Jean Francois Jonvelle the most sensual photographer.
Jean Francois Jonvelle o πιο αισθησιακός φωτογράφος.
Ο Jean-François Jonvelle γεννήθηκε το 1943.
Το αγαπημένο θέμα στις φωτογραφίες ήταν οι γυναίκες τις οποίες καθόλου περίεργο, λάτρευε. Είχε πει: «Όταν φωτογραφίζω μια γυναίκα θέλω να ξέρει ότι είναι η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο, γιατί μια γυναίκα που αισθάνεται όμορφη είναι πραγματικά η ωραιότερη γυναίκα στον κόσμο. Δεν πρέπει επίσης ποτέ να εμποδίσω την ελευθερία μου, ούτε να χάσω τη φρεσκάδα μου». Η μικρή αδελφή του, η μητέρα του, στην οποία ήταν πάντα πολύ κοντά, και η γιαγιά του θα είναι τα «πρώτα συναινετικά θύματά του». Πρώτη μούσα και συνεργός, η Tina Sportolaro που συναντά το 1982 και με την οποία πραγματοποιεί μερικές από τις πιο όμορφες εικόνες του. Μετά θα έρθει η Béatrice Dalle το 1985. Είναι ο συντάκτης της διαφημιστικής καμπάνιας με φωτογραφία, που έκανε μεγάλο θόρυβο τη δεκαετία του 80 "Αύριο αφαιρώ το κάτω μέρος". Είχε δηλώσει «είμαι ένας συναισθηματικά μανιακός τού σεξ, γεννημένος ηδονοβλεψίας». Δεν ήταν απαραίτητο να το δηλώσει. Το δηλώνουν και με το παραπάνω οι φωτογραφίες του με τον τρόπο που αιχμαλωτίζουν την καίρια στιγμή, αυτήν που οι φετιχιστές του μοναχικού αυτού "σπορ", μπορεί να περιμένουν ώρες καιροφυλακτώντας για να την συλλάβουν. Αυτή τη στιγμή περιγράφει με μοναδικό τρόπο, ο Ελύτης στο κείμενο του "τα Κορίτσια" στα "Ανοιχτά Χαρτιά" σελ. 126 που αξίζει να εγκλωβιστεί για την ποιητικότητα και την αλήθεια του, εδώ σ᾿ ένα κείμενο άσχετο, αλλά κυριολεκτικά σχετικό . «Από μικρός την υποψιαζόμουνα και την παρακολουθούσα (εννοεί την καίρια στιγμή) να σαλεύει πίσω από τις κουρτίνες τής κάμαράς μου ή από τις σκηνές τού δρόμου, μ᾿ εκείνο το ελαφρό άγχος που νιώθει κανείς όταν δεν ξέρει αν είναι για καλό η για κακό που θα ᾿ρθει να τον σκουντήξει στον ώμο το άγνωστο. Δεν είχα άδικο. Στην τρίτη η τέταρτη σελίδα του κειμένου που είχα βαλθεί με τόσο παράλογο πείσμα να γράφω, θυμάμαι, πάγωσα δεν ήτανε δυνατόν. Πέταξα το μολύβι μου μαζί μ᾿ όλα τα φανταστικά περιβόλια και πλησίασα στο παράθυρο. Να το: στη μουριά μιας εσωτερικής αυλής, ένα μικρό κορίτσι είχε κρεμάσει δύο σκοινιά κι έκανε κούνια! Με κάθε κίνηση προς τα εμπρός, ήταν σα να έφτανε ο αέρας του και να με χτυπούσε μ᾿ εκείνο το δριμύ τού Μαρτιού που κιόλας, μέσα του, κρύβει και κατεργάζεται μια λεπτή, βελούδινη αφή λευκών πετάλων και με κάθε πάλι τράβηγμα προς τα πίσω, λες και μού τραβούσε από τα στέρνα το κομμάτι ακριβώς εκείνο που προόριζα για κάποιον ιδιωτικό Παράδεισο — και που όλα μαρτυρούσαν ότι δε θα τον έβρισκα ποτέ. Ωστόσο δεν ήμουν, δεν υπήρξα ποτέ μου αισθηματίας. Σ᾿ αυτά τα μαλλάκια εγώ ν᾿ απευθύνω λόγια λατρείας, τότε ή άλλοτε, μήτε που θα μπορούσα να το διανοηθώ. Τότε λοιπόν τι ήταν; Μα τι ήταν; Το βλέπω σήμερα: ήταν η απομόνωση τής αίσθησης και η αυταξία της μέσα σε μιαν ισόβια στιγμή. Το τέλειο, που δεν αξιωνόμαστε παρεχτός σε μιαν αστραπή, στην ελάχιστη διάρκεια που τού χρειάζεται για ν᾿ ακυρώσει την καθημερινή αθλιότητα. Σκληρό πράγμα, που λένε, η Ομορφιά να μια κοινοτοπία που δεν εφθάρηκε ακόμη. Και μεταξύ μας: η μόνη». Τα κορίτσια τού Jonvelle, είναι φωτογραφημένα σαν να είναι μέσα στις καθημερινές τους ασχολίες, στο χτένισμα τών μαλλιών τους, στο να περάσουν ένα τσιμπιδάκι στα μαλλιά , να περιφέρονται στο σπίτι όταν κανείς δεν είναι εκεί, να σκύβουν "αθώα" αποκαλύπτοντας την μοναδική αλλά φθαρτή ομορφιά τής ισόβιας στιγμής, να ξεκουράζονται ανέμελα και ο φωτογράφος (ηδονοβλεψίας) αόρατος, να γίνεται μύστης αυτής τής ομορφιάς. Όχι κορίτσια φωτογραφημένα πάνω σε δέντρα ή βράχους ή αφύσικες στάσεις, Όχι γυναίκες δυναμικές από πρόθεση και θέση όπως λχ. τού Νιούτον. Φωτογραφίες που αιχμαλωτίζουν στιγμές αισθησιασμού. Πέθανε νέος μεσα σε 15 ημέρες από τη διάγνωση της ασθένειάς του στις 16 Ιανουαρίου 2002. Όλα και η ζωή και η ομορφιά, είναι το λίγο αυτού του κόσμου. |