζοδρόμιο, όπως το φως τής λάμπας που ταλαντεύεται τη νύχτα, πάνω απ᾿ τους φράχτες στη σκοτεινιά.
Γελαστή κι ευχάριστη είχε διασχίσει την οδό Όξφορντ κι έστριψε σ᾿ ένα δρομάκι και τώρα, τώρα, έφτασε η μεγάλη στιγμή, γιατί τώρα χρονοτριβούσε, άνοιξε την τσάντα της, και με μια ματιά προς τη μεριά του, όχι σ᾿ αυτόν, μια ματιά αποχαιρετιστήρια, ανακεφαλαίωσε την κατάσταση ολόκληρη και την απέρριψε θριαμβευτικά για πάντα, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε! Η φωνή τής Κλαρίσα που έλεγε «μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου. Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου», βούιζε στ᾿ αυτιά του. Το σπίτι ήταν ένα από αυτά τα συνηθισμένα σπίτια από κόκκινο τούβλο, καλάθια με λουλούδια κρέμονταν έξω που φάνταζαν μάλλον άτοπα. Όλα είχαν τελειώσει.
Λοιπόν, τέρμα η διασκέδαση· φτάνει ως εδώ, σκέφτηκε, κοιτώντας τα καλάθια με τα ωχρά γεράνια που ταλαντεύονταν. Σκορπίστηκαν τα μόριά της — τής διασκέδασής του τα μόρια, γιατί κατά ένα μεγάλο μέρος ήταν επινοημένη, το ήξερε πολύ καλά αυτό· επινοημένη ήταν αυτή η τρέλα με την κοπέλα· όπως επινοείς το καλύτερο κομμάτι τής ζωής σκέφτηκε, — επινοείς τον εαυτό σου· έτσι είχε επινοήσει κι εκείνη· είχε δημιουργήσει μια θεσπέσια διασκέδαση και κάτι περισσότερο. Αλλά πόσο παράξενη και πόσο αληθινή· όλα αυτά δεν μπορείς να τα μοιραστείς — σκορπίστηκαν τα μόριά της.
Ήταν υπέροχο το πρωινό. Σαν το χτύπο μιας καρδιάς τέλειας, η ζωή παλλόταν στους δρόμους. Χωρίς αναζήτηση· χωρίς δισταγμό. Ορμητικά, με ακρίβεια, συνέπεια, αθόρυβα. Να, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα. Η κοπέλα, με τις μεταξωτές κάλτσες, τα φτερά, εφήμερη, αλλά όχι ιδιαίτερα ελκυστική για τα γούστα του, (γιατί είχε κι αυτός επικριτική διάθεση), κατέβηκε. Αξιοθαύμαστους μπάτλερ, καφετιά σκυλιά ράτσας, διαδρόμους στρωμένους με ασπρόμαυρους ρόμβους, λευκές κουρτίνες που ανέμιζαν είδε ο Πίτερ μέσα απ᾿ την ανοιχτή πόρτα· και τα ενέκρινε. Ένα εξαίσιο επίτευγμα με τον δικό του τρόπο ήταν, εντέλει, το Λονδίνο· η εποχή· ο πολιτισμός. Καθώς προερχόταν από μια ευυπόληπτη οικογένεια Άγγλων στην Ινδία, η οποία επί τρεις γενεές τουλάχιστον διοικούσε μια μεγάλη χώρα, (παράξενο σκέφτηκε, τι αισθήματα έχω γι᾿ αυτό, αντιπαθούσε τόσο την Ινδία, την αυτοκρατορία και το στρατό), υπήρχαν στιγμές που ο πολιτισμός, ακόμα κι αυτού τού είδους ο πολιτισμός, τού φαινόταν προσφιλής σαν κτήμα του προσωπικό· στιγμές περηφάνιας για την Αγγλία· τούς μπάτλερ· τα σκυλιά ράτσας· την ασφάλεια τών κοριτσιών. Είναι γελοίο, αλλά υπάρχει, σκέφτηκε. Οι γιατροί, οι έμποροι και οι ικανές γυναίκες με τις ασχολίες τους, συνεπείς, σε εγρήγορση, εύρωστοι, τού φαίνονταν απόλυτα αξιοθαύμαστοι, καλοί άνθρωποι, στους οποίους μπορούσε κάποιος να εμπιστευτεί τη ζωή του, σύντροφοι στην τέχνη τής ζωής, που θα έμεναν μαζί σου ως το τέλος. Με τα καλά της και τα στραβά της, η παράσταση αυτή ήταν καλή· θα καθόταν στη σκιά να καπνίσει.
Να το, το Ρίτζεντς Παρκ. Ναι. Μικρός είχε κάνει βόλτες στο Ρίτζεντς Παρκ — παράξενο, σκέφτηκε, πώς έρχεται διαρκώς στη μνήμη μου η σκέψη τής παιδικής μου ηλικίας, επειδή είδα την Κλαρίσα ίσως· γιατί οι γυναίκες ζουν περισσότερο στο παρελθόν απ᾿ ό,τι εμείς, σκέφτηκε. Μένουν προσκολλημένες σε μέρη· και στους πατεράδες τους — μια γυναίκα είναι πάντα περήφανη για τον πατέρα της. Το Μπόρτον ήταν ωραίο μέρος, πολύ ωραίο μέρος, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να τα πάω καλά με το γέρο, σκέφτηκε. Έγινε σκηνή ένα βράδυ — ένας καβγάς για κάτι, δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ακριβώς. Για την πολιτική προφανώς.
Ναι, το θυμόταν το Ρίτζεντς Παρκ· το μεγάλο ευθύ μονοπάτι· το σπιτάκι απ᾿ όπου αγόραζες μπαλόνια στ᾿ αριστερά· ένα περίεργο άγαλμα με μια επιγραφή σε κάποιο σημείο του ή κάτι τέτοιο. Αναζήτησε ένα άδειο παγκάκι. Δεν ήθελε να τον ενοχλήσουν (γιατί νύσταζε λιγάκι), άνθρωποι που θα ρωτούσαν την ώρα. Μια ηλικιωμένη γκριζομάλλα γκουβερνάντα, με το μωρό κοιμισμένο στο καρότσι του — αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να βρει· να καθίσει στην άλλη άκρη στο ίδιο παγκάκι.
Έχει περίεργη εμφάνιση αυτό το κορίτσι, σκέφτηκε, καθώς θυμήθηκε την Ελίζαμπεθ την ώρα που μπήκε στο δωμάτιο και στάθηκε δίπλα στη μητέρα της. Έχει μεγαλώσει· έχει ψηλώσει πολύ, δεν θα την έλεγες ακριβώς χαριτωμένη· ελκυστική μάλλον, και δεν μπορεί να είναι πάνω από δεκαοχτώ. Μάλλον δεν τα πάει καλά με την Κλαρίσα. «Να η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ», κάτι τέτοιο είπε —γιατί όχι απλώς «Να η Ελίζαμπεθ»;— στην προσπάθειά της να προφασιστεί, όπως κι οι περισσότερες μανάδες, ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά απ᾿ ό,τι στην πραγματικότητα. Δείχνει υπερβολικά μεγάλη εμπιστοσύνη στη γοητεία της, σκέφτηκε. Το παρακάνει.
Μια μεγάλη σκούπα σάρωσε και απάλυνε τα πάντα στο μυαλό του, σάρωσε κλαριά που κουνιόνταν, παιδικές φωνές, σύρσιμο ποδιών, ανθρώπους που περνούσαν, το βουητό τής κίνησης, που πότε μεγάλωνε, πότε κόπαζε. Βυθίστηκε όλο και πιο βαθιά στα πούπουλα και στα φτερά τού ύπνου, βυθίστηκε και χάθηκε.
Η γκριζομάλλα γκουβερνάντα ξανάπιασε το πλεκτό της την ώρα που ο Πίτερ Γουόλς, στο ζεστό παγκάκι δίπλα της, άρχισε να ροχαλίζει. Με το γκρίζο φόρεμά της —κουνούσε τα χέρια της ακαταπόνητα, αλλά ήσυχα— έμοιαζε με υπέρμαχο τών δικαιωμάτων όσων κοιμούνται, σαν αυτές τις φασματικές παρουσίες που αναδύονται στο λυκόφως σε δάση φτιαγμένα από ουρανό και κλαριά.
Ίσως εκ πεποιθήσεως άθεος, εκπλήσσεται με τις στιγμές τής ψυχικής ανάτασης. Τίποτε δεν υπάρχει έξω από μάς, εκτός από την ψυχική μας διάθεση, θεωρεί· μια επιθυμία για γαλήνη, ανακούφιση, κάτι έξω από αυτούς τούς άθλιους πυγμαίους, αυτούς τούς αδύναμους, αυτούς τούς άσχημους, αυτούς τούς πεινασμένους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες. Αλλά αν μπορεί να τη συλλάβει ο νους του, τότε κατά κάποιον τρόπο υφίσταται θεωρεί, και προχωρώντας στο μονοπάτι με τα μάτια στον ουρανό ταχύτατα, τα προικίζει με γυναικεία φύση.
Αυτά τα οράματα είναι μια αστείρευτη πηγή ωφέλειας για τον μοναχικό ταξιδιώτη· είτε μουρμουρίζουν στ᾿ αυτί του, σαν τις σειρήνες που κλυδωνίζονται στα πράσινα κύματα της θάλασσας· είτε πετάγονται μπροστά στο πρόσωπό του σαν μπουκέτα τριαντάφυλλα· είτε ανεβαίνουν στην επιφάνεια σαν ωχρά πρόσωπα που οι ψαράδες για να τα αγκαλιάσουν, παραδέρνουν στις πλημμύρες.
Αυτά είναι τα οράματα που ακατάπαυστα αναδύονται κι επιπλέουν στην επιφάνεια, βαδίζουν δίπλα, βάζουν τα πρόσωπά τους μπροστά απ᾿ την πραγματικότητα· συχνά καταβάλλουν τον μοναχικό ταξιδιώτη και τού αφαιρούν την αντίληψη τής γης, την επιθυμία τής επιστροφής, δίνοντάς του για υποκατάστατο μια γαλήνη γενική, σαν να είναι όλος αυτός ο πυρετός τής ζωής, η ίδια η απλότητα· και μυριάδες πράγματα ενώνονται σ᾿ ένα· κι αυτή η φιγούρα, έτσι φτιαγμένη όπως είναι, από ουρανό και κλαριά, έχει αναδυθεί απ᾿ την ταραγμένη θάλασσα σαν μορφή που μπορεί να βγει απ᾿ τα κύματα, για να σκορπιστούν απλόχερα απ᾿ τα χέρια της, η συμπόνια, η κατανόηση, η άφεση. Έτσι, σκέφτεται αυτός, ας μην γυρίσω ποτέ στο φως τής λάμπας· στο σαλόνι· ας μην τελειώσω ποτέ το βιβλίο μου· ας μην αδειάσω ποτέ την πίπα μου· ας μην χτυπήσω ποτέ το κουδούνι να έρθει η κυρία Τέρνερ να μαζέψει τα πιάτα μετά το φαγητό· αντίθετα, αφήστε με να πάω σ᾿ αυτήν τη μεγάλη φιγούρα, που μ᾿ ένα τίναγμα τού κεφαλιού της θα με ανεβάσει στο καράβι της και θα μ᾿ αφήσει ν᾿ ανεμίζω προς την ανυπαρξία μαζί με τους υπόλοιπους.
Τέτοια είναι τα οράματα. Ο μοναχικός ταξιδιώτης σύντομα βγαίνει απ᾿ το δάσος· κι εκεί, φτάνοντας ως την πόρτα με τα χέρια πάνω απ᾿ τα μάτια για αντήλιο, πιθανόν περιμένοντας τον ερχομό του με τα χέρια σηκωμένα, με τη λευκή ποδιά της ν᾿ ανεμίζει, υπάρχει μια ηλικιωμένη γυναίκα που δείχνει να αναζητά (πόσο ισχυρή είναι αυτή η αδυναμία), πέρα απ᾿ την έρημο, κάποιον χαμένο γιο· να ψάχνει έναν αναβάτη συντετριμμένο· είναι η φιγούρα τής μάνας που οι γιοι της σκοτώθηκαν στις μάχες τού κόσμου. Κι έτσι, καθώς ο μοναχικός ταξιδιώτης κατηφορίζει το δρόμο τού χωριού, όπου οι γυναίκες στέκονται και πλέκουν κι οι άντρες σκάβουν στον κήπο, η βραδιά δίνει εντύπωση δυσοίωνη· οι μορφές ακίνητες· λες και κάποια επιβλητική μοίρα, μοίρα που γνώριζαν και περίμεναν δίχως φόβο, ήταν έτοιμη να τους παρασύρει στην απόλυτη καταστροφή.
Μέσα στο σπίτι ανάμεσα στα συνηθισμένα πράγματα, στο ντουλάπι, στο τραπέζι, στο περβάζι με τα γεράνια, ξαφνικά το περίγραμμα τής σπιτονοικοκυράς που σκύβει να μαζέψει το ύφασμα, μαλακώνει απ᾿ το φως, γίνεται σύμβολο αξιολάτρευτο, που μόνο η ανάμνηση τών παγωμένων ανθρώπινων επαφών, μάς απαγορεύει να αγκαλιάσουμε. Παίρνει τη μαρμελάδα· την κλείνει στο ντουλάπι.
«Χρειάζεστε κάτι άλλο απόψε, κύριε;»
Αλλά σε ποιον ν᾿ απαντήσει ο μοναχικός ταξιδιώτης;
Έπλεκε η ηλικιωμένη γκουβερνάντα πάνω απ᾿ το μωρό που κοιμόταν στο Ρίτζεντς Παρκ. Ο Πίτερ Γουόλς ροχάλιζε.
Ξύπνησε εντελώς απότομα λέγοντας στον εαυτό του «Ο θάνατος τής ψυχής».
«Θεέ μου, θεέ μου!» είπε στον εαυτό του δυνατά, ενώ τεντωνόταν κι άνοιγε τα μάτια του. «Ο θάνατος τής ψυχής». Οι λέξεις κόλλησαν σε κάποια σκηνή, σε κάποιο δωμάτιο, σε κάποιο παρελθόν που ονειρευόταν. Έγιναν όλα καθαρότερα· η σκηνή, το δωμάτιο, το παρελθόν που ονειρευόταν.
Στο Μπόρτον εκείνο το καλοκαίρι, στις αρχές της δεκαετίας του 1890, όταν ήταν τόσο τρελά ερωτευμένος με την Κλαρίσα. Υπήρχαν πολλοί εκεί, γελούσαν και μιλούσαν, κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι μετά το τσάι, και το δωμάτιο ήταν λουσμένο σε κίτρινο φως, γεμάτο καπνό απ᾿ τα τσιγάρα. Μιλούσαν για έναν άντρα που είχε παντρευτεί την υπηρέτριά του, κάποιο γαιοκτήμονα τής περιοχής, είχε ξεχάσει τ᾿ όνομά του. Είχε παντρευτεί την υπηρέτριά του και την είχε φέρει επίσκεψη στο Μπόρτον — τι φρικτή επίσκεψη. Το ντύσιμό της ήταν εξωφρενικά υπερβολικό. «σαν πολύχρωμος παπαγάλος» είχε πει η Κλαρίσα, μιμούμενη τη φωνή της, και δεν σταματούσε να μιλάει. Μιλούσε ασταμάτητα, ασταμάτητα. Η Κλαρίσα τη μιμήθηκε. Μετά κάποιος είπε — η Σάλι Σίτον ήταν —, έχει κάποια διαφορά που εκείνη η γυναίκα απέκτησε παιδί προτού παντρευτούν; (Εκείνη την εποχή ήταν τολμηρό να πεις κάτι τέτοιο σε συντροφιά που είχε εκπροσώπους και τού άλλου φύλου.) Ακόμα και σήμερα έβλεπε ολοζώντανη μπροστά του την Κλαρίσα να κοκκινίζει· να σφίγγεται κάπως· και να λέει: «Ω, δεν θα μπορέσω να τής ξαναμιλήσω ποτέ!». Σ᾿ αυτό το σημείο όλη η συντροφιά που καθόταν γύρω απ᾿ το τραπέζι για το τσάι φάνηκε να ταλαντεύεται. Ήταν πολύ άβολα.
Δεν την κατηγορούσε που την είχε πειράξει το περιστατικό, εφόσον εκείνη την εποχή ένα κορίτσι με τη δική της ανατροφή δεν ήξερε πολλά· ο τρόπος της τον είχε ενοχλήσει· άτολμη· σκληρή· αλαζονική· σεμνότυφη. «Ο θάνατος τής ψυχής». Το είχε πει αυτό ενστικτωδώς, ως συνήθως βάζοντας μια ταμπέλα στη στιγμή — ο θάνατος τής ψυχής της.
Όλοι ταλαντεύτηκαν· όλοι έδειχναν να συμφωνούν, την ώρα που μιλούσε, και έπειτα να καταλήγουν σε άλλο συμπέρασμα. Έβλεπε μπροστά του τη Σάλι Σίτον, σαν παιδί σκανταλιάρικο, να σκύβει μπροστά, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, να θέλει να μιλήσει, αλλά να φοβάται, γιατί η Κλαρίσα πραγματικά φόβιζε τούς ανθρώπους. (Ήταν η καλύτερη φίλη τής Κλαρίσα, βρισκόταν πολύ συχνά στο σπίτι, ελκυστικό πλάσμα, όμορφη, μελαχρινή, εκείνη την εποχή είχε τη φήμη τής τολμηρής, ο ίδιος τής έδινε πουράκια που τα κάπνιζε στην κρεβατοκάμαρά της, πότε ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον, πότε τσακωνόταν με την οικογένειά της, κι ο γερο-Πάρι τούς αντιπαθούσε εξίσου και τους δυο κι αυτό αποτελούσε τον μεγάλο σύνδεσμό τους.) Στη συνέχεια η Κλαρίσα, με ύφος ανθρώπου που είχε προσβληθεί από όλους, σηκώθηκε, βρήκε μια δικαιολογία κι έφυγε μόνη. Όπως άνοιξε την πόρτα μπήκε μέσα εκείνος ο τεράστιος μαλλιαρός σκύλος που φύλαγε τα πρόβατα. Η Κλαρίσα όρμησε πάνω του κι άρχισε να παραληρεί. Ήταν σαν να έλεγε στον Πίτερ —για κείνον γινόταν αυτό, το ήξερε ο Πίτερ— «Ξέρω ότι πριν από λίγο θεώρησες ότι παραλογίζομαι για κείνη τη γυναίκα· μα δες πόσο εξαιρετικά πονόψυχη είμαι· δες πόσο αγαπάω τον Ρομπ μου!».
Είχαν αυτή την παράξενη δύναμη να επικοινωνούν χωρίς λέξεις. Εκείνη ήξερε αμέσως ότι αυτός την επέκρινε. Μετά έκανε κάτι αρκετά εμφανές για να υπερασπίσει τον εαυτό της, όπως όλο αυτό το πράγμα με το σκύλο — αλλά δεν τον ξεγελούσε το κόλπο της, αυτός πάντα κατάφερνε να δει μέσα της. Όχι πως έλεγε κάτι, βέβαια — απλώς καθόταν κατηφής. Έτσι άρχιζαν συχνά οι καβγάδες τους.
Η Κλαρίσα έκλεισε την πόρτα. Αμέσως αυτός βυθίστηκε σε βαθιά κατάθλιψη. Όλα φαίνονταν ανούσια — να συνεχίσει να είναι ερωτευμένος· να συνεχίσουν να τσακώνονται — να συνεχίσουν να τα ξαναφτιάχνουν, κι έτσι περιπλανήθηκε μόνος, ανάμεσα σε βοηθητικά κτίσματα, στάβλους, κοιτάζοντας τ᾿ άλογα. (Το σπίτι ήταν αρκετά ταπεινό· η οικογένεια Πάρι δεν ήταν ποτέ πολύ εύπορη — αλλά υπήρχαν πάντα ιπποκόμοι και βοηθοί στους στάβλους — η Κλαρίσα λάτρευε την ιππασία —, υπήρχε ένας γέρος αμαξάς —πώς τον έλεγαν;— και μια ηλικιωμένη γκουβερνάντα, και όλοι είχαν τη συνήθεια να την επισκέπτονται στο δωματιάκι της με τις τόσες φωτογραφίες, τα τόσα κλουβιά πουλιών.)
Φοβερό απόγευμα! Γινόταν (διευκρίνιση δική μου: ο Πίτερ) όλο και πιο δύσθυμος, όχι μόνο γι᾿ αυτό· για όλα. Και δεν μπορούσε να τη δει· δεν μπορούσε να τής εξηγήσει· δεν μπορούσε να εκφραστεί. Υπήρχαν πάντα άλλοι γύρω — κι εκείνη φερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Αυτό ήταν το πιο ανυπόφορο πράγμα σε κείνη — αυτή η ψυχρότητα, έμοιαζε να ᾿ναι φτιαγμένη από ξύλο, υπήρχε κάτι πολύ βαθύ μέσα της που το είχε νιώσει πάλι το πρωί, όταν τής μιλούσε· γινόταν αδιαπέραστη. Ένας θεός ήξερε πόσο την αγαπούσε. Εκείνη είχε μια παράξενη δύναμη να σού διαλύει τα νεύρα, πραγματικά σού έκανε τα νεύρα κουρέλια, ναι.
Είχε καθυστερήσει να εμφανιστεί στο δείπνο εξαιτίας μιας ηλίθιας ιδέας του, να κάνει την απουσία του αισθητή κι είχε καθίσει δίπλα στην ηλικιωμένη δεσποινίδα Πάρι —τη θεία Χέλενα— την αδερφή τού κυρίου Πάρι, η οποία θεωρητικά έπαιζε ρόλο οικοδέσποινας. Καθόταν τυλιγμένη στο λευκό κασμιρένιο σάλι της, με την πλάτη γυρισμένη στο παράθυρο — μια φοβερή ηλικιωμένη κυρία, που ήταν όμως ευγενική μαζί του, επειδή τής είχε βρει κάποιο σπάνιο λουλούδι· ήταν σπουδαία βοτανολόγος, έκανε μακρινές πεζοπορίες φορώντας χοντρές μπότες κι έχοντας ένα μαύρο τενεκεδένιο κουτί για τη συλλογή της, κρεμασμένο στην πλάτη. Κάθισε δίπλα της κι αδυνατούσε να μιλήσει. Όλα έμοιαζαν να τον προσπερνούν με ταχύτητα· κι αυτός καθόταν εκεί κι έτρωγε. Κι έπειτα, στα μισά τού δείπνου, ανάγκασε τον εαυτό του να κοιτάξει για πρώτη φορά την Κλαρίσα στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Μιλούσε σ᾿ έναν νεαρό στα δεξιά της. «Αυτό τον άντρα θα τον παντρευτεί» είπε μέσα του, σαν να τού αποκαλύφθηκε ξαφνικά μια αλήθεια. Δεν ήξερε καν το όνομά του.
Γιατί εκείνο το απόγευμα, εκείνο ακριβώς το απόγευμα, είχε έρθει ο Νταλογουέι· και η Κλαρίσα τον αποκαλούσε «Γουίκαμ»· έτσι ξεκίνησαν όλα. Τον είχε φέρει κάποιος· κι η Κλαρίσα δεν είχε ακούσει καλά το όνομά του. Τον σύστησε σε όλους ως Γουίκαμ. Εντέλει αυτός είπε: «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!» — αυτή ήταν η πρώτη του εντύπωση από τον Ρίτσαρντ— ένας ξανθός νεαρός, μάλλον αμήχανος, καθισμένος σε μια σεζ λογκ να λέει απότομα: «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!». Η Σάλι το άκουσε κι από τότε πάντοτε αναφερόταν σ᾿ αυτόν λέγοντας «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!».
Εκείνη η εποχή ήταν θύμα τών αποκαλύψεων. Η τελευταία αποκάλυψη — ότι η Κλαρίσα θα παντρευόταν τον Νταλογουέι — τού είχε θολώσει την όραση, τον είχε συγκλονίσει εκείνη τη στιγμή. Υπήρχε ένα είδος —πώς να το πει;— ένα είδος άνεσης στον τρόπο που τού φερόταν εκείνη· κάτι μητρικό· κάτι αβρό. Μιλούσαν για πολιτική. Σ᾿ όλη τη διάρκεια τού γεύματος πάσχιζε ν᾿ ακούσει τι έλεγαν.
Έπειτα θυμάται τον εαυτό του να στέκεται δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι στο σαλόνι. Η Κλαρίσα τον πλησίασε, με τούς τέλειους τρόπους της, σαν πραγματική οικοδέσποινα, κι ήθελε να τον συστήσει σε κάποιον — μιλούσε σαν να μην είχαν συναντηθεί ποτέ, κι αυτό τον εξόργισε. Ωστόσο ακόμα και τότε τη θαύμαζε γι᾿ αυτό, θαύμαζε το κουράγιο της· το κοινωνικό ένστικτό της· θαύμαζε τη δύναμή της να διεκπεραιώνει πράγματα. «Η τέλεια οικοδέσποινα» τής είπε· στο άκουσμα τής φράσης το σώμα της σφίχτηκε. Είχε σκοπό να την κάνει να νιώσει έτσι. Έχοντάς τη δει με τον Νταλογουέι, θα έκανε τα πάντα για να την πληγώσει. Τον είχε εγκαταλείψει. Και είχε την εντύπωση πως είχαν όλοι συνωμοτήσει εναντίον του — γελούσαν και μιλούσαν πίσω απ᾿ την πλάτη του. Κι αυτός στεκόταν εκεί, δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι, σαν σκαλισμένος σε ξύλο, να μιλά για αγριολούλουδα. Ποτέ δεν είχε υποφέρει τόσο κολασμένα, ποτέ! Θα πρέπει να είχε ξεχάσει ακόμα και να προσποιείται ότι άκουγε· τελικά βγήκε απ᾿ τη νάρκη του· είδε τη δεσποινίδα Πάρι μάλλον ενοχλημένη, μάλλον αγανακτισμένη, να έχει καρφώσει τα γουρλωτά της μάτια πάνω του. Μόνο που δεν ούρλιαξε πως δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει, γιατί βρισκόταν στην Κόλαση! Οι άλλοι άρχισαν να φεύγουν απ᾿ το δωμάτιο. Τούς άκουσε να λένε ότι έπρεπε να φέρουν τις κάπες τους· ότι είχε ψύχρα στη λίμνη κι άλλα τέτοια, θα πήγαιναν βαρκάδα στη λίμνη στο φεγγαρόφωτο — άλλη μια τρελή ιδέα που είχε η Σάλι. Την άκουγε να περιγράφει τη σελήνη. Βγήκαν όλοι. Έμεινε εντελώς μόνος.
«Δεν θέλεις να πας μαζί τους;» είπε η θεία Χέλενα —η ηλικιωμένη δεσποινίς Πάρι!—, είχε μαντέψει. Και μόλις γύρισε να φύγει, να την μπροστά του η Κλαρίσα. Είχε γυρίσει να τον πάρει. Τον είχε εξουδετερώσει η γενναιοδωρία της — η καλοσύνη της.
«Έλα» τού είπε. «Περιμένουν».
Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο χαρούμενος! Τα είχαν ξαναφτιάξει χωρίς να πουν λέξη. Κατηφόρισαν ως τη λίμνη. Έζησε είκοσι λεπτά απόλυτης ευτυχίας. Η φωνή της, το γέλιο της, το φόρεμά της (κάτι που ανέμιζε, λευκό, βυσσινί), το πνεύμα της, η διάθεσή της για περιπέτεια· τούς έβαλε όλους να βγουν απ᾿ τη βάρκα και να εξερευνήσουν το νησί· τρόμαξε μια κότα· γελούσε· τραγουδούσε. Κι όλη την ώρα, το ήξερε πολύ καλά αυτός, ο Νταλογουέι την ερωτευόταν· και τον ερωτευόταν κι εκείνη· αλλά δεν φαινόταν να έχει σημασία. Τίποτε δεν είχε σημασία. Κάθισαν στο έδαφος και μιλούσαν — αυτός κι η Κλαρίσα. Έμπαιναν κι έβγαιναν ο ένας στο μυαλό τού άλλου χωρίς προσπάθεια. Κι έπειτα, μέσα σ᾿ ένα λεπτό είχαν όλα τελειώσει. Τη στιγμή που έμπαιναν στη βάρκα είπε μέσα του χωρίς ένταση, χωρίς αγανάκτηση: «θα τον παντρευτεί αυτό τον άντρα»· ήταν ολοφάνερο. Ο Νταλογουέι, θα την παντρευόταν την Κλαρίσα.
Ο Νταλογουέι κάνοντας κουπί έφερε τη βάρκα μέχρι το μόλο. Δεν μιλούσε. Αλλά κάπως, όπως τον κοιτούσαν ν᾿ ανεβαίνει στο ποδήλατό του και να φεύγει για να διασχίσει τριάντα χιλιόμετρα στο δάσος, να ταλαντεύεται κατηφορίζοντας το μονοπάτι, να τούς κουνά το χέρι και να χάνεται, προφανώς τα ένιωσε όλα αυτά, ενστικτωδώς, τρομερά, έντονα· τη νύχτα· τη ρομαντική ατμόσφαιρα· την Κλαρίσα. Τού άξιζε να είναι δική του.
Οσο για τον ίδιο, ήταν παράλογος. Οι απαιτήσεις του από την Κλαρίσα (το καταλάβαινε τώρα) ήταν παράλογες. Ζητούσε πράγματα απίθανα. Έκανε σκηνές τρομερές. Παρ᾿ όλα αυτά, εκείνη μπορεί να τον δεχόταν, αν ήταν λιγότερο παράλογος. Έτσι πίστευε η Σάλι. Τού έγραφε μεγάλα γράμματα όλο το καλοκαίρι· πως μιλούσαν γι᾿ αυτόν· πως η ίδια τον εγκωμίαζε, πως η Κλαρίσα είχε ξεσπάσει σε κλάματα! Ήταν ένα εκπληκτικό καλοκαίρι — τα γράμματα, οι σκηνές, τα τηλεγραφήματα· έφτανε στο Μπόρτον το ξημέρωμα και περιφερόταν ώσπου να ξυπνήσουν οι υπηρέτες· τα φρικτά τετ α τετ με τον γερο-Πάρι στο πρωινό· η τρομερή αλλά ευγενική θεία Χέλενα· η Σάλι, που τον έσερνε μέχρι το λαχανόκηπο για να κουβεντιάσουν· η Κλαρίσα ξαπλωμένη με πονοκέφαλο.
Η τελευταία σκηνή, η τρομερή σκηνή που πίστευε ότι είχε βαρύνει περισσότερο απ᾿ οτιδήποτε άλλο στη ζωή του ολόκληρη (μπορεί να ήταν υπερβολή — ωστόσο έτσι φαινόταν τώρα), έγινε στις τρεις το απομεσήμερο μιας πολύ ζεστής μέρας. Κάτι ασήμαντο οδήγησε σ᾿ αυτήν — η Σάλι κάτι είπε στο μεσημεριανό για τον Νταλογουέι και τον αποκάλεσε «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι»· στο άκουσμα τής φράσης η Κλαρίσα σφίχτηκε απότομα, κοκκίνισε, όπως συνήθιζε σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις, και τσίριξε: «Φτάνει πια αυτό το ηλίθιο αστείο». Αυτό ήταν όλο· αλλά γι᾿ αυτόν ήταν σαν να τού είχε πει: «Απλώς περνάω την ώρα μου μαζί σου — με τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι επικοινωνώ». Έτσι το πήρε. Νύχτες δεν έκλεισε μάτι. «Πρέπει να τελειώσει με το έναν ή με τον άλλο τρόπο» είπε στον εαυτό του. Τής έστειλε ένα σημείωμα με τη Σάλι και τής ζήτησε να τον συναντήσει στο σιντριβάνι στις τρεις. «Κάτι σημαντικό προέκυψε» έγραψε πρόχειρα στο κάτω μέρος τού σημειώματος.
Το σιντριβάνι ήταν στη μέση μιας συστάδας θάμνων και δέντρων, μακριά απ᾿ το σπίτι. Εκεί ήρθε εκείνη, πριν από την προκαθορισμένη ώρα, και στάθηκαν με το σιντριβάνι ανάμεσά τους· απ᾿ τη (σπασμένη) βρύση έτρεχε νερό αδιάκοπα. Πώς καρφώνονται στο μυαλό οι εικόνες! Για παράδειγμα, το καταπράσινο χορτάρι.
Εκείνη δεν έκανε καμία κίνηση. «Πες μου την αλήθεια, πες μου την αλήθεια» επαναλάμβανε εκείνος. Ένιωθε το μέτωπό του έτοιμο να σπάσει. Εκείνη έδειχνε να ᾿χει συρρικνωθεί, να ᾿χει πετρώσει. Δεν έκανε καμία κίνηση. «Πες μου την αλήθεια» επαναλάμβανε εκείνος, όταν έξαφνα πετάχτηκε μπροστά τους το κεφάλι του γερο-Μπράιτκοπφ· κουβαλούσε τούς Τάιμς, τούς κοίταξε επίμονα, έμεινε να χάσκει, απομακρύνθηκε. Κανείς τους δεν κινήθηκε. «Πες μου την αλήθεια» επανέλαβε αυτός. Ένιωθε το σώμα του να συνθλίβεται πάνω σε κάτι σκληρό· ήταν ανυποχώρητη. Σαν να ήταν σίδερο, πέτρα, με την πλάτη ολόισια. Κι όταν τού είπε «Δεν ωφελεί. Δεν ωφελεί. Ήρθε το τέλος» —αφού αυτός είχε μιλήσει ώρες, έτσι τού φάνηκε, με τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του —, ήταν σαν να τον χτύπησε στο πρόσωπο. Γύρισε απ᾿ την άλλη, τον παράτησε, απομακρύνθηκε.
«Κλαρίσα!» φώναξε εκείνος. «Κλαρίσα!» Δεν γύρισε ποτέ. Είχε τελειώσει. Εκείνος έφυγε το ίδιο βράδυ. Δεν την ξαναείδε ποτέ.
Ήταν φρικτό, φώναξε, φρικτό, φρικτό!
Παρ᾿ όλα αυτά, ο ήλιος έκαιγε ακόμη. Παρ᾿ όλα αυτά, η ζωή είχε τον τρόπο της να προσθέτει τη μια μέρα στην άλλη. Παρ᾿ όλα αυτά, σκέφτηκε, ενώ χασμουριόταν κι άρχιζε να κοιτάζει γύρω του —το Ρίτζεντς Παρκ είχε αλλάξει ελάχιστα από τότε που ήταν μικρός, με εξαίρεση τούς σκίουρους—, παρ᾿ όλα αυτά, προφανώς υπήρχαν αντισταθμίσματα — η μικρή Ελάιζ Μίτσελ, που μάζευε χαλίκια για τη συλλογή που έφτιαχνε με τον αδερφό της, στο ράφι τού τζακιού στο δωμάτιό τους, άνοιξε τις χούφτες της και τα άφησε να πέσουν στην ποδιά τής γκουβερνάντας κι ορμώντας μπροστά ολοταχώς έπεσε πάνω στα πόδια μιας κυρίας. Ο Πίτερ Γουόλς γέλασε δυνατά.
Αλλά η Λουκρέτσια Γουόρεν Σμιθ έλεγε στον εαυτό της: Είναι φρικτό· γιατί να υποφέρω; Ρωτούσε, περπατώντας στο φαρδύ μονοπάτι. Όχι — δεν μπορώ να το αντέξω άλλο, έλεγε, έχοντας αφήσει τον Σέπτιμους, που δεν ήταν πια ο Σέπτιμους, να λέει σκληρά, φρικτά, απάνθρωπα πράγματα, να μιλά στον εαυτό του, να μιλά σ᾿ έναν άντρα νεκρό, καθισμένος εκεί πίσω.
Η ίδια δεν είχε κάνει κάτι κακό — τον είχε αγαπήσει τον Σέπτιμους· ήταν ευτυχισμένη παλιά· είχε ένα ωραίο σπίτι, εκεί που ζούσε ακόμη η αδερφή της κι έφτιαχνε καπέλα. Γιατί να πρέπει να υποφέρει;
Γιατί να μην έχει μείνει στο Μιλάνο; Γιατί να υποφέρει; Γιατί;
Ήταν της μοίρας της, να την ταράζει αυτός ο κακόβουλος βασανιστής. Μα γιατί; Έμοιαζε με πουλί που έχει βρει καταφύγιο κάτω απ᾿ το λεπτό κοίλωμα ενός φύλλου κι όποτε κουνιέται το φύλλο ανοιγοκλείνει τα μάτια του, στον ήλιο· ξαφνιάζεται απ᾿ το τρίξιμο που κάνει ένα κλαράκι ξερό. Ήταν εκτεθειμένη· πλαισιωμένη από τα γιγάντια δέντρα, τα τεράστια νέφη ενός κόσμου αδιάφορου, εκτεθειμένη· βασανισμένη· γιατί να πρέπει να υποφέρει; Γιατί;
Κατσούφιασε· χτύπησε το πόδι στη γη. Έπρεπε να γυρίσει στον Σέπτιμους, εφόσον είχε σχεδόν φτάσει η ώρα να επισκεφτούν τον σερ Γουίλιαμ Μπράντσο. Έπρεπε να γυρίσει και να τού το πει, να γυρίσει σ᾿ αυτόν που καθόταν στην πράσινη σεζ λογκ κάτω απ᾿ το δέντρο και μιλούσε στον εαυτό του ή σ᾿ εκείνο τον νεκρό άντρα, τον Έβανς, τον οποίο η ίδια είχε δει μια φορά, για μια στιγμή μόνο, στο μαγαζί. Φαινόταν καλός, ήσυχος άνθρωπος — πολύ καλός φίλος του Σέπτιμους, είχε σκοτωθεί στον Πόλεμο. Αλλά αυτά τα πράγματα συμβαίνουν σε όλους. Όλοι έχουν φίλους που σκοτώθηκαν στον Πόλεμο. Όλοι εγκαταλείπουν κάτι, όταν παντρεύονται. Εκείνη είχε εγκαταλείψει την πατρίδα της. Είχε έρθει να ζήσει εδώ, σ᾿ αυτήν τη φρικτή πόλη. Αλλά ο Σέπτιμους άφηνε τον εαυτό του να σκέφτεται τρομερά πράγματα, όπως μπορούσε να κάνει κι εκείνη, αν προσπαθούσε. Γινόταν όλο και πιο παράξενος. Έλεγε ότι άνθρωποι μιλούσαν πίσω απ᾿ τους τοίχους της κρεβατοκάμαρας. Η κυρία Φίλμερ το θεώρησε περίεργο. Έβλεπε και διάφορα πράγματα — είχε δει το κεφάλι μιας γριάς στη μέση μιας φτελιάς. Αλλά μπορούσε να είναι χαρούμενος όταν το ήθελε. Πήγαν στο Χάμπτον Κορτ καθισμένοι στο πάνω μέρος τού ανοιχτού λεωφορείου κι ήταν εξαιρετικά χαρούμενοι. Κόκκινα και κίτρινα λουλουδάκια είχαν φυτρώσει στο γρασίδι, σαν λυχναράκια στο νερό, είπε αυτός, και μιλούσαν, φλυαρούσαν, γελούσαν, έφτιαχναν ιστορίες. Ξαφνικά είπε: «Τώρα θα αυτοκτονήσουμε», καθώς στέκονταν στην όχθη τού ποταμού, και κοίταξε το νερό με μια έκφραση που εκείνη είχε δει στα μάτια του, την ώρα που περνούσε ένα τρένο ή ένα λεωφορείο — μια έκφραση, σαν να τον μάγευε κάτι· ένιωσε πως τής έφευγε και τον έπιασε απ᾿ το μπράτσο. Στη διάρκεια τής επιστροφής ήταν απολύτως ήσυχος — απολύτως λογικός. Καβγάδιζε μαζί της για το θέμα τής αυτοκτονίας τους — κι εξηγούσε πόσο μοχθηροί είναι οι άνθρωποι· πως τούς βλέπει να επινοούν ψέματα, την ώρα που περπατούν στο δρόμο. Ξέρει όλες τις σκέψεις, είπε· ξέρει τα πάντα. Ξέρει το νόημα του κόσμου, είπε.
Όταν γύρισαν στο σπίτι, μόλις που μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Ξάπλωσε στον καναπέ και την έβαλε να τού κρατά το χέρι για να μην πέσει κάτω, να μην πέσει κάτω, ούρλιαξε, στις φλόγες! κι έβλεπε πρόσωπα να τον κοροϊδεύουν, να τού φωνάζουν φρικτές, αηδιαστικές βρισιές απ᾿ τους τοίχους, χέρια να ξεπροβάλλουν απ᾿ το παραβάν. Αλλά ήταν εντελώς μόνοι. Ωστόσο εκείνος άρχισε να μιλά δυνατά, να απαντά σε ανθρώπους, να μαλώνει, να γελά, να κλαίει, να βρίσκεται σε υπερδιέγερση και να την αναγκάζει να σημειώνει πράγματα. Ακατάληπτα πράγματα· για το θάνατο· για τη δεσποινίδα Ίζαμπελ Πόουλ. Δεν μπορούσε ν᾿ αντέξει άλλο. Έπρεπε να γυρίσει στην πατρίδα της.
Βρισκόταν αρκετά κοντά του τώρα, τον έβλεπε που είχε τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό, μουρμούριζε, έσφιγγε τα χέρια του. Ωστόσο ο δόκτωρ Χολμς είπε πως δεν έχει τίποτε ο Σέπτιμους. Τι είχε, λοιπόν, συμβεί — γιατί είχε χαθεί λοιπόν, γιατί; Όταν κάθισε δίπλα του, αυτός τινάχτηκε, την κοίταξε βλοσυρά, απομακρύνθηκε, έδειξε το χέρι της, το έπιασε, το κοίταξε τρομοκρατημένος;
Μήπως επειδή είχε βγάλει τη βέρα της; «Έχει λεπτύνει τόσο το χέρι μου» είπε. «Την έβαλα στο τσαντάκι μου» τού είπε.
Αυτός άφησε το χέρι της να πέσει. Ο γάμος τους είχε φτάσει στο τέλος του, σκέφτηκε, με οδύνη, με ανακούφιση. Το σκοινί έσπασε — εκείνος πέταξε ψηλά· ήταν ελεύθερος, το έλεγε το διάταγμα ότι αυτός, ο Σέπτιμους, ο άρχοντας τού κόσμου, πρέπει να είναι ελεύθερος· μόνος (εφόσον η γυναίκα του είχε πετάξει τη βέρα της· εφόσον τον είχε εγκαταλείψει), αυτός, ο Σέπτιμους, ήταν μόνος, τον καλούσε το πλήθος τών ανθρώπων να βγει μπροστά ν᾿ ακούσει την αλήθεια, να μάθει το νόημα, που τώρα επιτέλους, ύστερα από όλο το μόχθο τού πολιτισμού —τούς Έλληνες, τούς Ρωμαίους, τον Σαίξπηρ, τον Δαρβίνο και τώρα τον ίδιο— θα γινόταν ολόκληρο γνωστό σε... «Σε ποιον;» ρώτησε δυνατά.
«Στον Πρωθυπουργό» απάντησαν οι φωνές, το σούσουρο πάνω απ᾿ το κεφάλι του. Το υπέρτατο μυστικό πρέπει να ειπωθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο· πρώτον, ότι τα δέντρα έχουν ζωή· έπειτα, ότι δεν υπάρχει έγκλημα· έπειτα, αγάπη, καθολική αγάπη, μουρμούρισε, κοντανασαίνοντας, τρέμοντας επώδυνα, διατυπώνοντας αυτές τίς βαθυστόχαστες αλήθειες, που απαιτούσαν τόσο βαθιές καθώς ήταν, τόσο δύσκολες, τεράστια προσπάθεια για να ειπωθούν, αλλά μ᾿ αυτές ο κόσμος άλλαζε εντελώς για πάντα.
Όχι έγκλημα· αγάπη· επανέλαβε αναζητώντας ψαχουλευτά την κάρτα και το μολύβι του, όταν ένα σκυλάκι τεριέ μύρισε το παντελόνι του κι αυτός τινάχτηκε νιώθοντας το μαρτύριο τού φόβου. Το σκυλάκι μεταμορφωνόταν σε άντρα! Δεν μπορούσε να το βλέπει αυτό! Ήταν φοβερό, τρομερό να βλέπεις ένα σκύλο να μεταμορφώνεται σε άντρα! Αμέσως ο σκύλος απομακρύνθηκε γοργά.
Οι ουρανοί ήταν υπέροχα φιλεύσπλαχνοι, απέραντα καλοκάγαθοι. Τού έδειχναν έλεος, συγχωρούσαν την αδυναμία του. Ωστόσο, ποια ήταν η επιστημονική εξήγηση (γιατί πάνω απ᾿ όλα πρέπει να έχουμε επιστημονική κατεύθυνση); Γιατί είχε τη δύναμη το βλέμμα του να διαπερνά τα σώματα, να βλέπει το μέλλον, να βλέπει πότε οι σκύλοι θα γίνουν άνθρωποι; Προφανώς οφειλόταν στη ζέστη που επιδρούσε στο μυαλό, κάνοντάς το ευαίσθητο με τη βοήθεια αιώνων εξέλιξης. Από επιστημονικής πλευράς, η σάρκα ήταν ένα κομμάτι που έλιωσε από τον κόσμο. Το σώμα του έλιωνε μέχρι που τελικά απέμεναν μόνο οι ίνες των νεύρων. Ήταν απλωμένο σαν πέπλο σε βράχο.
Έγειρε πίσω στην καρέκλα του, εξαντλημένος αλλά γεμάτος ψυχική ευφορία. Έμεινε εκεί να ξεκουράζεται, να περιμένει, προτού ερμηνεύσει πάλι, με μεγάλη προσπάθεια, με οδύνη, την ανθρώπινη φύση. Είχε πλαγιάσει πολύ ψηλά, στην πλάτη τού κόσμου. Ένιωθε τίς δονήσεις τής γης αποκάτω του. Κόκκινα άνθη ξεφύτρωσαν απ᾿ τη σάρκα του· τα σκληρά φύλλα τους θρόιζαν δίπλα στο κεφάλι του. Μεταλλική μουσική άρχισε να αντηχεί στους βράχους, εδώ ψηλά. Κόρνα αυτοκινήτου απ᾿ το δρόμο, μουρμούρισε· αλλά εδώ πάνω ηχούσε σαν κανονιά που χτυπούσε από βράχο σε βράχο, έσπαζε, ενωνόταν σε κραδασμούς μουσικής που υψώνονταν σε απαλές στήλες (ήταν ανακάλυψη, ότι η μουσική είναι ορατή) κι έγινε ύμνος, ένας ύμνος που τυλιγόταν τώρα γύρω απ᾿ τον νεαρό βοσκό που έπαιζε αυλό (Αυτό είναι ένας γέρος που παίζει μια ψωρομελωδία δίπλα στην παμπ, μουρμούρισε), ύμνος που καθώς το αγόρι ήταν ασάλευτο, έβγαινε φυσαλίδες απ᾿ τον αυλό του κι έπειτα, καθώς ο Σέπτιμους σκαρφάλωνε ψηλότερα, έβγαλε τον εξαίσιο θρήνο του, ενώ στο δρόμο κυλούσε η κίνηση. Το αγόρι παίζει την ελεγεία του στην κίνηση τού δρόμου, σκέφτηκε ο Σέπτιμους. Τώρα αποτραβιέται στα χιόνια και κρέμονται γύρω του τριαντάφυλλα — τα χοντρά κόκκινα τριαντάφυλλα που φυτρώνουν στην ταπετσαρία της κρεβατοκάμαράς μου, θύμισε στον εαυτό του. Η μουσική σταμάτησε. Κάποιος τού έδωσε λεφτά, έτσι το ερμήνευσε, κι εκείνος ξεκίνησε για την επόμενη παμπ.
Ωστόσο αυτός παρέμεινε ψηλά στο βράχο του, σαν πνιγμένος ναύτης σε βράχο. Έγειρα έξω απ᾿ την άκρη τής βάρκας κι έπεσα, σκέφτηκε. Βυθίστηκα στη θάλασσα. Υπήρξα νεκρός αλλά τώρα είμαι ζωντανός, αφήστε με, όμως, ν᾿ αναπαυτώ, ικέτεψε (μιλούσε στον εαυτό του πάλι — ήταν φοβερό, φοβερό!)· κι όπως προτού ξυπνήσεις, οι φωνές τών πουλιών κι οι ήχοι απ᾿ τις ρόδες ενώνονται καμπανιστοί, φλύαροι, σε μια παράξενη αρμονία, δυναμώνουν όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο, και μέσα στον ύπνο σου νιώθεις να βγαίνεις σιγά σιγά στην όχθη τής ζωής, έτσι κι αυτός ένιωσε να βγαίνει προς τη ζωή, κι ο ήλιος έκαιγε όλο και περισσότερο, οι κραυγές γίνονταν όλο και δυνατότερες, κάτι τρομερό επρόκειτο να συμβεί.
«Είναι ώρα» είπε η Ρέζια.
Η λέξη «ώρα» έσπασε το κέλυφός της· έριξε καταρράκτη τα πλούτη της πάνω του· κι απ᾿ τα χείλη του έπεσαν σαν οβίδες, σαν ξύσματα από αεροπλάνο, χωρίς να τις φτιάχνει ο ίδιος, σκληρές, λευκές, άφθαρτες λέξεις και πέταξαν να βρουν τη θέση τους σε μια ωδή στον Χρόνο· μια αθάνατη ωδή στον Χρόνο. Ο Σέπτιμους άρχισε να τραγουδά. Ο Έβανς απάντησε πίσω απ᾿ το δέντρο. Οι νεκροί ήταν στη Θεσσαλία, τραγουδούσε ο Έβανς, ανάμεσα στις ορχιδέες. Εκεί περίμεναν μέχρι να τελειώσει ο Πόλεμος, και τώρα οι νεκροί, τώρα ο ίδιος ο Έβανς--
«Για όνομα τού θεού μην έρχεσαι!» ούρλιαξε ο Σέπτιμους. Γιατί δεν μπορούσε να κοιτάζει τους νεκρούς.
Τα κλαριά άνοιξαν. Ένας άντρας ντυμένος στα γκρίζα ερχόταν πράγματι προς το μέρος του. Ήταν ο Έβανς! Αλλά δεν είχε λάσπη πάνω του· δεν είχε τραύματα· δεν ήταν αλλαγμένος. Πρέπει να το πω σ᾿ όλο τον κόσμο, φώναξε ο Σέπτιμους, σηκώνοντας το χέρι του, σαν μια φιγούρα τεράστια που θρηνεί χρόνια τη μοίρα τού ανθρώπου, μόνη στην έρημο, με τα χέρια της να πιέζουν το μέτωπό της, τις χαρακιές τής απόγνωσης στα μάγουλα, και που τώρα βλέπει φως στην άκρη τής ερήμου που μεγαλώνει και πέφτει πάνω σ᾿ αυτήν τη φιγούρα την κατάμαυρη (ο Σέπτιμους μισοσηκώθηκε απ᾿ την καρέκλα του), και με λεγεώνες αντρών πεσμένων στη γη πίσω της, αυτή η τεράστια φιγούρα που θρηνεί δέχεται για μια στιγμή στο πρόσωπό της όλο το --
«Μα είμαι τόσο δυστυχισμένη, Σέπτιμους» έλεγε η Ρέζια προσπαθώντας να τον κάνει να καθίσει.
Τα εκατομμύρια θρηνούσαν· αιώνες θλίβονταν, θα γυρνούσε προς το μέρος τους, θα τους μιλούσε για λίγα λεπτά, μόνο για λίγα ακόμα λεπτά, για την ανακούφισή του, τη χαρά του, αυτή την εκπληκτική αποκάλυψη--
«Τι ώρα είναι, Σέπτιμους;» επανέλαβε η Ρέζια. «Τι ώρα είναι;»
Αυτός μιλούσε, τιναζόταν, ο άντρας αυτός πρέπει να τον αντιληφθεί. Τους κοιτούσε.
«θα σού την πω την ώρα» είπε ο Σέπτιμους, πολύ αργά, πολύ νυσταλέα, χαμογελώντας μυστηριωδώς στον άντρα με το γκρίζο κοστούμι. Χαμογελούσε καθιστός τη στιγμή που ακούστηκε το ρολόι να χτυπά το τέταρτο — δώδεκα παρά τέταρτο.
Αυτό θα πει να ᾿σαι νέος, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς προσπερνώντας τους. Να κάνεις μια φοβερή σκηνή μέρα μεσημέρι — το κακόμοιρο το κορίτσι φαινόταν εντελώς απελπισμένο. Μα τι να συμβαίνει, αναρωτήθηκε· τι τής έλεγε ο νεαρός με το παλτό και την έκανε να νιώθει έτσι· σε τι είχαν μπλεχτεί οι δυο τους, κι έδειχναν τόσο απελπισμένοι, αυτό το υπέροχο πρωινό; Ένα διασκεδαστικό στοιχείο τής επιστροφής στην Αγγλία, μετά πέντε χρόνια, ήταν ο τρόπος που ξεχώριζαν κάποια πράγματα, τις πρώτες μέρες τουλάχιστον, σαν να μην τα είχες ξαναδεί ποτέ· μικροκαυγαδάκια ανάμεσα σε ζευγαράκια κάτω από ένα δέντρο· οι οικογένειες που κυριαρχούσαν στα πάρκα. Ποτέ δεν τού είχε φανεί το Λονδίνο τόσο μαγευτικό — τόσο απαλές οι γραμμές στο βάθος· η αφθονία· το πράσινο· ο πολιτισμός, μετά την Ινδία, σκέφτηκε βαδίζοντας αργά στο γρασίδι.
Η τάση του να επηρεάζεται από εντυπώσεις ήταν η καταστροφή του, αναμφίβολα. Είχε ακόμη στην ηλικία του, σαν να ᾿ταν αγόρι ή ακόμα και σαν κορίτσι, αυτές τις μεταπτώσεις στη διάθεση· καλές μέρες, κακές μέρες, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο ένιωθε ευτυχία βλέποντας ένα όμορφο πρόσωπο, απόλυτη δυστυχία στη θέα μιας γυναίκας παραμελημένης. Μετά την Ινδία, φυσικά, ερωτευόσουν κάθε γυναίκα που συναντούσες. Είχαν μια φρεσκάδα πάνω τους· ακόμα κι οι πιο φτωχές ντύνονταν καλύτερα απ᾿ ό,τι πριν από πέντε χρόνια, σίγουρα· κατά τη γνώμη του η μόδα ποτέ πριν δεν κολάκευε τόσο πολύ· οι μακριές μαύρες κάπες· οι λεπτές σιλουέτες· η κομψότητα· κι αυτή η υπέροχη και προφανώς γενικευμένη σχέση τών γυναικών με το χρώμα. Κάθε γυναίκα, ακόμα κι η πιο αξιοσέβαστη, είχε τριαντάφυλλα στα μάγουλα· χείλη χαραγμένα με μαχαίρι· μπούκλες από σινική μελάνη· το σχέδιο, η τέχνη υπήρχαν παντού· αναμφίβολα είχε σημειωθεί κάποια αλλαγή. Τι απασχολεί τούς νέους; αναρωτήθηκε ο Πίτερ Γουόλς.
Αυτά τα πέντε χρόνια — από το 1918 ως το 1923— ήταν πολύ σημαντικά, υποψιαζόταν. Οι άνθρωποι φαίνονταν διαφορετικοί.
Οι εφημερίδες έδειχναν διαφορετικές. Τώρα, για παράδειγμα, υπήρχε άνθρωπος που έγραφε αρκετά ανοιχτά σε έγκριτη εβδομαδιαία εφημερίδα για τα αποχωρητήρια. Αυτό δεν μπορούσες να το κάνεις πριν από δέκα χρόνια — να γράφεις αρκετά ανοιχτά για τα αποχωρητήρια σε έγκριτη εφημερίδα. Ή να βγάζει μια γυναίκα ρουζ ή πούδρα και να μακιγιάρεται μπροστά στον κόσμο. Στο πλοίο τής επιστροφής στην πατρίδα υπήρχαν πολλοί νέοι και νέες —συγκεκριμένα θυμόταν την Μπέτι και τον Μπέρτι— που ερωτοτροπούσαν φανερά· η ηλικιωμένη μητέρα καθόταν με το πλεκτό της και τούς παρακολουθούσε, παντελώς αδιάφορη. Η κοπέλα στεκόταν ακίνητη κι έβαζε πούδρα στη μύτη της μπροστά σ᾿ όλο τον κόσμο. Και δεν ήταν αρραβωνιασμένοι· απλώς διασκέδαζαν· κανείς τους δεν θα πληγωνόταν. Σκληρή σαν γρανίτης ήταν —η Μπέτι Τάδε— αλλά πρώτης τάξεως κοπέλα. Στα τριάντα της θα γινόταν πολύ καλή σύζυγος — θα παντρευόταν όταν θα θεωρούσε τη στιγμή κατάλληλη· θα παντρευόταν κάποιον πλούσιο και θα ζούσε σ᾿ ένα μεγάλο σπίτι κοντά στο Μάντσεστερ.
Ποια ήταν που το είχε κάνει αυτό; αναρωτήθηκε ο Πίτερ Γουόλς στρίβοντας στο Μπρόουντ Γουόκ — που είχε παντρευτεί έναν πλούσιο και έμενε σ᾿ ένα μεγάλο σπίτι κοντά στο Μάντσεστερ; Κάποια που τού είχε γράψει ένα μακροσκελές, χειμαρρώδες γράμμα αρκετά πρόσφατα για τις «γαλάζιες ορτανσίες». Οι γαλάζιες ορτανσίες τής τον θύμιζαν, αυτόν και το παρελθόν — η Σάλι Σίτον, φυσικά! Ήταν η Σάλι Σίτον — ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα περίμενες να παντρευτεί πλούσιο και να ζει σε μεγάλο σπίτι κοντά στο Μάντσεστερ, η ατίθαση, τολμηρή, ρομαντική Σάλι!
Αλλά απ᾿ όλη εκείνη την παλιά παρέα, τούς φίλους τής Κλαρίσα, η Σάλι ήταν μάλλον η καλύτερη. Εν πάση περιπτώσει, προσπαθούσε να βλέπει τα πράγματα καθαρά. Εκείνη κατάλαβε ποιος πραγματικά ήταν ο Χιου Γουίτμπρεντ —ο αξιοθαύμαστος Χιου— τότε που η Κλαρίσα κι όλοι οι υπόλοιποι έπιναν νερό στ᾿ όνομά του.
«Οι Γουίτμπρεντ;» η φωνή της ηχούσε ακόμα και σήμερα στ᾿ αυτιά του. «Και τι είναι οι Γουίτμπρεντ; Καρβουνέμποροι είναι. Μια ευυπόληπτη οικογένεια εμπόρων».
Για κάποιο λόγο η Σάλι τον αντιπαθούσε τον Χιου. Το μόνο που σκέφτεται είναι η εμφάνισή του, έλεγε. Έπρεπε να είναι δούκας. Σίγουρα θα παντρευόταν κάποια πριγκίπισσα τής βασιλικής οικογένειας. Και φυσικά ο Χιου έτρεφε τον πιο εξαιρετικό, τον πιο γνήσιο, τον πιο μεγάλο σεβασμό για την αριστοκρατία τής Βρετανίας, από κάθε άλλον άνθρωπο, που είχε συναντήσει ο Πίτερ στη ζωή του. Ακόμα κι η Κλαρίσα το παραδεχόταν αυτό. Ω, μα είναι τόσο αξιαγάπητος, τόσο ανιδιοτελής, παράτησε το κυνήγι για να ευχαριστήσει την ηλικιωμένη μητέρα του — θυμάται πότε έχουν γενέθλια οι ηλικιωμένες θείες του, κι όλα τα σχετικά.
Η Σάλι, για να είμαστε δίκαιοι, τα ᾿πιανε στον αέρα αυτά. Ένα από τα πράγματα που θυμόταν ο Πίτερ ήταν ένας καβγάς, Σάββατο πρωί στο Μπόρτον, για τα δικαιώματα τών γυναικών (εκείνο το προκατακλυσμιαίο ζήτημα), όταν η Σάλι ξαφνικά έχασε την ψυχραιμία της, πήρε φωτιά και είπε στον Χιου πως αντιπροσώπευε ό,τι απεχθέστερο στη ζωή τής μεσαίας τάξης στη Βρετανία. Τού είπε ότι τον θεωρούσε υπεύθυνο για την κατάσταση «εκείνων τών κακόμοιρων κοριτσιών στο Πικαντίλι» — ο Χιου, ο τέλειος τζέντλεμαν, ο κακόμοιρος ο Χιου! — ποτέ δεν είχε άντρας, πιο τρομοκρατημένη όψη! Το είχε κάνει επίτηδες, είπε αργότερα (είχαν τη συνήθεια να συναντιούνται στο λαχανόκηπο και να ανταλλάσσουν απόψεις). «Δεν έχει διαβάσει τίποτε, δεν έχει σκεφτεί τίποτε, δεν έχει νιώσει τίποτε», αντηχούσε στ᾿ αυτιά του η φωνή της, να λέει με κείνο τον εμφατικό τόνο που ακουγόταν πιο μακριά απ᾿ όσο πίστευε. Τα παιδιά που δουλεύουν στο στάβλο έχουν περισσότερη ζωή μέσα τους απ᾿ τον Χιου, έλεγε. Τέλειο δείγμα ανθρώπου που ήταν εσωτερικός σε καλό ιδιωτικό σχολείο, έλεγε. Δεν θα μπορούσε να είναι δημιούργημα καμιάς άλλης χώρας εκτός απ᾿ την Αγγλία. Ήταν πραγματικά κακεντρεχής, για κάποιο λόγο — τού κρατούσε κακία για κάποιο λόγο. Κάτι είχε συμβεί —ξεχνούσε τι— στο καπνιστήριο. Την είχε προσβάλει — την είχε φιλήσει; Απίστευτο! Κανένας δεν πίστευε λέξη κακή για τον Χιου, φυσικά. Πώς θα μπορούσαν; Να φιλήσει τη Σάλι στο καπνιστήριο! Αν ήταν κάποια αξιότιμη Ίντιθ ή μια λαίδη Βάιολετ, ίσως να μπορούσαν να το πιστέψουν· αλλά όχι εκείνη τη ρακένδυτη τη Σάλι, που δεν είχε δεκάρα στ᾿ όνομά της, με τον πατέρα ή τη μητέρα που χαρτόπαιζε στο Μόντε Κάρλο. Ο Χιου ήταν ο πιο σνομπ άνθρωπος απ᾿ όσους είχε συναντήσει στη ζωή του —ο πιο δουλοπρεπής— όχι, δεν ταπεινωνόταν ακριβώς. Παραήταν ψηλομύτης για κάτι τέτοιο. Ένας πρώτης τάξεως βαλές, αυτή ήταν η προφανής παρομοίωση —κάποιος που βάδιζε ένα βήμα πίσω κουβαλώντας βαλίτσες· τον εμπιστευόσουν να στέλνει τηλεγραφήματα—, απαραίτητος σε κάθε οικοδέσποινα. Και είχε βρει τον προορισμό του — παντρεύτηκε την αξιότιμη Ίβλιν· βρήκε μια θεσούλα στα Ανάκτορα, φρόντιζε τα κελάρια τού Βασιλιά, γυάλιζε τις αγκράφες τών αυτοκρατορικών παπουτσιών, περιφερόταν με παντελόνι ως το γόνατο και δαντελένιους φραμπαλάδες στα ρούχα. Πόσο αμείλικτη είναι η ζωή! Μια δουλίτσα στα Ανάκτορα!
Παντρεύτηκε εκείνη την κυρία, την αξιότιμη Ίβλιν, έμεναν κάπου εκεί κοντά, αυτό σκέφτηκε (κοιτάζοντας τα φανταχτερά σπίτια με τη θέα στο πάρκο), είχε γευματίσει εκεί μια φορά, σ᾿ ένα σπίτι που, όπως όλα τα υπάρχοντα τού Χιου, είχε κάτι που δεν μπορούσε να έχει άλλο σπίτι — μπορεί να ήταν οι ντουλάπες για τα ασπρόρουχα. Όφειλες να πας να τις δεις, όφειλες να περάσεις πολλή ώρα πάντα θαυμάζοντας ό,τι κι αν ήταν αυτό, που όφειλες να θαυμάσεις — ντουλάπες για τα ασπρόρουχα, μαξιλαροθήκες, παλιά δρύινα έπιπλα, πίνακες, πράγματα που ο Χίου είχε αποκτήσει σε τιμή ευκαιρίας. Αλλά μερικές φορές η κυρία Χιου χαλούσε την ωραία βιτρίνα. Ήταν μια από εκείνες τις αφανείς γυναικούλες, σαν ποντικάκια, που θαυμάζουν τούς μεγαλόσωμους άντρες. Περνούσε σχεδόν απαρατήρητη. Μετά, ξαφνικά, μπορεί να έλεγε κάτι απρόσμενο — κάτι δηκτικό. Ίσως είχε μέσα της απομεινάρια κάποιας οικογένειας αρχοντικής. Μάλλον την ενοχλούσε η μυρωδιά απ᾿ τα κάρβουνα στο τζάκι — βάραινε την ατμόσφαιρα. Και ζούσαν εκεί, με τις ντουλάπες τους για τα ασπρόρουχα, τούς πίνακες τών μεγάλων ζωγράφων και τις μαξιλαροθήκες που ήταν στολισμένες με πραγματική δαντέλα, με εισόδημα πέντε ή δέκα χιλιάδες λίρες το χρόνο, προφανώς, ενώ αυτός, που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος από τον Χίου, παρακαλούσε για μια δουλειά.
Στα πενήντα τρία του έπρεπε να πάει και να τούς ζητήσει να τον βάλουν σε μια θέση γραμματέα, σε κάποιο γραφείο υπουργού, να τού βρουν μια θέση βοηθού καθηγητή σε σχολείο, να διδάσκει λατινικά σε αγοράκια, να πρέπει να στέκεται σούζα μπροστά σε κάποιο μανδαρίνο τού γραφείου, δουλειά που θα τού εξασφάλιζε πεντακόσιες λίρες το χρόνο· γιατί, αν παντρευόταν την Ντέιζι, ακόμα και με τη σύνταξή του, δεν θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με λιγότερα. Προφανώς ο Γουίτμπρεντ θα μπορούσε να τού βρει μια δουλειά· ή ο Νταλογουέι. Δεν είχε πρόβλημα να ζητήσει οποιαδήποτε χάρη από τον Νταλογουέι. Ήταν καλός άνθρωπος· με σχετικά περιορισμένους πνευματικούς ορίζοντες· λίγο αργόστροφος· πράγματι· αλλά καλός άνθρωπος. Ό,τι αναλάμβανε, το διεκπεραίωνε με τον ίδιο σαφή και λογικό τρόπο· χωρίς φαντασία, χωρίς τη σπιρτάδα τής ευφυΐας, αλλά με την ανεξήγητη καλοσύνη αυτού τού είδους ανθρώπου. Έπρεπε να είναι γαιοκτήμονας ευγενής — πήγαινε χαμένος στην πολιτική. Στο ύπαιθρο ήταν στο στοιχείο του, με τα άλογα και τούς σκύλους· πόσο καλός ήταν, για παράδειγμα, όταν ο τεράστιος μαλλιαρός σκύλος τής Κλαρίσα πιάστηκε σε παγίδα και σκίστηκε η πατούσα του, κι η Κλαρίσα λίγο έλειψε να λιποθυμήσει, ο Νταλογουέι τα φρόντισε όλα· έφτιαξε επίδεσμο, έφτιαξε νάρθηκα· είπε στην Κλαρίσα να μην γίνεται ανόητη. Γι᾿ αυτό τής άρεσε, ίσως — αυτό χρειαζόταν. «Έλα, καλή μου, μην γίνεσαι ανόητη. Κράτα αυτό — πήγαινε να φέρεις εκείνο» κι όλη την ώρα μιλούσε στο σκύλο, σαν να ήταν άνθρωπος.
Αλλά πώς μπορούσε η Κλαρίσα να χωνέψει όλα εκείνα τα πράγματα περί ποίησης; Πώς τον άφηνε να αγορεύει για τον Σαίξπηρ; Με σοβαρότητα και επισημότητα ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι σηκώθηκε όρθιος και είπε πως ένας αξιοπρεπής άνθρωπος οφείλει να μην διαβάζει τα σονέτα τού Σαίξπηρ, επειδή είναι σαν να κρυφακούει σε κλειδαρότρυπα (εκτός αυτού, η σχέση του δεν συγκαταλέγεται στις σχέσεις που εκείνος εγκρίνει). Ωστόσο η Κλαρίσα ρουφούσε τα λόγια του· θεωρούσε ότι ήταν ένδειξη ειλικρίνειας· ένδειξη ανεξαρτησίας· μπορεί μάλιστα και να τον θεωρούσε την πιο ευρηματική διάνοια που είχε συναντήσει στη ζωή της.
Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που τον ένωναν με τη Σάλι. Υπήρχε ένας κήπος, όπου συνήθιζαν να πηγαίνουν βόλτα, με τοίχο γύρω γύρω, με τριαντάφυλλα και πελώρια κουνουπίδια —έφερνε στο νου του τη Σάλι να κόβει ένα τριαντάφυλλο, να σταματά και να αναφωνεί πόσο όμορφα ήταν τα φύλλα τού λάχανου στο φεγγαρόφωτο, (ήταν εντυπωσιακό πόσο ζωντανά διαγράφονταν όλα στη μνήμη του, πράγματα που δεν είχε σκεφτεί για χρόνια) και παράλληλα να τον εκλιπαρεί, μισογελώντας φυσικά, να πάρει μακριά την Κλαρίσα, να τη σώσει από τούς Χιου και τούς Νταλογουέι και κάθε άλλο «τέλειο τζέντλεμαν» που θα «στραγγάλιζε την ψυχή της» (εκείνη την εποχή έγραφε τόμους ποίησης), θα τη μετέτρεπε σε απλή οικοδέσποινα, θα ενδυνάμωνε τον υλισμό της. Αλλά θα πρέπει να είμαστε δίκαιοι με την Κλαρίσα. Δεν υπήρχε περίπτωση να παντρευτεί τον Χιου. Ήξερε πολύ καλά τι ήθελε. Όλα τα συναισθήματά της βρίσκονταν στην επιφάνεια. Κάτω από αυτή την επιφάνεια ήταν τετραπέρατη — μπορούσε να κρίνει καλύτερα τούς ανθρώπους απ᾿ ό,τι η Σάλι, για παράδειγμα, και, εκτός τών άλλων, είχε εξαιρετική θηλυκότητα· είχε το εξαιρετικό χάρισμα, το γυναικείο χάρισμα, να κυριαρχεί στον κόσμο γύρω της, όπου κι αν τύχαινε να βρεθεί. Έμπαινε στο δωμάτιο· στεκόταν, την είχε δει πολλές φορές, στο κατώφλι με πολλούς ανθρώπους γύρω της. Αλλά την Κλαρίσα θα θυμούνταν όλοι. Όχι ότι ήταν εντυπωσιακή· δεν ήταν καθόλου όμορφη· δεν είχε κάτι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό πάνω της· ποτέ δεν έλεγε κάτι εξαιρετικά έξυπνο· αλλά ήταν εκεί· ήταν εκεί..
Όχι, όχι, όχι! Δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της πια! Απλώς ένιωθε, αφότου την είχε δει το πρωί, ανάμεσα στα ραφτικά της να ετοιμάζεται για τη δεξίωσή της, ανίκανος να πάψει να τη σκέφτεται· ερχόταν ξανά και ξανά στο μυαλό του, σαν τον κοιμισμένο συνεπιβάτη που τραντάζεται και πέφτει πάνω σου, σε βαγόνι τρένου· φυσικά, αυτό δεν σήμαινε πως ήταν ερωτευμένος· σήμαινε πως τη σκεφτόταν, την επέκρινε, έκανε ξανά ύστερα από τριάντα χρόνια, άλλη μια προσπάθεια να την καταλάβει. Ήταν υλίστρια, αυτό ήταν το πιο προφανές πράγμα που θα έλεγες γι᾿ αυτήν· την ενδιέφεραν πολύ τα αξιώματα, η κοσμική ζωή, ν᾿ ανέβει κοινωνικά — αυτό ίσχυε κατά μία έννοια· η ίδια το είχε παραδεχτεί σ᾿ αυτόν. (Αν έμπαινες στον κόπο, πάντοτε μπορούσες να την κάνεις να παραδεχτεί πράγματα· ήταν ειλικρινής.) Έλεγε πως σιχαίνεται τούς αφρόντιστους ανθρώπους, τα σκουριασμένα μυαλά, τούς αποτυχημένους, σαν κι αυτόν προφανώς· θεωρούσε πως οι άνθρωποι δεν είχαν δικαίωμα να περιφέρονται καμπουριάζοντας με τα χέρια στις τσέπες· έπρεπε να κάνουν κάτι, να είναι κάτι· κι όλοι εκείνοι οι φουσκωμένοι διάνοι, εκείνες οι δούκισσες, οι ασπρομάλλες ηλικιωμένες κοντέσες που συναντούσες στο σαλόνι της —άνθρωποι απερίγραπτα απομακρυσμένοι, έτσι τους ένιωθε αυτός, από οτιδήποτε είχε έστω και την παραμικρή σημασία— αντιπροσώπευαν κάτι πραγματικό για την Κλαρίσα. Σ᾿ όλα αυτά μπορούσες να διακρίνεις τον Νταλογουέι, φυσικά· κι ένα μεγάλο μέρος από το πνεύμα τής άρχουσας τάξης, που έβρισκε έμπνευση στα κοινά, στη Βρετανική Αυτοκρατορία, στην αναμόρφωση τού δασμολογικού συστήματος, κι είχε ριζώσει μέσα της, όπως γίνεται συνήθως. Παρόλο που είχε δυο φορές το μυαλό τού Νταλογουέι, ανάγκαζε τον εαυτό της να βλέπει τα πράγματα μέσα απ᾿ τα δικά του μάτια — μία απ᾿ τις τραγωδίες τού έγγαμου βίου. Παρόλο που είχε γνώμη δική της, ένιωθε υποχρεωμένη να αναφέρει τα λόγια του Ρίτσαρντ — λες και δεν μπορούσε κανείς να διαβάσει στη Μόρνινγκ Ποστ, τι πίστευε ως την τελευταία λεπτομέρεια κάποιος σαν τον Ρίτσαρντ! Όλες αυτές οι δεξιώσεις, για παράδειγμα, γίνονταν γι᾿ αυτόν ή για την ιδέα που είχε εκείνη γι᾿ αυτόν (για να είμαστε δίκαιοι με τον Ρίτσαρντ, θα ήταν πιο χαρούμενος αν ζούσε αγροτική ζωή στο Νόρφολκ). Εκείνη μετέτρεπε το σαλόνι της σε χώρο συναντήσεων· ήταν ιδιοφυία σ᾿ αυτό. Πόσες φορές την είχε δει, να αναλαμβάνει κάποιο άπειρο νεαρό πλάσμα, να το πηγαίνει αποδώ, να το φέρνει αποκεί, να το αφυπνίζει· να το βάζει σε τροχιά. Αναρίθμητοι ανιαροί άνθρωποι περιστρέφονταν γύρω της, φυσικά. Αλλά απρόσμενα εμφανίζονταν και παράξενοι άνθρωποι· άλλοτε ένας καλλιτέχνης· άλλοτε ένας συγγραφέας· παράξενα όντα για το συγκεκριμένο περιβάλλον. Και πίσω απ᾿ όλα αυτά κρυβόταν εκείνο το δίκτυο τών επισκέψεων, με τις επισκεπτήριες κάρτες που πρέπει ν᾿ αφήσεις, την ευγενική συμπεριφορά· τα λουλούδια και τα δωράκια που θα πας δεξιά κι αριστερά· ο Τάδε που έφευγε για τη Γαλλία — να τού πας το ειδικό πλαστικό μαξιλαράκι για το ταξίδι· πράγματα που στράγγιζαν τις δυνάμεις της· όλες εκείνες οι ατέρμονες μετακινήσεις τών γυναικών τού είδους της· αλλά εκείνη τα έκανε όλα με γνήσια διάθεση, αυτό ήταν το φυσικό της.
Παραδόξως, η Κλαρίσα ανήκε στους πιο αναλυτικούς σκεπτικιστές που είχε συναντήσει ποτέ του και πιθανόν (αυτή ήταν μια θεωρία που είχε διαμορφώσει για την ερμηνεία τού χαρακτήρα της, που ήταν τόσο διάφανος από ορισμένες απόψεις, τόσο ανεξιχνίαστος από άλλες)· πιθανόν είπε στον εαυτό της: Εφόσον είμαστε μια ράτσα καταδικασμένη, αλυσοδεμένη σ᾿ ένα πλοίο που βουλιάζει (όταν ήταν νέα, οι αγαπημένοι της συγγραφείς ήταν ο Χάξλι και ο Τίντολ, κι αυτοί είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στις μεταφορές, τις εμπνευσμένες από τη θάλασσα), εφόσον η κατάσταση είναι ένα κακόγουστο αστείο, ας παίξουμε τουλάχιστον το ρόλο μας· ας απαλύνουμε τα βάσανα των άλλων φυλακισμένων (Χάξλι πάλι)· ας στολίσουμε το μπουντρούμι με λουλούδια και μαξιλαράκια για το ταξίδι· ας είμαστε όσο πιο ευπρεπείς μπορούμε. Εκείνα τα καθάρματα, οι θεοί, δεν θα τα κάνουν όλα κατά το κέφι τους — η άποψή της ήταν ότι οι θεοί, που δεν έχαναν ευκαιρία να πληγώνουν, να αναστατώνουν, να καταστρέφουν τούς ανθρώπους, ενοχλούνταν βαθύτατα αν, παρ᾿ όλα αυτά, εσύ φερόσουν σαν αληθινή κυρία. Εκείνη η περίοδος τής ζωής της ξεκίνησε αμέσως μετά το θάνατο τής Σίλβια — εκείνο το φρικτό γεγονός. Το να δεις την ίδια σου την αδερφή νεκρή κάτω από ένα πεσμένο δέντρο (το λάθος ήταν τού Τζάστιν Πάρι — η απροσεξία του έφταιγε) με τα ίδια σου τα μάτια, και μάλιστα ένα κορίτσι στο κατώφλι τής ζωής, την πιο ταλαντούχα απ᾿ τις δυο τους, έλεγε πάντα η Κλαρίσα, αρκούσε για να σε πικράνει για όλη σου τη ζωή. Ίσως αργότερα δεν ήταν τόσο κατηγορηματική· πίστευε πως δεν υπάρχουν θεοί· δεν μπορούσες να ρίξεις σε κανέναν το βάρος τής ευθύνης· κι έτσι διαμόρφωσε την αθεϊστική θρησκεία της που βασιζόταν στην ιδέα να κάνεις το καλό για το καλό.
Και, βέβαια, απολάμβανε τη ζωή στο έπακρο. Ήταν στη φύση της ν᾿ απολαμβάνει τα πράγματα (αν κι ένας θεός ξέρει πόσους ενδοιασμούς είχε. Συχνά ένιωθε πως ακόμα κι αυτός, ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια, μόνο το περίγραμμά της μπορούσε να φτιάξει. Εν πάση περιπτώσει, δεν είχε πικρία μέσα της· κανένα ίχνος αυστηρής ηθικής, στοιχείο τόσο απωθητικό στις καλές γυναίκες. Ουσιαστικά απολάμβανε τα πάντα. Αν έκανες μια βόλτα μαζί της στο Χάιντ Παρκ, τη μια ήταν ένα παρτέρι με τουλίπες, την άλλη ένα μωρό στο καρότσι, την άλλη κάποια παράλογη δραματική ιστορία που επινοούσε στη στιγμή. (Κατά πάσα πιθανότητα θα είχε μιλήσει σ᾿ εκείνο το ζευγάρι, αν έβλεπε πως είναι δυστυχισμένοι.) Διέθετε εξαιρετική αίσθηση τού κωμικού στοιχείου, αλλά χρειαζόταν ανθρώπους, πάντα χρειαζόταν ανθρώπους, να τής το βγάζουν στην επιφάνεια, με αποτέλεσμα να χαραμίζει το χρόνο της σε γεύματα, σε δείπνα, σ᾿ αυτές τις αδιάκοπες δεξιώσεις, λέγοντας ανοησίες, λέγοντας πράγματα που δεν εννοούσε, αμβλύνοντας την κόψη τού μυαλού της, χάνοντας την ορθή κρίση της. Μπορεί να καθόταν στην κεφαλή τού τραπεζιού και να κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια με κάποιο γεροξεκούτη που μπορεί να φαινόταν χρήσιμος στον Νταλογουέι —γνώριζαν τούς πιο βαρετούς ανθρώπους στην Ευρώπη— ή ερχόταν στο δωμάτιο η Ελίζαμπεθ κι όλα έπρεπε να μπουν σε δεύτερη μοίρα. Η Ελίζαμπεθ πήγαινε στο γυμνάσιο, βρισκόταν σ᾿ εκείνη τη φάση τής μουγγαμάρας την τελευταία φορά που εκείνος είχε έρθει στο Λονδίνο, ένα κορίτσι με στρογγυλά μάτια, χλωμό, που δεν είχε πάρει τίποτε απ᾿ τη μητέρα του, ένα ήσυχο, απαθές πλάσμα, που τα έβρισκε όλα αυτονόητα, άφηνε τη μητέρα της ν᾿ ασχολείται διαρκώς μαζί της κι έπειτα έλεγε «Μπορώ να φύγω τώρα;» σαν παιδάκι τετράχρονο· πάει, εξηγούσε η Κλαρίσα, με ένα μείγμα ευχαρίστησης και περηφάνιας, στοιχεία που φαίνεται ότι τής είχε εμφυσήσει ο ίδιος ο Νταλογουέι, να παίξει χόκεϊ. Και προφανώς τώρα η Ελίζαμπεθ ήταν «έξω»· θα τον θεωρούσε κι αυτόν γέρο με σκουριασμένα μυαλά, θα κορόιδευε τούς φίλους τής μητέρας της. Καλά, ας είναι. Το αντιστάθμισμα τού να γερνάς, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, βγαίνοντας απ᾿ το Ρίτζεντς Παρκ, κρατώντας το καπέλο του στο χέρι, ήταν αυτό και μόνο αυτό: τα πάθη εξακολουθούν να είναι δυνατά, αλλά έχεις κερδίσει —επιτέλους!— τη δύναμη που προσθέτει εξαίσια γεύση στην ύπαρξη — τη δύναμη να κρατάς στα χέρια τις εμπειρίες σου, να τις στρέφεις γύρω γύρω, στο φως.
Ήταν τρομακτική παραδοχή (ξαναφόρεσε το καπέλο του), αλλά τώρα, στην ηλικία τών πενήντα τριών ετών, δύσκολα χρειαζόταν πια τούς ανθρώπους. Η ίδια η ζωή, κάθε στιγμή της, κάθε σταγόνα της, εδώ, αυτή η στιγμή, εδώ, κάτω απ᾿ τον ήλιο, στο Ρίτζεντς Παρκ, τού έφτανε. Έφτανε και περίσσευε. Μια ζωή ολόκληρη, που ήταν όμως τόσο μικρή για να δείξεις, τώρα που είχες αποκτήσει τη δύναμη, όλη τη γεύση της· να βγάλεις το απόσταγμα τής απόλαυσης, όλες τις αποχρώσεις τών νοημάτων· και τα δυο ήταν τόσο πιο απτά τώρα, πολύ λιγότερο προσωπικά. Ήταν αδύνατον να υποφέρει ξανά όπως είχε υποφέρει τότε με την Κλαρίσα. Κάποιες φορές για ώρες, ώρες και μέρες, (ευτυχώς, θεέ μου, αυτά μπορείς να τα λες χωρίς να φοβάσαι πως θα τα πάρει κάποιο αυτί!), δεν σκεφτόταν ούτε για μια στιγμή την Ντέιζι.
Αναλογιζόμενος τη δυστυχία, το μαρτύριο, το φοβερό πάθος εκείνης τής εποχής, μπορούσε, λοιπόν, να πει ότι ήταν τώρα ερωτευμένος μαζί της; Ήταν ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα —πολύ πιο ευχάριστο—, αφού η αλήθεια ήταν φυσικά, ότι τώρα αυτή ήταν ερωτευμένη μαζί του. Κι αυτός ήταν ίσως ο λόγος που, όταν το καράβι άνοιξε πανιά, αισθάνθηκε εξαιρετική ανακούφιση, δεν ήθελε τίποτε στον κόσμο όσο να είναι μόνος του· ενοχλήθηκε όταν βρήκε τα δείγματα τής φροντίδας της στην καμπίνα του — πούρα, σημειώματα, μια κουβερτούλα για το ταξίδι. Κάθε ειλικρινής άνθρωπος θα έλεγε το ίδιο· πως δεν τούς θέλει τούς ανθρώπους μετά τα πενήντα· δεν θέλει να συνεχίσει να λέει στις γυναίκες πως είναι όμορφες· αυτό θα έλεγαν οι περισσότεροι πενηντάρηδες, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, αν ήταν ειλικρινείς.
Αλλά αυτά τα απίστευτα συναισθηματικά ξεσπάσματα — να ξεσπάσει σε κλάματα το πρωί, τι σήμαιναν αυτά; Τι να σκέφτηκε η Κλαρίσα γι᾿ αυτόν; θα τον θεώρησε ανόητο, προφανώς, και δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Η ζήλια κρυβόταν στο βάθος — η ζήλια που ζει περισσότερο από κάθε άλλο πάθος ανθρώπινο, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, κρατώντας το σουγιά του στο τεντωμένο χέρι του. Είχε συναντήσει αρκετές φορές τον ταγματάρχη Ορντ, έγραφε η Ντέιζι στο τελευταίο γράμμα της· επίτηδες το είπε, το ήξερε αυτός· το είπε για να τον κάνει να ζηλέψει· την έβλεπε μπροστά του να ζαρώνει το μέτωπό της καθώς έγραφε και να αναρωτιέται τι μπορούσε να πει για να τον πληγώσει· αλλά δεν είχε καμία διαφορά· ήταν έξαλλος! Όλη αυτή η αναστάτωση να έρθει στην Αγγλία και να δει δικηγόρους, δεν φανέρωνε την πρόθεσή του να την παντρευτεί, αλλά να την αποτρέψει απ᾿ το να παντρευτεί κάποιον άλλο. Αυτό τον βασάνιζε, αυτό τον κυρίευσε όταν είδε την Κλαρίσα τόσο ήρεμη, τόσο ψυχρή, τόσο προσηλωμένη στο φόρεμά της ή σε ό,τι άλλο είχε εκεί· η συνειδητοποίηση ότι μπορεί να τον είχε λυπηθεί, ότι μπορεί να τον είχε υποβιβάσει σε... έναν κλαψιάρη, γκρινιάρη γερο-ηλίθιο. Μα οι γυναίκες, σκέφτηκε κλείνοντας το σουγιά του, δεν ξέρουν τι σημαίνει πάθος. Δεν ξέρουν τι σημαίνει για τούς άντρες. Η Κλαρίσα ήταν ψυχρή σαν κρύσταλλος πάγου. Καθόταν στον καναπέ δίπλα του, τον άφησε να τής πιάσει το χέρι, τον φίλησε στο μάγουλο. — Να, είχε φτάσει στη διασταύρωση.
Ένας ήχος τον διέκοψε· ένας ήχος αδύναμος, τρεμουλιαστός, μια φωνή που ανέβαινε κυματιστή χωρίς κατεύθυνση, σφρίγος, αρχή ή τέλος, που κυλούσε αδύναμη και διαπεραστική, φωνή που δεν είχε ηλικία και φύλο, η φωνή μιας πηγής αρχαίας που ανάβλυζε απ᾿ τη γη· που έβγαινε, ακριβώς απέναντι απ᾿ το σταθμό τού μετρό στο Ρίτζεντς Παρκ, από μια ψηλή τρεμουλιαστή φιγούρα, σαν φουγάρο, σαν σκουριασμένη αντλία, σαν ανεμοδαρμένο δέντρο για πάντα γυμνό από φύλλα που αφήνει τον άνεμο να τρέχει πάνω κάτω στα κλαριά του και τραγουδώντας, ταλαντεύεται, τρίζει και στενάζει στο αεράκι των αιώνων.
Μέσα απ᾿ τούς αιώνες —όταν το πεζοδρόμιο ήταν χορτάρι, όταν ήταν βάλτος, μέσα απ᾿ την εποχή με τούς χαυλιόδοντες και τα μαμούθ, μέσα απ᾿ την εποχή τής σιωπηλής ανατολής— η τσακισμένη γυναίκα —γυναίκα ήταν, φορούσε φούστα— με το δεξί χέρι απλωμένο, το αριστερό σφιγμένο στο πλευρό της, στεκόταν και τραγουδούσε για την αγάπη — την αγάπη που κρατάει ένα εκατομμύριο χρόνια, και τραγούδησε για την αγάπη που θα νικήσει, και πριν από εκατομμύρια χρόνια ο αγαπημένος της, που ήταν νεκρός όλους αυτούς τούς αιώνες, είχε περπατήσει μαζί της τον Μάιο, σιγοτραγούδησε εκείνη· μα στων αιώνων το διάβα, αιώνων μεγάλων σαν τις μέρες τού καλοκαιριού, φλογερών (θυμόταν) σαν λουλούδια κατακόκκινα, εκείνος χάθηκε· το τεράστιο δρεπάνι τού χάρου σάρωσε εκείνους τούς τρομερούς λόφους, κι όταν ακούμπησε κι εκείνη το λευκόμαλλο και τόσο γερασμένο κεφάλι της στη γη, που είχε γίνει πάγος πια, ικέτεψε τούς θεούς ν᾿ αποθέσουν δίπλα της ένα μάτσο μαβιά ρείκια, εκεί στον τάφο της, που τον χάιδευαν οι τελευταίες αχτίδες τού τελευταίου ήλιου· γιατί μόνο τότε θα τελείωνε το εκπληκτικό θέαμα του σύμπαντος.
Καθώς το πανάρχαιο τραγούδι ανέβαινε κυματιστό απέναντι απ᾿ το σταθμό τού μετρό στο Ρίτζεντς Παρκ, η γη φαινόταν πράσινη και λουλουδιασμένη· και παρόλο που έβγαινε από ένα στόμα τόσο άτεχνο, μια απλή γεμάτη λάσπες τρύπα στη γη, γεμάτη ρίζες και μπλεγμένα χορτάρια, το παλιό κυματιστό κελαρυστό τραγούδι, που μούλιαζε μπερδεμένες ρίζες, αιώνων αμέτρητων σκελετούς και θησαυρούς, κυλούσε σε ρυάκια πάνω στο πεζοδρόμιο και σ᾿ όλη την οδό Μάρλιμποουν, κάτω προς το Γιούστον, γονιμοποιώντας, αφήνοντας πίσω του έναν υγρό λεκέ.
Κι εξακολουθώντας να θυμάται πως κάποτε, έναν πανάρχαιο Μάιο, είχε περπατήσει με τον αγαπημένο της, αυτή η σκουριασμένη αντλία, αυτή η τσακισμένη γριά με το ένα χέρι απλωμένο να δεχτεί κέρματα, το άλλο σφιγμένο στο πλευρό, θα στεκόταν εκεί ακόμα και σε δέκα εκατομμύρια χρόνια, φέρνοντας στη μνήμη της πως είχε μια φορά περπατήσει τον Μάιο εκεί που τώρα ρέει η θάλασσα, δεν είχε σημασία με ποιον — ήταν ένας άντρας, ω ναι, ένας άντρας που την είχε αγαπήσει. Αλλά το πέρασμα τών αιώνων είχε θολώσει τη διαύγεια εκείνης τής πανάρχαιας μέρας· τα λουλούδια με τα ζωηρά πέταλα ήταν ξασπρισμένα, καλυμμένα με ασημένιο πάγο· κι εκείνη δεν έβλεπε πια, όταν τον ικέτευε (όπως έκανε τώρα με φωνή καθαρή) «κοίτα με βαθιά στα μάτια, με τα δικά σου τα γλυκά τα μάτια», δεν έβλεπε πια καστανά μάτια, μαύρες φαβορίτες ή ηλιοκαμένο πρόσωπο, έβλεπε μοναχά μια φιγούρα που πλησίαζε, μια θολή φιγούρα, στην κατεύθυνση τής οποίας τιτίβιζε με τη φρεσκάδα πουλιού που έχουν οι γέροι «δώσ᾿ μου το χέρι σου κι άσε με να το σφίξω απαλά» (ο Πίτερ Γουόλς ήταν αδύνατον να μην δώσει στο φτωχό πλάσμα ένα κέρμα την ώρα που έμπαινε στο ταξί του), «κι αν τύχει κάποιος και μας δει, τι σημασία έχει;» ρωτούσε· και με τη γροθιά της σφιγμένη στο πλευρό της, χαμογέλασε αρπάζοντας το σελίνι, κι όλα τα διεισδυτικά, εξεταστικά μάτια σαν να ξεθώριασαν κι οι γενιές που περνούσαν —το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο φουριόζους μεσοαστούς— εξαφανίστηκαν, σαν τα φύλλα που πατιούνται, μουσκεύουν, μουλιάζουν, σαπίζουν εξαιτίας αυτής της αιώνιας άνοιξης--
«Την καημένη τη γριά» είπε η Ρέζια Γουόρεν Σμιθ.
Ω, φουκαριάρα γριούλα! είπε, καθώς περίμεναν να διασχίσουν το δρόμο.
Κι αν ήταν βροχερή η νύχτα; Κι αν τύχαινε να περάσει ο πατέρας της ή κάποιος που την ήξερε σε καλύτερες εποχές, και την έβλεπε να στέκεται εκεί στο ρείθρο του δρόμου; Και πού κοιμόταν τη νύχτα;
Εύθυμα, σχεδόν χαρωπά, η αόρατη κλωστή τού ήχου ξετυλιγόταν στον αέρα σαν καπνός από φουγάρο σπιτιού στην εξοχή, ξετυλιγόταν πάνω στις λυγερές οξιές αφήνοντας ένα κουβάρι γαλάζιου καπνού ανάμεσα στα φύλλα στην κορυφή. «Κι αν τύχει κάποιος και μας δει, τι σημασία έχει;»
Εφόσον ήταν τόσο δυστυχισμένη, τόσες μα τόσες εβδομάδες τώρα, η Ρέζια έδινε νόημα σε ό,τι συνέβαινε, σχεδόν ένιωθε μερικές φορές πως έπρεπε να σταματήσει ανθρώπους στο δρόμο, αν έδειχναν καλοί κι ευγενικοί, μόνο και μόνο για να τους πει «Είμαι δυστυχισμένη»· αυτή η γριά που τραγουδούσε στο δρόμο «κι αν τύχει κάποιος και μας δει, τι σημασία έχει;» ξαφνικά την έκανε να νιώσει τη βεβαιότητα πως όλα θα πήγαιναν καλά. Πήγαιναν στον σερ Γουίλιαμ Μπράντσο· σκέφτηκε πως το όνομά του ήταν εύηχο· θα θεράπευε αμέσως τον Σέπτιμους. Κι έπειτα, να ένα κάρο με βαρέλια μπίρα, και τα γκρίζα άλογα που είχαν όρθιες φούντες από άχυρο στην ουρά τους· να τα πλακάτ τών εφημερίδων. Η δυστυχία της ήταν ένα ανόητο, ένα τόσο ανόητο όνειρο.
Κι έτσι διέσχισαν το δρόμο, ο κύριος και η κυρία Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, και υπήρχε εντέλει, κάτι που να τραβά την προσοχή πάνω τους, κάτι που να κάνει έναν περαστικό να υποψιαστεί πως αυτός ο νεαρός κουβαλάει μέσα του το σπουδαιότερο μήνυμα στον κόσμο, κι επιπλέον είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στο κόσμο κι ο πιο δυστυχής; Ίσως περπατούσαν πιο αργά από άλλους ανθρώπους, κι υπήρχε κάτι διατακτικό, αργόσυρτο στο βήμα τού άντρα, αλλά τι πιο φυσικό για έναν υπάλληλο που έχει χρόνια να βρεθεί αυτή την ώρα μέρας καθημερινής στην περιοχή του Γουέστ Εντ, από το να κοιτάζει διαρκώς τον ουρανό, να κοιτάζει πότε το ένα και πότε το άλλο, σαν να ήταν η Πόρτλαντ Πλέις δωμάτιο, στο οποίο αυτός μπήκε διάστημα που απουσιάζει η οικογένεια, οι πολυέλαιοι είναι τυλιγμένοι σε χοντρή λινάτσα, κι η οικονόμος που σηκώνοντας μια γωνία απ᾿ τη μακριά κουρτίνα αφήνει να πέσουν μακρόστενες δέσμες σκονισμένο φως πάνω σε παρατημένες πολυθρόνες με όψη παράξενη, εξηγεί στους επισκέπτες πόσο ωραίο είναι αυτό το σπίτι· πόσο ωραίο και ταυτόχρονα, σκέφτεται ο Σέπτιμους κοιτάζοντας καρέκλες και τραπέζια, πόσο παράξενο.
Κοιτάζοντάς τον θα έλεγες πως μπορεί να είναι υπάλληλος, αλλά σε υψηλή θέση· επειδή φορούσε καφέ μπότες· τα χέρια του φανέρωναν καλλιέργεια· το ίδιο και το προφίλ του — το γωνιώδες, έξυπνο, ευαίσθητο προφίλ του με τη μεγάλη μύτη· αλλά όχι τα χείλη του, επειδή ήταν μισάνοιχτα· τα μάτια του, δυο απλά μάτια (ως συνήθως)· ανοιχτά καστανά, μεγάλα· σε γενικές γραμμές ήταν ένας μέσος άνθρωπος, όχι κάτι συγκεκριμένο· μπορεί να κατέληγε με δική του μονοκατοικία στο Πέρλι κι αυτοκίνητο ή μπορεί να συνέχιζε να νοικιάζει διαμερίσματα σε δρομάκια σ᾿ όλη του τη ζωή· ένας απ᾿ αυτούς τούς μισομορφωμένους, τούς αυτοδίδακτους άντρες που πήραν όλη τη μόρφωσή τους από βιβλία δανεισμένα από δημόσιες βιβλιοθήκες, διαβασμένα το βράδυ, μετά τής μέρας τη δουλειά, αγορασμένα ύστερα από συμβουλή που τού έδωσαν γνωστοί συγγραφείς με τούς οποίους επικοινώνησε δι᾿ αλληλογραφίας.
Όσο για τις άλλες εμπειρίες, τις μοναχικές που οι άνθρωποι βιώνουν μόνοι στην κρεβατοκάμαρά τους, στο γραφείο, περπατώντας στα χωράφια και στους δρόμους τού Λονδίνου, τις είχε κι αυτές· είχε φύγει μικρός απ᾿ το σπίτι του εξαιτίας τής μητέρας του· ψέματα· επειδή αυτός είχε πάει στην τραπεζαρία για το τσάι για πεντηκοστή φορά με τα χέρια άπλυτα· επειδή δεν έβλεπε να έχει μέλλον ένας ποιητής στο Στράουντ· κι έτσι εκμυστηρεύτηκε τα πάντα στη μικρή του αδερφή, πήγε στο Λονδίνο αφήνοντας πίσω του ένα ασυνάρτητο σημείωμα, σαν αυτά που έχουν γράψει μεγάλοι άντρες και τα διαβάζει ο κόσμος αργότερα, όταν έχει γίνει πια γνωστή η ιστορία των αγώνων τους.
Το Λονδίνο έχει καταπιεί πολλά εκατομμύρια νέους που ονομάζονται Σμιθ· δεν υπολόγισε ποτέ φανταστικά βαφτιστικά ονόματα, όπως το Σέπτιμους, που τα σκέφτηκαν οι γονείς τους για να τούς κάνουν να ξεχωρίζουν. Μένοντας σ᾿ έναν παράδρομο τής οδού Γιούστον βίωσε εμπειρίες, κι άλλες εμπειρίες, όπως την αλλαγή μέσα σε δύο χρόνια τού προσώπου του, που από ροδαλό αθώο οβάλ έγινε ισχνό, σφιγμένο, εχθρικό. Αλλά απ᾿ όλα αυτά, ο πιο παρατηρητικός φίλος τι άλλο θα έλεγε εκτός απ᾿ αυτά που λέει ένας κηπουρός όταν ανοίγει την πόρτα τού θερμοκηπίου το πρωί και βρίσκει έναν νέο ανθό στο φυτό του: άνθισε· άνθισε από ματαιοδοξία, φιλοδοξία, ιδεαλισμό, πάθος, μοναξιά, κουράγιο, οκνηρία, τούς σπόρους τούς συνηθισμένους, που όλοι μαζί μπερδεμένοι (σ᾿ έναν παράδρομο της οδού Γιούστον) τον έκαναν συνεσταλμένο, να τραυλίζει, τον γέμισαν αγωνία να βελτιωθεί, τον έκαναν να ερωτευτεί τη δεσποινίδα Ίζαμπελ Πόουλ, που έδινε διαλέξεις για τον Σαίξπηρ στην οδό Γουότερλου.
Δεν μοιάζει στον Κιτς; ρώτησε εκείνη· και σκεφτόταν πως μπορούσε να τον βοηθήσει να πάρει μια γεύση από Αντώνιο και Κλεοπάτρα κι όλα τα υπόλοιπα· τού δάνειζε βιβλία· τού έγραφε γραμματάκια· κι άναψε μέσα του μια φωτιά που σε καίει μόνο μια φορά στη ζωή σου, χωρίς ζέστη μεγάλη, μόνο με μια κοκκινόχρυση τρεμουλιαστή φλόγα αιώνια, αιθέρια κι άυλη πάνω απ᾿ τη δεσποινίδα Πόουλ· απ᾿ το Αντώνιος και Κλεοπάτρα· και την οδό Γουότερλου. Τη θεωρούσε όμορφη, πίστευε πως η σοφία της ήταν άμεμπτη· την ονειρευόταν, τής έγραφε ποιήματα, τα οποία εκείνη αγνοώντας το θέμα τους, διόρθωνε με κόκκινο μελάνι· ένα βράδυ καλοκαιριού την είδε να περπατά σε μια πλατεία φορώντας ένα πράσινο φόρεμα. «Άνθισε» ίσως να έλεγε ο κηπουρός, αν άνοιγε την πόρτα· αν είχε μπει, δηλαδή, κάποια νύχτα αυτή την ώρα και τον είχε βρει να γράφει· τον είχε βρει να σκίζει τα γραπτά του· τον είχε βρει να ολοκληρώνει κάποιο αριστούργημα στις τρεις το πρωί και να τρέχει έξω να περπατήσει στους δρόμους και να επισκεφτεί εκκλησίες, να νηστεύει τη μια μέρα, να πίνει την άλλη, να ξεκοκαλίζει Σαίξπηρ, Δαρβίνο, την Ιστορία τού πολιτισμού, Μπέρναρντ Σο.
Κάτι συνέβαινε, το ήξερε ο κύριος Μπρούερ· ο κύριος Μπρούερ, προϊστάμενος στην εταιρεία δημοπρασιών, εκτιμήσεων και μεσιτικών εργασιών Σίμπλις και Άροουσμιθ· κάτι συνέβαινε, σκέφτηκε, και καθώς έτρεφε πατρική στοργή για τούς υφισταμένους του, εκτιμούσε τις ικανότητες τού Σμιθ και είχε προβλέψει ότι, σε δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, θα τον διαδεχόταν στη δερμάτινη πολυθρόνα στο γραφείο τού προϊσταμένου κάτω απ᾿ το φεγγίτη με τα έγγραφα τής δουλειάς γύρω του, «αν δεν αρρωστήσει», έλεγε ο κύριος Μπρούερ, κι αυτός ήταν ο κίνδυνος — έδειχνε εξασθενημένος· τού συνέστησε να παίζει ποδόσφαιρο, τον προσκάλεσε σε δείπνο και φρόντισε να βρει έναν τρόπο να προτείνει να τού κάνουν αύξηση μισθού, αλλά ξαφνικά συνέβη κάτι κι ανέτρεψε τούς υπολογισμούς του. Τού πήρε τούς ικανότερους υπαλλήλους του και τελικά, τόσο αδιάκριτα και ύπουλα ήταν τα δάχτυλα τού Μεγάλου Πολέμου, που έκανε θρύψαλα μια γύψινη θεά Δήμητρα, άνοιξε μια μεγάλη οπή στο παρτέρι με τα γεράνια κι έσπασε εντελώς τα νεύρα τής μαγείρισσας στην κατοικία του, στο Μάσγουελ Χιλ.
Ο Σέπτιμους ήταν από τούς πρώτους εθελοντές. Πήγε στη Γαλλία για να σώσει μια Αγγλία που την αποτελούσαν αποκλειστικά τα έργα τού Σαίξπηρ και η δεσποινίς Ίζαμπελ Πόουλ, που περπατούσε στην πλατεία με το πράσινο φόρεμά της. Εκεί στα χαρακώματα έγινε αμέσως η αλλαγή που επιθυμούσε ο κύριος Μπρούερ, όταν τού συνέστησε ποδόσφαιρο· απέκτησε ανδροπρέπεια· πήρε βαθμό· κέρδισε την προσοχή, την αγάπη ουσιαστικά, τού αξιωματικού του, τού Έβανς. Ήταν σαν δυο σκυλιά που έπαιζαν πάνω στο χαλάκι τού τζακιού· το ένα να παίζει μ᾿ ένα ζαρωμένο χαρτάκι, να γρυλίζει, ν᾿ αρπάζει ανάμεσα στα δόντια του, να γρατζουνάει πότε πότε τ᾿ αυτί τού γέρικου σκύλου· το άλλο, νυσταλέο, να έχει ξαπλώσει και ν᾿ ανοιγοκλείνει τα μάτια κοιτώντας τη φωτιά, να σηκώνει την πατούσα του, να στριφογυρίζει και να γρυλίζει φιλικά. Ήταν αναγκασμένοι να είναι μαζί, να μοιράζονται τα πάντα, να πολεμούν, να καβγαδίζουν. Αλλά όταν ο Έβανς (η Ρέζια, που τον είχε δει μια φορά μόνο, τον χαρακτήρισε «ήσυχο άνθρωπο», ήταν ένας γεροδεμένος άντρας με κόκκινα μαλλιά, ανέκφραστος μπροστά σε γυναίκες), όταν ο Έβανς σκοτώθηκε, λίγο πριν από την ανακωχή στην Ιταλία, ο Σέπτιμους, ο οποίος κάθε άλλο παρά φανέρωσε κάποιο συναίσθημα ή δέχτηκε πως αυτό ήταν το τέλος μιας φιλίας, έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό του, που ένιωθε τόσο λίγα και τόσο λογικά πράγματα. Ο Πόλεμος τον είχε διδάξει. Αυτό ήταν μεγαλειώδες. Είχε ζήσει τα πάντα, τη φιλία, τον Μεγάλο Πόλεμο, το θάνατο, είχε πάρει βαθμό, εξακολουθούσε να είναι κάτω από τριάντα και ήταν προορισμένος να επιβιώσει. Σ᾿ αυτό το τελευταίο είχε δίκιο. Οι τελευταίες οβίδες δεν τον πέτυχαν. Τις έβλεπε με αδιαφορία να σκάνε. Όταν έγινε ειρήνη βρισκόταν στο Μιλάνο, φιλοξενούμενος σ᾿ ενός πανδοχέα το σπίτι· που είχε αυλή, λουλούδια σε ζαρντινιέρες τραπεζάκια έξω, κόρες που έφτιαχναν καπέλα· τη Λουκρέτσια, τη μικρότερη κόρη, την αρραβωνιάστηκε ένα βράδυ που τον είχε πιάσει πανικός — ότι δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε.
Επειδή, τώρα που είχαν τελειώσει όλα, η ανακωχή είχε υπογραφεί κι οι νεκροί είχαν ταφεί, άκουγε, ιδίως το βράδυ, εκείνες τις βροντές τού φόβου. Δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε. Όποτε άνοιγε την πόρτα τού δωματίου όπου κάθονταν οι Ιταλίδες κι έφτιαχναν καπέλα, μπορούσε να τις δει· μπορούσε να τις ακούσει· περνούσαν στριφτά σύρματα μέσα από χρωματιστές χάντρες που είταν σε μπολάκια· έδιναν στο κανναβάτσο πότε το ένα σχήμα και πότε το άλλο· στο τραπέζι σπαρμένα φτερά, πούλιες, μεταξωτές κλωστές, κορδέλες· ακουμπούσαν τα ψαλίδια τους στο τραπέζι με θόρυβο· ωστόσο, κάτι τού διέφευγε· δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε. Παρ᾿ όλ᾿ αυτά, τα ψαλίδια έπεφταν με θόρυβο, τα κορίτσια γελούσαν, τα καπέλα που φτιάχνονταν τον προστάτευαν· ήταν σίγουρος ότι ήταν ασφαλής· είχε ένα καταφύγιο. Αλλά δεν μπορούσε να κάθεται εκεί όλο το βράδυ. Υπήρχαν φορές που ξυπνούσε το χάραμα. Γκρεμιζόταν το κρεβάτι του· γκρεμιζόταν ο ίδιος. Ω, πού ήταν τώρα τα ψαλίδια, το φως τη λάμπας και τα σχήματα στο κανναβάτσο! Ζήτησε σε γάμο τη Λουκρέτσια, τη μικρότερη απ᾿ τις δύο, τη χαρούμενη, την ελαφρόμυαλη, με τα καλλιτεχνικά δαχτυλάκια που τα σήκωνε ψηλά κι έλεγε «Σ᾿ αυτά οφείλονται όλα». Κλωστές, φτερά, τα πάντα είχαν τη δική τους ζωή στα δάχτυλά της.
«Το καπέλο έχει τη μεγαλύτερη σημασία» έλεγε εκείνη, όταν έβγαιναν βόλτα μαζί. Κάθε καπέλο που περνούσε, το εξέταζε· όπως εξέταζε και την κάπα, το φόρεμα και τη στάση τού σώματος τής γυναίκας. Στηλίτευε το κακό ή το υπερβολικό ντύσιμο, όχι έντονα, κυρίως με χειρονομίες που έδειχναν ανυπομονησία, σαν τις κινήσεις ενός ζωγράφου που απορρίπτει κάποια εμφανή, καλοπροαίρετη, κραυγαλέα απάτη· κι έπειτα, με μεγαλοψυχία, αλλά πάντα με κριτική διάθεση, επαινούσε κάποια πωλήτρια που είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε με τα φτωχικά ρούχα της ή εγκωμίαζε, με ενθουσιασμό και επαγγελματική αντίληψη, μια Γαλλίδα που κατέβαινε απ᾿ την άμαξά της με γούνα τσιντσιλά, ωραία ρούχα, μαργαριτάρια.
«Τι όμορφη» μουρμούριζε, σκουντώντας τον Σέπτιμους να τη δει. Αλλά η ομορφιά ήταν κρυμμένη πίσω από τζάμι. Ακόμα κι η γεύση (στη Ρέζια άρεσαν τα παγωτά, οι σοκολάτες, οτιδήποτε γλυκό) δεν τού χάριζε απόλαυση. Ακούμπησε το φλιτζάνι του στο μαρμάρινο τραπεζάκι. Κοίταξε τούς ανθρώπους έξω· φαίνονταν χαρούμενοι, μαζεύονταν στη μέση τού δρόμου, φώναζαν, γελούσαν, έκαναν μικροκαβγάδες για το τίποτε. Αλλά εκείνος δεν είχε γεύση, δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε. Στην τσαγερία ανάμεσα στα τραπέζια και στους σερβιτόρους που φλυαρούσαν, τού δημιουργήθηκε ο ίδιος φρικτός φόβος — δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε. Μπορούσε να σκεφτεί λογικά· μπορούσε να διαβάσει Δάντη για παράδειγμα αρκετά εύκολα, («Σέπτιμους, άσε κάτω το βιβλίο σου» έλεγε η Ρέζια, κλείνοντας απαλά την Κόλαση), μπορούσε να κάνει την πρόσθεση στο λογαριασμό του, το μυαλό του ήταν τέλειο· θα πρέπει να έφταιγε ο κόσμος λοιπόν — που δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε.
«Οι Άγγλοι είναι τόσο σιωπηλοί» έλεγε η Ρέζια. Τής αρέσει αυτό, έλεγε. Τούς σεβόταν τούς Άγγλους, ήθελε να δει το Λονδίνο, τα εγγλέζικα άλογα και τα κοστούμια τα ραμμένα κατά παραγγελία, και θυμόταν πως είχε ακούσει πόσο υπέροχα είναι τα μαγαζιά, από μια θεία της που ήταν παντρεμένη εκεί κι έμενε στο Σόχο.
Ίσως είναι πιθανό, σκέφτηκε ο Σέπτιμους, κοιτάζοντας την Αγγλία απ᾿ το παράθυρο τού τρένου, καθώς άφηναν πίσω τους το Νιουχέιβεν· ίσως είναι πιθανό να μην έχει κανένα απολύτως νόημα ο κόσμος.
Στο γραφείο τού έδωσαν προαγωγή κι ανέλαβε ένα πόστο με σημαντικές ευθύνες. Ήταν περήφανοι γι᾿ αυτόν· είχε κερδίσει μετάλλια. «Έπραξες το καθήκον σου· από μας εξαρτάται...» άρχισε να λέει ο κύριος Μπρούερ· και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει, τόσο ευχάριστα ήταν τα συναισθήματά του. Νοίκιασαν ένα θαυμάσιο διαμέρισμα σ᾿ ένα στενό που έβγαζε στην Τότεναμ Κορτ Ρόουντ.
Εκεί έπιασε πάλι τον Σαίξπηρ. Ο οίστρος εκείνου τού νεαρού για τη γλώσσα — Αντώνιος και Κλεοπάτρα — είχε χαθεί εντελώς. Πόσο αποστρεφόταν την ανθρωπότητα ο Σαίξπηρ — το να ντύνεσαι, να κάνεις παιδιά, την εξαχρείωση τού στόματος και τής κοιλιάς! Όλα αυτά αποκαλύφθηκαν τώρα στον Σέπτιμους· το μήνυμα το κρυμμένο στην ομορφιά τών λέξεων· το κρυφό σινιάλο που περνά μια γενιά συγκαλυμμένα, στην επόμενη είναι η αποστροφή, το μίσος, η απόγνωση. Το ίδιο κι ο Δάντης. Το ίδιο κι ο (μεταφρασμένος) Αισχύλος. Η Ρέζια καθόταν εκεί, στο τραπέζι, και στόλιζε καπέλα. Στόλιζε καπέλα για τις φίλες της κυρίας Φίλμερ· στόλιζε καπέλα με τις ώρες. Έδειχνε χλωμή, μυστηριώδης, σαν κρίνος, πνιγμένος, κάτω απ᾿ το νερό, σκέφτηκε εκείνος.
«Οι Άγγλοι είναι τόσο σοβαροί» συνήθιζε εκείνη να λέει, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω απ᾿ τον Σέπτιμους, με το μάγουλό της πάνω στο δικό του.
Η αγάπη ανάμεσα σ᾿ έναν άντρα και μια γυναίκα ήταν κάτι απεχθές στον Σαίξπηρ. Στο τέλος τής ζωής του θεωρούσε τη συνεύρεση βρομερή. Όμως, έλεγε η Ρέζια, εκείνη πρέπει να κάνει παιδιά. Ήταν πέντε χρόνια παντρεμένοι.
Επισκέφτηκαν μαζί τον Πύργο του Λονδίνου· το Μουσείο της Βικτορίας και τού Αλβέρτου· στάθηκαν στο πλήθος να δουν τον Βασιλιά να κάνει την έναρξη τών εργασιών τού Κοινοβουλίου. Κι έπειτα υπήρχαν και τα μαγαζιά — τα μαγαζιά με τα καπέλα, τα μαγαζιά με τα φορέματα, τα μαγαζιά με τις δερμάτινες τσάντες στη βιτρίνα, που η Ρέζια μπορούσε να χαζεύει. Αλλά εκείνη έπρεπε να αποκτήσει ένα αγόρι.
Πρέπει να αποκτήσει ένα γιο σαν τον Σέπτιμους, είπε. Αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να είναι σαν τον Σέπτιμους· τόσο αβρός· τόσο σοβαρός· τόσο έξυπνος. Δεν μπορεί να διαβάσει Σαίξπηρ κι εκείνη; Είναι δύσκολος συγγραφέας ο Σαίξπηρ; ρώτησε.
Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να φέρνει παιδιά σ᾿ έναν κόσμο σαν κι αυτόν. Δεν μπορεί να διαιωνίζει τα βάσανα ή να αυξάνει τη ράτσα αυτών τών λάγνων ζώων που δεν έχουν αισθήματα με διάρκεια, έχουν μόνο καπρίτσια και ματαιοδοξία, που τούς κάνουν να στροβιλίζονται πότε προς τη μια κατεύθυνση πότε προς την άλλη. Την παρατηρούσε να ψαλιδίζει, να δίνει σχήμα, όπως παρατηρείς ένα πουλί να χοροπηδάει, να περνά σαν αστραπή, χωρίς να τολμάς να κουνήσεις το δαχτυλάκι σου. Επειδή η αλήθεια είναι (ας την αφήσουμε στην άγνοιά της, τη Ρέζια) ότι οι άνθρωποι ούτε καλοσύνη έχουν, ούτε πίστη ούτε ευσπλαχνία πέρα απ᾿ όσο τούς χρησιμεύουν για να αυξηθεί η χαρά της στιγμής. Κυνηγούν κατά αγέλες. Οι αγέλες τους ανιχνεύουν την έρημο κι εξαφανίζονται ουρλιάζοντας. Εγκαταλείπουν τούς νεκρούς. Οι γκριμάτσες τους έχουν γίνει μάσκα. Ο κύριος Μπρούερ στο γραφείο, με το κερωμένο μουστάκι, την κοραλλένια καρφίτσα στη γραβάτα, το λευκό πουκάμισο και τα ευχάριστα συναισθήματα —ψυχρός και γλοιώδης μέσα του— που τα γεράνια του καταστράφηκαν στον πόλεμο, τα νεύρα τής μαγείρισσάς του έσπασαν· ή η Αμίλια Τάδε που έφερνε το τσάι ακριβώς στις πέντε — μια αισχρή μικρή λάμια με μοχθηρή σαρκαστική όψη· κι οι διάφοροι Τομ και Μπέρτι με τα κολλαριστά τους πουκάμισα, απ᾿ όπου ξεχείλιζαν χοντρές στάλες κακίας. Δεν τον είδαν ποτέ να τούς ζωγραφίζει στο μπλοκ του γυμνούς, να κάνουν καραγκιοζιλίκια. Στο δρόμο, φορτηγά τον προσπερνούσαν μουγκρίζοντας· η βαρβαρότητα σάλπιζε στα πλακάτ· άντρες παγιδεύονταν σε ορυχεία· γυναίκες καίγονταν ζωντανές· και μια φορά μια σειρά τρελοί σακάτηδες, που τούς είχαν βγάλει είτε για να κάνουν τη γυμναστική τους, είτε για να τούς επιδείξουν και να διασκεδάσει ο κοσμάκης (που γελούσε δυνατά), πέρασαν σερνάμενοι από μπροστά του, στην Τότεναμ Κορτ Ρόουντ, χαιρετώντας με το κεφάλι και μειδιώντας, σχεδόν απολογητικά, αλλά και θριαμβευτικά, επιβάλλοντας τη συμφορά τους. Θα τρελαινόταν κι αυτός; Στο τσάι η Ρέζια τού είπε ότι η κόρη τής κυρίας Φίλμερ περιμένει παιδί. Δεν είναι δυνατόν να γεράσει και να μην έχει παιδιά κι η ίδια! Είναι τόσο μόνη, είναι τόσο δυστυχισμένη! Έκλαψε για πρώτη φορά απ᾿ την ημέρα τού γάμου τους. Την άκουγε να κλαίει στο βάθος· άκουγε το κλάμα της καθαρό, το αντιλαμβανόταν με ακρίβεια· το σύγκρινε με έμβολο που χτυπάει. Αλλά δεν ένιωσε τίποτε.
Η γυναίκα του έκλαιγε κι αυτός δεν ένιωθε τίποτε· μόνο που κάθε φορά που εκείνη έκλαιγε με λυγμούς, μ᾿ αυτό τον βαθύ, αυτό τον βουβό, αυτό τον απεγνωσμένο τρόπο, εκείνος βούλιαζε λίγο πιο κάτω στο λάκκο.
Τελικά, με μια κίνηση μελοδραματική που έκανε μηχανικά και έχοντας πλήρη επίγνωση τής ανειλικρίνειάς της, άφησε το κεφάλι του να πέσει πάνω στα χέρια του. Τώρα είχε παραδοθεί· τώρα πρέπει να τον βοηθήσουν οι άλλοι. Πρέπει να έρθουν ειδικοί. Παραδόθηκε.
Τίποτε δεν μπορούσε να τον συνεφέρει. Η Ρέζια τον έβαλε στο κρεβάτι. Φώναξε γιατρό — τον δόκτορα Χολμς τής κυρίας Φίλμερ. Ο δόκτωρ Χολμς τον εξέτασε. Δεν έχει τίποτε απολύτως, είπε. Ω, τι ανακούφιση! Τι ευγενικός άνθρωπος, τι καλός άνθρωπος! σκέφτηκε η Ρέζια. Κάθε φορά που αυτός νιώθει έτσι, πηγαίνει στο μιούζικ χολ, είπε ο δόκτωρ Χολμς. Παίρνει άδεια μια μέρα, την περνά με τη σύζυγό του και παίζει γκολφ. Γιατί να μην δοκιμάσει δυο ταμπλέτες βρομιούχο ηρεμιστικό διαλυμένες σε νερό προτού πέσει για ύπνο; Αυτά τα παλιά σπίτια στην περιοχή τού Μπλούμσμπερι, είπε ο δόκτωρ Χολμς, χτυπώντας το χέρι του στον τοίχο, συχνά έχουν τόσο όμορφη ξύλινη επένδυση στους τοίχους, κι οι ιδιοκτήτες τους είναι τρελοί που την καλύπτουν με ταπετσαρία. Μόλις τις προάλλες, ενώ επισκεπτόταν έναν ασθενή, έναν σερ Τάδε Τάδε, στην πλατεία Μπέντφορντ...
Δεν υπήρχε λοιπόν δικαιολογία· δεν είχε τίποτε, εκτός απ᾿ την αμαρτία για την οποία η ανθρώπινη φύση τον είχε καταδικάσει σε θάνατο· το ότι δεν ένιωθε τίποτε. Δεν τον ένοιαξε όταν σκοτώθηκε ο Έβανς· αυτό ήταν το χειρότερο· αλλά κι όλα τα άλλα εγκλήματα σήκωναν το κεφάλι τους και κουνούσαν τα δάχτυλά τους, κορόιδευαν, χλεύαζαν πάνω απ᾿ το κάγκελο τού κρεβατιού τα ξημερώματα, το εξουθενωμένο σώμα, που ήταν ξαπλωμένο εκεί και συνειδητοποιούσε τον ξεπεσμό του· ότι είχε παντρευτεί τη γυναίκα του χωρίς να την αγαπά· τής είχε πει ψέματα· την είχε αποπλανήσει· είχε προσβάλει τη δεσποινίδα Ίζαμπελ Πόουλ κι ήταν τόσο βαθιά ταραγμένος και σημαδεμένος με κακία που οι γυναίκες ανατρίχιαζαν όταν τον έβλεπαν στο δρόμο. Η ετυμηγορία τού ανθρώπινου γένους για ένα τέτοιο κάθαρμα ήταν θάνατος.
Ο δόκτωρ Χολμς ήρθε ξανά. Μεγαλόσωμος, ροδαλός, γοητευτικός, οι μπότες του χτυπούσαν ελαφρά, κοιταζόταν στον καθρέφτη, τα απέρριψε όλα —πονοκεφάλους αϋπνίες φόβους όνειρα—, νευρικά συμπτώματα και τίποτε περισσότερο, είπε. Αν ο δόκτωρ Χολμς διαπίστωνε πως ήταν έστω και διακόσια πενήντα γραμμάρια ελαφρύτερος από τα εβδομήντα τρία κιλά του, ζητούσε απ᾿ τη γυναίκα του άλλο ένα πιάτο πόριτζ στο πρωινό. (Η Ρέζια θα μάθαινε να φτιάχνει πόριτζ.) Αλλά, συνέχισε, η υγεία είναι κατά μεγάλο μέρος θέμα δικού μας ελέγχου. Πρέπει να βγαίνεις έξω και να μαθαίνεις τι γίνεται στον κόσμο· να ξεκινήσεις ένα χόμπι. Άνοιξε τον Σαίξπηρ — Αντώνιος και Κλεοπάτρα· τον έσπρωξε στην άκρη τον Σαίξπηρ. Κάποιο χόμπι, είπε ο δόκτωρ Χολμς· γιατί δεν οφείλει κι ο ίδιος την εξαιρετική υγεία του (και δουλεύει εξίσου σκληρά με κάθε άλλον άντρα στο Λονδίνο) στο γεγονός ότι μπορεί πάντα να σταματήσει για λίγο να φροντίζει τους πελάτες του και να ασχοληθεί με έπιπλα αντίκες; Και τι όμορφο χτενάκι, αν τού επιτρέπουν να πει, που φοράει η κυρία Γουόρεν Σμιθ!
Όταν ξαναήρθε ο πανηλίθιος ο Σέπτιμους αρνήθηκε να τον δει. Ώστε πράγματι δεν θέλει να τον δει; είπε ο δόκτωρ Χολμς, χαμογελώντας καλοσυνάτα. Πραγματικά αναγκάστηκε να παραμερίσει μ᾿ ένα φιλικό σπρώξιμο τη χαριτωμένη μικροκαμωμένη κυρία, την κυρία Σμιθ, για να την προσπεράσει και να μπει στην κρεβατοκάμαρα τού συζύγου της.
«Λοιπόν, έχουμε μελαγχολία» είπε καλοσυνάτα ενώ καθόταν δίπλα στον ασθενή του. Ουσιαστικά έκανε λόγο για αυτοκτονία στη σύζυγό του, που είναι πολύ νέα, ξένη, έτσι δεν είναι; Δεν την έκανε αυτό να σχηματίσει πολύ περίεργη εντύπωση για τους άγγλους συζύγους; Δεν έχει, άραγε, ένας άντρας καθήκον απέναντι στη γυναίκα του; Δεν θα ήταν καλύτερο να κάνει κάτι αντί να κάθεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι; Γιατί έχει σαράντα χρόνια πείρας πίσω του· κι ο Σέπτιμους μπορεί να βασιστεί στο λόγο του — δεν τού συμβαίνει τίποτε απολύτως. Και την επόμενη φορά που θα έρθει ο δόκτωρ Χολμς, ελπίζει να μην βρει τον Σμιθ στο κρεβάτι και να μην κάνει εκείνη τη χαριτωμένη κυρία, τη γυναίκα του, ν᾿ ανησυχεί γι᾿ αυτόν.
