Λένα Διβάνη
"Οι γυναίκες τής Ζωής της"
Ένα μυθιστόρημα η επιτομή τής ευφυΐας, η κατάκτηση τού ύφους. Η λογοτεχνική αντιμετώπιση μιας συνηθισμένης ιστορίας απιστίας από τη Λένα Διβάνη, απογειώνει το κείμενο και το μετατρέπει σε ένα μυθιστόρημα απόλαυσης τής γραφής.
Προσωπικά ξαναδιαβάζοντας το μυθιστόρημα αυτές τις μέρες κάτω, από την γοητεία τής πρώτης ανάγνωσης εδώ και χρόνια, το ξανασυνάντησα με τα ίδια αισθήματα. Ένα κείμενο [ιδιαίτερα τα κεφάλαια: "Είσοδος", "Φθόνος"(Άννα), "Η οργή"(Κατερίνα), και "Λαιμαργία"(Σοφία Σιούτη)] που η ευφυΐα τής γραφής "βγάζει το κεφάλι της" σε κάθε παράγραφο, και προσωπικά κάθε στιγμή με παρέπεμπε στο γοητευτικό κεφάλι τής συγγραφέα, με σήμα κατατεθέν το κοντοκουρεμένο μαλί και το πανέξυπνο, λίγο "πονηρό" λίγο "ειρωνικό" λίγο "διαβολικό" βλέμμα. Ένα βλέμμα γνώσης και σιγουριάς. Δεν έχει σημασία αν σ᾿ αυτή την έκδοση που διάβασα τώρα, οι "γυναίκες τής ζωής της", όχι βέβαια τής Διβάνη, αλλά τής πρωταγωνίστριας τής Άννας, έχουν αποχωρήσει από το εξώφυλλο και κυριαρχεί στο κέντρο, να υποθέσω μια περσόνα τής Άννας. Στην πρώτη μου ανάγνωση "οι γυναίκες τής ζωής της" ήταν όλες παρούσες στο εξώφυλλο. Τι χαζό θέλω να πω με αυτό : «Μη δανείζετε σε φίλους, τα βιβλία που αγαπάτε. Θα τα χάσετε». Το βιβλίο τώρα είναι εξαντλημένο. Το αντίτυπο που διάβασα τώρα, το βρήκα δύσκολα σε σίτε στο Ιντερνέτ. Και μια προσωπική άποψη, (και ας μην έχω δίκιο, η συγγραφέας γνωρίζει). Το βιβλίο έπρεπε να ολοκληρώνεται κατά την ταπεινή μου γνώμη με το V κεφάλαιο με τον υπότιτλο "λαιμαργία". Νομίζω ότι εκεί το μυθιστόρημα έχει ολοκληρωθεί. (Ήδη η πρωταγωνίστρια η Άννα είναι καθημαγμένη, έχει εκμηδενιστεί, έχει παραιτηθεί από τη ζωή κάτω «από το παλτό λίπους»). Τα τρία επόμενα κεφάλαια (Ματαιοδοξία,Απληστία, Έξοδος), είναι "τραβηγμένα", όχι σύμφωνα «κατά το εικός ή το αναγκαίον» τού Αριστοτέλη τής "Ποιητικής". Επίσης το ίδιο θα έλεγα και για το κεφάλαιο με τον τίτλο "Λαγνεία" το οποίο ούτε λαγνεία εμπεριέχει, και για την κατασκευή του φωνάζει. Μια και το βιβλίο είναι εξαντλημένο από τον εκδότη (Καστανιώτης), και θεωρώ ότι και η Λένα Διβάνη δεν θα έχει αντίρρηση, δημοσιεύω το κείμενο μέχρι και το κεφάλαιο V που για μένα προσωπικά το μυθιστόρημα έχει τελειώσει. "Οι γυναίκες τής Ζωής της" Είσοδος
Μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε γυναίκα τού Λωτ χιλιάδες χρόνια μετά. Κι απόμεινε γονατισμένη μπροστά στο ανοιχτό φύλλο τής ντουλάπας, στήλη άλατος. Τα χέρια έντρομα να κρατούν και να απεχθάνονται μια φωτογραφία, τα μάτια αρπακτικά να αποτυπώνουν και να αποστρέφονται ό,τι αντίκριζαν κατάπληκτα. Αυτός με το «banana republic» παντελόνι, άσπρο πουκάμισο κι ένα χαμόγελο ανόητης ευτυχίας, που ξεχείλιζε από το πλαίσιο τής φωτογραφίας κι έσταζε καίγοντας τα δάχτυλά της σαν ακουαφόρτε. Τα χέρια του ήταν απλωμένα σαν χωροεπεκτατικά πλοκάμια. Το ένα έδειχνε, μ᾿ ένα νοητό κλείσιμο τού ματιού, κάτι απροσδιόριστο στο φωτογράφο και το άλλο, το μισητό άλλο, κρατούσε σφιχτά στο στήθος του μια γυναίκα, που πάλευε να ξεφύγει γελώντας. Μια άγνωστη γυναίκα. Μια ωραία γυναίκα. Μια κοκκινομάλλα γυναίκα. Μια γυναίκα με σανδάλια και μακρύ καλοκαιρινό φόρεμα. Μια ωραία γυναίκα. Η πόρτα τής κρεβατοκάμαρας έτριξε κι ο Χάρης έχωσε τη μούρη του μέσα. Η Άννα τρύπωσε αστραπιαία, σαν κλέφτρα, την πολαρόιντ μέσα στη θήκη τού νεσεσέρ με τα καλλυντικά της, που ήταν παρατημένο στο πάτωμα. «Ο μπαμπάς λέει, άντε, τι κάνεις; Μετά το γάμο θα πάμε;» Τα είπε, έκανε μεταβολή κι έφυγε. Πάλι βαριόταν. Έτσι ήταν ο Χάρης, βαριόταν συνέχεια. Ο Χάρης βαριόταν, ενώ η δική της ζωή τριβόταν σε ψίχουλα στο παρκέ τής κρεβατοκάμαρας. |
Έκανε να ξαναψαρέψει τη φωτογραφία από την ανακατωμένη άβυσσο τού νεσεσέρ, αλλά βήματα που κατευθύνονταν προς τα εκεί τη σταμάτησαν πάλι. Πετάχτηκε όρθια με μια κίνηση, σαν ελατήριο, άρπαξε το πολύτιμο βαλιτσάκι και κατευθύνθηκε με μιαν απελπισμένη αποφασιστικότητα προς το μπάνιο. Ήθελε να την αφήσουν ήσυχη για λίγο, να τής δώσουν χρόνο να βγάλει ξανά στην επιφάνεια την πληγή της, να την εξετάσει προσεχτικά, σαν φοιτήτρια σε μάθημα ανατομίας, να εκτιμήσει τις απώλειες, ν᾿ αποφασίσει για τη θεραπεία.
Τα πόδια της που υπνοβατούσαν σταμάτησαν αυτόματα μπροστά στο φρεσκοπλυμένο του σώμα, νοτισμένο ακόμα από το αφρόλουτρο με άρωμα πικραμύγδαλο. Αυτό ήταν λοιπόν. Σαν φλας η αλήθεια άστραψε μέσα της κι όταν έσβησε, το σκοτάδι ήταν πιο σκοτεινό. Γι᾿ αυτό αγόραζε αφρόλουτρο με άρωμα πικραμύγδαλο μετά από αιώνες εμμονής στη θαλάσσια αύρα τής «Fa». Φυσικά. Ήταν το άρωμά της. Την ξανάφερνε κοντά του αλά Προυστ, τα θλιβερά οικογενειακά Σαββατοκύριακα που ήταν αδύνατο να δραπετεύσει. Τότε που έπλενε το αυτοκίνητο με μανία, επειδή δεν μπορούσε να το βάλει μπρος και να φύγει. Αυτό ήταν. Να γιατί δεν τον ενοχλούσε καθόλου που μύριζε τόσο προκλητικά πικραμύγδαλο, σαν κανένας τραπεζοϋπάλληλος — κρυφή αδερφή (η Κατερίνα το ᾿ πε αυτό;).
«Τι έγινε, ρε; Φάντασμα είδες;»
Τώρα την είχε πιάσει απ᾿ τούς ώμους και κουνούσε πέρα δώθε τις βάτες τού ταγιέρ της. Δεν καταλάβαινε αυτή την εμβρόντητη γκριμάτσα αηδίας που είχε εγκατασταθεί στο χλομό της πρόσωπο.
«Μυρίζεις πικραμύγδαλο», ψέλλισε αδιευκρίνιστα και ξέφυγε μ᾿ έναν απότομο ελιγμό από κοντά του.
Κανείς δεν μπορούσε ν᾿ ανακόψει αυτή τη στιγμή την πορεία της προς το μπάνιο. Την ώρα που κλείδωνε πίσω της την πόρτα τον άκουσε να φωνάζει: «Το βρήκες το μαντίλι;» και αφού περίμενε ένα λεπτό μάταια την απάντηση, ξαναείπε μόνος του: «Σιγά μην το βρήκες», και δυνάμωσε τον ήχο τής τηλεόρασης. Την είχαν αφήσει ήσυχη.
Άνοιξε με πυρετικές κινήσεις το νεσεσέρ κι άρχισε να σπρώχνει άτσαλα στρώσεις από ρουζ, πινέλα και κόμπακτ πούδρες σε διάφορες αποχρώσεις. Η φωτογραφία ήταν κουρνιασμένη πίσω από ένα σετ σκιές ματιών της «(Clinique). Κάθισε στο κλειστό καπάκι τής τουαλέτας κι έφερε τη φωτογραφία πολύ κοντά στα μάτια της, λες και θα τη μεγάλωνε αν μίκραινε την απόσταση. Ποια είναι αυτή; Το πρόσωπό της σε προφίλ τριών τετάρτων χάιδευε το φιλμ, χωρίς να προδίδει κανένα από τα μυστικά του.
Αν ήξερε τα τεχνικά κόλπα, θα μπορούσε τώρα με σίγουρα χέρια να μεγεθύνει ξανά και ξανά στο σκοτεινό θάλαμο το πρόσωπό της, να δώσει οριστικό σχήμα σ᾿ αυτό το γελαστό στόμα, να διευκρινίσει την ποιότητα τού δέρματος, ν᾿ αποφασίσει αν τα μάτια της ήταν σκιστά ή απλώς μπαϊλντισμένα απ᾿ τον ήλιο. Μέσα στο ελάχιστο κόκκινο φως θ᾿ αναδύονταν από λεκάνες γεμάτες χημικά υγρά υπερφορτισμένες όλες οι σκοτεινές λεπτομέρειες τής ζωής της σε τεράστια closeup.
Αλλά δεν ήξερε. Τίποτα χρήσιμο δεν ήξερε. Και βρέθηκε τώρα αβοήθητη, καθισμένη σαν φακίρης σ᾿ ένα κλεισμένο καπάκι τουαλέτας, να κοιτάει μιαν άγνωστη κοκκινομάλλα σαν να επρόκειτο να τη μαγνητίσει και να την οδηγήσει ήσυχα ήσυχα έξω από τη ζωή της.
Τα μάτια της σύρθηκαν με κόπο έξω από το λάμπον περίγραμμα τού ζευγαριού. Ζευγαριού; Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί και τρόμαξε. Όχι, όχι ζευγαριού. Πώς την τόλμησε αυτή τη λέξη το μυαλό της; Εδώ και δεκαεφτά χρόνια εμείς ήμασταν το ζευγάρι. Θα βγούμε τα τρία ζευγάρια, λέγαμε. Δάνειο δίνουν μόνο σε ζευγάρια με παιδιά. Για να πάει θέατρο ένα ζευγάρι, θέλει πάνω από δέκα χιλιάδες σήμερα. Και το ζευγάρι ήμασταν πάντα εμείς, Βασίλη, εγώ κι εσύ πηγαίναμε στο θέατρο, εμείς πήραμε το δάνειο, Βασίλης και Άννα Νεοφώτιστου, το γράφει και στο κουδούνι μας. Όμως από δω και πέρα το ήξερε, σαν να ξεστόμισε τη μαγική λέξη τού παραμυθιού, «Άνοιξε σουσάμι» ή ξέρω γω τι, μια αόρατη γομολάστιχα έσβησε για πάντα εκείνη από το πλευρό τού Βασίλη κι έβαλε με το έτσι θέλω τη γυναίκα τής φωτογραφίας.
Τα χέρια της όμως δεν το δέχτηκαν έτσι εύκολα. Ολοκληρώνοντας μια κίνηση που είχε ξεκινήσει δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια πριν, έσκισαν στα δύο τη γελαστή φωτογραφία. Τώρα το δεξί της κρατούσε αυτόν σακατεμένο να γνέφει στον αόρατο φωτογράφο. Χωρίς αριστερό μπράτσο, με το στέρνο κουτσουρεμένο κι όμως το καταραμένο χαμόγελό του δε θόλωσε, ούτε καν μαλάκωσε τοσοδά, την αυταρέσκειά του, όπως ήλπισε σε μια παράφορη στιγμή η Άννα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να χαρίσει στην ωραία άγνωστη το χέρι και το στέρνο τού άντρα της. Οι παλάμες αρνήθηκαν να κρατήσουν άλλο αυτό το βάρος κι άφησαν παραιτημένες τα δύο κομμάτια να προσγειωθούν μαλακά στα πλακάκια τού μπάνιου. Την ίδια στιγμή η πόρτα σείστηκε από μια ομοβροντία ρυθμικών χτυπημάτων.
«Άντε, ρε μαμά, καλή είσαι, πάμε να φύγουμε!» γκρίνιαζε η φωνή τού Χάρη κι ο Βασίλης από πίσω:
«Εμείς κατεβαίνουμε. Εσύ πάρε το δώρο», συμπλήρωσε κι απομακρύνθηκε.
Διέταξε τα πόδια της να σηκωθούν και τα χέρια της να στρώσουν το ταλαιπωρημένο ταγιέρ. Τα μάτια ανέλαβαν να ελέγξουν το πρόσωπο. Στα χλομά 60 Watt τού καθρέφτη έμοιαζε με την προβολή της στο μέλλον. Τα μάγουλά της αυλάκωναν τώρα δυο βαθιά ρυάκια που ξεκινούσαν από τις άκρες των ματιών, ακολουθούσαν τις γραμμές τής μύτης και χύνονταν στις άκρες τού στόματος. Ο δρόμος των δακρύων χαράχτηκε κιόλας, απόρησε, αλλά πού είναι τα δάκρυα; Έκανε μεταβολή και πριν ξεκλειδώσει την πόρτα, άρπαξε τα δύο κομμάτια τής πολαρόιντ που βρώμιζαν το πάτωμα. Διέσχισε το γραφείο, προσπερνώντας βιαστικά την κρεβατοκάμαρα, στρίμωξε τη σκισμένη φωτογραφία στην τσάντα της κι έκανε ν᾿ ανοίξει την εξώπορτα. Τότε είδε τα πόδια τής Κατερίνας αραγμένα στον καναπέ και το μούτρο της καμουφλαρισμένο πίσω απ᾿ το εξώφυλλο ενός περιοδικού.
«Ακόμα εκεί είσαι συ;» τη ρώτησε άτονα.
«Ξεχάστε με εμένα», διευκρίνισε χωρίς να σαλέψει από τη θέση της η μικρή. «Είμαι εναντίον τού γάμου».
Σ᾿ όλη τη διαδρομή λέξη δε βγήκε απ᾿ το στόμα της. Καθόταν μόνο αφύσικα αλύγιστη στο μπροστινό κάθισμα, με την άκρη τού ματιού της προσκολλημένη αριστερά. Προσπαθούσε να συνηθίσει την καινούρια του εικόνα, να ξεσκονίσει τα μέλη του, που κινούνταν αυτόματα οδηγώντας την άσπρη «BMW», από τα παλιά της αγγίγματα, από τα χάδια και τα δώρα της — όλες τις άγκυρες που τα κρατούσαν κοντά της. Εξαφάνιζε τη βέρα από πλατίνα («Ανθεκτικότερη και πολυτιμότερη από το χρυσάφι», είπε και τής φίλησε το δάχτυλο, «θα κρατήσει για πάντα»), ξεκούμπωνε το ατσάλινο μπρασελέ τού ρολογιού των τριακοστών του γενεθλίων («Ο χρόνος είναι με το μέρος μας, ε;»), ξήλωνε το λινό κοστούμι. Ήθελε να τον απογυμνώσει, να καταργήσει την οικειότητα, για να δει πιο καθαρά τα ίχνη τής άλλης πάνω στο κορμί του. Δεν μπόρεσε. Το παρελθόν αντιστεκόταν με πείσμα, κάνοντας την πλατίνα ν᾿ αστράφτει σαν καινούρια στον απογευματινό ήλιο.
Τα μάτια της αυτονομήθηκαν κι άρχισαν να τής παίζουν διεστραμμένα παιχνίδια. Ξαφνικά είδε να φυτρώνει στην παλάμη του το τρίχρονο χεράκι τού Χάρη. Χριστούγεννα τού 1983. Ο μηρός του ήταν τώρα πασαλειμμένος κι έσταζε αντηλιακό λάδι. Η Κατερίνα τον έδειχνε και γελούσε. Σπέτσες. Καλοκαίρι τού 1980. Και τα μπεζ σουέτ σκαρπίνια του έγιναν μαύρα, για να ταιριάζουν με το γαμπριάτικο κοστούμι. Αύγουστος τού ᾿78.
«Μα, γάμος καλοκαιριάτικα...» έφτασε ως τα αυτιά της η φωνή του, βουτώντας απότομα στο 1995.
«Εγώ πάντως θα παντρευτώ χειμώνα», αποφάσισε ξαφνικά ο Χάρης. «Ε, μαμά;»
«Ναι», είπε αυτή.
«Τι ναι;» επέμενε το παιδί.
«Ναι»,
«Η μάνα σου είναι ερωτευμένη, δε μάς μιλάει σήμερα», χλιμίντρισε από ενθουσιασμό για το αστείο του ο Βασίλης και τής έδωσε μια συντροφική σκουντιά στον ώμο.
Γύρισε και τον κοίταξε κεραυνόπληκτη. Πώς τόλμησες, τού ούρλιαζαν τα μάτια της με όλα τα ντεσιμπέλ τους, πώς; Κι αυτός μαζεύτηκε στη θέση του πάλι, αλλά η φράση που ξεστόμισε έμεινε να κολυμπάει στο εσωτερικό τού αυτοκινήτου σαν δηλητηριώδες εξωτικό ψάρι. Λούφαζε, μα το ήξερε πια πως κάποια στιγμή θ᾿ απειλούσε σοβαρά τη ζωή του.
Ο Πάνος ήταν στημένος δίπλα απ᾿ την πόρτα τής εκκλησίας σαν πρόσκοπος. Τα χέρια του παίδευαν τη φουκαριάρα την ανθοδέσμη, που είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει. Οι δυο σωματοφύλακες είχαν πιάσει τα πόστα δεξιά αριστερά του κι ο τρίτος ανέβαινε τη σκάλα δίπλα στην Άννα με φίλαθλο πνεύμα, σαν να έμπαινε σε γήπεδο τού μπάσκετ. Την ώρα που τούς έφτασαν, διασχίζοντας ένα κύμα συγγενών τής νύφης, τού έλεγαν το ανέκδοτο με τον πόντιο γαμπρό. «Τι έκανε ο πόντιος γαμπρός; Πήγε στο γάμο! Χα, χα».
Και η πόντια νύφη; Σκέφτηκε η Άννα. Νόμισε πως ο γάμος θα κρατούσε για πάντα. Εδώ να δεις χάχανα.
Οι τέσσερις μαζί αντάλλαξαν μπουνιές και χαϊδευτικά χτυπήματα στην πλάτη για κάμποση ώρα. Να το πάλι σε απαρτία το κουαρτέτο τής Νομικής, παλιμπαιδίζον και άταχτο παρά τις φανταιζί καριέρες. Ο Βασίλης δικηγόρος, ο Μιχάλης επίκουρος καθηγητής στη Νομική, ο Χρήστος συμβολαιογράφος κι ο Πάνος, που ντύθηκε γαμπρός αυγουστιάτικα, δικαστής. Έμοιαζαν πραγματικά, ή μόνο η Άννα τούς έβλεπε, σαν δωδεκάχρονα που μαϊμουδίζουν τον μπαμπά τους;
Ξαφνικά ένα μουρμουρητό σηκώθηκε απ᾿ το πλήθος, που χωρίστηκε στα δύο. Το πανηγυρικό κλάξον τής λιμουζίνας επιβεβαίωσε τις υποψίες της. Η νύφη τελικά ήρθε. Ξεδιπλώθηκε αργά μέσα από το αμάξι και πόζαρε για ένα λεπτό ακίνητη στο φωτογράφο, άσπρη και ροζ σαν εξώφυλλο τού Marriages. Ήρθε η χαζή. Την έβλεπε ν᾿ ανεβαίνει τα σκαλιά συγκινημένη, ίδια με τα ζαχαρωτά κουκλάκια που έμπηγαν στην κορφή τής γαμήλιας τούρτας. Ο γαμπρός όμως δεν είναι από ζάχαρη να μπορούσε η Άννα να την προειδοποιήσει τώρα που ήξερε, ο γαμπρός έχει πραγματικό στόμα και δόντια. Αν δεν προσέξεις, μπορεί να σε φάει κατά λάθος. Τη στιγμή που θ᾿ άπλωνε το χέρι να σταματήσει τη νύφη, την άρπαξε από τον αγκώνα η Μαρία, η γυναίκα τού Χρήστου, και αναρωτήθηκε συνωμοτικά:
«Τι το ήθελε πάνω το μαλλί, αφού έχει αυτιά;»
«Μακάρι να είχε αυτιά», απάντησε σιβυλλικά η Άννα και έτρεψε την άλλη σε φυγή.
«Μαμά, είναι ωραία η Δώρα;» τής σφύριξε ξαφνικά ο Χάρης, που ξεφύτρωσε δίπλα της απ᾿ το πουθενά.
«Καλή είναι», απάντησε η Άννα χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι γίνεται.
«Τότε εμένα γιατί δε μ᾿ αρέσει;» παραπονέθηκε πικραμένος ο μικρός και την άφησε ακόμα μια φορά άναυδη.
Από τι σκατά ήταν φτιαγμένο αυτό το παιδί... Πίστευε ότι ο κόσμος ήταν μια απέραντη συνωμοσία εναντίον του. Αν το καρπούζι του ήταν ζαχαρωμένο, ζαχάρωσε για να τού τη σπάσει. Αν έβρεχε την ώρα που πήγαινε να παίξει, ο Θεός τον έβαλε στόχο επειδή είχε 8 στα θρησκευτικά. Ο κατάλογος δεν είχε τέλος κι όλοι τον είχαν πάρει στο ψιλό. Κάποτε, πριν από χρόνια, πήρε τ᾿ αυτί της την Κατερίνα να λέει στις φίλες της ότι ο αδερφός της είχε πέσει θύμα απαγωγής από εξωγήινους μικρός, ότι την είχε καταβρεί αραχτός στα virtual λιβάδια, κολλητός με τον packman να καταπίνουν ουρανοκατέβατους εχθρούς, και όταν τον ξαναπέταξαν στη γη, τού ᾿μεινε ένα παράπονο, χωρίς να θυμάται όμως γιατί. Τότε τής έβαλε τις φωνές, αλλά μετά τη δικαιολόγησε. Ήταν από την κούνια τόσο θετικό και αισιόδοξο παιδί, που έπρεπε να βρει κάποια εξήγηση για να καταπιεί τις ακρότητες τού Χάρη. Τότε βρήκε αυτή. Χρόνια μετά, που άρχισε να διαβάζει Φρόυντ και Μέλανι Κλάιν, τη ρώτησε μια μέρα στο μπάνιο αν ήθελε ποτέ «να κάνει τον Χάρη έκτρωση».
«Να σού πω την αλήθεια, στο τσακ ήμουνα», τής μίλησε για πρώτη φορά σαν να ᾿ταν καινούρια φιλενάδα της. «Ακόμα δεν είχε μαζέψει το σώμα μου από σένα καλά καλά. Χρωστούσα όλο το αστικό, εσύ δεν έκλεινες μάτι τα βράδια, μωρό μας έλειπε εμάς ή σκοινί και σαπούνι...»
«Αυτό είναι. Ο Χάρης το ᾿πιασε και πέρασε ανασφαλή ενδομήτριο ζωή», αποφάνθηκε τελεσίδικα η Κατερίνα Μέλανι. Μετά συμπλήρωσε αφηρημένα: «Και γιατί τον κρατήσατε τελικά;»
Η Άννα θυμάται το αίμα ν᾿ ανεβαίνει στα μάγουλά της ανεξέλεγκτο. Τι να πει στο παιδί; Ότι η πεθερά της είδε στον ύπνο της τον άγιο Χαράλαμπο να τής φέρνει δώρο ένα μωρό κι ένα τσαμπί σταφύλια; Τρεις μέρες έψελνε ασταμάτητα το γιο της. «Το παιδί είναι δώρο απ᾿ τον άγιο, τ᾿ ακούς; Αν το σκοτώσετε, το κρίμα στο λαιμό σας».
Ήταν να μην το ονομάσει παιδί. Ξαφνικά αυτό το απρόσωπο γονιμοποιημένο ωάριο των έξι εβδομάδων απόχτησε μάγουλα κι αυτάκια και κουνούσε παρακλητικά τα χεράκια του. Μέχρι και όνομα είχε αποχτήσει. Σάς πάει η καρδιά να πετάξετε τον Χαρούλη στο καλάθι αχρήστων τού «ΉΡΑ»; Δεν τούς πήγαινε, φυσικά. Έτσι ο Χαρούλης έπιασε δωμάτιο πρώτης θέσης στο «ΗΡΑ», «λλά τού ᾿μεινε το παράπονο.
Το γαμήλιο πάρτι ήταν σκέτη καταστροφή, αλλά όλοι έκαναν πως δεν το καταλάβαιναν. Οι συγγενείς τού γαμπρού κι οι συγγενείς τής νύφης είχαν οχυρωθεί σε δυο διαφορετικά στρατόπεδα δεξιά κι αριστερά τής πισίνας. Το τιρκουάζ φωτισμένο νερό στη μέση έπνιγε προς το παρόν τα μουρμουρητά και τα σχόλια κάθε πλευράς. Το μόνο που ένωνε την Άνδρο με την Εκάλη ήταν τα σοβαρά, μαυροντυμένα γκαρσόνια τού ξενοδοχείου, που διέγραφαν ατέλειωτες τροχιές μεταφέροντας ζεστά πιροσκί αλά ρους από το ανατολικό στο δυτικό μέτωπο. Η Εκάλη με παστέλ ταγιέρ «Armani» και ελαφρά κοστούμια «Ralf Lauren» κατέβαζε απανωτά dry martini, χωρίς καμιά διάθεση να συνωστιστεί μπροστά στον μπουφέ. Η Άνδρος από την άλλη περιέφερε τούς ταφτάδες της επικίνδυνα κοντά στα βουνά από γλυκόξινες γαρίδες και τα ρόδινα καναπεδάκια σολομού. Κάθε μπουκιά και «Να τούς χαίρεστε, Θανάση μου». Στο τρίτο ποτό όλο και ξεφύτρωνε κάνα «Ο συμπέθερος ποιος είναι; Δε μάς τον γνώρισες...» Κι ο Θανάσης άπλωνε το χέρι και σημάδευε μια μαύρη φιγούρα απέναντι. «Αυτός είναι, δίπλα στην ψηλή με το κίτρινο. Πολύ κύριος», συμπλήρωνε μεγαλόθυμα και κατάπινε μια τυροκροκέτα.
Ο γαμπρός και η νύφη, σαν κουρδισμένοι, έτρεχαν από τη μια παρέα στην άλλη υψώνοντας ποτήρια, σφίγγοντας χέρια, εκσφενδονίζοντας «Ευχαριστώ» τυφλά προς πάσα κατεύθυνση. Η νύφη είχε αλλάξει δυο φορές μέχρι τις έντεκα. Το «Πεντελικό» έδινε δώρο τη γαμήλια σουίτα ευτυχώς! Με το τρίτο φόρεμα άραξε στα σκαλιά και δεν το κουνούσε βήμα. Με πέντε ποτήρια «Dom Perignion» στο άδειο της στομάχι τούς είχε χεσμένους όλους. Έστριψε για να μη βλέπει τα μάτια τής μάνας της, που τής έστελναν κωδικοποιημένες υποδείξεις να μιλήσει στην ξαδέρφη της τη Ζίνα. Σιγά να μην το ᾿τρωγε ότι η Ζίνα ήρθε απ᾿ το Λονδίνο ειδικά για το γάμο της. Κάνα γκόμενο θα ᾿χει στην Ελλάδα πάλι.
Η Άννα είχε κολλήσει στο νησιωτικό στρατόπεδο. Ο Βασίλης θυμήθηκε αίφνης με νοσταλγία όλες τις γεμιστές ντομάτες που είχε φάει φοιτητής τα καλοκαίρια στην Άνδρο από τη μάνα τού Πάνου. Την τράβηξε λοιπόν προς τα κει κι άρχισε τις περιγραφές και τα παινέματα.
«Να, ρωτήστε και την Άννα τι τής έλεγα τότε. Πες, ρε Άννα».
Κι η Άννα τι να πει; Άλλα θυμόταν να τής έλεγε την πρώτη φορά που ήρθε απ᾿ την Άνδρο. Τα είχαν έξι μήνες, αλλά εκείνη χρωστούσε συνταγματική ιστορία και δεν πήγε μαζί τους.
«Έψαξα όλα τα χωριά και το βρήκα. Αυτό το σπίτι θα σού πάρω, μόλις κερδίσω την πρώτη μου μεγάλη υπόθεση. Στο βουνό, με όλο το πέλαγο μπροστά του. Θα τρώμε βούτυρο και μαρμελάδα βατόμουρο, και θα φοράμε μόνο άσπρα ρούχα, εντάξει;»
Εντάξει, αλλά με τα λεφτά τής πρώτης του μεγάλης υπόθεσης πήραν τελικά ένα μεταχειρισμένο «Fiat» για να μεταφέρουν τα παιδιά. Άσε που δε φτουράνε τα άσπρα ρούχα μέσα στους βρωμερούς σωρούς των πάμπερς και σε εμετούς από αλεσμένο μοσχάρι με λαχανικά...
Η Άννα χάρισε ένα αμφίβολο χαμόγελο στην καπετάνισσα κι εκείνη άρχισε να τής περιγράφει σχολαστικά τη συνταγή. Πρώτα άδειασε προσεχτικά τις ντομάτες και τις πιπεριές απ᾿ τα σπόρια τους. Μετά τα άφησε να στραγγίξουν κι άρχισε να ετοιμάζει τη γέμιση. Πάνω που έτριβε το κρεμμύδι στον τρίφτη, ο Βασίλης την κοπάνισε με τρόπο και τής Άννας τής ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
«Σταμάτα», ήθελε να πει στο σταφιδιασμένο στόμα που τώρα ψιλόκοβε αόρατα λαχανικά. «Σταμάτα, είναι μάταιο. Αυτός δεν είναι πια δικός μου. Ψέματα λέει. Δεν τα θέλει τα γεμιστά μου. Ούτε ο γιος σου θα ξαναφάει απέναντί σου στη βεράντα. Κατάλαβες;»
Όχι, δεν κατάλαβε. Ήταν αποφασισμένη να μην καταλάβει.
Κοντά στα μεσάνυχτα οι τρεις σωματοφύλακες αποφάσισαν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Ξεκόλλησαν τις αποκαμωμένες παλάμες τού γαμπρού από τις συγχαρητήριες χειραψίες με το έτσι θέλω, έβαλαν συρτάκι στο στερεοφωνικό τού ξενοδοχείου και μπήκαν στη σειρά. Η Αλίκη κι ο Δημήτρης ακκίζονταν σε digital εγγραφή και τ᾿ αγόρια μας: «ένα, δύο, τρία, ΤΏΡΑ!» Το προβάριζαν επίμονα για καμιά εικοσαριά χρόνια και τώρα ήταν επιτέλους άψογοι. Στο γάμο τής Άννας και τού Βασίλη τα σκάτωσαν στη μεταβολή. Ο Πάνος δε γύρισε στην ώρα του. Στο γάμο τού Χρήστου με τη Μαρία έφτασαν αξιοπρεπώς μέχρι το τέλος αλλά χωρίς στιλ. Μεσολάβησαν πάρτι και ταβέρνες σε νησιά που τελειοποίησαν την κίνησή τους. Τώρα πήγαιναν όλοι με μια ψυχή, οχτώ πόδια αλλά το ίδιο βήμα, σαν φρακοφορεμένη σαρανταποδαρούσα που μερακλώθηκε...
Η Άννα δεν άντεχε να τούς κοιτάζει άλλο. Ξαφνικά τούς ζήλεψε τόσο, που τής κόπηκε η ανάσα. Αυτοί ναι, αυτοί θα χόρευαν αγκαλιασμένοι απ᾿ τοὐς ώμους για πάντα, καμιά βρωμερή πάνα βρακάκι ανάμεσά τους, κανένα απλήρωτο νοίκι, μόνο θριαμβευτικοί πόντοι στο μπάσκετ και καφέδες απέναντι απ᾿ τη Νομική οι δεσμοί τους. Αήττητοι εις τούς αιώνες. Χάιδεψε μηχανικά το κεφαλάκι τού Χάρη, που είχε βασιλέψει σε μια πολυθρόνα δίπλα της.
«Δε μού λες», είπε στο παιδί που νύσταζε, «σ᾿ αρέσουν οι κοκκινομάλλες;»
Τη νύχτα την πέρασε να τον κοιτάζει κοιμισμένο δίπλα της, τύφλα στο μεθύσι. Το χαμόγελο είχε ξεμείνει στο πρόσωπό του και τα χέρια του όλο σάλευαν νευρικά, παραμερίζοντας ανεπιθύμητα όνειρα. Έπιασε τον εαυτό της να συρρικνώνεται, να ζαρώνει στις γωνίες, για να μην την αγγίξει κατά λάθος. Το πρώτο που αποχωρεί είναι το σώμα, έτσι δε λένε; Το δικό του σώμα πάντως αποχώρησε πρώτο κι άφησε το δικό της απροειδοποίητο να εναγκαλίζεται το κέλυφός του. Δεν ήταν λοιπόν ο καιρός που έφταιγε, όταν κρύωνε τις νύχτες. Ούτε το πάπλωμα που είχε φθαρεί. Ήταν που εκείνος δραπέτευε μυστικά στον ύπνο του και κούρνιαζε ανάμεσα στις κόκκινες μπούκλες και το λευκό στέρνο εκείνης τής γυναίκας.
Λευκό; Ήταν στ᾿ αλήθεια λευκό; Πετάχτηκε πάνω στη στιγμή, πήρε την τσάντα της και τράβηξε έξω τη φωτογραφία, σκισμένη στα δύο. Βγήκε ελαφροπατώντας έξω κι άναψε το φως στο γραφείο. Βρήκε το σελοτέιπ και κόλλησε με τρεμάμενα χέρια τη διαμελισμένη εικόνα. Τώρα οι εραστές ξανά μαζί: «Ήταν αναπόφευκτο», τής χαμογελούσαν. «Κοίτα πόσο ωραία χώρεσα στην αγκαλιά του», έλεγε εκείνη. «Υπεράνω των δυνάμεών μου, το βλέπεις», σήκωνε τούς ώμους εκείνος. Αυτό και στραβός θα το ᾿βλεπε. Ο ώμος της χωρούσε ακριβώς στην παλάμη του. Δε χρειαζόταν τακούνια για να τον φιλήσει στο λαιμό. «Φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον», θα έλεγε η μάνα της. «Κοκέτα, όχι σαν τα μούτρα σου». Τα «μούτρα της» ήταν τα τζιν σε αποστρατεία που φορούσε χειμώνα καλοκαίρι και κάτι ξεχειλωμένες φόρμες για τζόκιγκ. Τζόκιγκ ανάμεσα κρεβατοκάμαρα, κουζίνα, λίβινγκ ρουμ και Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου.
Όχι, ρε γαμώτο! Πώς διάολο έγινε αυτό; Κοίταξε απελπισμένη το κομματάκι τής ρωγμής που έχασκε κενό κάτω από το σελοτέιπ. Ήταν που ήταν θολό, τώρα χάθηκε σχεδόν τελείως το πρόσωπό της, τής ξέφυγε μέσα απ᾿ τα χέρια, πώς την άφησε να δραπετεύσει την κλέφτρα; Τα δάκρυα έφτασαν ζεστά και αλμυρά να την παρηγορήσουν. Τώρα ήταν καταδικασμένη να μείνει στα σκοτάδια, να αγωνιά στα τυφλά, να καταφέρνει αδέξια χτυπήματα σε μια αντίπαλο χωρίς πρόσωπο που ολοένα ξεγλιστρούσε. Ήταν χαμένη.
Άφησε τη φωτογραφία στο γραφείο, παραιτημένη, και μόλις τότε πρόσεξε ότι πίσω απ᾿ τα κεφάλια των εραστών κρεμόταν μια ξύλινη επιγραφή: Neal᾿s yard έλεγαν τα πράσινα γράμματα· έλα τώρα, δεν πιστεύω να ξέχασες τη Neal᾿s yard; Ανατρίχιασε σύγκορμη κι έκανε λίγα βήματα πίσω. Τυφλή ήταν; Ή δεν έβλεπε ό,τι δεν άντεχε να δει;
Τώρα ήξερε γιατί η φωτογραφία τής φάνηκε τόσο οικεία στην αρχή. Δεν ήταν η αρρωστημένη της ηττοπάθεια που την έκανε να αποδεχτεί, πριν καλά καλά τη δει, μια άλλη γυναίκα στο πλευρό τού Βασίλη. Ήταν που τής θύμιζε μιαν άλλη φωτογραφία, τραβηγμένη δέκα χρόνια πριν, στην ίδια αυλή, στο ίδιο δρομάκι τού Covent Garden, τον Ιούλιο τού ᾿85. Ο Βασίλης συμμετείχε στο συνέδριο εγκληματολογίας που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο τού Λονδίνου κι αυτή ήταν στη λίστα «Σύζυγοι και παιδιά που συνοδεύουν». Την πρώτη μέρα είχαν βρεθεί κατά λάθος σ᾿ αυτό το κουκλίστικο αδιέξοδο δρομάκι, τη Neal street, κι έκτοτε δεν ξεκόλλησαν. Τα πρωινά έτρωγαν «παγωμένο γιαούρτι με φρούτα πριν από την έναρξη των εργασιών τού συνεδρίου. Τα απογεύματα μετά τη λήξη συναντιόνταν εκεί, στον ξύλινο πάγκο τού Food for thought. Ο Βασίλης έτρωγε πατάτα ψητή με σάλτσα τσίλι για χορτοφάγους. Ποιος; Αυτός ο σαρκοβόρος.
Εκείνο το συνέδριο απαθανατίστηκε σε τριάντα έξι έγχρωμα slides, όλα σχεδόν τραβηγμένα κάπου στη Neal street. Ανάμεσά τους όμως υπήρχε ένα, που τώρα μόλις περνούσε στην προσωπική αιωνιότητα τής Άννας. Ήταν αυτή μ᾿ ένα ιβουάρ μακρύ φουστάνι, αγορασμένο την προηγούμενη μέρα από τις εκπτώσεις τής «Laura Ashley», μισοστραμμένη και κολλημένη στο στήθος τού άντρα της. Ο Βασίλης την κρατούσε εκεί σφιχτά φυλακισμένη και τα μάτια του υπόσχονταν ότι το σφίξιμο αυτό δεν πρόκειται να χαλαρώσει ποτέ. Ο ψεύτης! Ο ψεύτης! Ο ψεύτης! Ο ψεύτης!
Στο Πόρτο Ράφτη ξημέρωσε αργά σαν να ᾿ταν Δεκέμβρης. Η νύχτα αποχωρούσε απρόθυμα. Κανείς δεν ήθελε να ζήσει αυτό το πρωινό. Η Άννα είχε περάσει ασάλευτη πέντε ώρες σε μια πολυθρόνα στη βεράντα. Αν έβρισκε κάποιαν άλλη να συνεχίσει να ζει στη θέση της, θα το έκανε ευχαρίστως. Αυτή δεν μπορούσε πια. Τα μέλη της πονούσαν μουδιασμένα απ᾿ την ακινησία και η ψυχή της απ᾿ το αδιάκοπο πήγαιν᾿ έλα. Κατά τις εννιά άκουσε τα ξυπόλυτα βήματα τής Κατερίνας να πλησιάζουν νυσταγμένα. Για μια στιγμή η Άννα προσπάθησε να καλύψει τη μάσκα αγωνίας στο πρόσωπό της, για να μην τρομάξει το παιδί. Παραιτήθηκε αμέσως. Δεν ήταν μάσκα πια. Ήταν το πρόσωπό της. Ας φρόντιζαν τώρα οι άλλοι να τα βγάλουν πέρα μαζί του.
Το κορίτσι, φορώντας ήδη ένα φλούο πορτοκαλί μαγιό, άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε το γάλα κι έριξε κάμποσο σ᾿ ένα μπολ με κορνφλέικς. Βγήκε στη βεράντα ανεμίζοντας το κουταλάκι. Όταν τελικά πρόσεξε τη μάνα της κουβαριασμένη και γκρίζα στην πολυθρόνα της, σταμάτησε απότομα, την κοίταξε προσεχτικά για λίγα δευτερόλεπτα και μετά πήγε και κάθισε στο πεζούλι. Ύστερα κατεβάζοντας την πρώτη κουταλιά, «Τι έγινε;» ρώτησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια απ᾿ το μπολ, «Πλακωθήκατε πάλι;»
Περίμενε ένα λεπτό, αλλά η Άννα δεν μπόρεσε ν᾿ ανοίξει το στόμα μόλο που προσπάθησε να πει κάτι.
«Καλά, άσε, μετά», μονολόγησε ειρωνικά η μικρή κι άρχισε να τραγανίζει τα κορνφλέικς.
Προφανώς δεν μπορούσε ν᾿ ακούσει ούτε καν τον αντίλαλο τής μάχης που γινόταν μέσα στο κεφάλι τής Άννας.
«Να καλέσω τη Ράνια για δυο τρεις μέρες;» άλλαξε ξαφνικά θέμα συζήτησης.
Ένα τρελό παράπονο ανέβηκε αναίτια μέχρι τα μάτια τής Άννας και κόντεψε να την προδώσει. Ώστε δεν είχε καταλάβει τίποτα!Έβλεπε το πτώμα τής μάνας της κουβαριασμένο μπροστά της κι αυτή χαμπάρι. Η γαϊδούρα! Περισσότερο νοιάζεται πότε θα βγει η καινούρια Diva. Θα μάς πουλούσε όλους για ένα πουκάμισο «Polo». Όλα ίδια είναι. Δεν έχουν ψυχή.
Κι όμως πριν από τρία τέσσερα χρόνια δεν μπορούσες να κρυφτείς απ᾿ αυτό το καστανό βλέμμα. Τα ήξερε όλα πριν συμβούν και τα τακτοποιούσε με άτσαλα, βουβά χάδια. Μια φορά, όταν ήταν πέντε χρόνων, έπιασε την Άννα να κλαίει στην κουζίνα. Δεν είπε τίποτα. Βγήκε στον κήπο και μετά από λίγο τής έφερε περήφανα μια πασχαλίτσα, μια παρηγοριά κόκκινη με μαύρες βούλες...
Για ένα ολόκληρο λεπτό η Άννα μπήκε στον πειρασμό ν᾿ ανοίξει το στόμα και ν᾿ αφήσει το βάτραχο να βγει. Να το ανοίξει και να δείξει σ᾿ αυτό το αδιάφορο κορίτσι απέναντι τι κάλπης ήταν ο αγαπημένος της μπαμπάς, με τι άχυρα τούς είχε ταΐσει χρόνια τώρα, τι ήταν το «Ν᾿ αγαπιόμαστε και να έχουμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον», που πιπίλιζε στις κατηχήσεις του προς ανηλίκους. Με σαδιστική ευχαρίστηση θα τής έδειχνε την ξανακολλημένη φωτογραφία, κι άλλες αν είχε. Ο μπαμπάς να χουφτώνει την κοκκινομάλλα σε τουαλέτες και σε αυτοκίνητα στην εξοχή. Να ποιος είναι ο μπαμπάς! Ξενοπηδάει σαν τρελός, σαν όλα τα λιγούρια που κοροϊδεύαμε, οι ανόητοι. Άντε τώρα, πήγαινε στο περίπτερο και χτύπα μια Diva να παρηγορηθείς.
Τη συνέφερε η φωνή τού Βασίλη. Είχε σηκωθεί κι αυτός κι έβαζε για καφέ. Δεν έβρισκε τη ζάχαρη. Η Κατερίνα τού είπε σε ποιο ντουλάπι την είχαν και μπήκε μέσα να τού πιάσει την κουβέντα, αφού η μάνα της είχε πιει το αμίλητο νερό. Για ένα τέταρτο μπαμπάς και κόρη χαζογελούσαν με τα χτεσινοβραδινά κατορθώματα τού νομικού κουαρτέτου. Μετά ο Βασίλης εξαφανίστηκε στο μπάνιο κι η μικρή άνοιξε το τρανζιστοράκι της στη διαπασών. Ain᾿t no sunshine when she᾿s gone, αντήχησε η κουζίνα κι ένα νέο κύμα δακρύων ανέβηκε στα μάτια τής Άννας. Αυτό μάς έλειπε τώρα, τα κατάπιε όλο ντροπή, να καταντήσω να κλαίω άσχετα, σαν την τρελή.
Όταν ξαναεμφανίστηκε ο Βασίλης μπροστά της, φορούσε μαύρο τζιν και μαύρο «Polo». Κούκλος ο μπάσταρδος. Μαυρισμένος απ᾿ τον ήλιο και φρέσκος απ᾿ τον ύπνο, σαν να εφευρέθηκε μόλις εκείνη τη στιγμή εναντίον της.
«Θα πεταχτώ μέχρι το γραφείο για δυο τρεις ώρες», τής πέταξε σαν να μην έτρεχε μία. «Θες να φέρω τίποτα μετά;»
Η Άννα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Τότε την πρόσεξε για πρώτη φορά, αλλά δεν άφησε τον εαυτό του να ανησυχήσει υπερβολικά. Στρίμωξε λοιπόν τούς μαύρους κύκλους και τα κόκκινα μάτια, την αγωνία και τη χλομάδα τής γυναίκας του σ᾿ ένα βολικό κακό ύπνο και καθάρισε. Τής έστειλε κι ένα γεια σου φιλάκι από μακριά κι έκλεισε ορεξάτος την πόρτα πίσω του.
Γιατί δεν άνοιξε το στόμα της να τού πει κάτι; Γιατί κουβαλούσε μόνη της τόσες ώρες αυτό το αηδιαστικό φορτίο; Γιατί δε σηκώθηκε απ᾿ την πολυθρόνα να στραπατσάρει την προκλητική του ευδιαθεσία, να τον σταματήσει, «Ξέρω», να τού φωνάξει στα χαμογελαστά μούτρα, «Κόφ᾿ το, ΞΈΡΩ!» Ήταν ίσως που δεν ήθελε να ριχτεί σ᾿ αυτή τη μάχη χωρίς να κατανοήσει πρώτα τούς όρους τού παιχνιδιού. Από μικρή το είχε αυτό. Δεν ήθελε ν᾿ ανοίγει τούς ασκούς τού Αιόλου ανεξέλεγκτα. Ίσως ήταν κληρονομικό απ᾿ τη μάνα της, την κυρία «ποτέ κατά μέτωπον». Την κυρία που κάθε σημαντική απόφασή της τη σερβίριζε σαν τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο. Τη μαστόρισσα τής παραλλαγής. Είδες, μανούλα, που έλεγες πως δεν πήρα τίποτα από σένα;
Η Άννα προσπάθησε να μαζέψει το μυαλό της, που κάλπαζε σε λάθος δρόμο. Τι τής έφταιγε τώρα η φουκαριάρα η Μάνια για τα χάλια της, και την παρέλαβε; Μακάρι να τής είχε μοιάσει, σκεφτόταν συχνά, μα πάντα με κάποια απώθηση. Αυτή τούς είχε κλαρίνο τούς άντρες που την περιστοίχιζαν. Τον άντρα της, τον πατέρα της, τ᾿ αδέρφια της, μέχρι και το γαμπρό της κατάφερε να τής έχει αδυναμία, η γαλίφα!
«Γιατί, ρε Μάνια, δεν εκπαίδευσες σωστά την κόρη σου;» τής έλεγε καμιά φορά που την έβλεπε να χορεύει τσιφτετέλι, και δώσ᾿ του τα πιάτα στα πόδια της.
«Δεν τα ᾿παιρνε, αγάπη μου, εγώ φταίω;» απαντούσε η εξηντάχρονη παιδίσκη με αθώα φιλαρέσκεια.
«Δεν είναι που δεν μπορώ να κουνηθώ», τής είπε η Άννα μια μέρα που καβγάδιζαν άγρια, «είναι που τα σιχάθηκα να τα βλέπω αυτά τα τσακίσματα και τα τσαλιμάκια. Αμάν, εσύ δε σιχάθηκες τον εαυτό σου να χορεύεις σαν μαϊμού για τον κάθε μαλάκα;»
Τότε η κυρία Μάνια χαμογέλασε αινιγματικά, έστρωσε το μαύρο καλοβαμμένο μαλλί και τής είπε με συγκατάβαση: «Καλά χρυσό μου... Δε θα το συζητήσω μαζί σου αυτό τώρα... Εσύ είσαι πολύ μακριά νυχτωμένη...»
Η Άννα παρακολουθούσε την απόφαση να ολοκληρώνεται μόνη της, χωρίς η ίδια να καταβάλει καμία προσπάθεια. Άφησε λοιπόν ελεύθερο το νου της, να αυτονομηθεί, να βρει επιχειρήματα, να βρει λόγους κι ύστερα να καταστρώσει τα σχέδιά του. Όλα έγιναν μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Δε θα έλεγε τίποτα στον Βασίλη, μέχρι να μάθει ακριβώς περί τίνος επρόκειτο. Ξαφνικά η υπόθεση απέκτησε άπειρες σκοτεινές πλευρές, που έπρεπε να διαλευκανθούν επειγόντως. Ποια ήταν αυτή; Πώς τη γνώρισε; Πού τη συναντούσε; Επί πόσο; Ποιος άλλος το ήξερε; Λες να το ήξερε κανένας άλλος; Θεούλη μου, μπορεί να το είχαν μάθει όλοι, να το ᾿χε ο κόσμος τούμπανο κι αυτή κρυφό καμάρι! Ο Μιχάλης σίγουρα, ήταν κι αυτός στο συνέδριο φέτος, άρα και οι Δεληγιάννηδες και... Ποιοι άλλοι γνωστοί ήταν μαζί; Γέλια που θα ᾿χουν ρίξει... Έβλεπε κιόλας κεφάλια σκυμμένα να ψιθυρίζουν σε αυτιά. «Πολύ ζώον κι αυτή η Άννα, ρε παιδάκι μου. Ο άντρας της γαμεί αβέρτα κι εκείνη στον κόσμο της...» «Τι να σού κάνει κι ο άνθρωπος, εγκατέλειψε τον εαυτό της», συμπλήρωνε στωικά μια άλλη. «Είναι ρούχο τώρα αυτό να τραβήξει έναν άντρα; Άσε που είναι πενήντα κιλά βαριά βαριά, τι να πιάσεις να φχαριστηθείς από δαύτην;»
Το αίμα όρμησε και κοκκίνισε τα χλομά μάγουλά της μα γρήγορα αγανάκτησε. Γιατί να ντρέπεται αυτή; Κι όμως αυτή ντρεπόταν, γαμώτο.
Έτρεξε και κλειδώθηκε στο μπάνιο. Αγαπημένη μου κρύπτη, κουκλόσπιτο τής παιδικής ηλικίας, τρύπα που μπαίνεις και όλοι σε ξεχνάνε, καταφύγιο των δύσκολων καιρών, φιλόξενη υγρή μήτρα με τούς καθρέφτες, διάταξε τούς μυρωμένους υδρατμούς σου ακόμα μια φορά να θαμπώσουν τον πόνο, που αστράφτει σαν μέταλλο σκληρό.
Το μπάνιο άκουσε και θάμπωσε όλους τούς καθρέφτες. Έτσι η Άννα δεν μπορούσε να διακρίνει καλά τις γραμμές τού αδύνατου κορμιού της, όταν έβγαλε όλα της τα ρούχα και στήθηκε απέναντι απ᾿ το χοντρό κρύσταλλο, σαν έτοιμη να εκτελεστεί από αόρατο απόσπασμα. Ξεχώριζε μόλις μέσα από την ευεργετική αχλή, τη χαλαρή γραμμή τού στήθους, τούς ώμους που κύρτωναν αδιόρατα και το μαυρισμένο της στέρνο. Κι ύστερα ένιωσε πως δεν είχε και τόση σημασία. Η εικόνα της ήταν ξαφνικά ξένη. Δεν την αφορούσε αυτό το σώμα πια. Ήταν αόρατο για κείνον.
Ήταν αόρατο και για κείνη. Από καιρό δεν την άγγιζε πια. Δεν την απέφευγε, μα δεν την άγγιζε πια. Τα χέρια του δεν έψαχναν τυφλά το δρόμο τους προς τα μέλη της. Τα χέρια της, το στήθος της, οι μηροί της, δεν υπήρχαν πια.
Άρχισε να ντύνεται με γρήγορες κινήσεις. Έβαλε τα χτεσινά ρούχα κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο. Τράβηξε τα μαλλιά της, αχτένιστα σχεδόν, σε μια σφιχτή αλογοουρά και βγήκε έξω. Το μπάνιο την έσφιγγε τώρα σαν κλοιός. Έπρεπε να δράσει. Αν έμενε ένα λεπτό ακόμα σ᾿ αυτή την υγρή κρύπτη, θα έλιωναν οι αποφάσεις της και θα χάνονταν στην αποχέτευση.
Το ταξί έτρεχε στους άδειους δρόμους αφήνοντας πίσω του καυσαέρια και τη φωνή τού Στελάρα. Κι αν χιονίζει κι αν βρέχει τ᾿ αγριολούλουδο αντέχει. Τα Μεσόγεια εγκαταλειμμένα στην κακογουστιά πιο εξόφθαλμη κάτω από το μεσημεριάτικο ήλιο. Κανένας στο ρεύμα προς την Αθήνα. Ποιος θέλει να πάει αυγουστιάτικα, Κυριακή, στην Αθήνα; Ο Βασίλης μόνο. Αυτός ήταν αδύνατον, δεν μπορούσε να περιμένει ούτε μια μέρα, η θάλασσα δεν τον δρόσιζε πια, τα τζιτζίκια θόρυβος δίχως αυτήν, τα σεντόνια ιδρωμένα. Έπρεπε να πάει κοντά της. Φυσικός νόμος, πανάρχαιος τον έσπρωχνε, και κανένα κωλοεξοχικό, καμία αργία, καμιά σύζυγος, κανένα παιδί δε θα τον κρατούσε μακριά.
Κι από πίσω του η Άννα. Άλλος πανάρχαιος νόμος την έσπρωχνε να τρέχει από πίσω του κι αυτή, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Δεν ήθελε να καταθέσει τα όπλα αμαχητί, θα μπορούσε, αλλά δεν ήθελε. «Αξιοπρεπέστατη», θα έλεγαν, «κυρία. Υπέγραψε το συναινετικό κι ούτε δραχμή διατροφή δε ζήτησε. Είναι και τα παιδιά στη μέση, βλέπεις...» Τα παιδιά, ε; Αυτό δε θα μού πεις κι εσύ Βασίλη; «Πρέπει να σκεφτούμε τα παιδιά». Γιατί όταν γέρνει η ιστορία απ᾿ τη μεριά μου εμφανίζονται πάντα τα παιδιά; Γιατί όταν έχωνες τη γλώσσα σου στο στόμα της δε σκέφτηκες εσύ τα παιδιά; Γιατί εγώ πρέπει να σ᾿ αφήσω ήσυχο να την πηδάς, σιωπηλή και αξιοπρεπής, επειδή υπάρχουν τα παιδιά; Μαγική εικόνα είναι αυτά τα γαμημένα τα παιδιά; Εμφανίζονται μόνο όταν τα κοιτάζω εγώ;
«Μαμά, μόνο σ᾿ εσένα μ᾿ έφερε ο πελαργός;» τη ρώτησε ο Χαρούλης όταν έκλεινε τα τρία. Έσβηνε τα κεράκια στην τούρτα του και ο πατέρας του έλειπε πάλι. Μεταπτυχιακά ο μπαμπάς, τι να κάνεις, στρατός, ευτυχώς που ήταν και προστάτης και τη γλίτωσε φτηνά. «Στα άλλα γενέθλια θα είναι εδώ. Θα δεις».
Στα άλλα γενέθλια ήταν και καμάρωνε — ήταν ο πιο νέος απ᾿ όλους τούς μπαμπάδες.
«Μικρός μικρός στα βάσανα», γελούσε ευχαριστημένος και τής χτυπούσε την πλάτη. «Δεν πήρες κάνα σαλαμάκι για την μπίρα, ρε Άννα;»
«Πού ακριβώς να σάς αφήσω, μαντάμ;»
Η φωνή τού ταξιτζή την προσγείωσε στα φθαρμένα δερμάτινα πίσω καθίσματα τού αυτοκινήτου του. Με τα χίλια πήγαινε; Πότε φτάσανε κιόλας στο κέντρο τής Αθήνας;
«Στο μεθεπόμενο στενό, Λυκαβηττού», τού απάντησε κι έβγαλε το πορτοφόλι της.
Κατέβηκε, αφού πρώτα φόρεσε τα μαύρα γυαλιά και το ψαθάκι. Όχι ότι θα έσωζαν την κατάσταση, αν την έβλεπε κανείς. Άλλωστε ήταν έτοιμο το παραμύθι: Είχε ραντεβού με τον οδοντίατρο, αλλά την έστησε. Κυριακή; Κυριακή. Ήταν έκτακτο κι αυτός θα έφευγε για διακοπές τη Δευτέρα. Όποιος το ᾿χαψε, το ᾿χαψε. Εκείνη γιατί κατάπινε αδιαμαρτύρητα τούς πελάτες τού Σαββατοκύριακου, τις έκτακτες συσκέψεις, τις προτάσεις που δεν μπορούσαν να γραφτούν στο σπίτι; Ας έκανε κάποιος τα στραβά μάτια και γι᾿ αυτήν.
Πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ευτυχώς, το «Φίλιον» ήταν ανοιχτό. Μπήκε στην κλιματιζόμενη αίθουσα και κατευθύνθηκε στο πιο αθέατο ακριανό τραπεζάκι με θέα στη Σκουφά. Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε τσιγάρα, σπίρτα και μιαν αδιάβαστη χτεσινή εφημερίδα που είχε ξεμείνει εκεί. Τρεις πελάτες ήταν όλοι κι όλοι στο μαγαζί και το γκαρσόνι έφτασε σε μισό λεπτό εξυπηρετικότατο.
«Έναν καπουτσίνο φρέντο, παρακαλώ. Και νερό, πολύ νερό», τού παράγγειλε, γιατί ένιωσε ν᾿ αφυδατώνεται.
«Αμέσως», είπε πρόθυμα ο νεαρός ξανθούλης κι έφυγε για τον πάγκο.
Τι ανακούφιση που ήταν καμιά φορά τα γκαρσόνια... Χαμηλώνετε τη μουσική παρακαλώ, μάλιστα, μού ζεσταίνετε το κρουασάν, δεν τρώγεται κρύο, αμέσως, κυρία μου, μήπως θα μπορούσατε να ψήσετε λίγο περισσότερο το μπιφτέκι τού μικρού; Ασφαλώς και μπορούσε. Κανένας δεν τη βοήθησε πιο πολύ στη ζωή της από τα ευλογημένα γκαρσόνια, γκαρσόνια με κόκκινα γιλέκα, με μαύρα παντελόνια, γκαρσόνια πιθανότατα φοιτητές, γκαρσόνια που κόντευαν στη σύνταξη.
Ο παγωμένος καφές και δυο ποτήρια νερό προσγειώθηκαν μπροστά της κι αυτή δεν μπόρεσε ν᾿ αποφύγει ένα βλέμμα υπερβολικής ευγνωμοσύνης προς τον ανυποψίαστο νεαρό. Αμέσως μετά τον ξέχασε και κάρφωσε τα μάτια της στο απέναντι πεζοδρόμιο, διαγώνια, στο 47 τής οδού Σκουφά. Άναψε τσιγάρο κι έπιασε τον καφέ στα τυφλά. Το κτίριο που φιλοξενούσε το γραφείο τού άντρα της στον τρίτο όροφο, το κτίριο που όργωσε μεταφέροντας καναπέδες, το Νομικό Βήμα και πολυθρόνες «SATO» κείτονταν εκεί, ίδιο κι απαράλλαχτο εδώ και τόσα χρόνια. Με τα πόδια του στυλωμένα στη Σκουφά και περιστέρια να τού κουτσουλάνε το κεφάλι, θα έμενε εκεί εις τούς αιώνες και οι δικηγόροι θα μπαινόβγαιναν στα σπλάχνα του, αγχωμένοι, κατά φουρνιές. Ασυγκίνητο τώρα την προκαλούσε από απέναντι, κρύβοντάς της μικρόψυχα όλα όσα ήθελε να δει μια ώρα αρχύτερα.
Μέχρι τις τρεις παρά είκοσι κανείς δεν είχε βγει από την πόρτα στόχο. Η Άννα σηκώθηκε με την ξαφνική αίσθηση ότι ματαιοπονεί. Μπήκε στο πορτάκι που οδηγούσε στην τουαλέτα και το κόκκινο τηλέφωνο. Σχημάτισε τον αριθμό τού Βασίλη κι άκουσε βηματίζοντας τα πέντε μάταια μπιπ. Στο έκτο η φωνή του τής τσάκισε τ᾿ αυτιά.
«Ναι;»
Συνήθως έλεγε εμπρός. Συνήθως το σήκωνε η ασκουμένη του. Το έκλεισε. Συνήθως τον έπαιρνε για να τού μιλήσει. Συνήθως δεν τον έπαιρνε στο γραφείο, για να μην τον ενοχλήσει. Σήμερα όμως τίποτα δεν έγινε όπως συνήθως. Βγήκε από το σκοτεινό δωματιάκι οπλισμένη με γαϊδουρινό πείσμα. Θα τον περίμενε εκεί μέχρι να τελειώσουν οι καφέδες τού «Φίλιον», μέχρι να αποκαμωθούν τα γκαρσόνια και να πάψουν να την ανέχονται, μέχρι να μαζευτούν οι καρέκλες και να αλυσοδεθούν τα τραπεζάκια έξω.
Δε χρειάστηκε. Σε είκοσι λεπτά η πόρτα άνοιξε σπρωγμένη από το χέρι τού Βασίλη. Πρώτος βγήκε ο Μάκης, ο παλιός ασκούμενος, νυν νεαρός συνεργάτης. Έκανε ένα γρήγορο νεύμα κι έστριψε προς την Ακαδημίας. Αυτός πάει σπίτι του. Κάπου στην Ακαδημίας έμενε. Ύστερα φάνηκαν με τη σειρά ο Βασίλης και μια γυναίκα καστανή με κοντό καρέ κούρεμα και ταγιέρ μπεζ τής άμμου. Η Άννα πάγωσε απ᾿ την έκπληξη. Δεν ήταν εκείνη! Μέχρι να καταλάβει τι ακριβώς γινόταν, ο Βασίλης και η άγνωστη έφυγαν από το οπτικό της πεδίο, κατευθυνόμενοι προς τη μεριά τής πλατείας Κολωνακίου.
Η Άννα άφησε ένα χιλιάρικο στο τραπεζάκι κι έτρεξε προς την έξοδο, προσπαθώντας να ξαναεντοπίσει το ζευγάρι. Παραμέρισε το αμήχανο γκαρσόνι, που βρέθηκε τυχαία να τής φράζει το δρόμο, και πετάχτηκε στο καυτό πεζοδρόμιο απροστάτευτη από πεζούς κι από αυτοκίνητα. Κανείς δεν κυκλοφορούσε στη Σκουφά. «Εγώ κι εσείς μόνοι θα λογαριαστούμε», μονολόγησε η Άννα και τούς ακολούθησε από απόσταση. Τα μαύρα ρούχα τού Βασίλη τη βοηθούσαν να μην τούς χάνει απ᾿ τα μάτια της.
Το μυαλό της δούλευε με χίλια εξετάζοντας πιθανότητες. Ποια ήταν αυτή η καινούρια γυναίκα; Συνεργάτης του δεν ήταν. Πελάτισσα δεν ήταν. Ποτέ δεν κρατούσε τις πελάτισσες αγκαζέ — «Η οικειότητα βλάπτει το λογαριασμό», αυτό ήταν το μότο του και το τηρούσε. «Άσε που αν παραγνωριστείς με τον πελάτη, περιμένει υπερβολικά πράγματα από σένα. Να σε ξυπνάει τα βράδια, να τον παρηγορείς στις χασούρες, να τού κάνεις πίστωση...» Τι ήταν τότε; Ερωμένη νούμερο 2; Γιατί όχι; Είναι να μην πάρει φόρα ο άνθρωπος. Μπορεί να έχει φτάσει στο σημείο να βλέπει φουστάνι και να ορμάει, πολύ θέλει;
Κάτι μέσα της όμως αρνιόταν να δεχτεί αυτή την πιθανότητα. Δεν ήταν έτσι ο Βασίλης. Ποτέ δεν ήταν τής ποσότητας. Ήταν τής ποιότητας κι αυτός ήταν ένας λόγος που τον ερωτεύτηκε πριν από είκοσι χρόνια. Είχε σιχαθεί τούς τύπους που σ᾿ την πέφτανε αθεράπευτα ερωτευμένοι στην αρχή τού πάρτι και στο τέλος κλαίγανε απελπισμένοι για τη χυλόπιτα στην αγκαλιά μιας άλλης. Εκείνος την είχε πλησιάσει μετά από ώρες επίμονων βλεμμάτων, βλεμμάτων που τα ένιωθε να κολλάνε πάνω της σαν βεντούζες παρακλητικές κι αισθαντικές. Κι όταν αυτή — παίζοντας— τον αγνόησε, κάθισε στη γωνιά του ακίνητος και με καμιά δε γέλασε, αφού δε γελούσε με κείνη. Έτσι ήταν ο Βασίλης. Όταν ήθελε κάτι, αυτό ήθελε, δεν παρηγοριόταν με υποκατάστατα. Λες να μεταμορφώθηκε μετά τόσα χρόνια σε λιγούρη και να μην τον πήραμε είδηση; Ίσως η κρίση τής ηλικίας... Κρίση ηλικίας στα τριάντα εφτά; Γιατί όχι στα τριάντα εφτά, δηλαδή;
Όσο οι φράσεις γράφονταν διαδοχικά στο μυαλό της σβήνοντας η μία την άλλη, το ζευγάρι μπήκε στο «Da Capo», γωνία Τσακάλωφ με πλατεία Κολωνακίου, και τώρα διάλεγε σάντουιτς από τον πάγκο. Η Άννα είχε ξεχαστεί και καθόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο ακίνητη κάτω από τον ήλιο, χωρίς καμιά προφύλαξη. Γι᾿ αυτούς ήταν αόρατη, το ένιωθε. Εκείνοι είχαν μάτια μόνο ο ένας για τον άλλον, δεν επρόκειτο να την προσέξουν.
Μόνο όταν τούς είδε να ξαναβγαίνουν στο πεζοδρόμιο και να ψάχνουν για ταξί, υποχώρησε με μικρά βήματα και κρύφτηκε στις πρασιές τής πλατείας. Από τα αραιά φυλλώματα διέκρινε τον Βασίλη να τής ανοίγει την πόρτα τού ταξί, να τής κάνει ένα σινιάλο (αύριο;) και να τη χαζεύει καθώς απομακρυνόταν. Έπειτα έκοψε μέσα απ᾿ την Τσακάλωφ, για να πάει προφανώς στο γκαράζ που άφηνε το αυτοκίνητο. Γιατί όμως δεν την πήγε ο ίδιος; Μάλλον θα είχε λόγους να μην τη δουν στο αυτοκίνητό του. Να ήταν κι εκείνη παντρεμένη; Ή μήπως δεν ήταν αυτή η ερωμένη τού Βασίλη κι έκανε λάθος η Άννα; Μπορεί να ήταν πελάτισσα. Όχι, είπαμε. Μπορεί... Αυτό ήταν. Μάλλον είναι φίλη της κοκκινομάλλας και ανέθεσε υπόθεση στον Βασίλη. Γι᾿ αυτό η οικειότητα. Γι αυτό και η συνάντηση στο γραφείο. Γι᾿ αυτό και δεν την πήγε σπίτι της με τ᾿ αμάξι του. Δεν ήταν η αγαπημένη του αλλά μια φίλη της. Την κέρασε απλώς ένα σάντουιτς.
Ας το διευκρινίσουμε, αποφάσισε και μπήκε στο κουβούκλιο τού καρτοτηλέφωνου δεξιά. Σχημάτισε τον αριθμό τού ασκούμενου ευτυχώς απομνημόνευε νούμερα σαν τον αυτιστικό Ντάστιν Χόφμαν στον Άνθρωπο τής βροχής. Ο Μάκης σήκωσε αμέσως το ακουστικό. Η Άννα έψαξε την πιο ήρεμη εκδοχή τής φωνής της. Τον ρώτησε αν ήξερε πού είναι ο Βασίλης, γιατί τον έψαχνε στο Πόρτο Ράφτη ένας πελάτης που βιαζόταν. «Το γραφείο δεν μπορώ να το πιάσω από δω. Σκατογραμμές...» συμπλήρωσε στωικά και περίμενε σαν αράχνη να κάνει το θύμα της το μοιραίο λάθος.
Ο Μάκης τη ρώτησε γιατί δεν προσπαθούσε στο κινητό. Α, ώστε δε θέλεις να μιλήσεις, πουλάκι μου, θριαμβολόγησε από μέσα της μια νεογέννητη, πανούργα Άννα. Ένα το κρατούμενο λοιπόν.
«Μάλλον το ᾿χει γυρίσει στον αυτόματο», τού αντέτεινε αμέσως.
Τώρα τα ψέματα ανάβλυζαν σαν γάργαρο νεράκι από μέσα της. Δεν τη σταματούσε τίποτα.
«Πάντως στο γραφείο ήμασταν μέχρι τώρα», τα μάσησε νυσταγμένα τάχα ο νεαρός. «Μαζί φύγαμε».
«Δηλαδή έρχεται από στιγμή σε στιγμή», συμπέρανε αθώα αθώα η Άννα και περίμενε την απάντηση με κομμένη την ανάσα.
«Ε... μάλλον», αναγκάστηκε να ξεστομίσει ο δύστυχος ο Μάκης, «εκτός...»
Όπα! Να, θα το κάνει το λάθος!
«Τώρα που το λέτε, νομίζω ότι μού είπε πως είχε να περάσει από κάπου... Δεν καλοθυμάμαι... Τι να σού κάνει ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι», κατέφυγε στο πιο κοινότοπο αστείο, προκειμένου να μην πέσει στα δίχτυα που τού άπλωσε.
«Ε, τότε θα τον περιμένω», τον καθησύχασε τώρα η Άννα ταραντούλα, για να επιστρέφει και να αποτελειώσει το θύμα της με μια τελευταία αλλά φαρμακερή ερώτηση.
«Δε μού λες, Μάκη μου, μόνοι σας ήσασταν ή είχε έρθει και η Ελένη;»
Η Ελένη ήταν η ταμένη γραμματέας του, που δούλευε χωρίς παράπονα Σάββατα, Κυριακές, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο.
Από την άλλη άκρη τού καλωδίου επικρατούσε σιγή. Μετά ακούστηκε ξανά η φωνή τού Μάκη, πνιχτή και ξέπνοη, να σαλτάρει από τη μια απάντηση στην άλλη και να μη δίνει καμία.
«Η Ελένη δεν ήρθε, όχι. Μάλλον είχε να πάει σε κάτι βαφτίσια, ένα ανιψάκι της νομίζω, αλλά δεν είμαι και σίγουρος...»
«Α, οι δυο σας μόνοι ήσασταν, δηλαδή...» τον ξαναπίεσε με ουράνια γαλήνη.
«Ναι». Ο Μάκης αποφάσισε πια να μπει στον απατηλό κόσμο τού ψέματος και τώρα ακουγόταν πιο ήρεμος. «Με θέλετε κάτι άλλο; Γιατί μού χτυπάνε το κουδούνι».
«Όχι, όχι, Μάκη μου, πήγαινε ν᾿ ανοίξεις», μην καθυστερείς παλιοψεύτη, πήγαινε καθίκι.
Έκλεισε αργά το τηλέφωνο και αναζήτησε με τα μάτια ταξί. Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι και να σκεφτεί προσεχτικά το επόμενο βήμα.
Πέρασε την υπόλοιπη Κυριακή στο κρεβάτι. Ναυτία από την αναισθησία και πονεμένο φρονιμίτη πολύ πειστικό. Όχι ότι ασχολήθηκε και κανένας μαζί της. Έτσι που ήταν απορροφημένοι όλοι με τις ζωές τους, θα έχαβαν ό,τι κι αν τούς έλεγε. Ότι έπαθε ελονοσία. Ότι έπεσε θύμα μυστικών πυρηνικών δοκιμών στο Πόρτο Ράφτη. Οτιδήποτε, αρκεί ν᾿ αποσυρθεί στην κρεβατοκάμαρά της και να τούς αφήσει ήσυχους. Τέσσερις διαφορετικές ζωές συνυπήρχαν μέσα σε ενενήντα τέσσερα εξοχικά τετραγωνικά και απλώς συγκρούονταν καμιά φορά στο διάδρομο. Τίποτα άλλο.
Η Άννα καθόταν ξαπλωμένη για ώρες στο κρεβάτι, κατάπληκτη που δεν είχε προσέξει μέχρι τώρα αυτό τόσο οφθαλμοφανές. Και τότε θυμήθηκε τα στερεογράμματα που τής χάρισε ο Χάρης πέρσι την Πρωτοχρονιά. Έφαγε ώρες χασκογελώντας μ᾿ αυτά. Κι άντε πάλι να προσπαθεί. Στην αρχή, αμάθητο το μάτι δεν έβλεπε τίποτα πέρα απ᾿ το φανερό. Ύστερα όμως, σε κάποια μυστική στιγμή που τα όργανα τής όρασης ξεστράτισαν κι άρχισαν ν᾿ αλληθωρίζουν από την προσήλωση, αποκαλύφτηκε η κρυμμένη εικόνα. Και ήταν τόσο ζωντανή, τόσο προκλητικά δεσπόζουσα που δεν μπορούσε πια να την αγνοήσει. Το μόνο ερώτημα που τη βασάνιζε ήταν τι διάβολο την είχε στραβώσει και δεν την έβλεπε πριν. Βέβαια μετά την πρώτη φούρια το ξέχασε κι άρχισε να παίζει «τριάντα μία».
Μήνες αργότερα η Άννα θύμωνε με τον εαυτό της. Τι επιπολαιότητα, πώς είχε πάρει τόσο ελαφρά τα στερεογράμματα; Αυτά τα φανταχτερά σχέδια προσπαθούσαν από τότε να τής πουν κάτι. Ξύπνα απ᾿ το λήθαργο, τής φώναζε η κόκκινη καρδιά στη μέση τού τριανταφυλλώνα. Υπάρχει κάτι που σού ξεφεύγει, τής ψιθύριζε συνωμοτικά το ελικόπτερο που καραδοκούσε στη ζούγκλα τού Βιετνάμ. Δεν ήταν τυχαίο που τής τα χάρισαν την πρώτη μέρα αυτής τής χρονιάς. Τής χρονιάς που θα γκρέμιζε το αυθαίρετο οικοδόμημα τής ζωής της σαν μπουλντόζα.
Τη στιγμή που πέρασε η Κατερίνα το κατώφλι τής κρεβατοκάμαρας, η Άννα διέκρινε για πρώτη φορά πεντακάθαρα την αόρατη φυσαλίδα που περιέκλειε τον κόσμο της, μισή μαύρη και μισή ροζ. Η εφηβεία είναι μεταβατικό στάδιο, έχει ν᾿ αλλάξει πολλά χρώματα ακόμα μέχρι να σταθεροποιηθεί. Στο μαύρο κομμάτι κολυμπούσαν μισοκρυμμένοι αρχαίοι φόβοι, αίμα γένους θηλυκού, το κεφάλι τής Αθηνάς, μια μπούκλα από τα φιδίσια μαλλιά τής Μέδουσας, ο εξόριστος μαστός τής αμαζόνας. Όλα ήταν βαριά για το κορμάκι της και τότε άπλωνε το χέρι απέναντι, να στηριχτεί λιγάκι στον καναπέ τής Μπάρμπι — ναι ακόμα εδώ ήταν αυτός, στην αποθήκη τής ροζ πλευράς, μαζί με λίκρα μίνι φορέματα, eye-liner και παλιά τεύχη τού Elle.
Γλυκιά μου, είπαν τα μάτια τής Άννας που συμπόνεσε ξαφνικά τη μικρή μ᾿ έναν άλλο τρόπο, σαν θεατής, πόσο χρόνο θα σού φάει να τα τακτοποιήσεις όλα αυτά... Ποτέ δεν είναι εύκολο ν᾿ απαλλαγείς από τα παλιά σου πράγματα. Οι αποθήκες είναι ύπουλες. Άσ᾿ τα εδώ, σού λένε, μην τα πετάξεις. Πού ξέρεις, μπορεί κάποτε να τα χρειαστείς και να μην τα έχεις. Αφήνω που ποτέ δε θα ᾿σαι σίγουρη τι πρέπει να κρατήσεις και τι να ξεφορτωθείς... Όμως η Κατερίνα ήθελε μόνο να τη ρωτήσει τι θα φάνε για βράδυ.
Ο Χάρης αργούσε, ήταν ασφυκτικά κλεισμένος σ᾿ ένα χρώμα. Η φυσαλίδα του ήταν γκρίζα, μόνο που αλλού φώτιζε λίγο και ξεγελούσε το μάτι. Τα παιχνίδια του ήταν κιόλας κολλημένα στα τοιχώματα, σπρωγμένα απ᾿ την αόρατη φυγόκεντρο τού χρόνου. Τηλεχειριζόμενες φόρμουλες και πλαστικά νεροπίστολα, ο ρόμποκοπ και ο γορίλας τής «Nintendo», όλα μαζί έτοιμα να πεταχτούν έξω από στιγμή σε στιγμή, αλλά ακόμα όχι. Κι ενώ στην περιφέρεια γινόταν χαμός, το κέντρο τού κόσμου του ήταν ακατοίκητο. Μόνο που με τον κατάλληλο φωτισμό έβλεπες τις σκιές των αποχωρούντων παιχνιδιών να πέφτουν βαριές και μεγεθυμένες στον άδειο χώρο, λες και τα φαντάσματά τους αποφάσισαν να στοιχειώσουν και το μέλλον του. Μη φοβάσαι, μωρό μου, ήθελε να τού φωνάξει η Άννα, η σκιά τής «Φόρμουλα-ένα» είναι, δεν είσαι υποχρεωμένος να την οδηγήσεις, μη σε τρομάζει η ταχύτητα, σε μερικούς μήνες θα την έχεις πετάξει έξω απ᾿ τη φυσαλίδα σου. Μού υπόσχεσαι να την πετάξεις έξω; Πες μου ότι θα την πετάξεις έξω! Όμως η φωνή τής Άννας αντανακλούσε στο σκληρό περίβλημα τής φυσαλίδας και επέστρεφε σαν εφιαλτική ηχώ. Και το παιδί ατάραχο μασουλούσε κατσούφικα ένα αχλάδι.
Όταν μπήκε ο Βασίλης, έκλεισε τα μάτια της σφιχτά. Δεν άντεχε να δει. Ποιος την καταράστηκε μ᾿ αυτή την καινούρια όραση; Ήξερε τι θα δει. Ήξερε τι δε θα δει. Και προτιμούσε να το δει κάποιος άλλος πρώτα, για να έχει και απτές αποδείξεις. Αύριο το πρωί θα πήγαινε σ᾿ έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ.
O ντετέκτιβ ήταν κοντά εξήντα χρόνων κι επέμενε να τον φωνάζει «κύριε Αλέκο».
«Όχι, όχι Κυριακίδη, αστειεύεσαι, πώς είπαμε τ᾿ ονοματάκι σου; Άννα μου... Εδώ εμείς θα πούμε τα σώψυχά μας, θα ξεβρακωθούμε, που λέει ο λόγος, πρέπει να με νιώσεις σαν πατέρα. Αλέκο θα με λες. Για δώσε μου τώρα να καταλάβω. Τι πρόσεξες, τι σού κάθισε στραβά, τι άλλαξε στη συμπεριφορά του ο λεγάμενος;» Κι επειδή δεν έπαιρνε απάντηση: «Το κρεβάτι, λόγου χάρη, είναι μεγάλος καθρέφτης», φιλοσόφησε τσιγκλώντας την να συνεχίσει.
Η Άννα δεν ήξερε τι να τού πει. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι είχε πέσει στη μαύρη τρύπα τού «Χρυσού Οδηγού», με τον Κυριακίδη. Περίμενε έναν σύγχρονο επαγγελματία και τής άνοιξε ένας συνταξιούχος. Περίμενε ηλεκτρονικά όργανα παρακολούθησης, ανιχνευτές, κοριούς, φωτογραφικές μηχανές με τερατώδη zoom, και βρήκε κάτι που έφερνε σε γραφείο συνοικιακού φοροτεχνικού. Περίμενε να τής ζητήσει φωτογραφία και διεύθυνση γραφείου, και βρήκε έναν κουτσομπόλη που ψόφαγε για βρώμικες λεπτομέρειες. Ένιωσε το κουράγιο της, αυτό που την οδήγησε ως εδώ, να την εγκαταλείπει. Τώρα δεν μπορούσε ούτε καν να σηκωθεί και να φύγει.
Ο Κυριακίδης ψυλλιάστηκε την αποστροφή της και έκανε στροφή 360 μοιρών.
«Καλά, καλά, θα μπούμε μετά στις λεπτομέρειες. Πες μου τώρα πού δουλεύει, πού συχνάζει και ποιες ώρες. Σού ᾿κοψε να φέρεις πρόσφατη φωτογραφία, φαντάζομαι...»
Τουλάχιστον είναι γάτα, παρηγορήθηκε η Άννα και τού έτεινε τη φωτογραφία που κρατούσε από ώρα στο χέρι της. Μετά σηκώθηκε.
Ότι χρειάζεστε είναι σημειωμένο από πίσω», τον Η πληροφόρησε. «Θα σάς τηλεφωνήσω εγώ σε μία εβδομάδα ακριβώς. Θέλω τα πάντα. Φωτογραφίες, όλα».
Έκανε να φύγει, μα η φωνή του τη σταμάτησε.
«Ε... όπως αντιλαμβάνεσαι τρέχουν κάποια έξοδα, μπορεί εσύ να το μετανιώσεις —λέμε τώρα— και να μην εμφανιστείς σε μια βδομάδα. Να τα βρείτε, βρε αδερφέ, με συγχωρείτε λάθος, που λένε. Εμένα τότε ποιος με αποζημιώνει;» Κι επειδή η Άννα εξακολουθούσε να τον κοιτάει μπερδεμένη: «Τα μισά μπροστά και τα ρέστα στο τέλος», τής ξεκαθάρισε κοφτά.
Πήρε 120.000 με πιστωτική κάρτα, παρακαλώ σ᾿ αυτό το σημείο είχε φροντίσει να εκσυγχρονιστεί ο Αλέκος.
«Εσύ ψυχραιμία τώρα, σαν να μην τρέχει τίποτα», τη συμβούλεψε ξεπροβοδίζοντάς την. «Να μην τού βάλουμε ψύλλους στ᾿ αυτιά και πάρει τα μέτρα του. Θα κάνεις το κορόιδο!»
Ουδείς λόγος ανησυχίας, κύριε Κυριακίδη μου, είμαι εκπαιδευμένη. Μια ζωή το κορόιδο έκανα.
Δυο μέρες, δεν άντεξε παραπάνω. Το κακό ήταν ότι ο βρωμόγερος δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, όταν υπέκυψε στον πειρασμό και αποφάσισε να τον πάρει. Η Άννα άφησε το ακουστικό στη θέση του κι άρχισε να βολτάρει μπρος και πίσω από το γραφείο της. Τι καλή ιδέα να διακόψει την άδειά της... Το σπίτι της την πονούσε όπου κι αν ακουμπούσε, κι αυτό το δωμάτιο έμοιαζε τώρα με καταφύγιο, έτσι που δεν τής θύμιζε τίποτα, ούτε τον εαυτό του. Η ερημιά τού Αυγούστου έδινε μιαν απόκοσμη χάρη στο δεύτερο όροφο τής Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου. Η σιωπή σκέπαζε τα ξεκοιλιασμένα ντοσιέ που σέρνονταν σε ράφια και σε πατάρια, κάλυπτε τις φωνές των ακάλυπτων επιταγών που διαμαρτύρονταν, έδινε προσωρινή χάρη σε όλους τούς πτωχευμένους, παρηγορούσε τούς καταδολιευμένους δανειστές. Τίποτα δεν έμενε όρθιο κάτω απ᾿ την τρομερή ματιά τού καύσωνα.
Στις δύο και είκοσι απάντησε. Τη δικιά της την υπόθεση έψαχνε. Ο Βασίλης είχε ένα ποινικό. Είχε υπόψη της; Απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, γνωστή υπόθεση. Θεατρικός επιχειρηματίας πυροβολεί την αρραβωνιαστικιά του. Ε, την αρραβωνιαστικιά του υπεράσπιζε ο άντρας της.
«Ο επιχειρηματίας έχει κατεβάσει ένα πολύ γερό όνομα και ο δικός σου ιδρώνει», παρατήρησε με χαιρεκακία ο ντετέκτιβ. «Ύποπτον ουδέν» πάντως. Δυο μέρες μόνο με τούς συνεργάτες του και την πελάτισσα τον βλέπω. Χτες το μεσημέρι φάγανε όλοι μαζί, ασκούμενοι και σία. Έχω και φωτογραφίες. Ύποπτον ουδέν, επανέλαβε. «Γραφείο, κάνας καφές έξω, σπίτι. Επί τού παρόντος», βιάστηκε να προσθέσει με νόημα, μην τυχόν και χάσει τον πελάτη από βλακεία. Συμφώνησαν να τα ξαναπούνε μόλις είχε κάτι καινούριο και κλείσανε.
Ένα κύμα ανυπομονησίας έπνιξε τις τελευταίες λέξεις τής Άννας. Δεν ήταν τυχερή, γαμώτο, γι᾿ ακόμα μια φορά, για χιλιοστή φορά στην γκαντεμοζωή της δεν ήταν τυχερή. Τώρα που είχε φτάσει σε απόσταση αναπνοής απ᾿ την αλήθεια, τώρα που η ψυχή της είχε ανοίξει διάπλατα έτοιμη να τα αντιμετωπίσει όλα κατά μέτωπον, τώρα που είχε ντυθεί την απάνθρωπη στολή τού πολέμου, τώρα λοιπόν διάλεξε η πουτάνα η τύχη να παίξει αυτό το αρρωστημένο κρυφτό μαζί της. Εναντίον τίνος θα εκσφενδόνιζε τις ναπάλμ της; Αν τις κρατούσε άλλο, θα έσκαζαν στα χέρια της.
Τότε ήταν που η πιο τρελή ιδέα τρύπωσε από μια χαραμάδα τής απελπισίας της. Πήρε ένα ταξί και βρέθηκε να χτυπάει το κουδούνι τού Κυριακίδη, ελπίζοντας να, μην την κοπάνισε πάλι. Ο Αλέκος άνοιξε μασουλώντας πεπόνι.
«Τι έγινε;» αποπειράθηκε να ρωτήσει, αλλά τα ζουμιά τον σταμάτησαν.
«Πού είναι οι φωτογραφίες;» μπήκε κατευθείαν στο θέμα η Άννα. «Θέλω να τις δω».
Την πέρασε μέσα όλο κατανόηση. Είχαν δει πολλά τα μάτια του τόσα χρόνια στο κουρμπέτι. Σκάλισε το δεύτερο συρτάρι τού γραφείου του και ανέσυρε ένα πακέτο φωτογραφίες δεμένες με λαστιχάκι. Η Άννα τις άρπαξε και τις άπλωσε με ασταθή χέρια στην πράσινη τσόχα τού γραφείου. Ο Βασίλης έβγαινε από το γραφείο με τον Μάκη και την πελάτισσά του. Ήταν η γυναίκα που είχε δει και η ίδια, μόνο που το ροζ λινό ταγιέρ τής πρόσθετε μιαν αθώα χάρη. Η φωτογραφία ήταν τραβηγμένη από απόσταση, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία. Τα μάτια της κινήθηκαν πιο γρήγορα απ᾿ το μυαλό της και καρφώθηκαν σ᾿ ένα κοντινό τής «πυροβολημένης αρραβωνιαστικιάς». Τα μάτια τής άγνωστης, τώρα μπορούσε να τα δει καθαρά, μάτια που ακτινοβολούσαν ένα μυθικό μπλε, υπάρχει όνομα γι᾿ αυτό το μπλε, το μπλε τού Υβ Κλάιν. Τα καστανά καρέ μαλλιά της είχαν μια χορευτική κίνηση, καθώς έστρεφε το κεφάλι ψάχνοντας για την τσάντα πίσω της. Τα χαρακτηριστικά της ήταν τόσο φίνα, που δεν τα θόλωναν ούτε οι κόκκοι τής μεγέθυνσης.
«Πώς θα την περιγράφατε;» ρώτησε ξαφνικά τον Κυριακίδη, βάζοντας μπροστά του τη φωτογραφία.
Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω, κατάπιε βιαστικά το πεπόνι που είχε στο στόμα και κούνησε αμήχανος το κεφάλι.
«Ας μη φτάνουμε σε βιαστικά συμπεράσματα. Άκου με και μένα, ξέρω τι σού λέω. Δεν έχουμε τίποτα στα χέρια μας ακόμα. Τίποτα». Άπλωσε ξανά τις φωτογραφίες στο γραφείο. «Βλέπεις εσύ κανένα πιάσιμο περίεργο, κανένα σουξουμού, δεν υπάρχει, σού λέω».
Τη στιγμή όμως που τη διαβεβαίωνε με περίεργη ζέση, τα χέρια του σταμάτησαν σε μια φωτογραφία κολλημένη πίσω από μιαν άλλη. Μια φωτογραφία που, αγνοημένη μέχρι στιγμής, μόλις τώρα άρχιζε να απελευθερώνει το δηλητήριό της. Ο Βασίλης με μια κόκκινη χαρτοπετσέτα στο χέρι καθάριζε με προσοχή τη δεξιά άκρη τού στόματος τής πελάτισσας, που έκανε έναν αστείο μορφασμό. Κέτσαπ από το τοστ; Μάλλον...
Η Άννα και ο ντετέκτιβ κοίταζαν βουβοί τη φωτογραφία, εξετάζοντας τις πιθανότητες. Ήταν φανερό πως ενώ ο γέρος δεν τής είχε δώσει αρχικά καμιά σημασία, τώρα μια νέα αξιολόγηση μεγάλωνε ραγδαία μέσα του. Όμως ήταν ή Άννα που τού την υπαγόρευε και όχι η επαγγελματική του πείρα. Ήταν το μουδιασμένο πρόσωπό της, που τόνισε την ειρωνική τρυφερότητα στην κίνηση τού άντρα. Αυτό έκανε ξαφνικά οφθαλμοφανή μια οικειότητα που μύριζε ψίχουλα από σάντουιτς σε ιδρωμένα σεντόνια.
«Είναι αυθόρμητος τύπος ο σύζυγός σας;» ρώτησε δειλά, επιχειρώντας να σκαρφαλώσει σ᾿ ένα πρώτο ερμηνευτικό σκαλοπάτι.