Με δυο λόγια, η ανθρώπινη φύση τον καταδίωκε — το απεχθές κτήνος με τα ρουθούνια στο χρώμα τού αίματος. Ο Χολμς τον καταδίωκε. Ερχόταν τακτικότατα, κάθε μέρα. Αν σκοντάψεις, έγραψε ο Σέπτιμους στο πίσω μέρος μιας καρτ ποστάλ, η ανθρώπινη φύση σε καταδιώκει. Η μοναδική τους ελπίδα ήταν να δραπετεύσουν, χωρίς να το μάθει ο Χολμς· στην Ιταλία — οπουδήποτε, οπουδήποτε, μακριά απ᾿ τον δόκτορα Χολμς.
Αλλά η Ρέζια αδυνατούσε να τον καταλάβει. Ο δόκτωρ Χολμς ήταν τόσο ευγενικός άνθρωπος. Έδειχνε τόσο ενδιαφέρον για τον Σέπτιμους. Το μόνο που θέλει είναι να τούς βοηθήσει, είπε. Έχει τέσσερα παιδάκια και την κάλεσε για τσάι, είπε στον Σέπτιμους.
Ήταν εγκαταλελειμμένος, λοιπόν. Όλος ο κόσμος κραύγαζε: Αυτοκτόνησε, αυτοκτόνησε, για χάρη μας. Αλλά γιατί να αυτοκτονήσει για χάρη τους; Το φαγητό ήταν απολαυστικό· ο ήλιος ζεστός· κι αυτή η αυτοκτονία, πώς προχωράς στην αυτοκτονία, μ᾿ ένα μαχαίρι, έτσι άσχημα, με ποτάμια αίμα; Βάζοντας στο στόμα σου το σωλήνα τού γκαζιού; Ήταν τόσο αδύναμος· καλά καλά, δεν μπορούσε να σηκώσει το χέρι του. Κι εξάλλου, τώρα που ήταν εντελώς μόνος, καταδικασμένος εγκαταλελειμμένος, όπως είναι μόνοι εκείνοι που πρόκειται να πεθάνουν, υπήρχε μια πολυτέλεια στην κατάσταση αυτή, μια απομόνωση γεμάτη μεγαλείο· μια ελευθερία που δεν μπορεί ποτέ να γνωρίσει ο προσκολλημένος. Ο Χολμς είχε νικήσει, φυσικά· το κτήνος με τα κόκκινα ρουθούνια είχε νικήσει. Αλλά ακόμα κι ο Χολμς ο ίδιος δεν μπορούσε ν᾿ αγγίξει αυτό το τελευταίο λείψανο που είχε ξεστρατίσει στην άκρη τού κόσμου, αυτό τον απόβλητο που κοιτούσε πίσω του τις κατοικημένες περιοχές, που κείτονταν σαν πνιγμένος ναύτης στην όχθη τού κόσμου.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή (η Ρέζια είχε βγει για ψώνια) έγινε η μεγάλη αποκάλυψη. Μια φωνή ακούστηκε πίσω απ᾿ το παραβάν. Ο Έβανς μιλούσε. Οι νεκροί ήταν μαζί του.
«Έβανς Έβανς!» ούρλιαξε.
Ο κύριος Σμιθ μιλάει μόνος του, φώναξε η Άγκνες η υπηρέτρια, στην κυρία Φίλμερ στην κουζίνα. «Έβανς Έβανς!» έλεγε τη στιγμή που εκείνη μπήκε μέσα με το δίσκο. Τινάχτηκε ολόκληρη, πραγματικά τινάχτηκε. Κατέβηκε τη σκάλα τρέχοντας.
Κι η Ρέζια μπήκε κρατώντας τα λουλούδια της, διέσχισε το δωμάτιο, έβαλε τα τριαντάφυλλα σ᾿ ένα βάζο, ο ήλιος έπεσε κατευθείαν πάνω τους, γελώντας και χοροπηδώντας έκανε βόλτες στο δωμάτιο.
Αναγκάστηκε να τα αγοράσει τα τριαντάφυλλα, είπε η Ρέζια, από ένα φτωχό στο δρόμο. Αλλά ήδη είναι σχεδόν μαραμένα, είπε τακτοποιώντας τα.
Ώστε υπήρχε ένας άντρας έξω· ο Έβανς προφανώς· και τα τριαντάφυλλα, που η Ρέζια είπε πως ήταν ήδη μισομαραμένα, τα είχε μαζέψει εκείνος στους αγρούς τής Ελλάδας «Η επικοινωνία είναι υγεία· η επικοινωνία είναι ευτυχία, η επικοινωνία—» μουρμούρισε.
«Τι λες, Σέπτιμους;» ρώτησε η Ρέζια, τρελή από φόβο, επειδή αυτός μιλούσε μόνος του.
Έστειλε αμέσως την Άγκνες να φέρει τον δόκτορα Χολμς. Ο άντρας της, είπε, είναι τρελός. Καλά καλά δεν τη γνωρίζει.
«Κτήνος! Κτήνος!» ούρλιαζε ο Σέπτιμους βλέποντας την ανθρώπινη φύση, δηλαδή τον δόκτορα Χολμς, να μπαίνει στην κάμαρα.
«Τι σημαίνουν όλα αυτά;» είπε ο δόκτωρ Χολμς με το πιο γλυκό ύφος στον κόσμο. «Λέτε ανοησίες για να τρομάξετε τη γυναίκα σας;» Αλλά θα τού δώσει ένα υπνωτικό. Κι αν είναι πλούσιος, είπε ο δόκτωρ Χολμς γυρνώντας τα μάτια του με βλέμμα ειρωνικό γύρω γύρω στο δωμάτιο, μπορούν κάλλιστα να πάνε σε κάποιον απ᾿ αυτούς τους ακριβούς γιατρούς της οδού Χάρλεϊ· αν δεν τού έχουν εμπιστοσύνη, είπε ο δόκτωρ Χολμς, που δεν φαινόταν και τόσο ευγενικοί.
Ήταν δώδεκα ακριβώς· σύμφωνα με το Μπιγκ Μπεν· το χτύπημά του το είχε μεταφέρει ο αέρας σ᾿ όλο το βόρειο τμήμα τού Λονδίνου· είχε ανακατευτεί με το χτύπημα άλλων ρολογιών, είχε αναμειχθεί με τρόπο αιθέριο με τα σύννεφα και τις τούφες τού καπνού κι είχε πεθάνει εκεί ψηλά, ανάμεσα στους γλάρους — χτυπούσε δώδεκα τη στιγμή που η Κλαρίσα ακουμπούσε το πράσινο φόρεμά της στο κρεβάτι και οι Γουόρεν Σμιθ περπατούσαν στην οδό Χάρλεϊ. Δώδεκα ήταν η ώρα τού ραντεβού τους. Πιθανόν, σκέφτηκε η Ρέζια, να ήταν εκείνο, το σπίτι τού σερ Γουίλιαμ Μπράντσο, με το γκρίζο αυτοκίνητο μπροστά.
Πράγματι ήταν — το αυτοκίνητο τού σερ Γουίλιαμ Μπράντσο· χαμηλό, δυνατό, γκρίζο, με τα απλά αρχικά του χαραγμένα στα τζάμια, σαν να ήταν αταίριαστο ένα μεγαλοπρεπές οικόσημο σ᾿ αυτό τον άντρα που ήταν πνευματικός αρωγός, λειτουργός τής επιστήμης· και το αυτοκίνητο που ήταν γκρίζο συνταίριαζε τη σοβαρή γλυκύτητά του, με τις γκρίζες γούνες, τις ασημόγκριζες κουβερτούλες που ήταν στοιβαγμένες στο πίσω κάθισμα, για να κρατούν ζεστή τη λαίδη σύζυγό του όσο τον περίμενε. Επειδή συχνά ο σερ Μπράντσο ταξίδευε εκατό χιλιόμετρα ή και περισσότερα στην επαρχία για να επισκεφτεί πλούσιους, ασθενείς που μπορούσαν να πληρώσουν το υπέρογκο ποσό που αναλόγως χρέωνε για τις συμβουλές του. Η λαίδη τον περίμενε με τις κουβερτούλες στα πόδια της μια ώρα ή και περισσότερο, ακουμπισμένη πίσω, άλλοτε να σκέφτεται τον ασθενή κι άλλοτε, δικαιολογημένα, τον τοίχο από χρυσάφι που υψωνόταν λεπτό με λεπτό, ενώ περίμενε· τον τοίχο από χρυσάφι, που υψωνόταν ανάμεσά τους, κι όλες τις μεταβολές και τις ανησυχίες (τις είχε υπομείνει γενναία· έδωσαν κι εκείνοι τούς αγώνες τους), ώσπου ένιωθε σφηνωμένη σ᾿ έναν γαλήνιο ωκεανό, όπου φυσούσαν μόνο μυρωδάτοι άνεμοι· τη σέβονταν, τη θαύμαζαν, τη φθονούσαν, δεν είχε απομείνει τίποτε να επιθυμήσει, αν και θα ήθελε να μην είναι τόσο εύσωμη· ένα μεγάλο δείπνο κάθε Πέμπτη βράδυ για τούς συναδέλφους τού συζύγου της· πότε πότε τα εγκαίνια μιας φιλανθρωπικής αγοράς· τα μέλη τής βασιλικής οικογένειας που τη χαιρετούσαν· ελάχιστο χρόνο αλίμονο με το σύζυγό της, τού οποίου η εργασία όλο και αυξανόταν· ένας γιος που προόδευε στο Ίτον· θα τής άρεσε να έχει και μια κόρη· αλλά είχε πολλά ενδιαφέροντα· παιδική πρόνοια· τη φροντίδα τών επιληπτικών σε ανάρρωση και τη φωτογραφία, κι έτσι όσο περίμενε, αν υπήρχε εκκλησία που χτιζόταν ή εκκλησία ερειπωμένη, δωροδοκούσε το νεωκόρο, έπαιρνε το κλειδί και τραβούσε φωτογραφίες, που σπάνια διέφεραν από τη δουλειά τών επαγγελματιών.
Κι ο ίδιος ο σερ Γουίλιαμ δεν ήταν πλέον νέος. Είχε δουλέψει πολύ σκληρά· είχε κερδίσει τη θέση του με την αξία του και μόνο (ήταν γιος καταστηματάρχη)· αγαπούσε το επάγγελμά του· στις τελετές είχε πάντα κυρίαρχο διακοσμητικό ρόλο, ήταν καλός ομιλητής — κι όλα αυτά τού είχαν προσδώσει, ως τότε που χρίστηκε ιππότης, μια όψη βαριά, μια όψη κουρασμένη (η ροή των ασθενών ήταν αδιάκοπη, οι ευθύνες και τα προνόμια τού επαγγέλματός του τόσο δυσβάστακτα), κι αυτή η κούραση, σε συνδυασμό με τα γκρίζα μαλλιά του, τόνιζαν την παρουσία του, την έκαναν να ξεχωρίζει και τού έδιναν τη φήμη (που είχε εξαιρετική σημασία στην αντιμετώπιση νευρολογικών περιστατικών) όχι μόνο τού λαμπρού επιστήμονα με τη σχεδόν αλάνθαστη ακρίβεια στη διάγνωση, αλλά και τού ανθρώπου που μπορούσε να συμπάσχει· διέθετε διακριτικότητα· καταλάβαινε την ανθρώπινη ψυχή. Ήταν σίγουρος απ᾿ την πρώτη στιγμή που μπήκαν στο δωμάτιο (Γουόρεν Σμιθ ονομάζονταν)· ήταν βέβαιος αμέσως μόλις είδε τον άντρα· ήταν περιστατικό εξαιρετικά σοβαρό. Μια περίπτωση απόλυτης κατάρρευσης — απόλυτη σωματική και νευρική κατάρρευση, με όλα τα συμπτώματα σε προχωρημένο στάδιο, το διαπίστωσε σε δύο ή τρία λεπτά (γράφοντας σε μια ροζ καρτέλα απαντήσεις σε ερωτήσεις μουρμουριστές, διακριτικές).
Πόσο καιρό τον παρακολουθούσε ο δόκτωρ Χολμς;
Έξι εβδομάδες.
Σύστησε βρομιούχο ηρεμιστικό; Είπε πως δεν υπάρχει πρόβλημα; Α, μάλιστα (αυτοί οι οικογενειακοί γιατροί! σκέφτηκε ο σερ Γουίλιαμ. Τον μισό του χρόνο τον περνούσε πασχίζοντας να διορθώσει τις γκάφες τους. Μερικές ήταν ανεπανόρθωτες).
«Διακριθήκατε στον Πόλεμο;»
Ο ασθενής επανέλαβε τη λέξη «πόλεμο» με τόνο ερωτηματικό.
Προσέδιδε συμβολική σημασία στις λέξεις. Σοβαρό σύμπτωμα, που σημειώθηκε στην καρτέλα.
«Στον πόλεμο;» ρώτησε ο ασθενής. Στον Μεγάλο Πόλεμο — εκείνη τη μικροφασαρία που έκαναν κάποια σχολιαρόπαιδα με μπαρούτι; Είχε διακριθεί στον πόλεμο; Πραγματικά δεν θυμόταν. Στον ίδιο τον Πόλεμο είχε αποτύχει.
«Ναι, πήρε την υψηλότερη διάκριση» διαβεβαίωσε η Ρέζια το γιατρό. «Πήρε βαθμό».
«Και σάς υπολήπτονται στο γραφείο;» μουρμούρισε ο σερ Γουίλιαμ, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο γεμάτο μεγαλοψυχία γράμμα τού κυρίου Μπρούερ. «Δεν έχετε κάτι που σας προβληματίζει, κάποια οικονομική ανησυχία, τίποτε;»
Είχε διαπράξει ένα φρικτό έγκλημα κι είχε καταδικαστεί σε θάνατο από την ανθρώπινη φύση.
«Έχω... έχω» άρχισε «διαπράξει έγκλημα—».
«Δεν έχει κάνει απολύτως κανένα κακό» διαβεβαίωσε η Ρέζια το γιατρό. Αν μπορεί να περιμένει ο κύριος Σμιθ, είπε ο σερ Γουίλιαμ, θέλει να μιλήσει στην κυρία Σμιθ στο διπλανό δωμάτιο. Ο σύζυγός της είναι πολύ σοβαρά άρρωστος, είπε ο σερ Γουίλιαμ. Έχει απειλήσει ότι θα αυτοκτονήσει;
Ω, ναι, πράγματι, φώναξε εκείνη. Αλλά δεν το εννοούσε, είπε. Και βέβαια όχι. Είναι απλώς ζήτημα ανάπαυσης, είπε ο σερ Γουίλιαμ· ανάπαυσης, ανάπαυσης· μιας μακροήμερης ανάπαυσης στο κρεβάτι. Υπάρχει μια πολύ ευχάριστη κλινική στην εξοχή, όπου θα φροντίσουν θαυμάσια τον άντρα της. Μακριά απ᾿ αυτήν; ρώτησε. Δυστυχώς, ναι· οι πιο αγαπημένοι μας άνθρωποι δεν μας κάνουν καλό, όταν είμαστε άρρωστοι. Αλλά δεν είναι τρελός, έτσι δεν είναι; Ο σερ Γουίλιαμ είπε πως δεν μιλάει ποτέ για «τρέλα»· μιλάει για απώλεια τής αίσθησης τού μέτρου. Αλλά ο σύζυγός της δεν συμπαθεί τούς γιατρούς. Δεν θα δεχτεί να πάει εκεί. Σύντομα κι ευγενικά ο σερ Γουίλιαμ τής εξήγησε την κατάσταση τού ασθενή. Έχει απειλήσει να αυτοκτονήσει. Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική. Είναι νομικό το θέμα. Θα αναπαυτεί σε μια θαυμάσια κλινική στην εξοχή. Οι νοσοκόμες είναι αξιοθαύμαστες. Ο σερ Γουίλιαμ θα τον επισκέπτεται μία φορά την εβδομάδα. Αν είναι βέβαιη η κυρία Γουόρεν Σμιθ πως δεν έχει άλλες ερωτήσεις —ποτέ δεν πίεζε τούς ασθενείς του να βιαστούν— μπορούν να επιστρέφουν στον άντρα της. Δεν είχε άλλες ερωτήσεις — για τον σερ Γουίλιαμ τουλάχιστον.
Κι έτσι επέστρεψαν στον εκλεκτό τής ανθρωπότητας· στον εγκληματία που ήταν αντιμέτωπος με τούς δικαστές του — στο θύμα που στεκόταν εκεί ψηλά κι ήταν εκτεθειμένο στα μάτια όλων· στο φυγά· στον πνιγμένο ναύτη· στον ποιητή τής αθάνατης ωδής· στον Ιησού Χριστό που είχε περάσει απ᾿ τη ζωή στο θάνατο· στον Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ που καθόταν σε μια πολυθρόνα κάτω απ᾿ το φεγγίτη κοιτάζοντας τη φωτογραφία τής λαίδης Μπράντσο, ως κυρίας τών τιμών και μουρμουρίζοντας αποφθέγματα περί ομορφιάς.
«Τα είπαμε λιγάκι» είπε ο σερ Γουίλιαμ.
«Ο γιατρός λέει πως είσαι πολύ σοβαρά άρρωστος» φώναξε η Ρέζια.
«Κανονίσαμε να πάτε σε μια κλινική» είπε ο σερ Γουίλιαμ.
«Σε μια απ᾿ τις κλινικές τού Χολμς;» είπε σαρκαστικά ο Σέπτιμους.
Ο Σέπτιμους τού έκανε αλγεινή εντύπωση. Γιατί ο σερ Γουίλιαμ, τού οποίου ο πατέρας ήταν έμπορος, είχε έμφυτο σεβασμό στην ανατροφή και το καλό ντύσιμο κι εκνευριζόταν με την ατημέλητη εμφάνιση· κι επίσης, υπήρχε βαθιά μέσα στον σερ Γουίλιαμ, ο οποίος δεν είχε ποτέ χρόνο για διάβασμα, μια βαθιά ριζωμένη μνησικακία εναντίον τών καλλιεργημένων ανθρώπων που έφταναν στο ιατρείο του κι άφηναν να εννοηθεί πως οι γιατροί, τών οποίων το επάγγελμα ήταν μια μόνιμη προσφορά όλων τών ανώτερων ικανοτήτων ενός ανθρώπου, δεν ήταν μορφωμένοι.
«Σε μια από τις δικές μου κλινικές, κύριε Γουόρεν Σμιθ» είπε «όπου θα σας μάθουμε να αναπαύεστε».
Υπήρχε και κάτι ακόμα.
Είναι αρκετά βέβαιος, πως όταν ο κύριος Γουόρεν Σμιθ είναι καλά, είναι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα τρόμαζε τη γυναίκα του. Ωστόσο έχει κάνει λόγο για αυτοκτονία.
«Όλοι περνάμε στιγμές κατάθλιψης» είπε ο σερ Γουίλιαμ.
Μόλις πέσεις, επανέλαβε ο Σέπτιμους στον εαυτό του, η ανθρώπινη φύση σε καταδιώκει. Ο Χολμς κι ο Μπράντσο σε καταδιώκουν. Οργώνουν την έρημο. Τρέχουν βολίδα ουρλιάζοντας στην ερημιά. Χρησιμοποιούν τροχό και μέγγενη. Η ανθρώπινη φύση είναι αμείλικτη.
«Έχει παρορμήσεις κάποιες φορές,» ρώτησε ο σερ Γουίλιαμ, με τη μύτη τού μολυβιού του πάνω στη ροζ καρτέλα.
«Αυτό είναι δική του δουλειά», είπε ο Σέπτιμους.
«Κανένας δεν ζει μόνο με τον εαυτό του» είπε ο σερ Γουίλιαμ, ρίχνοντας μια ματιά στη φωτογραφία τής συζύγου του, με το φόρεμα τής κυρίας των τιμών.
«Και σας περιμένει μια λαμπρή σταδιοδρομία» είπε ο σερ Γουίλιαμ. Το γράμμα τού κυρίου Μπρούερ ήταν πάνω στο τραπέζι. «Μια εξαιρετικά λαμπρή σταδιοδρομία».
Αν ομολογούσε; Αν μιλούσε; Θα τον άφηναν ήσυχο τότε, ο Χολμς κι ο Μπράντσο;
«Εγώ... Εγώ...» τραύλισε.
Αλλά ποιο ήταν το έγκλημά του; Δεν μπορούσε να θυμηθεί.
«Ναι;» τον ενθάρρυνε ο σερ Γουίλιαμ. (Αλλά είχε περάσει η ώρα.)
Αγάπη, δέντρα, δεν υπάρχει έγκλημα — ποιο ήταν το μήνυμά του;
Δεν μπορούσε να θυμηθεί.
«Εγώ... Εγώ...» τραύλισε ο Σέπτιμους.
«Προσπαθήστε να κάνετε όσο λιγότερες σκέψεις μπορείτε για τον εαυτό σας» είπε ο σερ Γουίλιαμ ευγενικά. Πραγματικά, δεν έπρεπε να κυκλοφορεί ελεύθερος.
Υπάρχει κάτι άλλο που θέλουν να τον ρωτήσουν; Ο σερ Γουίλιαμ θα τα ρυθμίσει όλα (είπε σιγανά στη Ρέζια) και θα την ενημερώσει μεταξύ πέντε και έξι το απόγευμα.
«Αφήστε τα όλα σε μένα» είπε και τούς έδιωξε.
Ποτέ, μα ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει η Ρέζια τόση οδύνη! Ζήτησε βοήθεια και βρήκε εγκατάλειψη! Ο σερ Γουίλιαμ τούς είχε απογοητεύσει! Δεν ήταν καλός άνθρωπος.
Και μόνο η συντήρηση αυτού τού αυτοκινήτου θα πρέπει να τού κοστίζει μια περιουσία, είπε ο Σέπτιμους, όταν βγήκαν στο δρόμο.
Εκείνη γαντζώθηκε στο μπράτσο του. Τούς είχαν εγκαταλείψει.
Μα τι περισσότερο περίμενε;
Στους πελάτες του αφιέρωνε τρία τέταρτα της ώρας· κι αν σ᾿ αυτή την απαιτητική επιστήμη που έχει να κάνει με κάτι που, εντέλει, δεν γνωρίζουμε —το νευρικό σύστημα, τον ανθρώπινο εγκέφαλο — ο γιατρός χάσει την αίσθηση τού μέτρου, έχει αποτύχει ως γιατρός. Πρέπει να έχουμε υγεία· και υγεία σημαίνει μέτρο· έτσι, όταν μπαίνει στο γραφείο σου ένας άντρας και λέει ότι είναι ο Χριστός (μια συνηθισμένη ψευδαίσθηση) και φέρνει ένα μήνυμα στον κόσμο, αυτό λένε κυρίως, και όπως κάνουν συχνά, απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει, καταφεύγεις στην αίσθηση τού μέτρου· διατάζεις ανάπαυση· ανάπαυση και απομόνωση· ησυχία και ανάπαυση· ανάπαυση χωρίς την παρουσία φίλων, βιβλίων, μηνυμάτων — εξάμηνο ανάπαυση — ώσπου ένας άντρας που μπήκε στην κλινική σαράντα επτά κιλά, να βγει αποκεί ζυγίζοντας εβδομήντα πέντε.
Την αίσθηση τού μέτρου, τη θεία αίσθηση τού μέτρου —τη θεά του— ο γιατρός την είχε αποκτήσει περιφερόμενος στα νοσοκομεία, ψαρεύοντας σολομούς, αποκτώντας ένα γιο που γέννησε στην οδό Χάρλεϊ η λαίδη Μπράντσο, η οποία ψάρευε επίσης σολομούς κι έβγαζε φωτογραφίες που σπάνια ξεχώριζαν απ᾿ τη δουλειά επαγγελματιών φωτογράφων. Λατρεύοντας το μέτρο ο σερ Γουίλιαμ όχι μόνο ευημερούσε ο ίδιος, αλλά έκανε και την Αγγλία να ευημερεί, απομονώνοντας τούς φρενοβλαβείς της, απαγορεύοντας την τεκνοποιία, τιμωρώντας την απόγνωση, εμποδίζοντας τούς απροσάρμοστους να διαδίδουν τις απόψεις τους, προτού αποκτήσουν κι εκείνοι τη δική του αίσθηση τού μέτρου — τη δική του αν ήταν άντρες, τής λαίδης Μπράντσο αν ήταν γυναίκες (εκείνη κεντούσε, έπλεκε, περνούσε τα τέσσερα βράδια τής εβδομάδας στο σπίτι με το γιο της), κι έτσι όχι μόνο τον σέβονταν οι συνάδελφοί του και τον φοβούνταν οι υφιστάμενοί του, αλλά επίσης φίλοι και συγγενείς των ασθενών του, ένιωθαν γι᾿ αυτόν τη μέγιστη ευγνωμοσύνη που επέμενε ότι πρέπει αυτοί οι προφήτες Χριστοί, άντρες και γυναίκες, οι οποίοι είχαν προβλέψει τη συντέλεια τού κόσμου ή την έλευση τού Κυρίου, να πίνουν γάλα πριν κοιμηθούν, όπως είχε διατάξει ο σερ Γουίλιαμ — ο σερ Γουίλιαμ με την τριαντάχρονη πείρα σ᾿ αυτά τα περιστατικά και το αλάθητο ένστικτό του, πως αυτό είναι τρελό, αυτό είναι λογικό — στην ουσία, τη δική του αίσθηση τού μέτρου.
Αλλά το Μέτρο έχει μια αδερφή, μια λιγότερο χαμογελαστή, μια πιο φοβερή αδερφή, μια θεά που ακόμα και τώρα αρέσκεται — στη ζέστη και την άμμο τής Ινδίας, στη λάσπη και τούς βάλτους τής Αφρικής, στα περίχωρα τού Λονδίνου, με δυο λόγια όπου το κλίμα ή ο διάβολος βάζουν τούς ανθρώπους σε πειρασμό ν᾿ απαρνηθούν την αληθινή πίστη που τής ανήκει— ακόμα και τώρα αρέσκεται να καταστρέφει ναούς, να συντρίβει είδωλα και στη θέση τους να υψώνει τη δική της αυστηρή παρουσία. Μεταστροφή είναι το όνομά της και τέρπεται με τη βούληση τών αδυνάτων, αγαπά να κάνει εντύπωση, να επιβάλλεται, λατρεύει να βλέπει τα γνωρίσματα της αποτυπωμένα στο πρόσωπο τού κοσμάκη. Στο βήμα τού ρήτορα στο Χάιντ Παρκ Κόρνερ είναι ανεβασμένη και κηρύττει —, τυλίγεται στα λευκά και γεμάτη μεταμέλεια περιφέρεται σε εργοστάσια και κοινοβούλια μεταμφιεσμένη σε αγάπη αδελφική—, προσφέρει βοήθεια, αλλά επιθυμεί εξουσία — διώχνει βάναυσα από μπροστά της τούς ενάντιους ή τούς δυσαρεστημένους —, δίνει την ευλογία της σε όσους κοιτάζοντας ψηλά, καθυποταγμένοι, παίρνουν από τα μάτια της, το δικό τους φως. Αυτή η κυρία (η Ρέζια Γουόρεν Σμιθ το μάντεψε), είχε φτιάξει την κατοικία της στην καρδιά τού σερ Γουίλιαμ, καλυπτόταν ωστόσο, όπως κάνει συνήθως, κάτω από μια αληθοφανή μεταμφίεση· κάποιο αξιοσέβαστο όνομα· αγάπη, καθήκον, αυτοθυσία. Πώς δούλευε — τι μόχθος να συγκεντρώσει χρήματα, να προωθήσει μεταρρυθμίσεις, να εγκαινιάσει θεσμούς! Αλλά η μεταστροφή, αυτή η απαιτητική θεά, αγαπά το αίμα περισσότερο από την ύλη και τέρπεται αριστοτεχνικά με την ανθρώπινη βούληση. Τής λαίδης Μπράντσο, για παράδειγμα. Εκείνη ενέδωσε πριν από δεκαπέντε χρόνια. Δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί ακριβώς· δεν έγινε κάποια σκηνή, δεν μεσολάβησε κακή περίοδος· υπήρξε μόνο το αργό βύθισμα, το βούλιαγμα τής θέλησής της, στη δική του. Γλυκό ήταν το χαμόγελό της, γοργή η υποταγή της· τα δείπνα στην οδό Χάρλεϊ με τα οκτώ ή εννέα πιάτα για δέκα ή δεκαπέντε καλεσμένους από τις τάξεις τών επαγγελματιών, κυλούσαν ομαλά με μεγάλη αβρότητα. Μόνο καθώς εξελισσόταν η βραδιά μια υποψία πλήξης, μια ανησυχία ίσως, ένα νευρικό τίναγμα, μια αδεξιότητα, ένα γλίστρημα, σύγχυση, φανέρωναν αυτό που ήταν πραγματικά οδυνηρό να πιστέψεις — ότι η κακομοίρα η λαίδη υποκρινόταν. Κάποτε, πριν από καιρό, ψάρευε σολομούς, όποτε ήθελε: τώρα, στη βιασύνη της ν᾿ ανταποκριθεί στη λαχτάρα που την έκαιγε με τόσο γλοιώδη τρόπο, να είναι αρεστή στα μάτια τού συζύγου της, για κυριαρχία, για δύναμη, η ίδια παρέλυε, συρρικνωνόταν, απομονωνόταν, μαζευόταν, κρυφοκοιτούσε· όπως και να ᾿χε, χωρίς να ξέρει κανείς επακριβώς τι ήταν αυτό που έκανε τη βραδιά δυσάρεστη και τι προκαλούσε εκείνη την πίεση στην κορυφή τής κεφαλής, η βραδιά ήταν όντως δυσάρεστη: έτσι οι καλεσμένοι, όταν το ρολόι χτυπούσε δέκα, ανάσαιναν βαθιά τον αέρα τής οδού Χάρλεϊ, ακόμα και με αγαλλίαση· αυτή η ανακούφιση, ωστόσο, δεν προσφερόταν στους ασθενείς του.
Εκεί στο γκρίζο δωμάτιο, με τούς πίνακες στον τοίχο και τα ακριβά έπιπλα, κάτω απ᾿ το αδιαφανές τζάμι τού φεγγίτη, πληροφορούνταν το μέγεθος τών παραπτωμάτων τους· χωμένοι σε πολυθρόνες, τον παρατηρούσαν να πραγματοποιεί, προς όφελός τους, μια περίεργη άσκηση τών χεριών, τα οποία τίναζε, έφερνε πάλι απότομα στούς γοφούς του, για να αποδείξει (αν ο ασθενής ήταν επίμονος), ότι ο σερ Γουίλιαμ ήταν κυρίαρχος τών πράξεών του, σε αντίθεση με τούς ίδιους. Εκεί κάποιοι ανήμποροι κατέρρεαν· έκλαιγαν, ενέδιδαν· άλλοι, οδηγούμενοι ένας θεός ξέρει από ποια ασυγκράτητη τρέλα, ευθέως αποκαλούσαν τον σερ Γουίλιαμ άτιμο τσαρλατάνο· αμφισβητούσαν, με ακόμα μεγαλύτερη ανοσιότητα, τη ζωή την ίδια. Γιατί να ζεις; απαιτούσαν να μάθουν. Ο σερ Γουίλιαμ απαντούσε πως η ζωή είναι ωραία. Σίγουρα ήταν ωραία, με τη λαίδη Μπράντσο και το εισόδημά του να φτάνει τις δώδεκα χιλιάδες λίρες το χρόνο. Αλλά σε μάς, διαμαρτύρονταν, η ζωή δεν έδειξε τέτοια γενναιοδωρία. Εκείνος συναινούσε. Τούς λείπει η αίσθηση τού μέτρου. Και μήπως, τελικά, δεν υπάρχει θεός; Σήκωνε τούς ώμους του. Με δυο λόγια, αυτή η ζωή ή αυτό που δεν είναι ζωή δεν είναι δικό μας θέμα; Εκεί κάνουν λάθος. Ο σερ Γουίλιαμ έχει ένα φίλο στο Σάρεϊ, όπου διδάσκουν μια δύσκολη, ομολογούσε ειλικρινά, τέχνη — την αίσθηση τού μέτρου. Επιπλέον, υπάρχει η οικογενειακή στοργή· η τιμή· το κουράγιο· και η λαμπρή σταδιοδρομία. Όλα αυτά βρίσκουν στο πρόσωπο τού σερ Γουίλιαμ έναν αποφασισμένο υπερασπιστή. Αν όλα αυτά αποτύχουν, βασίζεται στην αστυνομία και στο καλό τής κοινωνίας, η οποία, όπως υπογράμμιζε με ηρεμία, θα φροντίσει, κάτω στο Σάρεϊ, να περιοριστούν αυτές οι αντικοινωνικές παρορμήσεις, που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο προέρχονται από την έλλειψη καλού αίματος. Γυμνοί, ανυπεράσπιστοι, οι εξαντλημένοι, οι άφιλοι, δέχονταν το αποτύπωμα τής βούλησης τού σερ Γουίλιαμ. Εκείνος ορμούσε· καταβρόχθιζε. Απέκλειε ανθρώπους. Αυτός ο συνδυασμός αποφασιστικότητας και ανθρωπιάς έκανε τον σερ Γουίλιαμ να κερδίζει τη συμπάθεια τών συγγενών τών θυμάτων του.
Αλλά η Ρέζια Γουόρεν Σμιθ φώναξε, καθώς κατέβαιναν την οδό Χάρλεϊ, πως δεν τής αρέσει αυτός ο άντρας.
Ένα ρολόι, κρεμασμένο πάνω από ένα εμπορικό κατάστημα στην οδό Όξφορντ, ανακοίνωσε, εγκάρδια κι αδερφικά, σαν να ήθελε να δείξει τη μεγάλη ευχαρίστηση τών κυρίων Ρίγκμπι και Λαντς, που προσέφεραν την πληροφορία δωρεάν, ότι ήταν μία και μισή.
Υποσυνείδητα ήσουν ευγνώμων στούς Ρίγκμπι και Λαντς που έλεγαν την επίσημη ώρα Γκρίνουιτς· κι αυτή η ευγνωμοσύνη (συλλογίστηκε ο Χιου Γουίτμπρεντ χαζολογώντας μπροστά στη βιτρίνα) φυσικά μετατρεπόταν σε αγορές, σε κάλτσες και παπούτσια απ᾿ τούς Ρίγκμπι και Λαντς. Έτσι συλλογιζόταν. Ήταν συνήθειά του. Δεν έφτανε σε μεγάλο βάθος. Περνούσε ξυστά, απ᾿ τις επιφάνειες· οι νεκρές γλώσσες, οι ζωντανές, η ζωή στην Κωνσταντινούπολη, στο Παρίσι, στη Ρώμη· κάποτε κι η ιππασία, το κυνήγι, το τένις. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι τώρα φρουρούσε, ντυμένος με ακριβές κάλτσες και παντελόνι ως το γόνατο, στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, ποιος ξέρει τι. Αλλά το έκανε με μεγάλη συστηματικότητα. Επέπλεε στην αφρόκρεμα τής αγγλικής κοινωνίας επί πενήντα ένα χρόνια. Είχε γνωρίσει Πρωθυπουργούς. Ήταν σαφές πως τα συναισθήματά του ήταν βαθιά. Και παρόλο που ήταν αλήθεια πως δεν είχε συμμετάσχει σε κάποιο μεγάλο κίνημα τής εποχής ή ότι δεν είχε περάσει από σημαντικά αξιώματα, διεκδικούσε τα εύσημα για μια δυο ταπεινές μεταρρυθμίσεις· η μία ήταν η βελτίωση τών δημόσιων καταλυμάτων· η άλλη ήταν η προστασία τής κουκουβάγιας στο Νόρφολκ· οι υπηρέτριες είχαν κάθε λόγο να τού οφείλουν ευγνωμοσύνη· και η υπογραφή του σε επιστολές στους Τάιμς, που προέτρεπαν στη συγκέντρωση κεφαλαίων, έκαναν έκκληση στους πολίτες να προστατεύουν, να διαφυλάσσουν, να μαζεύουν τα απορρίμματα, να περιορίσουν τις εκπομπές καπνού, να εξαλείψουν την ανηθικότητα στα πάρκα, ενέπνεε σεβασμό.
Η ωραία κορμοστασιά του, σταμάτησε για μια στιγμή (ενώ έσβηνε ο ήχος του ρολογιού που είχε χτυπήσει τη μισή ώρα), να κοιτάξει επικριτικά, ηγεμονικά, τις κάλτσες και τα παπούτσια· άμεμπτος, ισχυρός, κοιτούσε τον κόσμο αφ᾿ υψηλού και ντυνόταν αναλόγως· αλλά αντιλαμβανόταν τις υποχρεώσεις που συνεπάγονταν το μέγεθος, ο πλούτος και η καλή υγεία και με σχολαστικότητα δεν παρέλειπε, ακόμα κι όταν δεν ήταν απολύτως απαραίτητο, τις μικρές αβρότητες, τις παλιομοδίτικες ιεροτελεστίες που πρόσθεταν ποιότητα στούς τρόπους του, κάτι που άξιζε να μιμηθείς, κάτι που άξιζε να θυμάσαι απ᾿ αυτόν, επειδή ποτέ δεν θα πήγαινε σε γεύμα, παραδείγματος χάρη, της λαίδης Μπρούτον, την οποία γνώριζε είκοσι χρόνια, χωρίς να κρατά στο τεντωμένο χέρι του ένα μπουκέτο γαρίφαλα να τής τα δώσει, χωρίς να ρωτήσει τη δεσποινίδα Μπρας τη γραμματέα τής λαίδης Μπρούτον, για τον αδερφό της στη Νότιο Αφρική, κάτι που για κάποιο λόγο, έκανε τη δεσποινίδα Μπρας — από την οποία έλειπε κάθε γυναικεία χάρη — να αγανακτεί και να λέει «Ευχαριστώ, είναι πολύ καλά στη Νότιο Αφρική», τη στιγμή που τα τελευταία έξι χρόνια εκείνος περνούσε πολύ άσχημα στο Πόρτσμουθ.
Η ίδια η λαίδη Μπρούτον προτιμούσε τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι, ο οποίος έφτασε την ίδια στιγμή. Ουσιαστικά συναντήθηκαν στην είσοδο.
Φυσικά προτιμούσε τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι η λαίδη Μπρούτον. Ήταν πολύ πιο φίνος άνθρωπος. Αλλά δεν θα άφηνε κανέναν να κακολογήσει τον κακομοίρη τον Χιου. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ την ευγένειά του —ήταν εξαιρετικά ευγενικός— δεν θυμόταν σε ποια περίσταση ακριβώς. Αλλά ήταν — εξαιρετικά ευγενικός. Ούτως ή άλλως, δεν υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά απ᾿ τον έναν άνθρωπο στον άλλο. Ποτέ δεν καταλάβαινε την αντίληψη να τεμαχίζεις τούς ανθρώπους, όπως έκανε η Κλαρίσα Νταλογουέι — να τούς τεμαχίζεις και να τούς ξανακολλάς· οπωσδήποτε όχι όταν είσαι εξήντα δύο ετών. Πήρε τα γαρίφαλα τού Χιου με το γνωστό γωνιώδες σαρδόνιο χαμόγελό της. Δεν θα έρθει κανένας άλλος, είπε. Τούς είχε φέρει ως εκεί με ψεύτικα προσχήματα, για να τη βοηθήσουν να βγει από μια δυσκολία--
«Αλλά ας γευματίσουμε πρώτα» είπε.
Κι έτσι άρχισαν να μπαινοβγαίνουν χωρίς θόρυβο, με χάρη, υπηρέτριες με ποδιές και λευκά σκουφάκια, υπηρέτριες όχι λόγω ανάγκης, αλλά μυημένες σ᾿ ένα μυστήριο ή τη μεγάλη εξαπάτηση, στην οποία συστηματικά προβαίνουν οι οικοδέσποινες στην περιοχή του Μεϊφέαρ από τη μία και μισή ως τις δύο, όταν με μια κίνηση τού χεριού η κίνηση στούς δρόμους σταματά και τη θέση της παίρνει αυτή η βαθιά ψευδαίσθηση, πρώτα πρώτα σχετικά με το φαγητό — ότι δεν κόστισε τίποτε· κι έπειτα ότι το τραπέζι έχει στρωθεί από μόνο του, με τα ποτήρια και τα ασημικά, τα σουβέρ, τα πιατάκια με τα κόκκινα φρούτα· λεπτή στρώση καφετιάς σάλτσας καλύπτει το ψάρι· τεμαχισμένα κοτόπουλα κολυμπούν σε πιατέλες· η φωτιά στο τζάκι καίει πολύχρωμη, ανυπότακτη· με το κρασί και τον καφέ (που δεν κόστισαν τίποτε) ευχάριστες εικόνες σχηματίζονται μπροστά στα στοχαστικά μάτια· στα ευγενικά, στοχαστικά μάτια· μάτια στα οποία η ζωή φαίνεται μουσική, μυστηριώδης· μάτια που τώρα αστράφτουν παρατηρώντας καλοσυνάτα τα όμορφα κόκκινα γαρίφαλα που η λαίδη Μπρούτον (με τις πάντα απότομες κινήσεις της) είχε ακουμπήσει δίπλα στο πιάτο της, κι έτσι ο Χιου Γουίτμπρεντ, νιώθοντας σε πλήρη αρμονία με το σύμπαν και ταυτόχρονα σίγουρος για την κοινωνική του υπόσταση, είπε, ενώ ακουμπούσε το πιρούνι του:
«Μα δεν είναι τόσο ωραία πάνω στη δαντέλα σας;»
Η δεσποινίς Μπρας, δυσανασχετούσε έντονα με την οικειότητα αυτή. Τον θεωρούσε ανάγωγο. Η στάση της έκανε τη λαίδη Μπρούτον να γελά.
Η λαίδη Μπρούτον σήκωσε τα γαρίφαλα, κρατώντας τα με τρόπο άκαμπτο, όπως κρατούσε κι ο στρατηγός την περγαμηνή στον πίνακα πίσω της· έστεκε ακίνητη, σαν υπνωτισμένη. Τι ήταν, δισέγγονη τού στρατηγού; τρισέγγονη του; αναρωτήθηκε ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι. Η λαίδη θα μπορούσε κάλλιστα να είναι στρατηγός στούς δραγόνους. Με μεγάλη του ευχαρίστηση θα έθετε τον εαυτό του στις διαταγές της· έτρεφε μεγάλο σεβασμό γι᾿ αυτή· διατηρούσε ρομαντικές απόψεις για τις ευκατάστατες ηλικιωμένες γυναίκες καλής καταγωγής και θα τού άρεσε, με τον καλοσυνάτο τρόπο που τον διέκρινε, να έφερνε μερικές θερμοκέφαλες νεαρές που γνώριζε, να γευματίσουν μαζί της· σαν να υπήρχε περίπτωση να αναπαραχθούν άνθρωποι σαν κι αυτήν, μέσα από μια παρέα από συμπαθείς λάτρεις της που θα έπιναν το τσάι τους μαζί της! Γνώριζε καλά την ιδιαίτερη πατρίδα της· την οικογένειά της. Υπήρχε μια κληματαριά, που καρποφορούσε ακόμη, κάτω απ᾿ την οποία είχε καθίσει ο Λάβλεϊς ή ο Χέρικ, ένας απ᾿ τούς δύο ποιητές, αυτό έλεγε μια ιστορία — η ίδια δεν διάβαζε ποτέ ποίηση. Καλύτερα να περιμένει προτού τούς θέσει το ζήτημα που την απασχολεί (για μια δημόσια έκκληση· κι αν την έκανε, με ποιες προϋποθέσεις και ούτω καθεξής), καλύτερα να περιμένει μέχρι να πιουν τον καφέ τους, σκέφτηκε η λαίδη Μπρούτον· κι έτσι, ακούμπησε τα γαρίφαλα δίπλα στο πιάτο της.
«Πώς είναι η Κλαρίσα;» ρώτησε απότομα.
Πάντα το έλεγε η Κλαρίσα, πως δεν τη συμπαθούσε η λαίδη Μπρούτον. Ουσιαστικά, η λαίδη Μπρούτον είχε τη φήμη ανθρώπου που ενδιαφερόταν περισσότερο για την πολιτική παρά για τούς ανθρώπους· φημιζόταν για τον ανδρικό τρόπο ομιλίας της· για το ότι είχε βάλει το χεράκι της σε κάποια περιβόητη ραδιουργία στη δεκαετία του 1880, η οποία τώρα άρχιζε να αναφέρεται σε απομνημονεύματα. Σίγουρα υπήρχε μια κόγχη στο σαλόνι της κι ένα τραπέζι σ᾿ αυτή την κόγχη, με μια φωτογραφία επάνω, τού αποθανόντος πλέον στρατηγού Τάλμποτ Μουρ, που είχε γράψει εκεί, (κάποιο βράδυ εκείνης τής μακρινής δεκαετίας), παρουσία τής λαίδης Μπρούτον, εν γνώσει της, ίσως κι έπειτα από συμβουλή της, ένα τηλεγράφημα που κάποια ιστορική στιγμή διέταξε τα βρετανικά στρατεύματα να προελάσουν. (Είχε φυλάξει την πένα και έλεγε την ιστορία.) Συνεπώς, όταν έλεγε δήθεν τυχαία «Πώς είναι η Κλαρίσα;» οι σύζυγοι δυσκολεύονταν να πείσουν τις συζύγους τους· και στην πραγματικότητα όσο αφοσιωμένοι κι αν ήταν, μέσα τους αμφέβαλλαν κι οι ίδιοι για το ενδιαφέρον της για τις γυναίκες τους, οι οποίες συχνά στέκονταν εμπόδιο στούς συζύγους τους, τούς εμπόδιζαν να δεχτούν θέσεις στο εξωτερικό, κι επιπλέον έπρεπε να τις συνοδεύουν σε κάποια παραθαλάσσια περιοχή στα μέσα της κοινοβουλευτικής περιόδου για να αναρρώσουν απ᾿ τη γρίπη τους. Ωστόσο το ερώτημά της, «Πώς είναι η Κλαρίσα», το αναγνώριζαν αλάθευτα οι γυναίκες, ως δείγμα ενός ανθρώπου με καλή πρόθεση, μιας σχεδόν σιωπηλής συντρόφου, τα λόγια τής οποίας (ίσως πέντε ή έξι φορές σ᾿ ολόκληρη τη ζωή της) φανέρωναν την αναγνώριση ενός είδους γυναικείας συντροφικότητας, που ξεπερνούσε τα ανδρικά μεσημεριανά γεύματα κι ένωνε τη λαίδη Μπρούτον με την κυρία Νταλογουέι, οι οποίες βλέπονταν σπάνια κι όταν βλέπονταν έδειχναν αδιάφορες, ακόμα κι εχθρικές, μ᾿ έναν δεσμό ιδιόμορφο.
«Συνάντησα την Κλαρίσα στο πάρκο το πρωί» είπε ο Χιου Γουίτμπρεντ, πέφτοντας με τα μούτρα στο ραγού, ανυπόμονος να κάνει στον εαυτό του, αυτό το δώρο· μα ήταν άπληστος, ένας απ᾿ τούς πιο άπληστους ανθρώπους που είχε γνωρίσει, σκέφτηκε η Μίλι Μπρας, που παρατηρούσε τούς άντρες μέσα από το πρίσμα μιας ακεραιότητας αδιασάλευτης και ήταν ικανή να επιδείξει αφοσίωση παντοτινή, σε άτομα τού ίδιου φύλου κυρίως, έτσι όπως ήταν χαραγμένη σε πέτρα, οστεώδης, χωρίς καμία θηλυκότητα.
«Ξέρετε ποιος είναι στο Λονδίνο;» είπε η λαίδη Μπρούτον μόλις το θυμήθηκε. «Ο παλιός μας φίλος, ο Πίτερ Γουόλς».
Χαμογέλασαν όλοι. Ο Πίτερ Γουόλς! Ο κύριος Νταλογουέι χάρηκε πραγματικά, σκέφτηκε η Μίλι Μπρας· κι ο κύριος Γουίτμπρεντ μόνο στο κοτόπουλο είχε το μυαλό του.
Ο Πίτερ Γουόλς! Κι οι τρεις τους, η λαίδη Μπρούτον, ο Χιου Γουίτμπρεντ και ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι, θυμήθηκαν το ίδιο πράγμα — πόσο τρελά ερωτευμένος ήταν ο Πίτερ· ότι τον είχε απορρίψει η Κλαρίσα· ότι πήγε στην Ινδία· ότι όλα πήγαν στραβά· τα έκανε θάλασσα· κι ότι ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για τον παλιό αυτό φίλο. Η Μίλι Μπρας το είδε αυτό· είδε τα καστανά του μάτια να βαθαίνουν· τον είδε να διστάζει· να συλλογίζεται· κι αυτό κέντρισε το ενδιαφέρον της, όπως κέντριζε το ενδιαφέρον της πάντα ο κύριος Νταλογουέι, γιατί, τι να σκεφτόταν άραγε για τον Πίτερ Γουόλς;
Ότι ο Πίτερ Γουόλς ήταν κάποτε ερωτευμένος με την Κλαρίσα· ότι αμέσως μετά το γεύμα θα επέστρεφε στο σπίτι του και θα έβρισκε την Κλαρίσα· ότι θα τής έλεγε, ανοιχτά, ότι την αγαπά. Ναι, θα το έλεγε αυτό.
Κάποτε η Μίλι Μπρας μπορεί να έφτανε σχεδόν να τις ερωτευτεί αυτές τις σιωπές· κι ο κύριος Νταλογουέι ήταν πάντα τόσο αξιόπιστος· και τζέντλεμαν. Δεν χρειαζόταν παρά να γνέψει η λαίδη Μπρούτον ή να στρέψει το κεφάλι της λίγο απότομα, κι η Μίλι Μπρας, που είχε φτάσει τα σαράντα, λάμβανε το μήνυμα, όσο βαθιά κι αν ήταν βυθισμένο στούς στοχασμούς αυτούς το απόμακρο πνεύμα της, η ακέραιη ψυχή της, την οποία η ζωή δεν μπορούσε να κοροϊδέψει γιατί δεν τής είχε προσφέρει ούτε το πιο ασήμαντο στολίδι· μια μπούκλα, ένα χαμόγελο, χείλη, μάγουλα, μύτη· τίποτε απολύτως· ήταν αρκετό ένα γνέψιμο της λαίδης Μπρούτον για να λάβει ο Πέρκινς οδηγίες να σερβίρει καφέ.
«Ναι, ο Πίτερ Γουόλς γύρισε» είπε η λαίδη Μπρούτον. Αυτό ήταν κάπως κολακευτικό για όλους τους. Είχε επιστρέψει συντετριμμένος, αποτυχημένος, στα δικά τους ασφαλή λιμάνια. Αλλά να τον βοηθήσουν, σκέφτονταν, ήταν αδύνατο· υπήρχε κάποιο ελάττωμα στο χαρακτήρα του. Ο Χιου Γουίτμπρεντ είπε πως φυσικά θα μπορούσε κάποιος ν᾿ αναφέρει το όνομά του στον κύριο Τάδε. Ζάρωσε το πρόσωπό του με ύφος πένθιμο, σπουδαιοφανές, στη σκέψη τών επιστολών που θα έγραφε στους διευθυντές κρατικών υπηρεσιών για τον «από ετών φίλο Πίτερ Γουόλς» και ούτω καθεξής. Αλλά δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα — όχι κάτι μόνιμο, εξαιτίας τού χαρακτήρα του.
«Έχει μπελάδες με κάποια γυναίκα» είπε η λαίδη Μπρούτον. Είχαν όλοι μαντέψει ότι αυτό κρυβόταν από πίσω.
«Αλλά» είπε η λαίδη Μπρούτον, ανυπομονώντας ν᾿ αλλάξει θέμα, «θα μάθουμε την ιστορία απ᾿ τον ίδιο τον Πίτερ».
(Ο καφές αργούσε να έρθει.)
«Η διεύθυνσή του;» μουρμούρισε ο Χιου Γουίτμπρεντ· αμέσως ένας κυματισμός διαπέρασε την γκρίζα παλίρροια τού υπηρετικού προσωπικού που κατέκλυζε τη λαίδη Μπρούτον καθημερινά, συνοδεύοντάς την, ανακόπτοντας τον έξω κόσμο, τυλίγοντάς τη σ᾿ ένα φίνο ύφασμα που περιόριζε τις δονήσεις, μετρίαζε τις παρεμβολές κι άπλωνε γύρω απ᾿ το σπίτι τής οδού Μπρουκ ένα λεπτό δίχτυ, όπου τα πράγματα τοποθετούνταν και επιλέγονταν με ακρίβεια αμέσως, από τον γκριζομάλλη Πέρκινς, ο οποίος ήταν στην υπηρεσία τής λαίδης τριάντα χρόνια και τώρα έγραψε τη διεύθυνση, την έδωσε στον κύριο Γουίτμπρεντ, που έβγαλε το σημειωματάριό του, σήκωσε τα φρύδια και βάζοντάς την ανάμεσα σε έγγραφα υψίστης σημασίας είπε πως θα ζητήσει απ᾿ την Ίβλιν να τον καλέσει σε γεύμα.
(Περίμεναν να τελειώσει ο κύριος Γουίτμπρεντ για να φέρουν τον καφέ.)
Ο Χιου ήταν πολύ αργός, σκέφτηκε η λαίδη Μπρούτον. Είχε παχύνει, παρατήρησε. Ο Ρίτσαρντ διατηρούσε πάντα τον εαυτό του σε άψογη κατάσταση. Ανυπομονούσε, όλο το είναι της στρεφόταν σαφέστατα, αναμφίβολα, κυριαρχικά, παρακάμπτοντας όλα αυτά τα περιττά, ασήμαντα πράγματα (τον Πίτερ Γουόλς και τα προσωπικά του), στο θέμα που είχε τραβήξει όλη την προσοχή της, κι όχι μόνο την προσοχή της, αλλά εκείνη την ίνα που αποτελούσε το έμβολο τής ψυχής της, το ουσιαστικό κομμάτι τού εαυτού της. χωρίς το οποίο η Μίλισεντ Μπρούτον δεν θα ήταν η Μίλισεντ Μπρούτον· εκείνο το σχέδιο για τη μετανάστευση νέων ανθρώπων και τών δύο φύλων από ευυπόληπτες οικογένειες, με σκοπό την εγκατάστασή τους στον Καναδά με πολύ ευοίωνες προοπτικές. Υπερέβαλλε. Ίσως είχε χάσει την αίσθηση τού μέτρου. Για τούς άλλους η μετανάστευση δεν αποτελούσε μια προφανή αποκατάσταση, μια εξαιρετική σύλληψη. Δεν ήταν γι᾿ αυτούς, (ούτε για το Χιου ούτε για τον Ρίτσαρντ, ούτε καν για την αφοσιωμένη δεσποινίδα Μπρας) παρά η απελευθέρωση τού εγκλωβισμένου εγωισμού που μια δυνατή μαχητική γυναίκα, με καλή ανατροφή, καλή καταγωγή, με άμεσες παρορμητικές αντιδράσεις, ξεκάθαρα συναισθήματα και περιορισμένη ικανότητα ενδοσκόπησης, νιώθει να μεγαλώνει μέσα της, μόλις περάσει η νιότη, και πρέπει να τη διοχετεύσει σε κάποιο ζήτημα, είτε αυτό είναι η μετανάστευση είτε η χειραφέτηση· αλλά ό,τι κι αν είναι, αυτό το θέμα γύρω απ᾿ το οποίο στρέφεται η ουσία τής ψυχής της, αναπόφευκτα γίνεται πρισματικό, λαμπερό, μισό καθρέφτης, μισό πολύτιμος λίθος· πότε καλύπτεται προσεκτικά, μην τυχόν και το χλευάσουν οι άνθρωποι· πότε παρουσιάζεται με υπερηφάνεια. Η μετανάστευση, με δυο λόγια, είχε κατά μεγάλο μέρος ταυτιστεί με τη λαίδη Μπρούτον.
Αλλά έπρεπε να γράψει. Κι ένα γράμμα στούς Τάιμς, έλεγε στη δεσποινίδα Μπρας, την κούραζε περισσότερο απ᾿ ό,τι να οργανώσει μια εκστρατεία στη Νότιο Αφρική (κάτι που είχε κάνει στον πόλεμο). Και ύστερα απ᾿ τον αγώνα ενός πρωινού ολόκληρου, που ξεκινούσε, έσκιζε, ξεκινούσε ξανά, συνήθως αισθανόταν πόσο ανώφελη ήταν η γυναικεία φύση της, όπως δεν το είχε νιώσει σε καμιά άλλη περίπτωση, και στριφογύριζε με ευγνωμοσύνη στο νου της, τη σκέψη τού Χιου Γουίτμπρεντ, ο οποίος κατείχε —κανείς δεν αμφέβαλλε γι᾿ αυτό— την τέχνη τής σύνταξης επιστολών προς τούς Τάιμς.
Ένας άνθρωπος με τόσο διαφορετική ιδιοσυγκρασία από τη δική της, με τόσο άρτια γνώση της γλώσσας· τόσο ικανός να διατυπώνει τα πράγματα όπως άρεσαν στούς εκδότες· με πάθη, που κανείς δεν θα μπορούσε να περιγράφει απλώς ως απληστία. Συχνά η λαίδη Μπρούτον καθυστερούσε να κρίνει τούς άντρες από σεβασμό στη μυστηριώδη αρμονία τους —αντίθετα με τις γυναίκες— με τούς νόμους τού σύμπαντος· ήξεραν πώς να παρουσιάζουν τα πράγματα· ήξεραν τι λεγόταν· κι έτσι αν τη συμβούλευε ο Ρίτσαρντ, αν τής έγραφε την επιστολή ο Χιου, ήταν βέβαιη πως θα βρισκόταν στον σωστό δρόμο. Έτσι, άφησε τον Χιου να φάει το σουφλέ του· ρώτησε πώς νιώθει η καημενούλα η Ίβλιν· περίμενε ως την ώρα που κάπνιζαν κι έπειτα είπε:
«Μίλι, μπορείς να φέρεις τα χαρτιά;».
Η δεσποινίς Μπρας βγήκε κι επέστρεψε· ακούμπησε τα χαρτιά στο τραπέζι· ο Χιου έβγαλε την πένα του· την ασημένια πένα του, που τού προσφέρει τις υπηρεσίες της είκοσι χρόνια, είπε, ξεβιδώνοντας το καπάκι. Εξακολουθούσε να είναι σε άψογη κατάσταση· την είχε δείξει στην εταιρεία που την κατασκεύασε· δεν υπάρχει περίπτωση, τού είπαν, να φθαρεί ποτέ· κατά κάποιον τρόπο τα εύσημα ανήκαν στον Χιου και στα συναισθήματα που εξέφραζε αυτή η πένα (αυτό αισθάνθηκε ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι), καθώς ο Χιου άρχισε να γράφει κεφαλαία καλλιγραφικά γράμματα· κι έτσι με τρόπο θαυμαστό το κουβάρι τής λαίδης Μπρούτον απέκτησε νόημα, τη γραμματική που ο εκδότης τών Τάιμς θα πρέπει να σεβαστεί, αισθάνθηκε η λαίδη Μπρούτον παρατηρώντας τη θαυμαστή μεταμόρφωση. Ήταν αργός ο Χιου. Ήταν επίμονος. Ο Ρίτσαρντ είπε πως ο άνθρωπος πρέπει να ριψοκινδυνεύει. Ο Χιου πρότεινε τροποποιήσεις από σεβασμό στα συναισθήματα τών ανθρώπων, που όπως είπε δηκτικά όταν γέλασε ο Ρίτσαρντ, «πρέπει να ληφθούν υπόψιν», και διάβασε δυνατά «συνεπώς, έχουμε τη γνώμη πως ωρίμασαν οι καιροί... ο πλεονάζων αριθμός τών νέων στον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό μας... αυτό που οφείλουμε στούς πεσόντες...», πράγματα που ο Ρίτσαρντ θεωρούσε φιοριτούρες και φούμαρα, αλλά δεν υπήρχε κάτι κακό σ᾿ αυτά φυσικά, κι ο Χιου συνέχισε να γράφει για υψηλά συναισθήματα σε αλφαβητική σειρά, τινάζοντας τη στάχτη τού πούρου απ᾿ το γιλέκο του, σταματώντας πότε πότε για να συνοψίσει την πρόοδο που είχαν κάνει, μέχρι που τελικά διάβασε δυνατά το προσχέδιο ενός γράμματος που η λαίδη Μπρούτον ένιωσε με βεβαιότητα πως ήταν αριστούργημα. Ήταν δυνατόν να ηχούν έτσι τα δικά της νοήματα;
Ο Χιου δεν μπορούσε να εγγυηθεί πως θα το δημοσίευε ο εκδότης· αλλά θα συναντούσε κάποιον σε μεσημεριανό γεύμα.
Ύστερα απ᾿ αυτό, η λαίδη Μπρούτον, η οποία δεν συνήθιζε τις αβρότητες, έχωσε όλα τα γαρίφαλα στο μπροστινό μέρος τού φορέματός της κι ανοίγοντας τα χέρια της τού φώναξε «Πρωθυπουργέ μου!». Δεν ξέρει τι θα έκανε χωρίς αυτούς. Σηκώθηκαν. Κι όπως πάντα, ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι απομακρύνθηκε με αργά βήματα για να ρίξει μια ματιά στο πορτρέτο τού στρατηγού, επειδή είχε σκοπό, όποτε έβρισκε λίγο ελεύθερο χρόνο, να γράψει την ιστορία της οικογένειας Μπρούτον.
Η Μίλισεντ Μπρούτον ήταν πολύ περήφανη για την οικογένειά της. Αλλά μπορούν να περιμένουν, μπορούν να περιμένουν, είπε, με τα μάτια καρφωμένα στον πίνακα· εννοεί πως την οικογένειά της, στρατιωτικοί, διοικητές, ναύαρχοι, την αποτελούν άνθρωποι τής δράσης, οι οποίοι έχουν πράξει το καθήκον τους· κι ο Ρίτσαρντ έχει πρωτίστως καθήκον απέναντι στη χώρα του, αλλά είναι ωραία φυσιογνωμία, είπε· κι όλα τα ντοκουμέντα περιμένουν τον Ρίτσαρντ στο Όλντμιξτον, όταν θα φτάσει η κατάλληλη στιγμή· εννοούσε την κυβέρνηση τών Εργατικών. «Αχ, αυτά τα νέα απ᾿ την Ινδία!» αναφώνησε.
Κι έπειτα, καθώς στέκονταν στον προθάλαμο κι έπαιρναν τα κίτρινα γάντια απ᾿ το δοχείο που ήταν πάνω σ᾿ ένα τραπεζάκι από μαλαχίτη κι ο Χιου πρόσφερε στη δεσποινίδα Μπρας με περιττή ευγένεια ένα εισιτήριο που ήθελε να ξεφορτωθεί ή τής έκανε κάποια φιλοφρόνηση, πράγματα που εκείνη σιχαινόταν ως τα μύχια τής ψυχής της και κατακοκκίνιζε, ο Ρίτσαρντ στράφηκε στη λαίδη Μπρούτον και με το καπέλο του στο χέρι τής είπε:
«Θα σας δούμε στη δεξίωσή μας απόψε;» και σ᾿ αυτό το σημείο η λαίδη Μπρούτον ανέκτησε τη μεγαλοπρέπεια που είχε θρυμματίσει η σύνταξη τής επιστολής. Μπορεί να έρθει μπορεί και όχι. Η Κλαρίσα έχει τόση ενέργεια. Την τρομοκρατούν τη λαίδη Μπρούτον οι δεξιώσεις. Έπειτα, γερνάει. Αυτά ανακοίνωσε, όρθια στην εξώπορτα· γοητευτική· στητή· με το σκυλάκι της να τεντώνεται πίσω της και τη δεσποινίδα Μπρούτον να χάνεται στο βάθος με τα χέρια γεμάτα χαρτιά.
Η λαίδη Μπρούτον ανέβηκε με βήμα βαρύ, επιβλητικό, στην κάμαρά της και ξάπλωσε στον καναπέ με το ένα χέρι απλωμένο έξω. Αναστέναζε, βαριανάσαινε, δεν είχε αποκοιμηθεί, ένιωθε μόνο, ναρκωμένη και βυθισμένη, σαν αγρός με τριφύλλι στον ήλιο αυτήν τη ζεστή μέρα τού Ιουνίου, με τις μέλισσες και τις κίτρινες πεταλούδες να πετάνε γύρω γύρω. Πάντα ξαναγυρνούσε σ᾿ εκείνους τούς αγρούς στο Ντεβονσάιρ, εκεί που πηδούσε πάνω απ᾿ τα ρυάκια με την Πάτι, το πόνι της, μαζί με τον Μόρτιμερ και τον Τομ, τούς αδερφούς της. Υπήρχαν και σκυλιά· ποντίκια· ο πατέρας της κι η μητέρα της στο γρασίδι κάτω απ᾿ τα δέντρα την ώρα τού τσαγιού και τα παρτέρια με τις ντάλιες, τις μολόχες, το ψηλό χορτάρι· κι αυτά τα τρία διαολάκια πάντα να σκαρώνουν κάποια σκανταλιά! να ξεγλιστράνε περνώντας μέσα απ᾿ τους θάμνους, για να μην τα δουν, μεσ᾿ τις λάσπες μετά από κάποια κατεργαριά. Και τι δεν έλεγε η γκουβερνάντα της για τα φορέματά της!
Ω, θεέ μου, θυμήθηκε — ήταν Τετάρτη και βρισκόταν στην οδό Μπρουκ. Αυτοί οι καλοί, ευγενικοί άνθρωποι, ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι, ο Χιου Γουίτμπρεντ, είχαν βγει αυτήν τη ζεστή μέρα στο δρόμο που το βουητό του έφτανε ως τον καναπέ, όπου ήταν ξαπλωμένη. Το μουρμουρητό του Λονδίνου έφτανε στ᾿ αυτιά της, και το χέρι της που ακουμπούσε στον καναπέ έσφιξε μια φανταστική βέργα, σαν αυτή που μπορεί να κρατούσαν οι πρόγονοί της και κρατώντας τη, ναρκωμένη και βυθισμένη, έμοιαζε να διευθύνει τάγματα που όδευαν προς τον Καναδά· αλλά κι εκείνους τούς καλούς ανθρώπους που διέσχιζαν το Λονδίνο, την επικράτειά τους, εκείνο το κομματάκι χαλί, το Μεϊφέαρ.
Απομακρύνονταν όλο και περισσότερο απ᾿ αυτήν, χωρίς να παύουν να είναι δεμένοι μαζί της με μια λεπτή κλωστή (εφόσον είχαν γευματίσει μαζί της) που ξετυλιγόταν διαρκώς, όλο και λέπταινε καθώς διέσχιζαν το Λονδίνο· λες και οι φίλοι είναι δεμένοι στο σώμα σου, μετά το γεύμα σου μαζί τους, με μια λεπτή κλωστή (που καθώς εκείνη μισοκοιμόταν) μπερδευόταν με τον ήχο απ᾿ τις καμπάνες που χτυπούσαν την ώρα, ή καλούσαν τούς πιστούς στη λειτουργία, σαν ιστός αράχνης που λερώνεται απ᾿ τις στάλες τής βροχής, κι απ᾿ το βάρος του λυγίζει και διαλύεται. Κι έτσι την πήρε ο ύπνος.
Ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι κι ο Χιου Γουίτμπρεντ κοντοστάθηκαν στη γωνία της οδού Κόντουιτ ακριβώς τη στιγμή που η Μίλισεντ Μπρούτον, ξαπλωμένη στον καναπέ της, άφησε την κλωστή να σπάσει, ροχάλισε. Στο Νόρφολκ, που είχε καταλάβει ένα μέρος τής σκέψης του Ρίτσαρντ Νταλογουέι, ένα ζεστό αεράκι ίσιωνε τα πέταλα· αναστάτωνε τα νερά· ανάδευε το μεστό χορτάρι. Οι Θεριστές, που είχαν ξαπλώσει δίπλα δίπλα κάτω απ᾿ τούς φράχτες για να ξαποστάσουν απ᾿ την πρωινή δουλειά, άνοιγαν κουρτίνες από μυτερά φύλλα — έκαναν στην άκρη τρεμάμενες τούφες μαϊντανό, για να δουν τον ουρανό· τον γαλανό, αταλάντευτο, καυτό καλοκαιρινό ουρανό.
Συνειδητοποιώντας ότι ο ίδιος κοιτούσε μια ασημένια κούπα με δύο λαβές, εποχής Ιακώβου Α', και ότι ο Χιου Γουίτμπρεντ θαύμαζε με ύφος συγκαταβατικό και αέρα ειδήμονα ένα ισπανικό περιδέραιο, την τιμή τού οποίου σκεφτόταν να ρωτήσει για την περίπτωση που άρεσε στην Ίβλιν — ο Ρίτσαρντ ένιωθε ακόμα ναρκωμένος· δεν μπορούσε να σκεφτεί, να μιλήσει. Η ζωή είχε φέρει στην επιφάνεια αυτά τα ερείπια· βιτρίνες με πολύχρωμα στρας κι αυτός να στέκεται εκεί κοιτάζοντας, βλοσυρός, με τη ληθαργική διάθεση τού ηλικιωμένου, αγκυλωμένος απ᾿ την ακαμψία τού ηλικιωμένου. Η Ίβλιν Γουίτμπρεντ μπορεί να ήθελε να αγοράσει αυτό το ισπανικά περιδέραιο — μπορεί. Ήθελε τόσο να χασμουρηθεί. Ο Χιου έμπαινε στο κατάστημα.
«Σωστή κίνηση!» είπε ο Ρίτσαρντ ακολουθώντας τον.
Ένας Θεός ήξερε ότι δεν είχε καμία όρεξη ν᾿ αγοράζει περιδέραια με τον Χιου. Αλλά μερικές φορές το σώμα έχει τις δικές του ώρες. Το πρωί συναντά το απόγευμα. Παραδέρνοντας σαν αδύναμη φελούκα στο βαθύ, στο πολύ βαθύ ρεύμα, ο παππούς τής λαίδης Μπρούτον, τα απομνημονεύματά του, οι εκστρατείες του στη Βόρειο Αμερική πλημμύρισαν και βυθίστηκαν. Το ίδιο κι η Μίλισεντ Μπρούτον. Βούλιαξε. Δεκάρα δεν έδινε ο Ρίτσαρντ για την έκβαση τού θέματος τής Μετανάστευσης· για κείνο το γράμμα, αν ο εκδότης θα το δημοσίευε ή όχι. Το περιδέραιο κρεμόταν απλωμένο ανάμεσα στα αξιοθαύμαστα δάχτυλα τού Χιου. Ας το ᾿δινε σε μια κοπέλα, αν ήθελε σώνει και καλά ν᾿ αγοράσει κοσμήματα — σε μια κοπέλα, οποιαδήποτε κοπέλα συναντούσε στο δρόμο. Πόσο ανάξια λόγου είναι αυτή η ζωή, αυτή η σκέψη καρφώθηκε ξαφνικά στο μυαλό του Ρίτσαρντ — ν᾿ αγοράζει περιδέραια για την Ίβλιν. Αν είχε γιο θα του έλεγε: Δούλεψε, δούλεψε. Αλλά είχε την Ελίζαμπεθ· τη λάτρευε τη μικρή του, την Ελίζαμπεθ.
«Θα ήθελα να δω τον κύριο Ντιμπονέ» είπε ο Χιου με τον απότομο τρόπο του και το ύφος τού παντογνώστη. Αποδεiχθηκε πως ο αυτός ο κύριος Ντιμπονέ γνώριζε το μέγεθος τού λαιμού τής κυρίας Γουίτμπρεντ ή, περιέργως πώς, ήξερε τις απόψεις της για τα ισπανικά κοσμήματα και πόσα κομμάτια τέτοιου είδους είχε στην κατοχή της (κάτι που αδυνατούσε να θυμηθεί ο Χιου). Όλα αυτά φαίνονταν τόσο παράξενα στον Ρίτσαρντ. Δεν έκανε ποτέ δώρα στην Κλαρίσα, με εξαίρεση ένα βραχιόλι πριν από δύο ή τρία χρόνια, κι αυτό δεν αποδείχθηκε ιδιαίτερη επιτυχία. Δεν το φόρεσε ποτέ. Τού ήταν οδυνηρό να θυμάται πω δεν το φόρεσε ποτέ. Κι όπως ο ένας και μοναδικός ιστός τής αράxvnς αφού ταλαντευτεί πότε εδώ και πότε εκεί, κολλάει τελικά στην άκρη ενός φύλλου, έτσι και το μυαλό του Ρίτσαρντ, που έβγαινε απ᾿ το λήθαργό του, κόλλησε τώρα στη γυναίκα του, την Κλαρίσα, που τόσο παθιασμένα είχε ερωτευτεί ο Πίτερ Γουόλς· ο Ρίτσαρντ είδε ξαφνικά την εικόνα της να σχηματίζεται μπροστά του την ώρα που γευμάτιζαν· την εικόνα τού εαυτού του με την Κλαρίσα· τής κοινής ζωής τους· τράβηξε το δίσκο με τα παλιά κοσμήματα προς το μέρος του, σήκωσε πρώτα μια καρφίτσα, μετά ένα δαχτυλίδι, «Πόσο κοστίζει;» ρώτησε, αλλά αμφέβαλε για το γούστο του. Ήθελε ν` ανοίξει την πόρτα τού σαλονιού και να κρατά κάτι· ένα δώρο για την Κλαρίσα. Αλλά τι; Ο Χιου είχε σηκωθεί απ` την καρέκλα του. Μιλούσε με απερίγραπτα πομπώδες ύφος. Πραγματικά, ύστερα από αγορές τριάντα πέντε ετών απ᾿ το συγκεκριμένο κατάστημα δεν θα δεχτεί να τον σκοτίζει ένα παιδάριο που δεν ξέρει τη δουλειά του. Επειδή, καθώς φαίνεται, ο Ντιμπονέ είχε βγει κι ο Χιου δεν θα αγόραζε τίποτε μέχρι να ευαρεστηθεi να επιστρέψει ο κύριος Ντιμπονέ· σ᾿ αυτό το σημείο ο νεαρός κατακοκκίνισε κι έκανε μια μικρή υπόκλιση. Μάλιστα, μάλιστα, κύριε. Ο Ρίτσαρντ δεν θα μπορούσε ποτέ να μιλήσει έτσι για να σώσει το τομάρι του! Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι ανέχονταν τόση θρασύτητα. Ο Χιου είχε γίνει ένα ανυπόφορο καθοίκι. Ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι δεν μπορούσε ν᾿ ανεχτεί την παρουσία του περισσότερο από μία ώρα. Σήκωσε ελαφρά το καπέλο του σε ένδειξη χαιρετισμού κι έστριψε στη γωνία της οδού Κόντουιτ, με ανυπομονησία, με μεγάλη ανυπομονησία, να περπατήσει πάνω στον ιστό τής αράχνης που τον ένωνε με την Κλαρίσα· θα πήγαινε απευθείας σ᾿ αυτήν, στο Γουέστμινστερ.
Αλλά ήθελε να μπει στο σπίτι κρατώντας κάτι. Λουλούδια; Ναι, λουλούδια, εφόσον δεν εμπιστευόταν το γούστο του στο χρυσό· πολλά λουλούδια, τριαντάφυλλα, ορχιδέες, για να γιορτάσουν το γεγονός· αυτό ήταν το συναίσθημά του γι᾿ αυτήν, όταν αναφέρθηκαν στον Πίτερ Γουόλς στο γεύμα· δεν είχαν μιλήσει ποτέ γι᾿ αυτό· χρόνια δεν είχαν μιλήσει γι᾿ αυτό· γεγονός που σκέφτηκε, αδράχνοντας τα τριαντάφυλλά του, κόκκινα και λευκά (μια τεράστια ανθοδέσμη τυλιγμένη σε ζελατίνα), είναι το μεγαλύτερο σφάλμα στον κόσμο. Φτάνει κάποια στιγμή που δεν μπορεί να ειπωθεί· παραείναι κανείς δειλός για να το πει, σκέφτηκε, βάζοντας στην τσέπη του τα ρέστα· ξεκίνησε με την τεράστια ανθοδέσμη σφιγμένη πάνω στο σώμα του για το Γουέστμινστερ, για να πει, ξεκάθαρα κι ανοιχτά (κι ας σκεφτόταν ό,τι ήθελε εκείνη γι᾿ αυτόν) και δίνοντάς της τα λουλούδια, «Σ᾿ αγαπώ». Γιατί όχι; Ήταν θαύμα πραγματικό, αν σκεφτόσουν τον πόλεμο και τους χιλιάδες άμοιρους, που είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους και παραχώθηκαν όλοι μαζί, ήδη μισοξεχασμένοι· θαύμα. Να τος, να διασχίζει το Λονδίνο για να πει στην Κλαρίσα ανοιχτά ότι την αγαπά. Κάτι που δεν λέμε ποτέ, σκέφτηκε. Λίγο από τεμπελιά· λίγο από δειλία. Κι η Κλαρίσα —ήταν δύσκολο να το φέρει στο νου του· εκτός από κάποιες ξαφνικές στιγμές, όπως στο γεύμα, που την έβλεπε καθαρά· έβλεπε ολόκληρη τη ζωή τους. Σταμάτησε στη διασταύρωση· κι επανέλαβε —αυτός ο απλός εκ φύσεως άνθρωπος, ο αδιάφθορος, που ήταν ισχυρογνώμων κι επίμονος, που υπερασπιζόταν τούς καταπιεσμένους κι ακολουθούσε το ένστικτό του στη Βουλή τών Κοινοτήτων, που είχε διατηρήσει την απλότητά του αλλά και ταυτόχρονα είχε γίνει αμίλητος, αλύγιστος αρκετά— επανέλαβε πως ήταν θαύμα που παντρεύτηκε την Κλαρίσα· ένα θαύμα — η ζωή του ήταν ένα θαύμα, σκέφτηκε· δίσταζε να περάσει απέναντι. Αλλά γινόταν πυρ και μανία όταν έβλεπε πλάσματα πέντε ή έξι ετών να διασχίζουν μόνα τους την Πικαντίλι. Η αστυνομία όφειλε να σταματά την κίνηση αμέσως. Δεν έτρεφε αυταπάτες για τη λονδρέζικη αστυνομία. Ουσιαστικά, συγκέντρωνε στοιχεία σχετικά με την πλημμελή άσκηση τών καθηκόντων τών μελών της· κι εκείνοι οι πλανόδιοι έμποροι, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να σταματούν τα καροτσάκια τους στο δρόμο· κι οι πόρνες, θεέ μου, δεν έφταιγαν αυτές, ούτε κι οι νεαροί, έφταιγε το απεχθές κοινωνικό σύστημά μας και ούτω καθεξής· όλα αυτά τα συλλογιζόταν, φαινόταν ότι τα συλλογιζόταν, ο γκριζομάλλης, επίμονος, κομψός, τίμιος άντρας, καθώς διέσχιζε το πάρκο για να πάει στη γυναίκα του να τής πει ότι την αγαπά. Θα το έλεγε ανοιχτά όταν θα έμπαινε στο δωμάτιο. Γιατί είναι μεγάλο κρίμα να μην λες ό,τι αισθάνεσαι, σκέφτηκε, διασχίζοντας το Γκριν Παρκ και παρατηρώντας ικανοποιημένος πως οικογένειες ολόκληρες, φτωχές οικογένειες, είχαν ξαπλώσει στη σκιά των δέντρων· μωρά κλοτσούσαν τον αέρα· ρουφούσαν το γάλα τους· χαρτοσακούλες παντού, που μπορούσε εύκολα να τις μαζέψει (αν ο κόσμος διαμαρτυρόταν) κάποιος απ᾿ αυτούς του χοντρούς κυρίους με τη στολή· ο Ρίτσαρντ είχε τη γνώμη πως όλα τα πάρκα κι όλες οι πλατείες κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών έπρεπε να είναι ανοιχτά για τα παιδιά. Και δεν ήξερε τι θα μπορούσε να γίνει για τις άστεγες γυναίκες, όπως εκείνη η κακομοίρα που ήταν ξαπλωμένη, ακουμπισμένη στον αγκώνα της (σαν να είχε πέσει στο χώμα, απαλλαγμένη απ᾿ όλα τα δεσμά, για να παρατηρεί με περιέργεια, να συλλογίζεται άφοβα, να σκέφτεται, τα γιατί και τα συνεπώς, με αναίδεια, με το στόμα μισάνοικτο, με χιούμορ). Ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι την πλησίασε κρατώντας τα λουλούδια του σαν όπλο· την προσπέρασε με βήμα αποφασιστικό· αλλά έφτασε μια στιγμή για να δημιουργηθεί μια σπίθα ανάμεσά τους — εκείνη γέλασε κοροϊδευτικά μόλις τον είδε, εκείνος χαμογέλασε καλοσυνάτα, αναλογιζόμενος το πρόβλημα τών άστεγων γυναικών· όχι ότι υπήρχε περίπτωση να μιλήσουν ποτέ. Αλλά θα έλεγε στην Κλαρίσα ότι την αγαπά, ανοιχτά. Μια εποχή ζήλευε τον Πίτερ Γουόλς· ζήλευε τον Πίτερ και την Κλαρίσα· αλλά εκείνη τού έλεγε συχνά ότι είχε κάνει καλά που δεν είχε παντρευτεί τον Πίτερ Γουόλς· και ξέροντας την Κλαρίσα, σαφώς ίσχυε αυτό· η Κλαρίσα χρειαζόταν ένα στήριγμα. Δεν ήταν αδύναμη· αλλά χρειαζόταν ένα στήριγμα. Όσο για τα Ανάκτορα τού Μπάκιγχαμ (γερασμένη πριμαντόνα που κοιτά το κοινό της ντυμένη στα λευκά), δεν μπορείς ν᾿ αρνηθείς πως έχουν κάποια μεγαλοπρέπεια, σκέφτηκε, ούτε να περιφρονήσεις ότι εντέλει για εκατομμύρια ανθρώπους, (ένα μικρό πλήθος περίμενε στην πύλη να δει τον Βασιλιά ν᾿ αναχωρεί με το αυτοκίνητό του) αποτελούν σύμβολο, όσο κι αν είναι παράλογο αυτό.
Το Μπιγκ Μπεν άρχισε να χτυπά: πρώτα η προειδοποίησή του, μουσική, έπειτα η ώρα, αμετάκλητη. Στα μεσημεριανά γεύματα χαραμίζεις όλο σου το απόγευμα, σκέφτηκε, φτάνοντας στην εξώπορτα.
Ο ήxoς του Μπιγκ Μπεν πλημμύρισε το σαλόνι, όπου η Κλαρίσα καθόταν, εξαιρετικά ενοχλημένη, μπροστά στο γραφειάκι της· ανήσυχη· ενοχλημένη. Η απόλυτη αλήθεια ήταν ότι δεν είχε καλέσει την Έλι Χέντερσον στη δεξίωσή της· αλλά το είχε κάνει εσκεμμένα. Το σημείωμα τής κυρίας Μάρσαμ έγραφε: «Είπε στην Έλι Χέντερσον ότι θα ρωτούσε την Κλαρίσα — η Έλι επιθυμούσε τόσο πολύ να έρθει».
Μα γιατί θα έπρεπε να προσκαλέσει όλες τις βαρετές γυναίκες τού Λονδίνου στη δεξίωσή της; Ήταν ανάγκη ν᾿ ανακατευτεί η κυρία Μάρσαμ; Ήταν κι η Ελίζαμπεθ, κλειδαμπαρωμένη όλη αυτή την ώρα με την Ντόρις Κίλμαν. Ο νους της, δεν μπορούσε να συλλάβει τίποτε πιο αηδιαστικό. Να προσεύχεται αυτή την ώρα μ᾿ αυτήν τη γυναίκα. Ο ήxoς τού κουδουνιού πλημμύρισε το δωμάτιο με το μελαγχολικό κύμα του· κύμα που υποχώρησε, μαζεύτηκε και ξεχύθηκε μια φορά ακόμα, κι έπειτα την προσοχή της τράβηξε ένα ψαχούλεμα, ένα γρατζούνισμα στην πόρτα. Ποιος να ήταν αυτή την ώρα; Θεέ και Κύριε, τρεις! Είχε πάει τρεις! Με ακατανίκητη ευθύτητα και μεγαλοπρέπεια το ρολόι χτυπούσε τρεις· και δεν άκουσε τίποτε άλλο αλλά το πόμολο έστριψε και μπήκε ο Ρίτσαρντ! Τι έκπληξη! Μπήκε ο Ρίτσαρντ κρατώντας λουλούδια. Τον είχε απογοητεύσει, μια φορά στην Κωνσταντινούπολη· κι η λαίδη Μπρούτον, τα γεύματα τής οποίας έλεγαν ότι ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικά, δεν την είχε προσκαλέσει. Τής πρόσφερε λουλούδια — τριαντάφυλλα, κόκκινα και λευκά τριαντάφυλλα. (Αλλά δεν τα κατάφερνε να τής πει ότι την αγαπά· τουλάχιστον όχι ανοιχτά.)
Τι όμορφα, είπε εκείνη, παίρνοντάς τα. Κατάλαβε· κατάλαβε χωρίς να μιλήσει εκείνος· η Κλαρίσα του. Τα έβαλε σε ανθοδοχεία πάνω στο τζάκι. Τι όμορφα! είπε εκείνη. Διασκεδάσανε στο γεύμα, ρώτησε; Ρώτησε γι᾿ αυτήν η λαίδη Μπρούτον; Ο Πίτερ Γουόλς επέστρεψε. Η κυρία Μάρσαμ τής έγραψε. Πρέπει να προσκαλέσει την Έλι Χέντερσον; Εκείνη τη φρικτή γυναίκα, η Κίλμαν, είναι επάνω.
«Ας καθίσουμε πέντε λεπτά» είπε ο Ρίτσαρντ.
Το δωμάτιο έδειχνε τόσο άδειο. Όλες οι καρέκλες ήταν κολλημένες στον τοίχο. Μα τι έκαναν; Α, είναι για τη δεξίωση· όχι, δεν την ξέχασε τη δεξίωση. Ο Πίτερ Γουόλς γύρισε. Ω, ναι· την επισκέφτηκε. θα πάρει διαζύγιο· κι είναι ερωτευμένος με κάποια γυναίκα εκεί πέρα. Και δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο. Καθόταν εκεί κι έφτιαχνε το φόρεμά της...
«Και σκεφτόμουν το Μπόρτον» είπε.
Ήταν κι ο Χιου στο γεύμα» είπε ο Ρίτσαρντ. Τον συνάντησε κι εκείνη! Ε, λοιπόν, γίνεται όλο και πιο αφόρητος. Ήθελε ν᾿ αγοράσει περιδέραιο στην Ίβλιν· πιο παχύς από ποτέ· αφόρητο καθοίκι.
«Και μού πέρασε απ᾿ το μυαλό η σκέψη "θα μπορούσα να σ᾿ έχω παντρευτεί" είπε εκείνη, αναλογιζόμενη τον Πίτερ που καθόταν εκεί φορώντας το μικρό παπιγιόν του, μ᾿ εκείνον τα σουγιά, τον άνοιγε, τον έκλεινε. «Όπως ήταν πάντα, τον ξέρεις».
Έγινε κουβέντα γι᾿ αυτόν στο γεύμα, είπε ο Ρίτσαρντ. (Αλλά δεν μπορούσε να τής πει ότι την αγαπά. Τής κρατούσε το χέρι. Αυτό είναι ευτυχία, σκέφτηκε.) Έγραψαν μια επιστολή προς τούς Τάιμς για τη Μίλισεντ Μπρούτον. Μόνο γι᾿ αυτό είναι κατάλληλος ο Χιου.
«Κι η αγαπητή μας κυρία Κίλμαν;» ρώτησε εκείνος. Η Κλαρίσα είπε πως τα τριαντάφυλλα είναι υπέροχα· στην αρχή ήταν κολλημένα μαζί· τώρα άρχισαν από μόνα τους ν᾿ απομακρύνονται.
«Η Κίλμαν κατέφθασε αμέσως μετά το φαγητό» είπε η Κλαρίσα. «Η Ελίζαμπεθ κοκκίνισε. Κλεiστηκαν πάνω. Προσεύχονται, φαντάζομαι».
Θεέ μου! Δεν τού αρέσει αυτό· αλλά αυτά τα πράγματα περνάνε μόνο αν δεν δώσεις σημασία.
«Φορώντας ένα αδιάβροχο και με την ομπρέλα της» είπε η Κλαρίσα.
Δεν είπε πει «Σ᾿ αγαπώ»· αλλά κρατούσε το χέρι της. Αυτό είναι ευτυχία, αυτό είναι, σκέφτηκε εκείνος.
«Μα γιατί πρέπει να προσκαλώ όλες τις βαρετές γυναίκες τού Λονδίνου στις δεξιώσεις μου;» είπε η Κλαρίσα. Κι όταν κάνει δεξίωση η κυρία Μάρσαμ, προσκαλεί η Κλαρίσα τούς καλεσμένους της;
«Η κακομοίρα η Έλι Χέντερσον» είπε ο Ρίτσαρντ — τι παράξενο πράγμα να δίνει τόσο μεγάλη σημασία η Κλαρίσα στις δεξιώσεις της, σκέφτηκε.
Ο Ρίτσαρντ δεν είχε ιδέα πώς έπρεπε να είναι το δωμάτιο. Αλλά — τι ήθελε να τής πει;
Αν ανησυχεί τόσο γι᾿ αυτές τις δεξιώσεις, δεν θα την αφήνει να τις οργανώνει. Θα ήθελε να είχε παντρευτεί τον Πίτερ; Αλλά έπρεπε να φύγει.
Πρέπει να φύγει, είπε, καθώς σηκωνόταν. Αλλά κοντοστάθηκε σαν να ήταν έτοιμος να πει κάτι· τι; αναρωτήθηκε εκείνη. Γιατί; Υπήρχαν τα τριαντάφυλλα.
« Έχεις κάποια επιτροπή;» ρώτησε, τη στιγμή που εκείνος άνοιγε την πόρτα.
«Αρμένιοι» είπε· ή μπορεί να είπε «Αλβανοί».
Υπάρχει αξιοπρέπεια στους ανθρώπους· μοναξιά· χάσμα ακόμα κι ανάμεσα στο ανδρόγυνο· κι αυτό πρέπει να το σέβεσαι, σκέφτηκε η Κλαρίσα, βλέποντάς τον ν᾿ ανοίγει την πόρτα· δεν πρέπει να το αποχωριστείς ή να το αποσπάσεις απ᾿ το σύζυγό σου, ενάντια στη θέλησή του, χωρίς να χάσεις την ανεξαρτησία σου, τον αυτοσεβασμό σου — κάτι πολύτιμο, εντέλει.
Εκείνος επέστρεψε μ᾿ ένα μαξιλάρι κι ένα πάπλωμα.
«Μία ώρα απόλυτη ανάπαυση, μετά το μεσημεριανό» είπε. Κι έφυγε.
Ίδιον του χαρακτήρα του! θα εξακολουθούσε να λέει «Μια ώρα απόλυτη ανάπαυση μετά το μεσημεριανό» ως τη συντέλεια τού κόσμου, επειδή αυτή ήταν η εντολή ενός γιατρού κάποτε. Ήταν ίδιον τού χαρακτήρα του να παίρνει κατά γράμμα ό,τι έλεγαν οι γιατροί· ένα μέρος τής αξιολάτρευτης, θεϊκής απλότητάς του, κανένας άλλος δεν τη διέθετε σ᾿ αυτόν το βαθμό· που τον έκανε να σηκώνεται και ν᾿ αναλαμβάνει δράση, ενώ η Ίδια κι ο Πίτερ χαράμιζαν το χρόνο τους με μικροδιαφωνίες. Ήταν ήδη στα μισά τής διαδρομής ως τη Βουλή τών Κοινοτήτων, για τους Αρμένιους ή τους Αλβανούς του, έχοντάς την πρώτα βολέψει στον καναπέ, να κοιτάζει τα τριαντάφυλλά του. Κι ο κόσμος θα έλεγε: «Η Κλαρίσα Νταλογουέι είναι κακομαθημένη». Νοιαζόταν περισσότερο για τα τριαντάφυλλά της, απ᾿ ό,τι για τους Αρμένιους. Που κυνηγήθηκαν και αποδεκατίστηκαν, σακατεύτηκαν, πάγωσαν, θύματα τής αναλγησίας και τής αδικίας (τόσες φορές είχε ακούσει τον Ρίτσαρντ να τα λέει) — όχι δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε για τους Αλβανούς, ή μήπως το θέμα ήταν οι Αρμένιοι; αλλά αγαπούσε τα τριαντάφυλλά της, τα μοναδικά λουλούδια που άντεχε να δει κομμένα. Ο Ρίτσαρντ θα είχε ήδη φτάσει στη Βουλή τών Κοινοτήτων· στην επιτροπή του, έχοντας πρώτα ρυθμίσει όλες τις δικές της δυσκολίες. Αλλά όχι· αλίμονο, αυτό δεν ήταν αλήθεια. Δεν είχε καταλάβει τους λόγους της που δεν κάλεσε την Έλι Χέντερσον. Θα την καλούσε, βέβαια, όπως επιθυμούσε εκείνος. Κι εφόσον τής είχε φέρει τα μαξιλάρια, θα ξάπλωνε... Μα — μα γιατί ένιωθε ξαφνικά, χωρίς να μπορεί να βρει το λόγο, τόσο απελπισμένα δυστυχισμένη; Όπως κάποιος που τού έχει πέσει ένα μαργαριταράκι ή ένα διαμάντι στο χορτάρι και χωρίζει τις ψηλές τούφες του πολύ προσεκτικά, πότε έτσι, πότε αλλιώς, ψάχνει εδώ κι εκεί μάταια και στο τέλος πασχίζει να διακρίνει ανάμεσα στις ρίζες, έτσι κι εκείνη ανέλυε το ένα πράγμα μετά το άλλο. Όχι, δεν ήταν, που η Σάλι Σίτον είχε πει ότι ο Ρίτσαρντ δεν θα γινόταν ποτέ μέλος τού Υπουργικού Συμβουλίου γιατί το μυαλό του ήταν δεύτερης κατηγορίας (το θυμήθηκε)· όχι, δεν την ένοιαζε αυτό· ούτε είχε να κάνει με την Ελίζαμπεθ και την Ντόρις Κίλμαν· αυτά ήταν γεγονότα. Ήταν ένα συναίσθημα, κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα από νωρίτερα το πρωί ίσως· κάτι που είχε πει ο Πίτερ σε συνδυασμό με μια δόση κατάθλιψης δικής της, στην κρεβατοκάμαρά της, τη στιγμή που έβγαζε το καπέλο της· και κάτι που είπε ο Ρίτσαρντ το είχε επιτείνει, αλλά τι είχε πει; Να τα τριαντάφυλλά του. Οι δεξιώσεις της! Αυτό ήταν! Οι δεξιώσεις της! Κι οι δυο την είχαν τόσο άδικα κατακρίνει, την είχαν τόσο άδικα κοροϊδέψει για τις δεξιώσεις της. Αυτό ήταν! Αυτό ήταν!
Πώς θα υπερασπιζόταν τον εαυτό της, λοιπόν; Τώρα που ήξερε τι ήταν, ένιωθε απόλυτα ευτυχής. Πίστευαν, ή τουλάχιστον ο Πίτερ πίστευε, ότι τής άρεσε να επιβάλλεται· τής άρεσε να έχει διάσημους ανθρώπους γύρω της· σπουδαία ονόματα· εν ολίγοις ότι ήταν σνομπ. Τέλος πάντων, μπορεί ο Πίτερ να το πίστευε αυτό. Ο Ρίτσαρντ απλώς θεωρούσε ότι ήταν ανόητο εκ μέρους της, να τής αρέσει η υπερδιέγερση τη στιγμή που ήξερε πως κάνει κακό στην καρδιά της. Ήταν παιδαριώδες, πίστευε εκείνος. Είχαν άδικο κι οι δυο. Αυτό που τής άρεσε ήταν, απλώς, η ζωή.
«Γι᾿ αυτό το κάνω» είπε μιλώντας δυνατά, στη ζωή.
Κι όπως ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, απομονωμένη, απαλλαγμένη, η παρουσία αυτού τού πράγματος, που ένιωθε ότι ήταν τόσο φανερό, απέκτησε φυσική υπόσταση· ντυμένο με τούς ήχους απ᾿ το δρόμο, ηλιόλουστο, με ανάσα καυτή, να ψιθυρίζει, να φυσά τις κουρτίνες. Αλλά ας υποθέσουμε ότι ο Πίτερ τής έλεγε: «Ναι, ναι, αλλά αυτές οι δεξιώσεις σου — τι νόημα έχουν αυτές οι δεξιώσεις;»· το μόνο που θα μπορούσε να πει ήταν (και δεν περίμενε να το καταλάβει κανείς): Είναι μια προσφορά· αυτό ακουγόταν φοβερά ασαφές. Και ποιος ήταν ο Πίτερ για να καταλάβει ότι η ζωή ήταν ένας απλός περίπατος; Ο Πίτερ που ήταν πάντα ερωτευμένος, πάντα ερωτευμένος με μια ακατάλληλη γυναίκα; Κι η δική σου η αγάπη τι είναι; μπορεί να τού έλεγε. Και ήξερε την απάντησή του· πως είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο και καμία γυναίκα δεν μπορεί να το καταλάβει. Πολύ καλά. Αλλά μπορούσε και κανένας άντρας να καταλάβει τι εννοούσε εκείνη; για τη ζωή; Δεν μπορούσε να φανταστεί τον Πίτερ ή τον Ρίτσαρντ να μπαίνουν στον κόπο να κάνουν μια δεξίωση χωρίς να υπάρχει κανείς απολύτως λόγος.
Αλλά για να προχωρήσει πιο βαθιά, κάτω απ᾿ αυτά που έλεγαν οι άλλοι (κι αυτές οι κρίσεις, πόσο επιφανειακές, πόσο αποκομμένες είναι!), μέσα στο μυαλό της τώρα, τι σήμαινε γι᾿ αυτήν αυτό το πράγμα που ονόμαζε ζωή; Ω, ήταν τόσο παράξενο. Υπήρχε ο Τάδε στο Σάουθ Κένσινγκτον· ο Δείνα στο Μπεϊζγουότερ· και κάποιος άλλος, ας πούμε, στο Μεϊφέαρ. Ένιωθε διαρκώς την αίσθηση τής παρουσίας τους· τι σπατάλη, σκεφτόταν· και πόσο κρίμα· μακάρι να μπορούσαν να σμίξουν· κι έτσι φρόντιζε να το κάνει αυτή. Ήταν μια προσφορά· να συνδυάζει, να δημιουργεί· αλλά για ποιον;
Μια προσφορά χάριν της προσφοράς, ίσως, Εν πάση περιπτώσει, ήταν το δώρο της. Δεν διέθετε κάτι άλλο, έστω και μικρής σημασίας· δεν μπορούσε να σκεφτεί, να γράψει, ούτε καν να παίξει πιάνο. Μπέρδευε τούς Αρμένιους με τούς Τούρκους αγαπούσε την επιτυχία· σιχαινόταν την ταλαιπωρία· έπρεπε να είναι αρεστή· έλεγε άπειρες ανοησίες· κι ακόμα και σήμερα, αν τη ρωτούσατε τι είναι ο Ισημερινός, δεν θα ήξερε ν᾿ απαντήσει.
Δεν είχε καμιά διαφορά γι᾿ αυτήν, η μια μέρα που ακολουθούσε την άλλη· Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο· που είχε ξυπνήσει το πρωί· είχε κοιτάξει τον ουρανό· είχε περπατήσει στο πάρκο· είχε συναντήσει τον Χιου Γουίτμπρεντ· και ξαφνικά εμφανίστηκε ο Πίτερ· μετά αυτά τα τριαντάφυλλα· ήταν αρκετά. Πόσο απίστευτο πράγμα έμοιαζε ο θάνατος ύστερα απ᾿ όλα αυτά! — ότι πρέπει να τελειώσει η ζωή· και κανένας στον κόσμο να μην ξέρει πόσο τα είχε αγαπήσει όλα αυτά· πόσο, κάθε λεπτό ...
Άνοιξε η πόρτα. Η Ελίζαμπεθ ήξερε πως η μητέρα της αναπαυόταν. Μπήκε στο δωμάτιο αθόρυβα. Στάθηκε εντελώς ακίνητη. Μήπως είχε ναυαγήσει κάποιος Μογγόλος στις ακτές του Νόρφολκ (όπως είχε πει η κυρία Χίλμπερι), κι είχε μπλέξει με τις κυρίες Νταλογουέι, πριν από εκατό χρόνια ίσως; Επειδή σε γενικές γραμμές τα μέλη τής οικογένειας Νταλογουέι είχαν ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια· αντίθετα, η Ελίζαμπεθ είχε σκούρα χρώματα· είχε σχιστά μάτια και χλωμό πρόσωπο· το μυστήριο τής Ανατολής· ήταν μειλίχια, συμπονετική, σιωπηλή. Όταν ήταν παιδί, είχε θαυμάσια αίσθηση τού χιούμορ· αλλά τώρα στα δεκαεπτά της γιατί είχε γίνει τόσο σοβαρή, η Κλαρίσα δεν μπορούσε να το καταλάβει· σαν υάκινθος μέσα σε θήκη γυαλιστερή πράσινη, με μπουμπούκια που μόλις έχουν πάρει το χρώμα τους, ένα υάκινθος που δεν τον έχει δει ο ήλιος.
Στεκόταν ακίνητη και κοιτούσε τη μητέρα της· αλλά η πόρτα ήταν μισάνοιχτη κι απέξω βρισκόταν η δεσποινίς Κίλμαν, το ήξερε η Κλαρίσα· η δεσποινίς Κίλμαν ντυμένη με το αδιάβροχό της, που άκουγε ό,τι έλεγαν.
Ναι, η δεσποινίς Κίλμαν στεκόταν στο κεφαλόσκαλο και φορούσε αδιάβροχο· αλλά είχε τούς λόγους της. Πρώτον, το αδιάβροχο ήταν φτηνό· δεύτερον, η ίδια ήταν πάνω από σαράντα· και, εντέλει, δεν ντυνόταν για να αρέσει. Επίσης, ήταν φτωχή· εξευτελιστικά φτωχή. Διαφορετικά δεν θα έπαιρνε δουλειές από ανθρώπους σαν τούς Νταλογουέι· από πλούσιους που τούς άρεσε να είναι ευγενικοί. Για να είναι δίκαιη, ο κύριος Νταλογουέι ήταν ευγενικός. Η κυρία Νταλογουέι όχι. Ήταν απλώς καταδεκτική. Προερχόταν από την πιο ανάξια κοινωνική τάξη — τούς πλούσιους με το λούστρο τής καλλιέργειας. Είχαν ακριβά πράγματα παντού· πίνακες, χαλιά, πολλούς υπηρέτες. Σκέφτηκε πως ό,τι είχαν κάνει οι Νταλογουέι γι᾿ αυτήν, τής ανήκε δικαιωματικά.
Είχε εξαπατηθεί. Ναι, δεν ήταν υπερβολική η λέξη, σίγουρα μια κοπέλα δικαιούται μια μορφή ευτυχίας, έτσι δεν είναι; Κι εκείνη δεν είχε υπάρξει ποτέ ευτυχισμένη, τόσο αδέξια και φτωχή που ήταν. Κι έπειτα, ακριβώς τη στιγμή που μπορεί να είχε μια ευκαιρία στο σχολείο της κυρίας Ντόλμπι, ήρθε ο πόλεμος· και δεν ήταν ποτέ ικανή να λέει ψέματα. Η κυρία Ντόλμπι θεώρησε, πως θα ήταν πιο καλά ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν τις ίδιες απόψεις με την ίδια, για τους Γερμανούς. Υποχρεώθηκε να φύγει. Αλήθεια, η οικογένειά της είχε γερμανική καταγωγή το όνομα Κίλμαν ήταν γερμανικής προέλευσης· αλλά ο αδερφός της είχε σκοτωθεί. Την έδιωξαν επειδή δεν μπορούσε να προσποιηθεί πως όλοι οι Γερμανοί ήταν αχρείοι — τη στιγμή που είχε γερμανούς φίλους, που τις μοναδικές χαρούμενες μέρες τής ζωής της, τις είχε περάσει στη Γερμανία! Και στο κάτω κάτω είχε διαβάσει ιστορία. Ήταν αναγκασμένη να αναλαμβάνει ό,τι έβρισκε. Ο κύριος Νταλογουέι την είχε συναντήσει όταν δούλευε στους Φρεντ. Τής είχε επιτρέψει (κι αυτό ήταν πραγματικά γενναιόδωρο εκ μέρους του) να διδάξει ιστορία στην κόρη του. Έκανε και κάποια μαθήματα σε προγράμματα επιμόρφωσης. Μετά συνάντησε τον Ιησού Χριστό (σ᾿ αυτό το σημείο πάντα έσκυβε το κεφάλι). Είχε δει το φως πριν από δυο χρόνια και τρεις μήνες. Τώρα πια δεν φθονούσε γυναίκες σαν την Κλαρίσα Νταλογουέι· τις λυπόταν.
Τις λυπόταν και τις περιφρονούσε απ᾿ τα βάθη της καρδιάς της, έτσι όπως στεκόταν στο μαλακό χαλί και κοιτούσε την παλιά γκραβούρα με το κοριτσάκι με το μανσόν. Με όλη αυτή την πολυτέλεια, τι ελπίδες υπήρχαν να καλυτερέψουν τα πράγματα; Αντί να είναι ξαπλωμένη στον καναπέ — «Η μητέρα μου αναπαύεται» είχε πει η Ελίζαμπεθ— θα ᾿πρεπε να βρίσκεται σε κανένα εργοστάσιο· πίσω από κανένα ταμείο· η κυρία Νταλογουέι κι όλες οι άλλες εκλεκτές κυρίες! Χολωμένη κι οργισμένα η δεσποινίς Κίλμαν είχε μπει σε μια εκκλησία πριν από δύο χρόνια και τρεις μήνες. Είχε ακούσει τον αιδεσιμότατο Έντουαρντ Γουίτακερ να κηρύττει· αγόρια να ψάλλουν· είχε δει το ιερό φως να κατεβαίνει κι είτε ήταν η θρησκευτική μουσική είτε οι φωνές (η ίδια έβρισκε ανακούφιση σ᾿ ένα βιολί όταν ήταν μόνη της τα βράδια· αλλά ο ήχος του ήταν βασανιστικός· δεν είχε μουσικό αυτί), τα συναισθήματα που πυρακτωμένα κι αγριεμένα έβραζαν και φούσκωναν μέσα της, αμβλύνθηκαν έτσι όπως καθόταν εκεί, κι εκείνη έκλαψε πολύ και πήγε να επισκεφτεί τον κύριο Γουίτακερ στο σπίτι του στο Κένσινγκτον. Είναι θέλημα θεού, είπε εκείνος. Ο θεός τής είχε δείξει το δρόμο. Κι έτσι τώρα, όποτε έβραζε μέσα της κάποιο συναίσθημα πυρακτωμένο κι οδυνηρό, η έχθρα της για την κυρία Νταλογουέι, η μνησικακία της απέναντι στον κόσμο, η σκέψη της πήγαινε στον θεό. Έφερνε στο νου της τον κύριο Γουίτακερ. Την οργή διαδεχόταν η γαλήνη. Μια γλυκιά γεύση πλημμύριζε τις φλέβες της, τα χείλη της μισάνοιγαν, και έτσι όπως στεκόταν τώρα φοβερή στο πλατύσκαλο φορώντας το αδιάβροχό της, κοίταζε με σταθερότητα κι απειλητική ηρεμία την κυρία Νταλογουέι που έβγαινε απ᾿ το δωμάτιο με την κόρη της.
Η Ελίζαμπεθ είπε, ότι είχε ξεχάσει τα γάντια της. Αυτό το είπε γιατί η δεσποινίς Κίλμαν κι η μητέρα της μισούσαν η μία την άλλη. Δεν άντεχε να τις βλέπει μαζί. Έτρεξε επάνω να βρει τα γάντια της.
Ωστόσο η δεσποινίς Κίλμαν δεν μισούσε την κυρία Νταλογουέι. Όταν έστρεψε τα μεγάλα κατακόκκινα μάτια της προς την Κλαρίσα και παρατήρησε το ροδαλό προσωπάκι της, το ντελικάτο κορμί της, τη φρεσκάδα που απέπνεε και την κομψότητά της, σκέφτηκε: Ανόητη! Ηλίθια! Που δεν έχεις γνωρίσει ποτέ ούτε λύπη ούτε χαρά που έζησες τη ζωή σου επιπόλαια! Κι εκεί φούσκωσε μέσα της η ακατανίκητη επιθυμία να θριαμβεύσει σε βάρος της· να τής αφαιρέσει το προσωπείο. θα ένιωθε ανακούφιση αν τη σώριαζε στο έδαφος σαν δέντρο χτυπημένο από τσεκούρι. Αλλά δεν την απασχολούσε το σώμα· την ψυχή και την κοροϊδία της επιθυμούσε να καθυποτάξει· να κάνει αισθητή τη δική της ανωτερότητα. Μακάρι να μπορούσε να την κάνει να κλάψει γοερά· να μπορούσε να την καταστρέψει· να την ταπεινώσει· να την κάνει να γονατίσει κλαίγοντας και να πει: Έχεις δίκιο! Αλλά αυτό ήταν απόφαση τού Κυρίου, όχι τη Ντόρις Κίλμαν. Θα ήταν ένας θρησκευτικός θρίαμβος. Κι έτσι περιορίστηκε ν᾿ αγριοκοιτάξει· να στραβοκοιτάξει.
Η Κλαρίσα είχε πραγματικά σοκαριστεί. Ήταν χριστιανή αυτή η γυναίκα! Αυτή η γυναίκα τής είχε πάρει την κόρη της! Αυτή βρισκόταν σε επικοινωνία με αόρατες δυνάμεις! Αυτή η βαριά, άσχημη, κοινότατη γυναίκα, που δεν είχε καμία απολύτως ευγένεια ή χάρη, γνώριζε το νόημα της ζωής!
«Πηγαίνετε την Ελίζαμπεθ στο Μετοχικό Ταμείο;» είπε η κυρία Νταλογουέι.
Η δεσποινίς Κίλμαν απάντησε καταφατικά. Στέκονταν εκεί. Η δεσποινίς Κίλμαν δεν είχε καμία πρόθεση να φανεί ευχάριστη. Το ψωμί της το κέρδιζε πάντα με τον κόπο της. Οι γνώσεις της για τη σύγχρονη ιστορία ήταν πληρέστατες. Από το πενιχρό εισόδημά της έβαζε στην άκρη λεφτά, για τους σκοπούς στους οποίους πίστευε· ενώ αυτή η γυναίκα δεν έκανε τίποτε, δεν πίστευε σε τίποτε· ανάθρεψε την κόρη της — αλλά να η Ελίζαμπεθ, ξέπνοη, η όμορφη κοπέλα.
Πήγαιναν στο Μετοχικό Ταμείο, λοιπόν. Παράξενο, έτσι όπως στεκόταν εκεί η δεσποινίς Κίλμαν (στεκόταν σαν κάποιο τέρας προϊστορικό, δυνατό και λιγόλογο, οπλισμένο για μια πάλη πρωτόγονη), πως λεπτό με λεπτό, η ιδέα που είχε γι᾿ αυτήν συρρικνωνόταν, πώς κατέρρεε η έχθρα (που είχε να κάνει με τις ιδέες, όχι με τους ανθρώπους), πως έχανε την κακεντρέχειά της, τον όγκο της, πώς λεπτό με λεπτό γινόταν απλώς η δεσποινίς Κίλμαν με το αδιάβροχο που, μάρτυς της ο θεός, η Κλαρίσα θα ήθελε να βοηθήσει.
Στην ιδέα τού τέρατος που μίκραινε η Κλαρίσα γέλασε. Τις αποχαιρέτησε γελώντας.
Μαζί έφυγαν η δεσποινίς Κίλμαν κι η Ελίζαμπεθ κατεβαίνοντας τα σκαλιά.
Με μια παρόρμηση ξαφνική, μια οδύνη σφοδρή, που αυτή η γυναίκα τής έπαιρνε την κόρη της, η Κλαρίσα έγειρε πάνω στην κουπαστή τής σκάλας και φώναξε: «Μην ξεχάσεις τη δεξίωση! Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μας απόψε!».
Αλλά η Ελίζαμπεθ είχε ήδη ανοίξει την εξώπορτα· ένα φορτηγό περνούσε· δεν απάντησε.
Αγάπη και θρησκεία! σκέφτηκε η Κλαρίσα, γυρνώντας στο σαλόνι, μ᾿ ένα ρίγος σ᾿ όλο το κορμί της. Τι αηδία, τι αηδία που είναι! Γιατί τώρα που δεν είχε μπροστά της, το σώμα της Ντόρις Κίλμαν, την κατακυρίευσε — η σκέψη αυτή. Ό,τι πιο απάνθρωπο υπάρχει στο κόσμο, σκέφτηκε, βλέποντάς τες, αδέξιες, κατασυγχυσμένες, αυταρχικές, υποκριτικές, αδιάκριτες, ζηλόφθονες, απύθμενα άσπλαχνες κι αδίστακτες, ντυμένες με αδιάβροχο, στο πλατύσκαλο· αγάπη και θρησκεία. Είχε ποτέ εκείνη αποπειραθεί να προσηλυτίσει κανέναν; Δεν ήθελε να είναι κάθε άνθρωπος ο εαυτός του; Κοιτάζοντας έξω απ᾿ το παράθυρο είδε την ηλικιωμένη κυρία απέναντι ν᾿ ανεβαίνει τή σκάλα. Ας ανέβει, αν θέλει· ας σταματήσει· κι έπειτα ας προχωρήσει προς την κρεβατοκάμαρά της, όπως την είχε δει συχνά η Κλαρίσα να κάνει, ας ανοίξει τις κουρτίνες της κι ας εξαφανιστεί ξανά στο βάθος τού σπιτιού. Όφειλες να το σεβαστείς αυτό — την ηλικιωμένη γυναίκα που κοιτούσε έξω απ᾿ το παράθυρο, χωρίς να έχει συναίσθηση ότι την παρακολουθούν. Υπήρχε κάτι ιερό σ᾿ αυτό — αλλά η αγάπη κι η θρησκεία θα το κατέστρεφαν, ό,τι κι αν ήταν· το άδυτο τής ψυχής. Η απεχθής Κίλμαν θα το κατέστρεφε. Γι᾿ αυτήν, ωστόσο, ήταν ένα θέαμα που τής έφερνε δάκρυα στα μάτια.
Και η αγάπη κατέστρεφε. Καθετί υπέροχο, καθετί αληθινό χανόταν. Για παράδειγμα, ο Πίτερ. Ένας άντρας γοητευτικός, έξυπνος, με άποψη για τα πάντα. Αν ήθελες να μάθεις για τον Πόουπ, παραδείγματος χάρη, ή για τον Άντισον, ή απλώς να κουβεντιάσεις περί ανέμων και υδάτων, για το χαρακτήρα τών ανθρώπων, τη σημασία τών πραγμάτων, ο Πίτερ όλα αυτά τα ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον. Ο Πίτερ την είχε βοηθήσει· ο Πίτερ τής είχε δανείσει βιβλία. Αλλά δες τι γυναίκες ερωτευόταν — λαϊκές, ασήμαντες, συνηθισμένες. Ο Πίτερ ερωτευμένος —ήρθε να τη δει ύστερα από τόσα χρόνια, και για ποιο πράγμα μιλούσε; Για τον εαυτό του. Φρικτό πάθος! σκέφτηκε. Εξευτελιστικό πάθος! σκέφτηκε, αναλογιζόμενη την Κίλμαν και τη μικρή της την Ελίζαμπεθ, να περπατούν προς τα Καταστήματα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού και Ναυτικού.
Το Μπιγκ Μπεν χτύπησε τη μισή ώρα. Ηχηρά, ενοχλητικά χτύπησε ένα καθυστερημένο ρολόι μετά το Μπιγκ Μπεν, με την αγκαλιά του γεμάτη ασήμαντα πράγματα. Σπασμένα, διαλυμένα απ᾿ την ορμή που είχαν οι άμαξες, απ᾿ τη βιαιότητα τών φορτηγών, το ανυπόμονο βάδισμα μυριάδων κοκαλιάρηδων αντρών, φανταχτερών γυναικών, απ᾿ τους θόλους και τις σπείρες τών γραφείων και τών νοσοκομείων, τα τελευταία θραύσματα απ᾿ αυτή την αγκαλιά φάνηκαν να σπάνε, σαν αφρός από κύμα αποκαμωμένο, πάνω στο σώμα τής Ντόρις Κίλμαν που στάθηκε ακίνητη για μια στιγμή στο δρόμο κι είπε μέσα απ᾿ τα δόντια της: «Η σάρκα φταίει».
Τις επιθυμίες τής σάρκας πρέπει να υποτάξει. Η Κλαρίσα Νταλογουέι την είχε προσβάλει. Αυτό το περίμενε. Αλλά εκείνη δεν είχε θριαμβεύσει, δεν είχε νικήσει τη σάρκα. Ήταν άσχημη, αδέξια· η Κλαρίσα Νταλογουέι την είχε κοροϊδέψει που ήταν έτσι· κι είχε αναβιώσει τις σαρκικές επιθυμίες, γιατί την είχε πειράξει που ένιωθε έτσι, όπως ένιωθε πλάι στην Κλαρίσα. Κι ούτε μπορούσε να μιλάει όπως μιλούσε εκείνη. Μα γιατί ήθελε να τής μοιάζει; Γιατί; Απεχθανόταν την κυρία Νταλογουέι απ᾿ τα βάθη τής καρδιάς της. Δεν ήταν σοβαρή. Δεν ήταν καλή. Η ζωή της ήταν ένας ιστός ματαιοδοξίας κι εξαπάτησης. Ωστόσο η Ντόρις Κίλμαν είχε ηττηθεί. Ουσιαστικά, κόντεψε να βάλει τα κλάματα όταν γέλασε στα μούτρα της η Κλαρίσα Νταλογουέι. «Η σάρκα φταίει, η σάρκα φταίει» είπε μέσα απ᾿ τα δόντια της (είχε συνήθεια να λέει τις σκέψεις της φωναχτά), πασχίζοντας να καταπνίξει αυτή την οδυνηρή αναστάτωση, καθώς κατηφόριζε την οδό Βικτόρια. Προσευχήθηκε στον θεό. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι που ήταν άσχημη· δεν είχε λεφτά ν᾿ αγοράσει ωραία ρούχα. Η Κλαρίσα Νταλογουέι την είχε κοροϊδέψει — αλλά θα συγκέντρωνε το μυαλό της σε κάτι άλλο προτού φτάσει σ᾿ εκείνο το γραμματοκιβώτιο. Ούτως ή άλλως είχε την Ελίζαμπεθ. Αλλά θα σκεφτόταν κάτι άλλο· θα σκεφτόταν τη Ρωσία· προτού φτάσει σ᾿ εκείνο το γραμματοκιβώτιο.
Πόσο ωραία πρέπει να είναι, είπε, στην εξοχή, αντιπαλεύοντας, όπως τής είχε υποδείξει ο κύριος Γουίτακερ, την έντονη μνησικακία της ενάντια στον κόσμο που την είχε χλευάσει, την είχε σαρκάσει, την είχε αποδιώξει· ξεκινούσε μ᾿ αυτό τον εξευτελισμό — το βάσανο τού απωθητικού σώματός της που δεν άντεχε ο κόσμος να βλέπει. Όπως και να χτένιζε τα μαλλιά της, το μέτωπό της ήταν σαν αυγό, χωρίς μαλλιά στην κορυφή του, ασπρουλιάρικο. Δεν τής πήγαινε κανένα ρούχο. Ό,τι και να αγόραζε. Κι αυτό για μια γυναίκα, βέβαια, σήμαινε ανυπαρξία σχέσεων με το αντίθετο φύλο. Ποτέ δεν θα την προτιμούσε κανείς. Μερικές φορές τώρα τελευταία τής φαινόταν πως, εκτός απ᾿ την Ελίζαμπεθ, ζούσε μόνο για το φαγητό· για κάποια πράγματα που είχε παρηγοριά· το δείπνο της, το τσάι της· τη θερμοφόρα της τη νύχτα. Αλλά πρέπει να παλεύουμε· να κυριαρχούμε· να έχουμε πίστη στον θεό. Ο κύριος Γουίτακερ είχε πει πως η δεσποινίς Κίλμαν βρίσκεται στη γη για κάποιο σκοπό. Αλλά κανείς δεν ήξερε την οδύνη της! Τής είχε πει, δείχνοντας τον Εσταυρωμένο, ότι την ξέρει ο θεός. Αλλά γιατί έπρεπε να υποφέρει εκείνη όταν άλλες γυναίκες, σαν την Κλαρίσα Νταλογουέι, γλίτωναν; Η γνώση έρχεται μέσα από τις δοκιμασίες, έλεγε ο κύριος Γουίτακερ.
Είχε προσπεράσει το γραμματοκιβώτιο και η Ελίζαμπεθ είχε στρίψει στο δροσερό τμήμα με τα είδη καπνιστών στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού και Ναυτικού, ενώ εκείνη εξακολουθούσε να μουρμουρίζει ό,τι είχε πει ο κύριος Γουίτακερ για τη γνώση που έρχεται μέσα από τις δοκιμασίες και για τη σάρκα. «Τη σάρκα» μουρμούρισε.
Ποιο τμήμα θέλει; τη διέκοψε η Ελίζαμπεθ.
«Με τα μεσοφόρια» είπε απότομα και κατευθύνθηκε με βήμα στρατιωτικό προς τον ανελκυστήρα.
Ανέβηκαν. Η Ελίζαμπεθ τής έδειξε από που έπρεπε να πάνε την καθοδηγούσε, ενώ εκείνη ήταν αφηρημένη, σαν μεγάλο παιδί, σαν βραδυκίνητο θωρηκτό. Ορίστε τα μεσοφόρια: καφετιά, ευπρεπή, ριγέ, προκλητικά, σκληρά, μαλακά· και μέσα στην αφηρημάδα της διάλεξε το πιο ακατάλληλο κι η πωλήτρια την πέρασε για τρελή.
Η Ελίζαμπεθ αναρωτήθηκε, την ώρα που τύλιγαν το πακέτο, τι σκεφτόταν η δεσποινίς Κίλμαν. Ώρα για τσάι, είπε η δεσποινίς Κίλμαν που συνήλθε, μάζεψε τις δυνάμεις της. Ήπιαν τσάι.
Η Ελίζαμπεθ αναρωτήθηκε μήπως η δεσποινίς Κίλμαν πεινούσε. Ήταν ο τρόπος που έτρωγε, που έτρωγε με πάθος, οι ματιές που έριχνε διαρκώς στο πιάτο με τα γλυκά στο διπλανό τραπέζι· έπειτα όταν κάθισαν μια κυρία κι ένα παιδί, και το παιδί πήρε ένα γλυκό, μπορεί πραγματικά να την πείραξε αυτό τη δεσποινίδα Κίλμαν; Ναι, την πείραξε τη δεσποινίδα Κίλμαν. Το ήθελε εκείνο το γλυκό — εκείνο το ροζ. Η χαρά του φαγητού ήταν σχεδόν η μοναδική χαρά που της είχε απομείνει· να τής τη στερούν κι αυτή!
Όταν είναι χαρούμενοι οι άνθρωποι έχουν αποθέματα, είχε πει στην Ελίζαμπεθ, από τα οποία αντλούν, ενώ αυτή μοιάζει με ρόδα χωρίς λάστιχο (είχε ιδιαίτερη αδυναμία σε τέτοιου είδους μεταφορές) που την τραντάζει κάθε πετραδάκι — αυτά έλεγε χασομερώντας μετά τη λήξη τού μαθήματος, ενώ στεκόταν δίπλα στο τζάκι με την τσάντα της με τα βιβλία, τη «σάκα» της, όπως την έλεγε, τις Τρίτες το πρωί. Μιλούσε και για τον πόλεμο. Στο κάτω κάτω υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν ότι οι Άγγλοι έχουν πάντα δίκιο. Υπάρχουν και βιβλία. Γίνονται και συναντήσεις. Υπάρχουν κι άλλες απόψεις. Θα ήθελε μήπως η Ελίζαμπεθ να έρθει μαζί της ν᾿ ακούσει τον κύριο Τάδε (ένα γέρο με εξαιρετικά περίεργη εμφάνιση); Έπειτα η δεσποινίς Κίλμαν την πήγε σε κάποια εκκλησία στο Κένσινγκτον κι ήπιαν τσάι μ᾿ έναν παπά. Τής είχε δανείσει βιβλία. Τα νομικά, η ιατρική, η πολιτική, όλα τα επαγγέλματα είναι ανοιχτά στις γυναίκες τής γενιάς σου, είπε η δεσποινίς Κίλμαν. Όσο για την ίδια, η σταδιοδρομία της καταστράφηκε εντελώς, και ήταν δικό της το λάθος; Θεέ και Κύριε, είπε η Ελίζαμπεθ, όχι.
Η Ελίζαμπεθ δεν είχε σκεφτεί ποτέ τούς φτωχούς. Η οικογένειά της είχε ό,τι ήθελε — η μητέρα της έπαιρνε το πρωινό της στο κρεβάτι κάθε πρωί· τής το ανέβαζε η Λούσι· και τής άρεσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες, επειδή ήταν δούκισσες και κατάγονταν από κάποιο λόρδο. Αλλά η δεσποινίς Κίλμαν είπε (κάποια Τρίτη μετά το τέλος του μαθήματος): «Ο παππούς μου είχε κατάστημα με πίνακες ζωγραφικής στο Κένσινγκτον». Η δεσποινίς Κίλμαν ήταν πολύ διαφορετική από οποιονδήποτε άλλο γνώριζε· σε έκανε να νιώθεις τόσο λίγος.
Η δεσποινίς Κίλμαν ήπιε ακόμα ένα φλιτζάνι τσάι. Η Ελίζαμπεθ καθόταν με το σώμα στητό· ανατολίτικο παρουσιαστικό, ανεξιχνίαστα μυστηριώδης· όχι, δεν ήθελε κάτι άλλο. Αναζήτησε τα γάντια της — τα λευκά γάντια της. Ήταν κάτω απ᾿ το τραπέζι. Μα δεν πρέπει να φύγει! Δεν μπορούσε η δεσποινίς Κίλμαν να την αφήσει να φύγει! αυτήν την κοπέλα που ήταν τόσο όμορφη, αυτό το κορίτσι που το αγαπούσε αληθινά! Το τεράστιο χέρι της άνοιξε κι έκλεισε πάνω στο τραπέζι.
Ίσως είναι λίγο βαρετά, σκέφτηκε η Ελίζαμπεθ. Πραγματικά ήθελε να φύγει.
«Μα» είπε η δεσποινίς Κίλμαν, εγώ δεν τελείωσα ακόμη».
Φυσικά, τότε, η Ελίζαμπεθ θα περιμένει. Μόνο που ήταν λίγο πνιγηρά εκεί μέσα.
«Θα πας στη δεξίωση απόψε;» είπε η δεσποινίς Κίλμαν. Η Ελίζαμπεθ είπε ότι φαντάζεται πως θα πάει· η μητέρα της τη θέλει εκεί. Δεν πρέπει ν᾿ αφήνει τις δεξιώσεις να την απορροφούν, είπε η δεσποινίς Κίλμαν, πιάνοντας τα πέντε εκατοστά που απέμεναν από ένα εκλέρ σοκολάτα.
Δεν τής αρέσουν πολύ οι δεξιώσεις, είπε η Ελίζαμπεθ. Η δεσποινίς Κίλμαν ένιωθε το είναι της έτοιμο να διαλυθεί. Ο πόνος ήταν τρομακτικός. Αχ, να μπορούσε να την αρπάξει, να την κρατήσει σφιχτά, να την έχει απόλυτα δική της για πάντα, και μετά ας πέθαινε· μόνο αυτό ήθελε. Ωστόσο να κάθεται εκεί, ανίκανη να σκεφτεί κάτι να πει· να βλέπει την Ελίζαμπεθ να στρέφεται εναντίον της· να νιώθει ότι είναι απωθητική ακόμα και σ᾿ αυτήν — αυτό ήταν βαρύ· δεν μπορούσε να το αντέξει. Τα χοντρά δάχτυλα σφίχτηκαν.
Εγώ δεν πάω ποτέ σε δεξιώσεις» είπε η δεσποινίς Κίλμαν, μόνο και μόνο για να μην αφήσει την Ελίζαμπεθ να φύγει. «Δεν με καλούν στις δεξιώσεις τους» — και λέγοντάς το αυτό ήξερε, πως αυτή η εγωπάθεια ήταν η καταστροφή της· ο κύριος Γουίτακερ την είχε προειδοποιήσει· αλλά ήταν πάνω απ᾿ τις δυνάμεις της. Είχε υποφέρει τόσο φρικτά. «Γιατί να με προσκαλέσουν;» είπε. Είμαι συνηθισμένη, είμαι δυστυχισμένη». Ήξερε πως ήταν βλακεία της. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που περνούσαν —οι άνθρωποι με τα πακέτα που την περιφρονούσαν—, αυτοί την έκαναν να το πει. Ωστόσο, ήταν η Ντόρις Κίλμαν. Είχε το πτυχίο της. Ήταν μια γυναίκα που είχε βγει στον κόσμο. Οι γνώσεις της για τη σύγχρονη ιστορία, ήταν κάτι περισσότερο από σεβαστές.
«Δεν οικτίρω τον εαυτό μου» είπε. «Οικτίρω» — σκόπευε να πει «τη μητέρα σου», αλλά όχι, δεν μπορούσε να το πει αυτό, όχι στην Ελίζαμπεθ. «Οικτίρω άλλους ανθρώπους» είπε «περισσότερο».
Σαν πλάσμα μουγγό που το έχουν φέρει μέχρι την καγκελόπορτα για κάποιο σκοπό άγνωστο και στέκεται εκεί λαχταρώντας να καλπάσει μακριά, έτσι κι η Ελίζαμπεθ Νταλογουέι καθόταν σιωπηλή. Είχε σκοπό να πει κι άλλα η δεσποινίς Κίλμαν;
«Μην με ξεχάσεις» είπε η Ντόρις Κίλμαν· η φωνή της τρεμούλιασε. αμέσως, το μουγγό πλάσμα απομακρύνθηκε καλπάζοντας τρομοκρατημένο ως την άλλη άκρη του χωραφιού.
Το μεγάλο χέρι άνοιξε κι έκλεισε.
Η Ελίζαμπεθ έστρεψε το κεφάλι της. Ήρθε η σερβιτόρα. Πληρώνουμε στο ταμείο, είπε η Ελίζαμπεθ κι απομακρύνθηκε σφίγγοντας —έτσι ένιωσε η δεσποινίς Κίλμαν— τα σπλάχνα της, τεντώνοντάς τα καθώς διέσχιζε την αίθουσα κι έπειτα, με μια τελευταία στροφή και μια ευγενικά κλίση του κεφαλιού, έφυγε.
Είχε φύγει. Η δεσποινίς Κίλμαν καθόταν στο μαρμάρινο τραπεζάκι ανάμεσα στα εκλέρ, χτυπημένη μια, δυο, τρεις φορές απ᾿ τους κεραυνούς τής δοκιμασίας. Είχε φύγει. Η κυρία Νταλογουέι είχε θριαμβεύσει. Η Ελίζαμπεθ είχε φύγει. Είχε φύγει η ομορφιά, είχε φύγει η νιότη.
Είχε απομείνει εκεί. Σηκώθηκε, παραπατώντας πέρασε ανάμεσα στα τραπεζάκια, κλυδωνίστηκε ελαφρά, κάποιος ήρθε πίσω της και τής έφερε το μεσοφόρι της, έχασε το δρόμο της και βρέθηκε περικυκλωμένη από κιβώτια που είχαν προορισμό την Ινδία· είδε τον εαυτό της να τρεκλίζει έτσι, με το καπέλο της βαλμένο στραβά, κατακόκκινη, σ᾿ έναν ολόσωμο καθρέφτη, τελικά κατάφερε να βγει στο δρόμο.
ΕΔΩ
Ο Καθεδρικός του Γουέστμινστερ υψωνόταν μπροστά της — ο οίκος τού θεού. Ανάμεσα στην κίνηση υπήρχε ο οίκος τού θεού. Πεισματάρικα ξεκίνησε, κρατώντας το πακέτο της, για το άλλο άδυτο, το Αβαείο του Γουέστμινστερ, όπου κάθισε δίπλα σε όσους είχαν οδηγηθεί στο ίδιο καταφύγιο κι ένωσε τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό της· δίπλα στους ετερόκλητους πιστούς που τώρα δεν χαρακτηρίζονταν από την κοινωνική τους θέση, σχεδόν δεν χαρακτηρίζονταν απ᾿ το φύλο τους έτσι όπως είχαν ενωμένα τα χέρια τους μπροστά στο πρόσωπό τους· αλλά απ᾿ τη στιγμή που τα κατέβαζαν, αμέσως γίνονταν ευλαβικοί, Άγγλοι και Αγγλίδες τής μεσαίας τάξης, μερικοί μάλιστα επιζητούσαν να δουν τα κέρινα ομοιώματα.
Η δεσποινίς Κίλμαν κρατούσε τα χέρια της ενωμένα μπροστά στο πρόσωπό της. Τη μια στιγμή ήταν εγκαταλελειμμένη, την άλλη αποκτούσε συντροφιά. Νέοι πιστοί έρχονταν απ᾿ το δρόμο για να αντικαταστήσουν τούς επισκέπτες τού ναού, κι εξακολουθούσε, καθώς οι άνθρωποι χάζευαν γύρω τους κι έσερναν τα βήματά τους περνώντας μπροστά απ` το μνημείο τού Άγνωστου Στρατιώτη, εξακολουθούσε να καλύπτει τα μάτια της με τα δάχτυλά της και πάσχιζε μέσα σ᾿ αυτήν τη διπλή σκοτεινιά — το φως στο αβαείο ήταν άυλο— να υψωθεί πάνω από τις ματαιοδοξίες, τις επιθυμίες, τα υλικά αγαθά, να απαλλαγεί από την έχθρα και την αγάπη. Τα χέρια της έκαναν συσπάσεις. Έδειχνε να παλεύει. Για άλλους, ο θεός ήταν προσιτός και το μονοπάτι που οδηγούσε σ᾿ αυτόν ομαλό. Ο κύριος Φλέτσερ, συνταξιούχος τού Υπουργείου Οικονομικών, η κυρία Γκόραμ, χήρα ενός περίφημου ανθρώπου που είχε στεφθεί ιππότης. Τον πλησίαζαν με τρόπο απλό, κι όταν τελείωναν την προσευχή τους, έγερναν πίσω, απολάμβαναν τη μουσική (το όργανο αντηχούσε γλυκά) και βλέποντας τη δεσποινίδα Κίλμαν στη άλλη άκρη τής σειράς να προσεύχεται, να προσεύχεται αδιάκοπα κι ακόμη να βρίσκεται μόλις στο κατώφλι τού δικού τους κόσμου, τη συμπονούσαν αναγνωρίζοντας μια ψυχή φτιαγμένη από φύση άυλη· μια ψυχή, όχι μια γυναίκα.
Ωστόσο ο κύριος Φλέτσερ έπρεπε να φύγει. Ήταν αναγκασμένος να την προσπεράσει και, καθώς φρόντιζε πάντοτε το ντύσιμο του, τού ήταν αδύνατον να μην στενοχωρηθεί λιγάκι διαπιστώνοντας την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η φτωχή κυρία· τα μαλλιά της λυτά· το πακέτο της στο έδαφος. Δεν του έκανε αμέσως χώρο να περάσει. Αλλά έτσι όπως στεκόταν κοιτάζοντας γύρω του τα λευκά μάρμαρα, τα γκριζωπά τζάμια στα παράθυρα και τούς τόσους μαζεμένους θησαυρούς (ήταν εξαιρετικά υπερήφανος για το Αβαείο), ο όγκος της, η ευρωστία της κι η δύναμή της, καθώς καθόταν εκεί κουνώντας πότε πότε τα γόνατά της (τόσο δύσβατος ήταν ο δρόμος της προς τον θεό της, τόσο δυσβάσταχτες οι επιθυμίες της), τον εντυπωσίασαν (δεν μπορούσε να πάψει να τη σκέφτεται όλο το απόγευμα), όπως είχαν εντυπωσιάσει και την κυρία Νταλογουέι, τον αιδεσιμότατο Έντουαρντ Γουίτακερ και την Ελίζαμπεθ.
Η Ελίζαμπεθ περίμενε το λεωφορείο στην οδό Βικτόρια. Ήταν τόσο ωραία έξω. Σκέφτηκε πως ίσως δεν χρειαζόταν να γυρίσει ακόμη στο σπίτι. Ήταν τόσο όμορφα έξω στον αέρα. Θα ανέβαινε σ᾿ ένα λεωφορείο. Αλλά ήδη, ακόμα κι όσο στεκόταν εκεί ντυμένη με τα καλοραμμένο ρούχα της, είχε αρχίσει... Οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να τη συγκρίνουν με λεύκα με το ξημέρωμα, με υάκινθο, με ελαφάκι, με τρεχούμενο νερό, με κρίνο· κι αυτό τής βάραινε τη ζωή της, γιατί η ίδια προτιμούσε να την αφήνουν στην ησυχία της να κάνει ό,τι ήθελε στην εξοχή, αλλά εκείνοι τη σύγκριναν με κρίνο κι ήταν υποχρεωμένη να πηγαίνει σε δεξιώσεις και το Λονδίνο που ήταν τόσο καταθλιπτικό σε σύγκριση με την εξοχή, όπου ήταν μόνη με τον πατέρα της και τα σκυλιά.
Τα λεωφορεία έφταναν ορμητικά, σταματούσαν, έφευγαν —φανταχτερά καραβάνια, με γυαλιστερή κόκκινη και κίτρινη μπογιά. Σε ποιο ν᾿ ανέβει; Δεν είχε προτιμήσεις. Δεν βιαζόταν, φυσικά. Είχε την τάση να είναι παθητική. Τής έλειπε η έκφραση, αλλά τα μάτια της ήταν θαυμάσια, σχιστά, μάτια τής Ανατολής και, όπως έλεγε η μητέρα της, με τόσο όμορφους ώμους που είχε και τόσο ευθυτενής που ήταν, χαιρόσουν να την κοιτάς· και τώρα τελευταία, ιδίως το βράδυ, όταν έδειχνε να ενδιαφέρεται για κάτι —ποτέ δεν ενθουσιαζόταν— φαινόταν σχεδόν όμορφη, πολύ αρχοντική, πολύ γαλήνια. Τι να σκεφτόταν άραγε; Την ερωτεύονταν όλοι οι άντρες κι αυτή πραγματικά βαριόταν μέχρι θανάτου. Η μητέρα της το έβλεπε — είχαν αρχίσει οι φιλοφρονήσεις. Το γεγονός ότι δεν έδινε μεγάλη σημασία —στα ρούχα της, για παράδειγμα— μερικές φορές την ανησυχούσε την Κλαρίσα. Και τώρα αυτή η περίεργη φιλία με τη δεσποινίδα Κίλμαν. Μάλλον, σκέφτηκε η Κλαρίσα την ώρα που διάβαζε βαρόνο Μαρμπό, κατά τις τρεις το πρωί, επειδή δεν μπορούσε να κοιμηθεί, αυτό αποδεικνύει ότι είναι πονόψυχη.
Η δεσποινίς Κίλμαν ήταν τόσο δύσκολος άνθρωπος γιατί μιλούσε πάντα για τα βάσανά της. Είχε δίκιο; Αν το να βοηθάς τούς φτωχούς σήμαινε να συμμετέχεις σε επιτροπές και να αφιερώνεις τόσες ώρες απ᾿ τη ζωή σου κάθε μέρα, τότε ο πατέρας της το έκανε αυτό και με το παραπάνω (σχεδόν δεν τον έβλεπε στο Λονδίνο) — αν εννοούσε έτσι η δεσποινίς Κίλμαν τον καλό Χριστιανό· ήταν τόσο δύσκολο να ξέρει.
Τής άρεσαν άνθρωποι που ήταν άρρωστοι. Και κάθε επάγγελμα είναι ανοιχτό στις γυναίκες τής γενιάς σου, είπε η δεσποινίς Κίλμαν. Θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι γιατρός. θα μπορούσε να είναι γαιοκτήμονας.
Τα πόδια των ανθρώπων που ασχολούνταν με τις δουλειές τους, τα χέρια που έχτιζαν πέτρα πέτρα, τα μυαλά που ήταν μονίμως δοσμένα όχι σε κοινότοπες φλυαρίες (να συγκρίνουν γυναίκες με λεύκες — κάτι αρκετά συναρπαστικό βέβαια, πολύ ανόητο ωστόσο), αλλά σε σκέψεις για πλοία, επιχειρήσεις, νομικά ζητήματα, διοίκηση, όλα ήταν τόσο μεγαλοπρεπή (βρισκόταν μπροστά στα κτίρια των νομικών συλλόγων στο Τεμπλ), χαρούμενα (υπήρχε ποτάμι), ευλαβικά (να η Εκκλησία του Τεμπλ), που την έκαναν ν᾿ αποφασίσει, ό,τι κι αν έλεγε η μητέρα της, να γίνει γαιοκτήμονας ή γιατρός. Αλλά, βέβαια, ήταν αρκετά τεμπέλα.
Από πολλές απόψεις, όπως πίστευε η μητέρα της, ήταν εξαιρετικά ανώριμη, παιδί ακόμη, προσκολλημένη στις κούκλες της, στα παλιά της παντοφλάκια· ένα τέλειο μωρό· είχε κι αυτό τη γοητεία του. Αλλά, βέβαια, η οικογένεια των Νταλογουέι είχε παράδοση στις δημόσιες υπηρεσίες. Ηγουμένη, προϊσταμένη, διευθύντρια ήταν τα αξιώματα που κατείχαν στη δημοκρατική πολιτεία των γυναικών — καμιά τους δεν ήταν εξαιρετική, αλλά τα αξιώματα τα είχαν.
Ήταν πιο αργά απ᾿ ό,τι νόμιζε. Δεν θα άρεσε καθόλου στη μητέρα της να περιφέρεται έτσι μοναχή της. Ήρεμα, με άνεση, η Ελίζαμπεθ Νταλογουέι ανέβηκε στο λεωφορείο για το Γουέστμινστερ.
Πήγαιναν κι έρχονταν, έκαναν νεύματα και σινιάλα το φως κι η σκιά, βάφοντας πότε τον τοίχο γκρίζο, πότε τις μπανάνες έντονες κίτρινες, πότε τη Στραντ γκρίζα, πότε τα λεωφορεία έντονα κίτρινα — έτσι φαινόταν στον Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ που ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ τού σαλονιού· παρατηρούσε το άτονο χρυσαφί να λάμπει και να ξεθωριάζει στα τριαντάφυλλα στην ταπετσαρία, με την εκπληκτική αισθαντικότητα πλάσματος ζωντανού. Έξω τα δέντρα αργόσερναν τα φύλλα τους σαν δίχτυα στα βάθη τού ανέμου· ακουγόταν ήχος νερού στο δωμάτιο και μέσα απ᾿ τα κύματα έφταναν οι φωνές τών πουλιών που κελαηδούσαν. Κάθε δύναμη έριχνε τούς θησαυρούς της στο κεφάλι του και το χέρι του ακουμπούσε στην πλάτη τού καναπέ, έτσι όπως το είχε δει όταν κολυμπούσε, να επιπλέει στον αφρό των κυμάτων, ενώ πέρα μακριά στην ακτή άκουγε σκυλιά να γαβγίζουν. Δε φοβάσαι πια, λέει η καρδιά στο νου· δε φοβάσαι πια.
Η Ρέζια καθόταν στο τραπέζι και στριφογυρνούσε ένα καπέλο στα χέρια της παρατηρώντας τον· τον είδε να χαμογελά. Άρα ήταν χαρούμενος. Αλλά δεν το άντεχε, να τον βλέπει να χαμογελά. Δεν ήταν γάμος αυτό· δεν ήταν σύζυγος αυτός, τόσο παράξενος, πάντα να πετάγεται πάνω, να γελάει, να κάθεται αμίλητος με τις ώρες ή να την αρπάζει και να τής λέει να γράψει. Το συρτάρι τού τραπεζιού ήταν γεμάτο μ᾿ εκείνα τα γραπτά· για τον πόλεμο· για τον Σαίξπηρ· για μεγάλες ανακαλύψεις· πως δεν υπάρχει θάνατος. Τελευταία είχε αναστατωθεί ξαφνικά xωρiς λόγο (ο δόκτωρ Χολμς κι ο σερ Γουίλιαμ Μπράντσο είχαν πει ότι η αναστάτωση είναι ό,τι χειρότερο γι᾿ αυτόν), κουνούσε τα χέρια του και φώναζε ότι γνωρίζει την αλήθεια! Ότι γνωρίζει τα πάντα! Εκείνος ο άντρας, ο φίλος του που σκοτώθηκε ο Έβανς, ήρθε, είπε. Τραγουδούσε πίσω απ᾿ το παραβάν. Το σημείωσε έτσι ακριβώς όπως τής το είπε. Μερικά πράγματα ήταν πολύ ωραία· κάποια άλλα σκέτη ανοησία. Και πάντα σταματούσε στη μέση, άλλαζε γνώμη· ήθελε να προσθέσει κάτι· άκουγε κάτι καινούργιο· αφουγκραζόταν με το χέρι του σηκωμένο ψηλά. Αλλά εκείνη δεν άκουγε τίποτε.
Μια φορά βρήκαν την κοπέλα που καθάριζε την κάμαρά τους να διαβάζει ένα απ᾿ αυτά τα χαρτιά σκασμένη στα γέλια. Μεγάλο κρίμα. Έκανε τον Σέπτιμους ν᾿ αρχίσει να φωνάζει για τη σκληρότητα τών ανθρώπων — πώς κατακομματιάζουν ο ένας τον άλλο. Τούς νεκρούς, είπε, τούς κατακομματιάζουν. «Ο Χολμς μάς καταδιώκει» έλεγε συχνά και επινοούσε ιστορίες για το γιατρό· ο Χολμς τρώει πόριτζ· ο Χολμς διαβάζει Σαίξπηρ — αυτό τον έκανε να γελά δυνατά ή να εξοργίζεται, γιατί φαίνεται πως ο δόκτωρ Χολμς αντιπροσώπευε κάτι φρικτό για τον Σέπτιμους. Τον αποκαλούσε «ανθρώπινη φύση». Έπειτα, υπήρχαν κι εκείνες οι ψευδαισθήσεις. Είχε πνιγεί, έλεγε συχνά, και κείτονταν σ᾿ ένα βράχο με τους γλάρους να κρώζουν αποπάνω του. Κοιτούσε απ᾿ την άκρη τού καναπέ τη θάλασσα κάτω. Ή άκουγε μουσική. Στην πραγματικότητα ήταν μια λατέρνα ή ένας άνθρωπος που φώναζε στο δρόμο. «Υπέροχα» αναφωνούσε συχνά και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά του, κι αυτό ήταν το πιο φρικτό γι᾿ αυτήν, να βλέπει έναν άντρα σαν τον Σέπτιμους, που είχε πολεμήσει, που ήταν γενναίος, να κλαίει. Κι εκείνος ήταν διαρκώς ξαπλωμένος κι αφουγκραζόταν, ώσπου ξαφνικά φώναζε πως πέφτει, πέφτει τυλιγμένος στις φλόγες. Ουσιαστικά εκείνη έψαχνε να βρει τις φλόγες, τόσο έντονο ήταν. Μα δεν υπήρχε τίποτε. Ήταν μόνοι τους στο δωμάτιο. Όνειρο ήταν, τού έλεγε, κι έτσι τον ηρεμούσε τελικά, αλλά μερικές φορές τρόμαζε κι εκείνη. Αναστέναζε την ώρα που έραβε.
Ο αναστεναγμός της ήταν τρυφερός και θελκτικός, σαν βραδινός άνεμος γύρω απ᾿ το δάσος. Πότε άφηνε κάτω το ψαλίδι της, πότε γυρνούσε να πάρει κάτι απ᾿ το τραπέζι. Ένα ελαφρό ανάδεμα, μια μικρή πτυχή, ένα χτυπηματάκι δημιουργούσαν κάτι εκεί στο τραπέζι που καθόταν κι έραβε. Μέσα απ᾿ τις βλεφαρίδες του έβλεπε το θαμπό περίγραμμά της· το μικροκαμωμένο μελαχρινό κορμί της· το πρόσωπό της και τα χέρια της· τις κινήσεις της στο τραπέζι έτσι όπως έπιανε μια κουβαρίστρα ή έψαχνε την κλωστή της (είχε την τάση να χάνει πράγματα). Έφτιαχνε ένα καπέλο για την παντρεμένη κόρη τής κυρίας Φίλμερ, που την έλεγαν — είχε ξεχάσει πώς την έλεγαν.
«Πώς τη λένε την παντρεμένη κόρη της κυρίας Φίλμερ;» ρώτησε.
«Κυρία Πίτερς» είπε η Ρέζια. Φοβάται μήπως παραείναι μικρό, είπε κρατώντας το μπροστά της. Η κυρία Πίτερς είναι μεγαλόσωμη γυναίκα· αλλά δεν τής αρέσει. Μόνο και μόνο επειδή είναι τόσο καλή η κυρία Φίλμερ μαζί τους —«Μού έδωσε σταφύλια το πρωί» είπε— θέλει η Ρέζια να κάνει κάτι για να δείξει πως είναι ευγνώμονες. Μπήκε στο δωμάτιο τις προάλλες και βρήκε την κυρία Πίτερς, που νόμιζε ότι η Ρέζια ήταν έξω, να έχει βάλει το γραμμόφωνο.
«Αλήθεια;» ρώτησε εκείνος. Είχε βάλει το γραμμόφωνο; Ναι, τού το είχε πει τότε· ότι είχε βρει την κυρία Πίτερς, να έχει βάλει το γραμμόφωνο.
Αυτός άρχισε, πολύ προσεκτικά, ν᾿ ανοίγει τα μάτια του για να δει αν πράγματι υπήρχε γραμμόφωνο στο δωμάτιο. Τα αληθινά πράγματα — τα αληθινά πράγματα ήταν τόσο συγκλονιστικά. Πρέπει να είναι προσεκτικός. Δεν θα τρελαινόταν. Πρώτα κοίταξε τα περιοδικά μόδας στο κάτω ράφι, μετά το βλέμμα του έφτασε στο γραμμόφωνο με την πράσινη χοάνη. Τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο ακριβές. Κι έτσι, μαζεύοντας το κουράγιο του, κοίταξε τον μπουφέ· το πιάτο με τις μπανάνες· την γκραβούρα τής βασίλισσας Βικτορίας και τού βασιλικού συζύγου· το ράφι πάνω απ᾿ το τζάκι με το βάζο με τα τριαντάφυλλα. Τίποτε απ᾿ αυτά δεν κουνιόταν. Όλα ήταν ακίνητα· όλα ήταν αληθινά.
«Φαρμακόγλωσση γυναίκα» είπε η Ρέζια.
«Τι δουλειά κάνει ο κύριος Πίτερ;» ρώτησε ο Σέπτιμους.
«Α» είπε η Ρέζια, προσπαθώντας να θυμηθεί. Νομίζει πω η κυρία Φίλμερ είπε ότι είναι πλασιέ κάποιας εταιρείας. «Αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στο Χαλ» είπε.
«Αυτήν τη στιγμή!» είπε με την ιταλική προφορά της. Το είπε η ίδια. Ο Σέπτιμους κάλυψε τα μάτια του με τα χέρια του για να μπορεί ν᾿ αποκαλύπτει λεπτό λεπτό μικρό μέρος τού προσώπου της, πρώτα το πιγούνι, μετά τη μύτη, μετά το μέτωπο, μην τυχόν κι ήταν παραμορφωμένο ή είχε κάποιο φρικτό σημάδι. Μα όχι, να τη, απολύτως φυσιολογική, έραβε, με τα χείλη σουφρωμένα, τη στάση και τη μελαγχολική έκφραση που έχουν οι γυναίκες όταν ράβουν. Αλλά δεν είχε τίποτε φοβερό, διαβεβαίωσε τον εαυτό του, κοιτάζοντας δεύτερη, τρίτη φορά το πρόσωπό της, τα χέρια της· γιατί, τι τρομακτικό ή αηδιαστικό θα είχε έτσι όπως καθόταν στο φως κι έραβε; Η κυρία Πίτερς ήταν φαρμακόγλωσση. Ο κύριος Πίτερς στο Χαλ. Γιατί, λοιπόν, να οργίζεται και να προφητεύει; Γιατί να φεύγει μακριά βασανισμένος κι απόβλητος; Γιατί να υποχρεώνεται να τρέμει και να κλαίει δίπλα στα σύννεφα; Γιατί ν᾿ αναζητά αλήθειες και να μεταφέρει μηνύματα στον κόσμο, όταν η Ρέζια καθόταν και έμπηγε καρφίτσες στο μπροστινό μέρος τού φορέματός της κι ο κύριος Πίτερς ήταν στο Χαλ;
«Παραείναι μικρό για την κυρία Πίτερς» είπε ο Σέπτιμους.
Για πρώτη φορά ύστερα από μέρες μιλούσε όπως παλιά. Και βέβαια είναι μικρό — εξωφρενικά μικρό, είπε εκείνη. Αλλά το διάλεξε η ίδια η κυρία Πίτερς.
Τής το πήρε απ᾿ τα χέρια. Είπε ότι μοιάζει με καπέλο μαϊμούς λατερνατζή.
Πόσο την έκανε να χαρεί αυτό! Εβδομάδες είχαν να γελάσουν έτσι μαζί, να κάνουν πλάκα μόνοι τους, όπως κάνουν οι παντρεμένοι. Εννοούσε πως αν έμπαινε η κυρία Φίλμερ, ή η κυρία Πίτερς ή οποιοσδήποτε άλλος, δεν θα καταλάβαινε με τι γελούσαν.
«Ορίστε» είπε εκείνη, καρφώνοντας ένα τριαντάφυλλο στη μια πλευρά τού καπέλου. Πότε δεν είχε νιώσει τόσο χαρούμενη! Ποτέ στη ζωή της!
Μα αυτό είναι ακόμα πιο γελοίο, είπε ο Σέπτιμους. Η κακομοίρα η γυναίκα θα μοιάζει με γουρούνι σε πανηγύρι. (Ποτέ κανείς δεν την έκανε να γελάει όπως ο Σέπτιμους.)
Τι έχει στο καλαθάκι με τα ραφτικά της; Κορδέλες και φούντες, ψεύτικα λουλούδια. Η Ρέζια τα αναποδογύρισε πάνω στο τραπέζι. Αυτός άρχισε να συνδυάζει περίεργα χρώματα — μπορεί να μην έπιαναν τα χέρια του, δεν μπορούσε ούτε ένα πακέτο να φτιάξει, το μάτι του όμως ήταν καλό στους συνδυασμούς, μερικές φορές ήταν εξωφρενικοί βέβαια, αλλά άλλες φορές εξαιρετικά καλοί.
«Θα τής το κάνω υπέροχο το καπέλο της» μουρμούρισε, παίρνοντας κάτι αποδώ, κάτι αποκεί, με τη Ρέζια γονατισμένη δίπλα του, να κοιτάζει πάνω απ᾿ τον ώμο του. Το τελείωσε — το σχέδιό του δηλαδή· τώρα έπρεπε να το ράψει εκείνη. Αλλά πρέπει να είναι πολύ, μα πολύ προσεκτική, τής είπε, για να μείνει έτσι όπως το έφτιαξε εκείνος.
Εκείνη άρχισε να ράβει. Όταν έραβε, σκέφτηκε εκείνος, έκανε έναν ήχο σαν τσαγιερό στη φωτιά, μουρμούριζε, βιαζόταν, τα μυτερά δαχτυλάκια της ζούλαγαν, έμπηγαν· η βελόνα της περνούσε ευθεία σαν αστραπή. Ο ήλιος μπορεί να έμπαινε και να έβγαινε, να έπεφτε στις φούντες, στην ταπετσαρία, αλλά αυτός θα περίμενε, σκέφτηκε, απλώνοντας τα πόδια του και κοιτάζοντας τη σπείρα στην κάλτσα του, στην άκρη τού καναπέ· Θα περίμενε στη ζεστή θεσούλα του, σ᾿ αυτήν τη νησίδα άπνοιας που συναντάς μερικές φορές βράδυ στην άκρα του δάσους, όταν εξαιτίας τής κλίσης τού εδάφους ή τής θέσης τών δέντρων (πάνω απ᾿ όλα πρέπει να τα εξηγούμε επιστημονικά) εγκλωβίζεται η θερμότητα κι ο αέρας χτυπά αλύπητα το μάγουλο σαν φτερούγα πουλιού.
«Να το» είπε η Ρέζια στριφογυρίζοντας το καπέλο τής κυρίας Πίτερς στις άκρες τών δαχτύλων της. Εντάξει είναι προς το παρόν. Αργότερα...» η πρότασή της κυλούσε σταγόνα σταγόνα, σαν χαρούμενη βρύση που έμεινε ανοιχτή.
Ήταν υπέροχο. Ποτέ δεν είχε φτιάξει κάτι που να τον κάνει να νιώθει τόσο υπερήφανος. Ήταν τόσο πραγματικό, τόσο σημαντικό το καπέλο τής κυρίας Πίτερς.
«Μα κοίτα το» είπε εκείνος.
Ναι, Πάντα θα ένιωθε χαρούμενη, όταν θα κοιτούσε αυτό το καπέλο. Τότε είχε ξαναβρεί τον εαυτό του ο Σέπτιμους, τότε είχε γελάσει. Ήταν μαζί, οι δυο τους. θα της άρεσε πάντα αυτό το καπέλο.
Τής είπε να το δοκιμάσει.
«Μα Θα έχω τόσο παράξενη όψη!» αναφώνησε εκείνη και πήγε στον καθρέφτη για να κοιτάξει πότε τη μια πλευρά, πότε την άλλη. Κι έπειτα το έβγαλε απότομα γιατί ακούστηκε ελαφρό χτύπημα στην πόρτα. Μπορεί να ήταν ο σερ Γουίλιαμ Μπράντσο; Είχε ήδη στείλει ανθρώπους να τον πάρουν;
Όχι! ήταν μόνο η μικρή με την απογευματινή εφημερίδα.
Ακολούθησε ό,τι γινόταν πάντα — ό,τι γινόταν κάθε βράδυ στην κοινή τους ζωή. Η μικρή στάθηκε στο κατώφλι βυζαίνοντας το δάχτυλό της· η Ρέζια γονάτισε· γονάτισε και τη φίλησε· έβγαλε ένα σακουλάκι με καραμέλες απ᾿ το συρτάρι τού τραπεζιού. Έτσι γινόταν πάντα. Βήμα βήμα, πρώτα η μια κίνηση, μετά η άλλη. Έτσι προχωρούσε η Ρέζια, πρώτα το ένα πράγμα, μετά το άλλο. Άρχισαν να χορεύουν, να χοροπηδάνε γύρω γύρω στο δωμάτιο. Ο Σέπτιμους πήρε την εφημερίδα. Η ομάδα τοὐ Σάρεϊ αποκλείστηκε, διάβασε. Έχει κύμα καύσωνα. Η Ρέζια επανέλαβε: Η ομάδα τού Σάρεϊ αποκλείστηκε. Έχει κύμα καύσωνα, κάνοντας τις φράσεις μέρος του παιχνιδιού που έπαιζε με την εγγονή τής κυρίας Φίλμερ· μέσα στο παιχνίδι τους γελούσαν και φλυαρούσαν ακατάσχετα ταυτοχρόνως. Ήταν πολύ κουρασμένος. Ήταν πολύ χαρούμενος. Θα έπεφτε για ύπνο. Έκλεισε τα μάτια του. Αμέσως έπαψε να βλέπει, οι ήχοι απ᾿ το παιχνίδι γίνονταν όλο και πιο αχνοί, έμοιαζαν με κραυγές ανθρώπων που ζητούσε και δεν έβρισκε, κι όλο και ξεμάκραιναν. Τον είχαν χάσει!
Πετάχτηκε τρομοκρατημένος. Τι έβλεπε; Το πιάτο με τις μπανάνες στον μπουφέ. Δεν ήταν κανένας στο δωμάτιο (η Ρέζια είχε πάει τη μικρή στη μητέρα της· ώρα για ύπνο). Αυτό ήταν: είχε μείνει μόνος του για πάντα. Αυτή η καταδίκη τού είχε απαγγελθεί στο Μιλάνο όταν μπήκε στο δωμάτιο και τις είδε να κόβουν σχήματα στο κανναβάτσο με τα ψαλίδια τους· να είναι μόνος του για πάντα.
Ήταν μόνος του με τον μπουφέ και τις μπανάνες. Ήταν μόνος του, εκτεθειμένος σ᾿ αυτό το ερημικό παγωμένο ύψωμα, με το σώμα του ξαπλωμένο φαρδύ πλατύ — αλλά όχι στην κορυφή ενός λόφου· όχι σε γκρεμό· στον καναπέ τής κυρίας Φίλμερ. Πού ήταν τα οράματα, τα πρόσωπα, οι φωνές τών νεκρών; Υπήρχε ένα παραβάν μπροστά του με σκουρόχρωμα βούρλα και γαλάζιους γλάρους. Εκεί που κάποτε έβλεπε γλάρους, εκεί που έβλεπε πρόσωπα, εκεί που έβλεπε ομορφιά, υπήρχε ένα παραβάν.
Έβανς!» φώναξε. Δεν πήρε απάντηση. Ακούστηκε φωνίτσα ποντικού ή θρόισμα κουρτίνας. Εκείνες ήταν οι φωνές τών νεκρών. Το παραβάν, το δοχείο με το κάρβουνο, ο μπουφές, αυτά τού είχαν απομείνει. Να κάθεται, λοιπόν, να κοιτάζει το παραβάν, το δοχείο με το κάρβουνο και τον μπουφέ... αλλά η Ρέζια μπήκε στο δωμάτιο φλυαρώντας.
Έφτασε κάποιο γράμμα. Τα σχέδια όλων άλλαξαν. Η κυρία Φίλμερ δεν θα μπορέσει να πάει τελικά στο Μπράιτον. Δεν υπάρχει χρόνος να ειδοποιήσει την κυρία Γουίλιαμς και πραγματικά η Ρέζια το θεώρησε εξαιρετικά ενοχλητικό, όταν είδε το καπέλο και σκέφτηκε πως... ίσως... θα μπορούσε να κάνει μια μικρή... Η φωνή της έσβησε σιγά σιγά σαν ικανοποιημένη μελωδία.
«Διάολε!» φώναξε (οι βρισιές της ήταν το αστείο τους)· είχε σπάσει η βελόνα. Καπέλο, παιδί, Μπράιτον, βελόνα. Τα έλεγε το ένα μετά το άλλο· πρώτα το ένα, μετά το άλλο, τα έλεγε ράβοντας.
Τού ζήτησε να της πει αν αλλάζοντας θέση στο τριαντάφυλλο είχε ομορφύνει το καπέλο. Καθόταν στην άκρη τού καναπέ.
Είναι εξαιρετικά ευτυχισμένοι τώρα, είπε ξαφνικά, αφήνοντας κάτω το καπέλο. Γιατί τώρα μπορεί να τού πει οτιδήποτε. Ό,τι τής έρθει στο κεφάλι. Αυτό ήταν το πρώτο πρώτο πράγμα που ένιωσε γι᾿ αυτόν εκείνη τη νύχτα στην καφετέρια, όταν μπήκε με τούς άγγλους φίλους του. Μπήκε ντροπαλά, κοίταξε γύρω του, το καπέλο του έπεσε κάτω όταν το κρέμασε. Αυτά τα θυμόταν η Ρέζια. Ήξερε πως ήταν Άγγλος, αλλά όχι απ᾿ αυτούς τούς μεγαλόσωμους Άγγλους που θαύμαζε η αδερφή της, αυτός ήταν πάντα λεπτός· τα μάγουλά του είχαν όμορφο ροδαλό χρώμα και με τη μεγάλη μύτη του, τα φωτεινά μάτια του, έτσι όπως καθόταν λίγο καμπουριαστός τής θύμισε, όπως τού έλεγε συχνά, νεαρό γεράκι, εκείνο το πρώτο βράδυ που τον είδε, όταν έπαιζαν ντόμινο, και μπήκε εκείνος — νεαρό γεράκι· αλλά μαζί της είναι πάντα αβρός. Δεν τον έχει δει ποτέ εξαγριωμένο ή πιωμένο, μόνο να υποφέρει εξαιτίας αυτού τού φρικτού πολέμου, αλλά ακόμα και τότε, όταν μπαίνει μέσα αυτή, τα ξεχνά όλα. Οτιδήποτε έχει, οτιδήποτε στον κόσμο, την παραμικρή ενόχληση με τη δουλειά της, ό,τι τής έρχεται στο νου τού το λέει, κι εκείνος καταλαβαίνει αμέσως. Ακόμα κι η ίδια η οικογένειά της δεν είναι έτσι. Καθώς είναι μεγαλύτερός της κι εξυπνότερος —πόσο σοβαρός είναι, θέλει να διαβάσει εκείνη Σαίξπηρ, προτού καλά καλά μπορέσει να διαβάσει ένα παιδικό παραμύθι στα αγγλικά!— τόσο πια έμπειρος, μπορεί να την βοηθάει. Κι εκείνη μπορεί να τον βοηθάει.
Αλλά αυτό το καπέλο τώρα. Κι αυτός ο σερ Γουίλιαμ Μπράντσο (είχε περάσει η ώρα).
Με το κεφάλι μέσα στα χέρια της περίμενε να της πει αν του άρεσε το καπέλο και όπως καθόταν εκεί, περιμένοντας, κοιτάζοντας κάτω, ο Σέπτιμους μπορούσε να αισθανθεί το μυαλό της, πουλί που έπεφτε από κλαρί σε κλαρί και προσγειωνόταν πάντα σωστά· μπορούσε να το παρακολουθήσει το μυαλό της, έτσι όπως καθόταν εκεί σε μια από εκείνες τις χαλαρές στάσεις που έπαιρνε το σώμα της με τόση φυσικότητα, κι αν έλεγε κάτι αυτός, αμέσως χαμογελούσε εκείνη, σαν πουλί που κάθισε γαντζώνοντας τα νύχια του πάνω σε κλωνάρι.
Ο Σέπτιμους θυμήθηκε. Ο Μπράντσο είχε πει: «Οι άνθρωποι που αγαπάμε περισσότερο, δεν μας κάνουν καλό όταν είμαστε άρρωστοι». Ο Μπράντσο είχε πει ότι πρέπει να μάθει ν᾿ αναπαύεται. Ο Μπράντσο είχε πει ότι πρέπει να χωριστούν.
«Πρέπει», «πρέπει», γιατί «πρέπει»; Τι εξουσία είχε ο Μπράντσο πάνω του; «Τι δικαίωμα έχει ο Μπράντσο να μού λέει "πρέπει";» απαίτησε να μάθει.
Επειδή είπες ότι θα αυτοκτονήσεις» είπε η Ρέζια. (Ευτυχώς, τώρα μπορούσε να λέει τα πάντα στον Σέπτιμους.)
Ώστε βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους! Ο Χολμς κι ο Μπράντσο τον καταδίωκαν! Το κτήνος με τα κοκκινωπά ρουθούνια οσφραινόταν κάθε κρυφό σημείο! Μπορούσε να λέει «πρέπει»! Πού είναι τα χαρτιά του; τα πράγματα που έχει γράψει;
Τού έφερε τα χαρτιά του, τα πράγματα που είχε γράψει, τα πράγματα που είχε γράψει εκείνη γι᾿ αυτόν. Τα σώριασε πάνω στον καναπέ. Τα είδαν μαζί. Σχεδιαγράμματα, σχέδια, ανθρωπάκια και τών δύο φύλων που κράδαιναν μπαστούνια για όπλα, με φτερά — φτερά δεν ήταν αυτά;— στην πλάτη· κύκλοι σχηματισμένοι γύρω από σελίνια κι εξάπενα — ήλιοι κι αστέρια ελικοειδή βάραθρα με ορειβάτες που ανέβαιναν δεμένοι μαζί σαν μαχαίρια και πιρούνια· κομμάτια θάλασσας με προσωπάκια που γελώντας ξεπρόβαλλαν από κάτι που έμοιαζε με κύματα: ο χάρτης τού κόσμου. Καψ᾿ τα! ούρλιαξε. Να τα, τα γραπτά του· πώς τραγουδούν οι νεκροί πίσω από ροδόδεντρα· ωδές στον Χρόνο· συνομιλίες με τον Σαίξπηρ· ο Έβανς, ο Έβανς, ο Έβανς — τα μηνύματά του απ᾿ το βασίλειο των νεκρών· μην κόβετε τα δέντρα· ενημερώστε τον Πρωθυπουργό. Αγάπη στον κόσμο: το μήνυμα τού κόσμου. Καψ᾿ τα! ούρλιαξε.
Αλλά η Ρέζια έβαλε τα χέρια της πάνω τους. Μερικά ήταν πολύ όμορφα, σκέφτηκε. θα τα έδενε (επειδή δεν είχε φάκελο) μ᾿ ένα κομμάτι μεταξωτή κλωστή.
Ακόμα κι αν τον πάρουν, είπε εκείνη, θα πάει μαζί του. Δεν μπορούν να τούς χωρίσουν παρά τη θέλησή τους, είπε.
Η Ρέζια τακτοποίησε τα χαρτιά στρώνοντας τις άκρες τους κι έδεσε το πακετάκι σχεδόν χωρίς να κοιτάζει, καθισμένη κοντά του, δίπλα του, σκέφτηκε εκείνος, κι έλεγες πως είχαν ανοίξει όλα τα πέταλά της. Ήταν ένα ανθισμένο δέντρο· και ανάμεσα απ᾿ τα κλαριά της κοιτούσε το πρόσωπο τού νομοθέτη, που είχε φτάσει σ᾿ ένα άσυλο, όπου εκείνη δεν φοβόταν κανέναν· ούτε τον Χολμς· ούτε τον Μπράντσο· θαύμα, θρίαμβος υπέρτατης, ύψιστης μορφής. Την είδε ν᾿ ανεβαίνει παραπαίοντας τη φρικτή σκάλα, φορτωμένη με το βάρος τού Χολμς και του Μπράντσο, τών ανθρώπων που δεν ζύγιζαν ποτέ λιγότερο από εβδομήντα τρία κιλά, που έστελναν τις γυναίκες τους στα ανάκτορα, που έβγαζαν δέκα χιλιάδες λίρες το χρόνο και μιλούσαν για την αίσθηση τού μέτρου· που διατύπωσαν διαφορετική ετυμηγορία (ο Χολμς είπε το ένα, ο Μπράντσο το άλλο), αλλά ήταν κι οι δυο δικαστές· που μπέρδευαν το όραμα με τον μπουφέ· που δεν έβλεπαν τίποτε καθαρά, ωστόσο δέσποζαν και επέβαλλαν. Πάνω σ᾿ αυτούς είχε θριαμβεύσει η Ρέζια.
«Ορίστε» είπε. Τα χαρτιά ήταν δεμένα. Κανείς δεν θα τα έπαιρνε. θα τα έκρυβε εκείνη.
Είπε πως τίποτε δεν πρέπει να τούς χωρίσει. Κάθισε δίπλα του και τον αποκάλεσε με το όνομα εκείνου τού γερακιού ή τής κουρούνας, τού πουλιού που με την κακία του και τις καταστροφές που προξενούσε στις σοδειές, τού έμοιαζε απόλυτα. Κανείς δεν μπορεί να τούς χωρίσει, είπε.
Έπειτα σηκώθηκε να πάει στην κρεβατοκάμαρα να μαζέψει τα πράγματά τους, αλλά μόλις άκουσε φωνές αποκάτω και σκέφτηκε ότι ίσως είχε έρθει ο δόκτωρ Χολμς, έτρεξε να τον εμποδίσει ν᾿ ανέβει.
Ο Σέπτιμους την άκουγε να μιλάει με τον Χολμς στη σκάλα.
«Αγαπητή μου κυρία, ήρθα ως φίλος» έλεγε ο Χολμς.
Έφερνε την εικόνα της στο νου του, μια κοτούλα με τις φτερούγες ανοιγμένες να τον εμποδίζει να περάσει. Αλλά ο Χολμς επέμενε.
«Καλή μου κυρία, επιτρέψτε μου» είπε ο Χολμς, παραμερίζοντάς την. (Ήταν πολύ γεροδεμένος.)
Ο Χολμς ανέβαινε. Θα άνοιγε διάπλατα την πόρτα. θα έλεγε: Έχουμε μελαγχολία, έτσι δεν είναι;». θα τον έπαιρνε. Όχι· όχι, ούτε ο Χολμς θα τον έπαιρνε ούτε ο Μπράντσο. Σηκώθηκε με βήμα ασταθές, περισσότερο πηδούσε απ᾿ το ένα πόδι στο άλλο, κι εξέτασε το ωραιότατο καθαρό μαχαίρι τού ψωμιού τής κυρίας Φίλμερ που είχε τη λέξη «Ψωμί» χαραγμένη στο λαβή του. Α, δεν είναι σωστό να το λερώσεις. Το γκάζι; Πολύ αργά πια. Ο Χολμς πλησίαζε. Μπορεί να είχε ξυραφάκια, αλλά τα είχε μαζέψει η Ρέζια, όπως έκανε πάντα. Απέμενε μόνο το παράθυρο, το μεγάλο παράθυρο τού μικρού επιπλωμένου διαμερίσματος που νοίκιαζαν στο Μπλούμσμπερι· τι κουραστικό, προβληματικό, πόσο μελοδραματικό ν᾿ ανοίξει το παράθυρο και να πέσει κάτω. Έτσι αντιλαμβάνονταν οι άλλοι την τραγωδία, όχι ο ίδιος και η Ρέζια (γιατί η Ρέζια ήταν με το μέρος του). Στον Χολμς και στον Μπράντσο άρεσαν αυτά τα πράγματα. (Κάθισε στο περβάζι.) Όμως, θα περίμενε ως την τελευταία στιγμή. Δεν ήθελε να πεθάνει. Η ζωή ήταν ωραία. Ο ήλιος έκαιγε. Μόνο που οι άνθρωποι — μα τι ήθελαν; ; Ένας ηλικιωμένος που κατέβαινε τη σκάλα απέναντι σταμάτησε και τον κοίταξε. Ο Χολμς είχε φτάσει στην πόρτα. «Εγώ σας τη χαρίζω!» φώναξε και ρίχτηκε δυναμικά, ορμητικά, στο κιγκλίδωμα τής κυρίας Φίλμερ.
«Τον δειλό!» φώναξε ο δόκτωρ Χολμς ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα. Η Ρέζια έτρεξε μέχρι το παράθυρο· είδε· κατάλαβε. Ο δόκτωρ Χολμς και η κυρία Φίλμερ έπεσαν ο ένας επάνω στον άλλον. Η κυρία Φίλμερ ανέμισε την ποδιά της και την ανάγκασε να στρέψει το βλέμμα της αλλού. Ανεβοκατεβάσματα στη σκάλα. Ο δόκτωρ Χολμς μπήκε στο δωμάτιο — άσπρος σαν χαρτί, έτρεμε σύγκορμος, κρατούσε ένα ποτήρι νερό. Πρέπει να φανεί γενναία και να πιει κάτι, είπε (Τι ήταν; Κάτι γλυκό), γιατί ο σύζυγός της είναι φρικτά παραμορφωμένος, δεν θα συνέλθει, δεν πρέπει να τον δει, πρέπει όσο γίνεται να την απαλλάξουν από διάφορα πράγματα, θα πρέπει να υποστεί την ανάκριση, η κακομοίρα. Ποιος θα μπορούσε να το προβλέψει; Μια ξαφνική παρόρμηση, κανείς δεν είναι υπαίτιος στο παραμικρό (είπε στην κυρία Φίλμερ). Και τι στο διάολο τού ήρθε και το έκανε, ο δόκτωρ Χολμς δεν μπορούσε να καταλάβει.
Καθώς έπινε αυτό το γλυκό πράγμα ένιωθε σαν να άνοιγε μπαλκονόπορτες, σαν να έβγαινε σε κάποιον κήπο. Αλλά πού; Το ρολόι χτυπούσε — μία, δύο, τρεις: πόσο συνετό ήταν το χτύπημά του· σε σύγκριση με όλα αυτά τα χτυπήματα και τούς ψιθύρους· σαν τον ίδιο τον Σέπτιμους. Την έπαιρνε ο ύπνος. Αλλά το ρολόι συνέχισε να χτυπάει, τέσσερις, πέντε, έξι, κι η κυρία Φίλμερ που ανέμιζε την ποδιά της (δεν θα έφερναν μέσα το πτώμα, έτσι δεν είναι;) έμοιαζε να ᾿ναι κομμάτι αυτού τού κήπου· ή σημαία. Κάποτε είχε δει σημαία να κυματίζει στον ιστό της, όταν έμεινε με τη θεία της στη Βενετία. Έτσι αποχαιρετούσαν τούς άνδρες που έπεφταν στη μάχη κι ο Σέπτιμους είχε βιώσει οδυνηρά τον Πόλεμο. Οι περισσότερες αναμνήσεις της ήταν ευχάριστες.
Έβαλε το καπέλο της κι άρχισε να τρέχει μέσα σε χωράφια με καλαμπόκια —πού μπορεί να ήταν αυτό;—, ανέβηκε κάποιο λόφο, κάπου κοντά στη θάλασσα, γιατί υπήρχαν πλοία, γλάροι, πεταλούδες κάθισαν σ᾿ έναν γκρεμό. Στο Λονδίνο, επίσης, εκεί κάθονταν και, σαν σε όνειρο, έφταναν μέσα από την πόρτα τής κρεβατοκάμαρας οι σταγόνες τής βροχής, ψίθυροι, αργοσάλεμα ανάμεσα στο ξερό καλαμπόκι, το χάδι τής θάλασσας, που τής φαινόταν ότι τούς έκλεινε μέσα στο θολωτό της κέλυφος και τής μουρμούριζε έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στην αμμουδιά, σκόρπισμένη, έτσι ένιωθε, σαν τα λουλούδια που πετάνε πάνω σε έναν τάφο.
«Πέθανε» είπε, χαμογελώντας στην κακομοίρα τη γριά που την πρόσεχε με τα άδολα γαλάζια μάτια της καρφωμένα στην πόρτα. (Δεν θα τον φέρουν εδώ μέσα, έτσι δεν είναι;) Η κυρία Φίλμερ αγανάκτησε. Όχι βέβαια! Τον μετέφεραν αλλού. Δεν πρέπει να τής πουν πού; Οι παντρεμένοι πρέπει να είναι μαζί, σκέφτηκε η κυρία Φίλμερ. Αλλά έπρεπε να κάνουν ό,τι είπε ο γιατρός.
«Αφήστε τη να κοιμηθεί» είπε ο δόκτωρ Χολμς, πιάνοντας το σφυγμό της. Η Ρέζια είδε το μεγάλο περίγραμμα του σώματός του να διαγράφεται σκοτεινό μπροστά στο παράθυρο. Αυτός, λοιπόν, ήταν ο δόκτωρ Χολμς.
Ένα επίτευγμα τού πολιτισμού, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς. Ένα επίτευγμα τού πολιτισμού, ενώ ηχούσε η φωτισμένη διαπεραστική σειρήνα του ασθενοφόρου. Γεμάτο ανθρωπιά το ασθενοφόρο παρέλαβε αμέσως κάποιον κακόμοιρο και γοργά, ομαλά, κατευθύνθηκε με ταχύτητα προς το νοσοκομείο· κάποιον χτυπημένο στο κεφάλι, διαλυμένο απ᾿ την αρρώστια, τραυματισμένο από αυτοκίνητο πριν από ένα ή δύο λεπτά σε μια διασταύρωση, κάτι που μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε. Αυτό σημαίνει πολιτισμός. Αυτό τον εντυπωσίασε μετά την επιστροφή του από την Ανατολή — η αποτελεσματικότητα, η οργάνωση, το πνεύμα αλληλεγγύης τού Λονδίνου. Κάθε κάρο, κάθε άμαξα παραμέριζε εκούσια για ν᾿ αφήσει το ασθενοφόρο να περάσει. Μπορεί να έκρυβε κάτι νοσηρό· ή μήπως δεν ήταν συγκινητικός ο σεβασμός που έδειχναν σ᾿ αυτό το ασθενοφόρο με το θύμα μέσα του — οι φορτωμένοι έγνοιες άντρες που πήγαιναν βιαστικοί στα σπίτια τους, κι αυτό, για μια στιγμή, όπως περνούσε, τούς θύμισε τη γυναίκα τους· ή, προφανώς, πως κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι οι ίδιοι εκεί μέσα, ξαπλωμένοι σ᾿ έναν πάγκο με το γιατρό και τη νοσοκόμα... Μα οι σκέψεις αυτές είναι νοσηρές, συναισθηματικές, αμέσως αρχίζεις να φέρνεις στο νου σου γιατρούς, πτώματα. Παρ᾿ όλα αυτά, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, καθώς το ασθενοφόρο έστριβε στη γωνία κι όσο η φωτισμένη διαπεραστική σειρήνα του ακουγόταν στον επόμενο δρόμο κι ακόμα πιο μακριά, είναι προνόμια τής μοναξιάς· όταν είσαι μόνος σου κάνεις ό,τι θέλεις. Μπορεί να κλάψεις αν δεν σε βλέπει κανείς. Ήταν η καταστροφή του —αυτή η υπερευαισθησία —στην αγγλική κοινωνία τής Ινδίας· να μην κλαίει ή να μην γελάει τη στιγμή που έπρεπε. Το κουβαλάω μέσα μου, σκέφτηκε καθώς στεκόταν δίπλα στο γραμματοκιβώτιο, έτοιμος να αναλυθεί σε δάκρυα. Ένας θεός ξέρει γιατί. Πιθανόν κάτι όμορφο, μαζί με το βάρος τής ημέρας, που, έχοντας ξεκινήσει μ᾿ εκείνη την επίσκεψη στην Κλαρίσα, τον είχε εξαντλήσει με τη ζέστη της, την έντασή της, τις εντυπώσεις που σταγόνα σταγόνα γλιστρούσαν στο κελάρι κι εκεί έμεναν βαθιές, σκοτεινές, ποτέ δεν θα τις μάθαινε κανείς. Κατά ένα μέρος γι᾿ αυτόν το λόγο, την πλήρη και απαραβίαστη μυστικότητα, θεωρούσε τη ζωή όμοια με κήπο ανεξερεύνητο, γεμάτο στροφές και γωνίες· ναι· πραγματικά, σού έκοβαν την ανάσα, τέτοιες στιγμές· μια απ᾿ αυτές τις στιγμές τον είχε κυριεύσει, δίπλα στο γραμματοκιβώτιο απέναντι απ᾿ το Βρετανικό Μουσείο, μια στιγμή που όλα συνδυάστηκαν· αυτό το ασθενοφόρο· η ζωή και ο θάνατος. Τόση ήταν η ορμή τών συναισθημάτων του, που ένιωθε να τον ρουφά μια πανύψηλη στέγη κι ο υπόλοιπος εαυτός του απέμενε γυμνωμένος, σαν λευκή αμμουδιά σπαρμένη με κοχύλια. Ήταν η καταστροφή του στην αγγλική κοινωνία τής Ινδίας — αυτή η υπερευαισθησία.
Μια φορά η Κλαρίσα, στο πάνω μέρος ενός λεωφορείου, κάπου πήγαινε μαζί του, η Κλαρίσα, που, επιφανειακά τουλάχιστον τόσο εύκολα ένιωθε συγκίνηση, πότε ήταν σε απόγνωση, πότε πολύ κεφάτη, ενθουσιαζόταν εκείνη την εποχή κι ήταν τόσο καλή παρέα, εντόπιζε περίεργα μικροπεριστατικά, ονόματα, ανθρώπους, απ᾿ την κορυφή ενός λεωφορείου, γιατί είχαν τη συνήθεια να εξερευνούν το Λονδίνο και να γυρνούν με σακούλες γεμάτες θησαυρούς απ᾿ την Αγορά Καλιντόνιαν, εκείνη την εποχή η Κλαρίσα είχε μια θεωρία — είχαν χιλιάδες θεωρίες, μονίμως είχαν θεωρίες, όπως κάνουν οι νέοι. Για να εξηγηθεί η αίσθηση δυσαρέσκειας που είχαν· που δεν ήξεραν τούς ανθρώπους· που δεν τούς ήξεραν οι άλλοι. Γιατί πώς μπορούσαν να μάθουν ο ένας τον άλλο; Μπορεί να έβλεπες έναν άνθρωπο καθημερινά· μετά δεν τον έβλεπες επί ένα εξάμηνο ή και χρόνια. Είναι απογοητευτικό, συμφώνησαν κι οι δύο, το πόσο λίγο ξέρεις τούς ανθρώπους. Αλλά εκείνη είπε, καθισμένη στο λεωφορείο που ανέβαινε τη λεωφόρο Σάφτσμπερι, ότι νιώθει τον εαυτό της παντού· όχι «εδώ, εδώ, εδώ»· χτύπησε την πλάτη τού καθίσματος· αλλά παντού. Κούνησε το χέρι της πέρα δώθε, ενώ ανέβαιναν τη λεωφόρο Σάφτσμπερι. Είναι όλα αυτά γύρω. Κι έτσι για να τη μάθεις εκείνη, ή για να μάθεις οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο, πρέπει να αναζητήσεις τούς ανθρώπους που τη συμπληρώνουν· ακόμα και τα μέρη. Ένιωθε έναν παράξενα σύνδεσμο με ανθρώπους που δεν είχε μιλήσει ποτέ, με κάποια γυναίκα στο δρόμο, έναν άντρα πίσω από ένα ταμείο — ακόμα και με τα δέντρα ή τούς αχυρώνες. Όλο αυτό κατέληγε σε μια υπερφυσική θεωρία που, με δεδομένο το φόβο της για το θάνατο, τής έδινε τη δυνατότητα να πιστεύει ή να λέει ότι πιστεύει (παρά το σκεπτικισμό της), πως αφού η παρουσία μας, το κομμάτι μας που παρουσιάζεται, διαρκεί τόσο λίγο σε σχέση με το άλλο, το αθέατο κομμάτι τού εαυτού μας, που εκτείνεται πολύ, το αθέατο μπορεί να επιβιώνει, ίσως να ζωντανεύει με κάποιον τρόπο προσκολλημένο στον έναν ή στον άλλον ή ακόμα και να στοιχειώνει συγκεκριμένα μέρη, μετά το θάνατο... ίσως — ίσως.
Τώρα που αναλογιζόταν τη μακρά φιλία τών σχεδόν τριάντα ετών με την Κλαρίσα, όσο σύντομες, αποσπασματικές, συχνά οδυνηρές και να ήταν οι συναντήσεις τους, με τις απουσίες του και τις παρεμβολές (το πρωί, για παράδειγμα, μπήκε η Ελίζαμπεθ, σαν μακρυπόδαρο πουλάρι, άμορφη, άλαλη, τη στιγμή που αυτός άρχιζε να μιλά στην Κλαρίσα), είχαν ανυπολόγιστη επίδραση στη ζωή του. Υπήρχε κάποιο μυστήριο. Έπαιρνες στα χέρια σου έναν σπόρο — την ίδια τη συνάντηση· άλλοτε εξαιρετικά οδυνηρή κι άλλοτε όχι· αλλά σε κάποια περίοδο απουσίας, στα πιο απίθανα μέρη, λουλούδιαζε, άνοιγε, σκορπούσε το άρωμά του, σε άφηνε ν᾿ αγγίξεις, να γευτείς, να κοιτάξεις γύρω σου, να τον νιώθεις και να τον κατανοείς, ύστερα από χρόνια που έμεινε θαμμένος. Έτσι ερχόταν στο νου του, η Κλαρίσα· στο πλοίο· στα Ιμαλάια· κρυβόταν ακόμα και στα πιο παράξενα πράγματα (έτσι όπως η Σάλι Σίτον, τι μεγαλόψυχη ενθουσιώδης χαζούλα γυναίκα!, σκεφτόταν αυτόν, όταν έβλεπε γαλάζιες ορτανσίες). Τον είχε επηρεάσει περισσότερο από οποιονδήποτε άνθρωπο είχε γνωρίσει στη ζωή του. Και πάντα έτσι φανερωνόταν μπροστά του η εικόνα της, χωρίς εκείνος να το θέλει, ψυχρή, αριστοκρατική, επικριτική ή θελκτική, ρομαντική, να σού φέρνει στο νου αγρό ή σοδειά στην εξοχή της Αγγλίας. Την έβλεπε κυρίως στην εξοχή, όχι στο Λονδίνο. Η μια εικόνα μετά την άλλη, στο Μπόρτον...
Είχε φτάνει στο ξενοδοχείο του. Διέσχισε τον προθάλαμο με το σωρό τις κοκκινωπές καρέκλες και τούς καναπέδες, τα φυτά με τα μαραζωμένα αιχμηρά φύλλα. Πήρε το κλειδί του απ᾿ το γαντζάκι. Η κοπέλα τού έδωσε μερικά γράμματα. Ανέβηκε επάνω — την έβλεπε κυρίως στο Μπόρτον, τέλη καλοκαιριού, τότε που αυτός έμενε εκεί μια εβδομάδα, ακόμα και δεκαπέντε μέρες, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Την έβλεπε να στέκεται στην κορυφή κάποιου λόφου, με το χέρια της να κρατάει τα μαλλιά της, την κάπα της ν᾿ ανεμίζει, να δείχνει, να τούς φωνάζει — κάτω έβλεπε τον ποταμό Σέβερν. Ή σε κάποιο δάσος, να βάζει το τσαγιερό στη φωτιά — εντελώς αδέξια τα δάχτυλά της· ο καπνός να υποκλίνεται ελαφρά, να αναδεύεται μπροστά στα πρόσωπά τους· το ροδαλό προσωπάκι της να διαγράφεται από πίσω· να θερμοπαρακαλά σ᾿ ένα αγροτόσπιτο να τής δώσει νερό μια γριά που βγήκε μέχρι την πόρτα για να τούς ξεπροβοδίσει. Οι δυο τους περπατούσαν πάντα· οι άλλοι πήγαιναν με το αυτοκίνητο. Εκείνη βαριόταν στο αυτοκίνητο, δεν τής άρεσε κανένα ζώο, εκτός από εκείνο το σκύλο. Περπατούσαν αμέτρητα χιλιόμετρα. Συχνά απομακρυνόταν για να βρει τον προσανατολισμό της και να τον οδηγήσει πίσω μέσα απ᾿ την εξοχή· και τσακώνονταν διαρκώς, μιλούσαν για την ποίηση, για τούς ανθρώπους, για την πολιτική (εκείνη υποστήριζε το κόμμα των Ριζοσπαστικών τότε)· δεν παρατηρούσε ποτέ τίποτε εκτός αν τύχαινε να σταματήσει· τότε, έβγαζε κραυγές ενθουσιασμού στη θέα ενός τοπίου ή ενός δέντρου και τον έβαζε να κοιτάξει κι εκείνος· και ξεκινούσαν πάλι, περνούσαν μέσα από χωράφια σοδιασμένα, εκείνη περπατούσε μπροστά, κρατώντας ένα λουλούδι για τη θεία της, ποτέ δεν κουραζόταν να περπατά παρόλο που ήταν τόσο λεπτεπίλεπτη· το σούρουπο γυρνούσαν στο Μπόρτον αποκαμωμένοι. Έπειτα, μετά το δείπνο, ο γερο Μπράιτκοπφ άνοιγε το πιάνο και τραγουδούσε φάλτσα, κι όλοι ήταν βυθισμένοι στις πολυθρόνες και προσπαθούσαν να μην γελάσουν, αλλά ποτέ δεν άντεχαν και ξεσπούσαν σε γέλια, γελούσαν — γελούσαν χωρίς να υπάρχει λόγος. Ο Μπράιτκοπφ έκανε πως δεν καταλάβαινε. Κι έπειτα το πρωί, να φλερτάρει περπατώντας πάνω κάτω σαν σουσουράδα μπροστά στο σπίτι...
Ω, ένα γράμμα της! Αυτός ο γαλάζιος φάκελος· ο γραφικός της χαρακτήρας. Κι εκείνος να πρέπει να το διαβάσει. Να μια ακόμα συνάντηση που έμελλε να είναι οδυνηρή! Χρειαζόταν διαολεμένη δύναμη για να διαβάσει το γράμμα της. Τι ωραία που ήταν, που τον είδε. Έπρεπε να τού το πει. Αυτά ήταν όλο.
Ωστόσο τον αναστάτωσε. Τον ενόχλησε. Μακάρι να μην το είχε γράψει. Αγκωνιά στα πλευρά να συγκαταλέγεται εκείνη στις πρώτες σκέψεις του. Γιατί δεν τον άφηνε στην ησυχία του; Εντέλει, είχε παντρευτεί τον Νταλογουέι και ζούσε απόλυτα ευτυχισμένη μαζί του όλα αυτά τα χρόνια.
Τα ξενοδοχεία αυτά δεν είναι μέρη που σε ανακουφίζουν. Κάθε άλλο. Ποιος ξέρει πόσοι άνθρωποι είχαν κρεμάσει τα καπέλα τους στα γαντζάκια αυτά. Αν το καλοσκεφτόσουν, ακόμα κι οι μύγες είχαν καθίσει στις μύτες άλλων ανθρώπων. Όσο για την καθαριότητα που τον είχε χτυπήσει στο πρόσωπο, δεν ήταν καθαριότητα, περισσότερο γύμνια ήταν, ψυχρόσπιτο· κάτι υποχρεωτικό. Μια αδιάφορη υπεύθυνη επισκεπτόταν τούς χώρους τα χαράματα, οσφραινόταν και περιεργαζόταν τα πάντα από κάθε άποψη, έβαζε τις καμαριέρες με τις μελανιασμένες απ᾿ το κρύο μύτες, να τρίψουν μανιωδώς, σαν να ήταν ο επόμενος επισκέπτης ένα κομμάτι κρέας που έπρεπε να σερβιριστεί σε απόλυτα καθαρή πιατέλα. Ίσα ίσα ένα κρεβάτι για να κοιμηθείς· μια πολυθρόνα για να καθίσεις· ένα λαβομάνο, ένας καθρέφτης για να καθαρίσεις τα δόντια σου και να ξυρίσεις το πιγούνι σου. Βιβλία, γράμματα, ρόμπα, όλα πεταμένα εδώ κι εκεί στον απρόσωπο χώρο με τα φτηνά ετερόκλητα πράγματα. Η επιστολή τής Κλαρίσα τον ώθησε να τα δει όλα αυτά. «Τι ωραία που σε είδα!» Αυτό είχε να πει! Δίπλωσε το χαρτί· το έσπρωξε μακριά τίποτε στον κόσμο δεν θα τον έκανε να το διαβάσει ξανά!
Για να έφτασε το γράμμα σ᾿ αυτόν στις έξι, εκείνη θα πρέπει να κάθισε και να το έγραψε αμέσως μόλις ο ίδιος έφυγε απ᾿ το σπίτι της· να το σφράγισε· να έστειλε κάποιον στο ταχυδρομείο. Πολύ χαρακτηριστική αντίδραση, καθώς λένε. Αναστατώθηκε από την επίσκεψή του. Ένιωσε πολλά· για μια στιγμή, όταν φίλησε το χέρι του, μετάνιωσε, ίσως και να τον ζήλεψε· πιθανόν θυμήθηκε (το είδε στην έκφρασή της) κάτι που είχε πει εκείνος — ότι ίσως να άλλαζαν τον κόσμο, αν τον παντρευόταν· ενώ τώρα υπήρχαν άλλα· υπήρχε η προχωρημένη ηλικία· η μετριότητα· μετά υποχρέωσε τον εαυτό της, με την ακατάβλητη ζωντάνια που τη διέκρινε, να τ᾿ αφήσει όλα αυτά στην άκρη, γιατί είχε μέσα της ένα νήμα ζωής —παρόμοιό του δεν είχε δει ποτέ ο Πίτερ— γερό, ανθεκτικό, δυνατό, που τη βοηθούσε να ξεπερνά τα εμπόδια και να θριαμβεύει σε όλα. Ναι· αλλά θα πρέπει να είχε κάποια αντίδραση μόλις έφυγε εκείνος απ᾿ το δωμάτιο. Θα πρέπει να τον λυπήθηκε φρικτά· να σκέφτηκε τι θα μπορούσε να κάνει για να τού δώσει χαρά (εκτός από ένα πράγμα, βεβαίως), και την έβλεπε ολοζώντανη μπροστά του, δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά της καθώς πήγαινε στο γραφειάκι της κι έγραφε βιαστικά εκείνη τη γραμμή που αυτός θα έβρισκε να τον περιμένει... «Τι ωραία που σε είδα!» Και το εννοούσε.
Ο Πίτερ είχε λύσει τα κορδόνια στις μπότες του.
Μα δεν θα ήταν πετυχημένος ο γάμος τους. Το άλλο, εν πάση περιπτώσει, προέκυψε πολύ πιο φυσικά.
Ήταν παράξενο· ήταν αληθινό· το ένιωθαν πολλοί άνθρωποι. Ο Πίτερ Γουόλς, που απλώς είχε κινηθεί στα πλαίσια τής αξιοπρέπειας, που είχε απλώς ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις συνηθισμένων θέσεων, που ο κόσμος τον θεωρούσε συμπαθητικό αλλά και λίγο ιδιόρρυθμο, που μεγαλοπιανόταν — ήταν παράξενο που αυτός ο άνθρωπος είχε, ιδίως τώρα που τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει, μια έκφραση ικανοποίησης· μια έκφραση που έδειχνε ότι διέθετε αποθέματα. Αυτό τον έκανε ελκυστικό για τις γυναίκες, στις οποίες άρεσε η αίσθηση ότι δεν ήταν εξαιρετικά αρρενωπός. Είχε κάτι περίεργο πάνω του ή μάλλον κάτι περίεργο κρυβόταν πίσω απ᾿ την όψη του. Μπορεί να οφειλόταν στο γεγονός πως ήταν φιλομαθής — δεν υπήρχε περίπτωση όταν πήγαινε κάποια επίσκεψη να μην πάρει στα χέρια του το βιβλίο που ήταν πάνω στο τραπέζι τού σαλονιού (αυτή τη στιγμή διάβαζε, με τα κορδόνια του να σέρνονται στο πάτωμα)· ή στο ότι ήταν τζέντλεμαν, κάτι που φαινόταν στον τρόπο που άδειαζε τη στάχτη απ᾿ την πίπα του, και φυσικά, στους τρόπους του απέναντι στις γυναίκες. Ήταν πολύ χαριτωμένο κι εντελώς γελοίο να βλέπεις πόσο εύκολα μια κοπέλα χωρίς κουκούτσι μυαλό, τον έσερνε απ᾿ τη μύτη. Αλλά το διακινδύνευε η κοπέλα. Δηλαδή, παρόλο που μπορεί να ήταν τόσο καλόβολος, παρέα πραγματικά συναρπαστική με την ευθυμία του και τούς καλούς του τρόπους, έφτανε μέχρις ενός σημείου. Κάτι έλεγε εκείνη — όχι, όχι· αυτός καταλάβαινε ότι κάτι κρυβόταν στα λόγια της. Και δεν το υπέμενε — όχι, όχι. Έπειτα, φώναζε και σειόταν ολόκληρος και κρατούσε τα πλευρά του γελώντας με κάποιο αστείο με τούς άλλους άντρες. Ήταν ο καλύτερος κριτής μαγειρικής στην Ινδία. Ήταν άντρας. Αλλά όχι το είδος τού άντρα που ένιωθες υποχρεωμένος να σέβεσαι —πραγματικό ευτύχημα· όχι σαν τον ταγματάρχη Σίμονς, για παράδειγμα· δεν τού έμοιαζε στο παραμικρό, σκεφτόταν η Ντέιζι, όταν παρά τα δυο μικρά παιδιά της, έκανε τη σύγκριση των δύο αντρών.
Έβγαλε τις μπότες του. Άδειασε τις τσέπες του. Μαζί με το σουγιά βγήκε και μια φωτογραφία τής Ντέιζι στη βεράντα ντυμένη στα λευκά, μ᾿ ένα φοξ τεριέ στα γόνατά της· πολύ χαριτωμένη, πολύ μελαχρινή· καλύτερη από κάθε άλλη φορά. Εντέλει είχε προκύψει τόσο φυσικό· πολύ πιο φυσικά απ᾿ ό,τι με την Κλαρίσα. Χωρίς αναστάτωση. Χωρίς κόπο. Χωρίς μπελάδες και νευρικότητα. Απλά κι ωραία. Και το μελαχρινό, αξιαγάπητα άμορφο κορίτσι στη βεράντα ν᾿ αναφωνεί (η φωνή της αντηχούσε στ᾿ αυτιά του). Και βέβαια, και βέβαια θα τού δώσει τα πάντα! φώναζε (δεν είχε ίχνος επιφυλακτικότητας), ό,τι θέλει! Φώναζε τρέχοντας να τον συναντήσει, όποιος κι αν τούς έβλεπε. Κι ήταν μόνο είκοσι τεσσάρων. Με δύο παιδιά. Για φαντάσου!
Για φαντάσου πώς έμπλεξε σε τέτοιους μπελάδες στην ηλικία του. Αυτή η σκέψη τον κυρίεψε, όταν πετάχτηκε απότομα απ᾿ τον ύπνο του τη νύχτα. Κι αν υποθέσουμε ότι παντρεύονταν; Γι᾿ αυτόν θα ήταν όλα μια χαρά, αλλά γι᾿ αυτήν; Η κυρία Μπέρτζις, γυναίκα από καλή πάστα, όχι καμιά κουτσομπόλα, στην οποία είχε εκμυστηρευτεί τα πάντα, πίστευε πως η απουσία του στην Αγγλία, με πρόσχημα να δει δικηγόρους, μπορεί να έκανε την Ντέιζι να αναθεωρήσει, να σκεφτεί τι σήμαινε. Το θέμα είναι η δική της θέση, είπε η κυρία Μπέρτζις· οι κοινωνικοί φραγμοί· το να εγκαταλείψει τα παιδιά της. Κάποτε θα γίνει μια χήρα με παρελθόν, που θα περιφέρεται άσκοπα ή, το πιο πιθανό, θα ενεργεί αδιακρίτως (ξέρετε, τού είπε, πώς γίνονται αυτές οι γυναίκες, βάφονται τόσο πολύ). Αλλά Πίτερ Γουόλς δεν τα λογάριαζε αυτά. Δεν σκόπευε να πεθάνει ακόμη. Εν πάση περιπτώσει πρέπει να είναι ικανοποιημένη με τον εαυτό της, να κρίνει μόνη της, σκέφτηκε ο Πίτερ, περπατώντας στο δωμάτιο με τις κάλτσες· έστρωσε το καλό του το πουκάμισο, γιατί μπορεί να πήγαινε στη δεξίωση τής Κλαρίσα ή σε κάποιο μιούζικ χολ ή να καθόταν να διαβάσει ένα συναρπαστικό βιβλίο γραμμένο, από κάποιον που γνώριζε από την Οξφόρδη. Κι αν έβγαινε στη σύνταξη, αυτό ακριβώς θα έκανε — θα έγραφε βιβλία. Θα πήγαινε στην Οξφόρδη και θα χωνόταν στην Μποντλίαν να σκαλίσει τα βιβλία της. Μάταια έτρεχε η μελαχρινή, εξαιρετικά όμορφη κοπέλα μέχρι την άκρη της βεράντας· μάταια κουνούσε το χέρι της· μάταια φώναζε πως δεν δίνει δεκάρα τι λένε οι άλλοι. Ορίστε, να τος ο άντρας που θαύμαζε τόσο, ο τέλειος τζέντλεμαν, ο συναρπαστικός, ο διαπρεπής (κι η ηλικία του δεν την απασχολούσε καθόλου), να περιφέρεται με τις κάλτσες στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Μπλούμσμπερι, να ξυρίζεται, να πλένεται, να συνεχίζει, καθώς έπιανε βαζάκια, — άφηνε το ξυράφι, να ψάχνει στη βιβλιοθήκη τής Οξφόρδης για να βρει την αλήθεια για ένα δυο ζητηματάκια που τον απασχολούσαν. Και θα έπιανε κουβέντα με κάθε τυχαίο, με αποτέλεσμα να αδιαφορεί όλο και περισσότερο για τη συγκεκριμένη ώρα του φαγητού και να χάνει ραντεβού· κι όταν η Ντέιζι θα τού ζητούσε, αργά ή γρήγορα, ένα φιλί, να η σκηνή, η αδυναμία να ανταποκριθεί σωστά, (παρόλο που τής ήταν πραγματικά αφοσιωμένος) — με δυο λόγια, μπορεί να ήταν καλύτερα, όπως είπε η κυρία Μπέρτζις, να τον ξεχάσει ή απλώς να τον θυμάται όπως ήταν τον Αύγουστο τού 1922, μια φιγούρα στο σταυροδρόμι το σούρουπο, που απομακρύνεται διαρκώς καθώς οι ρόδες τής άμαξας περιστρέφονται όλο και πιο γρήγορα, παίρνοντάς τη μακριά, καθισμένη με ασφάλεια στο πίσω κάθισμα, με τα χέρια της τεντωμένα, και όπως βλέπει τη φιγούρα να μικραίνει και να χάνεται, εξακολουθεί ακόμη να φωνάζει ότι θα κάνει τα πάντα στον κόσμο, τα πάντα, τα πάντα...
Ποτέ δεν ήξερε τι σκέφτονταν οι άνθρωποι. Δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να συγκεντρωθεί. Ήταν όλο και πιο απορροφημένος· τον απασχολούσαν οι δικές του ανησυχίες· άλλοτε ευδιάθετος, άλλοτε μουτρωμένος· εξαρτημένος απ᾿ τις γυναίκες, αφηρημένος, κυκλοθυμικός, όλο και λιγότερο ικανός να καταλάβει, γιατί η Κλαρίσα δεν μπορούσε απλά να τούς βρει ένα κατάλυμα και να είναι καλή με την Ντέιζι· να την παρουσιάσει στον κόσμο. Κι έπειτα αυτός θα μπορούσε — θα μπορούσε να κάνει τι; να καθυστερεί και να ταλαντεύεται, να ορμά και να γεύεται, να είναι μόνος του, με δυο λόγια, να είναι αυτάρκης· ωστόσο κανένας άλλος δεν ήταν πιο εξαρτημένος απ᾿ τούς άλλους· αυτή ήταν η καταστροφή του. Δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά απ᾿ το καπνιστήριο, τού άρεσαν οι συνταγματάρχες, το γκολφ, το μπριτζ και πάνω απ᾿ όλα η παρέα τών γυναικών, η φινέτσα τής συντροφιάς τους, η πίστη, η τόλμη και το μεγαλείο τους στην αγάπη, που, παρά τα μειονεκτήματα, τού φαινόταν (το μελαχρινό, αξιαγάπητο, όμορφο πρόσωπο ήταν πάνω απ᾿ τούς φακέλους), πως είναι ένα τόσο θαυμαστό, ένα τόσο εξαίσιο λουλούδι που φυτρώνει στην κορυφή τής ανθρώπινης ζωής, και παρ᾿ όλα αυτά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί επαρκώς καθώς είχε πάντα την τάση να κοιτάζει γύρω του, (η Κλαρίσα είχε για πάντα απομυζήσει κάτι από μέσα του), να κουράζεται πολύ εύκολα απ᾿ τη σιωπηλή αφοσίωση και να θέλει ποικιλία στην αγάπη, αν και θα γινόταν έξαλλος αν η Ντέιζι αγαπούσε κάποιον άλλον, έξαλλος! γιατί ήταν ζηλιάρης, ασυγκράτητος ζηλιάρης από τη φύση του. Υπέφερε τα πάνδεινα. Μα πού ήταν ο σουγιάς του· το ρολόι του· το πορτοφόλι του και το γράμμα τής Κλαρίσα, που δεν θα το ξαναδιάβαζε ποτέ, αλλά τού άρεσε να το σκέφτεται, και η φωτογραφία τής Ντέιζι; Ώρα για φαγητό.
Θα πήγαινε στη δεξίωση της Κλαρίσα. Θα πήγαινε στη δεξίωση, επειδή ήθελε να ρωτήσει τον Ρίτσαρντ τι έκαναν στην Ινδία — οι ηλίθιοι οι συντηρητικοί. Σε ποιες ενέργειες προέβαιναν; Και για τη μουσική... Α ναι, και για το κουτσομπολιό μόνο και μόνο.
Γιατί αυτή είναι η αλήθεια για την ψυχή μας, σκέφτηκε, για τον εαυτό μας, που σαν το ψάρι ζει στις βαθιές θάλασσες και πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε πράγματα απροσδιόριστα, ελισσόμενη ανάμεσα στους μίσχους φυκιών τεράστιων, πάνω από σημεία όπου τρεμοφέγγουν οι αχτίδες τού ήλιου και μετά πάλι στη σκοτεινιά, στο κρύο, στα βαθιά, σε μέρη ανεξιχνίαστα· και ξαφνικά τινάζεται προς την επιφάνεια και παίζει στα ρυτιδιασμένα από τον άνεμο κύματα· έχει μια σαφή ανάγκη, δηλαδή, να βουρτσιστεί, να τριφτεί, να ζεσταθεί με το κουτσομπολιό. Τι σκόπευε να κάνει η κυβέρνηση —θα ήξερε ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι— για την Ινδία; Καθώς η νύχτα ήταν πολύ ζεστή και τα παιδιά τών εφημερίδων περιφέρονταν με πλακάτ που διακήρυσσαν με τεράστια κόκκινα γράμματα ότι επικρατούσε καύσωνας, ψάθινες καρέκλες είχαν τοποθετηθεί στα σκαλιά τής εισόδου τού ξενοδοχείου κι εκεί κάθονταν, έπιναν, κάπνιζαν απόμακροι άντρες τής καλής κοινωνίας. Ο Πίτερ Γουόλς κάθισε εκεί. Θα μπορούσες να φανταστείς ότι η μέρα, η λονδρέζικη μέρα, μόλις άρχιζε. Σαν γυναίκα που είχε βγάλει το εμπριμέ φόρεμά της και την άσπρη ποδιά της, για να ντυθεί στα μπλε και να φορέσει μαργαριτάρια, η μέρα άλλαζε, ανέβαλλε δουλειές, έβαζε το πέπλο της, γινόταν βράδυ, και με τον ίδιο αναστεναγμό χαράς μιας γυναίκας που πετάει κουβάρι το μεσοφόρι της στο πάτωμα, έδιωχνε κι η νύχτα τη σκόνη, τη ζέστη, το χρώμα· η κίνηση αραίωσε. Παραιτούμαι, φαινόταν να λέει η νύχτα, καθώς χλώμιαζε και ξεθώριαζε, απλωμένη πάνω από επάλξεις και προεξοχές, σχηματισμένη, αιχμηρή, πάνω από ξενοδοχεία, σπίτια, καταστήματα, αργοσβήνω, άρχιζε να λέει, χάνομαι, αλλά το Λονδίνο δεν τα καταλάβαινε αυτά κι εκτόξευε τις ξιφολόγχες του στον ουρανό, την αιχμαλώτιζε, την εξανάγκαζε να γίνει παρέα του στη διασκέδαση.
Γιατί, απ᾿ την τελευταία φορά που είχε επισκεφτεί ο Πίτερ Γουόλς την Αγγλία, είχε γίνει η μεγάλη επανάσταση, με την εισαγωγή της θερινής ώρας από τον κύριο Γουίλετ. Το παρατεταμένο σούρουπο ήταν κάτι καινούργιο γι᾿ αυτόν. Ήταν αναζωογονητικό, μάλλον. Γιατί καθώς οι νέοι περνούσαν με τούς χαρτοφύλακές τους, εξαιρετικά χαρούμενοι που είχαν ξεμπερδέψει με τις υποχρεώσεις τους, επίσης υπερήφανοι βλακωδώς, που περπατούσαν στο διάσημο αυτό πεζοδρόμιο, τα πρόσωπά τους φώτιζε μια χαρά φτηνή, φανταχτερή αν προτιμάτε, που όμως δεν μείωνε τον ενθουσιασμό. Ήταν και καλοντυμένοι· ροζ κάλτσες· ωραία παπούτσια. Τούς περίμεναν δύο ώρες στον κινηματογράφο. Το φως τού δειλινού, κίτρινο και γαλάζιο, τόνιζε τα χαρακτηριστικά τους, τούς έδειχνε πιο εκλεπτυσμένους· και στα δέντρα τής πλατείας έλαμπε ωχροκίτρινο, κατάχλωμο —σαν βουτηγμένο στο νερό τής θάλασσας— το φύλλωμα μιας πόλης βυθισμένης. Είχε μείνει άφωνος απ᾿ την ομορφιά αλλά τού τόνωνε επίσης το ηθικό, γιατί ενώ οι Άγγλοι από την Ινδία (ήξερε πάμπολλους) δικαιωματικά κάθονταν στη Λέσχη της Ανατολής, ανακεφαλαιώνοντας με οξύτατο τόνο την καταστροφή τού κόσμου, ορίστε πού καθόταν αυτός, νεότερος παρά ποτέ· ζήλευε τούς νέους που ζούσαν το καλοκαίρι τους κι όλα τα υπόλοιπα, κι είχε κάτι περισσότερο από μια απλή υποψία, από τα λόγια ενός κοριτσιού, το γέλιο μιας καμαριέρας —ακαθόριστα πράγματα που δεν μπορούσες να εξηγήσεις —, για μια μετατόπιση στην πυραμίδα, που στα νιάτα του φάνταζε ακλόνητη. Αυτούς τότε τους είχε πιέσει, τούς είχε συντρίψει κάτω απ᾿ το βάρος της, ιδίως τις γυναίκες, σαν τα λουλούδια που η θεία Χέλενα, η θεία της Κλαρίσα, συνήθιζε να συνθλίβει ανάμεσα σε γκριζωπά φύλλα στυπόχαρτο και μ᾿ ένα βαρύ λεξικό αποπάνω, καθισμένη κάτω απ᾿ το αμπαζούρ μετά το δείπνο. Είχε πεθάνει τώρα πια η θεία. Από τnv Κλαρίσα είχε μάθει νέα της, ότι είχε χάσει την όρασή της από το ένα μάτι. Τής ταίριαζε τόσο πολύ —ένα από τα αριστουργήματα τής φύσης— να γίνεται γυάλινη σιγά σιγά η ηλικιωμένη δεσποινίς Πάρι. Θα πέθαινε σαν πουλί γραπωμένο σε κλαρί στην παγωνιά. Ανήκε σε μια διαφορετική εποχή, αλλά επειδή ήταν τόσο άρτια, τόσο πλήρης, θα ξεχώριζε πάντα στον ορίζοντα, κατάλευκη, διακεκριμένη, σαν φάρος που σημαδεύει κάποιο προηγούμενο στάδιο σ᾿ αυτό το περιπετειώδες, μακρύ, μα τόσο μακρύ ταξίδι, αυτή την ατελεύτητη ζωή. Έψαξε μια πένα για ν᾿ αγοράσει εφημερίδα. Πρώτα διάβαζε για το κρίκετ, τα σκορ, κι έπειτα για τη ζεστή μέρα· μετά για μια δολοφονία. Όταν έχεις κάνει τα ίδια πράγματα εκατομμύρια φορές, τα εμπλουτίζεις — αν και θα μπορούσες να πεις κι ότι τα απογυμνώνεις. Το παρελθόν σε πλουτίζει, το ίδιο κι η εμπειρία, όπως και το να έχεις νοιαστεί για έναν δυο ανθρώπους κι έτσι να έχεις αποκτήσει τη δύναμη που λείπει στους νέους, να περιορίζεις, να κάνεις ό,τι σού αρέσει, να μην δίνεις δεκάρα τι λένε οι άλλοι, να μην έχεις εξαιρετικά μεγάλες προσδοκίες για τη ζωή σου, (άφησε την εφημερίδα του στο τραπέζι κι έφυγε), κάτι που δεν ίσχυε απόλυτα γι᾿ αυτόν, όχι απόψε, που ξεκινούσε να πάει σε μια δεξίωση, στην ηλικία του, με την πεποίθηση ότι θα ζούσε μια εμπειρία. Αλλά ποια;
Μια εμπειρία γεμάτη ομορφιά θα ήταν, ούτως ή άλλως. Όχι η ακατέργαστη ομορφιά που βλέπει το μάτι. Δεν ήταν απλά και μόνο η ομορφιά, ήταν η ευθύτητα και η κενότητα, φυσικά· η συμμετρία ενός διαδρόμου· και τα φωτισμένα παράθυρα, ένα πιάνο, η μουσική από γραμμόφωνο· μια αίσθηση απόλαυσης κρυμμένη, που πότε πότε έπαιρνε σάρκα και οστά όταν, μέσα από ένα παράθυρο με τραβηγμένες κουρτίνες, ένα παράθυρο που είχε μείνει ανοιχτό, έβλεπες παρέες να κάθονται γύρω απ᾿ το τραπέζι, νέους να στροβιλίζονται αργά, συζητήσεις ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, υπηρέτριες να κοιτούν έξω άσκοπα, τεμπέλικα (τι παράξενη η δική τους δήλωση, όταν είχε πια τελειώσει η δουλειά), γυναικείες κάλτσες να στεγνώνουν πάνω απ᾿ τα περβάζια των τελευταίων ορόφων, έναν παπαγάλο, λίγα φυτά. Συναρπαστική, μυστηριώδης, απέραντα πλούσια αυτή η ζωή. Στη μεγάλη πλατεία, απ᾿ όπου τα ταξί περνούσαν βολίδα κι έστριβαν βιαστικά, ζευγάρια χαζολογούσαν, ερωτοτροπούσαν, αγκαλιάζονταν, βούλιαζαν κάτω απ᾿ τον μεγάλο θόλο ενός δέντρου· συγκινητικό· τόσο σιωπηλοί ήταν, τόσο απορροφημένοι, που προσπερνούσες διακριτικά, δειλά, σαν να ήσουν μάρτυρας σε μια τελετή ιερή που θα ήταν ανόσιο να διακόψεις. Ενδιαφέρον. Κατευθύνθηκε προς τη λάμψη και τα φώτα.
Το ελαφρύ πανωφόρι του άνοιξε, ο Πίτερ βάδιζε με τον δικό του δυσπερίγραπτο τρόπο, ελαφρά σκυμμένος μπροστά, κάνοντας γοργά ανάλαφρα βήματα, με τα χέρια δεμένα πίσω, μάτια λίγο γερακίσια όπως πάντα· με γοργά ανάλαφρα βήματα περπατούσε στο Λονδίνο με κατεύθυνση το Γουέστμινστερ, παρατηρώντας.
Όλοι δειπνούσαν έξω, λοιπόν; Ένας υπηρέτης άνοιγε πόρτες απ᾿ όπου περνούσε με μεγάλες δρασκελιές μια ηλικιωμένη αριστοκράτισσα, με αγκράφα στα παπούτσια, με τρία μοβ φτερά στρουθοκαμήλου στα μαλλιά. Πόρτες άνοιγαν για κυρίες τυλιγμένες σαν μούμιες σε εσάρπες με φανταχτερά λουλούδια, κυρίες χωρίς καπέλο. Και μέσα απ᾿ τα κηπάκια μπροστά στις ευπρεπείς οικίες με τι γύψινες διακοσμητικές κολόνες έβγαιναν γυναίκες ελαφρά τυλιγμένες, με χτενάκια στα μαλλιά (είχαν πρώτα ανέβει στην κρεβατοκάμαρα για να δουν τα παιδιά)· οι άντρες τις περίμεναν, με τα πανωφόρια τους ανοιχτά και τη μηχανή τού αυτοκινήτου αναμμένη. Όλοι έβγαιναν έξω. Έτσι όπως άνοιγαν αυτές οι πόρτες και κατέβαιναν άνθρωποι κι έφευγαν, είχες την εντύπωση πως όλο το Λονδίνο επιβιβαζόταν σε βαρκούλες, που δεμένες στην όχθη κλυδωνίζονταν στο νερό, σαν να απέπλεε η περιοχή ολόκληρη για να πάει σε κάποιο καρναβάλι. Και η Γουάιτχολ, φάνταζε ασημένια από τα πολλά αμάξια, που γλιστρούσαν επάνω της σαν αράχνες, κι είχες την εντύπωσα ότι γύρω απ᾿ τις λυχνίες ήταν μαζεμένα σκνιπάκια· είχε τόση ζέστη που οι άνθρωποι χασομερούσαν στους δρόμους και συζητούσαν. Να κι ένας συνταξιούχος, δικαστής πιθανώς, καθισμένος ακίνητος στην είσοδο τού σπιτιού του, ντυμένος στα λευκά. Ένας Άγγλος από την Ινδία προφανώς.
Σ᾿ ένα σημείο φασαρία από γυναίκες που τσακώνονταν, μεθυσμένες σ᾿ ένα άλλο ένας αστυνομικός μόνο, το περίγραμμα τών σπιτιών, αρχοντικών σπιτιών, σπιτιών με θόλο, εκκλησίες, κοινοβούλια, το φουγάρο από κάποιο ατμόπλοιο στο ποτάμι, κραυγή υπόκωφη μέσα στην καταχνιά. Μα αυτός ήταν ο δρόμος της, ο δρόμος που έμενε η Κλαρίσα· ταξί έστριβαν με ταχύτητα στη γωνία, σαν το νερό που σκάει στη βάση γέφυρας, συγκεντρώνονταν, έτσι τού φαινόταν επειδή έφερναν ανθρώπους που πήγαιναν στη δεξίωσή της, στη δεξίωση που έδινε η Κλαρίσα.
Το ψυχρό ρεύμα τών οπτικών εντυπώσεων τον εγκατέλειψε, σαν να ήταν το μάτι κύπελλο που ξεχείλισε κι άφησε το υπόλοιπο υγρό να κυλήσει στην πορσελάνη χωρίς να καταγραφεί. Ο νους πρέπει να ξυπνήσει τώρα. Το σώμα πρέπει να σφιχτεί την ώρα που μπαίνει στο σπίτι, στο φωτισμένο σπίτι με την ορθάνοιχτη είσοδο, όπου έχουν σταματήσει αυτοκίνητα και γυναίκες αστραφτερές κατεβαίνουν: η ψυχή πρέπει να γίνει γενναία για ν᾿ αντέξει. Άνοιξε τη μεγάλη λεπίδα τού σουγιά του.
Η Λούσι κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα έχοντας πρώτα τρυπώσει στο σαλόνι — τέντωσε ένα κάλυμμα, ίσιωσε μια καρέκλα, σταμάτησε ένα λεπτό κι αισθάνθηκε πως όποιος έμπαινε θα σκεφτόταν τι καθαρό, τι φωτεινό, τι όμορφα φροντισμένο δωμάτιο, μόλις έβλεπε τα όμορφα ασημικά, τα μπρούντζινα εργαλεία για το τζάκι, τα καινούργια καλύμματα για τις πολυθρόνες και τις κίτρινες κουρτίνες από κρετόν· τα μέτρησε όλα με το μάτι· άκουσε βουητό από φωνές· είχαν ήδη τελειώσει το δείπνο κι ανέβαιναν· τα πόδια της έπρεπε να βγάλουν φτερά!
Θα έρθει ο Πρωθυπουργός, είπε η Άγκνες: έτσι τούς άκουσε να λένε στην τραπεζαρία, είπε, μπαίνοντας μ᾿ ένα δίσκο με ποτήρια. Είχε καμία σημασία, την παραμικρή σημασία, ένας Πρωθυπουργός πάνω ένας Πρωθυπουργός κάτω; Δεν είχε καμία απολύτως διαφορά αυτήν τη στιγμή για την κυρία Γουόκερ, που βρισκόταν ανάμεσα σε πιάτα, κατσαρόλες, σουρωτήρια, τηγάνια, κοτόπουλα, παγωτιέρες, βγαλμένες κόρες ψωμιού, λεμόνια, σουπιέρες, γαβάθες για την πουτίγκα που, παρότι πάσχιζαν να τα πλύνουν όσο πιο γρήγορα γινόταν, τής φαινόταν ότι οι στοίβες τους ήταν πιο ψηλές απ᾿ την ίδια, ήταν παντού, στο τραπέζι, στις καρέκλες, ενώ η φωτιά τής κουζίνας τριζοβολούσε και φούντωνε, τα ηλεκτρικά φώτα σε τύφλωναν και δεν είχαν ακόμη σερβίρει το ελαφρύ δείπνο. Η κυρία Γουόκερ σκεφτόταν πως ένας Πρωθυπουργός πάνω ένας Πρωθυπουργός κάτω, δεν είχε καμία διαφορά.
Οι κυρίες ανεβαίνουν ήδη, είπε η Λούσι· οι κυρίες ανέβαιναν η μια μετά την άλλη, η κυρία Νταλογουέι ανέβαινε τελευταία και πάντα έστελνε κάποιο μήνυμα στην κουζίνα, «Την αγάπη μου στην κυρία Γουόκερ», αυτό τής είχε μηνύσει ένα βράδυ. Το επόμενο πρωί θα συζητούσαν αναλυτικά για τα φαγητά — τη σούπα, το σολομό· ο σολομός, το ήξερε η κυρία Γουόκερ, ως συνήθως μισοψημένος, γιατί πάντα την έπιανε άγχος για την πουτίγκα και τον ανέθετε στην Τζένι· αυτό γινόταν πάντα, ο σολομός έμενε μισοψημένος. Ωστόσο κάποια κυρία με ξανθά μαλλιά και ασημένια κοσμήματα αναρωτήθηκε, είπε η Λούσι, για το πρώτο πιάτο, αν πραγματικά το έφτιαξαν μόνες τους στο σπίτι. Αλλά την κυρία Γουόκερ την απασχολούσε ο σολομός, ενώ γύριζε γύρω γύρω τα πιάτα, ρύθμιζε τη φωτιά· ακούστηκαν δυνατά γέλια απ᾿ την τραπεζαρία· μια φωνή που μιλούσε· μετά κι άλλα γέλια — οι κύριοι διασκέδαζαν μετά την απομάκρυνση των κυριών. Το τοκάι, είπε η Λούσι, που μπήκε τρέχοντας. Ο κύριος Νταλογουέι την είχε στείλει να φέρει το τοκάι, το κρασί από τα αυστροουγγρικά κελάρια.
Τής το έφεραν μέσω κουζίνας. Βγαίνοντας η Λούσι γύρισε προς τα πίσω το κεφάλι της και είπε ότι η δεσποινίς Ελίζαμπεθ είναι πολύ όμορφη· δεν μπορεί να σταματήσει να την κοιτάζει· με το ροζ φόρεμά της, το κολιέ που τής έδωσε ο κύριος Νταλογουέι. Να μην ξεχάσει η Τζένι το σκύλο, το φοξ τεριέ τής Ελίζαμπεθ που δάγκωνε κι έπρεπε να το κλείσουν επάνω και μπορεί, σκέφτηκε η δεσποινίς Ελίζαμπεθ, να θέλει κάτι. Δεν πρέπει να ξεχάσει το σκύλο η Τζένι. Αλλά η Τζένι δεν πήγαινε πάνω μ᾿ όλους αυτούς τους ανθρώπους γύρω. Ένα αυτοκίνητο είχε ήδη σταματήσει στην είσοδο! Ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας — και οι κύριοι ήταν ακόμη στην τραπεζαρία, έπιναν τοκάι!
Να, τώρα ανέβαιναν τις σκάλες· έφτασαν οι πρώτοι και τώρα θ᾿ άρχιζαν να έρχονται όλο και πιο γρήγορα, κι η κυρία Πάρκινσον (την προσλάμβαναν ειδικά για τι δεξιώσεις) θ᾿ άφηνε την πόρτα ανοιχτή κι ο προθάλαμος θα γέμιζε από κυρίους που περίμεναν (στέκονταν και περίμεναν, ίσιωναν τα μαλλιά τους) ενώ οι κυρίες έβγαζαν τις κάπες τους στο δωμάτιο δίπλα· εκεί τις βοηθούσε η κυρία Μπάρνετ, η γριά Έλεν Μπάρνετ, που υπηρετούσε την οικογένεια σαράντα χρόνια και κάθε καλοκαίρι ερχόταν να βοηθήσει τις κυρίες και θυμόταν τις μητέρες όταν ήταν νεαρές κοπέλες και παρόλο που ήταν πολύ συνεσταλμένη έσφιγγε το χέρι τών κυριών· έλεγε «μιλέδη» με μεγάλο σεβασμό, αλλά είχε και χιουμοριστική διάθεση, ενώ κοιτούσε τι νεαρές κυρίες και τόσο διακριτικά βοηθούσε τη λαίδη Λάβτζοϊ, που είχε ένα προβληματάκι με το μεσοφόρι της. Η λαίδη Λάβτζοϊ και η δεσποινίς Άλις ήταν αδύνατον να μην νιώσουν ότι απολάμβαναν ένα μικρό προνόμιο στο βούρτσισμα και το χτένισμα των μαλλιών λόγω της γνωριμίας τους με την κυρία Μπάρνετ — «τριάντα χρόνια, μιλέδη» τής έλεγε η κυρία Μπάρνετ. Οι νεαρές κυρίες δεν φορούσαν ρουζ είπε η λαίδη Λάβτζοϊ, παλιά στο Μπόρτον. Η δεσποινίς Άλις δεν χρειάζεται ρουζ είπε η κυρία Μπάρνετ, κοιτάζοντάς την τρυφερά. Κι η κυρία Μπάρνετ καθόταν εκεί, στο βεστιάριο, στρώνοντας τίς γούνες, ισιώνοντας τίς μεταξωτές κεντητές εσάρπες, τακτοποιώντας το τραπεζάκι τής τουαλέτας και γνωρίζοντας πολύ καλά, παρά τίς γούνες και παρά τα στολίδια, ποιες κυρίες ήταν καλές και ποιες όχι. Τι καλή γριούλα, είπε η λαίδη Λάβτζοϊ ανεβαίνοντας τα σκαλιά, αυτή η γκουβερνάντα τής Κλαρίσα.
Κι έπειτα η λαίδη Λάβτζοϊ έσφιξε το κορμί της. «Λαίδη και δεσποινίς Λάβτζοϊ» είπε στον Κύριο Γουίλκινς (τον προσλάμβαναν ειδικά για τις δεξιώσεις). Ήταν αξιοθαύμαστος ο τρόπος που έσκυβε και ίσιωνε το σώμα του, έσκυβε και ίσιωνε, καθώς ανακοίνωνε με απόλυτη αμεροληψία «Λαίδη και δεσποινίς Λάβτζοϊ... σερ Τζον και λαίδη Νίνταμ... δεσποινίς Γουέλντ... κύριος Γουόλς». Αξιοθαύμαστος τρόπος· η οικογενειακή του ζωή θα πρέπει να ήταν άμεμπτη, εκτός από το γεγονός ότι φαινόταν απίθανο να έχει κάνει το σφάλμα, ένα ον με πρασινωπά χείλη και ξυρισμένα μάγουλα να μπει στον κόπο να αποκτήσει παιδιά.
«Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω!» έλεγε η Κλαρίσα. Το έλεγε σε όλους. Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω! Ήταν στα χειρότερά της — εξαιρετικά εκδηλωτική, υποκριτική. Μεγάλο σφάλμα του που ήρθε! Έπρεπε να είχε μείνει μέσα να διαβάσει το βιβλίο του, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς· να πάει σ᾿ ένα μιούζικ Χολ· να μείνει μέσα, γιατί δεν γνώριζε κανέναν.
Ω, θεέ μου, θα είναι αποτυχία· πλήρης αποτυχία, το ένιωθε ως το μεδούλι της η Κλαρίσα καθώς ο ηλικιωμένος λόρδος Λέξαμ στεκόταν μπροστά της ζητώντας συγγνώμη, που η σύζυγός του δεν είχε έρθει εξαιτίας τού κρυολογήματός της, μετά τη δεξίωση στους κήπους των Ανακτόρων του Μπάκιγχαμ. Με τη γωνία τού ματιού της μπορούσε να δει τον Πίτερ να την επικρίνει, αποκεί, από εκείνη τη γωνία. Εν πάση περιπτώσει, γιατί τα έκανε όλα αυτά τα πράγματα; Γιατί ν᾿ αναζητά τα ύψη και μετά να στέκεται μουσκεμένη στη φωτιά; Έτσι κι αλλιώς μπορεί να την καταβρόχθιζε! Να την έκανε στάχτη! Προτιμότερο οτιδήποτε άλλο, καλύτερα να κραδαίνει ένας άνθρωπος τη δάδα του και να την πετάξει στη γη, παρά να χάνεται και να σβήνει σαν άλλη Έλι Χέντερσον! Απίθανα πώς κατόρθωνε ο Πίτερ να τη φέρνει σ᾿ αυτή την κατάσταση απλώς και μόνα με το να μπαίνει και να στέκεται σε μια γωνία. Την έκανε να βλέπει τον εαυτό της· να υπερβάλλει. Ήταν ηλίθιο. Μα γιατί ήρθε, λοιπόν, μόνο και μόνο για να είναι επικριτικός; Γιατί να παίρνει πάντα και να μην δίνει ποτέ; Γιατί να μην ρισκάρει ένας άνθρωπος μια θεωριούλα του; Να τoς, απομακρυνόταν, κι έπρεπε να τού μιλήσει. Αλλά δεν θα έβρισκε την ευκαιρία. Έτσι είναι η ζωή — ταπείνωση, απάρνηση. Ο λόρδος Λέξαμ έλεγε πως η σύζυγός του δεν ήθελε να φορέσει τη γούνα της στη δεξίωση στα Ανάκτορα, γιατί «αγαπητή μου, εσείς οι κυρίες είστε ίδιες» — η λαίδη Λέξαμ ήταν τουλάχιστον εβδομήντα πέντε ετών! Ήταν σκέτη απόλαυση να κανακεύουν ο ένας τον άλλον αυτοί οι δύο ηλικιωμένοι. Τής άρεσε πραγματικά αυτός ο ηλικιωμένος λόρδος. Το πίστευε πραγματικά ότι η δεξίωσή της ήταν σημαντική και την αρρώσταινε να ξέρει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ότι γινόταν πληκτική. Οποιαδήποτε έκρηξη, οποιοσδήποτε τρόμος, οτιδήποτε ήταν προτιμότερο από ανθρώπους που περιφέρονταν άσκοπα, στέκονταν μαζεμένοι σε μια γωνιά σαν την Έλι Χέντερσον και δεν έμπαιναν καν στον κόπο να κρατήσουν το κορμί τους στητό.
Μαλακά η κίτρινη κουρτίνα με τα παραδείσια πουλιά ανέμισε προς τα μέσα, και φάνηκε σαν να μπήκε ένα σμήνος φτερά στην αίθουσα, κι έπειτα τραβήχτηκε πάλι πίσω. (Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά). Είχε ρεύμα, αναρωτήθηκε η Έλι Χέντερσον; Είχε την τάση να κρυολογεί εύκολα. Αλλά δεν είχε σημασία που θα ήταν συναχωμένη και θα φτερνιζόταν αύριο· τις κοπέλες με τους γυμνούς ώμους σκεφτόταν, την είχε εκπαιδεύσει να σκέφτεται τούς άλλους ο γέρος πατέρας της, ένας ανάπηρος, πρώην ιερέας στο Μπόρτον, πεθαμένος τώρα πια· και τα κρυολογήματά της δεν κατέβαιναν ποτέ στο στήθος. Τις κοπέλες σκεφτόταν, τις νέες κοπέλες με τους γυμνούς ώμους, η ίδια πάντα ήταν υποψία γυναίκας, με αδύναμα μαλλιά και ισχνό προφίλ· αν και τώρα που είπε περάσει τα πενήντα, είχε αρχίσει να λάμπει από μέσα της μια αδύναμη αχτίδα, κάτι εξαγνισμένο που άγγιξε τη διάκριση, ύστερα από τόσα χρόνια αυταπάρνησης, που όμως επισκιάστηκε πάλι, για πάντα, από τη αγωνιώδη προσπάθεια να δείχνει αριστοκρατική, τον πανικό της που προερχόταν απ᾿ το εισόδημα των τριακοσίων λιρών και το γεγονός ότι δεν διέθετε εφόδια για να κερδίσει μια δεκάρα παραπάνω· αυτά την έκαναν συνεσταλμένη, χρόνο με το χρόνο τής αφαιρούσαν την ικανότητα να συναντά καλοντυμένους ανθρώπους, οι οποίοι το έκαναν αυτό κάθε βράδυ, λέγοντας απλώς στις υπηρέτριές τους «θα φορέσω αυτό κι αυτό», ενώ η Έλι Χέντερσον έβγαινε στους δρόμους γεμάτη άγχος κι αγόραζε φτηνά ροζ λουλούδια, μισή ντουζίνα, κι έπειτα έριχνε μια εσάρπα πάνω απ᾿ το παλιό μαύρο φόρεμά της. Γιατί η πρόσκληση για το πάρτι τής Κλαρίσα είχε φτάσει την τελευταία στιγμή. Αυτό δεν τη χαροποίησε πολύ. Είχε ένα προαίσθημα ότι η Κλαρίσα δεν είχε σκοπό να την καλέσει φέτος.
Και γιατί να την καλέσει εξάλλου; Δεν υπήρχε λόγος, αν εξαιρούσες το γεγονός πως γνωρίζονταν τόσα χρόνια. Ουσιαστικά, ήταν ξαδέρφες. Αλλά όπως ήταν φυσικό είχαν χαθεί, η Κλαρίσα ήταν τόσο περιζήτητη. Γι᾿ αυτήν ήταν μεγάλο γεγονός να πάει σε δεξίωση. Και μόνο να βλέπει τα όμορφα ρούχα ήταν πραγματική απόλαυση. Η Ελίζαμπεθ δεν ήταν αυτή, μεγάλωσε πια, με τα μαλλιά της χτενισμένα μοντέρνα, με το ροζ φόρεμα; Δεν θα πρέπει να ήταν πάνω από δεκαεπτά. Ήταν όμορφη, πολύ όμορφη. Αλλά απ᾿ ό,τι φαινόταν τα κορίτσια δεν φορούσαν πια λευκά στην πρώτη τους δεξίωση, όπως παλιά. (Πρέπει να θυμηθεί τα πάντα για να τα πει στην Ίντιθ.) Οι κοπέλες φορούσαν ίσια φορέματα, στενά φορέματα που σταματούσαν αρκετά πάνω απ᾿ τον αστράγαλο. Δεν ήταν και πολύ κατάλληλο αυτό το μήκος, σκέφτηκε.
Κι επειδή είχε όραση μειωμένη, η Έλι Χέντερσον τέντωνε διαρκώς το λαιμό της μπροστά και δεν την ένοιαζε που δεν είχε κάποιον να μιλήσει (δεν γνώριζε σχεδόν κανέναν εκεί), επειδή τής έφτανε να παρατηρεί τόσο ενδιαφέροντες ανθρώπους· πολιτικοί προφανώς· φίλοι του Ρίτσαρντ Νταλογουέι· όμως ο ίδιος ο Ρίτσαρντ αισθάνθηκε ότι δεν μπορούσε να αφήσει αυτά το κακόμοιρο το πλάσμα να στέκεται εκεί μόνο του όλο το βράδυ.
«Λοιπόν, Έλι, πώς περνάς;» τη ρώτησε με τον γνωστό καλοσυνάτο τρόπο του κι η Έλι Χέντερσον, που, αμήχανη κοκκίνισε κι ένιωσε πως ήταν εξαιρετικά ευγενικό εκ μέρους του να έρθει να τής μιλήσει, είπε πως πολλοί άνθρωποι ενοχλούνται περισσότερο από τη ζέστα παρά απ᾿ το κρύο.
«Πράγματι» είπε ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι «Ναι».
Αλλά τι άλλο να πει κανείς;
«Γεια σου, Ρίτσαρντ» είπε κάποιος, πιάνοντάς τον απ᾿ τον ώμο και, Θεέ και Κύριε, να τος μπροστά του ο Πίτερ, ο Πίτερ Γουόλς, ο φίλος απ᾿ τα παλιά. Πόσο χαρούμενος ήταν που τον έβλεπε — πόσο χαιρόταν που τον έβλεπε! Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Κι απομακρύνθηκαν μαζί διασχίζοντας την αίθουσα, χτυπώντας ο ένας τον άλλο στην πλάτη, σαν να είχαν καιρό να συναντηθούν, σκέφτηκε η Έλι Χέντερσον, βλέποντάς τους να φεύγουν, βέβαιη πως ήξερε το πρόσωπο τού άντρα. Ένας άντρας ψηλός, μεσήλικας, όμορφα μάτια, σκούρα καστανά, με γυαλιά, έμοιαζε πολύ στον Τζον Μπάροουζ. Σίγουρα θα τον ήξερε η Ίντιθ.
Η κουρτίνα με το σμήνος των παραδείσιων πουλιών ανέμισε πάλι προς τα μέσα. Κι η Κλαρίσα είδε — είδε τον Ραλφ Λάιον να τη σπρώχνει πίσω και να συνεχίζει την κουβέντα του. Ώστε δεν θα ήταν αποτυχία τελικά! θα εξελισσόταν καλά τώρα — η δεξίωσή της. Είχε αρχίσει. Είχε ξεκινήσει. Αλλά τίποτε δεν ήταν σίγουρο ακόμη. Προς το παρόν πρέπει να μείνει εκεί. Οι καλεσμένοι έρχονταν κατά κύματα.
Η Κλαρίσα έλεγε έξι επτά λέξεις με καθέναν και μετά οι καλεσμένοι προχωρούσαν, πήγαιναν στις άλλες αίθουσες· τώρα πήγαιναν σε κάτι, όχι στο τίποτε, εφόσον ο Ραλφ Λάιον είχε σπρώξει πίσω την κουρτίνα.
Ωστόσο, εκείνη απ᾿ τη μεριά της κατέβαλλε εξαιρετικά μεγάλη προσπάθεια. Δεν το απολάμβανε. Έμοιαζε να ᾿ναι, θα μπορούσε να ᾿ναι, οποιοσδήποτε και να στέκεται εκεί· οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το κάνει· αλλά αυτόν τον κάποιον τον θαύμαζε λιγάκι, τής ήταν αδύνατον να πάψει να αισθάνεται κατά κάποιον τρόπο, ότι αυτή το πραγματοποίησε όλο αυτό, ότι διαμόρφωνε τη σκηνή, αυτή η κολόνα που ένιωθε να έχει γίνει ο εαυτός της, γιατί παραδόξως είχε ξεχάσει εντελώς την όψη της, αλλά ένιωθε σαν πάσσαλος τοποθετημένος στο κεφαλόσκαλο. Κάθε φορά που έδινε δεξίωση είχε αυτή την εντύπωση πως δεν ήταν ο εαυτός της, ότι από μια άποψη κανείς δεν ήταν αληθινός· αλλά ήταν και πολύ πιο αληθινός, από μια άλλη. Εν μέρει αυτό οφειλόταν, σκεφτόταν η Κλαρίσα, στα ρούχα τους, εν μέρει στο ότι δεν φέρονταν με τον συνηθισμένο τους τρόπο, εν μέρει εξαιτίας τού περιβάλλοντος· είχες τη δυνατότητα να πεις πράγματα που δεν θα μπορούσες να πεις αλλιώς, πράγματα που χρειάζονταν προσπάθεια· είχες τη δυνατότητα να πας βαθύτερα. Αλλά όχι εκείνη· όχι ακόμη πάντως.
«Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω!» είπε. Ο αγαπητός ηλικιωμένος σερ Χάρι! Αυτός γνώριζε τους πάντες.
Και το πιο περίεργο ήταν η εντύπωση που είχε όσο ανέβαιναν τη σκάλα ο ένας μετά τον άλλο, η κυρία Μάουντ και η Σίλια, ο Χέρμπερτ Έινστι, η κυρία Ντέικερς — ω, και η λαίδη Μπρούτον!
«Τι καλά που ήρθατε!» είπε και το εννοούσε — παράξενα έτσι όπως στεκόταν εκεί να βλέπει τoύς καλεσμένους να περνούν, να περνούν ο ένας μετά τον άλλο, κάποιοι γερασμένοι, κάποιοι...
Τι όνομα είπε; Λαίδη Ρόσετερ; Ποια στο καλό ήταν αυτή η λαίδη Ρόσετερ;
«Κλαρίσα!» Αυτή η φωνή! Η Σάλι Σίτον! Ήταν η Σάλι Σίτον! ύστερα από τόσα χρόνια! Ξεπρόβαλε μέσα από μια θολούρα. Δεν έμοιαζε καθόλου με την παλιά Σάλι, τότε που τής κρατούσε η Κλαρίσα το δοχείο με το ζεστό νερό! Σκέψου, η Σάλι στο σπίτι της! Στο σπίτι της! Δεν έμοιαζε καθόλου!
Έπεσαν η μια στην αγκαλιά τής άλλης, αμήχανες, γελώντας, οι λέξεις ξεχύθηκαν — περαστική απ᾿ το Λονδίνο· έμαθα για τη δεξίωση από την Κλάρα Χέιντον· τι ευκαιρία να σε δω! Κι έτσι ήρθα και χώθηκα — χωρίς πρόσκληση...
Μπορούσε να ακουμπήσει κάτω το δοχείο με το ζεστό νερό, ήρεμη, ατάραχη. Είχε χάσει την παλιά της αίγλη. Αλλά ήταν εκπληκτικό να τη βλέπει ξανά, μεγαλύτερη, πιο ευτυχισμένη, λιγότερο όμορφη. Φίλησαν η μια την άλλη, πρώτα το ένα μάγουλο, μετά το άλλο, δίπλα στην είσοδο τού σαλονιού, κι η Κλαρίσα, κρατώντας το χέρι της Σάλι, γύρισε και είδε τα δωμάτια τού σπιτιού της γεμάτα, άκουσε το βουητό απ᾿ τις φωνές, είδε τα κηροπήγια, τις κουρτίνες που ανέμιζαν και τα τριαντάφυλλα που τής είχε φέρει ο Ρίτσαρντ.
«Έχω πέντε αγόρια ως εκεί πάνω» είπε η Σάλι.
Είχε την πιο απλή μορφή εγωισμού, την πιο φανερή επιθυμία να τη θεωρούν πάντα πρώτη, κι η Κλαρίσα την αγαπούσε που εξακολουθούσε να είναι έτσι. «Δεν το πιστεύω!» φώναξε, λάμποντας από χαρά στη σκέψη τού παρελθόντος.
Αλίμονο, ο Γουίλκινς· την ήθελε ο Γουίλκινς· ο Γουίλκινς ανήγγειλε με την κυριαρχική φωνή τής εξουσίας, σαν να έπρεπε να νουθετήσει κάποιος όλη την παρέα και να αφαιρέσει την επιπολαιότητα από την οικοδέσποινα, ένα όνομα:
«Ο Πρωθυπουργός» είπε ο Πίτερ Γουόλς.
Ο Πρωθυπουργός; Αλήθεια; Η Έλι Χέντερσον αγαλλίασε. Τι θα έλεγε στην Ίντιθ!
Δεν μπορούσες να τον κοροϊδέψεις. Φαινόταν τόσο συνηθισμένος. Θα μπορούσες να τον συναντήσεις πίσω από έναν πάγκο εκεί που αγόραζες μπισκότα — ο καημένος, σφιγμένος μέσα σε χρυσές δαντέλες. Και για να είμαστε δίκαιοι μαζί του, ήταν πολύ καλός καθώς πήγαινε από παρέα σε παρέα για να χαιρετήσει, πρώτα συνοδευόμενος από την Κλαρίσα, ύστερα από τον Ρίτσαρντ. Πάσχιζε να φαίνεται κάποιος. Ήταν διασκεδαστικό να παρατηρείς την κατάσταση. Δεν τον κοιτούσε κανείς. Απλώς συνέχιζαν να μιλάνε, ωστόσο ήταν πασιφανές πως ήξεραν όλοι, το ένιωθαν ως το μεδούλι τους, ότι περνούσε από δίπλα τους η υψηλότητά του· το σύμβολο αυτού που όλοι μαζί αντιπροσώπευαν, τής αγγλικής κοινωνίας. Η ηλικιωμένη λαίδη Μπρούτον, κι αυτή φαινόταν υπέροχη, ένα σώμα γεροδεμένο, τυλιγμένο σε δαντέλες, ξεχώρισε απ᾿ το πλήθος, κι αποσύρθηκαν σ᾿ ένα δωματιάκι, που αμέσως τέθηκε υπό παρακολούθηση, ενώ αναταραχή, σούσουρο, πλανήθηκε ελεύθερα στην ατμόσφαιρα: ο Πρωθυπουργός!
Θεέ μου, ο σνομπισμός των Άγγλων! σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς που στεκόταν στη γωνία. Πόσο τούς αρέσει να ντύνονται με χρυσές δαντέλες και να αποδίδουν τιμές! Να! Αυτός πρέπει να είναι —μα τον Δία αυτός είναι— ο Χιου Γουίτμπρεντ, σαν το σκυλί μυρίζει τους χώρους απ᾿ όπου έχουν περάσει οι σπουδαίοι, πολύ πιο παχύς, ασπρισμένος, ο αξιοθαύμαστος Χιου!
Πάντα έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία, σκέφτηκε ο Πίτερ, προνομιούχο αλλά μυστικοπαθές πλάσμα, έκρυβε μυστικά που ήταν ικανός να πεθάνει για να υπερασπιστεί, παρόλο που συχνά ήταν χαζοκουβέντες που έλεγε κάποιος λακές τού παλατιού και θα τις διάβαζες στις εφημερίδες την επομένη. Αυτά ήταν τα παιχνιδάκια του, τα στολιδάκια του, και παίζοντας μαζί τους είχε ασπρίσει, είχε φτάσει στο χείλος των γηρατειών, απολαμβάνοντας το σεβασμό και τη στοργή όσων είχαν το προνόμιο να γνωρίζουν αυτό το είδος τού Άγγλου που έχει βγει από μεγάλο ιδιωτικό σχολείο. Αναπόφευκτα τα σκεφτόσουν αυτά τα πράγματα για τον Χιου· αυτό ήταν το στιλ του· το στιλ των αξιοθαύμαστων γραμμάτων που είχε διαβάσει ο Πίτερ στους Τάιμς χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και πάντα ευχαριστούσε τον θεό που βρισκόταν μακριά απ᾿ αυτήν τη βλαβερή βαβούρα, ακόμα κι αν κατέληγε να ακούει τη φλυαρία τών μπαμπουίνων και τους ινδούς εργάτες να χτυπάνε τις γυναίκες τους. Γεμάτος δουλοπρέπεια στεκόταν δίπλα του ένας νεαρός με πρασινωπό δέρμα, σίγουρα απ᾿ το πανεπιστήμιο τής Οξφόρδης ή του Κέιμπριτζ. Αυτόν θα πατρονάριζε, θα τον μυούσε, θα τού δίδασκε πώς ν᾿ ανέβει κοινωνικά. Γιατί στον Χιου δεν άρεσε τίποτε περισσότερο απ᾿ το να κάνει καλοσύνες, να κάνει την καρδιά τών ηλικιωμένων γυναικών να πάλλεται από χαρά που τις σκεφτόταν κάποιος παρά την ηλικία τους, αυτό ήταν το βάσανό τους, νόμιζαν ότι είναι ξεχασμένες, αλλά να που κατέφθανε με το αυτοκίνητο ο αγαπητός Χιου και περνούσαν μια ώρα μιλώντας για το παρελθόν, έφερναν στη μνήμη τους μικροπράγματα, εκείνος επαινούσε το σπιτικό κέικ, παρόλο που ο Χιου μπορεί να έτρωγε κέικ καθημερινά με κάποια δούκισσα, και τώρα που τον κοιτούσε, μάλλον κατέληγε στο συμπέρασμα πως περνούσε πολλές ώρες έτσι ευχάριστα. Ο Κριτής τών πάντων, ο Φιλεύσπλαχνος, μπορεί να τον συγχωρούσε. Ο Πίτερ Γουόλς δεν είχε έλεος. Γιατί πάντα υπάρχουν κακοί, αλλά ο θεός ξέρει ότι τα καθάρματα που πεθαίνουν στην κρεμάλα, γιατί έλιωσαν το κεφάλι μιας κοπέλας στα τρένα, γενικά προξενούν μικρότερο κακό από τον Χιου Γουίτμπρεντ και τις καλοσύνες του! Κοίτα τον τώρα, στις μύτες των ποδιών του, να κουνιέται και να σκύβει μπροστά, με υποκλίσεις και γαλιφιές, καθώς ο Πρωθυπουργός κι η λαίδη Μπρούτον έμπαιναν στην αίθουσα, αφήνοντας όλο τον κόσμο να δει ότι είχε το προνόμιο να πει κάτι, κάτι προσωπικό, στη λαίδη Μπρούτον την ώρα που περνούσε από δίπλα του. Η λαίδη σταμάτησε. Κούνησε το ωραίο γερασμένα κεφάλι της. Προφανώς τον ευχαριστούσε για κάποια εξυπηρέτηση. Διέθετε μια σειρά από κόλακες, χαμηλόβαθμους αξιωματούχους σε κρατικές θέσεις που έσπευδαν να κάνουν τις δουλίτσες της, κι αυτή τούς πρόσφερε μεσημεριανά γεύματα σε αντάλλαγμα. Τι να πεις, είχε τις ρίζες της στον δέκατο όγδοο αιώνα. Και πάλι καλά.
Τώρα η Κλαρίσα συνόδευε τον Πρωθυπουργό της, ως την άλλη άκρη της αίθουσας, με βήμα ανάλαφρο, λαμπερή, με τα γκρίζα αρχοντικά μαλλιά της. Φορούσε σκουλαρίκια κι ασημοπράσινα φόρεμα που τnv έκανε να μοιάζει με γοργόνα. Έμοιαζε να κλυδωνίζεται στα κύματα με τα μαλλιά της πλεγμένα κοτσίδα· είχε ακόμη εκείνο το χάρισμα· να υπάρχει· να υφίσταται· να τα συνοψίζει όλα στη στιγμή που περνούσε από δίπλα σου· γύρισε, η εσάρπα της είχε πιαστεί στο φόρεμα κάποιας κυρίας, την ξέπιασε, γέλασε, κι όλα αυτά με τη μεγαλύτερη άνεση και τη συμπεριφορά ενός πλάσματος που βρίσκεται στο στοιχείο του. Αλλά την είχε αγγίξει το πινέλο του χρόνου· ήρεμη σαν γοργόνα που ατενίζει μέσα στον καθρέφτη της τον ήλιο, που δύει πάνω απ᾿ τα κύματα ένα ξάστερο απόβραδο. Υπήρχε μια υποψία τρυφεράδας· η αυστηρότητά της, η σεμνοτυφία της, η ξύλινη επιφάνειά της είχαν μαλακώσει κι είχε έναν αέρα, καθώς αποχαιρετούσε τον γεροδεμένα άντρα με τις χρυσές δαντέλες που έβαζε τα δυνατά του, καλή του τύχη, να φαίνεται σημαντικός, ανείπωτης μεγαλοπρέπειας· μια εξαιρετική εγκαρδιότητα· σαν να ευχόταν το καλύτερο για τον κόσμο και να έπρεπε τώρα, έχοντας φτάσει στο άκρο και στο χείλος τών πραγμάτων, ν᾿ αποσυρθεί. Αυτό τον έκανε να σκεφτεί. (Αλλά δεν ήταν ερωτευμένος.)