«Την αγαπάει», τον σταμάτησε εκείνη μια για πάντα. «Τι σκατά έμαθες τόσα χρόνια; Όταν ένας άντρας διπλώνει μια κόκκινη χαρτοπετσέτα και καθαρίζει το κέτσαπ από το στόμα σου, σ᾿ αγαπάει. Κοίταξέ τον!»
Τώρα που το άκουγε, ο Κυριακίδης δεν μπόρεσε να μην προσέξει την αναλογία. Πραγματικά, αυτός ο κόπανος καθάριζε την κυρία από τις σάλτσες, σαν να ᾿ταν σκονισμένο κόσμημα τού στέμματος. Σιγά, ρε φίλε, είπαμε ότι το απαυτό σέρνει καράβι, αλλά όχι κι έτσι... Το βούλωσε για λίγο πάντως, μέχρι να ηρεμήσει η άλλη.
Η Άννα μάζεψε τις φωτογραφίες με μια κίνηση παλιού χαρτοπαίχτη. Μετά τις έβαλε στην τσάντα της κι έκανε να φύγει. Πριν ανοίξει την πόρτα είχε τακτοποιήσει ξανά όλα τα χαρακτηριστικά τού προσώπου της, κι έμοιαζε σαν υπάλληλος μυστικών υπηρεσιών όταν τού είπε αντί χαιρετισμού:
«Θέλω κασέτες. Θέλω τη διεύθυνσή της. Την επόμενη φορά θα τα ξέρεις όλα».
Το βράδυ τον περίμενε στη βεράντα να γυρίσει. Καθόταν σαν τεράστια κουκουβάγια στο σκοτάδι και μοιρολογούσε. Ύστερα μαδούσε τα φτερά από πάνω της, πετούσε την ηλίθια παθητική μάσκα τού πουλιού και γινόταν δηλητηριώδης αράχνη που ύφαινε θανάσιμες παγίδες. Τα παιδιά είχαν πάει με τούς δίπλα σινεμά. Τούς έδωσε και λεφτά για σουβλάκια. Έφυγαν πανευτυχή. Αχ, αυτές οι δυσανάλογες εκρήξεις χαράς που άστραφταν αίφνης μέσα τους. Φτηνές χαρές, σουβλάκι και κόκα σε θερινό. Τόσο απλές. Τόσο χαμένες για πάντα. Αυτό είναι το ακριβό τίμημα, σκέφτηκε η Άννα, για να ξεφύγεις από τις παράλογες απελπισίες. Δίνεις κάτι για ν᾿ απαλλαγείς από κάτι άλλο. Έτσι αντέχεις την προκρούστεια κλίνη. Έτσι αφήνεις τα μέλη σου να τραβιούνται, μέχρι να χωρέσουν στη σωστή θέση που έχει φυλαχτεί για σένα. Μεγαλώνεις. Το μεγάλωμα έχει δύο όψεις. Η σπίθα χάνεται κι από τις δυο πλευρές.
Έντεκα παρά τέταρτο άκουσε το αυτοκίνητό του να σκαρφαλώνει την ανηφόρα. Δεν κινήθηκε καθόλου. Τώρα το σκοτάδι είναι ο πιο καλός της φίλος. Στηρίζεται πάνω του. Ο Βασίλης μπήκε στο σπίτι φωνάζοντας ένα ένα τα ονόματα. Σώπασε μόνο όταν συνήθισαν τα μάτια του στη μαυρίλα και είδε τη φιγούρα τής γυναίκας του στην άκρη τής βεράντας.
«Εδώ είσαι; Δε μ᾿ άκουσες που μπήκα;» Τής ανακάτεψε παιχνιδιάρικα τα μαλλιά.
Η Άννα έθεσε όλες τις αισθήσεις της σε επιφυλακή. Τώρα χρειαζόταν προσοχή. Τώρα ήταν ανάγκη να παρατάξει όλες της τις εφεδρείες. Τα χάδια του έπρεπε να κυλούν σαν νερό από πάνω της και να τα ρουφάει το χώμα. Το βλέμμα του έπρεπε ν᾿ αντανακλά στον καθρέφτη τής θέλησής της και να επιστρέφει σ᾿ αυτόν άδειο. Τα λόγια του να συναντούν σκληρό το τύμπανο και να διώχνονται κατά κύματα έξω. Το σύστημά της έπρεπε πρώτα να τον ξεβράσει, για να τον πολεμήσει μετά.
Τού είπε ότι είχε δέκατα. Τι, κρυολόγησε καλοκαιριάτικα; Τού είπε ότι δεν υπήρχε τίποτα στο ψυγείο. Δεν πειράζει, είχε τσιμπήσει στο γραφείο. Τού είπε ότι τα παιδιά πήγαν σινεμά. Τι παίζει; Καλό; Τού είπε ότι δεν ξέρει και σώπασε. Είχε κάνει το καθήκον της κι αυτός το δικό του. Αποσύρθηκε στην κουζίνα, έβγαλε μια μπίρα από το ψυγείο και άρχισε να διαβάζει κάτι χαρτιά που έφερε μαζί του. Δεν κατάλαβε τίποτα. Η Άννα ήταν που κατάλαβε πάλι.
Σηκώθηκε και πήγε μέσα σαν να ήταν η προχθεσινή Άννα. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα του στο τραπέζι, τέλεια ρέπλικα τού εαυτού της, θα έπειθε οποιονδήποτε. Έγειρε μπροστά με ενδιαφέρον.
«Τι ᾿ναι αυτό; Δουλειά;»
Εκείνος μάζεψε ασυναίσθητα τα χαρτιά του.
«Ναι. Δικογραφία είναι. Απόπειρα ανθρωποκτονίας». Η Άννα σηκώθηκε και έβγαλε κι αυτή μια μπίρα. Δεν ήθελε να τη βλέπει, όταν θα έλεγε την παρακάτω φράση: «Τυχεράκιας ο πελάτης σου. Θα τη βγάλει καθαρή με το δικηγόρο που διάλεξε». Και μετά την πρώτη γουλιά, «Εκ προθέσεως ή τού ξέφυγε;»
«Τι;» ρώτησε εκείνος ξαφνιασμένος.
«Η απόπειρα, ρε παιδί μου».
«Ααα... Εκ προθέσεως».
«Και γιατί τού την έδωσε έτσι;»
«Ξέρω γω, ζήλευε μάλλον. Την πυροβόλησε μόλις τού ζήτησε να χωρίσουν».
«Είναι καμιά φοβερή γκόμενα ή την αγαπούσε;»
Ο Βασίλης μετά από μια στιγμή αμηχανίας προσπάθησε, μάταια, να ξεγλιστρήσει από την κακοτοπιά με χάρη.
«Ξέρω γω, μάλλον δεν ήταν συνηθισμένος να τού κουνιούνται οι γκόμενες... Έχει φράγκα και πουλάει ανέξοδο αντριλίκι ο μαλάκας».
Αυτό ήταν. Τελικά δεν ήθελε και πολύ. Πιάστηκε λοιπόν στο δόκανο ο καλός ποινικολόγος. Η φωνή του είχε αρχίσει να μειώνει αλματωδώς την πολιτική των ίσων αποστάσεων που τηρούσε στην αρχή τής συζήτησης. Αγανακτούσε στα κρυφά, ήταν φανερό ότι ήθελε να πιάσει αυτό το απόβρασμα στα χέρια του και να το κάνει ένα με τη γη. Να μάθει ο μάγκας τής δεκάρας να πυροβολεί ανυπεράσπιστες γυναίκες, όταν δεν τού κάθονται.
Πόσο ξεδιάντροπα άνοιγε τα χαρτιά τού υποσυνειδήτου του... Την αγαπάει. Δεν μπορεί ν᾿ αντισταθεί στον πειρασμό να πάρει το μέρος της. Ο ηλίθιος. Είναι ερωτευμένος ο ηλίθιος. Λίγο ήθελε να σηκωθεί και ν᾿ αρχίσει ν᾿ αγορεύει ενώπιον τού μεικτού ορκωτού τής κουζίνας του ο μαλάκας. Η Άννα κατάπιε αυτό που ᾿θελε εκείνη να τού πει με μια πικρή γουλιά μπίρα.
«Βλέπω την έχουμε πάρει ζεστά την υπόθεση», ξεφούρνισε τελικά ένα μικρό δείγμα, αφού κατέβασε το μπουκάλι. Το ήξερε πως έκανε λάθος, αλλά ήταν υπεράνω των δυνάμεων της. Η φράση της θρονιάστηκε ανάμεσά τους χλομή απ᾿ τη ζήλια. 0 Βασίλης τράβηξε θορυβημένος καρέκλα του πίσω, μάζεψε τα χαρτιά του άρον άρον και σηκώθηκε.
«Τι; Θα πας για ύπνο από τώρα;»
Μάταια προσπάθησε η Άννα να τον μαλακώσει. Κάτι μάσα του ανίχνευσε τον έρποντα κίνδυνο και τον έτρεπε σε άτακτη φυγή. Δεν άντεχε άλλο. Ήταν πτώμα. Είχε και να ξυπνήσει νωρίς... Πήρε μαζί τη δικογραφία, πέταξε μια καληνύχτα και αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρα.
Η Άννα άρχισε να βηματίζει σαν ψυχοπαθής στην κουζίνα. Ήταν έξαλλη με την ανοησία της. Τα κατέστρεψε όλα. Τι ρωγμή χάραξε το καύκαλο όπου είχε κρυφτεί, γιατί δεν άντεξε ν᾿ ακούσει ακόμα μια φορά αυτό που ήδη γνώριζε; Πώς άφησε να την παρασύρει εκείνος στη δικιά του παγίδα; Τώρα τον είχε προειδοποιήσει. Μπορεί ακόμα να μην το ήξερε, αλλά τον είχε προδιαθέσει. Ένας μηχανισμός μέσα του θεμελίωνε κιόλας οχυρωματικά έργα.
Μέτρησε είκοσι αγχωμένα λεπτά και πήγε ακροπατώντας μέχρι την κλειστή πόρτα τής κρεβατοκάμαρας. Έσκυψε και κοίταξε από την κλειδαρότρυπα. Ο Βασίλης είχε αποκοιμηθεί κρατώντας τη δικογραφία στα χέρια. Ωραία. Άνοιξε την πόρτα με προσοχή, σαν χειρουργός σε κρίσιμη επέμβαση. Έκανε δυο τρία βήματα στο παρκέ. Ποτέ δεν είχε προσέξει πόσο έτριζε το καταραμένο ξύλο. Ο Βασίλης σάλεψε κι εκείνη ακινητοποιήθηκε κρατώντας την ανάσα της. Το φως τού αμπαζούρ στο κομοδίνο έριχνε αρπακτικά τη σκιά της πάνω του. Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι της κι έπιασε τα χαρτιά. Τα τράβηξε απαλά, τόσο απαλά που τρόμαξε όταν αυτός άνοιξε αίφνης τα βλέφαρά του, σαν να καραδοκούσε από ώρα την εισβολή τού εχθρού. Τα χέρια του έσφιξαν σπασμωδικά την πολύτιμη δικογραφία κι η φωνή του έκπληκτη και βραχνή «Τι είναι;» τη ρώτησε και την άφησε έκθετη στην αμηχανία της.
«Τίποτα, ήρθα να σού κλείσω το φως. Καληνύχτα». «Καληνύχτα».
Τα περίφημα χαρτιά έμειναν αδικαιολόγητα στα χέρια του και η Άννα έφυγε ηττημένη γι᾿ άλλη μια φορά.
Όταν ήρθαν τα παιδιά, τα καληνύχτισε και πήγε κι αυτή στο κρεβάτι. Ο Βασίλης είχε γυρίσει τώρα μπρούμυτα σκεπάζοντας με το σώμα του τη δικογραφία. Η Άννα κατάλαβε οτι έπρεπε να βρει άλλο τρόπο. Κι έπρεπε να τον βρει γρήγορα.
Το άλλο πρωί άνοιξε την ατζέντα της κι έψαξε το τηλέφωνο τού Μιχάλη. Εκείνος θα ξεκαθάριζε τα πράγματα, αν τον χειριζόταν με τρόπο. Ήταν μαζί του στο Λονδίνο. Ήξερε για την κοκκινομάλλα. Ίσως ήξερε και για την καινούρια. Κυρίως ήξερε τον Βασίλη καλά. Γνώριζε και τούς άντρες καλά, αυτό διατυμπάνιζε συνεχώς:
Είμαι ο μόνος γνήσιος εκπρόσωπος, Άννα μου, όλοι οι άλλοι είναι μεταλλαγμένοι, δεν τούς βλέπεις; Ο δικός σου σπατάλησε τόνους πολύτιμης τεστοστερόνης σε νομικά επιχειρήματα, ο Χρηστάκης σε παιδικές τροφές και ο Πάνος σε άγχος καταξίωσης. Γι᾿ αυτό μάς την έδωσε ο Θεός ρε μαλάκες;»
Οι εν λόγω μαλάκες τον άκουγαν και καταδιασκέδαζαν. Είχαν κι αυτοί ράμματα για τη γούνα του, αλλά τον άφηναν να λέει τα δικά του. Ας μιλήσει κι ένας άντρας ανοιχτά, ρε παιδί μου, θα σκέφτονταν από μέσα τους, αφού εμάς δε μάς παίρνει.
Ήταν ο μόνος τού κουαρτέτου που έμενε στην Αθήνα τον Αύγουστο. Εκτός των άλλων μισούσε και τις διακοπές, εφεύρεση κρετίνων τις αποκαλούσε. Κάθε άνοιξη ξόδευε ώρες στηλιτεύοντας αμείλικτα τον κοινωνικό ντετερμινισμό, που μάς στέλνει όλους, ένα ιδρωμένο πακέτο, διακοπές τον Αύγουστο και μάς ξεβράζει στα αθηναϊκά πεζοδρόμια ξανά την 1η Σεπτεμβρίου ακριβώς.
Σχημάτισε το νούμερο του, αλλά μόλις τον άκουσε το έκλεισε αμέσως. Τι στην ευχή θα τού έλεγε; Με ποια αφορμή θα μπορούσε να πάει να τον δει; Δεν ήταν ακριβώς κολλητή του μέχρι σήμερα. Τον αγαπούσε, όπως αγαπάμε ένα άταχτο σκυλί που το ᾿χουμε χρόνια σπίτι. Ήταν αυτονόητος. Αλλά δεν ήταν ακριβώς και φίλη του. Ούτε ακριβώς γυναίκα. Ήταν η γυναίκα τού φίλου του. Ξεχωριστή κατηγορία είχε φτιάξει, για να στριμώξει αυτήν, τη Μαρία και τη Δώρα. Η κατηγορία των, γυναικών χωρίς βυζιά και με αόρατους κώλους, τουλάχιστον για τα μάτια του. Σ᾿ αυτό το περίεργο ασεξουαλικό άσυλο μπαινόβγαιναν, υποτίθεται, και οι γκόμενες του για, τούς άλλους.
Θα τον αιφνιδιάσω, αποφάσισε η Άννα για να ξεφύγει από το λογικό αδιέξοδο. Είπε στα παιδιά να πάρουν κάνα κοτόπουλο ψητό για το μεσημέρι κι έφυγε τάχα για τη δουλειά.
«Πάλι κοτόπουλο;» ούρλιαξε ο Χάρης που είχε τις κακές του. «Θα βγάλουμε βυζιά!»
«Να βγάλετε», άκουσε έκπληκτη τον εαυτό της να απαντάει.
«Εγώ που έχω βγάλει να πάρω πίτσα;» ακούστηκε ειρωνική η φωνή τής Κατερίνας μέσα από τούς αφρούς τής οδοντόκρεμας.
Όταν χτύπησε το κουδούνι του, έτρεμε μήπως δεν τής ανοίξει. Όμως τής άνοιξε, έκπληκτος που άκουσε τη φωνή της από το θυροτηλέφωνο. Χρόνια είχε να πάει σπίτι του. Γιατί το σπίτι του δεν ήταν σπίτι. Ένα μεγάλο δωμάτιο ήταν, με όλα τα απαραίτητα έπιπλα μαζεμένα εκεί, να διαδηλώνουν μια φτιαχτή λιτότητα. Φτιαχτή γιατί τα πεταμένα ρούχα ήταν φανερά ακριβοπληρωμένα, τα κουβαριασμένα σεντόνια μεταξωτά και η μοναδική πολυθρόνα δια χειρός σκανδιναβού σχεδιαστή. Είχε φράγκα απ᾿ τον μπαμπά του ο Μιχαλάκης, γι᾿ αυτό έκανε και το μάγκα στους άλλους με τη μονογαμική του αφοσίωση στην έρευνα. Σιγά να μην έσερνε την επιστήμη του στα θλιβερά ελληνικά δικαστήρια. Σιγά μην πάθαινε έμφραγμα για να γίνει Λυκουρέζος.
«Έλα, ρε Αννούλα, πώς από δω; Δεν τρέχει τίποτα, φαντάζομαι...»
Προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει το μυστήριο ύφος της, πράγμα καθόλου εύκολο. Ήταν και ασυνήθιστος, εδώ που τα λέμε. Είχε εντάξει τις γυναίκες των φίλων του στην κατηγορία τους και δεν πολυασχολήθηκε να τις καταλάβει. Λάθος σου, πουλάκι μου, είπε από μέσα της χαιρέκακα η Άννα, τώρα είσαι άοπλος.
«Θέλω να σού ζητήσω κάτι, αλλά ντρέπομαι», είπε τελικά η Άννα μ᾿ ένα ολοκαίνουριο νάζι που τον θόλωσε.
«Τι ρε, λέγε, εμένα ντρέπεσαι;»
Τώρα είχε ανάψει την περιέργειά του για τα καλά. Όσο η Άννα δεν άνοιγε τα χαρτιά της, τόσο αυτός φούντωνε κι έκανε άλματα με το μυαλό του.
«Θα πιεις κάτι;» Αποφάσισε να τής δώσει χρόνο να χαλαρώσει.
«Μια πορτοκαλάδα, αν υπάρχει, ευχαριστώ».
Έβαζε την πορτοκαλάδα μισοστραμμένος προς την πλευρά της.
«Λοιπόν, θα μού πεις ή θα με σκάσεις;» τής είπε τελικά, αφού δεν έβλεπε φως.
«Είναι μια συνάδελφος στη δουλειά, για χάρη της ήρθα μέχρι εδώ...»
«Ε, και τι;»
«Αυτή έχει μια κόρη... φοιτήτριά σου», ξεφούρνισε τάχα μαγκωμένα η Άννα.
«Όχι, ρε πούστη, κι εσύ ρουσφέτι;»
«Δε γίνεται, ε;» τα μάζεψε εκείνη αμέσως.
«Τι χρωστάει;»
Η φωνή του ακούστηκε μαγκωμένη. Ζορίστηκε ο φουκαράς. Πρώτη φορά τού ζητούσε χάρη η Άννα και δεν τού πήγαινε η καρδιά να την αποπάρει.
«Τι με ρωτάς, ρε Μιχάλη; Το μάθημά σου χρωστάει, γι᾿ αυτό ήρθα σε σένα. Άλλωστε έχει δώσει το κορίτσι και πήγε καλά».
«Τότε εμένα τι με θες;»
«Έγραψε καλά, αλλά την κόψατε την κακομοίρα. Εγώ σού ζητάω μόνο να ξαναδείς το γραπτό της με προσοχή κι αν δεν αξίζει, μην την περάσεις».
«Κάτσε, ρε Αννούλα, τι νομίζεις δηλαδή; Τα άλλα τα γραπτά πώς τα βλέπω; Αφηρημένος;»
Η Άννα το βούλωσε, γιατί το παρατράβηξε και κόντευε να τον εκνευρίσει τον άνθρωπο. Όμως ο θυμός του δεν κράτησε πολύ.
«Άντε, καλά, πες της να περάσει απ᾿ το γραφείο, μόλις ανοίξει η Σχολή. Είναι καλή τουλάχιστον;» είπε με το κυνηγετικό του χαμόγελο ξανά στα χείλη. Ήταν διάσημος για το κυνήγι φοιτητριών, κόντευε να τού βγει το όνομα στη Σχολή.
«Καλή... για κόρη σου. Για δεκαεφτά χρονών παιδάκι μιλάμε, ρε Νέρωνα. Έχει κερδίσει και χρόνο».
«Ο δρόμος προς την Κόλαση είναι στρωμένος με τέτοια παιδάκια, Αννούλα μου...»
Η Άννα έβλεπε τη σαρκοβόρα λάμψη στο μούτρο του, τις κόρες διασταλμένες, τα χείλη υγρά. Οραματιζόταν τα θύματα τού επόμενου εξαμήνου, παρατεταγμένα στα θρανία τους να τον περιμένουν να μπει στην αίθουσα. Αχ, η γοητεία τής πρώτης συνάντησης, αυτό το γιγαντιαίο ραντεβού με όλη την τάξη... Αυτός όφειλε να προβάλει απ᾿ την πόρτα ξαφνικά, μακρινός και κοντινός μαζί, δικός σας μα ποτέ ολόκληρος, κούκλες. Εκείνες θα προσπαθούσαν να πνίξουν ένα ομαδικό αααα! υπαγορευμένο μάλλον από την προηγηθείσα φήμη του παρά από τη φυσική του παρουσία. Τα μάτια τους δε θα ᾿βλεπαν ποτέ την πραγματική του εικόνα, τα μαλλιά που αποχαιρετούσαν το κεφάλι του, τα πόδια που έπλεαν αγύμναστα στο ακριβό του τζιν. Θα τον άρπαζαν τυφλά, μόλις διάβαινε το κατώφλι τού αμφιθεάτρου Σαριπόλων και θα τον σήκωναν δέκα πόντους πάνω απ᾿ το έδαφος, θριαμβευτή ενάντια στη βαρύτητα, ενάντια στην απροκάλυπτη εχθρότητα του χρόνου, ενάντια στο θάνατο τελικά. Και στα μάτια αυτά θα θρονιαζόταν για τα καλά, αναμνηστικές δόσεις τρεις φορές την εβδομάδα, για έναν ολόκληρο χρόνο. Τι ωραία που θα ξεχειμώνιαζε μέσα στη ζέστη αυτών των ματιών, βυθισμένος στις δυνατότητες που τού πρόσφεραν υποταγμένα, τις δυνατότητες που ποτέ δε θα εξαντλούσε, γιατί δεν ήταν αυτό που τον ενδιέφερε. Δεν ήθελε να τα πηδήξει. Τι να πηδήξεις από δαύτα, τελείως ψόφια θα είναι στο κρεβάτι. Στα εξήντα άμα βρικολακιάσει κι έχει ανάγκη φρέσκο αίμα ίσως... Τώρα μόνο να θαυμαστεί απροκάλυπτα ήθελε, να ειδωλοποιηθεί, να μπορεί να λέει την κάθε μαλακία που τού ᾿ρχεται και να τον παίρνουν σοβαρά, να παθιάζονται ψάχνοντας για κρυμμένα νοήματα.
Και τ᾿ αγόρια; Να μην ξεχνάμε και τ᾿ αγόρια εδώ είναι το πιο μεθυστικό σημείο τής ιστορίας. Αυτά τα υπέροχα στιβαρά κορμιά, τούτοι οι άντρες-παιδιά, κατά τις στατιστικές στο άνθος των σεξουαλικών τους επιδόσεων, μουδιασμένοι κι αυτοί από το δηλητήριό του, νικημένοι πριν ξεκινήσει ο αγώνας, ο απροκάλυπτα πουλημένος αγώνας. Πότε άλλοτε, σε ποια φανταστική ζωή, σε ποιο ανδρικό παράδεισο θα μπορούσε να βάλει κάτω τόσα αρσενικά μαζί, τόσα νεότερα, ωραιότερα, δυνατότερα αρσενικά, χωρίς να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι;
Η Άννα πρόσεξε ότι την κοιτούσε περίεργα. Ο άνθρωπος δε διάβαζε τις σκέψεις της, απλώς απορούσε. Γιατί τον κοίταζε σαν αναστημένο τυρανόσαυρο τόση ώρα; Είπε τίποτα περίεργο;
«Μού βάζεις λίγη πορτοκαλαδίτσα ακόμα, ρε Μιχάλη... Έχω σκάσει απ᾿ τη δίψα». Κι ενώ εκείνος ξανασηκωνόταν πρόθυμα, αποφάσισε να μπει στο ψητό. «Με τσακίζει αυτή η ζέστη... Ξέρεις πού θα ᾿ θελα να είμαι τώρα; Λονδινάκι... Να ᾿μουν αραχτή σε κάνα δασάκι στο Hamstead και να ταΐζω τούς σκίουρους φιστίκια».
«Μετά από μια παραγωγική μέρα στου “Harrods” φυσικά...» μπήκε αμέσως στο κόλπο αυτός. «Θα ᾿πεφτες και στις εκπτώσεις, τυχερούλα». Τής έδωσε το ξαναγεμισμένο ποτήρι. «Πάρε τώρα αυτό. Με αγάπη από την Αθήνα».
«Αφού κάθομαι και χαζεύω τα άλμπουμ απ᾿ τα ταξίδια μας, τέτοια ψύχωση μ᾿ έχει πιάσει».
Όσο μιλούσε, σηκώθηκε και πλησίασε τη βιβλιοθήκη του. Από κει που καθόταν διέκρινε κάτι που έμοιαζε με άλμπουμ και δεν ήθελε να χάσει χρόνο.
«Δεν είναι τίποτα. Το επόμενο στάδιο να φοβάσαι. Άμα αρχίσεις να συχνάζεις στο μπαρ τού ανατολικού αερολιμένα για καφέ...»
Η Άννα είχε πλευρίσει τα άλμπουμ κι ετοιμαζόταν ν᾿ απλώσει χέρι, λέγοντας ταυτόχρονα, χωρίς να τον κοιτάζει.
«Φωτογραφίες έχουν αυτά, ε; Να χαζέψω λιγάκι να παρηγορηθώ;»
Ο Μιχάλης σήκωσε τούς ώμους. Την άφησε να ξεφυλλίσει και πήγε να φτιάξει έναν καφέ παραξενεμένος για την ξαφνική αδιακρισία της, αλλά όχι και τόσο. Στο κάτω κάτω έτσι είναι οι γυναίκες, ρε φίλε, τι να κάνουμε τώρα, χώνουν τη μούρη τους παντού: στη ζωή σου, στο πορτοφόλι σου, στις φωτογραφίες σου...
Η Άννα πάλι ευχόταν να τραβήξει σε μάκρος αυτός ο φραπέ, να μην ξεκολλάνε τα παγάκια απ᾿ τη θήκη τους, να μη γυρίσει και τη δει να ξεφυλλίζει με τρελή μανία τα άλμπουμ, να πηδάει εκνευρισμένη τις σελίδες με τα αθώα παιδικά του χρόνια, ν᾿ αδιαφορεί για τα φοιτητικά του σκανδαλάκια, να γλιστράει πάνω από τα χρόνια των μεταπτυχιακών του σπουδών στη Γερμανία και να πλησιάζει τρεμάμενη στο 1994 όπου κατοικούσε ο εφιάλτης της, το ταξίδι στο Λονδίνο. Διακοπές στη Σαντορίνη, όχι, τα γενέθλιά του στο City, όχι, όχι, πού είναι το Λονδίνο, δεν έβγαλε καμιά φωτογραφία στο Λονδίνο; Ασφαλώς και. έβγαλε, τι συνεπής νάρκισσος θα ήταν. Να τος... Εδώ τον έχουμε...
Η Άννα χαλάρωσε και κοίταξε με προσοχή τα ευρήματά της, ακούγοντας τα παγάκια του να βροντοχτυπιούνται στο σέικερ. Ο Μιχάλης με μια γιαπωνέζα και έναν απροσδιόριστο δυτικό προφέσορα έξω από το ξενοδοχείο «Diplomat» με τα καρτελάκια τους στο πέτο, σαν αδελφές νοσοκόμες. Ο Μιχάλης με τον Βασίλη και τρεις άλλους κάθονται στη δεύτερη σειρά τής αίθουσας συνεδρίων. Μάλλον διάλειμμα, γιατί μιλάνε σκυμμένοι μπροστά. Ο Μιχάλης, ο Βασίλης και μια όμορφη, ψηλόλιγνη γυναίκα με κόκκινα μαλλιά, τραβηγμένα σε αλογοουρά, στα σκαλοπάτια τού Βρετανικού Μουσείου! Τα δυο αγόρια πιασμένα αγκαζέ πολύ σφιχτά και παιχνιδιάρικα, κι εκείνη στο πάνω σκαλοπάτι κοιτούσε με αφ᾿ υψηλού συγκατάβαση τα φιλαράκια. Έτσι είναι τα φιλαράκια... Μαζί σε χαρές και σε λύπες, μαζί στους γάμους, μαζί και στα κερατώματα.
«Ποια είναι αυτή, ρε Μιχάλη; Κάπου την ξέρω και δε μού ᾿ρχεται. Ήταν συμφοιτήτριά μας;»
Το δεξί της χέρι έβαζε τώρα το άλμπουμ κάτω από τη μούρη του, ενώ τα μάτια της κατέγραφαν λεπτομερώς τις αντιδράσεις. Έλα, Μιχαλάκη, πες κάτι γρήγορα.
«Όχι, ρε, τι συμφοιτήτριά μας, πώς σού ᾿ρθε;»
Ρε, την παλιοσουπιά πώς ξεγλιστράει.
«Τότε ποια είναι;»
Ξύνει το πιγούνι του, σκέφτεται τάχα, ζορίζεται το μωρό μου.
«Ξέρω γω; Μια τύπα που ήταν στο συνέδριο... Ήρθε μαζί μας στο μουσείο, τής προσκολλήσεως. Ρε συ, ξέχασα να σού βάλω πάγο. Θες κανένα παγάκι;»
Όχι, γλυκέ μου, δε θέλω πάγο. Να μιλήσεις θέλω.
Ελληνίς ή αλλοδαπή; Καλά, φοβερό το κόκκινο μαλλί ...»
«Ελληνίδα είναι. Μ᾿ έναν καλό κομμωτή κι εγώ θα έμοιαζα με Ιρλανδό».
Έλα τώρα, Μιχαλάκη, μην το γυρίσουμε στα χρωμοσαμπουάν...
«Ποινικολόγος, ε;»
Εδώ άρχισε να ενοχλείται για τα καλά. Τον έζωσαν τα μαύρα φίδια. Αυτό ξεπερνούσε τα όρια τής τυχαίας περιέργειας. Η Άννα το ήξερε, αλλά δεν μπορούσε ν᾿ αποφύγει την κρίσιμη ερώτηση.
«Δε νομίζω. Κάποιον συνόδευε μάλλον. Τούς συναδέλφους τούς ξέρω όλους».
Δηλαδή τώρα τι μάς λέει; Ότι θα έβλεπε αυτός την άγνωστη γκομενάρα να περιφέρεται στο συνέδριο και δε θα ρωτούσε το ιστορικό της;
Τής άρπαξε το άλμπουμ απ᾿ τα χέρια, γύρισε νευρικά τρεις σελίδες, βρήκε μια φωτογραφία του στη Νέα Υόρκη και τής την έχωσε στα μούτρα με απεγνωσμένη βιασύνη.
«Αυτήν εδώ την είδες; Μιλάμε για χλιδάτη ζωή, όχι αηδίες...»
Παναγίτσα μου, τι κακός ηθοποιός ήταν! Το χέρι του έτρεμε πάνω σε μια ελεεινή φωτογραφία του στο εσωτερικό τού καρακιτσάτου ουρανοξύστη τού Tramp και τής Ιβάνας. Καταρράκτες, φωτάκια, πλαστικά φυτά, σαν εφιάλτης από τη Δυναστεία. Αλλά τι να κάνει; Αυτή τη φωτογραφία βρήκε μπροστά του, αυτήν τής έδειχνε.
«Μπα, σ᾿ τη χαρίζω τη Νέα Υόρκη. Χίλιες φορές Λονδίνο».
Το είπε μόνο για να διασκεδάσει με την παράταση τής αγωνίας του. Δεν είχε σκοπό να συνεχίσει. Από δω και πέρα θα ήταν σκέτη χασούρα. Δεν ήταν και χαζός ο άνθρωπος, κοτζάμ ποινικολόγος. Άλλο μαλάκας, άλλο χαζός.
«Ποπό, άργησα, ρε γαμώτο. Για ρουσφέτι ξεκίνησα και στο Μανχάταν κατέληξα...»
Την ξεπροβόδισε πανευτυχής. Γιατί τώρα τελευταία όλοι την αποχαιρετούσαν με αναστεναγμούς ανακούφισης; Με φοβούνται; Είναι γραμμένο στο μέτωπό μου: ΠΡΟΣΟΧΉ, ΣΑΛΤΑΡΙΣΜΈΝΗ; Ή μήπως είναι επειδή για πρώτη φορά τούς πιέζω, εγώ η μις καλόβολη, η βαρόνη Σταφ των μικροαστών, τούς φέρνω σε δύσκολη θέση, απαιτώ κι εγώ κάτι απ᾿ αυτούς; Δεν είχε και τόση σημασία. Ό,τι ήθελε να μάθει, το έμαθε. Η γυναίκα αυτή δεν ήταν μια τυχαία γνωριμία στο συνέδριο, δεν ήταν ποινικολόγος ούτε σύζυγος ποινικολόγου. Η γυναίκα αυτή συνόδευε τον Βασίλη. Για να μη σού πω ότι ήταν καταχωρημένη στη λίστα «σύζυγοι- παιδιά», δίπλα στο όνομα Β. Νeofotistou.
Στο ασανσέρ τής ήρθε η φοβερή ιδέα. Γέλασε στον καθρέφτη, πατώντας πάλι το κουμπί για τον τέταρτο. Μανούλα, είχες άδικο να λες ότι δεν τα παίρνω. Εδώ αποδεικνύεται πανηγυρικά ότι έχω φλέβα. Βγήκε αθόρυβα κι έφτασε μπροστά στην κλειστή πόρτα τού Μιχάλη σαν κλέφτρα. Μετά κόλλησε το αυτί της στο ξύλο και περίμενε. Φυσικά, μιλούσε στο τηλέφωνο. Φυσικά, μιλούσε στον Βασίλη. Μόνο που δεν μπορούσε να τ᾿ ακούσει όλα. Κάτι «Μαλάκα, πρόσεχε», έπιασε κι έπειτα: «Πότε θα ξεμπερδέψεις απ᾿ τη δίκη... Την τηλεόραση φοβάμαι... Δεν είναι να μυριστούν σόου τα κοράκια, θα σάς πάρουν από πίσω. Το ξέρω ότι δεν είναι η μεγάλη υπόθεση, αλλά αν δεν έχουν τίποτα πιο ζουμερό θα σάς παραλάβουν, σ᾿ το λέω...»
Άρα τα δύο πρόσωπα συνδέονται, καλά το είχε καταλάβει. Αλλιώς γιατί να μπερδέψει ο Μιχάλης τη δίκη με αφορμή το Λονδίνο. Αυτό που έμενε να μάθει ακόμα, ήταν πώς ακριβώς συνδέονται. Και γιατί φοβόταν την τηλεόραση.
Βγήκε στο δρόμο τρομαγμένη από την άγρια χαρά με την οποία σχημάτιζε το παζλ τής εξαθλίωσής της. Την παράλογη χαρά. Ήταν σαν να ᾿χαν ξεκινήσει μια κούρσα θανάτου αυτή και ο Βασίλης, κι εκείνη τον κέρδιζε κλέβοντας, για να φτάσει πρώτη στο τέρμα. Όμως στο τέρμα ήταν ο γκρεμός και ο νικητής απλώς θα έπεφτε πρώτος.
Η ερώτησή της έμελλε ν᾿ απαντηθεί πολύ σύντομα. Ο Κυριακίδης αποδείχτηκε τσάκαλος αυτή τη φορά. Κατάλαβε ότι δε θα ᾿παιρνε τα υπόλοιπα φράγκα, αν δεν κουνιόταν γρήγορα. Η πελάτισσα δεν κρατιόταν με τίποτα. Ας τον πλήρωνε για τη δουλειά κι ας τον πετσόκοβε το δικό της με την ησυχία της μετά. Δεν είμαστε και κοινωνικοί λειτουργοί. Αυτός τη δουλειά του έκανε. Πρώτον καλωδίωσε το τηλέφωνο τής γκόμενας. Έξι κασέτες η σοδειά. Έχει και σκαρταδούρα, αλλά έχει και κάτι λαυράκια... Τ᾿ ακούς και φτιάχνεσαι, που λέει ο λόγος. Το δουλεύει καλά το μαγαζί η καριολίτσα... Έπειτα έτρεξε στο «Ίδρυμα Τύπου» και φωτοτύπησε όλες τις εφημερίδες που έκαναν το Δεκέμβριο ρεπορτάζ για το έγκλημα. Ε, ρε, τι χάνεις, άμα δε διαβάζεις τις κίτρινες φυλλάδες. Φοβερό βυζί η γκόμενα, πού τη βρήκαν τη φωτογραφία της με τόπλες τα κοράκια; Πάντως κι εγώ θα έριχνα καμιά μπαλωθιά γι᾿ αυτό το βυζί. Στον αέρα όμως, όχι να μάς πάνε και μέσα... Να μάθει η μαντάμ να μην κουνάει την ουρά της. Τα έσκασε χοντρά, την έκανε φίρμα ο άνθρωπος και μετά τον έφτυσε. Τι λε, ρε τσουλάκι, σοβαρά; Θεατρίνα δεν είσαι, τι περιμένεις, μπέσα; Πάντως τής πήγαινε καλύτερα το κόκκινο μαλλί. Φωτιά και λαύρα, ασυνήθιστο. Τι μανία τις πιάνει τις γκόμενες να τ᾿ αλλάζουν κάθε τόσο. Άσ᾿ τα, τα μαλλάκια σου ήσυχα, κυρά μου, να κάνουμε κι εμείς τη δουλειά μας... Πρέπει δηλαδή να μπερδέψουμε τα μπούτια μας τελείως;
Και καλά το μαλλί... Το μάτι πώς το ᾿κανε γαλανό, ρε πούστη;
Η Άννα πήρε το κλειδί από τη ρεσεψιόν τού «Χίλτον» και προχώρησε προς τα ασανσέρ προσέχοντας να μην τη δει κανένα μάτι. Πάτησε το 5 και περίμενε με απίστευτη γαλήνη να μεταφερθεί πέντε ορόφους πιο πάνω, στο δωμάτιο 512, στο δωμάτιο που χρόνια μετά απ᾿ αυτήν, χιλιάδες βαλίτσες μετά, χιλιάδες αλλαγές ταπετσαρίας μετά, θα ανέδιδε τη μακάβρια μυρωδιά τού τρόμου της σε ανύποπτους γιαπωνέζους. Το δωμάτιο 512. Ένα κρεβάτι με πορτοκαλί κάλυμμα, μια μαύρη σακούλα πάνω στο κρεβάτι, δεκάδες αποκόμματα εφημερίδων μέσα στη σακούλα, έξι κασέτες μέσα στη σακούλα, μια γυναίκα πάνω στη σακούλα, απολύτως τίποτα μέσα στην ψυχή τής γυναίκας, μια αγωνία ίσως, όπως όταν πεθαίνεις και αναρωτιέσαι τι θα γίνει μετά.
Όταν ο Κυριακίδης τής παρέδωσε τη μαύρη σακούλα, περήφανος που κρατούσε ακόμα — τα ξετρύπωνε τα λαυράκια σαν κυνηγόσκυλο — που μπορούσε ακόμα να καταστρέφει τις ζωές των ανθρώπων, ούτε ρώτησε τι είχε μέσα. Το έβλεπες απ᾿ το ύφος του ότι τα είχε όλα. Είχε πιο πολλά απ᾿ όσα έπρεπε. Πιο πολλά απ᾿ όσα μπορείς ν᾿ αντέξεις Αύγουστο, ώρα έντεκα και είκοσι πέντε το πρωί. Τού έδωσε λοιπόν τα υπόλοιπα λεφτά του και το ᾿βαλε στα πόδια.
«Έι, πού πας;» τη ρώτησε έκπληκτος. «Δε θα το συζητήσουμε το θέμα;»
Με σένα; ήθελε να τού πει, είδες ποτέ κανένα πτώμα να το συζητάει με το νεκροθάφτη του;
Τότε αποφάσισε για το ξενοδοχείο. Το Πόρτο Ράφτη ήταν κινούμενη άμμος, γεμάτη από δεκαπεντάχρονα εξαγριωμένα από τις ορμόνες που αλώνιζαν κυριολεκτικά στα σωματάκια τους. Ένας φίλος τού Χάρη και δυο φίλες τής Κατερίνας είχαν στριμωχτεί σε δυο δωμάτια από χτες και σχολίαζαν ακατάπαυστα την ανύπαρκτη ζωή τους. Τέτοια στοματική δραστηριότητα μαζεμένη είχε χρόνια να δει η Άννα. Χιλιάδες εμπαθείς λέξεις έβγαιναν απ᾿ τα στόματά τους. Πώς θα θυμόσαστε αυτό το καλοκαίρι είκοσι χρόνια μετά; αναρωτήθηκε με ξαφνική τρυφερότητα και αποφάσισε ν᾿ απομακρυνθεί απ᾿ το σπίτι. Δεν ήθελε να τούς βρωμίσει τη μελλοντική τους ανάμνηση.
Η νεοαποκτηθείσα γνώση, ότι κανένας δεν την πολυχρειαζόταν πια σ᾿ αυτό το σπίτι, την ανακούφιζε. Γέμισε το ψυγείο παγωτά, αναψυκτικά, φρούτα, τυριά κι έτοιμα κοτόπουλα. Είπε στους διπλανούς ότι κάτι σοβαρό συνέβη, και τούς ζήτησε να επιβλέπουν τα παιδιά. Είπε στον Βασίλη, από το τηλέφωνο φυσικά, ότι κάτι έτυχε στη μάνα της και θα πάει να μείνει μαζί της για λίγο, να προσέχει εκείνος τα παιδιά.
«Εγώ;» παραξενεύτηκε, λες και τού ζήτησαν να ταΐσει μωρό κοάλα σε θερμοκοιτίδα.
«Εσύ», τού απάντησε εκείνη κοφτά. «Ποιος περιμένεις να φροντίσει τα παιδιά σου; Οι γείτονες;»
Ενημέρωσε τη μάνα της ότι θα βρίσκεται στο «Χίλτον» και ότι τη χρησιμοποίησε για άλλοθι. Αν τη ζητήσουν στο τηλέφωνο, έχει πεταχτεί κάπου. Αν τη ρωτήσουν τι έχει, να πει πονοκεφάλους και πως φοβάται μην τής έρθει κανένα εγκεφαλικό.
«Α, που να φας τη γλώσσα σου, πουλάκι μου», κακάρισε η Μάνια από την άλλη άκρη τού τηλεφώνου. «Και δε μού λες... καλός;»
Αυτό το καλός ήταν καρυκευμένο με όλα τα απαγορευμένα αφροδισιακά μαντζούνια τού κόσμου. Τι τής λες τώρα ;
«Τι καλός, ρε μαμά, δεν πρόκειται περί αυτού».
Και περί ποίου πρόκειται τότε, αφού δεν πρόκειται περί αυτού;» Η φωνή της τελείως απαρηγόρητη πλέον. Έχασε ακόμη μια ευκαιρία να ξεφαντώσει μέσω τρίτου.
«Δεν μπορώ να σού πω τώρα, θα σού τηλεφωνήσω κάποια στιγμή».
«Α, Αννούλα, δεν είσαι εντάξει... Αν δε μού πεις, δεν κλείνω, σ᾿ το λέω».
Τώρα έπαιζε. Ήθελε κανένα αλμυρό σχολιάκι, κανένα ορεκτικούλι, για ν᾿ αρχίσει τη μέρα της ευχάριστα. Δεν μπορεί κάποιο λάκκο θα ᾿χει αυτή η φάβα...
«Μαμά, σύνελθε! Δεν είμαι καλά, δε μ᾿ ακούς; Τι θες τώρα;»
Η Άννα τής έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει να κάνει άλλη ερώτηση. Τουλάχιστον ήταν σίγουρη ότι θα τα μπάλωνε, αν τη ρωτούσαν κάτι. Η Μάνια ήταν διπλωματούχος στην παραπλάνηση.
Έτσι η Άννα βρέθηκε μόνη, απαλλαγμένη απ᾿ όλα, απ᾿ όλους, στο κέντρο τής Αθήνας, στο δωμάτιο 512 τού «Χίλτον». Ένα φωτεινό μοναστικό κελί με κλιματιστικό και ταχύτατο room service. Πάνω στο κρεβάτι μια μαύρη σακούλα την περίμενε κι εκείνη δεν τολμούσε ούτε να την ακουμπήσει. Σαν κάποιο αρχαίο εγκεφαλικό της κύτταρο να θυμόταν ακόμα τις συμφορές που τράβηξε πάνω του αυτός που άνοιξε το κουτί τής Πανδώρας.
ΝΕΑΡΉ ΗΘΟΠΟΙΌΣ ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ
ΤΗΝ ΠΥΡΟΒΌΛΗΣΕ ΣΤΑ ΠΌΔΙΑ Ο ΕΡΑΣΤΉΣ ΤΗΣ
ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΦΎΓΕΙ
«Έθνος», 15.4
Η ερωτική απελπισία κόντεψε να οδηγήσει στο έγκλημα τον 49χρονο επιχειρηματία Α. Θωμόπουλο χτες το απόγευμα στην Καστέλα. Η ώρα ήταν περίπου έξι, όταν οι κάτοικοι τής οδού Λουκά Ράλλη στην Καστέλα αναστατώθηκαν από τις φωνές τής Μαργαρίτας Χρούση. Ο εδώ και τέσσερα χρόνια εραστής της είχε μόλις πυροβολήσει δυο φορές στα πόδια την 32χρονη ηθοποιό τού θεάτρου και τής τηλεόρασης. Λίγα λεπτά μετά, ο Θωμόπουλος σε έξαλλη κατάσταση βγήκε στους δρόμους και διαβεβαίωνε τούς έκπληκτους γείτονες ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει το θύμα. Όταν αργότερα συνειδητοποίησε τι έκανε, προσπάθησε να το βάλει στα πόδια, αλλά συνελήφθη από το διοικητή τού 4ου αστυνομικού τμήματος Καστέλας Ευάγγελο Καραχάλιο και τον αστυνομικό Σ. Τσαλαχούρη. Οι γείτονες περιγράφουν το δράστη — παντρεμένο αλλά εν διαστάσει και πατέρα δύο παιδιών— ως άνθρωπο που δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα. Ζούσε στην περιοχή εδώ και τέσσερα χρόνια με το θύμα. Πρόσφατα όμως η Χρούση τού ζήτησε να χωρίσουν και εγκατέλειψε την κοινή τους κατοικία, γεγονός που έφερε σε απελπισία το δράστη. Η νεαρή ηθοποιός δεν έκανε δηλώσεις στους δημοσιογράφους κατά την είσοδό της στον Ευαγγελισμό.
Η ΜΑΡΓΑΡΊΤΑ «ΜΆΔΗΣΕ» ΤΟ ΛΕΦΤΆ ΤΟΥ
ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΡΆΤΗΣΕ
«Λοιπόν» 17.4
Αχ, Μαργαρίτα... Πώς τού την έφερες έτσι τού φουκαρά τού Θωμόπουλου... Για να θυμίσουμε σε όσους ξέρουν και να ενημερώσουμε όσους δεν ξέρουν, ο καλός επιχειρηματίας ανακάλυψε τη Χρούση σε πρωτοποριακό δήθεν θίασο ξέρετε τώρα, απ᾿ αυτούς που κυνηγάνε με το τουφέκι τούς θεατές και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Και τι δεν έκανε για κείνην από τότε... Άφησε τη γυναίκα του και τα παιδάκια του στα κρύα τού λουτρού, τής βρήκε θέατρο στην εμπορική πιάτσα, την επέβαλε στο θίασο, τής εξασφάλισε σίριαλ στον Αντένα (ακόμα το φυσάει και δεν κρυώνει η Χριστίνα Πασά, που τής έφαγε το ρόλο μπαμπέσικα παρά τη στενή, όπως λένε οι κακές γλώσσες, γνωριμία της με τον Μίνω), την έκανε άνθρωπο με λίγα λόγια. Γιατί με τα υπόγεια και την κουλτούρα δεν αγοράζονται τα «Αρμάνι», αγάπη μου, και σένα τα τραβάει ο οργανισμός σου... Άλλο που μόλις γέμισε η ντουλάπα και το θέατρο, πού την είδατε, πού την απαντήσατε τη Μαργαρίτα... Πού να το ᾿ξερε ο Θωμόπουλος, την ώρα που τη «σπίτωνε» στη βίλα τής Καστέλας, ότι αντί να βγει νυφούλα, θα τη βγάζανε τέσσερις απ᾿ αυτήν. Τέλος πάντων, εμάς λόγος δε μάς πέφτει, αλλά το σωστό το λέμε, Μαργαρίτα. Δεν τού φέρθηκες ντόμπρα τού ανθρώπου, γι᾿ αυτό άσε τις μηνύσεις, γιατί θα γελάσουμε πολύ.
Η ΜΑΡΓΑΡΊΤΑ ΧΡΟΎΣΗ ΜΕΤΆ ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΊΟ
ΣΤΗ ΜΉΔΕΙΑ ΤΟΎ ΒΟΥΤΥΡΆ
«Νέα» 5.6
Ο Αντρέας Βουτυτυράς μετά από τρεις μήνες αναζήτησης φαίνεται ότι βρήκε την ιδανική Μήδεια. Όπως μάς πληροφορούν οι πηγές μας, η Μαργαρίτα Χρούση, η νεαρή ηθοποιός που δέχτηκε προ μηνός δυο σφαίρες στο πόδι από τον ζηλότυπο και ευτυχώς άστοχο εραστή της, απέδειξε ότι μπορεί να εμπνεύσει ορμητικά συναισθήματα στη ζωή όπως και στην τέχνη. Ο θίασος θ᾿ αρχίσει σύντομα εντατικές πρόβες και αναμένεται να εντυπωσιάσει το κοινό τού Φεστιβάλ Αθηνών τον Αύγουστο.
Η ΜΑΡΓΑΡΊΤΑ ΧΡΟΎΣΗ ΚΑΤΕΘΕΣΕ ΑΓΩΓΗ
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΎ Α. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ
«Ελευθεροτυπία» 7.5
Η καλή ηθοποιός επισφράγισε το δράμα που ξετυλίχτηκε στην Καστέλα φέροντας την πολύκροτη υπόθεση τού τραυματισμού της στα ελληνικά δικαστήρια. Ο επιχειρηματίας Α. Θωμόπουλος κατηγορείται για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, ενώ η υπεράσπισή του, κατά πληροφορίες, θα προβάλει το ελαφρυντικό τής μέτριας συγχύσεως — ο δράστης είχε καταναλώσει σημαντικές ποσότητες αλκοολούχων ποτών πριν από την απόπειρα και τού προτέρου εντίμου βίου. Το ενδιαφέρον σημείο τής όλης υπόθεσης είναι ότι οι φήμες φέρουν την εν διαστάσει σύζυγο τού Θωμόπουλου να τού συμπαρίσταται ενεργά και να καταθέτει ως μάρτυς υπεράσπισής του ενώπιον τού δικαστηρίου.
ΚΑΣΕΤΑ ΧΡΟΥΣΗ (ΟΙΚΙΑ) Νο 3
(Παράσιτα).
«Έλα... Σε ξύπνησα;»
(Χασμουρητό) «Μμμμμ...»
«Έλα τώρα, που κάνεις και τη δύσκολη... Αφού ήθελες να μ᾿ ακούσεις, δεν ήθελες;»
«Μμμμμ...»
«Είναι πεσμένο το μωρό μου ή μού φαίνεται;»
«Σού φαίνεται...»
«Νυσταγμένο τότε;»
«Ούτε...»
«Για να δούμε... Πεινασμένο;»
(Γέλια) «Το βρήκες! Αυτό είναι. Πεινασμένο. Και δεν υπάρχει κανένας να τού φέρει ένα κρουασανάκι στο κρεβάτι...»
«Ε, όχι και κανένας... Εγώ πάλι ξέρω ένα καλό παιδί, που είναι έτοιμο να σού φέρει κρουασανάκι...»
«Ναι, αλλά πότε; Εγώ τώρα πεινάω...»
«Τώρα θα σ᾿ το φέρει, ρε χαζό...»
«Τότε θα κάτσω ήσυχη ήσυχη στο κρεβατάκι μου και θα το περιμένω...»
«Ο.Κ. Έφτασε!»
«Ο.Κ. Σοκολάτα, έτσι;»
«Πάλι σοκολάτα, βρε άταχτο;»
«Να μού κάνεις τη χάρη. Δε δικαιούμαι σαν παιδί κι εγώ ν᾿ αμαρτήσω;»
«Αμάρτησε, γλυκιά μου, ελεύθερα... Άλλωστε εμένα με συμφέρει...»
«Γιατί;»
«Γιατί ψοφάω γι᾿ αμαρτωλές...»
«Α, μπα;»
«Μάλιστα. Μη με απασχολείς άλλο όμως, γιατί θα κρυώσει το κρουασανάκι σου και θα φωνάζεις...»
«Κοίταξε τον, που θα με βγάλει και στρίγκλα...» «Ε, δεν είσαι λιγάκι; Λιγάκι, τοσοδά δηλαδή...» «Πόσο;»
«Θα σού δείξω από κοντά».
«Δε μού λες, δεν έχεις δουλειά;»
«Αν έχω λέει...»
«Τότε πώς θα μού φέρεις κρουασανάκι;»
«Τι σε νοιάζει εσένα; Θα κάνω τα μαγικά μου κόλπα».
Η Άννα άρπαξε το κασετοφωνάκι και πάλεψε στα τυφλά με τα κουμπιά του, μέχρι να το κλείσει. Μετά άνοιξε το παράθυρο που έβλεπε στην πισίνα και το εκσφενδόνισε από ψηλά με μια θριαμβευτική κίνηση. Το μηχάνημα άστραψε για μια στιγμή στον ήλιο και προσγειώθηκε με μαθηματική ακρίβεια στον πάτο τής τιρκουάζ κηλίδας. Τότε η Άννα στράφηκε στις υπόλοιπες κασέτες, που την περίμεναν σαν νάρκες στο κρεβάτι. Με ένα στυλό άρχισε να τις ξετυλίγει, να τις τραβάει, να τις πατάει μία μία, καταστρέφοντάς τες με μεθοδική απελπισία πριν την καταστρέψουν. Όταν όλες βρέθηκαν με τα σπλάχνα χυμένα στο πάτωμα, στράφηκε στα αποκόμματα. Τα μάζεψε από τις γωνιές που είχαν σκορπιστεί και έβγαλε όσα είχαν απομείνει στη μαύρη σακούλα. Τα στρίμωξε στο μεταλλικό καλάθι των αχρήστων και μ᾿ ένα σπίρτο τούς έβαλε φωτιά. Να καούν. Να καούν οι βρωμιές. Να .. καούν οι λέξεις που την έσερναν αλυσοδεμένη στα σκοτάδια ενός άλλου κόσμου. Να εξαγνιστεί η ψυχή της.
Η φλόγα φούντωσε και για μια στιγμή απείλησε τη συνθετική κουρτίνα. Η Άννα τρομαγμένη κλότσησε το μεταλλικό καλάθι που αναποδογύρισε και έσπειρε φλογισμένα χαρτάκια σε όλη τη μοκέτα. Κρύος ιδρώτας την έλουσε κι άρχισε να πατάει με λύσσα τα επικίνδυνα χαρτιά που ολοένα τής ξέφευγαν. Έτρεξε στο μπάνιο και γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Όταν το σκόρπισε στη μοκέτα, είδε πως η κάπνα απλώθηκε περισσότερο. Η φωτιά είχε σβήσει, μα η κάπνα ήταν πάντα εκεί, χειρότερη ακόμα, πιο επίμονη. Τίποτα δε θα έβγαζε την αηδιαστική βρώμα τής κάπνας απ᾿ αυτή τη μοκέτα.
Η Άννα έψαξε στα τυφλά την τσάντα της κι έβγαλε ένα μπουκαλάκι. Άνοιξε το καπάκι του και το αναποδογύρισε στην παλάμη της. Κίτρινο και κόκκινο. Ο αγαπημένος της συνδυασμός. Κίτρινο και κόκκινο. Γιατί τής άρεσε τόσο πολύ; Πήρε ένα και το ᾿βαλε βαθιά μέσα στο στόμα της, όπως θα ᾿βάζε ένα πληγωμένο πουλί ξανά στη φωλιά του. Στη συνέχεια, το κατάπιε χωρίς νερό. Ύστερα πήρε ένα ακόμα. Το κατάπιε κι αυτό. Κίτρινο και κόκκινο. Υπέροχο φωτεινό κόκκινο και εκτυφλωτικό κίτρινο. Τώρα χρειάστηκε λίγο νερό. Ξάπλωσε αργά πάνω απ᾿ τα σκεπάσματα. Κίτρινο και κόκκινο, σκεφτόταν τη στιγμή που τα χέρια τού ύπνου την τραβούσαν έξω απ᾿ τον εαυτό της. Κόκκινο για τον έρωτά του και κίτρινο για τη ζήλια της.
ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
I
ΦΘΟΝΟΣ
Δαγκώνετε το δόλωμα όμως
κι έτσι στ᾿ αγκίστρι σάς τραβά ο εχθρός ο αρχαίος
DANTE, θεία Κωμωδία,
Καθαρτήριο, άσμα XIV
Άννα
Άκουγα τα χτυπήματα μια να βροντάνε δίπλα στο τύμπανό μου και μια ν᾿ αποσύρονται μακριά. Έπειτα έρχονταν φωνές. Πολλές φωνές. Άγνωστες. Κάτι προσπαθούσαν να πουν, αλλά δε μιλούσαν στη γλώσσα μου. Φωνές που ορθώνονταν μπροστά μου, κάθε που ξαναπροσπαθούσα να επιστρέφω στο τίποτα. Ύστερα κάποιος με άρπαξε απ᾿ το χέρι και με τράνταζε. «Άννα, Άννα», έλεγε μια φωνή πιο κοντινή απ᾿ τις άλλες, και πιο χρωματιστή, πιο οικεία. «Άννα», έλεγε, «παιδί μου».
Παιδί μου; Τι ανακούφιση... Φαίνεται ότι ήμουν κι εγώ παιδί κάποιου. Αυτός θα ᾿ρχόταν και θα έσπρωχνε όλες τις σκιές έξω. Θα μ᾿ έκλεβε από δω μέσα κι απ᾿ τη ζωή μου και θα με πήγαινε πίσω στο κρεβάτι, μέσα στο πάπλωμά μου ζεστά. Χαμογέλασα. Τι τύχη να είσαι το παιδί κάποιου. Εκείνος τώρα θ᾿ αναλάβει κι εγώ κουκουλωμένη θα τον περιμένω για το φιλί τής καληνύχτας.
«Παιδί μου», ξανάπε η φωνή, αλλά τώρα φοβήθηκα. Όχι, όχι δεν ήταν η σωστή φωνή αυτή. Κάποιο λάθος έγινε, τα χείλη μου ψέλλισαν και τα μάτια άνοιξαν για ν᾿ αντικρίσουν ένα τρομαχτικό πρόσωπο κολλημένο στα μούτρα μου. Μάτια μαύρα και στόμα κόκκινο τής φωτιάς. Ζαρωμένο. Μύριζε πούδρα. Μαύρο. Η μάνα μου. Πώς βρέθηκε δω η μάνα μου;
Άνοιξα οριστικά τα μάτια, για ν᾿ αντιμετωπίσω το νέο μου εφιάλτη. Η μάνα μου απέναντι με κοιτούσε κατάπληκτη ανάμεσα σε μια καμαριέρα και δυο υπαλλήλους τού ξενοδοχείου με καρτελάκια στο πέτο. Έριξα το βλέμμα στο πάτωμα. Η μάνα μου. Ντυμένη τοὐ κουτιού με τις πέρλες και τα σχετικά μακιγιάζ, εννοείται, η μάνα μου ανέλαβε να με ξυπνήσει και πάλι.
Ένα χέρι με βροντερά βραχιόλια κουδούνισε στ᾿ αυτί μου και μού σήκωσε το πιγούνι ψηλά.
«Τι τρέχει, αγάπη μου; Μάς τρόμαξες».
Την κοίταζα αμίλητη. Κι εγώ τρόμαξα, ήθελα να τής πω. Δεν είσαι μόνη σου σ᾿ αυτό τον κόσμο. Εγώ να δεις πόσο τρόμαξα.
Η Μάνια, με αέρα γυναίκας που μπορεί να χειριστεί ζόρικες καταστάσεις, έκανε ένα νεύμα στους καθηλωμένους υπαλλήλους, που παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τη σκηνή.
«Μπορείτε να πηγαίνετε. Μη σάς κρατάμε κι εσάς. Ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια».
Βγήκαν απ᾿ το δωμάτιο απρόθυμα. Αυτό ήταν αδικία. Μάς βάζουν στο έργο, σκέφτονταν, και μάς βγάζουν λίγο πριν από το τέλος, έτσι για να μείνουμε με την απορία, γαμώτο.
Η Μάνια άκουσε την ιστορία μου σπασμένη σε μικρές, ηττημένες λέξεις, μα δεν πολυκατάλαβε. Τίποτα καινούριο φυσικά. Ποτέ της δε με πολυκατάλαβε εμένα, ένα άχρωμο παιδί που σχεδόν υπνοβατούσα στη ζωή μου. Από μικρή με έβλεπε περισσότερο να παρατηρώ παρά να πράττω.
«Η ζωή είναι θέατρο, αγάπη μου», μού έλεγε συνέχεια, μήπως και μού εντυπωθεί. «Άρπαξε τον πρώτο ρόλο, γιατί θα σ᾿ τον αρπάξει κάποιος άλλος πιο γρήγορος. Γίνε πρωταγωνίστρια. Το έργο έτσι κι αλλιώς κρατάει τόσο λίγο. Δυο πράξεις, άντε τρεις έχεις στη διάθεσή σου. Μετά αυλαία για πάντα. Κατάλαβες;» Σκατά κατάλαβα. Την κοιτούσα μόνο μ᾿ αυτά τα αγελαδίσια μου μάτια και την άκουγα σχεδόν να σκέφτεται:
«Τίποτα να μην έχει πάρει από μένα αυτό το κορίτσι; Ούτε το μάτι μου το τσακίρικο...»
«Και ποιος σού είπε, ψωνάρα, ότι θέλω να γίνω πρωταγωνίστρια;» τής φώναξα μια φορά στα δεκάξι. Σιγά μην κώλωσε από την επαναστατημένη έφηβο.
«Ε, τότε γίνε ταξιθέτρια», μού απάντησε χολωμένη, «και ζήσε με τα φιλοδωρήματα».
Έκτοτε ένιψε τας χείρας της. Το καθήκον της το είχε κάνει. Ό,τι ήταν να πει, το είπε. Άλλο που εγώ δεν καταλάβαινα. Δε θα τα βάλουμε τώρα και με τα γονίδια. Αφού, σού λέει, ο χαρακτήρας μεταφέρεται με το DNA, αν θα είσαι ευέξαπτος, αν θα είσαι στομαχικός, όλα. Ε, για μένα αποφάσισε ότι πήρα ζαβλακωμένο DNA, Παπαδοπουλέικο. Ίδια ο θείος μου ο Νώντας, που τον είχε η Αριάδνη και τον έπαιζε γιο-γιο. Κι ο πατερούλης μου άλλωστε δεν πήγαινε πίσω... Χαλβάς ήταν κι εκείνος, γι᾿ αυτό και τα βρίσκαμε μεταξύ μας.
«Άντε, να σε μαζέψω εγώ εσένα τώρα! Τι μού κάθεσαι στο κρεβάτι σαν αναξιοπαθούσα και κλαψουρίζεις; Χτες γεννήθηκες, χρυσή μου; Τριάντα εφτά χρονών γαϊδούρα, τώρα το έμαθες ότι οι άντρες είναι καθίκια; Ότι κρέμονται απ᾿ το πουλί τους σαν μπούφοι τώρα το πρωτάκουσες; Εγώ τι σού ᾿λεγα ανέκαθεν; Δείξε σε οποιονδήποτε, μα σε οποιονδήποτε, άντρα έναν ωραίο κώλο και θα τον ακολουθήσει σαν σκυλάκι και στο διάολο ακόμα. Τέτοιοι είναι. Τελεία και παύλα και εξαίρεση καμία. Κι όποιος δεν κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε τίποτα στη ζωή του.
»Τώρα γιατί στην ευχή με κοιτάς έτσι; Είπα κάτι το τρομερό; Είπα απλώς ότι βρήκε κι ο άντρας σου έναν ωραίο κώλο και τον πήρε κι αυτός από πίσω. Σιγά το φοβερό γεγονός. A bientôt θα βαρεθεί και θα τον αφήσει να πάει στο καλό. Οπότε μη μού κάθεσαι και κλαις, γιατί θα γίνεις σαν μπαγιάτικη τσιπούρα. Τα χάλια σου τα βλέπεις; Μετά φταίει ο άντρας σου; Κοίτα μαλλί τζίβα, κοίτα φούστα... Τράβα, παιδάκι μου, να κάνεις έναν καθαρισμό προσώπου σε κάποιο ινστιτούτο, βάλε καμιά αμπούλα, λίγο κολαζέν, κόψε αυτό το μαλλί, βάλε πάνω σου κάνα θηλυκό ρουχαλάκι και θα δεις τότε ποιον κώλο θα κοιτάει ο Βασιλάκης... Άντε, και μη με συγχύζεις άλλο αυγουστιάτικα...»
Όταν γύρισα στο σπίτι ήμουν επιτέλους ήρεμη. Κάτι μέσα μου είχε αγγίξει μιαν ανείπωτη αλήθεια και ακαριαία είχε πεθάνει. Έτσι ήμουνα μέσα έξω παγωμένη, αλλά δεν πονούσα πια. Εκείνος ο πυρετός που γυάλιζε τα μάτια μου και πυρπολούσε τις χειρονομίες μου δεν υπήρχε πια. Τώρα και τα λόγια μου μπορούσα να ελέγξω και τα έργα. Ήμουν σαν ένας τρίτος που ρύθμιζε από τα παρασκήνια τις κινήσεις τής μαριονέτας.
Στο σπίτι ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Όλα όπως τα άφησα. Τα παιδιά βόλτα στην παραλία. Ο Βασίλης στο γραφείο. Εγώ περίσσευα. Μπορούσα κάλλιστα να μην εμφανιστώ. Τίποτα δε θα άλλαζε. Ωραία. Καλύτερα. Καλύτερα;
Τότε γιατί τόσα χρόνια πάσχιζα να ξεπαρκάρω γρήγορα και να οδηγήσω σαν παλαβή από τη δουλειά στο σπίτι, λες και θα καιγόταν συθέμελα αν αργούσα λίγο στο φανάρι; Γιατί έκανα μια τρελή διαδρομή από στάσεις στο φούρνο, στο σούπερ μάρκετ, στο καθαριστήριο, στο περίπτερο, να συγκεντρώσω όσα μού είχαν ζητήσει όλοι, να μη λείψει τίποτα, να μην αρχίζουν και τρίζουν τα δοκάρια τού σπιτιού μας, ν᾿ αντισταθούν στη διάβρωση, στη σκουριά τού έξω κόσμου. Και μόλις έβλεπα ένα λεκέ— ο Χάρης έπεσε στα μαθηματικά και τη φυσική αυτό το εξάμηνο— άρχιζα να τον τρίβω με μανία, να τον εξαφανίσω, να μην εξαπλωθεί. Ιδιαίτερα ο Χάρης, παιδοψυχολόγο ο Χάρης, πεντοχίλιαρο και βαθμό ο Χάρης. Οποιοδήποτε κόλπο ήταν καλό, αρκεί να πιάσει. Εκ τού αποτελέσματος πάντα.
Κι έπιασε. Δεκατέσσερα μαθηματικά ο Χάρης. Πάντα έπιανε. Γιατί όχι και τώρα; Τι άλλαξε τώρα; Τα πάντα. Αυτή τη φορά δεν ήταν ένας απλός λεκές. Ήταν πεσμένα τα δοκάρια τού σπιτιού και οι τοίχοι σωριασμένοι και το δικό μου το σώμα παγιδευμένο κάτω απ᾿ τα ερείπια. Ανεπιθύμητο. Άχρηστο. Αόρατο για τούς άλλους. Αόρατο και για μένα. Σαν τη Γουίνυ* στις ευτυχισμένες μέρες, τρελαμένη, θαμμένη απ᾿ το παρελθόν. Χωρίς μερίδιο στο μέλλον. Άλλοι θα το μοιραστούν αυτό. Μια άλλη ράτσα, με αστραφτερά γονίδια, με λάμπον DNA, με νικηφόρα μοίρα.
Άναψα ένα τσιγάρο στο σκοτάδι και κοίταξα μακριά τα φώτα τής παραλίας. Χιλιάδες μικρές λαμπερές κουκκίδες είχαν συνεργαστεί και χάραζαν το σκοτάδι μ᾿ ένα όνομα: ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ.
Το βράδυ την είδα στον ύπνο μου. Όχι όμως ζωντανή. Φαίνεται δεν άντεχα να τη δω ζωντανή. Πήγαινα, λέει, στο περίπτερο να πάρω εφημερίδα. Πλησιάζοντας βλέπω κόσμο μαζεμένο. Τρέχω κι εγώ να δω τι διαβάζουν έγινε πόλεμος, σκέφτηκα, χανόμαστε. Όμως αυτό που αντίκρισα ήταν το πρόσωπο τής Μαργαρίτας πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες. Σε κάποιες γελούσε αινιγματικά, σε άλλες κοίταζε ψηλά και μακριά σαν αυτοκράτειρα. Πανέμορφη. Σού έκοβε την ανάσα. Έσπρωξα κάποιους και πλησίασα το περίπτερο. Αυτό ήταν εξωφρενικό. Ήταν εξώφυλλο σε όλα τα περιοδικά. Άστραφτε σαν προϊόν δοκιμαστικού σωλήνα, το πιο αχνό ροδακινί δέρμα, τα πιο τρυφερά χείλη.
Το πιο τρομερό ήταν ότι τα πορτρέτα αυτά άλλαζαν συνεχώς. Όσο πιο πολύ τα κοιτούσε ο κόσμος, τόσο πιο εκτυφλωτικά γίνονταν. Σαν να ήταν ζωντανές οι φωτογραφίες κι έκλεβαν ενέργεια από τα μάτια των αθώων που έπεσαν στην παγίδα τους. Σε πέντε λεπτά η Μαργαρίτα Χρούση δεν ήταν πια μια ωραία γυναίκα. Ήταν μια απαστράπτουσα θεά, η επόμενη γενιά γυναικών που ερχόταν ολοταχώς από μια εικονική πραγματικότητα, για ν᾿ αχρηστεύσει την προηγούμενη. Μα τι διάολο, δεν το έβλεπαν; Τι κάθονταν όλοι αυτοί μαζί στοιβαγμένοι και κοίταζαν σαν χαζοί, αφήνοντας τις εικόνες να τούς κάνουν αφαίμαξη;
Ξύπνησα τρομαγμένη, που μόνο εγώ έμοιαζα τρομαγμένη.
Το πρωί τα παιδιά με ανάγκασαν να σηκωθώ. Είχαν όρεξη για παιχνίδι. Πήραν λοιπόν φόρα κι έπεσαν σαν οβίδες στο διπλό κρεβάτι κάνοντας «μπουμ, μπουμ» με το στόμα. Εικόνα που ερχόταν από πολύ παλιά.
Άνοιξα τα μάτια και τούς κοίταξα ήσυχα. Δεν αισθανόμουν τίποτα γι᾿ αυτά τα εκκωφαντικά πλάσματα, αλλά αυτό δε με τρόμαζε πλέον. Προσπάθησα μόνο να θυμηθώ τι ακριβώς έκανα άλλοτε σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις, ώστε να το μιμηθώ. Ήθελα απλώς να τα ξεγελάσω και να τούς ξεφύγω. Δεν έπρεπε να τ᾿ αφήνω πια να αποσπούν την προσοχή μου. Τώρα μού χρειαζόταν όλη η προσοχή που είχα στα αποθέματα μου και δεν είχα αρκετή.
Τα αγκάλιασα με τα δυο μου χέρια, μα γρήγορα τα έσπρωξα διακριτικά πίσω. Όχι, όχι τόσο κοντά. Εκπέμπουν μια ζέστη, μια μυρωδιά, θα με πάνε αλλού, θα με ξανακάνουν τυφλή και κουφή και μητέρα. Εγώ τώρα στηριζόμουν στο ένστικτο τής αυτοσυντήρησης. Εσύ να σωθείς, μοὐ έλεγε, εσύ πρώτα. Τώρα είσαι γυναίκα. Όχι. Δεν είσαι γυναίκα. Μάλλον δεν υπήρξες ποτέ. Αλλά γιατί; Να δεις και να καταλάβεις γιατί. Είναι μεγάλη ανάγκη να συγκρίνεις τον μικρό, χλομό, ανεπαρκή εαυτό σου με μιαν αληθινή γυναίκα. Τη Μαργαρίτα, ασφαλώς τη Μαργαρίτα.
Για πρώτη φορά είπα «Μαργαρίτα» και δεν τρελάθηκα όταν σχημάτισε το μυαλό μου αυτό το όνομα. Ούτε θύμωσα. Μια πείνα μόνο, ένας σπασμός στο στομάχι, μια μπόρα αδρεναλίνης που ρωτούσε: Πότε θα τη δω; Πρέπει να τη δω από κοντά, πρόσωπο με πρόσωπο, σε απόσταση αναπνοής, να δω τα αστραφτερά της δόντια, τα ρόδινα ούλα, τούς αστραγάλους, πρέπει να δω τα εσώρουχά της. Είχα μισοντυθεί, όταν η Κατερίνα με φώναξε στο τηλέφωνο.
«Η γιαγιά», μού ψιθύρισε συνωμοτικά. «Πάντως μια χαρά ακούγεται».
Τής έκανα σστ... βάζοντας το δάχτυλο στο στόμα. Πήρα το ακουστικό.
«Έλα, μαμά, εγώ είμαι».
«Μάς ακούει κανείς;»
Η φωνή τής μάνας μου προσπαθούσε μάταια να καλύψει ότι κάπου βαθιά μέσα της το καταδιασκέδαζε το πράμα. Είχε ξαναγίνει δεκαοχτώ χρονών κι έστηνε αντρικές παγίδες με τις φιλενάδες της.
«Γιατί ρωτάς, μαμά; Έχεις να μού πεις κάτι;» Αρνήθηκα ανοιχτά να μπω στο παιχνίδι.
«Όχι, εσύ έχεις να μού πεις κάτι. Πώς είσαι; Ηρέμησες καθόλου;»
«Είμαι μια χαρά, ευχαριστώ. Ντυνόμουν να φύγω».
«Μπα, για πού το ᾿βαλες;»
Η Μάνια τώρα προσπαθούσε να καταλάβει αν ήμουνα πάλι χαπακωμένη και δεν καταλάβαινα τίποτα ή απλώς φοβόμουνα μήπως μ᾿ ακούσουν. Μάλλον το δεύτερο, κατέληξε στα γρήγορα.
«Θα πάω γυμναστική».
Αυτή η μικρή φράση κατόρθωσε το ακατόρθωτο. Βούλωσε το στόμα τής Μάνιας για τρία λεπτά. Γυμναστική; Εγώ που δε σηκώνω το χέρι να σταματήσω ταξί, για να μην πάθω εξάρθρωση τού ώμου. Τέτοια κλίση έχω στη γυμναστική. Εγώ και στο σχολείο ζητούσα από τον οφθαλμίατρο να μού υπογράψει πιστοποιητικά ότι θα πάθω αποκόλληση τού αμφιβληστροειδούς, για να γλιτώσω ακόμα και αυτό το στοιχειώδες «πάνω τα χεράκια, κάτω τα χεράκια».
«Πλάκα μού κάνεις;»
«Καθόλου. Αποφάσισα ν᾿ αρχίσω γυμναστική».
«Έελα... Τι να πω; Κάλλιο αργά παρά ποτέ...» Και σίγουρα συμπλήρωσε από μέσα της «Μωρέ, καλά τα λέω εγώ... Θαυματουργό το κέρατο. Και νεκρούς ανασταίνει!»
«Κλείνω τώρα, γιατί θ᾿ αργήσω. Εντάξει;»
«Εντάξει. Πάρε με μετά να μού πεις. A propos δεν πιστεύω να ξεφούρνισες τίποτα στον Βασίλη;»
«Όχι, μαμά, μην ανησυχείς».
«Εγώ για σένα το λέω... Δε σε συμφέρει. Τι θα πετύχεις; Το πολύ πολύ ένα διαζύγιο. Θέλεις διαζύγιο;»
«Επιμένεις να σού απαντήσω τώρα αμέσως επ᾿ αυτού;» Η φωνή μου άρχισε να παίρνει πάλι επικίνδυνες αποχρώσεις.
«Όχι, βέβαια. Να μού υποσχεθείς μόνο ότι δε θα κάνεις τίποτα απολύτως πριν το συζητήσουμε. Εντάξει;»
Η Μάνια ήταν σίγουρη πως το μπλα μπλα της ήταν ακατανίκητο. Δώσ᾿ της ένα οχτάωρο και θα με ψήσει να μη βγάλω άχνα. Τουλάχιστον τώρα που ο Βασιλάκης είναι στα ντουζένια του.
«Τι θα βγάλεις, αν τού τα πεις όλα; Βαριά βαριά κανένα συναινετικό. Ν᾿ αφήσει την άλλη πάντως αποκλείεται σ᾿ αυτή τη φάση. Γι᾿ αυτό δώσε στα πιτσουνάκια σχοινί για να κρεμαστούν. Δεν είμαστε και όλες εμείς οι παλιότερες ηλίθιες. Άσε να τού περάσει η κάψα και μετά τον αφήνεις να καταλάβει ότι κάτι μυρίζεσαι. Τότε να δεις για πότε την παρατάει κι επιστρέφει στη φωλιά του καλός και ξεδιαλεγμένος. Οι τύψεις είναι σπουδαίο εργαλείο. Αλλά δυστυχώς τις νιώθεις μόνο αφού την κάνεις την αμαρτία. Άσ᾿ τον λοιπόν να την κάνει... Τι έγινε δηλαδή, χάλασε ο κόσμος;»
«Εντάξει, τα λέμε. Κλείνω τώρα».
«Ηρέμησε, χρυσό μου, θα κλείσω, ένα λεπτό. Δε μού είπες. Σε ποιο γυμναστήριο θα πας;»
«"BODY SHAPE", Λουκιανού 3».
«Δεν το ξέρω. Σ᾿ το σύστησε καμιά φίλη σου;»
«Ναι...» είπα, και συμπλήρωσα αφού κατέβασα το ακουστικό: «Η Μαργαρίτα».
Μπήκα στο στούντιο με το ψάρωμα που θα έμπαινα στο ακρωτήριο Κανάβεραλ. Με το δεξί μου χέρι έσφιγγα το φανταχτερό διαβατήριό μου σ᾿ αυτή την καινούρια χώρα των σφιχτών μηρών: τη σακούλα με τα ψώνια. Μάγια μαύρη λίκρα, μαύρο κολάν με άσπρες ρίγες, μπαλέ παπουτσάκια, τα πήρα όλα, να είναι τέλεια η μεταμφίεση, να παραβλέψουν την κάτω βόλτα τού μυϊκού μου συστήματος, να περάσω με επιτυχία τον έλεγχο.
«Για τι τα θέλετε;» με ρώτησε, μόλις έδειξα τα παπουτσάκια, μια μικρούλα πωλήτρια με ύφος και λαιμό αλά λίμνη των κύκνων.
«Τι εννοείτε για τι τα θέλω;» ρώτησα με τη σειρά μου με γνήσια απορία.
«Μπαλέτο ή γυμναστική κάνετε; Για να σάς δώσω τις σωστές πουέντ, ρωτάω».
Μπαλέτο; κάγχασα από μέσα μου. Στραβώθηκες, παιδάκι μου; Τι μπαλέτο; Για ρίξε μια προσεχτική ματιά. Μόνο το πτώμα τής κακιάς μάγισσας μπορώ να κάνω εγώ σε μπαλέτο.
«Γυμναστική», είπα τελικά κοφτά και πήγα προς το ταμείο. 47.895. Έδωσα την κάρτα μου χωρίς δεύτερη σκέψη. 50.000 για ένα φορμάκι γυμναστικής κι ένα κολάν. Λίγες μέρες πριν θα έφριττα, θα μουρμούριζα για βδομάδες. Λίγες μέρες πριν δε θα το αγόραζα. Θα πήγαινα γυμναστική με την παλιά μου φόρμα. Λίγες μέρες πριν δε θα πήγαινα καν γυμναστική. Λίγες μέρες πριν που ήμουν η Άννα.
Μισόκλεισα τα μάτια μην αντέχοντας την επίθεση τού φωτός. Τα αμείλικτα βατ συναντούσαν τις αστραφτερές επιφάνειες και τις έκαναν καθρέφτες. Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον εκεί μέσα. Κρουστή σάρκα κυκλοφορούσε τυλιγμένη σε ελάχιστα φλούο κομμάτια ελαστικών. Γραμμωμένοι τρικέφαλοι στις δόξες τους φλέρταραν ασύστολα με υπέροχα στητούς ραχιαίους. Στους καρπούς και τα μέτωπα κορδέλες απορροφούσαν αρωματικούς, ακριβοπληρωμένους και πολλά υποσχόμενους ιδρώτες.
«Μπορώ να σάς βοηθήσω;» με ρώτησε μαλακά ένας νεαρός, τέλειο δείγμα τής δουλειάς τού στούντιο, στη ρεσεψιόν. Είχα πλησιάσει αργά χαζεύοντας γύρω μου. Ήταν φανερό ότι ακόμα δεν είχα εγκλιματιστεί.
«Ορίστε;»
«Αν μπορώ να σάς βοηθήσω, λέω...»
Το επανέλαβε με άψογη επαγγελματική μεγαθυμία, αλλά η ματιά του τον πρόδωσε. Άντε πάλι, έλεγε το βλέμμα του, άλλο ερείπιο μάς πλάκωσε, να το κάνουμε άνθρωπο στα σαράντα. Άντε να τη μαζέψουμε τώρα αυγή... Ούτε που θα ᾿χει δει μπάρα στα μάτια της. Το χεράκι της μέχρι το ψηλό ράφι στον Βασιλόπουλο θα ᾿χει φτάσει κι αυτό παίζεται... Για να τής ανεβάσεις τον κώλο αυτηνής μόνο ασανσέρ σε σώνει...
Βιάστηκα ν᾿ απαντήσω, για να σωπάσει επιτέλους το υπονομευτικό του βλέμμα.
«Θα ήθελα ν᾿ αρχίσω γυμναστική. Μπορείτε να μού πείτε τι τμήματα υπάρχουν;»
«Ασφαλώς. Έχουμε πλήρη τμήματα αερόμπικ —high eneigy and low eneigy— στρέτσιγκ, σουηδική, ενόργανη, πρόγραμμα γράμμωσης με βαράκια, jazz, κολύμβηση με ή χωρίς προπονητή. Τώρα δοκιμάζουμε μια τάξη γιόγκα...»
Τα είπε και μετά απόμεινε να με κοιτάζει αυτάρεσκα, απολαμβάνοντας το μπέρδεμά μου.
«Λοιπόν, τι προτιμάτε;»
Δε μ᾿ έβλεπε πρόθυμη ν᾿ απαντήσω και σκέφτηκε να τη σπρώξει λίγο την κατάσταση.
«Με συγχωρείτε», τού ψέλλισα με μισή φωνή, «μπορείτε να μού πείτε, σάς παρακαλώ, ποιο τμήμα παρακολουθεί η κ. Χρούση; Είναι φίλη μου και... είπαμε να είμαστε παρέα...»
Ο νεαρός με κοίταξε με επιφύλαξη. Ήταν φανερό ότι ήθελε κάτι να μού πει, χωρίς όμως να με χάσει κι από πελάτισσα.
«Ξέρετε... νομίζω η κυρία Χρούση έχει σταματήσει. Έχω καιρό να τη δω».
Τώρα αυτός πάει φιρί φιρί να τού δείξω τη φωτογραφία που τράβηξε ο Αλέκος...
«Δεν έχει σταματήσει, ξέρω τι σάς λέω. Ψάξτε λίγο τα αρχεία σας και θα τη βρείτε».
Ο μικρός με τούς μεγάλους μυς άνοιξε το αρχείο πελατών στο κομπιούτερ του και χτύπησε το όνομα τής Μαργαρίτας. Μετά από λίγο αναφώνησε.
«Τελικά έχετε δίκιο. Η κυρία Χρούση εξακολουθεί να έρχεται. Όμως...»
Όταν σταμάτησε πάλι, μού ήρθε η άγρια επιθυμία να τού σπάσω το φίσκα στο τζελ κεφάλι του. Τι έγινε πάλι, ρε τσόγλανε, γιατί σταμάτησες; Τρέχει τίποτα; Τι θα μάς πεις αυτή τη φορά; Ότι η κυρία Χρούση είναι στην τάξη πρωταθλητισμού και δε θα μπορέσω να την παρακολουθήσω; Σιγά το νέο.
«Όμως;»
«Η κυρία Χρούση, ξέρετε, είναι στην πιο προχωρημένη τάξη τού στούντιο. Είναι μια ομάδα που κάνει χρόνια αερόμπικ, βαράκια ατασέ χέρια πόδια, high impact. Δε θα σάς πέσει πολύ για αρχή; Φοβάμαι μην απογοητευτείτε και εγκαταλείψετε...»
Αν εγκατέλειπα τόσο εύκολα, άνθρωπέ μου, δε θα ήμουν εδώ τώρα.
«Και ποιος σάς είπε ότι είμαι στην αρχή;»
Τώρα ο μικρός ταπώθηκε για τα καλά. Κάτι πήγε να ψελλίσει, αλλά αποφάσισε ότι ο πελάτης έχει πάντα δίκιο και σταμάτησε.
«Όπως νομίζετε».
Ξανακοίταξε την οθόνη και μετά σήκωσε τα μάτια του σε μένα.
«Η κυρία Χρούση έρχεται Δευτέρα, Τρίτη και Σάββατο τέσσερις με πέντε. Σάς βολεύει;»
«Απολύτως».
Τού έδωσα τ᾿ όνομά μου, ψεύτικο φυσικά, Πανοπούλου. Τού έδωσα και 20.000 για την εγγραφή και άλλες 20.000 για τις πρώτες τέσσερις εβδομάδες. Κάποτε πρέπει να κάνω τη σούμα. Πόσο θα μάς κοστίσει αυτό Βασίλη; Πώς θα τον πληρώσουμε τούτον τον καταραμένο λογαριασμό; Και τι θα μάς μείνει; Θα υπάρχουν ρέστα;
Μετά βγήκα κι άρχισα να περιφέρομαι μέχρι να πάει τέσσερις. Ήταν Δευτέρα, ευτυχώς. Ό,τι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει γρήγορα.
Βιάστηκα να ξαναμπώ στο στούντιο πριν από τις τέσσερις, ώστε να μη συμπέσω με τη Μαργαρίτα στη ρεσεψιόν και ξεμπροστιαστώ μπροστά στο μυώδη τύπο. Μια ξανθούλα με οδήγησε στ᾿ αποδυτήρια με πηδηχτό βήμα. Ήταν ένα μακρόστενο δωμάτιο ντυμένο με καθρέφτες και μπρούντζινους κρίκους για ρούχα και σακ βουαγιάζ. Στον αέρα πλανιόταν κάτι που έμοιαζε με άρωμα τού Κάλβιν Κλάιν ανακατωμένο με τη μυρωδιά τής έξαψης, τού ιδρώτα τής σάρκας που άνθιζε σ᾿ αυτό το παράδοξο λιβάδι με την πράσινη μοκέτα.
Άρχισα να ξεκουμπώνω την μπλούζα μου αργά με τα μάτια καρφωμένα στα δαντελένια σουτιέν— ιβουάρ τού μαργαριταριού και ροζ τής σαμπάνιας— τα προσεχτικά διαλεγμένα από εραστές, τα χαϊδεμένα από τρεμάμενα δάχτυλα. Όταν το δικό μου ξεμύτισε στον καθρέφτη, τού γύρισα απότομα την πλάτη. Κανένα χέρι δε βιάστηκε ποτέ ν᾿ απαλλαγεί απ᾿ αυτό το λευκό στοιχειώδες εσώρουχο. Μόνο το Πριζουνίκ Μαρινόπουλος βιάστηκε να τα ξεπουλήσει την άνοιξη με έκπτωση 40%.
Πέρασα γρήγορα τη μάγια στο σώμα μου. Τώρα ένιωθα λίγο ασφαλέστερη. Το ελαστικό ρούχο έκλεινε μέσα του τη χαλάρωση τού λησμονημένου μου κορμιού. Γι᾿ αυτό τελικά το πλήρωνες τόσο ακριβά. Για να κρύψει από τα μάτια των άλλων και τα δικά σου, τα αμείλικτα όσα ήταν ολοφάνερα. Παρηγορητική θεραπεία, που λένε.
Τη στιγμή που έσκυψα να περάσω τα παπουτσάκια στα πόδια μου, την είδα να δρασκελίζει το κατώφλι. Τα πόδια της είδα στα μοκασίνια τους και μια κόκκινη φούστα, αλλά το ήξερα πως ήταν αυτή. Στην αρχή έκανα μια ενστικτώδη κίνηση να καλυφθώ, αλλά φυσικά δε χρειαζόταν. Αποκλείεται να με γνώριζε. Ο Βασίλης δεν είχε ποτέ φωτογραφία μου στο πορτοφόλι, ούτε στο γραφείο του κυκλοφορούσαν τα γνωστά οικογενειακά ενσταντανέ. Από περιγραφές πάλι δεν μπορούσε να με σταμπάρει. Τι να τής είχε πει για την απατημένη σύζυγο; Μια κοντή, καστανή, αδύνατη; Όλη η Ελλάδα δηλαδή· σιγά τον εξωτικό τύπο. Έτσι χαλάρωσα ξανά και πήρα θέση.
Δεν την έχασα από τα μάτια μου όσο γδυνόταν. Παράξενο. Την έβλεπα μπροστά μου με σάρκα και οστά, αλλά δεν πονούσα. Με θριαμβευτική σάρκα και θεαματικά οστά. Αλλά δεν πονούσα. Το μάτι μου ερευνούσε και κατέγραφε, αποθήκευε χιλιάδες bites πληροφοριών με την ψυχρότητα και την ουδετερότητα τού μηχανήματος. Σαν να ᾿μουν τοπογράφος μετρούσα αυτό το θαυμάσιο οικόπεδο, το προνομιούχο ανθρώπινο τεμάχιο, για ν᾿ αποφανθώ περί τής αντικειμενικής του αξίας. Αργότερα θα πονούσαν τα μάτια μου από την απαγορευμένη θέα. Το βράδυ θα μούδιαζαν τα μέλη μου από την οδυνηρή ανάμνηση τής τελειότητας των μηρών τής Μαργαρίτας. Τώρα ήμουν εντάξει. Τώρα ήξερα περισσότερα απ᾿ αυτήν την ψηλόλιγνη αμαζόνα, που γδυνόταν με την άνεση γυναίκας που δεν έχει τίποτα να κρύψει.
Μια μπάσα φωνή μας έβγαλε όλες από τ᾿ αποδυτήρια. Η γυμνάστρια ήταν. Στιβαρή κοπέλα, με βλέμμα που δε σήκωνε πολλά. Σίγουρα αριστούχος τής Γυμναστικής Ακαδημίας. Σίγουρα λάτρης των πρωτεϊνούχων γευμάτων. Σίγουρα μπανάνες milkshake κάθε πρωί. Μάλλον θα με περιφρονήσει αμέσως, κατέληξε ο χειμαρρώδης συνειρμός μου.