Τι καλός, πραγματικά, σκέφτηκε η Κλαρίσα, ο Πρωθυπουργός, που ήρθε. Και διασχίζοντας την αίθουσα μαζί του, με τη Σάλι να είναι εκεί και τον Πίτερ να είναι εκεί και τον Ρίτσαρντ πολύ ευχαριστημένο, με όλους εκείνους τούς ανθρώπους να έχουν κάπως την τάση, ίσως, να ζηλεύουν, ένιωσε τη μέθη τής στιγμής, τη διαστολή τών νεύρων τής ίδιας τής καρδιάς που έμοιαζε να τρέμει, κυριευμένη από όλα αυτά, ολόρθη· ναι, αλλά τελικά αυτό ένιωθαν και οι άλλοι άνθρωποι· και παρόλο που τής άρεσε κι ένιωθε το ρίγος και το κέντρισμα, αυτές οι ομοιότητες ωστόσο, αυτοί οι θρίαμβοι (ο πολυαγαπημένος Πίτερ, για παράδειγμα, που τη θεωρούσε τόσο εξαιρετική), έκρυβαν μια κενότητα· μακρινά πράγματα ήταν, όχι πράγματα τής καρδιάς· και μπορεί να έφταιγε το ότι γερνούσε, αλλά δεν την ικανοποιούσαν πια όπως παλιά· και ξαφνικά, καθώς παρατηρούσε τον Πρωθυπουργό να κατεβαίνει τη σκάλα, η επίχρυση κορνίζα τού κοριτσιού με το μανσόν στα χέρια —έργο του σερ Τζόσουα Ρέινολντς — ξανάφερε στο μυαλό της απότομα την εικόνα της Κίλμαν· τής γυναίκας που ήταν εχθρός της. Αυτό την ικανοποιούσε· ήταν πραγματικό. Πόσο τη μισούσε — τη φανατική, την υποκρίτρια, τη διεφθαρμένη· με όλη της τη δύναμη, που είχε ξελογιάσει την Ελίζαμπεθ· τη γυναίκα που είχε τρυπώσει για να κλέψει και να μολύνει (ο Ρίτσαρντ θα έλεγε, ανοησίες!). Τη μισούσε: την αγαπούσε. Τους εχθρούς θέλεις, όχι τους φίλους —όχι την κυρία Ντουράντ και την Κλάρα, τον σερ Γουίλιαμ και τή λαίδη Μπράντσο, τη δεσποινίδα Τρούλοκ και την Έλινορ Γκίμπσον (τούς οποίους είδε ν᾿ ανεβαίνουν τη σκάλα). Ας έρχονταν να τη βρουν αν την ήθελαν. Εκείνη θα επέστρεφε στη δεξίωση!
Να ο παλιός φίλος, ο σερ Χάρι.
«Για ποιο πράγμα γελάτε;» τον ρώτησε. Αλλά όχι. Ο σερ Χάρι δεν μπορούσε να πει στην Κλαρίσα Νταλογουέι (όσο κι αν του άρεσε· από τις γυναίκες τού τύπου της τη θεωρούσε τέλεια κι απειλούσε να τη ζωγραφίσει) τις ιστορίες του από τη σκηνή τού μιούζικ χολ. Την πείραξε για τη δεξίωσή της. Πολύ τού λείπει το μπράντι. Αυτοί οι κύκλοι, είπε, είναι ανώτεροι απ᾿ αυτόν. Αλλά τού άρεσε η Κλαρίσα· τη σεβόταν, παρά τον απαίσιο, δύσκολο καθωσπρεπισμό τής ανώτερης τάξης που τη χαρακτήριζε, και τον εμπόδιζε να τής ζητήσει να καθίσει στα γόνατά του. Και τότε ήρθε προς το μέρος τους εκείνη η περιπλανώμενη οπτασία, ο φωσφορισμός, η ηλικιωμένη κυρία Χίλμπερι, απλώνοντας τα χέρια της στη ζεστασιά του γέλιου του, που, έτσι όπως το άκουσε αυτό το γέλιο απ᾿ την άλλη άκρα της αίθουσας, φάνηκε να την ανακουφίζει σχετικά μ᾿ ένα θέμα που την απασχολούσε μερικές φορές, όταν ξυπνούσε νωρίς το πρωί και δεν ήθελε να φωνάξει την καμαριέρα της, να τής φέρει ένα φλιτζάνι τσάι: την βεβαιότητα του θανάτου.
«Δεν θέλουν να μας πουν τις ιστορίες τους» είπε η Κλαρίσα.
Αγαπητή μου Κλαρίσα!» αναφώνησε η κυρία Χίλμπερι. Πόσο μοιάζει απόψε, είπε, με τη μητέρα της, την πρώτη φορά που την είδε να περπατά σε κάποιον κήπο φορώντας ένα γκρίζο καπέλο.
Τα μάτια της Κλαρίσα γέμισαν δάκρυα. Η μητέρα της να περπατά σε κάποιον κήπο! Δυστυχώς πρέπει να τούς αφήσει.
Γιατί ο καθηγητής Μπράιαρλι, ειδικός στον Τζον Μίλτον, μιλούσε στον μικροκαμωμένο Τζιμ Χάτον (ο οποίος αδυνατούσε ακόμα και σε μια δεξίωση σαν αυτή να φορέσει σωστά γραβάτα και γιλέκο ή να έχει τα μαλλιά του στρωμένα), και ήδη από αυτή την απόσταση μπορούσε να διακρίνει ότι τσακώνονταν. Ο καθηγητής ήταν εξαιρετικά περίεργη περίπτωση. Με όλα αυτά τα διπλώματα, τις τιμητικές διακρίσεις, τη θέση του στο πανεπιστήμιο, όποτε βρισκόταν με συγγραφείς τής σειράς, το υποψιαζόταν αμέσως όταν το κλίμα δεν ήταν ευνοϊκό απέναντι στο παράξενα σύνολό του· στην ευρυμάθεια και τη συστολή του· στην παγερή γοητεία του που δεν είχε ίχνος εγκαρδιότητας· στο συνδυασμό αθωότητας και υπεροψίας· έτρεμε αν αντιλαμβανόταν, από τα αφρόντιστα μαλλιά μιας κυρίας, τις μπότες ενός νεαρού, ότι είχε να κάνει με ένα κοινό κατώτερης σειράς, αναμφίβολα πολύ αξιέπαινο, αποτελούμενο από επαναστάτες, από παθιασμένους νέους· από εκκολαπτόμενες ιδιοφυίες, και υπαινισσόταν, με μια κλίση του κεφαλιού κι ένα ξεφύσημα, την αξία τής μετριοπάθειας· μιας κάποιας ενασχόλησης με τους κλασικούς για να μπορούν να εκτιμήσουν τον Μίλτον. Ο καθηγητής Μπράιαρλι (το έβλεπε η Κλαρίσα) δεν τα πήγαινε καλά με τον μικροκαμωμένο Τζιμ Χάτον (που φορούσε κόκκινες κάλτσες, οι μαύρες ήταν άπλυτες) στο θέμα του Μίλτον. Τούς διέκοψε.
Είπε πως τής αρέσει ο Μπαχ. Και στον Χάτον άρεσε. Αυτός ήταν ο σύνδεσμός τους, κι ο Χάτον (που ήταν πολύ κακός ποιητής) πάντα πίστευε πως η κυρία Νταλογουέι ήταν σαφώς η καλύτερη απ᾿ όλες τις αριστοκράτισσες που ενδιαφέρονταν για την τέχνη. Η αυστηρότητά της, τού φαινόταν πολύ παράξενη. Όσον αφορά τη μουσική ήταν εντελώς ουδέτερη. Μάλλον ηθικολογούσε. Αλλά ήταν χάρμα οφθαλμών! Έφτιαχνε τόσο ωραία ατμόσφαιρα στο σπίτι της. με εξαίρεση κάτι καθηγητές. Η Κλαρίσα το είχε σχεδόν αποφασίσει να τον αρπάξει και να τον βάλει στο πιάνο στην άλλη αίθουσα. Έπαιζε εξαίσια.
«Αλλά έχει θόρυβο!» είπε η Κλαρίσα. «Πολύ θόρυβο!» «Δείγμα μιας πετυχημένης δεξίωσης». Με μια αβρή κίνηση τού κεφαλιού ο καθηγητής απομακρύνθηκε διακριτικά.
«Δεν υπάρχει κάτι που να μην ξέρει για τον Μίλτον» είπε η Κλαρίσα.
«Σοβαρώς;» είπε ο Χάτον, που είχε σκοπό να μιμείται τον καθηγητή σε όλο τον κόσμο στο Χάμπστεντ: τον καθηγητή-ειδικό στον Μίλτον· τον καθηγητή-υπέρμαχο της μετριοπάθειας· τον καθηγητή που απομακρύνθηκε διακριτικά.
Αλλά πρέπει να μιλήσει σ᾿ εκείνα το ζευγάρι, είπε η Κλαρίσα, τον λόρδο Γκέιτον και τη Νάνσι Μπλόου.
Είχα σκοπό να χορέψουμε» είπε η Κλαρίσα.
Γιατί οι νέοι δεν μπορούσαν να μιλάνε. Γιατί θα έπρεπε εξάλλου; Να φωνάζουν, να αγκαλιάζονται, να στριφογυρίζουν, να ξυπνούν την αυγή· να πηγαίνουν ζάχαρη στα άλογα· να φιλούν και να χαϊδεύουν τη μουσούδα αξιολάτρευτων σκυλιών κι έπειτα, ριγώντας να ξεχύνονται, να βουτάνε και να κολυμπούν. Αλλά τα τεράστια αποθέματα τής αγγλικής γλώσσας, η δύναμη που σου δίνει να μεταφέρει τα συναισθήματά σου, εντέλει, (στην ηλικία τους η Κλαρίσα κι ο Πίτερ θα συζητούσαν όλο το βράδυ) δεν ήταν γι᾿ αυτούς. Θα καταστάλαζαν νωρίς. Θα ήταν καλοί με τους ανθρώπους στο κτήμα τους, αλλά μόνοι τους θα ήταν, ίσως, βαρετοί.
«Τι κρίμα!» είπε. Είχα την ελπίδα πως θα χορεύαμε».
Ήταν θαυμάσιο εκ μέρους τους που ήρθαν. Αλλά πού να γίνει λόγος για χορό. Οι αίθουσες ήταν ασφυκτικά γεμάτες.
Να η ηλικιωμένη θεία Χέλενα τυλιγμένη στην εσάρπα της. Δυστυχώς, πρέπει να τους αφήσει — τον λόρδο Γκέιτον και τη Νάνσι Μπλόου. Να η δεσποινίς Πάρι, η θεία της.
Γιατί η δεσποινίς Χέλενα Πάρι δεν είχε πεθάνει: η δεσποινίς Πάρι βρισκόταν εν ζωή. Είχε περάσει τα ογδόντα. Ανέβαινε τις σκάλες αργά, με μπαστούνι. Την έβαζαν να κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι (ο Ρίτσαρντ το είχε φροντίσει αυτό). Δεν παρέλειπαν ποτέ να τής παρουσιάσουν όλους τους ανθρώπους που ήξεραν, τη Βιρμανία τη δεκαετία του 1870. Πού είχε πάει ο Πίτερ; Ήταν τόσο καλοί φίλοι στο παρελθόν. Γιατί κάθε φορά που αναφερόταν η Ινδία, ή έστω η Κεϋλάνη, τα μάτια της (μόνο το ένα ήταν γυάλινο) σιγά σιγά βάθαιναν, γίνονταν μπλε, ατένιζαν, όχι ανθρώπους — δεν είχε τρυφερές αναμνήσεις, ψευδαισθήσεις υπερηφάνειας για Αντιβασιλείς, Στρατηγούς, Ανταρσίες —, ορχιδέες έβλεπαν και περάσματα στα βουνά, τον εαυτό της να τον κουβαλάνε στην πλάτη τους υπηρέτες τη δεκαετία του 1860 στις ακατοίκητες κορυφές· ή να κατεβαίνει να ξεριζώσει ορχιδέες (τι εκπληκτικοί ανθοί, δεν είχε ξαναδεί παρόμοιους) για να τις ζωγραφίσει με νερομπογιές· μια ακατάβλητη Αγγλίδα που δυσφορούσε όταν χαλούσε την ηρεμία της ο πόλεμος για παράδειγμα, που έριξε μια βόμβα στο κατώφλι της, την ηρεμία της για να μπορεί να συλλογίζεται τις ορχιδέες και τον εαυτό της στα ταξίδια της δεκαετίας εκείνης στην Ινδία — μα να τος ο Πίτερ.
Έλα να μιλήσεις στη θεία Χέλενα για τη Βιρμανία» είπε η Κλαρίσα.
Κι όμως δεν είχε ανταλλάξει κουβέντα μαζί της όλο το βράδυ!
«θα τα πούμε αργότερα» είπε η Κλαρίσα οδηγώντας τον στη θεία Χέλενα, με τη λευκή εσάρπα, το μπαστούνι.
«Ο Πίτερ Γουόλς, είπε η Κλαρίσα.
Δεν τής έλεγε τίποτε το όνομα.
Η Κλαρίσα την είχε προσκαλέσει. Ήταν κουραστική η δεξίωση· είχε θόρυβο· αλλά αφού την είχε προσκαλέσει η Κλαρίσα. Κρίμα που ζούσαν στο Λονδίνο — ο Ρίτσαρντ κι η Κλαρίσα. Και μόνα για την υγεία της, θα ήταν καλύτερα να ζουν στην εξοχή. Αλλά η Κλαρίσα δεν μπορούσε να μείνει μακριά απ᾿ τον κόσμο.
«Ήταν στην Βιρμανία» είπε η Κλαρίσα.
Α! Tής ήταν αδύνατο να μην θυμηθεί τι είχε πει ο Δαρβίνος για το βιβλιαράκι της για τις ορχιδέες της Βιρμανίας.
(Η Κλαρίσα πρέπει να μιλήσει στη λαίδη Μπρούτον.)
Xωρίς αμφιβολία έχει ξεχαστεί πια το βιβλίο της για τι ορχιδέες της Βιρμανίας, αλλά είχε κάνει τρεις εκδόσεις πριν από το 1870, είπε στον Πίτερ. Τώρα τον θυμήθηκε. Ήταν στο Μπόρτον (και την είχε παρατήσει σύξυλη, θυμήθηκε ο Πίτερ Γουόλς,) χωρίς να πει μια λέξη, στο σαλόνι εκείνη τη νύχτα που η Κλαρίσα τού ζήτησε να πάει μαζί τους βαρκάδα).
«Ο Ρίτσαρντ ευχαριστήθηκε τόσο πολύ το γεύμα» είπε η Κλαρίσα στη λαίδη Μπρούτον.
«Ο Ρίτσαρντ μού πρόσφερε την μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια» απάντησε η λαίδη Μπρούτον. «Με βοήθησε να γράψω ένα γράμμα. Εσείς πώς είστε;»
«Θαυμάσια!» είπε η Κλαρίσα. (Η λαίδη Μπρούτον σιχαινόταν τις ασθένειες στις γυναίκες των πολιτικών.)
«Να κι ο Πίτερ Γουόλς!» είπε η λαίδη Μπρούτον (ποτέ δεν μπορούσε να βρει κάτι να πει στην Κλαρίσα, παρόλο που τη συμπαθούσε. Είχε πολλά καλά στοιχεία· αλλά δεν είχαν κάτι κοινό — η ίδια και η Κλαρίσα. Μπορεί να ήταν καλύτερα να είχε παντρευτεί ο Ρίτσαρντ μια γυναίκα λιγότερο γοητευτική, που θα τον βοηθούσε, όμως, περισσότερο στη δουλειά του. Είχε χάσει την ευκαιρία του να γίνει υπουργός).
«Να ο Πίτερ Γουόλς!» είπε, σφίγγοντας το χέρι τού συμπαθούς αμαρτωλού, αυτού τού τόσο ικανού ανθρώπου, που θα έπρεπε να είχε φροντίσει να διαπρέψει, αλλά δεν το έκανε (πάντα είχε μπλεξίματα με γυναίκες), και, φυσικά, η ηλικιωμένη δεσποινίς Πάρι. Υπέροχη κυρία!
Η λαίδη Μπρούτον στάθηκε δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι, σαν φάντασμα μαυροντυμένου γρεναδιέρου, και κάλεσε τον Πίτερ Γουόλς σε γεύμα· ήταν εγκάρδια αλλά δεν άρχισε να λέει τα τετριμμένα, δεν θυμόταν τίποτε για τη χλωρίδα και την πανίδα την Ινδίας. Έχει πάει εκεί, φυσικά· επισκέφτηκε τους τρεις Αντιβασιλείς· θεωρεί ορισμένους ινδούς πολίτες εξαιρετικά θαυμάσιους ανθρώπους· αλλά τι τραγωδία — η κατάσταση τής Ινδίας! Ο Πρωθυπουργός πριν από λίγο τής έλεγε (η δεσποινίς Πάρι τυλίχτηκε σφιχτά στην εσάρπα της, διόλου δεν την ένοιαζε τι τής έλεγε λίγο πριν ο Πρωθυπουργός), και η λαίδη Μπρούτον θα ήθελε τη γνώμη τού Πίτερ Γουόλς σ᾿ αυτό το θέμα, αφού μόλις είχε έρθει από εκεί, κι εκείνη θα φρόντιζε να τον συναντήσει ο σερ Σάμπσον, γιατί πραγματικά δεν κλείνει μάτι τα βράδια μ᾿ αυτή την ιστορία, αυτόν τον παραλογισμό, την μοχθηρία, θα μπορούσε να πει, ως κόρη στρατιωτικού που είναι. Ήταν μεγάλη γυναίκα πια, δεν μπορεί να κάνει πολλά. Αλλά το σπίτι της, οι υπηρέτες της, η καλή της η φίλη η Μίλι Μπρας —τη θυμάται εκείνος άραγε;— είναι όλοι διαθέσιμοι και πρόθυμοι αν — αν μπορούν να βοηθήσουν, εν ολίγοις. Γιατί δεν κάνει ποτέ λόγο για την Αγγλία, αλλά αυτό το νησί τών ανθρώπων, αυτή η πολυαγαπημένη χώρα, κυλά μαζί με το αίμα στις φλέβες της (χωρίς να διαβάζει Σαίξπηρ), κι αν μπορούσε ποτέ γυναίκα να φορέσει κράνος και να εκτοξεύει βέλη, να είναι επικεφαλής στρατευμάτων που επιτίθενται, να διοικεί με ακατάλυτη δικαιοσύνη ορδές βαρβάρων ώσπου να την ξαπλώσουν κάτω από μια ασπίδα σε κάποια εκκλησία ή να τη βάλουν σ᾿ έναν καταπράσινο τύμβο σε κάποια αρχέγονη βουνοπλαγιά, αυτή η γυναίκα θα ήταν σίγουρα η Μίλισεντ Μπρούτον. Στερημένη από αυτό το δικαίωμα λόγω τού φύλου της κι εξαιτίας τής αμέλειάς της ν᾿ αναπτύξει τις λογικές της ικανότητες (το βρίσκει αδύνατο να γράψει ένα γράμμα στους Τάιμς), έχει πάντα στη σκέψη της την Αυτοκρατορία, και από τη στενή σχέση της με την θεά τού πολέμου, είχε αποκτήσει το ευθυτενές παράστημά της, τη σθεναρή συμπεριφορά της, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να την φανταστεί χώρια, ακόμα και μετά θάνατον, μακριά από τη γη ή τις περιοχές στις οποίες, έστω και με άυλη μορφή, έχει πάψει να κυματίζει η αγγλική σημαία. Να μην είναι Αγγλίδα, έστω και ανάμεσα στους πεθαμένους — όχι, όχι! Αδύνατον!
Μα ήταν πραγματικά αυτή η λαίδη Μπρούτον (την οποία ήξερε από παλιά); Κι αυτός ήταν ο Πίτερ Γουόλς που είχε γκριζάρει; αναρωτήθηκε η λαίδη Ρόσετερ (η Σάλι Σίτον τού παρελθόντος). Αυτή ήταν σίγουρα η δεσποινίς Πάρι — η γριά θεία που θύμωνε τόσο πολύ όταν η ίδια έμενε στο Μπόρτον. Ποτέ δεν θα ξεχνούσε που έτρεχε στο διάδρομο γυμνή και τη φώναζε η δεσποινίς Πάρι για να τη μαλώσει! Και η Κλαρίσα! Η, Κλαρίσα! Η Σάλι την άρπαξε απ᾿ το μπράτσο.
Η Κλαρίσα σταμάτησε δίπλα τους.
«Δεν μπορώ να μείνω» είπε, « θα έρθω αργότερα. Περιμένετε» είπε κοιτάζοντας τον Πίτερ και τη Σάλι. Πρέπει να περιμένουν, εννοούσε, μέχρι να φύγουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι.
«θα επιστρέψω» είπε κοιτάζοντας τους παλιούς της φίλους, τη Σάλι και τον Πίτερ, που αντάλλασσαν χειραψία, κι η Σάλι γελούσε, χωρίς αμφιβολία αναπολώντας το παρελθόν.
Όμως η πλούσια μαγευτική φωνή της είχε στεγνώσει· τα μάτια της δεν έλαμπαν όπως παλιά, όταν κάπνιζε πουράκια, όταν έτρεχε στο διάδρομο θεόγυμνη για να πάει να φέρει το νεσεσέρ της, κι η Έλεν Άτκινς ρωτούσε: Κι αν έπεφτε πάνω σε κάποιον κύριο; Αλλά τη συγχωρούσαν όλοι. Είχε κλέψει ένα κοτόπουλο απ᾿ το κελάρι, γιατί πεινούσε το βράδυ· κάπνιζε πουράκια στην κρεβατοκάμαρά της· είχε αφήσει ένα πανάκριβο βιβλίο μέσα στη βάρκα. Αλλά τη λάτρευαν όλοι (εκτός από τον μπαμπά, ίσως). Για τη ζεστασιά της· για τη ζωντάνια της — ζωγράφιζε, έγραφε. Οι γριές στο χωριό ακόμα και σήμερα δεν παρέλειπαν να ρωτήσουν τι κάνει « η φίλη σας με την κόκκινη κάπα που φαινόταν τόσο έξυπνη». Κατηγόρησε τον Χιου Γουίτμπρεντ, άκουσον άκουσον! (να τος, εκεί ήταν ο παλιός της φίλος ο Χιου, μιλούσε με τον πορτογάλο πρέσβη), ότι την είχε φιλήσει στο καπνιστήριο, για να την τιμωρήσει που είπε ότι η γυναίκες πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου. Όπως έχουν και οι πρόστυχοι άντρες, είπε. Η Κλαρίσα θυμόταν ότι έκανε προσπάθειες να την πείσει να μην τον μαρτυρήσει στην οικογενειακή προσευχή — κάτι που ήταν απολύτως ικανή να κάνει με την τόλμη, την απερισκεψία, τη μελοδραματική διάθεσή της, να είναι στο επίκεντρο και να κάνει σκηνές, και σίγουρα ήταν αναπόφευκτη, έτσι πίστευε η Κλαρίσα, κάποια φοβερή τραγωδία που θα σήμαινε το τέλος της· το θάνατό της· το μαρτυρικό τέλος της· αντίθετα, παντρεύτηκε, εντελώς αναπάντεχα, έναν άντρα φαλακρό, με τεράστια μπουτονιέρα, ιδιοκτήτη, όπως έλεγαν, κλωστοϋφαντουργείων στο Μάντσεστερ. Κι είχε πέντε αγόρια!
Η Σάλι κι ο Πίτερ είχαν καθίσει μαζί. Μιλούσαν: ήταν τόσο οικεία εικόνα — να μιλάνε. θα μιλούσαν για το παρελθόν. Με αυτούς τούς δύο (περισσότερο απ᾿ ό,τι με τον Ρίτσαρντ) μοιραζόταν το παρελθόν της· τον κήπο· τα δέντρα· τον παράφωνο γερο-Τζόζεφ Μπράιτκοπφ που τραγουδούσε Μπραμς· την ταπετσαρία τού σαλονιού· τη μυρωδιά απ᾿ τα χαλάκια. Ένα κομμάτι όλων αυτών θα ήταν πάντα η Σάλι· θα ήταν πάντα ο Πίτερ. Αλλά πρέπει να τούς αφήσει. Είχαν έρθει οι Μπράντσο, που τούς αντιπαθούσε. Πρέπει να πάει στη λαίδη Μπράντσο (ντυμένη στα ασημόγκριζα, ισορροπούσε σαν φώκια στην άκρη της δεξαμενής της, πασχίζοντας με τη δυνατή φωνή της να αποκτήσει καμιά πρόσκληση από χέρι αριστοκρατικό, χαρακτηριστική γυναίκα επιτυχημένου άντρα), πρέπει να πάει στη λαίδη Μπράντσο και να πει...
Αλλά η λαίδη Μπράντσο την περίμενε.
Έχουμε αργήσει φρικτά, αγαπητή κυρία Νταλογουέι· καλά καλά δεν τολμούσαμε να μπούμε» είπε.
Κι ο σερ Γουίλιαμ Μπράντσο, που είχε ύφος ανθρώπου πολύ διακεκριμένου, με τα γκρίζα μαλλιά του και τα γαλάζια μάτια του, είπε ναι· αλλά τους ήταν αδύνατον ν᾿ αντισταθούν στο πειρασμό. Μιλούσε στον Ρίτσαρντ, κατά πάσα πιθανότητα για κείνο το νομοσχέδιο που ήθελαν να ψηφιστεί στη Βουλή των Κοινοτήτων. Τι ήταν αυτό πάνω του, που την έκανε να σφιχτεί όταν τον είδε να μιλάει με τον Ρίτσαρντ; Φαινόταν αυτό ακριβώς που ήταν, ένας σπουδαίος γιατρός. Ένας άντρας φημισμένος στον κλάδο του, πανίσχυρος, μάλλον καταβεβλημένος. Για σκέψου τι περιστατικά έβλεπε — ανθρώπους βυθισμένους στην δυστυχία· ανθρώπους στο χείλος της παραφροσύνης· τούς συζύγους και τις συζύγους. Αναγκαζόταν να παίρνει αποφάσεις σε θέματα φρικτό δύσκολα. Ωστόσο — αυτό που ένιωθε η Κλαρίσα ήταν πως σε κανέναν δεν θα άρεσε να τον δει ο σερ Γουίλιαμ δυστυχισμένο. Όχι· όχι ο άντρας αυτός.
«Τι κάνει ο γιος σας στο Ίτον;» ρώτησε τη λαίδη Μπράντσο.
Μόλις έχασε τις εισαγωγικές στο γυμνάσιο, είπε η λαίδη Μπράντσο, εξαιτίας τής παρωτίτιδας. Ο πατέρας του στεναχωρήθηκε περισσότερο απ᾿ τον ίδιο, πιστεύει, «καθώς δεν είναι» είπε «παρά ένα μεγάλο παιδί κι ο ίδιος».
Η Κλαρίσα κοίταξε τον σερ Γουίλιαμ που μιλούσε στον Ρίτσαρντ. Δεν έμοιαζε καθόλου με παιδί — κάθε άλλο. Είχε πάει κάποτε να τον επισκεφτεί μαζί με κάποιον για να ζητήσει τη συμβουλή του. Ο γιατρός είχε απόλυτο δίκιο· ήταν εξαιρετικά λογικός. Αλλά, θεέ μου — τι ανακούφιση ήταν αυτή όταν ξαναβγήκαν στο δρόμο! Υπήρχε ένα κακόμοιρο πλάσμα που έκλαιγε με λυγμούς, θυμόταν τώρα, στην αίθουσα αναμονής. Αλλά δεν ήξερε τι κακό είχε ο σερ Γουίλιαμ· τι ακριβώς δεν της άρεσε. Μόνο ο Ρίτσαρντ συμφώνησε μαζί της, «δεν μου άρεσε η γεύση του, δεν μου άρεσε η μυρωδιά του». Ωστόσο ήταν εξαιρετικά ικανός άνθρωπος. Συζητούσαν γι᾿ αυτό το νομοσχέδιο. Ανέφερε κάποιο περιστατικό, χαμηλώνοντας τη φωνή του. Είχε σχέση με ό,τι έλεγε νωρίτερα, για τις παρατεταμένες επιπτώσεις από το σοκ των βομβαρδισμών. Θα έπρεπε να υπάρχει κάποια πρόβλεψη στο νομοσχέδιο.
Χαμηλώνοντας τη φωνή της και τραβώντας την κυρία Νταλογουέι στο καταφύγιο της κοινής γυναικείας φύσης τους, την κοινή υπερηφάνεια για τις λαμπρές επιδόσεις τών συζύγων και τη θλιβερή τάση τους να εργάζονται υπερβολικά, η λαίδη Μπράντσο (τι χαζούλα, η κακομοίρα, ούτε να την αντιπαθήσεις δεν μπορούσες) μουρμούριζε πως «τη στιγμή που φεύγαμε, κάλεσαν το σύζυγό μου στο τηλέφωνο, μια πολύ θλιβερή περίπτωση. Ένας νεαρός (αυτό λέει ο σερ Γουίλιαμ στον κύριο Νταλογουέι) είχε αυτοκτονήσει. Είχε υπηρετήσει στο στρατό». Αχ, σκέφτηκε η Κλαρίσα, να γίνεται λόγος για θάνατο στα μισά της δεξίωσής μου.
Πήγε στο δωματιάκι όπου είχε καταφύγει ο Πρωθυπουργός με τη λαίδη Μπρούτον. Ίσως έβρισκε κάποιον εκεί. Αλλά δεν υπήρχε κανείς. Οι καρέκλες είχαν ακόμη επάνω τους το αποτύπωμα από το σώμα του Πρωθυπουργού και της λαίδης Μπρούτον, εκείνη είχε μια κλίση που φανέρωνε σεβασμό, εκείνος είχε καθίσει στητός, αυταρχικά. Μίλησαν για την Ινδία. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Η μαγεία της δεξίωσης σωριάστηκε στο πάτωμα, τόσο παράξενα τής φαινόταν να πηγαίνει εκεί μόνη της στολισμένη.
Τι δουλειά είχαν οι Μπράντσο να κάνουν λόγο για θάνατο στη δεξίωσή της; Ένας νεαρός είχε αυτοκτονήσει. Και μίλησαν γι᾿ αυτό στη δεξίωσή της — οι Μπράντσο μίλησαν για θάνατο. Είχε αυτοκτονήσει — αλλά πώς; Πάντα το βίωνε πρώτα το σώμα της, όταν τής έλεγαν, ξαφνικά, για κάποιο ατύχημα· το φόρεμα φλεγόταν, το κορμί την έκαιγε. Είχε πηδήξει απ᾿ το παράθυρο. Σαν αστραπή ήρθε καταπάνω του το έδαφος· το κορμί του διαπέρασαν προς όλες τις κατευθύνσεις, μωλωπίζοντάς το, οι σκουριασμένες λόγχες. Κι αυτός έμεινε να κείτεται εκεί ακούγοντας ένα γδούπο... ένα γδούπο... ένα γδούπο μέσα στο μυαλό του κι ύστερα τη σκοτεινιά τής ασφυξίας. Έτσι το είδε στο νου της. Μα γιατί το έκανε; Κι οι Μπράντσο έκαναν λόγο γι᾿ αυτό στη δεξίωσή της!
Μια φορά είχε πετάξει ένα σελίνι στη Σερπεντάιν, ποτέ τίποτε άλλο. Αλλά εκείνος είχε πετάξει τη ζωή του. Οι άλλοι συνέχιζαν να ζουν (έπρεπε να επιστρέψει· οι αίθουσες ήταν ακόμη κατάμεστες· καλεσμένοι εξακολουθούσαν να καταφθάνουν). Αυτοί (όλη τη μέρα αναλογιζόταν το Μπόρτον, τον Πίτερ, τη Σάλι), αυτοί θα γερνούσαν. Υπήρχε ένα πράγμα σημαντικό· ένα πράγμα που περιβαλλόταν από φλυαρίες, ένα πράγμα λερωμένο, συγκαλυμμένο στη δική της ζωή, που το άφηνε κάθε μέρα να χάνεται στη φθορά, στα ψέματα, τη φλυαρία. Αυτό το είχε περισώσει εκείνος. Ο θάνατος είναι πρόκληση. Ο θάνατος είναι μια απόπειρα επικοινωνίας· οι άνθρωποι ένοιωθαν πόσο δύσκολο ήταν να φτάσουν στον πυρήνα που, με τρόπο μυστηριώδη, τους ξεγλιστρά· η πολλή επαφή απομακρύνει· ο ενθουσιασμός ξεθυμαίνει· μένεις μόνος. Ο θάνατος έμοιαζε με μια αγκαλιά.
Αλλά αυτός ο νεαρός που είχε αυτοκτονήσει — είχε κάνει τη βουτιά κρατώντας το θησαυρό του; «Αν πέθαινα ετούτη τη στιγμή, ο θάνατός μου θα ήτανε για μένα η πιο μεγάλη ευτυχία» είχε πει κάποτε στον εαυτό της, κατεβαίνοντας τη σκάλα, ντυμένη στα λευκά.
Ή υπήρχαν οι ποιητές κι οι στοχαστές. Αν υποθέσουμε ότι ο νέος είχε αυτή το πάθηση κι είχε πάει στον σερ Γουίλιαμ Μπράντσο, έναν σπουδαίο γιατρό, αλλά άνθρωπο με κακία απροσδιόριστη κατά τη γνώμη της, χωρίς ενδιαφέρον για το σεξ, χωρίς λαγνεία, εξαιρετικά ευγενικό με τις γυναίκες, αλλά ικανό για μια απερίγραπτη ύβρη —σού βίαζε την ψυχή, αυτό ήταν —, αν αυτός ο νέος είχε πάει στο γιατρό αυτό, κι ο σερ Γουίλιαμ τον είχε εντυπωσιάσει, έτσι απλά, με τη δύναμή του, δεν θα μπορούσε να είχε πει τότε (πράγματι το ένιωθε τώρα η Κλαρίσα): «Η ζωή έχει γίνει αφόρητη»· κάνουν τη ζωή αφόρητη άνθρωποι σαν αυτόν;
Έπειτα (το είχε νιώσει μόλις το πρωί) υπήρχε ο τρόμος· αυτή η ανικανότητα που σε κατακλύζει, να σού τη δίνουν οι γονείς σου στα χέρια σου αυτήν τη ζωή, για να τη ζήσεις μέχρι το τέλος, να βαδίσεις μ᾿ αυτήν γαλήνια· στα βάθη τής καρδιάς της υπήρχε ένας φρικτός φόβος. Ακόμα και τώρα, πολύ συχνά αν δεν ήταν εκεί ο Ρίτσαρντ να διαβάζει τούς Τάιμς, και να μπορεί εκείνη να κουρνιάζει σαν πουλί και να ξαναζωντανεύει, να φουντώνει την αμέτρητη χαρά, τρίβοντας τα ξυλαράκια μεταξύ τους, το ένα πράγμα με το άλλο, θα πέθαινε. Εκείνη είχε γλιτώσει. Αλλά ο νεαρός είχε αυτοκτονήσει.
Κατά κάποιον τρόπο ήταν η καταστροφή της — ο εξευτελισμός της. Ήταν η τιμωρία της, να βλέπει να βουλιάζουν και να εξαφανίζονται πότε ένας άντρας πότε μια γυναίκα, σ᾿ αυτό το βαθύ σκοτάδι, κι αυτή να είναι υποχρεωμένη να στέκεται εκεί φορώντας την τουαλέτα της. Είχε ραδιουργήσει· είχε κλέψει. Ποτέ της δεν ήταν απόλυτα αξιοθαύμαστη. Είχε επιδιώξει την επιτυχία — λαίδη Μπέξμπερο και τα σχετικά. Και μια φορά είχε περπατήσει πάνω στο στηθαίο τής βεράντας στο Μπόρτον.
Παράξενα, απίστευτο· ποτέ της δεν ήταν τόσο ευτυχισμένη. Τίποτε δεν μπορεί να είναι αρκετά μακρόσυρτο· τίποτε δεν διαρκεί πάρα πολύ. Καμιά χαρά δεν μπορεί ν᾿ αντισταθμίσει, σκέφτηκε, ισιώνοντας τις καρέκλες, σπρώχνοντας ένα βιβλίο πίσω στη θέση του στο ράφι, το να έχεις αφήσει πίσω σου τούς θριάμβους τής νιότης, να έχεις χάσει τον εαυτό σου στο ρου τής ζωής, και να τον βρίσκεις μ᾿ ένα κύμα χαράς, στην ανατολή του ήλιου, στη δύση τής μέρας. Πολλές φορές είχε πάει, στο Μπόρτον, όταν όλοι κάθονταν και μιλούσαν, να κοιτάξει τον ουρανό· ή τύχαινε να τον βλέπει ανάμεσα στους ώμους των ανθρώπων στο δείπνα· να τον κοιτάζει στο Λονδίνο όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Πήγε ως το παράθυρο.
Ο ουρανός είχε, όσο ανόητη κι αν ήταν αυτή η ιδέα, κάτι δικό της πάνω του, ο ουρανός τής εξοχής, ο ουρανός πάνω απ᾿ το Γουέστμινστερ. Τράβηξε τις κουρτίνες· κοίταξε. Τι έκπληξη! —στο απέναντι δωμάτιο η ηλικιωμένη κυρία είχε καρφώσει το βλέμμα πάνω της! Πήγαινε να κοιμηθεί. Κι ο ουρανός. Θα είναι βαρύς ο ουρανός είχε σκεφτεί, θα είναι σκοτεινός, θα γυρνά αλλού το όμορφο πρόσωπό του. Αλλά να τος — σταχτής, ωχρός, με τεράστια μυτερά σύννεφα να τρέχουν πάνω του. Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Θα πρέπει να είχε σηκωθεί αέρας. Πήγαινε για ύπνο, στο δωμάτιο απέναντι. Ήταν εντυπωσιακό να την κοιτάς να περιφέρεται, εκείνη την ηλικιωμένη κυρία, να διασχίζει την κάμαρα, να πηγαίνει στο παράθυρο. Μπορούσε να τη δει άραγε; Ήταν εντυπωσιακό, με τόσους ανθρώπους να γελάνε και να φωνάζουν στο σαλόνι, να παρατηρείς την ηλικιωμένα γυναίκα να πηγαίνει, ήσυχα ήσυχα, για ύπνο μόνη της. Μόλις τράβηξε την κουρτίνα της. Το ρολόι άρχισε να χτυπά. Ο νεαρός είχε αυτοκτονήσει· αλλά δεν τον λυπόταν· καθώς το ρολόι χτυπούσε την ώρα, μία, δύο, τρεις, δεν τον λυπόταν, με όλα αυτά που συνέβαιναν. Να! η κυρία είχε σβήσει το φως της! όλο το σπίτι είχε βυθιστεί στο σκοτάδι και με όλα αυτά που συνέβαιναν, επανέλαβε, κι οι λέξεις ήρθαν στο νου της. Δε φοβάσαι ζέστη πια. Πρέπει να γυρίσει στους καλεσμένους της. Μα τι αλλόκοτη βραδιά! Ένιωθε κάπως να τού μοιάζει — τού νέου που είχε αυτοκτονήσει. Ήταν χαρούμενη που αυτός είχε αυτοκτονήσει· που είχε πετάξει τη ζωή του, ενώ εκείνοι συνέχιζαν να ζουν. Το ρολόι χτυπούσε. Οι μολυβένιοι κύκλοι διαλύθηκαν στον αέρα. Πρέπει οπωσδήποτε να επιστρέψει στην δεξίωση. Πρέπει να ανασυγκροτηθεί. Να βρει τη Σάλι και τον Πίτερ. Και ξαναγύρισε στην δεξίωση βγαίνοντας απ᾿ το δωματιάκι.
«Μα πού είναι η Κλαρίσα;» είπε ο Πίτερ. Καθόταν στον καναπέ με τη Σάλι. (Ύστερα απ᾿ όλα αυτά τα χρόνια, πραγματικά δεν μπορούσε να την αποκαλεί «λαίδη Ρόσετερ».) «Πού εξαφανίστηκε αυτή η γυναίκα;» ρώτησε. «Πού είναι η Κλαρίσα;»
Η Σάλι υπέθεσε, το ίδιο κι ο Πίτερ, ότι υπήρχαν άνθρωποι σημαντικοί, πολιτικοί, που κανείς απ᾿ τους δυο τους δεν γνώριζε παρά μόνα εξ όψεως από τις φωτογραφίες τών εφημερίδων, με τους οποίους η Κλαρίσα έπρεπε να είναι ευγενική, να τούς μιλήσει. Ήταν μαζί τους. Να κι ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι, που δεν είχε γίνει υπουργός. Δεν είναι πετυχημένος πολιτικός, υπέθεσε η Σάλι. Γιατί η ίδια δεν διαβάζει σχεδόν ποτέ εφημερίδα. Μερικές φορές βλέπει να αναφέρεται το όνομά του. Κι ύστερα — καλά, ζει πολύ απομονωμένη ζωή, στην ερημιά, όπως θα έλεγε η Κλαρίσα, ανάμεσα σε σπουδαίους εμπόρους, σπουδαίους κατασκευαστές, ανθρώπους που, εντέλει, κάνουν πολλά. Έχει κάνει κι η ίδια πολλά.
«Έχω πέντε γιους!» τού είπε.
Θεέ μου, τι αλλαγή είχε συντελεστεί πάνω της! η μειλιχιότητα τής μητρότητας· κι ο εγωισμός της επίσης. Την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί, θυμήθηκε ο Πίτερ, βρίσκονταν ανάμεσα σε κουνουπίδια στο φεγγαρόφωτο, τα φύλλα «σαν από μπρούντζο τραχύ» είχε πει, με τη λογοτεχνική φλέβα της· κι είχε κόψει ένα τριαντάφυλλο. Τον είχε πάει πολλές βόλτες πάνω κάτω εκείνη τη φοβερή βραδιά, μετά τη σκηνή δίπλα στο σιντριβάνι· αυτός θα έπαιρνε το τρένο τα μεσάνυχτα. Θεέ μου, πόσο είχε κλάψει!
Να το πάλι το παλιό το κόλπο του, ν᾿ ανοίγει το σουγιά του, σκέφτηκε η Σάλι, πάντα άνοιγε και έκλεινε το σουγιά του όταν είχε υπερδιέγερση. Είχαν αποκτήσει πολύ στενές σχέσεις αυτή κι ο Πίτερ Γουόλς, όταν ήταν ερωτευμένος με την Κλαρίσα, κι έγινε κι εκείνη η φοβερή, γελοία σκηνή για τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι στο γεύμα. Εκείνη αποκαλούσε τον Ρίτσαρντ «Γουίκαμ». Γιατί να μην αποκαλεί τον Ρίτσαρντ «Γουίκαμ»; Η Κλαρίσα είχε γίνει έξαλλη! και δεν είχαν ιδωθεί ξανά έκτοτε, η ίδια κι η Κλαρίσα. Πάνω από πέντε έξι φορές ίσως, τα τελευταία δέκα χρόνια. Κι ο Πίτερ Γουόλς είχε φύγει για την Ινδία, κι εκείνη κάπου είχε ακούσει πως είχε κάνει έναν αποτυχημένο γάμο, δεν ήξερε αν είχε παιδιά, και δεν μπορούσε να τον ρωτήσει, γιατί είχε αλλάξει. Έδειχνε αρκετά μαραζωμένος, αλλά πιο ευγενικός, έτσι ένιωθε εκείνη, και τού είχε πραγματική αδυναμία, γιατί συνδεόταν με την νιότη της, κι είχε ακόμη το βιβλιαράκι τής Έμιλι Μπροντέ που τής είχε δώσει, και θα έγραφε, έτσι δεν είναι; Ο Πίτερ θα άρχιζε να γράφει εκείνη την εποχή.
«Έγραψες τελικά;» τον ρώτησε, απλώνοντας το χέρι της, το γερό και καλοφτιαγμένο χέρι της, στο γόνατό του μ᾿ έναν τρόπο που θυμόταν ο Πίτερ.
«Ούτε λέξη!» είπε ο Πίτερ Γουόλς, κι εκείνη γέλασε.
Δεν είχε πάψει να είναι γοητευτική, έντονη προσωπικότητα η Σάλι Σίτον. Μα ποιος ήταν αυτός ο Ρόσετερ; Φορούσε δύο καμέλιες τη μέρα του γάμου του — αυτό ήταν το μόνο που ήξερε ο Πίτερ γι᾿ αυτόν. «Έχουν αμέτρητους υπηρέτες, αμέτρητα θερμοκήπια» είχε γράψει η Κλαρίσα· κάτι τέτοιο. Η Σάλι το παραδέχτηκε βάζοντας τα γέλια.
«Ναι έχω δέκα χιλιάδες λίρες το χρόνο» — με τους φόρους μέσα ή όχι, δεν μπορεί να θυμηθεί, επειδή ο άντρας της «τον οποίο πρέπει να συναντήσεις» είπε, «ο οποίος θα σού αρέσει» είπε, «τα έχει αναλάβει όλα αυτά».
Η Σάλι που δεν είχε λεφτά και ντυνόταν όπως όπως. Που είχε βάλει ενέχυρο το δαχτυλίδι τού προπάππου της, δώρο τής Μαρίας Αντουανέτας —καλά το θυμόταν;— για να έρθει στο Μπόρτον.
Α ναι, θυμήθηκε η Σάλι· το έχει ακόμη, ένα δαχτυλίδι με ρουμπίνι που είχε δώσει η Μαρία Αντουανέτα στον προπάππο της. Δεν είχε δεκάρα δική της εκείνο τον καιρό και η μετάβαση στο Μπόρτον πάντα σήμαινε φοβερή οικονομική πίεση. Αλλά οι επισκέψεις στο Μπόρτον σήμαιναν τόσα γι᾿ αυτήν — τη βοήθησαν να διατηρήσει σώας τας φρένας πιστεύει, τόσο δυστυχισμένη που ήταν στο σπίτι της. Μα όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν —έχουν περάσει πια, είπε. Κι ο κύριος Πάρι είναι νεκρός· η δεσποινίς Πάρι ζει ακόμη. Ποτέ δεν έχει πάθει τέτοιο σοκ στη ζωή του! είπε ο Πίτερ. Ήταν εντελώς σίγουρος πως ήταν πεθαμένη. Κι ο γάμος τους είναι, υπέθεσε η Σάλι, πετυχημένος; Κι αυτή η πολύ όμορφη, η συγκροτημένη νεαρή είναι η Ελίζαμπεθ, εκεί πέρα, δίπλα στις κουρτίνες, ντυμένη στα ροζ.
(Μοιάζει με λεύκα, μοιάζει με ποτάμι, μοιάζει με υάκινθο, σκεφτόταν ο Γουίλι Τίτκομπ. Ω, πόσο καλύτερα θα ήταν να βρίσκεται στην εξοχή και να κάνει ό,τι θέλει! Στ᾿ αυτιά της έφτανε το αλύχτισμα τού καημένου τού σκύλου της, ήταν σίγουρη η Ελίζαμπεθ.) Δεν μοιάζει στην Κλαρίσα στο παραμικρό, είπε ο Πίτερ Γουόλς.
«Ω, η Κλαρίσα!» είπε η Σάλι.
Αυτό που πίστευε η Σάλι ήταν το εξής: Όφειλε τόσα στην Κλαρίσα. Ήταν φίλες, όχι γνωστές, φίλες, ακόμη τη βλέπει μπροστά της ντυμένη στα λευκά να περιφέρεται στο σπίτι με τα χέρια γεμάτα λουλούδια — ακόμα και σήμερα τα φυτά τού καπνού, τής θυμίζουν το Μπόρτον. Αλλά —το καταλαβαίνει ο Πίτερ;— κάτι τής λείπει. Τι τής λείπει; Διαθέτει γοητεία· εξαιρετική γοητεία. Αλλά για να είναι ειλικρινής (και νιώθει ότι ο Πίτερ είναι παλιός φίλος, πραγματικός φίλος — έχει καμία σημασία η απουσία; έχει καμία σημασία η απόσταση; Συχνά ήθελε να τού γράψει, αλλά τα έσκιζε τα γράμματα, ωστόσο νιώθει πως εκείνος καταλαβαίνει, γιατί οι άνθρωποι καταλαβαίνουν χωρίς να λέγονται κάποια πράγματα, όπως συνειδητοποιεί κανείς ότι γερνάει, κι εκείνη έχει γεράσει, πήγε το απόγευμα να δει τους γιους της στο Ίτον, όπου κόλλησαν παρωτίτιδα), για να είναι ειλικρινής, λοιπόν, πώς μπόρεσε να το κάνει η Κλαρίσα; — να παντρευτεί τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι; που λατρεύει το κυνήγι, που νοιάζεται μόνο για τα σκυλιά του; Όταν μπήκε στο δωμάτιο μύριζε στάβλο, κυριολεκτικά. Κι ύστερα, όλα αυτά; Η Σάλι έδειξε γύρω της με το χέρι.
Ο Χιου Γουίτμπρεντ ήταν αυτός που πέρασε από δίπλα τους φορώντας το άσπρο γιλέκο του, βαδίζοντας αργά, χαζός, παχύς, τυφλός, αδιάφορος για ό,τι έβλεπε εκτός από την αυτοεκτίμησή του και τη βολή του.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να μας αναγνωρίσει» είπε η Σάλι και πραγματικά δεν έχει το θάρρος — αυτός, λοιπόν είναι ο Χιου! ο αξιοθαύμαστος Χιου!
«Με τι ασχολείται αυτός;» ρώτησε τον Πίτερ.
Βάφει τις μπότες τού Βασιλιά ή μετρά μποτίλιες στο Γουίνδσορ, τής είπε ο Πίτερ. Η γλώσσα του δεν είχε πάψει να είναι κοφτερή! Αλλά πρέπει να είναι ειλικρινής η Σάλι, είπε ο Πίτερ. Για κείνα το φιλί, τού Χιου.
Στο στόμα, τον διαβεβαίωσε, ένα βράδυ στο καπνιστήριο. Έξαλλη πήγε απευθείας στην Κλαρίσα. Ο Χιου δεν κάνει τέτοια πράγματα! είπε η Κλαρίσα, ο αξιοθαύμαστος Χιου! Οι κάλτσες του χωρίς αμφιβολία είναι οι ωραιότερες που έχει δει ποτέ της η Σάλι — και το βραδινό του ένδυμα τώρα. Τέλειο! Παιδιά έχει;
«Όλοι στην αίθουσα αυτή έχουν έξι γιους στο Ίτον» τής είπε ο Πίτερ, εκτός από τον ίδιο. Εκείνος, δόξα τω θεώ, δεν έχει κανέναν. Ούτε γιους, ούτε κόρες, ούτε σύζυγο. Δεν φαίνεται να τον νοιάζει και πολύ, είπε η Σάλι. Δείχνει νεότερος, σκέφτηκε, από οποιονδήποτε άλλο.
Αλλά ήταν ανοησία από πολλές απόψεις, είπε ο Πίτερ, να παντρευτεί έτσι· «Εντελώς χαζή ήταν» είπε, αλλά είπε, «ζήσαμε μια υπέροχη ιστορία». Μα πώς ήταν δυνατόν; αναρωτήθηκε η Σάλι· τι εννοούσε; και πόσο περίεργο να τον γνωρίζεις και παρ᾿ όλα αυτά να μην ξέρεις ούτε ένα πράγμα απ᾿ όσα τού συνέβησαν. Μήπως το είπε από υπερηφάνεια; Πολύ πιθανό, γιατί τελικά πρέπει να τού ήταν δυσάρεστο (αν και ήταν ιδιόρρυθμος, κάτι σαν δαίμονας, κάθε άλλο παρά συνηθισμένος άνθρωπος), θα πρέπει να ένιωθε μοναξιά που δεν είχε σπίτι στην ηλικία του, δεν είχε μέρος να πάει. Αλλά πρέπει να μείνει μαζί τους πολλές εβδομάδες. Και βέβαια θα μείνει· θα τού άρεσε να μείνει μαζί τους· και να πως προέκυψε. Όλα αυτά τα χρόνια οι Νταλογουέι δεν τούς έχουν επισκεφτεί ποτέ. Τούς έχουν προσκαλέσει άπειρες φορές.
Η Κλαρίσα (γιατί είναι θέμα της Κλαρίσα, φυσικά) δεν αποφασίζει να τούς επισκεφτεί. Γιατί, είπε η Σάλι, κατά βάθος η Κλαρίσα είναι σνομπ —πρέπει να το παραδεχτούν— είναι σνομπ. Αυτό μπήκε ανάμεσά τους, είναι πεπεισμένη. Η Κλαρίσα πιστεύει ότι η Σάλι παντρεύτηκε κατώτερό της, επειδή ο άντρας της είναι γιος ανθρακωρύχου — κι η ίδια είναι περήφανη γι᾿ αυτό. Έχει κερδίσει μέχρι και την τελευταία πένα που έχουν. Όταν ήταν μικρός (η φωνή της τρεμούλιασε) κουβαλούσε βαριά τσουβάλια.
(Και θα συνέχιζε, ένιωσε ο Πίτερ, με τις ώρες, ο γιος τού ανθρακωρύχου· οι άνθρωποι που πίστευαν ότι είχε παντρευτεί κατώτερό της· οι πέντε γιοι της· και τι ήταν το άλλο — φυτά, ορτανσίες, πασχαλιές, εξαιρετικά σπάνιοι ιβίσκοι που ποτέ δεν φύονται βόρεια απ᾿ τη Διώρυγα του Σουέζ αλλά εκείνη, μ᾿ έναν κηπουρό σε κάποιο προάστιο κοντά στο Μάντσεστερ, είχε παρτέρια ολόκληρα! Όλα αυτά τα είχε γλιτώσει η Κλαρίσα, που δεν ήταν καθόλου μητρική φιγούρα.)
Ήταν σνομπ; Ναι, με πολλούς τρόπους. Πού είχε πάει όλη αυτή την ώρα; Είχε περάσει η ώρα.
«Ωστόσο» είπε η Σάλι «όταν άκουσα ότι έκανε δεξίωση η Κλαρίσα, ένιωσα πως ήταν αδύνατον να μην έρθω — έπρεπε να τη δω ξανά (και μένω στην οδό Βικτόρια, πολύ κοντά). Έτσι, ήρθα χωρίς πρόσκληση. «Αλλά» ψιθύρισε «πες μου, σε παρακαλώ. Ποια είναι αυτή;».
Ήταν η κυρία Χίλμπερι που αναζητούσε την έξοδο. Πώς πέρασε η ώρα! Και, μουρμούρισε, καθώς φτάνει στο τέλος της η βραδιά, όπως φεύγουν οι καλεσμένοι, βρίσκεις παλιούς φίλους· ήσυχες άκρες και γωνίες· και την ωραιότερη θέα. Το ξέρουν, ρώτησε, ότι γύρω γύρω υπάρχει ένας θελκτικότατος κήπος; Φώτα, δέντρα, λίμνες που λάμπουν υπέροχα, κι ο ουρανός. Απλώς μερικά διακοσμητικά φαναράκια, είπε η Κλαρίσα Νταλογουέι, στον πίσω κήπο! Αλλά πραγματικά έκανε τα μαγικά της! Πάρκο ολόκληρο... Και δεν ξέρει τα ονόματά τους, αλλά ξέρει πως είναι φίλοι, φίλοι χωρίς όνομα, τραγούδια χωρίς λέξεις, πάντα το καλύτερο. Αλλά υπάρχουν τόσες πόρτες, τόσα μέρη απρόσμενα, δεν μπορεί να βρει το δρόμο.
Η γηραιά κυρία Χίλμπερι» είπε ο Πίτερ· μα ποια είναι αυτή; εκείνη η κυρία που στέκεται δίπλα στην κουρτίνα όλο το βράδυ χωρίς να μιλάει; Το γνωρίζει το πρόσωπό της· έχει σχέση με το Μπόρτον. Δεν είναι η κυρία που έκοβε εσώρουχα στο μεγάλο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο; Ντέιβιντσον δεν τη λένε;
«Ω, αυτή είναι η Έλι Χέντερσον» είπε η Σάλι. Η Κλαρίσα είναι πραγματικά σκληρή μαζί της. Είναι ξαδέρφη της, μια πολύ φτωχή ξαδέρφη. Η Κλαρίσα είναι σκληρή με τους ανθρώπους.
Πράγματι, είπε ο Πίτερ. Ωστόσο, είπε η Σάλι, με τον γνωστό συναισθηματισμό της —με τον ενθουσιασμό για τον οποίο τη λάτρευε κάποτε ο Πίτερ, τον οποίο ωστόσο φοβόταν λίγο τώρα, τόσο διαχυτική που μπορούσε να γίνει— πόσο μεγαλόψυχη είναι η Κλαρίσα με τους φίλους της! και πόσο σπάνια το βρίσκεις αυτό και, μερικές φορές τη νύχτα ή τα Χριστούγεννα, όταν αναλογίζεται τα καλά που τής έχουν τύχει στη ζωή της, βάζει αυτήν τη φιλία πρώτη πρώτη. Ήταν νέες· γι᾿ αυτό. Η Κλαρίσα είχε αγνή ψυχή· γι᾿ αυτό. Ο Πίτερ θα τη θεωρεί συναισθηματική. Και είναι πράγματι. Γιατί έχει καταλήξει να πιστεύει πως το μοναδικό πράγμα που αξίζει να λες, είναι — ό,τι αισθάνεσαι. Η εξυπνάδα είναι ανοησία. Καθένας πρέπει απλώς να λέει ό,τι αισθάνεται.
«Μα εγώ δεν ξέρω» είπε ο Πίτερ Γουόλς «τι αισθάνομαι».
Καημένε Πίτερ, σκέφτηκε η Σάλι. Γιατί δεν ερχόταν η Κλαρίσα να τούς μιλήσει; Αυτό επιθυμούσε ο Πίτερ. Το ήξερε η Σάλι. Όλη την ώρα σκεφτόταν την Κλαρίσα κι έκανε νευρικές κινήσεις με το σουγιά του.
Δεν θεωρεί απλή τη ζωή, είπε ο Πίτερ. Οι σχέσεις του με την Κλαρίσα δεν ήταν απλές. Τού μαύρισαν τη ζωή, είπε. (Είχαν τέτοια οικειότητα — αυτός κι η Σάλι Σίτον, ήταν παράλογο να μην το πει.) Δεν ερωτεύεσαι δυο φορές, είπε. Τι μπορούσε να πει εκείνη; Ωστόσο, καλύτερα να έχεις αγαπήσει (αλλά θα την θεωρεί συναισθηματική — αυτός είναι τόσο καυστικός). Πρέπει να πάει να μείνει μαζί τους στο Μάντσεστερ. Πράγματι πρέπει, είπε εκείνος. Αλήθεια. θα τού άρεσε να πάει να μείνει μαζί τους, έχει ήδη κάνει ό,τι έπρεπε να κάνει στο Λονδίνο.
Κι η Κλαρίσα ενδιαφερόταν γι᾿ αυτόν περισσότερο απ᾿ όσο είχε ενδιαφερθεί ποτέ για τον Ρίτσαρντ, είναι σίγουρη η Σάλι γι᾿ αυτό.
«Ω, όχι!» είπε. ο Πίτερ (δεν έπρεπε να το πει αυτό η Σάλι — το είχε παρατραβήξει). Ο καλός εκείνος άνθρωπος — να τος στην άκρη του δωματίου να μιλά ασταμάτητα, ίδιος κι απαράλλαχτος, ο αγαπητός Ρίτσαρντ. Σε ποιον μιλάει; ρώτησε η Σάλι, ποιος είναι αυτός ο τόσο διαπρεπής; Εκείνη, που ζει στην ερημιά, έχει μια ακόρεστη περιέργεια να μαθαίνει ποιος είναι ποιος. Αλλά ο Πίτερ δεν ήξερε. Δεν του αρέσει η όψη του, είπε, μάλλον υπουργός θα ᾿ναι. Απ᾿ όλους αυτούς ο Ρίτσαρντ τού φαίνεται ο καλύτερος, είπε — ο πιο ανυστερόβουλος.
«Μα τι έχει κάνει;» ρώτησε η Σάλι. Προσφορά στα κοινά, υπέθεσε. Είναι ευτυχισμένοι; ρώτησε η Σάλι (η ίδια είναι εξαιρετικά ευτυχής) γιατί παραδέχτηκε, δεν ξέρει τίποτε γι᾿ αυτούς, μόνα συμπεράσματα βγάζει, όπως βγάζει καθένας, γιατί τι μπορείς να ξέρεις ακόμα και για τους ανθρώπους με τους οποίους ζεις μαζί; ρώτησε. Φυλακισμένοι δεν είμαστε όλοι; Διάβασε ένα υπέροχο θεατρικό έργο για έναν άντρα που έξυνε τον τοίχο τού κελιού του, κι ένιωσε πως αυτό ισχύει στην ζωή — όλοι ξύνουμε έναν τοίχο. Απογοητευμένη από τις ανθρώπινες σχέσεις (είναι τόσο δύσκολοι οι άνθρωποι), συχνά πηγαίνει στον κήπο της και βρίσκει στα λουλούδια την μια γαλήνη που δεν τής πρόσφεραν ποτέ άντρες και γυναίκες. Αλλά όχι· εκείνου δεν τού αρέσουν τα λάχανα· προτιμά τούς ανθρώπους, είπε ο Πίτερ. Πράγματι, οι νέοι είναι όμορφοι, είπε η Σάλι, κοιτάζοντας την Ελίζαμπεθ που διέσχιζε το δωμάτιο. Πόσο διαφορετική από την Κλαρίσα στην ηλικία της! Πώς τού φαίνεται; Δεν μιλάει καθόλου η μικρή. Δεν μπορεί να πει πολλά, όχι ακόμα, παραδέχτηκε ο Πίτερ. Μοιάζει με κρίνο, είπε η Σάλι, με κρίνο στην όχθη μιας λιμνούλας. Αλλά ο Πίτερ δεν συμφωνούσε, ότι δεν ξέρουμε τίποτε. Ξέρουμε τα πάντα, είπε· αυτός τουλάχιστον.
Αλλά αυτοί οι δύο, ψιθύρισε η Σάλι, αυτοί που έρχονται τώρα (πραγματικά πρέπει να φύγει, αν δεν έρθει σύντομα η Κλαρίσα), αυτός ο διαπρεπής άντρας κι η συνηθισμένη γυναίκα του, που μιλούσαν στον Ρίτσαρντ — τι μπορεί να ξέρεις γι᾿ ανθρώπους σαν αυτούς;
«Ότι είναι φρικτοί απατεώνες» είπε ο Πίτερ κοιτάζοντάς τους δήθεν τυχαία. Έκανε τη Σάλι να γελάσει.
Ο σερ Γουίλιαμ Μπράντσο σταμάτησε στην πόρτα να κοιτάξει τον πίνακα. Αναζήτησε το όνομα τού χαράκτη στη γωνία. Κοίταξε κι η γυναίκα του. Ο σερ Γουίλιαμ Μπράντσο ενδιαφερόταν τόσο πολύ για την τέχνη.
Όταν είσαι νέος, είπε ο Πίτερ, έχεις τέτοιον ενθουσιασμό που δεν μπορείς να μάθεις τούς ανθρώπους. Όταν είσαι μεγάλος, εκείνος είναι πενήντα τριών για την ακρίβεια, (η Σάλι είναι πενήντα πέντε στο σώμα, είπε, αλλά η ψυχή της είναι σαν εικοσάχρονου κοριτσιού)· όταν είσαι ώριμος λοιπόν, είπε ο Πίτερ, μπορείς να παρατηρείς, να καταλαβαίνεις και να μην χάνεις τη δύναμη να αισθάνεσαι, είπε. Ισχύει αυτό, είπε η Σάλι. Η ίδια ένιωθε πράγματα πιο βαθιά, πιο παθιασμένα, χρόνο με το χρόνο. Μεγαλώνει, είπε εκείνος, αλίμονο, ίσως, αλλά πρέπει να χαίρεσαι γι᾿ αυτό —μεγαλώνει η ικανότητα αυτή, αυτό τού λέει η πείρα του. Υπάρχει κάποια στην Ινδία. θα ήθελε να μιλήσει στη Σάλι γ᾿ αυτήν. Θα ήθελε να τη γνωρίσει η Σάλι. Είναι παντρεμένη, είπε. Έχει δυο παιδάκια. Πρέπει να έρθουν όλοι στο Μάντσεστερ, είπε η Σάλι —πρέπει να τής το υποσχεθεί προτού φύγουν.
«Να η Ελίζαμπεθ» είπε εκείνος «δεν νιώθει ούτε τα μισά από αυτά που νιώθουμε εμείς, όχι ακόμη». «Αλλά», είπε η Σάλι, παρατηρώντας την Ελίζαμπεθ που κατευθυνόταν προς τον πατέρα της, «το βλέπεις ότι είναι αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο». Το ένιωθε από τον τρόπο που πήγαινε η Ελίζαμπεθ προς τον πατέρα της.
Γιατί ο πατέρας της, την κοιτούσε ενώ μιλούσε με τούς Μπράντσο, κι αναρωτιόταν. Ποια είναι αυτή η όμορφη κοπέλα; Και ξαφνικά συνειδητοποίησε πως ήταν η κόρη του, δεν την είχε αναγνωρίσει ήταν τόσο όμορφη με το ροζ φόρεμά της! Η Ελίζαμπεθ τον ένιωσε να την κοιτάζει, ενώ μιλούσε στον Γουίλι Τίτκομπ. Έτσι, πήγε κοντά του και στάθηκαν δίπλα δίπλα, τώρα που η δεξίωση έφτανε στο τέλος της, κοιτούσαν τούς καλεσμένους που έφευγαν, τις αίθουσες που άδειαζαν, τα πράγματα που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα. Ακόμα κι η Έλι Χέντερσον έφευγε, σχεδόν τελευταία, παρόλο που δεν τής είχε μιλήσει κανείς, αλλά ήθελε να δει τα πάντα, να τα διηγηθεί στην Ίντιθ. Ο Ρίτσαρντ κι η Ελίζαμπεθ χαίρονταν που τελείωνε η δεξίωση, κι ο Ρίτσαρντ ήταν περήφανος για την κόρη του. Και δεν είχε σκοπό να τής το πει, αλλά τού ήταν αδύνατο και να κάνει αλλιώς. Την κοιτούσε, είπε, κι αναρωτιόταν, ποια είναι αυτή η όμορφη κοπέλα; κι ήταν η κόρη του! Εκείνη χάρηκε τόσο μ᾿ αυτό. Αλλά ο κακομοίρης ο σκύλος αλυχτούσε.
«Έχει βελτιωθεί ο Ρίτσαρντ. Έχεις δίκιο» είπε η Σάλι. «Θα πάω να τού μιλήσω. Θα καληνυχτίσω. Τι σημασία έχει το μυαλό» είπε η λαίδη Ρόσετερ, ενώ σηκωνόταν, «σε σύγκριση με την καρδιά;».
«Θα έρθω κι εγώ» είπε ο Πίτερ, αλλά συνέχισε να κάθεται για ένα λεπτό. Τι είναι αυτός ο τρόμος; αυτή η έκσταση; αναρωτήθηκε. Τι είναι αυτό που μού προκαλεί τόση έξαψη;
Η Κλαρίσα είναι, είπε.
Γιατί εκείνη ήταν εκεί.
ΤΕΛΟΣ
Γιατί η Λούσι είχε δουλειές να κάνει. Οι πόρτες έπρεπε να βγουν απ᾿ τους μεντεσέδες·οι άντρες του Ραμπλμάγιερ θα έφταναν από στιγμή σε στιγμή. Κι έπειτα, σκέφτηκε η Κλαρίσα Νταλογουέι, τι όμορφο πρωινό — δροσερό, σαν δώρο προορισμένο για τα παιδιά στην ακρογιαλιά.
Τι τρέλα! Τι βύθισμα! Γιατί έτσι τής φαινόταν πάντα όταν, μ᾿ ένα ελαφρό τρίξιμο τών μεντεσέδων, που το άκουγε ακόμα και τώρα, άνοιγε διάπλατα την μπαλκονόπορτα και βουτούσε στον αέρα τής εξοχής στο Μπόρτον. Πόσο φρέσκος και γαλήνιος, πόσο πιο ασάλευτος φυσικά απ᾿ αυτόν εδώ, ήταν ο αέρας νωρίς το πρωί· σαν παφλασμός στο κύμα· σαν φιλί από κύμα· ψυχρός και κοφτερός, αλλά και βαρύς, για το δεκαοχτάχρονο τότε κορίτσι, που ένιωθε, καθώς στεκόταν εκεί στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα, πως κάτι φοβερό θα συμβεί· κοιτούσε τα λουλούδια, τα δέντρα με τα δακτυλίδια τής αχλής να ξεδιπλώνονται στις κορυφές τους και τις κουρούνες που μια ανέβαιναν ψηλά μια χαμήλωναν· στεκόταν και κοιτούσε, ώσπου είπε ο Πίτερ Γουόλς: «Στοχάζεσαι ανάμεσα στα λαχανικά;» —κάπως έτσι το είπε;— «Εγώ προτιμώ τούς ανθρώπους απ᾿ τα κουνουπίδια» — κάπως έτσι; Πρέπει να το είπε στο πρόγευμα κάποιο πρωί, όταν εκείνη είχε βγει στη βεράντα — ο Πίτερ Γουόλς. Μια απ᾿ αυτές τις μέρες θα ερχόταν απ᾿ την Ινδία, τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο, ξεχνούσε ποιο μήνα, γιατί τα γράμματά του ήταν φοβερά βαρετά· τις φράσεις του θυμόσουν· τα μάτια του, το σουγιά του, το χαμόγελό του, την παραξενιά του και, όταν εκατομμύρια πράγματα είχαν εξαφανιστεί εντελώς —τι περίεργο!—, μερικές φράσεις σαν αυτή για τα λάχανα. Άκουσε το ρολόι τού Μπιγκ Μπεν να χτυπά. Στην αρχή όπως όλα. Μια προειδοποίηση, μελωδική· μετά η ώρα, η αμετάκλητη. Πόσο ανόητοι είμαστε, σκέφτηκε, διασχίζοντας την οδό Βικτόρια. Ένας θεός ξέρει γιατί την αγαπάμε τόσο τη ζωή, γιατί την πλάθουμε, τη χτίζουμε γύρω μας, τη σωριάζουμε κάθε στιγμή, για να τη δημιουργήσουμε ξανά· δεν μπορεί να ρυθμιστεί με νόμους τού κράτους, ήταν σίγουρη. Την αγαπούν όλοι τη ζωή.
Ήταν μέσα Ιουνίου. Ο Πόλεμος είχε τελειώσει, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες νεκρούς, συντρίμμια και σπαραγμένους ανθρώπους.
Και παντού, παρόλο που ήταν ακόμη τόσο νωρίς, ο θόρυβος στους δρόμους ήταν μεγάλος. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να έρχεται —τα υπουργεία διαγράφονταν πίσω του, τι κατάλληλο φόντο—, κουβαλώντας ένα χαρτοφύλακα με το βασιλικό οικόσημο, ποιος άλλος απ᾿ τον Χιου Γουίτμπρεντ τον παλιό της φίλο τον Χιου — τον αξιοθαύμαστο Χιου!
«Καλή σου μέρα, Κλαρίσα!» είπε ο Χιου με κάπως υπερβολικό τρόπο, γιατί γνωρίζονταν από παιδιά. «Για πού το ᾿βαλες;»
«Λατρεύω να περπατάω στο Λονδίνο» είπε η κυρία Νταλογουέι. «Πραγματικά, είναι καλύτερα απ᾿ την εξοχή».
Μόλις είχαν φτάσει —δυστυχώς— για να επισκεφτούν γιατρούς. Οι Γουίτμπρεντ έρχονταν «για να δουν γιατρούς». Είναι πάλι άρρωστη η Ίβλιν; Η Ίβλιν είναι αδιάθετη, είπε ο Χιου, (πάντοτε υπερβολικά καλοντυμένος, προφανώς λόγω τής θεσούλας του στα Ανάκτορα). Ο Χιου όπως ήταν φουριόζος, την έκανε πάντοτε να αισθάνεται, κάπως ανεπαρκής δίπλα του· σαν μαθήτρια· αλλά ένιωθε συνδεδεμένη μαζί του, γιατί τον ήξερε τόσα χρόνια, αλλά και γιατί πράγματι θεωρούσε ότι ήταν καλός τύπος, με τον τρόπο του, παρόλο που τον Ρίτσαρντ (τον άντρα της), τον εξόργιζε, όσο για τον Πίτερ Γουόλς, ποτέ μέχρι σήμερα, δεν τής συγχώρεσε που τον συμπαθούσε.
Μπορεί ο Πήτερ να έλεγε, ότι ούτε καρδιά έχει ούτε μυαλό, ότι δεν έχει τίποτε άλλο εκτός απ᾿ τους τρόπους και την ανατροφή ενός άγγλου τζέντλεμαν, αυτό όμως ήταν απλά και μόνο ο αγαπημένος της ο Πίτερ στη χειρότερή του διάθεση· και μπορούσε να γίνει αφόρητος· μπορούσε να γίνει ανυπόφορος· αλλά ήταν αξιολάτρευτος όταν περπατούσες μαζί του ένα πρωινό σαν κι αυτό.
Έκαναν αιώνες να ιδωθούν εκείνη κι ο Πίτερ· εκείνη δεν τού έγραψε ποτέ και τα δικά του γράμματα ήταν ξερά φύλλα· αλλά ξαφνικά τής ερχόταν η ιδέα. Αν ήταν μαζί μου τώρα τι θα έλεγε, — κάποιες μέρες, κάποιες εικόνες τής τον ξανάφερναν στο νου με ηρεμία, χωρίς την παλιά πικρία· ίσως αυτή ήταν η ανταμοιβή της, που ενδιαφερόταν για τούς ανθρώπους. Αλλά ο Πίτερ —όσο όμορφη κι αν ήταν η μέρα, τα λουλούδια, το χορτάρι και το κοριτσάκι που ήταν ντυμένο στα ροζ— ο Πίτερ δεν έβλεπε τίποτε απ᾿ όλα αυτά. Η κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο κόσμος τον ενδιέφερε· ο Βάγκνερ, η ποίηση του Πόουπ, ο χαρακτήρας τών ανθρώπων, πάντοτε, και τα ελαττώματα τής δικής της ψυχής. Πως την επέπληττε! Πως μάλωναν! Θα παντρευτεί Πρωθυπουργό και θα στέκεται στην κορυφή τής σκάλας· η τέλεια οικοδέσποινα, έτσι την είχε χαρακτηρίσει (είχε κλάψει γι᾿ αυτό στην κρεβατοκάμαρά της), έχει τα προσόντα τής τέλειας οικοδέσποινας, είχε πει εκείνος.
Έτσι βρισκόταν πάλι στο Σεντ Τζέιμς Παρκ διαπιστώνοντας για μια ακόμα φορά πως είχε δίκιο —τόσο, μα τόσο δίκιο— που δεν τον παντρεύτηκε. Γιατί στο γάμο πρέπει να υπάρχει κάποιο περιθώριο, λίγη ελευθερία ανάμεσα στους ανθρώπους που ζουν μαζί στο ίδιο σπίτι· αυτά τής τα πρόσφερε ο Ρίτσαρντ, το ίδιο κι εκείνη σ᾿ αυτόν. (Πού βρισκόταν σήμερα το πρωί, για παράδειγμα; Σε κάποια επιτροπή, ποτέ δεν ρωτούσε σε ποια.) Αλλά με τον Πίτερ έπρεπε όλα να είναι μοιρασμένα· να συζητιούνται όλα. Ήταν αφόρητο, κι όταν έγινε εκείνη η σκηνή δίπλα στο σιντριβάνι στον κηπάκο, αναγκάστηκε να διακόψει μαζί του, διαφορετικά θα διαλύονταν, θα καταστρέφονταν κι οι δυο τους, ήταν πεπεισμένη· παρόλο που κουβαλούσε μέσα της για χρόνια τη θλίψη, την οδύνη, σαν βέλος μπηγμένο στην καρδιά της· κι έπειτα ο τρόμος τής στιγμής που κάποιος σε μια συναυλία τής είπε ότι παντρεύτηκε μια γυναίκα που είχε συναντήσει στο πλοίο, στο ταξίδι του προς την Ινδία.
Ψυχρή, άκαρδη, σεμνότυφη την αποκάλεσε. Ποτέ της δεν μπόρεσε να καταλάβει με ποιον τρόπο αγαπούσε εκείνος. Αλλά οι Ινδές προφανώς καταλάβαιναν — ανόητες, χαριτωμένες, ανάλαφρα απλοϊκές. Και ήταν ανώφελος ο οίκτος της. Γιατί είναι πολύ ευτυχισμένος, την είχε διαβεβαιώσει — απόλυτα ευτυχισμένος, παρόλο που δεν είχε κάνει ούτε ένα απ᾿ τα πράγματα για τα οποία μιλούσαν· ολόκληρη η ζωή του ήταν μια αποτυχία. Ακόμη την έκανε να θυμώνει αυτό.
Δεν θα έλεγε για κανέναν στον κόσμο τώρα ότι ήταν έτσι ή αλλιώς. Ένιωθε πολύ νέα· και ταυτόχρονα ανείπωτα γερασμένη. Περνούσε κοφτερή σαν μαχαίρι μέσα απ᾿ όλα· και την ίδια ώρα ήταν έξω και παρατηρούσε. Είχε πάντοτε την εντύπωση πως ήταν πολύ, μα πολύ επικίνδυνο να ζεις έστω και μια μέρα. Όχι πως θεωρούσε ότι ήταν έξυπνη ή ότι ξεχώριζε απ᾿ τους κοινούς θνητούς. Δεν ήξερε τίποτε· ούτε μια γλώσσα, ούτε ιστορία· σπάνια διάβαζε πια βιβλίο, εκτός από απομνημονεύματα στο κρεβάτι· κι όμως όλα αυτά την απορροφούσαν εντελώς·
Το μοναδικό της χάρισμα ήταν ότι καταλάβαινε τούς ανθρώπους σχεδόν από ένστικτο σκέφτηκε, συνεχίζοντας να περπατάει. Αλλά όλοι είχαν αναμνήσεις· εκείνη αγαπούσε αυτό, ό,τι είχε εδώ, τώρα, μπροστά της· τη χοντρή κυρία στο ταξί. Είχε καμία σημασία λοιπόν, αναρωτήθηκε, περπατώντας προς την οδό Μποντ, είχε σημασία που, μοιραία, θα έπαυε να υπάρχει· που όλα αυτά πρέπει να συνεχιστούν χωρίς αυτήν· πόσο τής κακοφαινόταν αυτό· ή μήπως δεν ήταν ανακουφιστικό να πιστεύει ότι με το θάνατο τελειώνουν τα πάντα; αλλά ότι με κάποιον τρόπο στους δρόμους τού Λονδίνου, στην παλίρροια τών πραγμάτων, εδώ, εκεί, αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει, ο Πίτερ εξακολουθούσε να υπάρχει, ζούσαν ο ένας μέσα στον άλλον, αυτή ήταν κομμάτι, ήταν βέβαιη, τών δέντρων τής πόλης· κομμάτι τών ανθρώπων που δεν είχε συναντήσει ποτέ· απλωμένη σαν αχλή ανάμεσα στους ανθρώπους που γνώριζε καλύτερα, κι αυτοί τη σήκωναν στα κλαριά τους, όπως είχε δει τα δέντρα να σηκώνουν την αχλή. Αλλά τι ονειρευόταν την ώρα που κοιτούσε την βιτρίνα τού Χάτσαρντς. Υπήρχαν τόσα μα τόσα βιβλία· αλλά κανένα δεν τής φαινόταν κατάλληλο να το πάει στην κλινική, στην Ίβλιν Γουίτμπρεντ. Δεν υπήρχε τίποτε που να μπορεί να κάνει αυτή την απερίγραπτα μαραμένη γυναικούλα ν᾿ αποκτήσει, όταν θα έμπαινε η Κλαρίσα στο δωμάτιό της, όψη εγκάρδια για μια στιγμή. Πόσο το ήθελε — να δείχνουν οι άνθρωποι ευχαριστημένοι την ώρα που μπαίνει, σκέφτηκε η Κλαρίσα, που έστριψε προς την οδό Μποντ, ενοχλημένη, επειδή ήταν ανόητο να κάνει πράγματα για άλλους λόγους. Πόσο το ήθελε — να δείχνουν οι άνθρωποι ευχαριστημένοι την ώρα που μπαίνει, σκέφτηκε η Κλαρίσα, που έστριψε κι άρχισε να επιστρέφει προς την οδό Μποντ, ενοχλημένη, επειδή ήταν ανόητο να κάνεις πράγματα, για άλλους λόγους. Θα προτιμούσε να είναι απ᾿ τους ανθρώπους, όπως ο Ρίτσαρντ, που έκαναν πράγματα για χάρη τών ίδιων τών πραγμάτων, ενώ, εκείνη, σκέφτηκε περιμένοντας να διασχίσει το δρόμο, τις μισές φορές δεν έκανε πράγματα με τρόπο απλό, για τα ίδια τα πράγματα· αλλά για να κάνει τούς ανθρώπους να σκεφτούν το ένα ή το άλλο· τέλεια ηλιθιότητα, το ήξερε επειδή κανείς δεν ζει δυο φορές. Ω, να μπορούσε να ξαναρχίσει τη ζωή της απ᾿ την αρχή! σκέφτηκε φτάνοντας στο πεζοδρόμιο, ακόμα κι η εμφάνισή της θα ήταν διαφορετική!
Είχε την παράξενη εντύπωση πως ήταν αόρατη· αθέατη· άγνωστη· δεν θα υπήρχε άλλος γάμος, δεν θα έκανε άλλα παιδιά. Ήταν η κυρία Νταλογουέι· ούτε καν η Κλαρίσα πια· αυτή ήταν η κυρία Ρίτσαρντ Νταλογουέι.
«Αυτό είν᾿ όλο» επανέλαβε, σταματώντας για ένα λεπτό στη βιτρίνα ενός καταστήματος με γάντια, όπου πριν από τον Πόλεμο μπορούσες να αγοράσεις σχεδόν τέλεια γάντια. Γάντια και παπούτσια· είχε πάθος με τα γάντια· αλλά η ίδια της η κόρη, η Ελίζαμπεθ, δεν έδινε δεκάρα τσακιστή, ούτε για το ένα ούτε για το άλλο.
Δεκάρα τσακιστή, σκέφτηκε, ανηφορίζοντας την οδό Μποντ μέχρι το κατάστημα που τής κρατούσε λουλούδια, όταν έκανε δεξίωση. Η Ελίζαμπεθ πάνω απ᾿ όλα ενδιαφερόταν για το σκύλο της. Ωστόσο, καλύτερα ο σκύλος παρά η δεσποινίς Κίλμαν· καλύτερα παρά να κάθεται κλεισμένη σ᾿ ένα πνιγηρό δωμάτιο με το προσευχητάρι. Μπορεί να είναι ερωτευμένη. Αλλά γιατί με τη δεσποινίδα Κίλμαν; Εν πάση περιπτώσει ήταν αχώριστες, κι η Ελίζαμπεθ, η δική της η κόρη, πήγε στη θεία Κοινωνία· και πως ντυνόταν, πως αντιμετώπιζε τούς ανθρώπους που γευμάτιζαν μαζί τους· δεν την ένοιαζε καθόλου· από την εμπειρία της πίστευε ότι η θρησκευτική έκσταση κάνει τους ανθρώπους άσπλαχνους· αμβλύνει τα συναισθήματά τους, γιατί η κυρία Κίλμαν θα έκανε τα πάντα για τούς Ρώσους, θα πέθαινε απ᾿ την πείνα για τούς Αυστριακούς, αλλά στον εαυτό της επέβαλλε βάσανα κι αυτό το θεωρούσε καλό, τόσο αναίσθητη ήταν, πάντα ντυμένη μ᾿ αυτό το πράσινο αδιάβροχο. Δεν υπήρχε περίπτωση να είναι στο δωμάτιο πέντε λεπτά και να μην σε κάνει να νιώσεις την ανωτερότητά της, τη δική σου κατωτερότητα· πόσο φτωχή ήταν· πόσο πλούσιος ήσουν εσύ· πως ζούσε σε μια τρώγλη χωρίς μαξιλάρι ή κρεβάτι ή χαλάκι ή οτιδήποτε άλλο, ότι η ψυχή της σκούριαζε από εκείνη την αδικία που είχε καρφωθεί μέσα της, την απόλυσή της απ᾿ το σχολείο στη διάρκεια του Πολέμου —, φτωχό, πικραμένο, δυστυχισμένο πλάσμα! Γιατί δεν σιχαινόσουν την ίδια, αλλά την ιδέα της, που αναμφίβολα είχε συγκεντρώσει στοιχεία που δεν ανήκαν στην ίδια τη δεσποινίδα Κίλμαν· είχε γίνει ένα από κείνα τα φαντάσματα που παλεύεις τη νύχτα· ένα από κείνα τα φαντάσματα που μας καβαλικεύουν, κυρίαρχοι και τύραννοι, και μας πίνουν το αίμα.
Την τριβέλιζε, όμως, που αναδευόταν μέσα της, αυτό το κτηνώδες τέρας! Που άκουγε κλαράκια να σπάνε, κι ένιωθε οπλές να χώνονται στα βάθη εκείνου τού πυκνόφυλλου δάσους, τής ψυχής· ανά πάσα στιγμή θ᾿ αναδευόταν το κτήνος, ιδίως μετά την αρρώστια της. Τής προξενούσε σωματικό πόνο κι έκανε όλη τη χαρά τής ομορφιάς, τής φιλίας, τής ευημερίας, τής αγάπης που την περιέβαλλε, να τρέμει και να κλονίζεται, σαν να υπήρχε πράγματι ένα κτήνος που σκάλιζε τις ρίζες.
Προχώρησε, ελαφριά, ψηλή, ευθυτενής, κι αμέσως την υποδέχτηκε η φεγγαροπρόσωπη δεσποινίς Πιμ, που είχε χέρια πάντα κατακόκκινα, σαν να τα κρατούσε στο κρύο νερό μαζί με τα λουλούδια.
Να τα λουλούδια: κρίνοι, μοσχομπίζελα, μάτσα πασχαλιές· και γαρίφαλα, άπειρα γαρίφαλα. Υπήρχαν τριαντάφυλλα· υπήρχαν ίριδες. Και καθώς άρχισε να πηγαίνει μαζί με τη δεσποινίδα Πιμ από βάζο σε βάζο για να διαλέξει, ανοησίες, ανοησίες, είπε στον εαυτό της, λες και αυτή η ομορφιά, αυτό το άρωμα, αυτό το χρώμα κι η δεσποινίς Πιμ που την συμπαθούσε, ήταν ένα κύμα που η ίδια άφηνε να κυλήσει πάνω της και να νικήσει αυτό το τέρας, να τα νικήσει όλα· και τη σήκωνε ψηλά, ακόμα πιο ψηλά, όταν — ωχ! ακούστηκε κάτι σαν μια πιστολιά έξω στο δρόμο!
Η βίαιη έκρηξη προήλθε από ένα αυτοκίνητο που είχε σταματήσει δίπλα στο πεζοδρόμιο. Φυσικά οι περαστικοί σταμάτησαν να κοιτάξουν και μόλις που πρόλαβαν να δουν το πρόσωπο κάποιου ανθρώπου εξαιρετικά σπουδαίου με φόντο την γκρίζα ταπετσαρία, προτού τραβήξει ένα ανδρικό χέρι το κουρτινάκι, και μετά το μόνο που φαινόταν ήταν ένα τετραγωνάκι γκριζωπό.
Ωστόσο φήμες κυκλοφόρησαν μονομιάς. Αλλά κανένας δεν ήξερε τίνος ήταν το πρόσωπο που είχαν δει. Ήταν το πρόσωπο τού Πρίγκιπα της Ουαλίας, τής Βασίλισσας, τού Πρωθυπουργού;
Ο Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, ο οποίος διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να περάσει, είχε ακούσει τον θόρυβο.
Ο Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, τριάντα ετών περίπου, με πρόσωπο χλωμό, μύτη ράμφος, καφέ παπούτσια και φθαρμένο αδιάβροχο, με αχνοκάστανα μάτια κι εκείνο το φοβισμένο βλέμμα που κάνει τούς ξένους να φοβούνται κι αυτοί.
Τα πάντα είχαν ακινητοποιηθεί. Η κυρία Νταλογουέι, πλησιάζοντας στη βιτρίνα με τα χέρια γεμάτα μοσχομπίζελα, κοίταξε έξω. Όλοι κοιτούσαν το αυτοκίνητο. Ο Σέπτιμους κοιτούσε. Δημιουργήθηκε κυκλοφοριακή συμφόρηση. Και να, εκεί στεκόταν το αυτοκίνητο, με τραβηγμένα τα κουρτινάκια του, που είχαν πάνω τους ένα παράξενο σχέδιο, σαν δέντρο, σκέφτηκε ο Σέπτιμους, κι αυτή η σταδιακή έλξη όλων τών πραγμάτων σ᾿ έναν πυρήνα μπροστά στα μάτια του, σαν να είχε αναδυθεί σχεδόν μέχρι την επιφάνεια κάτι φριχτό που ήταν έτοιμο να εκραγεί, να μετατραπεί σε φλόγες, τον τρόμαζε. Εγώ είμαι που κλείνω το δρόμο, σκέφτηκε ο Σέπτιμους. Δεν τον κοιτούσαν άραγε, δεν τον έδειχναν, δεν τον ζύγιαζαν εκεί, καρφωμένοι όπως ήταν στο πεζοδρόμιο, για κάποιο σκοπό; Αλλά για ποιο σκοπό;
«Ας προχωρήσουμε, Σέπτιμους» είπε η σύζυγός του η Λουκρέτσια, μια γυναίκα μικροκαμωμένη, με τεράστια μάτια στο κιτρινιάρικο μακρουλό πρόσωπό της· Ιταλίδα.
Αλλά και η ίδια η Λουκρέτσια ήταν αδύνατο να πάψει να κοιτάζει το αυτοκίνητο και το σχέδιο με το δέντρο πάνω στα κουρτινάκια. Ήταν η Βασίλισσα εκεί μέσα — η Βασίλισσα που πήγαινε για ψώνια;
«Έλα» είπε η Λουκρέτσια.
Αλλά ο άντρας της, — ήταν παντρεμένοι τέσσερα πέντε χρόνια — τώρα, τινάχτηκε, άρχισε να περπατά και είπε «Εντάξει!» θυμωμένα, σαν να τον είχε διακόψει.
Ο Σέπτιμους είχε πει «θα αυτοκτονήσω»· φοβερό να πει τέτοιο πράγμα. Κι αν τον είχαν ακούσει; Κοίταξε το πλήθος. Βοήθεια, βοήθεια! ήθελε να φωνάξει. Βοήθεια!
Το αυτοκίνητο με τα κουρτινάκια του κατεβασμένα προχώρησε προς το Πικαντίλι, με τα μάτια όλων ακόμη επάνω του, έχοντας ζωγραφίσει στα πρόσωπα και στις δυο πλευρές τού δρόμου την ίδια σκοτεινή υποψία σεβασμού για τη Βασίλισσα, ή τον Πρίγκιπα ή τον Πρωθυπουργό, κανείς δεν ήξερε. Αλλά δεν μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία ότι κάποια σημαντική προσωπικότητα καθόταν στο εσωτερικό· μια προσωπικότητα κατέβαινε, κρυμμένη, την οδό Μποντ, σε απόσταση αναπνοής απ᾿ τούς απλούς ανθρώπους, που μπορεί τώρα, για πρώτη και τελευταία φορά, να βρίσκονταν τόσο κοντά στην Αυτής Μεγαλειότητα τη Βασίλισσα τής Αγγλίας, αυτό το παντοτινό σύμβολο τού κράτους, που θα γίνει γνωστό από περίεργους αρχαιοδίφες που θα κοσκινίζουν τού χρόνου τα χαλάσματα, όταν το Λονδίνο θα είναι ένα χορταριασμένο μονοπάτι, κι όλοι όσοι περπατούν βιαστικά στο πεζοδρόμιο αυτό το πρωινό τής Τετάρτης δεν θα ᾿ναι παρά κόκαλα με λιγοστές βέρες ανακατεμένες με τη στάχτη τους και τα χρυσά σφραγίσματα αμέτρητων σαπισμένων δοντιών. Τότε θα γίνει γνωστό ποιο ήταν το πρόσωπο στο αυτοκίνητο.
Κατά πάσα πιθανότητα η Βασίλισσα, σκέφτηκε η κυρία Νταλογουέι, βγαίνοντας απ᾿ το ανθοπωλείο με τα λουλούδια της· η Βασίλισσα. Και για ένα λεπτό το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση απόλυτης αξιοπρέπειας, καθώς στεκόταν μπροστά στο κατάστημα, στο φως του ήλιου, ενώ το αυτοκίνητο περνούσε αργά, με τα κουρτινάκια του κατεβασμένα. Η κίνηση ήταν υπερβολική για τη συγκεκριμένη ώρα τής μέρας. Που και η ίδια η Βασίλισσα είχε κολλήσει στην κίνηση· η ίδια η Βασίλισσα να αδυνατεί να περάσει. Ένας αστυνομικός, σήκωσε το χέρι, ανάγκασε ένα λεωφορείο να κάνει στην άκρη, και το αυτοκίνητο πέρασε ανάμεσα. Αργά και πολύ σιωπηλά πήρε το δρόμο του.
Το αυτοκίνητο είχε φύγει, αλλά είχε αφήσει πίσω του, έναν ελαφρό κυμάτισμά που περνούσε μέσα απ᾿ τα γαντάδικα, τα καπελάδικα και τα ραφτάδικα στις δυο πλευρές τής οδού Μποντ. Κάτι τόσο ασήμαντο, καθημερινό, που κανένα μαθηματικό όργανο, όσο ικανό κι αν ήταν να μεταδίδει κραδασμούς στην Κίνα, δεν μπορούσε να καταγράψει τη δόνησή του· ωστόσο είχε πληρότητα εκπληκτική και ασκούσε στον κόσμο έλξη συναισθηματική· γιατί σε όλα τα καπελάδικα και τα ραφτάδικα, ξένοι κοιτάζονταν μεταξύ τους και σκέφτονταν τούς νεκρούς· τη σημαία· την Αυτοκρατορία. Σε μια παμπ σε κάποιον παράδρομο κάποιος άποικος από την Αμερική πρόσβαλε τον Οίκο τών Γουίνδσορ, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα κουβέντες βαριές, ποτήρια μπίρας σπασμένα και φασαρία γενική. Γιατί, όπως κατακαθόταν ο επιφανειακός αναβρασμός, για το αυτοκίνητο που πέρασε, έξυσε κάτι πολύ βαθύ.
Ψηλοί άντρες, άντρες ρωμαλέοι. καλοντυμένοι άντρες με φράκα και λευκά πουκάμισα που στέκονταν στο μπαλκόνι τής Λέσχης Γουάιτ και κοιτούσαν έξω, κατάλαβαν ενστικτωδώς ότι περνούσε κάποια σπουδαία προσωπικότητα. Αμέσως όρθωσαν το ανάστημά τους, έλυσαν τα χέρια, σαν να ήταν έτοιμοι ν᾿ ακολουθήσουν τον Ηγεμόνα τους αν χρειαζόταν, και να γίνουν βορά στα κανόνια, όπως είχαν κάνει πριν από αυτούς οι πρόγονοί τους. Εντωμεταξύ ένα μικρό πλήθος είχε συγκεντρωθεί στις πύλες τού Μπάκιγχαμ. Κι όλη την ώρα ένιωθαν τις φήμες να πληθαίνουν και να δονούν τα νεύρα στους μηρούς τους, στη σκέψη ότι τούς κοιτούσε κάποιο μέλος της βασιλικής οικογένειας· η Βασίλισσα που θα έκλινε το κεφάλι· ο Πρίγκιπας που θα χαιρετούσε· στη σκέψη της θεσπέσιας ζωής που χάρισαν οι ουρανοί στους Βασιλιάδες.
Ο μικρόσωμος κύριος Μπάουλι που είχε σφραγίσει με κερί τις βαθύτερες πληγές τής ζωής, αλλά μπορεί ξαφνικά, ανάρμοστα, συναισθηματικά, να τις άφηνε να ξεχειλίσουν ύστερα από ένα τέτοιο γεγονός —φτωχές γυναίκες που περίμεναν να δουν τη Βασίλισσα να περνά, φτωχές γυναίκες, καλά παιδάκια, ορφανά, χήρες, ο Πόλεμος, τι ντροπή!—, είχε δάκρυα στα μάτια.
Ξαφνικά ο ήχος αεροπλάνου τρύπησε απειλητικά τ᾿ αυτιά τού πλήθους. Πλησίαζε πετώντας πάνω απ᾿ τα δέντρα κι άφηνε πίσω του λευκό, καμπυλωτό, κυματιστό καπνό που έγραφε κάτι! σχημάτιζε γράμματα στον ουρανό! Κοίταξαν όλοι ψηλά.
Η Λουκρέτσια Γουόρεν Σμιθ, καθισμένη πλάι στον άντρα της σε μια σεζ λογκ, στο Μπρόουντ Γουόκ του Ρίτζεντς Παρκ, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό.
«Κοίτα, Σέπτιμους, κοίτα!» φώναξε. Επειδή ο δόκτωρ Χολμς τής είχε πει να κάνει τον άντρα της (ο οποίος δεν είχε τίποτε σοβαρό στην υγεία του, απλώς ήταν λίγο αδιάθετος) ν᾿ ασχολείται με πράγματα έξω απ᾿ τον εαυτό του.
Λοιπόν, σκέφτηκε ο Σέπτιμους, κοιτάζοντας ψηλά, σε μένα κάνουν σινιάλο. Όχι με πραγματικές λέξεις· δηλαδή, δεν μπορούσε ακόμη να διαβάσει τι έλεγε· αλλά σαφώς ήταν έτσι, αυτή η ομορφιά, αυτή η εξαίσια ομορφιά, και δάκρυα γέμισαν τα μάτια του καθώς κοιτούσε τις λέξεις τού καπνού, που αργόσβηναν και διαλύονταν στον ουρανό χαρίζοντάς του, με την ανεξάντλητη ευσπλαχνία τους και τη γελαστή καλοσύνη τους, το ένα σχήμα ασύλληπτης ομορφιάς μετά το άλλο και φανερώνοντάς του την πρόθεσή τους να τού προσφέρουν ομορφιά, περισσότερη ομορφιά, χωρίς λόγο, για πάντα, μόνο και μόνο για να τη βλέπει. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του.
Ο Σέπτιμους άκουσε τη φωνή μιας νταντάς, να μιλεί δίπλα στ᾿ αυτί του, βαθιά, σαν όργανο μελωδικό, αλλά με μια αγριάδα στη φωνή της, σαν ήχοι από τριζόνι που γρατζούνισε τη ραχοκοκαλιά του Σέπτιμους απολαυστικά, κι έστειλε μέχρι τον εγκέφαλό του κύματα ήχου, που χτύπησαν δυνατά, και έσπασαν. Πραγματικά θαυμάσια ανακάλυψη — ότι η ανθρώπινη φωνή μπορεί σε συγκεκριμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες, να εμφυσήσει ζωή στα δέντρα! Χαρούμενα η Ρέζια ακούμπησε το βάρος τού χεριού της στο γόνατό του, κι έτσι αυτός προσγειώθηκε, καθηλώθηκε, αλλιώς η διέγερση στις φτελιές που ορθώνονταν κι έγερναν, ορθώνονταν κι έγερναν τόσο περήφανα, τόσο υπέροχα, θα τον είχε τρελάνει. Αλλά δεν θα τρελαινόταν, θα έκλεινε τα μάτια του· δεν θα έβλεπε άλλο.
Αλλά τού έγνεφαν· τα φύλλα ήταν ζωντανά· τα δέντρα ήταν ζωντανά. Και τα φύλλα που συνδέονταν με εκατομμύρια ίνες με το κορμί το δικό του, εκεί που καθόταν, τού έκαναν αέρα, πάνω κάτω· όταν τεντωνόταν το κλαρί, έκανε κι αυτός το ίδιο. «Σέπτιμους!» είπε η Ρέζια. Εκείνος αιφνιδιάστηκε. «θα πάω ως το σιντριβάνι και θα γυρίσω» είπε εκείνη.
Γιατί δεν μπορούσε να το αντέξει άλλο. Ο δόκτωρ Χολμς μπορεί να έλεγε πως δεν υπάρχει πρόβλημα. Εκείνη θα προτιμούσε να ήταν νεκρός! Δεν μπορούσε να κάθεται δίπλα του, όταν αυτός κοιτούσε τόσο επίμονα και δεν την έβλεπε κι έκανε τα πάντα να μοιάζουν τρομακτικά· τον ουρανό και τα δέντρα, τα παιδιά που έπαιζαν· όλα ήταν φοβερά. Κι αυτός δεν θα αυτοκτονούσε· κι αυτή δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν. «Ο Σέπτιμους δουλεύει πάρα πολύ» — μόνο αυτό μπορούσε να πει στην ίδια τη μητέρα της. Η αγάπη σε κάνει μοναχικό, σκέφτηκε. Δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν, ούτε στον Σέπτιμους τώρα, και κοιτάζοντας πίσω, τον είδε να κάθεται μόνος του, φορώντας το φθαρμένο παλτό του, στη σεζ λογκ, καμπουριαστός, να κοιτάζει επίμονα. Κι ήταν δειλία να λέει ένας άντρας πως θα αυτοκτονήσει, αλλά ο Σέπτιμους είχε πολεμήσει· ήταν γενναίος· δεν ήταν ο Σέπτιμους που είχε γίνει τώρα. Έβαλε τον δαντελένιο γιακά της. Έβαλε το καινούργιο της καπέλο, κι αυτός δεν το παρατήρησε· κι ήταν χαρούμενος χωρίς εκείνη. Τίποτε δεν μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη χωρίς εκείνον! Τίποτε! Ήταν εγωιστής. Έτσι είναι οι άντρες. Γιατί δεν ήταν άρρωστος. Ο δόκτωρ Χολμς είπε πως δεν έχει τίποτε. Τέντωσε το χέρι της μπροστά. Κοίτα! Η βέρα της γλιστρούσε — πόσο είχε αδυνατίσει. Υπέφερε — αλλά δεν είχε κάποιον να το πει.
Μακριά ήταν η Ιταλία, τα λευκά σπίτια κι η κάμαρα όπου καθόταν η αδερφή της κι έφτιαχνε καπέλα, κι οι δρόμοι που γέμιζαν κάθε βράδυ με ανθρώπους που περπατούσαν, γελούσαν δυνατά, όχι με ψόφιους ανθρώπους όπως εδώ, τσουβαλιασμένους σε αναπηρικά καροτσάκια, που κοίταζαν λιγοστά μίζερα λουλούδια σε γλάστρες!
«Πού να βλέπατε τούς κήπους του Μιλάνου» είπε δυνατά. Αλλά σε ποιον το είπε;
Δεν υπήρχε κανείς. Τα λόγια της χάθηκαν. Όπως χάνεται ένα πυροτέχνημα. Οι σπίθες του χαράζουν την πορεία τους στη νύχτα κι ύστερα τής παραδίνονται, πέφτει το σκοτάδι, χύνεται πάνω στα περιγράμματα σπιτιών και πύργων· οι σκοτεινές πλαγιές τών λόφων γίνονται μαλακές κι αχνές. Αλλά παρόλο που έχουν χαθεί, η νύχτα είναι γεμάτη απ᾿ αυτές· στερημένες από χρώμα, χωρίς σχήμα, αποκτούν σημασία, εκπέμπουν ό,τι δεν μπορεί να μεταδώσει το ξεκάθαρο φως τής μέρας — τα βάσανα και την ανησυχία για τα πράγματα που σφίγγονται εκεί μέσα, στο σκοτάδι· που συνωστίζονται στο σκοτάδι· στερημένα απ᾿ την ανακούφιση που φέρνει η αυγή, καθώς βάφει τούς τοίχους άσπρους και γκρίζους, χαράζει το περίγραμμα τών παραθύρων, σηκώνει την πάχνη απ᾿ τα χωράφια, δείχνει τις καφετιές αγελάδες που μασουλάνε γαλήνια, κι όλα μάς φαίνονται πάλι στολισμένα· υπάρχουν ξανά. Είμαι μόνη· είμαι μόνη! φώναξε, ενώ στεκόταν δίπλα στο σιντριβάνι στο Ρίτζεντς Παρκ. Και ξαφνικά, σαν λες κι ένας βράχος στο χείλος τού γκρεμού βρέθηκε μπροστά της και να πάτησε πάνω του, είπε πως είναι η γυναίκα του, παντρεύτηκαν πριν από χρόνια στο Μιλάνο, είναι η γυναίκα του και δεν θα πει ποτέ, μα ποτέ, ότι είναι τρελός! Την ώρα που έστριβε, ο βράχος έπεσε· κι εκείνη γκρεμίστηκε. Γιατί εκείνος έχει φύγει, σκέφτηκε —έχει φύγει, όπως απειλούσε, πήγε να αυτοκτονήσει— πήγε να ριχτεί στις ρόδες κάποιας άμαξας! Αλλά όχι· εκεί ήταν· ακόμη καθόταν μόνος του, με το φθαρμένο παλτό του, τα πόδια σταυρωμένα, το βλέμμα καρφωμένο, μιλούσε δυνατά.
«Δεν πρέπει να κόβουν δέντρα οι άνθρωποι». (Αυτές τις ξαφνικές εκλάμψεις τις σημείωνε ο Σέπτιμους στο πίσω μέρος φακέλων.) Να αλλάξετε τον κόσμο. Κανείς δεν σκοτώνει από μίσος. Να το διαδώσετε (το σημείωσε). Περίμενε. Αφουγκράστηκε. Ένα σπουργίτι κούρνιασε στο κάγκελο απέναντι και τιτίβισε Σέπτιμους, Σέπτιμους, τέσσερεις ή πέντε φορές και συνέχισε, να κελαηδάει με την ίδια ένταση, διαπεραστικά, με λέξεις ελληνικές, πως δεν υπάρχει έγκλημα, και μ᾿ ένα άλλο σπουργίτι μαζί κελαηδούσαν με φωνές παρατεταμένες και διαπεραστικές, με λέξεις ελληνικές, απ᾿ τα δέντρα στο λιβάδι τής ζωής, πέρα απ᾿ το ποτάμι, όπου περπατούν οι νεκροί, πως δεν υπάρχει θάνατος.
«Τι λες;» είπε η Ρέζια ξαφνικά, ενώ καθόταν δίπλα του.
Τον διέκοψε πάλι! Πάντα τον διέκοπτε.
Μακριά απ᾿ τούς ανθρώπους — πρέπει να φύγουμε μακριά απ᾿ τούς ανθρώπους, είπε εκείνος (και πετάχτηκε πάνω), τώρα να πάνε εκεί, εκεί όπου υπήρχαν καθίσματα κάτω από ένα δέντρο,
Εκεί κάθισαν κάτω από ένα δέντρο.
«Κοίτα» τον ικέτεψε εκείνη, δείχνοντας μια μικρή ομάδα αγόρια που κουβαλούσαν μπαστούνια τού κρίκετ.
«Κοίτα» τον ικέτεψε, επειδή ο γιατρός τής είχε πει να τον κάνει να αντιλαμβάνεται πράγματα υπαρκτά, να πηγαίνει σε μιούζικ χολ, να παίζει κρίκετ — αυτό είναι κατάλληλο παιχνίδι, είπε ο γιατρός, ένα ωραίο παιχνίδι στην ύπαιθρο, το πιο κατάλληλο για τον άντρα της.
«Κοίτα» επανέλαβε.
Να κοιτάξει το αόρατο τον καλούσε η φωνή, που τώρα επικοινωνούσε μαζί του, μ᾿ αυτόν που ήταν ο σπουδαιότερος τής ανθρωπότητας, ο Σέπτιμους, που πρόσφατα είχε περάσει απ᾿ τη ζωή στο θάνατο, που ήταν απλωμένος σαν κάλυμμα κρεβατιού, σαν κουβέρτα από χιόνι που τη χτυπούσε μόνο ο ήλιος, για πάντα αξόδευτος, να βασανίζεται για πάντα, το εξιλαστήριο θύμα, παντοτινά να πάσχει, αλλά δεν το θέλει αυτό βόγκηξε, διώχνοντας αποπάνω του με μια κίνηση τού χεριού, τον πόνο τον παντοτινό, τη μοναξιά την παντοτινή.
«Κοίτα» επανέλαβε εκείνη, γιατί δεν έπρεπε να μιλάει δυνατά ο Σέπτιμους στον εαυτό του έξω απ᾿ το σπίτι.
«Μα κοίτα» τον ικέτεψε. Αλλά τι υπήρχε να κοιτάξει; Λιγοστά πρόβατα. Αυτό ήταν όλο.
Το δρόμο για το σταθμό Ρίτζεντς Παρκ τού μετρό — μπορούσαν να τής πουν το δρόμο για το σταθμό Ρίτζεντς Παρκ τού μετρό;— αυτό ήθελε να μάθει η Μέισι Τζόνσον. Είχε έρθει απ᾿ το Εδιμβούργο μόλις πριν από δυο μέρες.
«Όχι αποκεί — αποδώ!» κραύγασε η Ρέζια, σπρώχνοντάς τη στο πλάι, από φόβο μην δει τον Σέπτιμους.
Φαίνονταν παράξενοι κι οι δύο, σκέφτηκε η Μέισι Τζόνσον. Όλα φαίνονταν παράξενα. Πρώτη της φορά στο Λονδίνο, είχε έρθει να πιάσει δουλειά στο θείο της και διέσχιζε τώρα πρωί το Ρίτζεντς Παρκ· αυτό το καθισμένο ζευγάρι την τάραξε· η νεαρή γυναίκα φαινόταν ξένη, ο άντρας παράξενος· ακόμα κι όταν έφτανε στα βαθιά γεράματα, δεν θα έπαυε να θυμάται και να ψάχνει ανάμεσα στις αναμνήσεις της, πως είχε διασχίσει το Ρίτζεντς Παρκ ένα υπέροχο καλοκαιρινό πρωινό πριν από πενήντα χρόνια. Γιατί ήταν μόνο δεκαεννέα χρονών και τα είχε καταφέρει επιτέλους να έρθει στο Λονδίνο· και πόσο παράξενο ήταν αυτό το ζευγάρι, που το είχε ρωτήσει προς τα πού να πάει, η κοπέλα που πετάχτηκε και τίναξε το χέρι της, κι ο άντρας — φαινόταν φοβερά περίεργος· καβγάδιζαν, ίσως· χώριζαν για πάντα, ίσως· κάτι έτρεχε, το ήξερε.
Ω! (γιατί εκείνος ο νέος άντρας την είχε ταράξει τόσο. Κάτι έτρεχε, το ήξερε).
Φρίκη! Φρίκη! ήθελε να φωνάξει. (Είχε αφήσει τούς δικούς της ανθρώπους· την είχαν προειδοποιήσει τι θα συνέβαινε.)
Γιατί δεν έμεινε στο σπίτι της, φώναξε τρίβοντας την παλάμη της στη στρογγυλή κορυφή του σιδερένιου κιγκλιδώματος.
Εκείνο το κορίτσι, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ (που φύλαγε την κόρα τού ψωμιού για τούς σκίουρους και συχνά έτρωγε το μεσημεριανό της στο Ρίτζεντς Παρκ), δεν ξέρει τίποτε ακόμη· πραγματικά, τής φαινόταν προτιμότερο να είναι λίγο πιο απτές, λίγο πιο ελαστικές, λίγο πιο μετριοπαθείς, οι προσδοκίες σου. Ο Πέρσι έπινε. Λοιπόν, καλύτερα να έχεις γιο, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ. Είχε βασανιστεί πολύ εξαιτίας του και δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει σ᾿ ένα κορίτσι σαν εκείνο· θα παντρευτείς είσαι ομορφούλα, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ, θα παντρευτείς σκέφτηκε, και μετά θα μάθεις. Ω, οι μαγειρικές κι όλα τα άλλα. Κάθε άντρας έχει τα χούγια του. Τώρα, άλλο αν θα διάλεγα με τον ίδιο τρόπο άμα ήξερα, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ, και δεν μπορούσε να πνίξει την επιθυμία της να ψιθυρίσει κάποιες λέξεις στη Μέισι Τζόνσον· να νιώσει στις ζάρες τού σακουλιασμένου γέρικου προσώπου της, το φιλί τής λύπησης. Γιατί είναι δύσκολη η ζωή, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ. Και τι δεν είχε δώσει στη ζωή; Τριαντάφυλλα· σιλουέτα· τα πόδια της επίσης. (Έκρυψε τα γρομπιασμένα πόδια της κάτω απ᾿ τη φούστα.)
Τριαντάφυλλα, σκέφτηκε χλευαστικά. Σαχλαμάρες καλή μου. Γιατί πραγματικά, άμα σκεφτείς το φαγητό, το ποτό, το ζευγάρωμα, τις κακές μέρες και τις καλές, η ζωή δεν είναι σπαρμένη τριαντάφυλλα, κι επιπλέον, επιτρέψτε μου να σας πω, η Κάρι Ντέμπστερ διόλου δεν επιθυμούσε ν᾿ αλλάξει τη μοίρα της, με τη μοίρα οποιοσδήποτε άλλης γυναίκας! Αλλά εκλιπαρούσε λύπηση. Λύπηση, για τα τριαντάφυλλα που χάθηκαν. Λύπηση ζητούσε απ᾿ τη Μέισι Τζόνσον, ενώ στεκόταν δίπλα στο παρτέρι με τους υάκινθους.
«Μα τι κοιτάζουν όλοι;» είπε η Κλαρίσα Νταλογουέι στην υπηρέτρια που άνοιξε την πόρτα.
Ο προθάλαμος τού σπιτιού είχε τη δροσιά χώρου υπόγειου. Η μαγείρισσα σφύριζε στην κουζίνα. Άκουσε το κλικ τής γραφομηχανής. Αυτή ήταν η ζωή της· καθώς έσκυβε το κεφάλι πάνω απ᾿ το τραπεζάκι τού χολ, γέρνοντας κάτω απ᾿ το βάρος τής επίδρασης, ένιωσε ευλογημένη κι εξαγνισμένη, και είπε στον εαυτό της, πιάνοντας το μπλοκάκι με το τηλεφωνικό μήνυμα, ότι στιγμές σαν κι αυτήν είναι μπουμπούκια στο δέντρο τής ζωής, είναι άνθη του σκότους, σκέφτηκε (σαν να είχε ανθίσει κάποιο όμορφο τριαντάφυλλο μόνο και μόνο για να το δει εκείνη)· ούτε για μια στιγμή δεν είχε πιστέψει στον θεό· αλλά όλο και περισσότερο, σκέφτηκε, σηκώνοντας το μπλοκάκι, πρέπει να ανταμείβει κανείς στην καθημερινή ζωή τούς υπηρέτες, ναι, τούς σκύλους, και κυρίως τον Ρίτσαρντ τον άντρα της, που ήταν το θεμέλιο κάτω απ᾿ όλα αυτά —τούς χαρούμενους ήχους, τα πράσινα φώτα, ακόμα και τη μαγείρισσα που σφύριζε,— πρέπει να τούς ανταμείβει αντλώντας απ᾿ το απόθεμα τών εξαίσιων στιγμών, σκέφτηκε, σηκώνοντας το μπλοκάκι, ενώ η Λούσι στεκόταν δίπλα της, προσπαθώντας να εξηγήσει ότι
«Ο κύριος Νταλογουέι, κυρία—»
Η Κλαρίσα διάβασε στο μπλοκάκι: «Η λαίδη Μπρούτον επιθυμεί να μάθει αν ο κύριος Νταλογουέι θα γευματίσει μαζί της σήμερα το μεσημέρι».
«Ο κύριος Νταλογουέι, κυρία, μού είπε να σας πω ότι θα γευματίσει έξω το μεσημέρι».
«Ω!» είπε η Κλαρίσα, και, όπως το περίμενε, η Λούσι ένιωσε την απογοήτευσή της (αλλά όχι τη σουβλιά τού πόνου)· συναισθάνθηκε την αρμονία μεταξύ τους· κατάλαβε την υπόνοια· αναλογίστηκε πώς αγαπούν οι μεγαλοαστοί· χρύσωσε το μέλλον της με ηρεμία.
«Δε φοβάσαι» είπε η Κλαρίσα. Δε φοβάσαι ζέστη πια· επειδή το σοκ εξ αιτίας τού ότι η λαίδη Μπρούτον ζήτησε απ᾿ τον Ρίτσαρντ να γευματίσει μαζί του χωρίς την ίδια, εκείνη τη στιγμή την έκανε να τρεμουλιάσει, σαν το φυτό στην όχθη τού ποταμού, που νιώθει τη δόνηση απ᾿ το κουπί που περνάει, και τρεμουλιάζει: έτσι κλονίστηκε: έτσι τρεμούλιασε.
Η Μίλισεντ Μπρούτον, τα μεσημεριανά γεύματα τής οποίας έλεγαν ότι ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικά, δεν την είχε προσκαλέσει. Καμιά φτηνή ζήλια δεν μπορούσε να τη χωρίσει απ᾿ τον Ρίτσαρντ. Αλλά φοβόταν τον ίδιο το χρόνο και διάβαζε στο πρόσωπο τής λαίδης Μπρούτον —πλάκα ρολογιού χαραγμένη σε πέτρα άπονη— τη φθορά τής ζωής· πως κοβόταν κάθε χρόνο κομμάτι κομμάτι το μερίδιό της· πόσο λίγο ικανό ήταν πια το περιθώριο που απέμενε, να επεκταθεί, ν᾿ απορροφήσει, όπως στα νεανικά χρόνια, τα χρώματα, τις νοστιμιές, τούς ήχους τής ύπαρξης.
Άρχισε ν᾿ ανεβαίνει αργά αργά τη σκάλα, σαν να είχε φύγει από κάποια δεξίωση, όπου πότε στον ένα φίλο, πότε στον άλλον είχε δει την αντανάκλαση τού προσώπου της, τής φωνής της· σαν να είχε κλείσει την πόρτα πίσω της, να είχε βγει έξω και να στεκόταν μόνη, μια φιγούρα μοναχική στην τρομακτική νυχτιά ή μάλλον, για να είναι ακριβής, μπροστά στην επίμονη ματιά αυτού τού πρωινού τού Ιουνίου· ένοιωσε ξαφνικά ότι είχε μαραζώσει, ότι είχε γεράσει, δεν είχε στήθος, ότι ο μόχθος, η πνοή, το λουλούδιασμα τής μέρας, εκεί έξω, έξω απ᾿ το παράθυρο, ήταν έξω απ᾿ το σώμα της και το μυαλό της, που τώρα δεν λειτουργούσαν, εφόσον η λαίδη Μπρούτον, τα μεσημεριανά γεύματα τής οποίας έλεγαν ότι ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικά, δεν την είχε προσκαλέσει.
Υπήρχε ένα κενό στην καρδιά τής ζωής· μια σοφίτα. Ολοένα και πιο στενό θα γινόταν το κρεβάτι της. Το κερί μισοκαμένο, είχε προχωρήσει πολύ στα Απομνημονεύματα τού βαρόνου Μαρμπό. Επειδή οι συνεδριάσεις στο Κοινοβούλιο διαρκούσαν πολύ, ο Ρίτσαρντ επέμενε, μετά την αρρώστια της, να κοιμάται ανενόχλητη. Κι έτσι το δωμάτιο ήταν μια σοφίτα — το κρεβάτι στενό — και ξαπλώνοντας εκεί για να διαβάσει, επειδή κοιμόταν άσχημα, δεν μπορούσε ν᾿ απαλλαγεί από την παρθενικότητα που διατηρούσε από τη γέννησή της και κολλούσε πάνω της σαν σεντόνι. Ήταν ευχάριστη όσο ήταν κοπέλα, αλλά ξαφνικά ήρθε μια στιγμή —για παράδειγμα στο ποτάμι κάτω απ᾿ τα δέντρα στο Κλίβντεν— που, εξαιτίας κάποιας συστολής αυτού τού ψυχρού πνεύματος, απογοήτευσε τον Ρίτσαρντ. Το έβλεπε ότι υστερούσε. Δεν ήταν θέμα ομορφιάς· δεν ήταν θέμα μυαλού. Ήταν κάτι στο βάθος, που τη διαπότιζε· κάτι που έσπαζε τις επιφάνειες κι αναστάτωνε την επαφή ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα ή ανάμεσα σε γυναίκες. Αυτό μπορούσε αμυδρά να καταλάβει. Τής κακοφαινόταν, είχε έναν ενδοιασμό που ένας θεός ξέρει πώς είχε δημιουργηθεί, ή που, όπως ένιωθε, ήταν δημιούργημα τής Φύσης (τής σοφής μητέρας)· ωστόσο μερικές φορές δεν μπορούσε ν᾿ αντισταθεί στη χάρη κάποιας γυναίκας, όχι κοπέλας, γυναίκας, που ομολογούσε, όπως τής συνέβαινε συχνά, ένα μπλέξιμο, μια τρέλα. Κι είτε ήταν η συμπόνια, είτε η ομορφιά τους, είτε ότι ήταν μεγαλύτερη, είτε κάποια σύμπτωση —όπως ένα ανεπαίσθητο άρωμα ή ένα βιολί από δίπλα (πόσο παράξενη είναι η δύναμη τών ήχων κάποιες στιγμές)— που αναμφίβολα την έκανε να νιώθει, ό,τι ένιωθαν οι άντρες. Για μια στιγμή μονάχα· αλλά αρκούσε. Ήταν μια αποκάλυψη ξαφνική, σαν ένα κοκκίνισμα που προσπαθείς να σταματήσεις και μετά, καθώς αυτό απλώνεται, τού παραδίνεσαι και τρέχεις στην πιο μακρινή άκρη, τρεμουλιάζεις και νιώθεις τον κόσμο να κλείνει γύρω σου, διογκωμένος από σημασία πρωτοφανή, απ᾿ την πίεση μιας έκρηξης που σκίζει το λεπτό του δέρμα, αναβλύζει κι απλώνεται τόσο κατευναστικά σε σκασίματα και πληγές.
Αυτό το θέμα του έρωτα σκέφτηκε, (κρεμώντας το παλτό της), τού να ερωτεύεσαι γυναίκες. Για παράδειγμα, τη Σάλι Σίτον· τη σχέση της στο παρελθόν με τη Σάλι Σίτον. Δεν ήταν έρωτας αυτό, τελικά;
Καθόταν στο πάτωμα — αυτή ήταν η πρώτη της εικόνα απ᾿ τη Σάλι —, καθόταν στο πάτωμα με τα χέρια διπλωμένα γύρω απ᾿ τα γόνατά της, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Πού μπορεί να ήταν; Σε κάποια δεξίωση, πού, δεν ήταν βέβαιη, επειδή θυμόταν αμυδρά να λέει στο συνοδό της: «Ποια είναι αυτή;». Κι εκείνος τής είχε πει, και πρόσθεσε ότι οι γονείς της δεν τα πήγαιναν καλά (πόσο τη σόκαρε αυτό — να μαλώνουν οι γονείς κάποιου!). Αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της απ᾿ τη Σάλι. Είχε το είδος τής σπάνιας ομορφιάς που τόσο θαύμαζε: μελαχρινή, με μεγάλα μάτια, ένα γνώρισμα που, εφόσον δεν το είχε η ίδια, πάντα το ζήλευε — μια μορφή παραίτησης, σαν να μπορούσε να πει οτιδήποτε, να κάνει οτιδήποτε· ένα γνώρισμα πιο συχνό σε ξένες παρά σε Αγγλίδες. Η Σάλι έλεγε πάντοτε πως είχε γαλλικό αίμα στις φλέβες της, κάποιος πρόγονός της ήταν στην υπηρεσία της Μαρίας Αντουανέτας.
Μπορεί η Σάλι να ήρθε εκείνο το καλοκαίρι να μείνει στο Μπόρτον, εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά χωρίς δεκάρα στην τσέπη ένα βράδυ μετά το δείπνο, κι αναστάτωσε τόσο πολύ τη θεία Χέλενα που εκείνη δεν τής το συγχώρεσε ποτέ. Κάποιος φοβερός καβγάς είχε γίνει στο σπίτι της. Κυριολεκτικά δεν είχε δεκάρα εκείνη τη νύχτα που ήρθε στο σπίτι τους, — είχε βάλει ενέχυρο μια καρφίτσα για να μπορέσει να ταξιδέψει. Είχε φύγει απ᾿ το σπίτι της, σε μια στιγμή παραφοράς. Είχαν μείνει ξύπνιες όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας. Η Σάλι την είχε κάνει να νιώσει, για πρώτη φορά, πόσο προστατευμένη ήταν η ζωή της στο Μπόρτον. Δεν ήξερε τίποτε για το σεξ — τίποτε για τα κοινωνικά προβλήματα. Μια φορά είχε δει ένα γέρο να πεθαίνει σ᾿ ένα χωράφι — είχε δει αγελάδες αμέσως μόλις είχαν γεννήσει τα μοσχαράκια τους. Αλλά στη θεία Χέλενα δεν άρεσε ποτέ να κουβεντιάζει τίποτε (όταν τής έδωσε η Σάλι να διαβάσει Γουίλιαμ Μόρις, αναγκαστικά τον τύλιξε σε χοντρό καφέ χαρτί). Κάθονταν εκεί, ώρες ατελείωτες, και κουβέντιαζαν στην κρεβατοκάμαρά της στο πάνω πάτωμα τού σπιτιού, μιλούσαν για τη ζωή, για το πώς θα άλλαζαν τον κόσμο. Σκόπευαν να δημιουργήσουν ένα σύλλογο με σκοπό την κατάργηση τής ιδιοκτησίας, είχαν γράψει κι ένα γράμμα, αλλά δεν το ταχυδρόμησαν ποτέ. Οι ιδέες ήταν τής Σάλι, φυσικά —αλλά πολύ σύντομα είχε ενθουσιαστεί κι η ίδια—, διάβαζε Πλάτωνα στο κρεβάτι πριν από το πρωινό· διάβαζε Μόρις· διάβαζε Σέλεϊ με τις ώρες.