Βολεύτηκα σε μια ημιαθέατη θέση τής τελευταίας σειράς. Μπροστά μου στραφτάλιζαν κορμάκια χρωματιστά κι ορεκτικά, σαν ζωντανές καραμέλες. Αλλά εγώ κοίταζα μόνο εκείνη. Εκείνη, τόσο αυτονόητα τοποθετημένη στην πρώτη σειρά, τόσο αυταπόδεικτα κορυφαία, περίμενε τη μουσική να ξεκινήσει, τεντώνοντας τα μακριά της χέρια πάνω απ᾿ το κεφάλι της για να τα ξεμουδιάσει μια κίνηση κλεμμένη από τη Βασίλισσα των πάγων. Ακόμα κι όταν εισέβαλαν οι πρώτες νότες κι όλα τα μέλη σάλεψαν ταυτόχρονα με μιαν ασυνείδητη ενέργεια, εγώ ασάλευτη εκείνην έβλεπα να παίρνει θέση μάχης. Να τινάζει τα μακριά, γυμνά της πόδια και μετά να τ᾿ ανοίγει σε μέτρια διάσταση κατά το πρόσταγμα. Χάζευα τη σπονδυλική της στήλη να οριζοντιώνεται και μετά κυματιστά να ξαναπαίρνει την όρθια θέση με μια γατίσια φιγούρα.
Με ξύπνησε η γυμνάστρια.
«Εσείς, στο τέλος δεν αισθάνεστε καλά;» ρώτησε μη βρίσκοντας καμιά πρόχειρη εξήγηση για την απολιθωμένη στάση μου.
Τής έγνεψα καθησυχαστικά και βάλθηκα απρόθυμα να κουνάω ασυντόνιστα χέρια και πόδια. Ο καθρέφτης απέναντι με βομβάρδιζε ύπουλα με κομματάκια μιας προδοτικής εικόνας. Μιας εικόνας που ήταν ταυτόχρονα η πιο οικεία και η πιο ξένη. Η δικιά μου. Ποιος τον έστησε εκεί απέναντι, ποιο χέρι τον άπλωσε σε όλο τον τοίχο; Δε βοηθάει, δε με βοηθάει, με πολεμάει.
«Δεν προσπαθείτε όμως να παρακολουθήσετε την τάξη...»
Η αμήχανη φωνή τής γυμνάστριας έστρεψε όλα τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα προς το μέρος μου. Τι είναι αυτή η τύπισσα πάλι; Έγνεφαν η μια στην άλλη οι ξανθές σαντρέ αλογοουρές όλο συγκατάβαση, είδε καμιά γιγαντοαφίσα —σάς κάνουμε κορμάρες σε μια βδομάδα— και μάς ήρθε;
Έπρεπε να πω ή να κάνω κάτι επειγόντως. Ένα καμπανάκι κινδύνου είχε αρχίσει να χτυπάει ήδη. Αν με περνούσαν για νούμερο, θα καταστρεφόταν το σχέδιό μου. Θα κινούσα υπερβολικά την προσοχή τους.
«Δε νιώθω πολύ καλά... Ο ήλιος μάλλον... Αν δε σάς ενοχλεί, θα προτιμούσα να σάς βλέπω μόνο».
Η γυμνάστρια σήκωσε τούς ώμους, μού έδειξε με τα μάτια μια θέση πλάγια και έδωσε το δεύτερο παράγγελμα στο ανυπόμονο γκρουπ. Έσπευσα στη θέση που μού υπέδειξε προσπαθώντας να πιάσω τον ελάχιστο δυνατό χώρο, να λησμονήσουν την παρουσία μου γρήγορα.
Έτσι έγινε. Σε λίγα λεπτά ο ρυθμός όρμηξε και τις άρπαξε. Τις πέταξε ψηλά, μηροί και λαγόνες, χέρια και ωμοπλάτες, βορά τής αδρεναλίνης. Τα μάτια γυάλισαν. Οι γυναίκες αυτές είχαν δραπετεύσει από τις ζωές τους για λίγο. Σε μισή ώρα θα τις φορούσαν ξανά μαζί με τα ρούχα τους, σαν να μην έγινε τίποτα.
Πέντε λεπτά πριν από το τέλος με αθόρυβα βήματα πέρασα στα αποδυτήρια. Εντόπισα αμέσως το σάκο τής Μαργαρίτας κι έκανα χώρο δίπλα του, μετατοπίζοντας ξένα ρούχα και παπούτσια. Ύστερα στρίμωξα τα πράγματά μου στην κενή θέση και άρχισα να ντύνομαι όσο πιο αργά γινόταν.
Σε λίγο το ιδρωμένο μπουλούκι κατέκλυσε το χώρο. Η Μαργαρίτα πλησίασε βαριεστημένα. Εγώ, η καινούρια Άννα, ανέβασα τούς ρυθμούς μου στο φυσιολογικό. Καθώς η ξαναμμένη κοπέλα άρχισε να κατεβάζει τις τιράντες τής μάγιας της, μιας μάγιας μπλε στο χρώμα των ματιών της, στο καινούριο χρώμα των ματιών της δηλαδή, ήγγικεν η ώρα, αποφάσισα, πρόσεχε τώρα!
Και μίλησα.
«Κι έλεγα κι εγώ... Κάτι μού θυμίζατε... αλλά δε μού ᾿ρχόταν. Μίση ώρα παιδεύομαι...»
Η κοπέλα σταμάτησε να κουμπώνει την μπλούζα της και με κοίταξε. Τώρα με βλέπει για πρώτη φορά, διαπίστωσα ανακουφισμένη. Την ψιλοκόντρα μου με τη γυμνάστρια την είχε αγνοήσει. Είχε τα δικά της. Με καινούριο θάρρος απάντησα στο απορημένο βλέμμα.
«Τώρα μόλις μού ᾿ρθε!» είπα θριαμβευτικά κι από μέσα μου ευχόμουνα κάνε να μην ακούγομαι, Θεούλη μου, σαν χαζοχαρούμενο. Κάνε ν᾿ ακούγομαι απλώς σαν ένα αυθόρμητο πλάσμα, κάποια που θα ᾿θελες να πιεις έναν καφέ μαζί της, άμα τύχει...
«Δηλαδή;» έκανε η Μαργαρίτα.
«Πέρσι στο θέατρο "Αμόρε"», δήλωσα περήφανα. Αργότερα θα μιλούσα για τα τηλεοπτικά. Να μη με περάσει για καμιά τηλεορασομανή κότα. Άλλωστε θα ᾿χε πήξει από τέτοιες θαυμάστριες. Άλλο πράμα να βρεις κάποιον που εκτίμησε τη θεατρική σου δουλειά. Με άλλο μάτι θα τον δεις, θα τον μετρήσεις.
«Α, είχατε δει το Όνειρο θερινής νύχτας», μού χαμογέλασε η Μαργαρίτα κουμπώνοντας το τρίτο κουμπί.
Η στάση της έγινε αυτόματα πιο ευθυτενής, τα λαμπάκια τού προσώπου της άναψαν. Ήταν μπροστά σε μια θαυμάστριά της. Το πανηγύρι τής ματαιοδοξίας άρχιζε.
«Δυο φορές. Τον αγαπάω πολύ τον Σαίξπηρ. Ειδικά μ᾿ αυτό το έργο είχα κόλλημα από μικρή».
«Ναι, ε;»
Προφανώς η ομορφονιά μας θα προτιμούσε να παίξει την Ιουλιέτα, δεν τον συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό μου.
«Μα είναι τόσο γοητευτικό το παιχνίδι των αναίτιων αλλαγών. Εκεί που λιώνεις από έρωτα για κάποιον, μ᾿ ένα τσακ, κάτι ελάχιστο, μ᾿ ένα μαγικό ραβδάκι, τα μάτια σου κολλάνε αλλού και η παλιά σου αγάπη γίνεται καπνός».
Βάζω στοίχημα πως κάτι σού θυμίζει αυτό, κούκλα, ήθελα να συμπληρώσω, αλλά βεβαίως το άφησα.
«Κι ο Κανάκης στην εισβολή τής τύχης είχε κολλήσει», βρήκε το ρυθμό της η Μαργαρίτα. «Μάς είχε πρήξει να βγάλουμε αυτή την απελπισία αλλά και την ελαφρότητα τού έρμαιου τής τύχης».
«Εσύ πάντως έπαιζες τόσο στην κόψη, που ακόμα το θυμάμαι. Μερικοί αντιδρούσαν εσωτερικά, το ᾿βλεπες, δεν είχαν πειστεί. Εσύ όμως κολυμπούσες μέσα στο ρόλο».
Αφού στις μπούρδες τσιμπάς, μπούρδες θα σού πω. Όλο το θέατρο με τέτοιες συνθηματικές αερολογίες συνεννοούνταν; Η άλλη βέβαια χαμογελούσε πανευτυχής, που κάποιος επιτέλους το ᾿πιασε ότι κολυμπούσε στο ρόλο. Οι κριτικοί την είχαν χεσμένη. Πού να καταλάβουν τα ζώα από κολύμπι...
«Να ᾿σαι καλά».
Α, όχι «Να ᾿σαι καλά» και ξεμπερδέψαμε. Ανάπτυξε, παιδάκι μου, το θέμα. Για τέχνη μιλάμε εδώ πέρα...
«Τώρα ετοιμάζεις τίποτα;»
Έσπευσα να δώσω ανέμελα μια προοπτική στη συζήτηση, βγάζοντας ταυτόχρονα το κολάν μου. Με ανησυχούσε πολύ που ο στόχος δε χαλάρωνε εύκολα.
«Ναι, ετοιμάζομαι για Επίδαυρο με τον Βουτυρά. Όχι πρωταγωνίστρια», έσπευσε αμέσως να διευκρινίσει. «Θα κάνω την παραμάνα στη Μήδεια».
«Παραμάνα junior; Δεν είσαι πολύ νέα για παραμάνα;»
«Είναι άποψη...»
Το είπε διφορούμενα κι έστρωσε την μπλούζα της. Η Μαργαρίτα πανέτοιμη και φρέσκια κρατούσε τώρα το σάκο της κι έψαχνε τρόπο να χαιρετήσει τη θαυμάστρια και να φύγει. Πρόσεχε όμως. Αυτές οι μικρές, γλυκές κυριούλες που σού λένε πόσο σε θαυμάζουν, ένα μικρό μερίδιο από τη λάμψη σου γυρεύουν. Ένα κομματάκι προσοχής, ίσα για να το διηγούνται στις φίλες τους. Δεν ξέρεις τι καλή κοπέλα η Χρούση, θα λένε μασουλώντας κρουασάν, κάνουμε μαζί γυμναστική. Ένα σώμα... Πάμε να τη δούμε το Σάββατο; Αν όμως μυριστούν τη βαριεστημάρα σου, και τη μυρίζονται σαν σκυλιά οι αθεόφοβες, αμέσως γυρίζει ανάποδα ο θαυμασμός. Σε λένε σκύλα και σνομπ τσουλί. Τότε αποτρέπουν τις φιλενάδες τους να σε δουν στο θέατρο. Σιγά τη Σάρα Μπερνάρ, μουρμουρίζουν, την πήδηξε ο σκηνοθέτης κι έγινε πρωταγωνίστρια. Έτσι ξέρω κι εγώ...
«Εγώ πρέπει να πηγαίνω... Έχω πρόβα. Λοιπόν, χάρηκα που σε γνώρισα και... θα τα ξαναπούμε, ε;»
Όπως σε βλέπω και με βλέπεις, τής είπαν τα μάτια μου, ενώ απλώς τής χαμογελούσα αγγελικά από τη χαρά τής γνωριμίας.
«Καλή πρόβα. Άντε, και Μήδεια!»
Η Μαργαρίτα σήκωσε τούς ώμους με ψεύτικη μετριοφροσύνη και μ᾿ ένα τελευταίο νεύμα έστριψε προς την έξοδο.
Έμεινα ασάλευτη για ένα λεπτό. Μετά ξαναμπήκα στο παλιό πετσί, έσβησα τα ίχνη τού «πόσο χάρηκα που σε γνώρισα» και βγήκα ξανά βορά στον αυγουστιάτικο ήλιο. Όμως η ζέστη δε με άγγιξε. Τώρα είχα αποκτήσει ένα σκοπό. Φρόντισα να τής αφήσω χρόνο να στρίψει απ᾿ τη γωνία, πριν ακολουθήσω τα βήματά της. Το γραφείο τού Βασίλη ήταν σχετικά κοντά. Είχε σκοπό να πάει από κει; Όχι, δεν πήρε τον αναμενόμενο δρόμο. Μάλλον για την Πατριάρχου Ιωακείμ πήγαινε.
Η Μαργαρίτα με μεγάλα, μαλακά βήματα κατάπινε με χάρη τις αποστάσεις. Από πίσω της χλομή και κάθιδρη εγώ, σέρνοντας τα βήματά μου μαγνητισμένη απ᾿ αυτή την κατακόκκινη φούστα. Πότε τρεχάτη και πότε με σαλιγκαρίσια βήματα. Εκατό μέτρα μάς χώριζαν. Και είκοσι πόντοι ύψους. Και πέντε κιλά τέλειας μυϊκής μάζας. Και δεκαπέντε εκατοστά λαχταριστής περιφέρειας στήθους. Και είκοσι τόνοι αυτοπεποίθησης. Εκατό μόλις μέτρα μάς χώριζαν. Απίστευτο.
Η Μαργαρίτα βγήκε πραγματικά στην Πατριάρχου Ιωακείμ και μετά έστριψε προς τον «Ευαγγελισμό». Δε θα πήγαινε στο γραφείο. Κοίταξα ένα λεπτό την πλάτη της, καθώς χάζευε τώρα σε μια βιτρίνα εσωρούχων. Η παρακολούθηση ήταν περιττή. Αλλού πήγαινε. Γύρισα λοιπόν και άρχισα να κατηφορίζω προς την πλατεία Κολωνακίου. Όμως όχι για πολύ. Στα τρία βήματα μετάνιωσα. Μού ήταν αδύνατον να την εγκαταλείψω έτσι ξαφνικά. Μού ήταν απολύτως αδύνατον. Αυτή η ψηλή γυναίκα, εκατό μέτρα μπροστά μου, είχε στα χέρια της τη ζωή μου. Εκείνη ήταν η ζωή μου τούτη τη στιγμή. Πώς να την αφήσω;
Γύρισα την ώρα ακριβώς που η Μαργαρίτα το πήρε τελικά απόφαση και μπήκε στο εσωρουχάδικο. Έμεινα μετέωρη για λίγο κι ύστερα αποφάσισα να περάσω από μπροστά αρκετά γρήγορα, ώστε να μη με εντοπίσει η άλλη, αλλά αρκετά αργά ώστε να εντοπίσω εγώ τι γίνεται.
Πήρα φόρα και το ᾿κανα. Μπροστά στο τζάμι τού εσωρουχάδικου κοντοστάθηκα για ένα λεπτό, αφού βεβαιώθηκα με την άκρη τού ματιού ότι η Μαργαρίτα μιλούσε με την πωλήτρια. Τής έδειχνε κάτι. Η πωλήτρια με χαμόγελα τής κατέβασε από το ράφι ένα κουτί. Τι είχε το κουτί; Ήταν ντεμί προφίλ και δεν έβλεπα καλά τα χέρια της. Ένα σουτιέν κρατούσε, τώρα κοίταζε την ταμπελίτσα του, κάτι είπε ξανά στην κοπέλα, ένα ωραίο σουτιέν, μαύρη δαντέλα. Προς τα δω έρχεται, κουνήσου!
Το ᾿βαλα στα πόδια μόλις συνειδητοποίησα ότι η άλλη είχε πάρει το σουτιέν κι ερχόταν προς την πόρτα για να το δει ίσως καλύτερα στο φυσικό φως; Ξαφνικά δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί, αλλά δεν ήθελα και να τη χάσω. Από ένστικτο χώθηκα στο μαγαζί με τα υφάσματα επιπλώσεων, λίγο πιο πάνω.
Δυο πωλήτριες με εντόπισαν και ενεργοποιήθηκαν αμέσως σαν τορπίλες. Σε τι θα μπορούσαν να με εξυπηρετήσουν; Τούς ζήτησα ύφασμα για έναν υποτιθέμενο καναπέ. Δυστυχώς, αυτό δεν τούς έφτασε. Ήθελαν πιο συγκεκριμένες πληροφορίες. Τι καναπέ, σε τι σαλόνι, τι άλλα χρώματα, τι άλλα χαλιά, ήθελαν να τα μάθουν όλα. Εγώ ήθελα μόνο να μάθω πού θα πήγαινε η Μαργαρίτα, τι θα ψώνιζε η Μαργαρίτα. Αυτή την κόκκινη φούστα ήθελα ν᾿ ακολουθήσω. Έπρεπε να μη μού ξεφύγει. Προσοχή στη τζαμαρία, από κει θα περάσει. Άμα δω αρκετά θα καταλάβω. Θα είμαι σε πλεονεκτική θέση, αν καταλάβω.
«Κόκκινο», είπα τελικά στην πωλήτρια. «Κόκκινος θα είναι ο καναπές. Και τα χαλιά κόκκινα. Μάλιστα και οι κουρτίνες».
Η κοπέλα έμεινε ένα λεπτό να με κοιτάει θολωμένη, παρά την επαγγελματική της πώρωση.
«Τι να κάνω... ο άντρας μου...» αποτελείωσα την πωλήτρια, «λατρεύει το κόκκινο...»
Η πωλήτρια κούνησε με κατανόηση το κεφάλι. Τώρα είχε συνέλθει εντελώς και μπήκε στο παρασύνθημα.
«Λοιπόν στην γκάμα τού κόκκινου έχουμε ένα υπέροχο πορφυρό τού "Sati", ένα ριγέ κόκκινο φούξια τής “Sanderson” καταπληκτικό! Προχτές έκανα παραλαβή και μού έφυγε όλο. Θέλετε να περάσουμε ένα λεπτάκι δεξιά να το δούμε;»
«Όχι».
Έριξα αναπάντεχα τη χαριστική βολή και τρέχοντας ανάμεσα στα υφάσματα βγήκα στο καυτό πεζοδρόμιο. Το δεξί μου μάτι είχε δει την κόκκινη φούστα τής Μαργαρίτας ν᾿ ανηφορίζει. Κοίταξα γύρω μου αλαφιασμένη. Την εντόπισα στο επόμενο τετράγωνο. Είχε περάσει απέναντι και τώρα στεκόταν έξω από ένα μαγαζί με παπούτσια. Όχι για πολύ, γιατί μπήκε αμέσως μέσα ν᾿ αγοράσει παπούτσια. Υπέροχα παπούτσια για τις υπέροχες γάμπες της. Γόβες ίσως. Τα κόκκινα γοβάκια.
Όταν η Μαργαρίτα βγήκε από το παπουτσάδικο σταμάτησε ένα ταξί κι έφυγε. Μπήκα τότε αποφασιστικά στο κατάστημα.
«Μπορώ να δοκιμάσω το ζευγάρι που αγόρασε η κυρία;» είπα δείχνοντας προς την έξοδο τού καταστήματος.
Έφτασα στο Πόρτο Ράφτη κρατώντας στα χέρια μου δυο λάφυρα. Ένα ζευγάρι μαύρες ιταλικές γόβες «Gianni Aurelio» κι ένα σύνολο σουτιέν-σλιπ «Dona Karan», μαύρη δαντέλα και μετάξι. 38.500 και 22.000, 60.500 σύνολο, τιμές εκπτώσεων. Ό,τι είχε πάρει κι εκείνη. Τα πολύτιμα αντικείμενα περίμεναν ήσυχα στις σακούλες τους. Δυνατά και ακτινοβόλα σαν εικονίσματα, σκέφτηκα στη διαδρομή, μόνο που τα βλέπεις παίρνεις κουράγιο, μεταμορφώνεσαι μόνο που τα χαϊδεύεις, δε χρειάζεται ούτε να τα φορέσεις, μόνο να ξέρεις ότι είναι εκεί, στην ντουλάπα σου, ότι σού ανήκουν.
Το πρώτο θαύμα το είχαν ήδη κάνει. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που δεν έσπευσα να εξαφανίσω τις αποδείξεις. Άλλοτε, κάθε που αγόραζα κάτι ακριβό, καταχώνιαζα τις αποδείξεις και αφαιρούσα πέντε έξι χιλιάρικα απ᾿ την τιμή. Η μίζερη. Αντί να πω ότι το μαγιό μου το πλήρωσα 15.000, γιατί αυτό το μαγιό γούσταρα, το συγκεκριμένο πράσινο που πήγαινε με το μαυρισμένο μου δέρμα, έλεγα 9.000, η μίζερη. Έτσι ήταν μικρότερη η αντίδραση των άλλων στο έξοδο. Έτσι όμως ήταν μικρότερη και για μένα την ίδια η χάρη τού καινούριου ρούχου, ένα φτηνοπράμα γινόταν, μια προσφορά στα καλάθια, κάτι που δεν ήθελε κανένας και το δίναν όσο όσο.
Τώρα οι αποδείξεις ξάπλωναν ανενδοίαστα πάνω στις δαντέλες και τα λουστρίνια, αποδείξεις πολυτιμότητας, αναπόσπαστο τμήμα τού σημερινού θαύματος. Αν ήταν κόσμιο θα τις ανέμιζα σαν σημαίες στον ήλιο, αξίζω τόσα θα μαρτυρούσαν αυτές, κοίτα πόσα αξίζω!
Τα παιδιά ήταν στη βεράντα κι έτρωγαν καρπούζι με τα χέρια. Μόλις με είδαν άφησαν τις πελώριες φέτες κι ήρθαν κατά πάνω μου. Περίεργο, σκέφτηκα, ποτέ δεν έκαναν τόσες χαρές που μ᾿ έβλεπαν. Τούς χαμογέλασα πλατιά και κούνησα τις σακούλες θριαμβευτικά. Τα θαύματα μόλις τώρα άρχιζαν. Η Κατερίνα μού έσκασε ένα φιλάκι στο μάγουλο κι άρπαξε τις σακούλες, όσο ο μικρός πέρναγε το χέρι του στη μέση μου. Για μια στιγμή οι τρεις ήμασταν πάλι ένα.
Η Κατερίνα έβγαλε με κραυγές τα εσώρουχα και προσπαθούσε να τα δοκιμάσει πάνω από τα ρούχα της.
«Πάει τον χάνουμε τον μπαμπά... Τρία εμφράγματα θα πάθει άμα κάνεις εμφάνιση...»
Μπαμπά; Με τρέμουλο διαπίστωσα ότι τον είχα λησμονήσει προς στιγμήν τον μπαμπά, τον άντρα μου τον είχα ξεχάσει, δεν αγόρασα γι᾿ αυτόν τα δαντελένια εσώρουχα, τι πλάνη κι αυτή...
Ο Χάρης κοίταζε σαν χαζός την αδερφή του, που πήγαινε πέρα δώθε λικνίζοντας το κορμάκι της με τα εσώρουχα πάνω από το ιδρωμένο κίτρινο φανελάκι. Η Κατερίνα σταμάτησε τελικά έναν πόντο από τα μούτρα του, τού έχωσε το σουτιέν στο μάτι και τού είπε αλά Σπεράντζα Βρανά:
«Γουστάρεις, μικρέ;»
Ο μικρός έγινε σαν παντζάρι και την έσπρωξε μακριά με τη γροθιά του.
«Παράτα μας...»
«Έλα, ρε, μην κωλώνεις... Ρίξε μια ματιά για να ξέρεις τι χάνεις...»
«Παράτα μας», επανέλαβε ο φουκαράς. «Οχ, την έπιασε πάλι την Κατερίνα το τέτοιο της...»
«Κατερίνα...» την επανέφερα στην τάξη.
«Γιατί, ρε μαμά, κάποιος δεν πρέπει να το εκπαιδεύσει το μικρό; Αφού ο μπαμπάς κάνει το κορόιδο, εσύ άσε καλύτερα, ποιος μένει; Εγώ!»
Όσο η πεπειραμένη δασκάλα μιλούσε, έβγαζε και τις γόβες από τη σακούλα με φανερή ανυπομονησία.
«Κι εσύ πού τα ᾿μαθες, μωρέ;» Τη χάιδεψα στα μαλλιά.
«Από τον D.J. ακούστηκε ορμητική και μαρτυριάρα η φωνή τού Χάρη από πίσω.
«Ποιος είναι πάλι αυτός ο D.J.;» Έσπασα την αμήχανη σιωπή που έπεσε. Όπα! Κάτι γίνεται εδώ, η μικρή έπαθε πλάκα.
«Ένας», είπε αόριστα η Κατερίνα κι έσπευσε ν᾿ αλλάξει θέμα. «Καλά, ρε μάνα, πώς την είδες τη δουλειά; Κουλιανού;»
Η ίδια πάντως κλυδωνιζόταν πάνω στους οχτώ υπέρκομψους πόντους, αλλά όχι μόνο εξαιτίας τους.
«Μάλιστα, γιατί;» την πείραξα. «Για πες μας κι εμάς για τον τύπο τώρα... Καλός;»
«Καλός», κρυφοχαμογέλασε πιο χαλαρή η μικρή.
«Σκατά καλός», εξανέστη ο Χάρης. «Βρωμάει».
«Α, μπα; Και τι βρωμάει, παρακαλώ;»
«Κάτι».
«Τι κάτι, ρε φλώρε; Άμα δεν ξέρεις να μη μιλάς».
«Αφού μυρίζει».
«Άντε πνίξου!»
Η ένταση ανάμεσά τους κορυφώθηκε σε ελάχιστο χρόνο. Τα ᾿χασα. Ήταν φανερό ότι τα παιδιά δε μάλωναν για τη μυρωδιά τού D.J. Κάτι άλλο πήγε να μαρτυρήσει ο Χάρης, κάτι άλλο ήθελε να τού απαντήσει η Κατερίνα. Τι όμως; Τέλος πάντων, παιδιά είναι, έχουν τα δικά τους...
Πήρα τις σακούλες, μάζεψα τα πολύτιμα ψώνια και τράβηξα προς τα μέσα. Φεύγοντας πήρε το μάτι μου την Κατερίνα να ρίχνει μια ξεγυρισμένη τσιμπιά στον αδερφό της, που τώρα λούφαζε με ένοχο ύφος.
Κλειδώθηκα στο μπάνιο. Όλοι έξω. Έτσι είναι, πουλάκια μου. Δε θα έχετε μόνο εσείς τα μυστικά σας. Τώρα έχω κι εγώ τα δικά μου. Πέταξα από πάνω μου τα τσαλακωμένα ρούχα που μύριζαν καυσαέριο.
Έριξα τόνους νερό, δροσερό νερό, κρύο νερό, νερό που ξεκόλλησε από πάνω μου τον εαυτό μου και τον παρέσυρε στους σωλήνες τής αποχέτευσης. Κι απόμεινα εγώ μέσα στην αρωματική υγρασία, νωπή σαν νεογέννητη, εγώ μόνο και το καινούριο μου σώμα. Ύστερα σκουπίστηκα αργά με μια τεράστια λευκή πετσέτα και με χέρια σίγουρα φόρεσα τα δαντελένια εσώρουχα. Έκλεισα τα μάτια. Δεν κοίταξα στον καθρέφτη. Δεν έπρεπε να κοιτάξω. Η πραγματικότητα σκοτώνει.
Αγκάλιασα το κορμί μου. Σφιχτά, όσο μπορούσα πιο σφιχτά. Ωραία ήταν. Μού άρεσε αυτό το φρεσκοπλυμένο σώμα, αδύνατο κι ευλύγιστο και μυρωδάτο. Οι δαντέλες έφτιαχναν υπέροχα παραθυράκια στη σάρκα, μαύρο πάνω στο άσπρο. Αν στεκόταν τώρα η Μαργαρίτα δίπλα μου, θα ήμασταν σαν αδερφές.
Την ώρα που περνούσα στα πόδια μου τις καινούριες γόβες, άκουσα τη φωνή τού Βασίλη που πλησίαζε. Ο Βασίλης ήρθε νωρίς, σκέφτηκε ένα τμήμα τού μυαλού μου, αλλά το άλλο έμεινε ατάραχο να παρατηρεί. Πώς τελείωσε έτσι απότομα ο πόνος;
«Άννα, θα βγεις να κάνω ένα μπάνιο ή να πάω θάλασσα;» ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του πίσω από την πόρτα τού μπάνιου.
Σήκωσα τη δεξιά μου γάμπα ψηλά, πρώτα ανφάς και μετά προφίλ. Ωραία ήταν. Το πόδι μου αγνώριστο, δέκα πόντους μακρύτερο, δέκα βαθμούς έπαιρνε, άριστα δέκα!
«Ρε Άννα, μ᾿ ακούς;» επέμενε απ᾿ έξω ο Βασίλης. «Ναι», τού απάντησα τελικά με θολό ύφος.
«Και τι απαντάς; Θα βγεις ή να φύγω;»
«Ένα λεπτό...» Η φωνή μου είχε τώρα μια σκανταλιάρικη χροιά. «Έλα», είπα τελικά ενώ ξεκλείδωνα.
Ο Βασίλης άνοιξε σιγά την πόρτα κι ανάσανε τη μυρωμένη υγρασία. Ύστερα τα μάτια του αντίκρισαν μιαν απίστευτη εικόνα. Μια γυναίκα καθόταν στο μπάνιο. Οι όμορφες γάμπες της σταυρωμένες και τα βρεγμένα μαλλιά της έπαιζαν με τις σταγόνες, καθώς στράφηκε να τον καλωσορίσει. Μια γυμνή γυναίκα. Εγώ. Τα μαύρα εσώρουχα άστραφταν πάνω στο σταρένιο μου κορμί, που έμοιαζε πιο γυμνό φορώντας τα. Μια όμορφη γυναίκα. Η γυναίκα του;
Έβλεπα μια επιθυμία ν᾿ ανεβαίνει από τη σπονδυλική του στήλη μέχρι τούς κροτάφους. Μια επιθυμία που χτύπησε πάνω μου και γύρισε πίσω για να πολλαπλασιαστεί μέσα απ᾿ τον καθρέφτη. Έκλεισε την πόρτα πίσω του στα τυφλά. Κλείδωσε. Έπειτα με πλησίασε με το πουκάμισο ήδη μισοβγαλμένο. Καθώς με έσφιξε πάνω του, μού έκλεισε το στόμα με το χέρι. Δεν έπρεπε να μιλήσω τώρα, γιατί θα τα κατέστρεφα όλα.
Αργότερα, πίνοντας λευκό κρασί στη βεράντα σιωπούσαμε. Τα παιδιά είχαν βγει. Το φαγητό είχε φαγωθεί. Η εφημερίδα είχε διαβαστεί. Το τραπέζι είχε μαζευτεί. Δεν έμενε παρά η σιωπή. Ό,τι διαδραματίστηκε στο μπάνιο λίγο πριν μάς έκανε τώρα να κοιταζόμαστε ξανά απ᾿ την αρχή, όπως κοιτάς τον άγνωστο που σού συστήνουν. Άβολα. Δεν ήμασταν εμείς αυτοί οι δύο μέσα στο μπάνιο. Το ξέραμε καλά, μα δε μιλούσαμε. Κίνδυνος. Αν μιλήσεις τέτοιες ώρες, κινδυνεύεις απ᾿ τα λόγια σου. Έτσι κρατούσε ο καθένας τη βόμβα του σφιχτά μέσα στο φράγμα τού στόματος, που το άνοιγε μόνο για τις γουλιές τού κρασιού. Ο Βασίλης έσπασε πρώτος. Μίλησε πηγαίνοντας ν᾿ αλλάξει το c.d.
«Σού είπε τίποτα η Μπουμπού για χτες;»
Μπουμπού έλεγε την Κατερίνα από τότε που γεννήθηκε, γιατί ήταν όλο δίπλες και μάγουλα. Τίναξα το κεφάλι προς το μέρος του έκπληκτη. Τι είπε;
«Τι είπες;»
«Ρώτησα αν σού είπε τίποτα η Μπουμπού για χτες».
«Σαν τι να μού πει δηλαδή;»
«Ότι τη βρήκα στο δρόμο...»
«Ε, και τι;»
«Στις τέσσερις τα χαράματα».
Ώστε στις τέσσερις τα χαράματα μού μαζεύτηκες χτες βράδυ, πουλάκι μου, ε;
«Χτες είπες;»
«Χτες».
Και τότε πώς αυτή ήταν τόσο φρέσκια σήμερα, πώς κουνούσε χέρια και πόδια ξεκούραστα σαν να χόρευε; Αφού μαζί της ήσουν.
«Και πού την είδες εσύ;»
«Πίσω από την Αγία Μαρίνα».
«Τι στην ευχή έκανες πίσω από την Αγία Μαρίνα στις τέσσερις τα ξημερώματα;»
Η φωνή μου άρχισε να σκαρφαλώνει επικίνδυνα προς τα πάνω. Με ξανάπιασε στα δίχτυα του, τρόμαξα, ο χρόνος τής ελευθερίας μου τελείωσε.
«Αυτό σ᾿ ενδιαφέρει εσένα;» άστραψε και βρόντηξε εκείνος με πρωτοφανή αγανάκτηση. Σχεδόν γνήσια μοιάζει, παρατήρησε ένα αποστασιοποιημένο κομμάτι μου.
«Παράξενο σού φαίνεται;»
«Και βέβαια μού φαίνεται παράξενο. Σού λένε ότι το παιδί σου γύρναγε τα χαράματα μ᾿ ένα μυστήριο τύπο κι εσύ το χαβά σου. Δηλαδή τι να υποθέσω; Το ήξερες πως την είχε κοπανίσει η Μπουμπού, ενώ κοιμόσουν;»
«Εγώ πολλά δεν ξέρω, απ᾿ ό,τι φαίνεται...»
«Αυτό τώρα τι είναι; Το ήξερες ή δεν το ήξερες;»
Ξέρεις ν᾿ αποφεύγεις τις κακοτοπιές, Βασιλάκη, ε;
«Όχι».
«Τι όχι; Δηλαδή δεν ξέρεις τίποτα; Ποιος είναι αυτός ο μαλάκας;»
«Ο D. J. ...»
Η φωνή μου ακούστηκε απαθής. Περίεργος είναι ο τύπος, σκεφτόμουν καθώς κοίταζα τον άντρα μου. Έχει μια παράλληλη ζωή χωρίς εμάς και ενοχλείται που το παιδί ερωτεύτηκε κάποιον. Πού το ᾿βρισκε το περίεργο δηλαδή;
«Α, ώστε κάτι ξέρεις... Μίλα, ρε παιδάκι μου!»
«Μην ενθουσιάζεσαι. Αυτό είναι το μόνο που ξέρω».
Η επίπεδη φωνή μου με πρόδωσε πάλι. Η έλλειψη ενδιαφέροντος για το θέμα ήταν τόσο φανερή, που υπέσκαψε την ορμή τού Βασίλη.
«Νομίζεις ότι δεν πρέπει ν᾿ ανησυχούμε; Εγώ γι᾿ αυτό γύρισα νωρίς σήμερα. Για να δούμε τι θα κάνουμε...»
Όχι, Βασίλη μου, δε γύρισες νωρίς γι᾿ αυτό. Γύρισες νωρίς γιατί εκείνη είχε πρόβα.
«Δε χρειάζεται να κάνουμε τίποτα. Παιδί είναι. Θα ερωτευτεί. Θα το σκάσει. Θα μάς πει και πέντε ψέματα. Άλλωστε ποιος έχει μούτρα να την κρίνει; Καληνύχτα».
Απομακρύνθηκα μ᾿ ένα αινιγματικό χαμόγελο και τον άφησα στο σκοτάδι ακόμα πιο μπερδεμένο από πριν.
Όταν ξάπλωσα στα δροσερά σεντόνια, σχεδίασα την επόμενη μέρα. Τρίτη. Ευτυχώς Τρίτη. Θα τη δω ξανά αύριο. Τα μαλλιά της πρέπει να προσέξω. Πού κουρεύτηκε. Μπορώ να ρωτήσω, δεν είναι ντροπή. Κι εμένα μ᾿ έχουν ρωτήσει στο δρόμο πού πήρα το παλτό μου. Άσε που μπορεί να πιούμε και κάναν καφέ μαζί...
Λίγο πριν αποκοιμηθώ, κατάλαβα τον Βασίλη που μπήκε στην κρεβατοκάμαρα κι άρχισε να γδύνεται. Τού έκανα χώρο δίπλα μου. Ήταν τρελό, αλλά σαν ν᾿ άρχιζα να τον πλησιάζω ξανά από άλλο δρόμο, τώρα που την είχα δει από κοντά. Πώς ν᾿ αντέξει κι αυτός τόση τελειότητα; Αυτά τα μάτια πώς να μη σε στοιχειώσουν, έτσι που τα εμφάνιζε η άτιμη, διφορούμενα, μια μπλε μια μελιά... Πώς να μην κρεμαστεί από πάνω της για να σωθεί κι αυτός, ο ναυαγός στη θάλασσα των δικογράφων...
Βασίλη, σήμερα μπορεί να δούμε κι οι δυο το ίδιο όνειρο.
Ξημέρωσε Τρίτη. Ώρα οχτώ παρά. Έπρεπε να σηκωθώ να πάω τάχα στη δουλειά. Αρκεί να μη με πάρει κανένας τηλέφωνο στο γραφείο. Δεν είχα σκεφτεί τι θα έλεγα τότε. Βλέπουμε. Είχα εθιστεί εύκολα στην αδρεναλίνη... Έτσι είναι τελικά να έχεις μυστικά; Τώρα που ξέρω, θα τα φυλάξω ως κόρην οφθαλμού. Ήδη κολυμπούσα μέσα τους σαν ψάρι. Ήδη είχαν πολλαπλασιάσει τη ζωή μου, τη γέμισαν εκδοχές. Ήδη ζούσα σ᾿ ένα τεράστιο λούνα παρκ, μια κραυγάζοντας από τρόμο και μια προσπαθώντας να μαντέψω την επόμενη έκπληξη. Μόνο που αυτή η Disneyland δεν είχε ορατή έξοδο κινδύνου.
Τεντώθηκα. Το μισό τού κρεβατιού άδειο και δροσερό. Ο Βασίλης είχε ήδη φύγει αθόρυβα. Τελικά είχε ταλέντο στο αθόρυβο φευγιό αυτός ο τύπος. Το σκέφτηκα όπως όταν αποδίδεις μια ιδιότητα σ᾿ ένα φίλο, είναι πολύ μετρημένος άνθρωπος λες ή πολύ ματαιόδοξος, χωρίς να σε νοιάζει πραγματικά δεν πα᾿ να ᾿ναι όπως τον φωτίσει ο Θεός... Άνοιξα το μπλε τρανζιστοράκι στο κομοδίνο και το πήρα μαζί μου στο μπάνιο. Κάποιος στόλιζε έναν υπουργό τού ΠΑ.ΣΟ.Κ. Όχι, ρε παιδιά, πρωί πρωί... Μουσική θέλω, σαν τότε που ξυπνούσα για το σχολείο, στα ραδιόφωνα μόνο άσπρα καράβια τα όνειρά μας και τέτοια, ελαφρά μουσική και τραγούδια. Πού στην ευχή βούλιαξαν τ᾿ άσπρα καράβια;
Τελικά κατάφερα να πιάσω ΜΕΛΩΔΙΑ FM πλένοντας τα δόντια. Τα έπλενα αργά εισπνέοντας τη δροσιά τής μέντας. Δε βιαζόμουν. Είχα οχτώ ώρες να σκοτώσω μέχρι τις τέσσερις, που θα πήγαινα ξανά στο στούντιο. Δόξα τῳ Θεῴ είχα χρόνο στη διάθεσή μου. Άλλο θαύμα κι αυτό. Βρήκα το χρόνο! Σαν ν᾿ άνοιξα ένα δωμάτιο και βρήκα το χρόνο! Αυτόν που έψαχνα καιρό τώρα, μάταια. Εδώ ήταν, εδώ αποθηκευόταν, κρυμμένος πίσω απ᾿ τον τοίχο τής κάθε μέρας.
Την ώρα που ανέβαζα το φερμουάρ τής φούστας μου, η Κατερίνα έβαλε το κεφάλι της μέσα απ᾿ την πόρτα τού μπάνιου και μισοχαμογέλασε νυσταγμένα.
«Σ᾿ ένα λεπτό έφυγα. Έλα».
Το κορίτσι μπήκε και στάθηκε απέναντι απ᾿ τον καθρέφτη χαζεύοντας το πρόσωπό του. Μαζί της μια μυρωδιά τρύπωσε στο μπάνιο. Σαν μωρό μυρίζει, γι᾿ αυτό λούζεται στα «Bulgari» και τα «Raris», μπας και ξεφορτωθεί τη μωρουδίσια μυρωδιά της.
«Πώς και ξύπνησες τόσο νωρίς; Εφιάλτες είχες;»
Πραγματικά, η μικρή δε μάς είχε συνηθίσει σε τέτοια θαύματα. Μια στις τρεις φορές έχανε το σχολικό το χειμώνα. Στις διακοπές, που χαλάρωνε κιόλα, γινόταν ένα με το κρεβάτι.
«Θα πάω εκδρομή».
Όπα! Τι ήταν αυτό, Κατερινάκι; Από πότε ξεκινάς για εκδρομή και μάς το λες στο κατώφλι, δεκαπέντε χρονών παιδί; (Στα ζόρικα πάντα αφαιρούσα ένα δυο χρόνια από την ηλικία των παιδιών μου, χωρίς να το θέλω.) Κι ούτε ερώτηση ούτε τίποτα φυσικά... Ανακοίνωση μάς κάνει η κυρία, λες κι είμαστε συγκάτοικοι.
«Τι εκδρομή είναι αυτή; Με ποιον θα πας;»
«Με παρέα».
Η μικρή προσπαθούσε να πιάσει στον αέρα τις παγίδες μου.
«Με τι παρέα; Τούς ξέρω εγώ;»
«Ναι, μωρέ... Με την Έρση, τη Γιάννα, τον Κώστα...» «Ξέχασες τον D. J.».
«Ωραία κι αυτός...»
«Και για πού το βάλατε, παρακαλώ;»
«Τζια θα πάμε».
Μετά τη σύντομη ανάκριση το βούλωσα. Η μάνα ξύπνησε μέσα μου για ένα λεπτό και ξαναέπεσε απότομα σε λήθαργο. Τι το περίεργο δηλαδή που το παιδάκι ήθελε να πάει εκδρομή με την παρέα του; Τι αρχαία αντανακλαστικά ήταν αυτά; Και την μπηχτή για τον D.J. τι την ήθελα; Φυσικά θα ήταν κι εκείνος. Σιγά το αμαρτωλό μυστικό. Έτσι, όταν τής έκανα την τελευταία ερώτηση, είχα πραγματικά καλές προθέσεις.
«Τον αδερφό σου γιατί δεν τον παίρνετε μαζί;»
Φαίνεται ότι έστηνε αυτί, αλλιώς πώς τα κατάφερε, ο άτιμος, και πετάχτηκε απ᾿ το δωμάτιό του ακριβώς στη σωστή στιγμή, για να εξαπολύσει τούς μύδρους του;
«Τι να κάνω να πάω; Να τούς κρατάω το φανάρι;»
Ποπό, φαρμάκι ο μικρός... Αχ, Χαρούλη μου, θα μεγαλώσεις κι εσύ, μη μού στενοχωριέσαι. Άλλωστε δε χάνεις και τίποτα. Δεν είναι μόνο εκδρομές στη Τζια το μεγάλωμα. Η Κατερίνα πάντως δε θα τού χάριζε το καρφί.
«Και γιατί να τον πάρουμε; Για να μάς φτιάξει το κέφι με τις μουτράκλες του;»
«Γιατί, δε δικαιούται αυτός διακοπές, δεσποινίς;»
«Αν δικαιούται, να τον πάτε εσείς».
«Εμείς δεν μπορούμε να πάμε διακοπές, όπως βλέπεις. Δουλεύουμε».
«Το 37% των Αθηναίων δε θα πάνε διακοπές φέτος».
Αυτό πάλι τι ήταν; Τη φράση απ᾿ το πουθενά την πέταξε ο Χάρης και τσάκισε τη συζήτηση. Πώς κατάφερνε αυτό το παιδί να μάς αφήνει άναυδους κάθε φορά, ενώ τα περιμέναμε όλα από κείνον; Καινούριο φρούτο οι στατιστικές. Από προχθές άρχισε να μάς βομβαρδίζει με νούμερα αγνώστου προελεύσεως. Έλεγες εσύ ότι θες καφέ; Ο Χάρης σού έκοβε τη φόρα με τον αριθμό των ελκών δωδεκαδακτύλου που οφείλονται στο στιγμιαίο καφέ. Τα διάβαζε κάπου τα νούμερα, τα ᾿βγαζε από την κοιλιά του, όπως υποστήριζε η Κατερίνα, άγνωστον...
Γεγονός είναι πως με τις καλές υπηρεσίες τής στατιστικής η συζήτηση εκτονώθηκε ξαφνικά. Πήρα το λινό μου σακάκι, το σακ βουαγιάζ με τα αθλητικά μου (χα, χα), την τσάντα, και την έκανα αλά γαλλικά προς την πόρτα. Τέλος η αυστηρή μητέρα. Ώρα για καπουτσίνο.
Έφαγα όλη τη διαδρομή Πόρτο Ράφτη Αθήνα, για να διαλέξω σε ποιο καφέ θα έπινα τον πρώτο καπουτσίνο τής ημέρας. Από μέσα μου ένα παιδί χαιρόταν, που θα γινόταν επιτέλους μέρος αυτού τού αξιοπερίεργου πλήθους που την άραζε στα τραπεζάκια εργάσιμες ώρες. Επί χρόνια, η μίζερη, τούς αναθεμάτιζα από μέσα μου, τούς φόρτωνα το βάρος τού οικονομικού ξεχαρβαλώματος τής Ελλάδας, τής ακυβερνησίας και τής διάβρωσης τού κοινωνικού ιστού, που λένε και τα τοκ σόου. Τώρα όμως το ᾿νιωθα σκέτη ανακούφιση που είχα ένα ξεγυρισμένο οχταωράκι καταδικό μου, να το ξαπλώσω στις ριγωτές πολυθρόνες υπό καυτήν σκιάν. Εκεί να χαζεύω τα πήγαιν᾿ έλα των μοντέλων και των τεκνών τής πλατείας και να ναρκώνω γλυκά το άγριο πανηγύρι μέσα μου. Οι αργόσχολοι γίναν οι άνθρωποί μου, αφού σ᾿ αυτούς γύρευα ανακούφιση. Ήταν οι καταλληλότεροι για να μοιραστούν μαζί μου τις ατέλειωτες ώρες τής αναμονής. Άλλωστε το ξενυχτισμένο και κόκκινο μάτι μου έβλεπε τώρα για πρώτη φορά κάτι ηλίου φαεινότερο. Δεν ήταν αργόσχολοι όλοι αυτοί. Κάτι είχαν οι άνθρωποι, σαν να περίμεναν κάτι που δεν ερχόταν ή κάποια κρυφή πληγή, ένα σαράκι τέλος πάντων που τούς έτρωγε και δεν μπορούσαν να βολευτούν κανονικά μέσα στα ωρολόγια προγράμματα.
«Da capo» διάλεξα στην αρχή. Ο καλύτερος καφές, η καλύτερη πασαρέλα. Μετά άλλαξα γνώμη. Ήταν πέρασμα τού Βασίλη η περιοχή. Άσε καλύτερα, να μην έχουμε εκπλήξεις. Κατέληξα στο ιταλικό με το κιτς σιντριβάνι, πίσω από το άγαλμα τού Κολοκοτρώνη. Είχε και τα δεντράκια του, πιο θερινό, πιο κρησφύγετο, ό,τι έπρεπε δηλαδή. Παράγγειλα καπουτσίνο και κρουασάν. Ήρθαν αμέσως, ήμουν η μοναδική πελάτισσα άλλωστε.
Με την πρώτη ρουφηξιά άναψα και το πρώτο μου τσιγάρο. Έπαιξα με το πακέτο τού «Άσσου Φίλτρο» κασετίνα. Κανένας δεν είχε προσέξει πως άρχισα ξαφνικά να καπνίζω σαν αράπης, εγώ που άναβα κανένα μετά το φαγητό, όταν είχα κέφια ή καλή παρέα. Πού να το προσέξουν όμως... Τυφλώνεται ο άνθρωπος. Βλέπει αυτό που ξέρει. Αυτό που περιμένει να δει. Τα άλλα τα περνάει ντούκου, τα ξερνάει ο επεξεργαστής. Μήπως εγώ με τον Βασίλη το ίδιο δεν έπαθα; Έβλεπα ένα φάντασμα τού Βασίλη, τον προ δεκαπενταετίας εαυτό του, έναν νεκρό έβλεπα, μια σκιά, ένα ανθρώπινο super nova. Ο πραγματικός Βασίλης είχε πάρει καμιά δεκαριά κιλά, είχε χάσει τα μαλλιά του, είχε χάσει τη μιλιά του, είχε χάσει τα μάτια του.
Άναψα κι άλλο τσιγάρο. Γρήγορα καίγονται οι άσσοι, αλλά ζεσταίνουν ωραία, οι άτιμοι. Ήμουν πια πανέτοιμη να σχεδιάσω τη δεύτερη συνάντησή μου με τη Μαργαρίτα.
Η Μαργαρίτα δεν άργησε παρά ένα τέταρτο. Όσο κράτησε αυτό το τέταρτο όμως, λύσσαγα από το κακό μου. Ψευτοκουνιόμουν μαζί με το γκρουπ βαριανασαίνοντας, ενώ προσπαθούσα ν᾿ αναβάλω την άτακτη φυγή μου για ένα επιπλέον λεπτό. Ήλπιζα ακόμα, αλλά ασφυκτιούσα κυριολεκτικά μέσα στην κλιματιζόμενη αίθουσα. Τώρα πρόσεχα για πρώτη φορά και το αντιπαθητικό χρώμα των τοίχων. Πορτοκαλί των φαστφουντάδικων. Ενεργειακό υποτίθεται. Αίσχος. Πάνω σε μια επίκυψη αηδίασα από τη μυρωδιά τής μοκέτας και αποφάσισα να την κοπανίσω αμέσως.
Τότε ακριβώς όμως, σαν από μηχανής θεά, άνοιξε την πόρτα η Μαργαρίτα, ξαναμμένη και αιφνίδια. Η ζωή μου μπήκε ξανά σε τάξη. Τ᾿ αυτιά μου έπιασαν το ρυθμό τού τραγουδιού, τα πόδια συντονίστηκαν πρόθυμα. Το κεφάλι στράφηκε σαν ηλιοτρόπιο σ᾿ εκείνη χαμογελώντας ένα καλωσόρισμα.
Η Μαργαρίτα με λευκό φορμάκι στριμώχτηκε διακριτικά στο τέλος, για να μη διακόψει, κι άρχισε να κάνει ένα ατομικό μίνι ζέσταμα πριν μπει για τα καλά στο παιχνίδι. Αυτή στην τελευταία σειρά! Έβλεπα τη μοίρα να με υποστηρίζει ολοφάνερα. Να τυφλώνει τούς ταξιτζήδες, να μη σταματάνε να πάρουν τη βιαστική Μαργαρίτα, να την αναγκάσουν ν᾿ αργήσει ένα τέταρτο και να βρεθεί στην τελευταία σειρά, δίπλα μου. Έτσι, μοιραία, σ᾿ εμένα θα έσκυβε να ψιθυρίσει απολογητικά «Άργησα, ρε γαμώτο, τι κίνηση είναι αυτή αυγουστιάτικα...» Από μένα θα έπαιρνε ένα χαμόγελο συγκατάβασης και τη διαβεβαίωση ότι μόλις άρχισαν το πρόγραμμα. Το πράγμα έπαιρνε πια το δρόμο του.
Στο τέλος τής ώρας βαδίσαμε μαζί προς τα αποδυτήρια. Ήμουν ψύχραιμη. Μεταξύ δεύτερου και τρίτου καφέ είχα αποθησαυρίσει όλους τούς διαλόγους που μού χρειάζονταν, για να κρατήσω το ενδιαφέρον εκείνης. Υπήρχαν ατάκες κατάλληλες για κάθε περίσταση. Άρχισα διερευνητικά.
«Πώς πήγε χτες η πρόβα; Καλά πάτε;»
Φαίνεται ανούσια ερώτηση, αλλά μπορεί να βγάλει λαυράκι. Και έβγαλε.
«Καλά... Ο Θεός δηλαδή να το κάνει πρόβα αυτό το πράμα...»
Να το. Εδώ υπήρχε δυσαρέσκεια. Εδώ η κοπέλα δεν κρατιόταν. Δεν ξεφουρνίζεις σε μιαν άγνωστη έτσι απλά τέτοια πράγματα. Κι αν εκείνη δουλεύει σε σκανδαλοθηρικό περιοδικό και τα δεις δημοσιευμένα μια ωραία πρωία;
«Κατάλαβα... Προβλήματα με τον Βουτυρά, ε;»
Ήμουν εντελώς ικανοποιημένη από την ατάκα μου. Και ψαγμένη φαινόταν και μέσα στα πράγματα. Δόξα να ᾿χει, είχα μελετήσει και κάνα περιοδικό και γνώριζα τα στοιχειώδη κουτσομπολιά τού χώρου. Πραγματικά η άλλη που δεν ήθελε και πολύ απελευθερώθηκε τελείως και ξεσπάθωσε.
«Α, τα ξέρεις...»
«Ε...»
«Κατάλαβες, την υστερική αδερφή... Τον παράτησε ο γκόμενος και πήγε στο "Λα Μάμα" και τα ᾿βαλε μαζί μας...»
«Μα, ο ίδιος δεν τον έστειλε εκεί;»
Αυτό το ξεφούρνισα τελείως στο γάμο τού καραγκιόζη, για να την κάνω να επεκταθεί. Πάντως πράγματι κάτι είχε πάρει το μάτι μου για επαφές τού Βουτυρά με το «Λα Μάμα».
«Ναι, καλά, για τα μάτια τού κόσμου. Η αλήθεια είναι ότι τον έφτυσε ο μικρός για μια γκόμενα. Μαζί έφυγαν κι ας λέει ο Βουτυράς τα δικά του... Είναι μια εγωιστάρα αυτός...»
«Και ξεσπάει σε σάς τώρα;»
«Όχι, θ᾿ άφηνε... Στου κασίδη το κεφάλι, κατάλαβες, κύριε...»
Τώρα ήμασταν πια ντυμένες, αλλά είχαμε κολλήσει στα αποδυτήρια, η καθεμιά με τον πόνο της φυσικά, μα αμφότερες ευτυχείς για την αναπάντεχη συνομιλία. Σχεδόν έβλεπα τον καλό μου άγιο να μού κλείνει το μάτι φιλικά από ψηλά.
«Τώρα πρόβα πας;»
Έλα, πες μου ότι έχεις λίγη ώρα, πες μου, πες μου.
«Μπα, την ανέβαλε. Αιφνίδια κρίση ημικρανίας, λέει. Τα νεύρα του».
«Πίνουμε κανέναν καφέ τότε; Δεν έχω προλάβει να πιω απ᾿ το πρωί».
Η Μαργαρίτα αιφνιδιάστηκε. Ξαφνικά, η νεοαποκτηθείσα οικειότητα τής φάνηκε υπερβολική. Πώς έγινε αυτό τώρα, την έβλεπα ν᾿ αναρωτιέται, τι το ᾿θελα και ξανοίχτηκα σε τούτη εδώ. Αλλά η δύναμη τής αδράνειας και ο λίβας τού μεσημεριού την έσπρωξαν χωρίς πολλά πολλά στο κλιματιζόμενο καφέ τής Τσακάλωφ. Κι ο προστάτης άγιός μου έπαιξε το ρόλο του φυσικά.
Παραγγείλαμε κι οι δυο παγωμένο καφέ. Αφού θάψαμε κανονικά τον Βουτυρά και όλες τις γριές αδερφές τού θεάματος που μισούν τις γυναίκες και δη τις ωραίες γυναίκες, γιατί δε φτουράνε στον ανταγωνισμό, περάσαμε σε πιο ζουμερές λεπτομέρειες.
Η Μαργαρίτα άνοιγε κανονικά την καρδιά της σε μένα, την καλοπροαίρετη άγνωστη τού γυμναστηρίου.
Μού είπε χαρτί και καλαμάρι για τις μπηχτές που τής έριχνε ο Βουτυράς για το καθημερινό που έκανε στον Αντένα.
«Κατάλαβες, η κομπλεξάρα, ζηλεύει που εμένα με γνωρίζει ο κόσμος στο δρόμο κι αυτόν τον έχει χεσμένο. Βρίζει, αλλά τα θέλει τα φράγκα τού τηλεοπτικού κοινού. Εκείνος δεν είχε προσλάβει και τον Γιάγκο Δράκο; Κατά τα άλλα αυτός είναι ταμένος ποιοτικός κι εμείς ξεπουλημένοι».
Όλα τα είπε και ησύχασε. Ίσως και να τα παραείπε δηλαδή. Έλα, μωρέ, εντάξει είναι η κοπέλα, σκεφτόταν κάθε φορά που έβρισκε κι η ίδια το στιλ της πολύ εξομολογητικό, δικιά μας.
Εγώ πάλι τελείως χαζεμένη άκουγα το χειμαρρώδη μονόλογο τής καινούριας μου φίλης και δεν πίστευα στ᾿ αυτιά μου. Δε σχολίαζα, άκουγα μόνο μαγεμένη, ούτε καν άκουγα δηλαδή, έβλεπα μόνο τα υπέροχα τρυφερά χείλη της να σαλεύουν ακατάπαυστα απέναντι μου, μόνο μισό μέτρο μακριά μου. Παρατηρούσα τον τρόπο που σταύρωνε τα πόδια της αλά Ώντρεϋ Χέμπορν στο πρόγευμα στο Τίφανυ. Απομνημόνευσα τις κομψές κινήσεις των χεριών της, των εύγλωττων θεατρικών χεριών της.
«Είσαι πιο όμορφη με τα γαλάζια», τής είπα τελικά δείχνοντας προς τη μεριά των ματιών της.
Η Μαργαρίτα χαμογέλασε κολακευμένη, που κάποιος παρακολουθούσε τις μεταμορφώσεις της. Τελικά συμπαθητική ήταν αυτή η... Πώς τη λένε... η Άννα.
«Αα... τα θυμάσαι όλα, βλέπω... Ας είναι καλά οι φακοί επαφής. Έχω και πράσινους, αλλά δεν τούς φοράω. Δε μού κάθισαν καλά».
Παραξενεύτηκα που την άκουσα να μιλάει για τα μάτια της σαν να ήταν κάνα φουστάνι, ξέρω γω, δε μάς αρέσει σε πράσινο και το παραγγέλνουμε σε τιρκουάζ. Μαγκώθηκα λιγάκι, αλλά δεν μπορούσα να μην τής κάνω την ερώτηση:
«Και πώς σού ήρθε ν᾿ αλλάξεις χρώμα;»
Εκείνη γέλασε με το ύφος μου τινάζοντας πίσω τα μαλλιά της. Ένα αγόρι δίπλα είχε κολλήσει ήδη πεινασμένα το βλέμμα του στο μπούστο της. Κανένα πρόβλημα. Αυτή ήταν πρόθυμη να δώσει μια παράσταση για όλους.
«Η δουλειά... Η αλλαγή είναι στο πρόγραμμα, δεν αφήνουμε και τίποτα στη θέση του. Τα μαλλιά μας, το δέρμα μας, τις τρίχες μας, το σώμα μας, άσ᾿ τα. Ούτε η μάνα μας δε μάς γνωρίζει στο τέλος».
Τέλειωσε τη φράση της μ᾿ ένα γέλιο στην κόψη. Την έχω εντυπωσιάσει τη φτώχιά απέναντι, υπονοούσε το γέλιο της. Αυτήν που κυκλοφορούσε ακόμα με το χνούδι στο πάνω χείλι και πετσάκια στα φαγωμένα της νύχια, τα στοιχειώδη μιλάμε τώρα. Πού να καταλάβει, η φουκαριάρα, την άγρια χαρά τής μετάλλαξης, τον πόνο τού λιωμένου κεριού που σε μεταμορφώνει από τριχωτή μεσογειακή κάμπια σε μεταξωτή βόρεια πεταλούδα. Θέλει αυτή σεμινάρια για να στρώσει, αγάπη μου, ων ουκ έστιν αριθμός...
«Γιατί, πώς ήταν τα μαλλιά σου;»
Η Μαργαρίτα έστρωσε ασυναίσθητα τη λεία, σκούρα καστανή τούφα που μισοέκρυβε το μάτι της. Γέλασε, αν και άρχισε να βαριέται πια.
«Καστανά ανοιχτά και σγουρά. Τα ᾿χω ισιώσει».
«Ξέρω, σ᾿ έχω δει με μπούκλες. Κόκκινες όμως».
«Α, με πέτυχες και στην κόκκινη περίοδο; Καλά, πώς τα θυμάσαι όλα αυτά, ρε παιδάκι μου;»
Κούνησα το κεφάλι. Τα θυμάμαι, ήθελα να τής πω, πώς να μην τα θυμάμαι; Δεν πρόκειται να τα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.
Όταν ξαναβγήκα στο φως, κρατούσα ένα σωρό πολύτιμα λάφυρα στα χέρια. Η Μαργαρίτα με αποχαιρέτησε αφήνοντας πίσω της το όνομα τής οπτικού, το όνομα τού κομμωτή, το όνομα τής αισθητικού και μιαν υπόσχεση: Τον τωρινό εαυτό της. «Όλες μπορούν», μού είπε σε μια έξαρση μετριοπάθειας, «θέληση και υπομονή χρειάζεται μόνο». Άλλωστε, έλεγε το σώμα της γέρνοντας ανεπαίσθητα προς τη μεριά τού νεαρού θαμώνα με τα πεινασμένα μάτια, σκέψου τα βλέμματα που θα πέφτουν πάνω σου για να παίρνεις κουράγιο, βλέμματα αντρών και γυναικών, θρεπτικά βλέμματα, θαυματουργά βλέμματα. Όταν θα ᾿ρθει η ώρα, θα κινείσαι σαν ιπτάμενο δελφίνι, ποτέ δε θα ξαναπατήσεις στην πουτάνα τη γη, ποτέ δε θα σε ξαναγγίξουν τα καθημερινά. Κανείς δε θα σε απατήσει ξανά, κανείς δε θα τολμήσει να σε ξεχάσει. Θα είναι η σειρά σου τότε.
Έφτασα μέχρι το 3 τής οδού Καψάλη σαν υπνοβάτης. Στην πλατεία νέκρα. Το κατάστημα οπτικών μόλις είχε «ανοίξει. Η νεαρή κυρία, που σηκώθηκε από το γραφείο στο βάθος, με άκουσε με προσοχή. Προφανώς ήταν εκπαιδευμένη ν᾿ ακούει αδιαμαρτύρητα την τρέλα τού καθενός, αλλά εδώ κώλωσε κι αυτή ακόμα. Πελάτισσα που καταφτάνει μέσα στη μεσημεριανή κάψα ζητώντας να γίνει επειγόντως γαλανομάτα δε θα τής είχε ξανατύχει μάλλον...
Η αλήθεια είναι πως δεν είχα τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η μικρή και ο Βασίλης δεν ήταν σπίτι. Κι ο Χάρης όμως, που ήταν, γούρλωσε τα μάτια σαν να ᾿βλεπε τον οξαποδώ.
«Μαμά! Σού ᾿στριψε, ρε;»
Μού ήρθε να τού αστράψω ένα ξεγυρισμένο χαστούκι, αλλά παράβλεψα.
«Γιατί, αγόρι μου, δε σ᾿ αρέσω;»
«Τι να μ᾿ αρέσεις; Τι έγινε; Τι έκανες;»
Θαύματα έκανα, δε βλέπεις;
«Κουρεύτηκα!»
Έκανα μια στροφή ανεμίζοντας το ολοκαίνουριο στιλπνό καρέ μου.
«...Και άλλαξα το χρώμα των ματιών μου!»
«Γιατί;»
«Γιατί έτσι!»
Όχι, Χαρούλη μου, δεν πρόκειται να σ᾿ αφήσω να μού χαλάσεις εσύ το κέφι...
«Τι πάθατε, ρε, όλοι ξαφνικά; Τι τριπ είναι αυτό πάλι;»
Παρά τις υποσχέσεις που έδωσα στον εαυτό μου, δεν άντεξα και πολύ. Έγινα έξαλλη. Τού πέταξα ένα «Δε θα το συζητήσω αυτό τώρα μαζί σου» και μπήκα στην κρεβατοκάμαρα ν᾿ αλλάξω. Η ώρα ήταν οχτώ παρά, ο ήλιος κρατούσε ακόμα. Ήθελα να πάω για μπάνιο.
Βγήκα ξανά στη βεράντα φορώντας το γαλάζιο πτι καρό μπικίνι μου. Στους ώμους είχα ριγμένη μια μπλε σκούρα πετσέτα. Στα μάτια μου μπλε φακούς επαφής. Μ᾿ έκοβαν λίγο, αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα. Ο γιος μου με κοίταζε ακόμα σαν σατανίστρια, αλλά τον προσπέρασα. Ήθελα να πάω τον καινούριο μου εαυτό για μπάνιο. Να τον βαφτίσω, να τον ξεπλύνω από τα παλιά.
«Απεταξάμην», φώναξα λίγο αργότερα στον δύοντα ήλιο κι έριξα μια θεαματική βουτιά απ᾿ τα βράχια.
Ο Βασίλης έφτασε στο σπίτι στις έντεκα. Βρήκε το γιο του να βλέπει Καράτε Κιντ Ν°2 τρώγοντας πίτσα στο σαλόνι. Όταν ρώτησε πού είναι οι άλλοι, ο μικρός τού έδειξε με το κεφάλι τη βεράντα. Βγήκε. Στη γωνία δεξιά, ξαπλωμένη στην αιώρα, με είδε να λικνίζομαι με κλειστά μάτια. Δεν κοιμόμουν, όχι. Τη στιγμή που βρέθηκε ακριβώς από πάνω μου, άνοιξα τα μάτια και τον κοίταξα. Δεν είπα κουβέντα, ούτε το γνωστό «Ήρθες;» Τον κοίταζα μόνο και περίμενα.
«Ε... δεν είμαστε καλά! Τι πήγες κι έκανες, καλέ;»
«Δε θα πεις τίποτα;»
Η φωνή μου ακούστηκε πολύ μαλακιά στο σκοτάδι. Όχι, ρε πούστη, είναι και περήφανη, σκέφτηκε αυτός.
«Κάτσε να το συνηθίσω πρώτα...»
Προσπαθούσε ολοφάνερα να προσέξει τα λόγια του. Μ᾿ έβλεπε ότι δεν ήμουν στα πάνω μου τελευταία.
Ανασηκώθηκα απ᾿ την αιώρα κι έστρωσα με μια θεατρική κίνηση τα μαλλιά. Άλλο πάλι και τούτο, μονολογούσε σιωπηλός, αυτή δεν άφησε τίποτα όρθιο. Κούρεψε και το μαλλί.
«Με γεια! Καλά, τι έγινε σήμερα και το ᾿ριξες στο ρεκτιφιέ;»
Όχι μόνο δε γέλασα με το αστείο του, αλλά σηκώθηκα, έκανα μεταβολή και μπήκα στο σπίτι. Τσιμουδιά δεν έβγαλε, όμως τόσα χρόνια τον ξέρω. Βρε την Αννούλα, σκεφτόταν, πίπα έγινε απ᾿ τα νεύρα. Περίμενε φαίνεται, η φουκαριάρα, να τής πούμε τι κούκλα που έγινε... Α, ρε Άννα, την όρεξή σου νομίζεις πως έχω... Εσύ πας στο κομμωτηριάκι σου, ρίχνεις ένα κουρεματάκι, ξεδίνεις... Εγώ τι να πω;
Μπήκε κι εκείνος μέσα. Ο Χάρης δε σήκωνε τα μάτια απ᾿ την οθόνη.
«Τι έγινε, ρε Χάρη;»
«Οχ, τώρα τού την πέφτουν αυτά τα φλώρια...»
«Άφησες κανένα κομμάτι πίτσα ή τη χλαπάκιασες όλη;»
«Έχει στο τραπέζι μια ολόκληρη ζαμπόν, τυρί, μανιτάρια».
Ο Βασίλης έπιασε το κουτί και τράβηξε ένα βαρβάτο κομμάτι.
«Η αδερφή σου πού είναι;»
«Εκδρομή».
«Τι εκδρομή; Με ποιον; Λέγε ρε, άσε την τηλεόραση, σού μιλάω!»
«Πού θες να ξέρω εγώ; Ρώτα τη μαμά».
Ο μικρός τελείως αντιδραστικά δυνάμωσε τον ήχο, αποκλείοντας οριστικά κάθε παρεμβολή ανάμεσα σ᾿ αυτόν και το καράτε κιντ του.
Ο Βασίλης μπήκε στην κρεβατοκάμαρα θυμωμένος. «Τι στο διάολο, αν έχουμε βαρέσει διάλυση σ᾿ αυτό το σπίτι, να μού το πείτε κι εμένα να το ξέρω...»
Εγώ ήμουν πεσμένη μπρούμυτα και δε σάλεψα όταν τον άκουσα να μπαίνει.
«Δε μού λες, πού στην ευχή πήγε εκδρομή η Μπουμπού; Εγώ γιατί δεν το ξέρω;»
Γύρισα αργά αργά προς το μέρος του, για να τον αντιμετωπίσω. Ανασηκώθηκα. Τώρα ήμουν πιο ήρεμη. Τον άκουσα να καβγαδίζει με τον Χάρη. Τώρα καταλάβαινα τη χαζή αντίδρασή του, όταν με είδε τόσο αλλαγμένη σήμερα. Τον ανησύχησα, σκέφτηκα με κατανόηση σχεδόν, δεν είμαι πλέον η παλιά, καλή Άννα, η «ξεσπάστε πάνω μου» Άννα που ήξερε. Είμαι ένα άγνωστο πλάσμα πια, ένα όμορφο, επικίνδυνο, απρόβλεπτο, άγνωστο πλάσμα. Δεν είναι εύκολο να διαπιστώσεις ξαφνικά ότι δεν ήξερες αυτόν που ζούσες τόσα χρόνια μαζί. Τα πέρασα κι εγώ, Βασίλη μου, καταλαβαίνω... Τώρα προσπαθείς να βγάλεις από μέσα μου μια γνωστή όψη τουλάχιστον, αλλά είσαι χαμένος από χέρι.
«Στη Τζια πήγε. Με παρέα».
«Εμένα γιατί δε με ρώτησε;»
Γιατί, νομίζεις ότι ρώτησε κανέναν; Πολύ μακριά νυχτωμένος είσαι, φουκαρά μου...
«Δεν ξέρω, ρώτα την όταν έρθει...»
«Εσένα δε σε απασχόλησε πάντως, ε;»
Πάνω στην ώρα κατέφθασε η Κατερίνα με τα συμπράγκαλά της κι ένα θριαμβευτικό μαύρισμα στα μούτρα. Όλη τη μέρα στην παραλία θα την πέρασε, χεσμένη την έχει, το μωρό μου, την τρύπα τού όζοντος και καλά ξηγιέται...
«Καλώς τηνα. Από πού μάς έρχεσαι, δεσποινίς;»
Ο Βασίλης προσπάθησε να κάνει πολιτισμένη εισαγωγή, αλλά ήταν ολοφάνερα βαρεμένος. Η μικρή όμως δεν καταλάβαινε τίποτα.
«Από Τζια, δε σού είπε η μαμά;»
«Εγώ γιατί δεν το ήξερα, Κατερίνα; Ξέρεις πόσων χρονών είσαι;»
«Έλα, ρε μπαμπά, τώρα...»
Η μικρή έκανε μεταβολή και τράβηξε για το δωμάτιό της. Ήξερε να στρίβει αλά γαλλικά όταν μύριζε μπαρούτι. Αυτό νεύριασε περισσότερο τον Βασίλη, που συνέχισε να φωνάζει πίσω της.
«Δε θα το ξανακουνήσεις από δω μέσα χωρίς να το ξέρω εγώ, συνεννοηθήκαμε, δεσποινίς; Άντε, να μην πάρω ανάποδες και με δείτε όπως δε μ᾿ έχετε ξαναδεί...»
«Μπρρρρ, μού σηκώθηκε η τρίχα», σχολίασε ειρωνικά ο Χάρης, χωρίς να σηκώσει τα μάτια απ᾿ την τηλεόραση.
Αυτό ήταν και το κερασάκι στην τούρτα. Ο Βασίλης έγινε έξαλλος. Έκλεισε τη συσκευή και τράβηξε τον μικρό απ᾿ το φανελάκι.
«Τσακίσου στο δωμάτιό σου, τσόγλανε, που θα μού αντιμιλήσεις εμένα. Μη σε ξαναδώ μπροστά μου σήμερα, γιατί θα σε σκοτώσω».
Ο μικρός έφυγε μουρμουρίζοντας κι έμεινα μόνο εγώ, που τον κοίταζα απαθής με τα καινούρια μου γαλανά μάτια.
«Τι με κοιτάς; Εσύ δεν έχεις καμιά σχέση, έτσι; Εσύ για τα χαλιά περνούσες και είδες δυο παιδιά, ε; Δικά σου αποτελέσματα είναι αυτά, αν θέλεις να ξέρεις...»
Τον αγνόησα και βγήκα πάλι στη βεράντα. Εκείνος έμεινε στο κέντρο ενός ξένου δωματίου. Δεν αναγνώριζε πλέον κανέναν μας.
Όταν ξυπνήσαμε το πρωί, έλιωνε ο κόσμος απ᾿ τη ζέστη. Τα παιδιά στριφογύριζαν στα κρεβάτια τους λουσμένα στον ιδρώτα. Καύσωνας, το λέγαν τα δελτία από προχτές κάθε μισή ώρα. 42° υπό σκιάν στο κέντρο τής Αθήνας. Τούς προειδοποιούσαν όλους, γέρους και καρδιοπαθείς: «Κλειστείτε στα σπίτια σας, κινδυνεύετε». Το είχα ακούσει, αλλά ντύθηκα κανονικά, όπως πάντα, για να βγω. Δεν κινδύνευαν όλοι απ᾿ τον καύσωνα, μερικοί κινδύνευαν περισσότερο απ᾿ τα σπίτια τους.
Ο Βασίλης είχε φύγει απ᾿ τις έξι με το κλιματιζόμενο «Audi» για το κλιματιζόμενο γραφείο. Κανένα πρόβλημα. Ο άνθρωπος το είχε δηλώσει από καιρό. Ήταν αποφασισμένος να ζήσει στους 24°C, βρέξει χιονίσει. Στο σπίτι τού τα χάλασα λιγάκι τα σχέδια εγώ και τα παιδιά, που ασφυκτιούσαμε με τα κλιματιστικά. «Πολιτισμός, ρε!» μάς έλεγε και μάς ανέμιζε τα προσπέκτους των πιο εξελιγμένων μοντέλων τής αγοράς. «Ακόμα στο έλεος τοὐ καιρού είστε;» Ακλόνητοι εμείς. Και οι τρεις μαζί, ούτε συνεννοημένοι να ᾿μαστε. Θέλαμε το αεράκι να μπαίνει απ᾿ τα παράθυρα. Εγκατέλειψε τον αγώνα. Δε βαριέσαι, σάμπως καθόταν και καθόλου σπίτι; Μάς άφησε να αεριζόμαστε όσο τραβούσε η όρεξή μας.
Γι᾿ αυτό και δε μού έκανε πρόταση να με πάει στο γραφείο κατεβαίνοντας στην Αθήνα. Δε μάς παρατάς, γαϊδούρα, σκέφτηκε, που θ᾿ αλλάξω διαδρομή για να μη μού ζεσταθείς. Να σκάσεις και να πλαντάξεις. Μήπως και συνέλθεις δηλαδή... Ωραία μάνα, να σού πετύχει... Πού το αμολάς, κυρά μου, το μωρό το παιδί από τώρα; Κι ούτε να ρωτήσεις ποιος και τι... Άκου με τον D. J.! Ούτε όνομα δηλαδή δεν έχει ο άνθρωπος, σκέψου τι λέρα είναι, για να κυκλοφορεί με αρχικά. Κι άμα σ᾿ το πειράξει το παιδί, τράβα εσύ να βρεις άκρη ποιος είναι ο D. J. Οποιοσδήποτε μπορεί να είναι. Για ρώτα και μένα, κυρία μου, τι έχω δει στην Ευελπίδων. Θ᾿ αγριευτείς. Ή δεν το ξέρεις τι ναρκωτικά κυκλοφορούν στην πιάτσα, τι ανώμαλοι, τι αρρώστιες... Αλλά που να το σκεφτεί, αυτηνής το μυαλό έχει κολλήσει τελευταίως. Όλο κάπως τον κοιτάζει στραβά, όλο κάτι μασημένες κουβέντες, άλλος άνθρωπος. Να τη βάρεσε η ζέστη στο κεφάλι, τι να πω; Εδώ αυτή, τρεις μήνες πριν, δεν άφησε την Μπουμπού να πάει στο πάρτι τής Χριστίνας τής Δερβένη, γιατί καλούσε, λέει, μεγαλύτερα παιδιά. Τώρα την ξαμολάει με τον D.J. που μπορεί ᾿να είναι και μαστουρωμένος εικοσιπεντάρης. Σ᾿ ακούει όμως; Δε σ᾿ ακούει. Τώρα μάλιστα που έγινε και γαλανομάτα, δεν καταλαβαίνει Χριστό, η γυναίκα. Τι χαζοβιόλες που είναι, ρε, γαμώτο. Γύρευε τώρα ποιος τη συμβούλεψε... Καμιά φιλενάδα της... Τής Τασίας δουλειά μοιάζει αυτό. Αλλά μπα, αφού λείπει διακοπές, αποκλείεται. Η Μάνια; Μπα... Μπορεί να είναι μανούλα στο φτιασίδωμα η πεθερά του, αλλά η γυναίκα τα έχει τετρακόσια. Για να μη σού πω πεντακόσια... Δεν είναι καμιά χαζή ν᾿ αλλάζει χτένισμα και να πιστεύει ότι θα κατεβεί ο Θεός να τής δώσει συγχαρητήρια...
Υπάρχει βέβαια και μια περίπτωση να έχει δίκιο ο Μιχάλης. Να την ψυλλιάστηκε τη δουλειά η Αννούλα και ν᾿ άρχισε τα τρελά... Πώς όμως; Απίθανο το βρίσκω. Κι έπειτα δε θα μού ᾿λεγε τίποτα; Αυτή είναι ο τύπος «χαρτί και καλαμάρι», αποκλείεται να το κατάπινε έτσι. Εκτός αν δεν ξέρει ακριβώς... Αν υποψιάζεται απλώς και περιμένει να δει εξελίξεις... Όλα παίζουν... Τέλος πάντων, πρέπει να το ξεκαθαρίσω, να δω τι θα κάνω, γιατί δεν μπορεί να πάει μακριά η βαλίτσα, βαρέθηκα...
Ο Βασίλης πάτησε το κουμπάκι και το κασετόφωνο τού «Αudi» συνέχισε το τραγούδι των Βeatles που είχε αρχίσει να παίζει χτες.
Aυτό τον πούστη τον D. J. πώς να τον λένε; Μωρέ, θα τον κάνω εγώ να μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που είπε καλημέρα στην Μπουμπού.
Τώρα σ᾿ ακούω και χωρίς να μιλάς, Βασίλη, να με προσέχεις. Μην πεις ότι δεν προσπάθησα να σε προειδοποιήσω...
Πήγα στο τηλέφωνο τής κουζίνας, αφού αφουγκράστηκα προσεχτικά τα δωμάτια των παιδιών. Σιγή βαθιά. Ευτυχώς, σπάνια σαλεύουν πριν από τις δέκα. Στράφηκα για κάθε ενδεχόμενο προς τα κει, να ελέγχω το πεδίο, και σχημάτισα τον αριθμό τής Μαριάννας Ψαρέλλη. Ας είναι καλά ο κυρ Αλέκος και τα ντετεκτιβίστικα κιτάπια του. Όταν μου τα ᾿λεγε βέβαια, δεν είχα δώσει καμιά σημασία. Τα διάβασα και μετά τα ξέσκισα με λύσσα, τα ᾿καψα, να εξαφανιστούν, να ξεχαστούν όλα. Πέθαινα τότε, καρφί δε μού καιγόταν ποιες ήταν οι φίλες τής Μαργαρίτας. Μάταια όμως. Τίποτα δεν ξέχασε το προδοτικό μυαλό μου. Όλα τα έκρυψε σε μια γωνιά, ατόφια, με λεπτομέρειες, βόμβες έτοιμες να πυροδοτηθούν την κατάλληλη στιγμή. Και να που ήρθε η κατάλληλη στιγμή. Τώρα πολύ χαιρόμουν που ήξερα τα δυο πολύτιμα ονόματα. Τώρα με ενδιέφεραν οι φίλες τής Μαργαρίτας, εκείνες που την ξέρουν απ᾿ έξω κι από μέσα, όχι μόνο πρόσοψη. Αυτές ήταν τα κλειδιά.
Καρφώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου, χτες που προσπαθούσα μάταια να κοιμηθώ. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να πλησιάσω γρήγορα τη Μαργαρίτα, το αίνιγμά της με έκαιγε, χρειαζόμουν μιαν απάντηση, δεν αρκούσε ένας καφές κάθε δυο μέρες, ακόμα κι αυτό είναι τελείως ανέφικτο, σιγά μην κάθεται να πίνει καφέδες μαζί μου όλη την ώρα. Έχει τόσο ωραία πράγματα να κάνει, με μένα θα σπαταλάει την πολύτιμη ζωή της; Έχει να μάθει το ρόλο της, να προετοιμαστεί για την αποθέωση στα αρχαία μάρμαρα, τη δημοσιότητα, τα πάρτι που θα ακολουθήσουν, έχει να κάνει έρωτα με τον άντρα μου... Θα πρέπει να ανυπομονεί να τον δει, θα τού τηλεφωνεί όλη την ώρα, στα διαλείμματα τής πρόβας, πριν κοιμηθεί το μεσημέρι, πάντα. Τον θέλει σαν τρελή. Όχι, όχι, εκείνος τη θέλει πιο πολύ. Η Μαργαρίτα κινεί τα νήματα. Αυτή φυσικά. Αυτή είναι η νεράιδα, αυτή έχει και το ραβδάκι. Ο Βασίλης την ακολουθεί μαγεμένος, τυφλός και κουφός σε μάς, αφού εκείνη τού αιχμαλώτισε όλο το φως κι όλους τούς ήχους.
Αλλά ποιος θα μπορούσε να μού το πει με σιγουριά; Ο Αλέκος κατέγραφε μόνο τα φαινόμενα, ποιον έβλεπε, πότε, πού. Τι να τα κάνω αυτά εγώ, οι χοντροκοπιές δε μού έφταναν πια, το από μέσα θέλω, την ψίχα των πραγμάτων, τις αποχρώσεις. Τέτοια τροφή χρειαζόταν τώρα η ψυχή μου. Και η Μαργαρίτα δε θα μού την έδινε ποτέ. Ή θα μού την έδινε πολύ αργά. Άρα κάτι άλλο όφειλα να σκεφτώ για να σωθώ.
Και χτες το βράδυ, ώρα τέσσερις παρά, το σκέφτηκα. Οι φίλες της είναι το κλειδί. Πρέπει να πλησιάσω τις φίλες της. Μαριάννα Ψαρέλλη, ηθοποιός. Λίνα Δερδελάκου, νευρολόγος στο Ι.Κ.Α. Αμαρουσίου. Προσεγγίσιμες. Ευτυχώς προσεγγίσιμες.
Να αυτοσχεδιάσω λιγάκι, Μαριάννα;
Άφησες να χτυπήσει τέσσερις φορές το τηλέφωνο πριν απαντήσεις. Κάποιος σού το ᾿χε πει αυτό κι έκτοτε αποφάσισες να ελέγξεις τη μανία σου να γκρεμοτσακίζεσαι να σηκώνεις το ακουστικό αμέσως. Είτε γκόμενο περιμένεις να σε πάρει είτε εργοδότη, άσ᾿ τον λίγο στην πίεση. Δε χάθηκε ο κόσμος κι ούτε θα σ᾿ το κλείσει κανείς πριν από τα έξι χτυπήματα. Αντίθετα θα τού δώσεις χρόνο να σκεφτεί με αγωνία ότι μπορεί και να μη σε βρει. Τι κάθεσαι σαν χαϊβάνι πάνω απ᾿ το τηλέφωνο; Ο γκόμενος θα σε θεωρήσει τρελαμένη κι ο εργοδότης ψωμόλυσσα. Άσ᾿ τους να περιμένουν λιγάκι και θα δεις μια ανεπαίσθητη αλλαγή στο ύφος τους.
Πραγματικά έπιανε, ε; Και τώρα αυτή η δημοσιογράφος που σού ζητάει συνέντευξη, σαν να έπιασε το λαυράκι τής ζωής της έκανε. Σιγά, μωρό μου, θέλεις να γελάσεις στα μούτρα της, δεν εξασφάλισες και αποκλειστική συνέντευξη τής Σάρον Στόουν... Θα έχεις όμως την τιμή ν᾿ ανακαλύψεις εσύ την ελληνίδα Σάρον, αφού οι μαλάκες οι συνάδελφοί σου δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ.
Την πάτησες όμως, Μαριάννα. Έκλεισες ραντεβού μαζί μου.
«Αν σάς βολεύει σήμερα, θα προσπαθήσω, κυρία Τσαμπάση, τι να κάνω...» μού είπε μετά από ένα στιγμιαίο δισταγμό. Να μη σε περάσουμε και για καμιά λιγούρα, αλλά να μη μάς χάσεις κιόλας. Τι να πιστεύεις στο βάθος; Ότι θα ξέμεινα από θέματα καλοκαιριάτικα κι επείγομαι;
«Δώστε μου ένα λεπτό να το τσεκάρω... Ναι, βεβαίως, στις δώδεκα είμαι ελεύθερη. Πού θα σάς βόλευε να τα πούμε;»
Το δάγκωσες τόσο εύκολα το δόλωμα, που σχεδόν σε λυπάμαι.
Έφτασα στο «Χίλτον» μια ώρα νωρίτερα από το ραντεβού. Το κλιματιστικό τού καφέ ήταν δυναμίτης, σχεδόν χρειαζόσουν ζακέτα. Ο ιδρώτας όμως αυτονομημένος έτρεχε ασταμάτητα απ᾿ το μέτωπό μου. Τι να σού κάνουν και τα BTU... Η αδρεναλίνη μού είχε συγκεντρώσει ολόκληρο το διαθέσιμο στρατό κι ετοιμαζόταν για τη μεγάλη μάχη. Σ᾿ αυτό τον πόλεμο μπήκα σαν υπνοβάτης, αλλά έπρεπε να βγω ακέραια. Δεν έπρεπε να την πατήσω. Δεν έπρεπε να κάνω λάθος.
Άφησα τα πράγματά μου στην καρέκλα κι έτρεξα στην τουαλέτα. Έριξα λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο και μετά πέρασα τα χέρια πάνω από τα μαλλιά μου. Ήταν κοκαλωμένα από το τζελ, τραβηγμένα όλα πίσω και κολλημένα στο κρανίο. Αγνώριστη ευτυχώς. Αν η Ψαρέλλη με περιέγραφε στη Μαργαρίτα, αποκλείεται να πήγαινε το μυαλό της. Γαλανό μάτι, αντρικό χτένισμα wet look. Ευτυχώς, πήρα τα μέτρα μου. Σκουπίστηκα με χαρτοπετσέτες και γύρισα με ασταθή βήματα στο τραπεζάκι.
Παράγγειλα ένα τοστ που δεν το ήθελα, αλλά το ᾿φαγα για να καλμάρει λίγο το στομάχι μου. Δεν μπόρεσα να βρω κασετοφωνάκι, γαμώτο, δεν μπόρεσα. Τι σόι δημοσιογράφος θα ήμουν χωρίς κασετοφωνάκι; Πρέπει να πω κάτι, μην το ξεχάσω, ότι είμαι τής παλιάς σχολής, μια μπούρδα, οτιδήποτε.
Τακτοποίησα τα μπλοκ και τα στιλό στο τραπεζάκι μπροστά μου κι άρχισα να γράφω στην πρώτη σελίδα τις ερωτήσεις που θα υπέβαλα. Να δείξω και κάπως επαγγελματίας. Τι διάολο έπρεπε να τη ρωτήσω; Πώς άρχισε την καριέρα της και ποια ήταν τα επαγγελματικά της σχέδια; Τι έλεγαν οι χιλιάδες χαζοσυνεντεύξεις που είχα διαβάσει σ᾿ όλη μου τη ζωή; Πώς να σταματήσω τη γλώσσα μου να ρωτήσει αυτά που με έκαιγαν πραγματικά;
Κατάπινα ένα κομμάτι τοστ με κάθε αναπάντητη ερώτηση. Στην τελευταία σταμάτησα. Από ποιο περιοδικό ήμουν; Στο τηλέφωνο απέφυγα τεχνηέντως να το δηλώσω. Η Ψαρέλλη μες στη χαρά της ξέχασε να ρωτήσει. Τώρα όμως δεν μπορούσα να το αποφύγω. Από ποιο να πω; Κάτι κλασικό, Γυναίκα ας πούμε; Κι αν έσπαζε ο διάολος το ποδάρι του και η Ψαρέλλη ήξερε πρόσωπα και πράγματα στη Γυναίκα, Θα ξεβρακωνόμουν άσχημα. Δε θυμόμουν ούτε ένα όνομα «συναδέλφου» για δείγμα.
Όταν την είδα να μπαίνει, κατάλαβα αμέσως ότι ήταν αυτή. Μαλλί μακρύ μέχρι την πλάτη, βαμμένο μαύρο τού θανάτου. Λευκό δέρμα ή λευκό μεϊκάπ; Τής έλειπε ύψος και προσπαθούσε απεγνωσμένα με τακούνι δέκα πόντων. Πίσω οι ώμοι, μέσα το στομάχι, τα μάτια ψηλά. Ηθοποιίστικο βάδισμα. Μακριά φούστα και μικρό τοπ για να φαίνονται οι γυμνασμένοι κοιλιακοί. Ηθοποιίστικο ντύσιμο. Αυτή ήταν.
Έκανε ένα γύρο με το βλέμμα και σταμάτησε μπροστά μου. Δε δίστασε καθόλου. Στα άλλα τραπεζάκια οι πελάτες κάθονταν ανά δύο. Με πλησίασε ανεμίζοντας τη φούστα της. Ενδιαφέρον πρόσωπο αλλά ασκημούλα. Ύφος όμως, πολύ ύφος. Σηκώθηκα προσπαθώντας να σταθεροποιήσω τα πόδια μου. Άνοιξα τα χείλη μου σ᾿ ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Μην υπερβάλλουμε κιόλας, για δουλειά πρόκειται. Η Ψαρέλλη άπλωσε το δεξί της χέρι από μακριά. Ανυπομονούσε να με κατακτήσει με το ταμπεραμέντο της.
«Η κυρία Τσαμπάση, φαντάζομαι. Χαίρω πολύ».
Τεράστιο χαμόγελο με άψογα δόντια. Φυτευτά; Πού τα βρίσκουν όλες αυτά τα δόντια; Τα μοιράζουν στις δραματικές σχολές; Έσφιξα το λεπτό χέρι αδυνατώντας να κάνω οτιδήποτε άλλο. Απλώς άνοιξα λίγο και το δικό μου χαμόγελο, για να δείξω πόσο χαίρομαι. Μετά κάθισα απότομα στην καρέκλα και συγκέντρωσα τις δυνάμεις μου.
«Τελικά ξέχασα να σάς ρωτήσω. Ποιο περιοδικό μού έκανε την τιμή; Ή μήπως είναι εφημερίδα;»
Από τα δύσκολα ξεκινήσαμε. Άφησα τον καινούριο εαυτό μου, το στρατηγό που δεν καλογνώριζα, ν᾿ απαντήσει.
«Ξεκινάμε ένα καινούριο περιοδικό, δε μάς ξέρετε. Θα λέγεται Πρώτη αυλαία και θα ασχολείται με το θέατρο κυρίως. Και λίγο σινεμά, ελληνικό μόνο. Θα προσπαθήσουμε πάνω απ᾿ όλα να στηρίξουμε τις σοβαρές προσπάθειες, τα σοβαρά πρόσωπα, τις σοβαρές απόψεις. Αυτά που μάς λείπουν δηλαδή».
Η Ψαρέλλη αναβαθμίστηκε ξαφνικά. Τής αναγνώρισαν επιτέλους ότι είναι σοβαρό πρόσωπο. Χαλάλι το τρέξιμο μέσα στον καύσωνα. Χαμογέλασε πλατιά.
«Και τι θέλετε να μάθετε για μένα;»
Τίποτα απολύτως δεν ήθελα να μάθω για κείνην, αλλά τελικά έμαθα πάρα πολλά. Τα έγραφα σαν καλή μαθήτρια στο μπλοκ μου: Πώς ξεκίνησε, ποια ήταν τα όνειρά της , οι πρώτες της δουλειές, γιατί αρνείται με πείσμα να ενδώσει στην τηλεόραση, τι τής άφησε κληρονομιά ο Κουν, ποιος είναι ο ρόλος τού χορού στη Μήδεια...
Να το! Καλά το θυμόμουν ότι έπαιζε μαζί με τη Μαργαρίτα. Στο χορό, η φουκαριάρα. Ε, δεν το ᾿χε το παράστημα για μεγαλύτερα πράματα, πάλι καλά που την έβαλαν στο χορό με τέτοιο ύψος. Μπορεί και να το έσπρωξε η Μαργαρίτα.
Η ασχημούλα μονολογούσε ασταμάτητα με ποικίλματα στη φωνή και θεαματικές χειρονομίες. Έπαιζε. Δόξα τω Θεώ. Δε χρειάστηκε παρά να ακούω και να γράφω άλλα αντί άλλων με το στιλό που γλιστρούσε απ᾿ τα ιδρωμένα μου χέρια. Μέχρι που τελικά το αποφάσισα και σταμάτησα.
«Να σε ρωτήσω τώρα και κάτι πιο προσωπικό; Φυσικά, αν θέλεις απαντάς». (Ενικός τής οικειότητας και τής συνωμοσίας. Δε ρωτάς τέτοια πράγματα στον πληθυντικό...)
Η Μαριάννα κώλωσε λίγο. Τα αισθηματικά της δεν ήταν και πολύ θεαματικά τούτη τη στιγμή. Τι ξετρύπωσαν πάλι;
Προχώρησα πριν το μετανιώσει.
«Έχει ακουστεί μέσα απ᾿ το σχήμα που δουλεύεις τώρα ότι, πώς να το πω, βοηθήθηκες και από τις σχέσεις σου στο θέατρο. Όχι πως δεν το άξιζες φυσικά, αλλά να, ότι σε στήριξαν για να μείνεις απερίσπαστη, σε βοήθησαν να βρεις ρόλους και να μη χρειαστείς τα χρήματα της τηλεόρασης, που είναι βέβαια σημαντικό...» Σταμάτησα απότομα, ελπίζοντας να μην την πρόσβαλα. Ας θυμώσει, Θεούλη μου, ευχόμουν σαν παιδί, ας θυμώσει κι ας ανοίξει το στόμα της.
Όχι μόνο θύμωσε η κυρία Ψαρέλλη, μπαρούτι έγινε σε δευτερόλεπτα. Μεταμορφώθηκε. Ε, όχι! Δε γεννήθηκε ακόμα η κουφάλα που θα διαδίδει τέτοια πράματα γι᾿ αυτήν στο κύκλωμα.
«Θα σάς απαντήσω ειλικρινά, αν μού πείτε από ποιον το ακούσατε. Δεν πρόκειται να σάς εκθέσω, σάς δίνω το λόγο τής τιμής μου». Το σαγόνι της έτρεμε από θυμό.
Εγώ, ψυχραιμότερη τώρα, άρχισα τάχα διστακτικά και μασημένα και με πολλά «δεν επιτρέπεται ν᾿ αποκαλύπτει κανείς τις πηγές του, είναι αντιεπαγγελματικό» να τής ξεφουρνίζω ότι η Μαργαρίτα Χρούση ήταν η πηγή. Την είχε εμμέσως αναφέρει ως παράδειγμα, μιλώντας σε μια κοινή γνωστή για τις συναδέλφους της. Υποστήριζε ότι εκείνη έκανε σαπουνόπερα, γιατί δεν είχε ισχυρούς φίλους στο θέατρο. Στα δικά της πόδια στηριζόταν.
Όταν η Μαριάννα άνοιξε το στόμα της, ξέχασε να το κλείσει για είκοσι λεπτά. Τι είπε δε λέγεται.
«Η Μαργαρίτα Χρούση είναι φίλη μου», δήλωσε, «τουλάχιστον έτσι νόμιζα εγώ η αφελής, και γνωρίζει καλύτερα απ᾿ τον καθένα ότι εγώ βαδίζω με τα δικά μου πόδια, γι᾿ αυτό και τα έχω τσακίσει, για να μην πέσω στις λούμπες. Αντίθετα, και λυπάμαι που το λέω, η ίδια δεν ήταν άτομο αντοχής κι εγώ απ᾿ τη Σχολή το είχα διακρίνει. Το ξέρατε ότι ήμαστε μαζί στη Σχολή; Από τότε τής το ᾿λεγα ότι δε θα τη βγάλει πουθενά αυτό. Θα μεγαλώσει και θα σιχαίνεται τον εαυτό της. Ποιο αυτό; Τώρα με φέρνετε σε δύσκολη θέση, είναι φίλη μου, σάς είπα, την αγαπάω παρά τα χουνέρια που μού ᾿χει κάνει. Τέλος πάντων, off the record, να μού υποσχεθείτε να μην αναφέρετε ποτέ τ᾿ όνομά μου, εντάξει;»
Τώρα είχε ηρεμήσει λιγάκι και μεθόδευε αξιοπρεπέστερα την εκδίκησή της.
«Ε, λοιπόν, η κυρία Χρούση καθόλου δεν αναγκάστηκε να κάνει τηλεόραση. Ψόφαγε να κάνει τηλεόραση, γιατί ψόφαγε να γίνει χοντρή φίρμα, να περνάει και να γίνεται χαμός. Τέτοια θέλει η Μαργαρίτα και τα υπόλοιπα εγώ τ᾿ ακούω βερεσέ. Μεγαλομανής είναι. Από παιδάκι έτσι ήτανε, ο πατέρας της ο ίδιος μού το ᾿πε. Κατά κάποιο τρόπο δηλαδή. Εμμέσως. Τις σχέσεις της τις ξέρετε; Από κει να δείτε και να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται. Η κοπέλα μυρίζει τραπεζικό λαγαριασμό και λάμπει το μάτι της. Παντρεμένοι, γέροι, περίεργοι, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Αρκεί να τη σπρώξουν ή να τη γράψουν τα περιοδικά. Τα θυμόσαστε τα ρεζιλίκια με τον άλλον που την πυροβόλησε... Ξέρετε τι τράβηξε γι᾿ αυτόν τον... με συγχωρείτε, με όλο το θάρρος, αλλά θα τον πω μαλάκα, γιατί περί αυτού πρόκειται. Τη ζήλευε και την είχε από κοντά, κάνε αυτό, μη μιλάς σ᾿ εκείνον, σαν να ᾿τανε έξι χρόνων, σάς λέω... Στενός κορσές τής έγινε, αλλά είχε και την οικογενειούλα του στην καβάτζα. Απλώς σπίτωσε τη δικιά μας για να την ελέγχει κι ο ίδιος παρίστανε τον καλό οικογενειάρχη που παρασύρθηκε. Άσε που η γυναίκα του τη διέσυρε σε όλη την Αθήνα. Τσουλί την ανέβαζε, πουτάνα την κατέβαζε. Δικαίως θα μού πείτε. Βρες, χρυσή μου, κανέναν άντρα ελεύθερο ν᾿ αγαπήσεις, τι τούς μαζεύεις όλους τούς προβληματικούς; Τι θα καταλάβεις δηλαδή αν σε γνωρίζουν δυο κατίνες στο δρόμο; Άντε και πήρες και δυο ταγιέρ “Dona Karan”, τι έγινε; Θα ευτυχήσεις ξαφνικά;»
Αχ, Μαργαρίτα πόσο εύκολα σε ξέβρασε στην ακτή μαζί με τα υπόλοιπα σκουπίδια της... Αυτή είναι η φίλη σου; Έπρεπε να το καταλάβεις. Είναι λίγη. Ποτέ δε θα μπορούσε ν᾿ αντέξει το δυσβάστακτο βάρος τής ομορφιάς σου, δεν έχει τη γενναιότητα. Θα σε πολεμούσε, θα σε βρώμιζε μέχρι να σε μικρύνει, να σε φέρει στα μέτρα της κι έτσι να σε αντέξει. Σταμάτα όμως να κάνεις πως δεν το βλέπεις. Μακάρι να μπορούσα εγώ, αλλά πώς; Πώς να σε προειδοποιήσω;
Η κυρία Δερδελάκου δέχεται κάθε απόγευμα 16. Έτσι μού είπαν στο Ι.Κ.Α. Αμαρουσίου. Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Θα την περίμενα κι ας είχε άλλους πέντε με ραντεβού να προηγούνται. Αν ήταν να τη συναντήσω κι αυτήν, έπρεπε να το κάνω σήμερα. Πριν αρχίσουν τα τηλέφωνα και μαθευτεί ότι μια περίεργη μπερδεύεται με τη ζωή τής Μαργαρίτας.
Κάθισα στον πάγκο τής αίθουσας αναμονής. Ο ανεμιστήρας στο ταβάνι προσπαθούσε να σαλέψει τον ελάχιστο ζεστό αέρα. Αποπνικτική, τυφλή αίθουσα. Και οι αρρώστιες των ανθρώπων σαν μπογιά είχαν ποτίσει τούς τοίχους. Πέρασα το χέρι από το μέτωπο στα μαλλιά. Έπιασα μια κοκαλωμένη τούφα και συνήλθα. Πού πήγαινα έτσι; Κι αν η Ψαρέλλη ήταν και δική της φίλη και τής είχε ήδη τηλεφωνήσει τα τής συνέντευξης; Απίθανο, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Θα πέθαινα αν με πιάνανε στα πράσα. Άλλωστε χρόνο είχα μέχρι τις έξι.
Μια τετράπαχη κυρία με εμπριμέ φουστάνι και μπανταρισμένο αριστερό καρπό βγήκε από την πόρτα τής νευρολόγου. Ο επόμενος σχεδόν την έσπρωξε για να μπει μέσα. Σηκώθηκα και πλησίασα την ταλαιπωρημένη χοντρούλα.
«Η γιατρός είναι καλή;» ρώτησα χαμηλώνοντας τη φωνή. «Ξέρετε, έχω σοβαρό πρόβλημα με το χέρι μου και...»
Η γυναίκα δε δίστασε στιγμή. «Και επιστήμων και άνθρωπος. Ζωή να ᾿χει, πολύ με βοήθησε. Τι ακριβώς έχετε;»
Έδειξα ασαφώς το δεξί μου χέρι. Άλλο ήθελα να μάθω. «Νομίζω πως την ξέρω. Είναι μια ψηλή κοπέλα με ταγιέρ;»
Η άλλη με αυτοπεποίθηση ειδικού έκανε ένα αρνητικό νεύμα και άρχισε να περιγράφει με λεπτομέρειες τη γιατρίνα.
«Όταν λέμε ψηλή, δεν είναι καμιά λελέκω, μια αδύνατη, το τρέξιμο βλέπεις, τής τα λέω εγώ, αλλά... Και φοράει κάτι φούστες μακριές, σαν να βλέπω την κόρη μου. Φόρα, μωρή, κάνα μίνι, να σε δει και κάνα μάτι να σε ζηλέψει. Μπααα! Στου κουφού την πόρτα...»
Τη διέκοψα κι έφυγα μ᾿ ένα βιαστικό «περαστικά». Δε μού χρειάζονταν άλλες πληροφορίες. Ήταν απίστευτο αυτό που μού συνέβαινε τις τελευταίες μέρες. Καταλάβαινα. Εύκολα, γρήγορα, σωστά. Λες και κάποιος μού επέστρεψε το μυαλό που μού είχε κλέψει. Τα καταλάβαινα όλα. Μια λέξη μού έλεγαν, μια κίνηση τούς ξέφευγε κι εγώ αμέσως είχα ολόκληρη την εικόνα στο κεφάλι μου. Τόσο που φοβόμουν πια. Ένιωθα πως σε λίγο θ᾿ άρχιζα να βλέπω με ανατριχιαστική ενάργεια και το μέλλον.
Το εμπορικό κέντρο Αμαρουσίου ήταν δυο βήματα απ᾿ το Ι.Κ.Α. Μπήκα στο πρώτο μαγαζί με γυναικεία ρούχα που συνάντησα και δοκίμασα ένα μπλε σκούρο μακρύ φουστάνι με τιράντες. Απλό και λιτό και αλά Δρ. Δερδελάκου. Σάς ετοιμάζω μια αδελφή ψυχή, αγαπητή μου κυρία. Για να τής μιλήσετε ευκολότερα. Για να τής επιτρέψετε να δει μέσα από την ιατρική σας πανοπλία τι καπνό φουμάρετε και σεις. Έβαλα τα παλιά μου ρούχα στη σακούλα και τα πέταξα στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ.
Δεύτερος σταθμός: «Γυναικείες κομμώσεις ΜΟΝΙΚΑ Βρίσκουμε τον τύπο σας». Πίεσα την επίδοξη visagiste να μη βρει σήμερα τον τύπο μου και να με λούσει στα γρήγορα. Πέρασα μια χρωμολοσιόν που έδωσε κόκκινες ανταύγειες στα μαλλιά μου κανένα πρόβλημα, έφευγε με το λούσιμο. Μετά τής ζήτησα να τα κατσαρώσει με το ηλεκτρικό ψαλίδι, ώστε να πλαισιώσουν μαλακά το πρόσωπό μου. Μόλις η Μόνικα μού έβαλε τον καθρέφτη στο χέρι, για να τσεκάρω το αποτέλεσμα, χαμογέλασα και τής είπα: «Εντάξει, θα τής αρέσει». Πήγα στην τουαλέτα κι έβγαλα τούς γαλάζιους φακούς. Καστανομάτα ξανά. Πλήρωσα κι έφυγα. Η ώρα ήταν τέσσερις παρά τέταρτο.
Όταν πέρασα την πόρτα και αντίκρισα τη Λίνα Δερδελάκου ήμουν ψυχραιμότατη. Πίσω από το δημοσιοϋπαλληλικό γραφείο, μια κοντοκουρεμένη αδύνατη κοπέλα με ανοιχτή την άσπρη μπλούζα με κοίταζε περί μένοντας. Δε χαμογελούσε. (Πηγμένη. Δουλεύει πολύ. Δεν ταιριάζει με το περιβάλλον. Δε φοράει βέρα. Δε φοράει κοσμήματα. Συμπαθέστατη. Θα μού μιλήσει.) Είπα καλημέρα και κάθισα.
«Δε σάς έχω ξαναδεί», είπε κουρασμένα η γιατρίνα και κοίταξε διακριτικά το ρολόι της.
«Όχι... φοβάμαι πως δεν είναι τής ειδικότητάς σας το πρόβλημά μου...»
Η Λίνα με κοίταξε για πρώτη φορά στην ουσία. «Τότε;»
«Είμαι φίλη τής Μαργαρίτας...» Είδα το ασυνείδητο χαμόγελο τής άλλης και ησύχασα. Τούτη δω σ᾿ αγαπάει, Μαργαρίτα, κάτι είναι κι αυτό. «Μού ᾿χει μιλήσει για σένα, ήξερα ότι δουλεύεις εδώ, είμαι συμπτωματικά γειτόνισσα, εδώ στη Μεγάλου Αλεξάνδρου μένω...»
Η γιατρίνα δεν καταλάβαινε. Έδιωξε μια μύγα από την πορτοκαλάδα της και ήπιε μια γουλιά περιμένοντας να καταλήξω κάπου. Και κατέληξα.
«Νομίζω πως χρειάζομαι ψυχίατρο», είπα και χαμήλωσα το κεφάλι.
«Τι πρόβλημα έχεις;» Η αντίδρασή της ήταν ακαριαία. Καλός άνθρωπος. «Εγώ βέβαια είμαι νευρολόγος αλλά...»
«Ξέρω ότι βοήθησες πολύ τη Μαργαρίτα. Μού τα είπε. Γι᾿ αυτό ήρθα. Εσύ κάποιον θα μού συστήσεις. Δεν έχω εμπιστοσύνη σε κανέναν τους. Την έχω πατήσει μια φορά και... Η Μαργαρίτα λέει ότι είναι πρόσχημα για να μην κάνω τίποτα. Δεν είναι αλήθεια. Θέλω ν᾿ απαλλαγώ».
Τι συγκινητική που ήταν, έτσι που πετάχτηκε να μού φέρει κι εμένα μια πορτοκαλάδα απ᾿ το ψυγειάκι. Ήθελε να με χαλαρώσει λίγο.
«Έλα, πιες κάτι. Θέλεις να μού πεις τι ακριβώς συμβαίνει; Η Μαργαρίτα δε μού έχει αναφέρει απολύτως τίποτα. Έχουμε και μέρες να βρεθούμε...»
«Έχω δεσμό μ᾿ έναν παντρεμένο. Δύο χρόνια».
Η φουκαριάρα η γιατρίνα πήρε μια πολύ εύγλωττη έκφραση. Κι εσύ; έλεγε το συνοφρυωμένο της μέτωπο, όχι, ρε παιδιά, αυτή η αρρώστια συνέχεια... Κάπου το είχε ξαναδεί το έργο και είχε μπουχτίσει.
«Άσε με να μαντέψω πού γνώρισες τη Μαργαρίτα. Στα σεμινάρια τού Ρόμπερτ ξέρω γω για την καταστροφική αγάπη. Ε;»
«Ναι», παραδέχτηκα.
«Τι τις θέλετε, ρε παιδιά, αυτές τις μπούρδες; Σάς είπε τίποτα ο Ρόμπερτ που δεν το ξέρατε; Εδώ άνθρωποι κάνουν χρόνια ανάλυση κι ο Ρόμπερτ θα σάς θεραπεύσει με κασέτες;»
Ώστε προσπαθείς, Μαργαρίτα. Το ήξερα ότι εσύ θα πολεμάς. Αλλά τι είναι αυτό που σε πολεμάει;
Όταν έφτασα στο Πόρτο Ράφτη ήταν κοντά εφτά η ώρα. Έσερνα τα βήματά μου στη σκάλα, σαν να είχα οργώσει όλο το θεσσαλικό κάμπο. Οι δυο Άννες που ντύθηκα και γδύθηκα σε μια μέρα έφυγαν και με άφησαν ένα άδειο σακί. Αδύνατον να βρω και να ξαναφορέσω τον κανονικό μου εαυτό. Τα μάτια μου έκλειναν απ᾿ τη νύστα. Είδα τον Χάρη να παίζει σκάκι στη βεράντα με τον Μάνο δίπλα. Τούς έγνεψα και μπήκα μέσα. Η Κατερίνα άφαντη. Έπεσα στο κρεβάτι με τα ρούχα. Ευτυχώς ησυχία. Ευτυχώς ησυχία. Να σκεφτώ.
Τη δίκιά μου την αλλαγή ήμουν σε θέση να την αντιμετωπίσω. Τελικά την ήθελα κιόλας. Όταν κάτι πεθάνει, κάτι άλλο πρέπει να γεννηθεί στη θέση του. Νομοτέλεια. Την αλλαγή τής Μαργαρίτας όμως δεν μπορούσα να την αντέξω. Δυσανασχετούσα, την ξερνούσε η ψυχή μου, όχι εσύ, ούρλιαζε, όχι κι εσύ! Ώστε όταν γεννήθηκες, πάνω απ᾿ την κούνια σου δεν ήρθαν οι τρεις νεράιδες τού παραμυθιού. Μια μάνα φοβισμένη ήρθε και αντί άλλου δώρου τη ζωή της σού έδωσε, γιατί ήσουν πεντάμορφη. Έτσι καταδικάστηκες να κάνεις όσα εκείνη δεν μπόρεσε. Να μην αφήσεις τούς άντρες, να τούς ορίζεις εσύ, ποτέ να μη γίνεις η γυναίκα τους, ο πόθος τους να γίνεις, ό,τι ονειρεύτηκαν και ποτέ δε θα... Να τα θέλεις όλα, να κοιτάς ψηλά, μόνη σου να βαδίζεις, να είσαι αστέρι. Κοίτα ψηλά, βλέπεις στον ουρανό κανένα αστέρι με συντροφιά; Εσύ είσαι ήλιος, μόνο πλανήτες σού αξίζουν.
Όμως δεν ήσουν ο ήλιος, Μαργαρίτα. Αν ήσουν, γιατί κάηκες; Κανένας δεν είναι ο ήλιος, Μαργαρίτα.
Το βράδυ τούς μαγείρεψα μακαρονάδα με τόνο. Ευτυχώς είχε ξεμείνει μια κονσέρβα στο ντουλάπι. Πόσο καιρό είχαμε να πάμε στο σούπερ μάρκετ; Το σπίτι σαν καράβι αρμένιζε τώρα μόνο του, ακυβέρνητο. Οι άλλοι το ᾿χαν μυριστεί και πρόλαβαν να το εγκαταλείψουν σαν τα ποντίκια. Εγώ το κατάλαβα τελευταία κι αναγκάστηκα να πηδήξω από ψηλά.
Ανακάτευα τη σάλτσα να μην κολλήσει, όταν η Κατερίνα μπήκε στην κουζίνα κι άνοιξε το ψυγείο. Το σορτσάκι της βρώμαγε. Αχτένιστη και μουτζούφλα.
«Τι ψάχνεις;» τη ρώτησα, για να πω κάτι.
«Έχουμε καμιά σόδα;»
«Ξέρω γω; Γιατί, στομάχιασες;»
«Μού ᾿ρχεται να ξεράσω...»
«Μ᾿ αυτά που τρώτε...»
«Αυτά βρίσκουμε, αυτά τρώμε».
Η μικρή ακούστηκε εριστική. Αν γύρευε να βρει τρόπο να σταματήσει την κουβέντα, το κατάφερε. Ήξερε πάντως να χτυπάει στο ψαχνό. Έκλεισε το ψυγείο και βγήκε στη βεράντα. Ξάπλωσε στο πεζούλι κι έκλεισε τα μάτια. Ο Χάρης έβλεπε τηλεόραση. Χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια του απ᾿ την οθόνη, τής φώναξε να πάει να δει τον Μπραντ Πιτ. Η Κατερίνα ούτε που σάλεψε. Ο μικρός στράφηκε προς την πλευρά μου κι άρχισε να τραγουδάει ειρωνικά: Πρέπει να είναι έρωτας αυτό που μού συμβαίνει.
Δεν άντεξα να μη γελάσω. Τι κακόφωνος που ήταν ο φουκαράς... Καρφί όμως δεν υπήρξε ποτέ. Θα περνάει καμιά φάση. Ποιος τον ξέρει... Ήταν δεμένος με την αδερφή του και τώρα τον φτύνει, έχει τις παρέες της, δε θέλει κολαούζο. Υπομονή, Χαρούλη μου, δεν είσαι ο μόνος φτυσμένος τής περιοχής. Θα μάθεις κι εσύ, πού θα πάει... Θα μάθεις να υπολογίζεις μόνο στον εαυτό σου...
Ο Βασίλης έφτασε την ώρα που έστρωνα τραπέζι. Ο Βασίλης πριν από τις εννιά; Άλλο αυτό. Πρόβα πάλι; Με κόπο συγκρατήθηκα να μην τον ρωτήσω. Καλά πάνε; Την είδες;
«Μπα, η μάνα σου μαγείρεψε, βλέπω...» Το είπε στον Χάρη χτυπώντας τον συναδελφικά στην πλάτη. Ένιωσα ένα κύμα απέχθειας. Μην το κάνεις αυτό, εδώ είμαι, πες το μου, γιατί το λες στο παιδί, εδώ είμαι, ηλίθιε. Τού έβαλα κι εκείνου ένα πιάτο αμίλητη.
Το τραπέζι στρώθηκε κι απόμεινε λευκό σαν ντεκόρ στη βεράντα. Κανένας δεν το πλησίαζε.
Την άλλη μέρα, όταν έφτασα απ᾿ έξω, καταμεσήμερο ανελέητο, το στούντιο έμοιαζε πιο σιωπηλό παρά ποτέ. Για μια στιγμή φοβήθηκα ότι ήταν κλειστό, αλλά όχι.
«Ο Αύγουστος είναι», μού είπε η κοπέλα στη ρεσεψιόν, «ο πανδαμάτωρ Αύγουστος. Όλοι εγκαταλείπουν την προσπάθεια».
«Όλοι;» ανησύχησα.
«Όχι, όχι όλοι», μού χαμογέλασε εκείνη, «έχουν έρθει δυο τρεις απ᾿ το δικό σας το γκρουπ».
Μπήκα στα αποδυτήρια για ν᾿ αλλάξω. Κανείς. Όταν έβγαλα τη μάγια από την τσάντα την είδα. Ήταν σχεδόν κρυμμένη πίσω από ένα ανοιχτό ντουλαπάκι. Καθόταν στον πάγκο μισοντυμένη και κοίταζε τα χέρια της. Πρόβλημα, αναβόσβησε η λέξη στο κεφάλι μου, τι πρόβλημα;
Την πλησίασα πηδώντας πάνω από κάτι παπούτσια. Τής ακούμπησα το γερτό ώμο.
«Τι έχεις;»
Ούτε καλημέρα, ούτε τίποτα. Το βλέμμα τής άλλης μού έδειξε καθαρά ότι ξανοίγομαι ανάρμοστα. Παρ᾿ όλα αυτά δεν το τράβηξα.
«Τίποτα, σκατά είμαι. Βαριέμαι να κάτσω».
Μ᾿ έναν ελιγμό απέφυγε σπασμωδικά το χέρι μου, σηκώθηκε κι άρχισε να ξαναντύνεται. Μετά μού έστειλε ένα νεύμα από μακριά και πήγε προς τη ρεσεψιόν.
Την ακολούθησα ασυναίσθητα. (Μα τι έχεις; Τι έχεις;) Την είδα να σταματάει μπροστά σ᾿ ένα καρτοτηλέφωνο στην άκρη τού διαδρόμου και να ξετρυπώνει μια κάρτα από το σάκο της. Ευτυχώς είχε γυρισμένη την πλάτη. Σχημάτισε τον αριθμό κουνώντας νευρικά το πόδι. Πλησίασα κι άλλο. (Αυτόν παίρνεις;) Ο αριθμός τού δικηγορικού γραφείου τού Βασίλη γράφτηκε στην ηλεκτρονική οθόνη. Αυτόν παίρνεις. Φυσικά.
Το σήκωσαν. Η Μαργαρίτα πήρε βαθιά αναπνοή και τον ζήτησε με φωνή τόσο σοβαρή, που δεν έμοιαζε με δική της. Όταν άκουσε την απάντηση, έκλεισε τα μάτια θυμωμένη και βρόντηξε κάτω το ακουστικό χωρίς άλλη κουβέντα. (Πού είσαι, Βασίλη; Τώρα βρήκες να φύγεις;)
Όταν γύρισε, με είδε ακίνητη πίσω της. Θύμωσε. Τι θέλει πάλι αυτή η μαλακισμένη γαμώ την τρέλα μου; Τσιμπούρι μού έγινε.
Τής χαμογέλασα ντροπαλά.
«Ήθελα να σε ρωτήσω πότε κάνετε πρεμιέρα», τής είπα. «Θά ᾿ρθω να σε δω».
«Το Σάββατο», απάντησε μέσα απ᾿ τα δόντια της. «Αν κάνουμε... Γεια ».
Ήθελε να την κοπανίσει, ούτε η στοιχειώδης ευγένεια δεν την κρατούσε πια. Αχ, Βασίλη, πού είσαι, εγώ έχω δεμένα τα χέρια, δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
Έτρεξα και ζήτησα μια τηλεκάρτα από τη ρεσεψιόν.
Την πήρα χωρίς να πληρώσω. Πάλι ο αριθμός τού Βασίλη στο ταμπλό. Δυο χτυπήματα. Ο συνεργός.
«Έλα, Μάκη, η Άννα είμαι, πού πήγε ο Βασίλης;» «Εδώ είναι, κυρία Άννα, ένα λεπτό να σάς τον δώσω». Εκεί είναι;
Μαλώσατε λοιπόν. Έλα, Μαργαρίτα, δεν είναι τίποτα, θα τού περάσει. Άκου με, τον ξέρω. Έξω από το αδιαπέραστο περίβλημα που βλέπεις, είναι ένα παιδί που θέλει περισσότερα. Αυτό μόνο. Κάποτε, ένα βλέμμα που έριξα τυχαία σε κάποιον τον έκανε κουρέλι για τρεις μέρες. «Εμένα ποτέ δε με κοίταξες έτσι», μού έλεγε μετά. Σε φοβάται, δεν το καταλαβαίνεις; Σε θέλει ολόκληρη και δεν μπορεί να σ᾿ έχει. Τον εμποδίζουμε εμείς... Είναι κι αυτό το φορτίο τής ομορφιάς σου, που πρέπει να κουβαλάει, συνθλιπτικό, ποιος θα μπορούσε εύκολα; Εγώ τον καταλαβαίνω...
Έλα, ξέχνα το τώρα, έχεις την παράσταση να σκεφτείς. Τα κοράκια περιμένουν να σε κατασπαράξουν, πρέπει να τούς βουλώσεις τα στόματα. Μην τα κλοτσάς όλα, την τελευταία στιγμή, για ένα πείσμα τού Βασίλη. Θα τού περάσει, σού λέω, δεν αξίζει τον κόπο.
Έλα, και σού έχω μια έκπληξη...
Τού το είπα το ίδιο κιόλας βράδυ. Πάλι γύρισε νωρίς. Ίσως τελικά είναι σοβαρότερο απ᾿ αυτό που φαντάζομαι. Με κόπο συγκρατήθηκα να μην τον ρωτήσω, έτσι που καθόταν σκυθρωπός στο πεζούλι τής βεράντας διαβάζοντας. Ήταν ευερέθιστος. Πριν από μια ώρα είχε απαγορεύσει στα παιδιά να πάνε σινεμά. «Θα φάμε όλοι μαζί», τούς είπε. «Σπίτι είναι δω, δεν είναι κατασκήνωση». Δε μιλούσε, δηλητήριο έβγαζε. Αφού η Κατερίνα, που είχε στολιστεί για έξοδο σιγά μην πήγαινε σινεμά η μουσίτσα, για αλλού είχε βάλει πλώρη, λούφαξε κι έφαγε τις μπάμιες της αδιαμαρτύρητα. Το ήξερε πως ο πατέρας της την είχε στο στόχαστρο. Όχι άδικα. Έχει αδυνατίσει η μαϊμού, τώρα είδα πόσο έχει αδυνατίσει. Και το μουτράκι της έκοψε. Μπορεί να φταίει και η μαυρίλα. Τον άκουγε πάντως να την ψέλνει επί τρία τέταρτα, χωρίς να βγάλει άχνα. Ήταν και άκεφη... Αφού το λυπήθηκα μια στιγμή, το φουκαριάρικο, και πέταξα τη σωτήρια φράση.
«Έβγαλα εισιτήρια για Επίδαυρο. Το Σάββατο έχει πρεμιέρα η Μήδεια τού Βουτυρά».
Ο Βασίλης γύρισε μαζί με την καρέκλα του προς το μέρος μου.
«Τι έκανες, λέει;»
Ακούστηκε σαν να τού είπα πως έβαλα φωτιά στην Πεντέλη.
«Εισιτήρια έβγαλα, πώς κάνεις έτσι;»
Το στόμα άνοιξε, αναίτια όμως αφού δεν έβγαλε άχνα. Η μικρή γλίστρησε από τη βεράντα μέσα. Την είχε γλιτώσει. Πέταξε ένα «Πάω σινεμά», που μόλις ακούστηκε, κι εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού. Ο Χάρης σηκώθηκε κι αυτός αλλά με αργότερο ρυθμό. Ήθελε να δει και την εξέλιξη τού δικού μας αγώνα, φαίνεται.
«Εγώ δε θά ᾿ρθω. Έχω δουλειά».
Ο Βασίλης ξαναβρήκε γρήγορα την ψυχραιμία του. Το «Έχω δουλειά» ήταν ανέκαθεν το μαγικό κλειδί του για να ξεφορτώνεται τα πράγματα που βαριόταν. Όμως τώρα σκούριασε το μαγικό σου κλειδί, Βασίλη μου. Θά ᾿ρθεις και θα πεις κι ένα τραγούδι. Οφείλεις να ᾿ρθεις. Για μένα και για κείνη.
«Δεν έχεις καμιά δουλειά. Εσύ μού είχες πει να πάμε Σαββατοκύριακο στον Πάνο και τη Δώρα». Πράγματι, οι νεόνυμφοι είχαν επιστρέφει από το σύντομο γαμήλιο ταξίδι και μάς είχαν καλέσει στο σπίτι τους στην Άνδρο.
«Εκεί όμως μπορώ να δουλέψω».
«Θα πάμε και θα ᾿ρθούμε αυθημερόν. Η Κυριακή όλη δική σου. Δούλεψε όσο θέλεις». Άφησα δυο λεπτά σιωπής να δώσουν βάρος στην επόμενη φράση μου. «Σ᾿ το ζητάω σαν χάρη. Δε σού έχω ζητήσει πολλές χάρες στη ζωή μου».
Ο Βασίλης με κοίταξε με περιέργεια. Το ένστικτο τού κωλοπετσωμένου δικηγόρου τού έλεγε πως δεν υπάρχουν τόσο χοντρές συμπτώσεις. Αυτό που φοβάσαι είναι, μαλάκα, σ᾿ έπιασε και τώρα σε δουλεύει ψιλό γαζί.
Όμως ήταν σίγουρος πως δεν το ήξερα. Δεν είναι δυνατόν. Η Άννα; Δεν το χώραγε ο νους του. Ο άντρας που έζησε χρόνια μαζί μου, το έβλεπε πως δεν ήμουν θυμωμένη, ταξιδεμένη ήμουν. Κάτι τής συνέβη άλλο αυτηνής, σκεφτόταν, που εγώ ούτε να το φανταστώ δεν μπορώ. Κάτι που την τράβηξε μακριά από μάς χωρίς να το θέλει, χωρίς να μάς μισεί. Λες να είναι ερωτευμένη; Ίσως να το κανόνισε με τον γκόμενο να βρεθούν στην Επίδαυρο. Αυτά που βλέπει στα σίριαλ. Θα καθίσω δίπλα σου και θα κάνουμε σαν ξένοι... Μαλακίες, αποκλείεται η Άννα.
Πώς μπερδεύτηκε έτσι η ζωή μου, ρε γαμώτο...
Δέχτηκε κι ο Θεός βοηθός. Επίδαυρο ζητάει η κυρία; Επίδαυρο θα πάμε.
Υπάρχουν και συμπτώσεις, ρε αδερφέ, έλεγε το επιφυλακτικό του βλέμμα...
Θα έχει και το νου του βέβαια...
Καθίσαμε στο μεσαίο διάζωμα, στο κέντρο.
«Πολύς κόσμος», δυσανασχέτησε ο Βασίλης, «πήξαμε στους φιλότεχνους».
Στη διαδρομή δεν έβγαλε μιλιά. Άκουγε τα Κατσιμιχάκια στο κασετόφωνο και τάχα τραγουδούσε. Έλα, ρε Βασίλη, σε μένα τώρα θα παίξεις τον ξέγνοιαστο εκδρομέα; Το ζήτημα είναι, αν σε ρωτήσω, θα μπορέσεις να με αντιμετωπίσεις άραγε; Τίποτα φανταχτερό· αν τής τηλεφώνησες θέλω να μάθω, αν θα παίξει ήσυχη, αν ξέρει ότι είσαι εδώ και θα την καμαρώσεις...
Ήπιαμε καφέ σ᾿ ένα μπαρ στη Νέα Επίδαυρο. Πιο μακριά απ᾿ το θέατρο δε γινόταν να πάμε. Το καταλαβαίνω, θα ήταν άβολο να πέσουμε πάνω της μαζί. Όχι, αυτό πρέπει να το αποφύγουμε πάσῃ θυσίᾳ, όχι πριν από το τέλος τής παράστασης. Πρέπει να την αφήσουμε ήσυχη, είναι η ευκαιρία της τώρα, είναι η στιγμή της.
Πηγαίνοντας προς το θέατρο χτύπησε και το κινητό του. Δεν ήθελε να το σηκώσει. Καθυστέρησα δένοντας, υποτίθεται, τα κορδόνια τής εσπαντρίγιας μου. Μπορεί να ήταν εκείνη. Τού έδωσα μια ευκαιρία. Τελικά άφησε τον τηλεφωνητή να πάρει το μήνυμα. Δειλέ! Το άκουσε λίγο αργότερα, όταν πήγε στην τουαλέτα. Παιδικό, ρε φίλε, πολύ παιδικό.
Ήρθε ταραγμένος και μού ανακοίνωσε ότι η Μάνια είναι στο Κ.Α.Τ. Έπεσε κι έσπασε το δεξή μηρό.
«Πάμε», μού είπε, «χέσ᾿ την τη Μήδεια τώρα, θα τα ᾿χει παίξει η φουκαριάρα η Μάνια».
«Όχι, βέβαια». Ήμουν τόσο αποφασισμένη, που τον πάγωσα. «Δεν πρόκειται να πάμε πουθενά, αν δεν τελειώσει η παράσταση. Μην κόπτεσαι, η Μάνια δε θα τα παίξει ούτε αν ξεσπάσει ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Μια χαρά είναι στο Κ.Α.Τ., ασφαλέστατη. Μήπως είμαστε ορθοπεδικοί; Θα τη δούμε αύριο το πρωί». Κι επειδή με κοιτούσε περίεργα: «Δική μου μάνα είναι στο κάτω κάτω», τον έκοψα, «εγώ θα τ᾿ αποφασίσω αυτά».
Έκτοτε νομιμοποίησε τη δυσθυμία του και την άφησε ελεύθερη να τον κρατήσει μακριά μου.
Όταν έσβησαν τα φώτα σφίχτηκε. Δεν μπορούσε και να καπνίσει στο καταραμένο θέατρο, δεν ήξερε τι να κάνει τα χέρια του. Θυμήθηκε τα νιάτα του κι άρχισε να τρώει τα πετσάκια με μανία.
Τη στιγμή που βγήκε η Μαργαρίτα, έκανα προσπάθεια για να μην τού πιάσω το χέρι μ᾿ ενθουσιασμό. Τής πήγαινε το κοστούμι, τα φώτα την έλουζαν. Έλα, Μαργαρίτα, έλα μπροστά και θάμπωσέ τους. Ο Βασίλης κοίταξε κάτω. Έλα τώρα, ηλίθιε, δεν πειράζει, κοίταξέ την, λάμπει εκεί στο κέντρο τού κοίλου σαν άστρο. Για πένα λάμπει.
Τα χάνει όμως, γιατί τα χάνει; Έλα, Μαργαρίτα, μη στέκεσαι εκεί σαν να σε χτύπησε κεραυνός, ξέχασες τα λόγια σου, μια φρασούλα, πήδα την, κανείς δε θα το καταλάβει, πες την επόμενη, έλα, δεν έχουμε καιρό!
Η Μαργαρίτα κουβάλησε το βαρύ κοστούμι της άδειο σε όλη την παράσταση. Περιφερόταν και μιλούσε, όμως η παραμάνα δεν έγινε. Σκόνταψε, έπεσε, και δεν μπόρεσε να ξανασηκωθεί μπροστά στον χαιρέκακο όχλο. Ευτυχώς οι υπόλοιποι την αγνόησαν, δώσαν τη μάχη τους και νίκησαν. Όταν ξέσπασε το τελευταίο χειροκρότημα, εκείνη έμεινε πίσω. Δεν το άξιζε το νοητό μερίδιο. Είχε πλήρη συνείδηση. Ήθελε μόνο ν᾿ αναληφθεί στους ουρανούς, εκεί ενώπιον κοινού και κριτικών, και να μη ζήσει την επόμενη μέρα. Ποτέ να μη διαβάσει αυτές τις δολοφονικές στήλες στις αυριανές εφημερίδες. Γιατί το ᾿κανα; ρωτούσε και ξαναρωτούσε. Αφού το ήξερα, το ήξερα, το ήξερα πως δε θα τα καταφέρω!
Πώς μπόρεσε, Θεούλη μου, να μείνει ατάραχος; Από τι ήταν φτιαγμένος; Χειροκρότησε μαζί με τούς άλλους χλιαρά, σηκώθηκε, τεντώθηκε και: «Να πηγαίνουμε πριν μπουκάρουν όλοι μαζί στην έξοδο», μού είπε. Τίποτα άλλο. Καμιά ένδειξη. Αδιαπέραστος σαν τοίχος.
«Πρέπει να πάω στα καμαρίνια», δήλωσα και τον κοίταξα στα μάτια. «Θά ᾿ρθεις;»
«Τρελάθηκες;» οργίστηκε επιτέλους εκείνος. «Τι διάολο θα κάνεις στα καμαρίνια; Μπέμπα είσαι να πάρεις αυτόγραφα; Πάμε να φύγουμε!»
Τώρα έγινε άντρας ξανά, με άρπαξε απ᾿ το μπράτσο. Αρκετά σε ανέχτηκα, έλεγε με το σφίξιμο των δαχτύλων του, έλα κι άσε τα λόγια!
Απαλλάχτηκα βίαια από το χέρι του και κατέβηκα τρέχοντας τα πέτρινα σκαλοπάτια. Ανακατεύτηκα με τον κόσμο, μ᾿ έχασε απ᾿ τα μάτια του.
Πήρα το μονοπάτι που οδηγούσε στα καμαρίνια. Ένα πετραδάκι μού πλήγωσε το δάχτυλο. Αίμα, δεν πειράζει, να φτάσω γρήγορα, πριν το λεφούσι αυτό την πνίξει, να τη ρωτήσω γιατί.
Μπήκα στην είσοδο. Μια σειρά από καμαρίνια, άθλια καμαρίνια, δεξιά κι αριστερά. Πού είναι το δικό σου; Αλλού άνοιγα τις πόρτες «Τίποτα, τίποτα, με συγχωρείτε» κι αλλού τις εύρισκα μισάνοιχτες. Σε δυο παραμέρισα τον κόσμο για να δω.
Το τελευταίο ήταν άδειο και ήταν το δικό της. Όχι τελείως άδειο. Άκουσα τη φωνή τού Βουτυρά, την ήξερα απ᾿ την τηλεόραση. Κοντοστάθηκα. Έριξα μόνο μια ματιά απ᾿ τη μισάνοιχτη πόρτα και τραβήχτηκα πάλι πίσω. Κράτησα την αναπνοή μου.
Η Μαργαρίτα έκλαιγε. Κάτι έλεγε ακατανόητο μέσα απ᾿ τα κύματα των λυγμών. Παναγίτσα μου, έτσι έκλαιγε η Κατερίνα μικρή, όταν την τσίμπησε σφήκα στη Σκόπελο. Ο Βουτυράς την είχε αρπάξει και την τράνταζε.
«Έλα τώρα, αγάπη μου, σύνελθε, δε θέλεις να τούς κάνεις τη χάρη, θέλεις; Είναι και η κουρούνα η Μαργέλου δίπλα, ζωντανή θα σε φάει. Πες το μου ότι θέλεις να τής δώσεις πρωτοσέλιδο... Έλα, έλα να σε σκουπίσω εγώ, έτσι μπράβο, άντε, βρε χαζό, δεν έγινε τίποτα, στην αρχή λίγο σού ᾿φυγε, αλλά στο τέλος τον ξανάρπαξες το ρόλο, ποιος θα θυμάται την αρχή νομίζεις; Δεν άκουγες πώς χειροκροτούσαν; Σκίσαμε. Αααα, δεν είπαμε να μην κλαίμε; Χέσ᾿ τον, βρε αγάπη μου, το δικολάβο, άκου κι εμένα, μία αυτοί με φτύνουν, δεκαπέντε εγώ. Δε μετράει, κούκλα μου, μπροστά σου, είναι λίγος. Που να τού στραβώσει το πουλί τού μαλάκα, βρήκε την ώρα να σώσει την οικογένειά του. Σταμάτα, είπα, συγχύζομαι!»
Τα είπαμε όλα σε δέκα λεπτά στο πάρκιν τού θεάτρου. Δε χρειάστηκαν πολλά, κατάλαβε. Μόνο χαζός δεν είναι. Το τέλος είναι τέλος.
Ο δρόμος τής επιστροφής ήταν σύντομος. Το αυτοκίνητο έτρεχε με 150. Στο τιμόνι ένας άγνωστος κάπνιζε στα σκοτεινά. Κάποια στιγμή προβολείς χάραξαν το μούτρο του με φωτεινές, κίτρινες ραβδώσεις. Τραβήχτηκα. Μια τεράστια σφήκα. Μια σφήκα με οδηγεί. Μια σφήκα που δηλητηρίασε ό,τι αγάπησα. Το παρελθόν μου και το παρόν, αλλά όχι και το μέλλον. Τουλάχιστον όχι το μέλλον. Θα τη λιώσω, θα την κρατήσω μακριά. Το κάνω και για σένα, Μαργαρίτα. Οριστικά με έχασε όταν μού μίλησε για σένα. Νόμιζε πως ελάφρυνε τη θέση του, ο ηλίθιος. Τον ξέγραψα, αλλά κάτι κατάλαβα. Ούτε εσύ ήσουν άτρωτη στο δηλητήριό του. Πίστεψες ότι η ομορφιά σου είναι αντίδοτο; Λάθος, λάθος. Μόνο για να προσελκύσεις το τσίμπημά του γρηγορότερα χρησίμευσε τελικά. Δε σήμαινες τίποτα, πήγαινες γυρεύοντας, μού είπε. «Τις ξέρεις τώρα αυτές. Μού την έπεσε και τσίμπησα. Χαζογκόμενα όμως». Έτσι μού είπε. Μην τού απαντάς, φύγε μακριά, αυτόν αναλαμβάνω να τον τιμωρήσω εγώ.
Όταν φτάσαμε στην πίσω αυλή τού σπιτιού, μέσα είχε φώτα, ώρα πέντε το πρωί. Άνοιξα την πόρτα, κατέβηκα και την ξανάκλεισα μαλακά. Εκείνος χασμουρήθηκε στη θέση του. Έσκυψα από το ανοιχτό παράθυρό του.
«Εσύ δε μένεις πια εδώ», τού είπα μαλακά κι ακούστηκε σαν καληνύχτα. Δεν απάντησε. Κάθισε εκεί με σβησμένη μηχανή, μέχρι να μπω στο σπίτι.
Τα φώτα τής κουζίνας ήταν που έβλεπα. Στο τραπέζι η Κατερίνα κι ένα μαυρισμένο αγόρι έτρωγαν βούτυρο με μαρμελάδα. Έμεινα ακίνητη ένα λεπτό και τούς κοίταζα. Τι να κάνω; Να τής το πω τώρα;
Δε χρειάστηκε. Με πρόλαβε η Κατερίνα, που άφησε κάτω τη φέτα και ανακοίνωσε δείχνοντας με το πασαλειμμένο δάχτυλο τον διπλανό της:
«Μαμά, ο Βασίλης. Παντρευόμαστε!»
ΙΙ
Η ΟΡΓΗ
... όποιους μάς αγαπούν αν τιμωρούμε,
πώς θα φερθούμε τότε στους εχθρούς μας;
DANTE, θεία Κωμωδία,
Καθαρτήριο, Άσμα XV
Κατερίνα Νεοφώτιστου,
16 ετών, μαθήτρια
Φυσικά το ᾿χαψε, η φουκαριάρα. Δεν την αδικώ. I was good baby... Μην κάνεις χαρά όμως, γιατί εκεί και την πάτησα. Πού να το ξέρω τότε εγώ ότι αυτό θα ήταν η αιτία να γίνει η μάνα μου Τούρκος. Όχι απλός Τούρκος, ζόρικος Τούρκος, Μαμελούκος. Και δεν την πάτησα μόνο εγώ, τούς πήρε η μπάλα όλους ανεξαιρέτως. Όχι αμέσως, ρε, θα σού πω στη συνέχεια. Τότε την κωλώσαμε απλώς.
Να την έβλεπες πώς μάς κοίταζε... Ναααα, κάτι ματάρες — οι καστανές νομίζω. Δε σού κάνω πλάκα, μαλάκα, μάς το ᾿παιξε και γαλανομάτα. Πού να το δεις, κάνα δυο μέρες τής κράτησε η ψωνίτις. Τσάμπα το τριαντάρι... Εκεί γύρω είναι η τιμή, δε θυμάσαι που πήρε και η Μάτα πράσινα; Αλλά η μάνα μου τώρα... Μην ξεράσω... Και το καρεδάκι τσάμπα πήγε. Αλογοουρά το ᾿κανε σε μια βδομάδα. Κρίμα, ρε, γιατί αυτό έ λ ε γ ε.
Σιγά μην τής το είπα, δε μάς χέζεις, που θα τής κάνω και κομπλιμέντα. Ας γίνει πρώτα άνθρωπος και μετά βλέπουμε... Καθόλου δεν υπερβάλλω, να μού κάνεις τη χάρη, εσύ έλειπες, δεν τα ξέρεις τα σκηνικά που γίναν στο Πόρτο Ράφτη όλο τον Αύγουστο. Σκάσε, θα σ᾿ τα πω. Δε ρίχνεις κάνα κλείδωμα στην πόρτα να μην έχουμε παρεμβολές;
Λοιπόν, ο πατέρας μου την άρχισε τη δουλειά. Τώρα δε θυμάμαι ακριβώς πότε, εγώ βλέπεις ήμουνα στον κολοφώνα τής σχέσης, δεν καταλάβαινα Χριστό. Προφανώς με τον Βασίλη, ποιον άλλον; Είχα σπαστεί που τάχα δεν μπορούσε νωρίς, είχε το μαγαζί, κι έπρεπε ε γ ώ να την κάνω απ᾿ το σπίτι κάτι απίθανες ώρες, για να τον βλέπω. Άντε φύγε εσύ μετά τις 3 το πρωί, εύκολο είναι; Τον έψηνα το μαλάκα να βάζει ξυπνητήρι το μεσημέρι, να πηγαίνουμε και κάνα μπάνιο αλλά πού... Σε κώμα κανονικά. Εμ, άμα κοιμάσαι στις εννιά το πρωί, να μην ξυπνήσεις κατά τις έξι το απόγευμα;
Όχι, βέβαια, δεν κοιμάται μόλις σχολάσει, είναι νευρικός, λέει. Έχει συσσωρευμένη ενέργεια. Όχι, ρε, δεν παίρνει τίποτα. Όλο το βράδυ με τρία τέσσερα καμικάζι το βγάζει το πρόγραμμα. Αλλά άμα χοροπηδάς πέντε ώρες φίσκα στο high, βρέξει χιονίσει, τα παίζει κι ο εγκέφαλος, τι να κάνει; Οπότε ο καλός μου πάει σπίτι, τρώει ό,τι βρει μπροστά του, έχει θεωρία και περί αυτού, το φαΐ, λέει, μαζεύει το αίμα στο στομάχι και κουλάρει το υπόλοιπο σώμα. Μετά, βλέπει κάνα δυο κασέτες στο βίντεο για περισσότερο ξενέρωμα. Ξέρεις εξολοθρευτές και τέτοια. Δράση. Ναι, αυτόν η δ ρ ά σ η τον νυστάζει. Μια φορά πήρε κανονικό κι έπαθε πλάκα. Ένα με τη Μισέλ Πφάιφερ, Ασυμβίβαστη γενιά, που πάει σ᾿ ένα σχολείο μαύρων... Αυτό. Για την γκόμενα το πήρε ας μην το σχολιάσω καλύτερα και κατέληξε στον προβληματισμό. Μήπως είναι γεννημένος για δάσκαλος; Άσε, ρε, τού λέω, πού να βρεις μαύρα παιδιά στην Ελλάδα. Έχει κάτι, στην πλατεία Αμερικής νομίζω, αλλά είναι λίγα, δε βγαίνουν τάξη. Αυτά για να πάρεις μια γεύση για τι παιγμένο άτομο μιλάμε...
Κάτι σού άφησα στη μέση όμως, τι; Α, ναι, που δεν ξυπνάει.
Πήγα λοιπόν μια φορά σπίτι του, απέναντι απ᾿ την Αγία Μαρίνα, δίπλα απ᾿ το σούπερ μάρκετ, μωρέ, ένα κωλοδιώροφο με χιλιάδες γλάστρες απ᾿ έξω. Αυτό. Ε, μπήκα, τον τραβολόγησα καμιά ώρα, βαρέθηκα. Οπότε ανοίγει η πόρτα, μπαίνει η μάνα του κι αρχίζει να με κοιτάει σαν να ήρθα από αγγελία, ξέρεις... Αισθησιακά μωρά στο χώρο σας... Πού να ξαναπατήσεις εκεί μέσα...
Ε, άρχισα να την κοπανάω τα βράδια. Στις τρεις, στις τέσσερις, στις πέντε, αναλόγως εξελίξεων. Τού σπιτιού εννοώ. Διότι εδώ υπάρχει παράλληλη δράση. Εγώ έμπαινα στο λούκι με τον Βασίλη και στο σπίτι μου άρχιζε μια περίεργη φάση. Θα σού πω. Ο πατέρας μου την έκανε τη δουλειά, αλλά τότε νομίζαμε πως κάτι έπαθε η μάνα μου. Μη με ρωτήσεις τι. Ε, δεν μπορώ να σού πω, μόνο αν την έβλεπες θα καταλάβαινες.
Βασικά είχε πέσει σε στούπορ. Ζήτημα αν κουνούσε βλέφαρο ολόκληρο απόγευμα. Ατένιζε τα πέλαγα, τι να σού πω. Αφού ο Χάρης είχε πάθει πλακάρα. Είναι και μαμάκιας το βρέφος, δε γάμησε ακόμα. Αυτό για κάνα δυο μέρες. Μετά την έπιασε η κωλοπιλάλα. Δεν πάταγε σπίτι, μιλάμε. Κομμένα τα μαγειρέματα, κομμένα όλα. Εμείς, σουβλάκια, κοτόπουλο και στα ενδιάμεσα κοτόπουλο. Ποια υγιεινίστρια, ρε, μάς έγραψε συνδρομητές στην ψησταριά, σού λέω. Λίγο ακόμα αν κρατούσε η φάση, θα μάς έδινε παράσημο ο Μιμικός.
Ο πατέρας μου αφασία. Χαμπάρι δεν πήρε. Πού να πάρει δηλαδή; Απανωτές οι διπλοβάρδιες στο γραφείο. Έξι με δώδεκα, δεν υπερβάλλω, δεκαοχτάωρα χτυπούσε. Και ήθελε και να μάς ελέγχει, τρομάρα του. Πώς θα το κάνεις, ρε μεγάλε, από τη Σκουφά στο Πόρτο Ράφτη; Τηλεκατευθυνόμενα είμαστε;
Έτσι που λες. Χάσαμε τον έναν, χάσαμε και την άλλη καπάκι. Κανένα πρόβλημα, εμένα με καταβόλεψε. Απλά μάς τσάκισε τα νεύρα απ᾿ την περιέργεια. Εμένα δηλαδή, γιατί το βρέφος έπαθε ζημιά, δεν το συζητώ.
Σιγά να μη μού το ᾿πε. Μού κρατούσε κάτι μουτράκλες, σαν να τού εξαφάνισα ε γ ώ τη μάνα. Τι θες, ρε μαλάκα; Δε σού στύβουν πορτοκαλάδες; Ωραία, στύψε μόνος σου, ημιπληγικός είσαι;
Μάς έβλεπε και με τον Βασίλη, Πόρτο Ράφτη είναι, δεν είναι και το Λος Άντζελες, κάποιο μάτι θα σε πάρει. Κι εγώ επίτηδες δεν τού έλεγα τίποτα. Ξέρεις, ένα παιδί, φίλος και τέτοια. Ε, και σπάστηκε ο μικρός. Δεν τον έπαιζε κανένας πια, ούτε η μαμάκα.
Τώρα άσχετο, αλλά αυτό το παιδί πολύ θα ταλαιπωρηθεί στο μέλλον και θα μού το θυμηθείς. Αποκλείεται να γαμήσει ο Χάρης εύκολα. Έχει κάτι μούτρα, το ξέρεις το στιλ, «σε απορρίπτω, αφού με απορρίπτεις». Εξασφαλισμένη επιτυχία, μιλάμε. Δε θα τον πλησιάζει γυναίκα ούτε στα τρία μέτρα. Γιατί δεν είναι ούτε και το μάτσο και καλά, σάς έχω φτυσμένες, που είμαι και πολύ παιδί. Έτσι θα τράβαγε και καμιά στιλ Μιρέλας. Αν έφτιαχνε και τετρακέφαλους βέβαια, όχι έτσι ξεκρέμαστα. Ούτε και κάνας ψαγμένος είναι, με ενδιαφέροντα, ξέρω γω, με κάτι. Personality 0. Αυτός είναι ένα μιζερέ πράμα, τελείως flat. Η πλάκα είναι ότι παλιά εμένα μού φαινόταν γλυκούλης, έτσι ευαίσθητος και μαζεμένος, σχεδόν ο τύπος μου ήταν ο μικρός, πολύ τον πήγαινα. Περίμενα όμως κάτι να κάνει, να εξελιχτεί, ρε παιδί μου...
Τώρα για να μη γίνομαι και τελείως κακίστρα, δεν τον άφησαν κιόλας να εξελιχτεί, τον πήρε παραμάζωμα η μάνα μου. Με τόσο χυμό πορτοκάλι που τού έστυψε, βγήκε κάπως το παιδί. Έπαθε ψυχική υπερβιταμίνωση, ξέρω γω... Απ᾿ την κούνια έκανε έναρξη. Γκα, έκανε ο μικρός κι αυτή ήταν υπερσίγουρη ότι ζητούσε ιδιαίτερη φροντίδα. Και δώσ᾿ του χλιδάτα μπεϊμπιλίνα. Όλα για τον κώλο τού θείου βρέφους. Προφανώς τα θυμάμαι, τα παιδιά έχουν φοβερή μνήμη— ειδικά άμα τα έχουν πάρει στο κρανίο με κάτι.
Εδώ, παιδί μου, είχε φτάσει να μάς τονίζει τρις ημερησίως ότι αυτό το παιδί είναι ευαίσθητο και θέλει προσοχή. Προφανώς, εγώ ήμουν στη λίστα με τα γομάρια, αγκαλιά με τον μπαμπά. Προφανώς ο τύπος είναι γομάρι, εγώ όμως γιατί; Επειδή δεν έγερνα στην αγκαλιά της να κλάψω; Από ψυχολογία Θερίζει η γυναίκα, μιλάμε. Αν δεν απορρίψεις τα γονεϊκά πρότυπα στην εφηβεία, κυρία μου, πότε θα την κάνεις τη δουλειά, στα, πενήντα εκ τού τάφου; Δε βλέπεις εσύ που δεν τα απέρριψες τι πλακάρα έπαθες στα σαράντα; Καλά, παρά κάτι. Για δυο τρία χρόνια θα κάνουμε θέμα; Άσχετο, αλλά τώρα μού ᾿ρθε. Μήπως είδες πόσες μονάδες ανέβηκε φέτος η Ψυχολογία στο Πάντειο; Θάνατος.
Επανέρχομαι στη μάνα μου. Έρχεται λοιπόν μια μέρα από Αθήνα με τσαντούλες στο χέρι. Όχι τού σούπερ μάρκετ, ρε, αφού σού λέω τα ᾿χαμε κόψει αυτά, είμαστε στη φάση με το ψυγείο-Αλάσκα, η ακατοίκητη ήπειρος. Από μαγαζιά τσάντες λέμε τώρα, δυο τρεις, δε θυμάμαι ακριβώς. Ξεροί εμείς. Μα δεν το έχουμε ξαναδεί το θέαμα, γλυκιά μου, πώς να μην πάθουμε; Πώς ψώνιζε τα ρούχα της; Δι᾿ αλληλογραφίας, ξέρω γω; Εμφανίζονταν στην ντουλάπα της κάτι καινούρια ρούχα πού και πού, βέβαια. Αλλά, πώς να σ᾿ το πω, ρε γαμώτο, ποτέ δεν έμοιαζαν και φοβερά καινούρια... Ούτε τα βλέπαμε ποτέ σε τσάντες, με αποδείξεις, ξέρεις. Απλά τα φορούσε μια μέρα, δεν τα πρόσεχε κανείς συνήθως και τότε η μανούλα ρωτούσε με αυτή τη φωνή που σιχαίνομαι, στο στιλ όλοι με έχουν χεσμένη, την ηρωίδα: «Πώς σάς φαίνεται το καινούριο μου φόρεμα;» Κατά κανόνα εισέπρατε κάτι γρυλισμούς, κάτι βογγητά —ειδικά ο πατέρας μου είναι μάστορας να μη λέει τη γνώμη του, ο πούστης— κυρίως αν ξέρει ότι δεν τον συμφέρει να πει τη γνώμη του.
Μια φορά όμως δεν άντεξα, τής την είπα. Είχε αγοράσει πάλι μια κίτρινη πουκαμίσα με αφρικανικό design, πίπα, μιλάμε, σαν τη γυναίκα τού Νέλσον Μαντέλα ήταν, στο ασπριδερό. Την είδαμε, κουνήσαμε τα κεφάλια μας, αλλά αυτή εκεί, επέμενε. «Λοιπόν; Τι λέτε για τα καινούρια μου;» Είχε βάλει και μια φούστα, γαμώ τα original σχέδια, ξέρεις εκείνες τις γραφείου. Σκούρες, στενές, μέχρι το γόνατο. Πρέπει να είχε έμπνευση ο σχεδιαστής για να τη δημιούργησε, μιλάμε για τέτοιο κομμάτι δηλαδή... «Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα με τα καινούρια σου, ρε μαμά», τής είπα, «δε φαίνονται και τόσο καινούρια...»
Καλά, αυτό την πέθανε. «Στραβή είσαι», πετάχτηκε ο γλείφτης ο μικρός. Δεν μπορούσε να τη βλέπει κόκαλο και να μην καταλαβαίνει τι τής λέω. Ούτε εμένα μού άρεσε, δηλαδή, να τής την πω τόσο άσκημα. Την αγαπάω τη μάνα μου, ρε, ξέρεις τι καλό άτομο είναι; Αλλά... βόδι. Εντάξει, δεν είπαμε να είναι και bom to be wild, αλλά αυτή, ρε παιδί μου, είχε καταντήσει αφέψημα. Τελείως χαμομήλι. Όποιος είχε τα νεύρα του στο σπίτι, τής την έπεφτε στο στιλ κάτσε να σε βρίσω να ηρεμήσω. Μεταφορικά μιλάω. Όλοι. Εκτός Χάρη φυσικά που, όταν είναι στα κάτω του, τα βάζει με το τηλεκοντρόλ. Και γω μαζί, παρ᾿ όλο που δεν έκανα κέφι, ειλικρινά σ᾿ το λέω, ώρες ώρες μού ᾿ρχόταν να τής βάλω τις φωνές σαν να ᾿μουν εγώ η μάνα κι αυτή το ανήλικο.
Τώρα βέβαια ξεσπάθωσε και παίρνει το αίμα της πίσω. Τρελό, ε; Τελικά μού φαίνεται ότι κρατάμε αόρατα τεφτέρια όλοι και σημειώνουμε τα καψώνια που μάς έκαναν. Απλά μερικοί σού στέλνουν το λογαριασμό αμέσως κι άλλοι σε είκοσι χρόνια με χοντρό τόκο. Βλέπε μαμά.
Γι᾿ αυτό σού είπα ότι δε φταίει και απολύτως ο πατέρας μου. Όχι δηλαδή, επειδή βρήκαμε μαλάκα, να τού τα φορτώσουμε όλα στην πλάτη. Κι εσύ φταις, κυρά μου, τι μού το ᾿παιζες Μαίρη Πόπινς τόσα χρόνια; Δεν είσαι ζωντανός οργανισμός; Τι είσαι;
Εντάξει, βρήκε γκόμενα. Ναι, ρε, αφού σ᾿ το είπα στο τηλέφωνο, ξενογάμησε ο ηλίθιος, πώς τής την έδωσε τής άλλης και ξύπνησε μέσα της το κτήνος; Κι αν σού πω τι ξενογάμησε, θα σού ᾿ρθει ο θάνατος: ηθοποιό τής Λάμψης, μαλάκα, δευτερορολού. Παρά τρίχα δεν τον δημοσίευσε κάνα Λοιπόν σε δροσερή, καλοκαιρινή πόζα, να γελάσουμε...
Όχι, δεν την έχω δει live, αλλά κατάλαβα ποια είναι από τις περιγραφές τής Μάνιας. Θα σ᾿ τη δείξω, θυμήσου να το ανοίξουμε στις 7 στον Antenna. Πώς θες να είναι, τα γνωστά, βυζάρες, κωλάρες... Η χαρά τού σαραντάρη, που λένε. Κι ο δικός μου ο μαλάκας θα τη γούσταρε βέβαια, που είναι δεκαεννιά. Αλίμονο, top στην κατηγορία κρεβατοκάμαρα-κλαμπ. Γι᾿ αυτόν Α᾿ κατηγορία, δεν το συζητώ.
Έλα, ρε, δε σ᾿ το ᾿χω πει το κόλλημα τού Βασίλη; Βάζει τις γκόμενες σε κατηγορίες. Όχι, δε χρειάζεται να τις ξέρει, άμα τῃ θέᾳ, όλες. Υπάρχουν διάφορες. Εγώ, ας πούμε, είμαι κατηγορία σινεμά-λίβινγκ ρουμ. Δηλαδή ευχαρίστως θα πήγαινε μαζί μου σινεμά, που ξέρω από ταινίες και τού λέω ποιος είχε παίξει πού. Τώρα το λίβινγκ ρουμ δεν το ᾿χω πιάσει ακριβώς, δεν το εξηγεί. Ε, γενικής χρήσεως δωμάτιο. Τρως, βλέπεις τηλεόραση, κάνεις διάφορες μαλακίες. Άρα, μάλλον για κομπλιμέντο το έβλεπα εγώ. Ήθελε να χαζολογάμε μαζί. Βασικό αυτό. Πολύ θα ήθελε να είμαι και λίγο κρεβατοκάμαρα, εννοείται, αλλά τι να κάνεις; Μπορεί και να το έλεγε για να με κομπλάρει, ότι και καλά αυτός είναι έμπειρος και ξέρει από καλό κρεβάτι. Μην ξεράσω... Τέλος πάντων, χεστήκαμε τι ήθελε ο Βασίλης.
Πού θες να ξέρω πού θα έβαζε εσένα; Ρώτα τον. Εγώ δεν τού μιλάω. Το ειδύλλιο παίρνει τέλος. Πήρε δηλαδή, past tense. Τώωρα! Εδώ και μια βδομάδα. Μη βιάζεσαι, ρε παιδάκι μου, θα σ᾿ τα πω με τη σειρά.
Πού έμεινα; Στα ψώνια τής μάνας μου. Ήρθε που λες με τις σακουλίτσες της, μες στη χαρά. Κι αρχίζει και βγάζει κάτι βρακιά δαντελωτά, κάτι wonderbra ξεγυρισμένα, μαύρα, σεξουέλ, κάτι τακούνες μαύρες. Θόλωσα, λέμε τώρα. Κι εξήντα χιλιάρικα θα ᾿σκασε... Καλά, μαγκιά της, δεν το συζητώ, σάμπως απ᾿ την τσέπη μου τα πήρε; Άλλο λέω. Η μάνα μου, ρε συ, σεξουάλα; Μην τρελαθούμε κιόλας. Ο μικρός είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Του ᾿κανα και γω τη σχετική πλακίτσα με το σουτιέν... Γέλιο, γέλιο, γέλιο...
Τώρα ξέρεις ποια ήταν η πρώτη μου σκέψη: Γκόμενος. Ε, τι ήθελες να σκεφτώ, άμα πρώτα πέφτει σε στούπορ, μετά καλημέρα θλίψη, μετά εξαφανίζεται και ξαναεμφανίζεται με δαντελέ βρακιά; Ότι ασπάστηκε τον καθολικισμό; Γκόμενο θα σκεφτώ βέβαια! Γιατί, επειδή είναι μάνα μου; Και οι μάνες το κάνουν. Εδώ ανακάλυψα, ρε, ότι και η Μάνια κάνει κατάσταση, η καλή μας η γιαγιά, το πιστεύεις αυτό; Θα σού πω μετά, άσ᾿ το τώρα.
Λέω, λοιπόν, γκόμενος. Ξύπνησε η μανούλα. Ναι, ρε μαλάκα, με πείραξε, προφανώς με πείραξε. Τα πηδάω αυτά. Εννοούνται. Περισσότερο όμως με απασχολούσε τι θα γίνει με το σπίτι. Να μάθω, θα το διαλύσουμε; Τι θα κάνουμε; Α, ξέχασα και το βασικό. Δε μού κολλούσε. Ξαφνικά, το κόλλημα τέλος! Ούτε πού πήγες, ούτε τι έκανες, τίποτα. Αλώνιζα εγώ με τον Βασίλη. Μην κάνεις χαρά, σε κακό μού βγήκε, αλλά τότε νόμιζα ότι έπαιζα σε αμερικάνικο σίριαλ. Ξέρεις, μωρέ, που έρχεται ο γκόμενος να σε πάρει απ᾿ το σπίτι επισήμως, και τούς συστήνεις από δω ο boy friend και χαίρονται πολύ και συ την κάνεις αγκαλιά με τον τύπο, κι εκείνοι σού εύχονται καλά να περάσεις. Πολιτισμένα πράγματα. Έλεγα φεύγω και μού χαμογελούσε. Μάλιστα.
Εδώ τής πέταγε αβέρτα καρφιά το σκατό το μικρό κι αυτή τα αγνοούσε, το πιστεύεις; Μια φορά νομίζω με ρώτησε κάτι, τότε που υποτίθεται ότι πήγα Τζια, αλλά εντελώς σε στιλ να βγάλουμε την υποχρέωση. Μεταμόρφωση, μιλάμε. Άρα, πείθομαι ότι κυκλοφορεί γκόμενος. Τι ξαφνική αλληλεγγύη ήταν αυτή; Θυμάσαι τι ψώνιο είχε η μάνα μου με την ηλικία μου... Όλο «στην ηλικία σου» και «στην ηλικία σου» έλεγε. Κολλημένη με την ηλικία μου. Πολύ επικίνδυνη, υποτίθεται. Και ξαφνικά Κυκλοφορούσαμε ανενόχλητες μαμά και κόρη στην αμαρτία, ας πούμε. Περίεργη φάση, αλλά εντάξει. Βολική.
Εν τω μεταξύ, με τον Βασίλη και τις θεωρίες του την έπαθα τη ζημιά. Μάς έφαγε η χαλάρωση. Άσε με, μωρέ, το μαλάκα, τον θυμάμαι κι εκνευρίζομαι. Ήμουνα εγώ για τέτοια τώρα; Με φαντάζεσαι; Να βρεθώ έγκυος σ᾿ αυτή τη φάση; Ήξερε, λέει, ο ηλίθιος, έβδομη μέρα αποκλείεται να είναι επικίνδυνη. Σκατά ήξερε. Μωρέ, κι εγώ το ᾿χω διαβάσει, αλλά το π ο ύ έχει σημασία. Σε σύγγραμμα γυναικολογίας; Όχι. Στο Marie Claire. Και θα στηριχτώ εγώ στο Marie Claire, ρε ανόητε; Το ξέρω ότι στηρίχτηκα, άσε, τα λέω στο χασάπη να τ᾿ ακούει κι ο μανάβης... Έκανα κι εγώ μαλακίες ων ουκ έστιν αριθμός. Πάλι καλά που δεν κόλλησα καμιά ιστορία μεγάλη, να ψάχνομαι δια βίου. Ξέρω γω με ποιες πήγε αυτός; Πώς την απέκτησε την περίφημη πείρα, δι᾿ αλληλογραφίας; Και τα μισά απ᾿ όσα λέει να είναι αλήθεια, εγώ βρίσκομαι σε κίνδυνο.
Τέλος πάντων. Ξαφνικά, που λες, βλέπω κάτι περίεργα πράματα να συμβαίνουν. Το στήθος μου μεγάλωσε φριχτά σιγά να μη μού άρεσε, σαν γελάδα ήμουνα, άσε που πονούσε. Δεν έδωσα και φοβερή σημασία, αλλά μ᾿ έτρωγε. Μετά άρχισε το χειρότερο. Ξυπνούσα το πρωί με hangover, έτσι νόμιζα. Πονοκέφαλος, τάση για ξέρασμα, βαρεμάρα, χάλι μαύρο. Σιγά να μην ήταν hangover, αφού δεν πίνω τίποτα, ρε. Μού πέρασε ότι έφταιγε το πολύ σουβλάκι κοτόπουλο. Τόσα δείχνει η τηλεόραση, τρελές αγελάδες, ανάπηρα κοτόπουλα, τα ᾿χω φάει όλα αυτό το διάστημα. Ε, όταν είδα να μη μού ᾿ρχεται και η περίοδος κανονικά, μπήκα στο νόημα. Πανικός, τι να σού λέω τώρα... Έκανα και μια μαλακία εκεί, ένα τεστ φαρμακείου, και το κοιτούσα κάνα δίωρο κλειδωμένη στο μπάνιο. Άσε, σκατά.
Σ᾿ αυτό το σημείο έγινε η φάση Νο 1 με τον πατέρα μου. Είχα δώσει ραντεβού με τον Βασίλη πίσω από την Αγία Μαρίνα, να τού πω ότι αύριο θα πάω σε γυναικολόγο. Όχι στο δικό μου, αυτός είναι και τής μάνας μου, τρελή είσαι; Μού είχε δώσει το τηλέφωνο κάποιου η Ελένη η Μίχα, τής είπα ότι έχω μια φαγούρα κλπ. Το ραντεβού ήταν τέσσερις παρά πίσω απ᾿ την εκκλησία. Την έκανα ως συνήθως. Άνοιξα την πόρτα κι έφυγα. Είχε καλομάθει το άτομο, κατάλαβες; Άνοιγε την πόρτα κι έφευγε. Έτσι και την πάτησε. Θα δεις γιατί.
Στο μαγαζί δε γούσταρα να πάω. Άσε, μωρέ, που θα μιλούσα για γιατρούς και τέτοια μέσα στο ξεσάλωμα. Είχα όρεξη νομίζεις; Σαν θηρίο στο κλουβί ήμουνα. Δεκάξι χρονώ είμαι, ρε, είναι φάσεις για μένα αυτές; Είχα τρομάξει. Έλειπες και συ... Ξέρεις πώς είναι τώρα, σαν να ᾿σαι μόνη σου στη ρόδα τού λούνα παρκ και ν᾿ αρχίσει να γυρίζει σαν διάολος. Δεν είχα και λεφτά. Πανικός. Γι᾿ αυτό τον ήθελα πιο πολύ. Να τού ζητήσω δανεικά. Ε, έλεγα ότι δούλευε, κάτι θα ᾿ χει. Σιγά μην είχε...
Βρισκόμαστε λοιπόν. Μούτρα εγώ ως το χαλίκι. Ο κύριος μες στη χαρά. Άρχισε τα γνωστά, χουφτώματα και λοιπά. Τού ᾿ριξα πάγο και τού είπα ότι έχω φοβερά νέα και καλύτερα να μαζευτεί λιγάκι, γιατί τα πράγματα είναι σοβαρά. Με τα πολλά τού σκάω ότι νομίζω πως είμαι έγκυος και λοιπά. Πέφτει μια μούγκα, Παναγία μου. Χλόμιασε ο τύπος με τη μεγάλη πείρα.
Και τώρα τι θα κ ά ν ε ι ς; μού λέει τελικά. Ελπίζω να έπιασες τον ενικό αριθμό... Τι θα κάνουμε, τού τη βγαίνω, δεν το ᾿κανα μόνη μου, νομίζω. Βάσει οδηγιών σου έγινε, μαλάκα. Όχι, αυτό δεν το είπα, σχόλιο είναι. Τα είχα παιγμένα τότε, δεν μπορούσα να σκεφτώ σωστά.
Προς το παρόν θα πάω στο γιατρό, τού λέω, μετά βλέπουμε. Επίτηδες το είπα το «βλέπουμε», για να τον ξεσκεπάσω το χέστη, σιγά μην το σκεφτόμουνα κιόλας. Περίμενα λίγο, άχνα αυτός. Ο πανικός στις γραμμές μας. Τέρμα τα γελάκια. Καθόταν σαν μαλάκας κι έσκαβε την άμμο με το μποτάκι. Ε, και μετά από λίγο το ᾿σκασε.
Τι είπε; Τα κλασικά: «Είσαι σίγουρη πως είναι δικό μου;»
Έφαγε μια μπουνιά που θα τη θυμάται για καιρό. Άκου τι βρήκε να πει, ο μαλάκας. «Όχι, ρε, δεν είναι δικό σου», τού κάνω, «τού Τέρενς Κουίκ είναι, αλλά να μείνει μεταξύ μας, γιατί είναι και παντρεμένος άνθρωπος». Σαν να μην ήξερε ότι ποτέ δεν είχα πάει με άλλον. Δυστυχώς, δηλαδή, μεγάλη επιτυχία είχα στα εγκαίνια τής ερωτικής μου ζωής. Αυτό, ρε, εννοούν που λένε η πρώτη αγάπη δε λησμονιέται; Εύκολο είναι να λησμονηθεί τέτοιος μαλάκας;
Το καλύτερο όμως σ᾿ το φυλάω για μετά. Αρχίζει λοιπόν το μπάλωμα.
«Έλα, ρε, χαζό», μού λέει, «αστεία κάνω, να χαλαρώσεις λιγάκι. Πολύ στα σοβαρά το πήρες το θέμα».
Δεύτερη στραβή μέσα σε τρία λεπτά.
«Δεν έβγαλα σπυράκι, Βασίλη, παιδί πάω να βγάλω, και βέβαια το πήρα σοβαρά», τού απάντησα.
Τώρα ξέρω πως ακούστηκε κάπως, αλλά το έκανα σχεδόν επίτηδες. Εγώ πήγαινα ντουγρού για έκτρωση, να σακατέψω τα όργανά μου απ᾿ τα δεκάξι, να γίνω κώλος με το σπίτι μου, κι ο άρχοντας μες στη χαλάρωση. Ε, βέβαια, δεν ήταν αυτός έγκυος, εγώ ήμουνα. Πάρε λίγο άγχος να ᾿ χεις, μαλάκα, σκέφτηκα. Γι᾿ αυτό το πέταξα διφορούμενο.
Κι εκεί έλαμψε το αστέρι του. Κέντησε το άτομο. Γυρνάει με πένθιμο ύφος και μού λέει:
«Καλά, σοβαρά μιλάς, ρε Κατερίνα, ότι θες να κρατήσεις δικό μου παιδί; Ούτε ε γ ώ δε θα ᾿θελα να κρατήσω δικό μου παιδί!»
Όπως σ᾿ το λέω ακριβώς, δεν υπερβάλλω. Το ξέρω ότι έχει δίκιο, ρε μαλάκα, άλλο σχολιάζω εγώ τώρα.
Πάνω λοιπόν που έχω απελπιστεί κι ετοιμάζομαι να τον παρατήσω και να φύγω για λεφτά δεν ξέρω, κάτι θα ᾿κανα βρίσκομαι στο κέντρο ενός προβολέα. Όχι, δεν πρόκειται για παραλήρημα. Το κωλοάμαξο τού πατέρα μου είχε ξεφυτρώσει απ᾿ το πουθενά και ήταν αραγμένο τώρα εκεί μπροστά μου με τούς μεγάλους προβολείς αναμμένους κι εμάς στο κέντρο πετρωμένους σαν λαγούς. Ανοίγει ο μεγάλος την πόρτα, βγαίνει, κι αρχίζει το σόου. Δε θέλεις να μάθεις τι τού έσυρε τού Βασίλη, θέλεις; Όσα έπρεπε να τού πω εγώ λίγα λεπτά νωρίτερα και δεν μπορούσα ν᾿ ανοίξω στόμα. Ο Βασιλάκης είχε κιτρινίσει και ψέλλιζε κάτι ασυντόνιστα. Εγώ τον άκουγα μες στην απάθεια. Κάτι είχα, σαν να μην έπαιζα στο έργο. Θεία δίκη σκεφτόμουν, εδώ τώρα θα πληρώσουμε όλοι τις μαλακίες μας. Ε, αφού τα είπε και ξέσπασε, μ᾿ έχωσε στο αυτοκίνητο και μ᾿ έφερε σπίτι. Ο Βασίλης έγινε καπνός, τι ήθελες να γίνει; Είχε και τη φωλιά του χεσμένη, ήρθε κι έδεσε... Θα βλέπει τώρα «BMW» και θα κρύβεται στους θάμνους για καμιά δεκαετία.
Το περίεργο ποιο ήταν, όμως; Το σκέφτηκα μετά που ηρέμησα λίγο. Ο πατέρας μου δεν τα ᾿βαλε κατευθείαν μαζί μου. Αυτό που μουρμούριζε ήταν «το διαλύσαμε το σπίτι, μπάχαλο γίναμε, πώς καταντήσαμε έτσι», τέτοια. Πληθυντικός αριθμός, το πιάνεις; Βέβαια δεν είχε ιδέα περί εγκυμοσύνης, τότε να δεις φεστιβάλ ενικού που θα είχαμε, αλλά, όπως και να το κάνουμε, έπιασε το δεκαεξάχρονο κοριτσάκι του, στα μαύρα ξημερώματα, να γυρνάει με αγνώστου προελεύσεως άντρα. Βαρύ. Και όμως ο πατέρας μου το γενίκευε το πράμα. Κι ούτε με σταμάτησε όταν σηκώθηκα να πάω για ύπνο.
Αφού τον λυπήθηκα, ρε συ. Βεβαιώθηκα ξαφνικά ότι ξέρει περί μαμάς, κι ας λείπει απ᾿ το σπίτι δεκαοχτώ ώρες το εικοσιτετράωρο. Αλλιώς τι νόημα είχε να πει «το διαλύσαμε». Την άλλη μέρα μάλιστα τής το ανέφερε το επεισόδιο, αλλά σαν να έφταιγε εκείνη και όχι εγώ για το ξεσάλωμα. Ούτε η μάνα μου αντέδρασε. Κάτι χαζομάρες έλεγε, δε θυμάμαι, στο στιλ ότι υπερβάλλει και ποιος έχει μούτρα να το κρίνει το παιδί και τέτοια υπεράνω. Δηλαδή όποιος δεν κατάλαβε, παιδιά, η μαμά βρήκε γκόμενο! Πού να ξέραμε τα βλήτα ότι ο άλλος την έκανε τη δουλειά και έβγαινε κι από πάνω, ο υποκρίταρος τού κέρατά!
Άμα το σκέφτομαι, μού ᾿ρχεται να τον καθαρίσω. Εμ, μάς διέλυσε το σπίτι, έκανε και τη μάνα μου ύαινα από πάνω. Τι θα πει, τι ύαινα; Ρε, πότε θα το χωνέψεις; Τη μάνα μου που ήξερες να την ξεχάσεις, μάς τελείωσε. Έχεις δει κάτι φωτογραφίες με τον άγιο Γεώργιο να σουβλίζει το δράκο; Ε, κάπως έτσι είναι η μάνα μου τώρα. Έχει πάρει το ακόντιο και σουβλίζει το κακό. Και δεν είναι μ ό ν ο οι γκομενοδουλειές τού πατέρα μου το κακό, είναι οι πάντες. Εγώ, η Μάνια, μέχρι και ο μικρός μπήκε στο στόχαστρο. Έβαλε μπρος να μάς αναμορφώσει. Κόλαση σού λέω.
Το ζήτημα είναι ότι εγώ ξεψάρωσα και την άλλη μέρα την κοπάνισα πρωί πρωί απ᾿ το σπίτι. Στη μάνα μου είπα ότι πάω Τζια. Μούσι φυσικά. Στην Αθήνα κατέβηκα. Ζήτησα δανεικά από τη Μάνια και πήγα στο γυναικολόγο να σιγουρέψω, να πούμε, τα καλά νέα. Τα σιγούρεψα και ησύχασα. Έγκυος εκατό τα εκατό από την εξέταση και μόνο. Βεβαιότατος ο γιατρός. Α, μού είπε ότι και τα τεστ τού φαρμακείου είναι εντάξει, κάνουν δουλειά. Καλά, χτύπα ξύλο, έτσι το λέω.
Μαθαίνω λοιπόν τα ευχάριστα. Το κακό ήταν πως δεν ήξερα πού να τα πω και τι να κάνω. Τα ξεφούρνισα τελικά στη Μάνια.
Καθόλου δεν ήταν μαλακία, είχα τούς λόγους μου. Πρώτον, ήταν η πηγή τού χρήματος. Πού θα εύρισκα εγώ λεφτά για την έκτρωση, στον τροχό τής τύχης; Όχι, αγάπη μου, από το μαλάκα ούτε δραχμή δε θα ζητούσα, τον ξέγραψα τη στιγμή τής μεγάλης ερώτησης. Άσχετα που αναγκάστηκα να τον χρησιμοποιήσω μετά. Αυτό ήταν και λίγο χουνέρι απέναντι του και το φχαριστήθηκα κιόλας. Θα σού πω, μωρέ, περίμενε.
Τι έλεγα; Α, ναι, για τη γιαγιά. Η γιαγιά λοιπόν είναι γνωστό προχωρημένο άτομο, κατεβάζει ιδέες. Εμ, ποιος την κατέβασε, εγώ; Η γυναίκα κέντησε πάλι. Α, μην ξεχάσω, με άκουσε με σχόλια μηδέν, σημειωτέον. Πολύ το εκτίμησα. Γιατί πρέπει πάνω στο ζόρι μου να λουστώ το κήρυγμα, ρε άνθρωπε; Θες να βοηθήσεις; Σκάσε και βοήθα. Μη μού ζαλίζεις τα τέτοια, να χαρείς. Η Μάνια ποτέ δεν το κάνει αυτό. Σού δίνει ιδέες και λύσεις για το πρόβλημά σου, εγκυμοσύνη εν προκειμένω, δε σού αναλύει τι θα έπρεπε να κάνεις, για να μη μείνεις έγκυος. Τής ρεαλιστικής σχολής, η γυναίκα.
Τής το σκάω λοιπόν το μυστικό, αφιερώνει κάνα τρίλεπτο στη σκέψη και μετά μού το πετάει έτσι, επί λέξει:
«Υπάρχει τρόπος να το κάνουμε κρυφά, αλλά θα παιδευτούμε. Μήπως θέλεις να γίνει με τις ευλογίες όλων, χωρίς μουρμούρα και δίχως ψέματα; Να σε πάνε αυτοί για έκτρωση στον καλύτερο γιατρό και να είναι και πανευτυχείς από πάνω;»
«Μίλα, ρε γιαγιά», τής λέω, «θα μάς τρελάνεις τώρα;» Και η γυναίκα μίλησε πολύ σωστά και πολύ ψαγμένα. «Σκέψου τι κάνουν οι διπλωμάτες», μού λέει, «για να λύσουν, ας πούμε, το κυπριακό. Τι κάνουν;»
«Μαλακίες;» προτείνω εγώ.
«Όχι επί τής ουσίας, παιδί μου, για τη στρατηγική μιλάω. Αν θέλουν πίσω την Αμμόχωστο, δε ζητάνε την Αμμόχωστο. Ζητάνε όλη τη Βόρεια Κύπρο και τμήμα τής Μικράς Ασίας».
«Και παίρνουν τ᾿ αρχίδια μου», τής τη βγαίνω εγώ, που δεν καταλάβαινα καθόλου πού το πήγαινε.
«Λάθος! Παίρνουν την Αμμόχωστο και μένει και ο αντίπαλος ευχαριστημένος, που γλίτωσε με τόσο λίγες παραχωρήσεις».
Τότε άρχισα να μπαίνω στο νόημα. Κληρονομικότης, βλέπεις. Με είδε που ψιλοχαμογέλασα και συνέχισε:
«Θα τούς ανακοινώσεις π ρ ώ τ α ότι παντρεύεσαι και μετά ότι είσαι έγκυος. Όχι ως πρόβλημα, χρυσό μου, ως μέρος των εξηγήσεων. Θα τούς πεις ότι είσαι ερωτευμένη με τον πώς τον λένε; Βασίλη; Άκου τώρα σύμπτωση, θα ξετρελαθεί η μαμάκα σου. Αφού πέσουν ξεροί για κάνα τέταρτο, θα σε παρακαλάνε να κάνεις μια εκτρωσούλα. “Δεν είναι τίποτα”, θα σού εξηγούν, "ένα τεταρτάκι δουλειά"».
Αυτά μού είπε η κυρία και κέρδισε τον αιώνιο θαυμασμό μου.
Να μού θυμίσεις να σού πω και τα ντεσού περί γκόμενου Μάνιας. Όχι τώρα, ρε, θα χαλάσω τη συνέχεια. Καλά, εν συντομία: Λοιπόν, η γιαγιούλα βρήκε άντρα και μάλιστα γαμώ τα παιδιά, αθλητικός τύπος, ορειβατικός όμιλος και τέτοια. Ναι, τέρμα τα τσάγια, η Μάνια το ᾿ριξε στην αναρρίχηση. Σκατά το ᾿ριξε δηλαδή, κάνει ένα ψευτοσκαρφαλωματάκι και εν συνεχεία την αράζει στα ημιπεδινά και τον περιμένει να επιστρέφει γυμνασμένος απ᾿ ό,τι κατάλαβα. Έσπασε βέβαια ένα πόδι σ᾿ το είπα αυτό; Στα Ζαγοροχώρια έγινε, στην πανελλήνια ορειβατική συνάντηση. Την έπιασαν τα μεράκια, φαίνεται, τη Μάνια και είπε ν᾿ ανεβεί με το πλήθος στη Δρακόλιμνη — μια κορυφή πρέπει να ᾿ ναι κάπου εκεί. Όχι με τα πόδια, ρε, τής ρεαλιστικής σχολής είναι, είπαμε. Νοίκιασε γάιδαρο. Φαντάζεσαι φάση; Τα κορόιδα με τα πόδια και η Μάνια καβαλερία ρουστικάνα. Όμως τη ματιάσανε τη γυναίκα και αφήνιασε ο γάιδαρος, μουλάρι, τι ήτανε. Αποτέλεσμα: η γιαγιά στο Κ.Α.Τ. με χοντρά κατάγματα στο πόδι.
Τώρα όλα αυτά δυο μέρες αφού κανονίσαμε τα περί γάμου μου. Η Μάνια έφυγε την επομένη με το αίσθημα και λοιπούς για τα βουνά, οι δικοί μου πήγαν Επίδαυρο το άλλο απόγευμα, κι εγώ εξήγησα στον Βασίλη το σχέδιο και τον απείλησα να έρθει κατευθείαν μετά το μαγαζί εδώ. Να είναι σπίτι μου νωρίς, γιατί δεν "ήξερα τι ώρα θα γυρίσουν οι κηδεμόνες.
Κατά τις οχτώ με παίρνει η Μάνια απ᾿ το Κ.Α.Τ. Την έφερε η ασφάλειά της με ελικόπτερο. Πήρα τον πατέρα μου στο κινητό, έτοιμη να σκάσω που μού χάλασαν τα σχέδια. Η πλάκα ποια είναι; Ο πατέρας μου έκανε σαν να έπιασε εξάρι στο ΛΟΤΤΟ. Ερχόμαστε αμέσως, μού λέει, αλλά ευχαριστημένος, ρε παιδί μου, πώς να σ᾿ το πω; Δεν το έψαξα πιο πολύ, είναι αλήθεια. Προσπάθησα να πετύχω τον δικό μου τον γελοίο στο τηλέφωνο, να τού πω ότι αναβάλλεται ο γάμος προς το παρόν. Δεν τον βρήκα.
Όπως μού είπε μετά, είχε πάει να πάρει να πάρει ηρεμιστικά απ᾿ το φαρμακείο. Χεσμένος, ρε, σού λέω, καταδιασκέδασα μες στη μαυρίλα μου.