Ήταν εκπληκτική η επίδραση τής Σάλι, το χάρισμά της, η προσωπικότητά της. Ο τρόπος που χρησιμοποιούσε τα λουλούδια, για παράδειγμα. Στο Μπόρτον έβαζαν πάντα μικρά βαζάκια πάνω στο τραπέζι, κατά μήκος του. Η Σάλι έβγαινε, μάζευε αγριομολόχες, ντάλιες —όλα τα είδη των λουλουδιών που δεν είχαν συνδυαστεί ποτέ — έκοβε τις κορφές τους και τις άφηνε να επιπλέουν στο νερό σε γυάλες. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό — όταν έμπαινες στο δωμάτιο για το δείπνο, το ηλιοβασίλεμα. (Φυσικά η θεία Χέλενα πίστευε ότι ήταν φρικτό να μεταχειρίζεσαι έτσι τα λουλούδια.) Έπειτα ξεχνούσε το σφουγγάρι της κι έτρεχε στο διάδρομο γυμνή. Η Έλεν Άτκινς, εκείνη η βλοσυρή γρια-καμαριέρα, γκρίνιαζε — «Κι αν τύχει και περνάει κάποιος απ᾿ τούς κυρίους». Πράγματι, τούς σόκαρε τούς ανθρώπους. Είναι ακατάστατη, έλεγε ο μπαμπάς.
Το παράξενο, τώρα που γυρνούσε στο παρελθόν, ήταν η αγνότητα, η ηθικότητα τών συναισθημάτων της, για τη Σάλι. Δεν έμοιαζαν με τα συναισθήματα για έναν άντρα. Δεν είχαν ίχνος υστεροβουλίας αλλά μια ποιότητα που μπορούσε να υπάρξει μόνο ανάμεσα σε γυναίκες ανάμεσα σε κοπέλες που έχουν μόλις μεγαλώσει. Από τη δική της πλευρά υπήρχε προστατευτικότητα· τα συναισθήματά της προέρχονταν από μια αίσθηση σύμπραξης, ένα προαίσθημα ότι μοιραία κάτι θα τις χώριζε (πάντα μιλούσαν για το γάμο σαν να ήταν καταστροφή), που είχε ως αποτέλεσμα αυτή την αβρότητα, αυτή την προστατευτικότητα που προερχόταν περισσότερο απ᾿ την ίδια, παρά απ᾿ τη Σάλι. Επειδή εκείνη την περίοδο η Σάλι ήταν εντελώς απερίσκεπτη· έκανε τα πιο ηλίθια πράγματα για επίδειξη· έκανε ποδήλατο στο στηθαίο τής βεράντας· κάπνιζε πούρα. Παράλογη, ήταν — πολύ παράλογη. Αλλά η γοητεία της ήταν ακατανίκητη, για κείνη τουλάχιστον, που θυμάται ότι στεκόταν στο δωμάτιό της στο πάνω πάτωμα τού σπιτιού κρατώντας τη λεκάνη με το ζεστό νερό στα χέρια της, κι έλεγε: «Είμαστε κάτω απ᾿ την ίδια στέγη... κάτω απ᾿ την ίδια στέγη!».
Όχι, οι λέξεις δεν σήμαιναν τίποτε απολύτως γι᾿ αυτήν τώρα. Δεν μπορούσε καν να νιώσει την ηχώ τού παλιού συναισθήματος. Αλλά θυμόταν που τη διέτρεχε σύγκρυο και χτένιζε τα μαλλιά της εκστατική· (τώρα άρχιζε να ξανανιώθει το παλιό συναίσθημα, καθώς έβγαζε τις φουρκέτες απ᾿ τα μαλλιά της, τις άφηνε πάνω στην τουαλέτα της αρχίζοντας να χτενίζεται), οι κουρούνες πετούσαν πάνω κάτω, στο ρόδινο φως τού δειλινού, ντυνόταν, πήγαινε κάτω και διασχίζοντας το διάδρομο ένιωθε πως «Αν πέθαινα ετούτη τη στιγμή, ο θάνατός μου θα ήτανε για μένα η πιο μεγάλη ευτυχία». Έτσι ένιωθε — όπως κι ο Οθέλος, και το ένιωθε, ήταν πεπεισμένη, τόσο δυνατά όσο ήθελε ο Σαίξπηρ να το νιώθει ο Οθέλος, κι όλα αυτά επειδή πήγαινε στο δείπνο φορώντας το λευκό της φόρεμα, για να συναντήσει τη Σάλι Σίτον.
Φορούσε ροζ φόρεμα από οργαντίνα — ήταν δυνατόν; Όπως και να ᾿χει, έμοιαζε να λαμποκοπά, να φεγγοβολά, σαν πουλί ή μπαλόνι που μπήκε πετώντας στο σπίτι και πιάστηκε για μια στιγμή σε μια βατομουριά. Αλλά τίποτε δεν είναι τόσο παράξενο όταν είσαι ερωτευμένος (και τι άλλο θα μπορούσε να είναι αυτό εκτός από έρωτας;), όσο η απόλυτη αδιαφορία τών άλλων ανθρώπων. Η θεία Χέλενα απομακρύνθηκε μετά το δείπνο· ο μπαμπάς διάβαζε εφημερίδα. Ο Πίτερ Γουόλς μπορεί να ήταν εκεί, όπως κι η ηλικιωμένη δεσποινίς Κάμινγκς· ο Τζόζεφ Μπράιτκοπφ ήταν σίγουρα εκεί, επειδή ερχόταν κάθε καλοκαίρι ο κακομοίρης ο γεράκος, για βδομάδες ολόκληρες, κι έκανε πως διάβαζε γερμανικά μαζί της, αλλά στην πραγματικότητα έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε Μπραμς με φάλτσα φωνή.
Όλα αυτά ήταν απλώς φόντο για τη Σάλι. Στεκόταν δίπλα στο τζάκι και μιλούσε, με αυτή την ωραία φωνή της που έκανε ό,τι έλεγε να μοιάζει με χάδι στον μπαμπά, ο οποίος είχε αρχίσει να νιώθει έλξη γι᾿ αυτήν παρά τη θέλησή του, (ποτέ δεν το ξεπέρασε που τής δάνεισε ένα απ᾿ τα βιβλία του και το βρήκε μουλιασμένο στη βεράντα), όταν ξαφνικά είπε «Τι κρίμα να καθόμαστε μέσα!», κι όλοι βγήκαν στη βεράντα και περπατούσαν πάνω κάτω. Ο Πίτερ Γουόλς και ο Τζόζεφ Μπράιτκοπφ μιλούσαν για τον Βάγκνερ. Η ίδια κι η Σάλι έμειναν λίγο πίσω. Μετά ήρθε η πιο εξαίσια στιγμή τής ζωής της ολόκληρης, καθώς πέρασαν δίπλα από μια πέτρινη γούρνα με λουλούδια. Η Σάλι σταμάτησε· πήρε ένα λουλούδι· τη φίλησε στο στόμα. Όλος ο κόσμος γύρισε ανάποδα! Οι άλλοι εξαφανίστηκαν· ήταν εκεί, μόνη με τη Σάλι. Κι ένιωσε σαν να τής είχαν κάνει ένα δώρο, τυλιγμένο, και να τής είχαν πει να το φυλάξει, να μην το κοιτάξει — ένα διαμάντι, κάτι απείρως πολύτιμο, τυλιγμένο, που, καθώς περπατούσαν (πάνω κάτω, πάνω κάτω), το αποκάλυψε, ή μπορεί η λάμψη του ν᾿ αναδύθηκε μέχρι την επιφάνεια, η αποκάλυψη, το θρησκευτικό συναίσθημα! —, όταν ξαφνικά ο γερο-Τζόζεφ κι ο Πίτερ στάθηκαν μπροστά τους:
«Κοιτάτε τ᾿ άστρα;» είπε ο Πίτερ.
Σαν να είχες χτυπήσει το πρόσωπό σου σε τοίχο γρανιτένιο στο σκοτάδι! Ήταν σκανδαλώδες· απαίσιο!
Όχι για την ίδια. Ένιωσε μόνο πόσο βάναυσα, πόσο φρικτά φέρονταν ήδη στη Σάλι· ένιωσε την εχθρότητά του· τη ζηλοφθονία του· την αποφασιστικότητά του να εισχωρήσει στη συντροφικότητά τους. Όλα αυτά τα είδε όπως βλέπεις ένα τοπίο στο φως τής αστραπής — κι η Σάλι (ποτέ δεν την είχε θαυμάσει τόσο πολύ!) προχώρησε ιπποτικά, αήττητη. Γέλασε. Έβαλε τον γερο-Τζόζεφ να τής πει τα ονόματα τών αστεριών, κάτι που τού άρεσε να κάνει με μεγάλη σοβαρότητα. Στεκόταν εκεί: άκουγε. Άκουγε τα ονόματα τών αστεριών.
«Τι φρίκη!» είπε στον εαυτό της, σαν να το ήξερε απ᾿ την αρχή πως κάτι θα διέκοπτε, κάτι θα στάλαζε πίκρα στη στιγμή τής ευτυχίας της.
Αλλά πόσα θα χρωστούσε στον Πίτερ Γουόλς αργότερα. Πάντοτε όταν τον σκεφτόταν, για κάποιο λόγο αναλογιζόταν τούς καβγάδες τους — επειδή ήθελε τόσο πολύ να έχει καλή γνώμη γι᾿ αυτήν, ίσως. Τού χρωστούσε λέξεις: «συναισθηματικός», «πολιτισμένος»· ξεκινούσαν κάθε μέρα τής ζωής της, σαν να ήταν ο φύλακάς της. Ένα βιβλίο ήταν συναισθηματικό· μια στάση απέναντι στη ζωή ήταν συναισθηματική. «Συναισθηματική», ίσως να ήταν εκείνη που αναλογιζόταν το παρελθόν. Τι θα σκεφτόταν εκείνος, αναρωτήθηκε, όταν θα επέστρεφε;
Ότι είχε γεράσει η Κλαρίσα; θα το έλεγε ή θα τον έβλεπε να σκέφτεται, όταν επέστρεφε, ότι εκείνη είχε γεράσει; Αλήθεια ήταν. Μετά την αρρώστια της είχε σχεδόν ασπρίσει.
Ακουμπώντας την καρφίτσα της στο τραπέζι, ένιωσε έναν ξαφνικό σπασμό, σαν να είχαν βρει ευκαιρία να τη γραπώσουν, την ώρα τού στοχασμού της, παγωμένες αρπάγες. Δεν ήταν ακόμη γριά. Είχε μόλις μπει στα πενήντα δύο. Αρκετοί μήνες αυτής τής χρονιάς ήταν ακόμη ανέγγιχτοι. Ο Ιούνιος, ο Ιούλιος, ο Αύγουστος! Σχεδόν κάθε μήνας ήταν ολόκληρος, και σαν να ήθελε να πιάσει την τελευταία σταγόνα, η Κλαρίσα (πηγαίνοντας μέχρι την τουαλέτα τής κρεβατοκάμαράς της) βούλιαξε στον πυρήνα τής στιγμής, την ακινητοποίησε, εκεί — αυτή την πρωινή στιγμή τού Ιουνίου, όπου είχε συγκεντρωθεί η πίεση όλων τών άλλων πρωινών—, κοίταξε τον καθρέφτη, την τουαλέτα της κι όλα τα μπουκαλάκια με νέο μάτι, συγκέντρωσε όλο της το είναι σε κάποιο σημείο (με τα μάτια καρφωμένα στον καθρέφτη), είδε το ντελικάτο ροδαλό πρόσωπο τής γυναίκας που θα έδινε δεξίωση εκείνο το βράδυ· τής Κλαρίσα Νταλογουέι· τού εαυτού της.
Πόσα εκατομμύρια φορές είχε δει τον εαυτό της, και πάντα η ίδια ανεπαίσθητη σύσπαση! Σούφρωνε τα χείλη της, όταν κοιταζόταν στον καθρέφτη. Το έκανε για να γίνει το πρόσωπό της μυτερό. Αυτός ήταν ο εαυτός της — αιχμηρός, σαν βέλος· σαφής. Αυτός ήταν ο εαυτός της, όταν κάποια προσπάθεια, κάποια επιτακτικότητα να είναι ο εαυτός της, ένωνε τα χαρακτηριστικά, μόνο αυτή γνώριζε πόσο διαφορετικά, πόσο ασύμβατα ήταν, και φρόντιζε για χάρη τού κόσμου να γίνεται ένας πυρήνας, ένα διαμάντι, μια γυναίκα που καθόταν στο σαλόνι της κι αποτελούσε σημείο συνάντησης, χωρίς αμφιβολία, ένα φεγγοβόλημα σε κάποιων την ανούσια ζωή, ένα καταφύγιο για τούς μοναχικούς, ίσως· είχε βοηθήσει νέους που τής ήταν ευγνώμονες· προσπαθούσε να είναι πάντα η ίδια, να μην φανερώνει δείγματα τών άλλων πλευρών της — τα ελαττώματα, τις ζήλιες, τη ματαιοδοξία, την καχυποψία, όπως τώρα για τη λαίδη Μπρούτον που δεν την προσκάλεσε στο γεύμα· πράγμα που, σκέφτηκε (χτενίζοντας εντέλει τα μαλλιά της), ήταν εντελώς μικροπρεπές! Λοιπόν, πού ήταν το φόρεμά της;
Οι τουαλέτες της κρέμονταν στην ντουλάπα. Βυθίζοντας το χέρι της στο απαλό εσωτερικό, έβγαλε μαλακά το πράσινο φόρεμα και το πήγε μέχρι το παράθυρο. Το είχε σκίσει. Κάποιος είχε πατήσει τον ποδόγυρό του. Το είχε νιώσει να τραβιέται στη δεξίωση τής Πρεσβείας ψηλά, ανάμεσα στις πτυχές. Κάτω απ᾿ το τεχνητό φως, το πράσινό του γυάλιζε, αλλά τώρα στον ήλιο δεν έδειχνε τόσο έντονο, θα το επιδιόρθωνε. Οι καμαριέρες της είχαν τόσα να κάνουν, θα το φορούσε απόψε, θα έπαιρνε τις μεταξωτές κλωστές της, τα ψαλίδια της, την — πως τη λένε;— τη δαχτυλήθρα της, φυσικά, κάτω στο σαλόνι, επειδή έπρεπε και να γράψει και να βεβαιωθεί ότι γενικά όλα ήταν λίγο πολύ όπως έπρεπε.
Παράξενο, σκέφτηκε —, σταματώντας στο κεφαλόσκαλο και σφίγγοντας τα κομμάτια τού διαμαντιού, τού μοναδικού εκείνου προσώπου—, πως γνωρίζει μια οικοδέσποινα, την κάθε στιγμή, τη διάθεση τού σπιτιού της! Αχνοί ήχοι σκαρφάλωναν απ᾿ το πηγάδι τής σκάλας· το σούρσιμο τού σφουγγαρόπανου· χτυπηματάκια· κρότοι· βουή όταν άνοιγε η εξώπορτα· κάποια φωνή που επαναλάμβανε ένα μήνυμα στο υπόγειο· ο κουδουνιστός ήχος τών ασημικών στο δίσκο· τών γυαλισμένων ασημικών για τη δεξίωση. Όλα ήταν για τη δεξίωση.
Η Λούσι μπήκε στο σαλόνι με το δίσκο της προτεταμένο, ακούμπησε τα τεράστια κηροπήγια πάνω στο τζάκι, το ασημένιο κουτί στη μέση, γύρισε το κρυστάλλινο δελφίνι προς το ρολόι, θα έρχονταν· θα στέκονταν· θα μιλούσαν με την επιτηδευμένη προφορά που μπορούσε να μιμηθεί, κυρίες και κύριοι. Τη στιγμή εκείνη μπήκε η κυρία Νταλογουέι.
«Ω, Λούσι» είπε «τι ωραία που έγιναν τ᾿ ασημικά!».
Η Λούσι σταμάτησε στην πόρτα τού σαλονιού, και είπε πολύ δειλά, κοκκινίζοντας λίγο: Δεν μπορεί να βοηθήσει να φτιάξουν το φόρεμα;
Αφού, είπε η κυρία Νταλογουέι, έχει ήδη πολλά πράγματα να κάνει, τής φτάνουν και τής περισσεύουν, δεν χρειάζεται να έχει και το φόρεμα.
«Αλλά σ᾿ ευχαριστώ, Λούσι, σ᾿ ευχαριστώ» είπε η κυρία Νταλογουέι, σ᾿ ευχαριστώ, σ᾿ ευχαριστώ, συνέχισε να λέει (ενώ καθόταν στον καναπέ με το φόρεμα πάνω στα γόνατά της, τα ψαλίδια της, τις μεταξωτές κλωστές της), σ᾿ ευχαριστώ, σ᾿ ευχαριστώ, συνέχισε να εκφράζει την ευγνωμοσύνη της στους υπηρέτες της γενικά που τη βοηθούσαν να είναι έτσι, να είναι αυτό που ήθελε να είναι, ευγενική, γενναιόδωρη. Οι υπηρέτες της, τη συμπαθούσαν. Κι αυτό το φόρεμα — πού ήταν το σκίσιμο; να περάσει την κλωστή στη βελόνα τώρα. Ήταν το αγαπημένο της φόρεμα, ραμμένο απ᾿ τη Σάλι Πάρκερ, σχεδόν το τελευταίο που έφτιαξε, αλίμονο, επειδή η Σάλι είχε πια βγει στη σύνταξη. Ζούσε στο Ίλινγκ. Παράξενη γυναίκα, σκέφτηκε η Κλαρίσα, πραγματική καλλιτέχνιδα. Σκεφτόταν κάποια πράγματα έξω απ᾿ το συνηθισμένο — κι όμως τα φορέματά της δεν ήταν ποτέ περίεργα. Μπορούσες να τα φορέσεις στην εξοχή· στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Ηρεμία την περιέβαλε, γαλήνη, ικανοποίηση, καθώς η βελόνα της, τραβώντας μαλακά τη μεταξωτή κλωστή να την τεντώσει, ένωνε τις πράσινες πτυχές και τις στερέωνε, πολύ απαλά, στη ζώνη.
«Θεέ μου, το κουδούνι!» αναφώνησε η Κλαρίσα, σταματώντας τη βελόνα. Σε εγρήγορση, αφουγκράστηκε.
«Η κυρία Νταλογουέι θα με δεχτεί» είπε ο μεσήλικας στην είσοδο. «Ω, ναι, εμένα θα με δεχτεί» επανέλαβε, παραμερίζοντας τη Λούσι καλοσυνάτα, κι ανέβηκε τις σκάλες με μεγάλη ταχύτητα.
«Ναι, ναι, ναι» μουρμούριζε ενώ ανέβαινε τρέχοντας. «Εμένα θα με δεχτεί. Ύστερα από πέντε χρόνια στην Ινδία, η Κλαρίσα θα με δει».
«Ποιος μπορεί — τι μπορεί» ρώτησε η κυρία Νταλογουέι (σκεπτόμενη πως ήταν εξωφρενικό να τη διακόπτουν στις έντεκα το πρωί τής ημέρας που θα έκανε τη δεξίωσή της) ακούγοντας τα βήματα στη σκάλα. Άκουσε ένα χέρι στην πόρτα. Έκανε να κρύψει το φόρεμά της, σαν παρθένα που προστατεύει την αγνότητά της, σέβεται τον προσωπικό της χώρο. Το μπρούντζινο πόμολο έστριψε. Η πόρτα άνοιξε, και μπήκε — για μια στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί πως τον έλεγαν! τόσο έκπληκτη ήταν που τον έβλεπε, τόσο χαρούμενη, τόσο ντροπαλή, τόσο ξαφνιασμένη που δεχόταν την απρόσμενη επίσκεψη τού Πίτερ Γουόλς, το πρωί! (Δεν είχε διαβάσει το γράμμα του.)
«Πως είσαι, λοιπόν;» είπε ο Πίτερ Γουόλς τρέμοντας φανερά· πήρε στα χέρια του τα χέρια της· τα φίλησε. Έχει γεράσει, σκέφτηκε, ενώ καθόταν. Δεν θα τής πω τίποτε γι᾿ αυτό, σκέφτηκε, γιατί έχει πράγματι γεράσει. Με κοιτάζει, σκέφτηκε, κι ένιωσε μια ξαφνική αμηχανία να τον κυριεύει, παρόλο που είχε φιλήσει τα χέρια της. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη, έβγαλε έναν μεγάλο σουγιά και μισάνοιξε τη λεπίδα.
Εντελώς ίδιος, σκέφτηκε η Κλαρίσα· το ίδιο περίεργο βλέμμα· το ίδιο καρό κοστούμι· λίγο πιο στραβό το πρόσωπό του, λίγο πιο λεπτό, λίγο πιο στεγνό ίσως, αλλά δείχνει τόσο καλά, δεν άλλαξε καθόλου.
«Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!» αναφώνησε εκείνη. Είχε βγάλει το σουγιά του. Πόσο χαρακτηριστικό, σκέφτηκε η Κλαρίσα.
Μόλις χτες έφτασε, είπε· πρέπει να φύγει αμέσως για την επαρχία· πως πάνε τα πράγματα, τι κάνουν όλοι — ο Ρίτσαρντ, η Ελίζαμπεθ;
«Αυτό τι είναι;» είπε, γυρίζοντας το σουγιά του προς το πράσινο φόρεμα.
Είναι τόσο καλοντυμένος, σκέφτηκε η Κλαρίσα· αλλά εμένα πάντα με κριτικάρει.
Να τη, φτιάχνει το φόρεμά της· φτιάχνει το φόρεμά της όπως πάντα, σκέφτηκε εκείνος· εδώ καθόταν όλο αυτό το διάστημα που λείπω στην Ινδία· φτιάχνει το φόρεμά της· χαζολογάει· πηγαίνει σε δεξιώσεις· πάει μέχρι τη Βουλή και γυρίζει κι όλα τα σχετικά σκέφτηκε, νιώθοντας όλο και περισσότερο ενοχλημένος, όλο και περισσότερο αναστατωμένος, γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε τόσο κακό για κάποιες γυναίκες όσο ο γάμος, σκέφτηκε· και η πολιτική· και το να έχεις παντρευτεί ένα μέλος τού Συντηρητικού Κόμματος, σαν τον αξιοθαύμαστο Ρίτσαρντ. Έτσι έχουν, λοιπόν, τα πράγματα, σκέφτηκε, κλείνοντας το σουγιά του, με μιαν απότομη κίνηση.
«Ο Ρίτσαρντ είναι πολύ καλά. Ο Ρίτσαρντ είναι σε μια επιτροπή» είπε η Κλαρίσα.
Κι άνοιξε το ψαλίδι της και τού είπε· θα τον πείραζε να συνεχίσει αυτό που έκανε στο φόρεμά της, επειδή έχουν δεξίωση το βράδυ;
«Στην οποία δεν περιμένεις να σε προσκαλέσω» είπε. «Αγαπημένε μου Πίτερ!» είπε.
Ήταν υπέροχο να την ακούς να το λέει αυτό — αγαπημένε μου Πίτερ! Πραγματικά, ήταν όλα τόσο υπέροχα — τα ασημικά, οι καρέκλες· όλα τόσο υπέροχα!
Και γιατί δεν θα τον προσκαλέσει στη δεξίωσή της; ρώτησε.
Πόσο γοητευτικός είναι, σκέφτηκε η Κλαρίσα, πόσο γοητευτικός! απόλυτα γοητευτικός! Τώρα θυμάμαι πόσο δύσκολο ήταν να πάρω την απόφαση, και γιατί την πήρα την απόφαση —να μην τον παντρευτώ— αναρωτήθηκε, εκείνο το απαίσιο καλοκαίρι;
«Μα είναι τόσο εντυπωσιακό που ήρθες σήμερα το πρωί!» φώναξε, ακουμπώντας το ένα χέρι της πάνω στο άλλο, πάνω στο φόρεμά της.
«Θυμάσαι» είπε εκείνη «πώς ανέμιζαν οι κουρτίνες στο Μπόρτον;».
«Πράγματι» είπε εκείνος· και θυμήθηκε που έτρωγε πρωινό μόνος του, τι αμηχανία, με τον πατέρα της· ο οποίος είχε πεθάνει· κι αυτός δεν είχε γράψει στην Κλαρίσα. Αλλά δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τον γερο-Πάρι, εκείνο τον γκρινιάρη, λιγόψυχο γέρο, τον πατέρα τής Κλαρίσα, τον Τζάστιν Πάρι.
«Μακάρι να τα πήγαινα καλύτερα με τον πατέρα σου» είπε.
«Αφού αυτός ποτέ δεν συμπαθούσε όποιον, από τούς φίλους μας….» είπε η Κλαρίσα· καλύτερα να δάγκωνε τη γλώσσα της, παρά που τού θύμισε ότι ήθελε να την παντρευτεί.
Και βέβαια ήθελα, σκέφτηκε ο Πίτερ· ράγισε η καρδιά μου, σκέφτηκε· και τον κατέκλυσε η θλίψη του, που αναδύθηκε σαν τη σελήνη που βλέπεις απ᾿ τη βεράντα, τόσο ωχρή και όμορφη με το λιγοστό φως απ᾿ τη βασιλεμένη μέρα. Ήμουν πολύ πιο δυστυχισμένος απ᾿ ό,τι υπήρξα έκτοτε, σκέφτηκε. Και σαν να κάθονταν πραγματικά εκεί στη βεράντα, έσκυψε λίγο προς το μέρος της· άπλωσε το χέρι του· το σήκωσε· το άφησε να πέσει. Εκεί αποπάνω τους κρεμόταν η σελήνη. Κι εκείνη έμοιαζε να κάθεται μαζί του στη βεράντα, στο φεγγαρόφωτο.
«Το έχει ο Χέρμπερτ τώρα» είπε εκείνη. «Δεν πάω πια ποτέ εκεί» είπε.
Έπειτα, όπως συμβαίνει σε μια βεράντα στο φεγγαρόφωτο, όταν ο ένας αρχίζει να ντρέπεται που έχει ήδη αρχίσει να βαριέται, και παρ᾿ όλα αυτά κάθεται όπως κι ο άλλος σιωπηλός, πολύ ήσυχος, κοιτάζοντας θλιμμένα τη σελήνη, δεν θέλει να μιλήσει, κουνά το πόδι του, καθαρίζει το λαιμό του, παρατηρεί μια σπείρα που σχηματίζει το σίδερο στο πόδι ενός τραπεζιού, αναμοχλεύει ένα φύλλο, αλλά δεν λέει τίποτε — έτσι έκανε κι ο Πίτερ Γουόλς τώρα. Γιατί τον γύρισε ξανά στο παρελθόν; σκέφτηκε. Γιατί τον έκανε να τα σκεφτεί ξανά; Γιατί τον έκανε να υποφέρει, αφού τον είχε βασανίσει τόσο κολασμένα; Γιατί;
«Θυμάσαι τη λίμνη;» είπε εκείνη, με απότομη φωνή, κάτω απ᾿ την πίεση ενός συναισθήματος που κυρίευσε την καρδιά της, έκανε τούς μυς τού λαιμού της να σφιχτούν και τα χείλη της να συσπαστούν, καθώς έλεγε «λίμνη». Γιατί ήταν παιδί που έριχνε ψωμί στις πάπιες, και ταυτόχρονα γυναίκα μεγάλη, που ερχόταν στους γονείς της. Αυτοί στέκονταν δίπλα στη λίμνη, κι αυτή κρατώντας στα χέρια της τη ζωή της που, καθώς τούς πλησίαζε, μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα στην αγκαλιά της, ώσπου έγινε μια ζωή ολόκληρη, μια ζωή πλήρης, την οποία απόθεσε δίπλα τους κι είπε: «Ορίστε πως την έκανα τη ζωή μου! Ορίστε!». Και πώς την είχε κάνει; Πράγματι, πώς; να κάθεται εκεί και να ράβει σήμερα το πρωί μαζί με τον Πίτερ.
Κοίταξε τον Πίτερ Γουόλς· η ματιά της, περνώντας μέσα απ᾿ όλα αυτά τα χρόνια κι αυτά τα συναισθήματα, τον πλησίασε αβέβαιη· στάθηκε πάνω του δακρυσμένη· μετά σηκώθηκε και πέταξε μακριά, σαν πουλί που αγγίζει το κλαρί, σηκώνεται και πετάει μακριά. Με μια απλή κίνηση σκούπισε τα μάτια της.
«Ναι» είπε ο Πίτερ. «Ναι, ναι, ναι» είπε, σαν να είχε ανασύρει η Κλαρίσα στην επιφάνεια κάτι που δίχως άλλο τον πονούσε, καθώς ανέβαινε. Σταμάτα! Σταμάτα! ήθελε να φωνάξει. Γιατί δεν ήταν γέρος· η ζωή του δεν είχε τελειώσει· με κανέναν τρόπο. Μόλις είχε περάσει τα πενήντα. Να τής μιλήσω, σκέφτηκε, ή όχι; θα ήθελε να τής τα εξομολογηθεί όλα. Αλλά είναι τόσο ψυχρή, σκέφτηκε· ράβει, έχει το ψαλίδι της· η Ντέιζι θα έδειχνε τόσο συνηθισμένη δίπλα στην Κλαρίσα. Και θα με θεωρούσε αποτυχημένο, πράγμα που είμαι με τη δική τους λογική, σκέφτηκε· με τη λογική τών Νταλογουέι. Ω, ναι, δεν αμφέβαλλε γι᾿ αυτό· ήταν αποτυχημένος, σε σύγκριση μ᾿ όλα αυτά —το σκαλιστό τραπέζι, το χαρτοκόπτη στη βάση του, το δελφίνι και τα κηροπήγια, τα καλύμματα στις καρέκλες και τις παλιές πολύτιμες εγγλέζικες γκραβούρες— ήταν αποτυχημένος! Το σιχαίνομαι αυτό το τουπέ, σκέφτηκε· καμώματα τού Ρίτσαρντ, όχι τής Κλαρίσα· με εξαίρεση το γεγονός ότι τον παντρεύτηκε. (Σ᾿ αυτό το σημείο η Λούσι μπήκε στο δωμάτιο, κουβαλώντας ασημικά, κι άλλα ασημικά· αλλά πόσο γοητευτική, λεπτή, χαριτωμένη έδειχνε, σκέφτηκε, καθώς εκείνη έσκυψε να τα ακουμπήσει.) Κι έτσι είναι πάντα! Σκέφτηκε· τη μια εβδομάδα μετά την άλλη η ζωή τής Κλαρίσα· ενώ εγώ — σκέφτηκε· κι αμέσως όλα φάνηκαν να βγαίνουν από μέσα του: τα ταξίδια· οι βόλτες με το άλογο· οι καβγάδες· οι περιπέτειες· οι βραδιές μπριτζ· οι ερωτικές σχέσεις· η δουλειά· δουλειά, δουλειά! κι έβγαλε το σουγιά απροκάλυπτα —τον παλιό σουγιά του με τη λαβή από κέρατο που η Κλαρίσα μπορούσε να ορκιστεί ότι τον είχε τριάντα χρόνια— και τον έσφιξε στη γροθιά του.
Τι παράξενη συνήθεια, σκέφτηκε η Κλαρίσα· να παίζει πάντα μ᾿ ένα μαχαίρι. Πάντα σε έκανε να νιώθεις επιπόλαιος κι εσύ· κενός στο μυαλό· ένα σαχλό άτομο που φλυαρεί, όπως έκανε εκείνος. Αλλά κι εγώ, σκέφτηκε εκείνη, πιάνοντας πάλι τη βελόνα και ξαναρχίζοντας τη δουλειά της, κάλεσε, σαν βασίλισσα τής οποίας η φρουρά αποκοιμήθηκε και την άφησε απροστάτευτη (είχε ξαφνιαστεί τόσο απ᾿ την επίσκεψή του — την είχε αναστατώσει), οποιονδήποτε μπορούσε να μπει μέσα και να τη δει, εκεί που ήταν ξαπλωμένη με τις βατομουριές να γέρνουν αποπάνω της, κάλεσε σε βοήθεια όλα τα πράγματα που έκανε· τα πράγματα που τής άρεσαν· τον άντρα της· την Ελίζαμπεθ· τον εαυτό της με δυο λόγια, τον οποίο ο Πίτερ δεν γνώριζε και πολύ καλά τώρα, όλα τα κάλεσε να συγκεντρωθούν για να νικήσει τον εχθρό.
«Λοιπόν, εσύ τι έκανες;» είπε εκείνη. Προτού ξεκινήσει η μάχη, τα άλογα χτυπούν τις οπλές τους στο έδαφος· τινάζουν το κεφάλι τους· το φως λάμπει στα πλευρά τους· ο λαιμός τους λυγίζει. Έτσι κι ο Πίτερ Γουόλς με την Κλαρίσα προκαλούσαν ο ένας τον άλλο, καθισμένοι δίπλα δίπλα στον μπλε καναπέ. Οι δυνάμεις του τινάζονταν μέσα του και τον έκαιγαν. Συγκέντρωσε από παντού όλων των ειδών τα πράγματα· επαίνους· τη σταδιοδρομία του στην Οξφόρδη· το γάμο του, για τον οποίο εκείνη δεν ήξερε τίποτε απολύτως· πως είχε αγαπήσει· και γενικά είχε κάνει τη δουλειά του.
«Εκατομμύρια πράγματα!» αναφώνησε, και νιώθοντας τις συγκεντρωμένες δυνάμεις του να τον ωθούν σε επέλαση, πότε προς τη μια κατεύθυνση και πότε προς την άλλη, κάνοντάς τον να αισθάνεται τρομακτικός αλλά και εξαιρετικά χαρούμενος που έσκιζε τον αέρα πάνω στους ώμους ανθρώπων που δεν μπορούσε πια να δει, σήκωσε τα χέρια του στο μέτωπό του.
Η Κλαρίσα καθόταν με το κορμί στητό· πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Είμαι ερωτευμένος» είπε, όχι σ᾿ αυτήν ωστόσο, αλλά σε κάποια μορφή που στεκόταν ψηλά, κι έτσι δεν μπορούσες να την αγγίξεις, αλλά ήσουν υποχρεωμένος να αποθέσεις το στεφάνι σου στο χορτάρι, στο σκοτάδι.
«Ερωτευμένος» επανέλαβε, μιλώντας μάλλον στεγνά τώρα στην Κλαρίσα Νταλογουέι· «ερωτευμένος μ᾿ ένα κορίτσι στην Ινδία». Το είχε καταθέσει το στεφάνι του. Η Κλαρίσα μπορούσε να το κάνει ό,τι ήθελε.
«Ερωτευμένος!» είπε εκείνη. Μα στην ηλικία του, με το μικρό παπιγιόν του, να τού ρουφάει τη δύναμη αυτό το τέρας! Και δεν υπάρχει ίχνος σάρκας στο σβέρκο του· τα χέρια του είναι κόκκινα· κι είναι έξι μήνες μεγαλύτερος από μένα! τής είπαν τα μάτια της. Αλλά βαθιά στην καρδιά της το αισθάνθηκε, ότι είναι ερωτευμένος. Αυτό έχει, το ένιωσε· είναι ερωτευμένος.
Ο αδάμαστος εγωισμός που πάντα κατατροπώνει τα στίφη που τον αντιπαλεύουν, το ποτάμι που λέει συνέχισε, συνέχισε, συνέχισε· παρόλο που παραδέχεται πως μπορεί να μην υπάρχει κανένας σκοπός για μας, ακόμα και τότε λέει συνέχισε, συνέχισε· Αυτός ο αδάμαστος εγωισμός όρμησε στα μάγουλά της, χρωματίζοντάς τα· την έκανε να φαίνεται πολύ νέα· με όψη πολύ ροδαλή· με μάτια γεμάτα λάμψη, όπως καθόταν με το φόρεμά της πάνω στο γόνατό της και τη βελόνα της να τρεμοπαίζει πιασμένη στην άκρη τής μεταξωτής κλωστής. Ήταν ερωτευμένος! Όχι μαζί της. Με κάποια νεότερη γυναίκα, φυσικά.
«Και ποια είναι;» ρώτησε.
Τώρα αυτό το άγαλμα πρέπει να κατεβεί απ᾿ το βάθρο του και να τοποθετηθεί ανάμεσά τους.
«Μια γυναίκα παντρεμένη, δυστυχώς» είπε εκείνος· «σύζυγος ενός ταγματάρχη στο Στρατό τών Ινδιών».
Και με μια περίεργη γλυκύτητα ανάμεικτη με ειρωνεία χαμογέλασε, καθώς την έβαζε μ᾿ αυτό τον γελοίο τρόπο μπροστά στην Κλαρίσα.
(Παρ᾿ όλα αυτά, είναι ερωτευμένος, σκέφτηκε η Κλαρίσα.)
«Έχει» συνέχισε εκείνος, πολύ ήπια, «δυο μικρά παιδιά· ένα αγόρι κι ένα κορίτσι· ήρθα να δω τούς δικηγόρους μου για το διαζύγιο».
Να τοι! σκέφτηκε εκείνος. Κάν᾿ τους ό,τι θες. Κλαρίσα! Ορίστε, να τοι! Κι ενώ τα δευτερόλεπτα περνούσαν, τού φαινόταν ότι η σύζυγος τού ταγματάρχη του Στρατού τών Ινδιών, και τα δυο παιδάκια της, η δική του η Ντέιζι, γίνονταν πρόσωπα όλο και πιο αξιαγάπητα κάτω απ᾿ το βλέμμα τής Κλαρίσα· σαν να είχε ρίξει ο Πίτερ φως σ᾿ έναν πίνακα και να είχε αναδυθεί ένα όμορφο δέντρο, στον αλμυρό αέρα τής οικειότητάς τους (γιατί σε κάποια πράγματα κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν τον ένιωθε, όπως η Κλαρίσα), τής θαυμαστής οικειότητάς τους.
Τον κολάκεψε· τον κορόιδεψε, σκέφτηκε η Κλαρίσα· σχημάτισε την εικόνα τής γυναίκας, τής συζύγου τού ταγματάρχη στο Στρατό τών Ινδιών, με τρεις χαρακιές ενός μαχαιριού. Τι χαράμισμα! Τι τρέλα! Όλη του τη ζωή πάντα βαυκαλιζόταν ο Πίτερ· πρώτα η αποβολή του απ᾿ την Οξφόρδη· μετά ο γάμος του με την κοπέλα που γνώρισε στο πλοίο για την Ινδία· τώρα η γυναίκα ενός ταγματάρχη τού Στρατού τών Ινδιών —, ευτυχώς που είχε αρνηθεί να τον παντρευτεί! Παρ᾿ όλα αυτά, ήταν ερωτευμένος· ο παλιός της φίλος, ο αγαπημένος της ο Πίτερ, ήταν ερωτευμένος.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις;» τον ρώτησε. Ω, αυτό θα το αναλάβουν οι διακεκριμένοι δικηγόροι τού γραφείου Χούπερ και Γκρέιτλι, είπε. Και μάλιστα έκοψε τις άκρες τών νυχιών του, με το σουγιά του!
Για όνομα τού θεού, άσ᾿ τον το σουγιά! φώναξε μέσα της, με ασυγκράτητο εκνευρισμό· αυτή η ανόητη αντισυμβατικότητά του, η αδυναμία του· η ανικανότητά του να αντιληφθεί, τι ένιωθαν οι άλλοι, την ενοχλούσε, την ενοχλούσε πάντα· και τώρα στην ηλικία του, τι ανόητο!
Τα ξέρω όλα αυτά, σκέφτηκε ο Πίτερ· ξέρω τι με περιμένει, σκέφτηκε, περνώντας το δάχτυλό του πάνω απ᾿ τη λεπίδα τού σουγιά του, η Κλαρίσα κι ο Νταλογουέι κι όλοι οι υπόλοιποι· αλλά θα δείξω στην Κλαρίσα — κι έπειτα προς μεγάλη του έκπληξη, νικημένος από εκείνες τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις που έσκιζαν τον αέρα, αναλύθηκε σε δάκρυα· σε κλάμα· έκλαιγε χωρίς την παραμικρή ντροπή, καθισμένος στον καναπέ, τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του.
Κι η Κλαρίσα έγειρε μπροστά, έπιασε το χέρι του, τον τράβηξε κοντά της, τον φίλησε — ένιωσε το πρόσωπό του ν᾿ αγγίζει το δικό της κι ύστερα μπόρεσε να χαμηλώσει τα φτερά με την ασημένια λάμψη που ανέμιζαν σαν το χορτάρι στην τροπική καταιγίδα στο στήθος της, που, όταν κόπασε, τη βρήκε να τού κρατά το χέρι, να τού χτυπά καθησυχαστικά το γόνατο και να νιώθει, έτσι όπως είχε γείρει πίσω, εξαιρετική άνεση μαζί του, ξεγνοιασιά, όταν ξαφνικά κυριάρχησε η σκέψη: Αν τον είχα παντρευτεί, αυτή η ευθυμία θα ήταν όλη μέρα δική μου!
Όλα είχαν τελειώσει γι᾿ αυτήν. Το σεντόνι ήταν τεντωμένο και το κρεβάτι στενό. Είχε ανέβει μοναχή της στον πύργο και τούς είχε αφήσει να τρώνε βατόμουρα στον ήλιο. Η πόρτα είχε κλείσει, κι από εκεί, ανάμεσα στη σκόνη τών πεσμένων σοβάδων και τις ακαθαρσίες απ᾿ τις φωλιές τών πουλιών, πόσο μακρινή φαινόταν η θέα, κι οι ήχοι έφταναν ισχνοί και παγωμένοι, και Ρίτσαρντ, Ρίτσαρντ! φώναξε, όπως πετάγεσαι τη νύχτα κι απλώνεις το χέρι στο σκοτάδι, ζητώντας βοήθεια. Το γεύμα της λαίδης Μπρούτον ξανάρθε στο μυαλό της. Με άφησε· είμαι μόνη μου για πάντα, σκέφτηκε, σταυρώνοντας τα χέρια πάνω στο γόνατό της.
Ο Πίτερ Γουόλς σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο και στάθηκε με την πλάτη του γυρισμένη σ᾿ αυτήν, ανεμίζοντας το φουλάρι του. Έδειχνε κύριος τού εαυτού του, ξερός, έρημος, οι λεπτές ωμοπλάτες του διαγράφονταν κάτω απ᾿ το πανωφόρι του· φυσούσε τη μύτη του δυνατά. Πάρε με μαζί σου, σκέφτηκε αυθόρμητα η Κλαρίσα, λες κι εκείνος έφευγε αμέσως για κάποιο μεγάλο ταξίδι· κι έπειτα, την επόμενη στιγμή, ένιωσε πως είχαν πια τελειώσει οι πέντε πράξεις ενός έργου πολύ συναρπαστικού και συγκινητικού, κι εκείνη είχε ζήσει μια ζωή ολόκληρη μέσα τους κι είχε δραπετεύσει, είχε ζήσει με τον Πίτερ, και τώρα είχαν όλα τελειώσει.
Ήταν πια ώρα να κάνει κάποια κίνηση και, σαν γυναίκα που μαζεύει τα πράγματά της, κάπα, γάντια, κιάλια, και σηκώνεται για να βγει απ᾿ το θέατρο έξω στο δρόμο, σηκώθηκε απ᾿ τον καναπέ και πήγε στον Πίτερ.
Κι ήταν τρομερά παράξενο, σκέφτηκε εκείνος, πως εκείνη είχε ακόμη τη δύναμη, όπως τον πλησίαζε, τα κοσμήματά της κουδούνιζαν, τα ρούχα της θρόιζαν, πως είχε ακόμη τη δύναμη, ενώ διέσχιζε το δωμάτιο, να κάνει τη σελήνη —που αυτός σιχαινόταν — ν᾿ ανεβαίνει στον καλοκαιρινό ουρανό του Μπόρτον πάνω απ᾿ τη βεράντα.
«Πες μου» τής είπε, πιάνοντάς την απ᾿ τους ώμους. «Είσαι χαρούμενη, Κλαρίσα; Ο Ρίτσαρντ—»
Άνοιξε η πόρτα.
«Να η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ» είπε η Κλαρίσα συναισθηματικά, θεατρινίστικα ίσως.
«Χαίρω πολύ» είπε η Ελίζαμπεθ πηγαίνοντας προς το μέρος του.
Ο ήχος απ᾿ το Μπιγκ Μπεν, που χτύπησε τη μισή ώρα, έπεσε ανάμεσά τους με εξαιρετικό σφρίγος, σαν νεαρός δυνατός, αδιάφορος, ανέμελος, που κουνάει τα βαράκια του πέρα δώθε.
«Γεια σου, Ελίζαμπεθ!» φώναξε ο Πίτερ, χώνοντας το μαντίλι στην τσέπη του, και πηγαίνοντας γοργά προς το μέρος της είπε «Αντίο, Κλαρίσα», και χωρίς να την κοιτάξει, βγήκε απ᾿ το δωμάτιο γρήγορα, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα κι άνοιξε την πόρτα τού διαδρόμου.
«Πίτερ, Πίτερ» φώναξε η Κλαρίσα, τρέχοντας πίσω του μέχρι το κεφαλόσκαλο. «Τη δεξίωσή μου! Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου απόψε!» φώναξε, αναγκασμένη να υψώσει τη φωνή της για ν᾿ ακουστεί μέσα στη βουή τού δρόμου, με την κυκλοφορία και τον ήχο όλων τών ρολογιών που χτυπούσαν να την καλύπτει, τη φωνή της που έλεγε «Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου απόψε!» να ηχεί αδύναμη, ψιλή και μακρινή καθώς ο Πίτερ Γουόλς έκλεινε την πόρτα.
Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου, μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου, έλεγε ο Πίτερ Γουόλς καθώς κατηφόριζε το δρόμο, μιλώντας στον εαυτό του ρυθμικά, συντονισμένος με τη ροή του ήχου, τού απόλυτου, καθαρού ήχου τού Μπιγκ Μπεν, που χτυπούσε τη μισή ώρα. Μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο θα μπορούσε να ᾿ναι όπως αυτός, ερωτευμένος. Και να τος, αυτός ο τυχερός άντρας, ο ίδιος, που καθρεφτιζόταν στη βιτρίνα μιας εταιρείας αυτοκινήτων στην οδό Βικτόρια. Οι αποφάσεις που έπρεπε να πάρει μόνος του — αυτός, ο Πίτερ Γουόλς· που ήταν τώρα για πρώτη φορά στη ζωή του πραγματικά ερωτευμένος. Είχε σκληρύνει η Κλαρίσα, σκέφτηκε· αν και ήταν λίγο συναισθηματική, υποψιαζόταν. Ο τρόπος που είπε «Η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ!» — αυτό τον ενόχλησε. Γιατί όχι απλά «Αυτή είναι η Ελίζαμπεθ»; Ήταν ανειλικρινές. Ούτε στην Ελίζαμπεθ άρεσε. Γιατί, τούς καταλάβαινε τούς νέους· τού άρεσαν. Υπήρχε πάντα κάτι ψυχρό στην Κλαρίσα, σκέφτηκε. Είχε πάντοτε, ακόμα και όταν ήταν κορίτσι, μια μορφή δειλίας που όταν γίνεις μεσήλικας μετατρέπεται σε συμβατικότητα, κι έπειτα δεν γίνεται τίποτε, τίποτε, σκέφτηκε, κοιτάζοντας μάλλον θλιμμένα στο βάθος τής βιτρίνας, ενώ αναρωτιόταν αν την είχε ενοχλήσει η επίσκεψή του, εκείνη την ώρα· τον κατέκλυσε ντροπή ξαφνικά που φέρθηκε ανόητα· που ήταν τόσο συναισθηματικός· που τής τα είπε όλα, ως συνήθως, ως συνήθως.
Καθώς το σύννεφο διασχίζει τον ουρανό, σιωπή πέφτει στο Λονδίνο· πέφτει και στο μυαλό. Η προσπάθεια παύει. Ο χρόνος φτεροκοπά στο κατάρτι. Κι εκεί σταματάμε· εκεί στεκόμαστε. Άκαμπτος ο σκελετός τής συνήθειας στηρίζει μοναχός του το ανθρώπινο κορμί, όπου δεν υπάρχει τίποτε, είπε ο Πίτερ Γουόλς στον εαυτό του· ένιωθε κούφιος, εντελώς άδειος μέσα του. Η Κλαρίσα με απέρριψε, σκέφτηκε. Στεκόταν εκεί και σκεφτόταν. Η Κλαρίσα με απέρριψε.
Δεν ήταν γέρος, ούτε άκαμπτος, ούτε στο ελάχιστο στραγγισμένος. Όσο για το αν τον ένοιαζε τι έλεγαν γι᾿ αυτόν —οι Νταλογουέι, οι Γουίτμπρεντ κι οι όμοιοί τους— καρφάκι δεν τού καιγόταν καρφάκι (αν κι η αλήθεια ήταν ότι θα αναγκαζόταν, αργά ή γρήγορα, να δει αν θα μπορούσε να τον βοηθήσει ο Ρίτσαρντ να βρει δουλειά). Περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές, κάρφωνε το βλέμμα κι αγριοκοίταξε το άγαλμα τού Δούκα τού Κέιμπριτζ. Τον είχαν αποβάλει απ᾿ την Οξφόρδη — πράγματι. Ήταν σοσιαλιστής, αποτυχημένος κατά μία έννοια — πράγματι. Ωστόσο το μέλλον τού πολιτισμού, βρίσκεται σκέφτηκε, στα χέρια τέτοιων νέων ανθρώπων· νέων ανθρώπων όπως ήταν ο ίδιος, πριν από τριάντα χρόνια· με την αγάπη τους για τις αφηρημένες ιδέες· που έβαζαν να τούς στέλνουν βιβλία απ᾿ το Λονδίνο στην κορυφή τών Ιμαλαΐων· που διάβαζαν επιστήμες· που διάβαζαν φιλοσοφία. Το μέλλον βρίσκεται στα χέρια τέτοιων νέων ανθρώπων, σκέφτηκε.
Ανάλαφροι ήχοι, σαν τούς ήχους φύλλων στο δάσος ακούστηκαν πίσω του και μαζί μ᾿ αυτούς υπόκωφοι ρυθμικοί γδούποι, που προσπερνώντας τον, έκαναν τις σκέψεις του να κινηθούν στον ήχο τού τυμπάνου. Το βήμα του έγινε αυστηρό, χωρίς να το θέλει, καθώς ανέβαινε τη Γουάιτχολ. Αγόρια με στολές και όπλα παρέλαυναν με τα μάτια καρφωμένα μπροστά, παρέλαυναν με τα χέρια αλύγιστα, με αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους μια έκφραση σαν τα γράμματα ενός μύθου χαραγμένου στη βάση κάποιου αγάλματος που εγκωμιάζει το καθήκον, την ευγνωμοσύνη, την πίστη, την αγάπη για την Αγγλία.
Είναι, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, συνταιριάζοντας το βήμα του με το δικό τους, πολύ ωραία άσκηση. Ανεπηρέαστα απ᾿ τις ηδονές ή τα καθημερινά προβλήματα, είχαν τώρα ντυθεί την επισημότητα απ᾿ το στεφάνι που είχαν πάει να φέρουν απ᾿ το Φίνσμπερι Πέιβμεντ στο Κενοτάφιο. Είχαν δώσει τον όρκο τους. Η κυκλοφορία το σεβόταν αυτό· τα φορτηγά είχαν σταματήσει.
Δεν μπορώ να τούς προλάβω, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, καθώς παρέλαυναν στη λεωφόρο Γουάιτχολ, και πράγματι εκείνα συνέχισαν να παρελαύνουν, τον προσπέρασαν, τούς προσπέρασαν όλους, με το σταθερό τους βήμα, σαν να όριζε μία βούληση πόδια και χέρια, να κινηθούν ομοιόμορφα, ενώ η ζωή με την ποικιλία της, την έλλειψη ανεκτικότητας, ήταν θαμμένη κάτω από ένα πεζοδρόμιο με μνημεία και στεφάνια, ναρκωμένη με τη βοήθεια τής πειθαρχίας σ᾿ ένα σώμα άκαμπτο με μάτια ορθάνοιχτα. Ήσουν υποχρεωμένος να το σεβαστείς· μπορεί να γελούσες· αλλά ήσουν υποχρεωμένος να το σεβαστείς, σκέφτηκε. Εκεί πάνε, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, σταματώντας στην άκρη τού πεζοδρομίου· κι όλα τα αγάλματα στα βάθρα τους, ο Νέλσον, ο Γκόρντον, ο Χάβλοκ, οι μαύρες εντυπωσιακές εικόνες τών μεγάλων στρατιωτικών, που ορθοί κοίταζαν ευθεία μπροστά τους, λες και την είχαν αποκηρύξει κι αυτοί τη ζωή, όταν αντιμετώπισαν τούς ίδιους πειρασμούς και να που πέτυχαν τελικά το μαρμάρινο βλέμμα. Αλλά αυτό το βλέμμα ο Πίτερ Γουόλς δεν το επιθυμούσε στο ελάχιστο για τον εαυτό του· σκέφτηκε πως μπορούσε να το σέβεται στους άλλους. Μπορούσε να το σέβεται στα αγόρια. Δεν τα ξέρουν ακόμη τα βάσανα τής σάρκας, σκέφτηκε —, ενώ τα αγόρια εξαφανίζονταν προς την κατεύθυνση τής λεωφόρου Στραντ—, όλα αυτό που πέρασα εγώ, σκέφτηκε, διασχίζοντας το δρόμο και σταματώντας κάτω απ᾿ το άγαλμα τού Γκόρντον, τού Γκόρντον που τον λάτρευε όταν ήταν μικρός· τού Γκόρντον που στεκόταν μόνος του με το ένα πόδι υψωμένο και τα χέρια σταυρωμένα — δύστυχε Γκόρντον, σκέφτηκε.
Κι ακριβώς επειδή κανένας δεν ήξερε πως βρισκόταν στο Λονδίνο, εκτός απ᾿ την Κλαρίσα, τον κατέκλυσε μια παράξενη αίσθηση καθώς στεκόταν μοναχός του εκεί, ζωντανός, άγνωστος, στις έντεκα και μισή στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Τι είναι; Ποιος είμαι; Το μυαλό του βυθίστηκε σαν να ήταν σε βάλτο και τον άφησαν άναυδο τρία σπουδαία συναισθήματα: κατανόηση· απέραντη φιλανθρωπία· και τελικά, ως αποτέλεσμα τών άλλων, μια αχαλίνωτη, εξαίσια χαρά· σαν κάποιο χέρι να τραβούσε χορδές μέσα στο μυαλό του, να μετακινούσε παραθυρόφυλλα ενώ εκείνος, χωρίς να έχει καμία σχέση μ᾿ αυτό, στεκόταν στην αρχή ατελείωτων λεωφόρων, όπου μπορούσε να περιπλανηθεί, αν το διάλεγε. Χρόνια είχε να νιώσει τόσο νέος.
Είχε δραπετεύσει! ήταν απολύτως ελεύθερος — έτσι συμβαίνει όταν συντρίβεται η συνήθεια, όταν ο νους, σαν φλόγα αφύλαχτη, σκύβει και λυγίζει και φαίνεται έτοιμος να εκτοξευτεί απ᾿ τη βάση του. Χρόνια έχω να νιώσω τόσο νέος! σκέφτηκε ο Πίτερ, δραπετεύοντας (βέβαια μόνο για μια ώρα περίπου) απ᾿ το να είναι ακριβώς αυτό που ήταν και νιώθοντας σαν παιδί που το σκάει απ᾿ το σπίτι. Μα είναι τόσο ελκυστική, σκέφτηκε, διασχίζοντας την πλατεία Τραφάλγκαρ, για τη νεαρή γυναίκα, που προσπερνώντας το άγαλμα τού Γκόρντον φάνηκε, ώστε τη σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς (ευάλωτος καθώς ήταν), να πετάει το ένα πέπλο μετά το άλλο, ώσπου έγινε η γυναίκα που είχε πάντα στο νου του· νέα αλλά επιβλητική· χαρούμενη αλλά διακριτική· σκοτεινή αλλά σαγηνευτική.
Ισιώνοντας το σώμα του και μυστικά ψαχουλεύοντας το σουγιά του άρχισε να ακολουθεί αυτήν τη γυναίκα, αυτή την έξαψη, που αν και είχε την πλάτη γυρισμένη έδειχνε να ρίχνει πάνω του ένα φως που τους ένωνε, τον ξεχώριζε, λες και το ακανόνιστο βουητό τής κίνησης, είχε ψιθυρίσει μέσα από χέρια σε σχήμα χωνί, το όνομά του, όχι Πίτερ, αλλά το μυστικό του όνομα, αυτό με το οποίο αποκαλούσε τον εαυτό του στις προσωπικές σκέψεις του. «Εσύ» έλεγε εκείνη, μόνο «εσύ». Το έλεγε με τα λευκά της γάντια και τους ώμους της. Έπειτα η λεπτή μακριά κάπα που ανάδευε ο αέρας, τινάχτηκε με μια ευγένεια, που αγκάλιασε τα πάντα, με μια τρυφεράδα πένθιμη, σαν αγκαλιά που ανοίγει για να δεχτεί τον κουρασμένο --
Αλλά δεν είναι παντρεμένη· είναι νέα· αρκετά νέα, σκέφτηκε ο Πίτερ, και το κόκκινο γαρίφαλο που είχε δει ότι φορούσε εκείνη, καθώς διέσχιζε την πλατεία Τραφάλγκαρ, έλαμψε ξανά στα μάτια του, έβαψε κόκκινα τα χείλη της. Εκείνη σταμάτησε στην άκρη τού πεζοδρομίου. Η αξιοπρέπεια ήταν γραμμένη επάνω της. Δεν ήταν κοσμική σαν την Κλαρίσα· δεν ήταν πλούσια σαν την Κλαρίσα. Ήταν, αναρωτήθηκε ο Πίτερ την ώρα που εκείνη άρχισε να περπατά πάλι, ευυπόληπτη; Πνευματώδης, με παιγνιδιάρικη γλώσσα σαύρας, σκέφτηκε (γιατί πρέπει να είμαστε επινοητικοί, να δίνουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία για λίγη διασκέδαση), ένα ψύχραιμο υπομονετικό πνεύμα, ένα πνεύμα ορμητικό· όχι θορυβώδες.
Εκείνη προχώρησε· διέσχισε το δρόμο· την ακολούθησε. Το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε ήταν να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Ωστόσο αν κοντοστεκόταν εκείνη, θα τής έλεγε «Ελάτε να φάμε ένα παγωτό», αυτό θα τής έλεγε, κι εκείνη θα απαντούσε πολύ απλά «Ω, ναι».
Ωστόσο άλλοι άνθρωποι μπήκαν ανάμεσά τους στο δρόμο, βάζοντάς του εμπόδια, κάνοντάς μουντζούρα στο τοπίο του. Την ακολούθησε· εκείνη έστριψε. Είχαν χρώμα τα μάγουλά της· χλευασμό τα μάτια της· αυτός ήταν ένας τυχοδιώκτης, ένας απερίσκεπτος, σκέφτηκε ο Πίτερ, γρήγορος, τολμηρός, ένας πραγματικός (είχε μόλις χθες το βράδυ αποβιβαστεί απ᾿ το καράβι που ήρθε από την Ινδία) ρομαντικός πειρατής, αδιάφορος για όλα αυτά τα βρομο-αγαθά, τις κίτρινες ρόμπες, τις πίπες, τα καλάμια ψαρέματος στις βιτρίνες τών καταστημάτων· για την υπόληψη, τις δεξιώσεις και τούς περιποιημένους γέρους με τα λευκά πουκάμισα, κάτω απ᾿ τα γιλέκα τους. Αυτός ήταν ένας πειρατής. Κι αυτή συνέχισε να περπατάει, διέσχισε το Πικαντίλι, ανηφόρισε την οδό Ρίτζεντ, μπροστά του, με την κάπα της, τα γάντια της, τούς ώμους της να ταιριάζουν με τα κρόσσια, τις κορδέλες και τις εσάρπες με τα φτερά στις βιτρίνες, δημιουργώντας έναν αέρα γεμάτο πολυτέλεια και καπρίτσιο, που ξεχυνόταν απ᾿ τα καταστήματα στο πεζοδρόμιο, όπως το φως τής λάμπας που ταλαντεύεται τη νύχτα, πάνω απ᾿ τους φράχτες στη σκοτεινιά.
Γελαστή κι ευχάριστη είχε διασχίσει την οδό Όξφορντ κι έστριψε σ᾿ ένα δρομάκι και τώρα, τώρα, έφτασε η μεγάλη στιγμή, γιατί τώρα χρονοτριβούσε, άνοιξε την τσάντα της, και με μια ματιά προς τη μεριά του, όχι σ᾿ αυτόν, μια ματιά αποχαιρετιστήρια, ανακεφαλαίωσε την κατάσταση ολόκληρη και την απέρριψε θριαμβευτικά για πάντα, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε! Η φωνή τής Κλαρίσα που έλεγε «μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου. Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου», βούιζε στ᾿ αυτιά του. Το σπίτι ήταν ένα από αυτά τα συνηθισμένα σπίτια από κόκκινο τούβλο, καλάθια με λουλούδια κρέμονταν έξω που φάνταζαν μάλλον άτοπα. Όλα είχαν τελειώσει.
Λοιπόν, τέρμα η διασκέδαση· φτάνει ως εδώ, σκέφτηκε, κοιτώντας τα καλάθια με τα ωχρά γεράνια που ταλαντεύονταν. Σκορπίστηκαν τα μόριά της — τής διασκέδασής του τα μόρια, γιατί κατά ένα μεγάλο μέρος ήταν επινοημένη, το ήξερε πολύ καλά αυτό· επινοημένη ήταν αυτή η τρέλα με την κοπέλα· όπως επινοείς το καλύτερο κομμάτι τής ζωής σκέφτηκε, — επινοείς τον εαυτό σου· έτσι είχε επινοήσει κι εκείνη· είχε δημιουργήσει μια θεσπέσια διασκέδαση και κάτι περισσότερο. Αλλά πόσο παράξενη και πόσο αληθινή· όλα αυτά δεν μπορείς να τα μοιραστείς — σκορπίστηκαν τα μόριά της.
Ήταν υπέροχο το πρωινό. Σαν το χτύπο μιας καρδιάς τέλειας, η ζωή παλλόταν στους δρόμους. Χωρίς αναζήτηση· χωρίς δισταγμό. Ορμητικά, με ακρίβεια, συνέπεια, αθόρυβα. Να, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα. Η κοπέλα, με τις μεταξωτές κάλτσες, τα φτερά, εφήμερη, αλλά όχι ιδιαίτερα ελκυστική για τα γούστα του, (γιατί είχε κι αυτός επικριτική διάθεση), κατέβηκε. Αξιοθαύμαστους μπάτλερ, καφετιά σκυλιά ράτσας, διαδρόμους στρωμένους με ασπρόμαυρους ρόμβους, λευκές κουρτίνες που ανέμιζαν είδε ο Πίτερ μέσα απ᾿ την ανοιχτή πόρτα· και τα ενέκρινε. Ένα εξαίσιο επίτευγμα με τον δικό του τρόπο ήταν, εντέλει, το Λονδίνο· η εποχή· ο πολιτισμός. Καθώς προερχόταν από μια ευυπόληπτη οικογένεια Άγγλων στην Ινδία, η οποία επί τρεις γενεές τουλάχιστον διοικούσε μια μεγάλη χώρα, (παράξενο σκέφτηκε, τι αισθήματα έχω γι᾿ αυτό, αντιπαθούσε τόσο την Ινδία, την αυτοκρατορία και το στρατό), υπήρχαν στιγμές που ο πολιτισμός, ακόμα κι αυτού τού είδους ο πολιτισμός, τού φαινόταν προσφιλής σαν κτήμα του προσωπικό· στιγμές περηφάνιας για την Αγγλία· τούς μπάτλερ· τα σκυλιά ράτσας· την ασφάλεια τών κοριτσιών. Είναι γελοίο, αλλά υπάρχει, σκέφτηκε. Οι γιατροί, οι έμποροι και οι ικανές γυναίκες με τις ασχολίες τους, συνεπείς, σε εγρήγορση, εύρωστοι, τού φαίνονταν απόλυτα αξιοθαύμαστοι, καλοί άνθρωποι, στους οποίους μπορούσε κάποιος να εμπιστευτεί τη ζωή του, σύντροφοι στην τέχνη τής ζωής, που θα έμεναν μαζί σου ως το τέλος. Με τα καλά της και τα στραβά της, η παράσταση αυτή ήταν καλή· θα καθόταν στη σκιά να καπνίσει.
Να το, το Ρίτζεντς Παρκ. Ναι. Μικρός είχε κάνει βόλτες στο Ρίτζεντς Παρκ — παράξενο, σκέφτηκε, πώς έρχεται διαρκώς στη μνήμη μου η σκέψη τής παιδικής μου ηλικίας, επειδή είδα την Κλαρίσα ίσως· γιατί οι γυναίκες ζουν περισσότερο στο παρελθόν απ᾿ ό,τι εμείς, σκέφτηκε. Μένουν προσκολλημένες σε μέρη· και στους πατεράδες τους — μια γυναίκα είναι πάντα περήφανη για τον πατέρα της. Το Μπόρτον ήταν ωραίο μέρος, πολύ ωραίο μέρος, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να τα πάω καλά με το γέρο, σκέφτηκε. Έγινε σκηνή ένα βράδυ — ένας καβγάς για κάτι, δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ακριβώς. Για την πολιτική προφανώς.
Ναι, το θυμόταν το Ρίτζεντς Παρκ· το μεγάλο ευθύ μονοπάτι· το σπιτάκι απ᾿ όπου αγόραζες μπαλόνια στ᾿ αριστερά· ένα περίεργο άγαλμα με μια επιγραφή σε κάποιο σημείο του ή κάτι τέτοιο. Αναζήτησε ένα άδειο παγκάκι. Δεν ήθελε να τον ενοχλήσουν (γιατί νύσταζε λιγάκι), άνθρωποι που θα ρωτούσαν την ώρα. Μια ηλικιωμένη γκριζομάλλα γκουβερνάντα, με το μωρό κοιμισμένο στο καρότσι του — αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να βρει· να καθίσει στην άλλη άκρη στο ίδιο παγκάκι.
Έχει περίεργη εμφάνιση αυτό το κορίτσι, σκέφτηκε, καθώς θυμήθηκε την Ελίζαμπεθ την ώρα που μπήκε στο δωμάτιο και στάθηκε δίπλα στη μητέρα της. Έχει μεγαλώσει· έχει ψηλώσει πολύ, δεν θα την έλεγες ακριβώς χαριτωμένη· ελκυστική μάλλον, και δεν μπορεί να είναι πάνω από δεκαοχτώ. Μάλλον δεν τα πάει καλά με την Κλαρίσα. «Να η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ», κάτι τέτοιο είπε —γιατί όχι απλώς «Να η Ελίζαμπεθ»;— στην προσπάθειά της να προφασιστεί, όπως κι οι περισσότερες μανάδες, ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά απ᾿ ό,τι στην πραγματικότητα. Δείχνει υπερβολικά μεγάλη εμπιστοσύνη στη γοητεία της, σκέφτηκε. Το παρακάνει.
Μια μεγάλη σκούπα σάρωσε και απάλυνε τα πάντα στο μυαλό του, σάρωσε κλαριά που κουνιόνταν, παιδικές φωνές, σύρσιμο ποδιών, ανθρώπους που περνούσαν, το βουητό τής κίνησης, που πότε μεγάλωνε, πότε κόπαζε. Βυθίστηκε όλο και πιο βαθιά στα πούπουλα και στα φτερά τού ύπνου, βυθίστηκε και χάθηκε.
Η γκριζομάλλα γκουβερνάντα ξανάπιασε το πλεκτό της την ώρα που ο Πίτερ Γουόλς, στο ζεστό παγκάκι δίπλα της, άρχισε να ροχαλίζει. Με το γκρίζο φόρεμά της —κουνούσε τα χέρια της ακαταπόνητα, αλλά ήσυχα— έμοιαζε με υπέρμαχο τών δικαιωμάτων όσων κοιμούνται, σαν αυτές τις φασματικές παρουσίες που αναδύονται στο λυκόφως σε δάση φτιαγμένα από ουρανό και κλαριά.
Ίσως εκ πεποιθήσεως άθεος, εκπλήσσεται με τις στιγμές τής ψυχικής ανάτασης. Τίποτε δεν υπάρχει έξω από μάς, εκτός από την ψυχική μας διάθεση, θεωρεί· μια επιθυμία για γαλήνη, ανακούφιση, κάτι έξω από αυτούς τούς άθλιους πυγμαίους, αυτούς τούς αδύναμους, αυτούς τούς άσχημους, αυτούς τούς πεινασμένους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες. Αλλά αν μπορεί να τη συλλάβει ο νους του, τότε κατά κάποιον τρόπο υφίσταται θεωρεί, και προχωρώντας στο μονοπάτι με τα μάτια στον ουρανό ταχύτατα, τα προικίζει με γυναικεία φύση.
Αυτά τα οράματα είναι μια αστείρευτη πηγή ωφέλειας για τον μοναχικό ταξιδιώτη· είτε μουρμουρίζουν στ᾿ αυτί του, σαν τις σειρήνες που κλυδωνίζονται στα πράσινα κύματα της θάλασσας· είτε πετάγονται μπροστά στο πρόσωπό του σαν μπουκέτα τριαντάφυλλα· είτε ανεβαίνουν στην επιφάνεια σαν ωχρά πρόσωπα που οι ψαράδες για να τα αγκαλιάσουν, παραδέρνουν στις πλημμύρες.
Αυτά είναι τα οράματα που ακατάπαυστα αναδύονται κι επιπλέουν στην επιφάνεια, βαδίζουν δίπλα, βάζουν τα πρόσωπά τους μπροστά απ᾿ την πραγματικότητα· συχνά καταβάλλουν τον μοναχικό ταξιδιώτη και τού αφαιρούν την αντίληψη τής γης, την επιθυμία τής επιστροφής, δίνοντάς του για υποκατάστατο μια γαλήνη γενική, σαν να είναι όλος αυτός ο πυρετός τής ζωής, η ίδια η απλότητα· και μυριάδες πράγματα ενώνονται σ᾿ ένα· κι αυτή η φιγούρα, έτσι φτιαγμένη όπως είναι, από ουρανό και κλαριά, έχει αναδυθεί απ᾿ την ταραγμένη θάλασσα σαν μορφή που μπορεί να βγει απ᾿ τα κύματα, για να σκορπιστούν απλόχερα απ᾿ τα χέρια της, η συμπόνια, η κατανόηση, η άφεση. Έτσι, σκέφτεται αυτός, ας μην γυρίσω ποτέ στο φως τής λάμπας· στο σαλόνι· ας μην τελειώσω ποτέ το βιβλίο μου· ας μην αδειάσω ποτέ την πίπα μου· ας μην χτυπήσω ποτέ το κουδούνι να έρθει η κυρία Τέρνερ να μαζέψει τα πιάτα μετά το φαγητό· αντίθετα, αφήστε με να πάω σ᾿ αυτήν τη μεγάλη φιγούρα, που μ᾿ ένα τίναγμα τού κεφαλιού της θα με ανεβάσει στο καράβι της και θα μ᾿ αφήσει ν᾿ ανεμίζω προς την ανυπαρξία μαζί με τους υπόλοιπους.
Τέτοια είναι τα οράματα. Ο μοναχικός ταξιδιώτης σύντομα βγαίνει απ᾿ το δάσος· κι εκεί, φτάνοντας ως την πόρτα με τα χέρια πάνω απ᾿ τα μάτια για αντήλιο, πιθανόν περιμένοντας τον ερχομό του με τα χέρια σηκωμένα, με τη λευκή ποδιά της ν᾿ ανεμίζει, υπάρχει μια ηλικιωμένη γυναίκα που δείχνει να αναζητά (πόσο ισχυρή είναι αυτή η αδυναμία), πέρα απ᾿ την έρημο, κάποιον χαμένο γιο· να ψάχνει έναν αναβάτη συντετριμμένο· είναι η φιγούρα τής μάνας που οι γιοι της σκοτώθηκαν στις μάχες τού κόσμου. Κι έτσι, καθώς ο μοναχικός ταξιδιώτης κατηφορίζει το δρόμο τού χωριού, όπου οι γυναίκες στέκονται και πλέκουν κι οι άντρες σκάβουν στον κήπο, η βραδιά δίνει εντύπωση δυσοίωνη· οι μορφές ακίνητες· λες και κάποια επιβλητική μοίρα, μοίρα που γνώριζαν και περίμεναν δίχως φόβο, ήταν έτοιμη να τους παρασύρει στην απόλυτη καταστροφή.
Μέσα στο σπίτι ανάμεσα στα συνηθισμένα πράγματα, στο ντουλάπι, στο τραπέζι, στο περβάζι με τα γεράνια, ξαφνικά το περίγραμμα τής σπιτονοικοκυράς που σκύβει να μαζέψει το ύφασμα, μαλακώνει απ᾿ το φως, γίνεται σύμβολο αξιολάτρευτο, που μόνο η ανάμνηση τών παγωμένων ανθρώπινων επαφών, μάς απαγορεύει να αγκαλιάσουμε. Παίρνει τη μαρμελάδα· την κλείνει στο ντουλάπι.
«Χρειάζεστε κάτι άλλο απόψε, κύριε;»
Αλλά σε ποιον ν᾿ απαντήσει ο μοναχικός ταξιδιώτης;
Έπλεκε η ηλικιωμένη γκουβερνάντα πάνω απ᾿ το μωρό που κοιμόταν στο Ρίτζεντς Παρκ. Ο Πίτερ Γουόλς ροχάλιζε.
Ξύπνησε εντελώς απότομα λέγοντας στον εαυτό του «Ο θάνατος τής ψυχής».
«Θεέ μου, θεέ μου!» είπε στον εαυτό του δυνατά, ενώ τεντωνόταν κι άνοιγε τα μάτια του. «Ο θάνατος τής ψυχής». Οι λέξεις κόλλησαν σε κάποια σκηνή, σε κάποιο δωμάτιο, σε κάποιο παρελθόν που ονειρευόταν. Έγιναν όλα καθαρότερα· η σκηνή, το δωμάτιο, το παρελθόν που ονειρευόταν.
Στο Μπόρτον εκείνο το καλοκαίρι, στις αρχές της δεκαετίας του 1890, όταν ήταν τόσο τρελά ερωτευμένος με την Κλαρίσα. Υπήρχαν πολλοί εκεί, γελούσαν και μιλούσαν, κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι μετά το τσάι, και το δωμάτιο ήταν λουσμένο σε κίτρινο φως, γεμάτο καπνό απ᾿ τα τσιγάρα. Μιλούσαν για έναν άντρα που είχε παντρευτεί την υπηρέτριά του, κάποιο γαιοκτήμονα τής περιοχής, είχε ξεχάσει τ᾿ όνομά του. Είχε παντρευτεί την υπηρέτριά του και την είχε φέρει επίσκεψη στο Μπόρτον — τι φρικτή επίσκεψη. Το ντύσιμό της ήταν εξωφρενικά υπερβολικό. «σαν πολύχρωμος παπαγάλος» είχε πει η Κλαρίσα, μιμούμενη τη φωνή της, και δεν σταματούσε να μιλάει. Μιλούσε ασταμάτητα, ασταμάτητα. Η Κλαρίσα τη μιμήθηκε. Μετά κάποιος είπε — η Σάλι Σίτον ήταν —, έχει κάποια διαφορά που εκείνη η γυναίκα απέκτησε παιδί προτού παντρευτούν; (Εκείνη την εποχή ήταν τολμηρό να πεις κάτι τέτοιο σε συντροφιά που είχε εκπροσώπους και τού άλλου φύλου.) Ακόμα και σήμερα έβλεπε ολοζώντανη μπροστά του την Κλαρίσα να κοκκινίζει· να σφίγγεται κάπως· και να λέει: «Ω, δεν θα μπορέσω να τής ξαναμιλήσω ποτέ!». Σ᾿ αυτό το σημείο όλη η συντροφιά που καθόταν γύρω απ᾿ το τραπέζι για το τσάι φάνηκε να ταλαντεύεται. Ήταν πολύ άβολα.
Δεν την κατηγορούσε που την είχε πειράξει το περιστατικό, εφόσον εκείνη την εποχή ένα κορίτσι με τη δική της ανατροφή δεν ήξερε πολλά· ο τρόπος της τον είχε ενοχλήσει· άτολμη· σκληρή· αλαζονική· σεμνότυφη. «Ο θάνατος τής ψυχής». Το είχε πει αυτό ενστικτωδώς, ως συνήθως βάζοντας μια ταμπέλα στη στιγμή — ο θάνατος τής ψυχής της.
Όλοι ταλαντεύτηκαν· όλοι έδειχναν να συμφωνούν, την ώρα που μιλούσε, και έπειτα να καταλήγουν σε άλλο συμπέρασμα. Έβλεπε μπροστά του τη Σάλι Σίτον, σαν παιδί σκανταλιάρικο, να σκύβει μπροστά, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, να θέλει να μιλήσει, αλλά να φοβάται, γιατί η Κλαρίσα πραγματικά φόβιζε τούς ανθρώπους. (Ήταν η καλύτερη φίλη τής Κλαρίσα, βρισκόταν πολύ συχνά στο σπίτι, ελκυστικό πλάσμα, όμορφη, μελαχρινή, εκείνη την εποχή είχε τη φήμη τής τολμηρής, ο ίδιος τής έδινε πουράκια που τα κάπνιζε στην κρεβατοκάμαρά της, πότε ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον, πότε τσακωνόταν με την οικογένειά της, κι ο γερο-Πάρι τούς αντιπαθούσε εξίσου και τους δυο κι αυτό αποτελούσε τον μεγάλο σύνδεσμό τους.) Στη συνέχεια η Κλαρίσα, με ύφος ανθρώπου που είχε προσβληθεί από όλους, σηκώθηκε, βρήκε μια δικαιολογία κι έφυγε μόνη. Όπως άνοιξε την πόρτα μπήκε μέσα εκείνος ο τεράστιος μαλλιαρός σκύλος που φύλαγε τα πρόβατα. Η Κλαρίσα όρμησε πάνω του κι άρχισε να παραληρεί. Ήταν σαν να έλεγε στον Πίτερ —για κείνον γινόταν αυτό, το ήξερε ο Πίτερ— «Ξέρω ότι πριν από λίγο θεώρησες ότι παραλογίζομαι για κείνη τη γυναίκα· μα δες πόσο εξαιρετικά πονόψυχη είμαι· δες πόσο αγαπάω τον Ρομπ μου!».
Είχαν αυτή την παράξενη δύναμη να επικοινωνούν χωρίς λέξεις. Εκείνη ήξερε αμέσως ότι αυτός την επέκρινε. Μετά έκανε κάτι αρκετά εμφανές για να υπερασπίσει τον εαυτό της, όπως όλο αυτό το πράγμα με το σκύλο — αλλά δεν τον ξεγελούσε το κόλπο της, αυτός πάντα κατάφερνε να δει μέσα της. Όχι πως έλεγε κάτι, βέβαια — απλώς καθόταν κατηφής. Έτσι άρχιζαν συχνά οι καβγάδες τους.
Η Κλαρίσα έκλεισε την πόρτα. Αμέσως αυτός βυθίστηκε σε βαθιά κατάθλιψη. Όλα φαίνονταν ανούσια — να συνεχίσει να είναι ερωτευμένος· να συνεχίσουν να τσακώνονται — να συνεχίσουν να τα ξαναφτιάχνουν, κι έτσι περιπλανήθηκε μόνος, ανάμεσα σε βοηθητικά κτίσματα, στάβλους, κοιτάζοντας τ᾿ άλογα. (Το σπίτι ήταν αρκετά ταπεινό· η οικογένεια Πάρι δεν ήταν ποτέ πολύ εύπορη — αλλά υπήρχαν πάντα ιπποκόμοι και βοηθοί στους στάβλους — η Κλαρίσα λάτρευε την ιππασία —, υπήρχε ένας γέρος αμαξάς —πώς τον έλεγαν;— και μια ηλικιωμένη γκουβερνάντα, και όλοι είχαν τη συνήθεια να την επισκέπτονται στο δωματιάκι της με τις τόσες φωτογραφίες, τα τόσα κλουβιά πουλιών.)
Φοβερό απόγευμα! Γινόταν (διευκρίνιση δική μου: ο Πίτερ) όλο και πιο δύσθυμος, όχι μόνο γι᾿ αυτό· για όλα. Και δεν μπορούσε να τη δει· δεν μπορούσε να τής εξηγήσει· δεν μπορούσε να εκφραστεί. Υπήρχαν πάντα άλλοι γύρω — κι εκείνη φερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Αυτό ήταν το πιο ανυπόφορο πράγμα σε κείνη — αυτή η ψυχρότητα, έμοιαζε να ᾿ναι φτιαγμένη από ξύλο, υπήρχε κάτι πολύ βαθύ μέσα της που το είχε νιώσει πάλι το πρωί, όταν τής μιλούσε· γινόταν αδιαπέραστη. Ένας θεός ήξερε πόσο την αγαπούσε. Εκείνη είχε μια παράξενη δύναμη να σού διαλύει τα νεύρα, πραγματικά σού έκανε τα νεύρα κουρέλια, ναι.
Είχε καθυστερήσει να εμφανιστεί στο δείπνο εξαιτίας μιας ηλίθιας ιδέας του, να κάνει την απουσία του αισθητή κι είχε καθίσει δίπλα στην ηλικιωμένη δεσποινίδα Πάρι —τη θεία Χέλενα— την αδερφή τού κυρίου Πάρι, η οποία θεωρητικά έπαιζε ρόλο οικοδέσποινας. Καθόταν τυλιγμένη στο λευκό κασμιρένιο σάλι της, με την πλάτη γυρισμένη στο παράθυρο — μια φοβερή ηλικιωμένη κυρία, που ήταν όμως ευγενική μαζί του, επειδή τής είχε βρει κάποιο σπάνιο λουλούδι· ήταν σπουδαία βοτανολόγος, έκανε μακρινές πεζοπορίες φορώντας χοντρές μπότες κι έχοντας ένα μαύρο τενεκεδένιο κουτί για τη συλλογή της, κρεμασμένο στην πλάτη. Κάθισε δίπλα της κι αδυνατούσε να μιλήσει. Όλα έμοιαζαν να τον προσπερνούν με ταχύτητα· κι αυτός καθόταν εκεί κι έτρωγε. Κι έπειτα, στα μισά τού δείπνου, ανάγκασε τον εαυτό του να κοιτάξει για πρώτη φορά την Κλαρίσα στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Μιλούσε σ᾿ έναν νεαρό στα δεξιά της. «Αυτό τον άντρα θα τον παντρευτεί» είπε μέσα του, σαν να τού αποκαλύφθηκε ξαφνικά μια αλήθεια. Δεν ήξερε καν το όνομά του.
Γιατί εκείνο το απόγευμα, εκείνο ακριβώς το απόγευμα, είχε έρθει ο Νταλογουέι· και η Κλαρίσα τον αποκαλούσε «Γουίκαμ»· έτσι ξεκίνησαν όλα. Τον είχε φέρει κάποιος· κι η Κλαρίσα δεν είχε ακούσει καλά το όνομά του. Τον σύστησε σε όλους ως Γουίκαμ. Εντέλει αυτός είπε: «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!» — αυτή ήταν η πρώτη του εντύπωση από τον Ρίτσαρντ— ένας ξανθός νεαρός, μάλλον αμήχανος, καθισμένος σε μια σεζ λογκ να λέει απότομα: «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!». Η Σάλι το άκουσε κι από τότε πάντοτε αναφερόταν σ᾿ αυτόν λέγοντας «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!».
Εκείνη η εποχή ήταν θύμα τών αποκαλύψεων. Η τελευταία αποκάλυψη — ότι η Κλαρίσα θα παντρευόταν τον Νταλογουέι — τού είχε θολώσει την όραση, τον είχε συγκλονίσει εκείνη τη στιγμή. Υπήρχε ένα είδος —πώς να το πει;— ένα είδος άνεσης στον τρόπο που τού φερόταν εκείνη· κάτι μητρικό· κάτι αβρό. Μιλούσαν για πολιτική. Σ᾿ όλη τη διάρκεια τού γεύματος πάσχιζε ν᾿ ακούσει τι έλεγαν.
Έπειτα θυμάται τον εαυτό του να στέκεται δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι στο σαλόνι. Η Κλαρίσα τον πλησίασε, με τούς τέλειους τρόπους της, σαν πραγματική οικοδέσποινα, κι ήθελε να τον συστήσει σε κάποιον — μιλούσε σαν να μην είχαν συναντηθεί ποτέ, κι αυτό τον εξόργισε. Ωστόσο ακόμα και τότε τη θαύμαζε γι᾿ αυτό, θαύμαζε το κουράγιο της· το κοινωνικό ένστικτό της· θαύμαζε τη δύναμή της να διεκπεραιώνει πράγματα. «Η τέλεια οικοδέσποινα» τής είπε· στο άκουσμα τής φράσης το σώμα της σφίχτηκε. Είχε σκοπό να την κάνει να νιώσει έτσι. Έχοντάς τη δει με τον Νταλογουέι, θα έκανε τα πάντα για να την πληγώσει. Τον είχε εγκαταλείψει. Και είχε την εντύπωση πως είχαν όλοι συνωμοτήσει εναντίον του — γελούσαν και μιλούσαν πίσω απ᾿ την πλάτη του. Κι αυτός στεκόταν εκεί, δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι, σαν σκαλισμένος σε ξύλο, να μιλά για αγριολούλουδα. Ποτέ δεν είχε υποφέρει τόσο κολασμένα, ποτέ! Θα πρέπει να είχε ξεχάσει ακόμα και να προσποιείται ότι άκουγε· τελικά βγήκε απ᾿ τη νάρκη του· είδε τη δεσποινίδα Πάρι μάλλον ενοχλημένη, μάλλον αγανακτισμένη, να έχει καρφώσει τα γουρλωτά της μάτια πάνω του. Μόνο που δεν ούρλιαξε πως δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει, γιατί βρισκόταν στην Κόλαση! Οι άλλοι άρχισαν να φεύγουν απ᾿ το δωμάτιο. Τούς άκουσε να λένε ότι έπρεπε να φέρουν τις κάπες τους· ότι είχε ψύχρα στη λίμνη κι άλλα τέτοια, θα πήγαιναν βαρκάδα στη λίμνη στο φεγγαρόφωτο — άλλη μια τρελή ιδέα που είχε η Σάλι. Την άκουγε να περιγράφει τη σελήνη. Βγήκαν όλοι. Έμεινε εντελώς μόνος.
«Δεν θέλεις να πας μαζί τους;» είπε η θεία Χέλενα —η ηλικιωμένη δεσποινίς Πάρι!—, είχε μαντέψει. Και μόλις γύρισε να φύγει, να την μπροστά του η Κλαρίσα. Είχε γυρίσει να τον πάρει. Τον είχε εξουδετερώσει η γενναιοδωρία της — η καλοσύνη της.
«Έλα» τού είπε. «Περιμένουν».
Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο χαρούμενος! Τα είχαν ξαναφτιάξει χωρίς να πουν λέξη. Κατηφόρισαν ως τη λίμνη. Έζησε είκοσι λεπτά απόλυτης ευτυχίας. Η φωνή της, το γέλιο της, το φόρεμά της (κάτι που ανέμιζε, λευκό, βυσσινί), το πνεύμα της, η διάθεσή της για περιπέτεια· τούς έβαλε όλους να βγουν απ᾿ τη βάρκα και να εξερευνήσουν το νησί· τρόμαξε μια κότα· γελούσε· τραγουδούσε. Κι όλη την ώρα, το ήξερε πολύ καλά αυτός, ο Νταλογουέι την ερωτευόταν· και τον ερωτευόταν κι εκείνη· αλλά δεν φαινόταν να έχει σημασία. Τίποτε δεν είχε σημασία. Κάθισαν στο έδαφος και μιλούσαν — αυτός κι η Κλαρίσα. Έμπαιναν κι έβγαιναν ο ένας στο μυαλό τού άλλου χωρίς προσπάθεια. Κι έπειτα, μέσα σ᾿ ένα λεπτό είχαν όλα τελειώσει. Τη στιγμή που έμπαιναν στη βάρκα είπε μέσα του χωρίς ένταση, χωρίς αγανάκτηση: «θα τον παντρευτεί αυτό τον άντρα»· ήταν ολοφάνερο. Ο Νταλογουέι, θα την παντρευόταν την Κλαρίσα.
Ο Νταλογουέι κάνοντας κουπί έφερε τη βάρκα μέχρι το μόλο. Δεν μιλούσε. Αλλά κάπως, όπως τον κοιτούσαν ν᾿ ανεβαίνει στο ποδήλατό του και να φεύγει για να διασχίσει τριάντα χιλιόμετρα στο δάσος, να ταλαντεύεται κατηφορίζοντας το μονοπάτι, να τούς κουνά το χέρι και να χάνεται, προφανώς τα ένιωσε όλα αυτά, ενστικτωδώς, τρομερά, έντονα· τη νύχτα· τη ρομαντική ατμόσφαιρα· την Κλαρίσα. Τού άξιζε να είναι δική του.
Οσο για τον ίδιο, ήταν παράλογος. Οι απαιτήσεις του από την Κλαρίσα (το καταλάβαινε τώρα) ήταν παράλογες. Ζητούσε πράγματα απίθανα. Έκανε σκηνές τρομερές. Παρ᾿ όλα αυτά, εκείνη μπορεί να τον δεχόταν, αν ήταν λιγότερο παράλογος. Έτσι πίστευε η Σάλι. Τού έγραφε μεγάλα γράμματα όλο το καλοκαίρι· πως μιλούσαν γι᾿ αυτόν· πως η ίδια τον εγκωμίαζε, πως η Κλαρίσα είχε ξεσπάσει σε κλάματα! Ήταν ένα εκπληκτικό καλοκαίρι — τα γράμματα, οι σκηνές, τα τηλεγραφήματα· έφτανε στο Μπόρτον το ξημέρωμα και περιφερόταν ώσπου να ξυπνήσουν οι υπηρέτες· τα φρικτά τετ α τετ με τον γερο-Πάρι στο πρωινό· η τρομερή αλλά ευγενική θεία Χέλενα· η Σάλι, που τον έσερνε μέχρι το λαχανόκηπο για να κουβεντιάσουν· η Κλαρίσα ξαπλωμένη με πονοκέφαλο.
Η τελευταία σκηνή, η τρομερή σκηνή που πίστευε ότι είχε βαρύνει περισσότερο απ᾿ οτιδήποτε άλλο στη ζωή του ολόκληρη (μπορεί να ήταν υπερβολή — ωστόσο έτσι φαινόταν τώρα), έγινε στις τρεις το απομεσήμερο μιας πολύ ζεστής μέρας. Κάτι ασήμαντο οδήγησε σ᾿ αυτήν — η Σάλι κάτι είπε στο μεσημεριανό για τον Νταλογουέι και τον αποκάλεσε «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι»· στο άκουσμα τής φράσης η Κλαρίσα σφίχτηκε απότομα, κοκκίνισε, όπως συνήθιζε σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις, και τσίριξε: «Φτάνει πια αυτό το ηλίθιο αστείο». Αυτό ήταν όλο· αλλά γι᾿ αυτόν ήταν σαν να τού είχε πει: «Απλώς περνάω την ώρα μου μαζί σου — με τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι επικοινωνώ». Έτσι το πήρε. Νύχτες δεν έκλεισε μάτι. «Πρέπει να τελειώσει με το έναν ή με τον άλλο τρόπο» είπε στον εαυτό του. Τής έστειλε ένα σημείωμα με τη Σάλι και τής ζήτησε να τον συναντήσει στο σιντριβάνι στις τρεις. «Κάτι σημαντικό προέκυψε» έγραψε πρόχειρα στο κάτω μέρος τού σημειώματος.
Το σιντριβάνι ήταν στη μέση μιας συστάδας θάμνων και δέντρων, μακριά απ᾿ το σπίτι. Εκεί ήρθε εκείνη, πριν από την προκαθορισμένη ώρα, και στάθηκαν με το σιντριβάνι ανάμεσά τους· απ᾿ τη (σπασμένη) βρύση έτρεχε νερό αδιάκοπα. Πώς καρφώνονται στο μυαλό οι εικόνες! Για παράδειγμα, το καταπράσινο χορτάρι.
Εκείνη δεν έκανε καμία κίνηση. «Πες μου την αλήθεια, πες μου την αλήθεια» επαναλάμβανε εκείνος. Ένιωθε το μέτωπό του έτοιμο να σπάσει. Εκείνη έδειχνε να ᾿χει συρρικνωθεί, να ᾿χει πετρώσει. Δεν έκανε καμία κίνηση. «Πες μου την αλήθεια» επαναλάμβανε εκείνος, όταν έξαφνα πετάχτηκε μπροστά τους το κεφάλι του γερο-Μπράιτκοπφ· κουβαλούσε τούς Τάιμς, τούς κοίταξε επίμονα, έμεινε να χάσκει, απομακρύνθηκε. Κανείς τους δεν κινήθηκε. «Πες μου την αλήθεια» επανέλαβε αυτός. Ένιωθε το σώμα του να συνθλίβεται πάνω σε κάτι σκληρό· ήταν ανυποχώρητη. Σαν να ήταν σίδερο, πέτρα, με την πλάτη ολόισια. Κι όταν τού είπε «Δεν ωφελεί. Δεν ωφελεί. Ήρθε το τέλος» —αφού αυτός είχε μιλήσει ώρες, έτσι τού φάνηκε, με τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του —, ήταν σαν να τον χτύπησε στο πρόσωπο. Γύρισε απ᾿ την άλλη, τον παράτησε, απομακρύνθηκε.
«Κλαρίσα!» φώναξε εκείνος. «Κλαρίσα!» Δεν γύρισε ποτέ. Είχε τελειώσει. Εκείνος έφυγε το ίδιο βράδυ. Δεν την ξαναείδε ποτέ.
Ήταν φρικτό, φώναξε, φρικτό, φρικτό!
Παρ᾿ όλα αυτά, ο ήλιος έκαιγε ακόμη. Παρ᾿ όλα αυτά, η ζωή είχε τον τρόπο της να προσθέτει τη μια μέρα στην άλλη. Παρ᾿ όλα αυτά, σκέφτηκε, ενώ χασμουριόταν κι άρχιζε να κοιτάζει γύρω του —το Ρίτζεντς Παρκ είχε αλλάξει ελάχιστα από τότε που ήταν μικρός, με εξαίρεση τούς σκίουρους—, παρ᾿ όλα αυτά, προφανώς υπήρχαν αντισταθμίσματα — η μικρή Ελάιζ Μίτσελ, που μάζευε χαλίκια για τη συλλογή που έφτιαχνε με τον αδερφό της, στο ράφι τού τζακιού στο δωμάτιό τους, άνοιξε τις χούφτες της και τα άφησε να πέσουν στην ποδιά τής γκουβερνάντας κι ορμώντας μπροστά ολοταχώς έπεσε πάνω στα πόδια μιας κυρίας. Ο Πίτερ Γουόλς γέλασε δυνατά.
Αλλά η Λουκρέτσια Γουόρεν Σμιθ έλεγε στον εαυτό της: Είναι φρικτό· γιατί να υποφέρω; Ρωτούσε, περπατώντας στο φαρδύ μονοπάτι. Όχι — δεν μπορώ να το αντέξω άλλο, έλεγε, έχοντας αφήσει τον Σέπτιμους, που δεν ήταν πια ο Σέπτιμους, να λέει σκληρά, φρικτά, απάνθρωπα πράγματα, να μιλά στον εαυτό του, να μιλά σ᾿ έναν άντρα νεκρό, καθισμένος εκεί πίσω.
Η ίδια δεν είχε κάνει κάτι κακό — τον είχε αγαπήσει τον Σέπτιμους· ήταν ευτυχισμένη παλιά· είχε ένα ωραίο σπίτι, εκεί που ζούσε ακόμη η αδερφή της κι έφτιαχνε καπέλα. Γιατί να πρέπει να υποφέρει;
Γιατί να μην έχει μείνει στο Μιλάνο; Γιατί να υποφέρει; Γιατί;
Ήταν της μοίρας της, να την ταράζει αυτός ο κακόβουλος βασανιστής. Μα γιατί; Έμοιαζε με πουλί που έχει βρει καταφύγιο κάτω απ᾿ το λεπτό κοίλωμα ενός φύλλου κι όποτε κουνιέται το φύλλο ανοιγοκλείνει τα μάτια του, στον ήλιο· ξαφνιάζεται απ᾿ το τρίξιμο που κάνει ένα κλαράκι ξερό. Ήταν εκτεθειμένη· πλαισιωμένη από τα γιγάντια δέντρα, τα τεράστια νέφη ενός κόσμου αδιάφορου, εκτεθειμένη· βασανισμένη· γιατί να πρέπει να υποφέρει; Γιατί;
Κατσούφιασε· χτύπησε το πόδι στη γη. Έπρεπε να γυρίσει στον Σέπτιμους, εφόσον είχε σχεδόν φτάσει η ώρα να επισκεφτούν τον σερ Γουίλιαμ Μπράντσο. Έπρεπε να γυρίσει και να τού το πει, να γυρίσει σ᾿ αυτόν που καθόταν στην πράσινη σεζ λογκ κάτω απ᾿ το δέντρο και μιλούσε στον εαυτό του ή σ᾿ εκείνο τον νεκρό άντρα, τον Έβανς, τον οποίο η ίδια είχε δει μια φορά, για μια στιγμή μόνο, στο μαγαζί. Φαινόταν καλός, ήσυχος άνθρωπος — πολύ καλός φίλος του Σέπτιμους, είχε σκοτωθεί στον Πόλεμο. Αλλά αυτά τα πράγματα συμβαίνουν σε όλους. Όλοι έχουν φίλους που σκοτώθηκαν στον Πόλεμο. Όλοι εγκαταλείπουν κάτι, όταν παντρεύονται. Εκείνη είχε εγκαταλείψει την πατρίδα της. Είχε έρθει να ζήσει εδώ, σ᾿ αυτήν τη φρικτή πόλη. Αλλά ο Σέπτιμους άφηνε τον εαυτό του να σκέφτεται τρομερά πράγματα, όπως μπορούσε να κάνει κι εκείνη, αν προσπαθούσε. Γινόταν όλο και πιο παράξενος. Έλεγε ότι άνθρωποι μιλούσαν πίσω απ᾿ τους τοίχους της κρεβατοκάμαρας. Η κυρία Φίλμερ το θεώρησε περίεργο. Έβλεπε και διάφορα πράγματα — είχε δει το κεφάλι μιας γριάς στη μέση μιας φτελιάς. Αλλά μπορούσε να είναι χαρούμενος όταν το ήθελε. Πήγαν στο Χάμπτον Κορτ καθισμένοι στο πάνω μέρος τού ανοιχτού λεωφορείου κι ήταν εξαιρετικά χαρούμενοι. Κόκκινα και κίτρινα λουλουδάκια είχαν φυτρώσει στο γρασίδι, σαν λυχναράκια στο νερό, είπε αυτός, και μιλούσαν, φλυαρούσαν, γελούσαν, έφτιαχναν ιστορίες. Ξαφνικά είπε: «Τώρα θα αυτοκτονήσουμε», καθώς στέκονταν στην όχθη τού ποταμού, και κοίταξε το νερό με μια έκφραση που εκείνη είχε δει στα μάτια του, την ώρα που περνούσε ένα τρένο ή ένα λεωφορείο — μια έκφραση, σαν να τον μάγευε κάτι· ένιωσε πως τής έφευγε και τον έπιασε απ᾿ το μπράτσο. Στη διάρκεια τής επιστροφής ήταν απολύτως ήσυχος — απολύτως λογικός. Καβγάδιζε μαζί της για το θέμα τής αυτοκτονίας τους — κι εξηγούσε πόσο μοχθηροί είναι οι άνθρωποι· πως τούς βλέπει να επινοούν ψέματα, την ώρα που περπατούν στο δρόμο. Ξέρει όλες τις σκέψεις, είπε· ξέρει τα πάντα. Ξέρει το νόημα του κόσμου, είπε.
Όταν γύρισαν στο σπίτι, μόλις που μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Ξάπλωσε στον καναπέ και την έβαλε να τού κρατά το χέρι για να μην πέσει κάτω, να μην πέσει κάτω, ούρλιαξε, στις φλόγες! κι έβλεπε πρόσωπα να τον κοροϊδεύουν, να τού φωνάζουν φρικτές, αηδιαστικές βρισιές απ᾿ τους τοίχους, χέρια να ξεπροβάλλουν απ᾿ το παραβάν. Αλλά ήταν εντελώς μόνοι. Ωστόσο εκείνος άρχισε να μιλά δυνατά, να απαντά σε ανθρώπους, να μαλώνει, να γελά, να κλαίει, να βρίσκεται σε υπερδιέγερση και να την αναγκάζει να σημειώνει πράγματα. Ακατάληπτα πράγματα· για το θάνατο· για τη δεσποινίδα Ίζαμπελ Πόουλ. Δεν μπορούσε ν᾿ αντέξει άλλο. Έπρεπε να γυρίσει στην πατρίδα της.
Βρισκόταν αρκετά κοντά του τώρα, τον έβλεπε που είχε τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό, μουρμούριζε, έσφιγγε τα χέρια του. Ωστόσο ο δόκτωρ Χολμς είπε πως δεν έχει τίποτε ο Σέπτιμους. Τι είχε, λοιπόν, συμβεί — γιατί είχε χαθεί λοιπόν, γιατί; Όταν κάθισε δίπλα του, αυτός τινάχτηκε, την κοίταξε βλοσυρά, απομακρύνθηκε, έδειξε το χέρι της, το έπιασε, το κοίταξε τρομοκρατημένος;
Μήπως επειδή είχε βγάλει τη βέρα της; «Έχει λεπτύνει τόσο το χέρι μου» είπε. «Την έβαλα στο τσαντάκι μου» τού είπε.
Αυτός άφησε το χέρι της να πέσει. Ο γάμος τους είχε φτάσει στο τέλος του, σκέφτηκε, με οδύνη, με ανακούφιση. Το σκοινί έσπασε — εκείνος πέταξε ψηλά· ήταν ελεύθερος, το έλεγε το διάταγμα ότι αυτός, ο Σέπτιμους, ο άρχοντας τού κόσμου, πρέπει να είναι ελεύθερος· μόνος (εφόσον η γυναίκα του είχε πετάξει τη βέρα της· εφόσον τον είχε εγκαταλείψει), αυτός, ο Σέπτιμους, ήταν μόνος, τον καλούσε το πλήθος τών ανθρώπων να βγει μπροστά ν᾿ ακούσει την αλήθεια, να μάθει το νόημα, που τώρα επιτέλους, ύστερα από όλο το μόχθο τού πολιτισμού —τούς Έλληνες, τούς Ρωμαίους, τον Σαίξπηρ, τον Δαρβίνο και τώρα τον ίδιο— θα γινόταν ολόκληρο γνωστό σε... «Σε ποιον;» ρώτησε δυνατά.
«Στον Πρωθυπουργό» απάντησαν οι φωνές, το σούσουρο πάνω απ᾿ το κεφάλι του. Το υπέρτατο μυστικό πρέπει να ειπωθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο· πρώτον, ότι τα δέντρα έχουν ζωή· έπειτα, ότι δεν υπάρχει έγκλημα· έπειτα, αγάπη, καθολική αγάπη, μουρμούρισε, κοντανασαίνοντας, τρέμοντας επώδυνα, διατυπώνοντας αυτές τίς βαθυστόχαστες αλήθειες, που απαιτούσαν τόσο βαθιές καθώς ήταν, τόσο δύσκολες, τεράστια προσπάθεια για να ειπωθούν, αλλά μ᾿ αυτές ο κόσμος άλλαζε εντελώς για πάντα.
Όχι έγκλημα· αγάπη· επανέλαβε αναζητώντας ψαχουλευτά την κάρτα και το μολύβι του, όταν ένα σκυλάκι τεριέ μύρισε το παντελόνι του κι αυτός τινάχτηκε νιώθοντας το μαρτύριο τού φόβου. Το σκυλάκι μεταμορφωνόταν σε άντρα! Δεν μπορούσε να το βλέπει αυτό! Ήταν φοβερό, τρομερό να βλέπεις ένα σκύλο να μεταμορφώνεται σε άντρα! Αμέσως ο σκύλος απομακρύνθηκε γοργά.
Οι ουρανοί ήταν υπέροχα φιλεύσπλαχνοι, απέραντα καλοκάγαθοι. Τού έδειχναν έλεος, συγχωρούσαν την αδυναμία του. Ωστόσο, ποια ήταν η επιστημονική εξήγηση (γιατί πάνω απ᾿ όλα πρέπει να έχουμε επιστημονική κατεύθυνση); Γιατί είχε τη δύναμη το βλέμμα του να διαπερνά τα σώματα, να βλέπει το μέλλον, να βλέπει πότε οι σκύλοι θα γίνουν άνθρωποι; Προφανώς οφειλόταν στη ζέστη που επιδρούσε στο μυαλό, κάνοντάς το ευαίσθητο με τη βοήθεια αιώνων εξέλιξης. Από επιστημονικής πλευράς, η σάρκα ήταν ένα κομμάτι που έλιωσε από τον κόσμο. Το σώμα του έλιωνε μέχρι που τελικά απέμεναν μόνο οι ίνες των νεύρων. Ήταν απλωμένο σαν πέπλο σε βράχο.
Έγειρε πίσω στην καρέκλα του, εξαντλημένος αλλά γεμάτος ψυχική ευφορία. Έμεινε εκεί να ξεκουράζεται, να περιμένει, προτού ερμηνεύσει πάλι, με μεγάλη προσπάθεια, με οδύνη, την ανθρώπινη φύση. Είχε πλαγιάσει πολύ ψηλά, στην πλάτη τού κόσμου. Ένιωθε τίς δονήσεις τής γης αποκάτω του. Κόκκινα άνθη ξεφύτρωσαν απ᾿ τη σάρκα του· τα σκληρά φύλλα τους θρόιζαν δίπλα στο κεφάλι του. Μεταλλική μουσική άρχισε να αντηχεί στους βράχους, εδώ ψηλά. Κόρνα αυτοκινήτου απ᾿ το δρόμο, μουρμούρισε· αλλά εδώ πάνω ηχούσε σαν κανονιά που χτυπούσε από βράχο σε βράχο, έσπαζε, ενωνόταν σε κραδασμούς μουσικής που υψώνονταν σε απαλές στήλες (ήταν ανακάλυψη, ότι η μουσική είναι ορατή) κι έγινε ύμνος, ένας ύμνος που τυλιγόταν τώρα γύρω απ᾿ τον νεαρό βοσκό που έπαιζε αυλό (Αυτό είναι ένας γέρος που παίζει μια ψωρομελωδία δίπλα στην παμπ, μουρμούρισε), ύμνος που καθώς το αγόρι ήταν ασάλευτο, έβγαινε φυσαλίδες απ᾿ τον αυλό του κι έπειτα, καθώς ο Σέπτιμους σκαρφάλωνε ψηλότερα, έβγαλε τον εξαίσιο θρήνο του, ενώ στο δρόμο κυλούσε η κίνηση. Το αγόρι παίζει την ελεγεία του στην κίνηση τού δρόμου, σκέφτηκε ο Σέπτιμους. Τώρα αποτραβιέται στα χιόνια και κρέμονται γύρω του τριαντάφυλλα — τα χοντρά κόκκινα τριαντάφυλλα που φυτρώνουν στην ταπετσαρία της κρεβατοκάμαράς μου, θύμισε στον εαυτό του. Η μουσική σταμάτησε. Κάποιος τού έδωσε λεφτά, έτσι το ερμήνευσε, κι εκείνος ξεκίνησε για την επόμενη παμπ.
Ωστόσο αυτός παρέμεινε ψηλά στο βράχο του, σαν πνιγμένος ναύτης σε βράχο. Έγειρα έξω απ᾿ την άκρη τής βάρκας κι έπεσα, σκέφτηκε. Βυθίστηκα στη θάλασσα. Υπήρξα νεκρός αλλά τώρα είμαι ζωντανός, αφήστε με, όμως, ν᾿ αναπαυτώ, ικέτεψε (μιλούσε στον εαυτό του πάλι — ήταν φοβερό, φοβερό!)· κι όπως προτού ξυπνήσεις, οι φωνές τών πουλιών κι οι ήχοι απ᾿ τις ρόδες ενώνονται καμπανιστοί, φλύαροι, σε μια παράξενη αρμονία, δυναμώνουν όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο, και μέσα στον ύπνο σου νιώθεις να βγαίνεις σιγά σιγά στην όχθη τής ζωής, έτσι κι αυτός ένιωσε να βγαίνει προς τη ζωή, κι ο ήλιος έκαιγε όλο και περισσότερο, οι κραυγές γίνονταν όλο και δυνατότερες, κάτι τρομερό επρόκειτο να συμβεί.
«Είναι ώρα» είπε η Ρέζια.
Η λέξη «ώρα» έσπασε το κέλυφός της· έριξε καταρράκτη τα πλούτη της πάνω του· κι απ᾿ τα χείλη του έπεσαν σαν οβίδες, σαν ξύσματα από αεροπλάνο, χωρίς να τις φτιάχνει ο ίδιος, σκληρές, λευκές, άφθαρτες λέξεις και πέταξαν να βρουν τη θέση τους σε μια ωδή στον Χρόνο· μια αθάνατη ωδή στον Χρόνο. Ο Σέπτιμους άρχισε να τραγουδά. Ο Έβανς απάντησε πίσω απ᾿ το δέντρο. Οι νεκροί ήταν στη Θεσσαλία, τραγουδούσε ο Έβανς, ανάμεσα στις ορχιδέες. Εκεί περίμεναν μέχρι να τελειώσει ο Πόλεμος, και τώρα οι νεκροί, τώρα ο ίδιος ο Έβανς--
«Για όνομα τού θεού μην έρχεσαι!» ούρλιαξε ο Σέπτιμους. Γιατί δεν μπορούσε να κοιτάζει τους νεκρούς.
Τα κλαριά άνοιξαν. Ένας άντρας ντυμένος στα γκρίζα ερχόταν πράγματι προς το μέρος του. Ήταν ο Έβανς! Αλλά δεν είχε λάσπη πάνω του· δεν είχε τραύματα· δεν ήταν αλλαγμένος. Πρέπει να το πω σ᾿ όλο τον κόσμο, φώναξε ο Σέπτιμους, σηκώνοντας το χέρι του, σαν μια φιγούρα τεράστια που θρηνεί χρόνια τη μοίρα τού ανθρώπου, μόνη στην έρημο, με τα χέρια της να πιέζουν το μέτωπό της, τις χαρακιές τής απόγνωσης στα μάγουλα, και που τώρα βλέπει φως στην άκρη τής ερήμου που μεγαλώνει και πέφτει πάνω σ᾿ αυτήν τη φιγούρα την κατάμαυρη (ο Σέπτιμους μισοσηκώθηκε απ᾿ την καρέκλα του), και με λεγεώνες αντρών πεσμένων στη γη πίσω της, αυτή η τεράστια φιγούρα που θρηνεί δέχεται για μια στιγμή στο πρόσωπό της όλο το --
«Μα είμαι τόσο δυστυχισμένη, Σέπτιμους» έλεγε η Ρέζια προσπαθώντας να τον κάνει να καθίσει.
Τα εκατομμύρια θρηνούσαν· αιώνες θλίβονταν, θα γυρνούσε προς το μέρος τους, θα τους μιλούσε για λίγα λεπτά, μόνο για λίγα ακόμα λεπτά, για την ανακούφισή του, τη χαρά του, αυτή την εκπληκτική αποκάλυψη--
«Τι ώρα είναι, Σέπτιμους;» επανέλαβε η Ρέζια. «Τι ώρα είναι;»
Αυτός μιλούσε, τιναζόταν, ο άντρας αυτός πρέπει να τον αντιληφθεί. Τους κοιτούσε.
«θα σού την πω την ώρα» είπε ο Σέπτιμους, πολύ αργά, πολύ νυσταλέα, χαμογελώντας μυστηριωδώς στον άντρα με το γκρίζο κοστούμι. Χαμογελούσε καθιστός τη στιγμή που ακούστηκε το ρολόι να χτυπά το τέταρτο — δώδεκα παρά τέταρτο.
Αυτό θα πει να ᾿σαι νέος, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς προσπερνώντας τους. Να κάνεις μια φοβερή σκηνή μέρα μεσημέρι — το κακόμοιρο το κορίτσι φαινόταν εντελώς απελπισμένο. Μα τι να συμβαίνει, αναρωτήθηκε· τι τής έλεγε ο νεαρός με το παλτό και την έκανε να νιώθει έτσι· σε τι είχαν μπλεχτεί οι δυο τους, κι έδειχναν τόσο απελπισμένοι, αυτό το υπέροχο πρωινό; Ένα διασκεδαστικό στοιχείο τής επιστροφής στην Αγγλία, μετά πέντε χρόνια, ήταν ο τρόπος που ξεχώριζαν κάποια πράγματα, τις πρώτες μέρες τουλάχιστον, σαν να μην τα είχες ξαναδεί ποτέ· μικροκαυγαδάκια ανάμεσα σε ζευγαράκια κάτω από ένα δέντρο· οι οικογένειες που κυριαρχούσαν στα πάρκα. Ποτέ δεν τού είχε φανεί το Λονδίνο τόσο μαγευτικό — τόσο απαλές οι γραμμές στο βάθος· η αφθονία· το πράσινο· ο πολιτισμός, μετά την Ινδία, σκέφτηκε βαδίζοντας αργά στο γρασίδι.
Η τάση του να επηρεάζεται από εντυπώσεις ήταν η καταστροφή του, αναμφίβολα. Είχε ακόμη στην ηλικία του, σαν να ᾿ταν αγόρι ή ακόμα και σαν κορίτσι, αυτές τις μεταπτώσεις στη διάθεση· καλές μέρες, κακές μέρες, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο ένιωθε ευτυχία βλέποντας ένα όμορφο πρόσωπο, απόλυτη δυστυχία στη θέα μιας γυναίκας παραμελημένης. Μετά την Ινδία, φυσικά, ερωτευόσουν κάθε γυναίκα που συναντούσες. Είχαν μια φρεσκάδα πάνω τους· ακόμα κι οι πιο φτωχές ντύνονταν καλύτερα απ᾿ ό,τι πριν από πέντε χρόνια, σίγουρα· κατά τη γνώμη του η μόδα ποτέ πριν δεν κολάκευε τόσο πολύ· οι μακριές μαύρες κάπες· οι λεπτές σιλουέτες· η κομψότητα· κι αυτή η υπέροχη και προφανώς γενικευμένη σχέση τών γυναικών με το χρώμα. Κάθε γυναίκα, ακόμα κι η πιο αξιοσέβαστη, είχε τριαντάφυλλα στα μάγουλα· χείλη χαραγμένα με μαχαίρι· μπούκλες από σινική μελάνη· το σχέδιο, η τέχνη υπήρχαν παντού· αναμφίβολα είχε σημειωθεί κάποια αλλαγή. Τι απασχολεί τούς νέους; αναρωτήθηκε ο Πίτερ Γουόλς.
Αυτά τα πέντε χρόνια — από το 1918 ως το 1923— ήταν πολύ σημαντικά, υποψιαζόταν. Οι άνθρωποι φαίνονταν διαφορετικοί.
Οι εφημερίδες έδειχναν διαφορετικές. Τώρα, για παράδειγμα, υπήρχε άνθρωπος που έγραφε αρκετά ανοιχτά σε έγκριτη εβδομαδιαία εφημερίδα για τα αποχωρητήρια. Αυτό δεν μπορούσες να το κάνεις πριν από δέκα χρόνια — να γράφεις αρκετά ανοιχτά για τα αποχωρητήρια σε έγκριτη εφημερίδα. Ή να βγάζει μια γυναίκα ρουζ ή πούδρα και να μακιγιάρεται μπροστά στον κόσμο. Στο πλοίο τής επιστροφής στην πατρίδα υπήρχαν πολλοί νέοι και νέες —συγκεκριμένα θυμόταν την Μπέτι και τον Μπέρτι— που ερωτοτροπούσαν φανερά· η ηλικιωμένη μητέρα καθόταν με το πλεκτό της και τούς παρακολουθούσε, παντελώς αδιάφορη. Η κοπέλα στεκόταν ακίνητη κι έβαζε πούδρα στη μύτη της μπροστά σ᾿ όλο τον κόσμο. Και δεν ήταν αρραβωνιασμένοι· απλώς διασκέδαζαν· κανείς τους δεν θα πληγωνόταν. Σκληρή σαν γρανίτης ήταν —η Μπέτι Τάδε— αλλά πρώτης τάξεως κοπέλα. Στα τριάντα της θα γινόταν πολύ καλή σύζυγος — θα παντρευόταν όταν θα θεωρούσε τη στιγμή κατάλληλη· θα παντρευόταν κάποιον πλούσιο και θα ζούσε σ᾿ ένα μεγάλο σπίτι κοντά στο Μάντσεστερ.
Ποια ήταν που το είχε κάνει αυτό; αναρωτήθηκε ο Πίτερ Γουόλς στρίβοντας στο Μπρόουντ Γουόκ — που είχε παντρευτεί έναν πλούσιο και έμενε σ᾿ ένα μεγάλο σπίτι κοντά στο Μάντσεστερ; Κάποια που τού είχε γράψει ένα μακροσκελές, χειμαρρώδες γράμμα αρκετά πρόσφατα για τις «γαλάζιες ορτανσίες». Οι γαλάζιες ορτανσίες τής τον θύμιζαν, αυτόν και το παρελθόν — η Σάλι Σίτον, φυσικά! Ήταν η Σάλι Σίτον — ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα περίμενες να παντρευτεί πλούσιο και να ζει σε μεγάλο σπίτι κοντά στο Μάντσεστερ, η ατίθαση, τολμηρή, ρομαντική Σάλι!
Αλλά απ᾿ όλη εκείνη την παλιά παρέα, τούς φίλους τής Κλαρίσα, η Σάλι ήταν μάλλον η καλύτερη. Εν πάση περιπτώσει, προσπαθούσε να βλέπει τα πράγματα καθαρά. Εκείνη κατάλαβε ποιος πραγματικά ήταν ο Χιου Γουίτμπρεντ —ο αξιοθαύμαστος Χιου— τότε που η Κλαρίσα κι όλοι οι υπόλοιποι έπιναν νερό στ᾿ όνομά του.
«Οι Γουίτμπρεντ;» η φωνή της ηχούσε ακόμα και σήμερα στ᾿ αυτιά του. «Και τι είναι οι Γουίτμπρεντ; Καρβουνέμποροι είναι. Μια ευυπόληπτη οικογένεια εμπόρων».
Για κάποιο λόγο η Σάλι τον αντιπαθούσε τον Χιου. Το μόνο που σκέφτεται είναι η εμφάνισή του, έλεγε. Έπρεπε να είναι δούκας. Σίγουρα θα παντρευόταν κάποια πριγκίπισσα τής βασιλικής οικογένειας. Και φυσικά ο Χιου έτρεφε τον πιο εξαιρετικό, τον πιο γνήσιο, τον πιο μεγάλο σεβασμό για την αριστοκρατία τής Βρετανίας, από κάθε άλλον άνθρωπο, που είχε συναντήσει ο Πίτερ στη ζωή του. Ακόμα κι η Κλαρίσα το παραδεχόταν αυτό. Ω, μα είναι τόσο αξιαγάπητος, τόσο ανιδιοτελής, παράτησε το κυνήγι για να ευχαριστήσει την ηλικιωμένη μητέρα του — θυμάται πότε έχουν γενέθλια οι ηλικιωμένες θείες του, κι όλα τα σχετικά.
Η Σάλι, για να είμαστε δίκαιοι, τα ᾿πιανε στον αέρα αυτά. Ένα από τα πράγματα που θυμόταν ο Πίτερ ήταν ένας καβγάς, Σάββατο πρωί στο Μπόρτον, για τα δικαιώματα τών γυναικών (εκείνο το προκατακλυσμιαίο ζήτημα), όταν η Σάλι ξαφνικά έχασε την ψυχραιμία της, πήρε φωτιά και είπε στον Χιου πως αντιπροσώπευε ό,τι απεχθέστερο στη ζωή τής μεσαίας τάξης στη Βρετανία. Τού είπε ότι τον θεωρούσε υπεύθυνο για την κατάσταση «εκείνων τών κακόμοιρων κοριτσιών στο Πικαντίλι» — ο Χιου, ο τέλειος τζέντλεμαν, ο κακόμοιρος ο Χιου! — ποτέ δεν είχε άντρας, πιο τρομοκρατημένη όψη! Το είχε κάνει επίτηδες, είπε αργότερα (είχαν τη συνήθεια να συναντιούνται στο λαχανόκηπο και να ανταλλάσσουν απόψεις). «Δεν έχει διαβάσει τίποτε, δεν έχει σκεφτεί τίποτε, δεν έχει νιώσει τίποτε», αντηχούσε στ᾿ αυτιά του η φωνή της, να λέει με κείνο τον εμφατικό τόνο που ακουγόταν πιο μακριά απ᾿ όσο πίστευε. Τα παιδιά που δουλεύουν στο στάβλο έχουν περισσότερη ζωή μέσα τους απ᾿ τον Χιου, έλεγε. Τέλειο δείγμα ανθρώπου που ήταν εσωτερικός σε καλό ιδιωτικό σχολείο, έλεγε. Δεν θα μπορούσε να είναι δημιούργημα καμιάς άλλης χώρας εκτός απ᾿ την Αγγλία. Ήταν πραγματικά κακεντρεχής, για κάποιο λόγο — τού κρατούσε κακία για κάποιο λόγο. Κάτι είχε συμβεί —ξεχνούσε τι— στο καπνιστήριο. Την είχε προσβάλει — την είχε φιλήσει; Απίστευτο! Κανένας δεν πίστευε λέξη κακή για τον Χιου, φυσικά. Πώς θα μπορούσαν; Να φιλήσει τη Σάλι στο καπνιστήριο! Αν ήταν κάποια αξιότιμη Ίντιθ ή μια λαίδη Βάιολετ, ίσως να μπορούσαν να το πιστέψουν· αλλά όχι εκείνη τη ρακένδυτη τη Σάλι, που δεν είχε δεκάρα στ᾿ όνομά της, με τον πατέρα ή τη μητέρα που χαρτόπαιζε στο Μόντε Κάρλο. Ο Χιου ήταν ο πιο σνομπ άνθρωπος απ᾿ όσους είχε συναντήσει στη ζωή του —ο πιο δουλοπρεπής— όχι, δεν ταπεινωνόταν ακριβώς. Παραήταν ψηλομύτης για κάτι τέτοιο. Ένας πρώτης τάξεως βαλές, αυτή ήταν η προφανής παρομοίωση —κάποιος που βάδιζε ένα βήμα πίσω κουβαλώντας βαλίτσες· τον εμπιστευόσουν να στέλνει τηλεγραφήματα—, απαραίτητος σε κάθε οικοδέσποινα. Και είχε βρει τον προορισμό του — παντρεύτηκε την αξιότιμη Ίβλιν· βρήκε μια θεσούλα στα Ανάκτορα, φρόντιζε τα κελάρια τού Βασιλιά, γυάλιζε τις αγκράφες τών αυτοκρατορικών παπουτσιών, περιφερόταν με παντελόνι ως το γόνατο και δαντελένιους φραμπαλάδες στα ρούχα. Πόσο αμείλικτη είναι η ζωή! Μια δουλίτσα στα Ανάκτορα!
Παντρεύτηκε εκείνη την κυρία, την αξιότιμη Ίβλιν, έμεναν κάπου εκεί κοντά, αυτό σκέφτηκε (κοιτάζοντας τα φανταχτερά σπίτια με τη θέα στο πάρκο), είχε γευματίσει εκεί μια φορά, σ᾿ ένα σπίτι που, όπως όλα τα υπάρχοντα τού Χιου, είχε κάτι που δεν μπορούσε να έχει άλλο σπίτι — μπορεί να ήταν οι ντουλάπες για τα ασπρόρουχα. Όφειλες να πας να τις δεις, όφειλες να περάσεις πολλή ώρα πάντα θαυμάζοντας ό,τι κι αν ήταν αυτό, που όφειλες να θαυμάσεις — ντουλάπες για τα ασπρόρουχα, μαξιλαροθήκες, παλιά δρύινα έπιπλα, πίνακες, πράγματα που ο Χίου είχε αποκτήσει σε τιμή ευκαιρίας. Αλλά μερικές φορές η κυρία Χιου χαλούσε την ωραία βιτρίνα. Ήταν μια από εκείνες τις αφανείς γυναικούλες, σαν ποντικάκια, που θαυμάζουν τούς μεγαλόσωμους άντρες. Περνούσε σχεδόν απαρατήρητη. Μετά, ξαφνικά, μπορεί να έλεγε κάτι απρόσμενο — κάτι δηκτικό. Ίσως είχε μέσα της απομεινάρια κάποιας οικογένειας αρχοντικής. Μάλλον την ενοχλούσε η μυρωδιά απ᾿ τα κάρβουνα στο τζάκι — βάραινε την ατμόσφαιρα. Και ζούσαν εκεί, με τις ντουλάπες τους για τα ασπρόρουχα, τούς πίνακες τών μεγάλων ζωγράφων και τις μαξιλαροθήκες που ήταν στολισμένες με πραγματική δαντέλα, με εισόδημα πέντε ή δέκα χιλιάδες λίρες το χρόνο, προφανώς, ενώ αυτός, που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος από τον Χίου, παρακαλούσε για μια δουλειά.
Στα πενήντα τρία του έπρεπε να πάει και να τούς ζητήσει να τον βάλουν σε μια θέση γραμματέα, σε κάποιο γραφείο υπουργού, να τού βρουν μια θέση βοηθού καθηγητή σε σχολείο, να διδάσκει λατινικά σε αγοράκια, να πρέπει να στέκεται σούζα μπροστά σε κάποιο μανδαρίνο τού γραφείου, δουλειά που θα τού εξασφάλιζε πεντακόσιες λίρες το χρόνο· γιατί, αν παντρευόταν την Ντέιζι, ακόμα και με τη σύνταξή του, δεν θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με λιγότερα. Προφανώς ο Γουίτμπρεντ θα μπορούσε να τού βρει μια δουλειά· ή ο Νταλογουέι. Δεν είχε πρόβλημα να ζητήσει οποιαδήποτε χάρη από τον Νταλογουέι. Ήταν καλός άνθρωπος· με σχετικά περιορισμένους πνευματικούς ορίζοντες· λίγο αργόστροφος· πράγματι· αλλά καλός άνθρωπος. Ό,τι αναλάμβανε, το διεκπεραίωνε με τον ίδιο σαφή και λογικό τρόπο· χωρίς φαντασία, χωρίς τη σπιρτάδα τής ευφυΐας, αλλά με την ανεξήγητη καλοσύνη αυτού τού είδους ανθρώπου. Έπρεπε να είναι γαιοκτήμονας ευγενής — πήγαινε χαμένος στην πολιτική. Στο ύπαιθρο ήταν στο στοιχείο του, με τα άλογα και τούς σκύλους· πόσο καλός ήταν, για παράδειγμα, όταν ο τεράστιος μαλλιαρός σκύλος τής Κλαρίσα πιάστηκε σε παγίδα και σκίστηκε η πατούσα του, κι η Κλαρίσα λίγο έλειψε να λιποθυμήσει, ο Νταλογουέι τα φρόντισε όλα· έφτιαξε επίδεσμο, έφτιαξε νάρθηκα· είπε στην Κλαρίσα να μην γίνεται ανόητη. Γι᾿ αυτό τής άρεσε, ίσως — αυτό χρειαζόταν. «Έλα, καλή μου, μην γίνεσαι ανόητη. Κράτα αυτό — πήγαινε να φέρεις εκείνο» κι όλη την ώρα μιλούσε στο σκύλο, σαν να ήταν άνθρωπος.