Ευτυχώς βέβαια που δεν τον βρήκα, γιατί σε λίγο ξαναπαίρνει ο πατέρας μου απ᾿ το κινητό, για να με ειδοποιήσει ότι τελικά δε θα ᾿ρθουν, καθότι η μάνα μου ε π ι μ έ ν ε ι να δει το έργο. Να ενημερώσω και τη Μάνια ότι δυστυχώς αύριο θα τη δουν.
Ναι, ο μαλάκας, την κάρφωσε ως άστοργη κόρη... Θα καταλάβεις το μέγεθος τής χοντράδας, μόνο αν σού εξηγήσω τ ι πήγε να κάνει η μάνα μου στην Επίδαυρο εκείνη τη μέρα. Γιατί η μάνα μου το κανόνισε, ο πατέρας μου πήγε σέρνοντας. Τη μυρίστηκε την περίεργη την κατάσταση, η γάτα.
Τι είχε συμβεί; Η μάνα μου αποδείχτηκε πως όλο αυτό το διάστημα ήξερε για την γκόμενα και δεν έλεγε τίποτα. Το έψαχνε το θέμα, μάλλον. Ή είχε κομπλάρει απ᾿ την έκπληξη. Ή δεν ήξερε τι να κάνει με τον πατέρα μου. Πρόσφατα μού είπε πως δεν έκανε τίποτα, γιατί έχασε, λέει, τα μάτια της κι έβλεπε ξαφνικά με τα μάτια των άλλων. Σαφέστατο έτσι; Θα σε γελάσω τι ακριβώς εννοούσε, κάτι βαθύ σίγουρα.
Τέλος πάντων, το ζήτημα είναι πως η μάνα μου είχε καταφέρει να γνωριστεί με την γκόμενα. Μάλιστα, κύριε, το πιστεύεις αυτό; Μού τα ξεφούρνισε η Μάνια. Στο γυμναστήριο, λέει, τής την έπεσε από δίπλα και την έκανε κολλητή. Τι σατανικό σχέδιο, ρε μαλάκα, απλώς άφησε έναν ακόμα να την πάρει από κάτω. Αντί να την ξεχέσει, πήγαινε με τη σταρ και άκουγε τα προβλήματα της με τον μπαμπάκα μου. Άσε που τη γούσταρε κιόλας ο χάννος... Χοντρή ανωμαλία, μιλάμε. Γι᾿ αυτό άρχισε να κουρεύεται και ν᾿ αλλάζει μάτια, για να μοιάσει τής κυρίας Λάμψη. Το καλύτερο: Γι αυτό κουβάλησε τον πατέρα μου στην Επίδαυρο. Έμαθε ότι τα είχανε τσουγκρίσει και τον πήγε εκεί να τον δει η τραγωδός και ν᾿ αποδώσει. Μάλιστα.
Άμα το σκέφτομαι, μου ᾿ρχεται να βάλω τις φωνές. Μηδέν αξιοπρέπεια, ρε άνθρωπε; Λίγο τσαγανό, κάτι, ρε παιδί μου.
Ξέρεις ότι εν τέλει τον πατέρα μου τον χώρισε γιατί φέρθηκε απαίσια στην γκόμενα και όχι γιατί φέρθηκε απαίσια σ᾿ εκείνην;
Πρωτοποριακό; Έτσι avant garde είναι το σόι μας και με ροπή στο ακραίο. Διότι αμέσως μετά την τεράααστια κατανόηση προς την γκόμενα και λοιπά, πήρε το βούρδουλα κι άρχισε να χτυπάει τούς πάντες. Ε, καλά, πρώτος την έφαγε ο πατέρας μου, ποιος άλλος; Αυτός πήγε αυθημερόν. Δεν ξαναγύρισε από Επίδαυρο σπίτι. Αφού ούτε τα πράγματά του δεν τον άφησε να πάρει. Τού τα ᾿στειλε με φορτηγό μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Ούτε. Γύρισε από Επίδαυρο στις τέσσερις, ξέρω γω, τής ανακοινώσαμε εμείς τα περί γάμου, μάς άκουσε σε κατεψυγμένο στιλ να τής αναλύουμε τον έρωτά μας, άκουσε και τα περί εγκυμοσύνης, κάθισε σε μια καρέκλα, κοίταξε τον Βασίλη, όπως δε θέλει άνθρωπος να τον κοιτάξουν και τού είπε: «Εσύ φύγε τώρα αμέσως, γιατί θα φωνάξω την αστυνομία».
Ναι, ρε μαλάκα, το πιστεύεις; Άλλο που δεν ήθελε ο Βασιλάκης. Την έκανε σε χρόνο μηδέν. Μπαμπάς να σού πετύχει... Με ξεφτίλισε και μπροστά στη μάνα μου, το ζώον.
«Αυτόν ήθελες να παντρευτείς;» μού κάνει.
Τι να τής πεις τώρα, που είχε και δίκιο.
«Πήγαινε στο κρεβάτι σου», μού λέει, «αύριο τα υπόλοιπα. Μην ανησυχείς, θα τα κανονίσω όλα εγώ».
Εμ, γι᾿ αυτό ανησυχώ, κυρά μου, δεν είσαι και ό,τι καλύτερο στο κανόνισμα.
Τότε πήρα είδηση ότι ο πατέρας μου έλειπε.
«Πού είναι ο μπαμπάς;» τής κάνω.
«Ο μπαμπάς σου δε μένει πια μαζί μας. Χωρίσαμε», μού λέει σε στιλ δεν έχουμε γάλα, το ήπιαμε.
«Καλά, πώς έγινε αυτό;» ρωτάω εγώ.
«Όπως γίνονται όλα».
Φοβερή απάντηση, ε; Κι εγώ έμεινα πολύ ευχαριστημένη, δεν μπορώ να πω. Ο μικρός εν τῳ μεταξύ κοιμόταν σαν πουλάκι, χαμπάρι δεν είχε για τις εξελίξεις.
Το πρωί ξυπνάω στις οχτώμισι. Τι ξυπνάω δηλαδή, αφού δεν είχα κλείσει μάτι. Άγχος, άγχος, άγχος. Ακούω από δίπλα τον μικρό να κλαίει. Έλα, ρε, μικρός είναι ακόμα, κλαίει, τι θέλεις να κάνει; Σηκώθηκε το παιδί να πάει τουαλέτα και είδε τη μάνα του να πακετάρει σαν τρελή όλα τα πράματα τού μπαμπά. Όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα. Μέχρι και κάτι σαγιονάρες σκισμένες που είχε για τον κήπο πακετάρισε. Αυτό ήταν ένα στοιχείο. Ε, δεν καταλαβαίνεις; Αν χωρίσεις γιατί βρήκες εσύ γκόμενο, δεν κάνεις σαν τρελός να ξεφορτωθείς τα πράματα τού άλλου, ούτε έχεις τόσο φρικαρισμένη μούρη. Άρα αλλιώς ήταν τα πράγματα και, να σού πω, εκείνη τη στιγμή ούτε ήθελα να μάθω πώς ακριβώς ήταν.
Μπαίνω λοιπόν στο δωμάτιο τού Χάρη. Κατάλαβα ότι κάτι είχε ακούσει και τα ᾿παίξε. Ακίνητος ο μικρός, σταμάτησε και το κλάμα. Ε, το γνωστό κόλπο, δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Εγώ πάντως έκατσα εκεί, δίπλα στο κρεβάτι του, και τού χάιδευα την πλάτη. Τού αρέσει να τού χαϊδεύουν την πλάτη, τη βρίσκει. Μόλις τον ακούμπησα όμως ξανάρχισε τα κλάματα. Μού μαύρισε την ψυχή, γαμώτο, δεν ήξερα τι να κάνω. «Δεν είναι τίποτα, ρε», τού κάνω, «θα τής περάσει, θα δεις». Όχι ότι το πίστευα, αλλά τι να τού πεις τού παιδιού;
Τέλος πάντων, ούτε κι αυτό βοήθησε, απλώς καθίσαμε εκεί πέρα για καμιά ώρα, ο μικρός μπρούμυτα στο κρεβάτι κι εγώ να τον χαϊδεύω. Δε μού ᾿κανε και καρδιά να βγω έξω. Τι να δω; Είχε ξηλωθεί το σπίτι κανονικά. Δεν τολμούσα καν ν᾿ ανοίξω την πόρτα. Μού ᾿χε μπει η ιδέα ότι θα έβλεπα το μέλλον μου και θα τρόμαζα.
Τελικά ήρθε η μάνα μου. Μάς κοίταξε λίγο, και μετά με ρωτάει:
«Τι έχει αυτός;»
«Δεν ξέρεις τι έχει;» τής απαντάω κι εγώ. «Τι με ρωτάς;»
Οπότε πλησίασε, σήκωσε το σεντόνι που ήταν κουκουλωμένος ο μικρός και τού λέει:
«Μην κλαις. Με το κλάμα δε βγαίνει τίποτα. Σήκω να πιεις το γάλα σου».
Γιατί, ρε μάνα, με το γάλα βγαίνει τίποτα; μού ᾿ρθε να τής πω. Αλλά το άφησα, δεν είχα όρεξη.
Μετά γυρνάει σ᾿ εμένα και μού ανακοινώνει:
«Εγώ φεύγω. Πάω στο άλλο σπίτι να μαζέψω τα πράγματα τού πατέρα σου. Εσύ πάρ᾿ τον τηλέφωνο και ρώτα τον πού θέλει να τού τα στείλω. Στο σπίτι τής ερωμένης του (υπογραμμισμένο αυτό) ή σε κανένα απ᾿ τα συνεταιράκια του;»
Αγανάκτησα, ρε συ. Είναι πράμα τώρα αυτό να το πεις στα παιδιά σου; Κι έπειτα, τι σκατά μ᾿ ανακατεύουν εμένα στις κωλοϋποθέσεις τους;
«Και γιατί να το κάνω εγώ;» τής λέω.
«Ποιος θες να το κάνει;» μού στέλνει το μπαλάκι πίσω. Κολοκυθιά δηλαδή.
«Άλλος», τής απαντάω. «Όχι εγώ πάντως».
Τι κι αν μίλησα, με αγνόησε τελείως.
«Θα κάνεις αυτό που σού λέω», μού γρυλίζει, «και μετά θα κατεβείς στην Αθήνα. Στις τέσσερις έχουμε ραντεβού με το γυναικολόγο μου, να ρυθμίσουμε και το άλλο».
«Όπα, ποιο άλλο δηλαδή; Πολύ φόρα δεν πήραμε; Άσε που είναι Κυριακή».
«Τα κανόνισα εγώ, μη σε νοιάζει», μ᾿ έκοψε. «Βασιλίσσης Σοφίας 76, 3ος όροφος, ώρα τέσσερις. Θα σε περιμένω απ᾿ έξω. Να είσαι στην ώρα σου».
Ήρθε, είπε και απήλθε. Εμάς μάς άφησε στην τύφλα μας, να κυκλοφορούμε ανάμεσα στα πακέτα σαν χαζεμένα. Ούτε τα τηλέφωνα δε σηκώναμε. Δεν ξέρω, απλά δε θέλαμε. Εδώ η ζωή μας είχε γίνει άνω κάτω, κουβέντα θα κάνουμε; Είχαμε βρει εκεί ένα παιχνίδι για να περνάει η ώρα. Ανοίγαμε τα πακέτα, για να δούμε τι σκατά έχουν μέσα. Ωφέλιμο τελικά, γιατί βγάλαμε κάνα δυο πραγματάκια που καθόλου δεν ήταν τού πατέρα μου, απλά μάς τα είχε κάνει δ ώ ρ ο ο πατέρας μου. Έχει διαφορά νομίζω. Αν αποφάσισε να τού στείλει πίσω ό,τι είχε προέλθει από εκείνον, τότε να μπούμε κι εμείς σε πακέτο, δε μάς έκανε και μόνη της τελικά. Προφανώς δεν τής το είπα αυτό, δεν ήθελα να τής βάλω ιδέες... Πήρα όμως πίσω ό,τι χρειαζόμουνα και τα ᾿κρυψα στην ντουλάπα.
Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσα, γιατί ήταν ο μαλάκας ο πατέρας μου. Τι πού το κατάλαβα; Χτυπούσε σαν διάολος και τριάντα φορές, ποιος θα ᾿ταν; Αυτός, που ήθελε να δει τι κλίμα επικρατεί. Έννοια σου, τον ενημέρωσα καλά για το κλίμα που επικρατούσε. Τον ρώτησα και πού θέλει να τού ξαποστείλουμε τα πράματά του. Στον Μιχάλη είχε πάει.
Πώς ήταν; Σαν κότα, πώς να ήταν... Την είχε κάνει τη δουλειά ο άνθρωπος, και τίποτα να μη μάς είχε πει η άλλη, θα τον καταλάβαινα απ᾿ τη φωνή. Άσε το άλλο το ξερατό, που με πλάκωσε στην ψυχολογία.
«Άκου να σού πω, Κατερίνα», μού κάνει, «πρέπει να ξέρεις ότι εσείς δεν έχετε καμιά σχέση με την απόφαση αυτή. Εσείς είστε τα παιδιά μας και σάς αγαπάμε ούτως ή άλλως».
Τι τού λες τώρα; Κάπου θα πήρε τ᾿ αυτί του, φαίνεται, ότι τα παιδιά αισθάνονται ένοχα για τα διαζύγια. Τι, δεν το ξέρεις, ρε τούβλο; Προφανώς συμβαίνει. Αλλά στα μικρά παιδιά. Τα μεγάλα θέλουν απλώς να σπάσουν το κεφάλι τού μαλάκα που τα ᾿κανε σκατά —αυτό είναι εμπειρική προσέγγιση φυσικά. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να κρατηθώ, τού το είπα, ναι, κι έτσι τελείωσε το τηλεφώνημα προώρως...
Τώρα για το άλλο. Όσο πλησίαζε μεσημεράκι, τόσο με πιαναν εμένα τα διαόλια μου. Δε γούσταρα καθόλου το ραντεβού με το γιατρό. Τι πάμε να κάνουμε εκεί, ούτε που μπήκε στον κόπο να μού εξηγήσει. Έκτρωση κατευθείαν; Πώς γίνονται αυτά; Τι είμαι γω, ρε συ; Ζαρζαβατικό; Δεν έπρεπε να το συζητήσει μαζί μου; Για κάτσε καλά δηλαδή. Τόσο απλά είναι τα πράγματα; Πονάει δόντι, βγάλει δόντι; Με ρώτησε εμένα αν φοβάμαι; Τόσο απίθανο το θεώρησε; Γιατί, είχα ξανακάνει αυτή τη μαλακία, να ξέρω πώς είναι; Κι αν δεν μπορούσα να ξανακάνω παιδιά; Έχω ακούσει κάτι περιπτώσεις. Ε, τι θες τώρα, δεν ήθελα να πάω, δεν ήμουν έτοιμη. Ναι, ρε μαλάκα, φοβόμουνα, τι λέω τόση ώρα; Το χέζω λοιπόν το ραντεβού και αποφασίζω να πάω να δω τη γιαγιά στο Κ.Α.Τ. Να μιλήσουμε και λίγο...
Πρότεινα και στον μικρό να ᾿ρθει μαζί μου, αλλά δεν ήθελε. Τον έψησα όμως να πάει καμιά βόλτα με τον Σταμάτη δίπλα ε, να μην κάθεται, μωρέ, το καημένο μέσα στα δέματα, να βράζει στο ζουμί του.
Πάω λοιπόν στο Κ.Α.Τ., κατά τις τρεις πρέπει να έφτασα, και βλέπω τη Μάνια να κοιμάται σε ράντζο στο διάδρομο. Όλο το αριστερό πόδι γυψαρισμένο και σηκωμένο με κάτι τροχαλίες περίεργες. Γάμησέ τα δηλαδή. Ταράχτηκα, ρε, ξέρεις τι καλοπερασίδου που είναι η γιαγιά μου; Παθαίνει πλάκα με τη μιζέρια. Εγώ τής είχα φέρει και το γαλλικό το Marie Claire για παρηγοριά. Ήθελα να τής πάρω κι εκείνα τα περίεργα σοκολατάκια που τής αρέσουν, αλλά δεν είχα φράγκα.
Την πλησιάζω, τη σκουντάω λιγάκι και μού πετάγεται πάνω φρέσκια φρέσκια και ορεξάτη αν θέλετε το πιστεύετε. Πονούσε λίγο, αλλά εντάξει ήταν ήρεμη. Το πόδι θα έφτιαχνε. Ευτυχώς δεν έχει πρόβλημα ασβεστίου, ένα ζωντανό την ημέρα χτυπάει προληπτικώς. Για το ράντζο μού είπε ότι το ρύθμισε το θέμα ο έτσι και να μην ανησυχώ. «A la guerre comme à la guerre, χρυσό μου», ξέρεις πώς τα λέει η Μάνια τώρα.
Ε, αφού έμαθα τα δικά της, την ενημέρωσα κι εγώ για τα δικά μας και τής έφτιαξα τη μέρα. Σ᾿ αυτή τη φάση μού είπε περιληπτικώς ό,τι ήξερε η ίδια για την υπόθεση. Να σού πω πού είχε φτάσει η μάνα μου; Μέχρι απόπειρα αυτοκτονίας έκανε σε ξενοδοχείο. Πολύ ταράχτηκα, ρε συ, άκου απόπειρα αυτοκτονίας! Και γιατί παρακαλώ; Για τον ηλίθιο. Έχεις κι άλλη ζωή, κυρία μου, και είσαι τόσο άνετη μ᾿ αυτήν εδώ; Πώς τούς έρχεται και αυτοκτονούν, ποτέ δεν το κατάλαβα. Αφού θα πεθάνουμε, ρε παιδιά, δεν πρόκειται να γλιτώσει και κανένας, γιατί επείγεστε τόσο πολύ; Δεν έχετε περιέργεια τι θα γίνει στο έργο; Πού πάτε πριν το τέλος;
Τέλος πάντων. Άσχετο.
Τη λυπήθηκα χοντρά είναι αλήθεια. Ορκίστηκα να μην τής την ξαναπέσω άσκημα σ᾿ αυτή τη φάση τουλάχιστον. Με ξέρεις τώρα εμένα, είμαι συντρέχτρα. Και η γιαγιά ανέλαβε να καθαρίσει με τον μπαμπά, αγωγές, διαζύγια και λοιπά — «αν πάρουν τελικά διαζύγιο», είπε η γιαγιά, αλλά δεν ξέρω τι σκατά εννοούσε.
Πάνω που τα κουβεντιάζαμε και είχα ηρεμήσει κάπως, να και η μάνα μου. Άγνωστο πώς κατάλαβε ότι ήμουνα στο Κ.Α.Τ. Έξαλλη από το στήσιμο, ούτε ένα γεια δεν καταδέχτηκε στη Μάνια, περιέλαβε εμένα. Μάς άκουσε όλος ο διάδρομος. Με είπε ανεύθυνη, επιπόλαιη, ούτε ξέρω τι μού ᾿συρε. Είχαν σηκωθεί οι άρρωστοι, μιλάμε, και παρακολουθούσαν τον αγώνα με αμείωτο ενδιαφέρον. Σε λίγο θ᾿ άρχιζαν να βάζουν στοιχήματα ποιος είναι ο πατέρας τού μπάσταρδου γιατί κι αυτό το ξεστόμισε.
Η Μάνια ματαίως προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Τής έδωσε μάλιστα και μια, που κόντεψε να τής σπάσει και το άλλο πόδι. Το θυμάσαι εκείνο το θρίλερ, ρε, στην τηλεόραση το βλέπαμε, Κάρυ, που ένα κορίτσι τα κάνει λίμπα και σκοτώνει τούς πάντες σ᾿ ένα πάρτι; Ε, τελικά βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία: Τής μάνας μου.
Για να μη σε πρήζω, σε πληροφορώ ότι το ραντεβού μου είχε μεταφερθεί την επόμενη μέρα. Σιγά μην άφηνε.
Αφού μού το ανακοίνωσε αυτό, σαν να ξεφούσκωσε λίγο, έκατσε στο ράντζο και μού είπε ότι δεν πρόκειται να μ᾿ αφήσει να καταστραφώ πιο ήσυχα όμως. Πήρα κι εγώ θάρρος και τη ρωτάω:
«Τι εννοείς εσύ καταστροφή, ρε μαμά; Γιατί ο καθένας έχει το δικό του ορισμό και θα μπλεχτούμε». Τα ξαναπήρε.
«Δεν πρόκειται να σού επιτρέψω να παντρευτείς αυτό το... πράμα... ούτε να κάνεις παιδί, τουλάχιστον όσο ζω εγώ. Κατάλαβες; Κι άσε τις εξυπνάδες με τούς ορισμούς για τις φιλενάδες σου».
«Τώρα σοβαρά θες να το συζητήσουμε ή το ρίξαμε στις χοντρές πλάκες;» βάζω κι εγώ τις φωνές.
Αποφάσισα να μην τής ομολογήσω ότι κανένα σκοπό δεν είχα να παντρευτώ, τής μαλακισμένης που ήρθε να κάνει τον τροχονόμο στη δίκιά μου τη ζωή. Ποια; Η κυρία Μπαχάλου!
Μετά άφησε εμένα κι έπιασε τη Μάνια. Τη ρώτησε πώς έγινε το ατύχημα. Νορμάλ ακουγόταν, αλλά ήταν παγίδα. Τής είπε η Μάνια τα σχετικά. Λάθος, μέγα λάθος. Διότι από κει άρχισε το σίριαλ «Εγώ θέλω το καλό σου Νο 2». Εν ολίγοις η μάνα μου δεν ήξερε τα περί γκόμενου Μάνιας, ήταν ακόμα φρέσκο το πράμα. Τι ήταν να τ᾿ ακούσει; Την πλάκωσε σε κάτι προσβολές...
«Άντρα ήθελες εσύ, μεγάλη γυναίκα;» τής λέει. «Αλλά πότε ήσουν σοβαρή για να γίνεις τώρα. Ου γαρ έρχεται μόνο», και εννοούσε το γήρας. Τέτοιες χοντράδες και κακίες.
Βέβαια η Μάνια δεν τής χαρίστηκε έτσι.
«Το γήρας το έχεις εσύ, χρυσή μου, μες στο μυαλό εκ γενετής», τής απάντησε χαμογελαστά αλλά... τα είχε πάρει, προφανώς τα είχε πάρει.
Το χειρότερο: πάνω στη γενική σύγχυση, εμφανίζεται και ο τύπος που τα ᾿χει με τη γιαγιά. Γαμώ τα παιδιά. Μιλάμε για παππού βέβαια, καμιά εξηνταριά, αλλά πολύ σπορτίβο. Κ α ι ματσός φαινόταν. Δηλαδή, κάτσε καλά. Μάς τον συστήνει η γιαγιά κακήν κακώς, τι να κάνει. 0 άνθρωπος δεν είχε πάρει μυρωδιά, μες στη χαρά για τη γνωριμία, και δώσ᾿ του να μάς κερνάει τα σοκολατάκια που έφερε. Σοκολατάκια με μέσα κάστανο, βελγικά, φανταστικά. Έφαγα πέντε. Ε, προκειμένου ν᾿ ακούω, έτρωγα. Μπορεί να ᾿ταν και τής εγκυμοσύνης όμως.
Υποβάλλει λοιπόν τον άνθρωπο σε ανάκριση τρίτου βαθμού. Και πότε χωρίσατε, και έχετε παιδιά, και γ ι α τ ί χωρίσατε. Μόνο αν είναι κρυφή αδερφή δεν τον ρώτησε. Ε, αυτός απαντούσε, άρχοντας ο άνθρωπος, τι να κάνει; Βέβαια το ᾿πιασε ότι η μαμά ήταν τρελαμένη, κάτι θα τού είχε αναφέρει και η Μάνια για την περίπτωση, έδειξε ανοχή. Μόνο όταν τον ρώτησε τι γνώμη έχουν τα παιδιά του για την ιστορία με τη γιαγιά, την κάρφωσε.
«Ακούστε, μαντάμ», τής λέει, «ενήλικες άνθρωποι είμαστε όλοι. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη ζωή του».
Όχι ότι την κώλωσε.
«Μερικοί δεν είναι ενήλικοι, κύριε Τσακιράκη», τού είπε, «απλώς φαίνονται ενήλικοι. Τα φαινόμενα α πατούν, ξέρετε». Μπηχτή 3 σε 1 δηλαδή.
Κατόπιν τούτου ο τύπος εγκατέλειψε τον αγώνα και την έκανε με τρόπο, μόλις ήρθε η νοσοκόμα ν᾿ αλλάξει τη γιαγιά. Εδώ αρχίζει το κοινωνικό έργο τής μάνας μου. Έχεις όρεξη; Ε, άκου λοιπόν.
Κατ᾿ αρχάς κριτικάρισε τα ράντζα και λοιπά. Βεβαίως φωναχτά. Τι ανθρώπινη αξιοπρέπεια κατέβασε, τι ανθρώπινα δικαιώματα, όλη τη γκάμα. Η νοσοκόμα άρχισε να εκνευρίζεται και τής είπε να μην τα λέει σ᾿ αυτή, αλλά στον υπουργό. Τότε η μάνα μου έκανε το εκνευριστικό να τη ρωτήσει ποια είναι η προϊσταμένη της. Ξέρεις, ότι θα την καταγγείλει και καλά. Η Μάνια είχε χλομιάσει, γιατί τα είχε κανονισμένα με τη συγκεκριμένη νοσοκόμα ξηγήθηκε φακελάκι ο δικός της να μεταφερθεί σε δωμάτιο το βράδυ, εκτός σειράς. Τώρα, με τις προϊσταμένες που έμπλεξε η μάνα μου, μπερδεύτηκε το πράμα. Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένη. Η Μάνια όμως, όχι αυτή. Κατάλαβες τι μαλάκας γυναίκα είναι; Τι το ᾿θελε ν᾿ αποφασίσει να μάς φροντίσει; Μάς τσάκισε.
Α, ναι, ξέχασα ν᾿ αναφέρω το σπουδαιότερο. Σε κάποια φάση μάς εξομολογήθηκε ότι το διάστημα που ήταν φτιαγμένη με τον πατέρα μου και την γκόμενα μας είχε γράψει κανονικά. Όχι που δεν το είχαμε πιάσει δηλαδή. Και ξαφνικά, να πούμε, τής ήρθε το φως το αληθινό και κατάλαβε ότι έπρεπε να ξεχάσει τα υπόλοιπα, τα προσωπικά της, και να ρίξει όλο το βάρος σ᾿ εμάς. Άσε, μην το ρίχνεις το βάρος, γιατί θα πέσουμε. Δηλαδή όλη αυτή η performance ήταν το καθήκον που την καλούσε...
«Η προσφορά είναι εκείνο που μένει», μάς δήλωσε.
«Όλα τ᾿ άλλα άχρηστα».
Την πατήσαμε, παιδί μου, ήταν αποφασισμένη να μάς προσφέρει τη ζωή της. Καμία σχέση που εμείς δεν τη θέλαμε. Σαν το ανέκδοτο με τον πρόσκοπο καταντήσαμε, που περνούσε με το ζόρι τη γριά απέναντι, για να κάνει καλή πράξη. Μη γελάς, έτσι είναι.
Προφανώς έχει και συνέχεια. Άσε, ρε, δεν μπορώ άλλο. Βαρέθηκα. Τι να σού πρωτοπώ άλλωστε. Άνω κάτω γίναμε. Να φανταστείς, τον πατέρα μου δεν τον είδα έκτοτε. Τον απείλησε ότι θα τού κόψει τα πόδια, αν μάς συναντήσει κρυφά. Όχι ότι είχαμε και καμιά όρεξη να τον δούμε. Προς το παρόν. Έχει βάλει και τον υπερδικηγόρο να τον τσακίσει με τα διαζύγια. Θα τού ζητήσει διατροφές, σπίτια, θα τού πάρει και τα σώβρακα. Δε μάς τα λέει, αλλά ακούω τα τηλεφωνήματα με τη δικηγοράτζα. Κόλαση. Στον πατέρα μου τον ίδιο δε μιλάει. Μια φορά μόνο την άκουσα που τού έλεγε: «Δε μ᾿ ενδιαφέρει ούτε τι κάνεις ούτε τι σκέφτεσαι εσύ. Εγώ έχω να φροντίσω τα παιδιά μου και την οικογένειά μου».
Ναι, ναι, και η Μάνια στα προστατευόμενα μέλη. Αφού την έκανε σκατά με τον τύπο, την πήρε υπό την προστασία της ξαφνικά. Τώρα, που είναι καρφωμένη στο κρεβάτι και δεν μπορεί ν᾿ αντιδράσει. Τής μαγειρεύει καθημερινώς ασβεστούχα φαγιά και την ταΐζει με το ζόρι. Αφού δεν την κοπάνισε ακόμα η γιαγιά με το γύψο, καλά πάμε...
Τον Χάρη τον έστειλε πακέτο σε ψυχολόγο, για να τού περάσει η κατάθλιψη. Και τον έπιασε χειρότερη φυσικά. Τώρα αισθάνεται κ α ι προβληματικός, εκτός των άλλων.
Όσο για μένα... Άσε με, δε θέλω να το συζητήσω. Τής το είπα όμως τη στιγμή που με έβγαζε από κει μέσα ναρκωμένη, σαν κοτόπουλο. Δεν είναι που θες να μάς βοηθήσεις και τα κάνεις αυτά. Δικά σου σπασμένα πληρώνεις. Τι θα κάνουν οι άλλοι λίγο με κόφτει. Να το ξέρεις, πάντως, ότι εγώ αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ!
ΙΙΙ
ΑΚΗΔΙΑ
Όποιοι τον αγώνα δεν αντέξουν μέχρι το τέλος
τούς γράφτηκε να μένουν δίχως δόξα
DANTE, θεία Κωμωδία,
Καθαρτήριο, Άσμα XVIII
Γιώτα Θωμοπούλου,
49 ετών, νοικοκυρά
Δεν ήξερα ότι ήσουν σε τέτοια κατάσταση, αλλιώς δε θα σ᾿ ενοχλούσα, κοπέλα μου. Στο κάτω κάτω κι εγώ απ᾿ το ίδιο λούκι πέρασα, την ξέρω τη γλύκα. Μήπως εμένα δε μ᾿ έπιανε η τρέλα κάθε μέρα; Δεν άνοιγα την τηλεόραση καθημερινά στις εφτά, μη χάσω και δε δω τα μούτρα της; Άσε τις παλιοφυλλάδες που αγόραζα, μπας και γράφουν τίποτα. Αρρώστια, πα πα πα... Τις κατάρες που τούς έδωσα τότε, αφού ανατριχιάζω που τις σκέφτομαι. Απ᾿ την καρδιά μου μέσα κατάρες. Ο Θεός να με συγχωρέσει και να έχει καλά τα παιδιά μου, δεν είναι ωραία πράματα αυτά, στο κεφάλι σου γυρίζουν.
Και να ᾿βγαζα και τίποτα... Μπα! Εγώ έλιωνα σαν το κεράκι κι εκείνοι μπουμπουκιάζανε. Με τα μπουζούκια τους, με τα γλέντια τους, πέρα βρέχει... Κάτσε, Γιώτα, εσύ και φάε όλο το σκατό.
Γι᾿ αυτό σού λέω, σήκω απ᾿ την πολυθρόνα, μάνα μου… Τι μού στυλώθηκες εκεί άπλυτη κι άλουστη; Θα κάτσεις να πεθάνεις, τρελή είσαι; Για μια τσούλα που σοὐ χάλασε το σπίτι; Μωρέ, το ξέρω πως δεν είναι απλά τα πράγματα, αλλά τι βγάζεις με την κλάψα; Ανασκουμπώσου και πάλεψε. Εδώ σε θέλω κάβουρα...
Όχι, δε σε κρίνω, χρυσή μου, προς Θεού, εγώ θα σε κρίνω που είμαι παθούσα; Μόνο που σε βλέπω έτσι μαραζωμένο και πονάει η ψυχή μου. Να σού πω την αμαρτία μου, εγώ βοήθεια ήρθα να ζητήσω, σ᾿ το είπα εξαρχής. Αλλά μετά, σού μιλάω σαν παιδί μου τώρα, τι βοήθεια, είπα, να τής ζητήσω εγώ, αυτή χρειάζεται βοήθεια. Δε θα τη βγάλει καθαρή. Όχι, όχι, ξέρω ότι είσαι περήφανη, αλλά άκου με κι εμένα. Άμα τσακίσει η ψυχή τού ανθρώπου, αεράκι να τον φυσήξει, πάει, έπεσε. Αυτή η γυναίκα είδε σκιά θανάτου, είπα όταν σε είδα.
Τώρα, ίσως να ᾿χεις κι ένα δίκιο. Την προηγούμενη φορά σε πήρα με το απότομο. Έτσι είμαι εγώ όμως, ακόμα δε με ξέρεις, μιλάω καθαρά, να έχει υπόψη του ο άλλος τι θέλω. Στο ψητό, που λένε. Καλό, κακό, αυτό είμαι. Δεν κρύβομαι. Σού είπα «Καλημέρα, είμαι η γυναίκα τού άλλου τού θύματος, που τώρα τρέχει στα δικαστήρια για να σωθεί». Τι να σού πω δηλαδή; Περνούσα απ᾿ έξω και μπήκα να δω τι κάνετε; Να κρυβόμαστε πίσω απ᾿ το δάχτυλό μας;
Ο άντρας μου πυροβόλησε, λες να μην το θυμάμαι; Αλλά φταίει πάντα ο φονιάς; Πες μου εσύ που έχεις και δυο πτυχία παραπάνω. Θύμα τον αποκαλώ, κυρία Άννα, τον άντρα μου, γιατί θύμα είναι. Την πάτησε απ᾿ αυτήν. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Γιατί νομίζεις τον πήρα πίσω, γιατί θα τού σταθώ στη δίκη, τι ήρθα εδώ και σού φορτώθηκα; Για να τον βοηθήσω. Και για να τη λιώσω, τη βρώμα, να μη μάς βγει και από πάνω.
Αλλά εσύ... όχι να βοηθήσεις δε θέλεις ούτε να τ᾿ ακούσεις, που λέει ο λόγος. Μού ᾿ριξες μια ματιά, όταν σ᾿ το είπα, που αγριεύτηκα. Βρε, τη γυναίκα, είπα, τι έπαθε, τη ρούφηξε η βρώμα, τίποτα δεν έμεινε μέσα της.
Μωρέ, μη μού εξηγείς, καταλαβαίνω, εκεί που ήσουν ήμουνα... Ξέρεις τι είναι να περνάς απ᾿ την «ΕΒΓΑ», που λέει ο λόγος, και να μην μπορείς να σηκώσεις τα μούτρα; Τι ρωτάω, η χαζοβιόλα, αμ, ξέρεις, που να μην ήξερες. Ακόμα δεν το κατάλαβα πού στην ευχή τη βρήκα τη δύναμη και δεν έκατσα εκεί, επί τόπου, να πεθάνω. Σαν κι εσένα κι εγώ, μη με βλέπεις τώρα, τού θανατά.
Τα παιδιά, αυτό είναι, αν δεν είχα τα παιδιά, θα τη σκότωνα, τη βρωμιάρα, και θα πήγαινα κι εγώ μαζί. Μωρέ, δε θα μ᾿ ένοιαζε, σού λέω, τότε. Χαλάλι, αλλά είχα τα παιδιά...
Βρε, κορίτσι μου, να σού φτιάξω μια ομελετίτσα; Δεν είναι κόπος, μη λες χαζά. Στα πέντε δέκα σ᾿ τη φτιάχνω. Εσύ θα τρως κι εγώ θα σε ψέλνω, χα, χα. Καλά. Αργότερα όμως θα σ᾿ τη φτιάξω και θα σ᾿ τη δώσω με το ζόρι. Μην το γελάς. Ξέρεις τι ταλέντο είναι η Γιώτα στο τάισμα; Δεν έχει μείνει ανόρεχτο μωρό στη γειτονιά που να μην το μπούκωσα εγώ. Έτσι, μάνα μου, άντε, σκάσε ένα χαμόγελο. Μην την παραπαίρνεις, βρε, σοβαρά τη ζωή, γιατί θα σε πάρει κι αυτή.
Κι εγώ στο τσακ δεν ήμουνα; Άσε τα λεφτά που μού φάγανε οι φλιτζανούδες και τα μέντιουμ. Πήγαινα και τ᾿ ακούμπαγα. Δέκα μού ζητούσανε, δέκα εγώ, τριάντα, όσα να ᾿ναι. Επαγγελματίες, μάνα μου, σε κόβανε σε τι κατάσταση βρισκόσουνα και σε γδέρνανε κανονικά. Όχι θα σ᾿ άφηναν... Ε, έτσι είναι.
Δεν το ᾿λεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου; Κοίτα μην πέσεις, κακομοίρα μου, γιατί όλοι θα ᾿ρθουν να σκουπίσουν τα πόδια τους. Ν᾿ αγιάσει το στόμα σου, ρε μάνα, όπως τα είπες έγιναν, μόνο που δεν ήσουν κοντά μου να μ᾿ ορμηνέψεις όταν σε χρειαζόμουνα.
Όλο τη μάνα μου σκεφτόμουνα, κυρία Άννα, ένα περίεργο πράμα, κανέναν άλλο. Την έβλεπα στον ύπνο μου, και δέκα φορές θα την είδα. Μια φορά, σ᾿ το λέω τώρα και ανατριχιάζω, ήταν όταν ήρθε ο άντρας μου και μάζεψε τα πράματά του, να φύγει απ᾿ το σπίτι. Τα παιδιά ήταν στην κατασκήνωση κι είχα μείνει εγώ κούκος στο σπίτι. Γύρναγα σαν τρελή πάνω κάτω τα πατώματα και τον καταριόμουνα, κι αυτόν και την τσούλα του. Το ᾿βλεπα το σπίτι που μού ᾿χτισε και ήθελα να πάρω τη βαριά να το γκρεμίσω μόνη μου τούβλο τούβλο.
Μού ᾿πε κάποτε η συννυφάδα μου: «Έχεις παράπονο κι εσύ; Παλάτι σού ᾿χτισε». Και που είναι παλάτι, να το κάνω τι το παλάτι, κυρία Άννα; Μάνα είσαι και καταλαβαίνεις. Άμα η οικογένεια δεν έχει θεμέλια, συγνώμη δηλαδή, να τα χέσω και τα παλάτια και τα καλά τους.
Πέτρες και σίδερα. Άχρηστα. Πιο καλά περνούσαμε στο δυάρι στα Πατήσια, χρυσή μου. Ξέρεις τι γλέντια κάναμε εκεί μέσα; Και τα παιδιά μας εκεί τα κάναμε και μανάρια βγήκαν. Τι άλλο θέλαμε;
Βέβαια ο άνθρωπος όλα τα θέλει, δεν το συζητώ. Και τα λεφτά καλά ήταν και γλυκαθήκαμε όταν μάς πέσαν. Αλλά τώρα αν μού ᾿λεγες όσα θα τραβούσα, θα σ᾿ τα χάριζα κι αυτά και τα καλά τους.
Να σού τελειώσω για το όνειρο. Πέφτω λοιπόν το βράδυ να κοιμηθώ, χαράματα, ένα κουρέλι. Να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω, που λέει ο λόγος. Και βλέπω όνειρο το σπίτι μας να πέφτει ξαφνικά, χωρίς σεισμό, χωρίς τίποτα, και να σηκώνεται ένας κουρνιαχτός, ένα πράμα... Δεν μπορούσα να κουνηθώ, άφαντα τα παιδιά μου, ούτ᾿ εκείνον τον έβλεπα, φωνές μόνο άκουγα και κλάματα. Πάει πέθανα, σκέφτηκα, πάνε τα παιδάκια μου. Και τότε άνοιξε στα δυο η σκόνη κι εμφανίστηκε η μανούλα μου, Θεός σχωρέσ᾿ τη, στα μαύρα, σαν την Παναγία. Με πλησίασε, με άρπαξε με μια δύναμη αντρική, μ᾿ έστησε στα πόδια μου και μού είπε: «Σήκω, Γιώτα. Το σπίτι σου έπεσε, γιατί έπεσες εσύ». Ξύπνησα τρέμοντας. Δεν πρόκειται να το ξεχάσω τούτο το όνειρο ούτε σ᾿ εκατό χρόνια. Την άλλη μέρα πήγα στον τάφο της κι άναψα το καντηλάκι. Έκλαιγα σαν χαζή, τρόμαξε ο φύλακας να με γνωρίσει. «Εσύ ᾿σαι κυρα-Γιώτα;» μού λέει. «Κι εγώ νόμιζα ότι μάς ήρθε κάνας φρέσκος...»
Έτσι που λες... Από τότε, τ᾿ ορκίστηκα στο μέλλον των παιδιών μου να γίνω άλλος άνθρωπος. Είχα υποχρέωση, βλέπεις, απέναντι τους. Δεν ήμουν μόνη μου.
Τι έγινα; Τοίχος, χρυσή μου, ντουβάρι. Ούτε από κουτσομπολιά χαμπάριαζα, ούτε από τίποτα. Να ντραπώ εγώ στην «ΕΒΓΑ»; Όχι! Να ντραπείς εσύ, μωρή με συγχωρείτε τσούλα, που πήρες τον πατέρα των παιδιών μου. Εγώ το κεφάλι μου το ᾿χω ψηλά και το καμαρώνω. Εσύ να σκύβεις. Εγώ είμαι η κυρία Θωμοπούλου στο κάτω κάτω. Εσύ τι είσαι; Σπιτωμένη στην Καστέλα για να είστε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Κυρία δε θα γίνεις ποτέ. Δε θα σ᾿ αφήσω εγώ. Όχι με το δικό μου τον άντρα πάντως.
Τον Θανάση τον ήξερα καλά, κυρία Άννα. Μωρέ, να το κόψω το κυρία, να σε φωνάζω Άννα σκέτο; Εδώ εμείς τώρα λέμε άγρια πράματα, τι τα θέλουμε τα κεριά και τα λιβάνια; Καλός άνθρωπος ήταν, που λες, δεν ήταν σκάρτος. Τον φάγαν τα λεφτά κι αυτόν. Έβγαλε ξαφνικά λεφτά και νόμισε ότι κάτι έκανε.
«Αχ, ρε Θανάση», τού είπα μια μέρα, «μια ιδέα είναι όλα, ακόμα δεν το κατάλαβες; Όσα έχει τρώει ο άνθρωπος. Το ζήτημα είναι να μη στερείσαι, να έχεις να σπουδάσεις τα παιδιά σου, να τα βοηθήσεις. Τα πιο πολλά τι να τα κάνεις; Μασούρι στις τράπεζες; Όπως έλεγε και η μακαρίτισσα η μάνα μου στον αδερφό μου, που ήταν πολύ φαγανό, "Άμα δεις ότι δε χορταίνεις, σταμάτα"».
Είχε αρχίσει λοιπόν να μπουχτίζει με την οικοδομή. Είχε πέσει κιόλας η πολλή η κίνηση και είχαν πάθει τα νεύρα του, τού άντρα μου. Έτσι ξεκίνησε να βάζει λεφτά στα θέατρα. Είχε κάτι γνωστούς που ανακατεύονταν με τα Δελφινάρια και τέτοια, και τον ψήσανε πως εκεί είναι τώρα τα λεφτά. Πήγε κι ο Θανάσης και τα ᾿ριξε εκεί.
Με ρώτησε, δεν μπορώ να πω. Ξέρεις τι ζευγάρι τής συνεννοήσεως ήμασταν εμείς, Αννούλα μου; Μάς δείχνανε, σού λέω. Είχε φιλότιμο ο Θανάσης, δεν το ξέχασε πόσο μάς στήριξε στην αρχή ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Πώς φτιαχτήκαμε νομίζεις; Δούλεψε κι εκείνος σαν σκυλί, αλλά δεν έμεινε κι ελιά για ελιά στην Καλαμάτα.
Με ρώτησε, που λες, κι εγώ το βόδι είπα ναι. Εμ, πού να το ᾿ξερα κι εγώ, μάνα μου; Μην κοιτάς που τώρα το ᾿μαθα το μάθημα απ᾿ την καλή. Τότε χαμπάρι δεν είχα πού πήγαινα να μπλέξω. Ξανακάνε με γαμπρό, να δεις πώς καμαρώνω...
Τι, το στομάχι σου; Μωρέ, θα σ᾿ τη φτιάξω εγώ την ομελέτα κι εσύ λέγε. Πού τα ᾿χετε τ᾿ αβγά; Δεν μπορεί να μην υπάρχουν αβγά σε σπίτι με παιδιά. Ωραίο ψυγείο, μπράβο, φίσκα στα φάρμακα. Φάρμακα τρως, μωρέ, και περιμένεις καλό;
Να με συγχωρείς τώρα, αγάπη μου, που θα σ᾿ το πω και χωρίς παρεξήγηση. Πες ότι είμαι μάνα σου, βρε αδερφέ. Αλήθεια η μάνα σου πού είναι; Δεν τα βλέπει τα χάλια σου; Εγώ, άμα σ᾿ είχα, θα κατασκήνωνα εδώ μέσα και δε θα κούναγα μέχρι να βάλεις μυαλό.
Δεν είναι καλό πράμα, κορίτσι μου, να το ᾿χεις το σπίτι σαν να ᾿σαι για μετακόμιση. Τι ανακατωσούρα είναι αυτή; Και περιμένεις να ηρεμήσεις εδώ μέσα που είναι τής τρελής τα μαλλιά; Αμ δε. Άδειο ψυγείο, άδειο το στομάχι, άδεια κι η καρδιά. Αυτά μαζί πάνε, ασορτί. Εμείς είχαμε μια γειτόνισσα στο χωριό, την κυρα-Σούλα. Μαγείρευε συνέχεια κοτόσουπες. «Υπάρχει καλύτερο φάρμακο για τον νταλκά, κορίτσια;» μάς πείραζε. Θεός σχωρέσ᾿ τη. Το ᾿χε ρημάξει το κοτέτσι, σού λέω. Είχε ένα γιο που τής έπρηζε τα συκώτια. Όσο τής φώναζε αυτός, τόσο εκείνη έβραζε κότες. Εκατό χρόνια έζησε η κυρα-Σούλα...
Τι σού έλεγα... Βρε παιδάκι μου, πηδάω απ᾿ το ένα στο άλλο. Ναι, για τις μπίζνες τού άντρα μου. Ε, το πρώτο το έργο πήγε καλά, ένα 20% είχε βάλει για δοκιμή. Το δεύτερο καλά, το τρίτο καλά, ξεθάρρεψε ο δικός μου. Άρχισε και να γνωρίζεται με τούς ανθρώπους, μάς καλούσανε και στα σπίτια τους. Τού άρεσε τού Θανάση. Νόμιζε πως θα πάει να φάει στο σπίτι τού Παπαμιχαήλ και χέστηκε η φοράδα στ᾿ αλώνι. Εγώ, ε, καλά περνούσα, αλλά δεν τρελάθηκα κιόλας. Δεν καταλάβαινα και απ᾿ τις δουλειές τους, δε μιλούσα πολύ, καθόμουνα παρακεί και τούς χάζευα. Και τι να τούς πω; «Μπράβο μία, μπράβο δύο, τι ωραία που τα λέτε!» Βαρέθηκα.
Άσε που αυτό το πολύ το φιλί, ρε παιδάκι μου, οι αγκαλιές, κάπως μού φαινότανε. «Τι ξεράσματα είναι τούτα, καλέ», του ᾿πα μια φορά, «όλοι πια αδερφικοί φίλοι είναι εκεί μέσα;» Κι έλα που ο Θανάσης θύμωσε, που τού πρόσβαλα τούς φίλους... «Δεν τούς ξέρεις εσύ τούς ηθοποιούς», μού κάνει, «είναι ευαίσθητα πλάσματα. Βγάζουν την ψυχή τους κάθε μέρα στο σανίδι, εύκολη δουλειά είναι νομίζεις;» «Πάντως πιο εύκολη απ᾿ το να τρίβεις το σανίδι», τού απαντάω και γω.
Είχε αρχίσει το μυαλό του να παίρνει αέρα. Άλλαξε και φρασεολογία. Πολύ θέλει, Άννα μου; Ο άντρας δεν έχει ρίζες, έλεγε η μάνα μου, γι᾿ αυτό εύκολα φεύγει, εύκολα πέφτει. Και είχε δίκιο, γεια στο στόμα της.
Έπειτα, σιγά σιγά, δε μ᾿ έπαιρνε πια μαζί του. «Τι να ᾿ρθεις να κάνεις», μού ᾿λεγε, «δουλειές θα συζητάμε, θα βαρεθείς».
Το δεχόμουνα, γιατί πράγματι τούς βαριόμουνα, στο λόγο μου. Άσε που ήταν όλοι μια φάρα. Με σύστηνε και μετά κουβέντα δε μού λέγανε, είτε υπήρχα είτε δεν υπήρχα, με γράφανε, με συγχωρείς. Πού ξέρω γιατί; Επειδή δε λιγωνόμουνα πια με τ᾿ αστεία και τις κρυάδες τους, επειδή δε μ᾿ άρεσε το θέατρο... Δεν κολλούσαν τα χνώτα μας, βρε αδερφέ.
Τον έκοβα και τον Θανάση, σαν ν᾿ άρχισε να ντρέπεται, τρομάρα του, που δεν είχε γυναίκα τού καλλιτεχνικού. Αμ, αν είχε τέτοια γυναίκα, δε θα ᾿χε σπίτι, τσαντήρι θα ᾿χε αεριζόμενο. Και το κέρατο σύννεφο. Τέλος πάντων, μην ξεστομίσω καμιά βαριά κουβέντα, έχει μετανιώσει τώρα και τ᾿ αφήνω.
Και δώσ᾿ του να μού ᾿ρχεται στις τρεις και στις τέσσερις κάθε βράδυ, και να σου κουστουμιές καινούριες, και αβέρτα αλλαγές αυτοκινήτων. Μωρέ, βγάζαμε, δε λέω αυτό, αλλά φαινόταν το πράμα ότι έχει ξεφύγει. Κι άλλοτε βγάζαμε, αλλά τέτοια επιδειξιομανία δε μάς είχε πιάσει. Κάναμε ένα ωραίο σπιτάκι στο Νέο Ηράκλειο, 200 τετραγωνικά, τέσσερα άτομα είμαστε, να ζήσουμε όμορφα. Όχι και να τα πετάμε στους υπονόμους όμως, σαν να τα βρήκαμε στο δρόμο.
Τον έβλεπα δε τον κύριο να μού προσέχεται πολύ. Άρχισε γυμναστήρια, διαβάσματα περίεργα. Δεν άφηνε εφημερίδα και περιοδικό. Περίπτερο γίναμε. Αυτός άντε να ᾿λυνε κανένα σταυρόλεξο μέχρι τότε. Αθλητική έπαιρνε. Αίφνης χρειαζότανε καλλιτεχνική ενημέρωση. «Να ξέρω πού βάζω τα λεφτά μου», έτσι με παραμύθιασε. Τι να ξέρεις για τα λεφτά σου, αγόρι μου, εσύ δεν ήξερες πού βάζεις το πουλί σου, με το συμπάθιο. Δε θέλω να παραφέρομαι αλλά, ένα πράμα, ρε παιδί μου, ακόμα Τούρκος γίνομαι όταν τα θυμάμαι.
Πού τη γνώρισε αυτήν, θα σε γελάσω, μάνα μου, το κρύβει. Μάλλον από γνωστό τη γνώρισε και φοβάται μην τού κόψω την καλημέρα. Ποιος ξέρει πώς τον διπλάρωσε, τι κουνήματα τού ᾿κανε, πάει ο Θανάσης. Δεν ήθελε και πολύ. Τ᾿ αγόρασε τα καινούρια σώβρακα. Όχι και τι εννοώ... Τα ευκόλως εννοούμενα εννοώ, μάνα μου. Καινούριο σώβρακο, καινούρια γκόμενα, σήμα κατατεθέν. Ο δικός σου δεν αγόρασε δηλαδή;
Καλά, βρε, αστειεύομαι. Τρόπος τού λέγειν.
Ποπό, πέρασε η ώρα, μία πάει. Φεύγω, κούκλα μου. Να σηκωθείς να κάνεις μια βόλτα, εντάξει; Ένα σινεμά, βρε αδερφέ, δε σού είπα να πας στα μπουζούκια να τα σπάσεις. Να κάτσεις στο «Φλόκα» να φας μια πάστα, να γλυκαθείς.
Χτες σε είχα στο μυαλό μου συνέχεια. Που μού γάνωσες το κεφάλι, ότι εσύ φταις που έμπλεξε ο άντρας σου. Μα το πήρα προσωπικά, ρε παιδί μου. Πώς, λέω, φταίει «αυτή; Άρα κι εγώ δηλαδή; Ε, όχι, ρε φίλε, εγώ δεν το πιστεύω ότι ευθύνομαι, ο Θεός ο ίδιος να μού το πει.
Και μη νομίζεις, καζάνι το ᾿χω κάνει το κεφάλι μου να σκέφτομαι. Τέσσερα χρόνια αυτή τη δουλειά έκανα. Σκεφτόμουνα. Ποιος έφταιγε και στράβωσε το κλήμα για να το φάει ο γάιδαρος.
Ήταν και η ηλικία, πού το πας αυτό; Είμαστε και μεις οι γυναίκες χαζές, αλλά οι άντρες είναι χειρότεροι, σ᾿ το υπογράφω εγώ που το έψαξα το θέμα. Πολύ τούς πειράζει η ηλικία, ρε παιδί μου... Να καβαντζάρει τα πενήντα ο Θανάσης που ήταν άντρακλας και τού ᾿δινε και καταλάβαινε; Πού να το χωνέψει...
Θα σού αναφέρω τώρα ένα περιστατικό να μπεις στο νόημα. Όταν έκλεινε τα σαράντα πέντε, τού ᾿κανα γλέντι στο σπίτι με αρνιά, όργανα, τα πάντα. Τού ᾿χα φτιαγμένη και μια τούρτα δυο τετραγωνικά. Ε, φάγαμε, ήπιαμε, γελάσαμε, ωραία. Μια δόση ένας φίλος του τού λέει: «Άντε, Θανάση μου, φάε και γλέντα τώρα, γιατί πέντε χρόνια έχεις ακόμα, φουκαρά, μετά... καλή ψυχή. Πού να σού κάνει κούκου μετά τα πενήντα...»
Μεθυσμένα πράματα δηλαδή, τής παρέας. Έλα που ο δικός μου όμως το πήρε κατάκαρδα. Το κατάλαβα το βράδυ στο κρεβάτι. Μού κλειδώνει την πόρτα, λοιπόν, κι αρχίζει τα περίεργα. Να μην μπω τώρα σε λεπτομέρειες, παντρεμένη γυναίκα είσαι, ξέρεις... Και να με ρωτάει μετά κάτι ανοησίες, κάτι αν ήθελα ποτέ άλλον άντρα, αν κάνει καλό κρεβάτι... Ήθελε και λεπτομέρειες, αφού, στο λόγο μου, καταντράπηκα.
Βέβαια εγώ αμέσως μπήκα στο νόημα. «Ρε Θανάση»», τού λέω, «μήπως, αγόρι μου, επηρεάστηκες από τ᾿ αστείο» τού Αποστόλη; Χαζός είσαι; Δε θυμάσαι τον μπάρμπα σου τον Χατζηλάκο που ήταν ογδόντα έξι χρονών και είχε τρελάνει τη γριά του στο κυνηγητό; Βλακείες τσαμπούναγε ο Αποστόλης, σε δούλευε».
Δεν ξέρω πώς το βλέπεις εσύ, εμένα όμως δε μού το βγάζεις απ᾿ το μυαλό ότι αυτό έπαιξε ρόλο. Νόμιζε πως θα ᾿βρίσκε γκόμενα και θα γινόταν νέος απ᾿ την αρχή ο Θανάσης. Και τού το είπα. «Τρομάρα σου, ρε», τού κάνω, «τι πιστεύεις; Τι είναι το απαυτό της, με συγχωρείς, το αθάνατο νερό; Χαζοβιόλη, ε, χαζοβιόλη. Για τα μπράτσα σου σε κυνηγάει αυτή ή για την τσέπη σου;»
«Για την προσωπικότητά μου», μού ξεφουρνίζει και το πίστευε, δεν έκανε πλάκα.
«Και δε μού λες, ρε αγαθιάρη, τώρα την έκανες την προσωπικότητα; Γιατί εγώ δε θυμάμαι να σ᾿ την έπεσε από δίπλα καμιά όταν ήσουν νέος και παιδαράς, που λέει ο λόγος. Τώρα που έκανες τα φράγκα σ᾿ την πέφτουνε. Θες να τα βαφτίσεις προσωπικότητα εσύ, βάφτισέ τα. Μη χαζοφέρνεις όμως, ρε, θα σε μαδήσει και μετά θα βρει άλλον με μεγαλύτερη προσωπικότητα».
Τώρα, αφού μάς γράψανε και οι εφημερίδες, το ᾿πιασε ο Θανάσης το νόημα. Έμαθε και για τον δικό σας και τα ᾿κανε πάνω του.
«Θα με τσακίσει αυτή», μού είπε μια μέρα, «τα ᾿ριξε τώρα στο δικηγόρο της, να τον ντοπάρει. Είμαι ξεγραμμένος, πάει. Δεν την ξέρεις τι μαλαγάνα είναι».
Τον πήρα απ᾿ τα μούτρα. «Έλα, ευτυχώς έχω εσένα τον ξύπνιο που την κατάλαβες».
Ε, μα μού τη δίνει, άνθρωπος είμαι και γω. Μη σκύβεις το κεφάλι στην τσούλα, ρε φίλε, εγώ πάντως δεν το βάζω κάτω. Είπα θα την πατήσω και θα την πατήσω. Μη με αδειάζεις όμως πάλι. Σού βρήκα δικηγόρο που τον τρέμει η πιάτσα. Βακιαρέλης με τ᾿ όνομα, μέσα σ᾿ όλα τα κόλπα, ρώτησα εγώ.
«Όσα θέλεις θα τα πάρεις», τού εξηγήθηκα τού Βακιαρέλη, «αρκεί να ξελασπώσεις τον άντρα μου και να ξεφτιλίσεις αυτήν. Να τής βγάλουμε στη φόρα τα άπλυτα, εμείς τι έχουμε να χάσουμε; Εμάς μάς γράψαν οι εφημερίδες και ησυχάσαμε. Τι βρεμένοι, τι μούσκεμα... Το ζήτημα είναι να την πατήσει εκείνη τώρα, η μεγάλη σταρ».
Ξέρεις τι κανάλια θα μαζευτούν στο δικαστήριο; Χαμός θα γίνει, σ᾿ το υπογράφω εγώ. Αν με άκουγες κι ερχόσουνα και συ, χάμω θα την πατούσαμε την κυρία αυτή.
Μα, δε θέλω να πεις πολλά, βρε Άννα, μια απλή καταθεσούλα. Ο Βακιαρέλης το υπογράφει, ότι μόνο η εμφάνιση τής γυναίκας τού δικηγόρου τής φτάνει και περισσεύει. Θα δημιουργηθούν εντυπώσεις, λέει. Πρώτον διέλυσε το σπίτι κι άλλου, άρα είναι κατ᾿ επάγγελμα η δουλειά. Δεύτερον ο δικηγόρος είναι όργανό της, τρίτον βγαίνει πωρωμένη υπολογίστρια, όπως και είναι. Δηλαδή τι; Να το δω ως σύμπτωση που τα ᾿φτιαξε με το δικηγόρο της; Ε, δε γίνεται, που να χτυπιέται χάμω.
Εσύ τώρα μού εξηγείς γιατί δε θέλεις; Μού είπες, καλή μου, αλλά είναι σαν να μη μού είπες. Τίποτα δεν κατάλαβα. Δεν έχει σημασία, και δεν έχει σημασία. Είναι λόγια τώρα αυτά από μορφωμένη κοπέλα; Εγώ ένα γυμνάσιο έβγαλα με το ζόρι, αλλά από μυαλό δόξα να ᾿χει. Πώς δεν έχει σημασία, μάνα μου; Δηλαδή σε πατάει ο άλλος και θα πεις: «ευχαριστώ που με ξενύχιασες;» Όχι, θα τον πατήσεις κι εσύ και μάλιστα στον κάλο. Πώς θα μάθει να μη σε ξαναπατήσει;
Εμένα πάντως η γνώμη μου είναι, αν με ρωτάς, να αφήσεις τούς γιατρούς και τις αηδίες. Τι θα σού προσφέρει ο ψυχίατρος, κορίτσι μου; Εσύ δικηγόρο χρειάζεσαι. Τι να καταλάβει απ᾿ τον πόνο σου, ξένος άνθρωπος; Τα λεφτά σού θέλει. Να περνάει η ώρα, να παίρνει τα φράγκα. Όχι σε ρωτώ, είδες εσύ καμιά βελτίωση, πόσο πας σ᾿ αυτόν, δυο μήνες; Εγώ πριν δε σε ήξερα βέβαια, αλλά βελτίωση δεν μπορείς να το πεις αυτό που βλέπω, πώς να το κάνουμε δηλαδή; Να μην είσαι σε θέση να πεις δυο κουβέντες. Τι να πεις, εδώ κουράζεσαι και ν᾿ ακούς εσύ... Πα πα πα. Ευτυχώς που δουλεύεις στο δημόσιο, αλλιώς θα σού ᾿χαν δώσει φύσημα κι απ᾿ τη δουλειά. Πόση αναρρωτική να πάρεις; Μεγάλο πράμα το δημόσιο, για τη γυναίκα ειδικά, μην το συζητάς.
Καλά, καλά, σταματάω. Σε πήρα μπάλα κι εγώ με τα δικά μου, σε κούρασα. Φεύγω, αλλά να το ξέρεις, εγώ θα ξανάρθω. Δεν το βάζω κάτω. Θα σε στρώσω και θα πεις κι ένα τραγούδι. Και στο δικαστήριο θα ᾿ρθεις, και έξω θα βγεις, και θα γελάσεις και όλα. Όχι γιατί το λέω εγώ.
Ποια είμαι γω στο κάτω κάτω, μια ξένη. Επειδή θα το θες εσύ.
Να ᾿ρθω την Τετάρτη το απόγευμα να σού κάνω και παρεΐτσα;
Α, ρε ζωή, κάτι κόλπα που μάς κάνεις... Ποιος να μού το ᾿λεγε τώρα εμένα, όταν ξεκινούσα να σε βρω με τον κατάλογο τού Ο.Τ.Ε. παραμάσχαλα, ότι θα σε υιοθετούσα κιόλας...
Η μάνα σου τι κάνει; Φάνηκε καθόλου;
Καλά. Τι θες να σού φέρω όταν έρθω, χορτόπιτα ή κασερόπιτα, που έχω και συνταγή σπέσιαλ από μια Σερραία;
Δε μού λες, αλήθεια όμως, τι σκέφτηκες όταν με είδες; Οχ, μπλέξαμε με την παλαβιάρα; Μη γελάς, έτσι με λέει κι η αδερφή μου. Αααα, κορίτσια, κούνια που σάς κούναγε, που είναι παλαβή η Γιώτα. Καθόλου σε πληροφορώ. Η Γιώτα ξέρει τι κάνει, ενώ τού λόγου σας πολύ το αμφιβάλλω.
Έλα, πάρε ένα κομματάκι, θα προσβληθώ, να το ξέρεις. Μάσα το, καλέ, δεν είναι δηλητήριο. Ξέρεις από πού τα μάζεψα τα χόρτα; Με φάγαν οι τσουκνίδες...
Τώρα θα σε ρωτήσω κάτι, δεν κρατιέμαι, μέρες το ᾿χω στη γλώσσα και με γαργαλάει. Προσωπικό, ξεπροσωπικό, εγώ θα σ᾿ το πω, γιατί θα σκάσω. Γιατί δεν τού παίρνεις διατροφή, καλέ, μού εξηγείς, σε παρακαλώ;
Τι θα πει δεν καταδέχεσαι; Δεν καταδέχομαι λένε άμα θέλουν να σε βοηθήσουν κι εσύ, ας πούμε, είσαι ψηλομύτα και λες όχι. Και πολύ καλά κάνεις δηλαδή, γιατί κι εγώ είμαι κυρία και στη ζητιανιά δε βγήκα στη ζωή μου ποτέ. Αλλά εδώ μιλάμε για την περιουσία σου. Ξένα λεφτά είναι και δεν τα καταδέχεσαι;
Τώρα μη με συγχύσεις πρωινιάτικα. Σοβαρά απ᾿ τη δουλειά του τα ᾿βγαλε; Εσύ δε δούλευες, μωρέ, τι έκανες; Αετό πετούσες; Δε λέω για το μισθό σου, να μού κάνεις τη χάρη. Το ξέρω ότι τα σπίτια και τ᾿ αυτοκίνητα δε βγαίνουν από μισθό. Εγώ μιλάω για τ᾿ άλλα, μάνα μου, τα χοντρά. Ποιος τού μεγάλωνε τα παιδιά αυτουνού, για να δουλεύει και να κάνει τα σπίτια και τα μεγαλεία; Ποιος τα γιάτρευε όταν αρρώσταιναν, ποιος τα διάβαζε, ποιος κουμαντάριζε το σπίτι; Άσε τα τραπεζώματα στους πελάτες... Το κέφι ποιος τού το ᾿φτιαχνε, σε ποιον έκανε το μάγκα όταν τον ρίχναν όλοι οι άλλοι; Εδώ. Έλα στη θεία, που λένε. Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει.
Το ξεκαθάρισα και στον Θανάση όταν ήταν σπιτωμένος μ᾿ αυτήν. «Θα με πληρώσεις ακριβά, ρε», τού είπα, «γιατί εγώ δεν ήμουν γυναίκα σου, ούτε μάνα ήμουν μόνο, ούτε υπηρέτρια. Προπονητής ήμουνα σε όλους σας, μη μού χάσετε τα ρεκόρ. Και τώρα που τα πιάσατε, θα μείνω εγώ με το τρίτο το μακρύτερο στο χέρι, με συγχωρείς για τα γαλλικά. Για κοίτα στη γωνία να δεις αν έρχομαι...»
Εγώ, να σού πω την αμαρτία μου τώρα, είχα ρωτήσει κι είχα μάθει πριν έρθω. Να δω τι καπνό φουμάρεις, ρε παιδί μου, μην πάω ντουγρού στα τυφλά. Ε, δεν ήταν και τόσο δύσκολο, μη χάσκεις. Ένα κύκλωμα είναι οι δικηγόροι, άντρα δικηγόρο είχες, δεν καταλαβαίνεις; Όλα τα ξέρει η πιάτσα. Ο Βακιαρέλης μού το σφύριξε. «Τον κοπάνισε», μού λέει, «η κυρία, τη μίση περιουσία χτυπάει. Τα πάντα στ᾿ όνομά του ήταν αλλά... θα τού τα πάρει. Ανήλικα παιδιά, υπαιτιότητα, ε, στο χέρι τον έχει. Είναι και κυριλές ο Νεοφώτιστου, χτυπάει μεγάλα κυκλώματα, δε θέλει να χαλάσει και τ᾿ όνομά του, θα πέσει, τι θα κάνει».
Ωραία, σκέφτομαι κι εγώ. Θα συνεννοηθούμε. Έχει τσαγανό η κυρία, δεν είναι κάνα χάπατο. Σ᾿ ευχαριστώ, Βασίλη μου, για το κέρατο, να πηγαίνω κι εγώ να μη σάς εμποδίζω... Γιατί τα βλέπεις κι αυτά. Εδώ θα συνεννοηθούμε, είπα.
Και τώρα να μάθω απ᾿ την κυρα-Μάνια ότι τα πήρες όλα πίσω. Ε, τής έκανα ένα τηλέφωνο, κακό είναι; Πες μου τώρα αυτό που σε ρωτάω, μην αλλάζεις κουβέντα.
Μα τι δουλειά έχουν τα παιδιά, χρυσή μου, χαμπαρίζουν τα παιδιά τι τούς γίνεται; Τα παιδιά έχει υποχρέωση να τα καθοδηγήσει η μάνα, όχι να την κουμαντάρουν. Τι ξέρουν αυτά; Να δω τι θα πουν άμα ξαναπαντρευτεί ο μπαμπάκας τους και τα βλέπει μόνο Πάσχα και Χριστούγεννα και αν τα συμπαθήσει η νέα σύζυγος. Σάμπως τα ξεσκάτωσαν, μάνα μου, για να τα πονέσουν; Τ᾿ αμολάνε εκεί, α, να βρίσκονται, και μετά κάνουμε άλλα, αφού αυτά μένουν με τη μάνα τους, δε χάλασε κι ο κόσμος. Ε, καλά, τα λέω χοντρά, αλλά άδικο έχω;
Πόσες φορές, μωρέ, ήρθε ο δικός σου να τα δει; Και καλά, για καμιά βόλτα εντάξει. Κάνα εστιατόριο, φάε φιλετάκι, πάρε και χαρτζιλίκι να δεις τι χουβαρδά πατέρα έχεις κι έξω απ᾿ την πόρτα. Ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει κάνα δάσκαλο, τα διάβασε ποτέ στα μαθήματα που είναι αδύνατα, τα πήγε στο γιατρό για εμβόλια; Όχι βέβαια. Άσε με τώρα, που θα μού πεις εμένα για τα παιδιά.
Αααα, δε θέλω κλάματα εγώ, θα σε δείρω. Ποιος, μωρέ, έβλαψε τα παιδιά του, εσύ τα έβλαψες, χαζοβιόλα; Ποιος τα λέει αυτά; Εσύ μόνο τις σκέφτεσαι τέτοιες βλακείες. Τα παιδιά, μη νομίζεις, κάνουν τον χαζό αλλά ξέρουν πολύ καλά ποιος φταίει. Μωρέ, μπορεί και να σε κατηγορούν και να σε βρίζουν ακόμα, μην ακούς. Εσένα έχουν, εσένα βρίζουν. Τον άλλον δεν τον υπολογίζουν. Δεν το ξέρεις, ρε χαζό, όποιον αγαπάς παιδεύεις.
Α, στην ευχή σου, θα σ᾿ το ξεφουρνίσω κι αυτό έτσι που μ᾿ έκανες. Πήγα και βρήκα τη μάνα σου προχτές. Σπίτι της. Δε θύμωσες, ε; Για καλό το ᾿κανα, στα κόκαλα τής μάνας μου. Σε είδα εδώ μέσα σαν τον κούκο, χυμένη στην πολυθρόνα, να μην αντέχεις να κουνήσεις ούτε χέρι... Αγριεύτηκα. Δεν το ᾿χω ξαναδεί τέτοιο πράμα.
Είχα καταπέσει κι εγώ, όταν έχασα ξαφνικά τη μανούλα μου, αλλά για μια βδομάδα, όχι κι έτσι. Μετά είπα, Γιώτα, άσε τα τρελά, έχεις σπίτι, οι ζωντανοί με τούς ζωντανούς. Και τέρμα.
Εσύ όμως την τραβάς πολύ τη βαλίτσα, παιδί μου. Τρεις μήνες στην πολυθρόνα, θα πεθάνεις, να το ξέρεις. Τι είναι ο άνθρωπος; Αν πει θα πεθάνω, θα πεθάνει την άλλη μέρα. Μια ευχή είμαστε, τι νομίζεις;
Να μού κάνεις τη χάρη που δεν καταλαβαίνει η μάνα σου. Μάνα είναι, καταλαβαίνει και παρακαταλαβαίνει.
Άλλο που είναι λίγο ελαφριούτσικια. Το φιλοσόφησε η γυναίκα, μια ζωή την έχουμε, σού λέει, γιατί να κάτσω «γω να σκάσω; Να σκάσουν οι εχθροί μου! Αυτές οι γυναίκες ζήσαν και πιο δύσκολα, μην την παρεξηγείς. Κι ούτε σ᾿ το κρατάει που τής χάλασες τη δουλειά με τον κύριο. Ε, κάτι ανέφερε, ναι. Δε χάνεται η μάνα σου, παίζει το μάτι της. Τα μούτρα σου κοίτα, που γίναν σαν εκατό χρόνων γριάς, νέα κοπέλα.
Μού μίλησε και για το κορίτσι, ναι. Μην είσαι χαζή, από μένα δε θα φύγει λέξη ποτέ, στη ζωή μου σου τ᾿ ορκίζομαι. Μην κλαις, μάνα μου, με στενοχωρείς τώρα. Τι την ήθελα και την άνοιξα τη βρωμοκουβέντα αυτή, αφού σε βλέπω, δεν αντέχεις. Εσύ, μωρέ, φταις που η μικρή έμεινε έγκυος; Θα μάς τρελάνεις τώρα; Άσε, μη μού τα πεις, τα ξέρω. Άμα διαλυθεί το σπίτι, χρυσό μου, όλα κατά διαόλου θα πάνε. Και πού να το φανταστείς εσύ τι έκανε το κορίτσι τα βράδια; Θα φυλάς σκοπιά δηλαδή, για να μην το σκάσει; Ε, το θηλυκό και το σκατό, με συγχωρείς, άμα είναι να βγουν θα βγουν, δεν τα σταματάς το Θεό μπάρμπα να ᾿χεις.
Αν δεν ηρεμήσεις αυτή τη στιγμή, θα σηκωθώ και θα φύγω, στο λόγο μου. Ποπό, μια κλαψιάρα... Τι θα σε κάνουμε εσένα, καλέ, πολύ κλαψιάρα μάς βγήκες...
Έτσι μπράβο. Άντε, που μού τα πήρες όλα στον ώμο και ξεκίνησες. Ωραία, την πήγες για έκτρωση, τι άλλο να κάνεις δηλαδή; Αντί να πει κι ευχαριστώ... Τι ήθελε; Να την αφήσεις να παντρευτεί τον μαλλιά που δεν έχει να πάρει τσιγάρα; Μωρέ, εικόνισμα θα σού στήσει μια των ημερών. Μην κοιτάς τα μούτρα που σού κρατάνε τώρα. Εφηβεία, Αννούλα... Τα μπούτια τους ξεμπλέκουν τώρα, άσε μερικά χρόνια και θα δεις πώς θα στρώσουν...
Και ο γιος σου μια χαρά παιδί είναι, ζωή να ᾿χει. Εσένα βλέπει έτσι και στενοχωριέται. Έτσι είναι τ᾿ αγόρια με τη μάνα. Κι εγώ με το δικό μου, τι να σού πω, έρωτα έχουμε. Και το κορίτσι μου λεβεντιά είναι, αλλά στο αγόρι έχω μεγάλη αδυναμία. Είναι και γλυκομίλητος, ο μπαγάσας, όλο μανουλίτσα μου και μανουλίτσα μου, με ρίχνει.
Άσ᾿ τα τώρα τα παιδιά. Τα παιδιά θα γίνουν, δεν έχουν ανάγκη, τον εαυτό σου κοίτα.
Τι μού είπες όταν πρωτοήρθα; Θυμάσαι; «Αφήστε με εμένα, κυρία μου, εγώ ούτε μάνα τα κατάφερα να γίνω, ούτε γυναίκα ούτε κόρη ούτε τίποτα». Το θυμάσαι; Τι μάς τσαμπουνάει τώρα αυτή, είπα, κάτσε να την ψάξεις λίγο τη δουλειά, Γιώτα. Καλά που είμαι τρελή εγώ και δεν απελπίζομαι, αν ήταν καμιά άλλη, θα είχε κόψει ρόδα μυρωμένα.
Και βέβαια δεν απελπίζομαι. Τα ζώα μόνο δέχονται τη μοίρα τους και σκύβουν το κεφάλι στο χασάπη. Κι αυτά κλοτσάνε και τα πόδια, που λέει ο λόγος. Όχι σαν κι εσένα, που φορτώθηκες τις μαλακίες συγνώμη ολονών πάνω σου και πηγαίνεις... Κι αν θες να ξέρεις ούτε για το άλλο έχω απογοητευτεί. Μωρέ, θα σε ψήσω εγώ να ᾿ρθεις στο δικαστήριο. Για να σηκωθείς απ᾿ την πολυθρόνα, ρε γαμώτο, πάρ᾿ το κι έτσι. Δεν ξέρω τι σού λέει ο γιατρός, εγώ ένα ξέρω: Αν δεν αντιδράσεις, καθάρισες.
Τώρα θα μάθεις και κάτι που λίγοι το ξέρουν. Για να μη λες ότι μόνο εγώ χώνομαι στα δικά σου. Όχι, άκου, άκου, θέλω να τ᾿ ακούσεις αυτό.
Πώς νομίζεις ότι έφτασε ο Θανάσης εκεί που έφτασε, μόνος του; Όχι. Έβαλα το χεράκι μου κι εγώ, δεν κάθισα να περιμένω το θαύμα. Έκατσα και σκέφτηκα, που λες, τι θα τον κλονίσει, τι φοβάται τώρα με τη γυναίκα που ᾿μπλεξε; Έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του. Τι θα φοβόμουνα εγώ, αν ήμουνα, ας υποθέσουμε, μπλεγμένη με τον Κούρκουλο ξαφνικά; Δε θα μ᾿ απασχολούσε ότι ο Κούρκουλος είναι κούκλος, αριστοκράτης, έχει κύκλο φοβερό, τον κυνηγάνε οι γυναίκες παρακαλώντας. Αυτά δε θα φοβόμουν; Ε, κι αυτός δε θα πήγαινε πίσω, σάμπως ήταν σιδερένιος; Δε θα τού περνούσε απ᾿ το μυαλό ότι είναι πενηντάρης, ξεκινημένος από οικοδομή, με υποχρεώσεις; Πώς θα τον βλέπουν οι άλλοι, οι αεράτοι, οι κουλτουριάρηδες που νταραβερίζεται; Περίγελο θα τον έχουν. Βάλε μας, θείο, τα λεφτά σου, να κάνουμε εμείς τη δουλειά μας. Και λοιπά και λοιπά. Σού εξήγησα, χαζός δεν ήταν.
Το σκέφτηκα από δω, το σκέφτηκα από κει, το αποφάσισα. Με τον μπατζανάκη μου τον Μίμη, που είναι χρυσό παιδί και πολύ μού στάθηκε, ξεκινήσαμε μια φάμπρικα. Αρχίσαμε να κάνουμε τηλέφωνα στον δικό μου, στο γραφείο, και να τον απειλούμε. Όχι δε μιλούσε ο ίδιος ο Μίμης, την ήξερε τη φωνή, βάλαμε τον ανιψιό του που ήταν τής Νομικής και τα έλεγε ωραία.
Τού ξεφούρνιζε διάφορα. «Δεν είναι για τα δόντια σου αυτή, ρε “SΚΟDΑ”», τού πέταξε μια μέρα. «Αυτή είναι λιμουζίνα. Ξέρεις τι κέρατο σού φοράει;» Μιαν άλλη φορά τού είπε ότι η κυρία τα ᾿χει φτιαγμένα με το σκηνοθέτη και τον έχουν για να τούς πληρώνει το θέατρο, να κάνουν εκείνοι όνομα. Καλά, το συγκεκριμένο μπορεί και να μην ήταν μπούρδα. Το διαβάσαμε κάπου, σε μια κωλοφυλλάδα.
Τέλος πάντων, τέτοια τού λέγαμε εν ολίγοις.
Τον τελειώσαμε τον Θανάση, το φουκαρά, τού βάλαμε το διάολο. Στην αρχή το ᾿κλεισε αλλά... μετά άρχισε να το συζητάει. Αυτό ήταν. Το ήξερα ότι ήταν ζήτημα χρόνου πλέον. Άμα μπει ο διάολος στα ζευγάρια, τελείωσε. Μετά άλλα βλέπεις, άλλα καταλαβαίνεις. Είναι και ζηλιάρης ο δικός μου, κόκορας, δε θέλει και πολύ για να φουντώσει.
Κατάλαβες πού έφτασα, Αννούλα; Και δεν ντρέπομαι καθόλου. Γιατί να ντραπώ; Νόμιμη άμυνα, που λέει κι ο Βακιαρέλης. Όχι, θα κάτσω σαν τα μούτρα σου να μοιρολογάω ότι εγώ φταίω για όλα. Γιατί φταις εσύ, κοπέλα μου; Εσύ φταις που ο άντρας σου βγήκε σκάρτος; Εσύ φταις που η βρώμα σάς έβαλε στο μάτι;
Φάε, καλέ, λίγη πίτα, τσάμπα την έφτιαχνα; Άντε, να μού ξεγυρίσεις λιγάκι. Μωρέ, μάς βλέπω εγώ σε λίγο αγκαζέ στα δικαστήρια. Μη γελάς. Έλα καλύτερα να γελάσουμε εκεί τελευταίες.
IV
ΛΑΓΝΕΙΑ
Γιατί μονάχα τις ζωντανές που λάμπουν φλόγες
βλέπεις και δεν κοιτάς τι πίσω ακολουθάει;
DANTE, θεία Κωμωδία, Καθαρτήριο, Άσμα XXIX
Μάνια Γιαννακάκου,
63 ετών, χήρα δικαστικού
Αφού σού λέω δεν μπορώ να ᾿ρθω, βρε Τασία, γιατί επιμένεις; Μωρέ, το παγωτάκι το έτρωγα ευχαρίστως, αλλά έχω και οικογενειακές υποχρεώσεις. Το χάνεις, καλέ; Δεν έχω μια κόρη, το ξέχασες; Τώρα βέβαια, έτσι που έχει χαθεί απ᾿ τον πολιτισμό κι εγώ κοντεύω να την ξεχάσω.
Μού τηλεφώνησε προ ολίγου. Έρχεται να με δει. Κάτι θέλει αυτή τώρα, αλλά δε μού είπε. Τι πού το κατάλαβα; Γιατί, έρχεται ποτέ αν δε θέλει κάτι; Δεν τής αρέσει το σπίτι μου, ξέρω γω; Όλο κόσμο βρίσκει, λέει, αδύνατον να μιλήσει. Σιγά μη μονάσω εγώ περιμένοντας επίσκεψη τής βαρόνης...
Τέλος πάντων, παλιοί καβγάδες, τώρα ούτε με τις φίλες μου ασχολείται, αλλά ούτε και με τίποτα άλλο. Ξεχειμωνιάζει σε μια πολυθρόνα. Προβλήματα, βέβαια, τι άλλο; Είδες κανέναν ν᾿ αγκαλιάζει την πολυθρόνα λόγω απολύτου ευτυχίας;
Μωρέ, δεν είναι το κέρατο. Δηλαδή κάποιο ρόλο έπαιξε και το κέρατο, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Εγώ ξέρω ότι το κέρατο τούς ξυπνάει τούς ανθρώπους. Η κόρη μου όμως έγινε ζόμπι. Αλλά πάλι ποτέ δεν αντιδρούσε νορμάλ αυτό το παιδί.
Τώρα τι θες να σού πω... Είναι και προσωπικά της και δε θέλω να τα συζητάω. Είναι και παρεξηγιάρα... Βρε συ, δεν το ξέρω εγώ πως είσαι τάφος; Άλλωστε εμείς είμαστε αδερφές, δεν είμαστε φίλες... Ε, τα βασικά τα έχεις υπόψη σου. Το ένα λάθος αγκαζέ με το άλλο. Κατ᾿ αρχάς έχει ξαμολημένο τον Βασιλάκη δεκαεφτά, ξέρω γω, χρόνια χωρίς να ενδιαφερθεί ποτέ τι κάνει. Δεν είπαμε να κάνει το δερβέναγα, αλλά πού πας, κυρά μου, χωρίς ένα διακριτικό έλεγχο; Για να ξέρεις πού βαδίζεις και τι μέτρα να λάβεις. Νωρίς, όχι μετά θάνατον. Η δικιά μου τίποτα απ᾿ αυτά. Τού είχε εμπιστοσύνη, λέει, τού Βασιλάκη. Σαν να τής είπα εγώ ότι είναι ψυχοπαθής δολοφόνος ή κλέφτης. Πού έχεις εμπιστοσύνη, μωρέ; Στο πουλί του έχεις εμπιστοσύνη; Ούτε στο δικό σου δεν μπορείς να έχεις, όχι στου αλλουνού... Ανόητη.
Και τι κάνει η κυρία με την εμπιστοσύνη, μόλις πληροφορήθηκε τα καθέκαστα περί ερωμένης Βασιλάκη; Πήγε και αυτοκτόνησε στο «Χίλτον», παρακαλώ. Αυτό, Τασία, μεταξύ μας. Μόνο εσύ κι εγώ το ξέρουμε. Θα με σκοτώσει αν διαρρεύσει. Τέλος πάντων, ας είμαι καλά που την έσωσα πάλι. Ήλπιζε φαίνεται να τη λυπηθεί και να γυρίσει πίσω. Δεν τής είπα τίποτα, αλλά απογοητεύτηκα πάρα πολύ. Μα είναι δυνατόν παιδί που μεγάλωσα εγώ να πιστεύει τέτοια πράματα; Έρχεται κανείς στο κρεβάτι σου από λύπη, αγάπη μου; Μόνο οι αποκλειστικές κι αυτές με διπλό μεροκάματο. Όχι οι άντρες.
Βεβαίως τη συμβούλεψα όχι και ότι με άκουσε όμως. «Κάνε την πάπια κάνα δυο μήνες ακόμα», τής είπα. «Μη μιλήσεις καθόλου, να τού φύγει λίγο η φόρα και μετά τον πατάς κάτω. Τότε θα πέσει σαν ώριμο φρούτο πάλι στη φωλίτσα σας. Δε χωρίζουν εύκολα οι άντρες, έννοια σου. Σιγά μη χάσουν τη βολή τους».
Καθόλου δεν το κατακρίνω. Ρεαλιστές είναι οι άνθρωποι. Πόσο θα μού κρατήσει πια ο φλογερός έρως, σκέφτεται ο άλλος, δυο, τρεις μήνες; Ένα χρόνο; Μετά τι θα κάνω; Θα ξαναχωρίζω; Αυτή τη δουλειά θα κάνω, σοβαρός άνθρωπος;
Η αλήθεια είναι ότι δεν έβγαλε τσιμουδιά. Έκανε κάτι πιο τρελό ακόμα. Πήρε κατά πόδας την κυρία. Βρε, όχι έτσι, δεν την ακολούθησε μια φορά. Την είχε πάρει από πίσω, καταλαβαίνεις; Γυμναστήριο η ερωμένη, γυμναστήριο η σύζυγος. Τι να σού πω τώρα... Τρέλα. Εντάξει να θέλει να τη δει, το καταλαβαίνω. Τον αντίπαλο πρέπει να τον γνωρίσεις, να δεις πού χωλαίνει, πού είναι η αχίλλειος πτέρνα, που λένε. Αλλά όχι κι έτσι. Αυτό παίρνει grand prix ανωμαλίας πια!
Άσε που στο τέλος σπάσαν τα νεύρα της και δεν άντεξε. Όχι μόνο τα ξεφούρνισε όλα στον Βασίλη, αλλά τον έδιωξε κακήν κακώς την ίδια μέρα απ᾿ το σπίτι. Λύσσαξε, καλέ! Τού αμόλησε και δυο τρεις Λυκουρέζους από πίσω, να τον γδάρουν στο διαζύγιο. Αφού μάς είχε καταμπερδέψει. Δεν είναι αυτή η κόρη μου, παιδιά, τούς έλεγα. Η κόρη που γέννησα εγώ είναι χάννος. Τούτη εδώ, καλέ, είναι αιμοβόρα.
Και καλά ο Βασιλάκης να την πληρώσει τη νύφη. Εκείνος ήταν ο εχθρός. Εμείς, ο άμαχος πληθυσμός, τι τής φταίξαμε και μάς περιέλαβε; Εμένα, τα ξέρεις, με τσάκωσε στο νοσοκομείο και με κακοποίησε, που λένε, ανενόχλητη. Πού να τρέξω να πάω με το γύψο; Γι᾿ αυτό τις τρέμω τις κωλοαρρώστιες, Τασία μου. Βρίσκεσαι στα νύχια τού καθενός χωρίς να μπορείς να αμυνθείς... «Για το καλό σου, μητέρα», μού έλεγε, και έκανε κουρέλι τούς γιατρούς που τάχα δε με πρόσεξαν απ᾿ την αρχή. Μαύρη λίστα η Μάνια σε όλο τον όροφο. Την τρέμαν οι νοσοκόμες. Μόνο οι νοσοκόμες; Γιατί εγώ τι έκανα; Πώς δεν έβαλα καρούλια στο γύψο να τρέχω στους διαδρόμους τού Κ.Α.Τ. να κρυφτώ... Άμα θυμάμαι τι σαρδέλα έφαγα, ανάπηρη γυναίκα, ένα μήνα; Αφού ακόμα μού ᾿ρχεται να ξεράσω. «Το γιαούρτι και η σαρδέλα έχουν το ασβέστιο που χρειάζεσαι, μητέρα», με αγρίευε και μού έχωνε το βρωμόψαρο στο στόμα. Και έβλεπα και τη διπλανή να χλαπακιάζει κάτι μπριζολάκλες, που τής φέρναν τα παιδιά της απ᾿ την ψησταριά απέναντι, και μού ᾿πεφτε η πίεση... «Φέρε μου, γλυκιά μου, ένα φιλετάκι, να χαρείς, δεν αντέχω άλλη σαρδέλα, θα ξεράσω. Δε με νοιάζει που έχει ασβέστιο, κι ο σοβάς έχει ασβέστιο, γιατί δε μού κατεβάζεις λίγο σοβαδάκι για ποικιλία;»
Μην κοιτάς που σ᾿ τα λέω τώρα και γελάω. Ξέρεις τι κατάρα έφαγε τότε; Μέχρι το μακαρίτη τον άντρα μου έψελνα, που ήθελε παιδιά να μάς κοιτάξουν στα γεράματα. Πάρ᾿ τα τώρα τα παιδιά, Γιαννακάκο. Αλλά βέβαια, εσύ έφυγες κύριος, με τις αποκλειστικές σου, με τα όλα σου. Εγώ ξέμεινα με τη μουρλή την κόρη σου...
Τώρα βέβαια κάπου την καταλάβαινα, τι μαρτύριο ζούσε. Το εξήγησα και στη μικρή, που ήταν άγρια θάλασσα με τη μάνα της. «Μην την παρεξηγείς τώρα τη μάνα σου», προσπάθησα να την ηρεμήσω, «είναι στα δυο στενά, γι᾿ αυτό κάνει όσα κάνει. Από τότε που τη θυμάμαι χόρευε στο ρυθμό τού πατέρα σου. Τώρα ο πατέρας σου πάπαλα κι αυτή δεν ξέρει τι να κάνει. Ε, το ᾿ριξε σε μάς, δυστυχώς. Με κάποιον πρέπει ν᾿ ασχοληθεί, να νιώσει χρήσιμη, η κακομοίρα».
Βέβαια η μικρή είναι τσαγανή, δε μασάει τα λόγια της. Τής μίλησε ανοιχτά. «Μαμά», τής είπε, «ποιον νομίζεις ότι μπορείς να βοηθήσεις εσύ; Ούτε τον εαυτό σου, σε πληροφορώ. Γι᾿ αυτό άσε μας στην ησυχία μας, να μάς λείπει η προσφορά». Είδες το τσουχτράκι; Ενώ το άλλο, το μικρό, τσιμουδιά. Τής έχει αδυναμία ο γιος, βλέπεις. Κάθεται εκεί το καημένο και το τρέχει από ψυχολόγο σε ιδιαίτερα και πάλι απ᾿ την αρχή. Πέφτει σε όλα τα μαθήματα, λέει. Αφού δεν πέφτει απ᾿ το μπαλκόνι το παιδί, πάλι καλά...