Αλλά πώς μπορούσε η Κλαρίσα να χωνέψει όλα εκείνα τα πράγματα περί ποίησης; Πώς τον άφηνε να αγορεύει για τον Σαίξπηρ; Με σοβαρότητα και επισημότητα ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι σηκώθηκε όρθιος και είπε πως ένας αξιοπρεπής άνθρωπος οφείλει να μην διαβάζει τα σονέτα τού Σαίξπηρ, επειδή είναι σαν να κρυφακούει σε κλειδαρότρυπα (εκτός αυτού, η σχέση του δεν συγκαταλέγεται στις σχέσεις που εκείνος εγκρίνει). Ωστόσο η Κλαρίσα ρουφούσε τα λόγια του· θεωρούσε ότι ήταν ένδειξη ειλικρίνειας· ένδειξη ανεξαρτησίας· μπορεί μάλιστα και να τον θεωρούσε την πιο ευρηματική διάνοια που είχε συναντήσει στη ζωή της.
Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που τον ένωναν με τη Σάλι. Υπήρχε ένας κήπος, όπου συνήθιζαν να πηγαίνουν βόλτα, με τοίχο γύρω γύρω, με τριαντάφυλλα και πελώρια κουνουπίδια —έφερνε στο νου του τη Σάλι να κόβει ένα τριαντάφυλλο, να σταματά και να αναφωνεί πόσο όμορφα ήταν τα φύλλα τού λάχανου στο φεγγαρόφωτο, (ήταν εντυπωσιακό πόσο ζωντανά διαγράφονταν όλα στη μνήμη του, πράγματα που δεν είχε σκεφτεί για χρόνια) και παράλληλα να τον εκλιπαρεί, μισογελώντας φυσικά, να πάρει μακριά την Κλαρίσα, να τη σώσει από τούς Χιου και τούς Νταλογουέι και κάθε άλλο «τέλειο τζέντλεμαν» που θα «στραγγάλιζε την ψυχή της» (εκείνη την εποχή έγραφε τόμους ποίησης), θα τη μετέτρεπε σε απλή οικοδέσποινα, θα ενδυνάμωνε τον υλισμό της. Αλλά θα πρέπει να είμαστε δίκαιοι με την Κλαρίσα. Δεν υπήρχε περίπτωση να παντρευτεί τον Χιου. Ήξερε πολύ καλά τι ήθελε. Όλα τα συναισθήματά της βρίσκονταν στην επιφάνεια. Κάτω από αυτή την επιφάνεια ήταν τετραπέρατη — μπορούσε να κρίνει καλύτερα τούς ανθρώπους απ᾿ ό,τι η Σάλι, για παράδειγμα, και, εκτός τών άλλων, είχε εξαιρετική θηλυκότητα· είχε το εξαιρετικό χάρισμα, το γυναικείο χάρισμα, να κυριαρχεί στον κόσμο γύρω της, όπου κι αν τύχαινε να βρεθεί. Έμπαινε στο δωμάτιο· στεκόταν, την είχε δει πολλές φορές, στο κατώφλι με πολλούς ανθρώπους γύρω της. Αλλά την Κλαρίσα θα θυμούνταν όλοι. Όχι ότι ήταν εντυπωσιακή· δεν ήταν καθόλου όμορφη· δεν είχε κάτι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό πάνω της· ποτέ δεν έλεγε κάτι εξαιρετικά έξυπνο· αλλά ήταν εκεί· ήταν εκεί..
Όχι, όχι, όχι! Δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της πια! Απλώς ένιωθε, αφότου την είχε δει το πρωί, ανάμεσα στα ραφτικά της να ετοιμάζεται για τη δεξίωσή της, ανίκανος να πάψει να τη σκέφτεται· ερχόταν ξανά και ξανά στο μυαλό του, σαν τον κοιμισμένο συνεπιβάτη που τραντάζεται και πέφτει πάνω σου, σε βαγόνι τρένου· φυσικά, αυτό δεν σήμαινε πως ήταν ερωτευμένος· σήμαινε πως τη σκεφτόταν, την επέκρινε, έκανε ξανά ύστερα από τριάντα χρόνια, άλλη μια προσπάθεια να την καταλάβει. Ήταν υλίστρια, αυτό ήταν το πιο προφανές πράγμα που θα έλεγες γι᾿ αυτήν· την ενδιέφεραν πολύ τα αξιώματα, η κοσμική ζωή, ν᾿ ανέβει κοινωνικά — αυτό ίσχυε κατά μία έννοια· η ίδια το είχε παραδεχτεί σ᾿ αυτόν. (Αν έμπαινες στον κόπο, πάντοτε μπορούσες να την κάνεις να παραδεχτεί πράγματα· ήταν ειλικρινής.) Έλεγε πως σιχαίνεται τούς αφρόντιστους ανθρώπους, τα σκουριασμένα μυαλά, τούς αποτυχημένους, σαν κι αυτόν προφανώς· θεωρούσε πως οι άνθρωποι δεν είχαν δικαίωμα να περιφέρονται καμπουριάζοντας με τα χέρια στις τσέπες· έπρεπε να κάνουν κάτι, να είναι κάτι· κι όλοι εκείνοι οι φουσκωμένοι διάνοι, εκείνες οι δούκισσες, οι ασπρομάλλες ηλικιωμένες κοντέσες που συναντούσες στο σαλόνι της —άνθρωποι απερίγραπτα απομακρυσμένοι, έτσι τους ένιωθε αυτός, από οτιδήποτε είχε έστω και την παραμικρή σημασία— αντιπροσώπευαν κάτι πραγματικό για την Κλαρίσα. Σ᾿ όλα αυτά μπορούσες να διακρίνεις τον Νταλογουέι, φυσικά· κι ένα μεγάλο μέρος από το πνεύμα τής άρχουσας τάξης, που έβρισκε έμπνευση στα κοινά, στη Βρετανική Αυτοκρατορία, στην αναμόρφωση τού δασμολογικού συστήματος, κι είχε ριζώσει μέσα της, όπως γίνεται συνήθως. Παρόλο που είχε δυο φορές το μυαλό τού Νταλογουέι, ανάγκαζε τον εαυτό της να βλέπει τα πράγματα μέσα απ᾿ τα δικά του μάτια — μία απ᾿ τις τραγωδίες τού έγγαμου βίου. Παρόλο που είχε γνώμη δική της, ένιωθε υποχρεωμένη να αναφέρει τα λόγια του Ρίτσαρντ — λες και δεν μπορούσε κανείς να διαβάσει στη Μόρνινγκ Ποστ, τι πίστευε ως την τελευταία λεπτομέρεια κάποιος σαν τον Ρίτσαρντ! Όλες αυτές οι δεξιώσεις, για παράδειγμα, γίνονταν γι᾿ αυτόν ή για την ιδέα που είχε εκείνη γι᾿ αυτόν (για να είμαστε δίκαιοι με τον Ρίτσαρντ, θα ήταν πιο χαρούμενος αν ζούσε αγροτική ζωή στο Νόρφολκ). Εκείνη μετέτρεπε το σαλόνι της σε χώρο συναντήσεων· ήταν ιδιοφυία σ᾿ αυτό. Πόσες φορές την είχε δει, να αναλαμβάνει κάποιο άπειρο νεαρό πλάσμα, να το πηγαίνει αποδώ, να το φέρνει αποκεί, να το αφυπνίζει· να το βάζει σε τροχιά. Αναρίθμητοι ανιαροί άνθρωποι περιστρέφονταν γύρω της, φυσικά. Αλλά απρόσμενα εμφανίζονταν και παράξενοι άνθρωποι· άλλοτε ένας καλλιτέχνης· άλλοτε ένας συγγραφέας· παράξενα όντα για το συγκεκριμένο περιβάλλον. Και πίσω απ᾿ όλα αυτά κρυβόταν εκείνο το δίκτυο τών επισκέψεων, με τις επισκεπτήριες κάρτες που πρέπει ν᾿ αφήσεις, την ευγενική συμπεριφορά· τα λουλούδια και τα δωράκια που θα πας δεξιά κι αριστερά· ο Τάδε που έφευγε για τη Γαλλία — να τού πας το ειδικό πλαστικό μαξιλαράκι για το ταξίδι· πράγματα που στράγγιζαν τις δυνάμεις της· όλες εκείνες οι ατέρμονες μετακινήσεις τών γυναικών τού είδους της· αλλά εκείνη τα έκανε όλα με γνήσια διάθεση, αυτό ήταν το φυσικό της.
Παραδόξως, η Κλαρίσα ανήκε στους πιο αναλυτικούς σκεπτικιστές που είχε συναντήσει ποτέ του και πιθανόν (αυτή ήταν μια θεωρία που είχε διαμορφώσει για την ερμηνεία τού χαρακτήρα της, που ήταν τόσο διάφανος από ορισμένες απόψεις, τόσο ανεξιχνίαστος από άλλες)· πιθανόν είπε στον εαυτό της: Εφόσον είμαστε μια ράτσα καταδικασμένη, αλυσοδεμένη σ᾿ ένα πλοίο που βουλιάζει (όταν ήταν νέα, οι αγαπημένοι της συγγραφείς ήταν ο Χάξλι και ο Τίντολ, κι αυτοί είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στις μεταφορές, τις εμπνευσμένες από τη θάλασσα), εφόσον η κατάσταση είναι ένα κακόγουστο αστείο, ας παίξουμε τουλάχιστον το ρόλο μας· ας απαλύνουμε τα βάσανα των άλλων φυλακισμένων (Χάξλι πάλι)· ας στολίσουμε το μπουντρούμι με λουλούδια και μαξιλαράκια για το ταξίδι· ας είμαστε όσο πιο ευπρεπείς μπορούμε. Εκείνα τα καθάρματα, οι θεοί, δεν θα τα κάνουν όλα κατά το κέφι τους — η άποψή της ήταν ότι οι θεοί, που δεν έχαναν ευκαιρία να πληγώνουν, να αναστατώνουν, να καταστρέφουν τούς ανθρώπους, ενοχλούνταν βαθύτατα αν, παρ᾿ όλα αυτά, εσύ φερόσουν σαν αληθινή κυρία. Εκείνη η περίοδος τής ζωής της ξεκίνησε αμέσως μετά το θάνατο τής Σίλβια — εκείνο το φρικτό γεγονός. Το να δεις την ίδια σου την αδερφή νεκρή κάτω από ένα πεσμένο δέντρο (το λάθος ήταν τού Τζάστιν Πάρι — η απροσεξία του έφταιγε) με τα ίδια σου τα μάτια, και μάλιστα ένα κορίτσι στο κατώφλι τής ζωής, την πιο ταλαντούχα απ᾿ τις δυο τους, έλεγε πάντα η Κλαρίσα, αρκούσε για να σε πικράνει για όλη σου τη ζωή. Ίσως αργότερα δεν ήταν τόσο κατηγορηματική· πίστευε πως δεν υπάρχουν θεοί· δεν μπορούσες να ρίξεις σε κανέναν το βάρος τής ευθύνης· κι έτσι διαμόρφωσε την αθεϊστική θρησκεία της που βασιζόταν στην ιδέα να κάνεις το καλό για το καλό.
Και, βέβαια, απολάμβανε τη ζωή στο έπακρο. Ήταν στη φύση της ν᾿ απολαμβάνει τα πράγματα (αν κι ένας θεός ξέρει πόσους ενδοιασμούς είχε. Συχνά ένιωθε πως ακόμα κι αυτός, ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια, μόνο το περίγραμμά της μπορούσε να φτιάξει. Εν πάση περιπτώσει, δεν είχε πικρία μέσα της· κανένα ίχνος αυστηρής ηθικής, στοιχείο τόσο απωθητικό στις καλές γυναίκες. Ουσιαστικά απολάμβανε τα πάντα. Αν έκανες μια βόλτα μαζί της στο Χάιντ Παρκ, τη μια ήταν ένα παρτέρι με τουλίπες, την άλλη ένα μωρό στο καρότσι, την άλλη κάποια παράλογη δραματική ιστορία που επινοούσε στη στιγμή. (Κατά πάσα πιθανότητα θα είχε μιλήσει σ᾿ εκείνο το ζευγάρι, αν έβλεπε πως είναι δυστυχισμένοι.) Διέθετε εξαιρετική αίσθηση τού κωμικού στοιχείου, αλλά χρειαζόταν ανθρώπους, πάντα χρειαζόταν ανθρώπους, να τής το βγάζουν στην επιφάνεια, με αποτέλεσμα να χαραμίζει το χρόνο της σε γεύματα, σε δείπνα, σ᾿ αυτές τις αδιάκοπες δεξιώσεις, λέγοντας ανοησίες, λέγοντας πράγματα που δεν εννοούσε, αμβλύνοντας την κόψη τού μυαλού της, χάνοντας την ορθή κρίση της. Μπορεί να καθόταν στην κεφαλή τού τραπεζιού και να κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια με κάποιο γεροξεκούτη που μπορεί να φαινόταν χρήσιμος στον Νταλογουέι —γνώριζαν τούς πιο βαρετούς ανθρώπους στην Ευρώπη— ή ερχόταν στο δωμάτιο η Ελίζαμπεθ κι όλα έπρεπε να μπουν σε δεύτερη μοίρα. Η Ελίζαμπεθ πήγαινε στο γυμνάσιο, βρισκόταν σ᾿ εκείνη τη φάση τής μουγγαμάρας την τελευταία φορά που εκείνος είχε έρθει στο Λονδίνο, ένα κορίτσι με στρογγυλά μάτια, χλωμό, που δεν είχε πάρει τίποτε απ᾿ τη μητέρα του, ένα ήσυχο, απαθές πλάσμα, που τα έβρισκε όλα αυτονόητα, άφηνε τη μητέρα της ν᾿ ασχολείται διαρκώς μαζί της κι έπειτα έλεγε «Μπορώ να φύγω τώρα;» σαν παιδάκι τετράχρονο· πάει, εξηγούσε η Κλαρίσα, με ένα μείγμα ευχαρίστησης και περηφάνιας, στοιχεία που φαίνεται ότι τής είχε εμφυσήσει ο ίδιος ο Νταλογουέι, να παίξει χόκεϊ. Και προφανώς τώρα η Ελίζαμπεθ ήταν «έξω»· θα τον θεωρούσε κι αυτόν γέρο με σκουριασμένα μυαλά, θα κορόιδευε τούς φίλους τής μητέρας της. Καλά, ας είναι. Το αντιστάθμισμα τού να γερνάς, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, βγαίνοντας απ᾿ το Ρίτζεντς Παρκ, κρατώντας το καπέλο του στο χέρι, ήταν αυτό και μόνο αυτό: τα πάθη εξακολουθούν να είναι δυνατά, αλλά έχεις κερδίσει —επιτέλους!— τη δύναμη που προσθέτει εξαίσια γεύση στην ύπαρξη — τη δύναμη να κρατάς στα χέρια τις εμπειρίες σου, να τις στρέφεις γύρω γύρω, στο φως.
Ήταν τρομακτική παραδοχή (ξαναφόρεσε το καπέλο του), αλλά τώρα, στην ηλικία τών πενήντα τριών ετών, δύσκολα χρειαζόταν πια τούς ανθρώπους. Η ίδια η ζωή, κάθε στιγμή της, κάθε σταγόνα της, εδώ, αυτή η στιγμή, εδώ, κάτω απ᾿ τον ήλιο, στο Ρίτζεντς Παρκ, τού έφτανε. Έφτανε και περίσσευε. Μια ζωή ολόκληρη, που ήταν όμως τόσο μικρή για να δείξεις, τώρα που είχες αποκτήσει τη δύναμη, όλη τη γεύση της· να βγάλεις το απόσταγμα τής απόλαυσης, όλες τις αποχρώσεις τών νοημάτων· και τα δυο ήταν τόσο πιο απτά τώρα, πολύ λιγότερο προσωπικά. Ήταν αδύνατον να υποφέρει ξανά όπως είχε υποφέρει τότε με την Κλαρίσα. Κάποιες φορές για ώρες, ώρες και μέρες, (ευτυχώς, θεέ μου, αυτά μπορείς να τα λες χωρίς να φοβάσαι πως θα τα πάρει κάποιο αυτί!), δεν σκεφτόταν ούτε για μια στιγμή την Ντέιζι.
Αναλογιζόμενος τη δυστυχία, το μαρτύριο, το φοβερό πάθος εκείνης τής εποχής, μπορούσε, λοιπόν, να πει ότι ήταν τώρα ερωτευμένος μαζί της; Ήταν ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα —πολύ πιο ευχάριστο—, αφού η αλήθεια ήταν φυσικά, ότι τώρα αυτή ήταν ερωτευμένη μαζί του. Κι αυτός ήταν ίσως ο λόγος που, όταν το καράβι άνοιξε πανιά, αισθάνθηκε εξαιρετική ανακούφιση, δεν ήθελε τίποτε στον κόσμο όσο να είναι μόνος του· ενοχλήθηκε όταν βρήκε τα δείγματα τής φροντίδας της στην καμπίνα του — πούρα, σημειώματα, μια κουβερτούλα για το ταξίδι. Κάθε ειλικρινής άνθρωπος θα έλεγε το ίδιο· πως δεν τούς θέλει τούς ανθρώπους μετά τα πενήντα· δεν θέλει να συνεχίσει να λέει στις γυναίκες πως είναι όμορφες· αυτό θα έλεγαν οι περισσότεροι πενηντάρηδες, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, αν ήταν ειλικρινείς.
Αλλά αυτά τα απίστευτα συναισθηματικά ξεσπάσματα — να ξεσπάσει σε κλάματα το πρωί, τι σήμαιναν αυτά; Τι να σκέφτηκε η Κλαρίσα γι᾿ αυτόν; θα τον θεώρησε ανόητο, προφανώς, και δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Η ζήλια κρυβόταν στο βάθος — η ζήλια που ζει περισσότερο από κάθε άλλο πάθος ανθρώπινο, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, κρατώντας το σουγιά του στο τεντωμένο χέρι του. Είχε συναντήσει αρκετές φορές τον ταγματάρχη Ορντ, έγραφε η Ντέιζι στο τελευταίο γράμμα της· επίτηδες το είπε, το ήξερε αυτός· το είπε για να τον κάνει να ζηλέψει· την έβλεπε μπροστά του να ζαρώνει το μέτωπό της καθώς έγραφε και να αναρωτιέται τι μπορούσε να πει για να τον πληγώσει· αλλά δεν είχε καμία διαφορά· ήταν έξαλλος! Όλη αυτή η αναστάτωση να έρθει στην Αγγλία και να δει δικηγόρους, δεν φανέρωνε την πρόθεσή του να την παντρευτεί, αλλά να την αποτρέψει απ᾿ το να παντρευτεί κάποιον άλλο. Αυτό τον βασάνιζε, αυτό τον κυρίευσε όταν είδε την Κλαρίσα τόσο ήρεμη, τόσο ψυχρή, τόσο προσηλωμένη στο φόρεμά της ή σε ό,τι άλλο είχε εκεί· η συνειδητοποίηση ότι μπορεί να τον είχε λυπηθεί, ότι μπορεί να τον είχε υποβιβάσει σε... έναν κλαψιάρη, γκρινιάρη γερο-ηλίθιο. Μα οι γυναίκες, σκέφτηκε κλείνοντας το σουγιά του, δεν ξέρουν τι σημαίνει πάθος. Δεν ξέρουν τι σημαίνει για τούς άντρες. Η Κλαρίσα ήταν ψυχρή σαν κρύσταλλος πάγου. Καθόταν στον καναπέ δίπλα του, τον άφησε να τής πιάσει το χέρι, τον φίλησε στο μάγουλο. — Να, είχε φτάσει στη διασταύρωση.
Ένας ήχος τον διέκοψε· ένας ήχος αδύναμος, τρεμουλιαστός, μια φωνή που ανέβαινε κυματιστή χωρίς κατεύθυνση, σφρίγος, αρχή ή τέλος, που κυλούσε αδύναμη και διαπεραστική, φωνή που δεν είχε ηλικία και φύλο, η φωνή μιας πηγής αρχαίας που ανάβλυζε απ᾿ τη γη· που έβγαινε, ακριβώς απέναντι απ᾿ το σταθμό τού μετρό στο Ρίτζεντς Παρκ, από μια ψηλή τρεμουλιαστή φιγούρα, σαν φουγάρο, σαν σκουριασμένη αντλία, σαν ανεμοδαρμένο δέντρο για πάντα γυμνό από φύλλα που αφήνει τον άνεμο να τρέχει πάνω κάτω στα κλαριά του και τραγουδώντας, ταλαντεύεται, τρίζει και στενάζει στο αεράκι των αιώνων.
Μέσα απ᾿ τούς αιώνες —όταν το πεζοδρόμιο ήταν χορτάρι, όταν ήταν βάλτος, μέσα απ᾿ την εποχή με τούς χαυλιόδοντες και τα μαμούθ, μέσα απ᾿ την εποχή τής σιωπηλής ανατολής— η τσακισμένη γυναίκα —γυναίκα ήταν, φορούσε φούστα— με το δεξί χέρι απλωμένο, το αριστερό σφιγμένο στο πλευρό της, στεκόταν και τραγουδούσε για την αγάπη — την αγάπη που κρατάει ένα εκατομμύριο χρόνια, και τραγούδησε για την αγάπη που θα νικήσει, και πριν από εκατομμύρια χρόνια ο αγαπημένος της, που ήταν νεκρός όλους αυτούς τούς αιώνες, είχε περπατήσει μαζί της τον Μάιο, σιγοτραγούδησε εκείνη· μα στων αιώνων το διάβα, αιώνων μεγάλων σαν τις μέρες τού καλοκαιριού, φλογερών (θυμόταν) σαν λουλούδια κατακόκκινα, εκείνος χάθηκε· το τεράστιο δρεπάνι τού χάρου σάρωσε εκείνους τούς τρομερούς λόφους, κι όταν ακούμπησε κι εκείνη το λευκόμαλλο και τόσο γερασμένο κεφάλι της στη γη, που είχε γίνει πάγος πια, ικέτεψε τούς θεούς ν᾿ αποθέσουν δίπλα της ένα μάτσο μαβιά ρείκια, εκεί στον τάφο της, που τον χάιδευαν οι τελευταίες αχτίδες τού τελευταίου ήλιου· γιατί μόνο τότε θα τελείωνε το εκπληκτικό θέαμα του σύμπαντος.
Καθώς το πανάρχαιο τραγούδι ανέβαινε κυματιστό απέναντι απ᾿ το σταθμό τού μετρό στο Ρίτζεντς Παρκ, η γη φαινόταν πράσινη και λουλουδιασμένη· και παρόλο που έβγαινε από ένα στόμα τόσο άτεχνο, μια απλή γεμάτη λάσπες τρύπα στη γη, γεμάτη ρίζες και μπλεγμένα χορτάρια, το παλιό κυματιστό κελαρυστό τραγούδι, που μούλιαζε μπερδεμένες ρίζες, αιώνων αμέτρητων σκελετούς και θησαυρούς, κυλούσε σε ρυάκια πάνω στο πεζοδρόμιο και σ᾿ όλη την οδό Μάρλιμποουν, κάτω προς το Γιούστον, γονιμοποιώντας, αφήνοντας πίσω του έναν υγρό λεκέ.
Κι εξακολουθώντας να θυμάται πως κάποτε, έναν πανάρχαιο Μάιο, είχε περπατήσει με τον αγαπημένο της, αυτή η σκουριασμένη αντλία, αυτή η τσακισμένη γριά με το ένα χέρι απλωμένο να δεχτεί κέρματα, το άλλο σφιγμένο στο πλευρό, θα στεκόταν εκεί ακόμα και σε δέκα εκατομμύρια χρόνια, φέρνοντας στη μνήμη της πως είχε μια φορά περπατήσει τον Μάιο εκεί που τώρα ρέει η θάλασσα, δεν είχε σημασία με ποιον — ήταν ένας άντρας, ω ναι, ένας άντρας που την είχε αγαπήσει. Αλλά το πέρασμα τών αιώνων είχε θολώσει τη διαύγεια εκείνης τής πανάρχαιας μέρας· τα λουλούδια με τα ζωηρά πέταλα ήταν ξασπρισμένα, καλυμμένα με ασημένιο πάγο· κι εκείνη δεν έβλεπε πια, όταν τον ικέτευε (όπως έκανε τώρα με φωνή καθαρή) «κοίτα με βαθιά στα μάτια, με τα δικά σου τα γλυκά τα μάτια», δεν έβλεπε πια καστανά μάτια, μαύρες φαβορίτες ή ηλιοκαμένο πρόσωπο, έβλεπε μοναχά μια φιγούρα που πλησίαζε, μια θολή φιγούρα, στην κατεύθυνση τής οποίας τιτίβιζε με τη φρεσκάδα πουλιού που έχουν οι γέροι «δώσ᾿ μου το χέρι σου κι άσε με να το σφίξω απαλά» (ο Πίτερ Γουόλς ήταν αδύνατον να μην δώσει στο φτωχό πλάσμα ένα κέρμα την ώρα που έμπαινε στο ταξί του), «κι αν τύχει κάποιος και μας δει, τι σημασία έχει;» ρωτούσε· και με τη γροθιά της σφιγμένη στο πλευρό της, χαμογέλασε αρπάζοντας το σελίνι, κι όλα τα διεισδυτικά, εξεταστικά μάτια σαν να ξεθώριασαν κι οι γενιές που περνούσαν —το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο φουριόζους μεσοαστούς— εξαφανίστηκαν, σαν τα φύλλα που πατιούνται, μουσκεύουν, μουλιάζουν, σαπίζουν εξαιτίας αυτής της αιώνιας άνοιξης--
«Την καημένη τη γριά» είπε η Ρέζια Γουόρεν Σμιθ.
Ω, φουκαριάρα γριούλα! είπε, καθώς περίμεναν να διασχίσουν το δρόμο.
Κι αν ήταν βροχερή η νύχτα; Κι αν τύχαινε να περάσει ο πατέρας της ή κάποιος που την ήξερε σε καλύτερες εποχές, και την έβλεπε να στέκεται εκεί στο ρείθρο του δρόμου; Και πού κοιμόταν τη νύχτα;
Εύθυμα, σχεδόν χαρωπά, η αόρατη κλωστή τού ήχου ξετυλιγόταν στον αέρα σαν καπνός από φουγάρο σπιτιού στην εξοχή, ξετυλιγόταν πάνω στις λυγερές οξιές αφήνοντας ένα κουβάρι γαλάζιου καπνού ανάμεσα στα φύλλα στην κορυφή. «Κι αν τύχει κάποιος και μας δει, τι σημασία έχει;»
Εφόσον ήταν τόσο δυστυχισμένη, τόσες μα τόσες εβδομάδες τώρα, η Ρέζια έδινε νόημα σε ό,τι συνέβαινε, σχεδόν ένιωθε μερικές φορές πως έπρεπε να σταματήσει ανθρώπους στο δρόμο, αν έδειχναν καλοί κι ευγενικοί, μόνο και μόνο για να τους πει «Είμαι δυστυχισμένη»· αυτή η γριά που τραγουδούσε στο δρόμο «κι αν τύχει κάποιος και μας δει, τι σημασία έχει;» ξαφνικά την έκανε να νιώσει τη βεβαιότητα πως όλα θα πήγαιναν καλά. Πήγαιναν στον σερ Γουίλιαμ Μπράντσο· σκέφτηκε πως το όνομά του ήταν εύηχο· θα θεράπευε αμέσως τον Σέπτιμους. Κι έπειτα, να ένα κάρο με βαρέλια μπίρα, και τα γκρίζα άλογα που είχαν όρθιες φούντες από άχυρο στην ουρά τους· να τα πλακάτ τών εφημερίδων. Η δυστυχία της ήταν ένα ανόητο, ένα τόσο ανόητο όνειρο.
Κι έτσι διέσχισαν το δρόμο, ο κύριος και η κυρία Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, και υπήρχε εντέλει, κάτι που να τραβά την προσοχή πάνω τους, κάτι που να κάνει έναν περαστικό να υποψιαστεί πως αυτός ο νεαρός κουβαλάει μέσα του το σπουδαιότερο μήνυμα στον κόσμο, κι επιπλέον είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στο κόσμο κι ο πιο δυστυχής; Ίσως περπατούσαν πιο αργά από άλλους ανθρώπους, κι υπήρχε κάτι διατακτικό, αργόσυρτο στο βήμα τού άντρα, αλλά τι πιο φυσικό για έναν υπάλληλο που έχει χρόνια να βρεθεί αυτή την ώρα μέρας καθημερινής στην περιοχή του Γουέστ Εντ, από το να κοιτάζει διαρκώς τον ουρανό, να κοιτάζει πότε το ένα και πότε το άλλο, σαν να ήταν η Πόρτλαντ Πλέις δωμάτιο, στο οποίο αυτός μπήκε διάστημα που απουσιάζει η οικογένεια, οι πολυέλαιοι είναι τυλιγμένοι σε χοντρή λινάτσα, κι η οικονόμος που σηκώνοντας μια γωνία απ᾿ τη μακριά κουρτίνα αφήνει να πέσουν μακρόστενες δέσμες σκονισμένο φως πάνω σε παρατημένες πολυθρόνες με όψη παράξενη, εξηγεί στους επισκέπτες πόσο ωραίο είναι αυτό το σπίτι· πόσο ωραίο και ταυτόχρονα, σκέφτεται ο Σέπτιμους κοιτάζοντας καρέκλες και τραπέζια, πόσο παράξενο.
Κοιτάζοντάς τον θα έλεγες πως μπορεί να είναι υπάλληλος, αλλά σε υψηλή θέση· επειδή φορούσε καφέ μπότες· τα χέρια του φανέρωναν καλλιέργεια· το ίδιο και το προφίλ του — το γωνιώδες, έξυπνο, ευαίσθητο προφίλ του με τη μεγάλη μύτη· αλλά όχι τα χείλη του, επειδή ήταν μισάνοιχτα· τα μάτια του, δυο απλά μάτια (ως συνήθως)· ανοιχτά καστανά, μεγάλα· σε γενικές γραμμές ήταν ένας μέσος άνθρωπος, όχι κάτι συγκεκριμένο· μπορεί να κατέληγε με δική του μονοκατοικία στο Πέρλι κι αυτοκίνητο ή μπορεί να συνέχιζε να νοικιάζει διαμερίσματα σε δρομάκια σ᾿ όλη του τη ζωή· ένας απ᾿ αυτούς τούς μισομορφωμένους, τούς αυτοδίδακτους άντρες που πήραν όλη τη μόρφωσή τους από βιβλία δανεισμένα από δημόσιες βιβλιοθήκες, διαβασμένα το βράδυ, μετά τής μέρας τη δουλειά, αγορασμένα ύστερα από συμβουλή που τού έδωσαν γνωστοί συγγραφείς με τούς οποίους επικοινώνησε δι᾿ αλληλογραφίας.
Όσο για τις άλλες εμπειρίες, τις μοναχικές που οι άνθρωποι βιώνουν μόνοι στην κρεβατοκάμαρά τους, στο γραφείο, περπατώντας στα χωράφια και στους δρόμους τού Λονδίνου, τις είχε κι αυτές· είχε φύγει μικρός απ᾿ το σπίτι του εξαιτίας τής μητέρας του· ψέματα· επειδή αυτός είχε πάει στην τραπεζαρία για το τσάι για πεντηκοστή φορά με τα χέρια άπλυτα· επειδή δεν έβλεπε να έχει μέλλον ένας ποιητής στο Στράουντ· κι έτσι εκμυστηρεύτηκε τα πάντα στη μικρή του αδερφή, πήγε στο Λονδίνο αφήνοντας πίσω του ένα ασυνάρτητο σημείωμα, σαν αυτά που έχουν γράψει μεγάλοι άντρες και τα διαβάζει ο κόσμος αργότερα, όταν έχει γίνει πια γνωστή η ιστορία των αγώνων τους.
Το Λονδίνο έχει καταπιεί πολλά εκατομμύρια νέους που ονομάζονται Σμιθ· δεν υπολόγισε ποτέ φανταστικά βαφτιστικά ονόματα, όπως το Σέπτιμους, που τα σκέφτηκαν οι γονείς τους για να τούς κάνουν να ξεχωρίζουν. Μένοντας σ᾿ έναν παράδρομο τής οδού Γιούστον βίωσε εμπειρίες, κι άλλες εμπειρίες, όπως την αλλαγή μέσα σε δύο χρόνια τού προσώπου του, που από ροδαλό αθώο οβάλ έγινε ισχνό, σφιγμένο, εχθρικό. Αλλά απ᾿ όλα αυτά, ο πιο παρατηρητικός φίλος τι άλλο θα έλεγε εκτός απ᾿ αυτά που λέει ένας κηπουρός όταν ανοίγει την πόρτα τού θερμοκηπίου το πρωί και βρίσκει έναν νέο ανθό στο φυτό του: άνθισε· άνθισε από ματαιοδοξία, φιλοδοξία, ιδεαλισμό, πάθος, μοναξιά, κουράγιο, οκνηρία, τούς σπόρους τούς συνηθισμένους, που όλοι μαζί μπερδεμένοι (σ᾿ έναν παράδρομο της οδού Γιούστον) τον έκαναν συνεσταλμένο, να τραυλίζει, τον γέμισαν αγωνία να βελτιωθεί, τον έκαναν να ερωτευτεί τη δεσποινίδα Ίζαμπελ Πόουλ, που έδινε διαλέξεις για τον Σαίξπηρ στην οδό Γουότερλου.
Δεν μοιάζει στον Κιτς; ρώτησε εκείνη· και σκεφτόταν πως μπορούσε να τον βοηθήσει να πάρει μια γεύση από Αντώνιο και Κλεοπάτρα κι όλα τα υπόλοιπα· τού δάνειζε βιβλία· τού έγραφε γραμματάκια· κι άναψε μέσα του μια φωτιά που σε καίει μόνο μια φορά στη ζωή σου, χωρίς ζέστη μεγάλη, μόνο με μια κοκκινόχρυση τρεμουλιαστή φλόγα αιώνια, αιθέρια κι άυλη πάνω απ᾿ τη δεσποινίδα Πόουλ· απ᾿ το Αντώνιος και Κλεοπάτρα· και την οδό Γουότερλου. Τη θεωρούσε όμορφη, πίστευε πως η σοφία της ήταν άμεμπτη· την ονειρευόταν, τής έγραφε ποιήματα, τα οποία εκείνη αγνοώντας το θέμα τους, διόρθωνε με κόκκινο μελάνι· ένα βράδυ καλοκαιριού την είδε να περπατά σε μια πλατεία φορώντας ένα πράσινο φόρεμα. «Άνθισε» ίσως να έλεγε ο κηπουρός, αν άνοιγε την πόρτα· αν είχε μπει, δηλαδή, κάποια νύχτα αυτή την ώρα και τον είχε βρει να γράφει· τον είχε βρει να σκίζει τα γραπτά του· τον είχε βρει να ολοκληρώνει κάποιο αριστούργημα στις τρεις το πρωί και να τρέχει έξω να περπατήσει στους δρόμους και να επισκεφτεί εκκλησίες, να νηστεύει τη μια μέρα, να πίνει την άλλη, να ξεκοκαλίζει Σαίξπηρ, Δαρβίνο, την Ιστορία τού πολιτισμού, Μπέρναρντ Σο.
Κάτι συνέβαινε, το ήξερε ο κύριος Μπρούερ· ο κύριος Μπρούερ, προϊστάμενος στην εταιρεία δημοπρασιών, εκτιμήσεων και μεσιτικών εργασιών Σίμπλις και Άροουσμιθ· κάτι συνέβαινε, σκέφτηκε, και καθώς έτρεφε πατρική στοργή για τούς υφισταμένους του, εκτιμούσε τις ικανότητες τού Σμιθ και είχε προβλέψει ότι, σε δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, θα τον διαδεχόταν στη δερμάτινη πολυθρόνα στο γραφείο τού προϊσταμένου κάτω απ᾿ το φεγγίτη με τα έγγραφα τής δουλειάς γύρω του, «αν δεν αρρωστήσει», έλεγε ο κύριος Μπρούερ, κι αυτός ήταν ο κίνδυνος — έδειχνε εξασθενημένος· τού συνέστησε να παίζει ποδόσφαιρο, τον προσκάλεσε σε δείπνο και φρόντισε να βρει έναν τρόπο να προτείνει να τού κάνουν αύξηση μισθού, αλλά ξαφνικά συνέβη κάτι κι ανέτρεψε τούς υπολογισμούς του. Τού πήρε τούς ικανότερους υπαλλήλους του και τελικά, τόσο αδιάκριτα και ύπουλα ήταν τα δάχτυλα τού Μεγάλου Πολέμου, που έκανε θρύψαλα μια γύψινη θεά Δήμητρα, άνοιξε μια μεγάλη οπή στο παρτέρι με τα γεράνια κι έσπασε εντελώς τα νεύρα τής μαγείρισσας στην κατοικία του, στο Μάσγουελ Χιλ.
Ο Σέπτιμους ήταν από τούς πρώτους εθελοντές. Πήγε στη Γαλλία για να σώσει μια Αγγλία που την αποτελούσαν αποκλειστικά τα έργα τού Σαίξπηρ και η δεσποινίς Ίζαμπελ Πόουλ, που περπατούσε στην πλατεία με το πράσινο φόρεμά της. Εκεί στα χαρακώματα έγινε αμέσως η αλλαγή που επιθυμούσε ο κύριος Μπρούερ, όταν τού συνέστησε ποδόσφαιρο· απέκτησε ανδροπρέπεια· πήρε βαθμό· κέρδισε την προσοχή, την αγάπη ουσιαστικά, τού αξιωματικού του, τού Έβανς. Ήταν σαν δυο σκυλιά που έπαιζαν πάνω στο χαλάκι τού τζακιού· το ένα να παίζει μ᾿ ένα ζαρωμένο χαρτάκι, να γρυλίζει, ν᾿ αρπάζει ανάμεσα στα δόντια του, να γρατζουνάει πότε πότε τ᾿ αυτί τού γέρικου σκύλου· το άλλο, νυσταλέο, να έχει ξαπλώσει και ν᾿ ανοιγοκλείνει τα μάτια κοιτώντας τη φωτιά, να σηκώνει την πατούσα του, να στριφογυρίζει και να γρυλίζει φιλικά. Ήταν αναγκασμένοι να είναι μαζί, να μοιράζονται τα πάντα, να πολεμούν, να καβγαδίζουν. Αλλά όταν ο Έβανς (η Ρέζια, που τον είχε δει μια φορά μόνο, τον χαρακτήρισε «ήσυχο άνθρωπο», ήταν ένας γεροδεμένος άντρας με κόκκινα μαλλιά, ανέκφραστος μπροστά σε γυναίκες), όταν ο Έβανς σκοτώθηκε, λίγο πριν από την ανακωχή στην Ιταλία, ο Σέπτιμους, ο οποίος κάθε άλλο παρά φανέρωσε κάποιο συναίσθημα ή δέχτηκε πως αυτό ήταν το τέλος μιας φιλίας, έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό του, που ένιωθε τόσο λίγα και τόσο λογικά πράγματα. Ο Πόλεμος τον είχε διδάξει. Αυτό ήταν μεγαλειώδες. Είχε ζήσει τα πάντα, τη φιλία, τον Μεγάλο Πόλεμο, το θάνατο, είχε πάρει βαθμό, εξακολουθούσε να είναι κάτω από τριάντα και ήταν προορισμένος να επιβιώσει. Σ᾿ αυτό το τελευταίο είχε δίκιο. Οι τελευταίες οβίδες δεν τον πέτυχαν. Τις έβλεπε με αδιαφορία να σκάνε. Όταν έγινε ειρήνη βρισκόταν στο Μιλάνο, φιλοξενούμενος σ᾿ ενός πανδοχέα το σπίτι· που είχε αυλή, λουλούδια σε ζαρντινιέρες τραπεζάκια έξω, κόρες που έφτιαχναν καπέλα· τη Λουκρέτσια, τη μικρότερη κόρη, την αρραβωνιάστηκε ένα βράδυ που τον είχε πιάσει πανικός — ότι δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε.
Επειδή, τώρα που είχαν τελειώσει όλα, η ανακωχή είχε υπογραφεί κι οι νεκροί είχαν ταφεί, άκουγε, ιδίως το βράδυ, εκείνες τις βροντές τού φόβου. Δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε. Όποτε άνοιγε την πόρτα τού δωματίου όπου κάθονταν οι Ιταλίδες κι έφτιαχναν καπέλα, μπορούσε να τις δει· μπορούσε να τις ακούσει· περνούσαν στριφτά σύρματα μέσα από χρωματιστές χάντρες που είταν σε μπολάκια· έδιναν στο κανναβάτσο πότε το ένα σχήμα και πότε το άλλο· στο τραπέζι σπαρμένα φτερά, πούλιες, μεταξωτές κλωστές, κορδέλες· ακουμπούσαν τα ψαλίδια τους στο τραπέζι με θόρυβο· ωστόσο, κάτι τού διέφευγε· δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε. Παρ᾿ όλ᾿ αυτά, τα ψαλίδια έπεφταν με θόρυβο, τα κορίτσια γελούσαν, τα καπέλα που φτιάχνονταν τον προστάτευαν· ήταν σίγουρος ότι ήταν ασφαλής· είχε ένα καταφύγιο. Αλλά δεν μπορούσε να κάθεται εκεί όλο το βράδυ. Υπήρχαν φορές που ξυπνούσε το χάραμα. Γκρεμιζόταν το κρεβάτι του· γκρεμιζόταν ο ίδιος. Ω, πού ήταν τώρα τα ψαλίδια, το φως τη λάμπας και τα σχήματα στο κανναβάτσο! Ζήτησε σε γάμο τη Λουκρέτσια, τη μικρότερη απ᾿ τις δύο, τη χαρούμενη, την ελαφρόμυαλη, με τα καλλιτεχνικά δαχτυλάκια που τα σήκωνε ψηλά κι έλεγε «Σ᾿ αυτά οφείλονται όλα». Κλωστές, φτερά, τα πάντα είχαν τη δική τους ζωή στα δάχτυλά της.
«Το καπέλο έχει τη μεγαλύτερη σημασία» έλεγε εκείνη, όταν έβγαιναν βόλτα μαζί. Κάθε καπέλο που περνούσε, το εξέταζε· όπως εξέταζε και την κάπα, το φόρεμα και τη στάση τού σώματος τής γυναίκας. Στηλίτευε το κακό ή το υπερβολικό ντύσιμο, όχι έντονα, κυρίως με χειρονομίες που έδειχναν ανυπομονησία, σαν τις κινήσεις ενός ζωγράφου που απορρίπτει κάποια εμφανή, καλοπροαίρετη, κραυγαλέα απάτη· κι έπειτα, με μεγαλοψυχία, αλλά πάντα με κριτική διάθεση, επαινούσε κάποια πωλήτρια που είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε με τα φτωχικά ρούχα της ή εγκωμίαζε, με ενθουσιασμό και επαγγελματική αντίληψη, μια Γαλλίδα που κατέβαινε απ᾿ την άμαξά της με γούνα τσιντσιλά, ωραία ρούχα, μαργαριτάρια.
«Τι όμορφη» μουρμούριζε, σκουντώντας τον Σέπτιμους να τη δει. Αλλά η ομορφιά ήταν κρυμμένη πίσω από τζάμι. Ακόμα κι η γεύση (στη Ρέζια άρεσαν τα παγωτά, οι σοκολάτες, οτιδήποτε γλυκό) δεν τού χάριζε απόλαυση. Ακούμπησε το φλιτζάνι του στο μαρμάρινο τραπεζάκι. Κοίταξε τούς ανθρώπους έξω· φαίνονταν χαρούμενοι, μαζεύονταν στη μέση τού δρόμου, φώναζαν, γελούσαν, έκαναν μικροκαβγάδες για το τίποτε. Αλλά εκείνος δεν είχε γεύση, δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε. Στην τσαγερία ανάμεσα στα τραπέζια και στους σερβιτόρους που φλυαρούσαν, τού δημιουργήθηκε ο ίδιος φρικτός φόβος — δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε. Μπορούσε να σκεφτεί λογικά· μπορούσε να διαβάσει Δάντη για παράδειγμα αρκετά εύκολα, («Σέπτιμους, άσε κάτω το βιβλίο σου» έλεγε η Ρέζια, κλείνοντας απαλά την Κόλαση), μπορούσε να κάνει την πρόσθεση στο λογαριασμό του, το μυαλό του ήταν τέλειο· θα πρέπει να έφταιγε ο κόσμος λοιπόν — που δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε.
«Οι Άγγλοι είναι τόσο σιωπηλοί» έλεγε η Ρέζια. Τής αρέσει αυτό, έλεγε. Τούς σεβόταν τούς Άγγλους, ήθελε να δει το Λονδίνο, τα εγγλέζικα άλογα και τα κοστούμια τα ραμμένα κατά παραγγελία, και θυμόταν πως είχε ακούσει πόσο υπέροχα είναι τα μαγαζιά, από μια θεία της που ήταν παντρεμένη εκεί κι έμενε στο Σόχο.
Ίσως είναι πιθανό, σκέφτηκε ο Σέπτιμους, κοιτάζοντας την Αγγλία απ᾿ το παράθυρο τού τρένου, καθώς άφηναν πίσω τους το Νιουχέιβεν· ίσως είναι πιθανό να μην έχει κανένα απολύτως νόημα ο κόσμος.
Στο γραφείο τού έδωσαν προαγωγή κι ανέλαβε ένα πόστο με σημαντικές ευθύνες. Ήταν περήφανοι γι᾿ αυτόν· είχε κερδίσει μετάλλια. «Έπραξες το καθήκον σου· από μας εξαρτάται...» άρχισε να λέει ο κύριος Μπρούερ· και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει, τόσο ευχάριστα ήταν τα συναισθήματά του. Νοίκιασαν ένα θαυμάσιο διαμέρισμα σ᾿ ένα στενό που έβγαζε στην Τότεναμ Κορτ Ρόουντ.
Εκεί έπιασε πάλι τον Σαίξπηρ. Ο οίστρος εκείνου τού νεαρού για τη γλώσσα — Αντώνιος και Κλεοπάτρα — είχε χαθεί εντελώς. Πόσο αποστρεφόταν την ανθρωπότητα ο Σαίξπηρ — το να ντύνεσαι, να κάνεις παιδιά, την εξαχρείωση τού στόματος και τής κοιλιάς! Όλα αυτά αποκαλύφθηκαν τώρα στον Σέπτιμους· το μήνυμα το κρυμμένο στην ομορφιά τών λέξεων· το κρυφό σινιάλο που περνά μια γενιά συγκαλυμμένα, στην επόμενη είναι η αποστροφή, το μίσος, η απόγνωση. Το ίδιο κι ο Δάντης. Το ίδιο κι ο (μεταφρασμένος) Αισχύλος. Η Ρέζια καθόταν εκεί, στο τραπέζι, και στόλιζε καπέλα. Στόλιζε καπέλα για τις φίλες της κυρίας Φίλμερ· στόλιζε καπέλα με τις ώρες. Έδειχνε χλωμή, μυστηριώδης, σαν κρίνος, πνιγμένος, κάτω απ᾿ το νερό, σκέφτηκε εκείνος.
«Οι Άγγλοι είναι τόσο σοβαροί» συνήθιζε εκείνη να λέει, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω απ᾿ τον Σέπτιμους, με το μάγουλό της πάνω στο δικό του.
Η αγάπη ανάμεσα σ᾿ έναν άντρα και μια γυναίκα ήταν κάτι απεχθές στον Σαίξπηρ. Στο τέλος τής ζωής του θεωρούσε τη συνεύρεση βρομερή. Όμως, έλεγε η Ρέζια, εκείνη πρέπει να κάνει παιδιά. Ήταν πέντε χρόνια παντρεμένοι.
Επισκέφτηκαν μαζί τον Πύργο του Λονδίνου· το Μουσείο της Βικτορίας και τού Αλβέρτου· στάθηκαν στο πλήθος να δουν τον Βασιλιά να κάνει την έναρξη τών εργασιών τού Κοινοβουλίου. Κι έπειτα υπήρχαν και τα μαγαζιά — τα μαγαζιά με τα καπέλα, τα μαγαζιά με τα φορέματα, τα μαγαζιά με τις δερμάτινες τσάντες στη βιτρίνα, που η Ρέζια μπορούσε να χαζεύει. Αλλά εκείνη έπρεπε να αποκτήσει ένα αγόρι.
Πρέπει να αποκτήσει ένα γιο σαν τον Σέπτιμους, είπε. Αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να είναι σαν τον Σέπτιμους· τόσο αβρός· τόσο σοβαρός· τόσο έξυπνος. Δεν μπορεί να διαβάσει Σαίξπηρ κι εκείνη; Είναι δύσκολος συγγραφέας ο Σαίξπηρ; ρώτησε.
Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να φέρνει παιδιά σ᾿ έναν κόσμο σαν κι αυτόν. Δεν μπορεί να διαιωνίζει τα βάσανα ή να αυξάνει τη ράτσα αυτών τών λάγνων ζώων που δεν έχουν αισθήματα με διάρκεια, έχουν μόνο καπρίτσια και ματαιοδοξία, που τούς κάνουν να στροβιλίζονται πότε προς τη μια κατεύθυνση πότε προς την άλλη. Την παρατηρούσε να ψαλιδίζει, να δίνει σχήμα, όπως παρατηρείς ένα πουλί να χοροπηδάει, να περνά σαν αστραπή, χωρίς να τολμάς να κουνήσεις το δαχτυλάκι σου. Επειδή η αλήθεια είναι (ας την αφήσουμε στην άγνοιά της, τη Ρέζια) ότι οι άνθρωποι ούτε καλοσύνη έχουν, ούτε πίστη ούτε ευσπλαχνία πέρα απ᾿ όσο τούς χρησιμεύουν για να αυξηθεί η χαρά της στιγμής. Κυνηγούν κατά αγέλες. Οι αγέλες τους ανιχνεύουν την έρημο κι εξαφανίζονται ουρλιάζοντας. Εγκαταλείπουν τούς νεκρούς. Οι γκριμάτσες τους έχουν γίνει μάσκα. Ο κύριος Μπρούερ στο γραφείο, με το κερωμένο μουστάκι, την κοραλλένια καρφίτσα στη γραβάτα, το λευκό πουκάμισο και τα ευχάριστα συναισθήματα —ψυχρός και γλοιώδης μέσα του— που τα γεράνια του καταστράφηκαν στον πόλεμο, τα νεύρα τής μαγείρισσάς του έσπασαν· ή η Αμίλια Τάδε που έφερνε το τσάι ακριβώς στις πέντε — μια αισχρή μικρή λάμια με μοχθηρή σαρκαστική όψη· κι οι διάφοροι Τομ και Μπέρτι με τα κολλαριστά τους πουκάμισα, απ᾿ όπου ξεχείλιζαν χοντρές στάλες κακίας. Δεν τον είδαν ποτέ να τούς ζωγραφίζει στο μπλοκ του γυμνούς, να κάνουν καραγκιοζιλίκια. Στο δρόμο, φορτηγά τον προσπερνούσαν μουγκρίζοντας· η βαρβαρότητα σάλπιζε στα πλακάτ· άντρες παγιδεύονταν σε ορυχεία· γυναίκες καίγονταν ζωντανές· και μια φορά μια σειρά τρελοί σακάτηδες, που τούς είχαν βγάλει είτε για να κάνουν τη γυμναστική τους, είτε για να τούς επιδείξουν και να διασκεδάσει ο κοσμάκης (που γελούσε δυνατά), πέρασαν σερνάμενοι από μπροστά του, στην Τότεναμ Κορτ Ρόουντ, χαιρετώντας με το κεφάλι και μειδιώντας, σχεδόν απολογητικά, αλλά και θριαμβευτικά, επιβάλλοντας τη συμφορά τους. Θα τρελαινόταν κι αυτός; Στο τσάι η Ρέζια τού είπε ότι η κόρη τής κυρίας Φίλμερ περιμένει παιδί. Δεν είναι δυνατόν να γεράσει και να μην έχει παιδιά κι η ίδια! Είναι τόσο μόνη, είναι τόσο δυστυχισμένη! Έκλαψε για πρώτη φορά απ᾿ την ημέρα τού γάμου τους. Την άκουγε να κλαίει στο βάθος· άκουγε το κλάμα της καθαρό, το αντιλαμβανόταν με ακρίβεια· το σύγκρινε με έμβολο που χτυπάει. Αλλά δεν ένιωσε τίποτε.
Η γυναίκα του έκλαιγε κι αυτός δεν ένιωθε τίποτε· μόνο που κάθε φορά που εκείνη έκλαιγε με λυγμούς, μ᾿ αυτό τον βαθύ, αυτό τον βουβό, αυτό τον απεγνωσμένο τρόπο, εκείνος βούλιαζε λίγο πιο κάτω στο λάκκο.
Τελικά, με μια κίνηση μελοδραματική που έκανε μηχανικά και έχοντας πλήρη επίγνωση τής ανειλικρίνειάς της, άφησε το κεφάλι του να πέσει πάνω στα χέρια του. Τώρα είχε παραδοθεί· τώρα πρέπει να τον βοηθήσουν οι άλλοι. Πρέπει να έρθουν ειδικοί. Παραδόθηκε.
Τίποτε δεν μπορούσε να τον συνεφέρει. Η Ρέζια τον έβαλε στο κρεβάτι. Φώναξε γιατρό — τον δόκτορα Χολμς τής κυρίας Φίλμερ. Ο δόκτωρ Χολμς τον εξέτασε. Δεν έχει τίποτε απολύτως, είπε. Ω, τι ανακούφιση! Τι ευγενικός άνθρωπος, τι καλός άνθρωπος! σκέφτηκε η Ρέζια. Κάθε φορά που αυτός νιώθει έτσι, πηγαίνει στο μιούζικ χολ, είπε ο δόκτωρ Χολμς. Παίρνει άδεια μια μέρα, την περνά με τη σύζυγό του και παίζει γκολφ. Γιατί να μην δοκιμάσει δυο ταμπλέτες βρομιούχο ηρεμιστικό διαλυμένες σε νερό προτού πέσει για ύπνο; Αυτά τα παλιά σπίτια στην περιοχή τού Μπλούμσμπερι, είπε ο δόκτωρ Χολμς, χτυπώντας το χέρι του στον τοίχο, συχνά έχουν τόσο όμορφη ξύλινη επένδυση στους τοίχους, κι οι ιδιοκτήτες τους είναι τρελοί που την καλύπτουν με ταπετσαρία. Μόλις τις προάλλες, ενώ επισκεπτόταν έναν ασθενή, έναν σερ Τάδε Τάδε, στην πλατεία Μπέντφορντ...
Δεν υπήρχε λοιπόν δικαιολογία· δεν είχε τίποτε, εκτός απ᾿ την αμαρτία για την οποία η ανθρώπινη φύση τον είχε καταδικάσει σε θάνατο· το ότι δεν ένιωθε τίποτε. Δεν τον ένοιαξε όταν σκοτώθηκε ο Έβανς· αυτό ήταν το χειρότερο· αλλά κι όλα τα άλλα εγκλήματα σήκωναν το κεφάλι τους και κουνούσαν τα δάχτυλά τους, κορόιδευαν, χλεύαζαν πάνω απ᾿ το κάγκελο τού κρεβατιού τα ξημερώματα, το εξουθενωμένο σώμα, που ήταν ξαπλωμένο εκεί και συνειδητοποιούσε τον ξεπεσμό του· ότι είχε παντρευτεί τη γυναίκα του χωρίς να την αγαπά· τής είχε πει ψέματα· την είχε αποπλανήσει· είχε προσβάλει τη δεσποινίδα Ίζαμπελ Πόουλ κι ήταν τόσο βαθιά ταραγμένος και σημαδεμένος με κακία που οι γυναίκες ανατρίχιαζαν όταν τον έβλεπαν στο δρόμο. Η ετυμηγορία τού ανθρώπινου γένους για ένα τέτοιο κάθαρμα ήταν θάνατος.
Ο δόκτωρ Χολμς ήρθε ξανά. Μεγαλόσωμος, ροδαλός, γοητευτικός, οι μπότες του χτυπούσαν ελαφρά, κοιταζόταν στον καθρέφτη, τα απέρριψε όλα —πονοκεφάλους αϋπνίες φόβους όνειρα—, νευρικά συμπτώματα και τίποτε περισσότερο, είπε. Αν ο δόκτωρ Χολμς διαπίστωνε πως ήταν έστω και διακόσια πενήντα γραμμάρια ελαφρύτερος από τα εβδομήντα τρία κιλά του, ζητούσε απ᾿ τη γυναίκα του άλλο ένα πιάτο πόριτζ στο πρωινό. (Η Ρέζια θα μάθαινε να φτιάχνει πόριτζ.) Αλλά, συνέχισε, η υγεία είναι κατά μεγάλο μέρος θέμα δικού μας ελέγχου. Πρέπει να βγαίνεις έξω και να μαθαίνεις τι γίνεται στον κόσμο· να ξεκινήσεις ένα χόμπι. Άνοιξε τον Σαίξπηρ — Αντώνιος και Κλεοπάτρα· τον έσπρωξε στην άκρη τον Σαίξπηρ. Κάποιο χόμπι, είπε ο δόκτωρ Χολμς· γιατί δεν οφείλει κι ο ίδιος την εξαιρετική υγεία του (και δουλεύει εξίσου σκληρά με κάθε άλλον άντρα στο Λονδίνο) στο γεγονός ότι μπορεί πάντα να σταματήσει για λίγο να φροντίζει τους πελάτες του και να ασχοληθεί με έπιπλα αντίκες; Και τι όμορφο χτενάκι, αν τού επιτρέπουν να πει, που φοράει η κυρία Γουόρεν Σμιθ!
Όταν ξαναήρθε ο πανηλίθιος ο Σέπτιμους αρνήθηκε να τον δει. Ώστε πράγματι δεν θέλει να τον δει; είπε ο δόκτωρ Χολμς, χαμογελώντας καλοσυνάτα. Πραγματικά αναγκάστηκε να παραμερίσει μ᾿ ένα φιλικό σπρώξιμο τη χαριτωμένη μικροκαμωμένη κυρία, την κυρία Σμιθ, για να την προσπεράσει και να μπει στην κρεβατοκάμαρα τού συζύγου της.
«Λοιπόν, έχουμε μελαγχολία» είπε καλοσυνάτα ενώ καθόταν δίπλα στον ασθενή του. Ουσιαστικά έκανε λόγο για αυτοκτονία στη σύζυγό του, που είναι πολύ νέα, ξένη, έτσι δεν είναι; Δεν την έκανε αυτό να σχηματίσει πολύ περίεργη εντύπωση για τους άγγλους συζύγους; Δεν έχει, άραγε, ένας άντρας καθήκον απέναντι στη γυναίκα του; Δεν θα ήταν καλύτερο να κάνει κάτι αντί να κάθεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι; Γιατί έχει σαράντα χρόνια πείρας πίσω του· κι ο Σέπτιμους μπορεί να βασιστεί στο λόγο του — δεν τού συμβαίνει τίποτε απολύτως. Και την επόμενη φορά που θα έρθει ο δόκτωρ Χολμς, ελπίζει να μην βρει τον Σμιθ στο κρεβάτι και να μην κάνει εκείνη τη χαριτωμένη κυρία, τη γυναίκα του, ν᾿ ανησυχεί γι᾿ αυτόν.
Με δυο λόγια, η ανθρώπινη φύση τον καταδίωκε — το απεχθές κτήνος με τα ρουθούνια στο χρώμα τού αίματος. Ο Χολμς τον καταδίωκε. Ερχόταν τακτικότατα, κάθε μέρα. Αν σκοντάψεις, έγραψε ο Σέπτιμους στο πίσω μέρος μιας καρτ ποστάλ, η ανθρώπινη φύση σε καταδιώκει. Η μοναδική τους ελπίδα ήταν να δραπετεύσουν, χωρίς να το μάθει ο Χολμς· στην Ιταλία — οπουδήποτε, οπουδήποτε, μακριά απ᾿ τον δόκτορα Χολμς.
Αλλά η Ρέζια αδυνατούσε να τον καταλάβει. Ο δόκτωρ Χολμς ήταν τόσο ευγενικός άνθρωπος. Έδειχνε τόσο ενδιαφέρον για τον Σέπτιμους. Το μόνο που θέλει είναι να τούς βοηθήσει, είπε. Έχει τέσσερα παιδάκια και την κάλεσε για τσάι, είπε στον Σέπτιμους.
Ήταν εγκαταλελειμμένος, λοιπόν. Όλος ο κόσμος κραύγαζε: Αυτοκτόνησε, αυτοκτόνησε, για χάρη μας. Αλλά γιατί να αυτοκτονήσει για χάρη τους; Το φαγητό ήταν απολαυστικό· ο ήλιος ζεστός· κι αυτή η αυτοκτονία, πώς προχωράς στην αυτοκτονία, μ᾿ ένα μαχαίρι, έτσι άσχημα, με ποτάμια αίμα; Βάζοντας στο στόμα σου το σωλήνα τού γκαζιού; Ήταν τόσο αδύναμος· καλά καλά, δεν μπορούσε να σηκώσει το χέρι του. Κι εξάλλου, τώρα που ήταν εντελώς μόνος, καταδικασμένος εγκαταλελειμμένος, όπως είναι μόνοι εκείνοι που πρόκειται να πεθάνουν, υπήρχε μια πολυτέλεια στην κατάσταση αυτή, μια απομόνωση γεμάτη μεγαλείο· μια ελευθερία που δεν μπορεί ποτέ να γνωρίσει ο προσκολλημένος. Ο Χολμς είχε νικήσει, φυσικά· το κτήνος με τα κόκκινα ρουθούνια είχε νικήσει. Αλλά ακόμα κι ο Χολμς ο ίδιος δεν μπορούσε ν᾿ αγγίξει αυτό το τελευταίο λείψανο που είχε ξεστρατίσει στην άκρη τού κόσμου, αυτό τον απόβλητο που κοιτούσε πίσω του τις κατοικημένες περιοχές, που κείτονταν σαν πνιγμένος ναύτης στην όχθη τού κόσμου.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή (η Ρέζια είχε βγει για ψώνια) έγινε η μεγάλη αποκάλυψη. Μια φωνή ακούστηκε πίσω απ᾿ το παραβάν. Ο Έβανς μιλούσε. Οι νεκροί ήταν μαζί του.
«Έβανς Έβανς!» ούρλιαξε.
Ο κύριος Σμιθ μιλάει μόνος του, φώναξε η Άγκνες η υπηρέτρια, στην κυρία Φίλμερ στην κουζίνα. «Έβανς Έβανς!» έλεγε τη στιγμή που εκείνη μπήκε μέσα με το δίσκο. Τινάχτηκε ολόκληρη, πραγματικά τινάχτηκε. Κατέβηκε τη σκάλα τρέχοντας.
Κι η Ρέζια μπήκε κρατώντας τα λουλούδια της, διέσχισε το δωμάτιο, έβαλε τα τριαντάφυλλα σ᾿ ένα βάζο, ο ήλιος έπεσε κατευθείαν πάνω τους, γελώντας και χοροπηδώντας έκανε βόλτες στο δωμάτιο.
Αναγκάστηκε να τα αγοράσει τα τριαντάφυλλα, είπε η Ρέζια, από ένα φτωχό στο δρόμο. Αλλά ήδη είναι σχεδόν μαραμένα, είπε τακτοποιώντας τα.
Ώστε υπήρχε ένας άντρας έξω· ο Έβανς προφανώς· και τα τριαντάφυλλα, που η Ρέζια είπε πως ήταν ήδη μισομαραμένα, τα είχε μαζέψει εκείνος στους αγρούς τής Ελλάδας «Η επικοινωνία είναι υγεία· η επικοινωνία είναι ευτυχία, η επικοινωνία—» μουρμούρισε.
«Τι λες, Σέπτιμους;» ρώτησε η Ρέζια, τρελή από φόβο, επειδή αυτός μιλούσε μόνος του.
Έστειλε αμέσως την Άγκνες να φέρει τον δόκτορα Χολμς. Ο άντρας της, είπε, είναι τρελός. Καλά καλά δεν τη γνωρίζει.
«Κτήνος! Κτήνος!» ούρλιαζε ο Σέπτιμους βλέποντας την ανθρώπινη φύση, δηλαδή τον δόκτορα Χολμς, να μπαίνει στην κάμαρα.
«Τι σημαίνουν όλα αυτά;» είπε ο δόκτωρ Χολμς με το πιο γλυκό ύφος στον κόσμο. «Λέτε ανοησίες για να τρομάξετε τη γυναίκα σας;» Αλλά θα τού δώσει ένα υπνωτικό. Κι αν είναι πλούσιος, είπε ο δόκτωρ Χολμς γυρνώντας τα μάτια του με βλέμμα ειρωνικό γύρω γύρω στο δωμάτιο, μπορούν κάλλιστα να πάνε σε κάποιον απ᾿ αυτούς τους ακριβούς γιατρούς της οδού Χάρλεϊ· αν δεν τού έχουν εμπιστοσύνη, είπε ο δόκτωρ Χολμς, που δεν φαινόταν και τόσο ευγενικοί.
Ήταν δώδεκα ακριβώς· σύμφωνα με το Μπιγκ Μπεν· το χτύπημά του το είχε μεταφέρει ο αέρας σ᾿ όλο το βόρειο τμήμα τού Λονδίνου· είχε ανακατευτεί με το χτύπημα άλλων ρολογιών, είχε αναμειχθεί με τρόπο αιθέριο με τα σύννεφα και τις τούφες τού καπνού κι είχε πεθάνει εκεί ψηλά, ανάμεσα στους γλάρους — χτυπούσε δώδεκα τη στιγμή που η Κλαρίσα ακουμπούσε το πράσινο φόρεμά της στο κρεβάτι και οι Γουόρεν Σμιθ περπατούσαν στην οδό Χάρλεϊ. Δώδεκα ήταν η ώρα τού ραντεβού τους. Πιθανόν, σκέφτηκε η Ρέζια, να ήταν εκείνο, το σπίτι τού σερ Γουίλιαμ Μπράντσο, με το γκρίζο αυτοκίνητο μπροστά.
Πράγματι ήταν — το αυτοκίνητο τού σερ Γουίλιαμ Μπράντσο· χαμηλό, δυνατό, γκρίζο, με τα απλά αρχικά του χαραγμένα στα τζάμια, σαν να ήταν αταίριαστο ένα μεγαλοπρεπές οικόσημο σ᾿ αυτό τον άντρα που ήταν πνευματικός αρωγός, λειτουργός τής επιστήμης· και το αυτοκίνητο που ήταν γκρίζο συνταίριαζε τη σοβαρή γλυκύτητά του, με τις γκρίζες γούνες, τις ασημόγκριζες κουβερτούλες που ήταν στοιβαγμένες στο πίσω κάθισμα, για να κρατούν ζεστή τη λαίδη σύζυγό του όσο τον περίμενε. Επειδή συχνά ο σερ Μπράντσο ταξίδευε εκατό χιλιόμετρα ή και περισσότερα στην επαρχία για να επισκεφτεί πλούσιους, ασθενείς που μπορούσαν να πληρώσουν το υπέρογκο ποσό που αναλόγως χρέωνε για τις συμβουλές του. Η λαίδη τον περίμενε με τις κουβερτούλες στα πόδια της μια ώρα ή και περισσότερο, ακουμπισμένη πίσω, άλλοτε να σκέφτεται τον ασθενή κι άλλοτε, δικαιολογημένα, τον τοίχο από χρυσάφι που υψωνόταν λεπτό με λεπτό, ενώ περίμενε· τον τοίχο από χρυσάφι, που υψωνόταν ανάμεσά τους, κι όλες τις μεταβολές και τις ανησυχίες (τις είχε υπομείνει γενναία· έδωσαν κι εκείνοι τούς αγώνες τους), ώσπου ένιωθε σφηνωμένη σ᾿ έναν γαλήνιο ωκεανό, όπου φυσούσαν μόνο μυρωδάτοι άνεμοι· τη σέβονταν, τη θαύμαζαν, τη φθονούσαν, δεν είχε απομείνει τίποτε να επιθυμήσει, αν και θα ήθελε να μην είναι τόσο εύσωμη· ένα μεγάλο δείπνο κάθε Πέμπτη βράδυ για τούς συναδέλφους τού συζύγου της· πότε πότε τα εγκαίνια μιας φιλανθρωπικής αγοράς· τα μέλη τής βασιλικής οικογένειας που τη χαιρετούσαν· ελάχιστο χρόνο αλίμονο με το σύζυγό της, τού οποίου η εργασία όλο και αυξανόταν· ένας γιος που προόδευε στο Ίτον· θα τής άρεσε να έχει και μια κόρη· αλλά είχε πολλά ενδιαφέροντα· παιδική πρόνοια· τη φροντίδα τών επιληπτικών σε ανάρρωση και τη φωτογραφία, κι έτσι όσο περίμενε, αν υπήρχε εκκλησία που χτιζόταν ή εκκλησία ερειπωμένη, δωροδοκούσε το νεωκόρο, έπαιρνε το κλειδί και τραβούσε φωτογραφίες, που σπάνια διέφεραν από τη δουλειά τών επαγγελματιών.
Κι ο ίδιος ο σερ Γουίλιαμ δεν ήταν πλέον νέος. Είχε δουλέψει πολύ σκληρά· είχε κερδίσει τη θέση του με την αξία του και μόνο (ήταν γιος καταστηματάρχη)· αγαπούσε το επάγγελμά του· στις τελετές είχε πάντα κυρίαρχο διακοσμητικό ρόλο, ήταν καλός ομιλητής — κι όλα αυτά τού είχαν προσδώσει, ως τότε που χρίστηκε ιππότης, μια όψη βαριά, μια όψη κουρασμένη (η ροή των ασθενών ήταν αδιάκοπη, οι ευθύνες και τα προνόμια τού επαγγέλματός του τόσο δυσβάστακτα), κι αυτή η κούραση, σε συνδυασμό με τα γκρίζα μαλλιά του, τόνιζαν την παρουσία του, την έκαναν να ξεχωρίζει και τού έδιναν τη φήμη (που είχε εξαιρετική σημασία στην αντιμετώπιση νευρολογικών περιστατικών) όχι μόνο τού λαμπρού επιστήμονα με τη σχεδόν αλάνθαστη ακρίβεια στη διάγνωση, αλλά και τού ανθρώπου που μπορούσε να συμπάσχει· διέθετε διακριτικότητα· καταλάβαινε την ανθρώπινη ψυχή. Ήταν σίγουρος απ᾿ την πρώτη στιγμή που μπήκαν στο δωμάτιο (Γουόρεν Σμιθ ονομάζονταν)· ήταν βέβαιος αμέσως μόλις είδε τον άντρα· ήταν περιστατικό εξαιρετικά σοβαρό. Μια περίπτωση απόλυτης κατάρρευσης — απόλυτη σωματική και νευρική κατάρρευση, με όλα τα συμπτώματα σε προχωρημένο στάδιο, το διαπίστωσε σε δύο ή τρία λεπτά (γράφοντας σε μια ροζ καρτέλα απαντήσεις σε ερωτήσεις μουρμουριστές, διακριτικές).
Πόσο καιρό τον παρακολουθούσε ο δόκτωρ Χολμς;
Έξι εβδομάδες.
Σύστησε βρομιούχο ηρεμιστικό; Είπε πως δεν υπάρχει πρόβλημα; Α, μάλιστα (αυτοί οι οικογενειακοί γιατροί! σκέφτηκε ο σερ Γουίλιαμ. Τον μισό του χρόνο τον περνούσε πασχίζοντας να διορθώσει τις γκάφες τους. Μερικές ήταν ανεπανόρθωτες).
«Διακριθήκατε στον Πόλεμο;»
Ο ασθενής επανέλαβε τη λέξη «πόλεμο» με τόνο ερωτηματικό.
Προσέδιδε συμβολική σημασία στις λέξεις. Σοβαρό σύμπτωμα, που σημειώθηκε στην καρτέλα.
«Στον πόλεμο;» ρώτησε ο ασθενής. Στον Μεγάλο Πόλεμο — εκείνη τη μικροφασαρία που έκαναν κάποια σχολιαρόπαιδα με μπαρούτι; Είχε διακριθεί στον πόλεμο; Πραγματικά δεν θυμόταν. Στον ίδιο τον Πόλεμο είχε αποτύχει.
«Ναι, πήρε την υψηλότερη διάκριση» διαβεβαίωσε η Ρέζια το γιατρό. «Πήρε βαθμό».
«Και σάς υπολήπτονται στο γραφείο;» μουρμούρισε ο σερ Γουίλιαμ, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο γεμάτο μεγαλοψυχία γράμμα τού κυρίου Μπρούερ. «Δεν έχετε κάτι που σας προβληματίζει, κάποια οικονομική ανησυχία, τίποτε;»
Είχε διαπράξει ένα φρικτό έγκλημα κι είχε καταδικαστεί σε θάνατο από την ανθρώπινη φύση.
«Έχω... έχω» άρχισε «διαπράξει έγκλημα—».
«Δεν έχει κάνει απολύτως κανένα κακό» διαβεβαίωσε η Ρέζια το γιατρό. Αν μπορεί να περιμένει ο κύριος Σμιθ, είπε ο σερ Γουίλιαμ, θέλει να μιλήσει στην κυρία Σμιθ στο διπλανό δωμάτιο. Ο σύζυγός της είναι πολύ σοβαρά άρρωστος, είπε ο σερ Γουίλιαμ. Έχει απειλήσει ότι θα αυτοκτονήσει;
Ω, ναι, πράγματι, φώναξε εκείνη. Αλλά δεν το εννοούσε, είπε. Και βέβαια όχι. Είναι απλώς ζήτημα ανάπαυσης, είπε ο σερ Γουίλιαμ· ανάπαυσης, ανάπαυσης· μιας μακροήμερης ανάπαυσης στο κρεβάτι. Υπάρχει μια πολύ ευχάριστη κλινική στην εξοχή, όπου θα φροντίσουν θαυμάσια τον άντρα της. Μακριά απ᾿ αυτήν; ρώτησε. Δυστυχώς, ναι· οι πιο αγαπημένοι μας άνθρωποι δεν μας κάνουν καλό, όταν είμαστε άρρωστοι. Αλλά δεν είναι τρελός, έτσι δεν είναι; Ο σερ Γουίλιαμ είπε πως δεν μιλάει ποτέ για «τρέλα»· μιλάει για απώλεια τής αίσθησης τού μέτρου. Αλλά ο σύζυγός της δεν συμπαθεί τούς γιατρούς. Δεν θα δεχτεί να πάει εκεί. Σύντομα κι ευγενικά ο σερ Γουίλιαμ τής εξήγησε την κατάσταση τού ασθενή. Έχει απειλήσει να αυτοκτονήσει. Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική. Είναι νομικό το θέμα. Θα αναπαυτεί σε μια θαυμάσια κλινική στην εξοχή. Οι νοσοκόμες είναι αξιοθαύμαστες. Ο σερ Γουίλιαμ θα τον επισκέπτεται μία φορά την εβδομάδα. Αν είναι βέβαιη η κυρία Γουόρεν Σμιθ πως δεν έχει άλλες ερωτήσεις —ποτέ δεν πίεζε τούς ασθενείς του να βιαστούν— μπορούν να επιστρέφουν στον άντρα της. Δεν είχε άλλες ερωτήσεις — για τον σερ Γουίλιαμ τουλάχιστον.
Κι έτσι επέστρεψαν στον εκλεκτό τής ανθρωπότητας· στον εγκληματία που ήταν αντιμέτωπος με τούς δικαστές του — στο θύμα που στεκόταν εκεί ψηλά κι ήταν εκτεθειμένο στα μάτια όλων· στο φυγά· στον πνιγμένο ναύτη· στον ποιητή τής αθάνατης ωδής· στον Ιησού Χριστό που είχε περάσει απ᾿ τη ζωή στο θάνατο· στον Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ που καθόταν σε μια πολυθρόνα κάτω απ᾿ το φεγγίτη κοιτάζοντας τη φωτογραφία τής λαίδης Μπράντσο, ως κυρίας τών τιμών και μουρμουρίζοντας αποφθέγματα περί ομορφιάς.
«Τα είπαμε λιγάκι» είπε ο σερ Γουίλιαμ.
«Ο γιατρός λέει πως είσαι πολύ σοβαρά άρρωστος» φώναξε η Ρέζια.
«Κανονίσαμε να πάτε σε μια κλινική» είπε ο σερ Γουίλιαμ.
«Σε μια απ᾿ τις κλινικές τού Χολμς;» είπε σαρκαστικά ο Σέπτιμους.
Ο Σέπτιμους τού έκανε αλγεινή εντύπωση. Γιατί ο σερ Γουίλιαμ, τού οποίου ο πατέρας ήταν έμπορος, είχε έμφυτο σεβασμό στην ανατροφή και το καλό ντύσιμο κι εκνευριζόταν με την ατημέλητη εμφάνιση· κι επίσης, υπήρχε βαθιά μέσα στον σερ Γουίλιαμ, ο οποίος δεν είχε ποτέ χρόνο για διάβασμα, μια βαθιά ριζωμένη μνησικακία εναντίον τών καλλιεργημένων ανθρώπων που έφταναν στο ιατρείο του κι άφηναν να εννοηθεί πως οι γιατροί, τών οποίων το επάγγελμα ήταν μια μόνιμη προσφορά όλων τών ανώτερων ικανοτήτων ενός ανθρώπου, δεν ήταν μορφωμένοι.
«Σε μια από τις δικές μου κλινικές, κύριε Γουόρεν Σμιθ» είπε «όπου θα σας μάθουμε να αναπαύεστε».
Υπήρχε και κάτι ακόμα.
Είναι αρκετά βέβαιος, πως όταν ο κύριος Γουόρεν Σμιθ είναι καλά, είναι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα τρόμαζε τη γυναίκα του. Ωστόσο έχει κάνει λόγο για αυτοκτονία.
«Όλοι περνάμε στιγμές κατάθλιψης» είπε ο σερ Γουίλιαμ.
Μόλις πέσεις, επανέλαβε ο Σέπτιμους στον εαυτό του, η ανθρώπινη φύση σε καταδιώκει. Ο Χολμς κι ο Μπράντσο σε καταδιώκουν. Οργώνουν την έρημο. Τρέχουν βολίδα ουρλιάζοντας στην ερημιά. Χρησιμοποιούν τροχό και μέγγενη. Η ανθρώπινη φύση είναι αμείλικτη.
«Έχει παρορμήσεις κάποιες φορές,» ρώτησε ο σερ Γουίλιαμ, με τη μύτη τού μολυβιού του πάνω στη ροζ καρτέλα.
«Αυτό είναι δική του δουλειά», είπε ο Σέπτιμους.
«Κανένας δεν ζει μόνο με τον εαυτό του» είπε ο σερ Γουίλιαμ, ρίχνοντας μια ματιά στη φωτογραφία τής συζύγου του, με το φόρεμα τής κυρίας των τιμών.
«Και σας περιμένει μια λαμπρή σταδιοδρομία» είπε ο σερ Γουίλιαμ. Το γράμμα τού κυρίου Μπρούερ ήταν πάνω στο τραπέζι. «Μια εξαιρετικά λαμπρή σταδιοδρομία».
Αν ομολογούσε; Αν μιλούσε; Θα τον άφηναν ήσυχο τότε, ο Χολμς κι ο Μπράντσο;
«Εγώ... Εγώ...» τραύλισε.
Αλλά ποιο ήταν το έγκλημά του; Δεν μπορούσε να θυμηθεί.
«Ναι;» τον ενθάρρυνε ο σερ Γουίλιαμ. (Αλλά είχε περάσει η ώρα.)
Αγάπη, δέντρα, δεν υπάρχει έγκλημα — ποιο ήταν το μήνυμά του;
Δεν μπορούσε να θυμηθεί.
«Εγώ... Εγώ...» τραύλισε ο Σέπτιμους.
«Προσπαθήστε να κάνετε όσο λιγότερες σκέψεις μπορείτε για τον εαυτό σας» είπε ο σερ Γουίλιαμ ευγενικά. Πραγματικά, δεν έπρεπε να κυκλοφορεί ελεύθερος.
Υπάρχει κάτι άλλο που θέλουν να τον ρωτήσουν; Ο σερ Γουίλιαμ θα τα ρυθμίσει όλα (είπε σιγανά στη Ρέζια) και θα την ενημερώσει μεταξύ πέντε και έξι το απόγευμα.
«Αφήστε τα όλα σε μένα» είπε και τούς έδιωξε.
Ποτέ, μα ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει η Ρέζια τόση οδύνη! Ζήτησε βοήθεια και βρήκε εγκατάλειψη! Ο σερ Γουίλιαμ τούς είχε απογοητεύσει! Δεν ήταν καλός άνθρωπος.
Και μόνο η συντήρηση αυτού τού αυτοκινήτου θα πρέπει να τού κοστίζει μια περιουσία, είπε ο Σέπτιμους, όταν βγήκαν στο δρόμο.
Εκείνη γαντζώθηκε στο μπράτσο του. Τούς είχαν εγκαταλείψει.
Μα τι περισσότερο περίμενε;
Στους πελάτες του αφιέρωνε τρία τέταρτα της ώρας· κι αν σ᾿ αυτή την απαιτητική επιστήμη που έχει να κάνει με κάτι που, εντέλει, δεν γνωρίζουμε —το νευρικό σύστημα, τον ανθρώπινο εγκέφαλο — ο γιατρός χάσει την αίσθηση τού μέτρου, έχει αποτύχει ως γιατρός. Πρέπει να έχουμε υγεία· και υγεία σημαίνει μέτρο· έτσι, όταν μπαίνει στο γραφείο σου ένας άντρας και λέει ότι είναι ο Χριστός (μια συνηθισμένη ψευδαίσθηση) και φέρνει ένα μήνυμα στον κόσμο, αυτό λένε κυρίως, και όπως κάνουν συχνά, απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει, καταφεύγεις στην αίσθηση τού μέτρου· διατάζεις ανάπαυση· ανάπαυση και απομόνωση· ησυχία και ανάπαυση· ανάπαυση χωρίς την παρουσία φίλων, βιβλίων, μηνυμάτων — εξάμηνο ανάπαυση — ώσπου ένας άντρας που μπήκε στην κλινική σαράντα επτά κιλά, να βγει αποκεί ζυγίζοντας εβδομήντα πέντε.
Την αίσθηση τού μέτρου, τη θεία αίσθηση τού μέτρου —τη θεά του— ο γιατρός την είχε αποκτήσει περιφερόμενος στα νοσοκομεία, ψαρεύοντας σολομούς, αποκτώντας ένα γιο που γέννησε στην οδό Χάρλεϊ η λαίδη Μπράντσο, η οποία ψάρευε επίσης σολομούς κι έβγαζε φωτογραφίες που σπάνια ξεχώριζαν απ᾿ τη δουλειά επαγγελματιών φωτογράφων. Λατρεύοντας το μέτρο ο σερ Γουίλιαμ όχι μόνο ευημερούσε ο ίδιος, αλλά έκανε και την Αγγλία να ευημερεί, απομονώνοντας τούς φρενοβλαβείς της, απαγορεύοντας την τεκνοποιία, τιμωρώντας την απόγνωση, εμποδίζοντας τούς απροσάρμοστους να διαδίδουν τις απόψεις τους, προτού αποκτήσουν κι εκείνοι τη δική του αίσθηση τού μέτρου — τη δική του αν ήταν άντρες, τής λαίδης Μπράντσο αν ήταν γυναίκες (εκείνη κεντούσε, έπλεκε, περνούσε τα τέσσερα βράδια τής εβδομάδας στο σπίτι με το γιο της), κι έτσι όχι μόνο τον σέβονταν οι συνάδελφοί του και τον φοβούνταν οι υφιστάμενοί του, αλλά επίσης φίλοι και συγγενείς των ασθενών του, ένιωθαν γι᾿ αυτόν τη μέγιστη ευγνωμοσύνη που επέμενε ότι πρέπει αυτοί οι προφήτες Χριστοί, άντρες και γυναίκες, οι οποίοι είχαν προβλέψει τη συντέλεια τού κόσμου ή την έλευση τού Κυρίου, να πίνουν γάλα πριν κοιμηθούν, όπως είχε διατάξει ο σερ Γουίλιαμ — ο σερ Γουίλιαμ με την τριαντάχρονη πείρα σ᾿ αυτά τα περιστατικά και το αλάθητο ένστικτό του, πως αυτό είναι τρελό, αυτό είναι λογικό — στην ουσία, τη δική του αίσθηση τού μέτρου.
Αλλά το Μέτρο έχει μια αδερφή, μια λιγότερο χαμογελαστή, μια πιο φοβερή αδερφή, μια θεά που ακόμα και τώρα αρέσκεται — στη ζέστη και την άμμο τής Ινδίας, στη λάσπη και τούς βάλτους τής Αφρικής, στα περίχωρα τού Λονδίνου, με δυο λόγια όπου το κλίμα ή ο διάβολος βάζουν τούς ανθρώπους σε πειρασμό ν᾿ απαρνηθούν την αληθινή πίστη που τής ανήκει— ακόμα και τώρα αρέσκεται να καταστρέφει ναούς, να συντρίβει είδωλα και στη θέση τους να υψώνει τη δική της αυστηρή παρουσία. Μεταστροφή είναι το όνομά της και τέρπεται με τη βούληση τών αδυνάτων, αγαπά να κάνει εντύπωση, να επιβάλλεται, λατρεύει να βλέπει τα γνωρίσματα της αποτυπωμένα στο πρόσωπο τού κοσμάκη. Στο βήμα τού ρήτορα στο Χάιντ Παρκ Κόρνερ είναι ανεβασμένη και κηρύττει —, τυλίγεται στα λευκά και γεμάτη μεταμέλεια περιφέρεται σε εργοστάσια και κοινοβούλια μεταμφιεσμένη σε αγάπη αδελφική—, προσφέρει βοήθεια, αλλά επιθυμεί εξουσία — διώχνει βάναυσα από μπροστά της τούς ενάντιους ή τούς δυσαρεστημένους —, δίνει την ευλογία της σε όσους κοιτάζοντας ψηλά, καθυποταγμένοι, παίρνουν από τα μάτια της, το δικό τους φως. Αυτή η κυρία (η Ρέζια Γουόρεν Σμιθ το μάντεψε), είχε φτιάξει την κατοικία της στην καρδιά τού σερ Γουίλιαμ, καλυπτόταν ωστόσο, όπως κάνει συνήθως, κάτω από μια αληθοφανή μεταμφίεση· κάποιο αξιοσέβαστο όνομα· αγάπη, καθήκον, αυτοθυσία. Πώς δούλευε — τι μόχθος να συγκεντρώσει χρήματα, να προωθήσει μεταρρυθμίσεις, να εγκαινιάσει θεσμούς! Αλλά η μεταστροφή, αυτή η απαιτητική θεά, αγαπά το αίμα περισσότερο από την ύλη και τέρπεται αριστοτεχνικά με την ανθρώπινη βούληση. Τής λαίδης Μπράντσο, για παράδειγμα. Εκείνη ενέδωσε πριν από δεκαπέντε χρόνια. Δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί ακριβώς· δεν έγινε κάποια σκηνή, δεν μεσολάβησε κακή περίοδος· υπήρξε μόνο το αργό βύθισμα, το βούλιαγμα τής θέλησής της, στη δική του. Γλυκό ήταν το χαμόγελό της, γοργή η υποταγή της· τα δείπνα στην οδό Χάρλεϊ με τα οκτώ ή εννέα πιάτα για δέκα ή δεκαπέντε καλεσμένους από τις τάξεις τών επαγγελματιών, κυλούσαν ομαλά με μεγάλη αβρότητα. Μόνο καθώς εξελισσόταν η βραδιά μια υποψία πλήξης, μια ανησυχία ίσως, ένα νευρικό τίναγμα, μια αδεξιότητα, ένα γλίστρημα, σύγχυση, φανέρωναν αυτό που ήταν πραγματικά οδυνηρό να πιστέψεις — ότι η κακομοίρα η λαίδη υποκρινόταν. Κάποτε, πριν από καιρό, ψάρευε σολομούς, όποτε ήθελε: τώρα, στη βιασύνη της ν᾿ ανταποκριθεί στη λαχτάρα που την έκαιγε με τόσο γλοιώδη τρόπο, να είναι αρεστή στα μάτια τού συζύγου της, για κυριαρχία, για δύναμη, η ίδια παρέλυε, συρρικνωνόταν, απομονωνόταν, μαζευόταν, κρυφοκοιτούσε· όπως και να ᾿χε, χωρίς να ξέρει κανείς επακριβώς τι ήταν αυτό που έκανε τη βραδιά δυσάρεστη και τι προκαλούσε εκείνη την πίεση στην κορυφή τής κεφαλής, η βραδιά ήταν όντως δυσάρεστη: έτσι οι καλεσμένοι, όταν το ρολόι χτυπούσε δέκα, ανάσαιναν βαθιά τον αέρα τής οδού Χάρλεϊ, ακόμα και με αγαλλίαση· αυτή η ανακούφιση, ωστόσο, δεν προσφερόταν στους ασθενείς του.
Εκεί στο γκρίζο δωμάτιο, με τούς πίνακες στον τοίχο και τα ακριβά έπιπλα, κάτω απ᾿ το αδιαφανές τζάμι τού φεγγίτη, πληροφορούνταν το μέγεθος τών παραπτωμάτων τους· χωμένοι σε πολυθρόνες, τον παρατηρούσαν να πραγματοποιεί, προς όφελός τους, μια περίεργη άσκηση τών χεριών, τα οποία τίναζε, έφερνε πάλι απότομα στούς γοφούς του, για να αποδείξει (αν ο ασθενής ήταν επίμονος), ότι ο σερ Γουίλιαμ ήταν κυρίαρχος τών πράξεών του, σε αντίθεση με τούς ίδιους. Εκεί κάποιοι ανήμποροι κατέρρεαν· έκλαιγαν, ενέδιδαν· άλλοι, οδηγούμενοι ένας θεός ξέρει από ποια ασυγκράτητη τρέλα, ευθέως αποκαλούσαν τον σερ Γουίλιαμ άτιμο τσαρλατάνο· αμφισβητούσαν, με ακόμα μεγαλύτερη ανοσιότητα, τη ζωή την ίδια. Γιατί να ζεις; απαιτούσαν να μάθουν. Ο σερ Γουίλιαμ απαντούσε πως η ζωή είναι ωραία. Σίγουρα ήταν ωραία, με τη λαίδη Μπράντσο και το εισόδημά του να φτάνει τις δώδεκα χιλιάδες λίρες το χρόνο. Αλλά σε μάς, διαμαρτύρονταν, η ζωή δεν έδειξε τέτοια γενναιοδωρία. Εκείνος συναινούσε. Τούς λείπει η αίσθηση τού μέτρου. Και μήπως, τελικά, δεν υπάρχει θεός; Σήκωνε τούς ώμους του. Με δυο λόγια, αυτή η ζωή ή αυτό που δεν είναι ζωή δεν είναι δικό μας θέμα; Εκεί κάνουν λάθος. Ο σερ Γουίλιαμ έχει ένα φίλο στο Σάρεϊ, όπου διδάσκουν μια δύσκολη, ομολογούσε ειλικρινά, τέχνη — την αίσθηση τού μέτρου. Επιπλέον, υπάρχει η οικογενειακή στοργή· η τιμή· το κουράγιο· και η λαμπρή σταδιοδρομία. Όλα αυτά βρίσκουν στο πρόσωπο τού σερ Γουίλιαμ έναν αποφασισμένο υπερασπιστή. Αν όλα αυτά αποτύχουν, βασίζεται στην αστυνομία και στο καλό τής κοινωνίας, η οποία, όπως υπογράμμιζε με ηρεμία, θα φροντίσει, κάτω στο Σάρεϊ, να περιοριστούν αυτές οι αντικοινωνικές παρορμήσεις, που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο προέρχονται από την έλλειψη καλού αίματος. Γυμνοί, ανυπεράσπιστοι, οι εξαντλημένοι, οι άφιλοι, δέχονταν το αποτύπωμα τής βούλησης τού σερ Γουίλιαμ. Εκείνος ορμούσε· καταβρόχθιζε. Απέκλειε ανθρώπους. Αυτός ο συνδυασμός αποφασιστικότητας και ανθρωπιάς έκανε τον σερ Γουίλιαμ να κερδίζει τη συμπάθεια τών συγγενών τών θυμάτων του.
Αλλά η Ρέζια Γουόρεν Σμιθ φώναξε, καθώς κατέβαιναν την οδό Χάρλεϊ, πως δεν τής αρέσει αυτός ο άντρας.
Ένα ρολόι, κρεμασμένο πάνω από ένα εμπορικό κατάστημα στην οδό Όξφορντ, ανακοίνωσε, εγκάρδια κι αδερφικά, σαν να ήθελε να δείξει τη μεγάλη ευχαρίστηση τών κυρίων Ρίγκμπι και Λαντς, που προσέφεραν την πληροφορία δωρεάν, ότι ήταν μία και μισή.
Υποσυνείδητα ήσουν ευγνώμων στούς Ρίγκμπι και Λαντς που έλεγαν την επίσημη ώρα Γκρίνουιτς· κι αυτή η ευγνωμοσύνη (συλλογίστηκε ο Χιου Γουίτμπρεντ χαζολογώντας μπροστά στη βιτρίνα) φυσικά μετατρεπόταν σε αγορές, σε κάλτσες και παπούτσια απ᾿ τούς Ρίγκμπι και Λαντς. Έτσι συλλογιζόταν. Ήταν συνήθειά του. Δεν έφτανε σε μεγάλο βάθος. Περνούσε ξυστά, απ᾿ τις επιφάνειες· οι νεκρές γλώσσες, οι ζωντανές, η ζωή στην Κωνσταντινούπολη, στο Παρίσι, στη Ρώμη· κάποτε κι η ιππασία, το κυνήγι, το τένις. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι τώρα φρουρούσε, ντυμένος με ακριβές κάλτσες και παντελόνι ως το γόνατο, στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, ποιος ξέρει τι. Αλλά το έκανε με μεγάλη συστηματικότητα. Επέπλεε στην αφρόκρεμα τής αγγλικής κοινωνίας επί πενήντα ένα χρόνια. Είχε γνωρίσει Πρωθυπουργούς. Ήταν σαφές πως τα συναισθήματά του ήταν βαθιά. Και παρόλο που ήταν αλήθεια πως δεν είχε συμμετάσχει σε κάποιο μεγάλο κίνημα τής εποχής ή ότι δεν είχε περάσει από σημαντικά αξιώματα, διεκδικούσε τα εύσημα για μια δυο ταπεινές μεταρρυθμίσεις· η μία ήταν η βελτίωση τών δημόσιων καταλυμάτων· η άλλη ήταν η προστασία τής κουκουβάγιας στο Νόρφολκ· οι υπηρέτριες είχαν κάθε λόγο να τού οφείλουν ευγνωμοσύνη· και η υπογραφή του σε επιστολές στους Τάιμς, που προέτρεπαν στη συγκέντρωση κεφαλαίων, έκαναν έκκληση στους πολίτες να προστατεύουν, να διαφυλάσσουν, να μαζεύουν τα απορρίμματα, να περιορίσουν τις εκπομπές καπνού, να εξαλείψουν την ανηθικότητα στα πάρκα, ενέπνεε σεβασμό.
Η ωραία κορμοστασιά του, σταμάτησε για μια στιγμή (ενώ έσβηνε ο ήχος του ρολογιού που είχε χτυπήσει τη μισή ώρα), να κοιτάξει επικριτικά, ηγεμονικά, τις κάλτσες και τα παπούτσια· άμεμπτος, ισχυρός, κοιτούσε τον κόσμο αφ᾿ υψηλού και ντυνόταν αναλόγως· αλλά αντιλαμβανόταν τις υποχρεώσεις που συνεπάγονταν το μέγεθος, ο πλούτος και η καλή υγεία και με σχολαστικότητα δεν παρέλειπε, ακόμα κι όταν δεν ήταν απολύτως απαραίτητο, τις μικρές αβρότητες, τις παλιομοδίτικες ιεροτελεστίες που πρόσθεταν ποιότητα στούς τρόπους του, κάτι που άξιζε να μιμηθείς, κάτι που άξιζε να θυμάσαι απ᾿ αυτόν, επειδή ποτέ δεν θα πήγαινε σε γεύμα, παραδείγματος χάρη, της λαίδης Μπρούτον, την οποία γνώριζε είκοσι χρόνια, χωρίς να κρατά στο τεντωμένο χέρι του ένα μπουκέτο γαρίφαλα να τής τα δώσει, χωρίς να ρωτήσει τη δεσποινίδα Μπρας τη γραμματέα τής λαίδης Μπρούτον, για τον αδερφό της στη Νότιο Αφρική, κάτι που για κάποιο λόγο, έκανε τη δεσποινίδα Μπρας — από την οποία έλειπε κάθε γυναικεία χάρη — να αγανακτεί και να λέει «Ευχαριστώ, είναι πολύ καλά στη Νότιο Αφρική», τη στιγμή που τα τελευταία έξι χρόνια εκείνος περνούσε πολύ άσχημα στο Πόρτσμουθ.
Η ίδια η λαίδη Μπρούτον προτιμούσε τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι, ο οποίος έφτασε την ίδια στιγμή. Ουσιαστικά συναντήθηκαν στην είσοδο.
Φυσικά προτιμούσε τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι η λαίδη Μπρούτον. Ήταν πολύ πιο φίνος άνθρωπος. Αλλά δεν θα άφηνε κανέναν να κακολογήσει τον κακομοίρη τον Χιου. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ την ευγένειά του —ήταν εξαιρετικά ευγενικός— δεν θυμόταν σε ποια περίσταση ακριβώς. Αλλά ήταν — εξαιρετικά ευγενικός. Ούτως ή άλλως, δεν υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά απ᾿ τον έναν άνθρωπο στον άλλο. Ποτέ δεν καταλάβαινε την αντίληψη να τεμαχίζεις τούς ανθρώπους, όπως έκανε η Κλαρίσα Νταλογουέι — να τούς τεμαχίζεις και να τούς ξανακολλάς· οπωσδήποτε όχι όταν είσαι εξήντα δύο ετών. Πήρε τα γαρίφαλα τού Χιου με το γνωστό γωνιώδες σαρδόνιο χαμόγελό της. Δεν θα έρθει κανένας άλλος, είπε. Τούς είχε φέρει ως εκεί με ψεύτικα προσχήματα, για να τη βοηθήσουν να βγει από μια δυσκολία--
«Αλλά ας γευματίσουμε πρώτα» είπε.
Κι έτσι άρχισαν να μπαινοβγαίνουν χωρίς θόρυβο, με χάρη, υπηρέτριες με ποδιές και λευκά σκουφάκια, υπηρέτριες όχι λόγω ανάγκης, αλλά μυημένες σ᾿ ένα μυστήριο ή τη μεγάλη εξαπάτηση, στην οποία συστηματικά προβαίνουν οι οικοδέσποινες στην περιοχή του Μεϊφέαρ από τη μία και μισή ως τις δύο, όταν με μια κίνηση τού χεριού η κίνηση στούς δρόμους σταματά και τη θέση της παίρνει αυτή η βαθιά ψευδαίσθηση, πρώτα πρώτα σχετικά με το φαγητό — ότι δεν κόστισε τίποτε· κι έπειτα ότι το τραπέζι έχει στρωθεί από μόνο του, με τα ποτήρια και τα ασημικά, τα σουβέρ, τα πιατάκια με τα κόκκινα φρούτα· λεπτή στρώση καφετιάς σάλτσας καλύπτει το ψάρι· τεμαχισμένα κοτόπουλα κολυμπούν σε πιατέλες· η φωτιά στο τζάκι καίει πολύχρωμη, ανυπότακτη· με το κρασί και τον καφέ (που δεν κόστισαν τίποτε) ευχάριστες εικόνες σχηματίζονται μπροστά στα στοχαστικά μάτια· στα ευγενικά, στοχαστικά μάτια· μάτια στα οποία η ζωή φαίνεται μουσική, μυστηριώδης· μάτια που τώρα αστράφτουν παρατηρώντας καλοσυνάτα τα όμορφα κόκκινα γαρίφαλα που η λαίδη Μπρούτον (με τις πάντα απότομες κινήσεις της) είχε ακουμπήσει δίπλα στο πιάτο της, κι έτσι ο Χιου Γουίτμπρεντ, νιώθοντας σε πλήρη αρμονία με το σύμπαν και ταυτόχρονα σίγουρος για την κοινωνική του υπόσταση, είπε, ενώ ακουμπούσε το πιρούνι του:
«Μα δεν είναι τόσο ωραία πάνω στη δαντέλα σας;»
Η δεσποινίς Μπρας, δυσανασχετούσε έντονα με την οικειότητα αυτή. Τον θεωρούσε ανάγωγο. Η στάση της έκανε τη λαίδη Μπρούτον να γελά.
Η λαίδη Μπρούτον σήκωσε τα γαρίφαλα, κρατώντας τα με τρόπο άκαμπτο, όπως κρατούσε κι ο στρατηγός την περγαμηνή στον πίνακα πίσω της· έστεκε ακίνητη, σαν υπνωτισμένη. Τι ήταν, δισέγγονη τού στρατηγού; τρισέγγονη του; αναρωτήθηκε ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι. Η λαίδη θα μπορούσε κάλλιστα να είναι στρατηγός στούς δραγόνους. Με μεγάλη του ευχαρίστηση θα έθετε τον εαυτό του στις διαταγές της· έτρεφε μεγάλο σεβασμό γι᾿ αυτή· διατηρούσε ρομαντικές απόψεις για τις ευκατάστατες ηλικιωμένες γυναίκες καλής καταγωγής και θα τού άρεσε, με τον καλοσυνάτο τρόπο που τον διέκρινε, να έφερνε μερικές θερμοκέφαλες νεαρές που γνώριζε, να γευματίσουν μαζί της· σαν να υπήρχε περίπτωση να αναπαραχθούν άνθρωποι σαν κι αυτήν, μέσα από μια παρέα από συμπαθείς λάτρεις της που θα έπιναν το τσάι τους μαζί της! Γνώριζε καλά την ιδιαίτερη πατρίδα της· την οικογένειά της. Υπήρχε μια κληματαριά, που καρποφορούσε ακόμη, κάτω απ᾿ την οποία είχε καθίσει ο Λάβλεϊς ή ο Χέρικ, ένας απ᾿ τούς δύο ποιητές, αυτό έλεγε μια ιστορία — η ίδια δεν διάβαζε ποτέ ποίηση. Καλύτερα να περιμένει προτού τούς θέσει το ζήτημα που την απασχολεί (για μια δημόσια έκκληση· κι αν την έκανε, με ποιες προϋποθέσεις και ούτω καθεξής), καλύτερα να περιμένει μέχρι να πιουν τον καφέ τους, σκέφτηκε η λαίδη Μπρούτον· κι έτσι, ακούμπησε τα γαρίφαλα δίπλα στο πιάτο της.
«Πώς είναι η Κλαρίσα;» ρώτησε απότομα.
Πάντα το έλεγε η Κλαρίσα, πως δεν τη συμπαθούσε η λαίδη Μπρούτον. Ουσιαστικά, η λαίδη Μπρούτον είχε τη φήμη ανθρώπου που ενδιαφερόταν περισσότερο για την πολιτική παρά για τούς ανθρώπους· φημιζόταν για τον ανδρικό τρόπο ομιλίας της· για το ότι είχε βάλει το χεράκι της σε κάποια περιβόητη ραδιουργία στη δεκαετία του 1880, η οποία τώρα άρχιζε να αναφέρεται σε απομνημονεύματα. Σίγουρα υπήρχε μια κόγχη στο σαλόνι της κι ένα τραπέζι σ᾿ αυτή την κόγχη, με μια φωτογραφία επάνω, τού αποθανόντος πλέον στρατηγού Τάλμποτ Μουρ, που είχε γράψει εκεί, (κάποιο βράδυ εκείνης τής μακρινής δεκαετίας), παρουσία τής λαίδης Μπρούτον, εν γνώσει της, ίσως κι έπειτα από συμβουλή της, ένα τηλεγράφημα που κάποια ιστορική στιγμή διέταξε τα βρετανικά στρατεύματα να προελάσουν. (Είχε φυλάξει την πένα και έλεγε την ιστορία.) Συνεπώς, όταν έλεγε δήθεν τυχαία «Πώς είναι η Κλαρίσα;» οι σύζυγοι δυσκολεύονταν να πείσουν τις συζύγους τους· και στην πραγματικότητα όσο αφοσιωμένοι κι αν ήταν, μέσα τους αμφέβαλλαν κι οι ίδιοι για το ενδιαφέρον της για τις γυναίκες τους, οι οποίες συχνά στέκονταν εμπόδιο στούς συζύγους τους, τούς εμπόδιζαν να δεχτούν θέσεις στο εξωτερικό, κι επιπλέον έπρεπε να τις συνοδεύουν σε κάποια παραθαλάσσια περιοχή στα μέσα της κοινοβουλευτικής περιόδου για να αναρρώσουν απ᾿ τη γρίπη τους. Ωστόσο το ερώτημά της, «Πώς είναι η Κλαρίσα», το αναγνώριζαν αλάθευτα οι γυναίκες, ως δείγμα ενός ανθρώπου με καλή πρόθεση, μιας σχεδόν σιωπηλής συντρόφου, τα λόγια τής οποίας (ίσως πέντε ή έξι φορές σ᾿ ολόκληρη τη ζωή της) φανέρωναν την αναγνώριση ενός είδους γυναικείας συντροφικότητας, που ξεπερνούσε τα ανδρικά μεσημεριανά γεύματα κι ένωνε τη λαίδη Μπρούτον με την κυρία Νταλογουέι, οι οποίες βλέπονταν σπάνια κι όταν βλέπονταν έδειχναν αδιάφορες, ακόμα κι εχθρικές, μ᾿ έναν δεσμό ιδιόμορφο.
«Συνάντησα την Κλαρίσα στο πάρκο το πρωί» είπε ο Χιου Γουίτμπρεντ, πέφτοντας με τα μούτρα στο ραγού, ανυπόμονος να κάνει στον εαυτό του, αυτό το δώρο· μα ήταν άπληστος, ένας απ᾿ τούς πιο άπληστους ανθρώπους που είχε γνωρίσει, σκέφτηκε η Μίλι Μπρας, που παρατηρούσε τούς άντρες μέσα από το πρίσμα μιας ακεραιότητας αδιασάλευτης και ήταν ικανή να επιδείξει αφοσίωση παντοτινή, σε άτομα τού ίδιου φύλου κυρίως, έτσι όπως ήταν χαραγμένη σε πέτρα, οστεώδης, χωρίς καμία θηλυκότητα.
«Ξέρετε ποιος είναι στο Λονδίνο;» είπε η λαίδη Μπρούτον μόλις το θυμήθηκε. «Ο παλιός μας φίλος, ο Πίτερ Γουόλς».
Χαμογέλασαν όλοι. Ο Πίτερ Γουόλς! Ο κύριος Νταλογουέι χάρηκε πραγματικά, σκέφτηκε η Μίλι Μπρας· κι ο κύριος Γουίτμπρεντ μόνο στο κοτόπουλο είχε το μυαλό του.
Ο Πίτερ Γουόλς! Κι οι τρεις τους, η λαίδη Μπρούτον, ο Χιου Γουίτμπρεντ και ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι, θυμήθηκαν το ίδιο πράγμα — πόσο τρελά ερωτευμένος ήταν ο Πίτερ· ότι τον είχε απορρίψει η Κλαρίσα· ότι πήγε στην Ινδία· ότι όλα πήγαν στραβά· τα έκανε θάλασσα· κι ότι ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για τον παλιό αυτό φίλο. Η Μίλι Μπρας το είδε αυτό· είδε τα καστανά του μάτια να βαθαίνουν· τον είδε να διστάζει· να συλλογίζεται· κι αυτό κέντρισε το ενδιαφέρον της, όπως κέντριζε το ενδιαφέρον της πάντα ο κύριος Νταλογουέι, γιατί, τι να σκεφτόταν άραγε για τον Πίτερ Γουόλς;
Ότι ο Πίτερ Γουόλς ήταν κάποτε ερωτευμένος με την Κλαρίσα· ότι αμέσως μετά το γεύμα θα επέστρεφε στο σπίτι του και θα έβρισκε την Κλαρίσα· ότι θα τής έλεγε, ανοιχτά, ότι την αγαπά. Ναι, θα το έλεγε αυτό.
Κάποτε η Μίλι Μπρας μπορεί να έφτανε σχεδόν να τις ερωτευτεί αυτές τις σιωπές· κι ο κύριος Νταλογουέι ήταν πάντα τόσο αξιόπιστος· και τζέντλεμαν. Δεν χρειαζόταν παρά να γνέψει η λαίδη Μπρούτον ή να στρέψει το κεφάλι της λίγο απότομα, κι η Μίλι Μπρας, που είχε φτάσει τα σαράντα, λάμβανε το μήνυμα, όσο βαθιά κι αν ήταν βυθισμένο στούς στοχασμούς αυτούς το απόμακρο πνεύμα της, η ακέραιη ψυχή της, την οποία η ζωή δεν μπορούσε να κοροϊδέψει γιατί δεν τής είχε προσφέρει ούτε το πιο ασήμαντο στολίδι· μια μπούκλα, ένα χαμόγελο, χείλη, μάγουλα, μύτη· τίποτε απολύτως· ήταν αρκετό ένα γνέψιμο της λαίδης Μπρούτον για να λάβει ο Πέρκινς οδηγίες να σερβίρει καφέ.
«Ναι, ο Πίτερ Γουόλς γύρισε» είπε η λαίδη Μπρούτον. Αυτό ήταν κάπως κολακευτικό για όλους τους. Είχε επιστρέψει συντετριμμένος, αποτυχημένος, στα δικά τους ασφαλή λιμάνια. Αλλά να τον βοηθήσουν, σκέφτονταν, ήταν αδύνατο· υπήρχε κάποιο ελάττωμα στο χαρακτήρα του. Ο Χιου Γουίτμπρεντ είπε πως φυσικά θα μπορούσε κάποιος ν᾿ αναφέρει το όνομά του στον κύριο Τάδε. Ζάρωσε το πρόσωπό του με ύφος πένθιμο, σπουδαιοφανές, στη σκέψη τών επιστολών που θα έγραφε στους διευθυντές κρατικών υπηρεσιών για τον «από ετών φίλο Πίτερ Γουόλς» και ούτω καθεξής. Αλλά δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα — όχι κάτι μόνιμο, εξαιτίας τού χαρακτήρα του.
«Έχει μπελάδες με κάποια γυναίκα» είπε η λαίδη Μπρούτον. Είχαν όλοι μαντέψει ότι αυτό κρυβόταν από πίσω.
«Αλλά» είπε η λαίδη Μπρούτον, ανυπομονώντας ν᾿ αλλάξει θέμα, «θα μάθουμε την ιστορία απ᾿ τον ίδιο τον Πίτερ».
(Ο καφές αργούσε να έρθει.)
«Η διεύθυνσή του;» μουρμούρισε ο Χιου Γουίτμπρεντ· αμέσως ένας κυματισμός διαπέρασε την γκρίζα παλίρροια τού υπηρετικού προσωπικού που κατέκλυζε τη λαίδη Μπρούτον καθημερινά, συνοδεύοντάς την, ανακόπτοντας τον έξω κόσμο, τυλίγοντάς τη σ᾿ ένα φίνο ύφασμα που περιόριζε τις δονήσεις, μετρίαζε τις παρεμβολές κι άπλωνε γύρω απ᾿ το σπίτι τής οδού Μπρουκ ένα λεπτό δίχτυ, όπου τα πράγματα τοποθετούνταν και επιλέγονταν με ακρίβεια αμέσως, από τον γκριζομάλλη Πέρκινς, ο οποίος ήταν στην υπηρεσία τής λαίδης τριάντα χρόνια και τώρα έγραψε τη διεύθυνση, την έδωσε στον κύριο Γουίτμπρεντ, που έβγαλε το σημειωματάριό του, σήκωσε τα φρύδια και βάζοντάς την ανάμεσα σε έγγραφα υψίστης σημασίας είπε πως θα ζητήσει απ᾿ την Ίβλιν να τον καλέσει σε γεύμα.
(Περίμεναν να τελειώσει ο κύριος Γουίτμπρεντ για να φέρουν τον καφέ.)
Ο Χιου ήταν πολύ αργός, σκέφτηκε η λαίδη Μπρούτον. Είχε παχύνει, παρατήρησε. Ο Ρίτσαρντ διατηρούσε πάντα τον εαυτό του σε άψογη κατάσταση. Ανυπομονούσε, όλο το είναι της στρεφόταν σαφέστατα, αναμφίβολα, κυριαρχικά, παρακάμπτοντας όλα αυτά τα περιττά, ασήμαντα πράγματα (τον Πίτερ Γουόλς και τα προσωπικά του), στο θέμα που είχε τραβήξει όλη την προσοχή της, κι όχι μόνο την προσοχή της, αλλά εκείνη την ίνα που αποτελούσε το έμβολο τής ψυχής της, το ουσιαστικό κομμάτι τού εαυτού της. χωρίς το οποίο η Μίλισεντ Μπρούτον δεν θα ήταν η Μίλισεντ Μπρούτον· εκείνο το σχέδιο για τη μετανάστευση νέων ανθρώπων και τών δύο φύλων από ευυπόληπτες οικογένειες, με σκοπό την εγκατάστασή τους στον Καναδά με πολύ ευοίωνες προοπτικές. Υπερέβαλλε. Ίσως είχε χάσει την αίσθηση τού μέτρου. Για τούς άλλους η μετανάστευση δεν αποτελούσε μια προφανή αποκατάσταση, μια εξαιρετική σύλληψη. Δεν ήταν γι᾿ αυτούς, (ούτε για το Χιου ούτε για τον Ρίτσαρντ, ούτε καν για την αφοσιωμένη δεσποινίδα Μπρας) παρά η απελευθέρωση τού εγκλωβισμένου εγωισμού που μια δυνατή μαχητική γυναίκα, με καλή ανατροφή, καλή καταγωγή, με άμεσες παρορμητικές αντιδράσεις, ξεκάθαρα συναισθήματα και περιορισμένη ικανότητα ενδοσκόπησης, νιώθει να μεγαλώνει μέσα της, μόλις περάσει η νιότη, και πρέπει να τη διοχετεύσει σε κάποιο ζήτημα, είτε αυτό είναι η μετανάστευση είτε η χειραφέτηση· αλλά ό,τι κι αν είναι, αυτό το θέμα γύρω απ᾿ το οποίο στρέφεται η ουσία τής ψυχής της, αναπόφευκτα γίνεται πρισματικό, λαμπερό, μισό καθρέφτης, μισό πολύτιμος λίθος· πότε καλύπτεται προσεκτικά, μην τυχόν και το χλευάσουν οι άνθρωποι· πότε παρουσιάζεται με υπερηφάνεια. Η μετανάστευση, με δυο λόγια, είχε κατά μεγάλο μέρος ταυτιστεί με τη λαίδη Μπρούτον.
Αλλά έπρεπε να γράψει. Κι ένα γράμμα στούς Τάιμς, έλεγε στη δεσποινίδα Μπρας, την κούραζε περισσότερο απ᾿ ό,τι να οργανώσει μια εκστρατεία στη Νότιο Αφρική (κάτι που είχε κάνει στον πόλεμο). Και ύστερα απ᾿ τον αγώνα ενός πρωινού ολόκληρου, που ξεκινούσε, έσκιζε, ξεκινούσε ξανά, συνήθως αισθανόταν πόσο ανώφελη ήταν η γυναικεία φύση της, όπως δεν το είχε νιώσει σε καμιά άλλη περίπτωση, και στριφογύριζε με ευγνωμοσύνη στο νου της, τη σκέψη τού Χιου Γουίτμπρεντ, ο οποίος κατείχε —κανείς δεν αμφέβαλλε γι᾿ αυτό— την τέχνη τής σύνταξης επιστολών προς τούς Τάιμς.
Ένας άνθρωπος με τόσο διαφορετική ιδιοσυγκρασία από τη δική της, με τόσο άρτια γνώση της γλώσσας· τόσο ικανός να διατυπώνει τα πράγματα όπως άρεσαν στούς εκδότες· με πάθη, που κανείς δεν θα μπορούσε να περιγράφει απλώς ως απληστία. Συχνά η λαίδη Μπρούτον καθυστερούσε να κρίνει τούς άντρες από σεβασμό στη μυστηριώδη αρμονία τους —αντίθετα με τις γυναίκες— με τούς νόμους τού σύμπαντος· ήξεραν πώς να παρουσιάζουν τα πράγματα· ήξεραν τι λεγόταν· κι έτσι αν τη συμβούλευε ο Ρίτσαρντ, αν τής έγραφε την επιστολή ο Χιου, ήταν βέβαιη πως θα βρισκόταν στον σωστό δρόμο. Έτσι, άφησε τον Χιου να φάει το σουφλέ του· ρώτησε πώς νιώθει η καημενούλα η Ίβλιν· περίμενε ως την ώρα που κάπνιζαν κι έπειτα είπε:
«Μίλι, μπορείς να φέρεις τα χαρτιά;».
Η δεσποινίς Μπρας βγήκε κι επέστρεψε· ακούμπησε τα χαρτιά στο τραπέζι· ο Χιου έβγαλε την πένα του· την ασημένια πένα του, που τού προσφέρει τις υπηρεσίες της είκοσι χρόνια, είπε, ξεβιδώνοντας το καπάκι. Εξακολουθούσε να είναι σε άψογη κατάσταση· την είχε δείξει στην εταιρεία που την κατασκεύασε· δεν υπάρχει περίπτωση, τού είπαν, να φθαρεί ποτέ· κατά κάποιον τρόπο τα εύσημα ανήκαν στον Χιου και στα συναισθήματα που εξέφραζε αυτή η πένα (αυτό αισθάνθηκε ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι), καθώς ο Χιου άρχισε να γράφει κεφαλαία καλλιγραφικά γράμματα· κι έτσι με τρόπο θαυμαστό το κουβάρι τής λαίδης Μπρούτον απέκτησε νόημα, τη γραμματική που ο εκδότης τών Τάιμς θα πρέπει να σεβαστεί, αισθάνθηκε η λαίδη Μπρούτον παρατηρώντας τη θαυμαστή μεταμόρφωση. Ήταν αργός ο Χιου. Ήταν επίμονος. Ο Ρίτσαρντ είπε πως ο άνθρωπος πρέπει να ριψοκινδυνεύει. Ο Χιου πρότεινε τροποποιήσεις από σεβασμό στα συναισθήματα τών ανθρώπων, που όπως είπε δηκτικά όταν γέλασε ο Ρίτσαρντ, «πρέπει να ληφθούν υπόψιν», και διάβασε δυνατά «συνεπώς, έχουμε τη γνώμη πως ωρίμασαν οι καιροί... ο πλεονάζων αριθμός τών νέων στον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό μας... αυτό που οφείλουμε στούς πεσόντες...», πράγματα που ο Ρίτσαρντ θεωρούσε φιοριτούρες και φούμαρα, αλλά δεν υπήρχε κάτι κακό σ᾿ αυτά φυσικά, κι ο Χιου συνέχισε να γράφει για υψηλά συναισθήματα σε αλφαβητική σειρά, τινάζοντας τη στάχτη τού πούρου απ᾿ το γιλέκο του, σταματώντας πότε πότε για να συνοψίσει την πρόοδο που είχαν κάνει, μέχρι που τελικά διάβασε δυνατά το προσχέδιο ενός γράμματος που η λαίδη Μπρούτον ένιωσε με βεβαιότητα πως ήταν αριστούργημα. Ήταν δυνατόν να ηχούν έτσι τα δικά της νοήματα;
Ο Χιου δεν μπορούσε να εγγυηθεί πως θα το δημοσίευε ο εκδότης· αλλά θα συναντούσε κάποιον σε μεσημεριανό γεύμα.
Ύστερα απ᾿ αυτό, η λαίδη Μπρούτον, η οποία δεν συνήθιζε τις αβρότητες, έχωσε όλα τα γαρίφαλα στο μπροστινό μέρος τού φορέματός της κι ανοίγοντας τα χέρια της τού φώναξε «Πρωθυπουργέ μου!». Δεν ξέρει τι θα έκανε χωρίς αυτούς. Σηκώθηκαν. Κι όπως πάντα, ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι απομακρύνθηκε με αργά βήματα για να ρίξει μια ματιά στο πορτρέτο τού στρατηγού, επειδή είχε σκοπό, όποτε έβρισκε λίγο ελεύθερο χρόνο, να γράψει την ιστορία της οικογένειας Μπρούτον.
Η Μίλισεντ Μπρούτον ήταν πολύ περήφανη για την οικογένειά της. Αλλά μπορούν να περιμένουν, μπορούν να περιμένουν, είπε, με τα μάτια καρφωμένα στον πίνακα· εννοεί πως την οικογένειά της, στρατιωτικοί, διοικητές, ναύαρχοι, την αποτελούν άνθρωποι τής δράσης, οι οποίοι έχουν πράξει το καθήκον τους· κι ο Ρίτσαρντ έχει πρωτίστως καθήκον απέναντι στη χώρα του, αλλά είναι ωραία φυσιογνωμία, είπε· κι όλα τα ντοκουμέντα περιμένουν τον Ρίτσαρντ στο Όλντμιξτον, όταν θα φτάσει η κατάλληλη στιγμή· εννοούσε την κυβέρνηση τών Εργατικών. «Αχ, αυτά τα νέα απ᾿ την Ινδία!» αναφώνησε.
Κι έπειτα, καθώς στέκονταν στον προθάλαμο κι έπαιρναν τα κίτρινα γάντια απ᾿ το δοχείο που ήταν πάνω σ᾿ ένα τραπεζάκι από μαλαχίτη κι ο Χιου πρόσφερε στη δεσποινίδα Μπρας με περιττή ευγένεια ένα εισιτήριο που ήθελε να ξεφορτωθεί ή τής έκανε κάποια φιλοφρόνηση, πράγματα που εκείνη σιχαινόταν ως τα μύχια τής ψυχής της και κατακοκκίνιζε, ο Ρίτσαρντ στράφηκε στη λαίδη Μπρούτον και με το καπέλο του στο χέρι τής είπε:
«Θα σας δούμε στη δεξίωσή μας απόψε;» και σ᾿ αυτό το σημείο η λαίδη Μπρούτον ανέκτησε τη μεγαλοπρέπεια που είχε θρυμματίσει η σύνταξη τής επιστολής. Μπορεί να έρθει μπορεί και όχι. Η Κλαρίσα έχει τόση ενέργεια. Την τρομοκρατούν τη λαίδη Μπρούτον οι δεξιώσεις. Έπειτα, γερνάει. Αυτά ανακοίνωσε, όρθια στην εξώπορτα· γοητευτική· στητή· με το σκυλάκι της να τεντώνεται πίσω της και τη δεσποινίδα Μπρούτον να χάνεται στο βάθος με τα χέρια γεμάτα χαρτιά.
Η λαίδη Μπρούτον ανέβηκε με βήμα βαρύ, επιβλητικό, στην κάμαρά της και ξάπλωσε στον καναπέ με το ένα χέρι απλωμένο έξω. Αναστέναζε, βαριανάσαινε, δεν είχε αποκοιμηθεί, ένιωθε μόνο, ναρκωμένη και βυθισμένη, σαν αγρός με τριφύλλι στον ήλιο αυτήν τη ζεστή μέρα τού Ιουνίου, με τις μέλισσες και τις κίτρινες πεταλούδες να πετάνε γύρω γύρω. Πάντα ξαναγυρνούσε σ᾿ εκείνους τούς αγρούς στο Ντεβονσάιρ, εκεί που πηδούσε πάνω απ᾿ τα ρυάκια με την Πάτι, το πόνι της, μαζί με τον Μόρτιμερ και τον Τομ, τούς αδερφούς της. Υπήρχαν και σκυλιά· ποντίκια· ο πατέρας της κι η μητέρα της στο γρασίδι κάτω απ᾿ τα δέντρα την ώρα τού τσαγιού και τα παρτέρια με τις ντάλιες, τις μολόχες, το ψηλό χορτάρι· κι αυτά τα τρία διαολάκια πάντα να σκαρώνουν κάποια σκανταλιά! να ξεγλιστράνε περνώντας μέσα απ᾿ τους θάμνους, για να μην τα δουν, μεσ᾿ τις λάσπες μετά από κάποια κατεργαριά. Και τι δεν έλεγε η γκουβερνάντα της για τα φορέματά της!
Ω, θεέ μου, θυμήθηκε — ήταν Τετάρτη και βρισκόταν στην οδό Μπρουκ. Αυτοί οι καλοί, ευγενικοί άνθρωποι, ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι, ο Χιου Γουίτμπρεντ, είχαν βγει αυτήν τη ζεστή μέρα στο δρόμο που το βουητό του έφτανε ως τον καναπέ, όπου ήταν ξαπλωμένη. Το μουρμουρητό του Λονδίνου έφτανε στ᾿ αυτιά της, και το χέρι της που ακουμπούσε στον καναπέ έσφιξε μια φανταστική βέργα, σαν αυτή που μπορεί να κρατούσαν οι πρόγονοί της και κρατώντας τη, ναρκωμένη και βυθισμένη, έμοιαζε να διευθύνει τάγματα που όδευαν προς τον Καναδά· αλλά κι εκείνους τούς καλούς ανθρώπους που διέσχιζαν το Λονδίνο, την επικράτειά τους, εκείνο το κομματάκι χαλί, το Μεϊφέαρ.
Απομακρύνονταν όλο και περισσότερο απ᾿ αυτήν, χωρίς να παύουν να είναι δεμένοι μαζί της με μια λεπτή κλωστή (εφόσον είχαν γευματίσει μαζί της) που ξετυλιγόταν διαρκώς, όλο και λέπταινε καθώς διέσχιζαν το Λονδίνο· λες και οι φίλοι είναι δεμένοι στο σώμα σου, μετά το γεύμα σου μαζί τους, με μια λεπτή κλωστή (που καθώς εκείνη μισοκοιμόταν) μπερδευόταν με τον ήχο απ᾿ τις καμπάνες που χτυπούσαν την ώρα, ή καλούσαν τούς πιστούς στη λειτουργία, σαν ιστός αράχνης που λερώνεται απ᾿ τις στάλες τής βροχής, κι απ᾿ το βάρος του λυγίζει και διαλύεται. Κι έτσι την πήρε ο ύπνος.
Ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι κι ο Χιου Γουίτμπρεντ κοντοστάθηκαν στη γωνία της οδού Κόντουιτ ακριβώς τη στιγμή που η Μίλισεντ Μπρούτον, ξαπλωμένη στον καναπέ της, άφησε την κλωστή να σπάσει, ροχάλισε. Στο Νόρφολκ, που είχε καταλάβει ένα μέρος τής σκέψης του Ρίτσαρντ Νταλογουέι, ένα ζεστό αεράκι ίσιωνε τα πέταλα· αναστάτωνε τα νερά· ανάδευε το μεστό χορτάρι. Οι Θεριστές, που είχαν ξαπλώσει δίπλα δίπλα κάτω απ᾿ τούς φράχτες για να ξαποστάσουν απ᾿ την πρωινή δουλειά, άνοιγαν κουρτίνες από μυτερά φύλλα — έκαναν στην άκρη τρεμάμενες τούφες μαϊντανό, για να δουν τον ουρανό· τον γαλανό, αταλάντευτο, καυτό καλοκαιρινό ουρανό.
Συνειδητοποιώντας ότι ο ίδιος κοιτούσε μια ασημένια κούπα με δύο λαβές, εποχής Ιακώβου Α', και ότι ο Χιου Γουίτμπρεντ θαύμαζε με ύφος συγκαταβατικό και αέρα ειδήμονα ένα ισπανικό περιδέραιο, την τιμή τού οποίου σκεφτόταν να ρωτήσει για την περίπτωση που άρεσε στην Ίβλιν — ο Ρίτσαρντ ένιωθε ακόμα ναρκωμένος· δεν μπορούσε να σκεφτεί, να μιλήσει. Η ζωή είχε φέρει στην επιφάνεια αυτά τα ερείπια· βιτρίνες με πολύχρωμα στρας κι αυτός να στέκεται εκεί κοιτάζοντας, βλοσυρός, με τη ληθαργική διάθεση τού ηλικιωμένου, αγκυλωμένος απ᾿ την ακαμψία τού ηλικιωμένου. Η Ίβλιν Γουίτμπρεντ μπορεί να ήθελε να αγοράσει αυτό το ισπανικά περιδέραιο — μπορεί. Ήθελε τόσο να χασμουρηθεί. Ο Χιου έμπαινε στο κατάστημα.
«Σωστή κίνηση!» είπε ο Ρίτσαρντ ακολουθώντας τον.
Ένας Θεός ήξερε ότι δεν είχε καμία όρεξη ν᾿ αγοράζει περιδέραια με τον Χιου. Αλλά μερικές φορές το σώμα έχει τις δικές του ώρες. Το πρωί συναντά το απόγευμα. Παραδέρνοντας σαν αδύναμη φελούκα στο βαθύ, στο πολύ βαθύ ρεύμα, ο παππούς τής λαίδης Μπρούτον, τα απομνημονεύματά του, οι εκστρατείες του στη Βόρειο Αμερική πλημμύρισαν και βυθίστηκαν. Το ίδιο κι η Μίλισεντ Μπρούτον. Βούλιαξε. Δεκάρα δεν έδινε ο Ρίτσαρντ για την έκβαση τού θέματος τής Μετανάστευσης· για κείνο το γράμμα, αν ο εκδότης θα το δημοσίευε ή όχι. Το περιδέραιο κρεμόταν απλωμένο ανάμεσα στα αξιοθαύμαστα δάχτυλα τού Χιου. Ας το ᾿δινε σε μια κοπέλα, αν ήθελε σώνει και καλά ν᾿ αγοράσει κοσμήματα — σε μια κοπέλα, οποιαδήποτε κοπέλα συναντούσε στο δρόμο. Πόσο ανάξια λόγου είναι αυτή η ζωή, αυτή η σκέψη καρφώθηκε ξαφνικά στο μυαλό του Ρίτσαρντ — ν᾿ αγοράζει περιδέραια για την Ίβλιν. Αν είχε γιο θα του έλεγε: Δούλεψε, δούλεψε. Αλλά είχε την Ελίζαμπεθ· τη λάτρευε τη μικρή του, την Ελίζαμπεθ.
«Θα ήθελα να δω τον κύριο Ντιμπονέ» είπε ο Χιου με τον απότομο τρόπο του και το ύφος τού παντογνώστη. Αποδεiχθηκε πως ο αυτός ο κύριος Ντιμπονέ γνώριζε το μέγεθος τού λαιμού τής κυρίας Γουίτμπρεντ ή, περιέργως πώς, ήξερε τις απόψεις της για τα ισπανικά κοσμήματα και πόσα κομμάτια τέτοιου είδους είχε στην κατοχή της (κάτι που αδυνατούσε να θυμηθεί ο Χιου). Όλα αυτά φαίνονταν τόσο παράξενα στον Ρίτσαρντ. Δεν έκανε ποτέ δώρα στην Κλαρίσα, με εξαίρεση ένα βραχιόλι πριν από δύο ή τρία χρόνια, κι αυτό δεν αποδείχθηκε ιδιαίτερη επιτυχία. Δεν το φόρεσε ποτέ. Τού ήταν οδυνηρό να θυμάται πω δεν το φόρεσε ποτέ. Κι όπως ο ένας και μοναδικός ιστός τής αράxvnς αφού ταλαντευτεί πότε εδώ και πότε εκεί, κολλάει τελικά στην άκρη ενός φύλλου, έτσι και το μυαλό του Ρίτσαρντ, που έβγαινε απ᾿ το λήθαργό του, κόλλησε τώρα στη γυναίκα του, την Κλαρίσα, που τόσο παθιασμένα είχε ερωτευτεί ο Πίτερ Γουόλς· ο Ρίτσαρντ είδε ξαφνικά την εικόνα της να σχηματίζεται μπροστά του την ώρα που γευμάτιζαν· την εικόνα τού εαυτού του με την Κλαρίσα· τής κοινής ζωής τους· τράβηξε το δίσκο με τα παλιά κοσμήματα προς το μέρος του, σήκωσε πρώτα μια καρφίτσα, μετά ένα δαχτυλίδι, «Πόσο κοστίζει;» ρώτησε, αλλά αμφέβαλε για το γούστο του. Ήθελε ν` ανοίξει την πόρτα τού σαλονιού και να κρατά κάτι· ένα δώρο για την Κλαρίσα. Αλλά τι; Ο Χιου είχε σηκωθεί απ` την καρέκλα του. Μιλούσε με απερίγραπτα πομπώδες ύφος. Πραγματικά, ύστερα από αγορές τριάντα πέντε ετών απ᾿ το συγκεκριμένο κατάστημα δεν θα δεχτεί να τον σκοτίζει ένα παιδάριο που δεν ξέρει τη δουλειά του. Επειδή, καθώς φαίνεται, ο Ντιμπονέ είχε βγει κι ο Χιου δεν θα αγόραζε τίποτε μέχρι να ευαρεστηθεi να επιστρέψει ο κύριος Ντιμπονέ· σ᾿ αυτό το σημείο ο νεαρός κατακοκκίνισε κι έκανε μια μικρή υπόκλιση. Μάλιστα, μάλιστα, κύριε. Ο Ρίτσαρντ δεν θα μπορούσε ποτέ να μιλήσει έτσι για να σώσει το τομάρι του! Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι ανέχονταν τόση θρασύτητα. Ο Χιου είχε γίνει ένα ανυπόφορο καθοίκι. Ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι δεν μπορούσε ν᾿ ανεχτεί την παρουσία του περισσότερο από μία ώρα. Σήκωσε ελαφρά το καπέλο του σε ένδειξη χαιρετισμού κι έστριψε στη γωνία της οδού Κόντουιτ, με ανυπομονησία, με μεγάλη ανυπομονησία, να περπατήσει πάνω στον ιστό τής αράχνης που τον ένωνε με την Κλαρίσα· θα πήγαινε απευθείας σ᾿ αυτήν, στο Γουέστμινστερ.
Αλλά ήθελε να μπει στο σπίτι κρατώντας κάτι. Λουλούδια; Ναι, λουλούδια, εφόσον δεν εμπιστευόταν το γούστο του στο χρυσό· πολλά λουλούδια, τριαντάφυλλα, ορχιδέες, για να γιορτάσουν το γεγονός· αυτό ήταν το συναίσθημά του γι᾿ αυτήν, όταν αναφέρθηκαν στον Πίτερ Γουόλς στο γεύμα· δεν είχαν μιλήσει ποτέ γι᾿ αυτό· χρόνια δεν είχαν μιλήσει γι᾿ αυτό· γεγονός που σκέφτηκε, αδράχνοντας τα τριαντάφυλλά του, κόκκινα και λευκά (μια τεράστια ανθοδέσμη τυλιγμένη σε ζελατίνα), είναι το μεγαλύτερο σφάλμα στον κόσμο. Φτάνει κάποια στιγμή που δεν μπορεί να ειπωθεί· παραείναι κανείς δειλός για να το πει, σκέφτηκε, βάζοντας στην τσέπη του τα ρέστα· ξεκίνησε με την τεράστια ανθοδέσμη σφιγμένη πάνω στο σώμα του για το Γουέστμινστερ, για να πει, ξεκάθαρα κι ανοιχτά (κι ας σκεφτόταν ό,τι ήθελε εκείνη γι᾿ αυτόν) και δίνοντάς της τα λουλούδια, «Σ᾿ αγαπώ». Γιατί όχι; Ήταν θαύμα πραγματικό, αν σκεφτόσουν τον πόλεμο και τους χιλιάδες άμοιρους, που είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους και παραχώθηκαν όλοι μαζί, ήδη μισοξεχασμένοι· θαύμα. Να τος, να διασχίζει το Λονδίνο για να πει στην Κλαρίσα ανοιχτά ότι την αγαπά. Κάτι που δεν λέμε ποτέ, σκέφτηκε. Λίγο από τεμπελιά· λίγο από δειλία. Κι η Κλαρίσα —ήταν δύσκολο να το φέρει στο νου του· εκτός από κάποιες ξαφνικές στιγμές, όπως στο γεύμα, που την έβλεπε καθαρά· έβλεπε ολόκληρη τη ζωή τους. Σταμάτησε στη διασταύρωση· κι επανέλαβε —αυτός ο απλός εκ φύσεως άνθρωπος, ο αδιάφθορος, που ήταν ισχυρογνώμων κι επίμονος, που υπερασπιζόταν τούς καταπιεσμένους κι ακολουθούσε το ένστικτό του στη Βουλή τών Κοινοτήτων, που είχε διατηρήσει την απλότητά του αλλά και ταυτόχρονα είχε γίνει αμίλητος, αλύγιστος αρκετά— επανέλαβε πως ήταν θαύμα που παντρεύτηκε την Κλαρίσα· ένα θαύμα — η ζωή του ήταν ένα θαύμα, σκέφτηκε· δίσταζε να περάσει απέναντι. Αλλά γινόταν πυρ και μανία όταν έβλεπε πλάσματα πέντε ή έξι ετών να διασχίζουν μόνα τους την Πικαντίλι. Η αστυνομία όφειλε να σταματά την κίνηση αμέσως. Δεν έτρεφε αυταπάτες για τη λονδρέζικη αστυνομία. Ουσιαστικά, συγκέντρωνε στοιχεία σχετικά με την πλημμελή άσκηση τών καθηκόντων τών μελών της· κι εκείνοι οι πλανόδιοι έμποροι, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να σταματούν τα καροτσάκια τους στο δρόμο· κι οι πόρνες, θεέ μου, δεν έφταιγαν αυτές, ούτε κι οι νεαροί, έφταιγε το απεχθές κοινωνικό σύστημά μας και ούτω καθεξής· όλα αυτά τα συλλογιζόταν, φαινόταν ότι τα συλλογιζόταν, ο γκριζομάλλης, επίμονος, κομψός, τίμιος άντρας, καθώς διέσχιζε το πάρκο για να πάει στη γυναίκα του να τής πει ότι την αγαπά. Θα το έλεγε ανοιχτά όταν θα έμπαινε στο δωμάτιο. Γιατί είναι μεγάλο κρίμα να μην λες ό,τι αισθάνεσαι, σκέφτηκε, διασχίζοντας το Γκριν Παρκ και παρατηρώντας ικανοποιημένος πως οικογένειες ολόκληρες, φτωχές οικογένειες, είχαν ξαπλώσει στη σκιά των δέντρων· μωρά κλοτσούσαν τον αέρα· ρουφούσαν το γάλα τους· χαρτοσακούλες παντού, που μπορούσε εύκολα να τις μαζέψει (αν ο κόσμος διαμαρτυρόταν) κάποιος απ᾿ αυτούς του χοντρούς κυρίους με τη στολή· ο Ρίτσαρντ είχε τη γνώμη πως όλα τα πάρκα κι όλες οι πλατείες κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών έπρεπε να είναι ανοιχτά για τα παιδιά. Και δεν ήξερε τι θα μπορούσε να γίνει για τις άστεγες γυναίκες, όπως εκείνη η κακομοίρα που ήταν ξαπλωμένη, ακουμπισμένη στον αγκώνα της (σαν να είχε πέσει στο χώμα, απαλλαγμένη απ᾿ όλα τα δεσμά, για να παρατηρεί με περιέργεια, να συλλογίζεται άφοβα, να σκέφτεται, τα γιατί και τα συνεπώς, με αναίδεια, με το στόμα μισάνοικτο, με χιούμορ). Ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι την πλησίασε κρατώντας τα λουλούδια του σαν όπλο· την προσπέρασε με βήμα αποφασιστικό· αλλά έφτασε μια στιγμή για να δημιουργηθεί μια σπίθα ανάμεσά τους — εκείνη γέλασε κοροϊδευτικά μόλις τον είδε, εκείνος χαμογέλασε καλοσυνάτα, αναλογιζόμενος το πρόβλημα τών άστεγων γυναικών· όχι ότι υπήρχε περίπτωση να μιλήσουν ποτέ. Αλλά θα έλεγε στην Κλαρίσα ότι την αγαπά, ανοιχτά. Μια εποχή ζήλευε τον Πίτερ Γουόλς· ζήλευε τον Πίτερ και την Κλαρίσα· αλλά εκείνη τού έλεγε συχνά ότι είχε κάνει καλά που δεν είχε παντρευτεί τον Πίτερ Γουόλς· και ξέροντας την Κλαρίσα, σαφώς ίσχυε αυτό· η Κλαρίσα χρειαζόταν ένα στήριγμα. Δεν ήταν αδύναμη· αλλά χρειαζόταν ένα στήριγμα. Όσο για τα Ανάκτορα τού Μπάκιγχαμ (γερασμένη πριμαντόνα που κοιτά το κοινό της ντυμένη στα λευκά), δεν μπορείς ν᾿ αρνηθείς πως έχουν κάποια μεγαλοπρέπεια, σκέφτηκε, ούτε να περιφρονήσεις ότι εντέλει για εκατομμύρια ανθρώπους, (ένα μικρό πλήθος περίμενε στην πύλη να δει τον Βασιλιά ν᾿ αναχωρεί με το αυτοκίνητό του) αποτελούν σύμβολο, όσο κι αν είναι παράλογο αυτό.
Το Μπιγκ Μπεν άρχισε να χτυπά: πρώτα η προειδοποίησή του, μουσική, έπειτα η ώρα, αμετάκλητη. Στα μεσημεριανά γεύματα χαραμίζεις όλο σου το απόγευμα, σκέφτηκε, φτάνοντας στην εξώπορτα.
Ο ήxoς του Μπιγκ Μπεν πλημμύρισε το σαλόνι, όπου η Κλαρίσα καθόταν, εξαιρετικά ενοχλημένη, μπροστά στο γραφειάκι της· ανήσυχη· ενοχλημένη. Η απόλυτη αλήθεια ήταν ότι δεν είχε καλέσει την Έλι Χέντερσον στη δεξίωσή της· αλλά το είχε κάνει εσκεμμένα. Το σημείωμα τής κυρίας Μάρσαμ έγραφε: «Είπε στην Έλι Χέντερσον ότι θα ρωτούσε την Κλαρίσα — η Έλι επιθυμούσε τόσο πολύ να έρθει».
Μα γιατί θα έπρεπε να προσκαλέσει όλες τις βαρετές γυναίκες τού Λονδίνου στη δεξίωσή της; Ήταν ανάγκη ν᾿ ανακατευτεί η κυρία Μάρσαμ; Ήταν κι η Ελίζαμπεθ, κλειδαμπαρωμένη όλη αυτή την ώρα με την Ντόρις Κίλμαν. Ο νους της, δεν μπορούσε να συλλάβει τίποτε πιο αηδιαστικό. Να προσεύχεται αυτή την ώρα μ᾿ αυτήν τη γυναίκα. Ο ήxoς τού κουδουνιού πλημμύρισε το δωμάτιο με το μελαγχολικό κύμα του· κύμα που υποχώρησε, μαζεύτηκε και ξεχύθηκε μια φορά ακόμα, κι έπειτα την προσοχή της τράβηξε ένα ψαχούλεμα, ένα γρατζούνισμα στην πόρτα. Ποιος να ήταν αυτή την ώρα; Θεέ και Κύριε, τρεις! Είχε πάει τρεις! Με ακατανίκητη ευθύτητα και μεγαλοπρέπεια το ρολόι χτυπούσε τρεις· και δεν άκουσε τίποτε άλλο αλλά το πόμολο έστριψε και μπήκε ο Ρίτσαρντ! Τι έκπληξη! Μπήκε ο Ρίτσαρντ κρατώντας λουλούδια. Τον είχε απογοητεύσει, μια φορά στην Κωνσταντινούπολη· κι η λαίδη Μπρούτον, τα γεύματα τής οποίας έλεγαν ότι ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικά, δεν την είχε προσκαλέσει. Τής πρόσφερε λουλούδια — τριαντάφυλλα, κόκκινα και λευκά τριαντάφυλλα. (Αλλά δεν τα κατάφερνε να τής πει ότι την αγαπά· τουλάχιστον όχι ανοιχτά.)
Τι όμορφα, είπε εκείνη, παίρνοντάς τα. Κατάλαβε· κατάλαβε χωρίς να μιλήσει εκείνος· η Κλαρίσα του. Τα έβαλε σε ανθοδοχεία πάνω στο τζάκι. Τι όμορφα! είπε εκείνη. Διασκεδάσανε στο γεύμα, ρώτησε; Ρώτησε γι᾿ αυτήν η λαίδη Μπρούτον; Ο Πίτερ Γουόλς επέστρεψε. Η κυρία Μάρσαμ τής έγραψε. Πρέπει να προσκαλέσει την Έλι Χέντερσον; Εκείνη τη φρικτή γυναίκα, η Κίλμαν, είναι επάνω.
«Ας καθίσουμε πέντε λεπτά» είπε ο Ρίτσαρντ.
Το δωμάτιο έδειχνε τόσο άδειο. Όλες οι καρέκλες ήταν κολλημένες στον τοίχο. Μα τι έκαναν; Α, είναι για τη δεξίωση· όχι, δεν την ξέχασε τη δεξίωση. Ο Πίτερ Γουόλς γύρισε. Ω, ναι· την επισκέφτηκε. θα πάρει διαζύγιο· κι είναι ερωτευμένος με κάποια γυναίκα εκεί πέρα. Και δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο. Καθόταν εκεί κι έφτιαχνε το φόρεμά της...
«Και σκεφτόμουν το Μπόρτον» είπε.
Ήταν κι ο Χιου στο γεύμα» είπε ο Ρίτσαρντ. Τον συνάντησε κι εκείνη! Ε, λοιπόν, γίνεται όλο και πιο αφόρητος. Ήθελε ν᾿ αγοράσει περιδέραιο στην Ίβλιν· πιο παχύς από ποτέ· αφόρητο καθοίκι.
«Και μού πέρασε απ᾿ το μυαλό η σκέψη "θα μπορούσα να σ᾿ έχω παντρευτεί" είπε εκείνη, αναλογιζόμενη τον Πίτερ που καθόταν εκεί φορώντας το μικρό παπιγιόν του, μ᾿ εκείνον τα σουγιά, τον άνοιγε, τον έκλεινε. «Όπως ήταν πάντα, τον ξέρεις».
Έγινε κουβέντα γι᾿ αυτόν στο γεύμα, είπε ο Ρίτσαρντ. (Αλλά δεν μπορούσε να τής πει ότι την αγαπά. Τής κρατούσε το χέρι. Αυτό είναι ευτυχία, σκέφτηκε.) Έγραψαν μια επιστολή προς τούς Τάιμς για τη Μίλισεντ Μπρούτον. Μόνο γι᾿ αυτό είναι κατάλληλος ο Χιου.
«Κι η αγαπητή μας κυρία Κίλμαν;» ρώτησε εκείνος. Η Κλαρίσα είπε πως τα τριαντάφυλλα είναι υπέροχα· στην αρχή ήταν κολλημένα μαζί· τώρα άρχισαν από μόνα τους ν᾿ απομακρύνονται.
«Η Κίλμαν κατέφθασε αμέσως μετά το φαγητό» είπε η Κλαρίσα. «Η Ελίζαμπεθ κοκκίνισε. Κλεiστηκαν πάνω. Προσεύχονται, φαντάζομαι».
Θεέ μου! Δεν τού αρέσει αυτό· αλλά αυτά τα πράγματα περνάνε μόνο αν δεν δώσεις σημασία.
«Φορώντας ένα αδιάβροχο και με την ομπρέλα της» είπε η Κλαρίσα.
Δεν είπε πει «Σ᾿ αγαπώ»· αλλά κρατούσε το χέρι της. Αυτό είναι ευτυχία, αυτό είναι, σκέφτηκε εκείνος.
«Μα γιατί πρέπει να προσκαλώ όλες τις βαρετές γυναίκες τού Λονδίνου στις δεξιώσεις μου;» είπε η Κλαρίσα. Κι όταν κάνει δεξίωση η κυρία Μάρσαμ, προσκαλεί η Κλαρίσα τούς καλεσμένους της;
«Η κακομοίρα η Έλι Χέντερσον» είπε ο Ρίτσαρντ — τι παράξενο πράγμα να δίνει τόσο μεγάλη σημασία η Κλαρίσα στις δεξιώσεις της, σκέφτηκε.
Ο Ρίτσαρντ δεν είχε ιδέα πώς έπρεπε να είναι το δωμάτιο. Αλλά — τι ήθελε να τής πει;
Αν ανησυχεί τόσο γι᾿ αυτές τις δεξιώσεις, δεν θα την αφήνει να τις οργανώνει. Θα ήθελε να είχε παντρευτεί τον Πίτερ; Αλλά έπρεπε να φύγει.
Πρέπει να φύγει, είπε, καθώς σηκωνόταν. Αλλά κοντοστάθηκε σαν να ήταν έτοιμος να πει κάτι· τι; αναρωτήθηκε εκείνη. Γιατί; Υπήρχαν τα τριαντάφυλλα.
« Έχεις κάποια επιτροπή;» ρώτησε, τη στιγμή που εκείνος άνοιγε την πόρτα.
«Αρμένιοι» είπε· ή μπορεί να είπε «Αλβανοί».
Υπάρχει αξιοπρέπεια στους ανθρώπους· μοναξιά· χάσμα ακόμα κι ανάμεσα στο ανδρόγυνο· κι αυτό πρέπει να το σέβεσαι, σκέφτηκε η Κλαρίσα, βλέποντάς τον ν᾿ ανοίγει την πόρτα· δεν πρέπει να το αποχωριστείς ή να το αποσπάσεις απ᾿ το σύζυγό σου, ενάντια στη θέλησή του, χωρίς να χάσεις την ανεξαρτησία σου, τον αυτοσεβασμό σου — κάτι πολύτιμο, εντέλει.
Εκείνος επέστρεψε μ᾿ ένα μαξιλάρι κι ένα πάπλωμα.
«Μία ώρα απόλυτη ανάπαυση, μετά το μεσημεριανό» είπε. Κι έφυγε.
Ίδιον του χαρακτήρα του! θα εξακολουθούσε να λέει «Μια ώρα απόλυτη ανάπαυση μετά το μεσημεριανό» ως τη συντέλεια τού κόσμου, επειδή αυτή ήταν η εντολή ενός γιατρού κάποτε. Ήταν ίδιον τού χαρακτήρα του να παίρνει κατά γράμμα ό,τι έλεγαν οι γιατροί· ένα μέρος τής αξιολάτρευτης, θεϊκής απλότητάς του, κανένας άλλος δεν τη διέθετε σ᾿ αυτόν το βαθμό· που τον έκανε να σηκώνεται και ν᾿ αναλαμβάνει δράση, ενώ η Ίδια κι ο Πίτερ χαράμιζαν το χρόνο τους με μικροδιαφωνίες. Ήταν ήδη στα μισά τής διαδρομής ως τη Βουλή τών Κοινοτήτων, για τους Αρμένιους ή τους Αλβανούς του, έχοντάς την πρώτα βολέψει στον καναπέ, να κοιτάζει τα τριαντάφυλλά του. Κι ο κόσμος θα έλεγε: «Η Κλαρίσα Νταλογουέι είναι κακομαθημένη». Νοιαζόταν περισσότερο για τα τριαντάφυλλά της, απ᾿ ό,τι για τους Αρμένιους. Που κυνηγήθηκαν και αποδεκατίστηκαν, σακατεύτηκαν, πάγωσαν, θύματα τής αναλγησίας και τής αδικίας (τόσες φορές είχε ακούσει τον Ρίτσαρντ να τα λέει) — όχι δεν μπορούσε να νιώσει τίποτε για τους Αλβανούς, ή μήπως το θέμα ήταν οι Αρμένιοι; αλλά αγαπούσε τα τριαντάφυλλά της, τα μοναδικά λουλούδια που άντεχε να δει κομμένα. Ο Ρίτσαρντ θα είχε ήδη φτάσει στη Βουλή τών Κοινοτήτων· στην επιτροπή του, έχοντας πρώτα ρυθμίσει όλες τις δικές της δυσκολίες. Αλλά όχι· αλίμονο, αυτό δεν ήταν αλήθεια. Δεν είχε καταλάβει τους λόγους της που δεν κάλεσε την Έλι Χέντερσον. Θα την καλούσε, βέβαια, όπως επιθυμούσε εκείνος. Κι εφόσον τής είχε φέρει τα μαξιλάρια, θα ξάπλωνε... Μα — μα γιατί ένιωθε ξαφνικά, χωρίς να μπορεί να βρει το λόγο, τόσο απελπισμένα δυστυχισμένη; Όπως κάποιος που τού έχει πέσει ένα μαργαριταράκι ή ένα διαμάντι στο χορτάρι και χωρίζει τις ψηλές τούφες του πολύ προσεκτικά, πότε έτσι, πότε αλλιώς, ψάχνει εδώ κι εκεί μάταια και στο τέλος πασχίζει να διακρίνει ανάμεσα στις ρίζες, έτσι κι εκείνη ανέλυε το ένα πράγμα μετά το άλλο. Όχι, δεν ήταν, που η Σάλι Σίτον είχε πει ότι ο Ρίτσαρντ δεν θα γινόταν ποτέ μέλος τού Υπουργικού Συμβουλίου γιατί το μυαλό του ήταν δεύτερης κατηγορίας (το θυμήθηκε)· όχι, δεν την ένοιαζε αυτό· ούτε είχε να κάνει με την Ελίζαμπεθ και την Ντόρις Κίλμαν· αυτά ήταν γεγονότα. Ήταν ένα συναίσθημα, κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα από νωρίτερα το πρωί ίσως· κάτι που είχε πει ο Πίτερ σε συνδυασμό με μια δόση κατάθλιψης δικής της, στην κρεβατοκάμαρά της, τη στιγμή που έβγαζε το καπέλο της· και κάτι που είπε ο Ρίτσαρντ το είχε επιτείνει, αλλά τι είχε πει; Να τα τριαντάφυλλά του. Οι δεξιώσεις της! Αυτό ήταν! Οι δεξιώσεις της! Κι οι δυο την είχαν τόσο άδικα κατακρίνει, την είχαν τόσο άδικα κοροϊδέψει για τις δεξιώσεις της. Αυτό ήταν! Αυτό ήταν!
Πώς θα υπερασπιζόταν τον εαυτό της, λοιπόν; Τώρα που ήξερε τι ήταν, ένιωθε απόλυτα ευτυχής. Πίστευαν, ή τουλάχιστον ο Πίτερ πίστευε, ότι τής άρεσε να επιβάλλεται· τής άρεσε να έχει διάσημους ανθρώπους γύρω της· σπουδαία ονόματα· εν ολίγοις ότι ήταν σνομπ. Τέλος πάντων, μπορεί ο Πίτερ να το πίστευε αυτό. Ο Ρίτσαρντ απλώς θεωρούσε ότι ήταν ανόητο εκ μέρους της, να τής αρέσει η υπερδιέγερση τη στιγμή που ήξερε πως κάνει κακό στην καρδιά της. Ήταν παιδαριώδες, πίστευε εκείνος. Είχαν άδικο κι οι δυο. Αυτό που τής άρεσε ήταν, απλώς, η ζωή.
«Γι᾿ αυτό το κάνω» είπε μιλώντας δυνατά, στη ζωή.
Κι όπως ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, απομονωμένη, απαλλαγμένη, η παρουσία αυτού τού πράγματος, που ένιωθε ότι ήταν τόσο φανερό, απέκτησε φυσική υπόσταση· ντυμένο με τούς ήχους απ᾿ το δρόμο, ηλιόλουστο, με ανάσα καυτή, να ψιθυρίζει, να φυσά τις κουρτίνες. Αλλά ας υποθέσουμε ότι ο Πίτερ τής έλεγε: «Ναι, ναι, αλλά αυτές οι δεξιώσεις σου — τι νόημα έχουν αυτές οι δεξιώσεις;»· το μόνο που θα μπορούσε να πει ήταν (και δεν περίμενε να το καταλάβει κανείς): Είναι μια προσφορά· αυτό ακουγόταν φοβερά ασαφές. Και ποιος ήταν ο Πίτερ για να καταλάβει ότι η ζωή ήταν ένας απλός περίπατος; Ο Πίτερ που ήταν πάντα ερωτευμένος, πάντα ερωτευμένος με μια ακατάλληλη γυναίκα; Κι η δική σου η αγάπη τι είναι; μπορεί να τού έλεγε. Και ήξερε την απάντησή του· πως είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο και καμία γυναίκα δεν μπορεί να το καταλάβει. Πολύ καλά. Αλλά μπορούσε και κανένας άντρας να καταλάβει τι εννοούσε εκείνη; για τη ζωή; Δεν μπορούσε να φανταστεί τον Πίτερ ή τον Ρίτσαρντ να μπαίνουν στον κόπο να κάνουν μια δεξίωση χωρίς να υπάρχει κανείς απολύτως λόγος.
Αλλά για να προχωρήσει πιο βαθιά, κάτω απ᾿ αυτά που έλεγαν οι άλλοι (κι αυτές οι κρίσεις, πόσο επιφανειακές, πόσο αποκομμένες είναι!), μέσα στο μυαλό της τώρα, τι σήμαινε γι᾿ αυτήν αυτό το πράγμα που ονόμαζε ζωή; Ω, ήταν τόσο παράξενο. Υπήρχε ο Τάδε στο Σάουθ Κένσινγκτον· ο Δείνα στο Μπεϊζγουότερ· και κάποιος άλλος, ας πούμε, στο Μεϊφέαρ. Ένιωθε διαρκώς την αίσθηση τής παρουσίας τους· τι σπατάλη, σκεφτόταν· και πόσο κρίμα· μακάρι να μπορούσαν να σμίξουν· κι έτσι φρόντιζε να το κάνει αυτή. Ήταν μια προσφορά· να συνδυάζει, να δημιουργεί· αλλά για ποιον;
Μια προσφορά χάριν της προσφοράς, ίσως, Εν πάση περιπτώσει, ήταν το δώρο της. Δεν διέθετε κάτι άλλο, έστω και μικρής σημασίας· δεν μπορούσε να σκεφτεί, να γράψει, ούτε καν να παίξει πιάνο. Μπέρδευε τούς Αρμένιους με τούς Τούρκους αγαπούσε την επιτυχία· σιχαινόταν την ταλαιπωρία· έπρεπε να είναι αρεστή· έλεγε άπειρες ανοησίες· κι ακόμα και σήμερα, αν τη ρωτούσατε τι είναι ο Ισημερινός, δεν θα ήξερε ν᾿ απαντήσει.
Δεν είχε καμιά διαφορά γι᾿ αυτήν, η μια μέρα που ακολουθούσε την άλλη· Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο· που είχε ξυπνήσει το πρωί· είχε κοιτάξει τον ουρανό· είχε περπατήσει στο πάρκο· είχε συναντήσει τον Χιου Γουίτμπρεντ· και ξαφνικά εμφανίστηκε ο Πίτερ· μετά αυτά τα τριαντάφυλλα· ήταν αρκετά. Πόσο απίστευτο πράγμα έμοιαζε ο θάνατος ύστερα απ᾿ όλα αυτά! — ότι πρέπει να τελειώσει η ζωή· και κανένας στον κόσμο να μην ξέρει πόσο τα είχε αγαπήσει όλα αυτά· πόσο, κάθε λεπτό ...
Άνοιξε η πόρτα. Η Ελίζαμπεθ ήξερε πως η μητέρα της αναπαυόταν. Μπήκε στο δωμάτιο αθόρυβα. Στάθηκε εντελώς ακίνητη. Μήπως είχε ναυαγήσει κάποιος Μογγόλος στις ακτές του Νόρφολκ (όπως είχε πει η κυρία Χίλμπερι), κι είχε μπλέξει με τις κυρίες Νταλογουέι, πριν από εκατό χρόνια ίσως; Επειδή σε γενικές γραμμές τα μέλη τής οικογένειας Νταλογουέι είχαν ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια· αντίθετα, η Ελίζαμπεθ είχε σκούρα χρώματα· είχε σχιστά μάτια και χλωμό πρόσωπο· το μυστήριο τής Ανατολής· ήταν μειλίχια, συμπονετική, σιωπηλή. Όταν ήταν παιδί, είχε θαυμάσια αίσθηση τού χιούμορ· αλλά τώρα στα δεκαεπτά της γιατί είχε γίνει τόσο σοβαρή, η Κλαρίσα δεν μπορούσε να το καταλάβει· σαν υάκινθος μέσα σε θήκη γυαλιστερή πράσινη, με μπουμπούκια που μόλις έχουν πάρει το χρώμα τους, ένα υάκινθος που δεν τον έχει δει ο ήλιος.
Στεκόταν ακίνητη και κοιτούσε τη μητέρα της· αλλά η πόρτα ήταν μισάνοιχτη κι απέξω βρισκόταν η δεσποινίς Κίλμαν, το ήξερε η Κλαρίσα· η δεσποινίς Κίλμαν ντυμένη με το αδιάβροχό της, που άκουγε ό,τι έλεγαν.
Ναι, η δεσποινίς Κίλμαν στεκόταν στο κεφαλόσκαλο και φορούσε αδιάβροχο· αλλά είχε τούς λόγους της. Πρώτον, το αδιάβροχο ήταν φτηνό· δεύτερον, η ίδια ήταν πάνω από σαράντα· και, εντέλει, δεν ντυνόταν για να αρέσει. Επίσης, ήταν φτωχή· εξευτελιστικά φτωχή. Διαφορετικά δεν θα έπαιρνε δουλειές από ανθρώπους σαν τούς Νταλογουέι· από πλούσιους που τούς άρεσε να είναι ευγενικοί. Για να είναι δίκαιη, ο κύριος Νταλογουέι ήταν ευγενικός. Η κυρία Νταλογουέι όχι. Ήταν απλώς καταδεκτική. Προερχόταν από την πιο ανάξια κοινωνική τάξη — τούς πλούσιους με το λούστρο τής καλλιέργειας. Είχαν ακριβά πράγματα παντού· πίνακες, χαλιά, πολλούς υπηρέτες. Σκέφτηκε πως ό,τι είχαν κάνει οι Νταλογουέι γι᾿ αυτήν, τής ανήκε δικαιωματικά.
Είχε εξαπατηθεί. Ναι, δεν ήταν υπερβολική η λέξη, σίγουρα μια κοπέλα δικαιούται μια μορφή ευτυχίας, έτσι δεν είναι; Κι εκείνη δεν είχε υπάρξει ποτέ ευτυχισμένη, τόσο αδέξια και φτωχή που ήταν. Κι έπειτα, ακριβώς τη στιγμή που μπορεί να είχε μια ευκαιρία στο σχολείο της κυρίας Ντόλμπι, ήρθε ο πόλεμος· και δεν ήταν ποτέ ικανή να λέει ψέματα. Η κυρία Ντόλμπι θεώρησε, πως θα ήταν πιο καλά ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν τις ίδιες απόψεις με την ίδια, για τους Γερμανούς. Υποχρεώθηκε να φύγει. Αλήθεια, η οικογένειά της είχε γερμανική καταγωγή το όνομα Κίλμαν ήταν γερμανικής προέλευσης· αλλά ο αδερφός της είχε σκοτωθεί. Την έδιωξαν επειδή δεν μπορούσε να προσποιηθεί πως όλοι οι Γερμανοί ήταν αχρείοι — τη στιγμή που είχε γερμανούς φίλους, που τις μοναδικές χαρούμενες μέρες τής ζωής της, τις είχε περάσει στη Γερμανία! Και στο κάτω κάτω είχε διαβάσει ιστορία. Ήταν αναγκασμένη να αναλαμβάνει ό,τι έβρισκε. Ο κύριος Νταλογουέι την είχε συναντήσει όταν δούλευε στους Φρεντ. Τής είχε επιτρέψει (κι αυτό ήταν πραγματικά γενναιόδωρο εκ μέρους του) να διδάξει ιστορία στην κόρη του. Έκανε και κάποια μαθήματα σε προγράμματα επιμόρφωσης. Μετά συνάντησε τον Ιησού Χριστό (σ᾿ αυτό το σημείο πάντα έσκυβε το κεφάλι). Είχε δει το φως πριν από δυο χρόνια και τρεις μήνες. Τώρα πια δεν φθονούσε γυναίκες σαν την Κλαρίσα Νταλογουέι· τις λυπόταν.
Τις λυπόταν και τις περιφρονούσε απ᾿ τα βάθη της καρδιάς της, έτσι όπως στεκόταν στο μαλακό χαλί και κοιτούσε την παλιά γκραβούρα με το κοριτσάκι με το μανσόν. Με όλη αυτή την πολυτέλεια, τι ελπίδες υπήρχαν να καλυτερέψουν τα πράγματα; Αντί να είναι ξαπλωμένη στον καναπέ — «Η μητέρα μου αναπαύεται» είχε πει η Ελίζαμπεθ— θα ᾿πρεπε να βρίσκεται σε κανένα εργοστάσιο· πίσω από κανένα ταμείο· η κυρία Νταλογουέι κι όλες οι άλλες εκλεκτές κυρίες! Χολωμένη κι οργισμένα η δεσποινίς Κίλμαν είχε μπει σε μια εκκλησία πριν από δύο χρόνια και τρεις μήνες. Είχε ακούσει τον αιδεσιμότατο Έντουαρντ Γουίτακερ να κηρύττει· αγόρια να ψάλλουν· είχε δει το ιερό φως να κατεβαίνει κι είτε ήταν η θρησκευτική μουσική είτε οι φωνές (η ίδια έβρισκε ανακούφιση σ᾿ ένα βιολί όταν ήταν μόνη της τα βράδια· αλλά ο ήχος του ήταν βασανιστικός· δεν είχε μουσικό αυτί), τα συναισθήματα που πυρακτωμένα κι αγριεμένα έβραζαν και φούσκωναν μέσα της, αμβλύνθηκαν έτσι όπως καθόταν εκεί, κι εκείνη έκλαψε πολύ και πήγε να επισκεφτεί τον κύριο Γουίτακερ στο σπίτι του στο Κένσινγκτον. Είναι θέλημα θεού, είπε εκείνος. Ο θεός τής είχε δείξει το δρόμο. Κι έτσι τώρα, όποτε έβραζε μέσα της κάποιο συναίσθημα πυρακτωμένο κι οδυνηρό, η έχθρα της για την κυρία Νταλογουέι, η μνησικακία της απέναντι στον κόσμο, η σκέψη της πήγαινε στον θεό. Έφερνε στο νου της τον κύριο Γουίτακερ. Την οργή διαδεχόταν η γαλήνη. Μια γλυκιά γεύση πλημμύριζε τις φλέβες της, τα χείλη της μισάνοιγαν, και έτσι όπως στεκόταν τώρα φοβερή στο πλατύσκαλο φορώντας το αδιάβροχό της, κοίταζε με σταθερότητα κι απειλητική ηρεμία την κυρία Νταλογουέι που έβγαινε απ᾿ το δωμάτιο με την κόρη της.
Η Ελίζαμπεθ είπε, ότι είχε ξεχάσει τα γάντια της. Αυτό το είπε γιατί η δεσποινίς Κίλμαν κι η μητέρα της μισούσαν η μία την άλλη. Δεν άντεχε να τις βλέπει μαζί. Έτρεξε επάνω να βρει τα γάντια της.
Ωστόσο η δεσποινίς Κίλμαν δεν μισούσε την κυρία Νταλογουέι. Όταν έστρεψε τα μεγάλα κατακόκκινα μάτια της προς την Κλαρίσα και παρατήρησε το ροδαλό προσωπάκι της, το ντελικάτο κορμί της, τη φρεσκάδα που απέπνεε και την κομψότητά της, σκέφτηκε: Ανόητη! Ηλίθια! Που δεν έχεις γνωρίσει ποτέ ούτε λύπη ούτε χαρά που έζησες τη ζωή σου επιπόλαια! Κι εκεί φούσκωσε μέσα της η ακατανίκητη επιθυμία να θριαμβεύσει σε βάρος της· να τής αφαιρέσει το προσωπείο. θα ένιωθε ανακούφιση αν τη σώριαζε στο έδαφος σαν δέντρο χτυπημένο από τσεκούρι. Αλλά δεν την απασχολούσε το σώμα· την ψυχή και την κοροϊδία της επιθυμούσε να καθυποτάξει· να κάνει αισθητή τη δική της ανωτερότητα. Μακάρι να μπορούσε να την κάνει να κλάψει γοερά· να μπορούσε να την καταστρέψει· να την ταπεινώσει· να την κάνει να γονατίσει κλαίγοντας και να πει: Έχεις δίκιο! Αλλά αυτό ήταν απόφαση τού Κυρίου, όχι τη Ντόρις Κίλμαν. Θα ήταν ένας θρησκευτικός θρίαμβος. Κι έτσι περιορίστηκε ν᾿ αγριοκοιτάξει· να στραβοκοιτάξει.
Η Κλαρίσα είχε πραγματικά σοκαριστεί. Ήταν χριστιανή αυτή η γυναίκα! Αυτή η γυναίκα τής είχε πάρει την κόρη της! Αυτή βρισκόταν σε επικοινωνία με αόρατες δυνάμεις! Αυτή η βαριά, άσχημη, κοινότατη γυναίκα, που δεν είχε καμία απολύτως ευγένεια ή χάρη, γνώριζε το νόημα της ζωής!
«Πηγαίνετε την Ελίζαμπεθ στο Μετοχικό Ταμείο;» είπε η κυρία Νταλογουέι.
Η δεσποινίς Κίλμαν απάντησε καταφατικά. Στέκονταν εκεί. Η δεσποινίς Κίλμαν δεν είχε καμία πρόθεση να φανεί ευχάριστη. Το ψωμί της το κέρδιζε πάντα με τον κόπο της. Οι γνώσεις της για τη σύγχρονη ιστορία ήταν πληρέστατες. Από το πενιχρό εισόδημά της έβαζε στην άκρη λεφτά, για τους σκοπούς στους οποίους πίστευε· ενώ αυτή η γυναίκα δεν έκανε τίποτε, δεν πίστευε σε τίποτε· ανάθρεψε την κόρη της — αλλά να η Ελίζαμπεθ, ξέπνοη, η όμορφη κοπέλα.
Πήγαιναν στο Μετοχικό Ταμείο, λοιπόν. Παράξενο, έτσι όπως στεκόταν εκεί η δεσποινίς Κίλμαν (στεκόταν σαν κάποιο τέρας προϊστορικό, δυνατό και λιγόλογο, οπλισμένο για μια πάλη πρωτόγονη), πως λεπτό με λεπτό, η ιδέα που είχε γι᾿ αυτήν συρρικνωνόταν, πώς κατέρρεε η έχθρα (που είχε να κάνει με τις ιδέες, όχι με τους ανθρώπους), πως έχανε την κακεντρέχειά της, τον όγκο της, πώς λεπτό με λεπτό γινόταν απλώς η δεσποινίς Κίλμαν με το αδιάβροχο που, μάρτυς της ο θεός, η Κλαρίσα θα ήθελε να βοηθήσει.
Στην ιδέα τού τέρατος που μίκραινε η Κλαρίσα γέλασε. Τις αποχαιρέτησε γελώντας.
Μαζί έφυγαν η δεσποινίς Κίλμαν κι η Ελίζαμπεθ κατεβαίνοντας τα σκαλιά.
Με μια παρόρμηση ξαφνική, μια οδύνη σφοδρή, που αυτή η γυναίκα τής έπαιρνε την κόρη της, η Κλαρίσα έγειρε πάνω στην κουπαστή τής σκάλας και φώναξε: «Μην ξεχάσεις τη δεξίωση! Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μας απόψε!».
Αλλά η Ελίζαμπεθ είχε ήδη ανοίξει την εξώπορτα· ένα φορτηγό περνούσε· δεν απάντησε.
Αγάπη και θρησκεία! σκέφτηκε η Κλαρίσα, γυρνώντας στο σαλόνι, μ᾿ ένα ρίγος σ᾿ όλο το κορμί της. Τι αηδία, τι αηδία που είναι! Γιατί τώρα που δεν είχε μπροστά της, το σώμα της Ντόρις Κίλμαν, την κατακυρίευσε — η σκέψη αυτή. Ό,τι πιο απάνθρωπο υπάρχει στο κόσμο, σκέφτηκε, βλέποντάς τες, αδέξιες, κατασυγχυσμένες, αυταρχικές, υποκριτικές, αδιάκριτες, ζηλόφθονες, απύθμενα άσπλαχνες κι αδίστακτες, ντυμένες με αδιάβροχο, στο πλατύσκαλο· αγάπη και θρησκεία. Είχε ποτέ εκείνη αποπειραθεί να προσηλυτίσει κανέναν; Δεν ήθελε να είναι κάθε άνθρωπος ο εαυτός του; Κοιτάζοντας έξω απ᾿ το παράθυρο είδε την ηλικιωμένη κυρία απέναντι ν᾿ ανεβαίνει τή σκάλα. Ας ανέβει, αν θέλει· ας σταματήσει· κι έπειτα ας προχωρήσει προς την κρεβατοκάμαρά της, όπως την είχε δει συχνά η Κλαρίσα να κάνει, ας ανοίξει τις κουρτίνες της κι ας εξαφανιστεί ξανά στο βάθος τού σπιτιού. Όφειλες να το σεβαστείς αυτό — την ηλικιωμένη γυναίκα που κοιτούσε έξω απ᾿ το παράθυρο, χωρίς να έχει συναίσθηση ότι την παρακολουθούν. Υπήρχε κάτι ιερό σ᾿ αυτό — αλλά η αγάπη κι η θρησκεία θα το κατέστρεφαν, ό,τι κι αν ήταν· το άδυτο τής ψυχής. Η απεχθής Κίλμαν θα το κατέστρεφε. Γι᾿ αυτήν, ωστόσο, ήταν ένα θέαμα που τής έφερνε δάκρυα στα μάτια.
Και η αγάπη κατέστρεφε. Καθετί υπέροχο, καθετί αληθινό χανόταν. Για παράδειγμα, ο Πίτερ. Ένας άντρας γοητευτικός, έξυπνος, με άποψη για τα πάντα. Αν ήθελες να μάθεις για τον Πόουπ, παραδείγματος χάρη, ή για τον Άντισον, ή απλώς να κουβεντιάσεις περί ανέμων και υδάτων, για το χαρακτήρα τών ανθρώπων, τη σημασία τών πραγμάτων, ο Πίτερ όλα αυτά τα ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον. Ο Πίτερ την είχε βοηθήσει· ο Πίτερ τής είχε δανείσει βιβλία. Αλλά δες τι γυναίκες ερωτευόταν — λαϊκές, ασήμαντες, συνηθισμένες. Ο Πίτερ ερωτευμένος —ήρθε να τη δει ύστερα από τόσα χρόνια, και για ποιο πράγμα μιλούσε; Για τον εαυτό του. Φρικτό πάθος! σκέφτηκε. Εξευτελιστικό πάθος! σκέφτηκε, αναλογιζόμενη την Κίλμαν και τη μικρή της την Ελίζαμπεθ, να περπατούν προς τα Καταστήματα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού και Ναυτικού.
Το Μπιγκ Μπεν χτύπησε τη μισή ώρα. Ηχηρά, ενοχλητικά χτύπησε ένα καθυστερημένο ρολόι μετά το Μπιγκ Μπεν, με την αγκαλιά του γεμάτη ασήμαντα πράγματα. Σπασμένα, διαλυμένα απ᾿ την ορμή που είχαν οι άμαξες, απ᾿ τη βιαιότητα τών φορτηγών, το ανυπόμονο βάδισμα μυριάδων κοκαλιάρηδων αντρών, φανταχτερών γυναικών, απ᾿ τους θόλους και τις σπείρες τών γραφείων και τών νοσοκομείων, τα τελευταία θραύσματα απ᾿ αυτή την αγκαλιά φάνηκαν να σπάνε, σαν αφρός από κύμα αποκαμωμένο, πάνω στο σώμα τής Ντόρις Κίλμαν που στάθηκε ακίνητη για μια στιγμή στο δρόμο κι είπε μέσα απ᾿ τα δόντια της: «Η σάρκα φταίει».
Τις επιθυμίες τής σάρκας πρέπει να υποτάξει. Η Κλαρίσα Νταλογουέι την είχε προσβάλει. Αυτό το περίμενε. Αλλά εκείνη δεν είχε θριαμβεύσει, δεν είχε νικήσει τη σάρκα. Ήταν άσχημη, αδέξια· η Κλαρίσα Νταλογουέι την είχε κοροϊδέψει που ήταν έτσι· κι είχε αναβιώσει τις σαρκικές επιθυμίες, γιατί την είχε πειράξει που ένιωθε έτσι, όπως ένιωθε πλάι στην Κλαρίσα. Κι ούτε μπορούσε να μιλάει όπως μιλούσε εκείνη. Μα γιατί ήθελε να τής μοιάζει; Γιατί; Απεχθανόταν την κυρία Νταλογουέι απ᾿ τα βάθη τής καρδιάς της. Δεν ήταν σοβαρή. Δεν ήταν καλή. Η ζωή της ήταν ένας ιστός ματαιοδοξίας κι εξαπάτησης. Ωστόσο η Ντόρις Κίλμαν είχε ηττηθεί. Ουσιαστικά, κόντεψε να βάλει τα κλάματα όταν γέλασε στα μούτρα της η Κλαρίσα Νταλογουέι. «Η σάρκα φταίει, η σάρκα φταίει» είπε μέσα απ᾿ τα δόντια της (είχε συνήθεια να λέει τις σκέψεις της φωναχτά), πασχίζοντας να καταπνίξει αυτή την οδυνηρή αναστάτωση, καθώς κατηφόριζε την οδό Βικτόρια. Προσευχήθηκε στον θεό. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι που ήταν άσχημη· δεν είχε λεφτά ν᾿ αγοράσει ωραία ρούχα. Η Κλαρίσα Νταλογουέι την είχε κοροϊδέψει — αλλά θα συγκέντρωνε το μυαλό της σε κάτι άλλο προτού φτάσει σ᾿ εκείνο το γραμματοκιβώτιο. Ούτως ή άλλως είχε την Ελίζαμπεθ. Αλλά θα σκεφτόταν κάτι άλλο· θα σκεφτόταν τη Ρωσία· προτού φτάσει σ᾿ εκείνο το γραμματοκιβώτιο.
Πόσο ωραία πρέπει να είναι, είπε, στην εξοχή, αντιπαλεύοντας, όπως τής είχε υποδείξει ο κύριος Γουίτακερ, την έντονη μνησικακία της ενάντια στον κόσμο που την είχε χλευάσει, την είχε σαρκάσει, την είχε αποδιώξει· ξεκινούσε μ᾿ αυτό τον εξευτελισμό — το βάσανο τού απωθητικού σώματός της που δεν άντεχε ο κόσμος να βλέπει. Όπως και να χτένιζε τα μαλλιά της, το μέτωπό της ήταν σαν αυγό, χωρίς μαλλιά στην κορυφή του, ασπρουλιάρικο. Δεν τής πήγαινε κανένα ρούχο. Ό,τι και να αγόραζε. Κι αυτό για μια γυναίκα, βέβαια, σήμαινε ανυπαρξία σχέσεων με το αντίθετο φύλο. Ποτέ δεν θα την προτιμούσε κανείς. Μερικές φορές τώρα τελευταία τής φαινόταν πως, εκτός απ᾿ την Ελίζαμπεθ, ζούσε μόνο για το φαγητό· για κάποια πράγματα που είχε παρηγοριά· το δείπνο της, το τσάι της· τη θερμοφόρα της τη νύχτα. Αλλά πρέπει να παλεύουμε· να κυριαρχούμε· να έχουμε πίστη στον θεό. Ο κύριος Γουίτακερ είχε πει πως η δεσποινίς Κίλμαν βρίσκεται στη γη για κάποιο σκοπό. Αλλά κανείς δεν ήξερε την οδύνη της! Τής είχε πει, δείχνοντας τον Εσταυρωμένο, ότι την ξέρει ο θεός. Αλλά γιατί έπρεπε να υποφέρει εκείνη όταν άλλες γυναίκες, σαν την Κλαρίσα Νταλογουέι, γλίτωναν; Η γνώση έρχεται μέσα από τις δοκιμασίες, έλεγε ο κύριος Γουίτακερ.
Είχε προσπεράσει το γραμματοκιβώτιο και η Ελίζαμπεθ είχε στρίψει στο δροσερό τμήμα με τα είδη καπνιστών στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού και Ναυτικού, ενώ εκείνη εξακολουθούσε να μουρμουρίζει ό,τι είχε πει ο κύριος Γουίτακερ για τη γνώση που έρχεται μέσα από τις δοκιμασίες και για τη σάρκα. «Τη σάρκα» μουρμούρισε.
Ποιο τμήμα θέλει; τη διέκοψε η Ελίζαμπεθ.
«Με τα μεσοφόρια» είπε απότομα και κατευθύνθηκε με βήμα στρατιωτικό προς τον ανελκυστήρα.
Ανέβηκαν. Η Ελίζαμπεθ τής έδειξε από που έπρεπε να πάνε την καθοδηγούσε, ενώ εκείνη ήταν αφηρημένη, σαν μεγάλο παιδί, σαν βραδυκίνητο θωρηκτό. Ορίστε τα μεσοφόρια: καφετιά, ευπρεπή, ριγέ, προκλητικά, σκληρά, μαλακά· και μέσα στην αφηρημάδα της διάλεξε το πιο ακατάλληλο κι η πωλήτρια την πέρασε για τρελή.
Η Ελίζαμπεθ αναρωτήθηκε, την ώρα που τύλιγαν το πακέτο, τι σκεφτόταν η δεσποινίς Κίλμαν. Ώρα για τσάι, είπε η δεσποινίς Κίλμαν που συνήλθε, μάζεψε τις δυνάμεις της. Ήπιαν τσάι.
Η Ελίζαμπεθ αναρωτήθηκε μήπως η δεσποινίς Κίλμαν πεινούσε. Ήταν ο τρόπος που έτρωγε, που έτρωγε με πάθος, οι ματιές που έριχνε διαρκώς στο πιάτο με τα γλυκά στο διπλανό τραπέζι· έπειτα όταν κάθισαν μια κυρία κι ένα παιδί, και το παιδί πήρε ένα γλυκό, μπορεί πραγματικά να την πείραξε αυτό τη δεσποινίδα Κίλμαν; Ναι, την πείραξε τη δεσποινίδα Κίλμαν. Το ήθελε εκείνο το γλυκό — εκείνο το ροζ. Η χαρά του φαγητού ήταν σχεδόν η μοναδική χαρά που της είχε απομείνει· να τής τη στερούν κι αυτή!
Όταν είναι χαρούμενοι οι άνθρωποι έχουν αποθέματα, είχε πει στην Ελίζαμπεθ, από τα οποία αντλούν, ενώ αυτή μοιάζει με ρόδα χωρίς λάστιχο (είχε ιδιαίτερη αδυναμία σε τέτοιου είδους μεταφορές) που την τραντάζει κάθε πετραδάκι — αυτά έλεγε χασομερώντας μετά τη λήξη τού μαθήματος, ενώ στεκόταν δίπλα στο τζάκι με την τσάντα της με τα βιβλία, τη «σάκα» της, όπως την έλεγε, τις Τρίτες το πρωί. Μιλούσε και για τον πόλεμο. Στο κάτω κάτω υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν ότι οι Άγγλοι έχουν πάντα δίκιο. Υπάρχουν και βιβλία. Γίνονται και συναντήσεις. Υπάρχουν κι άλλες απόψεις. Θα ήθελε μήπως η Ελίζαμπεθ να έρθει μαζί της ν᾿ ακούσει τον κύριο Τάδε (ένα γέρο με εξαιρετικά περίεργη εμφάνιση); Έπειτα η δεσποινίς Κίλμαν την πήγε σε κάποια εκκλησία στο Κένσινγκτον κι ήπιαν τσάι μ᾿ έναν παπά. Τής είχε δανείσει βιβλία. Τα νομικά, η ιατρική, η πολιτική, όλα τα επαγγέλματα είναι ανοιχτά στις γυναίκες τής γενιάς σου, είπε η δεσποινίς Κίλμαν. Όσο για την ίδια, η σταδιοδρομία της καταστράφηκε εντελώς, και ήταν δικό της το λάθος; Θεέ και Κύριε, είπε η Ελίζαμπεθ, όχι.
Η Ελίζαμπεθ δεν είχε σκεφτεί ποτέ τούς φτωχούς. Η οικογένειά της είχε ό,τι ήθελε — η μητέρα της έπαιρνε το πρωινό της στο κρεβάτι κάθε πρωί· τής το ανέβαζε η Λούσι· και τής άρεσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες, επειδή ήταν δούκισσες και κατάγονταν από κάποιο λόρδο. Αλλά η δεσποινίς Κίλμαν είπε (κάποια Τρίτη μετά το τέλος του μαθήματος): «Ο παππούς μου είχε κατάστημα με πίνακες ζωγραφικής στο Κένσινγκτον». Η δεσποινίς Κίλμαν ήταν πολύ διαφορετική από οποιονδήποτε άλλο γνώριζε· σε έκανε να νιώθεις τόσο λίγος.
Η δεσποινίς Κίλμαν ήπιε ακόμα ένα φλιτζάνι τσάι. Η Ελίζαμπεθ καθόταν με το σώμα στητό· ανατολίτικο παρουσιαστικό, ανεξιχνίαστα μυστηριώδης· όχι, δεν ήθελε κάτι άλλο. Αναζήτησε τα γάντια της — τα λευκά γάντια της. Ήταν κάτω απ᾿ το τραπέζι. Μα δεν πρέπει να φύγει! Δεν μπορούσε η δεσποινίς Κίλμαν να την αφήσει να φύγει! αυτήν την κοπέλα που ήταν τόσο όμορφη, αυτό το κορίτσι που το αγαπούσε αληθινά! Το τεράστιο χέρι της άνοιξε κι έκλεισε πάνω στο τραπέζι.
Ίσως είναι λίγο βαρετά, σκέφτηκε η Ελίζαμπεθ. Πραγματικά ήθελε να φύγει.
«Μα» είπε η δεσποινίς Κίλμαν, εγώ δεν τελείωσα ακόμη».
Φυσικά, τότε, η Ελίζαμπεθ θα περιμένει. Μόνο που ήταν λίγο πνιγηρά εκεί μέσα.
«Θα πας στη δεξίωση απόψε;» είπε η δεσποινίς Κίλμαν. Η Ελίζαμπεθ είπε ότι φαντάζεται πως θα πάει· η μητέρα της τη θέλει εκεί. Δεν πρέπει ν᾿ αφήνει τις δεξιώσεις να την απορροφούν, είπε η δεσποινίς Κίλμαν, πιάνοντας τα πέντε εκατοστά που απέμεναν από ένα εκλέρ σοκολάτα.
Δεν τής αρέσουν πολύ οι δεξιώσεις, είπε η Ελίζαμπεθ. Η δεσποινίς Κίλμαν ένιωθε το είναι της έτοιμο να διαλυθεί. Ο πόνος ήταν τρομακτικός. Αχ, να μπορούσε να την αρπάξει, να την κρατήσει σφιχτά, να την έχει απόλυτα δική της για πάντα, και μετά ας πέθαινε· μόνο αυτό ήθελε. Ωστόσο να κάθεται εκεί, ανίκανη να σκεφτεί κάτι να πει· να βλέπει την Ελίζαμπεθ να στρέφεται εναντίον της· να νιώθει ότι είναι απωθητική ακόμα και σ᾿ αυτήν — αυτό ήταν βαρύ· δεν μπορούσε να το αντέξει. Τα χοντρά δάχτυλα σφίχτηκαν.
Εγώ δεν πάω ποτέ σε δεξιώσεις» είπε η δεσποινίς Κίλμαν, μόνο και μόνο για να μην αφήσει την Ελίζαμπεθ να φύγει. «Δεν με καλούν στις δεξιώσεις τους» — και λέγοντάς το αυτό ήξερε, πως αυτή η εγωπάθεια ήταν η καταστροφή της· ο κύριος Γουίτακερ την είχε προειδοποιήσει· αλλά ήταν πάνω απ᾿ τις δυνάμεις της. Είχε υποφέρει τόσο φρικτά. «Γιατί να με προσκαλέσουν;» είπε. Είμαι συνηθισμένη, είμαι δυστυχισμένη». Ήξερε πως ήταν βλακεία της. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που περνούσαν —οι άνθρωποι με τα πακέτα που την περιφρονούσαν—, αυτοί την έκαναν να το πει. Ωστόσο, ήταν η Ντόρις Κίλμαν. Είχε το πτυχίο της. Ήταν μια γυναίκα που είχε βγει στον κόσμο. Οι γνώσεις της για τη σύγχρονη ιστορία, ήταν κάτι περισσότερο από σεβαστές.
«Δεν οικτίρω τον εαυτό μου» είπε. «Οικτίρω» — σκόπευε να πει «τη μητέρα σου», αλλά όχι, δεν μπορούσε να το πει αυτό, όχι στην Ελίζαμπεθ. «Οικτίρω άλλους ανθρώπους» είπε «περισσότερο».
Σαν πλάσμα μουγγό που το έχουν φέρει μέχρι την καγκελόπορτα για κάποιο σκοπό άγνωστο και στέκεται εκεί λαχταρώντας να καλπάσει μακριά, έτσι κι η Ελίζαμπεθ Νταλογουέι καθόταν σιωπηλή. Είχε σκοπό να πει κι άλλα η δεσποινίς Κίλμαν;
«Μην με ξεχάσεις» είπε η Ντόρις Κίλμαν· η φωνή της τρεμούλιασε. αμέσως, το μουγγό πλάσμα απομακρύνθηκε καλπάζοντας τρομοκρατημένο ως την άλλη άκρη του χωραφιού.
Το μεγάλο χέρι άνοιξε κι έκλεισε.
Η Ελίζαμπεθ έστρεψε το κεφάλι της. Ήρθε η σερβιτόρα. Πληρώνουμε στο ταμείο, είπε η Ελίζαμπεθ κι απομακρύνθηκε σφίγγοντας —έτσι ένιωσε η δεσποινίς Κίλμαν— τα σπλάχνα της, τεντώνοντάς τα καθώς διέσχιζε την αίθουσα κι έπειτα, με μια τελευταία στροφή και μια ευγενικά κλίση του κεφαλιού, έφυγε.
Είχε φύγει. Η δεσποινίς Κίλμαν καθόταν στο μαρμάρινο τραπεζάκι ανάμεσα στα εκλέρ, χτυπημένη μια, δυο, τρεις φορές απ᾿ τους κεραυνούς τής δοκιμασίας. Είχε φύγει. Η κυρία Νταλογουέι είχε θριαμβεύσει. Η Ελίζαμπεθ είχε φύγει. Είχε φύγει η ομορφιά, είχε φύγει η νιότη.
Είχε απομείνει εκεί. Σηκώθηκε, παραπατώντας πέρασε ανάμεσα στα τραπεζάκια, κλυδωνίστηκε ελαφρά, κάποιος ήρθε πίσω της και τής έφερε το μεσοφόρι της, έχασε το δρόμο της και βρέθηκε περικυκλωμένη από κιβώτια που είχαν προορισμό την Ινδία· είδε τον εαυτό της να τρεκλίζει έτσι, με το καπέλο της βαλμένο στραβά, κατακόκκινη, σ᾿ έναν ολόσωμο καθρέφτη, τελικά κατάφερε να βγει στο δρόμο.
ΕΔΩ
Ο Καθεδρικός του Γουέστμινστερ υψωνόταν μπροστά της — ο οίκος τού θεού. Ανάμεσα στην κίνηση υπήρχε ο οίκος τού θεού. Πεισματάρικα ξεκίνησε, κρατώντας το πακέτο της, για το άλλο άδυτο, το Αβαείο του Γουέστμινστερ, όπου κάθισε δίπλα σε όσους είχαν οδηγηθεί στο ίδιο καταφύγιο κι ένωσε τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό της· δίπλα στους ετερόκλητους πιστούς που τώρα δεν χαρακτηρίζονταν από την κοινωνική τους θέση, σχεδόν δεν χαρακτηρίζονταν απ᾿ το φύλο τους έτσι όπως είχαν ενωμένα τα χέρια τους μπροστά στο πρόσωπό τους· αλλά απ᾿ τη στιγμή που τα κατέβαζαν, αμέσως γίνονταν ευλαβικοί, Άγγλοι και Αγγλίδες τής μεσαίας τάξης, μερικοί μάλιστα επιζητούσαν να δουν τα κέρινα ομοιώματα.
Η δεσποινίς Κίλμαν κρατούσε τα χέρια της ενωμένα μπροστά στο πρόσωπό της. Τη μια στιγμή ήταν εγκαταλελειμμένη, την άλλη αποκτούσε συντροφιά. Νέοι πιστοί έρχονταν απ᾿ το δρόμο για να αντικαταστήσουν τούς επισκέπτες τού ναού, κι εξακολουθούσε, καθώς οι άνθρωποι χάζευαν γύρω τους κι έσερναν τα βήματά τους περνώντας μπροστά απ` το μνημείο τού Άγνωστου Στρατιώτη, εξακολουθούσε να καλύπτει τα μάτια της με τα δάχτυλά της και πάσχιζε μέσα σ᾿ αυτήν τη διπλή σκοτεινιά — το φως στο αβαείο ήταν άυλο— να υψωθεί πάνω από τις ματαιοδοξίες, τις επιθυμίες, τα υλικά αγαθά, να απαλλαγεί από την έχθρα και την αγάπη. Τα χέρια της έκαναν συσπάσεις. Έδειχνε να παλεύει. Για άλλους, ο θεός ήταν προσιτός και το μονοπάτι που οδηγούσε σ᾿ αυτόν ομαλό. Ο κύριος Φλέτσερ, συνταξιούχος τού Υπουργείου Οικονομικών, η κυρία Γκόραμ, χήρα ενός περίφημου ανθρώπου που είχε στεφθεί ιππότης. Τον πλησίαζαν με τρόπο απλό, κι όταν τελείωναν την προσευχή τους, έγερναν πίσω, απολάμβαναν τη μουσική (το όργανο αντηχούσε γλυκά) και βλέποντας τη δεσποινίδα Κίλμαν στη άλλη άκρη τής σειράς να προσεύχεται, να προσεύχεται αδιάκοπα κι ακόμη να βρίσκεται μόλις στο κατώφλι τού δικού τους κόσμου, τη συμπονούσαν αναγνωρίζοντας μια ψυχή φτιαγμένη από φύση άυλη· μια ψυχή, όχι μια γυναίκα.
Ωστόσο ο κύριος Φλέτσερ έπρεπε να φύγει. Ήταν αναγκασμένος να την προσπεράσει και, καθώς φρόντιζε πάντοτε το ντύσιμο του, τού ήταν αδύνατον να μην στενοχωρηθεί λιγάκι διαπιστώνοντας την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η φτωχή κυρία· τα μαλλιά της λυτά· το πακέτο της στο έδαφος. Δεν του έκανε αμέσως χώρο να περάσει. Αλλά έτσι όπως στεκόταν κοιτάζοντας γύρω του τα λευκά μάρμαρα, τα γκριζωπά τζάμια στα παράθυρα και τούς τόσους μαζεμένους θησαυρούς (ήταν εξαιρετικά υπερήφανος για το Αβαείο), ο όγκος της, η ευρωστία της κι η δύναμή της, καθώς καθόταν εκεί κουνώντας πότε πότε τα γόνατά της (τόσο δύσβατος ήταν ο δρόμος της προς τον θεό της, τόσο δυσβάσταχτες οι επιθυμίες της), τον εντυπωσίασαν (δεν μπορούσε να πάψει να τη σκέφτεται όλο το απόγευμα), όπως είχαν εντυπωσιάσει και την κυρία Νταλογουέι, τον αιδεσιμότατο Έντουαρντ Γουίτακερ και την Ελίζαμπεθ.
Η Ελίζαμπεθ περίμενε το λεωφορείο στην οδό Βικτόρια. Ήταν τόσο ωραία έξω. Σκέφτηκε πως ίσως δεν χρειαζόταν να γυρίσει ακόμη στο σπίτι. Ήταν τόσο όμορφα έξω στον αέρα. Θα ανέβαινε σ᾿ ένα λεωφορείο. Αλλά ήδη, ακόμα κι όσο στεκόταν εκεί ντυμένη με τα καλοραμμένο ρούχα της, είχε αρχίσει... Οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να τη συγκρίνουν με λεύκα με το ξημέρωμα, με υάκινθο, με ελαφάκι, με τρεχούμενο νερό, με κρίνο· κι αυτό τής βάραινε τη ζωή της, γιατί η ίδια προτιμούσε να την αφήνουν στην ησυχία της να κάνει ό,τι ήθελε στην εξοχή, αλλά εκείνοι τη σύγκριναν με κρίνο κι ήταν υποχρεωμένη να πηγαίνει σε δεξιώσεις και το Λονδίνο που ήταν τόσο καταθλιπτικό σε σύγκριση με την εξοχή, όπου ήταν μόνη με τον πατέρα της και τα σκυλιά.
Τα λεωφορεία έφταναν ορμητικά, σταματούσαν, έφευγαν —φανταχτερά καραβάνια, με γυαλιστερή κόκκινη και κίτρινη μπογιά. Σε ποιο ν᾿ ανέβει; Δεν είχε προτιμήσεις. Δεν βιαζόταν, φυσικά. Είχε την τάση να είναι παθητική. Τής έλειπε η έκφραση, αλλά τα μάτια της ήταν θαυμάσια, σχιστά, μάτια τής Ανατολής και, όπως έλεγε η μητέρα της, με τόσο όμορφους ώμους που είχε και τόσο ευθυτενής που ήταν, χαιρόσουν να την κοιτάς· και τώρα τελευταία, ιδίως το βράδυ, όταν έδειχνε να ενδιαφέρεται για κάτι —ποτέ δεν ενθουσιαζόταν— φαινόταν σχεδόν όμορφη, πολύ αρχοντική, πολύ γαλήνια. Τι να σκεφτόταν άραγε; Την ερωτεύονταν όλοι οι άντρες κι αυτή πραγματικά βαριόταν μέχρι θανάτου. Η μητέρα της το έβλεπε — είχαν αρχίσει οι φιλοφρονήσεις. Το γεγονός ότι δεν έδινε μεγάλη σημασία —στα ρούχα της, για παράδειγμα— μερικές φορές την ανησυχούσε την Κλαρίσα. Και τώρα αυτή η περίεργη φιλία με τη δεσποινίδα Κίλμαν. Μάλλον, σκέφτηκε η Κλαρίσα την ώρα που διάβαζε βαρόνο Μαρμπό, κατά τις τρεις το πρωί, επειδή δεν μπορούσε να κοιμηθεί, αυτό αποδεικνύει ότι είναι πονόψυχη.
Η δεσποινίς Κίλμαν ήταν τόσο δύσκολος άνθρωπος γιατί μιλούσε πάντα για τα βάσανά της. Είχε δίκιο; Αν το να βοηθάς τούς φτωχούς σήμαινε να συμμετέχεις σε επιτροπές και να αφιερώνεις τόσες ώρες απ᾿ τη ζωή σου κάθε μέρα, τότε ο πατέρας της το έκανε αυτό και με το παραπάνω (σχεδόν δεν τον έβλεπε στο Λονδίνο) — αν εννοούσε έτσι η δεσποινίς Κίλμαν τον καλό Χριστιανό· ήταν τόσο δύσκολο να ξέρει.
Τής άρεσαν άνθρωποι που ήταν άρρωστοι. Και κάθε επάγγελμα είναι ανοιχτό στις γυναίκες τής γενιάς σου, είπε η δεσποινίς Κίλμαν. Θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι γιατρός. θα μπορούσε να είναι γαιοκτήμονας.
Τα πόδια των ανθρώπων που ασχολούνταν με τις δουλειές τους, τα χέρια που έχτιζαν πέτρα πέτρα, τα μυαλά που ήταν μονίμως δοσμένα όχι σε κοινότοπες φλυαρίες (να συγκρίνουν γυναίκες με λεύκες — κάτι αρκετά συναρπαστικό βέβαια, πολύ ανόητο ωστόσο), αλλά σε σκέψεις για πλοία, επιχειρήσεις, νομικά ζητήματα, διοίκηση, όλα ήταν τόσο μεγαλοπρεπή (βρισκόταν μπροστά στα κτίρια των νομικών συλλόγων στο Τεμπλ), χαρούμενα (υπήρχε ποτάμι), ευλαβικά (να η Εκκλησία του Τεμπλ), που την έκαναν ν᾿ αποφασίσει, ό,τι κι αν έλεγε η μητέρα της, να γίνει γαιοκτήμονας ή γιατρός. Αλλά, βέβαια, ήταν αρκετά τεμπέλα.
Από πολλές απόψεις, όπως πίστευε η μητέρα της, ήταν εξαιρετικά ανώριμη, παιδί ακόμη, προσκολλημένη στις κούκλες της, στα παλιά της παντοφλάκια· ένα τέλειο μωρό· είχε κι αυτό τη γοητεία του. Αλλά, βέβαια, η οικογένεια των Νταλογουέι είχε παράδοση στις δημόσιες υπηρεσίες. Ηγουμένη, προϊσταμένη, διευθύντρια ήταν τα αξιώματα που κατείχαν στη δημοκρατική πολιτεία των γυναικών — καμιά τους δεν ήταν εξαιρετική, αλλά τα αξιώματα τα είχαν.
Ήταν πιο αργά απ᾿ ό,τι νόμιζε. Δεν θα άρεσε καθόλου στη μητέρα της να περιφέρεται έτσι μοναχή της. Ήρεμα, με άνεση, η Ελίζαμπεθ Νταλογουέι ανέβηκε στο λεωφορείο για το Γουέστμινστερ.
Πήγαιναν κι έρχονταν, έκαναν νεύματα και σινιάλα το φως κι η σκιά, βάφοντας πότε τον τοίχο γκρίζο, πότε τις μπανάνες έντονες κίτρινες, πότε τη Στραντ γκρίζα, πότε τα λεωφορεία έντονα κίτρινα — έτσι φαινόταν στον Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ που ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ τού σαλονιού· παρατηρούσε το άτονο χρυσαφί να λάμπει και να ξεθωριάζει στα τριαντάφυλλα στην ταπετσαρία, με την εκπληκτική αισθαντικότητα πλάσματος ζωντανού. Έξω τα δέντρα αργόσερναν τα φύλλα τους σαν δίχτυα στα βάθη τού ανέμου· ακουγόταν ήχος νερού στο δωμάτιο και μέσα απ᾿ τα κύματα έφταναν οι φωνές τών πουλιών που κελαηδούσαν. Κάθε δύναμη έριχνε τούς θησαυρούς της στο κεφάλι του και το χέρι του ακουμπούσε στην πλάτη τού καναπέ, έτσι όπως το είχε δει όταν κολυμπούσε, να επιπλέει στον αφρό των κυμάτων, ενώ πέρα μακριά στην ακτή άκουγε σκυλιά να γαβγίζουν. Δε φοβάσαι πια, λέει η καρδιά στο νου· δε φοβάσαι πια.
Η Ρέζια καθόταν στο τραπέζι και στριφογυρνούσε ένα καπέλο στα χέρια της παρατηρώντας τον· τον είδε να χαμογελά. Άρα ήταν χαρούμενος. Αλλά δεν το άντεχε, να τον βλέπει να χαμογελά. Δεν ήταν γάμος αυτό· δεν ήταν σύζυγος αυτός, τόσο παράξενος, πάντα να πετάγεται πάνω, να γελάει, να κάθεται αμίλητος με τις ώρες ή να την αρπάζει και να τής λέει να γράψει. Το συρτάρι τού τραπεζιού ήταν γεμάτο μ᾿ εκείνα τα γραπτά· για τον πόλεμο· για τον Σαίξπηρ· για μεγάλες ανακαλύψεις· πως δεν υπάρχει θάνατος. Τελευταία είχε αναστατωθεί ξαφνικά xωρiς λόγο (ο δόκτωρ Χολμς κι ο σερ Γουίλιαμ Μπράντσο είχαν πει ότι η αναστάτωση είναι ό,τι χειρότερο γι᾿ αυτόν), κουνούσε τα χέρια του και φώναζε ότι γνωρίζει την αλήθεια! Ότι γνωρίζει τα πάντα! Εκείνος ο άντρας, ο φίλος του που σκοτώθηκε ο Έβανς, ήρθε, είπε. Τραγουδούσε πίσω απ᾿ το παραβάν. Το σημείωσε έτσι ακριβώς όπως τής το είπε. Μερικά πράγματα ήταν πολύ ωραία· κάποια άλλα σκέτη ανοησία. Και πάντα σταματούσε στη μέση, άλλαζε γνώμη· ήθελε να προσθέσει κάτι· άκουγε κάτι καινούργιο· αφουγκραζόταν με το χέρι του σηκωμένο ψηλά. Αλλά εκείνη δεν άκουγε τίποτε.
Μια φορά βρήκαν την κοπέλα που καθάριζε την κάμαρά τους να διαβάζει ένα απ᾿ αυτά τα χαρτιά σκασμένη στα γέλια. Μεγάλο κρίμα. Έκανε τον Σέπτιμους ν᾿ αρχίσει να φωνάζει για τη σκληρότητα τών ανθρώπων — πώς κατακομματιάζουν ο ένας τον άλλο. Τούς νεκρούς, είπε, τούς κατακομματιάζουν. «Ο Χολμς μάς καταδιώκει» έλεγε συχνά και επινοούσε ιστορίες για το γιατρό· ο Χολμς τρώει πόριτζ· ο Χολμς διαβάζει Σαίξπηρ — αυτό τον έκανε να γελά δυνατά ή να εξοργίζεται, γιατί φαίνεται πως ο δόκτωρ Χολμς αντιπροσώπευε κάτι φρικτό για τον Σέπτιμους. Τον αποκαλούσε «ανθρώπινη φύση». Έπειτα, υπήρχαν κι εκείνες οι ψευδαισθήσεις. Είχε πνιγεί, έλεγε συχνά, και κείτονταν σ᾿ ένα βράχο με τους γλάρους να κρώζουν αποπάνω του. Κοιτούσε απ᾿ την άκρη τού καναπέ τη θάλασσα κάτω. Ή άκουγε μουσική. Στην πραγματικότητα ήταν μια λατέρνα ή ένας άνθρωπος που φώναζε στο δρόμο. «Υπέροχα» αναφωνούσε συχνά και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά του, κι αυτό ήταν το πιο φρικτό γι᾿ αυτήν, να βλέπει έναν άντρα σαν τον Σέπτιμους, που είχε πολεμήσει, που ήταν γενναίος, να κλαίει. Κι εκείνος ήταν διαρκώς ξαπλωμένος κι αφουγκραζόταν, ώσπου ξαφνικά φώναζε πως πέφτει, πέφτει τυλιγμένος στις φλόγες. Ουσιαστικά εκείνη έψαχνε να βρει τις φλόγες, τόσο έντονο ήταν. Μα δεν υπήρχε τίποτε. Ήταν μόνοι τους στο δωμάτιο. Όνειρο ήταν, τού έλεγε, κι έτσι τον ηρεμούσε τελικά, αλλά μερικές φορές τρόμαζε κι εκείνη. Αναστέναζε την ώρα που έραβε.
Ο αναστεναγμός της ήταν τρυφερός και θελκτικός, σαν βραδινός άνεμος γύρω απ᾿ το δάσος. Πότε άφηνε κάτω το ψαλίδι της, πότε γυρνούσε να πάρει κάτι απ᾿ το τραπέζι. Ένα ελαφρό ανάδεμα, μια μικρή πτυχή, ένα χτυπηματάκι δημιουργούσαν κάτι εκεί στο τραπέζι που καθόταν κι έραβε. Μέσα απ᾿ τις βλεφαρίδες του έβλεπε το θαμπό περίγραμμά της· το μικροκαμωμένο μελαχρινό κορμί της· το πρόσωπό της και τα χέρια της· τις κινήσεις της στο τραπέζι έτσι όπως έπιανε μια κουβαρίστρα ή έψαχνε την κλωστή της (είχε την τάση να χάνει πράγματα). Έφτιαχνε ένα καπέλο για την παντρεμένη κόρη τής κυρίας Φίλμερ, που την έλεγαν — είχε ξεχάσει πώς την έλεγαν.
«Πώς τη λένε την παντρεμένη κόρη της κυρίας Φίλμερ;» ρώτησε.
«Κυρία Πίτερς» είπε η Ρέζια. Φοβάται μήπως παραείναι μικρό, είπε κρατώντας το μπροστά της. Η κυρία Πίτερς είναι μεγαλόσωμη γυναίκα· αλλά δεν τής αρέσει. Μόνο και μόνο επειδή είναι τόσο καλή η κυρία Φίλμερ μαζί τους —«Μού έδωσε σταφύλια το πρωί» είπε— θέλει η Ρέζια να κάνει κάτι για να δείξει πως είναι ευγνώμονες. Μπήκε στο δωμάτιο τις προάλλες και βρήκε την κυρία Πίτερς, που νόμιζε ότι η Ρέζια ήταν έξω, να έχει βάλει το γραμμόφωνο.
«Αλήθεια;» ρώτησε εκείνος. Είχε βάλει το γραμμόφωνο; Ναι, τού το είχε πει τότε· ότι είχε βρει την κυρία Πίτερς, να έχει βάλει το γραμμόφωνο.
Αυτός άρχισε, πολύ προσεκτικά, ν᾿ ανοίγει τα μάτια του για να δει αν πράγματι υπήρχε γραμμόφωνο στο δωμάτιο. Τα αληθινά πράγματα — τα αληθινά πράγματα ήταν τόσο συγκλονιστικά. Πρέπει να είναι προσεκτικός. Δεν θα τρελαινόταν. Πρώτα κοίταξε τα περιοδικά μόδας στο κάτω ράφι, μετά το βλέμμα του έφτασε στο γραμμόφωνο με την πράσινη χοάνη. Τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο ακριβές. Κι έτσι, μαζεύοντας το κουράγιο του, κοίταξε τον μπουφέ· το πιάτο με τις μπανάνες· την γκραβούρα τής βασίλισσας Βικτορίας και τού βασιλικού συζύγου· το ράφι πάνω απ᾿ το τζάκι με το βάζο με τα τριαντάφυλλα. Τίποτε απ᾿ αυτά δεν κουνιόταν. Όλα ήταν ακίνητα· όλα ήταν αληθινά.
«Φαρμακόγλωσση γυναίκα» είπε η Ρέζια.
«Τι δουλειά κάνει ο κύριος Πίτερ;» ρώτησε ο Σέπτιμους.
«Α» είπε η Ρέζια, προσπαθώντας να θυμηθεί. Νομίζει πω η κυρία Φίλμερ είπε ότι είναι πλασιέ κάποιας εταιρείας. «Αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στο Χαλ» είπε.
«Αυτήν τη στιγμή!» είπε με την ιταλική προφορά της. Το είπε η ίδια. Ο Σέπτιμους κάλυψε τα μάτια του με τα χέρια του για να μπορεί ν᾿ αποκαλύπτει λεπτό λεπτό μικρό μέρος τού προσώπου της, πρώτα το πιγούνι, μετά τη μύτη, μετά το μέτωπο, μην τυχόν κι ήταν παραμορφωμένο ή είχε κάποιο φρικτό σημάδι. Μα όχι, να τη, απολύτως φυσιολογική, έραβε, με τα χείλη σουφρωμένα, τη στάση και τη μελαγχολική έκφραση που έχουν οι γυναίκες όταν ράβουν. Αλλά δεν είχε τίποτε φοβερό, διαβεβαίωσε τον εαυτό του, κοιτάζοντας δεύτερη, τρίτη φορά το πρόσωπό της, τα χέρια της· γιατί, τι τρομακτικό ή αηδιαστικό θα είχε έτσι όπως καθόταν στο φως κι έραβε; Η κυρία Πίτερς ήταν φαρμακόγλωσση. Ο κύριος Πίτερς στο Χαλ. Γιατί, λοιπόν, να οργίζεται και να προφητεύει; Γιατί να φεύγει μακριά βασανισμένος κι απόβλητος; Γιατί να υποχρεώνεται να τρέμει και να κλαίει δίπλα στα σύννεφα; Γιατί ν᾿ αναζητά αλήθειες και να μεταφέρει μηνύματα στον κόσμο, όταν η Ρέζια καθόταν και έμπηγε καρφίτσες στο μπροστινό μέρος τού φορέματός της κι ο κύριος Πίτερς ήταν στο Χαλ;
«Παραείναι μικρό για την κυρία Πίτερς» είπε ο Σέπτιμους.
Για πρώτη φορά ύστερα από μέρες μιλούσε όπως παλιά. Και βέβαια είναι μικρό — εξωφρενικά μικρό, είπε εκείνη. Αλλά το διάλεξε η ίδια η κυρία Πίτερς.
Τής το πήρε απ᾿ τα χέρια. Είπε ότι μοιάζει με καπέλο μαϊμούς λατερνατζή.
Πόσο την έκανε να χαρεί αυτό! Εβδομάδες είχαν να γελάσουν έτσι μαζί, να κάνουν πλάκα μόνοι τους, όπως κάνουν οι παντρεμένοι. Εννοούσε πως αν έμπαινε η κυρία Φίλμερ, ή η κυρία Πίτερς ή οποιοσδήποτε άλλος, δεν θα καταλάβαινε με τι γελούσαν.
«Ορίστε» είπε εκείνη, καρφώνοντας ένα τριαντάφυλλο στη μια πλευρά τού καπέλου. Πότε δεν είχε νιώσει τόσο χαρούμενη! Ποτέ στη ζωή της!
Μα αυτό είναι ακόμα πιο γελοίο, είπε ο Σέπτιμους. Η κακομοίρα η γυναίκα θα μοιάζει με γουρούνι σε πανηγύρι. (Ποτέ κανείς δεν την έκανε να γελάει όπως ο Σέπτιμους.)
Τι έχει στο καλαθάκι με τα ραφτικά της; Κορδέλες και φούντες, ψεύτικα λουλούδια. Η Ρέζια τα αναποδογύρισε πάνω στο τραπέζι. Αυτός άρχισε να συνδυάζει περίεργα χρώματα — μπορεί να μην έπιαναν τα χέρια του, δεν μπορούσε ούτε ένα πακέτο να φτιάξει, το μάτι του όμως ήταν καλό στους συνδυασμούς, μερικές φορές ήταν εξωφρενικοί βέβαια, αλλά άλλες φορές εξαιρετικά καλοί.
«Θα τής το κάνω υπέροχο το καπέλο της» μουρμούρισε, παίρνοντας κάτι αποδώ, κάτι αποκεί, με τη Ρέζια γονατισμένη δίπλα του, να κοιτάζει πάνω απ᾿ τον ώμο του. Το τελείωσε — το σχέδιό του δηλαδή· τώρα έπρεπε να το ράψει εκείνη. Αλλά πρέπει να είναι πολύ, μα πολύ προσεκτική, τής είπε, για να μείνει έτσι όπως το έφτιαξε εκείνος.
Εκείνη άρχισε να ράβει. Όταν έραβε, σκέφτηκε εκείνος, έκανε έναν ήχο σαν τσαγιερό στη φωτιά, μουρμούριζε, βιαζόταν, τα μυτερά δαχτυλάκια της ζούλαγαν, έμπηγαν· η βελόνα της περνούσε ευθεία σαν αστραπή. Ο ήλιος μπορεί να έμπαινε και να έβγαινε, να έπεφτε στις φούντες, στην ταπετσαρία, αλλά αυτός θα περίμενε, σκέφτηκε, απλώνοντας τα πόδια του και κοιτάζοντας τη σπείρα στην κάλτσα του, στην άκρη τού καναπέ· Θα περίμενε στη ζεστή θεσούλα του, σ᾿ αυτήν τη νησίδα άπνοιας που συναντάς μερικές φορές βράδυ στην άκρα του δάσους, όταν εξαιτίας τής κλίσης τού εδάφους ή τής θέσης τών δέντρων (πάνω απ᾿ όλα πρέπει να τα εξηγούμε επιστημονικά) εγκλωβίζεται η θερμότητα κι ο αέρας χτυπά αλύπητα το μάγουλο σαν φτερούγα πουλιού.
«Να το» είπε η Ρέζια στριφογυρίζοντας το καπέλο τής κυρίας Πίτερς στις άκρες τών δαχτύλων της. Εντάξει είναι προς το παρόν. Αργότερα...» η πρότασή της κυλούσε σταγόνα σταγόνα, σαν χαρούμενη βρύση που έμεινε ανοιχτή.
Ήταν υπέροχο. Ποτέ δεν είχε φτιάξει κάτι που να τον κάνει να νιώθει τόσο υπερήφανος. Ήταν τόσο πραγματικό, τόσο σημαντικό το καπέλο τής κυρίας Πίτερς.
«Μα κοίτα το» είπε εκείνος.
Ναι, Πάντα θα ένιωθε χαρούμενη, όταν θα κοιτούσε αυτό το καπέλο. Τότε είχε ξαναβρεί τον εαυτό του ο Σέπτιμους, τότε είχε γελάσει. Ήταν μαζί, οι δυο τους. θα της άρεσε πάντα αυτό το καπέλο.
Τής είπε να το δοκιμάσει.
«Μα Θα έχω τόσο παράξενη όψη!» αναφώνησε εκείνη και πήγε στον καθρέφτη για να κοιτάξει πότε τη μια πλευρά, πότε την άλλη. Κι έπειτα το έβγαλε απότομα γιατί ακούστηκε ελαφρό χτύπημα στην πόρτα. Μπορεί να ήταν ο σερ Γουίλιαμ Μπράντσο; Είχε ήδη στείλει ανθρώπους να τον πάρουν;
Όχι! ήταν μόνο η μικρή με την απογευματινή εφημερίδα.
Ακολούθησε ό,τι γινόταν πάντα — ό,τι γινόταν κάθε βράδυ στην κοινή τους ζωή. Η μικρή στάθηκε στο κατώφλι βυζαίνοντας το δάχτυλό της· η Ρέζια γονάτισε· γονάτισε και τη φίλησε· έβγαλε ένα σακουλάκι με καραμέλες απ᾿ το συρτάρι τού τραπεζιού. Έτσι γινόταν πάντα. Βήμα βήμα, πρώτα η μια κίνηση, μετά η άλλη. Έτσι προχωρούσε η Ρέζια, πρώτα το ένα πράγμα, μετά το άλλο. Άρχισαν να χορεύουν, να χοροπηδάνε γύρω γύρω στο δωμάτιο. Ο Σέπτιμους πήρε την εφημερίδα. Η ομάδα τοὐ Σάρεϊ αποκλείστηκε, διάβασε. Έχει κύμα καύσωνα. Η Ρέζια επανέλαβε: Η ομάδα τού Σάρεϊ αποκλείστηκε. Έχει κύμα καύσωνα, κάνοντας τις φράσεις μέρος του παιχνιδιού που έπαιζε με την εγγονή τής κυρίας Φίλμερ· μέσα στο παιχνίδι τους γελούσαν και φλυαρούσαν ακατάσχετα ταυτοχρόνως. Ήταν πολύ κουρασμένος. Ήταν πολύ χαρούμενος. Θα έπεφτε για ύπνο. Έκλεισε τα μάτια του. Αμέσως έπαψε να βλέπει, οι ήχοι απ᾿ το παιχνίδι γίνονταν όλο και πιο αχνοί, έμοιαζαν με κραυγές ανθρώπων που ζητούσε και δεν έβρισκε, κι όλο και ξεμάκραιναν. Τον είχαν χάσει!
Πετάχτηκε τρομοκρατημένος. Τι έβλεπε; Το πιάτο με τις μπανάνες στον μπουφέ. Δεν ήταν κανένας στο δωμάτιο (η Ρέζια είχε πάει τη μικρή στη μητέρα της· ώρα για ύπνο). Αυτό ήταν: είχε μείνει μόνος του για πάντα. Αυτή η καταδίκη τού είχε απαγγελθεί στο Μιλάνο όταν μπήκε στο δωμάτιο και τις είδε να κόβουν σχήματα στο κανναβάτσο με τα ψαλίδια τους· να είναι μόνος του για πάντα.
Ήταν μόνος του με τον μπουφέ και τις μπανάνες. Ήταν μόνος του, εκτεθειμένος σ᾿ αυτό το ερημικό παγωμένο ύψωμα, με το σώμα του ξαπλωμένο φαρδύ πλατύ — αλλά όχι στην κορυφή ενός λόφου· όχι σε γκρεμό· στον καναπέ τής κυρίας Φίλμερ. Πού ήταν τα οράματα, τα πρόσωπα, οι φωνές τών νεκρών; Υπήρχε ένα παραβάν μπροστά του με σκουρόχρωμα βούρλα και γαλάζιους γλάρους. Εκεί που κάποτε έβλεπε γλάρους, εκεί που έβλεπε πρόσωπα, εκεί που έβλεπε ομορφιά, υπήρχε ένα παραβάν.
Έβανς!» φώναξε. Δεν πήρε απάντηση. Ακούστηκε φωνίτσα ποντικού ή θρόισμα κουρτίνας. Εκείνες ήταν οι φωνές τών νεκρών. Το παραβάν, το δοχείο με το κάρβουνο, ο μπουφές, αυτά τού είχαν απομείνει. Να κάθεται, λοιπόν, να κοιτάζει το παραβάν, το δοχείο με το κάρβουνο και τον μπουφέ... αλλά η Ρέζια μπήκε στο δωμάτιο φλυαρώντας.
Έφτασε κάποιο γράμμα. Τα σχέδια όλων άλλαξαν. Η κυρία Φίλμερ δεν θα μπορέσει να πάει τελικά στο Μπράιτον. Δεν υπάρχει χρόνος να ειδοποιήσει την κυρία Γουίλιαμς και πραγματικά η Ρέζια το θεώρησε εξαιρετικά ενοχλητικό, όταν είδε το καπέλο και σκέφτηκε πως... ίσως... θα μπορούσε να κάνει μια μικρή... Η φωνή της έσβησε σιγά σιγά σαν ικανοποιημένη μελωδία.
«Διάολε!» φώναξε (οι βρισιές της ήταν το αστείο τους)· είχε σπάσει η βελόνα. Καπέλο, παιδί, Μπράιτον, βελόνα. Τα έλεγε το ένα μετά το άλλο· πρώτα το ένα, μετά το άλλο, τα έλεγε ράβοντας.
Τού ζήτησε να της πει αν αλλάζοντας θέση στο τριαντάφυλλο είχε ομορφύνει το καπέλο. Καθόταν στην άκρη τού καναπέ.
Είναι εξαιρετικά ευτυχισμένοι τώρα, είπε ξαφνικά, αφήνοντας κάτω το καπέλο. Γιατί τώρα μπορεί να τού πει οτιδήποτε. Ό,τι τής έρθει στο κεφάλι. Αυτό ήταν το πρώτο πρώτο πράγμα που ένιωσε γι᾿ αυτόν εκείνη τη νύχτα στην καφετέρια, όταν μπήκε με τούς άγγλους φίλους του. Μπήκε ντροπαλά, κοίταξε γύρω του, το καπέλο του έπεσε κάτω όταν το κρέμασε. Αυτά τα θυμόταν η Ρέζια. Ήξερε πως ήταν Άγγλος, αλλά όχι απ᾿ αυτούς τούς μεγαλόσωμους Άγγλους που θαύμαζε η αδερφή της, αυτός ήταν πάντα λεπτός· τα μάγουλά του είχαν όμορφο ροδαλό χρώμα και με τη μεγάλη μύτη του, τα φωτεινά μάτια του, έτσι όπως καθόταν λίγο καμπουριαστός τής θύμισε, όπως τού έλεγε συχνά, νεαρό γεράκι, εκείνο το πρώτο βράδυ που τον είδε, όταν έπαιζαν ντόμινο, και μπήκε εκείνος — νεαρό γεράκι· αλλά μαζί της είναι πάντα αβρός. Δεν τον έχει δει ποτέ εξαγριωμένο ή πιωμένο, μόνο να υποφέρει εξαιτίας αυτού τού φρικτού πολέμου, αλλά ακόμα και τότε, όταν μπαίνει μέσα αυτή, τα ξεχνά όλα. Οτιδήποτε έχει, οτιδήποτε στον κόσμο, την παραμικρή ενόχληση με τη δουλειά της, ό,τι τής έρχεται στο νου τού το λέει, κι εκείνος καταλαβαίνει αμέσως. Ακόμα κι η ίδια η οικογένειά της δεν είναι έτσι. Καθώς είναι μεγαλύτερός της κι εξυπνότερος —πόσο σοβαρός είναι, θέλει να διαβάσει εκείνη Σαίξπηρ, προτού καλά καλά μπορέσει να διαβάσει ένα παιδικό παραμύθι στα αγγλικά!— τόσο πια έμπειρος, μπορεί να την βοηθάει. Κι εκείνη μπορεί να τον βοηθάει.
Αλλά αυτό το καπέλο τώρα. Κι αυτός ο σερ Γουίλιαμ Μπράντσο (είχε περάσει η ώρα).
Με το κεφάλι μέσα στα χέρια της περίμενε να της πει αν του άρεσε το καπέλο και όπως καθόταν εκεί, περιμένοντας, κοιτάζοντας κάτω, ο Σέπτιμους μπορούσε να αισθανθεί το μυαλό της, πουλί που έπεφτε από κλαρί σε κλαρί και προσγειωνόταν πάντα σωστά· μπορούσε να το παρακολουθήσει το μυαλό της, έτσι όπως καθόταν εκεί σε μια από εκείνες τις χαλαρές στάσεις που έπαιρνε το σώμα της με τόση φυσικότητα, κι αν έλεγε κάτι αυτός, αμέσως χαμογελούσε εκείνη, σαν πουλί που κάθισε γαντζώνοντας τα νύχια του πάνω σε κλωνάρι.
Ο Σέπτιμους θυμήθηκε. Ο Μπράντσο είχε πει: «Οι άνθρωποι που αγαπάμε περισσότερο, δεν μας κάνουν καλό όταν είμαστε άρρωστοι». Ο Μπράντσο είχε πει ότι πρέπει να μάθει ν᾿ αναπαύεται. Ο Μπράντσο είχε πει ότι πρέπει να χωριστούν.
«Πρέπει», «πρέπει», γιατί «πρέπει»; Τι εξουσία είχε ο Μπράντσο πάνω του; «Τι δικαίωμα έχει ο Μπράντσο να μού λέει "πρέπει";» απαίτησε να μάθει.
Επειδή είπες ότι θα αυτοκτονήσεις» είπε η Ρέζια. (Ευτυχώς, τώρα μπορούσε να λέει τα πάντα στον Σέπτιμους.)
Ώστε βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους! Ο Χολμς κι ο Μπράντσο τον καταδίωκαν! Το κτήνος με τα κοκκινωπά ρουθούνια οσφραινόταν κάθε κρυφό σημείο! Μπορούσε να λέει «πρέπει»! Πού είναι τα χαρτιά του; τα πράγματα που έχει γράψει;
Τού έφερε τα χαρτιά του, τα πράγματα που είχε γράψει, τα πράγματα που είχε γράψει εκείνη γι᾿ αυτόν. Τα σώριασε πάνω στον καναπέ. Τα είδαν μαζί. Σχεδιαγράμματα, σχέδια, ανθρωπάκια και τών δύο φύλων που κράδαιναν μπαστούνια για όπλα, με φτερά — φτερά δεν ήταν αυτά;— στην πλάτη· κύκλοι σχηματισμένοι γύρω από σελίνια κι εξάπενα — ήλιοι κι αστέρια ελικοειδή βάραθρα με ορειβάτες που ανέβαιναν δεμένοι μαζί σαν μαχαίρια και πιρούνια· κομμάτια θάλασσας με προσωπάκια που γελώντας ξεπρόβαλλαν από κάτι που έμοιαζε με κύματα: ο χάρτης τού κόσμου. Καψ᾿ τα! ούρλιαξε. Να τα, τα γραπτά του· πώς τραγουδούν οι νεκροί πίσω από ροδόδεντρα· ωδές στον Χρόνο· συνομιλίες με τον Σαίξπηρ· ο Έβανς, ο Έβανς, ο Έβανς — τα μηνύματά του απ᾿ το βασίλειο των νεκρών· μην κόβετε τα δέντρα· ενημερώστε τον Πρωθυπουργό. Αγάπη στον κόσμο: το μήνυμα τού κόσμου. Καψ᾿ τα! ούρλιαξε.
Αλλά η Ρέζια έβαλε τα χέρια της πάνω τους. Μερικά ήταν πολύ όμορφα, σκέφτηκε. θα τα έδενε (επειδή δεν είχε φάκελο) μ᾿ ένα κομμάτι μεταξωτή κλωστή.
Ακόμα κι αν τον πάρουν, είπε εκείνη, θα πάει μαζί του. Δεν μπορούν να τούς χωρίσουν παρά τη θέλησή τους, είπε.
Η Ρέζια τακτοποίησε τα χαρτιά στρώνοντας τις άκρες τους κι έδεσε το πακετάκι σχεδόν χωρίς να κοιτάζει, καθισμένη κοντά του, δίπλα του, σκέφτηκε εκείνος, κι έλεγες πως είχαν ανοίξει όλα τα πέταλά της. Ήταν ένα ανθισμένο δέντρο· και ανάμεσα απ᾿ τα κλαριά της κοιτούσε το πρόσωπο τού νομοθέτη, που είχε φτάσει σ᾿ ένα άσυλο, όπου εκείνη δεν φοβόταν κανέναν· ούτε τον Χολμς· ούτε τον Μπράντσο· θαύμα, θρίαμβος υπέρτατης, ύψιστης μορφής. Την είδε ν᾿ ανεβαίνει παραπαίοντας τη φρικτή σκάλα, φορτωμένη με το βάρος τού Χολμς και του Μπράντσο, τών ανθρώπων που δεν ζύγιζαν ποτέ λιγότερο από εβδομήντα τρία κιλά, που έστελναν τις γυναίκες τους στα ανάκτορα, που έβγαζαν δέκα χιλιάδες λίρες το χρόνο και μιλούσαν για την αίσθηση τού μέτρου· που διατύπωσαν διαφορετική ετυμηγορία (ο Χολμς είπε το ένα, ο Μπράντσο το άλλο), αλλά ήταν κι οι δυο δικαστές· που μπέρδευαν το όραμα με τον μπουφέ· που δεν έβλεπαν τίποτε καθαρά, ωστόσο δέσποζαν και επέβαλλαν. Πάνω σ᾿ αυτούς είχε θριαμβεύσει η Ρέζια.
«Ορίστε» είπε. Τα χαρτιά ήταν δεμένα. Κανείς δεν θα τα έπαιρνε. θα τα έκρυβε εκείνη.
Είπε πως τίποτε δεν πρέπει να τούς χωρίσει. Κάθισε δίπλα του και τον αποκάλεσε με το όνομα εκείνου τού γερακιού ή τής κουρούνας, τού πουλιού που με την κακία του και τις καταστροφές που προξενούσε στις σοδειές, τού έμοιαζε απόλυτα. Κανείς δεν μπορεί να τούς χωρίσει, είπε.
Έπειτα σηκώθηκε να πάει στην κρεβατοκάμαρα να μαζέψει τα πράγματά τους, αλλά μόλις άκουσε φωνές αποκάτω και σκέφτηκε ότι ίσως είχε έρθει ο δόκτωρ Χολμς, έτρεξε να τον εμποδίσει ν᾿ ανέβει.
Ο Σέπτιμους την άκουγε να μιλάει με τον Χολμς στη σκάλα.
«Αγαπητή μου κυρία, ήρθα ως φίλος» έλεγε ο Χολμς.
Έφερνε την εικόνα της στο νου του, μια κοτούλα με τις φτερούγες ανοιγμένες να τον εμποδίζει να περάσει. Αλλά ο Χολμς επέμενε.
«Καλή μου κυρία, επιτρέψτε μου» είπε ο Χολμς, παραμερίζοντάς την. (Ήταν πολύ γεροδεμένος.)
Ο Χολμς ανέβαινε. Θα άνοιγε διάπλατα την πόρτα. θα έλεγε: Έχουμε μελαγχολία, έτσι δεν είναι;». θα τον έπαιρνε. Όχι· όχι, ούτε ο Χολμς θα τον έπαιρνε ούτε ο Μπράντσο. Σηκώθηκε με βήμα ασταθές, περισσότερο πηδούσε απ᾿ το ένα πόδι στο άλλο, κι εξέτασε το ωραιότατο καθαρό μαχαίρι τού ψωμιού τής κυρίας Φίλμερ που είχε τη λέξη «Ψωμί» χαραγμένη στο λαβή του. Α, δεν είναι σωστό να το λερώσεις. Το γκάζι; Πολύ αργά πια. Ο Χολμς πλησίαζε. Μπορεί να είχε ξυραφάκια, αλλά τα είχε μαζέψει η Ρέζια, όπως έκανε πάντα. Απέμενε μόνο το παράθυρο, το μεγάλο παράθυρο τού μικρού επιπλωμένου διαμερίσματος που νοίκιαζαν στο Μπλούμσμπερι· τι κουραστικό, προβληματικό, πόσο μελοδραματικό ν᾿ ανοίξει το παράθυρο και να πέσει κάτω. Έτσι αντιλαμβάνονταν οι άλλοι την τραγωδία, όχι ο ίδιος και η Ρέζια (γιατί η Ρέζια ήταν με το μέρος του). Στον Χολμς και στον Μπράντσο άρεσαν αυτά τα πράγματα. (Κάθισε στο περβάζι.) Όμως, θα περίμενε ως την τελευταία στιγμή. Δεν ήθελε να πεθάνει. Η ζωή ήταν ωραία. Ο ήλιος έκαιγε. Μόνο που οι άνθρωποι — μα τι ήθελαν; ; Ένας ηλικιωμένος που κατέβαινε τη σκάλα απέναντι σταμάτησε και τον κοίταξε. Ο Χολμς είχε φτάσει στην πόρτα. «Εγώ σας τη χαρίζω!» φώναξε και ρίχτηκε δυναμικά, ορμητικά, στο κιγκλίδωμα τής κυρίας Φίλμερ.
«Τον δειλό!» φώναξε ο δόκτωρ Χολμς ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα. Η Ρέζια έτρεξε μέχρι το παράθυρο· είδε· κατάλαβε. Ο δόκτωρ Χολμς και η κυρία Φίλμερ έπεσαν ο ένας επάνω στον άλλον. Η κυρία Φίλμερ ανέμισε την ποδιά της και την ανάγκασε να στρέψει το βλέμμα της αλλού. Ανεβοκατεβάσματα στη σκάλα. Ο δόκτωρ Χολμς μπήκε στο δωμάτιο — άσπρος σαν χαρτί, έτρεμε σύγκορμος, κρατούσε ένα ποτήρι νερό. Πρέπει να φανεί γενναία και να πιει κάτι, είπε (Τι ήταν; Κάτι γλυκό), γιατί ο σύζυγός της είναι φρικτά παραμορφωμένος, δεν θα συνέλθει, δεν πρέπει να τον δει, πρέπει όσο γίνεται να την απαλλάξουν από διάφορα πράγματα, θα πρέπει να υποστεί την ανάκριση, η κακομοίρα. Ποιος θα μπορούσε να το προβλέψει; Μια ξαφνική παρόρμηση, κανείς δεν είναι υπαίτιος στο παραμικρό (είπε στην κυρία Φίλμερ). Και τι στο διάολο τού ήρθε και το έκανε, ο δόκτωρ Χολμς δεν μπορούσε να καταλάβει.
Καθώς έπινε αυτό το γλυκό πράγμα ένιωθε σαν να άνοιγε μπαλκονόπορτες, σαν να έβγαινε σε κάποιον κήπο. Αλλά πού; Το ρολόι χτυπούσε — μία, δύο, τρεις: πόσο συνετό ήταν το χτύπημά του· σε σύγκριση με όλα αυτά τα χτυπήματα και τούς ψιθύρους· σαν τον ίδιο τον Σέπτιμους. Την έπαιρνε ο ύπνος. Αλλά το ρολόι συνέχισε να χτυπάει, τέσσερις, πέντε, έξι, κι η κυρία Φίλμερ που ανέμιζε την ποδιά της (δεν θα έφερναν μέσα το πτώμα, έτσι δεν είναι;) έμοιαζε να ᾿ναι κομμάτι αυτού τού κήπου· ή σημαία. Κάποτε είχε δει σημαία να κυματίζει στον ιστό της, όταν έμεινε με τη θεία της στη Βενετία. Έτσι αποχαιρετούσαν τούς άνδρες που έπεφταν στη μάχη κι ο Σέπτιμους είχε βιώσει οδυνηρά τον Πόλεμο. Οι περισσότερες αναμνήσεις της ήταν ευχάριστες.
Έβαλε το καπέλο της κι άρχισε να τρέχει μέσα σε χωράφια με καλαμπόκια —πού μπορεί να ήταν αυτό;—, ανέβηκε κάποιο λόφο, κάπου κοντά στη θάλασσα, γιατί υπήρχαν πλοία, γλάροι, πεταλούδες κάθισαν σ᾿ έναν γκρεμό. Στο Λονδίνο, επίσης, εκεί κάθονταν και, σαν σε όνειρο, έφταναν μέσα από την πόρτα τής κρεβατοκάμαρας οι σταγόνες τής βροχής, ψίθυροι, αργοσάλεμα ανάμεσα στο ξερό καλαμπόκι, το χάδι τής θάλασσας, που τής φαινόταν ότι τούς έκλεινε μέσα στο θολωτό της κέλυφος και τής μουρμούριζε έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στην αμμουδιά, σκόρπισμένη, έτσι ένιωθε, σαν τα λουλούδια που πετάνε πάνω σε έναν τάφο.
«Πέθανε» είπε, χαμογελώντας στην κακομοίρα τη γριά που την πρόσεχε με τα άδολα γαλάζια μάτια της καρφωμένα στην πόρτα. (Δεν θα τον φέρουν εδώ μέσα, έτσι δεν είναι;) Η κυρία Φίλμερ αγανάκτησε. Όχι βέβαια! Τον μετέφεραν αλλού. Δεν πρέπει να τής πουν πού; Οι παντρεμένοι πρέπει να είναι μαζί, σκέφτηκε η κυρία Φίλμερ. Αλλά έπρεπε να κάνουν ό,τι είπε ο γιατρός.
«Αφήστε τη να κοιμηθεί» είπε ο δόκτωρ Χολμς, πιάνοντας το σφυγμό της. Η Ρέζια είδε το μεγάλο περίγραμμα του σώματός του να διαγράφεται σκοτεινό μπροστά στο παράθυρο. Αυτός, λοιπόν, ήταν ο δόκτωρ Χολμς.
Ένα επίτευγμα τού πολιτισμού, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς. Ένα επίτευγμα τού πολιτισμού, ενώ ηχούσε η φωτισμένη διαπεραστική σειρήνα του ασθενοφόρου. Γεμάτο ανθρωπιά το ασθενοφόρο παρέλαβε αμέσως κάποιον κακόμοιρο και γοργά, ομαλά, κατευθύνθηκε με ταχύτητα προς το νοσοκομείο· κάποιον χτυπημένο στο κεφάλι, διαλυμένο απ᾿ την αρρώστια, τραυματισμένο από αυτοκίνητο πριν από ένα ή δύο λεπτά σε μια διασταύρωση, κάτι που μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε. Αυτό σημαίνει πολιτισμός. Αυτό τον εντυπωσίασε μετά την επιστροφή του από την Ανατολή — η αποτελεσματικότητα, η οργάνωση, το πνεύμα αλληλεγγύης τού Λονδίνου. Κάθε κάρο, κάθε άμαξα παραμέριζε εκούσια για ν᾿ αφήσει το ασθενοφόρο να περάσει. Μπορεί να έκρυβε κάτι νοσηρό· ή μήπως δεν ήταν συγκινητικός ο σεβασμός που έδειχναν σ᾿ αυτό το ασθενοφόρο με το θύμα μέσα του — οι φορτωμένοι έγνοιες άντρες που πήγαιναν βιαστικοί στα σπίτια τους, κι αυτό, για μια στιγμή, όπως περνούσε, τούς θύμισε τη γυναίκα τους· ή, προφανώς, πως κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι οι ίδιοι εκεί μέσα, ξαπλωμένοι σ᾿ έναν πάγκο με το γιατρό και τη νοσοκόμα... Μα οι σκέψεις αυτές είναι νοσηρές, συναισθηματικές, αμέσως αρχίζεις να φέρνεις στο νου σου γιατρούς, πτώματα. Παρ᾿ όλα αυτά, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, καθώς το ασθενοφόρο έστριβε στη γωνία κι όσο η φωτισμένη διαπεραστική σειρήνα του ακουγόταν στον επόμενο δρόμο κι ακόμα πιο μακριά, είναι προνόμια τής μοναξιάς· όταν είσαι μόνος σου κάνεις ό,τι θέλεις. Μπορεί να κλάψεις αν δεν σε βλέπει κανείς. Ήταν η καταστροφή του —αυτή η υπερευαισθησία —στην αγγλική κοινωνία τής Ινδίας· να μην κλαίει ή να μην γελάει τη στιγμή που έπρεπε. Το κουβαλάω μέσα μου, σκέφτηκε καθώς στεκόταν δίπλα στο γραμματοκιβώτιο, έτοιμος να αναλυθεί σε δάκρυα. Ένας θεός ξέρει γιατί. Πιθανόν κάτι όμορφο, μαζί με το βάρος τής ημέρας, που, έχοντας ξεκινήσει μ᾿ εκείνη την επίσκεψη στην Κλαρίσα, τον είχε εξαντλήσει με τη ζέστη της, την έντασή της, τις εντυπώσεις που σταγόνα σταγόνα γλιστρούσαν στο κελάρι κι εκεί έμεναν βαθιές, σκοτεινές, ποτέ δεν θα τις μάθαινε κανείς. Κατά ένα μέρος γι᾿ αυτόν το λόγο, την πλήρη και απαραβίαστη μυστικότητα, θεωρούσε τη ζωή όμοια με κήπο ανεξερεύνητο, γεμάτο στροφές και γωνίες· ναι· πραγματικά, σού έκοβαν την ανάσα, τέτοιες στιγμές· μια απ᾿ αυτές τις στιγμές τον είχε κυριεύσει, δίπλα στο γραμματοκιβώτιο απέναντι απ᾿ το Βρετανικό Μουσείο, μια στιγμή που όλα συνδυάστηκαν· αυτό το ασθενοφόρο· η ζωή και ο θάνατος. Τόση ήταν η ορμή τών συναισθημάτων του, που ένιωθε να τον ρουφά μια πανύψηλη στέγη κι ο υπόλοιπος εαυτός του απέμενε γυμνωμένος, σαν λευκή αμμουδιά σπαρμένη με κοχύλια. Ήταν η καταστροφή του στην αγγλική κοινωνία τής Ινδίας — αυτή η υπερευαισθησία.
Μια φορά η Κλαρίσα, στο πάνω μέρος ενός λεωφορείου, κάπου πήγαινε μαζί του, η Κλαρίσα, που, επιφανειακά τουλάχιστον τόσο εύκολα ένιωθε συγκίνηση, πότε ήταν σε απόγνωση, πότε πολύ κεφάτη, ενθουσιαζόταν εκείνη την εποχή κι ήταν τόσο καλή παρέα, εντόπιζε περίεργα μικροπεριστατικά, ονόματα, ανθρώπους, απ᾿ την κορυφή ενός λεωφορείου, γιατί είχαν τη συνήθεια να εξερευνούν το Λονδίνο και να γυρνούν με σακούλες γεμάτες θησαυρούς απ᾿ την Αγορά Καλιντόνιαν, εκείνη την εποχή η Κλαρίσα είχε μια θεωρία — είχαν χιλιάδες θεωρίες, μονίμως είχαν θεωρίες, όπως κάνουν οι νέοι. Για να εξηγηθεί η αίσθηση δυσαρέσκειας που είχαν· που δεν ήξεραν τούς ανθρώπους· που δεν τούς ήξεραν οι άλλοι. Γιατί πώς μπορούσαν να μάθουν ο ένας τον άλλο; Μπορεί να έβλεπες έναν άνθρωπο καθημερινά· μετά δεν τον έβλεπες επί ένα εξάμηνο ή και χρόνια. Είναι απογοητευτικό, συμφώνησαν κι οι δύο, το πόσο λίγο ξέρεις τούς ανθρώπους. Αλλά εκείνη είπε, καθισμένη στο λεωφορείο που ανέβαινε τη λεωφόρο Σάφτσμπερι, ότι νιώθει τον εαυτό της παντού· όχι «εδώ, εδώ, εδώ»· χτύπησε την πλάτη τού καθίσματος· αλλά παντού. Κούνησε το χέρι της πέρα δώθε, ενώ ανέβαιναν τη λεωφόρο Σάφτσμπερι. Είναι όλα αυτά γύρω. Κι έτσι για να τη μάθεις εκείνη, ή για να μάθεις οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο, πρέπει να αναζητήσεις τούς ανθρώπους που τη συμπληρώνουν· ακόμα και τα μέρη. Ένιωθε έναν παράξενα σύνδεσμο με ανθρώπους που δεν είχε μιλήσει ποτέ, με κάποια γυναίκα στο δρόμο, έναν άντρα πίσω από ένα ταμείο — ακόμα και με τα δέντρα ή τούς αχυρώνες. Όλο αυτό κατέληγε σε μια υπερφυσική θεωρία που, με δεδομένο το φόβο της για το θάνατο, τής έδινε τη δυνατότητα να πιστεύει ή να λέει ότι πιστεύει (παρά το σκεπτικισμό της), πως αφού η παρουσία μας, το κομμάτι μας που παρουσιάζεται, διαρκεί τόσο λίγο σε σχέση με το άλλο, το αθέατο κομμάτι τού εαυτού μας, που εκτείνεται πολύ, το αθέατο μπορεί να επιβιώνει, ίσως να ζωντανεύει με κάποιον τρόπο προσκολλημένο στον έναν ή στον άλλον ή ακόμα και να στοιχειώνει συγκεκριμένα μέρη, μετά το θάνατο... ίσως — ίσως.
Τώρα που αναλογιζόταν τη μακρά φιλία τών σχεδόν τριάντα ετών με την Κλαρίσα, όσο σύντομες, αποσπασματικές, συχνά οδυνηρές και να ήταν οι συναντήσεις τους, με τις απουσίες του και τις παρεμβολές (το πρωί, για παράδειγμα, μπήκε η Ελίζαμπεθ, σαν μακρυπόδαρο πουλάρι, άμορφη, άλαλη, τη στιγμή που αυτός άρχιζε να μιλά στην Κλαρίσα), είχαν ανυπολόγιστη επίδραση στη ζωή του. Υπήρχε κάποιο μυστήριο. Έπαιρνες στα χέρια σου έναν σπόρο — την ίδια τη συνάντηση· άλλοτε εξαιρετικά οδυνηρή κι άλλοτε όχι· αλλά σε κάποια περίοδο απουσίας, στα πιο απίθανα μέρη, λουλούδιαζε, άνοιγε, σκορπούσε το άρωμά του, σε άφηνε ν᾿ αγγίξεις, να γευτείς, να κοιτάξεις γύρω σου, να τον νιώθεις και να τον κατανοείς, ύστερα από χρόνια που έμεινε θαμμένος. Έτσι ερχόταν στο νου του, η Κλαρίσα· στο πλοίο· στα Ιμαλάια· κρυβόταν ακόμα και στα πιο παράξενα πράγματα (έτσι όπως η Σάλι Σίτον, τι μεγαλόψυχη ενθουσιώδης χαζούλα γυναίκα!, σκεφτόταν αυτόν, όταν έβλεπε γαλάζιες ορτανσίες). Τον είχε επηρεάσει περισσότερο από οποιονδήποτε άνθρωπο είχε γνωρίσει στη ζωή του. Και πάντα έτσι φανερωνόταν μπροστά του η εικόνα της, χωρίς εκείνος να το θέλει, ψυχρή, αριστοκρατική, επικριτική ή θελκτική, ρομαντική, να σού φέρνει στο νου αγρό ή σοδειά στην εξοχή της Αγγλίας. Την έβλεπε κυρίως στην εξοχή, όχι στο Λονδίνο. Η μια εικόνα μετά την άλλη, στο Μπόρτον...
Είχε φτάνει στο ξενοδοχείο του. Διέσχισε τον προθάλαμο με το σωρό τις κοκκινωπές καρέκλες και τούς καναπέδες, τα φυτά με τα μαραζωμένα αιχμηρά φύλλα. Πήρε το κλειδί του απ᾿ το γαντζάκι. Η κοπέλα τού έδωσε μερικά γράμματα. Ανέβηκε επάνω — την έβλεπε κυρίως στο Μπόρτον, τέλη καλοκαιριού, τότε που αυτός έμενε εκεί μια εβδομάδα, ακόμα και δεκαπέντε μέρες, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Την έβλεπε να στέκεται στην κορυφή κάποιου λόφου, με το χέρια της να κρατάει τα μαλλιά της, την κάπα της ν᾿ ανεμίζει, να δείχνει, να τούς φωνάζει — κάτω έβλεπε τον ποταμό Σέβερν. Ή σε κάποιο δάσος, να βάζει το τσαγιερό στη φωτιά — εντελώς αδέξια τα δάχτυλά της· ο καπνός να υποκλίνεται ελαφρά, να αναδεύεται μπροστά στα πρόσωπά τους· το ροδαλό προσωπάκι της να διαγράφεται από πίσω· να θερμοπαρακαλά σ᾿ ένα αγροτόσπιτο να τής δώσει νερό μια γριά που βγήκε μέχρι την πόρτα για να τούς ξεπροβοδίσει. Οι δυο τους περπατούσαν πάντα· οι άλλοι πήγαιναν με το αυτοκίνητο. Εκείνη βαριόταν στο αυτοκίνητο, δεν τής άρεσε κανένα ζώο, εκτός από εκείνο το σκύλο. Περπατούσαν αμέτρητα χιλιόμετρα. Συχνά απομακρυνόταν για να βρει τον προσανατολισμό της και να τον οδηγήσει πίσω μέσα απ᾿ την εξοχή· και τσακώνονταν διαρκώς, μιλούσαν για την ποίηση, για τούς ανθρώπους, για την πολιτική (εκείνη υποστήριζε το κόμμα των Ριζοσπαστικών τότε)· δεν παρατηρούσε ποτέ τίποτε εκτός αν τύχαινε να σταματήσει· τότε, έβγαζε κραυγές ενθουσιασμού στη θέα ενός τοπίου ή ενός δέντρου και τον έβαζε να κοιτάξει κι εκείνος· και ξεκινούσαν πάλι, περνούσαν μέσα από χωράφια σοδιασμένα, εκείνη περπατούσε μπροστά, κρατώντας ένα λουλούδι για τη θεία της, ποτέ δεν κουραζόταν να περπατά παρόλο που ήταν τόσο λεπτεπίλεπτη· το σούρουπο γυρνούσαν στο Μπόρτον αποκαμωμένοι. Έπειτα, μετά το δείπνο, ο γερο Μπράιτκοπφ άνοιγε το πιάνο και τραγουδούσε φάλτσα, κι όλοι ήταν βυθισμένοι στις πολυθρόνες και προσπαθούσαν να μην γελάσουν, αλλά ποτέ δεν άντεχαν και ξεσπούσαν σε γέλια, γελούσαν — γελούσαν χωρίς να υπάρχει λόγος. Ο Μπράιτκοπφ έκανε πως δεν καταλάβαινε. Κι έπειτα το πρωί, να φλερτάρει περπατώντας πάνω κάτω σαν σουσουράδα μπροστά στο σπίτι...
Ω, ένα γράμμα της! Αυτός ο γαλάζιος φάκελος· ο γραφικός της χαρακτήρας. Κι εκείνος να πρέπει να το διαβάσει. Να μια ακόμα συνάντηση που έμελλε να είναι οδυνηρή! Χρειαζόταν διαολεμένη δύναμη για να διαβάσει το γράμμα της. Τι ωραία που ήταν, που τον είδε. Έπρεπε να τού το πει. Αυτά ήταν όλο.
Ωστόσο τον αναστάτωσε. Τον ενόχλησε. Μακάρι να μην το είχε γράψει. Αγκωνιά στα πλευρά να συγκαταλέγεται εκείνη στις πρώτες σκέψεις του. Γιατί δεν τον άφηνε στην ησυχία του; Εντέλει, είχε παντρευτεί τον Νταλογουέι και ζούσε απόλυτα ευτυχισμένη μαζί του όλα αυτά τα χρόνια.
Τα ξενοδοχεία αυτά δεν είναι μέρη που σε ανακουφίζουν. Κάθε άλλο. Ποιος ξέρει πόσοι άνθρωποι είχαν κρεμάσει τα καπέλα τους στα γαντζάκια αυτά. Αν το καλοσκεφτόσουν, ακόμα κι οι μύγες είχαν καθίσει στις μύτες άλλων ανθρώπων. Όσο για την καθαριότητα που τον είχε χτυπήσει στο πρόσωπο, δεν ήταν καθαριότητα, περισσότερο γύμνια ήταν, ψυχρόσπιτο· κάτι υποχρεωτικό. Μια αδιάφορη υπεύθυνη επισκεπτόταν τούς χώρους τα χαράματα, οσφραινόταν και περιεργαζόταν τα πάντα από κάθε άποψη, έβαζε τις καμαριέρες με τις μελανιασμένες απ᾿ το κρύο μύτες, να τρίψουν μανιωδώς, σαν να ήταν ο επόμενος επισκέπτης ένα κομμάτι κρέας που έπρεπε να σερβιριστεί σε απόλυτα καθαρή πιατέλα. Ίσα ίσα ένα κρεβάτι για να κοιμηθείς· μια πολυθρόνα για να καθίσεις· ένα λαβομάνο, ένας καθρέφτης για να καθαρίσεις τα δόντια σου και να ξυρίσεις το πιγούνι σου. Βιβλία, γράμματα, ρόμπα, όλα πεταμένα εδώ κι εκεί στον απρόσωπο χώρο με τα φτηνά ετερόκλητα πράγματα. Η επιστολή τής Κλαρίσα τον ώθησε να τα δει όλα αυτά. «Τι ωραία που σε είδα!» Αυτό είχε να πει! Δίπλωσε το χαρτί· το έσπρωξε μακριά τίποτε στον κόσμο δεν θα τον έκανε να το διαβάσει ξανά!