Η αλήθεια είναι ότι, μόλις τής βάλαμε τις φωνές όλοι μαζί, σταμάτησε. Ξαφνικά, από την άλλη μέρα δε μάς ξαναμίλησε. Όχι μόνο σε μάς. Και σε κανέναν άλλον... Προσάραξε σε μια πολυθρόνα, έβαλε και κάτι πιτζάμες κουρέλια που είχε και δεν ξανακούνησε από κει. Πού να ξέρω τι κάνει; Ή τηλεόραση βλέπει ή το ταβάνι. Ντόλτσε βίτα, που λένε... Και τα λαντόζ με τις χούφτες— όχι ότι βοήθησαν κιόλας. Αφού τρελαθήκαμε, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Την πήγαμε με το ζόρι σε μια ψυχιατρίνα, πανάκριβη. Τώρα το ταμείο της πληρώνει; Ο γαμπρός μου; Δεν έχω ιδέα. A propos, τού Βασιλάκη τού ήρθε κουτί η κατάθλιψη, γιατί η κόρη μου απέσυρε όλες τις διεκδικήσεις και τού ζήτησε και συγνώμη από πάνω. Καλό; Εγώ γι᾿ αυτό θα την πήγαινα σε ψυχίατρο, πάντως, όχι για τα υπόλοιπα. Είναι σίγουρη ότι δικό της είναι το φταίξιμο. Μωρέ, για τα βάσανα τα δικά μας φταίει, αλλά όχι και για τα καμώματα τού Βασιλάκη! Μην τρελαθούμε κιόλας, που θα τού ζητήσουμε συγνώμη, επειδή τού ήρθε μια επιθυμία για απαύτωμα ξαφνικά...
Τη μεγαλύτερη ζημιά την έπαθε όμως η κυρία Γιώτα. Σού ᾿χω αναφέρει, μωρέ, η άλλη κερατωθείσα. Η Γιώτα όμως τον ξαναμάζεψε τον άντρα της. Έξυπνη, αγάπη μου, η γυναίκα, θα τον άφηνε τον εργολάβο να τής φύγει μέσα από τα χέρια, επειδή τού γυάλισε μια παρδαλή; Όχι μόνο τον ξαναμάζεψε, αλλά τού οργάνωσε και την άμυνα στο δικαστήριο. Έτσι γνώρισε και τη δικιά μας. Προσπαθούσε να την ψήσει να καταθέσει στο δικαστήριο υπέρ τους. Πού να την ακούσει η πλερέζα. Με τίποτα. Εγώ την προειδοποίησα: «Άδικα χάνεις τον καιρό σου, κυρία Γιώτα μου, τούτη δε σηκώνεται να πάει στην τουαλέτα, μετά συγχωρήσεως, θα πάει στα δικαστήρια; Άσε που είναι «πεισμένη ότι αυτή φταίει...». Πού να μ᾿ ακούσει η Γιωτάρα... Καταλαβαίνεις τώρα για τι γυναίκα μιλάμε; Από κείνες τις λαϊκές, τις καπατσάρες... Τι πίτες τής έφτιαξε τής κόρης μου για να την ψήσει, μέχρι και γενική καθαριότητα της έκανε μια μέρα. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, που λένε... Μηδέν εις το πηλίκον όμως. Βαρέθηκε τελικά η γυναίκα κι έφυγε. Εδώ βαρέθηκα εγώ, καλέ, τι να σού κάνει και η ξένη γυναίκα. Τι, ψέματα να λέμε; Αμαρτία εξομολογημένη, η μισή συγχωρεμένη. Αποφεύγω να πηγαίνω. Με πιάνει μια πλάκωση, ένα πράμα, να βλέπω το παιδάκι μου να σαπίζει εκεί μέσα. Στο κάτω κάτω εμείς δεν μπορούμε να βοηθήσουμε. Θα κάνει τον κύκλο του και θα φύγει, όπως όλα. Θα δούμε, πρώτα ο Θεός...
Μόλις ακούσεις κουδούνι, όπως είπαμε, ε; Παίρνεις την τσάντα παραμάσχαλα και στρίβεις αλά γαλλικά. Άμα σε δει εδώ, θα φύγει. Λέξη δε θα τής βγάλω. Άσε τώρα, δεν είμαστε για πειράματα μια φορά που αποφάσισε να ᾿ρθει επίσκεψη. Να σού πω ότι δε με τρώει η περιέργεια, ψέματα θα ᾿ναι. Τι στην ευχή να θέλει; Άντε πάλι, τι τυχαίο, βρε Τασία, άρχισες να το χάνεις; Σού λέω έχει να το κουνήσει απ᾿ την πολυθρόνα μήνες. Εδώ στη δουλειά, αν δε γνώριζε ο θείος της την προϊσταμένη της, την Ξυπολιά, θα τής είχαν δώσει δυσμενή μετάθεση. Ε, έχει και το δημόσιο τα όριά του...
Έλα, έλα, κουδούνι, πάρε τη ζακέτα, άντε, θα σε πάρω αύριο εγώ. Να μού φιλήσεις τα κορίτσια.
Τασία, θέλω να μού υποσχεθείς ότι δε θα σού ξεφύγει τίποτα. Όχι, να μού κάνεις τη χάρη, δεν πρόκειται να το ανοίξω, αν δε μού ορκιστείς. Λοιπόν, άκου με ψυχραιμία και τάφος, σε παρακαλώ. Για την κόρη μου πρόκειται, μη βγει τίποτα παραπέρα, σ᾿ έφαγα.
Τι ήθελε που ήρθε προχτές; Μην προσπαθείς, δεν πρόκειται να το βρεις που να χτυπιέσαι χάμω. Συμβουλές ήθελε! Δόξα σοι, Κύριε, με δικαιώνεις έστω και αργά. Ήρθε να ρωτήσει τη μάνα της πώς να ρίξει ένα παιδί γνωστό της, που έχει βάλει στο μάτι. Ε, έτσι είναι, χρυσό μου. Καιρός τού σπείρειν, καιρός τού θερίζειν. Ξύπνησε και η δικιά μου. Και πώς; Άγρια.
Ξέρεις τι μού είπε η κυρία; Εγώ κατ᾿ αρχάς πήγα να τσεκάρω τα βασικά, ξέρεις, πού τον γνώρισε, αν είναι αδέσμευτος, τι δουλειά κάνει, πόσων χρονών είναι, τέτοια. Έλα όμως που η κόρη μου είχε αντιρρήσεις.
«Γιατί, τι τα θες;» μού κάνει. «Το μόνο που μετράει είναι ότι μού αρέσει. Θέλω να πάω μαζί του, να διασκεδάσω, κατάλαβες;»
«Γιατί εγώ τι σού είπα, αγάπη μου, να παίξετε ξερή; Σε ρωτάω απλώς για να πιάσω τι τύπος είναι, αν ταιριάζετε».
«Και γιατί πρέπει να ταιριάζουμε απαραιτήτως;» μού απαντάει κοφτά. «Σάμπως πάμε για γάμο ή σοβαρό δεσμό;»
«Για τι πάτε, παιδί μου, πες μου κι εμένα να μπω στο νόημα».
«Για κρεβάτι, μαμά. Αφού θες να τ᾿ ακούσεις χύμα, άκουσ᾿ τα».
Καλά, πώς δεν έπεσα απ᾿ την μπερζέρα, κύριος οίδε. Καλέ, θα πεθάνω, η κόρη μου τα λέει αυτά ή έπαθα παράκρουση; Να μού ᾿ρχεται ένα νευρικό γέλιο, άλλο πράμα. Μα αν την έβλεπες, θα γέλαγες κι εσύ, ρε Τασία. Να μού μιλάει για κρεβάτια και να ᾿ναι με το μαλλί λόιδο κάτω, αχτένιστο και μια κελεμπία γκρι σουρί... Και άγιο θα κόλαζε...
Και μ᾿ αρχίζει μια θεωρία, ένα λέγειν, φλόγες έβγαζε απ᾿ το στόμα. Να δεις πώς μού το ᾿πε; Α, ναι:
«Και γιατί, παρακαλώ, εμείς πρέπει να φορτώνουμε τούς έρωτές μας με τόσα βάρη; Με γάμους, με αρραβώνες, με μέλλον, με παιδιά, με σπίτια, με σκυλιά. Αυτόν θέλω εγώ. Ούτε άλλο γάμο ούτε άλλα παιδιά ούτε άλλα πεθερικά».
«Ε, καλά, παιδάκι μου», ψέλλισα, «ό,τι πεις. Αλλά πώς έφτασες στα πεθερικά; Ρίξε το γαμπρό πρώτα και βλέπουμε».
«Μην τον λες γαμπρό, σε παρακαλώ. Αυτός θα είναι ο εραστής μου».
Επί λέξει, δεν προσθέτω ούτε κόμμα. «Ό,τι θέλεις, παιδί μου», συμφώνησα εγώ. «Στο όνομα θα τα χαλάσουμε; Μπες στο ζουμί όμως. Ποιος είναι ο εν λόγω;»
Και μού εξηγεί ότι είναι ένας Διονύσης, συνάδελφός της στην Εφορία. Ωραίο παλικάρι, ξανθό, πρασινομάτικο, τριαντάρης, παντρεμένος και με παιδάκι.
«Οχ», έκανα εγώ.
«Τι βογγάς;» με ρωτάει. «Άκουσες τίποτα που δε σού άρεσε;»
«Ένα μόνο, βρε Άννα μου», τής λέω κι εγώ, «πολλά άκουσα και ταράχτηκα. Πρώτον είναι παντρεμένος ο άνθρωπος. Είσ᾿ εσύ τώρα για να μπλέκεις με παντρεμένους; Αυτοί είναι ειδικού χειρισμού. Σ᾿ το διευκρινίζω εξαρχής, για να μην κάνεις χαρά. Δεν πρόκειται να χωρίσει. Κανένας δε χωρίζει. Εκτός αν έχει γυναίκα μπόσικη σαν και τού λόγου σου και τον σπρώξει η ίδια. Οι άντρες οικειοθελώς δε χωρίζουν, τελεία και παύλα».
Σιγά μην τη στενοχώρησα.
«Κουφή είσαι, δεν ακούς τι σού λέω τόση ώρα;» μού αγριεύει. «Δε θέλω να τον παντρευτώ. Να πηδηχτώ μαζί του θέλω, ελληνικά μιλάω».
Έχει αλλάξει, καλέ, ποτέ δεν εκφραζόταν έτσι η Άννα.
«Κι αυτό θέλει την τέχνη του, παιδάκι μου», τής λέω κι εγώ. «Εύκολο το ᾿χεις; Κατ᾿ αρχάς, ξεχάσαμε το κυριότερο. Εκείνος σε θέλει ή κάνεις μπαϊράκι με το νου;»
Ευτυχώς που το ρώτησα. Τελικά τα πράματα είναι πολύ πιο σκούρα απ᾿ όσο νόμιζα εγώ, η αφελής. Το παλικάρι αγρόν αγοράζει. Τρία χρόνια δουλεύουν μαζί, μια καλημέρα έχουν, ούτε καν συμπάθεια. Και αίφνης η δικιά μου αγριεύει και αποφασίζει να τον ρίξει εν ψυχρώ στο κρεβάτι σε δυο μέρες.
«Ε, μα δε μού τα ᾿πες αυτά, Άννα μου», τής λέω. «Εγώ νόμισα ότι ένα κλίμα τουλάχιστον, ένα φλερτ υπάρχει».
«Άμα υπήρχε, δε θα ερχόμουνα σ᾿ εσένα για συμβουλές», μού απαντάει. «Θα το προχωρούσα μόνη μου. Έχεις την εντύπωση ότι μ᾿ αρέσει που είμαι εδώ τώρα;»
Έβγαλε και γλώσσα, κατάλαβες; Βεβαίως τής το ξεκαθάρισα.
«Α, δε θα μπορέσω, αγάπη μου, να κάνω και θαύματα. Μια άλφα πείρα την έχω κι ένα μυαλό το διαθέτω. Αλλά εδώ τα πράματα δεν είναι εύκολα. Να τα πάρουμε απ᾿ την αρχή. Ο περί ου ο λόγος σ᾿ έχει λουστεί, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, τρία συναπτά έτη με αυτή την αμφίεση και το μαλλί ν᾿ ανεμίζει στην τρελή νοτιά; Μάλιστα. Και πώς θα τον ιντριγκάρεις, σε παρακαλώ, να σε κοιτάξει με άλλο μάτι ξαφνικά; Άσε τι κάνουν οι άντρες, εσύ δεν είσαι άντρας. Θα τον στριμώξεις στο φωτοτυπικό και θα τού βάλεις χέρι; Γιατί αυτό κάνουν οι άντρες. Όχι; Ωραία. Πώς θα κινηθείς λοιπόν; Για να τσιμπήσει ο άλλος πρέπει να τού πουλήσεις ένα παραμύθι, δεν είσαι και η θεά τού σεξ, εδώ που τα λέμε».
Όχι, ήμουν σκληρή, Τασία μου, για να μη φάει άλλο φάσκελο και δεν τη μαζεύουμε μετά. Να ξέρει πού βαδίζει.
«Ο άντρας είναι παιδί, έτσι πρέπει να το δεις. Θέλει να πιστεύει ότι θα πιάσει εξωτικό πτηνό, για να μπει στον κόπο να το κυνηγήσει. Αλλιώς γιατί να τρέχει; Ειδικά αν είναι φρεσκοπαντρεμένος δηλαδή... Την αράζει στο λίβινγκ ρουμ και βλέπει μπάσκετ. Πάνε οι καλές οι μέρες που οι άντρες ήταν στη γύρα κι έτρεχαν από πίσω μας. Αααχ, η άτιμη η απαγόρευση, ωραίο πράμα, τούς τσίγκλαγε, παιδί μου. Τώρα που όλοι έχουνε το απαυτό στο πιάτο, δεν τούς κάνει όρεξη».
Εκεί πάνω την είδα που έπεσε το κέφι της. Τής κόπηκαν τα φτερά, τής φουκαριάρας. Αυτή ήρθε με φόρα και γω την προσγείωσα.
«Έλα, βρε χαζό», τής λέω, «μη στενοχωριέσαι, η ζωή είναι μικρή, τι νομίζεις; Κοιμάσαι ένα βράδυ και το πρωί ξυπνάς με οστεοπόρωση. Ηρέμησε. Εγώ δε σ᾿ τα είπα για να σε στενοχωρέσω. Αλλά, μάνα είμαι, έχω υποχρέωση να σε προειδοποιήσω».
«Μα, μαμά», μού κάνει, «εγώ δεν έχω σκοπό να ζοριστώ με τον Διονύση ούτε με κανέναν άλλο. Αρκετά ζόρια τράβηξα με όλους σας. Τώρα να διασκεδάσω θέλω, ένα μήνα, όσο κρατήσει, βρε αδερφέ. Μετά τού δίνω δρόμο. Θα βρω άλλον».
Γελάς, ε; Έτσι είναι αυτό το παιδί. Των άκρων. Επί τριάντα εφτά χρόνια άλλον άντρα δεν είχε δει ούτε ζωγραφιστό και τώρα αποφάσισε να τούς αλλάζει σαν τα πουκάμισα. Με το νου πλουταίνει η κόρη, βέβαια.
«Καλά, καλά», την ηρέμησα. «Κάτσε να δούμε πώς θα ρίξουμε τώρα τον πρώτο και για τούς επόμενους έχει ο Θεός...»
Την έβαλα λοιπόν και μού ανέφερε λεπτομερώς ό,τι ήξερε για τον περί ου ο λόγος. Εν ολίγοις τίποτα. Ένα παιδί μαζεμένο είναι, δεν έχει πολλά πολλά με κανέναν εκεί μέσα. Τρία χρόνια παντρεμένος με μια μαθηματικό, που τη γνώρισε μάλλον στη Σχολή. Για το παιδάκι ξέρεις. Ε, αυτά και έτερον ουδέν.
«Ελπίζω τουλάχιστον να μην ξέρει τίποτα για σένα εκείνος», τής είπα. «Γιατί αν είναι εις γνώσιν τής ιστορίας με Βασιλάκη και λοιπά, ξέχασέ το. Κερατωμένη και εγκαταλειμμένη, πολύ σεξουαλικό, τι να σού πω...»
«Ευτυχώς δεν έχει διαρρεύσει η ιστορία στην Εφορία».
«Ωραία. Πρώτα απ᾿ όλα θα πας να φτιαχτείς λιγάκι, θα πας κομμωτήριο, θα πας στην Καραπάνου για καθαρισμό, θ᾿ αλλάξεις και τα ρουχαλάκια σου. Εντάξει, πουλάκι μου; Πρέπει να σε δει ο νεαρός μια μέρα και να μη σε γνωρίζει. Να τον ταρακουνήσουμε λιγάκι. Μετά θ᾿ αρχίσεις να τού απευθύνεις το λόγο, θα βρεις τρόπο. Ζήτησε τη βοήθειά του σε κάτι επαγγελματικό».
Πού να καταλάβει ο στούρνος ο δικός μου.
«Μα, μαμά», μού κάνει, «εγώ έχω δώδεκα χρόνια πείρα, τι ξέρει ο Διονύσης καλύτερα; Αυτός τώρα μαθαίνει».
«Δε μ᾿ ενδιαφέρει τι κάνει αυτός», τής λέω κι εγώ, «εσύ πάντως δε βλέπω να μαθαίνεις με τίποτα. Στα ψέματα, αγάπη μου, θα τον ρωτήσεις, κάνε λίγο την άσχετη, δε θα σού πέσει η μύτη πια. Να τον φτιάξουμε πάμε τον άνθρωπο, να τον κάνουμε να νιώσει λίγο άντρας...»
Το ᾿πιασε τώρα, δεν το ᾿πιασε, θα σε γελάσω, Τασία μου. Εγώ τής το ᾿πα πάντως.
«Μετά», τη συμβούλευσα, «αφού θα έχει ζεσταθεί λίγο το πράμα, θα τον προσκαλέσεις για καφέ. Κάπου απέναντι. Κάποιο καφενείο θα έχει. Να προφασιστείς ότι θέλεις να συζητήσετε κάτι προσωπικό. Και μόλις τον ξεμοναχιάσεις, θα τού αρχίσεις το γνωστό παραμύθι. Ότι ο άντρας σου δε σε καταλαβαίνει, έχετε απομακρυνθεί και τα ρέστα. Βεβαίως ο άνθρωπος θ᾿ αναρωτηθεί τι σχέση έχει αυτός με την υπόθεση. Τότε θα τού πεις ότι σε ρωτάω ως άντρα, δε θέλω να συζητήσω με τούς φίλους μου, γιατί είναι λεπτό το ζήτημα, δε θέλω να τον εκθέσω. Εσύ θα ξέρεις κάτι, με ποιο τρόπο να τού σερβίρω ότι θέλω την ελευθερία μου, δεν αντέχω άλλο, θέλω να ζήσω τη ζωή μου, βρε αδερφέ».
Εκεί η κόρη μου έγινε άγρια θάλασσα.
«Τι βλακείες κάθεσαι και μού τσαμπουνάς;» ουρλιάζει. «Γιατί να τού αραδιάσω τόσα ψέματα τού ανθρώπου, χαζή είμαι;»
«Ότι είσαι, είσαι, μην αυταπατάσαι», τής γυρίζω κι εγώ. Μα, πάει γυρεύοντας. «Και τι θα τού πεις, αγαπητή μου; Έλα, καλέ, ν᾿ απαυτωθούμε, γιατί μού ήρθε εμένα η όρεξη ξαφνικά; Ή νυμφομανή θα σε θεωρήσει ή παλαβή. Ενώ με το άλλο πως δείχνεις εσύ; Και ευαίσθητη και ανεξάρτητη και διαθέσιμη και απρόβλεπτη και απ᾿ όλα. Ένα κι ένα δηλαδή για να πάρει μπρος ο τύπος».
«Σιγά», μού λέει, «θα με καταλάβει».
«Ακόμα και αν καταλάβει ότι είναι πρόσχημα, πάλι κερδισμένες βγαίνουμε. Γιατί θα το πιάσει το υπονοούμενο. Υπονοούμενο όμως, θηλυκό, όχι γροθιά στο μάτι. Σημασία έχει το στιλ, όχι τόσο τι θα πεις. Και το στιλ πρέπει να είναι διφορούμενο, να τον παίζεις κρυφτούλι τον άλλο. Να ψάχνεται. Τώρα με φλερτάρει αυτή ή είναι η ιδέα μου; Να τον διαολίσεις».
Τής έψελνα καμιά ώρα. Κατάλαβε, είπε. Τώρα τι κατάλαβε και τι ψάρια θα πιάσει, θα δούμε σε κάνα δυο βδομάδες.
Όταν λέμε πελάγη ευτυχίας, εννοούμε πελάγη ευτυχίας. Ξέρω εγώ τώρα... Λάμπουν τα μούτρα της, καλέ. Αααχ, το άτιμο το κοκό, θαύματα κάνει στο δέρμα. Έκοψε και το μαλλί, πήρε και κάνα δυο κιλάκια εκεί που πρέπει, ξεγύρισε παιδί μου... Και ξέρεις τι δίκαιη που είμαι εγώ τώρα, όχι επειδή είναι κόρη μου να τη βλέπω καλλονή, σαν κάτι άλλες.
Αφού την περασμένη βδομάδα έπεσε πάνω στη Γιούλα τη Ζωιοπούλου και δεν τη γνώρισε. Η δικιά μου βέβαια είχε χεστεί πάνω της. Άντε τώρα να τής εξηγείς, τής αρχικουτσομπόλας τής Ζωιοπούλου, τι δουλειά έχει χωρισμένη γυναίκα σ᾿ εκείνο το ξενοδοχείο. Αφού είναι επί τούτου, καλέ, αυτά τα ξενοδοχεία, όλος ο κόσμος τα ξέρει. Τι, χαζή είναι η γυναίκα; Ακόμα δεν είχε βγει απ᾿ το ταξί, αλλά ήταν σταματημένο και η Ζωιοπούλου ερχόταν να δει αν είναι ελεύθερο. Η κόρη μου λοιπόν λέει τού ταξιτζή να φύγει αμέσως, γιατί ξέχασε κάτι. Μέχρι να βάλει όμως μπροστά, εκείνη πλησίασε κι έριξε μια ματιά μέσα. Κόκαλο η δίκιά μου. Αλλά η Ζωιοπούλου χαμπάρι δεν πήρε ποια έβλεπε. «Α, κατειλημμένο», είπε κι έφυγε. Ακόμα δεν το πιστεύει η κόρη μου το θαύμα. Έχασε βέβαια το ραντεβού, δυστυχώς. Τι τής έσουρε μακρόθεν δε φαντάζεσαι. Τι σκύλα την ανέβαζε, τι κωλόγρια, άσε...
Καλέ, ξέρεις πώς κάνει για το κοκό; Έχει λυσσάξει. Ποια; Η κόρη μου που δεν το είχε αναφέρει το ζήτημα ποτέ στη ζωή της μπροστά μου τουλάχιστον... Δεν το χάνει το εβδομαδιαίο, ο Θεός ο ίδιος να κατεβεί. Μπα, σε μένα δε μιλάει γι᾿ αυτά, ντρέπεται. Αλλά δε χρειάζεται να σού πει. Μάτια έχεις. Είδε το φως το αληθινό, η κοπέλα. Προφανώς ο Βασιλάκης δε θα ήταν και τόσο κελεπούρι τελικά. Ε, τα φαινόμενα απατούν, Τασία μου. Εδώ βλέπεις κάτι παλικάρια σαν τα κρύα τα νερά και δεν τούς κάνει κούκου, σού λέει. Και υπάρχουν κάτι απολειφάδια εκεί, που δεν τα πιάνει το μάτι σου, και κάνουν θαύματα. Ασχολούνται, παιδί μου, όχι ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε. Ε, φαίνεται τής κόρης μου τής έτυχε ταλεντάκι. Αλλιώς δεν εξηγείται.
Προχτές την είδα τελευταία φορά. Βεβαίως έρχεται τώρα. Και καφεδάκι πίνουμε και μιλάμε και απ᾿ όλα. Μέλι γάλα. Προχτές ήρθε με τη μικρή και δεν μπόρεσε να μού πει τίποτα. Μια χαρά, μια χαρά, το πουλάκι μου, πρώτη μαθήτρια είναι, δεν έχει φόβο αυτή, θα σκίσει, σ᾿ το υπογράφω εγώ.
Να ᾿ξερες, Τασία μου, πόσα χρόνια έχω να τις δω μονιασμένες... Για πασχαλινά ψώνια είχαν βγει και περάσαν από δω. Στο Πόρτο Ράφτη έχουν καλέσει κόσμο. Ναι, κι εγώ. Βαριέμαι να τρέχω τώρα Αγίους Τόπους. Να μάς βρει και καμιά αδέσποτη, να ψάχνουμε... Καλύτερα να κάτσω στ᾿ αβγά μου φέτος, τόσα που ακούμε...
Άσε που μάλλον θα έχει ενδιαφέρον το πράμα. Έχω την εντύπωση ότι η κόρη μου κάλεσε και το πρόσωπο. Δεν είμαι εκατό τα εκατό σίγουρη, ήταν η Κατερίνα μπροστά, αλλά πες μου εσύ τι συμπέρασμα βγάζεις. Μού το τόνισε: «Θα έχω και συναδέλφους απ᾿ το γραφείο, δεν τούς ξέρεις, αλλά κάνουμε παρέα τελευταίως. Πολύ καλά παιδιά». Και μού σκάει κι ένα πονηρό γελάκι. Σ᾿ το λέω τον κάλεσε, η μουσίτσα, δε με γελάς εμένα. Με την οικογένειά του φαντάζομαι. Πού θα τούς αφήσει χρονιάρες μέρες, δε γίνονται αυτά. Άρα θα έχουμε μάλλον τη μεγάλη συνάντηση, δεν μπορώ να τη χάσω. Άλλο οι περιγραφές, άλλο από πρώτο χέρι. Να τη δούμε πια την περίφημη σύζυγο, που μάς έχει πρήξει μαζί της. Απ᾿ όσα μού λέει η Άννα δηλαδή, εγώ πού να ξέρω. Όλο γι᾿ αυτή μιλάει. Ε, δεν έχω πλήρη ενημέρωση, δεν τούς κρατάω και το φανάρι, Τασία μου, ν᾿ ακούω τι λένε... Πάντως, για πολιτικά μιλάνε, θα τής πει τη γνώμη τής κυρίας του, για σινεμά μιλάνε, τι έργα βλέπει η κυρία του. Όλο στο στόμα του την έχει. Από είκοσι χρονών παιδιά είναι μαζί, καλέ, είναι πολύ συνδεδεμένοι.
Για το ξενοπήδημα, τι να σού πω... Είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Δε με φωτίζει και η κόρη μου, να καταλάβω. Εκείνη νομίζει ότι ο Διονύσης ξετρελάθηκε με την ανεμελιά της. «Τη γυναίκα του», μού λέει, «προφανώς την εκτιμάει. Μαζί μου όμως περνάει καλά. Χαλαρώνει». Ε, ξέρεις τώρα, ένα απόγευμα τη βδομάδα συναντιούνται, το κάνουν, λένε σαχλαμαρίτσες και άντε στα σπιτάκια τους. Ούτε υποχρεώσεις ούτε σκοτούρες ούτε ερωτήσεις. Στο δε γραφείο παίζουν τάχα τούς αδιάφορους, και όταν δεν τούς βλέπει κανένας στέλνουν ραβασάκια. Οι γνωστές κρυάδες. Τα παιδία παίζει...
Αλλά για τη γυναίκα του και το σπίτι του τσιμουδιά, ο κύριος. Αν τον υποψιάζεται, αν έχει παράπονα μαζί της, τίποτα προβλήματα, ιδέα δεν έχουμε... Αν είναι πια τόσο σπουδαία, γιατί την κερατώνει, βρε αδερφέ; Κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Ούτε η δική μου ρωτάει. Είναι υπεράνω βλέπεις... Μωρέ, την τρώει ο κώλος της να μάθει, αλλά βράχος. «Είπαμε ότι αυτά δε μάς ενδιαφέρουν», μού το ξέκοψε. «Δε θέλω να μάθω τίποτα απολύτως. Ό,τι καταλαβαίνει ας κάνει σπίτι του. Αν θέλει να μού πει, ας μού πει. Εμένα πάντως με γουστάρει κι αυτό μετράει». Και σημειωτέον, η κόρη μου δε λέει ποτέ «τι κάνει με τη γυναίκα του». Λέει «τι κάνει σπίτι του». Ετούτο πάλι πώς σού φαίνεται;
Εγώ πάντως, Τασία, δεν πιστεύω ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος μπλέχτηκε με την κόρη μου για το σεξ. Δεν είναι ο τύπος, βρε παιδάκι μου. Άλλο θέμα αυτό. Μην τα μπλέκεις. Είπα ότι είναι καλός στο κρεβάτι, όχι ότι είναι κανένας Δον Ζουάν. Μωρέ, δεν τον ξέρω, αλλά μού ᾿χει αναφέρει η Άννα δυο πραματάκια. Ο άνθρωπος είναι μάλλον βραδυφλεγής. Δε θα τσιμπούσε πια τόσο εύκολα. Εύκολα βέβαια. Σε τρεις βδομάδες είχαν περάσει στο παρασύνθημα. Και δεν ήταν και καμιά ξεβγαλμένη η κόρη μου, να σκεφτείς τον ζάλισε τον άνθρωπο με τα κόλπα της. Σιγά τη Μάτα Χάρι. Κάτι άλλο τον έσπρωξε.
Μωρέ, μπας και τού τα φοράει η σύζυγος και παίρνει την εκδικησούλα του κι εκείνος; Υπάρχει και τέτοια περίπτωση. Να έχει καταλάβει κάτι, αλλά να μη θέλει να την ξεμπροστιάσει, μην τη χάσει. Αλλά τέτοια πράγματα δεν είναι εύκολα για τούς άντρες, Τασία μου, έχουν κι έναν εγωισμό. Οπότε σού λέει κι αυτός, έτσι είσαι, κυρία μου; Μία σου και μία μου. Τώρα πάλι τίποτα δεν είναι σίγουρο, υποθέσεις κάνω...
Ίσως να είναι και το παιδί, δεν αποκλείεται... Ε, έχει μικρό παιδί, δε σ᾿ το είπα; Αγοράκι, γύρω στα τρία. Σκέφτομαι μήπως είναι καμιά από κείνες τις περιπτώσεις που πέφτει με τα μούτρα η σύζυγος στο γιο και μένει ο ευτυχής μπαμπάς αμανάτι να τούς κοιτάζει απ᾿ έξω. Ξέρεις πόσες το κάνουν αυτό; Κάνουν ένα παιδάκι για να δέσει η οικογένεια και διαλύονται. Εμ, πώς θα γίνει; Όταν τον έχεις συνηθίσει τον άλλο να είσαι πίτσι πίτσι τόσα χρόνια, να τον ταΐζεις στο στόμα, που λένε, μπορείς ξαφνικά να τού πετάς ένα, «Α, εμένα με συγχωρείτε, κλαίει το μωρό τώρα και δεν ευκαιρώ...». Θα κρυώσει και με το δίκιο του ο άνθρωπος. Θα πάει αλλού να τον προσέξουν.
Λες να μην το έχω υπόψη μου, Τασία; Εγώ παιδί δεν έκανα; Και βέβαια δεν είναι εύκολο να ξεσκατώνεις, να θηλάζεις κάθε δίωρο και στα ενδιάμεσα να θέλεις παιχνιδάκια. Αλλά εδώ δε μιλάμε για δικαιοσύνη. Εδώ μιλάμε αν θέλεις να κρατήσεις τον άντρα σου. Αν δε σε νοιάζει, ρίξ᾿ του τού κερατά ένα πάμπερ στα μούτρα και στείλ᾿ τον ξανά στη μαμάκα του να τον κανακέψει...
Τι να σού λέω πώς περάσαμε, έκτακτα. Καταδιασκεδάσαμε. Χίλιες φορές να ᾿ρχόμουνα στα Ιεροσόλυμα, να ᾿χω και την ησυχία μου. Να με υπηρετούν άλλοι, όχι να τρέχω εγώ σαν τη δούλα να ετοιμάσω τσουρέκια, να βάφω αβγά, να πλένω εντόσθια... Δεν τα θέλει και τα έτοιμα, βλέπεις, η κυρία.
«Μια φορά κάλεσα κόσμο» μού λέει, «δε θα τούς ταΐσω πλαστικά. Δεν μπορείς να με βοηθήσεις; Δε σ᾿ το ζήτησα και πολλές φορές».
Μάλιστα η τσούχτρα.
«Να βοηθήσω, ορίστε», τής απαντάω. «Αφού θέλεις να τα πλάσουμε εμείς τα κουλουράκια, ας τα πλάσουμε. Εγώ για σένα το είπα. Έχει ο Μικές κάτι παλμιέ όνειρο, γιατί να τούς μπουκώσουμε τα έμπλαστρα τα δικά μας; Στο κάτω κάτω εγώ είμαι βέρα Αθηναία, δεν είμαι Σμυρνιά πρόσφυγα, να ξέρω από τσουρέκια». Α, παράτα μας δηλαδή.
Μωρέ, και ζύμωσα κι απ᾿ όλα τελικά. Μάς έβαλε στη γραμμή. Άγχος φοβερό, αν θα είναι η τέλεια οικοδέσποινα. Αφού στο τέλος την ξεμονάχιασα και τής τα ᾿ψαλα
Μεγαλοπαρασκευιάτικα, Θεός να με συγχωρέσει.
«Άκου, παιδάκι μου», τής λέω, «τον γκόμενο κάλεσες, όχι τη Χρύσα Παραδείση. Δε χρειάζεται να έχεις το φοβερό τραπέζι πια. Κάτι αξιοπρεπές αρκεί. Κανείς δεν έρχεται για να φάει το Πάσχα. Για να γελάσουμε όλοι μαζί και να γιορτάσουμε, χρονιάρα μέρα, μαζευόμαστε. Μη μού συγχύζεσαι λοιπόν, γιατί θα σού χαλάσει η επιδερμίδα».
«Μα θα έρθει κι αυτή εδώ», μού λέει μες το άγχος. «Δε θέλω να μάς δει και να νομίζει ότι είμαστε τίποτα γύφτοι».
«Αααα, χρυσό μου, θα με τρελάνεις εσύ», την αποπήρα.
«Δεν έρχεται η μάνα τού καλού σου, η γυναίκα του έρχεται. Υπάρχει μια διαφορά, δε νομίζεις; Τι την ενδιαφέρει τη γυναίκα αν κάνεις καλό τσουρέκι; Το μόνο που θα την ενδιέφερε, αν το ήξερε βέβαια, είναι αν κάνεις καλό κρεβάτι. Εκεί είναι το πεδίο ανταγωνισμού σας. Άντε, σύνελθε λοιπόν και άσε μας κι εμάς στην ησυχία μας».
Πράγματι, έστρωσε κομμάτι μετά απ᾿ αυτά. Την έτρωγε όμως, το έβλεπα. Και τι θα βάλει, και πώς θα χτενίσει το μαλλί... «Βρε χαζό, μη δίνεις στόχο», τη συμβούλευσα. «Θέλεις τώρα να σε δει η άλλη και να τής μπουν ψύλλοι στ᾿ αυτιά; Καλά δεν είστε έτσι;»
Τέλος πάντων. Φτάνει, που λες, η ρημάδα η Κυριακή τού Πάσχα, πάει δέκα η ώρα, αρχίζει να έρχεται κι ο κόσμος. Οι διπλανοί τους, που κάνουν παρέα τα μικρά, μια φίλη της Κατερίνας με την οικογένειά της, τα ξαδέρφια της οι Κοντόπουλοι, και μια κοπέλα συνάδελφος με τον άντρα της και την κόρη της. Ωραίοι τύποι. Βγάλαμε τα ουζάκια μας εμείς, βάλαν οι άντρες μπροστά τα κάρβουνα, ωραία και καλά. Η δικιά μου όμως είχε κατσικώσει. Ο άλλος, βλέπεις, αργούσε. Πήγε έντεκα και τίποτα. Ούτε τηλέφωνο είχε πάρει. Πήγαινε κι ερχόταν λοιπόν με το δίσκο σαν χαζή, με κάτι σφιγμένα μούτρα. Ηρέμησε, καλέ, θα μάς παρεξηγήσουν οι άνθρωποι, τι μούτρα είναι αυτά; Πού εκείνη...
Κάποια στιγμή, δώδεκα παρά, αριβάρει και το πριγκιπικό ζεύγος. Στην υποδοχή εγώ, να κόψω και την κίνηση. Τούς ανοίγω την πόρτα και μπαίνει πρώτη η κυρία, που λες. Ταγιεράκι φούξια, παπούτσι γόβα, κομψοτάτη. Και μια κοψιά περίεργη, θετική γυναίκα, βαριά, όχι σαν κάτι κνώδαλα που ξέρουμε...
«Εγώ είμαι η Μάνια, η μητέρα τής οικοδέσποινας», τής συστήνομαι. «Με ποια έχω την τιμή;» Παρίστανα τον ψόφιο κοριό, τι άλλο να κάνω;
«Κουσκουνά», μού λέει. «Ο άντρας μου», και έδειξε εκείνον που ήταν δίπλα μαγκωμένος, «είναι συνάδελφος τής Άννας».
«Χαίρω πολύ, κύριε», τού κάνω κι αυτουνού και τού σφίγγω το χέρι. Μούσκεμα, χάλια. Εμ, τι τα ᾿θελες, αγόρι μου, τα δύσκολα, αφού δεν αντέχεις;
Τούς περνάω μέσα, τούς καθίζω, τούς συστήνω και πάω να φωνάξω την άλλη. Άφαντη. Τελικά ήταν κλειδωμένη στο μπάνιο και φτιαχνότανε.
«Έλα έξω», τής σφυρίζω, «ήρθανε, άντε». Βγαίνει με τα πολλά, πλησιάζει, σκοντάφτει και σε μια πέτρα, και τελικά κατορθώνει να πάει να συστηθεί. Εγώ να βλέπω την άλλη να την κοιτάζει καρφωτά στα μάτια και ν᾿ ανατριχιάζω. Η δίκιά μου έκανε σαν καραγκιόζης. Χαμπάρι να μην είχε η γυναίκα, λίγο νιονιό αν τής βρισκόταν, θα καταλάβαινε ότι κάτι τρέχει. Ευτυχώς ξεκουμπίστηκε στα γρήγορα, να τούς φέρει ούζο από μέσα.
Πάω εγώ, κάθομαι δίπλα στο ζεύγος και αρχίζω να παίζω με το παιδάκι. Καλέ, κουκλάκι, το χρυσό μου, ζωή να ᾿χει. Πιάσαμε και τη σχετική κουβέντα. Καλά ποια είμαι, βρε Τασία, και πέφτω πάντα μέσα; Τι σού είπα την άλλη φορά; Αυτή έχει τρελαθεί πια με το μωρό. Αν την άκουγες... Και τότε μίλησε ο Άρης, και τούτο είπε ο Άρης, και δείκτη ευφυΐας ο Άρης. Ο άλλος δίπλα, μούγκα. Τού πετάω κι εγώ:
«Εσείς τι λέτε, κύριε Διονύση; Χαζομπαμπάς, χαζομπαμπάς κι εσείς;».
Διάνα. Τού ρίχνει εκείνη ένα βλέμμα όλο νόημα και μού λέει χαμογελαστά:
«Ο Διονύσης πιστεύει ότι τον κακομαθαίνω. Αλλά στο κάτω κάτω, κυρία Γιαννακάκου, αν δεν ασχοληθείς σ᾿ αυτή την ηλικία που είναι η κρίσιμη, πότε θ᾿ ασχοληθείς; Όταν γίνει είκοσι και δε θα βλέπει την ώρα να σε ξεφορτωθεί;»
«Σωστά, σωστά», συνηγορώ κι εγώ, τι να κάνω;
Και συνεχίζει: «Τού το λέω τού άντρα μου, αντί να κάνει κριτική, καλύτερα ν᾿ ασχοληθεί και κείνος λίγο με το παιδί. Υπάρχει τίποτα που να σε γεμίζει πιο πολύ; Μ᾿ ένα λογάκι μού φτιάχνει το κέφι ο άτιμος...»
Α, καλά, είπα από μέσα μου, τα θες και τα παθαίνεις, κυρά μου. Και είσαι και ξύπνια... Κρίμα.
Εν τω μεταξύ η δικιά μου να μη βγαίνει με τίποτα έξω. Έφερνε κάτι πράματα από την κουζίνα, τ᾿ ακουμπούσε όπου εύρισκε και την κοπανούσε αλά γαλλικά πάλι μέσα. Ο κόσμος είχε μείνει μόνος του. Άντε πάλι η Μάνια να κάνει τον καραγκιόζη. Κάποια στιγμή αγανάκτησα. Είχε ψηθεί και το αρνί κι έπρεπε να στρώσουμε τραπέζι.
«Θα βγεις έξω, παιδί μου, ή θα τα μαζέψω και θα φύγω», τής λέω.
«Ήταν λάθος, μαμά», μού κάνει. «Δεν έπρεπε να τούς καλέσω, δεν έπρεπε».
«Τα λάθη πληρώνονται», την έτσουξα κι εγώ. «Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς. Βγες έξω τώρα, γιατί θα γίνουμε ρεζίλι οικογενειακώς».
Το τραπέζι ήταν... Μη σού πω, καταλαβαίνεις. Μες στην ευθυμία. Όλοι είχαν πάρει είδηση ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν καταλάβαιναν και τι οι άνθρωποι. Φάγαν εκεί δυο μπουκιές και μετά προφασίστηκαν παιδιά, σκυλιά και φύγαν άρον άρον. Τι να μείνουν να κάνουν; Η κόρη μου, η φοβερή οικοδέσποινα, ξέχασε να τούς ευχηθεί και «Χριστός Ανέστη». Ευτυχώς τα παιδιά κάνανε μια πλάκα με τ᾿ αβγά και πέρασε λίγο η ώρα. Η άλλη δε να την κοιτάει με μισό μάτι. Γιατί, παρέλειψα να σού πω, τα δυο πιτσουνάκια κάναν και την άλλη εξυπνάδα. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα όλη μέρα. Ούτε βλέμμα δεν έριξαν. Ποιον πας να γελάσεις, βρε ανόητη; Χαζή είναι η άλλη; Τέλος πάντων. Πέρασε κι αυτή η μέρα, δόξα τω Θεώ.
Ούτε τηλέφωνο δεν την έχω πάρει έκτοτε, τόσο πολύ με σύγχυσε.
Μη με ρωτάς, να χαρείς ό,τι αγαπάς, γιατί συγχύζομαι. Την είδα, την είδα, γι᾿ αυτό και ταράχτηκα. Κουβαλήθηκε μόνη της χτες. Βρήκα κι εγώ ευκαιρία να τής τα ψάλω.
«Τι καραγκιοζιλίκια ήταν αυτά, καλέ, πασχαλιάτικα», τής λέω. «Εσύ, πουλάκι μου, δεν κάνεις για οικοδέσποινα, αγνοείς τα στοιχειώδη. Όταν τον καλείς τον κόσμο, τον παίρνεις πάνω σου, τον αναλαμβάνεις, πώς το λένε; Δεν τον ξαμολάς εκεί και τον αφήνεις ξεκρέμαστο να πλήξει».
Εκείνη πέρα βρέχει.
«Με συγχωρείς, μωρέ μαμά, είχα νευρικότητα, τι θες τώρα; Πες μου πώς σού φάνηκε εκείνη».
Κατάλαβα, είπα από μέσα μου, έμπλεξες τώρα, Μάνια.
«Μια χαρά γυναίκα μού φάνηκε», τής απαντάω, «γιατί ρωτάς;»
«Ε, τίποτα», μού λέει, «ήθελα να δω πώς σού φάνηκε. Δεν ήταν λίγο σφιγμένη;»
«Αν αυτή ήταν σφιγμένη, παιδάκι μου, εσύ ήσουνα κόμπος, άσε με, να χαρείς. Άλλωστε τι ήθελες να είναι η γυναίκα; Πάει σε ξένο σπίτι, όπου δεν ξέρει κανέναν και όπου με τις βλακείες σας, κατά πάσα πιθανότητα, κατάλαβε ότι κάτι τρέχει. Εσύ πώς θα ήσουν σε ανάλογη περίπτωση; Αεράτη;»
«Νομίζεις ότι ζήλεψε;» μού κάνει η κόρη μου με ύφος. «Ο Διονύσης δε μού ανοίγεται, αλλά εγώ το κατάλαβα. Ζήλεψε και μάλιστα πολύ. Αφού δεν τον άφησε να ᾿ρθει δυο Τετάρτες συνεχόμενες, που είχαμε το ραντεβού. Υπήρχαν δουλειές να τελειώσουν, τάχα. "Άσε το μπάσκετ για μια μέρα, δε θα πάθεις τίποτα. Πας την άλλη βδομάδα"».
Τώρα η κόρη μού μίλαγε κι εγώ αδύνατον να βγάλω συμπέρασμα. Ευχαριστημένη ήταν, δυσαρεστημένη ήταν, μυστήριο.
«Ε, ωραία», τής πετάω, «βλεπόσαστε την άλλη βδομάδα, δεν έγινε και τίποτα».
«Ε, όχι και δεν έγινε τίποτα», μού κάνει. «Εγώ τώρα τον θέλω, όχι όποτε τού δώσει έξοδο η γυναίκα του».
«Τότε να μην εύρισκες παντρεμένο, πουλάκι μου», την έκοψα, «να έχεις όλο το πεδίο ελεύθερο. Οι παντρεμένοι έτσι είναι. Δεν ευκαιρούν όποτε σού καπνίσει εσένα».
«Ο Βασίλης γιατί ευκαιρούσε;» μού απαντάει και το λυπήθηκα, το καημένο. Τι να τής πεις τώρα; Ότι ο Βασίλης είχε γυναίκα χάννο; Δε λέγονται αυτά, αλλά δυστυχώς έτσι είναι. Η άλλη είναι ξύπνια. Τον έπιασε τον Διονύση να κάνει νερά και τού τον έκοψε εγκαίρως το βήχα.
«Άκου, παιδί μου», τής λέω. «Γιατί σκέφτεσαι τέτοια πράματα; Τι σε νοιάζει τι κάνει εκείνος με τη γυναίκα του; Ας κόψουν το σβέρκο τους μεταξύ τους. Εσύ από μακριά κι αγαπημένοι, δεν είπαμε; Μην το μπλέξεις το πράμα πολύ. Άμα μπεις σε τέτοιο λούκι, χάθηκες. Θα σε πάρει από κάτω... Εσύ δε χτυπιόσουνα ότι δε θέλεις τίποτα από τον Διονύση; Ότι όσο περάσετε καλά, εντάξει, μετά θα τού δώσεις δρόμο;»
«Μα», μού τη γυρίζει, «αφού περνάω τόσο καλά μαζί του, γιατί να τού δώσω δρόμο; Ξέρεις τι γλυκό παιδί είναι; Μιλάμε, μαμά. Πρώτη φορά μιλάω με άνθρωπο έτσι. Μια φορά την εβδομάδα έστω. Αλλά μην αρχίσουμε να το κόβουμε κι αυτό. Θα τρελαθώ. Το ξέρεις ότι δεν κοιμήθηκα το βράδυ; Και να πεις ότι είχα υπερβολικές απαιτήσεις... Γιατί, δεν ήθελα κι εγώ ένα Σαββατοκύριακο να πάμε εκδρομή; Δεν ήθελα να πάμε κάπου έξω να φάμε, ένα σινεμά; Ήθελα. Όχι όμως και να μού κόβει μια ψωρομέρα που μού χάριζε τη βδομάδα, επειδή τον ζόρισε εκείνη. Τι είμ᾿ εγώ στο κάτω κάτω; Τα αποφάγια της θα παίρνω;»
Την άκουγα και μού ᾿ρχότανε να τής ᾿στράψω μια μπούφλα, να τη συνεφέρω. Συγκρατήθηκα όμως. «Άκου, παιδάκι μου», τής λέω, «σαν να τα μπέρδεψες τα πράματα κομμάτι. Για ποια αποφάγια μιλάς; Τι ύφος είναι αυτό; Άρχισες να το παίζεις οσιομάρτυρας πάλι; Αυτή είναι η γυναίκα του κι εσύ η γκόμενα, το ξέχασες; Αυτή θα έπρεπε να παραπονιέται, όχι εσύ. Εσύ ήξερες πού πήγαινες, υποτίθεται, μη μού μιλάς γι᾿ αποφάγια λοιπόν. Αν ήθελες άντρα επί εικοσιτετραώρου βάσεως, να εύρισκες ελεύθερο πουλί, όχι τον Διονύση με παιδιά και σκυλιά».
Έβαλε την ουρά στα σκέλια κι έφυγε. Ούτε τον καφέ της δεν ήπιε. Ε, τσούζει η άτιμη η αλήθεια, Τασία, θέλει κότσια για να την αντιμετωπίσεις. Και η κόρη μου ποτέ δεν τα κατάφερνε σε τέτοια. Μια ζωή βαυκαλιζόταν αυτό το παιδί. Άσε η μανία της να παριστάνει την αδικημένη.
«Μην αρχίζεις την γκρίνια και το οσιομαρτυριλίκι, χρυσό μου, γιατί θα πετάξει οριστικά το πουλάκι. Σιγά μην την κοπανάει ο άνθρωπος με τα χίλια ζόρια μια Τετάρτη, για ν᾿ ακούει τη μουρμούρα σου. Γιατί δεν ήρθες και γιατί δεν προφασιζόσουνα αυτό... Σιγά μην κάθεται να βρίσκει δικαιολογίες και για την ερωμένη τώρα... Να ξεσκάσει θέλει ο χριστιανός, όχι να σκάσει... Θα τον χάσεις, σε προειδοποιώ. Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβεις αυτό;»
«Και τι να κάνω δηλαδή;» μού λέει. «Αφού με πειράζει, γιατί να μην τού το πω;»
«Γιατί έτσι ξεκίνησε το πράμα, παιδί μου, και δεν είναι δυνατόν εσύ ξαφνικά να το γυρίσεις αλλιώς. Αυτή η ιστορία ξεκίνησε ελαφρά. Δεν μπορείς τώρα να την κάνεις δράμα εσύ με το έτσι θέλω. Χαλάρωσε. Μην τού δείχνεις ότι κάθεσαι όλη τη βδομάδα και τρως τα νύχια σου, μέχρι να πάει Τετάρτη να τον δεις. Μα χαζή είσαι; Γιατί αφήνεις τον άλλον να πιστεύει πως εσένα, όποτε τού καπνίσει, σ᾿ έχει στο τσεπάκι; Αράδιασέ του μπούρδες, ψέματα. Πως βγαίνεις με τον έναν, βγαίνεις με τον άλλον, διασκεδάζεις. Να καταλάβει ότι αυτός χάνει που δεν είναι ελεύθερος να είναι μαζί σου όλη την ώρα, όχι εσύ. Μην τού λες: "Αχ, Παναγίτσα μου, θα πεθάνω, αν δεν έρθεις κι αυτή την Τετάρτη". Σιγά μην τον παρακαλέσουμε κιόλας. Πες του: "Καλά, δεν έγινε τίποτε, την άλλη βδομάδα. Έχει και τα γενέθλιά του ο φίλος μου ο τάδε και κάνει πάρτι. Τι δώρο να τού πάρω, έχεις καμιά ιδέα;" Να δεις τότε σκασίλα ο Διονυσάκης, που θα σε σκέφτεται στο πάρτι, ενώ ο ίδιος θα βράζει με το ζουμί του εγκλωβισμένος απ᾿ τη γυναικούλα του».
Μπα, τσάμπα χαλάω σάλιο, Τασία μου. Την τύφλα της κατάλαβε.
«Σιγά να μην κάθομαι να κάνω ολόκληρη σκηνοθεσία», μού πετάει η κυρία στο τέλος. «Δεν έχω ανάγκη από κόλπα εγώ, για να βλέπω τον Διονύση. Ο Διονύσης με θέλει σαν τρελός, σ᾿ το είπα. Ξέρεις πόσο τού κόστισε που δε βρεθήκαμε; Τον βλέπω εγώ στο γραφείο, πώς είναι. Όλο άκεφος και αμίλητος. Άλλωστε εγώ δε σού μοιάζω, μαμά. Δεν είναι στο στιλ μου αυτά τα πράγματα. Έχω και την αξιοπρέπειά μου, βρε αδερφέ».
Τι δουλειά έχει η αξιοπρέπεια τώρα, θα σε γελάσω...
Ρε παιδάκι μου, μερικές γυναίκες να μην μπορούν να χωρίσουν δυο γαϊδάρων άχυρα... Μυστήριο πράμα.
Αν έφυγε, λέει; Μπουχός έγινε. Ακόμα τρέχει. Να τού πήγε...
Παιδί μου, σ᾿ το είχα ξαναπεί, η γυναίκα την είχε μυριστεί τη δουλειά. Μια Τετάρτη λοιπόν, που ο Διονύσης τής ξεφούρνισε πάλι το παραμύθι με το μπάσκετ, σηκώνεται απλούστατα η κυρία και πηγαίνει στο γήπεδο που τάχα θα έπαιζε με την παρέα του. Και φυσικά δε βρήκε κανέναν εκεί. Το βράδυ που μαζεύτηκε ο κύριος στο σπίτι, τον ρωτάει αθώα, αθώα: «Παίξατε, Διονύση μου, παίξατε;» Μπόσικος εκείνος δεν κατάλαβε τίποτα και απαντάει ναι. Μόνο πόσοι πόντοι μπήκαν δεν τής ανέφερε, ο βλάκας. «Και τότε εγώ πώς δε σε βρήκα όταν ήρθα στο γήπεδο;» τού δίνει τη χαριστική βολή. Τα χάνει ο Διονύσης, τα μπερδεύει, λέει μια βλακεία ήταν γεμάτο και πήγαμε σε άλλο γήπεδο παραδίπλα, ούτε ξέρω...
Το ζήτημα είναι πως η μαντάμ βεβαιώθηκε ότι ο άντρας της ξενοπηδάει και αποφάσισε να πάρει σκληρά μέτρα. «Τέρμα το μπάσκετ», τού δηλώνει. «Ξέχασέ το. Θα κρατάς το παιδί κάθε Τετάρτη, να πηγαίνω γυμναστική. Καιρός είναι να κοιτάξω λίγο τον εαυτό μου κι εγώ. Και να μού τα γνωρίσεις τα παιδιά που παίζετε μαζί. Γιατί δεν τούς καλούμε το Σάββατο για φαΐ;»
Ε, βέβαια το πήρε το μήνυμα ο Διονύσης. Χαζός είναι; Άλλωστε αυτή, την είδα, είναι σκληρό καρύδι. Αν δεν καθάριζε τη θέση του ο τύπος, θα τού έδινε δρόμο. Και πολύ τού χαρίστηκε δηλαδή. Την επόμενη κιόλας μέρα ζήτησε από την κόρη μου να μείνει λίγο πάρα πίσω στο σχόλασμα, για να τής πει κάτι επείγον. Έτσι τής το ᾿σκασε το παραμύθι. Τα γνωστά. Μάς κατάλαβε η γυναίκα μου, δεν μπορούμε να ξαναβρεθούμε, αυτά. Αντίο σας και χάρηκα που σάς γνώρισα, που λένε.
Η κόρη μου, μην τη δεις. Ράκος. Έπεσε απ᾿ τα σύννεφα. Εκείνη, παιδί μου, πίστευε πως ο Διονύσης ήταν ξετρελαμένος μαζί της. Μωρέ, μπορεί να ήταν ο άνθρωπος, καλά περνούσε, δεν αμφιβάλλω. Είναι γλυκό το ποτό τής αμαρτίας, που λέει και το τραγούδι. Αλλά το σπιτάκι του είναι πιο γλυκό ακόμα. Δεν το ᾿ξερες, κυρά μου, ότι δε θα χώριζε; Εσύ η ίδια δε μού ᾿χες πει ότι την έχει σε μεγάλη υπόληψη τη γυναίκα του και σε πρήζει μ᾿ εκείνην; Τη γνωρίζει δέκα χρόνια, έχουν παιδί, έτσι διαλύονται τα σπίτια; Ή είσαι πια ο μεγάλος έρωτας; Μην τρελαθούμε κιόλας.
«Να καταλάβεις κι ένα πράμα», τής λέω. «Και να μη σάς είχε πάρει είδηση η κυρία, πάλι θα έφευγε ο Διονύσης. Άντε, κάνα δίμηνο να κράταγε ακόμα. Με τόση μουρμούρα και πρέσα που έφαγε από σένα τον τελευταίο καιρό, δε νομίζω να πέταγε πλέον τη σκούφια του να ᾿ρθει να σε δει. Ή κάνω λάθος;»
Μούγκα η κόρη μου και κάτω το κεφάλι. Μόνο στο τέλος κατέληξε στο φοβερό συμπέρασμα: «Όλοι ίδιοι είναι. Ό,τι και να κάνεις, δεν έχει σημασία. Ό,τι και να τούς δώσεις, αυτοί το βιολί τους».
«Δεν είναι όλοι οι άντρες ίδιοι», τής λέω μαλακά, «εσύ είσαι η ίδια, παιδί μου, μην το μπερδεύεις. Αν άλλαζες εσύ, θ᾿ άλλαζαν κι αυτοί. Μη μού στενοχωριέσαι τώρα. Δεν έχασες και τίποτα. Άλλωστε αν δεν πάθουμε, πώς θα μάθουμε; Την επόμενη φορά θα τα καταφέρεις καλύτερα, θα δεις...»
«Εγώ, μάνα, δεν πρόκειται να κάνω τίποτα και για κανέναν άντρα πλέον», μού λέει τότε. «Εμένα ξεχάστε με, δεν κάνω γι᾿ αυτά. Δε βλέπεις;»
Και μού ρίχνει ένα κλάμα, μα ένα κλάμα... Είδα κι έπαθα να τη συνεφέρω... Να πάρουν την κατηφόρα τα ρίμελ και οι μάσκαρες, κι εκείνη να τρίβει το στόμα με το χέρι, να βγάλει το κραγιόν. Δράμα, δράμα. Το λυπήθηκα, το φουκαριάρικο. Αχ, μωρέ κόρη, μού ᾿ρθε να τής πω, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιο κώλο.
V
ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ
... και το κεφάλι μου όλο το βυθίζω
ωσότου καταπιώ νερό τής λήθης
DANTE, θεία Κωμωδία,
Καθαρτήριο, Άσμα XXXI
Σοφία Σιόντη,
38 ετών, δημοσιογράφος
«Χαρτάκια μυστικών»
Έπεσε πάνω μου στην Πανεπιστημίου, μπροστά απ᾿ το Rex. Μού ᾿ρθε να τής βάλω τις φωνές. Προσέξτε, επιτέλους, κυρία μου. Κυρία θα έλεγα, γουρούνα θα σκεφτόμουν, κοίτα μπροστά σου χοντρογουρούνα. Αλλά αυτό φυσικά ποτέ δε θα το ξεστόμιζα, είχα τρόπους εκ γενετής εγώ. Όμως δεν είπα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Τα μάτια της μού βούλωσαν το στόμα κι εξουδετέρωσαν την οργή μου. Τα μάτια της που με κοιτούσαν παράξενα, σαν να μην ήμασταν στη μέση τής Πανεπιστημίου ανάμεσα στο ιδρωμένο πλήθος, σαν να μη με είχε μόλις ξενυχιάσει ρίχνοντας τον άχαρο όγκο της στο δεξί μου πόδι, σαν να μην ήμασταν δυο μεγάλες γυναίκες που συγκρούστηκαν ενώ γύριζαν σπίτι πτώμα από την τιποτένια καθημερινή τους κούραση.
Με κοίταξε σαν να ήταν δώδεκα χρονών και στεκόταν απέναντι μου στη μέση τής πλατείας τού Αγίου Θωμά, στο Γουδί, το ένα πόδι μαζεμένο ψηλά και το άλλο να πηδάει, σπρώχνοντας επιδέξια μια πέτρα, ανάμεσα σε ζωγραφισμένα τετράγωνα. Κι όταν μουρμούρισε «Σοφία;» το ήξερα κιόλας πως ήταν εκείνη. Κάτω από το παλτό τού λίπους μού έγνεφε η Άννα, η βασίλισσα τού κουτσού, αυτή η άτιμη, η λιγνή και μαυριδερή που έστελνε την πέτρα όπου τραβούσε η ψυχή της. Όχι οποιαδήποτε Άννα, η Άννα η καλύτερή μου φίλη στην πλατεία, γιατί στο σχολείο είχα άλλη καλύτερη, στα αγγλικά άλλη, στη Σαλαμίνα τα καλοκαίρια άλλη.
Αυτό καθόλου δεν τής άρεσε, όταν το κατάλαβε. Χλόμιασε απ᾿ τη ζήλια. Παραβίαζα την άρρητη συμφωνία: Τα μάτια μου θα είναι ο θρόνος σου, αλλά θα βλέπεις μόνο αυτά. Εγώ πάλι το έβρισκα φυσιολογικό. Τι άλλο να κάνω δηλαδή; Να είμαι στη Σαλαμίνα όλο το καλοκαίρι και να μη σκαρφαλώνω στη συκιά, να μην καίμε τα μαγιάτικα στεφάνια, να μην κλέβω παγωτά και περιοδικά από τα περίπτερα;
«Να κάνεις ό,τι θες, αλλά χωρίς καλύτερη φίλη», μού είχε πει η Άννα το Σεπτέμβριο. «Δεν μπορείς απλώς να τρως τα βρωμόσυκα σου, χωρίς να λες τα βρωμομυστικά σου σε κάποια τυχαία βλαμμένη;»
«Μα δεν είναι νόστιμα χωρίς μυστικά», τής εξήγησα. «Είναι μόνο σύκα. Άλλωστε αν δεν πω τα μυστικά μου να βγουν έξω, θα μείνουν μέσα μου, θα σαπίσουν και θα σκουληκιάσουν». Η γιαγιά μου με είχε προειδοποιήσει πριν πεθάνει. Γι᾿ αυτό στη συνέχεια σέρβιρα στο πιτς φιτίλι φέτες τής ψυχής μου στο πιάτο, σε όποιον είχε την περιέργεια, την ευγένεια ή την υπομονή να με ακούσει. Τις πιο ωραίες φέτες, εννοείται...
Με κοίταξε για ένα λεπτό αμήχανη και παγιδευμένη ανάμεσα στις ανάγκες της και τις δικές μου. Μετά η μουρίτσα της φώτισε. «Το βρήκα», μού λέει, «είναι απλό. Όταν σού ᾿ρχεται ν᾿ ανοίξεις το στόμα σου, θα βγάζεις γρήγορα ένα χαρτάκι απ᾿ την τσέπη σου και θα τα γράφεις. Αυτό το χαρτάκι θα είμ᾿ εγώ, τ᾿ αυτιά μου. Και δε θα πεις τίποτα πια σε καμιά άλλη, εντάξει; Εγώ θα είμαι η μοναδική καλύτερη φίλη που έχεις».
Με λίγα λόγια με εκβίασε. Εκείνο το λιγνό, μαυριδερό πλασματάκι ήξερε τελικά πόσο ανάγκη είχα τα έκθαμβα μάτια του, για να συνεχίσω να ζω. Χωρίς αυτά θα ήμουν άλλη μια ψευτοβασίλισσα, χωρίς υπηκόους και βασίλειο. Μια έκπτωτη. Έτσι υπέκυψα και την υποταγή τη βάφτισα αγάπη.
Εντάξει, Άννα, όπως και να το δεις το πράμα, είχες δίκιο. Μεγάλη εφεύρεση τα χαρτάκια σου, θα σ᾿ το χρωστάω αυτό. Δεκάδες μπλοκ γέμισα από τότε. Χριστούγεννα που δε μ᾿ άφηναν να βγω έξω, Πάσχα στο χωριό και καλοκαίρια στη θάλασσα. Και σού άρεσαν, θυμάσαι πόσο σού άρεσαν; Σύντομα κατάλαβα ότι τα προτιμούσες από μένα την ίδια. Οι λέξεις μου ήταν διαλεγμένες μετά από ώρες, τίποτα στην τύχη, καμιά χαραμάδα λάθους, το υπέρτατο μέικαπ. Μπορούσες πια να με θαυμάζεις χωρίς δεύτερη σκέψη. Η γραπτή εκδοχή μου δεν έχασκε πουθενά. Η αγωνία μου να σού αρέσω ήταν ο καλύτερος editor που είχα ποτέ.
Δε σταμάτησα από τότε. Η μάνα μου μουρμούριζε ότι έγινα σνομπ και μονόχνωτη. «Κόφ᾿ το πια το χούι», μού έλεγε, «άλλωστε με την Άννα πάει πια, χαθήκατε, σε ποιον γράφεις;» Ήμουνα δεκαοχτώ κι εσύ, Άννα, είχες αλλάξει γειτονιά και ζωή και καλύτερες φίλες. Το ίδιο κι εγώ. Ούτε φωτογραφίες είχα από σένα ούτε δαχτυλίδια ούτε μια ουλή από πέσιμο στο γόνατο, αλλά δε σε ξέχασα ποτέ. Είχα τα χαρτάκια σου να σε θυμάμαι. Με τα χαρτάκια σου έπαψα να εξευτελίζομαι στον κάθε τυχάρπαστο. Κι αργότερα τα στένεψα, τα μάκρυνα και τα έκανα προσωπική στήλη.
Φαίνεται ότι 40.000 άτομα κάθε μήνα διαβάζουν τη στήλη μου στη Γυναίκα κι έχουν την εντύπωση ότι τούς στέλνω ένα πολύ προσωπικό γράμμα κάθε τριάντα μέρες. Γυναίκες κυρίως, φυσικά. Μού στέλνουν κι αυτές γράμματα, δεκάδες ευγενικά και θεραπευτικά γράμματα. «Άντε πάλι, οι θαυμάστριες τής Σοφίας», λέει ο κλητήρας. «Θα ζητήσω ανθυγιεινό επίδομα για το κουβάλημα». Τι προνόμιο να μπορείς να χαμογελάς όλο μετριοφροσύνη... Πολύ γλυκό εκ μέρους σας, αγαπητές αναγνώστριες, αλλά όχι, αυτό δεν είναι γράμμα και δε στέλνεται σε σάς. Είναι ξανά ένα «χαρτάκι μυστικών» και πάει καβάλα σ᾿ ένα τρελό βέλος τού χρόνου ίσια στην καλύτερη φίλη μου, την Άννα.
«Άννα;» είπα κι εγώ, αλλά δεν άπλωσα τα χέρια μου να την αγκαλιάσω. Δεν το ήξερα αυτό το κοντόχοντρο σώμα, αυτά τα σκούρα, άχαρα ρούχα, αυτό το εγκαταλειμμένο πρόσωπο. Απλώς βρίσκονταν ανάμεσά μας, για να μού κρύψουν την Άννα. Μόνο τα μάτια της ήξερα. Αυτά μού άνοιγαν ένα στενό μονοπάτι μέσα τους κι εκεί βούτηξα ολόκληρη προσπαθώντας να ψαρέψω τα μισοβυθισμένα δωδεκάχρονα κορίτσια που υπήρξαμε.
Ούτε κι εκείνη με άγγιξε. Ποτέ της δε με άγγιζε. Μ᾿ αγαπούσε μ᾿ ένα αποτραβηγμένο πυρετώδη τρόπο, χωρίς χάδια, αγγίγματα και σπρωξίματα με αγκώνες. Βαδίζαμε πλάι πλάι, παράλληλες γραμμές, σαν να φοβότανε μήπως συναντηθούμε σ᾿ έναν τόπο δύσκολο, σκέφτηκα χρόνια αφού χαθήκαμε. Στον τόπο όπου θα φαινόταν η γύμνια της ή η γύμνια μου ή η γύμνια μας. Από μακριά ήταν πιο ασφαλής, μπορούσε να μού αφιερωθεί με όλη της την άνεση. Από μακριά η φλυαρία μου έμοιαζε κοινωνικότητα, η βιαιότητά μου νεύρο και δύναμη, και η ανασφάλειά μου ανεξάρτητο πνεύμα. Έλαμπα από μακριά. Ήθελε τόσο πολύ να μ᾿ αγαπήσει, που ανταποκρίθηκα. Έγινα η Σοφία των ονείρων της.
Και ξαφνικά ο τρόμος. Παιδικός ναι, ανόητος, αλλά παρ᾿ όλα αυτά τρόμος. Μ᾿ έπιασε στα πράσα στη μέση τής Πανεπιστημίου. Τώρα θα καταλάβει ότι δεν είμαι η Σοφία των ονείρων της, ότι ποτέ δεν ήμουν τελικά. Μα σύντομα ησύχασα. Γύρω μας βόμβιζαν οι καθιερωμένες λέξεις, έτσι για να κερδίσουμε λίγο χρόνο. (Μα πού χάθηκες εσύ τόσα χρόνια; Ποπό, πώς πέρασαν τα χρόνια, κοίτα σύμπτωση τώρα...) Μετά κατάλαβα ότι δε θα απαιτούσε τίποτα πια από μένα, ήμουν ελεύθερη, είχε εγκαταλείψει τον αγώνα, είχε αράξει σ᾿ αυτόν τον καναπέ από λίπος και απλώς χάζευε αδιάφορα την κίνηση.
Την άρπαξα απ᾿ το χέρι και δε μ᾿ ένοιαξε αν τραβηχτεί. Έλα τώρα, Άννα, δεν έχεις τίποτα πια να φοβηθείς. Ούτ᾿ εσύ θέλεις να γίνω κάτι που δεν είμαι, ούτ᾿ εγώ μπορώ πια. Μάλλον. Τουλάχιστον όχι σ᾿ εσένα. Τουλάχιστον όχι όπως είσαι τώρα. Έλα να ξεκινήσουμε απ᾿ την αρχή κι ας είναι για μια ώρα.
Με ακολούθησε στο σπίτι μου. «Εξάρχεια», μουρμούρισε και φοβήθηκα μήπως ξαναρχίσει να χτίζει το παραμύθι μου με το τίποτα. «Είναι κοντά το περιοδικό», τής διευκρίνισα, και αποφάσισα να το διακινδυνεύσω. «Μού τη δίνουν λίγο τα φρικιά, αλλά τι να κάνεις; Απ᾿ ό,τι ακούω θα την καθαρίσουν σύντομα την περιοχή και θα μπορούμε κι εμείς να πιούμε κάναν καφέ στην πλατεία».
Λυπάμαι, Άννα, αυτό είμαι, πάρ᾿ το ή άσ᾿ το. Φυσικά τα φρικιά δε μ᾿ ενοχλούν, με αφήνουν παγερά αδιάφορη, αλλά έπρεπε να το πω, να μην αφήσω περιθώρια, καταλαβαίνεις, οι πρώτες εντυπώσεις είναι οι πιο σημαντικές...
Δεν κατάλαβε. Μού χαμογέλασε αχνά. «Πάντα ήθελες να μείνεις στο κέντρο», μού είπε. «Το θυμάμαι που το έλεγες συνέχεια, στο κέντρο τής ζωής. Μισούσες το λεωφορείο και τα ταξί και τα αυτοκίνητα. Στο κέντρο τα περίπτερα ξενυχτάνε και τα καφενεία είναι πάντα φίσκα και τα θερινά σινεμά δυο τετράγωνα πιο πέρα».
Δε διαμαρτυρήθηκα. Δεν τής είπα ότι δεν ξεμένω πια από τσιγάρα, τα παίρνω με τις κούτες, δεν πάω σε καφενεία, δεν προλαβαίνω, και στα θερινά σινεμά μ᾿ ενοχλεί ο ήχος και τα γαριδάκια των μπροστινών. Κι έπειτα πότε μισούσα εγώ τα αυτοκίνητα; Μη λέμε και ό,τι θέλουμε. Εγώ έχω αλλάξει τρία υπέροχα αυτοκίνητα μέχρι τα τριάντα πέντε μου, ποτέ δεν είπα εγώ ότι μισούσα τα αυτοκίνητα.
Βολεύτηκε άχαρα στη δερμάτινη πολυθρόνα. Δεν ήξερε πού να βάλει τα πόδια της. Τα παπούτσια της στραβοπατημένα με ίχνη λάσπης ασφυκτιούσαν από ντροπή πάνω στο χειροποίητο καυκασιανό χαλί μου. Ποιος το χέζει το χαλί, Άννα, πάτα ελεύθερα, σκούπισε τη λάσπη σου πάνω στο γαμημένο χειροποίητο χαλί μου. Εσύ το πλήρωσες άλλωστε, τα χαρτάκια σου, βρε χαζή.
Ήθελα κι άλλο χρόνο, γι᾿ αυτό χώθηκα στην κουζίνα κι άρχισα να ετοιμάζω εσπρέσο σε αργή κίνηση. Θα τη διευκόλυνα εν τω μεταξύ να βάλει το μυαλό της και τα μάτια της να δουλέψουν. Το σπίτι μιλούσε από μόνο του αρκεί να έστηνες αυτί. Οι καναπέδες, οι κουρτίνες, τα χαλιά, τα βιβλία, οι φωτογραφίες στον τοίχο, όλα ξερνούσαν τα μυστικά που ήξεραν για μένα. Η επίσκεψή σου μάς κατέλαβε εξαπίνης, μάς έπιασες στον ύπνο, Άννα. Και, βλέπεις, παίζω τίμιο παιχνίδι, δεν έκρυψα τίποτα βιαστικά μόλις μπήκαμε. Και το άδειο κουτί τής πίτσας πάνω στο τραπεζάκι το άφησα, και το ένα πιάτο και το ξεχειλισμένο τασάκι με τα αποτσίγαρα, και το μπουκάλι με το μπέρμπον δίπλα στα μπουκάλια τής μπίρας (μην ανησυχήσεις όμως, whisky after beer nothing to fear). Ti άλλο να κάνω για να καταλάβεις, δηλαδή; Να ξεβρακωθώ εν ψυχρώ και να σού δείξω την ουλή από την εξωμήτριο;
Έφερα τον καφέ σε αταίριαστα φλιτζάνια. «Ξέχασα να βάλω πλυντήριο πιάτων», απολογήθηκα. «Γύρισα ράκος χτες βράδυ». Έριξε ένα βλέμμα στα απομεινάρια του χτεσινού μου TV-δείπνου. Όχι, όχι πάλι, μωρέ Άννα, αδιόρθωτη Άννα. Ξεστραβώσου πια. Έλα τώρα, που είναι εργένικη ελευθερία αυτό το πράμα. Ποια ελευθερία άλλωστε; Οι μοναδικές δυνατότητες επιλογής είναι πίτσα, σουβλάκια ή μακαρονάδες. Σκατά ελευθερία, δολοφονική, σκέτη χοληστερίνη.
«Τη σιχαίνομαι την πίτσα, αλλά τι να κάνω; Δεν άντεχα να φάω έξω χτες», απάντησα φωναχτά στο βλέμμα της. Εν ολίγοις, δεν ξέρω να μαγειρεύω, δεν έχω σύζυγο, δε συζώ με γκόμενο, δεν έχω παιδιά, δεν έχω υποχρεώσεις, έχω όμως πολλή δουλειά. «Πες μου τι κάνεις εσύ, έλα, είκοσι τόσα χρόνια έχεις να καλύψεις, ξεκίνα», τής έστειλα το μπαλάκι απροειδοποίητα. «Παντρεύτηκες έναν συμφοιτητή σου, αυτό το έμαθα. Και μετά;»
Έστρωσε νευρικά το φουστάνι στα γόνατά της. Το κωλοφουστάνι της, το σακί με τις πατάτες. Τι να πει μέσα σ᾿ αυτό το φουστάνι; Σήκωσε τούς ώμους ένα παιδικό, ένοχο σήκωμα.
«Σού την έσκασα έτσι;»
Δεν κατάλαβα τι διάολο εννοούσε.
«Που παντρεύτηκα. Το ξέρεις ότι στην εκκλησία το μόνο πράγμα που σκεφτόμουνα, όσο ο παπάς έλεγε τα δικά του, ήσουν εσύ; Τής την έσκασα, έλεγα από μέσα μου. Φαντάσου να μπει τώρα από καμιά πλάγια πόρτα και ν᾿ αρχίσει να με ξεφτιλίζει... Μη γελάς, σε φοβόμουνα. Στην εκκλησία το κατάλαβα αυτό. Εσύ το ήξερες ότι σε φοβόμουνα;»
«Κι εγώ». (Οπ! Τι βλέπω; Έκπληξη; Μα γιατί; Είναι αυτονόητο, καλή μου. Όταν φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό φοβάται μήπως ο Γιάννης δει το χάλι του και πάψει να φοβάται...)
Το ξεπέρασε. Άλλη έκπληξη. Το άφησε ασχολίαστο. Πρώτη σκέψη: Δεν είναι η Άννα. Δεύτερη σκέψη: Βαριέται. Έχω πεθάνει γι᾿ αυτήν, που να πάρει, δεν ασχολείται πια μαζί μου, γαμώτο, έχω πεθάνει και γι᾿ αυτήν. Τότε τι νόημα έχει όλο τούτο το παιχνίδι; Γιατί ήρθε τόσο πρόθυμα μαζί μου, γιατί σκαρφάλωσε όλη την ανηφοριά τής Θεμιστοκλέους αγκομαχώντας αδιαμαρτύρητα; Μάλλον βαριόταν να πει όχι, η ανόητη.
«Έχεις παιδιά;»
«Δύο».
«Πόσων χρονών;» (Έλα, πάρε μπρος, αρχίζω να βαριέμαι κι εγώ τώρα.)
«Στην εφηβεία. Μεγάλωσαν».
«Κι ο άντρας σου;»
«Στην εφηβεία κι αυτός».
Να κάτι ενδιαφέρον. Τον βαρεθήκαμε, έτσι; Πετάει τα άπλυτα στο πάτωμα όπως ο γιος σου; Βλέπει μπάσκετ κι εσύ πήζεις; Θέλει συμπαράσταση όταν ετοιμάζει «Το μάθημά» του; Θέλει να βγαίνει να παίζει με τούς φίλους του; Γκόμενες και αλητεία; Ε, καλά, τουλάχιστον γι᾿ αυτόν δε θα τρέμεις μην πέσει στα ναρκωτικά. Έχει πέσει ήδη.
«... Άλλωστε δεν είναι πια άντρας μου».
Α, κατάλαβα, χοντρή, κερατωμένη, πικραμένη και εγκαταλειμμένη. Με στρίμωξες πάλι, Αννούλα. Πώς να ξεμπροστιαστώ εγώ τώρα, έτσι που τα κατάφερες; Ό,τι και να σού πω θα σού φανεί εξωτικό μπροστά στο χάλι σου, το στατιστικά αναμενόμενο, το βαρετό χάλι σου. Πάλι με παγίδεψες.
«Α, χωρίσατε...» (Τι λένε εδώ τώρα;) «Και δε μού λες, κανένας γκόμενος κυκλοφορεί;»
Και τότε τα μάτια της γύρισαν πίσω, έγιναν δώδεκα χρονών ξανά, καυτερά μάτια κι απαιτητικά. Τα μάτια τής Άννας.
«Κανένας. Κι ούτε θα υπάρξει κανένας».
Κι ύστερα τα μάτια της έσβησαν πάλι και ο παρελθών εαυτός της ξαναβυθίστηκε στο λίπος και χάθηκε.
Σε άφησα ήσυχη για λίγο, να ρουφάς τον καφέ σου αμίλητη. Να ξαποστάσεις απ᾿ τη φράση σου. Δεν είναι κι εύκολο να ξεστομίσεις φράση δώδεκα ετών, όταν είσαι τριάντα οχτώ. Σού έδωσα χρόνο. Ίσως και να μην είμαι τόσο κυνική τελικά. Αν είμαι, τότε γιατί με τσάκισε το αγνώριστο πρόσωπό σου, ξένο και δικό μαζί, μάσκα μπερδεμένη με πρόσωπο. Κι αυτό το σώμα σπίτι, το άμορφο καταφύγιό σου από λιποκύτταρα. Κάτι μού ψέλλισες απολογητικά, έκανες καθιστική ζωή, δεν έβγαινες, άγχος, μαγείρευες για τα παιδιά, πάχυνες, δε βαριέσαι. Όλα μαζί κι ένα ένα μια χαρά δικαιολογίες.
Αλλά όταν μιλάς σ᾿ εμένα, Άννα, πρόσεχε τι λες. Εγώ σε ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα. Ήμουν η βασίλισσά σου, θυμάσαι; Έπρεπε να σε διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο, για να μη βρεθώ μπροστά σε καμιά ξαφνική ανταρσία. Είχα πιάσει, λόγου χάρη, πόσο απεχθανόσουν την τσαχπίνα τη μάνα σου, τα τσακίσματα στη φωνή της, τον τρόπο που έριχνε τούς άντρες, με προβλέψιμα κολπάκια που πάντα έπιαναν. Εξυπνόχαζη σ᾿ τη βάφτισα κι έδωσα μορφή στην αμφιθυμία σου απέναντι της. ΕΧ τη λέγαμε έκτοτε συνθηματικά. Η ΕΧ σήμερα θα πάει θέατρο, έλα σπίτι. Είχα πιάσει και την αγάπη που καλλιεργούσες μυστικά σαν τροπικό λουλούδι, την αφοσίωσή σου στον πεθαμένο πατέρα. Άσε που τής έριχνες και το βάρος τού θανάτου του, ήταν ολοφάνερο. Δεν ήξερες τι ακριβώς έκανε, τον στενοχώρεσε, τον απογοήτευσε, πάντως ε ξ α ι τ ί α ς της έπαθε έμφραγμα τόσο νέος, αυτή σου τον στέρησε. Τρελό, ε; Η Ηλέκτρα στην πλατεία τού Αγίου Θωμά.
Σιγά σιγά την έπιασα την ανάγκη σου να έχεις ένα κέντρο, ένα στόχο, ένα ζωοδότη, δάσκαλο, εμψυχωτή, προπονητή, ίνδαλμα. Κάποιον να δικαιώνεις, να σηκώνεσαι για χάρη του κάθε πρωί στις εφτά και να βάζεις τη ζωή σου μπροστά. Αλλιώς γιατί να το κάνεις, θα μού πεις. Γιατί η ζωή δεν είναι γλυκιά, όπως λένε οι χαζοχαρούμενοι. Σύντομη είναι μόνο... Απελπιστικά σύντομη για ν᾿ απαιτούμε να έχει και νόημα...
Στην αρχή ήταν ο πατέρας σου. Ύστερα εγώ. Μετά; Κάποιος άντρας πάλι. Ο άντρας σου πιθανότατα. Ή ο εραστής σου. Πού να ξέρω, αφού δε μού λες τα μυστικά σου πια. Ένα ξέρω: Σ᾿ εγκαταλείψαμε όλοι με τη σειρά. Ο πατέρας σου πέθανε, εγώ άλλαξα γειτονιά, ο άντρας σου την κοπάνισε, ο εραστής σου ήταν λίγος. Μάντεψα σωστά; Κρατάω ακόμα τη φόρμα μου, Άννα, τι λες;
Δεν είναι δύσκολο, το γνωρίζω εκ πείρας. Μπορεί να ξυπνήσεις ένα πρωί και ξαφνικά να έχει γίνει η ζωή σου εχθρικός πλανήτης, χωρίς οξυγόνο, μόνο φαλακρά βουνά και αποξηραμένες πεδιάδες. Πώς να ζήσεις χωρίς οξυγόνο, πώς να βρεις γλώσσα να μιλήσεις στα εξωγήινα τέρατα που σε τριγυρίζουν; Οι άντρες, Άννα, φυσικά, αυτούς εννοώ κι εγώ. Τα άλλα είδη είναι προσπελάσιμα, υπάρχουν ομφάλιοι λώροι, κρυφοί και φανεροί, με τα παιδιά σου, τούς γονείς σου, τις φίλες σου. Δεσμοί αίματος, φυλετικές συγγένειες, ατταβιστικοί κώδικες. Γλώσσα κωφάλαλων, ναι, λειψή γλώσσα τής ανάγκης, αλλά πάντως γλώσσα. Τουλάχιστον, όταν μισείς μια γυναίκα, ξέρεις πώς ακριβώς τη μισείς. Αλλά τον άντρα σου ξέρεις; Αμφιβάλλω.
Μια αναγνώστριά μου μού χάρισε κάποτε τούτη τη φράση: «Αγαπητή Σοφία, μισώ τον άντρα μου σαν να ήταν ρετροϊός». Μ᾿ αυτές τις λέξεις έκλεινε ένα γράμμα φίσκα στις γνωστές κοινοτοπίες, με κεράτωσε, με περιφρόνησε, μού έκανε, μού έδειξε, μπλα, μπλα, μπλα. Εκείνο το γράμμα το διάβασα σε όλους και πολύ το διασκεδάσαμε (με συγχωρείς, αγαπητή αναγνώστρια, αλλά και οι χειρουργοί όταν σού βγάζουν τον όγκο από τον εγκέφαλο λένε μεταξύ τους: α, τελικά καρκίνος ήταν, ρε, δεν ήταν κάλος. Και μη νομίσεις ότι είναι σκέτη γαϊδουριά. Ψευτοτρίκ είναι, για ν᾿ αντέξεις τον κουβά δυστυχίας που πέφτει στα μούτρα σου κάθε μέρα βρέξει χιονίσει). Βαφτίσαμε μάλιστα τούς άπιστους γκόμενους ρετροϊούς.
Μέχρι που φωτίστηκε μέσα μου το γράμμα και η φωνή τής αναγνώστριας ακούστηκε πεντακάθαρη στ᾿ αυτιά μου. Σ᾿ αυτόν τον πόλεμο είμαστε ο ένας ρετροϊός τού άλλου. Δέσμιοι τού κοινωνικού προσδιορισμού μας, ορμάμε στους αμυντικούς μηχανισμούς τού απέναντι κι όποιον πάρει ο χάρος. Κάποιος τη γλιτώνει και κάποιος την πατάει. Ανάλογα τις αντιστάσεις. Όπως θα έλεγε και ο πρώτος μου ο κνίτης, μια φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές.
Εσύ τι ακριβώς συμπτώματα είχες; Άσε με να μαντέψω. Τα έβαλες με το σώμα σου πάντως, αυτό είναι σίγουρο. Δε σε ικανοποιούσε το λιγνό, το μαυριδερό, το αγοροκοριτσοκορμάκι σου. Δε σού έφτασε, ε; Ή μάλλον δεν τού έφτασε. Ή μάλλον νόμισες ότι δεν τού έφτασε. Και το τσάκισες, το τράβηξες, το χτύπησες σαν χταπόδι, ν᾿ αλλάξει το γαμημένο ή, αν δεν αλλάξει, τουλάχιστον να τιμωρηθεί για το κακό που σού έκανε. Τη μια το ᾿βλεπες να μη φτάνει και την άλλη ν᾿ ανθίζει ξανά μέσα στο ψοφόκρυο, σαν τις αμυγδαλιές. Και να προσελκύει τα βλέμματά τους φυσικά. Κι εσύ ξέρεις τι είναι να σε βάλουν στο μάτι. Θα πλησιάσουν, θα σε διεκδικήσουν, θα σε αφήσουν να ελπίσεις, θα σε απομυζήσουν. Ε, όχι, αυτό δε θα τούς το επιτρέψεις. Όχι ξανά. Όχι τώρα που ξέρεις τη διαδικασία. Θα αμυνθείς. Θα τυλίξεις το σώμα σου με στρώματα ευεργετικού λίπους, θα σβήσεις τη γραμμή τής μέσης, το στήθος σου θα μπερδεύεται γλυκά με την κοιλιά, τα οπίσθιά σου με τούς γοφούς. Λίπος, η θαυμαστή τέχνη τής παραλλαγής. Λίπος, η αποτελεσματικότερη μόνωση.
Κι ύστερα πρέπει να παρηγορηθείς κάπως. Αφού αποφάσισες να μην είσαι λουλούδι, μαζί με το κεντρί τους θα χάσεις και το μέλι. Το γλυκό, μεθυστικό σου άρωμα, την αίσθηση τού ήλιου όταν ανοίγεις τα πέταλα. Το κοίταγμα στον καθρέφτη μόνη με το κορμί σου. Το πρώτο χάδι. Το πρώτο φιλί. Το πρώτο ξύπνημα κοντά στο πιο ξένο και το πιο οικείο σώμα. Πρέπει να παρηγορηθείς. Έχασες βέβαια το πάρτι, αλλά σού έμεινε η τούρτα, γλυκιά μου. Μπορείς να τη φας όλη. Είναι κι αυτό μια γλύκα και μάλιστα απόλυτα ασφαλής. Κι ύστερα μια άλλη τούρτα, και μια άλλη, και μια άλλη. Τρώμε για να ζήσουμε, έτσι δεν είναι; Κι εσύ δεν έχεις άλλο τρόπο για να ζήσεις.
Και τη σιγουριά; Πού την πας την ευλογημένη σιγουριά αυτής τής ηδονής; Κάθε μέρα, οποιαδήποτε ώρα, κάτω απ᾿ όλες τι συνθήκες, ένα προφιτερόλ είναι θεσπέσιο, αδιατάρακτα θεσπέσιο. Η σως σοκολάτας δε σού βάζει όρους για να σε γλυκάνει, το φρεσκοψημένο σου καραμελέ δε ζητάει τίποτα για ν᾿ απελευθερώσει τη φυλακισμένη του κρέμα βανίλια, και τα καβουρδισμένα αμύγδαλα παραδίδονται αμαχητί στα δόντια σου. Αν δεν είσαι καλή, όμορφη, ευδιάθετη, έξυπνη, αποτελεσματική, οργανωτική, γελαστή, τρυφερή, δεν υπάρχει πρόβλημα. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα χιλιάρικο. Μ᾿ ένα ψωροχιλιάρικο για αντάλλαγμα, η γεύση, μια αίσθηση φτηνή και προβλέψιμη και πιστή σαν σκύλος, θα σε ανεβάσει ξανά στα ουράνια. Εν ολίγοις, εσείς τής γης οι κολασμένοι, μην απελπίζεστε. Αν ο Θεός τής δικαιοσύνης δεν υπάρχει, υπάρχει πάντα ο εκπρόσωπός του επί της γης, το προφιτερόλ, έτοιμο να μπαλώσει την κατάσταση ανά πάσα στιγμή.
Έτσι έχτισες σιγά σιγά με τη λύπη το λίπος γύρω σου. Πάντα το φόρτε σου ήταν η άμυνα, βλέπεις. Ο καθείς και τα όπλα του, Άννα. Εγώ απ᾿ την άλλη πλευρά, η μαστόρισσα των πολεμικών τεχνών, έχτισα μυς σε δεκάδες γυμναστήρια, ελκυστικούς ανδροφάγους μυς, έτοιμους να θαμπώσουν τα μάτια και να θολώσουν το κριτήριο τού αντιπάλου. Πολέμησα σαν σκυλί με το ελάχιστο ίχνος τού λίπους στο σώμα μου, το ξέβρασα και το κυνήγησα σαν να ήταν ο πιο ύπουλος εχθρός μου, ο Εφιάλτης μου. Πάντα το φόρτε μου ήταν η επίθεση, βλέπεις. Ο καθείς και τα όπλα του, Άννα.
Σε μια ώρα είχες φύγει. Φυσικά. Ποτέ δεν κάθεσαι στο νεκροταφείο πάνω από μια ώρα, δεν αντέχεται. Όταν έκλεισα την πόρτα πίσω σου, λύσσαγα από θυμό. Τα έβαλα με την Πανεπιστημίου που σε ξέβρασε πάνω μου. Σε έβριζα απροκάλυπτα το βράδυ μετά το τρίτο ουίσκι. Προδότρα, προδότρα, σού φώναζα, γιατί δε μ᾿ άφησες να σού επιστρέφω το σκουριασμένο σου στέμμα; Γιατί δε με βοήθησες να το ξεφορτωθώ, αφού με σφίγγει, με πρεσάρει, μού κόβει την ανάσα; Γιατί δεν άνοιξες το στόμα σου να με ρωτήσεις; Γιατί δεν άνοιξες τα μάτια σου να με δεις; Τώρα που θέλω να μιλήσω, σε ποιον να τα πω, αφού πέθανες; Ποια καταραμένη σύμπτωση σε ξέβρασε πάνω μου μεσημεριάτικα;
Και τότε άκουσα τη φωνή σου πιο καθαρή παρά ποτέ στα τύμπανά μου. Ποια σύμπτωση; μού ψιθύρισες. Δεν υπάρχουν συμπτώσεις. Κατάλαβα ότι όπου να ᾿ναι τα χαρτάκια σου εξαντλούνται κι εμφανίστηκα απ᾿ το πουθενά να σού δώσω μια τεράστια κόλλα χαρτί, μια σχεδία για να επιπλεύσεις.
Η Σοφία Σιούτη γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης. Δημοσιογραφεί εδώ και 15 χρόνια στον περιοδικό κυρίως τύπο και το ραδιόφωνο. Το διήγημα αυτό αποτελεί την πρώτη της λογοτεχνική εμφάνιση.