Για να έφτασε το γράμμα σ᾿ αυτόν στις έξι, εκείνη θα πρέπει να κάθισε και να το έγραψε αμέσως μόλις ο ίδιος έφυγε απ᾿ το σπίτι της· να το σφράγισε· να έστειλε κάποιον στο ταχυδρομείο. Πολύ χαρακτηριστική αντίδραση, καθώς λένε. Αναστατώθηκε από την επίσκεψή του. Ένιωσε πολλά· για μια στιγμή, όταν φίλησε το χέρι του, μετάνιωσε, ίσως και να τον ζήλεψε· πιθανόν θυμήθηκε (το είδε στην έκφρασή της) κάτι που είχε πει εκείνος — ότι ίσως να άλλαζαν τον κόσμο, αν τον παντρευόταν· ενώ τώρα υπήρχαν άλλα· υπήρχε η προχωρημένη ηλικία· η μετριότητα· μετά υποχρέωσε τον εαυτό της, με την ακατάβλητη ζωντάνια που τη διέκρινε, να τ᾿ αφήσει όλα αυτά στην άκρη, γιατί είχε μέσα της ένα νήμα ζωής —παρόμοιό του δεν είχε δει ποτέ ο Πίτερ— γερό, ανθεκτικό, δυνατό, που τη βοηθούσε να ξεπερνά τα εμπόδια και να θριαμβεύει σε όλα. Ναι· αλλά θα πρέπει να είχε κάποια αντίδραση μόλις έφυγε εκείνος απ᾿ το δωμάτιο. Θα πρέπει να τον λυπήθηκε φρικτά· να σκέφτηκε τι θα μπορούσε να κάνει για να τού δώσει χαρά (εκτός από ένα πράγμα, βεβαίως), και την έβλεπε ολοζώντανη μπροστά του, δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά της καθώς πήγαινε στο γραφειάκι της κι έγραφε βιαστικά εκείνη τη γραμμή που αυτός θα έβρισκε να τον περιμένει... «Τι ωραία που σε είδα!» Και το εννοούσε.
Ο Πίτερ είχε λύσει τα κορδόνια στις μπότες του.
Μα δεν θα ήταν πετυχημένος ο γάμος τους. Το άλλο, εν πάση περιπτώσει, προέκυψε πολύ πιο φυσικά.
Ήταν παράξενο· ήταν αληθινό· το ένιωθαν πολλοί άνθρωποι. Ο Πίτερ Γουόλς, που απλώς είχε κινηθεί στα πλαίσια τής αξιοπρέπειας, που είχε απλώς ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις συνηθισμένων θέσεων, που ο κόσμος τον θεωρούσε συμπαθητικό αλλά και λίγο ιδιόρρυθμο, που μεγαλοπιανόταν — ήταν παράξενο που αυτός ο άνθρωπος είχε, ιδίως τώρα που τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει, μια έκφραση ικανοποίησης· μια έκφραση που έδειχνε ότι διέθετε αποθέματα. Αυτό τον έκανε ελκυστικό για τις γυναίκες, στις οποίες άρεσε η αίσθηση ότι δεν ήταν εξαιρετικά αρρενωπός. Είχε κάτι περίεργο πάνω του ή μάλλον κάτι περίεργο κρυβόταν πίσω απ᾿ την όψη του. Μπορεί να οφειλόταν στο γεγονός πως ήταν φιλομαθής — δεν υπήρχε περίπτωση όταν πήγαινε κάποια επίσκεψη να μην πάρει στα χέρια του το βιβλίο που ήταν πάνω στο τραπέζι τού σαλονιού (αυτή τη στιγμή διάβαζε, με τα κορδόνια του να σέρνονται στο πάτωμα)· ή στο ότι ήταν τζέντλεμαν, κάτι που φαινόταν στον τρόπο που άδειαζε τη στάχτη απ᾿ την πίπα του, και φυσικά, στους τρόπους του απέναντι στις γυναίκες. Ήταν πολύ χαριτωμένο κι εντελώς γελοίο να βλέπεις πόσο εύκολα μια κοπέλα χωρίς κουκούτσι μυαλό, τον έσερνε απ᾿ τη μύτη. Αλλά το διακινδύνευε η κοπέλα. Δηλαδή, παρόλο που μπορεί να ήταν τόσο καλόβολος, παρέα πραγματικά συναρπαστική με την ευθυμία του και τούς καλούς του τρόπους, έφτανε μέχρις ενός σημείου. Κάτι έλεγε εκείνη — όχι, όχι· αυτός καταλάβαινε ότι κάτι κρυβόταν στα λόγια της. Και δεν το υπέμενε — όχι, όχι. Έπειτα, φώναζε και σειόταν ολόκληρος και κρατούσε τα πλευρά του γελώντας με κάποιο αστείο με τούς άλλους άντρες. Ήταν ο καλύτερος κριτής μαγειρικής στην Ινδία. Ήταν άντρας. Αλλά όχι το είδος τού άντρα που ένιωθες υποχρεωμένος να σέβεσαι —πραγματικό ευτύχημα· όχι σαν τον ταγματάρχη Σίμονς, για παράδειγμα· δεν τού έμοιαζε στο παραμικρό, σκεφτόταν η Ντέιζι, όταν παρά τα δυο μικρά παιδιά της, έκανε τη σύγκριση των δύο αντρών.
Έβγαλε τις μπότες του. Άδειασε τις τσέπες του. Μαζί με το σουγιά βγήκε και μια φωτογραφία τής Ντέιζι στη βεράντα ντυμένη στα λευκά, μ᾿ ένα φοξ τεριέ στα γόνατά της· πολύ χαριτωμένη, πολύ μελαχρινή· καλύτερη από κάθε άλλη φορά. Εντέλει είχε προκύψει τόσο φυσικό· πολύ πιο φυσικά απ᾿ ό,τι με την Κλαρίσα. Χωρίς αναστάτωση. Χωρίς κόπο. Χωρίς μπελάδες και νευρικότητα. Απλά κι ωραία. Και το μελαχρινό, αξιαγάπητα άμορφο κορίτσι στη βεράντα ν᾿ αναφωνεί (η φωνή της αντηχούσε στ᾿ αυτιά του). Και βέβαια, και βέβαια θα τού δώσει τα πάντα! φώναζε (δεν είχε ίχνος επιφυλακτικότητας), ό,τι θέλει! Φώναζε τρέχοντας να τον συναντήσει, όποιος κι αν τούς έβλεπε. Κι ήταν μόνο είκοσι τεσσάρων. Με δύο παιδιά. Για φαντάσου!
Για φαντάσου πώς έμπλεξε σε τέτοιους μπελάδες στην ηλικία του. Αυτή η σκέψη τον κυρίεψε, όταν πετάχτηκε απότομα απ᾿ τον ύπνο του τη νύχτα. Κι αν υποθέσουμε ότι παντρεύονταν; Γι᾿ αυτόν θα ήταν όλα μια χαρά, αλλά γι᾿ αυτήν; Η κυρία Μπέρτζις, γυναίκα από καλή πάστα, όχι καμιά κουτσομπόλα, στην οποία είχε εκμυστηρευτεί τα πάντα, πίστευε πως η απουσία του στην Αγγλία, με πρόσχημα να δει δικηγόρους, μπορεί να έκανε την Ντέιζι να αναθεωρήσει, να σκεφτεί τι σήμαινε. Το θέμα είναι η δική της θέση, είπε η κυρία Μπέρτζις· οι κοινωνικοί φραγμοί· το να εγκαταλείψει τα παιδιά της. Κάποτε θα γίνει μια χήρα με παρελθόν, που θα περιφέρεται άσκοπα ή, το πιο πιθανό, θα ενεργεί αδιακρίτως (ξέρετε, τού είπε, πώς γίνονται αυτές οι γυναίκες, βάφονται τόσο πολύ). Αλλά Πίτερ Γουόλς δεν τα λογάριαζε αυτά. Δεν σκόπευε να πεθάνει ακόμη. Εν πάση περιπτώσει πρέπει να είναι ικανοποιημένη με τον εαυτό της, να κρίνει μόνη της, σκέφτηκε ο Πίτερ, περπατώντας στο δωμάτιο με τις κάλτσες· έστρωσε το καλό του το πουκάμισο, γιατί μπορεί να πήγαινε στη δεξίωση τής Κλαρίσα ή σε κάποιο μιούζικ χολ ή να καθόταν να διαβάσει ένα συναρπαστικό βιβλίο γραμμένο, από κάποιον που γνώριζε από την Οξφόρδη. Κι αν έβγαινε στη σύνταξη, αυτό ακριβώς θα έκανε — θα έγραφε βιβλία. Θα πήγαινε στην Οξφόρδη και θα χωνόταν στην Μποντλίαν να σκαλίσει τα βιβλία της. Μάταια έτρεχε η μελαχρινή, εξαιρετικά όμορφη κοπέλα μέχρι την άκρη της βεράντας· μάταια κουνούσε το χέρι της· μάταια φώναζε πως δεν δίνει δεκάρα τι λένε οι άλλοι. Ορίστε, να τος ο άντρας που θαύμαζε τόσο, ο τέλειος τζέντλεμαν, ο συναρπαστικός, ο διαπρεπής (κι η ηλικία του δεν την απασχολούσε καθόλου), να περιφέρεται με τις κάλτσες στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Μπλούμσμπερι, να ξυρίζεται, να πλένεται, να συνεχίζει, καθώς έπιανε βαζάκια, — άφηνε το ξυράφι, να ψάχνει στη βιβλιοθήκη τής Οξφόρδης για να βρει την αλήθεια για ένα δυο ζητηματάκια που τον απασχολούσαν. Και θα έπιανε κουβέντα με κάθε τυχαίο, με αποτέλεσμα να αδιαφορεί όλο και περισσότερο για τη συγκεκριμένη ώρα του φαγητού και να χάνει ραντεβού· κι όταν η Ντέιζι θα τού ζητούσε, αργά ή γρήγορα, ένα φιλί, να η σκηνή, η αδυναμία να ανταποκριθεί σωστά, (παρόλο που τής ήταν πραγματικά αφοσιωμένος) — με δυο λόγια, μπορεί να ήταν καλύτερα, όπως είπε η κυρία Μπέρτζις, να τον ξεχάσει ή απλώς να τον θυμάται όπως ήταν τον Αύγουστο τού 1922, μια φιγούρα στο σταυροδρόμι το σούρουπο, που απομακρύνεται διαρκώς καθώς οι ρόδες τής άμαξας περιστρέφονται όλο και πιο γρήγορα, παίρνοντάς τη μακριά, καθισμένη με ασφάλεια στο πίσω κάθισμα, με τα χέρια της τεντωμένα, και όπως βλέπει τη φιγούρα να μικραίνει και να χάνεται, εξακολουθεί ακόμη να φωνάζει ότι θα κάνει τα πάντα στον κόσμο, τα πάντα, τα πάντα...
Ποτέ δεν ήξερε τι σκέφτονταν οι άνθρωποι. Δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να συγκεντρωθεί. Ήταν όλο και πιο απορροφημένος· τον απασχολούσαν οι δικές του ανησυχίες· άλλοτε ευδιάθετος, άλλοτε μουτρωμένος· εξαρτημένος απ᾿ τις γυναίκες, αφηρημένος, κυκλοθυμικός, όλο και λιγότερο ικανός να καταλάβει, γιατί η Κλαρίσα δεν μπορούσε απλά να τούς βρει ένα κατάλυμα και να είναι καλή με την Ντέιζι· να την παρουσιάσει στον κόσμο. Κι έπειτα αυτός θα μπορούσε — θα μπορούσε να κάνει τι; να καθυστερεί και να ταλαντεύεται, να ορμά και να γεύεται, να είναι μόνος του, με δυο λόγια, να είναι αυτάρκης· ωστόσο κανένας άλλος δεν ήταν πιο εξαρτημένος απ᾿ τούς άλλους· αυτή ήταν η καταστροφή του. Δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά απ᾿ το καπνιστήριο, τού άρεσαν οι συνταγματάρχες, το γκολφ, το μπριτζ και πάνω απ᾿ όλα η παρέα τών γυναικών, η φινέτσα τής συντροφιάς τους, η πίστη, η τόλμη και το μεγαλείο τους στην αγάπη, που, παρά τα μειονεκτήματα, τού φαινόταν (το μελαχρινό, αξιαγάπητο, όμορφο πρόσωπο ήταν πάνω απ᾿ τούς φακέλους), πως είναι ένα τόσο θαυμαστό, ένα τόσο εξαίσιο λουλούδι που φυτρώνει στην κορυφή τής ανθρώπινης ζωής, και παρ᾿ όλα αυτά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί επαρκώς καθώς είχε πάντα την τάση να κοιτάζει γύρω του, (η Κλαρίσα είχε για πάντα απομυζήσει κάτι από μέσα του), να κουράζεται πολύ εύκολα απ᾿ τη σιωπηλή αφοσίωση και να θέλει ποικιλία στην αγάπη, αν και θα γινόταν έξαλλος αν η Ντέιζι αγαπούσε κάποιον άλλον, έξαλλος! γιατί ήταν ζηλιάρης, ασυγκράτητος ζηλιάρης από τη φύση του. Υπέφερε τα πάνδεινα. Μα πού ήταν ο σουγιάς του· το ρολόι του· το πορτοφόλι του και το γράμμα τής Κλαρίσα, που δεν θα το ξαναδιάβαζε ποτέ, αλλά τού άρεσε να το σκέφτεται, και η φωτογραφία τής Ντέιζι; Ώρα για φαγητό.
Θα πήγαινε στη δεξίωση της Κλαρίσα. Θα πήγαινε στη δεξίωση, επειδή ήθελε να ρωτήσει τον Ρίτσαρντ τι έκαναν στην Ινδία — οι ηλίθιοι οι συντηρητικοί. Σε ποιες ενέργειες προέβαιναν; Και για τη μουσική... Α ναι, και για το κουτσομπολιό μόνο και μόνο.
Γιατί αυτή είναι η αλήθεια για την ψυχή μας, σκέφτηκε, για τον εαυτό μας, που σαν το ψάρι ζει στις βαθιές θάλασσες και πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε πράγματα απροσδιόριστα, ελισσόμενη ανάμεσα στους μίσχους φυκιών τεράστιων, πάνω από σημεία όπου τρεμοφέγγουν οι αχτίδες τού ήλιου και μετά πάλι στη σκοτεινιά, στο κρύο, στα βαθιά, σε μέρη ανεξιχνίαστα· και ξαφνικά τινάζεται προς την επιφάνεια και παίζει στα ρυτιδιασμένα από τον άνεμο κύματα· έχει μια σαφή ανάγκη, δηλαδή, να βουρτσιστεί, να τριφτεί, να ζεσταθεί με το κουτσομπολιό. Τι σκόπευε να κάνει η κυβέρνηση —θα ήξερε ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι— για την Ινδία; Καθώς η νύχτα ήταν πολύ ζεστή και τα παιδιά τών εφημερίδων περιφέρονταν με πλακάτ που διακήρυσσαν με τεράστια κόκκινα γράμματα ότι επικρατούσε καύσωνας, ψάθινες καρέκλες είχαν τοποθετηθεί στα σκαλιά τής εισόδου τού ξενοδοχείου κι εκεί κάθονταν, έπιναν, κάπνιζαν απόμακροι άντρες τής καλής κοινωνίας. Ο Πίτερ Γουόλς κάθισε εκεί. Θα μπορούσες να φανταστείς ότι η μέρα, η λονδρέζικη μέρα, μόλις άρχιζε. Σαν γυναίκα που είχε βγάλει το εμπριμέ φόρεμά της και την άσπρη ποδιά της, για να ντυθεί στα μπλε και να φορέσει μαργαριτάρια, η μέρα άλλαζε, ανέβαλλε δουλειές, έβαζε το πέπλο της, γινόταν βράδυ, και με τον ίδιο αναστεναγμό χαράς μιας γυναίκας που πετάει κουβάρι το μεσοφόρι της στο πάτωμα, έδιωχνε κι η νύχτα τη σκόνη, τη ζέστη, το χρώμα· η κίνηση αραίωσε. Παραιτούμαι, φαινόταν να λέει η νύχτα, καθώς χλώμιαζε και ξεθώριαζε, απλωμένη πάνω από επάλξεις και προεξοχές, σχηματισμένη, αιχμηρή, πάνω από ξενοδοχεία, σπίτια, καταστήματα, αργοσβήνω, άρχιζε να λέει, χάνομαι, αλλά το Λονδίνο δεν τα καταλάβαινε αυτά κι εκτόξευε τις ξιφολόγχες του στον ουρανό, την αιχμαλώτιζε, την εξανάγκαζε να γίνει παρέα του στη διασκέδαση.
Γιατί, απ᾿ την τελευταία φορά που είχε επισκεφτεί ο Πίτερ Γουόλς την Αγγλία, είχε γίνει η μεγάλη επανάσταση, με την εισαγωγή της θερινής ώρας από τον κύριο Γουίλετ. Το παρατεταμένο σούρουπο ήταν κάτι καινούργιο γι᾿ αυτόν. Ήταν αναζωογονητικό, μάλλον. Γιατί καθώς οι νέοι περνούσαν με τούς χαρτοφύλακές τους, εξαιρετικά χαρούμενοι που είχαν ξεμπερδέψει με τις υποχρεώσεις τους, επίσης υπερήφανοι βλακωδώς, που περπατούσαν στο διάσημο αυτό πεζοδρόμιο, τα πρόσωπά τους φώτιζε μια χαρά φτηνή, φανταχτερή αν προτιμάτε, που όμως δεν μείωνε τον ενθουσιασμό. Ήταν και καλοντυμένοι· ροζ κάλτσες· ωραία παπούτσια. Τούς περίμεναν δύο ώρες στον κινηματογράφο. Το φως τού δειλινού, κίτρινο και γαλάζιο, τόνιζε τα χαρακτηριστικά τους, τούς έδειχνε πιο εκλεπτυσμένους· και στα δέντρα τής πλατείας έλαμπε ωχροκίτρινο, κατάχλωμο —σαν βουτηγμένο στο νερό τής θάλασσας— το φύλλωμα μιας πόλης βυθισμένης. Είχε μείνει άφωνος απ᾿ την ομορφιά αλλά τού τόνωνε επίσης το ηθικό, γιατί ενώ οι Άγγλοι από την Ινδία (ήξερε πάμπολλους) δικαιωματικά κάθονταν στη Λέσχη της Ανατολής, ανακεφαλαιώνοντας με οξύτατο τόνο την καταστροφή τού κόσμου, ορίστε πού καθόταν αυτός, νεότερος παρά ποτέ· ζήλευε τούς νέους που ζούσαν το καλοκαίρι τους κι όλα τα υπόλοιπα, κι είχε κάτι περισσότερο από μια απλή υποψία, από τα λόγια ενός κοριτσιού, το γέλιο μιας καμαριέρας —ακαθόριστα πράγματα που δεν μπορούσες να εξηγήσεις —, για μια μετατόπιση στην πυραμίδα, που στα νιάτα του φάνταζε ακλόνητη. Αυτούς τότε τους είχε πιέσει, τούς είχε συντρίψει κάτω απ᾿ το βάρος της, ιδίως τις γυναίκες, σαν τα λουλούδια που η θεία Χέλενα, η θεία της Κλαρίσα, συνήθιζε να συνθλίβει ανάμεσα σε γκριζωπά φύλλα στυπόχαρτο και μ᾿ ένα βαρύ λεξικό αποπάνω, καθισμένη κάτω απ᾿ το αμπαζούρ μετά το δείπνο. Είχε πεθάνει τώρα πια η θεία. Από τnv Κλαρίσα είχε μάθει νέα της, ότι είχε χάσει την όρασή της από το ένα μάτι. Τής ταίριαζε τόσο πολύ —ένα από τα αριστουργήματα τής φύσης— να γίνεται γυάλινη σιγά σιγά η ηλικιωμένη δεσποινίς Πάρι. Θα πέθαινε σαν πουλί γραπωμένο σε κλαρί στην παγωνιά. Ανήκε σε μια διαφορετική εποχή, αλλά επειδή ήταν τόσο άρτια, τόσο πλήρης, θα ξεχώριζε πάντα στον ορίζοντα, κατάλευκη, διακεκριμένη, σαν φάρος που σημαδεύει κάποιο προηγούμενο στάδιο σ᾿ αυτό το περιπετειώδες, μακρύ, μα τόσο μακρύ ταξίδι, αυτή την ατελεύτητη ζωή. Έψαξε μια πένα για ν᾿ αγοράσει εφημερίδα. Πρώτα διάβαζε για το κρίκετ, τα σκορ, κι έπειτα για τη ζεστή μέρα· μετά για μια δολοφονία. Όταν έχεις κάνει τα ίδια πράγματα εκατομμύρια φορές, τα εμπλουτίζεις — αν και θα μπορούσες να πεις κι ότι τα απογυμνώνεις. Το παρελθόν σε πλουτίζει, το ίδιο κι η εμπειρία, όπως και το να έχεις νοιαστεί για έναν δυο ανθρώπους κι έτσι να έχεις αποκτήσει τη δύναμη που λείπει στους νέους, να περιορίζεις, να κάνεις ό,τι σού αρέσει, να μην δίνεις δεκάρα τι λένε οι άλλοι, να μην έχεις εξαιρετικά μεγάλες προσδοκίες για τη ζωή σου, (άφησε την εφημερίδα του στο τραπέζι κι έφυγε), κάτι που δεν ίσχυε απόλυτα γι᾿ αυτόν, όχι απόψε, που ξεκινούσε να πάει σε μια δεξίωση, στην ηλικία του, με την πεποίθηση ότι θα ζούσε μια εμπειρία. Αλλά ποια;
Μια εμπειρία γεμάτη ομορφιά θα ήταν, ούτως ή άλλως. Όχι η ακατέργαστη ομορφιά που βλέπει το μάτι. Δεν ήταν απλά και μόνο η ομορφιά, ήταν η ευθύτητα και η κενότητα, φυσικά· η συμμετρία ενός διαδρόμου· και τα φωτισμένα παράθυρα, ένα πιάνο, η μουσική από γραμμόφωνο· μια αίσθηση απόλαυσης κρυμμένη, που πότε πότε έπαιρνε σάρκα και οστά όταν, μέσα από ένα παράθυρο με τραβηγμένες κουρτίνες, ένα παράθυρο που είχε μείνει ανοιχτό, έβλεπες παρέες να κάθονται γύρω απ᾿ το τραπέζι, νέους να στροβιλίζονται αργά, συζητήσεις ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, υπηρέτριες να κοιτούν έξω άσκοπα, τεμπέλικα (τι παράξενη η δική τους δήλωση, όταν είχε πια τελειώσει η δουλειά), γυναικείες κάλτσες να στεγνώνουν πάνω απ᾿ τα περβάζια των τελευταίων ορόφων, έναν παπαγάλο, λίγα φυτά. Συναρπαστική, μυστηριώδης, απέραντα πλούσια αυτή η ζωή. Στη μεγάλη πλατεία, απ᾿ όπου τα ταξί περνούσαν βολίδα κι έστριβαν βιαστικά, ζευγάρια χαζολογούσαν, ερωτοτροπούσαν, αγκαλιάζονταν, βούλιαζαν κάτω απ᾿ τον μεγάλο θόλο ενός δέντρου· συγκινητικό· τόσο σιωπηλοί ήταν, τόσο απορροφημένοι, που προσπερνούσες διακριτικά, δειλά, σαν να ήσουν μάρτυρας σε μια τελετή ιερή που θα ήταν ανόσιο να διακόψεις. Ενδιαφέρον. Κατευθύνθηκε προς τη λάμψη και τα φώτα.
Το ελαφρύ πανωφόρι του άνοιξε, ο Πίτερ βάδιζε με τον δικό του δυσπερίγραπτο τρόπο, ελαφρά σκυμμένος μπροστά, κάνοντας γοργά ανάλαφρα βήματα, με τα χέρια δεμένα πίσω, μάτια λίγο γερακίσια όπως πάντα· με γοργά ανάλαφρα βήματα περπατούσε στο Λονδίνο με κατεύθυνση το Γουέστμινστερ, παρατηρώντας.
Όλοι δειπνούσαν έξω, λοιπόν; Ένας υπηρέτης άνοιγε πόρτες απ᾿ όπου περνούσε με μεγάλες δρασκελιές μια ηλικιωμένη αριστοκράτισσα, με αγκράφα στα παπούτσια, με τρία μοβ φτερά στρουθοκαμήλου στα μαλλιά. Πόρτες άνοιγαν για κυρίες τυλιγμένες σαν μούμιες σε εσάρπες με φανταχτερά λουλούδια, κυρίες χωρίς καπέλο. Και μέσα απ᾿ τα κηπάκια μπροστά στις ευπρεπείς οικίες με τι γύψινες διακοσμητικές κολόνες έβγαιναν γυναίκες ελαφρά τυλιγμένες, με χτενάκια στα μαλλιά (είχαν πρώτα ανέβει στην κρεβατοκάμαρα για να δουν τα παιδιά)· οι άντρες τις περίμεναν, με τα πανωφόρια τους ανοιχτά και τη μηχανή τού αυτοκινήτου αναμμένη. Όλοι έβγαιναν έξω. Έτσι όπως άνοιγαν αυτές οι πόρτες και κατέβαιναν άνθρωποι κι έφευγαν, είχες την εντύπωση πως όλο το Λονδίνο επιβιβαζόταν σε βαρκούλες, που δεμένες στην όχθη κλυδωνίζονταν στο νερό, σαν να απέπλεε η περιοχή ολόκληρη για να πάει σε κάποιο καρναβάλι. Και η Γουάιτχολ, φάνταζε ασημένια από τα πολλά αμάξια, που γλιστρούσαν επάνω της σαν αράχνες, κι είχες την εντύπωσα ότι γύρω απ᾿ τις λυχνίες ήταν μαζεμένα σκνιπάκια· είχε τόση ζέστη που οι άνθρωποι χασομερούσαν στους δρόμους και συζητούσαν. Να κι ένας συνταξιούχος, δικαστής πιθανώς, καθισμένος ακίνητος στην είσοδο τού σπιτιού του, ντυμένος στα λευκά. Ένας Άγγλος από την Ινδία προφανώς.
Σ᾿ ένα σημείο φασαρία από γυναίκες που τσακώνονταν, μεθυσμένες σ᾿ ένα άλλο ένας αστυνομικός μόνο, το περίγραμμα τών σπιτιών, αρχοντικών σπιτιών, σπιτιών με θόλο, εκκλησίες, κοινοβούλια, το φουγάρο από κάποιο ατμόπλοιο στο ποτάμι, κραυγή υπόκωφη μέσα στην καταχνιά. Μα αυτός ήταν ο δρόμος της, ο δρόμος που έμενε η Κλαρίσα· ταξί έστριβαν με ταχύτητα στη γωνία, σαν το νερό που σκάει στη βάση γέφυρας, συγκεντρώνονταν, έτσι τού φαινόταν επειδή έφερναν ανθρώπους που πήγαιναν στη δεξίωσή της, στη δεξίωση που έδινε η Κλαρίσα.
Το ψυχρό ρεύμα τών οπτικών εντυπώσεων τον εγκατέλειψε, σαν να ήταν το μάτι κύπελλο που ξεχείλισε κι άφησε το υπόλοιπο υγρό να κυλήσει στην πορσελάνη χωρίς να καταγραφεί. Ο νους πρέπει να ξυπνήσει τώρα. Το σώμα πρέπει να σφιχτεί την ώρα που μπαίνει στο σπίτι, στο φωτισμένο σπίτι με την ορθάνοιχτη είσοδο, όπου έχουν σταματήσει αυτοκίνητα και γυναίκες αστραφτερές κατεβαίνουν: η ψυχή πρέπει να γίνει γενναία για ν᾿ αντέξει. Άνοιξε τη μεγάλη λεπίδα τού σουγιά του.
Η Λούσι κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα έχοντας πρώτα τρυπώσει στο σαλόνι — τέντωσε ένα κάλυμμα, ίσιωσε μια καρέκλα, σταμάτησε ένα λεπτό κι αισθάνθηκε πως όποιος έμπαινε θα σκεφτόταν τι καθαρό, τι φωτεινό, τι όμορφα φροντισμένο δωμάτιο, μόλις έβλεπε τα όμορφα ασημικά, τα μπρούντζινα εργαλεία για το τζάκι, τα καινούργια καλύμματα για τις πολυθρόνες και τις κίτρινες κουρτίνες από κρετόν· τα μέτρησε όλα με το μάτι· άκουσε βουητό από φωνές· είχαν ήδη τελειώσει το δείπνο κι ανέβαιναν· τα πόδια της έπρεπε να βγάλουν φτερά!
Θα έρθει ο Πρωθυπουργός, είπε η Άγκνες: έτσι τούς άκουσε να λένε στην τραπεζαρία, είπε, μπαίνοντας μ᾿ ένα δίσκο με ποτήρια. Είχε καμία σημασία, την παραμικρή σημασία, ένας Πρωθυπουργός πάνω ένας Πρωθυπουργός κάτω; Δεν είχε καμία απολύτως διαφορά αυτήν τη στιγμή για την κυρία Γουόκερ, που βρισκόταν ανάμεσα σε πιάτα, κατσαρόλες, σουρωτήρια, τηγάνια, κοτόπουλα, παγωτιέρες, βγαλμένες κόρες ψωμιού, λεμόνια, σουπιέρες, γαβάθες για την πουτίγκα που, παρότι πάσχιζαν να τα πλύνουν όσο πιο γρήγορα γινόταν, τής φαινόταν ότι οι στοίβες τους ήταν πιο ψηλές απ᾿ την ίδια, ήταν παντού, στο τραπέζι, στις καρέκλες, ενώ η φωτιά τής κουζίνας τριζοβολούσε και φούντωνε, τα ηλεκτρικά φώτα σε τύφλωναν και δεν είχαν ακόμη σερβίρει το ελαφρύ δείπνο. Η κυρία Γουόκερ σκεφτόταν πως ένας Πρωθυπουργός πάνω ένας Πρωθυπουργός κάτω, δεν είχε καμία διαφορά.
Οι κυρίες ανεβαίνουν ήδη, είπε η Λούσι· οι κυρίες ανέβαιναν η μια μετά την άλλη, η κυρία Νταλογουέι ανέβαινε τελευταία και πάντα έστελνε κάποιο μήνυμα στην κουζίνα, «Την αγάπη μου στην κυρία Γουόκερ», αυτό τής είχε μηνύσει ένα βράδυ. Το επόμενο πρωί θα συζητούσαν αναλυτικά για τα φαγητά — τη σούπα, το σολομό· ο σολομός, το ήξερε η κυρία Γουόκερ, ως συνήθως μισοψημένος, γιατί πάντα την έπιανε άγχος για την πουτίγκα και τον ανέθετε στην Τζένι· αυτό γινόταν πάντα, ο σολομός έμενε μισοψημένος. Ωστόσο κάποια κυρία με ξανθά μαλλιά και ασημένια κοσμήματα αναρωτήθηκε, είπε η Λούσι, για το πρώτο πιάτο, αν πραγματικά το έφτιαξαν μόνες τους στο σπίτι. Αλλά την κυρία Γουόκερ την απασχολούσε ο σολομός, ενώ γύριζε γύρω γύρω τα πιάτα, ρύθμιζε τη φωτιά· ακούστηκαν δυνατά γέλια απ᾿ την τραπεζαρία· μια φωνή που μιλούσε· μετά κι άλλα γέλια — οι κύριοι διασκέδαζαν μετά την απομάκρυνση των κυριών. Το τοκάι, είπε η Λούσι, που μπήκε τρέχοντας. Ο κύριος Νταλογουέι την είχε στείλει να φέρει το τοκάι, το κρασί από τα αυστροουγγρικά κελάρια.
Τής το έφεραν μέσω κουζίνας. Βγαίνοντας η Λούσι γύρισε προς τα πίσω το κεφάλι της και είπε ότι η δεσποινίς Ελίζαμπεθ είναι πολύ όμορφη· δεν μπορεί να σταματήσει να την κοιτάζει· με το ροζ φόρεμά της, το κολιέ που τής έδωσε ο κύριος Νταλογουέι. Να μην ξεχάσει η Τζένι το σκύλο, το φοξ τεριέ τής Ελίζαμπεθ που δάγκωνε κι έπρεπε να το κλείσουν επάνω και μπορεί, σκέφτηκε η δεσποινίς Ελίζαμπεθ, να θέλει κάτι. Δεν πρέπει να ξεχάσει το σκύλο η Τζένι. Αλλά η Τζένι δεν πήγαινε πάνω μ᾿ όλους αυτούς τους ανθρώπους γύρω. Ένα αυτοκίνητο είχε ήδη σταματήσει στην είσοδο! Ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας — και οι κύριοι ήταν ακόμη στην τραπεζαρία, έπιναν τοκάι!
Να, τώρα ανέβαιναν τις σκάλες· έφτασαν οι πρώτοι και τώρα θ᾿ άρχιζαν να έρχονται όλο και πιο γρήγορα, κι η κυρία Πάρκινσον (την προσλάμβαναν ειδικά για τι δεξιώσεις) θ᾿ άφηνε την πόρτα ανοιχτή κι ο προθάλαμος θα γέμιζε από κυρίους που περίμεναν (στέκονταν και περίμεναν, ίσιωναν τα μαλλιά τους) ενώ οι κυρίες έβγαζαν τις κάπες τους στο δωμάτιο δίπλα· εκεί τις βοηθούσε η κυρία Μπάρνετ, η γριά Έλεν Μπάρνετ, που υπηρετούσε την οικογένεια σαράντα χρόνια και κάθε καλοκαίρι ερχόταν να βοηθήσει τις κυρίες και θυμόταν τις μητέρες όταν ήταν νεαρές κοπέλες και παρόλο που ήταν πολύ συνεσταλμένη έσφιγγε το χέρι τών κυριών· έλεγε «μιλέδη» με μεγάλο σεβασμό, αλλά είχε και χιουμοριστική διάθεση, ενώ κοιτούσε τι νεαρές κυρίες και τόσο διακριτικά βοηθούσε τη λαίδη Λάβτζοϊ, που είχε ένα προβληματάκι με το μεσοφόρι της. Η λαίδη Λάβτζοϊ και η δεσποινίς Άλις ήταν αδύνατον να μην νιώσουν ότι απολάμβαναν ένα μικρό προνόμιο στο βούρτσισμα και το χτένισμα των μαλλιών λόγω της γνωριμίας τους με την κυρία Μπάρνετ — «τριάντα χρόνια, μιλέδη» τής έλεγε η κυρία Μπάρνετ. Οι νεαρές κυρίες δεν φορούσαν ρουζ είπε η λαίδη Λάβτζοϊ, παλιά στο Μπόρτον. Η δεσποινίς Άλις δεν χρειάζεται ρουζ είπε η κυρία Μπάρνετ, κοιτάζοντάς την τρυφερά. Κι η κυρία Μπάρνετ καθόταν εκεί, στο βεστιάριο, στρώνοντας τίς γούνες, ισιώνοντας τίς μεταξωτές κεντητές εσάρπες, τακτοποιώντας το τραπεζάκι τής τουαλέτας και γνωρίζοντας πολύ καλά, παρά τίς γούνες και παρά τα στολίδια, ποιες κυρίες ήταν καλές και ποιες όχι. Τι καλή γριούλα, είπε η λαίδη Λάβτζοϊ ανεβαίνοντας τα σκαλιά, αυτή η γκουβερνάντα τής Κλαρίσα.
Κι έπειτα η λαίδη Λάβτζοϊ έσφιξε το κορμί της. «Λαίδη και δεσποινίς Λάβτζοϊ» είπε στον Κύριο Γουίλκινς (τον προσλάμβαναν ειδικά για τις δεξιώσεις). Ήταν αξιοθαύμαστος ο τρόπος που έσκυβε και ίσιωνε το σώμα του, έσκυβε και ίσιωνε, καθώς ανακοίνωνε με απόλυτη αμεροληψία «Λαίδη και δεσποινίς Λάβτζοϊ... σερ Τζον και λαίδη Νίνταμ... δεσποινίς Γουέλντ... κύριος Γουόλς». Αξιοθαύμαστος τρόπος· η οικογενειακή του ζωή θα πρέπει να ήταν άμεμπτη, εκτός από το γεγονός ότι φαινόταν απίθανο να έχει κάνει το σφάλμα, ένα ον με πρασινωπά χείλη και ξυρισμένα μάγουλα να μπει στον κόπο να αποκτήσει παιδιά.
«Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω!» έλεγε η Κλαρίσα. Το έλεγε σε όλους. Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω! Ήταν στα χειρότερά της — εξαιρετικά εκδηλωτική, υποκριτική. Μεγάλο σφάλμα του που ήρθε! Έπρεπε να είχε μείνει μέσα να διαβάσει το βιβλίο του, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς· να πάει σ᾿ ένα μιούζικ Χολ· να μείνει μέσα, γιατί δεν γνώριζε κανέναν.
Ω, θεέ μου, θα είναι αποτυχία· πλήρης αποτυχία, το ένιωθε ως το μεδούλι της η Κλαρίσα καθώς ο ηλικιωμένος λόρδος Λέξαμ στεκόταν μπροστά της ζητώντας συγγνώμη, που η σύζυγός του δεν είχε έρθει εξαιτίας τού κρυολογήματός της, μετά τη δεξίωση στους κήπους των Ανακτόρων του Μπάκιγχαμ. Με τη γωνία τού ματιού της μπορούσε να δει τον Πίτερ να την επικρίνει, αποκεί, από εκείνη τη γωνία. Εν πάση περιπτώσει, γιατί τα έκανε όλα αυτά τα πράγματα; Γιατί ν᾿ αναζητά τα ύψη και μετά να στέκεται μουσκεμένη στη φωτιά; Έτσι κι αλλιώς μπορεί να την καταβρόχθιζε! Να την έκανε στάχτη! Προτιμότερο οτιδήποτε άλλο, καλύτερα να κραδαίνει ένας άνθρωπος τη δάδα του και να την πετάξει στη γη, παρά να χάνεται και να σβήνει σαν άλλη Έλι Χέντερσον! Απίθανα πώς κατόρθωνε ο Πίτερ να τη φέρνει σ᾿ αυτή την κατάσταση απλώς και μόνα με το να μπαίνει και να στέκεται σε μια γωνία. Την έκανε να βλέπει τον εαυτό της· να υπερβάλλει. Ήταν ηλίθιο. Μα γιατί ήρθε, λοιπόν, μόνο και μόνο για να είναι επικριτικός; Γιατί να παίρνει πάντα και να μην δίνει ποτέ; Γιατί να μην ρισκάρει ένας άνθρωπος μια θεωριούλα του; Να τoς, απομακρυνόταν, κι έπρεπε να τού μιλήσει. Αλλά δεν θα έβρισκε την ευκαιρία. Έτσι είναι η ζωή — ταπείνωση, απάρνηση. Ο λόρδος Λέξαμ έλεγε πως η σύζυγός του δεν ήθελε να φορέσει τη γούνα της στη δεξίωση στα Ανάκτορα, γιατί «αγαπητή μου, εσείς οι κυρίες είστε ίδιες» — η λαίδη Λέξαμ ήταν τουλάχιστον εβδομήντα πέντε ετών! Ήταν σκέτη απόλαυση να κανακεύουν ο ένας τον άλλον αυτοί οι δύο ηλικιωμένοι. Τής άρεσε πραγματικά αυτός ο ηλικιωμένος λόρδος. Το πίστευε πραγματικά ότι η δεξίωσή της ήταν σημαντική και την αρρώσταινε να ξέρει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ότι γινόταν πληκτική. Οποιαδήποτε έκρηξη, οποιοσδήποτε τρόμος, οτιδήποτε ήταν προτιμότερο από ανθρώπους που περιφέρονταν άσκοπα, στέκονταν μαζεμένοι σε μια γωνιά σαν την Έλι Χέντερσον και δεν έμπαιναν καν στον κόπο να κρατήσουν το κορμί τους στητό.
Μαλακά η κίτρινη κουρτίνα με τα παραδείσια πουλιά ανέμισε προς τα μέσα, και φάνηκε σαν να μπήκε ένα σμήνος φτερά στην αίθουσα, κι έπειτα τραβήχτηκε πάλι πίσω. (Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά). Είχε ρεύμα, αναρωτήθηκε η Έλι Χέντερσον; Είχε την τάση να κρυολογεί εύκολα. Αλλά δεν είχε σημασία που θα ήταν συναχωμένη και θα φτερνιζόταν αύριο· τις κοπέλες με τους γυμνούς ώμους σκεφτόταν, την είχε εκπαιδεύσει να σκέφτεται τούς άλλους ο γέρος πατέρας της, ένας ανάπηρος, πρώην ιερέας στο Μπόρτον, πεθαμένος τώρα πια· και τα κρυολογήματά της δεν κατέβαιναν ποτέ στο στήθος. Τις κοπέλες σκεφτόταν, τις νέες κοπέλες με τους γυμνούς ώμους, η ίδια πάντα ήταν υποψία γυναίκας, με αδύναμα μαλλιά και ισχνό προφίλ· αν και τώρα που είπε περάσει τα πενήντα, είχε αρχίσει να λάμπει από μέσα της μια αδύναμη αχτίδα, κάτι εξαγνισμένο που άγγιξε τη διάκριση, ύστερα από τόσα χρόνια αυταπάρνησης, που όμως επισκιάστηκε πάλι, για πάντα, από τη αγωνιώδη προσπάθεια να δείχνει αριστοκρατική, τον πανικό της που προερχόταν απ᾿ το εισόδημα των τριακοσίων λιρών και το γεγονός ότι δεν διέθετε εφόδια για να κερδίσει μια δεκάρα παραπάνω· αυτά την έκαναν συνεσταλμένη, χρόνο με το χρόνο τής αφαιρούσαν την ικανότητα να συναντά καλοντυμένους ανθρώπους, οι οποίοι το έκαναν αυτό κάθε βράδυ, λέγοντας απλώς στις υπηρέτριές τους «θα φορέσω αυτό κι αυτό», ενώ η Έλι Χέντερσον έβγαινε στους δρόμους γεμάτη άγχος κι αγόραζε φτηνά ροζ λουλούδια, μισή ντουζίνα, κι έπειτα έριχνε μια εσάρπα πάνω απ᾿ το παλιό μαύρο φόρεμά της. Γιατί η πρόσκληση για το πάρτι τής Κλαρίσα είχε φτάσει την τελευταία στιγμή. Αυτό δεν τη χαροποίησε πολύ. Είχε ένα προαίσθημα ότι η Κλαρίσα δεν είχε σκοπό να την καλέσει φέτος.
Και γιατί να την καλέσει εξάλλου; Δεν υπήρχε λόγος, αν εξαιρούσες το γεγονός πως γνωρίζονταν τόσα χρόνια. Ουσιαστικά, ήταν ξαδέρφες. Αλλά όπως ήταν φυσικό είχαν χαθεί, η Κλαρίσα ήταν τόσο περιζήτητη. Γι᾿ αυτήν ήταν μεγάλο γεγονός να πάει σε δεξίωση. Και μόνο να βλέπει τα όμορφα ρούχα ήταν πραγματική απόλαυση. Η Ελίζαμπεθ δεν ήταν αυτή, μεγάλωσε πια, με τα μαλλιά της χτενισμένα μοντέρνα, με το ροζ φόρεμα; Δεν θα πρέπει να ήταν πάνω από δεκαεπτά. Ήταν όμορφη, πολύ όμορφη. Αλλά απ᾿ ό,τι φαινόταν τα κορίτσια δεν φορούσαν πια λευκά στην πρώτη τους δεξίωση, όπως παλιά. (Πρέπει να θυμηθεί τα πάντα για να τα πει στην Ίντιθ.) Οι κοπέλες φορούσαν ίσια φορέματα, στενά φορέματα που σταματούσαν αρκετά πάνω απ᾿ τον αστράγαλο. Δεν ήταν και πολύ κατάλληλο αυτό το μήκος, σκέφτηκε.
Κι επειδή είχε όραση μειωμένη, η Έλι Χέντερσον τέντωνε διαρκώς το λαιμό της μπροστά και δεν την ένοιαζε που δεν είχε κάποιον να μιλήσει (δεν γνώριζε σχεδόν κανέναν εκεί), επειδή τής έφτανε να παρατηρεί τόσο ενδιαφέροντες ανθρώπους· πολιτικοί προφανώς· φίλοι του Ρίτσαρντ Νταλογουέι· όμως ο ίδιος ο Ρίτσαρντ αισθάνθηκε ότι δεν μπορούσε να αφήσει αυτά το κακόμοιρο το πλάσμα να στέκεται εκεί μόνο του όλο το βράδυ.
«Λοιπόν, Έλι, πώς περνάς;» τη ρώτησε με τον γνωστό καλοσυνάτο τρόπο του κι η Έλι Χέντερσον, που, αμήχανη κοκκίνισε κι ένιωσε πως ήταν εξαιρετικά ευγενικό εκ μέρους του να έρθει να τής μιλήσει, είπε πως πολλοί άνθρωποι ενοχλούνται περισσότερο από τη ζέστα παρά απ᾿ το κρύο.
«Πράγματι» είπε ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι «Ναι».
Αλλά τι άλλο να πει κανείς;
«Γεια σου, Ρίτσαρντ» είπε κάποιος, πιάνοντάς τον απ᾿ τον ώμο και, Θεέ και Κύριε, να τος μπροστά του ο Πίτερ, ο Πίτερ Γουόλς, ο φίλος απ᾿ τα παλιά. Πόσο χαρούμενος ήταν που τον έβλεπε — πόσο χαιρόταν που τον έβλεπε! Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Κι απομακρύνθηκαν μαζί διασχίζοντας την αίθουσα, χτυπώντας ο ένας τον άλλο στην πλάτη, σαν να είχαν καιρό να συναντηθούν, σκέφτηκε η Έλι Χέντερσον, βλέποντάς τους να φεύγουν, βέβαιη πως ήξερε το πρόσωπο τού άντρα. Ένας άντρας ψηλός, μεσήλικας, όμορφα μάτια, σκούρα καστανά, με γυαλιά, έμοιαζε πολύ στον Τζον Μπάροουζ. Σίγουρα θα τον ήξερε η Ίντιθ.
Η κουρτίνα με το σμήνος των παραδείσιων πουλιών ανέμισε πάλι προς τα μέσα. Κι η Κλαρίσα είδε — είδε τον Ραλφ Λάιον να τη σπρώχνει πίσω και να συνεχίζει την κουβέντα του. Ώστε δεν θα ήταν αποτυχία τελικά! θα εξελισσόταν καλά τώρα — η δεξίωσή της. Είχε αρχίσει. Είχε ξεκινήσει. Αλλά τίποτε δεν ήταν σίγουρο ακόμη. Προς το παρόν πρέπει να μείνει εκεί. Οι καλεσμένοι έρχονταν κατά κύματα.
Η Κλαρίσα έλεγε έξι επτά λέξεις με καθέναν και μετά οι καλεσμένοι προχωρούσαν, πήγαιναν στις άλλες αίθουσες· τώρα πήγαιναν σε κάτι, όχι στο τίποτε, εφόσον ο Ραλφ Λάιον είχε σπρώξει πίσω την κουρτίνα.
Ωστόσο, εκείνη απ᾿ τη μεριά της κατέβαλλε εξαιρετικά μεγάλη προσπάθεια. Δεν το απολάμβανε. Έμοιαζε να ᾿ναι, θα μπορούσε να ᾿ναι, οποιοσδήποτε και να στέκεται εκεί· οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το κάνει· αλλά αυτόν τον κάποιον τον θαύμαζε λιγάκι, τής ήταν αδύνατον να πάψει να αισθάνεται κατά κάποιον τρόπο, ότι αυτή το πραγματοποίησε όλο αυτό, ότι διαμόρφωνε τη σκηνή, αυτή η κολόνα που ένιωθε να έχει γίνει ο εαυτός της, γιατί παραδόξως είχε ξεχάσει εντελώς την όψη της, αλλά ένιωθε σαν πάσσαλος τοποθετημένος στο κεφαλόσκαλο. Κάθε φορά που έδινε δεξίωση είχε αυτή την εντύπωση πως δεν ήταν ο εαυτός της, ότι από μια άποψη κανείς δεν ήταν αληθινός· αλλά ήταν και πολύ πιο αληθινός, από μια άλλη. Εν μέρει αυτό οφειλόταν, σκεφτόταν η Κλαρίσα, στα ρούχα τους, εν μέρει στο ότι δεν φέρονταν με τον συνηθισμένο τους τρόπο, εν μέρει εξαιτίας τού περιβάλλοντος· είχες τη δυνατότητα να πεις πράγματα που δεν θα μπορούσες να πεις αλλιώς, πράγματα που χρειάζονταν προσπάθεια· είχες τη δυνατότητα να πας βαθύτερα. Αλλά όχι εκείνη· όχι ακόμη πάντως.
«Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω!» είπε. Ο αγαπητός ηλικιωμένος σερ Χάρι! Αυτός γνώριζε τους πάντες.
Και το πιο περίεργο ήταν η εντύπωση που είχε όσο ανέβαιναν τη σκάλα ο ένας μετά τον άλλο, η κυρία Μάουντ και η Σίλια, ο Χέρμπερτ Έινστι, η κυρία Ντέικερς — ω, και η λαίδη Μπρούτον!
«Τι καλά που ήρθατε!» είπε και το εννοούσε — παράξενα έτσι όπως στεκόταν εκεί να βλέπει τoύς καλεσμένους να περνούν, να περνούν ο ένας μετά τον άλλο, κάποιοι γερασμένοι, κάποιοι...
Τι όνομα είπε; Λαίδη Ρόσετερ; Ποια στο καλό ήταν αυτή η λαίδη Ρόσετερ;
«Κλαρίσα!» Αυτή η φωνή! Η Σάλι Σίτον! Ήταν η Σάλι Σίτον! ύστερα από τόσα χρόνια! Ξεπρόβαλε μέσα από μια θολούρα. Δεν έμοιαζε καθόλου με την παλιά Σάλι, τότε που τής κρατούσε η Κλαρίσα το δοχείο με το ζεστό νερό! Σκέψου, η Σάλι στο σπίτι της! Στο σπίτι της! Δεν έμοιαζε καθόλου!
Έπεσαν η μια στην αγκαλιά τής άλλης, αμήχανες, γελώντας, οι λέξεις ξεχύθηκαν — περαστική απ᾿ το Λονδίνο· έμαθα για τη δεξίωση από την Κλάρα Χέιντον· τι ευκαιρία να σε δω! Κι έτσι ήρθα και χώθηκα — χωρίς πρόσκληση...
Μπορούσε να ακουμπήσει κάτω το δοχείο με το ζεστό νερό, ήρεμη, ατάραχη. Είχε χάσει την παλιά της αίγλη. Αλλά ήταν εκπληκτικό να τη βλέπει ξανά, μεγαλύτερη, πιο ευτυχισμένη, λιγότερο όμορφη. Φίλησαν η μια την άλλη, πρώτα το ένα μάγουλο, μετά το άλλο, δίπλα στην είσοδο τού σαλονιού, κι η Κλαρίσα, κρατώντας το χέρι της Σάλι, γύρισε και είδε τα δωμάτια τού σπιτιού της γεμάτα, άκουσε το βουητό απ᾿ τις φωνές, είδε τα κηροπήγια, τις κουρτίνες που ανέμιζαν και τα τριαντάφυλλα που τής είχε φέρει ο Ρίτσαρντ.
«Έχω πέντε αγόρια ως εκεί πάνω» είπε η Σάλι.
Είχε την πιο απλή μορφή εγωισμού, την πιο φανερή επιθυμία να τη θεωρούν πάντα πρώτη, κι η Κλαρίσα την αγαπούσε που εξακολουθούσε να είναι έτσι. «Δεν το πιστεύω!» φώναξε, λάμποντας από χαρά στη σκέψη τού παρελθόντος.
Αλίμονο, ο Γουίλκινς· την ήθελε ο Γουίλκινς· ο Γουίλκινς ανήγγειλε με την κυριαρχική φωνή τής εξουσίας, σαν να έπρεπε να νουθετήσει κάποιος όλη την παρέα και να αφαιρέσει την επιπολαιότητα από την οικοδέσποινα, ένα όνομα:
«Ο Πρωθυπουργός» είπε ο Πίτερ Γουόλς.
Ο Πρωθυπουργός; Αλήθεια; Η Έλι Χέντερσον αγαλλίασε. Τι θα έλεγε στην Ίντιθ!
Δεν μπορούσες να τον κοροϊδέψεις. Φαινόταν τόσο συνηθισμένος. Θα μπορούσες να τον συναντήσεις πίσω από έναν πάγκο εκεί που αγόραζες μπισκότα — ο καημένος, σφιγμένος μέσα σε χρυσές δαντέλες. Και για να είμαστε δίκαιοι μαζί του, ήταν πολύ καλός καθώς πήγαινε από παρέα σε παρέα για να χαιρετήσει, πρώτα συνοδευόμενος από την Κλαρίσα, ύστερα από τον Ρίτσαρντ. Πάσχιζε να φαίνεται κάποιος. Ήταν διασκεδαστικό να παρατηρείς την κατάσταση. Δεν τον κοιτούσε κανείς. Απλώς συνέχιζαν να μιλάνε, ωστόσο ήταν πασιφανές πως ήξεραν όλοι, το ένιωθαν ως το μεδούλι τους, ότι περνούσε από δίπλα τους η υψηλότητά του· το σύμβολο αυτού που όλοι μαζί αντιπροσώπευαν, τής αγγλικής κοινωνίας. Η ηλικιωμένη λαίδη Μπρούτον, κι αυτή φαινόταν υπέροχη, ένα σώμα γεροδεμένο, τυλιγμένο σε δαντέλες, ξεχώρισε απ᾿ το πλήθος, κι αποσύρθηκαν σ᾿ ένα δωματιάκι, που αμέσως τέθηκε υπό παρακολούθηση, ενώ αναταραχή, σούσουρο, πλανήθηκε ελεύθερα στην ατμόσφαιρα: ο Πρωθυπουργός!
Θεέ μου, ο σνομπισμός των Άγγλων! σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς που στεκόταν στη γωνία. Πόσο τούς αρέσει να ντύνονται με χρυσές δαντέλες και να αποδίδουν τιμές! Να! Αυτός πρέπει να είναι —μα τον Δία αυτός είναι— ο Χιου Γουίτμπρεντ, σαν το σκυλί μυρίζει τους χώρους απ᾿ όπου έχουν περάσει οι σπουδαίοι, πολύ πιο παχύς, ασπρισμένος, ο αξιοθαύμαστος Χιου!
Πάντα έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία, σκέφτηκε ο Πίτερ, προνομιούχο αλλά μυστικοπαθές πλάσμα, έκρυβε μυστικά που ήταν ικανός να πεθάνει για να υπερασπιστεί, παρόλο που συχνά ήταν χαζοκουβέντες που έλεγε κάποιος λακές τού παλατιού και θα τις διάβαζες στις εφημερίδες την επομένη. Αυτά ήταν τα παιχνιδάκια του, τα στολιδάκια του, και παίζοντας μαζί τους είχε ασπρίσει, είχε φτάσει στο χείλος των γηρατειών, απολαμβάνοντας το σεβασμό και τη στοργή όσων είχαν το προνόμιο να γνωρίζουν αυτό το είδος τού Άγγλου που έχει βγει από μεγάλο ιδιωτικό σχολείο. Αναπόφευκτα τα σκεφτόσουν αυτά τα πράγματα για τον Χιου· αυτό ήταν το στιλ του· το στιλ των αξιοθαύμαστων γραμμάτων που είχε διαβάσει ο Πίτερ στους Τάιμς χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και πάντα ευχαριστούσε τον θεό που βρισκόταν μακριά απ᾿ αυτήν τη βλαβερή βαβούρα, ακόμα κι αν κατέληγε να ακούει τη φλυαρία τών μπαμπουίνων και τους ινδούς εργάτες να χτυπάνε τις γυναίκες τους. Γεμάτος δουλοπρέπεια στεκόταν δίπλα του ένας νεαρός με πρασινωπό δέρμα, σίγουρα απ᾿ το πανεπιστήμιο τής Οξφόρδης ή του Κέιμπριτζ. Αυτόν θα πατρονάριζε, θα τον μυούσε, θα τού δίδασκε πώς ν᾿ ανέβει κοινωνικά. Γιατί στον Χιου δεν άρεσε τίποτε περισσότερο απ᾿ το να κάνει καλοσύνες, να κάνει την καρδιά τών ηλικιωμένων γυναικών να πάλλεται από χαρά που τις σκεφτόταν κάποιος παρά την ηλικία τους, αυτό ήταν το βάσανό τους, νόμιζαν ότι είναι ξεχασμένες, αλλά να που κατέφθανε με το αυτοκίνητο ο αγαπητός Χιου και περνούσαν μια ώρα μιλώντας για το παρελθόν, έφερναν στη μνήμη τους μικροπράγματα, εκείνος επαινούσε το σπιτικό κέικ, παρόλο που ο Χιου μπορεί να έτρωγε κέικ καθημερινά με κάποια δούκισσα, και τώρα που τον κοιτούσε, μάλλον κατέληγε στο συμπέρασμα πως περνούσε πολλές ώρες έτσι ευχάριστα. Ο Κριτής τών πάντων, ο Φιλεύσπλαχνος, μπορεί να τον συγχωρούσε. Ο Πίτερ Γουόλς δεν είχε έλεος. Γιατί πάντα υπάρχουν κακοί, αλλά ο θεός ξέρει ότι τα καθάρματα που πεθαίνουν στην κρεμάλα, γιατί έλιωσαν το κεφάλι μιας κοπέλας στα τρένα, γενικά προξενούν μικρότερο κακό από τον Χιου Γουίτμπρεντ και τις καλοσύνες του! Κοίτα τον τώρα, στις μύτες των ποδιών του, να κουνιέται και να σκύβει μπροστά, με υποκλίσεις και γαλιφιές, καθώς ο Πρωθυπουργός κι η λαίδη Μπρούτον έμπαιναν στην αίθουσα, αφήνοντας όλο τον κόσμο να δει ότι είχε το προνόμιο να πει κάτι, κάτι προσωπικό, στη λαίδη Μπρούτον την ώρα που περνούσε από δίπλα του. Η λαίδη σταμάτησε. Κούνησε το ωραίο γερασμένα κεφάλι της. Προφανώς τον ευχαριστούσε για κάποια εξυπηρέτηση. Διέθετε μια σειρά από κόλακες, χαμηλόβαθμους αξιωματούχους σε κρατικές θέσεις που έσπευδαν να κάνουν τις δουλίτσες της, κι αυτή τούς πρόσφερε μεσημεριανά γεύματα σε αντάλλαγμα. Τι να πεις, είχε τις ρίζες της στον δέκατο όγδοο αιώνα. Και πάλι καλά.
Τώρα η Κλαρίσα συνόδευε τον Πρωθυπουργό της, ως την άλλη άκρη της αίθουσας, με βήμα ανάλαφρο, λαμπερή, με τα γκρίζα αρχοντικά μαλλιά της. Φορούσε σκουλαρίκια κι ασημοπράσινα φόρεμα που τnv έκανε να μοιάζει με γοργόνα. Έμοιαζε να κλυδωνίζεται στα κύματα με τα μαλλιά της πλεγμένα κοτσίδα· είχε ακόμη εκείνο το χάρισμα· να υπάρχει· να υφίσταται· να τα συνοψίζει όλα στη στιγμή που περνούσε από δίπλα σου· γύρισε, η εσάρπα της είχε πιαστεί στο φόρεμα κάποιας κυρίας, την ξέπιασε, γέλασε, κι όλα αυτά με τη μεγαλύτερη άνεση και τη συμπεριφορά ενός πλάσματος που βρίσκεται στο στοιχείο του. Αλλά την είχε αγγίξει το πινέλο του χρόνου· ήρεμη σαν γοργόνα που ατενίζει μέσα στον καθρέφτη της τον ήλιο, που δύει πάνω απ᾿ τα κύματα ένα ξάστερο απόβραδο. Υπήρχε μια υποψία τρυφεράδας· η αυστηρότητά της, η σεμνοτυφία της, η ξύλινη επιφάνειά της είχαν μαλακώσει κι είχε έναν αέρα, καθώς αποχαιρετούσε τον γεροδεμένα άντρα με τις χρυσές δαντέλες που έβαζε τα δυνατά του, καλή του τύχη, να φαίνεται σημαντικός, ανείπωτης μεγαλοπρέπειας· μια εξαιρετική εγκαρδιότητα· σαν να ευχόταν το καλύτερο για τον κόσμο και να έπρεπε τώρα, έχοντας φτάσει στο άκρο και στο χείλος τών πραγμάτων, ν᾿ αποσυρθεί. Αυτό τον έκανε να σκεφτεί. (Αλλά δεν ήταν ερωτευμένος.)
Τι καλός, πραγματικά, σκέφτηκε η Κλαρίσα, ο Πρωθυπουργός, που ήρθε. Και διασχίζοντας την αίθουσα μαζί του, με τη Σάλι να είναι εκεί και τον Πίτερ να είναι εκεί και τον Ρίτσαρντ πολύ ευχαριστημένο, με όλους εκείνους τούς ανθρώπους να έχουν κάπως την τάση, ίσως, να ζηλεύουν, ένιωσε τη μέθη τής στιγμής, τη διαστολή τών νεύρων τής ίδιας τής καρδιάς που έμοιαζε να τρέμει, κυριευμένη από όλα αυτά, ολόρθη· ναι, αλλά τελικά αυτό ένιωθαν και οι άλλοι άνθρωποι· και παρόλο που τής άρεσε κι ένιωθε το ρίγος και το κέντρισμα, αυτές οι ομοιότητες ωστόσο, αυτοί οι θρίαμβοι (ο πολυαγαπημένος Πίτερ, για παράδειγμα, που τη θεωρούσε τόσο εξαιρετική), έκρυβαν μια κενότητα· μακρινά πράγματα ήταν, όχι πράγματα τής καρδιάς· και μπορεί να έφταιγε το ότι γερνούσε, αλλά δεν την ικανοποιούσαν πια όπως παλιά· και ξαφνικά, καθώς παρατηρούσε τον Πρωθυπουργό να κατεβαίνει τη σκάλα, η επίχρυση κορνίζα τού κοριτσιού με το μανσόν στα χέρια —έργο του σερ Τζόσουα Ρέινολντς — ξανάφερε στο μυαλό της απότομα την εικόνα της Κίλμαν· τής γυναίκας που ήταν εχθρός της. Αυτό την ικανοποιούσε· ήταν πραγματικό. Πόσο τη μισούσε — τη φανατική, την υποκρίτρια, τη διεφθαρμένη· με όλη της τη δύναμη, που είχε ξελογιάσει την Ελίζαμπεθ· τη γυναίκα που είχε τρυπώσει για να κλέψει και να μολύνει (ο Ρίτσαρντ θα έλεγε, ανοησίες!). Τη μισούσε: την αγαπούσε. Τους εχθρούς θέλεις, όχι τους φίλους —όχι την κυρία Ντουράντ και την Κλάρα, τον σερ Γουίλιαμ και τή λαίδη Μπράντσο, τη δεσποινίδα Τρούλοκ και την Έλινορ Γκίμπσον (τούς οποίους είδε ν᾿ ανεβαίνουν τη σκάλα). Ας έρχονταν να τη βρουν αν την ήθελαν. Εκείνη θα επέστρεφε στη δεξίωση!
Να ο παλιός φίλος, ο σερ Χάρι.
«Για ποιο πράγμα γελάτε;» τον ρώτησε. Αλλά όχι. Ο σερ Χάρι δεν μπορούσε να πει στην Κλαρίσα Νταλογουέι (όσο κι αν του άρεσε· από τις γυναίκες τού τύπου της τη θεωρούσε τέλεια κι απειλούσε να τη ζωγραφίσει) τις ιστορίες του από τη σκηνή τού μιούζικ χολ. Την πείραξε για τη δεξίωσή της. Πολύ τού λείπει το μπράντι. Αυτοί οι κύκλοι, είπε, είναι ανώτεροι απ᾿ αυτόν. Αλλά τού άρεσε η Κλαρίσα· τη σεβόταν, παρά τον απαίσιο, δύσκολο καθωσπρεπισμό τής ανώτερης τάξης που τη χαρακτήριζε, και τον εμπόδιζε να τής ζητήσει να καθίσει στα γόνατά του. Και τότε ήρθε προς το μέρος τους εκείνη η περιπλανώμενη οπτασία, ο φωσφορισμός, η ηλικιωμένη κυρία Χίλμπερι, απλώνοντας τα χέρια της στη ζεστασιά του γέλιου του, που, έτσι όπως το άκουσε αυτό το γέλιο απ᾿ την άλλη άκρα της αίθουσας, φάνηκε να την ανακουφίζει σχετικά μ᾿ ένα θέμα που την απασχολούσε μερικές φορές, όταν ξυπνούσε νωρίς το πρωί και δεν ήθελε να φωνάξει την καμαριέρα της, να τής φέρει ένα φλιτζάνι τσάι: την βεβαιότητα του θανάτου.
«Δεν θέλουν να μας πουν τις ιστορίες τους» είπε η Κλαρίσα.
Αγαπητή μου Κλαρίσα!» αναφώνησε η κυρία Χίλμπερι. Πόσο μοιάζει απόψε, είπε, με τη μητέρα της, την πρώτη φορά που την είδε να περπατά σε κάποιον κήπο φορώντας ένα γκρίζο καπέλο.
Τα μάτια της Κλαρίσα γέμισαν δάκρυα. Η μητέρα της να περπατά σε κάποιον κήπο! Δυστυχώς πρέπει να τούς αφήσει.
Γιατί ο καθηγητής Μπράιαρλι, ειδικός στον Τζον Μίλτον, μιλούσε στον μικροκαμωμένο Τζιμ Χάτον (ο οποίος αδυνατούσε ακόμα και σε μια δεξίωση σαν αυτή να φορέσει σωστά γραβάτα και γιλέκο ή να έχει τα μαλλιά του στρωμένα), και ήδη από αυτή την απόσταση μπορούσε να διακρίνει ότι τσακώνονταν. Ο καθηγητής ήταν εξαιρετικά περίεργη περίπτωση. Με όλα αυτά τα διπλώματα, τις τιμητικές διακρίσεις, τη θέση του στο πανεπιστήμιο, όποτε βρισκόταν με συγγραφείς τής σειράς, το υποψιαζόταν αμέσως όταν το κλίμα δεν ήταν ευνοϊκό απέναντι στο παράξενα σύνολό του· στην ευρυμάθεια και τη συστολή του· στην παγερή γοητεία του που δεν είχε ίχνος εγκαρδιότητας· στο συνδυασμό αθωότητας και υπεροψίας· έτρεμε αν αντιλαμβανόταν, από τα αφρόντιστα μαλλιά μιας κυρίας, τις μπότες ενός νεαρού, ότι είχε να κάνει με ένα κοινό κατώτερης σειράς, αναμφίβολα πολύ αξιέπαινο, αποτελούμενο από επαναστάτες, από παθιασμένους νέους· από εκκολαπτόμενες ιδιοφυίες, και υπαινισσόταν, με μια κλίση του κεφαλιού κι ένα ξεφύσημα, την αξία τής μετριοπάθειας· μιας κάποιας ενασχόλησης με τους κλασικούς για να μπορούν να εκτιμήσουν τον Μίλτον. Ο καθηγητής Μπράιαρλι (το έβλεπε η Κλαρίσα) δεν τα πήγαινε καλά με τον μικροκαμωμένο Τζιμ Χάτον (που φορούσε κόκκινες κάλτσες, οι μαύρες ήταν άπλυτες) στο θέμα του Μίλτον. Τούς διέκοψε.
Είπε πως τής αρέσει ο Μπαχ. Και στον Χάτον άρεσε. Αυτός ήταν ο σύνδεσμός τους, κι ο Χάτον (που ήταν πολύ κακός ποιητής) πάντα πίστευε πως η κυρία Νταλογουέι ήταν σαφώς η καλύτερη απ᾿ όλες τις αριστοκράτισσες που ενδιαφέρονταν για την τέχνη. Η αυστηρότητά της, τού φαινόταν πολύ παράξενη. Όσον αφορά τη μουσική ήταν εντελώς ουδέτερη. Μάλλον ηθικολογούσε. Αλλά ήταν χάρμα οφθαλμών! Έφτιαχνε τόσο ωραία ατμόσφαιρα στο σπίτι της. με εξαίρεση κάτι καθηγητές. Η Κλαρίσα το είχε σχεδόν αποφασίσει να τον αρπάξει και να τον βάλει στο πιάνο στην άλλη αίθουσα. Έπαιζε εξαίσια.
«Αλλά έχει θόρυβο!» είπε η Κλαρίσα. «Πολύ θόρυβο!» «Δείγμα μιας πετυχημένης δεξίωσης». Με μια αβρή κίνηση τού κεφαλιού ο καθηγητής απομακρύνθηκε διακριτικά.
«Δεν υπάρχει κάτι που να μην ξέρει για τον Μίλτον» είπε η Κλαρίσα.
«Σοβαρώς;» είπε ο Χάτον, που είχε σκοπό να μιμείται τον καθηγητή σε όλο τον κόσμο στο Χάμπστεντ: τον καθηγητή-ειδικό στον Μίλτον· τον καθηγητή-υπέρμαχο της μετριοπάθειας· τον καθηγητή που απομακρύνθηκε διακριτικά.
Αλλά πρέπει να μιλήσει σ᾿ εκείνα το ζευγάρι, είπε η Κλαρίσα, τον λόρδο Γκέιτον και τη Νάνσι Μπλόου.
Είχα σκοπό να χορέψουμε» είπε η Κλαρίσα.
Γιατί οι νέοι δεν μπορούσαν να μιλάνε. Γιατί θα έπρεπε εξάλλου; Να φωνάζουν, να αγκαλιάζονται, να στριφογυρίζουν, να ξυπνούν την αυγή· να πηγαίνουν ζάχαρη στα άλογα· να φιλούν και να χαϊδεύουν τη μουσούδα αξιολάτρευτων σκυλιών κι έπειτα, ριγώντας να ξεχύνονται, να βουτάνε και να κολυμπούν. Αλλά τα τεράστια αποθέματα τής αγγλικής γλώσσας, η δύναμη που σου δίνει να μεταφέρει τα συναισθήματά σου, εντέλει, (στην ηλικία τους η Κλαρίσα κι ο Πίτερ θα συζητούσαν όλο το βράδυ) δεν ήταν γι᾿ αυτούς. Θα καταστάλαζαν νωρίς. Θα ήταν καλοί με τους ανθρώπους στο κτήμα τους, αλλά μόνοι τους θα ήταν, ίσως, βαρετοί.
«Τι κρίμα!» είπε. Είχα την ελπίδα πως θα χορεύαμε».
Ήταν θαυμάσιο εκ μέρους τους που ήρθαν. Αλλά πού να γίνει λόγος για χορό. Οι αίθουσες ήταν ασφυκτικά γεμάτες.
Να η ηλικιωμένη θεία Χέλενα τυλιγμένη στην εσάρπα της. Δυστυχώς, πρέπει να τους αφήσει — τον λόρδο Γκέιτον και τη Νάνσι Μπλόου. Να η δεσποινίς Πάρι, η θεία της.
Γιατί η δεσποινίς Χέλενα Πάρι δεν είχε πεθάνει: η δεσποινίς Πάρι βρισκόταν εν ζωή. Είχε περάσει τα ογδόντα. Ανέβαινε τις σκάλες αργά, με μπαστούνι. Την έβαζαν να κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι (ο Ρίτσαρντ το είχε φροντίσει αυτό). Δεν παρέλειπαν ποτέ να τής παρουσιάσουν όλους τους ανθρώπους που ήξεραν, τη Βιρμανία τη δεκαετία του 1870. Πού είχε πάει ο Πίτερ; Ήταν τόσο καλοί φίλοι στο παρελθόν. Γιατί κάθε φορά που αναφερόταν η Ινδία, ή έστω η Κεϋλάνη, τα μάτια της (μόνο το ένα ήταν γυάλινο) σιγά σιγά βάθαιναν, γίνονταν μπλε, ατένιζαν, όχι ανθρώπους — δεν είχε τρυφερές αναμνήσεις, ψευδαισθήσεις υπερηφάνειας για Αντιβασιλείς, Στρατηγούς, Ανταρσίες —, ορχιδέες έβλεπαν και περάσματα στα βουνά, τον εαυτό της να τον κουβαλάνε στην πλάτη τους υπηρέτες τη δεκαετία του 1860 στις ακατοίκητες κορυφές· ή να κατεβαίνει να ξεριζώσει ορχιδέες (τι εκπληκτικοί ανθοί, δεν είχε ξαναδεί παρόμοιους) για να τις ζωγραφίσει με νερομπογιές· μια ακατάβλητη Αγγλίδα που δυσφορούσε όταν χαλούσε την ηρεμία της ο πόλεμος για παράδειγμα, που έριξε μια βόμβα στο κατώφλι της, την ηρεμία της για να μπορεί να συλλογίζεται τις ορχιδέες και τον εαυτό της στα ταξίδια της δεκαετίας εκείνης στην Ινδία — μα να τος ο Πίτερ.
Έλα να μιλήσεις στη θεία Χέλενα για τη Βιρμανία» είπε η Κλαρίσα.
Κι όμως δεν είχε ανταλλάξει κουβέντα μαζί της όλο το βράδυ!
«θα τα πούμε αργότερα» είπε η Κλαρίσα οδηγώντας τον στη θεία Χέλενα, με τη λευκή εσάρπα, το μπαστούνι.
«Ο Πίτερ Γουόλς, είπε η Κλαρίσα.
Δεν τής έλεγε τίποτε το όνομα.
Η Κλαρίσα την είχε προσκαλέσει. Ήταν κουραστική η δεξίωση· είχε θόρυβο· αλλά αφού την είχε προσκαλέσει η Κλαρίσα. Κρίμα που ζούσαν στο Λονδίνο — ο Ρίτσαρντ κι η Κλαρίσα. Και μόνα για την υγεία της, θα ήταν καλύτερα να ζουν στην εξοχή. Αλλά η Κλαρίσα δεν μπορούσε να μείνει μακριά απ᾿ τον κόσμο.
«Ήταν στην Βιρμανία» είπε η Κλαρίσα.
Α! Tής ήταν αδύνατο να μην θυμηθεί τι είχε πει ο Δαρβίνος για το βιβλιαράκι της για τις ορχιδέες της Βιρμανίας.
(Η Κλαρίσα πρέπει να μιλήσει στη λαίδη Μπρούτον.)
Xωρίς αμφιβολία έχει ξεχαστεί πια το βιβλίο της για τι ορχιδέες της Βιρμανίας, αλλά είχε κάνει τρεις εκδόσεις πριν από το 1870, είπε στον Πίτερ. Τώρα τον θυμήθηκε. Ήταν στο Μπόρτον (και την είχε παρατήσει σύξυλη, θυμήθηκε ο Πίτερ Γουόλς,) χωρίς να πει μια λέξη, στο σαλόνι εκείνη τη νύχτα που η Κλαρίσα τού ζήτησε να πάει μαζί τους βαρκάδα).
«Ο Ρίτσαρντ ευχαριστήθηκε τόσο πολύ το γεύμα» είπε η Κλαρίσα στη λαίδη Μπρούτον.
«Ο Ρίτσαρντ μού πρόσφερε την μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια» απάντησε η λαίδη Μπρούτον. «Με βοήθησε να γράψω ένα γράμμα. Εσείς πώς είστε;»
«Θαυμάσια!» είπε η Κλαρίσα. (Η λαίδη Μπρούτον σιχαινόταν τις ασθένειες στις γυναίκες των πολιτικών.)
«Να κι ο Πίτερ Γουόλς!» είπε η λαίδη Μπρούτον (ποτέ δεν μπορούσε να βρει κάτι να πει στην Κλαρίσα, παρόλο που τη συμπαθούσε. Είχε πολλά καλά στοιχεία· αλλά δεν είχαν κάτι κοινό — η ίδια και η Κλαρίσα. Μπορεί να ήταν καλύτερα να είχε παντρευτεί ο Ρίτσαρντ μια γυναίκα λιγότερο γοητευτική, που θα τον βοηθούσε, όμως, περισσότερο στη δουλειά του. Είχε χάσει την ευκαιρία του να γίνει υπουργός).
«Να ο Πίτερ Γουόλς!» είπε, σφίγγοντας το χέρι τού συμπαθούς αμαρτωλού, αυτού τού τόσο ικανού ανθρώπου, που θα έπρεπε να είχε φροντίσει να διαπρέψει, αλλά δεν το έκανε (πάντα είχε μπλεξίματα με γυναίκες), και, φυσικά, η ηλικιωμένη δεσποινίς Πάρι. Υπέροχη κυρία!
Η λαίδη Μπρούτον στάθηκε δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι, σαν φάντασμα μαυροντυμένου γρεναδιέρου, και κάλεσε τον Πίτερ Γουόλς σε γεύμα· ήταν εγκάρδια αλλά δεν άρχισε να λέει τα τετριμμένα, δεν θυμόταν τίποτε για τη χλωρίδα και την πανίδα την Ινδίας. Έχει πάει εκεί, φυσικά· επισκέφτηκε τους τρεις Αντιβασιλείς· θεωρεί ορισμένους ινδούς πολίτες εξαιρετικά θαυμάσιους ανθρώπους· αλλά τι τραγωδία — η κατάσταση τής Ινδίας! Ο Πρωθυπουργός πριν από λίγο τής έλεγε (η δεσποινίς Πάρι τυλίχτηκε σφιχτά στην εσάρπα της, διόλου δεν την ένοιαζε τι τής έλεγε λίγο πριν ο Πρωθυπουργός), και η λαίδη Μπρούτον θα ήθελε τη γνώμη τού Πίτερ Γουόλς σ᾿ αυτό το θέμα, αφού μόλις είχε έρθει από εκεί, κι εκείνη θα φρόντιζε να τον συναντήσει ο σερ Σάμπσον, γιατί πραγματικά δεν κλείνει μάτι τα βράδια μ᾿ αυτή την ιστορία, αυτόν τον παραλογισμό, την μοχθηρία, θα μπορούσε να πει, ως κόρη στρατιωτικού που είναι. Ήταν μεγάλη γυναίκα πια, δεν μπορεί να κάνει πολλά. Αλλά το σπίτι της, οι υπηρέτες της, η καλή της η φίλη η Μίλι Μπρας —τη θυμάται εκείνος άραγε;— είναι όλοι διαθέσιμοι και πρόθυμοι αν — αν μπορούν να βοηθήσουν, εν ολίγοις. Γιατί δεν κάνει ποτέ λόγο για την Αγγλία, αλλά αυτό το νησί τών ανθρώπων, αυτή η πολυαγαπημένη χώρα, κυλά μαζί με το αίμα στις φλέβες της (χωρίς να διαβάζει Σαίξπηρ), κι αν μπορούσε ποτέ γυναίκα να φορέσει κράνος και να εκτοξεύει βέλη, να είναι επικεφαλής στρατευμάτων που επιτίθενται, να διοικεί με ακατάλυτη δικαιοσύνη ορδές βαρβάρων ώσπου να την ξαπλώσουν κάτω από μια ασπίδα σε κάποια εκκλησία ή να τη βάλουν σ᾿ έναν καταπράσινο τύμβο σε κάποια αρχέγονη βουνοπλαγιά, αυτή η γυναίκα θα ήταν σίγουρα η Μίλισεντ Μπρούτον. Στερημένη από αυτό το δικαίωμα λόγω τού φύλου της κι εξαιτίας τής αμέλειάς της ν᾿ αναπτύξει τις λογικές της ικανότητες (το βρίσκει αδύνατο να γράψει ένα γράμμα στους Τάιμς), έχει πάντα στη σκέψη της την Αυτοκρατορία, και από τη στενή σχέση της με την θεά τού πολέμου, είχε αποκτήσει το ευθυτενές παράστημά της, τη σθεναρή συμπεριφορά της, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να την φανταστεί χώρια, ακόμα και μετά θάνατον, μακριά από τη γη ή τις περιοχές στις οποίες, έστω και με άυλη μορφή, έχει πάψει να κυματίζει η αγγλική σημαία. Να μην είναι Αγγλίδα, έστω και ανάμεσα στους πεθαμένους — όχι, όχι! Αδύνατον!
Μα ήταν πραγματικά αυτή η λαίδη Μπρούτον (την οποία ήξερε από παλιά); Κι αυτός ήταν ο Πίτερ Γουόλς που είχε γκριζάρει; αναρωτήθηκε η λαίδη Ρόσετερ (η Σάλι Σίτον τού παρελθόντος). Αυτή ήταν σίγουρα η δεσποινίς Πάρι — η γριά θεία που θύμωνε τόσο πολύ όταν η ίδια έμενε στο Μπόρτον. Ποτέ δεν θα ξεχνούσε που έτρεχε στο διάδρομο γυμνή και τη φώναζε η δεσποινίς Πάρι για να τη μαλώσει! Και η Κλαρίσα! Η, Κλαρίσα! Η Σάλι την άρπαξε απ᾿ το μπράτσο.
Η Κλαρίσα σταμάτησε δίπλα τους.
«Δεν μπορώ να μείνω» είπε, « θα έρθω αργότερα. Περιμένετε» είπε κοιτάζοντας τον Πίτερ και τη Σάλι. Πρέπει να περιμένουν, εννοούσε, μέχρι να φύγουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι.
«θα επιστρέψω» είπε κοιτάζοντας τους παλιούς της φίλους, τη Σάλι και τον Πίτερ, που αντάλλασσαν χειραψία, κι η Σάλι γελούσε, χωρίς αμφιβολία αναπολώντας το παρελθόν.
Όμως η πλούσια μαγευτική φωνή της είχε στεγνώσει· τα μάτια της δεν έλαμπαν όπως παλιά, όταν κάπνιζε πουράκια, όταν έτρεχε στο διάδρομο θεόγυμνη για να πάει να φέρει το νεσεσέρ της, κι η Έλεν Άτκινς ρωτούσε: Κι αν έπεφτε πάνω σε κάποιον κύριο; Αλλά τη συγχωρούσαν όλοι. Είχε κλέψει ένα κοτόπουλο απ᾿ το κελάρι, γιατί πεινούσε το βράδυ· κάπνιζε πουράκια στην κρεβατοκάμαρά της· είχε αφήσει ένα πανάκριβο βιβλίο μέσα στη βάρκα. Αλλά τη λάτρευαν όλοι (εκτός από τον μπαμπά, ίσως). Για τη ζεστασιά της· για τη ζωντάνια της — ζωγράφιζε, έγραφε. Οι γριές στο χωριό ακόμα και σήμερα δεν παρέλειπαν να ρωτήσουν τι κάνει « η φίλη σας με την κόκκινη κάπα που φαινόταν τόσο έξυπνη». Κατηγόρησε τον Χιου Γουίτμπρεντ, άκουσον άκουσον! (να τος, εκεί ήταν ο παλιός της φίλος ο Χιου, μιλούσε με τον πορτογάλο πρέσβη), ότι την είχε φιλήσει στο καπνιστήριο, για να την τιμωρήσει που είπε ότι η γυναίκες πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου. Όπως έχουν και οι πρόστυχοι άντρες, είπε. Η Κλαρίσα θυμόταν ότι έκανε προσπάθειες να την πείσει να μην τον μαρτυρήσει στην οικογενειακή προσευχή — κάτι που ήταν απολύτως ικανή να κάνει με την τόλμη, την απερισκεψία, τη μελοδραματική διάθεσή της, να είναι στο επίκεντρο και να κάνει σκηνές, και σίγουρα ήταν αναπόφευκτη, έτσι πίστευε η Κλαρίσα, κάποια φοβερή τραγωδία που θα σήμαινε το τέλος της· το θάνατό της· το μαρτυρικό τέλος της· αντίθετα, παντρεύτηκε, εντελώς αναπάντεχα, έναν άντρα φαλακρό, με τεράστια μπουτονιέρα, ιδιοκτήτη, όπως έλεγαν, κλωστοϋφαντουργείων στο Μάντσεστερ. Κι είχε πέντε αγόρια!
Η Σάλι κι ο Πίτερ είχαν καθίσει μαζί. Μιλούσαν: ήταν τόσο οικεία εικόνα — να μιλάνε. θα μιλούσαν για το παρελθόν. Με αυτούς τούς δύο (περισσότερο απ᾿ ό,τι με τον Ρίτσαρντ) μοιραζόταν το παρελθόν της· τον κήπο· τα δέντρα· τον παράφωνο γερο-Τζόζεφ Μπράιτκοπφ που τραγουδούσε Μπραμς· την ταπετσαρία τού σαλονιού· τη μυρωδιά απ᾿ τα χαλάκια. Ένα κομμάτι όλων αυτών θα ήταν πάντα η Σάλι· θα ήταν πάντα ο Πίτερ. Αλλά πρέπει να τούς αφήσει. Είχαν έρθει οι Μπράντσο, που τούς αντιπαθούσε. Πρέπει να πάει στη λαίδη Μπράντσο (ντυμένη στα ασημόγκριζα, ισορροπούσε σαν φώκια στην άκρη της δεξαμενής της, πασχίζοντας με τη δυνατή φωνή της να αποκτήσει καμιά πρόσκληση από χέρι αριστοκρατικό, χαρακτηριστική γυναίκα επιτυχημένου άντρα), πρέπει να πάει στη λαίδη Μπράντσο και να πει...
Αλλά η λαίδη Μπράντσο την περίμενε.
Έχουμε αργήσει φρικτά, αγαπητή κυρία Νταλογουέι· καλά καλά δεν τολμούσαμε να μπούμε» είπε.
Κι ο σερ Γουίλιαμ Μπράντσο, που είχε ύφος ανθρώπου πολύ διακεκριμένου, με τα γκρίζα μαλλιά του και τα γαλάζια μάτια του, είπε ναι· αλλά τους ήταν αδύνατον ν᾿ αντισταθούν στο πειρασμό. Μιλούσε στον Ρίτσαρντ, κατά πάσα πιθανότητα για κείνο το νομοσχέδιο που ήθελαν να ψηφιστεί στη Βουλή των Κοινοτήτων. Τι ήταν αυτό πάνω του, που την έκανε να σφιχτεί όταν τον είδε να μιλάει με τον Ρίτσαρντ; Φαινόταν αυτό ακριβώς που ήταν, ένας σπουδαίος γιατρός. Ένας άντρας φημισμένος στον κλάδο του, πανίσχυρος, μάλλον καταβεβλημένος. Για σκέψου τι περιστατικά έβλεπε — ανθρώπους βυθισμένους στην δυστυχία· ανθρώπους στο χείλος της παραφροσύνης· τούς συζύγους και τις συζύγους. Αναγκαζόταν να παίρνει αποφάσεις σε θέματα φρικτό δύσκολα. Ωστόσο — αυτό που ένιωθε η Κλαρίσα ήταν πως σε κανέναν δεν θα άρεσε να τον δει ο σερ Γουίλιαμ δυστυχισμένο. Όχι· όχι ο άντρας αυτός.
«Τι κάνει ο γιος σας στο Ίτον;» ρώτησε τη λαίδη Μπράντσο.
Μόλις έχασε τις εισαγωγικές στο γυμνάσιο, είπε η λαίδη Μπράντσο, εξαιτίας τής παρωτίτιδας. Ο πατέρας του στεναχωρήθηκε περισσότερο απ᾿ τον ίδιο, πιστεύει, «καθώς δεν είναι» είπε «παρά ένα μεγάλο παιδί κι ο ίδιος».
Η Κλαρίσα κοίταξε τον σερ Γουίλιαμ που μιλούσε στον Ρίτσαρντ. Δεν έμοιαζε καθόλου με παιδί — κάθε άλλο. Είχε πάει κάποτε να τον επισκεφτεί μαζί με κάποιον για να ζητήσει τη συμβουλή του. Ο γιατρός είχε απόλυτο δίκιο· ήταν εξαιρετικά λογικός. Αλλά, θεέ μου — τι ανακούφιση ήταν αυτή όταν ξαναβγήκαν στο δρόμο! Υπήρχε ένα κακόμοιρο πλάσμα που έκλαιγε με λυγμούς, θυμόταν τώρα, στην αίθουσα αναμονής. Αλλά δεν ήξερε τι κακό είχε ο σερ Γουίλιαμ· τι ακριβώς δεν της άρεσε. Μόνο ο Ρίτσαρντ συμφώνησε μαζί της, «δεν μου άρεσε η γεύση του, δεν μου άρεσε η μυρωδιά του». Ωστόσο ήταν εξαιρετικά ικανός άνθρωπος. Συζητούσαν γι᾿ αυτό το νομοσχέδιο. Ανέφερε κάποιο περιστατικό, χαμηλώνοντας τη φωνή του. Είχε σχέση με ό,τι έλεγε νωρίτερα, για τις παρατεταμένες επιπτώσεις από το σοκ των βομβαρδισμών. Θα έπρεπε να υπάρχει κάποια πρόβλεψη στο νομοσχέδιο.
Χαμηλώνοντας τη φωνή της και τραβώντας την κυρία Νταλογουέι στο καταφύγιο της κοινής γυναικείας φύσης τους, την κοινή υπερηφάνεια για τις λαμπρές επιδόσεις τών συζύγων και τη θλιβερή τάση τους να εργάζονται υπερβολικά, η λαίδη Μπράντσο (τι χαζούλα, η κακομοίρα, ούτε να την αντιπαθήσεις δεν μπορούσες) μουρμούριζε πως «τη στιγμή που φεύγαμε, κάλεσαν το σύζυγό μου στο τηλέφωνο, μια πολύ θλιβερή περίπτωση. Ένας νεαρός (αυτό λέει ο σερ Γουίλιαμ στον κύριο Νταλογουέι) είχε αυτοκτονήσει. Είχε υπηρετήσει στο στρατό». Αχ, σκέφτηκε η Κλαρίσα, να γίνεται λόγος για θάνατο στα μισά της δεξίωσής μου.
Πήγε στο δωματιάκι όπου είχε καταφύγει ο Πρωθυπουργός με τη λαίδη Μπρούτον. Ίσως έβρισκε κάποιον εκεί. Αλλά δεν υπήρχε κανείς. Οι καρέκλες είχαν ακόμη επάνω τους το αποτύπωμα από το σώμα του Πρωθυπουργού και της λαίδης Μπρούτον, εκείνη είχε μια κλίση που φανέρωνε σεβασμό, εκείνος είχε καθίσει στητός, αυταρχικά. Μίλησαν για την Ινδία. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Η μαγεία της δεξίωσης σωριάστηκε στο πάτωμα, τόσο παράξενα τής φαινόταν να πηγαίνει εκεί μόνη της στολισμένη.
Τι δουλειά είχαν οι Μπράντσο να κάνουν λόγο για θάνατο στη δεξίωσή της; Ένας νεαρός είχε αυτοκτονήσει. Και μίλησαν γι᾿ αυτό στη δεξίωσή της — οι Μπράντσο μίλησαν για θάνατο. Είχε αυτοκτονήσει — αλλά πώς; Πάντα το βίωνε πρώτα το σώμα της, όταν τής έλεγαν, ξαφνικά, για κάποιο ατύχημα· το φόρεμα φλεγόταν, το κορμί την έκαιγε. Είχε πηδήξει απ᾿ το παράθυρο. Σαν αστραπή ήρθε καταπάνω του το έδαφος· το κορμί του διαπέρασαν προς όλες τις κατευθύνσεις, μωλωπίζοντάς το, οι σκουριασμένες λόγχες. Κι αυτός έμεινε να κείτεται εκεί ακούγοντας ένα γδούπο... ένα γδούπο... ένα γδούπο μέσα στο μυαλό του κι ύστερα τη σκοτεινιά τής ασφυξίας. Έτσι το είδε στο νου της. Μα γιατί το έκανε; Κι οι Μπράντσο έκαναν λόγο γι᾿ αυτό στη δεξίωσή της!
Μια φορά είχε πετάξει ένα σελίνι στη Σερπεντάιν, ποτέ τίποτε άλλο. Αλλά εκείνος είχε πετάξει τη ζωή του. Οι άλλοι συνέχιζαν να ζουν (έπρεπε να επιστρέψει· οι αίθουσες ήταν ακόμη κατάμεστες· καλεσμένοι εξακολουθούσαν να καταφθάνουν). Αυτοί (όλη τη μέρα αναλογιζόταν το Μπόρτον, τον Πίτερ, τη Σάλι), αυτοί θα γερνούσαν. Υπήρχε ένα πράγμα σημαντικό· ένα πράγμα που περιβαλλόταν από φλυαρίες, ένα πράγμα λερωμένο, συγκαλυμμένο στη δική της ζωή, που το άφηνε κάθε μέρα να χάνεται στη φθορά, στα ψέματα, τη φλυαρία. Αυτό το είχε περισώσει εκείνος. Ο θάνατος είναι πρόκληση. Ο θάνατος είναι μια απόπειρα επικοινωνίας· οι άνθρωποι ένοιωθαν πόσο δύσκολο ήταν να φτάσουν στον πυρήνα που, με τρόπο μυστηριώδη, τους ξεγλιστρά· η πολλή επαφή απομακρύνει· ο ενθουσιασμός ξεθυμαίνει· μένεις μόνος. Ο θάνατος έμοιαζε με μια αγκαλιά.
Αλλά αυτός ο νεαρός που είχε αυτοκτονήσει — είχε κάνει τη βουτιά κρατώντας το θησαυρό του; «Αν πέθαινα ετούτη τη στιγμή, ο θάνατός μου θα ήτανε για μένα η πιο μεγάλη ευτυχία» είχε πει κάποτε στον εαυτό της, κατεβαίνοντας τη σκάλα, ντυμένη στα λευκά.
Ή υπήρχαν οι ποιητές κι οι στοχαστές. Αν υποθέσουμε ότι ο νέος είχε αυτή το πάθηση κι είχε πάει στον σερ Γουίλιαμ Μπράντσο, έναν σπουδαίο γιατρό, αλλά άνθρωπο με κακία απροσδιόριστη κατά τη γνώμη της, χωρίς ενδιαφέρον για το σεξ, χωρίς λαγνεία, εξαιρετικά ευγενικό με τις γυναίκες, αλλά ικανό για μια απερίγραπτη ύβρη —σού βίαζε την ψυχή, αυτό ήταν —, αν αυτός ο νέος είχε πάει στο γιατρό αυτό, κι ο σερ Γουίλιαμ τον είχε εντυπωσιάσει, έτσι απλά, με τη δύναμή του, δεν θα μπορούσε να είχε πει τότε (πράγματι το ένιωθε τώρα η Κλαρίσα): «Η ζωή έχει γίνει αφόρητη»· κάνουν τη ζωή αφόρητη άνθρωποι σαν αυτόν;
Έπειτα (το είχε νιώσει μόλις το πρωί) υπήρχε ο τρόμος· αυτή η ανικανότητα που σε κατακλύζει, να σού τη δίνουν οι γονείς σου στα χέρια σου αυτήν τη ζωή, για να τη ζήσεις μέχρι το τέλος, να βαδίσεις μ᾿ αυτήν γαλήνια· στα βάθη τής καρδιάς της υπήρχε ένας φρικτός φόβος. Ακόμα και τώρα, πολύ συχνά αν δεν ήταν εκεί ο Ρίτσαρντ να διαβάζει τούς Τάιμς, και να μπορεί εκείνη να κουρνιάζει σαν πουλί και να ξαναζωντανεύει, να φουντώνει την αμέτρητη χαρά, τρίβοντας τα ξυλαράκια μεταξύ τους, το ένα πράγμα με το άλλο, θα πέθαινε. Εκείνη είχε γλιτώσει. Αλλά ο νεαρός είχε αυτοκτονήσει.
Κατά κάποιον τρόπο ήταν η καταστροφή της — ο εξευτελισμός της. Ήταν η τιμωρία της, να βλέπει να βουλιάζουν και να εξαφανίζονται πότε ένας άντρας πότε μια γυναίκα, σ᾿ αυτό το βαθύ σκοτάδι, κι αυτή να είναι υποχρεωμένη να στέκεται εκεί φορώντας την τουαλέτα της. Είχε ραδιουργήσει· είχε κλέψει. Ποτέ της δεν ήταν απόλυτα αξιοθαύμαστη. Είχε επιδιώξει την επιτυχία — λαίδη Μπέξμπερο και τα σχετικά. Και μια φορά είχε περπατήσει πάνω στο στηθαίο τής βεράντας στο Μπόρτον.
Παράξενα, απίστευτο· ποτέ της δεν ήταν τόσο ευτυχισμένη. Τίποτε δεν μπορεί να είναι αρκετά μακρόσυρτο· τίποτε δεν διαρκεί πάρα πολύ. Καμιά χαρά δεν μπορεί ν᾿ αντισταθμίσει, σκέφτηκε, ισιώνοντας τις καρέκλες, σπρώχνοντας ένα βιβλίο πίσω στη θέση του στο ράφι, το να έχεις αφήσει πίσω σου τούς θριάμβους τής νιότης, να έχεις χάσει τον εαυτό σου στο ρου τής ζωής, και να τον βρίσκεις μ᾿ ένα κύμα χαράς, στην ανατολή του ήλιου, στη δύση τής μέρας. Πολλές φορές είχε πάει, στο Μπόρτον, όταν όλοι κάθονταν και μιλούσαν, να κοιτάξει τον ουρανό· ή τύχαινε να τον βλέπει ανάμεσα στους ώμους των ανθρώπων στο δείπνα· να τον κοιτάζει στο Λονδίνο όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Πήγε ως το παράθυρο.
Ο ουρανός είχε, όσο ανόητη κι αν ήταν αυτή η ιδέα, κάτι δικό της πάνω του, ο ουρανός τής εξοχής, ο ουρανός πάνω απ᾿ το Γουέστμινστερ. Τράβηξε τις κουρτίνες· κοίταξε. Τι έκπληξη! —στο απέναντι δωμάτιο η ηλικιωμένη κυρία είχε καρφώσει το βλέμμα πάνω της! Πήγαινε να κοιμηθεί. Κι ο ουρανός. Θα είναι βαρύς ο ουρανός είχε σκεφτεί, θα είναι σκοτεινός, θα γυρνά αλλού το όμορφο πρόσωπό του. Αλλά να τος — σταχτής, ωχρός, με τεράστια μυτερά σύννεφα να τρέχουν πάνω του. Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Θα πρέπει να είχε σηκωθεί αέρας. Πήγαινε για ύπνο, στο δωμάτιο απέναντι. Ήταν εντυπωσιακό να την κοιτάς να περιφέρεται, εκείνη την ηλικιωμένη κυρία, να διασχίζει την κάμαρα, να πηγαίνει στο παράθυρο. Μπορούσε να τη δει άραγε; Ήταν εντυπωσιακό, με τόσους ανθρώπους να γελάνε και να φωνάζουν στο σαλόνι, να παρατηρείς την ηλικιωμένα γυναίκα να πηγαίνει, ήσυχα ήσυχα, για ύπνο μόνη της. Μόλις τράβηξε την κουρτίνα της. Το ρολόι άρχισε να χτυπά. Ο νεαρός είχε αυτοκτονήσει· αλλά δεν τον λυπόταν· καθώς το ρολόι χτυπούσε την ώρα, μία, δύο, τρεις, δεν τον λυπόταν, με όλα αυτά που συνέβαιναν. Να! η κυρία είχε σβήσει το φως της! όλο το σπίτι είχε βυθιστεί στο σκοτάδι και με όλα αυτά που συνέβαιναν, επανέλαβε, κι οι λέξεις ήρθαν στο νου της. Δε φοβάσαι ζέστη πια. Πρέπει να γυρίσει στους καλεσμένους της. Μα τι αλλόκοτη βραδιά! Ένιωθε κάπως να τού μοιάζει — τού νέου που είχε αυτοκτονήσει. Ήταν χαρούμενη που αυτός είχε αυτοκτονήσει· που είχε πετάξει τη ζωή του, ενώ εκείνοι συνέχιζαν να ζουν. Το ρολόι χτυπούσε. Οι μολυβένιοι κύκλοι διαλύθηκαν στον αέρα. Πρέπει οπωσδήποτε να επιστρέψει στην δεξίωση. Πρέπει να ανασυγκροτηθεί. Να βρει τη Σάλι και τον Πίτερ. Και ξαναγύρισε στην δεξίωση βγαίνοντας απ᾿ το δωματιάκι.
«Μα πού είναι η Κλαρίσα;» είπε ο Πίτερ. Καθόταν στον καναπέ με τη Σάλι. (Ύστερα απ᾿ όλα αυτά τα χρόνια, πραγματικά δεν μπορούσε να την αποκαλεί «λαίδη Ρόσετερ».) «Πού εξαφανίστηκε αυτή η γυναίκα;» ρώτησε. «Πού είναι η Κλαρίσα;»
Η Σάλι υπέθεσε, το ίδιο κι ο Πίτερ, ότι υπήρχαν άνθρωποι σημαντικοί, πολιτικοί, που κανείς απ᾿ τους δυο τους δεν γνώριζε παρά μόνα εξ όψεως από τις φωτογραφίες τών εφημερίδων, με τους οποίους η Κλαρίσα έπρεπε να είναι ευγενική, να τούς μιλήσει. Ήταν μαζί τους. Να κι ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι, που δεν είχε γίνει υπουργός. Δεν είναι πετυχημένος πολιτικός, υπέθεσε η Σάλι. Γιατί η ίδια δεν διαβάζει σχεδόν ποτέ εφημερίδα. Μερικές φορές βλέπει να αναφέρεται το όνομά του. Κι ύστερα — καλά, ζει πολύ απομονωμένη ζωή, στην ερημιά, όπως θα έλεγε η Κλαρίσα, ανάμεσα σε σπουδαίους εμπόρους, σπουδαίους κατασκευαστές, ανθρώπους που, εντέλει, κάνουν πολλά. Έχει κάνει κι η ίδια πολλά.
«Έχω πέντε γιους!» τού είπε.
Θεέ μου, τι αλλαγή είχε συντελεστεί πάνω της! η μειλιχιότητα τής μητρότητας· κι ο εγωισμός της επίσης. Την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί, θυμήθηκε ο Πίτερ, βρίσκονταν ανάμεσα σε κουνουπίδια στο φεγγαρόφωτο, τα φύλλα «σαν από μπρούντζο τραχύ» είχε πει, με τη λογοτεχνική φλέβα της· κι είχε κόψει ένα τριαντάφυλλο. Τον είχε πάει πολλές βόλτες πάνω κάτω εκείνη τη φοβερή βραδιά, μετά τη σκηνή δίπλα στο σιντριβάνι· αυτός θα έπαιρνε το τρένο τα μεσάνυχτα. Θεέ μου, πόσο είχε κλάψει!
Να το πάλι το παλιό το κόλπο του, ν᾿ ανοίγει το σουγιά του, σκέφτηκε η Σάλι, πάντα άνοιγε και έκλεινε το σουγιά του όταν είχε υπερδιέγερση. Είχαν αποκτήσει πολύ στενές σχέσεις αυτή κι ο Πίτερ Γουόλς, όταν ήταν ερωτευμένος με την Κλαρίσα, κι έγινε κι εκείνη η φοβερή, γελοία σκηνή για τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι στο γεύμα. Εκείνη αποκαλούσε τον Ρίτσαρντ «Γουίκαμ». Γιατί να μην αποκαλεί τον Ρίτσαρντ «Γουίκαμ»; Η Κλαρίσα είχε γίνει έξαλλη! και δεν είχαν ιδωθεί ξανά έκτοτε, η ίδια κι η Κλαρίσα. Πάνω από πέντε έξι φορές ίσως, τα τελευταία δέκα χρόνια. Κι ο Πίτερ Γουόλς είχε φύγει για την Ινδία, κι εκείνη κάπου είχε ακούσει πως είχε κάνει έναν αποτυχημένο γάμο, δεν ήξερε αν είχε παιδιά, και δεν μπορούσε να τον ρωτήσει, γιατί είχε αλλάξει. Έδειχνε αρκετά μαραζωμένος, αλλά πιο ευγενικός, έτσι ένιωθε εκείνη, και τού είχε πραγματική αδυναμία, γιατί συνδεόταν με την νιότη της, κι είχε ακόμη το βιβλιαράκι τής Έμιλι Μπροντέ που τής είχε δώσει, και θα έγραφε, έτσι δεν είναι; Ο Πίτερ θα άρχιζε να γράφει εκείνη την εποχή.
«Έγραψες τελικά;» τον ρώτησε, απλώνοντας το χέρι της, το γερό και καλοφτιαγμένο χέρι της, στο γόνατό του μ᾿ έναν τρόπο που θυμόταν ο Πίτερ.
«Ούτε λέξη!» είπε ο Πίτερ Γουόλς, κι εκείνη γέλασε.
Δεν είχε πάψει να είναι γοητευτική, έντονη προσωπικότητα η Σάλι Σίτον. Μα ποιος ήταν αυτός ο Ρόσετερ; Φορούσε δύο καμέλιες τη μέρα του γάμου του — αυτό ήταν το μόνο που ήξερε ο Πίτερ γι᾿ αυτόν. «Έχουν αμέτρητους υπηρέτες, αμέτρητα θερμοκήπια» είχε γράψει η Κλαρίσα· κάτι τέτοιο. Η Σάλι το παραδέχτηκε βάζοντας τα γέλια.
«Ναι έχω δέκα χιλιάδες λίρες το χρόνο» — με τους φόρους μέσα ή όχι, δεν μπορεί να θυμηθεί, επειδή ο άντρας της «τον οποίο πρέπει να συναντήσεις» είπε, «ο οποίος θα σού αρέσει» είπε, «τα έχει αναλάβει όλα αυτά».
Η Σάλι που δεν είχε λεφτά και ντυνόταν όπως όπως. Που είχε βάλει ενέχυρο το δαχτυλίδι τού προπάππου της, δώρο τής Μαρίας Αντουανέτας —καλά το θυμόταν;— για να έρθει στο Μπόρτον.
Α ναι, θυμήθηκε η Σάλι· το έχει ακόμη, ένα δαχτυλίδι με ρουμπίνι που είχε δώσει η Μαρία Αντουανέτα στον προπάππο της. Δεν είχε δεκάρα δική της εκείνο τον καιρό και η μετάβαση στο Μπόρτον πάντα σήμαινε φοβερή οικονομική πίεση. Αλλά οι επισκέψεις στο Μπόρτον σήμαιναν τόσα γι᾿ αυτήν — τη βοήθησαν να διατηρήσει σώας τας φρένας πιστεύει, τόσο δυστυχισμένη που ήταν στο σπίτι της. Μα όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν —έχουν περάσει πια, είπε. Κι ο κύριος Πάρι είναι νεκρός· η δεσποινίς Πάρι ζει ακόμη. Ποτέ δεν έχει πάθει τέτοιο σοκ στη ζωή του! είπε ο Πίτερ. Ήταν εντελώς σίγουρος πως ήταν πεθαμένη. Κι ο γάμος τους είναι, υπέθεσε η Σάλι, πετυχημένος; Κι αυτή η πολύ όμορφη, η συγκροτημένη νεαρή είναι η Ελίζαμπεθ, εκεί πέρα, δίπλα στις κουρτίνες, ντυμένη στα ροζ.
(Μοιάζει με λεύκα, μοιάζει με ποτάμι, μοιάζει με υάκινθο, σκεφτόταν ο Γουίλι Τίτκομπ. Ω, πόσο καλύτερα θα ήταν να βρίσκεται στην εξοχή και να κάνει ό,τι θέλει! Στ᾿ αυτιά της έφτανε το αλύχτισμα τού καημένου τού σκύλου της, ήταν σίγουρη η Ελίζαμπεθ.) Δεν μοιάζει στην Κλαρίσα στο παραμικρό, είπε ο Πίτερ Γουόλς.
«Ω, η Κλαρίσα!» είπε η Σάλι.
Αυτό που πίστευε η Σάλι ήταν το εξής: Όφειλε τόσα στην Κλαρίσα. Ήταν φίλες, όχι γνωστές, φίλες, ακόμη τη βλέπει μπροστά της ντυμένη στα λευκά να περιφέρεται στο σπίτι με τα χέρια γεμάτα λουλούδια — ακόμα και σήμερα τα φυτά τού καπνού, τής θυμίζουν το Μπόρτον. Αλλά —το καταλαβαίνει ο Πίτερ;— κάτι τής λείπει. Τι τής λείπει; Διαθέτει γοητεία· εξαιρετική γοητεία. Αλλά για να είναι ειλικρινής (και νιώθει ότι ο Πίτερ είναι παλιός φίλος, πραγματικός φίλος — έχει καμία σημασία η απουσία; έχει καμία σημασία η απόσταση; Συχνά ήθελε να τού γράψει, αλλά τα έσκιζε τα γράμματα, ωστόσο νιώθει πως εκείνος καταλαβαίνει, γιατί οι άνθρωποι καταλαβαίνουν χωρίς να λέγονται κάποια πράγματα, όπως συνειδητοποιεί κανείς ότι γερνάει, κι εκείνη έχει γεράσει, πήγε το απόγευμα να δει τους γιους της στο Ίτον, όπου κόλλησαν παρωτίτιδα), για να είναι ειλικρινής, λοιπόν, πώς μπόρεσε να το κάνει η Κλαρίσα; — να παντρευτεί τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι; που λατρεύει το κυνήγι, που νοιάζεται μόνο για τα σκυλιά του; Όταν μπήκε στο δωμάτιο μύριζε στάβλο, κυριολεκτικά. Κι ύστερα, όλα αυτά; Η Σάλι έδειξε γύρω της με το χέρι.
Ο Χιου Γουίτμπρεντ ήταν αυτός που πέρασε από δίπλα τους φορώντας το άσπρο γιλέκο του, βαδίζοντας αργά, χαζός, παχύς, τυφλός, αδιάφορος για ό,τι έβλεπε εκτός από την αυτοεκτίμησή του και τη βολή του.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να μας αναγνωρίσει» είπε η Σάλι και πραγματικά δεν έχει το θάρρος — αυτός, λοιπόν είναι ο Χιου! ο αξιοθαύμαστος Χιου!
«Με τι ασχολείται αυτός;» ρώτησε τον Πίτερ.
Βάφει τις μπότες τού Βασιλιά ή μετρά μποτίλιες στο Γουίνδσορ, τής είπε ο Πίτερ. Η γλώσσα του δεν είχε πάψει να είναι κοφτερή! Αλλά πρέπει να είναι ειλικρινής η Σάλι, είπε ο Πίτερ. Για κείνα το φιλί, τού Χιου.
Στο στόμα, τον διαβεβαίωσε, ένα βράδυ στο καπνιστήριο. Έξαλλη πήγε απευθείας στην Κλαρίσα. Ο Χιου δεν κάνει τέτοια πράγματα! είπε η Κλαρίσα, ο αξιοθαύμαστος Χιου! Οι κάλτσες του χωρίς αμφιβολία είναι οι ωραιότερες που έχει δει ποτέ της η Σάλι — και το βραδινό του ένδυμα τώρα. Τέλειο! Παιδιά έχει;
«Όλοι στην αίθουσα αυτή έχουν έξι γιους στο Ίτον» τής είπε ο Πίτερ, εκτός από τον ίδιο. Εκείνος, δόξα τω θεώ, δεν έχει κανέναν. Ούτε γιους, ούτε κόρες, ούτε σύζυγο. Δεν φαίνεται να τον νοιάζει και πολύ, είπε η Σάλι. Δείχνει νεότερος, σκέφτηκε, από οποιονδήποτε άλλο.
Αλλά ήταν ανοησία από πολλές απόψεις, είπε ο Πίτερ, να παντρευτεί έτσι· «Εντελώς χαζή ήταν» είπε, αλλά είπε, «ζήσαμε μια υπέροχη ιστορία». Μα πώς ήταν δυνατόν; αναρωτήθηκε η Σάλι· τι εννοούσε; και πόσο περίεργο να τον γνωρίζεις και παρ᾿ όλα αυτά να μην ξέρεις ούτε ένα πράγμα απ᾿ όσα τού συνέβησαν. Μήπως το είπε από υπερηφάνεια; Πολύ πιθανό, γιατί τελικά πρέπει να τού ήταν δυσάρεστο (αν και ήταν ιδιόρρυθμος, κάτι σαν δαίμονας, κάθε άλλο παρά συνηθισμένος άνθρωπος), θα πρέπει να ένιωθε μοναξιά που δεν είχε σπίτι στην ηλικία του, δεν είχε μέρος να πάει. Αλλά πρέπει να μείνει μαζί τους πολλές εβδομάδες. Και βέβαια θα μείνει· θα τού άρεσε να μείνει μαζί τους· και να πως προέκυψε. Όλα αυτά τα χρόνια οι Νταλογουέι δεν τούς έχουν επισκεφτεί ποτέ. Τούς έχουν προσκαλέσει άπειρες φορές.
Η Κλαρίσα (γιατί είναι θέμα της Κλαρίσα, φυσικά) δεν αποφασίζει να τούς επισκεφτεί. Γιατί, είπε η Σάλι, κατά βάθος η Κλαρίσα είναι σνομπ —πρέπει να το παραδεχτούν— είναι σνομπ. Αυτό μπήκε ανάμεσά τους, είναι πεπεισμένη. Η Κλαρίσα πιστεύει ότι η Σάλι παντρεύτηκε κατώτερό της, επειδή ο άντρας της είναι γιος ανθρακωρύχου — κι η ίδια είναι περήφανη γι᾿ αυτό. Έχει κερδίσει μέχρι και την τελευταία πένα που έχουν. Όταν ήταν μικρός (η φωνή της τρεμούλιασε) κουβαλούσε βαριά τσουβάλια.
(Και θα συνέχιζε, ένιωσε ο Πίτερ, με τις ώρες, ο γιος τού ανθρακωρύχου· οι άνθρωποι που πίστευαν ότι είχε παντρευτεί κατώτερό της· οι πέντε γιοι της· και τι ήταν το άλλο — φυτά, ορτανσίες, πασχαλιές, εξαιρετικά σπάνιοι ιβίσκοι που ποτέ δεν φύονται βόρεια απ᾿ τη Διώρυγα του Σουέζ αλλά εκείνη, μ᾿ έναν κηπουρό σε κάποιο προάστιο κοντά στο Μάντσεστερ, είχε παρτέρια ολόκληρα! Όλα αυτά τα είχε γλιτώσει η Κλαρίσα, που δεν ήταν καθόλου μητρική φιγούρα.)
Ήταν σνομπ; Ναι, με πολλούς τρόπους. Πού είχε πάει όλη αυτή την ώρα; Είχε περάσει η ώρα.
«Ωστόσο» είπε η Σάλι «όταν άκουσα ότι έκανε δεξίωση η Κλαρίσα, ένιωσα πως ήταν αδύνατον να μην έρθω — έπρεπε να τη δω ξανά (και μένω στην οδό Βικτόρια, πολύ κοντά). Έτσι, ήρθα χωρίς πρόσκληση. «Αλλά» ψιθύρισε «πες μου, σε παρακαλώ. Ποια είναι αυτή;».
Ήταν η κυρία Χίλμπερι που αναζητούσε την έξοδο. Πώς πέρασε η ώρα! Και, μουρμούρισε, καθώς φτάνει στο τέλος της η βραδιά, όπως φεύγουν οι καλεσμένοι, βρίσκεις παλιούς φίλους· ήσυχες άκρες και γωνίες· και την ωραιότερη θέα. Το ξέρουν, ρώτησε, ότι γύρω γύρω υπάρχει ένας θελκτικότατος κήπος; Φώτα, δέντρα, λίμνες που λάμπουν υπέροχα, κι ο ουρανός. Απλώς μερικά διακοσμητικά φαναράκια, είπε η Κλαρίσα Νταλογουέι, στον πίσω κήπο! Αλλά πραγματικά έκανε τα μαγικά της! Πάρκο ολόκληρο... Και δεν ξέρει τα ονόματά τους, αλλά ξέρει πως είναι φίλοι, φίλοι χωρίς όνομα, τραγούδια χωρίς λέξεις, πάντα το καλύτερο. Αλλά υπάρχουν τόσες πόρτες, τόσα μέρη απρόσμενα, δεν μπορεί να βρει το δρόμο.
Η γηραιά κυρία Χίλμπερι» είπε ο Πίτερ· μα ποια είναι αυτή; εκείνη η κυρία που στέκεται δίπλα στην κουρτίνα όλο το βράδυ χωρίς να μιλάει; Το γνωρίζει το πρόσωπό της· έχει σχέση με το Μπόρτον. Δεν είναι η κυρία που έκοβε εσώρουχα στο μεγάλο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο; Ντέιβιντσον δεν τη λένε;
«Ω, αυτή είναι η Έλι Χέντερσον» είπε η Σάλι. Η Κλαρίσα είναι πραγματικά σκληρή μαζί της. Είναι ξαδέρφη της, μια πολύ φτωχή ξαδέρφη. Η Κλαρίσα είναι σκληρή με τους ανθρώπους.
Πράγματι, είπε ο Πίτερ. Ωστόσο, είπε η Σάλι, με τον γνωστό συναισθηματισμό της —με τον ενθουσιασμό για τον οποίο τη λάτρευε κάποτε ο Πίτερ, τον οποίο ωστόσο φοβόταν λίγο τώρα, τόσο διαχυτική που μπορούσε να γίνει— πόσο μεγαλόψυχη είναι η Κλαρίσα με τους φίλους της! και πόσο σπάνια το βρίσκεις αυτό και, μερικές φορές τη νύχτα ή τα Χριστούγεννα, όταν αναλογίζεται τα καλά που τής έχουν τύχει στη ζωή της, βάζει αυτήν τη φιλία πρώτη πρώτη. Ήταν νέες· γι᾿ αυτό. Η Κλαρίσα είχε αγνή ψυχή· γι᾿ αυτό. Ο Πίτερ θα τη θεωρεί συναισθηματική. Και είναι πράγματι. Γιατί έχει καταλήξει να πιστεύει πως το μοναδικό πράγμα που αξίζει να λες, είναι — ό,τι αισθάνεσαι. Η εξυπνάδα είναι ανοησία. Καθένας πρέπει απλώς να λέει ό,τι αισθάνεται.
«Μα εγώ δεν ξέρω» είπε ο Πίτερ Γουόλς «τι αισθάνομαι».
Καημένε Πίτερ, σκέφτηκε η Σάλι. Γιατί δεν ερχόταν η Κλαρίσα να τούς μιλήσει; Αυτό επιθυμούσε ο Πίτερ. Το ήξερε η Σάλι. Όλη την ώρα σκεφτόταν την Κλαρίσα κι έκανε νευρικές κινήσεις με το σουγιά του.
Δεν θεωρεί απλή τη ζωή, είπε ο Πίτερ. Οι σχέσεις του με την Κλαρίσα δεν ήταν απλές. Τού μαύρισαν τη ζωή, είπε. (Είχαν τέτοια οικειότητα — αυτός κι η Σάλι Σίτον, ήταν παράλογο να μην το πει.) Δεν ερωτεύεσαι δυο φορές, είπε. Τι μπορούσε να πει εκείνη; Ωστόσο, καλύτερα να έχεις αγαπήσει (αλλά θα την θεωρεί συναισθηματική — αυτός είναι τόσο καυστικός). Πρέπει να πάει να μείνει μαζί τους στο Μάντσεστερ. Πράγματι πρέπει, είπε εκείνος. Αλήθεια. θα τού άρεσε να πάει να μείνει μαζί τους, έχει ήδη κάνει ό,τι έπρεπε να κάνει στο Λονδίνο.
Κι η Κλαρίσα ενδιαφερόταν γι᾿ αυτόν περισσότερο απ᾿ όσο είχε ενδιαφερθεί ποτέ για τον Ρίτσαρντ, είναι σίγουρη η Σάλι γι᾿ αυτό.
«Ω, όχι!» είπε. ο Πίτερ (δεν έπρεπε να το πει αυτό η Σάλι — το είχε παρατραβήξει). Ο καλός εκείνος άνθρωπος — να τος στην άκρη του δωματίου να μιλά ασταμάτητα, ίδιος κι απαράλλαχτος, ο αγαπητός Ρίτσαρντ. Σε ποιον μιλάει; ρώτησε η Σάλι, ποιος είναι αυτός ο τόσο διαπρεπής; Εκείνη, που ζει στην ερημιά, έχει μια ακόρεστη περιέργεια να μαθαίνει ποιος είναι ποιος. Αλλά ο Πίτερ δεν ήξερε. Δεν του αρέσει η όψη του, είπε, μάλλον υπουργός θα ᾿ναι. Απ᾿ όλους αυτούς ο Ρίτσαρντ τού φαίνεται ο καλύτερος, είπε — ο πιο ανυστερόβουλος.
«Μα τι έχει κάνει;» ρώτησε η Σάλι. Προσφορά στα κοινά, υπέθεσε. Είναι ευτυχισμένοι; ρώτησε η Σάλι (η ίδια είναι εξαιρετικά ευτυχής) γιατί παραδέχτηκε, δεν ξέρει τίποτε γι᾿ αυτούς, μόνα συμπεράσματα βγάζει, όπως βγάζει καθένας, γιατί τι μπορείς να ξέρεις ακόμα και για τους ανθρώπους με τους οποίους ζεις μαζί; ρώτησε. Φυλακισμένοι δεν είμαστε όλοι; Διάβασε ένα υπέροχο θεατρικό έργο για έναν άντρα που έξυνε τον τοίχο τού κελιού του, κι ένιωσε πως αυτό ισχύει στην ζωή — όλοι ξύνουμε έναν τοίχο. Απογοητευμένη από τις ανθρώπινες σχέσεις (είναι τόσο δύσκολοι οι άνθρωποι), συχνά πηγαίνει στον κήπο της και βρίσκει στα λουλούδια την μια γαλήνη που δεν τής πρόσφεραν ποτέ άντρες και γυναίκες. Αλλά όχι· εκείνου δεν τού αρέσουν τα λάχανα· προτιμά τούς ανθρώπους, είπε ο Πίτερ. Πράγματι, οι νέοι είναι όμορφοι, είπε η Σάλι, κοιτάζοντας την Ελίζαμπεθ που διέσχιζε το δωμάτιο. Πόσο διαφορετική από την Κλαρίσα στην ηλικία της! Πώς τού φαίνεται; Δεν μιλάει καθόλου η μικρή. Δεν μπορεί να πει πολλά, όχι ακόμα, παραδέχτηκε ο Πίτερ. Μοιάζει με κρίνο, είπε η Σάλι, με κρίνο στην όχθη μιας λιμνούλας. Αλλά ο Πίτερ δεν συμφωνούσε, ότι δεν ξέρουμε τίποτε. Ξέρουμε τα πάντα, είπε· αυτός τουλάχιστον.
Αλλά αυτοί οι δύο, ψιθύρισε η Σάλι, αυτοί που έρχονται τώρα (πραγματικά πρέπει να φύγει, αν δεν έρθει σύντομα η Κλαρίσα), αυτός ο διαπρεπής άντρας κι η συνηθισμένη γυναίκα του, που μιλούσαν στον Ρίτσαρντ — τι μπορεί να ξέρεις γι᾿ ανθρώπους σαν αυτούς;
«Ότι είναι φρικτοί απατεώνες» είπε ο Πίτερ κοιτάζοντάς τους δήθεν τυχαία. Έκανε τη Σάλι να γελάσει.
Ο σερ Γουίλιαμ Μπράντσο σταμάτησε στην πόρτα να κοιτάξει τον πίνακα. Αναζήτησε το όνομα τού χαράκτη στη γωνία. Κοίταξε κι η γυναίκα του. Ο σερ Γουίλιαμ Μπράντσο ενδιαφερόταν τόσο πολύ για την τέχνη.
Όταν είσαι νέος, είπε ο Πίτερ, έχεις τέτοιον ενθουσιασμό που δεν μπορείς να μάθεις τούς ανθρώπους. Όταν είσαι μεγάλος, εκείνος είναι πενήντα τριών για την ακρίβεια, (η Σάλι είναι πενήντα πέντε στο σώμα, είπε, αλλά η ψυχή της είναι σαν εικοσάχρονου κοριτσιού)· όταν είσαι ώριμος λοιπόν, είπε ο Πίτερ, μπορείς να παρατηρείς, να καταλαβαίνεις και να μην χάνεις τη δύναμη να αισθάνεσαι, είπε. Ισχύει αυτό, είπε η Σάλι. Η ίδια ένιωθε πράγματα πιο βαθιά, πιο παθιασμένα, χρόνο με το χρόνο. Μεγαλώνει, είπε εκείνος, αλίμονο, ίσως, αλλά πρέπει να χαίρεσαι γι᾿ αυτό —μεγαλώνει η ικανότητα αυτή, αυτό τού λέει η πείρα του. Υπάρχει κάποια στην Ινδία. θα ήθελε να μιλήσει στη Σάλι γ᾿ αυτήν. Θα ήθελε να τη γνωρίσει η Σάλι. Είναι παντρεμένη, είπε. Έχει δυο παιδάκια. Πρέπει να έρθουν όλοι στο Μάντσεστερ, είπε η Σάλι —πρέπει να τής το υποσχεθεί προτού φύγουν.
«Να η Ελίζαμπεθ» είπε εκείνος «δεν νιώθει ούτε τα μισά από αυτά που νιώθουμε εμείς, όχι ακόμη». «Αλλά», είπε η Σάλι, παρατηρώντας την Ελίζαμπεθ που κατευθυνόταν προς τον πατέρα της, «το βλέπεις ότι είναι αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο». Το ένιωθε από τον τρόπο που πήγαινε η Ελίζαμπεθ προς τον πατέρα της.
Γιατί ο πατέρας της, την κοιτούσε ενώ μιλούσε με τούς Μπράντσο, κι αναρωτιόταν. Ποια είναι αυτή η όμορφη κοπέλα; Και ξαφνικά συνειδητοποίησε πως ήταν η κόρη του, δεν την είχε αναγνωρίσει ήταν τόσο όμορφη με το ροζ φόρεμά της! Η Ελίζαμπεθ τον ένιωσε να την κοιτάζει, ενώ μιλούσε στον Γουίλι Τίτκομπ. Έτσι, πήγε κοντά του και στάθηκαν δίπλα δίπλα, τώρα που η δεξίωση έφτανε στο τέλος της, κοιτούσαν τούς καλεσμένους που έφευγαν, τις αίθουσες που άδειαζαν, τα πράγματα που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα. Ακόμα κι η Έλι Χέντερσον έφευγε, σχεδόν τελευταία, παρόλο που δεν τής είχε μιλήσει κανείς, αλλά ήθελε να δει τα πάντα, να τα διηγηθεί στην Ίντιθ. Ο Ρίτσαρντ κι η Ελίζαμπεθ χαίρονταν που τελείωνε η δεξίωση, κι ο Ρίτσαρντ ήταν περήφανος για την κόρη του. Και δεν είχε σκοπό να τής το πει, αλλά τού ήταν αδύνατο και να κάνει αλλιώς. Την κοιτούσε, είπε, κι αναρωτιόταν, ποια είναι αυτή η όμορφη κοπέλα; κι ήταν η κόρη του! Εκείνη χάρηκε τόσο μ᾿ αυτό. Αλλά ο κακομοίρης ο σκύλος αλυχτούσε.
«Έχει βελτιωθεί ο Ρίτσαρντ. Έχεις δίκιο» είπε η Σάλι. «Θα πάω να τού μιλήσω. Θα καληνυχτίσω. Τι σημασία έχει το μυαλό» είπε η λαίδη Ρόσετερ, ενώ σηκωνόταν, «σε σύγκριση με την καρδιά;».
«Θα έρθω κι εγώ» είπε ο Πίτερ, αλλά συνέχισε να κάθεται για ένα λεπτό. Τι είναι αυτός ο τρόμος; αυτή η έκσταση; αναρωτήθηκε. Τι είναι αυτό που μού προκαλεί τόση έξαψη;
Η Κλαρίσα είναι, είπε.
Γιατί εκείνη ήταν εκεί.
ΤΕΛΟΣ