Τα πόδια της που υπνοβατούσαν σταμάτησαν αυτόματα μπροστά στο φρεσκοπλυμένο του σώμα, νοτισμένο ακόμα από το αφρόλουτρο με άρωμα πικραμύγδαλο. Αυτό ήταν λοιπόν. Σαν φλας η αλήθεια άστραψε μέσα της κι όταν έσβησε, το σκοτάδι ήταν πιο σκοτεινό. Γι᾿ αυτό αγόραζε αφρόλουτρο με άρωμα πικραμύγδαλο μετά από αιώνες εμμονής στη θαλάσσια αύρα τής «Fa». Φυσικά. Ήταν το άρωμά της. Την ξανάφερνε κοντά του αλά Προυστ, τα θλιβερά οικογενειακά Σαββατοκύριακα που ήταν αδύνατο να δραπετεύσει. Τότε που έπλενε το αυτοκίνητο με μανία, επειδή δεν μπορούσε να το βάλει μπρος και να φύγει. Αυτό ήταν. Να γιατί δεν τον ενοχλούσε καθόλου που μύριζε τόσο προκλητικά πικραμύγδαλο, σαν κανένας τραπεζοϋπάλληλος — κρυφή αδερφή (η Κατερίνα το ᾿ πε αυτό;).
«Τι έγινε, ρε; Φάντασμα είδες;»
Τώρα την είχε πιάσει απ᾿ τούς ώμους και κουνούσε πέρα δώθε τις βάτες τού ταγιέρ της. Δεν καταλάβαινε αυτή την εμβρόντητη γκριμάτσα αηδίας που είχε εγκατασταθεί στο χλομό της πρόσωπο.
«Μυρίζεις πικραμύγδαλο», ψέλλισε αδιευκρίνιστα και ξέφυγε μ᾿ έναν απότομο ελιγμό από κοντά του.
Κανείς δεν μπορούσε ν᾿ ανακόψει αυτή τη στιγμή την πορεία της προς το μπάνιο. Την ώρα που κλείδωνε πίσω της την πόρτα τον άκουσε να φωνάζει: «Το βρήκες το μαντίλι;» και αφού περίμενε ένα λεπτό μάταια την απάντηση, ξαναείπε μόνος του: «Σιγά μην το βρήκες», και δυνάμωσε τον ήχο τής τηλεόρασης. Την είχαν αφήσει ήσυχη.
Άνοιξε με πυρετικές κινήσεις το νεσεσέρ κι άρχισε να σπρώχνει άτσαλα στρώσεις από ρουζ, πινέλα και κόμπακτ πούδρες σε διάφορες αποχρώσεις. Η φωτογραφία ήταν κουρνιασμένη πίσω από ένα σετ σκιές ματιών της «(Clinique). Κάθισε στο κλειστό καπάκι τής τουαλέτας κι έφερε τη φωτογραφία πολύ κοντά στα μάτια της, λες και θα τη μεγάλωνε αν μίκραινε την απόσταση. Ποια είναι αυτή; Το πρόσωπό της σε προφίλ τριών τετάρτων χάιδευε το φιλμ, χωρίς να προδίδει κανένα από τα μυστικά του.
Αν ήξερε τα τεχνικά κόλπα, θα μπορούσε τώρα με σίγουρα χέρια να μεγεθύνει ξανά και ξανά στο σκοτεινό θάλαμο το πρόσωπό της, να δώσει οριστικό σχήμα σ᾿ αυτό το γελαστό στόμα, να διευκρινίσει την ποιότητα τού δέρματος, ν᾿ αποφασίσει αν τα μάτια της ήταν σκιστά ή απλώς μπαϊλντισμένα απ᾿ τον ήλιο. Μέσα στο ελάχιστο κόκκινο φως θ᾿ αναδύονταν από λεκάνες γεμάτες χημικά υγρά υπερφορτισμένες όλες οι σκοτεινές λεπτομέρειες τής ζωής της σε τεράστια closeup.
Αλλά δεν ήξερε. Τίποτα χρήσιμο δεν ήξερε. Και βρέθηκε τώρα αβοήθητη, καθισμένη σαν φακίρης σ᾿ ένα κλεισμένο καπάκι τουαλέτας, να κοιτάει μιαν άγνωστη κοκκινομάλλα σαν να επρόκειτο να τη μαγνητίσει και να την οδηγήσει ήσυχα ήσυχα έξω από τη ζωή της.
Τα μάτια της σύρθηκαν με κόπο έξω από το λάμπον περίγραμμα τού ζευγαριού. Ζευγαριού; Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί και τρόμαξε. Όχι, όχι ζευγαριού. Πώς την τόλμησε αυτή τη λέξη το μυαλό της; Εδώ και δεκαεφτά χρόνια εμείς ήμασταν το ζευγάρι. Θα βγούμε τα τρία ζευγάρια, λέγαμε. Δάνειο δίνουν μόνο σε ζευγάρια με παιδιά. Για να πάει θέατρο ένα ζευγάρι, θέλει πάνω από δέκα χιλιάδες σήμερα. Και το ζευγάρι ήμασταν πάντα εμείς, Βασίλη, εγώ κι εσύ πηγαίναμε στο θέατρο, εμείς πήραμε το δάνειο, Βασίλης και Άννα Νεοφώτιστου, το γράφει και στο κουδούνι μας. Όμως από δω και πέρα το ήξερε, σαν να ξεστόμισε τη μαγική λέξη τού παραμυθιού, «Άνοιξε σουσάμι» ή ξέρω γω τι, μια αόρατη γομολάστιχα έσβησε για πάντα εκείνη από το πλευρό τού Βασίλη κι έβαλε με το έτσι θέλω τη γυναίκα τής φωτογραφίας.
Τα χέρια της όμως δεν το δέχτηκαν έτσι εύκολα. Ολοκληρώνοντας μια κίνηση που είχε ξεκινήσει δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια πριν, έσκισαν στα δύο τη γελαστή φωτογραφία. Τώρα το δεξί της κρατούσε αυτόν σακατεμένο να γνέφει στον αόρατο φωτογράφο. Χωρίς αριστερό μπράτσο, με το στέρνο κουτσουρεμένο κι όμως το καταραμένο χαμόγελό του δε θόλωσε, ούτε καν μαλάκωσε τοσοδά, την αυταρέσκειά του, όπως ήλπισε σε μια παράφορη στιγμή η Άννα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να χαρίσει στην ωραία άγνωστη το χέρι και το στέρνο τού άντρα της. Οι παλάμες αρνήθηκαν να κρατήσουν άλλο αυτό το βάρος κι άφησαν παραιτημένες τα δύο κομμάτια να προσγειωθούν μαλακά στα πλακάκια τού μπάνιου. Την ίδια στιγμή η πόρτα σείστηκε από μια ομοβροντία ρυθμικών χτυπημάτων.
«Άντε, ρε μαμά, καλή είσαι, πάμε να φύγουμε!» γκρίνιαζε η φωνή τού Χάρη κι ο Βασίλης από πίσω:
«Εμείς κατεβαίνουμε. Εσύ πάρε το δώρο», συμπλήρωσε κι απομακρύνθηκε.
Διέταξε τα πόδια της να σηκωθούν και τα χέρια της να στρώσουν το ταλαιπωρημένο ταγιέρ. Τα μάτια ανέλαβαν να ελέγξουν το πρόσωπο. Στα χλομά 60 Watt τού καθρέφτη έμοιαζε με την προβολή της στο μέλλον. Τα μάγουλά της αυλάκωναν τώρα δυο βαθιά ρυάκια που ξεκινούσαν από τις άκρες των ματιών, ακολουθούσαν τις γραμμές τής μύτης και χύνονταν στις άκρες τού στόματος. Ο δρόμος των δακρύων χαράχτηκε κιόλας, απόρησε, αλλά πού είναι τα δάκρυα; Έκανε μεταβολή και πριν ξεκλειδώσει την πόρτα, άρπαξε τα δύο κομμάτια τής πολαρόιντ που βρώμιζαν το πάτωμα. Διέσχισε το γραφείο, προσπερνώντας βιαστικά την κρεβατοκάμαρα, στρίμωξε τη σκισμένη φωτογραφία στην τσάντα της κι έκανε ν᾿ ανοίξει την εξώπορτα. Τότε είδε τα πόδια τής Κατερίνας αραγμένα στον καναπέ και το μούτρο της καμουφλαρισμένο πίσω απ᾿ το εξώφυλλο ενός περιοδικού.
«Ακόμα εκεί είσαι συ;» τη ρώτησε άτονα.
«Ξεχάστε με εμένα», διευκρίνισε χωρίς να σαλέψει από τη θέση της η μικρή. «Είμαι εναντίον τού γάμου».
Σ᾿ όλη τη διαδρομή λέξη δε βγήκε απ᾿ το στόμα της. Καθόταν μόνο αφύσικα αλύγιστη στο μπροστινό κάθισμα, με την άκρη τού ματιού της προσκολλημένη αριστερά. Προσπαθούσε να συνηθίσει την καινούρια του εικόνα, να ξεσκονίσει τα μέλη του, που κινούνταν αυτόματα οδηγώντας την άσπρη «BMW», από τα παλιά της αγγίγματα, από τα χάδια και τα δώρα της — όλες τις άγκυρες που τα κρατούσαν κοντά της. Εξαφάνιζε τη βέρα από πλατίνα («Ανθεκτικότερη και πολυτιμότερη από το χρυσάφι», είπε και τής φίλησε το δάχτυλο, «θα κρατήσει για πάντα»), ξεκούμπωνε το ατσάλινο μπρασελέ τού ρολογιού των τριακοστών του γενεθλίων («Ο χρόνος είναι με το μέρος μας, ε;»), ξήλωνε το λινό κοστούμι. Ήθελε να τον απογυμνώσει, να καταργήσει την οικειότητα, για να δει πιο καθαρά τα ίχνη τής άλλης πάνω στο κορμί του. Δεν μπόρεσε. Το παρελθόν αντιστεκόταν με πείσμα, κάνοντας την πλατίνα ν᾿ αστράφτει σαν καινούρια στον απογευματινό ήλιο.
Τα μάτια της αυτονομήθηκαν κι άρχισαν να τής παίζουν διεστραμμένα παιχνίδια. Ξαφνικά είδε να φυτρώνει στην παλάμη του το τρίχρονο χεράκι τού Χάρη. Χριστούγεννα τού 1983. Ο μηρός του ήταν τώρα πασαλειμμένος κι έσταζε αντηλιακό λάδι. Η Κατερίνα τον έδειχνε και γελούσε. Σπέτσες. Καλοκαίρι τού 1980. Και τα μπεζ σουέτ σκαρπίνια του έγιναν μαύρα, για να ταιριάζουν με το γαμπριάτικο κοστούμι. Αύγουστος τού ᾿78.
«Μα, γάμος καλοκαιριάτικα...» έφτασε ως τα αυτιά της η φωνή του, βουτώντας απότομα στο 1995.
«Εγώ πάντως θα παντρευτώ χειμώνα», αποφάσισε ξαφνικά ο Χάρης. «Ε, μαμά;»
«Ναι», είπε αυτή.
«Τι ναι;» επέμενε το παιδί.
«Ναι»,
«Η μάνα σου είναι ερωτευμένη, δε μάς μιλάει σήμερα», χλιμίντρισε από ενθουσιασμό για το αστείο του ο Βασίλης και τής έδωσε μια συντροφική σκουντιά στον ώμο.
Γύρισε και τον κοίταξε κεραυνόπληκτη. Πώς τόλμησες, τού ούρλιαζαν τα μάτια της με όλα τα ντεσιμπέλ τους, πώς; Κι αυτός μαζεύτηκε στη θέση του πάλι, αλλά η φράση που ξεστόμισε έμεινε να κολυμπάει στο εσωτερικό τού αυτοκινήτου σαν δηλητηριώδες εξωτικό ψάρι. Λούφαζε, μα το ήξερε πια πως κάποια στιγμή θ᾿ απειλούσε σοβαρά τη ζωή του.
Ο Πάνος ήταν στημένος δίπλα απ᾿ την πόρτα τής εκκλησίας σαν πρόσκοπος. Τα χέρια του παίδευαν τη φουκαριάρα την ανθοδέσμη, που είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει. Οι δυο σωματοφύλακες είχαν πιάσει τα πόστα δεξιά αριστερά του κι ο τρίτος ανέβαινε τη σκάλα δίπλα στην Άννα με φίλαθλο πνεύμα, σαν να έμπαινε σε γήπεδο τού μπάσκετ. Την ώρα που τούς έφτασαν, διασχίζοντας ένα κύμα συγγενών τής νύφης, τού έλεγαν το ανέκδοτο με τον πόντιο γαμπρό. «Τι έκανε ο πόντιος γαμπρός; Πήγε στο γάμο! Χα, χα».
Και η πόντια νύφη; Σκέφτηκε η Άννα. Νόμισε πως ο γάμος θα κρατούσε για πάντα. Εδώ να δεις χάχανα.
Οι τέσσερις μαζί αντάλλαξαν μπουνιές και χαϊδευτικά χτυπήματα στην πλάτη για κάμποση ώρα. Να το πάλι σε απαρτία το κουαρτέτο τής Νομικής, παλιμπαιδίζον και άταχτο παρά τις φανταιζί καριέρες. Ο Βασίλης δικηγόρος, ο Μιχάλης επίκουρος καθηγητής στη Νομική, ο Χρήστος συμβολαιογράφος κι ο Πάνος, που ντύθηκε γαμπρός αυγουστιάτικα, δικαστής. Έμοιαζαν πραγματικά, ή μόνο η Άννα τούς έβλεπε, σαν δωδεκάχρονα που μαϊμουδίζουν τον μπαμπά τους;
Ξαφνικά ένα μουρμουρητό σηκώθηκε απ᾿ το πλήθος, που χωρίστηκε στα δύο. Το πανηγυρικό κλάξον τής λιμουζίνας επιβεβαίωσε τις υποψίες της. Η νύφη τελικά ήρθε. Ξεδιπλώθηκε αργά μέσα από το αμάξι και πόζαρε για ένα λεπτό ακίνητη στο φωτογράφο, άσπρη και ροζ σαν εξώφυλλο τού Marriages. Ήρθε η χαζή. Την έβλεπε ν᾿ ανεβαίνει τα σκαλιά συγκινημένη, ίδια με τα ζαχαρωτά κουκλάκια που έμπηγαν στην κορφή τής γαμήλιας τούρτας. Ο γαμπρός όμως δεν είναι από ζάχαρη να μπορούσε η Άννα να την προειδοποιήσει τώρα που ήξερε, ο γαμπρός έχει πραγματικό στόμα και δόντια. Αν δεν προσέξεις, μπορεί να σε φάει κατά λάθος. Τη στιγμή που θ᾿ άπλωνε το χέρι να σταματήσει τη νύφη, την άρπαξε από τον αγκώνα η Μαρία, η γυναίκα τού Χρήστου, και αναρωτήθηκε συνωμοτικά:
«Τι το ήθελε πάνω το μαλλί, αφού έχει αυτιά;»
«Μακάρι να είχε αυτιά», απάντησε σιβυλλικά η Άννα και έτρεψε την άλλη σε φυγή.
«Μαμά, είναι ωραία η Δώρα;» τής σφύριξε ξαφνικά ο Χάρης, που ξεφύτρωσε δίπλα της απ᾿ το πουθενά.
«Καλή είναι», απάντησε η Άννα χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι γίνεται.
«Τότε εμένα γιατί δε μ᾿ αρέσει;» παραπονέθηκε πικραμένος ο μικρός και την άφησε ακόμα μια φορά άναυδη.
Από τι σκατά ήταν φτιαγμένο αυτό το παιδί... Πίστευε ότι ο κόσμος ήταν μια απέραντη συνωμοσία εναντίον του. Αν το καρπούζι του ήταν ζαχαρωμένο, ζαχάρωσε για να τού τη σπάσει. Αν έβρεχε την ώρα που πήγαινε να παίξει, ο Θεός τον έβαλε στόχο επειδή είχε 8 στα θρησκευτικά. Ο κατάλογος δεν είχε τέλος κι όλοι τον είχαν πάρει στο ψιλό. Κάποτε, πριν από χρόνια, πήρε τ᾿ αυτί της την Κατερίνα να λέει στις φίλες της ότι ο αδερφός της είχε πέσει θύμα απαγωγής από εξωγήινους μικρός, ότι την είχε καταβρεί αραχτός στα virtual λιβάδια, κολλητός με τον packman να καταπίνουν ουρανοκατέβατους εχθρούς, και όταν τον ξαναπέταξαν στη γη, τού ᾿μεινε ένα παράπονο, χωρίς να θυμάται όμως γιατί. Τότε τής έβαλε τις φωνές, αλλά μετά τη δικαιολόγησε. Ήταν από την κούνια τόσο θετικό και αισιόδοξο παιδί, που έπρεπε να βρει κάποια εξήγηση για να καταπιεί τις ακρότητες τού Χάρη. Τότε βρήκε αυτή. Χρόνια μετά, που άρχισε να διαβάζει Φρόυντ και Μέλανι Κλάιν, τη ρώτησε μια μέρα στο μπάνιο αν ήθελε ποτέ «να κάνει τον Χάρη έκτρωση».
«Να σού πω την αλήθεια, στο τσακ ήμουνα», τής μίλησε για πρώτη φορά σαν να ᾿ταν καινούρια φιλενάδα της. «Ακόμα δεν είχε μαζέψει το σώμα μου από σένα καλά καλά. Χρωστούσα όλο το αστικό, εσύ δεν έκλεινες μάτι τα βράδια, μωρό μας έλειπε εμάς ή σκοινί και σαπούνι...»
«Αυτό είναι. Ο Χάρης το ᾿πιασε και πέρασε ανασφαλή ενδομήτριο ζωή», αποφάνθηκε τελεσίδικα η Κατερίνα Μέλανι. Μετά συμπλήρωσε αφηρημένα: «Και γιατί τον κρατήσατε τελικά;»
Η Άννα θυμάται το αίμα ν᾿ ανεβαίνει στα μάγουλά της ανεξέλεγκτο. Τι να πει στο παιδί; Ότι η πεθερά της είδε στον ύπνο της τον άγιο Χαράλαμπο να τής φέρνει δώρο ένα μωρό κι ένα τσαμπί σταφύλια; Τρεις μέρες έψελνε ασταμάτητα το γιο της. «Το παιδί είναι δώρο απ᾿ τον άγιο, τ᾿ ακούς; Αν το σκοτώσετε, το κρίμα στο λαιμό σας».
Ήταν να μην το ονομάσει παιδί. Ξαφνικά αυτό το απρόσωπο γονιμοποιημένο ωάριο των έξι εβδομάδων απόχτησε μάγουλα κι αυτάκια και κουνούσε παρακλητικά τα χεράκια του. Μέχρι και όνομα είχε αποχτήσει. Σάς πάει η καρδιά να πετάξετε τον Χαρούλη στο καλάθι αχρήστων τού «ΉΡΑ»; Δεν τούς πήγαινε, φυσικά. Έτσι ο Χαρούλης έπιασε δωμάτιο πρώτης θέσης στο «ΗΡΑ», «λλά τού ᾿μεινε το παράπονο.
Το γαμήλιο πάρτι ήταν σκέτη καταστροφή, αλλά όλοι έκαναν πως δεν το καταλάβαιναν. Οι συγγενείς τού γαμπρού κι οι συγγενείς τής νύφης είχαν οχυρωθεί σε δυο διαφορετικά στρατόπεδα δεξιά κι αριστερά τής πισίνας. Το τιρκουάζ φωτισμένο νερό στη μέση έπνιγε προς το παρόν τα μουρμουρητά και τα σχόλια κάθε πλευράς. Το μόνο που ένωνε την Άνδρο με την Εκάλη ήταν τα σοβαρά, μαυροντυμένα γκαρσόνια τού ξενοδοχείου, που διέγραφαν ατέλειωτες τροχιές μεταφέροντας ζεστά πιροσκί αλά ρους από το ανατολικό στο δυτικό μέτωπο. Η Εκάλη με παστέλ ταγιέρ «Armani» και ελαφρά κοστούμια «Ralf Lauren» κατέβαζε απανωτά dry martini, χωρίς καμιά διάθεση να συνωστιστεί μπροστά στον μπουφέ. Η Άνδρος από την άλλη περιέφερε τούς ταφτάδες της επικίνδυνα κοντά στα βουνά από γλυκόξινες γαρίδες και τα ρόδινα καναπεδάκια σολομού. Κάθε μπουκιά και «Να τούς χαίρεστε, Θανάση μου». Στο τρίτο ποτό όλο και ξεφύτρωνε κάνα «Ο συμπέθερος ποιος είναι; Δε μάς τον γνώρισες...» Κι ο Θανάσης άπλωνε το χέρι και σημάδευε μια μαύρη φιγούρα απέναντι. «Αυτός είναι, δίπλα στην ψηλή με το κίτρινο. Πολύ κύριος», συμπλήρωνε μεγαλόθυμα και κατάπινε μια τυροκροκέτα.
Ο γαμπρός και η νύφη, σαν κουρδισμένοι, έτρεχαν από τη μια παρέα στην άλλη υψώνοντας ποτήρια, σφίγγοντας χέρια, εκσφενδονίζοντας «Ευχαριστώ» τυφλά προς πάσα κατεύθυνση. Η νύφη είχε αλλάξει δυο φορές μέχρι τις έντεκα. Το «Πεντελικό» έδινε δώρο τη γαμήλια σουίτα ευτυχώς! Με το τρίτο φόρεμα άραξε στα σκαλιά και δεν το κουνούσε βήμα. Με πέντε ποτήρια «Dom Perignion» στο άδειο της στομάχι τούς είχε χεσμένους όλους. Έστριψε για να μη βλέπει τα μάτια τής μάνας της, που τής έστελναν κωδικοποιημένες υποδείξεις να μιλήσει στην ξαδέρφη της τη Ζίνα. Σιγά να μην το ᾿τρωγε ότι η Ζίνα ήρθε απ᾿ το Λονδίνο ειδικά για το γάμο της. Κάνα γκόμενο θα ᾿χει στην Ελλάδα πάλι.
Η Άννα είχε κολλήσει στο νησιωτικό στρατόπεδο. Ο Βασίλης θυμήθηκε αίφνης με νοσταλγία όλες τις γεμιστές ντομάτες που είχε φάει φοιτητής τα καλοκαίρια στην Άνδρο από τη μάνα τού Πάνου. Την τράβηξε λοιπόν προς τα κει κι άρχισε τις περιγραφές και τα παινέματα.
«Να, ρωτήστε και την Άννα τι τής έλεγα τότε. Πες, ρε Άννα».
Κι η Άννα τι να πει; Άλλα θυμόταν να τής έλεγε την πρώτη φορά που ήρθε απ᾿ την Άνδρο. Τα είχαν έξι μήνες, αλλά εκείνη χρωστούσε συνταγματική ιστορία και δεν πήγε μαζί τους.
«Έψαξα όλα τα χωριά και το βρήκα. Αυτό το σπίτι θα σού πάρω, μόλις κερδίσω την πρώτη μου μεγάλη υπόθεση. Στο βουνό, με όλο το πέλαγο μπροστά του. Θα τρώμε βούτυρο και μαρμελάδα βατόμουρο, και θα φοράμε μόνο άσπρα ρούχα, εντάξει;»
Εντάξει, αλλά με τα λεφτά τής πρώτης του μεγάλης υπόθεσης πήραν τελικά ένα μεταχειρισμένο «Fiat» για να μεταφέρουν τα παιδιά. Άσε που δε φτουράνε τα άσπρα ρούχα μέσα στους βρωμερούς σωρούς των πάμπερς και σε εμετούς από αλεσμένο μοσχάρι με λαχανικά...
Η Άννα χάρισε ένα αμφίβολο χαμόγελο στην καπετάνισσα κι εκείνη άρχισε να τής περιγράφει σχολαστικά τη συνταγή. Πρώτα άδειασε προσεχτικά τις ντομάτες και τις πιπεριές απ᾿ τα σπόρια τους. Μετά τα άφησε να στραγγίξουν κι άρχισε να ετοιμάζει τη γέμιση. Πάνω που έτριβε το κρεμμύδι στον τρίφτη, ο Βασίλης την κοπάνισε με τρόπο και τής Άννας τής ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
«Σταμάτα», ήθελε να πει στο σταφιδιασμένο στόμα που τώρα ψιλόκοβε αόρατα λαχανικά. «Σταμάτα, είναι μάταιο. Αυτός δεν είναι πια δικός μου. Ψέματα λέει. Δεν τα θέλει τα γεμιστά μου. Ούτε ο γιος σου θα ξαναφάει απέναντί σου στη βεράντα. Κατάλαβες;»
Όχι, δεν κατάλαβε. Ήταν αποφασισμένη να μην καταλάβει.
Κοντά στα μεσάνυχτα οι τρεις σωματοφύλακες αποφάσισαν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Ξεκόλλησαν τις αποκαμωμένες παλάμες τού γαμπρού από τις συγχαρητήριες χειραψίες με το έτσι θέλω, έβαλαν συρτάκι στο στερεοφωνικό τού ξενοδοχείου και μπήκαν στη σειρά. Η Αλίκη κι ο Δημήτρης ακκίζονταν σε digital εγγραφή και τ᾿ αγόρια μας: «ένα, δύο, τρία, ΤΏΡΑ!» Το προβάριζαν επίμονα για καμιά εικοσαριά χρόνια και τώρα ήταν επιτέλους άψογοι. Στο γάμο τής Άννας και τού Βασίλη τα σκάτωσαν στη μεταβολή. Ο Πάνος δε γύρισε στην ώρα του. Στο γάμο τού Χρήστου με τη Μαρία έφτασαν αξιοπρεπώς μέχρι το τέλος αλλά χωρίς στιλ. Μεσολάβησαν πάρτι και ταβέρνες σε νησιά που τελειοποίησαν την κίνησή τους. Τώρα πήγαιναν όλοι με μια ψυχή, οχτώ πόδια αλλά το ίδιο βήμα, σαν φρακοφορεμένη σαρανταποδαρούσα που μερακλώθηκε...
Η Άννα δεν άντεχε να τούς κοιτάζει άλλο. Ξαφνικά τούς ζήλεψε τόσο, που τής κόπηκε η ανάσα. Αυτοί ναι, αυτοί θα χόρευαν αγκαλιασμένοι απ᾿ τοὐς ώμους για πάντα, καμιά βρωμερή πάνα βρακάκι ανάμεσά τους, κανένα απλήρωτο νοίκι, μόνο θριαμβευτικοί πόντοι στο μπάσκετ και καφέδες απέναντι απ᾿ τη Νομική οι δεσμοί τους. Αήττητοι εις τούς αιώνες. Χάιδεψε μηχανικά το κεφαλάκι τού Χάρη, που είχε βασιλέψει σε μια πολυθρόνα δίπλα της.
«Δε μού λες», είπε στο παιδί που νύσταζε, «σ᾿ αρέσουν οι κοκκινομάλλες;»
Τη νύχτα την πέρασε να τον κοιτάζει κοιμισμένο δίπλα της, τύφλα στο μεθύσι. Το χαμόγελο είχε ξεμείνει στο πρόσωπό του και τα χέρια του όλο σάλευαν νευρικά, παραμερίζοντας ανεπιθύμητα όνειρα. Έπιασε τον εαυτό της να συρρικνώνεται, να ζαρώνει στις γωνίες, για να μην την αγγίξει κατά λάθος. Το πρώτο που αποχωρεί είναι το σώμα, έτσι δε λένε; Το δικό του σώμα πάντως αποχώρησε πρώτο κι άφησε το δικό της απροειδοποίητο να εναγκαλίζεται το κέλυφός του. Δεν ήταν λοιπόν ο καιρός που έφταιγε, όταν κρύωνε τις νύχτες. Ούτε το πάπλωμα που είχε φθαρεί. Ήταν που εκείνος δραπέτευε μυστικά στον ύπνο του και κούρνιαζε ανάμεσα στις κόκκινες μπούκλες και το λευκό στέρνο εκείνης τής γυναίκας.
Λευκό; Ήταν στ᾿ αλήθεια λευκό; Πετάχτηκε πάνω στη στιγμή, πήρε την τσάντα της και τράβηξε έξω τη φωτογραφία, σκισμένη στα δύο. Βγήκε ελαφροπατώντας έξω κι άναψε το φως στο γραφείο. Βρήκε το σελοτέιπ και κόλλησε με τρεμάμενα χέρια τη διαμελισμένη εικόνα. Τώρα οι εραστές ξανά μαζί: «Ήταν αναπόφευκτο», τής χαμογελούσαν. «Κοίτα πόσο ωραία χώρεσα στην αγκαλιά του», έλεγε εκείνη. «Υπεράνω των δυνάμεών μου, το βλέπεις», σήκωνε τούς ώμους εκείνος. Αυτό και στραβός θα το ᾿βλεπε. Ο ώμος της χωρούσε ακριβώς στην παλάμη του. Δε χρειαζόταν τακούνια για να τον φιλήσει στο λαιμό. «Φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον», θα έλεγε η μάνα της. «Κοκέτα, όχι σαν τα μούτρα σου». Τα «μούτρα της» ήταν τα τζιν σε αποστρατεία που φορούσε χειμώνα καλοκαίρι και κάτι ξεχειλωμένες φόρμες για τζόκιγκ. Τζόκιγκ ανάμεσα κρεβατοκάμαρα, κουζίνα, λίβινγκ ρουμ και Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου.
Όχι, ρε γαμώτο! Πώς διάολο έγινε αυτό; Κοίταξε απελπισμένη το κομματάκι τής ρωγμής που έχασκε κενό κάτω από το σελοτέιπ. Ήταν που ήταν θολό, τώρα χάθηκε σχεδόν τελείως το πρόσωπό της, τής ξέφυγε μέσα απ᾿ τα χέρια, πώς την άφησε να δραπετεύσει την κλέφτρα; Τα δάκρυα έφτασαν ζεστά και αλμυρά να την παρηγορήσουν. Τώρα ήταν καταδικασμένη να μείνει στα σκοτάδια, να αγωνιά στα τυφλά, να καταφέρνει αδέξια χτυπήματα σε μια αντίπαλο χωρίς πρόσωπο που ολοένα ξεγλιστρούσε. Ήταν χαμένη.
Άφησε τη φωτογραφία στο γραφείο, παραιτημένη, και μόλις τότε πρόσεξε ότι πίσω απ᾿ τα κεφάλια των εραστών κρεμόταν μια ξύλινη επιγραφή: Neal᾿s yard έλεγαν τα πράσινα γράμματα· έλα τώρα, δεν πιστεύω να ξέχασες τη Neal᾿s yard; Ανατρίχιασε σύγκορμη κι έκανε λίγα βήματα πίσω. Τυφλή ήταν; Ή δεν έβλεπε ό,τι δεν άντεχε να δει;
Τώρα ήξερε γιατί η φωτογραφία τής φάνηκε τόσο οικεία στην αρχή. Δεν ήταν η αρρωστημένη της ηττοπάθεια που την έκανε να αποδεχτεί, πριν καλά καλά τη δει, μια άλλη γυναίκα στο πλευρό τού Βασίλη. Ήταν που τής θύμιζε μιαν άλλη φωτογραφία, τραβηγμένη δέκα χρόνια πριν, στην ίδια αυλή, στο ίδιο δρομάκι τού Covent Garden, τον Ιούλιο τού ᾿85. Ο Βασίλης συμμετείχε στο συνέδριο εγκληματολογίας που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο τού Λονδίνου κι αυτή ήταν στη λίστα «Σύζυγοι και παιδιά που συνοδεύουν». Την πρώτη μέρα είχαν βρεθεί κατά λάθος σ᾿ αυτό το κουκλίστικο αδιέξοδο δρομάκι, τη Neal street, κι έκτοτε δεν ξεκόλλησαν. Τα πρωινά έτρωγαν «παγωμένο γιαούρτι με φρούτα πριν από την έναρξη των εργασιών τού συνεδρίου. Τα απογεύματα μετά τη λήξη συναντιόνταν εκεί, στον ξύλινο πάγκο τού Food for thought. Ο Βασίλης έτρωγε πατάτα ψητή με σάλτσα τσίλι για χορτοφάγους. Ποιος; Αυτός ο σαρκοβόρος.
Εκείνο το συνέδριο απαθανατίστηκε σε τριάντα έξι έγχρωμα slides, όλα σχεδόν τραβηγμένα κάπου στη Neal street. Ανάμεσά τους όμως υπήρχε ένα, που τώρα μόλις περνούσε στην προσωπική αιωνιότητα τής Άννας. Ήταν αυτή μ᾿ ένα ιβουάρ μακρύ φουστάνι, αγορασμένο την προηγούμενη μέρα από τις εκπτώσεις τής «Laura Ashley», μισοστραμμένη και κολλημένη στο στήθος τού άντρα της. Ο Βασίλης την κρατούσε εκεί σφιχτά φυλακισμένη και τα μάτια του υπόσχονταν ότι το σφίξιμο αυτό δεν πρόκειται να χαλαρώσει ποτέ. Ο ψεύτης! Ο ψεύτης! Ο ψεύτης! Ο ψεύτης!
Στο Πόρτο Ράφτη ξημέρωσε αργά σαν να ᾿ταν Δεκέμβρης. Η νύχτα αποχωρούσε απρόθυμα. Κανείς δεν ήθελε να ζήσει αυτό το πρωινό. Η Άννα είχε περάσει ασάλευτη πέντε ώρες σε μια πολυθρόνα στη βεράντα. Αν έβρισκε κάποιαν άλλη να συνεχίσει να ζει στη θέση της, θα το έκανε ευχαρίστως. Αυτή δεν μπορούσε πια. Τα μέλη της πονούσαν μουδιασμένα απ᾿ την ακινησία και η ψυχή της απ᾿ το αδιάκοπο πήγαιν᾿ έλα. Κατά τις εννιά άκουσε τα ξυπόλυτα βήματα τής Κατερίνας να πλησιάζουν νυσταγμένα. Για μια στιγμή η Άννα προσπάθησε να καλύψει τη μάσκα αγωνίας στο πρόσωπό της, για να μην τρομάξει το παιδί. Παραιτήθηκε αμέσως. Δεν ήταν μάσκα πια. Ήταν το πρόσωπό της. Ας φρόντιζαν τώρα οι άλλοι να τα βγάλουν πέρα μαζί του.
Το κορίτσι, φορώντας ήδη ένα φλούο πορτοκαλί μαγιό, άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε το γάλα κι έριξε κάμποσο σ᾿ ένα μπολ με κορνφλέικς. Βγήκε στη βεράντα ανεμίζοντας το κουταλάκι. Όταν τελικά πρόσεξε τη μάνα της κουβαριασμένη και γκρίζα στην πολυθρόνα της, σταμάτησε απότομα, την κοίταξε προσεχτικά για λίγα δευτερόλεπτα και μετά πήγε και κάθισε στο πεζούλι. Ύστερα κατεβάζοντας την πρώτη κουταλιά, «Τι έγινε;» ρώτησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια απ᾿ το μπολ, «Πλακωθήκατε πάλι;»
Περίμενε ένα λεπτό, αλλά η Άννα δεν μπόρεσε ν᾿ ανοίξει το στόμα μόλο που προσπάθησε να πει κάτι.
«Καλά, άσε, μετά», μονολόγησε ειρωνικά η μικρή κι άρχισε να τραγανίζει τα κορνφλέικς.
Προφανώς δεν μπορούσε ν᾿ ακούσει ούτε καν τον αντίλαλο τής μάχης που γινόταν μέσα στο κεφάλι τής Άννας.
«Να καλέσω τη Ράνια για δυο τρεις μέρες;» άλλαξε ξαφνικά θέμα συζήτησης.
Ένα τρελό παράπονο ανέβηκε αναίτια μέχρι τα μάτια τής Άννας και κόντεψε να την προδώσει. Ώστε δεν είχε καταλάβει τίποτα!Έβλεπε το πτώμα τής μάνας της κουβαριασμένο μπροστά της κι αυτή χαμπάρι. Η γαϊδούρα! Περισσότερο νοιάζεται πότε θα βγει η καινούρια Diva. Θα μάς πουλούσε όλους για ένα πουκάμισο «Polo». Όλα ίδια είναι. Δεν έχουν ψυχή.
Κι όμως πριν από τρία τέσσερα χρόνια δεν μπορούσες να κρυφτείς απ᾿ αυτό το καστανό βλέμμα. Τα ήξερε όλα πριν συμβούν και τα τακτοποιούσε με άτσαλα, βουβά χάδια. Μια φορά, όταν ήταν πέντε χρόνων, έπιασε την Άννα να κλαίει στην κουζίνα. Δεν είπε τίποτα. Βγήκε στον κήπο και μετά από λίγο τής έφερε περήφανα μια πασχαλίτσα, μια παρηγοριά κόκκινη με μαύρες βούλες...
Για ένα ολόκληρο λεπτό η Άννα μπήκε στον πειρασμό ν᾿ ανοίξει το στόμα και ν᾿ αφήσει το βάτραχο να βγει. Να το ανοίξει και να δείξει σ᾿ αυτό το αδιάφορο κορίτσι απέναντι τι κάλπης ήταν ο αγαπημένος της μπαμπάς, με τι άχυρα τούς είχε ταΐσει χρόνια τώρα, τι ήταν το «Ν᾿ αγαπιόμαστε και να έχουμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον», που πιπίλιζε στις κατηχήσεις του προς ανηλίκους. Με σαδιστική ευχαρίστηση θα τής έδειχνε την ξανακολλημένη φωτογραφία, κι άλλες αν είχε. Ο μπαμπάς να χουφτώνει την κοκκινομάλλα σε τουαλέτες και σε αυτοκίνητα στην εξοχή. Να ποιος είναι ο μπαμπάς! Ξενοπηδάει σαν τρελός, σαν όλα τα λιγούρια που κοροϊδεύαμε, οι ανόητοι. Άντε τώρα, πήγαινε στο περίπτερο και χτύπα μια Diva να παρηγορηθείς.
Τη συνέφερε η φωνή τού Βασίλη. Είχε σηκωθεί κι αυτός κι έβαζε για καφέ. Δεν έβρισκε τη ζάχαρη. Η Κατερίνα τού είπε σε ποιο ντουλάπι την είχαν και μπήκε μέσα να τού πιάσει την κουβέντα, αφού η μάνα της είχε πιει το αμίλητο νερό. Για ένα τέταρτο μπαμπάς και κόρη χαζογελούσαν με τα χτεσινοβραδινά κατορθώματα τού νομικού κουαρτέτου. Μετά ο Βασίλης εξαφανίστηκε στο μπάνιο κι η μικρή άνοιξε το τρανζιστοράκι της στη διαπασών. Ain᾿t no sunshine when she᾿s gone, αντήχησε η κουζίνα κι ένα νέο κύμα δακρύων ανέβηκε στα μάτια τής Άννας. Αυτό μάς έλειπε τώρα, τα κατάπιε όλο ντροπή, να καταντήσω να κλαίω άσχετα, σαν την τρελή.
Όταν ξαναεμφανίστηκε ο Βασίλης μπροστά της, φορούσε μαύρο τζιν και μαύρο «Polo». Κούκλος ο μπάσταρδος. Μαυρισμένος απ᾿ τον ήλιο και φρέσκος απ᾿ τον ύπνο, σαν να εφευρέθηκε μόλις εκείνη τη στιγμή εναντίον της.
«Θα πεταχτώ μέχρι το γραφείο για δυο τρεις ώρες», τής πέταξε σαν να μην έτρεχε μία. «Θες να φέρω τίποτα μετά;»
Η Άννα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Τότε την πρόσεξε για πρώτη φορά, αλλά δεν άφησε τον εαυτό του να ανησυχήσει υπερβολικά. Στρίμωξε λοιπόν τούς μαύρους κύκλους και τα κόκκινα μάτια, την αγωνία και τη χλομάδα τής γυναίκας του σ᾿ ένα βολικό κακό ύπνο και καθάρισε. Τής έστειλε κι ένα γεια σου φιλάκι από μακριά κι έκλεισε ορεξάτος την πόρτα πίσω του.
Γιατί δεν άνοιξε το στόμα της να τού πει κάτι; Γιατί κουβαλούσε μόνη της τόσες ώρες αυτό το αηδιαστικό φορτίο; Γιατί δε σηκώθηκε απ᾿ την πολυθρόνα να στραπατσάρει την προκλητική του ευδιαθεσία, να τον σταματήσει, «Ξέρω», να τού φωνάξει στα χαμογελαστά μούτρα, «Κόφ᾿ το, ΞΈΡΩ!» Ήταν ίσως που δεν ήθελε να ριχτεί σ᾿ αυτή τη μάχη χωρίς να κατανοήσει πρώτα τούς όρους τού παιχνιδιού. Από μικρή το είχε αυτό. Δεν ήθελε ν᾿ ανοίγει τούς ασκούς τού Αιόλου ανεξέλεγκτα. Ίσως ήταν κληρονομικό απ᾿ τη μάνα της, την κυρία «ποτέ κατά μέτωπον». Την κυρία που κάθε σημαντική απόφασή της τη σερβίριζε σαν τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο. Τη μαστόρισσα τής παραλλαγής. Είδες, μανούλα, που έλεγες πως δεν πήρα τίποτα από σένα;
Η Άννα προσπάθησε να μαζέψει το μυαλό της, που κάλπαζε σε λάθος δρόμο. Τι τής έφταιγε τώρα η φουκαριάρα η Μάνια για τα χάλια της, και την παρέλαβε; Μακάρι να τής είχε μοιάσει, σκεφτόταν συχνά, μα πάντα με κάποια απώθηση. Αυτή τούς είχε κλαρίνο τούς άντρες που την περιστοίχιζαν. Τον άντρα της, τον πατέρα της, τ᾿ αδέρφια της, μέχρι και το γαμπρό της κατάφερε να τής έχει αδυναμία, η γαλίφα!
«Γιατί, ρε Μάνια, δεν εκπαίδευσες σωστά την κόρη σου;» τής έλεγε καμιά φορά που την έβλεπε να χορεύει τσιφτετέλι, και δώσ᾿ του τα πιάτα στα πόδια της.
«Δεν τα ᾿παιρνε, αγάπη μου, εγώ φταίω;» απαντούσε η εξηντάχρονη παιδίσκη με αθώα φιλαρέσκεια.
«Δεν είναι που δεν μπορώ να κουνηθώ», τής είπε η Άννα μια μέρα που καβγάδιζαν άγρια, «είναι που τα σιχάθηκα να τα βλέπω αυτά τα τσακίσματα και τα τσαλιμάκια. Αμάν, εσύ δε σιχάθηκες τον εαυτό σου να χορεύεις σαν μαϊμού για τον κάθε μαλάκα;»
Τότε η κυρία Μάνια χαμογέλασε αινιγματικά, έστρωσε το μαύρο καλοβαμμένο μαλλί και τής είπε με συγκατάβαση: «Καλά χρυσό μου... Δε θα το συζητήσω μαζί σου αυτό τώρα... Εσύ είσαι πολύ μακριά νυχτωμένη...»
Η Άννα παρακολουθούσε την απόφαση να ολοκληρώνεται μόνη της, χωρίς η ίδια να καταβάλει καμία προσπάθεια. Άφησε λοιπόν ελεύθερο το νου της, να αυτονομηθεί, να βρει επιχειρήματα, να βρει λόγους κι ύστερα να καταστρώσει τα σχέδιά του. Όλα έγιναν μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Δε θα έλεγε τίποτα στον Βασίλη, μέχρι να μάθει ακριβώς περί τίνος επρόκειτο. Ξαφνικά η υπόθεση απέκτησε άπειρες σκοτεινές πλευρές, που έπρεπε να διαλευκανθούν επειγόντως. Ποια ήταν αυτή; Πώς τη γνώρισε; Πού τη συναντούσε; Επί πόσο; Ποιος άλλος το ήξερε; Λες να το ήξερε κανένας άλλος; Θεούλη μου, μπορεί να το είχαν μάθει όλοι, να το ᾿χε ο κόσμος τούμπανο κι αυτή κρυφό καμάρι! Ο Μιχάλης σίγουρα, ήταν κι αυτός στο συνέδριο φέτος, άρα και οι Δεληγιάννηδες και... Ποιοι άλλοι γνωστοί ήταν μαζί; Γέλια που θα ᾿χουν ρίξει... Έβλεπε κιόλας κεφάλια σκυμμένα να ψιθυρίζουν σε αυτιά. «Πολύ ζώον κι αυτή η Άννα, ρε παιδάκι μου. Ο άντρας της γαμεί αβέρτα κι εκείνη στον κόσμο της...» «Τι να σού κάνει κι ο άνθρωπος, εγκατέλειψε τον εαυτό της», συμπλήρωνε στωικά μια άλλη. «Είναι ρούχο τώρα αυτό να τραβήξει έναν άντρα; Άσε που είναι πενήντα κιλά βαριά βαριά, τι να πιάσεις να φχαριστηθείς από δαύτην;»
Το αίμα όρμησε και κοκκίνισε τα χλομά μάγουλά της μα γρήγορα αγανάκτησε. Γιατί να ντρέπεται αυτή; Κι όμως αυτή ντρεπόταν, γαμώτο.
Έτρεξε και κλειδώθηκε στο μπάνιο. Αγαπημένη μου κρύπτη, κουκλόσπιτο τής παιδικής ηλικίας, τρύπα που μπαίνεις και όλοι σε ξεχνάνε, καταφύγιο των δύσκολων καιρών, φιλόξενη υγρή μήτρα με τούς καθρέφτες, διάταξε τούς μυρωμένους υδρατμούς σου ακόμα μια φορά να θαμπώσουν τον πόνο, που αστράφτει σαν μέταλλο σκληρό.
Το μπάνιο άκουσε και θάμπωσε όλους τούς καθρέφτες. Έτσι η Άννα δεν μπορούσε να διακρίνει καλά τις γραμμές τού αδύνατου κορμιού της, όταν έβγαλε όλα της τα ρούχα και στήθηκε απέναντι απ᾿ το χοντρό κρύσταλλο, σαν έτοιμη να εκτελεστεί από αόρατο απόσπασμα. Ξεχώριζε μόλις μέσα από την ευεργετική αχλή, τη χαλαρή γραμμή τού στήθους, τούς ώμους που κύρτωναν αδιόρατα και το μαυρισμένο της στέρνο. Κι ύστερα ένιωσε πως δεν είχε και τόση σημασία. Η εικόνα της ήταν ξαφνικά ξένη. Δεν την αφορούσε αυτό το σώμα πια. Ήταν αόρατο για κείνον.
Ήταν αόρατο και για κείνη. Από καιρό δεν την άγγιζε πια. Δεν την απέφευγε, μα δεν την άγγιζε πια. Τα χέρια του δεν έψαχναν τυφλά το δρόμο τους προς τα μέλη της. Τα χέρια της, το στήθος της, οι μηροί της, δεν υπήρχαν πια.
Άρχισε να ντύνεται με γρήγορες κινήσεις. Έβαλε τα χτεσινά ρούχα κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο. Τράβηξε τα μαλλιά της, αχτένιστα σχεδόν, σε μια σφιχτή αλογοουρά και βγήκε έξω. Το μπάνιο την έσφιγγε τώρα σαν κλοιός. Έπρεπε να δράσει. Αν έμενε ένα λεπτό ακόμα σ᾿ αυτή την υγρή κρύπτη, θα έλιωναν οι αποφάσεις της και θα χάνονταν στην αποχέτευση.
Το ταξί έτρεχε στους άδειους δρόμους αφήνοντας πίσω του καυσαέρια και τη φωνή τού Στελάρα. Κι αν χιονίζει κι αν βρέχει τ᾿ αγριολούλουδο αντέχει. Τα Μεσόγεια εγκαταλειμμένα στην κακογουστιά πιο εξόφθαλμη κάτω από το μεσημεριάτικο ήλιο. Κανένας στο ρεύμα προς την Αθήνα. Ποιος θέλει να πάει αυγουστιάτικα, Κυριακή, στην Αθήνα; Ο Βασίλης μόνο. Αυτός ήταν αδύνατον, δεν μπορούσε να περιμένει ούτε μια μέρα, η θάλασσα δεν τον δρόσιζε πια, τα τζιτζίκια θόρυβος δίχως αυτήν, τα σεντόνια ιδρωμένα. Έπρεπε να πάει κοντά της. Φυσικός νόμος, πανάρχαιος τον έσπρωχνε, και κανένα κωλοεξοχικό, καμία αργία, καμιά σύζυγος, κανένα παιδί δε θα τον κρατούσε μακριά.
Κι από πίσω του η Άννα. Άλλος πανάρχαιος νόμος την έσπρωχνε να τρέχει από πίσω του κι αυτή, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Δεν ήθελε να καταθέσει τα όπλα αμαχητί, θα μπορούσε, αλλά δεν ήθελε. «Αξιοπρεπέστατη», θα έλεγαν, «κυρία. Υπέγραψε το συναινετικό κι ούτε δραχμή διατροφή δε ζήτησε. Είναι και τα παιδιά στη μέση, βλέπεις...» Τα παιδιά, ε; Αυτό δε θα μού πεις κι εσύ Βασίλη; «Πρέπει να σκεφτούμε τα παιδιά». Γιατί όταν γέρνει η ιστορία απ᾿ τη μεριά μου εμφανίζονται πάντα τα παιδιά; Γιατί όταν έχωνες τη γλώσσα σου στο στόμα της δε σκέφτηκες εσύ τα παιδιά; Γιατί εγώ πρέπει να σ᾿ αφήσω ήσυχο να την πηδάς, σιωπηλή και αξιοπρεπής, επειδή υπάρχουν τα παιδιά; Μαγική εικόνα είναι αυτά τα γαμημένα τα παιδιά; Εμφανίζονται μόνο όταν τα κοιτάζω εγώ;
«Μαμά, μόνο σ᾿ εσένα μ᾿ έφερε ο πελαργός;» τη ρώτησε ο Χαρούλης όταν έκλεινε τα τρία. Έσβηνε τα κεράκια στην τούρτα του και ο πατέρας του έλειπε πάλι. Μεταπτυχιακά ο μπαμπάς, τι να κάνεις, στρατός, ευτυχώς που ήταν και προστάτης και τη γλίτωσε φτηνά. «Στα άλλα γενέθλια θα είναι εδώ. Θα δεις».
Στα άλλα γενέθλια ήταν και καμάρωνε — ήταν ο πιο νέος απ᾿ όλους τούς μπαμπάδες.
«Μικρός μικρός στα βάσανα», γελούσε ευχαριστημένος και τής χτυπούσε την πλάτη. «Δεν πήρες κάνα σαλαμάκι για την μπίρα, ρε Άννα;»
«Πού ακριβώς να σάς αφήσω, μαντάμ;»
Η φωνή τού ταξιτζή την προσγείωσε στα φθαρμένα δερμάτινα πίσω καθίσματα τού αυτοκινήτου του. Με τα χίλια πήγαινε; Πότε φτάσανε κιόλας στο κέντρο τής Αθήνας;
«Στο μεθεπόμενο στενό, Λυκαβηττού», τού απάντησε κι έβγαλε το πορτοφόλι της.
Κατέβηκε, αφού πρώτα φόρεσε τα μαύρα γυαλιά και το ψαθάκι. Όχι ότι θα έσωζαν την κατάσταση, αν την έβλεπε κανείς. Άλλωστε ήταν έτοιμο το παραμύθι: Είχε ραντεβού με τον οδοντίατρο, αλλά την έστησε. Κυριακή; Κυριακή. Ήταν έκτακτο κι αυτός θα έφευγε για διακοπές τη Δευτέρα. Όποιος το ᾿χαψε, το ᾿χαψε. Εκείνη γιατί κατάπινε αδιαμαρτύρητα τούς πελάτες τού Σαββατοκύριακου, τις έκτακτες συσκέψεις, τις προτάσεις που δεν μπορούσαν να γραφτούν στο σπίτι; Ας έκανε κάποιος τα στραβά μάτια και γι᾿ αυτήν.
Πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ευτυχώς, το «Φίλιον» ήταν ανοιχτό. Μπήκε στην κλιματιζόμενη αίθουσα και κατευθύνθηκε στο πιο αθέατο ακριανό τραπεζάκι με θέα στη Σκουφά. Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε τσιγάρα, σπίρτα και μιαν αδιάβαστη χτεσινή εφημερίδα που είχε ξεμείνει εκεί. Τρεις πελάτες ήταν όλοι κι όλοι στο μαγαζί και το γκαρσόνι έφτασε σε μισό λεπτό εξυπηρετικότατο.
«Έναν καπουτσίνο φρέντο, παρακαλώ. Και νερό, πολύ νερό», τού παράγγειλε, γιατί ένιωσε ν᾿ αφυδατώνεται.
«Αμέσως», είπε πρόθυμα ο νεαρός ξανθούλης κι έφυγε για τον πάγκο.
Τι ανακούφιση που ήταν καμιά φορά τα γκαρσόνια... Χαμηλώνετε τη μουσική παρακαλώ, μάλιστα, μού ζεσταίνετε το κρουασάν, δεν τρώγεται κρύο, αμέσως, κυρία μου, μήπως θα μπορούσατε να ψήσετε λίγο περισσότερο το μπιφτέκι τού μικρού; Ασφαλώς και μπορούσε. Κανένας δεν τη βοήθησε πιο πολύ στη ζωή της από τα ευλογημένα γκαρσόνια, γκαρσόνια με κόκκινα γιλέκα, με μαύρα παντελόνια, γκαρσόνια πιθανότατα φοιτητές, γκαρσόνια που κόντευαν στη σύνταξη.
Ο παγωμένος καφές και δυο ποτήρια νερό προσγειώθηκαν μπροστά της κι αυτή δεν μπόρεσε ν᾿ αποφύγει ένα βλέμμα υπερβολικής ευγνωμοσύνης προς τον ανυποψίαστο νεαρό. Αμέσως μετά τον ξέχασε και κάρφωσε τα μάτια της στο απέναντι πεζοδρόμιο, διαγώνια, στο 47 τής οδού Σκουφά. Άναψε τσιγάρο κι έπιασε τον καφέ στα τυφλά. Το κτίριο που φιλοξενούσε το γραφείο τού άντρα της στον τρίτο όροφο, το κτίριο που όργωσε μεταφέροντας καναπέδες, το Νομικό Βήμα και πολυθρόνες «SATO» κείτονταν εκεί, ίδιο κι απαράλλαχτο εδώ και τόσα χρόνια. Με τα πόδια του στυλωμένα στη Σκουφά και περιστέρια να τού κουτσουλάνε το κεφάλι, θα έμενε εκεί εις τούς αιώνες και οι δικηγόροι θα μπαινόβγαιναν στα σπλάχνα του, αγχωμένοι, κατά φουρνιές. Ασυγκίνητο τώρα την προκαλούσε από απέναντι, κρύβοντάς της μικρόψυχα όλα όσα ήθελε να δει μια ώρα αρχύτερα.
Μέχρι τις τρεις παρά είκοσι κανείς δεν είχε βγει από την πόρτα στόχο. Η Άννα σηκώθηκε με την ξαφνική αίσθηση ότι ματαιοπονεί. Μπήκε στο πορτάκι που οδηγούσε στην τουαλέτα και το κόκκινο τηλέφωνο. Σχημάτισε τον αριθμό τού Βασίλη κι άκουσε βηματίζοντας τα πέντε μάταια μπιπ. Στο έκτο η φωνή του τής τσάκισε τ᾿ αυτιά.
«Ναι;»
Συνήθως έλεγε εμπρός. Συνήθως το σήκωνε η ασκουμένη του. Το έκλεισε. Συνήθως τον έπαιρνε για να τού μιλήσει. Συνήθως δεν τον έπαιρνε στο γραφείο, για να μην τον ενοχλήσει. Σήμερα όμως τίποτα δεν έγινε όπως συνήθως. Βγήκε από το σκοτεινό δωματιάκι οπλισμένη με γαϊδουρινό πείσμα. Θα τον περίμενε εκεί μέχρι να τελειώσουν οι καφέδες τού «Φίλιον», μέχρι να αποκαμωθούν τα γκαρσόνια και να πάψουν να την ανέχονται, μέχρι να μαζευτούν οι καρέκλες και να αλυσοδεθούν τα τραπεζάκια έξω.
Δε χρειάστηκε. Σε είκοσι λεπτά η πόρτα άνοιξε σπρωγμένη από το χέρι τού Βασίλη. Πρώτος βγήκε ο Μάκης, ο παλιός ασκούμενος, νυν νεαρός συνεργάτης. Έκανε ένα γρήγορο νεύμα κι έστριψε προς την Ακαδημίας. Αυτός πάει σπίτι του. Κάπου στην Ακαδημίας έμενε. Ύστερα φάνηκαν με τη σειρά ο Βασίλης και μια γυναίκα καστανή με κοντό καρέ κούρεμα και ταγιέρ μπεζ τής άμμου. Η Άννα πάγωσε απ᾿ την έκπληξη. Δεν ήταν εκείνη! Μέχρι να καταλάβει τι ακριβώς γινόταν, ο Βασίλης και η άγνωστη έφυγαν από το οπτικό της πεδίο, κατευθυνόμενοι προς τη μεριά τής πλατείας Κολωνακίου.
Η Άννα άφησε ένα χιλιάρικο στο τραπεζάκι κι έτρεξε προς την έξοδο, προσπαθώντας να ξαναεντοπίσει το ζευγάρι. Παραμέρισε το αμήχανο γκαρσόνι, που βρέθηκε τυχαία να τής φράζει το δρόμο, και πετάχτηκε στο καυτό πεζοδρόμιο απροστάτευτη από πεζούς κι από αυτοκίνητα. Κανείς δεν κυκλοφορούσε στη Σκουφά. «Εγώ κι εσείς μόνοι θα λογαριαστούμε», μονολόγησε η Άννα και τούς ακολούθησε από απόσταση. Τα μαύρα ρούχα τού Βασίλη τη βοηθούσαν να μην τούς χάνει απ᾿ τα μάτια της.
Το μυαλό της δούλευε με χίλια εξετάζοντας πιθανότητες. Ποια ήταν αυτή η καινούρια γυναίκα; Συνεργάτης του δεν ήταν. Πελάτισσα δεν ήταν. Ποτέ δεν κρατούσε τις πελάτισσες αγκαζέ — «Η οικειότητα βλάπτει το λογαριασμό», αυτό ήταν το μότο του και το τηρούσε. «Άσε που αν παραγνωριστείς με τον πελάτη, περιμένει υπερβολικά πράγματα από σένα. Να σε ξυπνάει τα βράδια, να τον παρηγορείς στις χασούρες, να τού κάνεις πίστωση...» Τι ήταν τότε; Ερωμένη νούμερο 2; Γιατί όχι; Είναι να μην πάρει φόρα ο άνθρωπος. Μπορεί να έχει φτάσει στο σημείο να βλέπει φουστάνι και να ορμάει, πολύ θέλει;
Κάτι μέσα της όμως αρνιόταν να δεχτεί αυτή την πιθανότητα. Δεν ήταν έτσι ο Βασίλης. Ποτέ δεν ήταν τής ποσότητας. Ήταν τής ποιότητας κι αυτός ήταν ένας λόγος που τον ερωτεύτηκε πριν από είκοσι χρόνια. Είχε σιχαθεί τούς τύπους που σ᾿ την πέφτανε αθεράπευτα ερωτευμένοι στην αρχή τού πάρτι και στο τέλος κλαίγανε απελπισμένοι για τη χυλόπιτα στην αγκαλιά μιας άλλης. Εκείνος την είχε πλησιάσει μετά από ώρες επίμονων βλεμμάτων, βλεμμάτων που τα ένιωθε να κολλάνε πάνω της σαν βεντούζες παρακλητικές κι αισθαντικές. Κι όταν αυτή — παίζοντας— τον αγνόησε, κάθισε στη γωνιά του ακίνητος και με καμιά δε γέλασε, αφού δε γελούσε με κείνη. Έτσι ήταν ο Βασίλης. Όταν ήθελε κάτι, αυτό ήθελε, δεν παρηγοριόταν με υποκατάστατα. Λες να μεταμορφώθηκε μετά τόσα χρόνια σε λιγούρη και να μην τον πήραμε είδηση; Ίσως η κρίση τής ηλικίας... Κρίση ηλικίας στα τριάντα εφτά; Γιατί όχι στα τριάντα εφτά, δηλαδή;
Όσο οι φράσεις γράφονταν διαδοχικά στο μυαλό της σβήνοντας η μία την άλλη, το ζευγάρι μπήκε στο «Da Capo», γωνία Τσακάλωφ με πλατεία Κολωνακίου, και τώρα διάλεγε σάντουιτς από τον πάγκο. Η Άννα είχε ξεχαστεί και καθόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο ακίνητη κάτω από τον ήλιο, χωρίς καμιά προφύλαξη. Γι᾿ αυτούς ήταν αόρατη, το ένιωθε. Εκείνοι είχαν μάτια μόνο ο ένας για τον άλλον, δεν επρόκειτο να την προσέξουν.
Μόνο όταν τούς είδε να ξαναβγαίνουν στο πεζοδρόμιο και να ψάχνουν για ταξί, υποχώρησε με μικρά βήματα και κρύφτηκε στις πρασιές τής πλατείας. Από τα αραιά φυλλώματα διέκρινε τον Βασίλη να τής ανοίγει την πόρτα τού ταξί, να τής κάνει ένα σινιάλο (αύριο;) και να τη χαζεύει καθώς απομακρυνόταν. Έπειτα έκοψε μέσα απ᾿ την Τσακάλωφ, για να πάει προφανώς στο γκαράζ που άφηνε το αυτοκίνητο. Γιατί όμως δεν την πήγε ο ίδιος; Μάλλον θα είχε λόγους να μην τη δουν στο αυτοκίνητό του. Να ήταν κι εκείνη παντρεμένη; Ή μήπως δεν ήταν αυτή η ερωμένη τού Βασίλη κι έκανε λάθος η Άννα; Μπορεί να ήταν πελάτισσα. Όχι, είπαμε. Μπορεί... Αυτό ήταν. Μάλλον είναι φίλη της κοκκινομάλλας και ανέθεσε υπόθεση στον Βασίλη. Γι᾿ αυτό η οικειότητα. Γι αυτό και η συνάντηση στο γραφείο. Γι᾿ αυτό και δεν την πήγε σπίτι της με τ᾿ αμάξι του. Δεν ήταν η αγαπημένη του αλλά μια φίλη της. Την κέρασε απλώς ένα σάντουιτς.
Ας το διευκρινίσουμε, αποφάσισε και μπήκε στο κουβούκλιο τού καρτοτηλέφωνου δεξιά. Σχημάτισε τον αριθμό τού ασκούμενου ευτυχώς απομνημόνευε νούμερα σαν τον αυτιστικό Ντάστιν Χόφμαν στον Άνθρωπο τής βροχής. Ο Μάκης σήκωσε αμέσως το ακουστικό. Η Άννα έψαξε την πιο ήρεμη εκδοχή τής φωνής της. Τον ρώτησε αν ήξερε πού είναι ο Βασίλης, γιατί τον έψαχνε στο Πόρτο Ράφτη ένας πελάτης που βιαζόταν. «Το γραφείο δεν μπορώ να το πιάσω από δω. Σκατογραμμές...» συμπλήρωσε στωικά και περίμενε σαν αράχνη να κάνει το θύμα της το μοιραίο λάθος.
Ο Μάκης τη ρώτησε γιατί δεν προσπαθούσε στο κινητό. Α, ώστε δε θέλεις να μιλήσεις, πουλάκι μου, θριαμβολόγησε από μέσα της μια νεογέννητη, πανούργα Άννα. Ένα το κρατούμενο λοιπόν.
«Μάλλον το ᾿χει γυρίσει στον αυτόματο», τού αντέτεινε αμέσως.
Τώρα τα ψέματα ανάβλυζαν σαν γάργαρο νεράκι από μέσα της. Δεν τη σταματούσε τίποτα.
«Πάντως στο γραφείο ήμασταν μέχρι τώρα», τα μάσησε νυσταγμένα τάχα ο νεαρός. «Μαζί φύγαμε».
«Δηλαδή έρχεται από στιγμή σε στιγμή», συμπέρανε αθώα αθώα η Άννα και περίμενε την απάντηση με κομμένη την ανάσα.
«Ε... μάλλον», αναγκάστηκε να ξεστομίσει ο δύστυχος ο Μάκης, «εκτός...»
Όπα! Να, θα το κάνει το λάθος!
«Τώρα που το λέτε, νομίζω ότι μού είπε πως είχε να περάσει από κάπου... Δεν καλοθυμάμαι... Τι να σού κάνει ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι», κατέφυγε στο πιο κοινότοπο αστείο, προκειμένου να μην πέσει στα δίχτυα που τού άπλωσε.
«Ε, τότε θα τον περιμένω», τον καθησύχασε τώρα η Άννα ταραντούλα, για να επιστρέφει και να αποτελειώσει το θύμα της με μια τελευταία αλλά φαρμακερή ερώτηση.
«Δε μού λες, Μάκη μου, μόνοι σας ήσασταν ή είχε έρθει και η Ελένη;»
Η Ελένη ήταν η ταμένη γραμματέας του, που δούλευε χωρίς παράπονα Σάββατα, Κυριακές, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο.
Από την άλλη άκρη τού καλωδίου επικρατούσε σιγή. Μετά ακούστηκε ξανά η φωνή τού Μάκη, πνιχτή και ξέπνοη, να σαλτάρει από τη μια απάντηση στην άλλη και να μη δίνει καμία.
«Η Ελένη δεν ήρθε, όχι. Μάλλον είχε να πάει σε κάτι βαφτίσια, ένα ανιψάκι της νομίζω, αλλά δεν είμαι και σίγουρος...»
«Α, οι δυο σας μόνοι ήσασταν, δηλαδή...» τον ξαναπίεσε με ουράνια γαλήνη.
«Ναι». Ο Μάκης αποφάσισε πια να μπει στον απατηλό κόσμο τού ψέματος και τώρα ακουγόταν πιο ήρεμος. «Με θέλετε κάτι άλλο; Γιατί μού χτυπάνε το κουδούνι».
«Όχι, όχι, Μάκη μου, πήγαινε ν᾿ ανοίξεις», μην καθυστερείς παλιοψεύτη, πήγαινε καθίκι.
Έκλεισε αργά το τηλέφωνο και αναζήτησε με τα μάτια ταξί. Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι και να σκεφτεί προσεχτικά το επόμενο βήμα.
Πέρασε την υπόλοιπη Κυριακή στο κρεβάτι. Ναυτία από την αναισθησία και πονεμένο φρονιμίτη πολύ πειστικό. Όχι ότι ασχολήθηκε και κανένας μαζί της. Έτσι που ήταν απορροφημένοι όλοι με τις ζωές τους, θα έχαβαν ό,τι κι αν τούς έλεγε. Ότι έπαθε ελονοσία. Ότι έπεσε θύμα μυστικών πυρηνικών δοκιμών στο Πόρτο Ράφτη. Οτιδήποτε, αρκεί ν᾿ αποσυρθεί στην κρεβατοκάμαρά της και να τούς αφήσει ήσυχους. Τέσσερις διαφορετικές ζωές συνυπήρχαν μέσα σε ενενήντα τέσσερα εξοχικά τετραγωνικά και απλώς συγκρούονταν καμιά φορά στο διάδρομο. Τίποτα άλλο.
Η Άννα καθόταν ξαπλωμένη για ώρες στο κρεβάτι, κατάπληκτη που δεν είχε προσέξει μέχρι τώρα αυτό τόσο οφθαλμοφανές. Και τότε θυμήθηκε τα στερεογράμματα που τής χάρισε ο Χάρης πέρσι την Πρωτοχρονιά. Έφαγε ώρες χασκογελώντας μ᾿ αυτά. Κι άντε πάλι να προσπαθεί. Στην αρχή, αμάθητο το μάτι δεν έβλεπε τίποτα πέρα απ᾿ το φανερό. Ύστερα όμως, σε κάποια μυστική στιγμή που τα όργανα τής όρασης ξεστράτισαν κι άρχισαν ν᾿ αλληθωρίζουν από την προσήλωση, αποκαλύφτηκε η κρυμμένη εικόνα. Και ήταν τόσο ζωντανή, τόσο προκλητικά δεσπόζουσα που δεν μπορούσε πια να την αγνοήσει. Το μόνο ερώτημα που τη βασάνιζε ήταν τι διάβολο την είχε στραβώσει και δεν την έβλεπε πριν. Βέβαια μετά την πρώτη φούρια το ξέχασε κι άρχισε να παίζει «τριάντα μία».
Μήνες αργότερα η Άννα θύμωνε με τον εαυτό της. Τι επιπολαιότητα, πώς είχε πάρει τόσο ελαφρά τα στερεογράμματα; Αυτά τα φανταχτερά σχέδια προσπαθούσαν από τότε να τής πουν κάτι. Ξύπνα απ᾿ το λήθαργο, τής φώναζε η κόκκινη καρδιά στη μέση τού τριανταφυλλώνα. Υπάρχει κάτι που σού ξεφεύγει, τής ψιθύριζε συνωμοτικά το ελικόπτερο που καραδοκούσε στη ζούγκλα τού Βιετνάμ. Δεν ήταν τυχαίο που τής τα χάρισαν την πρώτη μέρα αυτής τής χρονιάς. Τής χρονιάς που θα γκρέμιζε το αυθαίρετο οικοδόμημα τής ζωής της σαν μπουλντόζα.
Τη στιγμή που πέρασε η Κατερίνα το κατώφλι τής κρεβατοκάμαρας, η Άννα διέκρινε για πρώτη φορά πεντακάθαρα την αόρατη φυσαλίδα που περιέκλειε τον κόσμο της, μισή μαύρη και μισή ροζ. Η εφηβεία είναι μεταβατικό στάδιο, έχει ν᾿ αλλάξει πολλά χρώματα ακόμα μέχρι να σταθεροποιηθεί. Στο μαύρο κομμάτι κολυμπούσαν μισοκρυμμένοι αρχαίοι φόβοι, αίμα γένους θηλυκού, το κεφάλι τής Αθηνάς, μια μπούκλα από τα φιδίσια μαλλιά τής Μέδουσας, ο εξόριστος μαστός τής αμαζόνας. Όλα ήταν βαριά για το κορμάκι της και τότε άπλωνε το χέρι απέναντι, να στηριχτεί λιγάκι στον καναπέ τής Μπάρμπι — ναι ακόμα εδώ ήταν αυτός, στην αποθήκη τής ροζ πλευράς, μαζί με λίκρα μίνι φορέματα, eye-liner και παλιά τεύχη τού Elle.
Γλυκιά μου, είπαν τα μάτια τής Άννας που συμπόνεσε ξαφνικά τη μικρή μ᾿ έναν άλλο τρόπο, σαν θεατής, πόσο χρόνο θα σού φάει να τα τακτοποιήσεις όλα αυτά... Ποτέ δεν είναι εύκολο ν᾿ απαλλαγείς από τα παλιά σου πράγματα. Οι αποθήκες είναι ύπουλες. Άσ᾿ τα εδώ, σού λένε, μην τα πετάξεις. Πού ξέρεις, μπορεί κάποτε να τα χρειαστείς και να μην τα έχεις. Αφήνω που ποτέ δε θα ᾿σαι σίγουρη τι πρέπει να κρατήσεις και τι να ξεφορτωθείς... Όμως η Κατερίνα ήθελε μόνο να τη ρωτήσει τι θα φάνε για βράδυ.
Ο Χάρης αργούσε, ήταν ασφυκτικά κλεισμένος σ᾿ ένα χρώμα. Η φυσαλίδα του ήταν γκρίζα, μόνο που αλλού φώτιζε λίγο και ξεγελούσε το μάτι. Τα παιχνίδια του ήταν κιόλας κολλημένα στα τοιχώματα, σπρωγμένα απ᾿ την αόρατη φυγόκεντρο τού χρόνου. Τηλεχειριζόμενες φόρμουλες και πλαστικά νεροπίστολα, ο ρόμποκοπ και ο γορίλας τής «Nintendo», όλα μαζί έτοιμα να πεταχτούν έξω από στιγμή σε στιγμή, αλλά ακόμα όχι. Κι ενώ στην περιφέρεια γινόταν χαμός, το κέντρο τού κόσμου του ήταν ακατοίκητο. Μόνο που με τον κατάλληλο φωτισμό έβλεπες τις σκιές των αποχωρούντων παιχνιδιών να πέφτουν βαριές και μεγεθυμένες στον άδειο χώρο, λες και τα φαντάσματά τους αποφάσισαν να στοιχειώσουν και το μέλλον του. Μη φοβάσαι, μωρό μου, ήθελε να τού φωνάξει η Άννα, η σκιά τής «Φόρμουλα-ένα» είναι, δεν είσαι υποχρεωμένος να την οδηγήσεις, μη σε τρομάζει η ταχύτητα, σε μερικούς μήνες θα την έχεις πετάξει έξω απ᾿ τη φυσαλίδα σου. Μού υπόσχεσαι να την πετάξεις έξω; Πες μου ότι θα την πετάξεις έξω! Όμως η φωνή τής Άννας αντανακλούσε στο σκληρό περίβλημα τής φυσαλίδας και επέστρεφε σαν εφιαλτική ηχώ. Και το παιδί ατάραχο μασουλούσε κατσούφικα ένα αχλάδι.
Όταν μπήκε ο Βασίλης, έκλεισε τα μάτια της σφιχτά. Δεν άντεχε να δει. Ποιος την καταράστηκε μ᾿ αυτή την καινούρια όραση; Ήξερε τι θα δει. Ήξερε τι δε θα δει. Και προτιμούσε να το δει κάποιος άλλος πρώτα, για να έχει και απτές αποδείξεις. Αύριο το πρωί θα πήγαινε σ᾿ έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ.
O ντετέκτιβ ήταν κοντά εξήντα χρόνων κι επέμενε να τον φωνάζει «κύριε Αλέκο».
«Όχι, όχι Κυριακίδη, αστειεύεσαι, πώς είπαμε τ᾿ ονοματάκι σου; Άννα μου... Εδώ εμείς θα πούμε τα σώψυχά μας, θα ξεβρακωθούμε, που λέει ο λόγος, πρέπει να με νιώσεις σαν πατέρα. Αλέκο θα με λες. Για δώσε μου τώρα να καταλάβω. Τι πρόσεξες, τι σού κάθισε στραβά, τι άλλαξε στη συμπεριφορά του ο λεγάμενος;» Κι επειδή δεν έπαιρνε απάντηση: «Το κρεβάτι, λόγου χάρη, είναι μεγάλος καθρέφτης», φιλοσόφησε τσιγκλώντας την να συνεχίσει.
Η Άννα δεν ήξερε τι να τού πει. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι είχε πέσει στη μαύρη τρύπα τού «Χρυσού Οδηγού», με τον Κυριακίδη. Περίμενε έναν σύγχρονο επαγγελματία και τής άνοιξε ένας συνταξιούχος. Περίμενε ηλεκτρονικά όργανα παρακολούθησης, ανιχνευτές, κοριούς, φωτογραφικές μηχανές με τερατώδη zoom, και βρήκε κάτι που έφερνε σε γραφείο συνοικιακού φοροτεχνικού. Περίμενε να τής ζητήσει φωτογραφία και διεύθυνση γραφείου, και βρήκε έναν κουτσομπόλη που ψόφαγε για βρώμικες λεπτομέρειες. Ένιωσε το κουράγιο της, αυτό που την οδήγησε ως εδώ, να την εγκαταλείπει. Τώρα δεν μπορούσε ούτε καν να σηκωθεί και να φύγει.
Ο Κυριακίδης ψυλλιάστηκε την αποστροφή της και έκανε στροφή 360 μοιρών.
«Καλά, καλά, θα μπούμε μετά στις λεπτομέρειες. Πες μου τώρα πού δουλεύει, πού συχνάζει και ποιες ώρες. Σού ᾿κοψε να φέρεις πρόσφατη φωτογραφία, φαντάζομαι...»
Τουλάχιστον είναι γάτα, παρηγορήθηκε η Άννα και τού έτεινε τη φωτογραφία που κρατούσε από ώρα στο χέρι της. Μετά σηκώθηκε.
Ότι χρειάζεστε είναι σημειωμένο από πίσω», τον Η πληροφόρησε. «Θα σάς τηλεφωνήσω εγώ σε μία εβδομάδα ακριβώς. Θέλω τα πάντα. Φωτογραφίες, όλα».
Έκανε να φύγει, μα η φωνή του τη σταμάτησε.
«Ε... όπως αντιλαμβάνεσαι τρέχουν κάποια έξοδα, μπορεί εσύ να το μετανιώσεις —λέμε τώρα— και να μην εμφανιστείς σε μια βδομάδα. Να τα βρείτε, βρε αδερφέ, με συγχωρείτε λάθος, που λένε. Εμένα τότε ποιος με αποζημιώνει;» Κι επειδή η Άννα εξακολουθούσε να τον κοιτάει μπερδεμένη: «Τα μισά μπροστά και τα ρέστα στο τέλος», τής ξεκαθάρισε κοφτά.
Πήρε 120.000 με πιστωτική κάρτα, παρακαλώ σ᾿ αυτό το σημείο είχε φροντίσει να εκσυγχρονιστεί ο Αλέκος.
«Εσύ ψυχραιμία τώρα, σαν να μην τρέχει τίποτα», τη συμβούλεψε ξεπροβοδίζοντάς την. «Να μην τού βάλουμε ψύλλους στ᾿ αυτιά και πάρει τα μέτρα του. Θα κάνεις το κορόιδο!»
Ουδείς λόγος ανησυχίας, κύριε Κυριακίδη μου, είμαι εκπαιδευμένη. Μια ζωή το κορόιδο έκανα.
Δυο μέρες, δεν άντεξε παραπάνω. Το κακό ήταν ότι ο βρωμόγερος δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, όταν υπέκυψε στον πειρασμό και αποφάσισε να τον πάρει. Η Άννα άφησε το ακουστικό στη θέση του κι άρχισε να βολτάρει μπρος και πίσω από το γραφείο της. Τι καλή ιδέα να διακόψει την άδειά της... Το σπίτι της την πονούσε όπου κι αν ακουμπούσε, κι αυτό το δωμάτιο έμοιαζε τώρα με καταφύγιο, έτσι που δεν τής θύμιζε τίποτα, ούτε τον εαυτό του. Η ερημιά τού Αυγούστου έδινε μιαν απόκοσμη χάρη στο δεύτερο όροφο τής Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου. Η σιωπή σκέπαζε τα ξεκοιλιασμένα ντοσιέ που σέρνονταν σε ράφια και σε πατάρια, κάλυπτε τις φωνές των ακάλυπτων επιταγών που διαμαρτύρονταν, έδινε προσωρινή χάρη σε όλους τούς πτωχευμένους, παρηγορούσε τούς καταδολιευμένους δανειστές. Τίποτα δεν έμενε όρθιο κάτω απ᾿ την τρομερή ματιά τού καύσωνα.
Στις δύο και είκοσι απάντησε. Τη δικιά της την υπόθεση έψαχνε. Ο Βασίλης είχε ένα ποινικό. Είχε υπόψη της; Απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, γνωστή υπόθεση. Θεατρικός επιχειρηματίας πυροβολεί την αρραβωνιαστικιά του. Ε, την αρραβωνιαστικιά του υπεράσπιζε ο άντρας της.
«Ο επιχειρηματίας έχει κατεβάσει ένα πολύ γερό όνομα και ο δικός σου ιδρώνει», παρατήρησε με χαιρεκακία ο ντετέκτιβ. «Ύποπτον ουδέν» πάντως. Δυο μέρες μόνο με τούς συνεργάτες του και την πελάτισσα τον βλέπω. Χτες το μεσημέρι φάγανε όλοι μαζί, ασκούμενοι και σία. Έχω και φωτογραφίες. Ύποπτον ουδέν, επανέλαβε. «Γραφείο, κάνας καφές έξω, σπίτι. Επί τού παρόντος», βιάστηκε να προσθέσει με νόημα, μην τυχόν και χάσει τον πελάτη από βλακεία. Συμφώνησαν να τα ξαναπούνε μόλις είχε κάτι καινούριο και κλείσανε.
Ένα κύμα ανυπομονησίας έπνιξε τις τελευταίες λέξεις τής Άννας. Δεν ήταν τυχερή, γαμώτο, γι᾿ ακόμα μια φορά, για χιλιοστή φορά στην γκαντεμοζωή της δεν ήταν τυχερή. Τώρα που είχε φτάσει σε απόσταση αναπνοής απ᾿ την αλήθεια, τώρα που η ψυχή της είχε ανοίξει διάπλατα έτοιμη να τα αντιμετωπίσει όλα κατά μέτωπον, τώρα που είχε ντυθεί την απάνθρωπη στολή τού πολέμου, τώρα λοιπόν διάλεξε η πουτάνα η τύχη να παίξει αυτό το αρρωστημένο κρυφτό μαζί της. Εναντίον τίνος θα εκσφενδόνιζε τις ναπάλμ της; Αν τις κρατούσε άλλο, θα έσκαζαν στα χέρια της.
Τότε ήταν που η πιο τρελή ιδέα τρύπωσε από μια χαραμάδα τής απελπισίας της. Πήρε ένα ταξί και βρέθηκε να χτυπάει το κουδούνι τού Κυριακίδη, ελπίζοντας να, μην την κοπάνισε πάλι. Ο Αλέκος άνοιξε μασουλώντας πεπόνι.
«Τι έγινε;» αποπειράθηκε να ρωτήσει, αλλά τα ζουμιά τον σταμάτησαν.
«Πού είναι οι φωτογραφίες;» μπήκε κατευθείαν στο θέμα η Άννα. «Θέλω να τις δω».
Την πέρασε μέσα όλο κατανόηση. Είχαν δει πολλά τα μάτια του τόσα χρόνια στο κουρμπέτι. Σκάλισε το δεύτερο συρτάρι τού γραφείου του και ανέσυρε ένα πακέτο φωτογραφίες δεμένες με λαστιχάκι. Η Άννα τις άρπαξε και τις άπλωσε με ασταθή χέρια στην πράσινη τσόχα τού γραφείου. Ο Βασίλης έβγαινε από το γραφείο με τον Μάκη και την πελάτισσά του. Ήταν η γυναίκα που είχε δει και η ίδια, μόνο που το ροζ λινό ταγιέρ τής πρόσθετε μιαν αθώα χάρη. Η φωτογραφία ήταν τραβηγμένη από απόσταση, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία. Τα μάτια της κινήθηκαν πιο γρήγορα απ᾿ το μυαλό της και καρφώθηκαν σ᾿ ένα κοντινό τής «πυροβολημένης αρραβωνιαστικιάς». Τα μάτια τής άγνωστης, τώρα μπορούσε να τα δει καθαρά, μάτια που ακτινοβολούσαν ένα μυθικό μπλε, υπάρχει όνομα γι᾿ αυτό το μπλε, το μπλε τού Υβ Κλάιν. Τα καστανά καρέ μαλλιά της είχαν μια χορευτική κίνηση, καθώς έστρεφε το κεφάλι ψάχνοντας για την τσάντα πίσω της. Τα χαρακτηριστικά της ήταν τόσο φίνα, που δεν τα θόλωναν ούτε οι κόκκοι τής μεγέθυνσης.
«Πώς θα την περιγράφατε;» ρώτησε ξαφνικά τον Κυριακίδη, βάζοντας μπροστά του τη φωτογραφία.
Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω, κατάπιε βιαστικά το πεπόνι που είχε στο στόμα και κούνησε αμήχανος το κεφάλι.
«Ας μη φτάνουμε σε βιαστικά συμπεράσματα. Άκου με και μένα, ξέρω τι σού λέω. Δεν έχουμε τίποτα στα χέρια μας ακόμα. Τίποτα». Άπλωσε ξανά τις φωτογραφίες στο γραφείο. «Βλέπεις εσύ κανένα πιάσιμο περίεργο, κανένα σουξουμού, δεν υπάρχει, σού λέω».
Τη στιγμή όμως που τη διαβεβαίωνε με περίεργη ζέση, τα χέρια του σταμάτησαν σε μια φωτογραφία κολλημένη πίσω από μιαν άλλη. Μια φωτογραφία που, αγνοημένη μέχρι στιγμής, μόλις τώρα άρχιζε να απελευθερώνει το δηλητήριό της. Ο Βασίλης με μια κόκκινη χαρτοπετσέτα στο χέρι καθάριζε με προσοχή τη δεξιά άκρη τού στόματος τής πελάτισσας, που έκανε έναν αστείο μορφασμό. Κέτσαπ από το τοστ; Μάλλον...
Η Άννα και ο ντετέκτιβ κοίταζαν βουβοί τη φωτογραφία, εξετάζοντας τις πιθανότητες. Ήταν φανερό πως ενώ ο γέρος δεν τής είχε δώσει αρχικά καμιά σημασία, τώρα μια νέα αξιολόγηση μεγάλωνε ραγδαία μέσα του. Όμως ήταν ή Άννα που τού την υπαγόρευε και όχι η επαγγελματική του πείρα. Ήταν το μουδιασμένο πρόσωπό της, που τόνισε την ειρωνική τρυφερότητα στην κίνηση τού άντρα. Αυτό έκανε ξαφνικά οφθαλμοφανή μια οικειότητα που μύριζε ψίχουλα από σάντουιτς σε ιδρωμένα σεντόνια.
«Είναι αυθόρμητος τύπος ο σύζυγός σας;» ρώτησε δειλά, επιχειρώντας να σκαρφαλώσει σ᾿ ένα πρώτο ερμηνευτικό σκαλοπάτι.
«Την αγαπάει», τον σταμάτησε εκείνη μια για πάντα. «Τι σκατά έμαθες τόσα χρόνια; Όταν ένας άντρας διπλώνει μια κόκκινη χαρτοπετσέτα και καθαρίζει το κέτσαπ από το στόμα σου, σ᾿ αγαπάει. Κοίταξέ τον!»
Τώρα που το άκουγε, ο Κυριακίδης δεν μπόρεσε να μην προσέξει την αναλογία. Πραγματικά, αυτός ο κόπανος καθάριζε την κυρία από τις σάλτσες, σαν να ᾿ταν σκονισμένο κόσμημα τού στέμματος. Σιγά, ρε φίλε, είπαμε ότι το απαυτό σέρνει καράβι, αλλά όχι κι έτσι... Το βούλωσε για λίγο πάντως, μέχρι να ηρεμήσει η άλλη.
Η Άννα μάζεψε τις φωτογραφίες με μια κίνηση παλιού χαρτοπαίχτη. Μετά τις έβαλε στην τσάντα της κι έκανε να φύγει. Πριν ανοίξει την πόρτα είχε τακτοποιήσει ξανά όλα τα χαρακτηριστικά τού προσώπου της, κι έμοιαζε σαν υπάλληλος μυστικών υπηρεσιών όταν τού είπε αντί χαιρετισμού:
«Θέλω κασέτες. Θέλω τη διεύθυνσή της. Την επόμενη φορά θα τα ξέρεις όλα».
Το βράδυ τον περίμενε στη βεράντα να γυρίσει. Καθόταν σαν τεράστια κουκουβάγια στο σκοτάδι και μοιρολογούσε. Ύστερα μαδούσε τα φτερά από πάνω της, πετούσε την ηλίθια παθητική μάσκα τού πουλιού και γινόταν δηλητηριώδης αράχνη που ύφαινε θανάσιμες παγίδες. Τα παιδιά είχαν πάει με τούς δίπλα σινεμά. Τούς έδωσε και λεφτά για σουβλάκια. Έφυγαν πανευτυχή. Αχ, αυτές οι δυσανάλογες εκρήξεις χαράς που άστραφταν αίφνης μέσα τους. Φτηνές χαρές, σουβλάκι και κόκα σε θερινό. Τόσο απλές. Τόσο χαμένες για πάντα. Αυτό είναι το ακριβό τίμημα, σκέφτηκε η Άννα, για να ξεφύγεις από τις παράλογες απελπισίες. Δίνεις κάτι για ν᾿ απαλλαγείς από κάτι άλλο. Έτσι αντέχεις την προκρούστεια κλίνη. Έτσι αφήνεις τα μέλη σου να τραβιούνται, μέχρι να χωρέσουν στη σωστή θέση που έχει φυλαχτεί για σένα. Μεγαλώνεις. Το μεγάλωμα έχει δύο όψεις. Η σπίθα χάνεται κι από τις δυο πλευρές.
Έντεκα παρά τέταρτο άκουσε το αυτοκίνητό του να σκαρφαλώνει την ανηφόρα. Δεν κινήθηκε καθόλου. Τώρα το σκοτάδι είναι ο πιο καλός της φίλος. Στηρίζεται πάνω του. Ο Βασίλης μπήκε στο σπίτι φωνάζοντας ένα ένα τα ονόματα. Σώπασε μόνο όταν συνήθισαν τα μάτια του στη μαυρίλα και είδε τη φιγούρα τής γυναίκας του στην άκρη τής βεράντας.
«Εδώ είσαι; Δε μ᾿ άκουσες που μπήκα;» Τής ανακάτεψε παιχνιδιάρικα τα μαλλιά.
Η Άννα έθεσε όλες τις αισθήσεις της σε επιφυλακή. Τώρα χρειαζόταν προσοχή. Τώρα ήταν ανάγκη να παρατάξει όλες της τις εφεδρείες. Τα χάδια του έπρεπε να κυλούν σαν νερό από πάνω της και να τα ρουφάει το χώμα. Το βλέμμα του έπρεπε ν᾿ αντανακλά στον καθρέφτη τής θέλησής της και να επιστρέφει σ᾿ αυτόν άδειο. Τα λόγια του να συναντούν σκληρό το τύμπανο και να διώχνονται κατά κύματα έξω. Το σύστημά της έπρεπε πρώτα να τον ξεβράσει, για να τον πολεμήσει μετά.
Τού είπε ότι είχε δέκατα. Τι, κρυολόγησε καλοκαιριάτικα; Τού είπε ότι δεν υπήρχε τίποτα στο ψυγείο. Δεν πειράζει, είχε τσιμπήσει στο γραφείο. Τού είπε ότι τα παιδιά πήγαν σινεμά. Τι παίζει; Καλό; Τού είπε ότι δεν ξέρει και σώπασε. Είχε κάνει το καθήκον της κι αυτός το δικό του. Αποσύρθηκε στην κουζίνα, έβγαλε μια μπίρα από το ψυγείο και άρχισε να διαβάζει κάτι χαρτιά που έφερε μαζί του. Δεν κατάλαβε τίποτα. Η Άννα ήταν που κατάλαβε πάλι.
Σηκώθηκε και πήγε μέσα σαν να ήταν η προχθεσινή Άννα. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα του στο τραπέζι, τέλεια ρέπλικα τού εαυτού της, θα έπειθε οποιονδήποτε. Έγειρε μπροστά με ενδιαφέρον.
«Τι ᾿ναι αυτό; Δουλειά;»
Εκείνος μάζεψε ασυναίσθητα τα χαρτιά του.
«Ναι. Δικογραφία είναι. Απόπειρα ανθρωποκτονίας». Η Άννα σηκώθηκε και έβγαλε κι αυτή μια μπίρα. Δεν ήθελε να τη βλέπει, όταν θα έλεγε την παρακάτω φράση: «Τυχεράκιας ο πελάτης σου. Θα τη βγάλει καθαρή με το δικηγόρο που διάλεξε». Και μετά την πρώτη γουλιά, «Εκ προθέσεως ή τού ξέφυγε;»
«Τι;» ρώτησε εκείνος ξαφνιασμένος.
«Η απόπειρα, ρε παιδί μου».
«Ααα... Εκ προθέσεως».
«Και γιατί τού την έδωσε έτσι;»
«Ξέρω γω, ζήλευε μάλλον. Την πυροβόλησε μόλις τού ζήτησε να χωρίσουν».
«Είναι καμιά φοβερή γκόμενα ή την αγαπούσε;»
Ο Βασίλης μετά από μια στιγμή αμηχανίας προσπάθησε, μάταια, να ξεγλιστρήσει από την κακοτοπιά με χάρη.
«Ξέρω γω, μάλλον δεν ήταν συνηθισμένος να τού κουνιούνται οι γκόμενες... Έχει φράγκα και πουλάει ανέξοδο αντριλίκι ο μαλάκας».
Αυτό ήταν. Τελικά δεν ήθελε και πολύ. Πιάστηκε λοιπόν στο δόκανο ο καλός ποινικολόγος. Η φωνή του είχε αρχίσει να μειώνει αλματωδώς την πολιτική των ίσων αποστάσεων που τηρούσε στην αρχή τής συζήτησης. Αγανακτούσε στα κρυφά, ήταν φανερό ότι ήθελε να πιάσει αυτό το απόβρασμα στα χέρια του και να το κάνει ένα με τη γη. Να μάθει ο μάγκας τής δεκάρας να πυροβολεί ανυπεράσπιστες γυναίκες, όταν δεν τού κάθονται.
Πόσο ξεδιάντροπα άνοιγε τα χαρτιά τού υποσυνειδήτου του... Την αγαπάει. Δεν μπορεί ν᾿ αντισταθεί στον πειρασμό να πάρει το μέρος της. Ο ηλίθιος. Είναι ερωτευμένος ο ηλίθιος. Λίγο ήθελε να σηκωθεί και ν᾿ αρχίσει ν᾿ αγορεύει ενώπιον τού μεικτού ορκωτού τής κουζίνας του ο μαλάκας. Η Άννα κατάπιε αυτό που ᾿θελε εκείνη να τού πει με μια πικρή γουλιά μπίρα.
«Βλέπω την έχουμε πάρει ζεστά την υπόθεση», ξεφούρνισε τελικά ένα μικρό δείγμα, αφού κατέβασε το μπουκάλι. Το ήξερε πως έκανε λάθος, αλλά ήταν υπεράνω των δυνάμεων της. Η φράση της θρονιάστηκε ανάμεσά τους χλομή απ᾿ τη ζήλια. 0 Βασίλης τράβηξε θορυβημένος καρέκλα του πίσω, μάζεψε τα χαρτιά του άρον άρον και σηκώθηκε.
«Τι; Θα πας για ύπνο από τώρα;»
Μάταια προσπάθησε η Άννα να τον μαλακώσει. Κάτι μάσα του ανίχνευσε τον έρποντα κίνδυνο και τον έτρεπε σε άτακτη φυγή. Δεν άντεχε άλλο. Ήταν πτώμα. Είχε και να ξυπνήσει νωρίς... Πήρε μαζί τη δικογραφία, πέταξε μια καληνύχτα και αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρα.
Η Άννα άρχισε να βηματίζει σαν ψυχοπαθής στην κουζίνα. Ήταν έξαλλη με την ανοησία της. Τα κατέστρεψε όλα. Τι ρωγμή χάραξε το καύκαλο όπου είχε κρυφτεί, γιατί δεν άντεξε ν᾿ ακούσει ακόμα μια φορά αυτό που ήδη γνώριζε; Πώς άφησε να την παρασύρει εκείνος στη δικιά του παγίδα; Τώρα τον είχε προειδοποιήσει. Μπορεί ακόμα να μην το ήξερε, αλλά τον είχε προδιαθέσει. Ένας μηχανισμός μέσα του θεμελίωνε κιόλας οχυρωματικά έργα.
Μέτρησε είκοσι αγχωμένα λεπτά και πήγε ακροπατώντας μέχρι την κλειστή πόρτα τής κρεβατοκάμαρας. Έσκυψε και κοίταξε από την κλειδαρότρυπα. Ο Βασίλης είχε αποκοιμηθεί κρατώντας τη δικογραφία στα χέρια. Ωραία. Άνοιξε την πόρτα με προσοχή, σαν χειρουργός σε κρίσιμη επέμβαση. Έκανε δυο τρία βήματα στο παρκέ. Ποτέ δεν είχε προσέξει πόσο έτριζε το καταραμένο ξύλο. Ο Βασίλης σάλεψε κι εκείνη ακινητοποιήθηκε κρατώντας την ανάσα της. Το φως τού αμπαζούρ στο κομοδίνο έριχνε αρπακτικά τη σκιά της πάνω του. Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι της κι έπιασε τα χαρτιά. Τα τράβηξε απαλά, τόσο απαλά που τρόμαξε όταν αυτός άνοιξε αίφνης τα βλέφαρά του, σαν να καραδοκούσε από ώρα την εισβολή τού εχθρού. Τα χέρια του έσφιξαν σπασμωδικά την πολύτιμη δικογραφία κι η φωνή του έκπληκτη και βραχνή «Τι είναι;» τη ρώτησε και την άφησε έκθετη στην αμηχανία της.
«Τίποτα, ήρθα να σού κλείσω το φως. Καληνύχτα». «Καληνύχτα».
Τα περίφημα χαρτιά έμειναν αδικαιολόγητα στα χέρια του και η Άννα έφυγε ηττημένη γι᾿ άλλη μια φορά.
Όταν ήρθαν τα παιδιά, τα καληνύχτισε και πήγε κι αυτή στο κρεβάτι. Ο Βασίλης είχε γυρίσει τώρα μπρούμυτα σκεπάζοντας με το σώμα του τη δικογραφία. Η Άννα κατάλαβε οτι έπρεπε να βρει άλλο τρόπο. Κι έπρεπε να τον βρει γρήγορα.
Το άλλο πρωί άνοιξε την ατζέντα της κι έψαξε το τηλέφωνο τού Μιχάλη. Εκείνος θα ξεκαθάριζε τα πράγματα, αν τον χειριζόταν με τρόπο. Ήταν μαζί του στο Λονδίνο. Ήξερε για την κοκκινομάλλα. Ίσως ήξερε και για την καινούρια. Κυρίως ήξερε τον Βασίλη καλά. Γνώριζε και τούς άντρες καλά, αυτό διατυμπάνιζε συνεχώς:
Είμαι ο μόνος γνήσιος εκπρόσωπος, Άννα μου, όλοι οι άλλοι είναι μεταλλαγμένοι, δεν τούς βλέπεις; Ο δικός σου σπατάλησε τόνους πολύτιμης τεστοστερόνης σε νομικά επιχειρήματα, ο Χρηστάκης σε παιδικές τροφές και ο Πάνος σε άγχος καταξίωσης. Γι᾿ αυτό μάς την έδωσε ο Θεός ρε μαλάκες;»
Οι εν λόγω μαλάκες τον άκουγαν και καταδιασκέδαζαν. Είχαν κι αυτοί ράμματα για τη γούνα του, αλλά τον άφηναν να λέει τα δικά του. Ας μιλήσει κι ένας άντρας ανοιχτά, ρε παιδί μου, θα σκέφτονταν από μέσα τους, αφού εμάς δε μάς παίρνει.
Ήταν ο μόνος τού κουαρτέτου που έμενε στην Αθήνα τον Αύγουστο. Εκτός των άλλων μισούσε και τις διακοπές, εφεύρεση κρετίνων τις αποκαλούσε. Κάθε άνοιξη ξόδευε ώρες στηλιτεύοντας αμείλικτα τον κοινωνικό ντετερμινισμό, που μάς στέλνει όλους, ένα ιδρωμένο πακέτο, διακοπές τον Αύγουστο και μάς ξεβράζει στα αθηναϊκά πεζοδρόμια ξανά την 1η Σεπτεμβρίου ακριβώς.
Σχημάτισε το νούμερο του, αλλά μόλις τον άκουσε το έκλεισε αμέσως. Τι στην ευχή θα τού έλεγε; Με ποια αφορμή θα μπορούσε να πάει να τον δει; Δεν ήταν ακριβώς κολλητή του μέχρι σήμερα. Τον αγαπούσε, όπως αγαπάμε ένα άταχτο σκυλί που το ᾿χουμε χρόνια σπίτι. Ήταν αυτονόητος. Αλλά δεν ήταν ακριβώς και φίλη του. Ούτε ακριβώς γυναίκα. Ήταν η γυναίκα τού φίλου του. Ξεχωριστή κατηγορία είχε φτιάξει, για να στριμώξει αυτήν, τη Μαρία και τη Δώρα. Η κατηγορία των, γυναικών χωρίς βυζιά και με αόρατους κώλους, τουλάχιστον για τα μάτια του. Σ᾿ αυτό το περίεργο ασεξουαλικό άσυλο μπαινόβγαιναν, υποτίθεται, και οι γκόμενες του για, τούς άλλους.
Θα τον αιφνιδιάσω, αποφάσισε η Άννα για να ξεφύγει από το λογικό αδιέξοδο. Είπε στα παιδιά να πάρουν κάνα κοτόπουλο ψητό για το μεσημέρι κι έφυγε τάχα για τη δουλειά.
«Πάλι κοτόπουλο;» ούρλιαξε ο Χάρης που είχε τις κακές του. «Θα βγάλουμε βυζιά!»
«Να βγάλετε», άκουσε έκπληκτη τον εαυτό της να απαντάει.
«Εγώ που έχω βγάλει να πάρω πίτσα;» ακούστηκε ειρωνική η φωνή τής Κατερίνας μέσα από τούς αφρούς τής οδοντόκρεμας.
Όταν χτύπησε το κουδούνι του, έτρεμε μήπως δεν τής ανοίξει. Όμως τής άνοιξε, έκπληκτος που άκουσε τη φωνή της από το θυροτηλέφωνο. Χρόνια είχε να πάει σπίτι του. Γιατί το σπίτι του δεν ήταν σπίτι. Ένα μεγάλο δωμάτιο ήταν, με όλα τα απαραίτητα έπιπλα μαζεμένα εκεί, να διαδηλώνουν μια φτιαχτή λιτότητα. Φτιαχτή γιατί τα πεταμένα ρούχα ήταν φανερά ακριβοπληρωμένα, τα κουβαριασμένα σεντόνια μεταξωτά και η μοναδική πολυθρόνα δια χειρός σκανδιναβού σχεδιαστή. Είχε φράγκα απ᾿ τον μπαμπά του ο Μιχαλάκης, γι᾿ αυτό έκανε και το μάγκα στους άλλους με τη μονογαμική του αφοσίωση στην έρευνα. Σιγά να μην έσερνε την επιστήμη του στα θλιβερά ελληνικά δικαστήρια. Σιγά μην πάθαινε έμφραγμα για να γίνει Λυκουρέζος.
«Έλα, ρε Αννούλα, πώς από δω; Δεν τρέχει τίποτα, φαντάζομαι...»
Προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει το μυστήριο ύφος της, πράγμα καθόλου εύκολο. Ήταν και ασυνήθιστος, εδώ που τα λέμε. Είχε εντάξει τις γυναίκες των φίλων του στην κατηγορία τους και δεν πολυασχολήθηκε να τις καταλάβει. Λάθος σου, πουλάκι μου, είπε από μέσα της χαιρέκακα η Άννα, τώρα είσαι άοπλος.
«Θέλω να σού ζητήσω κάτι, αλλά ντρέπομαι», είπε τελικά η Άννα μ᾿ ένα ολοκαίνουριο νάζι που τον θόλωσε.
«Τι ρε, λέγε, εμένα ντρέπεσαι;»
Τώρα είχε ανάψει την περιέργειά του για τα καλά. Όσο η Άννα δεν άνοιγε τα χαρτιά της, τόσο αυτός φούντωνε κι έκανε άλματα με το μυαλό του.
«Θα πιεις κάτι;» Αποφάσισε να τής δώσει χρόνο να χαλαρώσει.
«Μια πορτοκαλάδα, αν υπάρχει, ευχαριστώ».
Έβαζε την πορτοκαλάδα μισοστραμμένος προς την πλευρά της.
«Λοιπόν, θα μού πεις ή θα με σκάσεις;» τής είπε τελικά, αφού δεν έβλεπε φως.
«Είναι μια συνάδελφος στη δουλειά, για χάρη της ήρθα μέχρι εδώ...»
«Ε, και τι;»
«Αυτή έχει μια κόρη... φοιτήτριά σου», ξεφούρνισε τάχα μαγκωμένα η Άννα.
«Όχι, ρε πούστη, κι εσύ ρουσφέτι;»
«Δε γίνεται, ε;» τα μάζεψε εκείνη αμέσως.
«Τι χρωστάει;»
Η φωνή του ακούστηκε μαγκωμένη. Ζορίστηκε ο φουκαράς. Πρώτη φορά τού ζητούσε χάρη η Άννα και δεν τού πήγαινε η καρδιά να την αποπάρει.
«Τι με ρωτάς, ρε Μιχάλη; Το μάθημά σου χρωστάει, γι᾿ αυτό ήρθα σε σένα. Άλλωστε έχει δώσει το κορίτσι και πήγε καλά».
«Τότε εμένα τι με θες;»
«Έγραψε καλά, αλλά την κόψατε την κακομοίρα. Εγώ σού ζητάω μόνο να ξαναδείς το γραπτό της με προσοχή κι αν δεν αξίζει, μην την περάσεις».
«Κάτσε, ρε Αννούλα, τι νομίζεις δηλαδή; Τα άλλα τα γραπτά πώς τα βλέπω; Αφηρημένος;»
Η Άννα το βούλωσε, γιατί το παρατράβηξε και κόντευε να τον εκνευρίσει τον άνθρωπο. Όμως ο θυμός του δεν κράτησε πολύ.
«Άντε, καλά, πες της να περάσει απ᾿ το γραφείο, μόλις ανοίξει η Σχολή. Είναι καλή τουλάχιστον;» είπε με το κυνηγετικό του χαμόγελο ξανά στα χείλη. Ήταν διάσημος για το κυνήγι φοιτητριών, κόντευε να τού βγει το όνομα στη Σχολή.
«Καλή... για κόρη σου. Για δεκαεφτά χρονών παιδάκι μιλάμε, ρε Νέρωνα. Έχει κερδίσει και χρόνο».
«Ο δρόμος προς την Κόλαση είναι στρωμένος με τέτοια παιδάκια, Αννούλα μου...»
Η Άννα έβλεπε τη σαρκοβόρα λάμψη στο μούτρο του, τις κόρες διασταλμένες, τα χείλη υγρά. Οραματιζόταν τα θύματα τού επόμενου εξαμήνου, παρατεταγμένα στα θρανία τους να τον περιμένουν να μπει στην αίθουσα. Αχ, η γοητεία τής πρώτης συνάντησης, αυτό το γιγαντιαίο ραντεβού με όλη την τάξη... Αυτός όφειλε να προβάλει απ᾿ την πόρτα ξαφνικά, μακρινός και κοντινός μαζί, δικός σας μα ποτέ ολόκληρος, κούκλες. Εκείνες θα προσπαθούσαν να πνίξουν ένα ομαδικό αααα! υπαγορευμένο μάλλον από την προηγηθείσα φήμη του παρά από τη φυσική του παρουσία. Τα μάτια τους δε θα ᾿βλεπαν ποτέ την πραγματική του εικόνα, τα μαλλιά που αποχαιρετούσαν το κεφάλι του, τα πόδια που έπλεαν αγύμναστα στο ακριβό του τζιν. Θα τον άρπαζαν τυφλά, μόλις διάβαινε το κατώφλι τού αμφιθεάτρου Σαριπόλων και θα τον σήκωναν δέκα πόντους πάνω απ᾿ το έδαφος, θριαμβευτή ενάντια στη βαρύτητα, ενάντια στην απροκάλυπτη εχθρότητα του χρόνου, ενάντια στο θάνατο τελικά. Και στα μάτια αυτά θα θρονιαζόταν για τα καλά, αναμνηστικές δόσεις τρεις φορές την εβδομάδα, για έναν ολόκληρο χρόνο. Τι ωραία που θα ξεχειμώνιαζε μέσα στη ζέστη αυτών των ματιών, βυθισμένος στις δυνατότητες που τού πρόσφεραν υποταγμένα, τις δυνατότητες που ποτέ δε θα εξαντλούσε, γιατί δεν ήταν αυτό που τον ενδιέφερε. Δεν ήθελε να τα πηδήξει. Τι να πηδήξεις από δαύτα, τελείως ψόφια θα είναι στο κρεβάτι. Στα εξήντα άμα βρικολακιάσει κι έχει ανάγκη φρέσκο αίμα ίσως... Τώρα μόνο να θαυμαστεί απροκάλυπτα ήθελε, να ειδωλοποιηθεί, να μπορεί να λέει την κάθε μαλακία που τού ᾿ρχεται και να τον παίρνουν σοβαρά, να παθιάζονται ψάχνοντας για κρυμμένα νοήματα.
Και τ᾿ αγόρια; Να μην ξεχνάμε και τ᾿ αγόρια εδώ είναι το πιο μεθυστικό σημείο τής ιστορίας. Αυτά τα υπέροχα στιβαρά κορμιά, τούτοι οι άντρες-παιδιά, κατά τις στατιστικές στο άνθος των σεξουαλικών τους επιδόσεων, μουδιασμένοι κι αυτοί από το δηλητήριό του, νικημένοι πριν ξεκινήσει ο αγώνας, ο απροκάλυπτα πουλημένος αγώνας. Πότε άλλοτε, σε ποια φανταστική ζωή, σε ποιο ανδρικό παράδεισο θα μπορούσε να βάλει κάτω τόσα αρσενικά μαζί, τόσα νεότερα, ωραιότερα, δυνατότερα αρσενικά, χωρίς να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι;
Η Άννα πρόσεξε ότι την κοιτούσε περίεργα. Ο άνθρωπος δε διάβαζε τις σκέψεις της, απλώς απορούσε. Γιατί τον κοίταζε σαν αναστημένο τυρανόσαυρο τόση ώρα; Είπε τίποτα περίεργο;
«Μού βάζεις λίγη πορτοκαλαδίτσα ακόμα, ρε Μιχάλη... Έχω σκάσει απ᾿ τη δίψα». Κι ενώ εκείνος ξανασηκωνόταν πρόθυμα, αποφάσισε να μπει στο ψητό. «Με τσακίζει αυτή η ζέστη... Ξέρεις πού θα ᾿ θελα να είμαι τώρα; Λονδινάκι... Να ᾿μουν αραχτή σε κάνα δασάκι στο Hamstead και να ταΐζω τούς σκίουρους φιστίκια».
«Μετά από μια παραγωγική μέρα στου “Harrods” φυσικά...» μπήκε αμέσως στο κόλπο αυτός. «Θα ᾿πεφτες και στις εκπτώσεις, τυχερούλα». Τής έδωσε το ξαναγεμισμένο ποτήρι. «Πάρε τώρα αυτό. Με αγάπη από την Αθήνα».
«Αφού κάθομαι και χαζεύω τα άλμπουμ απ᾿ τα ταξίδια μας, τέτοια ψύχωση μ᾿ έχει πιάσει».
Όσο μιλούσε, σηκώθηκε και πλησίασε τη βιβλιοθήκη του. Από κει που καθόταν διέκρινε κάτι που έμοιαζε με άλμπουμ και δεν ήθελε να χάσει χρόνο.
«Δεν είναι τίποτα. Το επόμενο στάδιο να φοβάσαι. Άμα αρχίσεις να συχνάζεις στο μπαρ τού ανατολικού αερολιμένα για καφέ...»
Η Άννα είχε πλευρίσει τα άλμπουμ κι ετοιμαζόταν ν᾿ απλώσει χέρι, λέγοντας ταυτόχρονα, χωρίς να τον κοιτάζει.
«Φωτογραφίες έχουν αυτά, ε; Να χαζέψω λιγάκι να παρηγορηθώ;»
Ο Μιχάλης σήκωσε τούς ώμους. Την άφησε να ξεφυλλίσει και πήγε να φτιάξει έναν καφέ παραξενεμένος για την ξαφνική αδιακρισία της, αλλά όχι και τόσο. Στο κάτω κάτω έτσι είναι οι γυναίκες, ρε φίλε, τι να κάνουμε τώρα, χώνουν τη μούρη τους παντού: στη ζωή σου, στο πορτοφόλι σου, στις φωτογραφίες σου...
Η Άννα πάλι ευχόταν να τραβήξει σε μάκρος αυτός ο φραπέ, να μην ξεκολλάνε τα παγάκια απ᾿ τη θήκη τους, να μη γυρίσει και τη δει να ξεφυλλίζει με τρελή μανία τα άλμπουμ, να πηδάει εκνευρισμένη τις σελίδες με τα αθώα παιδικά του χρόνια, ν᾿ αδιαφορεί για τα φοιτητικά του σκανδαλάκια, να γλιστράει πάνω από τα χρόνια των μεταπτυχιακών του σπουδών στη Γερμανία και να πλησιάζει τρεμάμενη στο 1994 όπου κατοικούσε ο εφιάλτης της, το ταξίδι στο Λονδίνο. Διακοπές στη Σαντορίνη, όχι, τα γενέθλιά του στο City, όχι, όχι, πού είναι το Λονδίνο, δεν έβγαλε καμιά φωτογραφία στο Λονδίνο; Ασφαλώς και. έβγαλε, τι συνεπής νάρκισσος θα ήταν. Να τος... Εδώ τον έχουμε...
Η Άννα χαλάρωσε και κοίταξε με προσοχή τα ευρήματά της, ακούγοντας τα παγάκια του να βροντοχτυπιούνται στο σέικερ. Ο Μιχάλης με μια γιαπωνέζα και έναν απροσδιόριστο δυτικό προφέσορα έξω από το ξενοδοχείο «Diplomat» με τα καρτελάκια τους στο πέτο, σαν αδελφές νοσοκόμες. Ο Μιχάλης με τον Βασίλη και τρεις άλλους κάθονται στη δεύτερη σειρά τής αίθουσας συνεδρίων. Μάλλον διάλειμμα, γιατί μιλάνε σκυμμένοι μπροστά. Ο Μιχάλης, ο Βασίλης και μια όμορφη, ψηλόλιγνη γυναίκα με κόκκινα μαλλιά, τραβηγμένα σε αλογοουρά, στα σκαλοπάτια τού Βρετανικού Μουσείου! Τα δυο αγόρια πιασμένα αγκαζέ πολύ σφιχτά και παιχνιδιάρικα, κι εκείνη στο πάνω σκαλοπάτι κοιτούσε με αφ᾿ υψηλού συγκατάβαση τα φιλαράκια. Έτσι είναι τα φιλαράκια... Μαζί σε χαρές και σε λύπες, μαζί στους γάμους, μαζί και στα κερατώματα.
«Ποια είναι αυτή, ρε Μιχάλη; Κάπου την ξέρω και δε μού ᾿ρχεται. Ήταν συμφοιτήτριά μας;»
Το δεξί της χέρι έβαζε τώρα το άλμπουμ κάτω από τη μούρη του, ενώ τα μάτια της κατέγραφαν λεπτομερώς τις αντιδράσεις. Έλα, Μιχαλάκη, πες κάτι γρήγορα.
«Όχι, ρε, τι συμφοιτήτριά μας, πώς σού ᾿ρθε;»
Ρε, την παλιοσουπιά πώς ξεγλιστράει.
«Τότε ποια είναι;»
Ξύνει το πιγούνι του, σκέφτεται τάχα, ζορίζεται το μωρό μου.
«Ξέρω γω; Μια τύπα που ήταν στο συνέδριο... Ήρθε μαζί μας στο μουσείο, τής προσκολλήσεως. Ρε συ, ξέχασα να σού βάλω πάγο. Θες κανένα παγάκι;»
Όχι, γλυκέ μου, δε θέλω πάγο. Να μιλήσεις θέλω.
Ελληνίς ή αλλοδαπή; Καλά, φοβερό το κόκκινο μαλλί ...»
«Ελληνίδα είναι. Μ᾿ έναν καλό κομμωτή κι εγώ θα έμοιαζα με Ιρλανδό».
Έλα τώρα, Μιχαλάκη, μην το γυρίσουμε στα χρωμοσαμπουάν...
«Ποινικολόγος, ε;»
Εδώ άρχισε να ενοχλείται για τα καλά. Τον έζωσαν τα μαύρα φίδια. Αυτό ξεπερνούσε τα όρια τής τυχαίας περιέργειας. Η Άννα το ήξερε, αλλά δεν μπορούσε ν᾿ αποφύγει την κρίσιμη ερώτηση.
«Δε νομίζω. Κάποιον συνόδευε μάλλον. Τούς συναδέλφους τούς ξέρω όλους».
Δηλαδή τώρα τι μάς λέει; Ότι θα έβλεπε αυτός την άγνωστη γκομενάρα να περιφέρεται στο συνέδριο και δε θα ρωτούσε το ιστορικό της;
Τής άρπαξε το άλμπουμ απ᾿ τα χέρια, γύρισε νευρικά τρεις σελίδες, βρήκε μια φωτογραφία του στη Νέα Υόρκη και τής την έχωσε στα μούτρα με απεγνωσμένη βιασύνη.
«Αυτήν εδώ την είδες; Μιλάμε για χλιδάτη ζωή, όχι αηδίες...»
Παναγίτσα μου, τι κακός ηθοποιός ήταν! Το χέρι του έτρεμε πάνω σε μια ελεεινή φωτογραφία του στο εσωτερικό τού καρακιτσάτου ουρανοξύστη τού Tramp και τής Ιβάνας. Καταρράκτες, φωτάκια, πλαστικά φυτά, σαν εφιάλτης από τη Δυναστεία. Αλλά τι να κάνει; Αυτή τη φωτογραφία βρήκε μπροστά του, αυτήν τής έδειχνε.
«Μπα, σ᾿ τη χαρίζω τη Νέα Υόρκη. Χίλιες φορές Λονδίνο».
Το είπε μόνο για να διασκεδάσει με την παράταση τής αγωνίας του. Δεν είχε σκοπό να συνεχίσει. Από δω και πέρα θα ήταν σκέτη χασούρα. Δεν ήταν και χαζός ο άνθρωπος, κοτζάμ ποινικολόγος. Άλλο μαλάκας, άλλο χαζός.
«Ποπό, άργησα, ρε γαμώτο. Για ρουσφέτι ξεκίνησα και στο Μανχάταν κατέληξα...»
Την ξεπροβόδισε πανευτυχής. Γιατί τώρα τελευταία όλοι την αποχαιρετούσαν με αναστεναγμούς ανακούφισης; Με φοβούνται; Είναι γραμμένο στο μέτωπό μου: ΠΡΟΣΟΧΉ, ΣΑΛΤΑΡΙΣΜΈΝΗ; Ή μήπως είναι επειδή για πρώτη φορά τούς πιέζω, εγώ η μις καλόβολη, η βαρόνη Σταφ των μικροαστών, τούς φέρνω σε δύσκολη θέση, απαιτώ κι εγώ κάτι απ᾿ αυτούς; Δεν είχε και τόση σημασία. Ό,τι ήθελε να μάθει, το έμαθε. Η γυναίκα αυτή δεν ήταν μια τυχαία γνωριμία στο συνέδριο, δεν ήταν ποινικολόγος ούτε σύζυγος ποινικολόγου. Η γυναίκα αυτή συνόδευε τον Βασίλη. Για να μη σού πω ότι ήταν καταχωρημένη στη λίστα «σύζυγοι- παιδιά», δίπλα στο όνομα Β. Νeofotistou.
Στο ασανσέρ τής ήρθε η φοβερή ιδέα. Γέλασε στον καθρέφτη, πατώντας πάλι το κουμπί για τον τέταρτο. Μανούλα, είχες άδικο να λες ότι δεν τα παίρνω. Εδώ αποδεικνύεται πανηγυρικά ότι έχω φλέβα. Βγήκε αθόρυβα κι έφτασε μπροστά στην κλειστή πόρτα τού Μιχάλη σαν κλέφτρα. Μετά κόλλησε το αυτί της στο ξύλο και περίμενε. Φυσικά, μιλούσε στο τηλέφωνο. Φυσικά, μιλούσε στον Βασίλη. Μόνο που δεν μπορούσε να τ᾿ ακούσει όλα. Κάτι «Μαλάκα, πρόσεχε», έπιασε κι έπειτα: «Πότε θα ξεμπερδέψεις απ᾿ τη δίκη... Την τηλεόραση φοβάμαι... Δεν είναι να μυριστούν σόου τα κοράκια, θα σάς πάρουν από πίσω. Το ξέρω ότι δεν είναι η μεγάλη υπόθεση, αλλά αν δεν έχουν τίποτα πιο ζουμερό θα σάς παραλάβουν, σ᾿ το λέω...»
Άρα τα δύο πρόσωπα συνδέονται, καλά το είχε καταλάβει. Αλλιώς γιατί να μπερδέψει ο Μιχάλης τη δίκη με αφορμή το Λονδίνο. Αυτό που έμενε να μάθει ακόμα, ήταν πώς ακριβώς συνδέονται. Και γιατί φοβόταν την τηλεόραση.
Βγήκε στο δρόμο τρομαγμένη από την άγρια χαρά με την οποία σχημάτιζε το παζλ τής εξαθλίωσής της. Την παράλογη χαρά. Ήταν σαν να ᾿χαν ξεκινήσει μια κούρσα θανάτου αυτή και ο Βασίλης, κι εκείνη τον κέρδιζε κλέβοντας, για να φτάσει πρώτη στο τέρμα. Όμως στο τέρμα ήταν ο γκρεμός και ο νικητής απλώς θα έπεφτε πρώτος.
Η ερώτησή της έμελλε ν᾿ απαντηθεί πολύ σύντομα. Ο Κυριακίδης αποδείχτηκε τσάκαλος αυτή τη φορά. Κατάλαβε ότι δε θα ᾿παιρνε τα υπόλοιπα φράγκα, αν δεν κουνιόταν γρήγορα. Η πελάτισσα δεν κρατιόταν με τίποτα. Ας τον πλήρωνε για τη δουλειά κι ας τον πετσόκοβε το δικό της με την ησυχία της μετά. Δεν είμαστε και κοινωνικοί λειτουργοί. Αυτός τη δουλειά του έκανε. Πρώτον καλωδίωσε το τηλέφωνο τής γκόμενας. Έξι κασέτες η σοδειά. Έχει και σκαρταδούρα, αλλά έχει και κάτι λαυράκια... Τ᾿ ακούς και φτιάχνεσαι, που λέει ο λόγος. Το δουλεύει καλά το μαγαζί η καριολίτσα... Έπειτα έτρεξε στο «Ίδρυμα Τύπου» και φωτοτύπησε όλες τις εφημερίδες που έκαναν το Δεκέμβριο ρεπορτάζ για το έγκλημα. Ε, ρε, τι χάνεις, άμα δε διαβάζεις τις κίτρινες φυλλάδες. Φοβερό βυζί η γκόμενα, πού τη βρήκαν τη φωτογραφία της με τόπλες τα κοράκια; Πάντως κι εγώ θα έριχνα καμιά μπαλωθιά γι᾿ αυτό το βυζί. Στον αέρα όμως, όχι να μάς πάνε και μέσα... Να μάθει η μαντάμ να μην κουνάει την ουρά της. Τα έσκασε χοντρά, την έκανε φίρμα ο άνθρωπος και μετά τον έφτυσε. Τι λε, ρε τσουλάκι, σοβαρά; Θεατρίνα δεν είσαι, τι περιμένεις, μπέσα; Πάντως τής πήγαινε καλύτερα το κόκκινο μαλλί. Φωτιά και λαύρα, ασυνήθιστο. Τι μανία τις πιάνει τις γκόμενες να τ᾿ αλλάζουν κάθε τόσο. Άσ᾿ τα, τα μαλλάκια σου ήσυχα, κυρά μου, να κάνουμε κι εμείς τη δουλειά μας... Πρέπει δηλαδή να μπερδέψουμε τα μπούτια μας τελείως;
Και καλά το μαλλί... Το μάτι πώς το ᾿κανε γαλανό, ρε πούστη;
Η Άννα πήρε το κλειδί από τη ρεσεψιόν τού «Χίλτον» και προχώρησε προς τα ασανσέρ προσέχοντας να μην τη δει κανένα μάτι. Πάτησε το 5 και περίμενε με απίστευτη γαλήνη να μεταφερθεί πέντε ορόφους πιο πάνω, στο δωμάτιο 512, στο δωμάτιο που χρόνια μετά απ᾿ αυτήν, χιλιάδες βαλίτσες μετά, χιλιάδες αλλαγές ταπετσαρίας μετά, θα ανέδιδε τη μακάβρια μυρωδιά τού τρόμου της σε ανύποπτους γιαπωνέζους. Το δωμάτιο 512. Ένα κρεβάτι με πορτοκαλί κάλυμμα, μια μαύρη σακούλα πάνω στο κρεβάτι, δεκάδες αποκόμματα εφημερίδων μέσα στη σακούλα, έξι κασέτες μέσα στη σακούλα, μια γυναίκα πάνω στη σακούλα, απολύτως τίποτα μέσα στην ψυχή τής γυναίκας, μια αγωνία ίσως, όπως όταν πεθαίνεις και αναρωτιέσαι τι θα γίνει μετά.
Όταν ο Κυριακίδης τής παρέδωσε τη μαύρη σακούλα, περήφανος που κρατούσε ακόμα — τα ξετρύπωνε τα λαυράκια σαν κυνηγόσκυλο — που μπορούσε ακόμα να καταστρέφει τις ζωές των ανθρώπων, ούτε ρώτησε τι είχε μέσα. Το έβλεπες απ᾿ το ύφος του ότι τα είχε όλα. Είχε πιο πολλά απ᾿ όσα έπρεπε. Πιο πολλά απ᾿ όσα μπορείς ν᾿ αντέξεις Αύγουστο, ώρα έντεκα και είκοσι πέντε το πρωί. Τού έδωσε λοιπόν τα υπόλοιπα λεφτά του και το ᾿βαλε στα πόδια.
«Έι, πού πας;» τη ρώτησε έκπληκτος. «Δε θα το συζητήσουμε το θέμα;»
Με σένα; ήθελε να τού πει, είδες ποτέ κανένα πτώμα να το συζητάει με το νεκροθάφτη του;
Τότε αποφάσισε για το ξενοδοχείο. Το Πόρτο Ράφτη ήταν κινούμενη άμμος, γεμάτη από δεκαπεντάχρονα εξαγριωμένα από τις ορμόνες που αλώνιζαν κυριολεκτικά στα σωματάκια τους. Ένας φίλος τού Χάρη και δυο φίλες τής Κατερίνας είχαν στριμωχτεί σε δυο δωμάτια από χτες και σχολίαζαν ακατάπαυστα την ανύπαρκτη ζωή τους. Τέτοια στοματική δραστηριότητα μαζεμένη είχε χρόνια να δει η Άννα. Χιλιάδες εμπαθείς λέξεις έβγαιναν απ᾿ τα στόματά τους. Πώς θα θυμόσαστε αυτό το καλοκαίρι είκοσι χρόνια μετά; αναρωτήθηκε με ξαφνική τρυφερότητα και αποφάσισε ν᾿ απομακρυνθεί απ᾿ το σπίτι. Δεν ήθελε να τούς βρωμίσει τη μελλοντική τους ανάμνηση.
Η νεοαποκτηθείσα γνώση, ότι κανένας δεν την πολυχρειαζόταν πια σ᾿ αυτό το σπίτι, την ανακούφιζε. Γέμισε το ψυγείο παγωτά, αναψυκτικά, φρούτα, τυριά κι έτοιμα κοτόπουλα. Είπε στους διπλανούς ότι κάτι σοβαρό συνέβη, και τούς ζήτησε να επιβλέπουν τα παιδιά. Είπε στον Βασίλη, από το τηλέφωνο φυσικά, ότι κάτι έτυχε στη μάνα της και θα πάει να μείνει μαζί της για λίγο, να προσέχει εκείνος τα παιδιά.
«Εγώ;» παραξενεύτηκε, λες και τού ζήτησαν να ταΐσει μωρό κοάλα σε θερμοκοιτίδα.
«Εσύ», τού απάντησε εκείνη κοφτά. «Ποιος περιμένεις να φροντίσει τα παιδιά σου; Οι γείτονες;»
Ενημέρωσε τη μάνα της ότι θα βρίσκεται στο «Χίλτον» και ότι τη χρησιμοποίησε για άλλοθι. Αν τη ζητήσουν στο τηλέφωνο, έχει πεταχτεί κάπου. Αν τη ρωτήσουν τι έχει, να πει πονοκεφάλους και πως φοβάται μην τής έρθει κανένα εγκεφαλικό.
«Α, που να φας τη γλώσσα σου, πουλάκι μου», κακάρισε η Μάνια από την άλλη άκρη τού τηλεφώνου. «Και δε μού λες... καλός;»
Αυτό το καλός ήταν καρυκευμένο με όλα τα απαγορευμένα αφροδισιακά μαντζούνια τού κόσμου. Τι τής λες τώρα ;
«Τι καλός, ρε μαμά, δεν πρόκειται περί αυτού».
Και περί ποίου πρόκειται τότε, αφού δεν πρόκειται περί αυτού;» Η φωνή της τελείως απαρηγόρητη πλέον. Έχασε ακόμη μια ευκαιρία να ξεφαντώσει μέσω τρίτου.
«Δεν μπορώ να σού πω τώρα, θα σού τηλεφωνήσω κάποια στιγμή».
«Α, Αννούλα, δεν είσαι εντάξει... Αν δε μού πεις, δεν κλείνω, σ᾿ το λέω».
Τώρα έπαιζε. Ήθελε κανένα αλμυρό σχολιάκι, κανένα ορεκτικούλι, για ν᾿ αρχίσει τη μέρα της ευχάριστα. Δεν μπορεί κάποιο λάκκο θα ᾿χει αυτή η φάβα...
«Μαμά, σύνελθε! Δεν είμαι καλά, δε μ᾿ ακούς; Τι θες τώρα;»
Η Άννα τής έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει να κάνει άλλη ερώτηση. Τουλάχιστον ήταν σίγουρη ότι θα τα μπάλωνε, αν τη ρωτούσαν κάτι. Η Μάνια ήταν διπλωματούχος στην παραπλάνηση.
Έτσι η Άννα βρέθηκε μόνη, απαλλαγμένη απ᾿ όλα, απ᾿ όλους, στο κέντρο τής Αθήνας, στο δωμάτιο 512 τού «Χίλτον». Ένα φωτεινό μοναστικό κελί με κλιματιστικό και ταχύτατο room service. Πάνω στο κρεβάτι μια μαύρη σακούλα την περίμενε κι εκείνη δεν τολμούσε ούτε να την ακουμπήσει. Σαν κάποιο αρχαίο εγκεφαλικό της κύτταρο να θυμόταν ακόμα τις συμφορές που τράβηξε πάνω του αυτός που άνοιξε το κουτί τής Πανδώρας.
ΝΕΑΡΉ ΗΘΟΠΟΙΌΣ ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ
ΤΗΝ ΠΥΡΟΒΌΛΗΣΕ ΣΤΑ ΠΌΔΙΑ Ο ΕΡΑΣΤΉΣ ΤΗΣ
ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΦΎΓΕΙ
«Έθνος», 15.4
Η ερωτική απελπισία κόντεψε να οδηγήσει στο έγκλημα τον 49χρονο επιχειρηματία Α. Θωμόπουλο χτες το απόγευμα στην Καστέλα. Η ώρα ήταν περίπου έξι, όταν οι κάτοικοι τής οδού Λουκά Ράλλη στην Καστέλα αναστατώθηκαν από τις φωνές τής Μαργαρίτας Χρούση. Ο εδώ και τέσσερα χρόνια εραστής της είχε μόλις πυροβολήσει δυο φορές στα πόδια την 32χρονη ηθοποιό τού θεάτρου και τής τηλεόρασης. Λίγα λεπτά μετά, ο Θωμόπουλος σε έξαλλη κατάσταση βγήκε στους δρόμους και διαβεβαίωνε τούς έκπληκτους γείτονες ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει το θύμα. Όταν αργότερα συνειδητοποίησε τι έκανε, προσπάθησε να το βάλει στα πόδια, αλλά συνελήφθη από το διοικητή τού 4ου αστυνομικού τμήματος Καστέλας Ευάγγελο Καραχάλιο και τον αστυνομικό Σ. Τσαλαχούρη. Οι γείτονες περιγράφουν το δράστη — παντρεμένο αλλά εν διαστάσει και πατέρα δύο παιδιών— ως άνθρωπο που δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα. Ζούσε στην περιοχή εδώ και τέσσερα χρόνια με το θύμα. Πρόσφατα όμως η Χρούση τού ζήτησε να χωρίσουν και εγκατέλειψε την κοινή τους κατοικία, γεγονός που έφερε σε απελπισία το δράστη. Η νεαρή ηθοποιός δεν έκανε δηλώσεις στους δημοσιογράφους κατά την είσοδό της στον Ευαγγελισμό.
Η ΜΑΡΓΑΡΊΤΑ «ΜΆΔΗΣΕ» ΤΟ ΛΕΦΤΆ ΤΟΥ
ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΡΆΤΗΣΕ
«Λοιπόν» 17.4
Αχ, Μαργαρίτα... Πώς τού την έφερες έτσι τού φουκαρά τού Θωμόπουλου... Για να θυμίσουμε σε όσους ξέρουν και να ενημερώσουμε όσους δεν ξέρουν, ο καλός επιχειρηματίας ανακάλυψε τη Χρούση σε πρωτοποριακό δήθεν θίασο ξέρετε τώρα, απ᾿ αυτούς που κυνηγάνε με το τουφέκι τούς θεατές και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Και τι δεν έκανε για κείνην από τότε... Άφησε τη γυναίκα του και τα παιδάκια του στα κρύα τού λουτρού, τής βρήκε θέατρο στην εμπορική πιάτσα, την επέβαλε στο θίασο, τής εξασφάλισε σίριαλ στον Αντένα (ακόμα το φυσάει και δεν κρυώνει η Χριστίνα Πασά, που τής έφαγε το ρόλο μπαμπέσικα παρά τη στενή, όπως λένε οι κακές γλώσσες, γνωριμία της με τον Μίνω), την έκανε άνθρωπο με λίγα λόγια. Γιατί με τα υπόγεια και την κουλτούρα δεν αγοράζονται τα «Αρμάνι», αγάπη μου, και σένα τα τραβάει ο οργανισμός σου... Άλλο που μόλις γέμισε η ντουλάπα και το θέατρο, πού την είδατε, πού την απαντήσατε τη Μαργαρίτα... Πού να το ᾿ξερε ο Θωμόπουλος, την ώρα που τη «σπίτωνε» στη βίλα τής Καστέλας, ότι αντί να βγει νυφούλα, θα τη βγάζανε τέσσερις απ᾿ αυτήν. Τέλος πάντων, εμάς λόγος δε μάς πέφτει, αλλά το σωστό το λέμε, Μαργαρίτα. Δεν τού φέρθηκες ντόμπρα τού ανθρώπου, γι᾿ αυτό άσε τις μηνύσεις, γιατί θα γελάσουμε πολύ.
Η ΜΑΡΓΑΡΊΤΑ ΧΡΟΎΣΗ ΜΕΤΆ ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΊΟ
ΣΤΗ ΜΉΔΕΙΑ ΤΟΎ ΒΟΥΤΥΡΆ
«Νέα» 5.6
Ο Αντρέας Βουτυτυράς μετά από τρεις μήνες αναζήτησης φαίνεται ότι βρήκε την ιδανική Μήδεια. Όπως μάς πληροφορούν οι πηγές μας, η Μαργαρίτα Χρούση, η νεαρή ηθοποιός που δέχτηκε προ μηνός δυο σφαίρες στο πόδι από τον ζηλότυπο και ευτυχώς άστοχο εραστή της, απέδειξε ότι μπορεί να εμπνεύσει ορμητικά συναισθήματα στη ζωή όπως και στην τέχνη. Ο θίασος θ᾿ αρχίσει σύντομα εντατικές πρόβες και αναμένεται να εντυπωσιάσει το κοινό τού Φεστιβάλ Αθηνών τον Αύγουστο.
Η ΜΑΡΓΑΡΊΤΑ ΧΡΟΎΣΗ ΚΑΤΕΘΕΣΕ ΑΓΩΓΗ
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΎ Α. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ
«Ελευθεροτυπία» 7.5
Η καλή ηθοποιός επισφράγισε το δράμα που ξετυλίχτηκε στην Καστέλα φέροντας την πολύκροτη υπόθεση τού τραυματισμού της στα ελληνικά δικαστήρια. Ο επιχειρηματίας Α. Θωμόπουλος κατηγορείται για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, ενώ η υπεράσπισή του, κατά πληροφορίες, θα προβάλει το ελαφρυντικό τής μέτριας συγχύσεως — ο δράστης είχε καταναλώσει σημαντικές ποσότητες αλκοολούχων ποτών πριν από την απόπειρα και τού προτέρου εντίμου βίου. Το ενδιαφέρον σημείο τής όλης υπόθεσης είναι ότι οι φήμες φέρουν την εν διαστάσει σύζυγο τού Θωμόπουλου να τού συμπαρίσταται ενεργά και να καταθέτει ως μάρτυς υπεράσπισής του ενώπιον τού δικαστηρίου.
ΚΑΣΕΤΑ ΧΡΟΥΣΗ (ΟΙΚΙΑ) Νο 3
(Παράσιτα).
«Έλα... Σε ξύπνησα;»
(Χασμουρητό) «Μμμμμ...»
«Έλα τώρα, που κάνεις και τη δύσκολη... Αφού ήθελες να μ᾿ ακούσεις, δεν ήθελες;»
«Μμμμμ...»
«Είναι πεσμένο το μωρό μου ή μού φαίνεται;»
«Σού φαίνεται...»
«Νυσταγμένο τότε;»
«Ούτε...»
«Για να δούμε... Πεινασμένο;»
(Γέλια) «Το βρήκες! Αυτό είναι. Πεινασμένο. Και δεν υπάρχει κανένας να τού φέρει ένα κρουασανάκι στο κρεβάτι...»
«Ε, όχι και κανένας... Εγώ πάλι ξέρω ένα καλό παιδί, που είναι έτοιμο να σού φέρει κρουασανάκι...»
«Ναι, αλλά πότε; Εγώ τώρα πεινάω...»
«Τώρα θα σ᾿ το φέρει, ρε χαζό...»
«Τότε θα κάτσω ήσυχη ήσυχη στο κρεβατάκι μου και θα το περιμένω...»
«Ο.Κ. Έφτασε!»
«Ο.Κ. Σοκολάτα, έτσι;»
«Πάλι σοκολάτα, βρε άταχτο;»
«Να μού κάνεις τη χάρη. Δε δικαιούμαι σαν παιδί κι εγώ ν᾿ αμαρτήσω;»
«Αμάρτησε, γλυκιά μου, ελεύθερα... Άλλωστε εμένα με συμφέρει...»
«Γιατί;»
«Γιατί ψοφάω γι᾿ αμαρτωλές...»
«Α, μπα;»
«Μάλιστα. Μη με απασχολείς άλλο όμως, γιατί θα κρυώσει το κρουασανάκι σου και θα φωνάζεις...»
«Κοίταξε τον, που θα με βγάλει και στρίγκλα...» «Ε, δεν είσαι λιγάκι; Λιγάκι, τοσοδά δηλαδή...» «Πόσο;»
«Θα σού δείξω από κοντά».
«Δε μού λες, δεν έχεις δουλειά;»
«Αν έχω λέει...»
«Τότε πώς θα μού φέρεις κρουασανάκι;»
«Τι σε νοιάζει εσένα; Θα κάνω τα μαγικά μου κόλπα».
Η Άννα άρπαξε το κασετοφωνάκι και πάλεψε στα τυφλά με τα κουμπιά του, μέχρι να το κλείσει. Μετά άνοιξε το παράθυρο που έβλεπε στην πισίνα και το εκσφενδόνισε από ψηλά με μια θριαμβευτική κίνηση. Το μηχάνημα άστραψε για μια στιγμή στον ήλιο και προσγειώθηκε με μαθηματική ακρίβεια στον πάτο τής τιρκουάζ κηλίδας. Τότε η Άννα στράφηκε στις υπόλοιπες κασέτες, που την περίμεναν σαν νάρκες στο κρεβάτι. Με ένα στυλό άρχισε να τις ξετυλίγει, να τις τραβάει, να τις πατάει μία μία, καταστρέφοντάς τες με μεθοδική απελπισία πριν την καταστρέψουν. Όταν όλες βρέθηκαν με τα σπλάχνα χυμένα στο πάτωμα, στράφηκε στα αποκόμματα. Τα μάζεψε από τις γωνιές που είχαν σκορπιστεί και έβγαλε όσα είχαν απομείνει στη μαύρη σακούλα. Τα στρίμωξε στο μεταλλικό καλάθι των αχρήστων και μ᾿ ένα σπίρτο τούς έβαλε φωτιά. Να καούν. Να καούν οι βρωμιές. Να .. καούν οι λέξεις που την έσερναν αλυσοδεμένη στα σκοτάδια ενός άλλου κόσμου. Να εξαγνιστεί η ψυχή της.
Η φλόγα φούντωσε και για μια στιγμή απείλησε τη συνθετική κουρτίνα. Η Άννα τρομαγμένη κλότσησε το μεταλλικό καλάθι που αναποδογύρισε και έσπειρε φλογισμένα χαρτάκια σε όλη τη μοκέτα. Κρύος ιδρώτας την έλουσε κι άρχισε να πατάει με λύσσα τα επικίνδυνα χαρτιά που ολοένα τής ξέφευγαν. Έτρεξε στο μπάνιο και γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Όταν το σκόρπισε στη μοκέτα, είδε πως η κάπνα απλώθηκε περισσότερο. Η φωτιά είχε σβήσει, μα η κάπνα ήταν πάντα εκεί, χειρότερη ακόμα, πιο επίμονη. Τίποτα δε θα έβγαζε την αηδιαστική βρώμα τής κάπνας απ᾿ αυτή τη μοκέτα.
Η Άννα έψαξε στα τυφλά την τσάντα της κι έβγαλε ένα μπουκαλάκι. Άνοιξε το καπάκι του και το αναποδογύρισε στην παλάμη της. Κίτρινο και κόκκινο. Ο αγαπημένος της συνδυασμός. Κίτρινο και κόκκινο. Γιατί τής άρεσε τόσο πολύ; Πήρε ένα και το ᾿βαλε βαθιά μέσα στο στόμα της, όπως θα ᾿βάζε ένα πληγωμένο πουλί ξανά στη φωλιά του. Στη συνέχεια, το κατάπιε χωρίς νερό. Ύστερα πήρε ένα ακόμα. Το κατάπιε κι αυτό. Κίτρινο και κόκκινο. Υπέροχο φωτεινό κόκκινο και εκτυφλωτικό κίτρινο. Τώρα χρειάστηκε λίγο νερό. Ξάπλωσε αργά πάνω απ᾿ τα σκεπάσματα. Κίτρινο και κόκκινο, σκεφτόταν τη στιγμή που τα χέρια τού ύπνου την τραβούσαν έξω απ᾿ τον εαυτό της. Κόκκινο για τον έρωτά του και κίτρινο για τη ζήλια της.
ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
I
ΦΘΟΝΟΣ
Δαγκώνετε το δόλωμα όμως
κι έτσι στ᾿ αγκίστρι σάς τραβά ο εχθρός ο αρχαίος
DANTE, θεία Κωμωδία,
Καθαρτήριο, άσμα XIV
Άννα
Άκουγα τα χτυπήματα μια να βροντάνε δίπλα στο τύμπανό μου και μια ν᾿ αποσύρονται μακριά. Έπειτα έρχονταν φωνές. Πολλές φωνές. Άγνωστες. Κάτι προσπαθούσαν να πουν, αλλά δε μιλούσαν στη γλώσσα μου. Φωνές που ορθώνονταν μπροστά μου, κάθε που ξαναπροσπαθούσα να επιστρέφω στο τίποτα. Ύστερα κάποιος με άρπαξε απ᾿ το χέρι και με τράνταζε. «Άννα, Άννα», έλεγε μια φωνή πιο κοντινή απ᾿ τις άλλες, και πιο χρωματιστή, πιο οικεία. «Άννα», έλεγε, «παιδί μου».
Παιδί μου; Τι ανακούφιση... Φαίνεται ότι ήμουν κι εγώ παιδί κάποιου. Αυτός θα ᾿ρχόταν και θα έσπρωχνε όλες τις σκιές έξω. Θα μ᾿ έκλεβε από δω μέσα κι απ᾿ τη ζωή μου και θα με πήγαινε πίσω στο κρεβάτι, μέσα στο πάπλωμά μου ζεστά. Χαμογέλασα. Τι τύχη να είσαι το παιδί κάποιου. Εκείνος τώρα θ᾿ αναλάβει κι εγώ κουκουλωμένη θα τον περιμένω για το φιλί τής καληνύχτας.
«Παιδί μου», ξανάπε η φωνή, αλλά τώρα φοβήθηκα. Όχι, όχι δεν ήταν η σωστή φωνή αυτή. Κάποιο λάθος έγινε, τα χείλη μου ψέλλισαν και τα μάτια άνοιξαν για ν᾿ αντικρίσουν ένα τρομαχτικό πρόσωπο κολλημένο στα μούτρα μου. Μάτια μαύρα και στόμα κόκκινο τής φωτιάς. Ζαρωμένο. Μύριζε πούδρα. Μαύρο. Η μάνα μου. Πώς βρέθηκε δω η μάνα μου;
Άνοιξα οριστικά τα μάτια, για ν᾿ αντιμετωπίσω το νέο μου εφιάλτη. Η μάνα μου απέναντι με κοιτούσε κατάπληκτη ανάμεσα σε μια καμαριέρα και δυο υπαλλήλους τού ξενοδοχείου με καρτελάκια στο πέτο. Έριξα το βλέμμα στο πάτωμα. Η μάνα μου. Ντυμένη τοὐ κουτιού με τις πέρλες και τα σχετικά μακιγιάζ, εννοείται, η μάνα μου ανέλαβε να με ξυπνήσει και πάλι.
Ένα χέρι με βροντερά βραχιόλια κουδούνισε στ᾿ αυτί μου και μού σήκωσε το πιγούνι ψηλά.
«Τι τρέχει, αγάπη μου; Μάς τρόμαξες».
Την κοίταζα αμίλητη. Κι εγώ τρόμαξα, ήθελα να τής πω. Δεν είσαι μόνη σου σ᾿ αυτό τον κόσμο. Εγώ να δεις πόσο τρόμαξα.
Η Μάνια, με αέρα γυναίκας που μπορεί να χειριστεί ζόρικες καταστάσεις, έκανε ένα νεύμα στους καθηλωμένους υπαλλήλους, που παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τη σκηνή.
«Μπορείτε να πηγαίνετε. Μη σάς κρατάμε κι εσάς. Ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια».
Βγήκαν απ᾿ το δωμάτιο απρόθυμα. Αυτό ήταν αδικία. Μάς βάζουν στο έργο, σκέφτονταν, και μάς βγάζουν λίγο πριν από το τέλος, έτσι για να μείνουμε με την απορία, γαμώτο.
Η Μάνια άκουσε την ιστορία μου σπασμένη σε μικρές, ηττημένες λέξεις, μα δεν πολυκατάλαβε. Τίποτα καινούριο φυσικά. Ποτέ της δε με πολυκατάλαβε εμένα, ένα άχρωμο παιδί που σχεδόν υπνοβατούσα στη ζωή μου. Από μικρή με έβλεπε περισσότερο να παρατηρώ παρά να πράττω.
«Η ζωή είναι θέατρο, αγάπη μου», μού έλεγε συνέχεια, μήπως και μού εντυπωθεί. «Άρπαξε τον πρώτο ρόλο, γιατί θα σ᾿ τον αρπάξει κάποιος άλλος πιο γρήγορος. Γίνε πρωταγωνίστρια. Το έργο έτσι κι αλλιώς κρατάει τόσο λίγο. Δυο πράξεις, άντε τρεις έχεις στη διάθεσή σου. Μετά αυλαία για πάντα. Κατάλαβες;» Σκατά κατάλαβα. Την κοιτούσα μόνο μ᾿ αυτά τα αγελαδίσια μου μάτια και την άκουγα σχεδόν να σκέφτεται:
«Τίποτα να μην έχει πάρει από μένα αυτό το κορίτσι; Ούτε το μάτι μου το τσακίρικο...»
«Και ποιος σού είπε, ψωνάρα, ότι θέλω να γίνω πρωταγωνίστρια;» τής φώναξα μια φορά στα δεκάξι. Σιγά μην κώλωσε από την επαναστατημένη έφηβο.
«Ε, τότε γίνε ταξιθέτρια», μού απάντησε χολωμένη, «και ζήσε με τα φιλοδωρήματα».
Έκτοτε ένιψε τας χείρας της. Το καθήκον της το είχε κάνει. Ό,τι ήταν να πει, το είπε. Άλλο που εγώ δεν καταλάβαινα. Δε θα τα βάλουμε τώρα και με τα γονίδια. Αφού, σού λέει, ο χαρακτήρας μεταφέρεται με το DNA, αν θα είσαι ευέξαπτος, αν θα είσαι στομαχικός, όλα. Ε, για μένα αποφάσισε ότι πήρα ζαβλακωμένο DNA, Παπαδοπουλέικο. Ίδια ο θείος μου ο Νώντας, που τον είχε η Αριάδνη και τον έπαιζε γιο-γιο. Κι ο πατερούλης μου άλλωστε δεν πήγαινε πίσω... Χαλβάς ήταν κι εκείνος, γι᾿ αυτό και τα βρίσκαμε μεταξύ μας.
«Άντε, να σε μαζέψω εγώ εσένα τώρα! Τι μού κάθεσαι στο κρεβάτι σαν αναξιοπαθούσα και κλαψουρίζεις; Χτες γεννήθηκες, χρυσή μου; Τριάντα εφτά χρονών γαϊδούρα, τώρα το έμαθες ότι οι άντρες είναι καθίκια; Ότι κρέμονται απ᾿ το πουλί τους σαν μπούφοι τώρα το πρωτάκουσες; Εγώ τι σού ᾿λεγα ανέκαθεν; Δείξε σε οποιονδήποτε, μα σε οποιονδήποτε, άντρα έναν ωραίο κώλο και θα τον ακολουθήσει σαν σκυλάκι και στο διάολο ακόμα. Τέτοιοι είναι. Τελεία και παύλα και εξαίρεση καμία. Κι όποιος δεν κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε τίποτα στη ζωή του.
»Τώρα γιατί στην ευχή με κοιτάς έτσι; Είπα κάτι το τρομερό; Είπα απλώς ότι βρήκε κι ο άντρας σου έναν ωραίο κώλο και τον πήρε κι αυτός από πίσω. Σιγά το φοβερό γεγονός. A bientôt θα βαρεθεί και θα τον αφήσει να πάει στο καλό. Οπότε μη μού κάθεσαι και κλαις, γιατί θα γίνεις σαν μπαγιάτικη τσιπούρα. Τα χάλια σου τα βλέπεις; Μετά φταίει ο άντρας σου; Κοίτα μαλλί τζίβα, κοίτα φούστα... Τράβα, παιδάκι μου, να κάνεις έναν καθαρισμό προσώπου σε κάποιο ινστιτούτο, βάλε καμιά αμπούλα, λίγο κολαζέν, κόψε αυτό το μαλλί, βάλε πάνω σου κάνα θηλυκό ρουχαλάκι και θα δεις τότε ποιον κώλο θα κοιτάει ο Βασιλάκης... Άντε, και μη με συγχύζεις άλλο αυγουστιάτικα...»
Όταν γύρισα στο σπίτι ήμουν επιτέλους ήρεμη. Κάτι μέσα μου είχε αγγίξει μιαν ανείπωτη αλήθεια και ακαριαία είχε πεθάνει. Έτσι ήμουνα μέσα έξω παγωμένη, αλλά δεν πονούσα πια. Εκείνος ο πυρετός που γυάλιζε τα μάτια μου και πυρπολούσε τις χειρονομίες μου δεν υπήρχε πια. Τώρα και τα λόγια μου μπορούσα να ελέγξω και τα έργα. Ήμουν σαν ένας τρίτος που ρύθμιζε από τα παρασκήνια τις κινήσεις τής μαριονέτας.
Στο σπίτι ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Όλα όπως τα άφησα. Τα παιδιά βόλτα στην παραλία. Ο Βασίλης στο γραφείο. Εγώ περίσσευα. Μπορούσα κάλλιστα να μην εμφανιστώ. Τίποτα δε θα άλλαζε. Ωραία. Καλύτερα. Καλύτερα;
Τότε γιατί τόσα χρόνια πάσχιζα να ξεπαρκάρω γρήγορα και να οδηγήσω σαν παλαβή από τη δουλειά στο σπίτι, λες και θα καιγόταν συθέμελα αν αργούσα λίγο στο φανάρι; Γιατί έκανα μια τρελή διαδρομή από στάσεις στο φούρνο, στο σούπερ μάρκετ, στο καθαριστήριο, στο περίπτερο, να συγκεντρώσω όσα μού είχαν ζητήσει όλοι, να μη λείψει τίποτα, να μην αρχίζουν και τρίζουν τα δοκάρια τού σπιτιού μας, ν᾿ αντισταθούν στη διάβρωση, στη σκουριά τού έξω κόσμου. Και μόλις έβλεπα ένα λεκέ— ο Χάρης έπεσε στα μαθηματικά και τη φυσική αυτό το εξάμηνο— άρχιζα να τον τρίβω με μανία, να τον εξαφανίσω, να μην εξαπλωθεί. Ιδιαίτερα ο Χάρης, παιδοψυχολόγο ο Χάρης, πεντοχίλιαρο και βαθμό ο Χάρης. Οποιοδήποτε κόλπο ήταν καλό, αρκεί να πιάσει. Εκ τού αποτελέσματος πάντα.
Κι έπιασε. Δεκατέσσερα μαθηματικά ο Χάρης. Πάντα έπιανε. Γιατί όχι και τώρα; Τι άλλαξε τώρα; Τα πάντα. Αυτή τη φορά δεν ήταν ένας απλός λεκές. Ήταν πεσμένα τα δοκάρια τού σπιτιού και οι τοίχοι σωριασμένοι και το δικό μου το σώμα παγιδευμένο κάτω απ᾿ τα ερείπια. Ανεπιθύμητο. Άχρηστο. Αόρατο για τούς άλλους. Αόρατο και για μένα. Σαν τη Γουίνυ* στις ευτυχισμένες μέρες, τρελαμένη, θαμμένη απ᾿ το παρελθόν. Χωρίς μερίδιο στο μέλλον. Άλλοι θα το μοιραστούν αυτό. Μια άλλη ράτσα, με αστραφτερά γονίδια, με λάμπον DNA, με νικηφόρα μοίρα.
Άναψα ένα τσιγάρο στο σκοτάδι και κοίταξα μακριά τα φώτα τής παραλίας. Χιλιάδες μικρές λαμπερές κουκκίδες είχαν συνεργαστεί και χάραζαν το σκοτάδι μ᾿ ένα όνομα: ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ.
Το βράδυ την είδα στον ύπνο μου. Όχι όμως ζωντανή. Φαίνεται δεν άντεχα να τη δω ζωντανή. Πήγαινα, λέει, στο περίπτερο να πάρω εφημερίδα. Πλησιάζοντας βλέπω κόσμο μαζεμένο. Τρέχω κι εγώ να δω τι διαβάζουν έγινε πόλεμος, σκέφτηκα, χανόμαστε. Όμως αυτό που αντίκρισα ήταν το πρόσωπο τής Μαργαρίτας πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες. Σε κάποιες γελούσε αινιγματικά, σε άλλες κοίταζε ψηλά και μακριά σαν αυτοκράτειρα. Πανέμορφη. Σού έκοβε την ανάσα. Έσπρωξα κάποιους και πλησίασα το περίπτερο. Αυτό ήταν εξωφρενικό. Ήταν εξώφυλλο σε όλα τα περιοδικά. Άστραφτε σαν προϊόν δοκιμαστικού σωλήνα, το πιο αχνό ροδακινί δέρμα, τα πιο τρυφερά χείλη.
Το πιο τρομερό ήταν ότι τα πορτρέτα αυτά άλλαζαν συνεχώς. Όσο πιο πολύ τα κοιτούσε ο κόσμος, τόσο πιο εκτυφλωτικά γίνονταν. Σαν να ήταν ζωντανές οι φωτογραφίες κι έκλεβαν ενέργεια από τα μάτια των αθώων που έπεσαν στην παγίδα τους. Σε πέντε λεπτά η Μαργαρίτα Χρούση δεν ήταν πια μια ωραία γυναίκα. Ήταν μια απαστράπτουσα θεά, η επόμενη γενιά γυναικών που ερχόταν ολοταχώς από μια εικονική πραγματικότητα, για ν᾿ αχρηστεύσει την προηγούμενη. Μα τι διάολο, δεν το έβλεπαν; Τι κάθονταν όλοι αυτοί μαζί στοιβαγμένοι και κοίταζαν σαν χαζοί, αφήνοντας τις εικόνες να τούς κάνουν αφαίμαξη;
Ξύπνησα τρομαγμένη, που μόνο εγώ έμοιαζα τρομαγμένη.
Το πρωί τα παιδιά με ανάγκασαν να σηκωθώ. Είχαν όρεξη για παιχνίδι. Πήραν λοιπόν φόρα κι έπεσαν σαν οβίδες στο διπλό κρεβάτι κάνοντας «μπουμ, μπουμ» με το στόμα. Εικόνα που ερχόταν από πολύ παλιά.
Άνοιξα τα μάτια και τούς κοίταξα ήσυχα. Δεν αισθανόμουν τίποτα γι᾿ αυτά τα εκκωφαντικά πλάσματα, αλλά αυτό δε με τρόμαζε πλέον. Προσπάθησα μόνο να θυμηθώ τι ακριβώς έκανα άλλοτε σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις, ώστε να το μιμηθώ. Ήθελα απλώς να τα ξεγελάσω και να τούς ξεφύγω. Δεν έπρεπε να τ᾿ αφήνω πια να αποσπούν την προσοχή μου. Τώρα μού χρειαζόταν όλη η προσοχή που είχα στα αποθέματα μου και δεν είχα αρκετή.
Τα αγκάλιασα με τα δυο μου χέρια, μα γρήγορα τα έσπρωξα διακριτικά πίσω. Όχι, όχι τόσο κοντά. Εκπέμπουν μια ζέστη, μια μυρωδιά, θα με πάνε αλλού, θα με ξανακάνουν τυφλή και κουφή και μητέρα. Εγώ τώρα στηριζόμουν στο ένστικτο τής αυτοσυντήρησης. Εσύ να σωθείς, μοὐ έλεγε, εσύ πρώτα. Τώρα είσαι γυναίκα. Όχι. Δεν είσαι γυναίκα. Μάλλον δεν υπήρξες ποτέ. Αλλά γιατί; Να δεις και να καταλάβεις γιατί. Είναι μεγάλη ανάγκη να συγκρίνεις τον μικρό, χλομό, ανεπαρκή εαυτό σου με μιαν αληθινή γυναίκα. Τη Μαργαρίτα, ασφαλώς τη Μαργαρίτα.
Για πρώτη φορά είπα «Μαργαρίτα» και δεν τρελάθηκα όταν σχημάτισε το μυαλό μου αυτό το όνομα. Ούτε θύμωσα. Μια πείνα μόνο, ένας σπασμός στο στομάχι, μια μπόρα αδρεναλίνης που ρωτούσε: Πότε θα τη δω; Πρέπει να τη δω από κοντά, πρόσωπο με πρόσωπο, σε απόσταση αναπνοής, να δω τα αστραφτερά της δόντια, τα ρόδινα ούλα, τούς αστραγάλους, πρέπει να δω τα εσώρουχά της. Είχα μισοντυθεί, όταν η Κατερίνα με φώναξε στο τηλέφωνο.
«Η γιαγιά», μού ψιθύρισε συνωμοτικά. «Πάντως μια χαρά ακούγεται».
Τής έκανα σστ... βάζοντας το δάχτυλο στο στόμα. Πήρα το ακουστικό.
«Έλα, μαμά, εγώ είμαι».
«Μάς ακούει κανείς;»
Η φωνή τής μάνας μου προσπαθούσε μάταια να καλύψει ότι κάπου βαθιά μέσα της το καταδιασκέδαζε το πράμα. Είχε ξαναγίνει δεκαοχτώ χρονών κι έστηνε αντρικές παγίδες με τις φιλενάδες της.
«Γιατί ρωτάς, μαμά; Έχεις να μού πεις κάτι;» Αρνήθηκα ανοιχτά να μπω στο παιχνίδι.
«Όχι, εσύ έχεις να μού πεις κάτι. Πώς είσαι; Ηρέμησες καθόλου;»
«Είμαι μια χαρά, ευχαριστώ. Ντυνόμουν να φύγω».
«Μπα, για πού το ᾿βαλες;»
Η Μάνια τώρα προσπαθούσε να καταλάβει αν ήμουνα πάλι χαπακωμένη και δεν καταλάβαινα τίποτα ή απλώς φοβόμουνα μήπως μ᾿ ακούσουν. Μάλλον το δεύτερο, κατέληξε στα γρήγορα.
«Θα πάω γυμναστική».
Αυτή η μικρή φράση κατόρθωσε το ακατόρθωτο. Βούλωσε το στόμα τής Μάνιας για τρία λεπτά. Γυμναστική; Εγώ που δε σηκώνω το χέρι να σταματήσω ταξί, για να μην πάθω εξάρθρωση τού ώμου. Τέτοια κλίση έχω στη γυμναστική. Εγώ και στο σχολείο ζητούσα από τον οφθαλμίατρο να μού υπογράψει πιστοποιητικά ότι θα πάθω αποκόλληση τού αμφιβληστροειδούς, για να γλιτώσω ακόμα και αυτό το στοιχειώδες «πάνω τα χεράκια, κάτω τα χεράκια».
«Πλάκα μού κάνεις;»
«Καθόλου. Αποφάσισα ν᾿ αρχίσω γυμναστική».
«Έελα... Τι να πω; Κάλλιο αργά παρά ποτέ...» Και σίγουρα συμπλήρωσε από μέσα της «Μωρέ, καλά τα λέω εγώ... Θαυματουργό το κέρατο. Και νεκρούς ανασταίνει!»
«Κλείνω τώρα, γιατί θ᾿ αργήσω. Εντάξει;»
«Εντάξει. Πάρε με μετά να μού πεις. A propos δεν πιστεύω να ξεφούρνισες τίποτα στον Βασίλη;»
«Όχι, μαμά, μην ανησυχείς».
«Εγώ για σένα το λέω... Δε σε συμφέρει. Τι θα πετύχεις; Το πολύ πολύ ένα διαζύγιο. Θέλεις διαζύγιο;»
«Επιμένεις να σού απαντήσω τώρα αμέσως επ᾿ αυτού;» Η φωνή μου άρχισε να παίρνει πάλι επικίνδυνες αποχρώσεις.
«Όχι, βέβαια. Να μού υποσχεθείς μόνο ότι δε θα κάνεις τίποτα απολύτως πριν το συζητήσουμε. Εντάξει;»
Η Μάνια ήταν σίγουρη πως το μπλα μπλα της ήταν ακατανίκητο. Δώσ᾿ της ένα οχτάωρο και θα με ψήσει να μη βγάλω άχνα. Τουλάχιστον τώρα που ο Βασιλάκης είναι στα ντουζένια του.
«Τι θα βγάλεις, αν τού τα πεις όλα; Βαριά βαριά κανένα συναινετικό. Ν᾿ αφήσει την άλλη πάντως αποκλείεται σ᾿ αυτή τη φάση. Γι᾿ αυτό δώσε στα πιτσουνάκια σχοινί για να κρεμαστούν. Δεν είμαστε και όλες εμείς οι παλιότερες ηλίθιες. Άσε να τού περάσει η κάψα και μετά τον αφήνεις να καταλάβει ότι κάτι μυρίζεσαι. Τότε να δεις για πότε την παρατάει κι επιστρέφει στη φωλιά του καλός και ξεδιαλεγμένος. Οι τύψεις είναι σπουδαίο εργαλείο. Αλλά δυστυχώς τις νιώθεις μόνο αφού την κάνεις την αμαρτία. Άσ᾿ τον λοιπόν να την κάνει... Τι έγινε δηλαδή, χάλασε ο κόσμος;»
«Εντάξει, τα λέμε. Κλείνω τώρα».
«Ηρέμησε, χρυσό μου, θα κλείσω, ένα λεπτό. Δε μού είπες. Σε ποιο γυμναστήριο θα πας;»
«"BODY SHAPE", Λουκιανού 3».
«Δεν το ξέρω. Σ᾿ το σύστησε καμιά φίλη σου;»
«Ναι...» είπα, και συμπλήρωσα αφού κατέβασα το ακουστικό: «Η Μαργαρίτα».
Μπήκα στο στούντιο με το ψάρωμα που θα έμπαινα στο ακρωτήριο Κανάβεραλ. Με το δεξί μου χέρι έσφιγγα το φανταχτερό διαβατήριό μου σ᾿ αυτή την καινούρια χώρα των σφιχτών μηρών: τη σακούλα με τα ψώνια. Μάγια μαύρη λίκρα, μαύρο κολάν με άσπρες ρίγες, μπαλέ παπουτσάκια, τα πήρα όλα, να είναι τέλεια η μεταμφίεση, να παραβλέψουν την κάτω βόλτα τού μυϊκού μου συστήματος, να περάσω με επιτυχία τον έλεγχο.
«Για τι τα θέλετε;» με ρώτησε, μόλις έδειξα τα παπουτσάκια, μια μικρούλα πωλήτρια με ύφος και λαιμό αλά λίμνη των κύκνων.
«Τι εννοείτε για τι τα θέλω;» ρώτησα με τη σειρά μου με γνήσια απορία.
«Μπαλέτο ή γυμναστική κάνετε; Για να σάς δώσω τις σωστές πουέντ, ρωτάω».
Μπαλέτο; κάγχασα από μέσα μου. Στραβώθηκες, παιδάκι μου; Τι μπαλέτο; Για ρίξε μια προσεχτική ματιά. Μόνο το πτώμα τής κακιάς μάγισσας μπορώ να κάνω εγώ σε μπαλέτο.
«Γυμναστική», είπα τελικά κοφτά και πήγα προς το ταμείο. 47.895. Έδωσα την κάρτα μου χωρίς δεύτερη σκέψη. 50.000 για ένα φορμάκι γυμναστικής κι ένα κολάν. Λίγες μέρες πριν θα έφριττα, θα μουρμούριζα για βδομάδες. Λίγες μέρες πριν δε θα το αγόραζα. Θα πήγαινα γυμναστική με την παλιά μου φόρμα. Λίγες μέρες πριν δε θα πήγαινα καν γυμναστική. Λίγες μέρες πριν που ήμουν η Άννα.
Μισόκλεισα τα μάτια μην αντέχοντας την επίθεση τού φωτός. Τα αμείλικτα βατ συναντούσαν τις αστραφτερές επιφάνειες και τις έκαναν καθρέφτες. Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον εκεί μέσα. Κρουστή σάρκα κυκλοφορούσε τυλιγμένη σε ελάχιστα φλούο κομμάτια ελαστικών. Γραμμωμένοι τρικέφαλοι στις δόξες τους φλέρταραν ασύστολα με υπέροχα στητούς ραχιαίους. Στους καρπούς και τα μέτωπα κορδέλες απορροφούσαν αρωματικούς, ακριβοπληρωμένους και πολλά υποσχόμενους ιδρώτες.
«Μπορώ να σάς βοηθήσω;» με ρώτησε μαλακά ένας νεαρός, τέλειο δείγμα τής δουλειάς τού στούντιο, στη ρεσεψιόν. Είχα πλησιάσει αργά χαζεύοντας γύρω μου. Ήταν φανερό ότι ακόμα δεν είχα εγκλιματιστεί.
«Ορίστε;»
«Αν μπορώ να σάς βοηθήσω, λέω...»
Το επανέλαβε με άψογη επαγγελματική μεγαθυμία, αλλά η ματιά του τον πρόδωσε. Άντε πάλι, έλεγε το βλέμμα του, άλλο ερείπιο μάς πλάκωσε, να το κάνουμε άνθρωπο στα σαράντα. Άντε να τη μαζέψουμε τώρα αυγή... Ούτε που θα ᾿χει δει μπάρα στα μάτια της. Το χεράκι της μέχρι το ψηλό ράφι στον Βασιλόπουλο θα ᾿χει φτάσει κι αυτό παίζεται... Για να τής ανεβάσεις τον κώλο αυτηνής μόνο ασανσέρ σε σώνει...
Βιάστηκα ν᾿ απαντήσω, για να σωπάσει επιτέλους το υπονομευτικό του βλέμμα.
«Θα ήθελα ν᾿ αρχίσω γυμναστική. Μπορείτε να μού πείτε τι τμήματα υπάρχουν;»
«Ασφαλώς. Έχουμε πλήρη τμήματα αερόμπικ —high eneigy and low eneigy— στρέτσιγκ, σουηδική, ενόργανη, πρόγραμμα γράμμωσης με βαράκια, jazz, κολύμβηση με ή χωρίς προπονητή. Τώρα δοκιμάζουμε μια τάξη γιόγκα...»
Τα είπε και μετά απόμεινε να με κοιτάζει αυτάρεσκα, απολαμβάνοντας το μπέρδεμά μου.
«Λοιπόν, τι προτιμάτε;»
Δε μ᾿ έβλεπε πρόθυμη ν᾿ απαντήσω και σκέφτηκε να τη σπρώξει λίγο την κατάσταση.
«Με συγχωρείτε», τού ψέλλισα με μισή φωνή, «μπορείτε να μού πείτε, σάς παρακαλώ, ποιο τμήμα παρακολουθεί η κ. Χρούση; Είναι φίλη μου και... είπαμε να είμαστε παρέα...»
Ο νεαρός με κοίταξε με επιφύλαξη. Ήταν φανερό ότι ήθελε κάτι να μού πει, χωρίς όμως να με χάσει κι από πελάτισσα.
«Ξέρετε... νομίζω η κυρία Χρούση έχει σταματήσει. Έχω καιρό να τη δω».
Τώρα αυτός πάει φιρί φιρί να τού δείξω τη φωτογραφία που τράβηξε ο Αλέκος...
«Δεν έχει σταματήσει, ξέρω τι σάς λέω. Ψάξτε λίγο τα αρχεία σας και θα τη βρείτε».
Ο μικρός με τούς μεγάλους μυς άνοιξε το αρχείο πελατών στο κομπιούτερ του και χτύπησε το όνομα τής Μαργαρίτας. Μετά από λίγο αναφώνησε.
«Τελικά έχετε δίκιο. Η κυρία Χρούση εξακολουθεί να έρχεται. Όμως...»
Όταν σταμάτησε πάλι, μού ήρθε η άγρια επιθυμία να τού σπάσω το φίσκα στο τζελ κεφάλι του. Τι έγινε πάλι, ρε τσόγλανε, γιατί σταμάτησες; Τρέχει τίποτα; Τι θα μάς πεις αυτή τη φορά; Ότι η κυρία Χρούση είναι στην τάξη πρωταθλητισμού και δε θα μπορέσω να την παρακολουθήσω; Σιγά το νέο.
«Όμως;»
«Η κυρία Χρούση, ξέρετε, είναι στην πιο προχωρημένη τάξη τού στούντιο. Είναι μια ομάδα που κάνει χρόνια αερόμπικ, βαράκια ατασέ χέρια πόδια, high impact. Δε θα σάς πέσει πολύ για αρχή; Φοβάμαι μην απογοητευτείτε και εγκαταλείψετε...»
Αν εγκατέλειπα τόσο εύκολα, άνθρωπέ μου, δε θα ήμουν εδώ τώρα.
«Και ποιος σάς είπε ότι είμαι στην αρχή;»
Τώρα ο μικρός ταπώθηκε για τα καλά. Κάτι πήγε να ψελλίσει, αλλά αποφάσισε ότι ο πελάτης έχει πάντα δίκιο και σταμάτησε.
«Όπως νομίζετε».
Ξανακοίταξε την οθόνη και μετά σήκωσε τα μάτια του σε μένα.
«Η κυρία Χρούση έρχεται Δευτέρα, Τρίτη και Σάββατο τέσσερις με πέντε. Σάς βολεύει;»
«Απολύτως».
Τού έδωσα τ᾿ όνομά μου, ψεύτικο φυσικά, Πανοπούλου. Τού έδωσα και 20.000 για την εγγραφή και άλλες 20.000 για τις πρώτες τέσσερις εβδομάδες. Κάποτε πρέπει να κάνω τη σούμα. Πόσο θα μάς κοστίσει αυτό Βασίλη; Πώς θα τον πληρώσουμε τούτον τον καταραμένο λογαριασμό; Και τι θα μάς μείνει; Θα υπάρχουν ρέστα;
Μετά βγήκα κι άρχισα να περιφέρομαι μέχρι να πάει τέσσερις. Ήταν Δευτέρα, ευτυχώς. Ό,τι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει γρήγορα.
Βιάστηκα να ξαναμπώ στο στούντιο πριν από τις τέσσερις, ώστε να μη συμπέσω με τη Μαργαρίτα στη ρεσεψιόν και ξεμπροστιαστώ μπροστά στο μυώδη τύπο. Μια ξανθούλα με οδήγησε στ᾿ αποδυτήρια με πηδηχτό βήμα. Ήταν ένα μακρόστενο δωμάτιο ντυμένο με καθρέφτες και μπρούντζινους κρίκους για ρούχα και σακ βουαγιάζ. Στον αέρα πλανιόταν κάτι που έμοιαζε με άρωμα τού Κάλβιν Κλάιν ανακατωμένο με τη μυρωδιά τής έξαψης, τού ιδρώτα τής σάρκας που άνθιζε σ᾿ αυτό το παράδοξο λιβάδι με την πράσινη μοκέτα.
Άρχισα να ξεκουμπώνω την μπλούζα μου αργά με τα μάτια καρφωμένα στα δαντελένια σουτιέν— ιβουάρ τού μαργαριταριού και ροζ τής σαμπάνιας— τα προσεχτικά διαλεγμένα από εραστές, τα χαϊδεμένα από τρεμάμενα δάχτυλα. Όταν το δικό μου ξεμύτισε στον καθρέφτη, τού γύρισα απότομα την πλάτη. Κανένα χέρι δε βιάστηκε ποτέ ν᾿ απαλλαγεί απ᾿ αυτό το λευκό στοιχειώδες εσώρουχο. Μόνο το Πριζουνίκ Μαρινόπουλος βιάστηκε να τα ξεπουλήσει την άνοιξη με έκπτωση 40%.
Πέρασα γρήγορα τη μάγια στο σώμα μου. Τώρα ένιωθα λίγο ασφαλέστερη. Το ελαστικό ρούχο έκλεινε μέσα του τη χαλάρωση τού λησμονημένου μου κορμιού. Γι᾿ αυτό τελικά το πλήρωνες τόσο ακριβά. Για να κρύψει από τα μάτια των άλλων και τα δικά σου, τα αμείλικτα όσα ήταν ολοφάνερα. Παρηγορητική θεραπεία, που λένε.
Τη στιγμή που έσκυψα να περάσω τα παπουτσάκια στα πόδια μου, την είδα να δρασκελίζει το κατώφλι. Τα πόδια της είδα στα μοκασίνια τους και μια κόκκινη φούστα, αλλά το ήξερα πως ήταν αυτή. Στην αρχή έκανα μια ενστικτώδη κίνηση να καλυφθώ, αλλά φυσικά δε χρειαζόταν. Αποκλείεται να με γνώριζε. Ο Βασίλης δεν είχε ποτέ φωτογραφία μου στο πορτοφόλι, ούτε στο γραφείο του κυκλοφορούσαν τα γνωστά οικογενειακά ενσταντανέ. Από περιγραφές πάλι δεν μπορούσε να με σταμπάρει. Τι να τής είχε πει για την απατημένη σύζυγο; Μια κοντή, καστανή, αδύνατη; Όλη η Ελλάδα δηλαδή· σιγά τον εξωτικό τύπο. Έτσι χαλάρωσα ξανά και πήρα θέση.
Δεν την έχασα από τα μάτια μου όσο γδυνόταν. Παράξενο. Την έβλεπα μπροστά μου με σάρκα και οστά, αλλά δεν πονούσα. Με θριαμβευτική σάρκα και θεαματικά οστά. Αλλά δεν πονούσα. Το μάτι μου ερευνούσε και κατέγραφε, αποθήκευε χιλιάδες bites πληροφοριών με την ψυχρότητα και την ουδετερότητα τού μηχανήματος. Σαν να ᾿μουν τοπογράφος μετρούσα αυτό το θαυμάσιο οικόπεδο, το προνομιούχο ανθρώπινο τεμάχιο, για ν᾿ αποφανθώ περί τής αντικειμενικής του αξίας. Αργότερα θα πονούσαν τα μάτια μου από την απαγορευμένη θέα. Το βράδυ θα μούδιαζαν τα μέλη μου από την οδυνηρή ανάμνηση τής τελειότητας των μηρών τής Μαργαρίτας. Τώρα ήμουν εντάξει. Τώρα ήξερα περισσότερα απ᾿ αυτήν την ψηλόλιγνη αμαζόνα, που γδυνόταν με την άνεση γυναίκας που δεν έχει τίποτα να κρύψει.
Μια μπάσα φωνή μας έβγαλε όλες από τ᾿ αποδυτήρια. Η γυμνάστρια ήταν. Στιβαρή κοπέλα, με βλέμμα που δε σήκωνε πολλά. Σίγουρα αριστούχος τής Γυμναστικής Ακαδημίας. Σίγουρα λάτρης των πρωτεϊνούχων γευμάτων. Σίγουρα μπανάνες milkshake κάθε πρωί. Μάλλον θα με περιφρονήσει αμέσως, κατέληξε ο χειμαρρώδης συνειρμός μου.
Βολεύτηκα σε μια ημιαθέατη θέση τής τελευταίας σειράς. Μπροστά μου στραφτάλιζαν κορμάκια χρωματιστά κι ορεκτικά, σαν ζωντανές καραμέλες. Αλλά εγώ κοίταζα μόνο εκείνη. Εκείνη, τόσο αυτονόητα τοποθετημένη στην πρώτη σειρά, τόσο αυταπόδεικτα κορυφαία, περίμενε τη μουσική να ξεκινήσει, τεντώνοντας τα μακριά της χέρια πάνω απ᾿ το κεφάλι της για να τα ξεμουδιάσει μια κίνηση κλεμμένη από τη Βασίλισσα των πάγων. Ακόμα κι όταν εισέβαλαν οι πρώτες νότες κι όλα τα μέλη σάλεψαν ταυτόχρονα με μιαν ασυνείδητη ενέργεια, εγώ ασάλευτη εκείνην έβλεπα να παίρνει θέση μάχης. Να τινάζει τα μακριά, γυμνά της πόδια και μετά να τ᾿ ανοίγει σε μέτρια διάσταση κατά το πρόσταγμα. Χάζευα τη σπονδυλική της στήλη να οριζοντιώνεται και μετά κυματιστά να ξαναπαίρνει την όρθια θέση με μια γατίσια φιγούρα.
Με ξύπνησε η γυμνάστρια.
«Εσείς, στο τέλος δεν αισθάνεστε καλά;» ρώτησε μη βρίσκοντας καμιά πρόχειρη εξήγηση για την απολιθωμένη στάση μου.
Τής έγνεψα καθησυχαστικά και βάλθηκα απρόθυμα να κουνάω ασυντόνιστα χέρια και πόδια. Ο καθρέφτης απέναντι με βομβάρδιζε ύπουλα με κομματάκια μιας προδοτικής εικόνας. Μιας εικόνας που ήταν ταυτόχρονα η πιο οικεία και η πιο ξένη. Η δικιά μου. Ποιος τον έστησε εκεί απέναντι, ποιο χέρι τον άπλωσε σε όλο τον τοίχο; Δε βοηθάει, δε με βοηθάει, με πολεμάει.
«Δεν προσπαθείτε όμως να παρακολουθήσετε την τάξη...»
Η αμήχανη φωνή τής γυμνάστριας έστρεψε όλα τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα προς το μέρος μου. Τι είναι αυτή η τύπισσα πάλι; Έγνεφαν η μια στην άλλη οι ξανθές σαντρέ αλογοουρές όλο συγκατάβαση, είδε καμιά γιγαντοαφίσα —σάς κάνουμε κορμάρες σε μια βδομάδα— και μάς ήρθε;
Έπρεπε να πω ή να κάνω κάτι επειγόντως. Ένα καμπανάκι κινδύνου είχε αρχίσει να χτυπάει ήδη. Αν με περνούσαν για νούμερο, θα καταστρεφόταν το σχέδιό μου. Θα κινούσα υπερβολικά την προσοχή τους.
«Δε νιώθω πολύ καλά... Ο ήλιος μάλλον... Αν δε σάς ενοχλεί, θα προτιμούσα να σάς βλέπω μόνο».
Η γυμνάστρια σήκωσε τούς ώμους, μού έδειξε με τα μάτια μια θέση πλάγια και έδωσε το δεύτερο παράγγελμα στο ανυπόμονο γκρουπ. Έσπευσα στη θέση που μού υπέδειξε προσπαθώντας να πιάσω τον ελάχιστο δυνατό χώρο, να λησμονήσουν την παρουσία μου γρήγορα.
Έτσι έγινε. Σε λίγα λεπτά ο ρυθμός όρμηξε και τις άρπαξε. Τις πέταξε ψηλά, μηροί και λαγόνες, χέρια και ωμοπλάτες, βορά τής αδρεναλίνης. Τα μάτια γυάλισαν. Οι γυναίκες αυτές είχαν δραπετεύσει από τις ζωές τους για λίγο. Σε μισή ώρα θα τις φορούσαν ξανά μαζί με τα ρούχα τους, σαν να μην έγινε τίποτα.
Πέντε λεπτά πριν από το τέλος με αθόρυβα βήματα πέρασα στα αποδυτήρια. Εντόπισα αμέσως το σάκο τής Μαργαρίτας κι έκανα χώρο δίπλα του, μετατοπίζοντας ξένα ρούχα και παπούτσια. Ύστερα στρίμωξα τα πράγματά μου στην κενή θέση και άρχισα να ντύνομαι όσο πιο αργά γινόταν.
Σε λίγο το ιδρωμένο μπουλούκι κατέκλυσε το χώρο. Η Μαργαρίτα πλησίασε βαριεστημένα. Εγώ, η καινούρια Άννα, ανέβασα τούς ρυθμούς μου στο φυσιολογικό. Καθώς η ξαναμμένη κοπέλα άρχισε να κατεβάζει τις τιράντες τής μάγιας της, μιας μάγιας μπλε στο χρώμα των ματιών της, στο καινούριο χρώμα των ματιών της δηλαδή, ήγγικεν η ώρα, αποφάσισα, πρόσεχε τώρα!
Και μίλησα.
«Κι έλεγα κι εγώ... Κάτι μού θυμίζατε... αλλά δε μού ᾿ρχόταν. Μίση ώρα παιδεύομαι...»
Η κοπέλα σταμάτησε να κουμπώνει την μπλούζα της και με κοίταξε. Τώρα με βλέπει για πρώτη φορά, διαπίστωσα ανακουφισμένη. Την ψιλοκόντρα μου με τη γυμνάστρια την είχε αγνοήσει. Είχε τα δικά της. Με καινούριο θάρρος απάντησα στο απορημένο βλέμμα.
«Τώρα μόλις μού ᾿ρθε!» είπα θριαμβευτικά κι από μέσα μου ευχόμουνα κάνε να μην ακούγομαι, Θεούλη μου, σαν χαζοχαρούμενο. Κάνε ν᾿ ακούγομαι απλώς σαν ένα αυθόρμητο πλάσμα, κάποια που θα ᾿θελες να πιεις έναν καφέ μαζί της, άμα τύχει...
«Δηλαδή;» έκανε η Μαργαρίτα.
«Πέρσι στο θέατρο "Αμόρε"», δήλωσα περήφανα. Αργότερα θα μιλούσα για τα τηλεοπτικά. Να μη με περάσει για καμιά τηλεορασομανή κότα. Άλλωστε θα ᾿χε πήξει από τέτοιες θαυμάστριες. Άλλο πράμα να βρεις κάποιον που εκτίμησε τη θεατρική σου δουλειά. Με άλλο μάτι θα τον δεις, θα τον μετρήσεις.
«Α, είχατε δει το Όνειρο θερινής νύχτας», μού χαμογέλασε η Μαργαρίτα κουμπώνοντας το τρίτο κουμπί.
Η στάση της έγινε αυτόματα πιο ευθυτενής, τα λαμπάκια τού προσώπου της άναψαν. Ήταν μπροστά σε μια θαυμάστριά της. Το πανηγύρι τής ματαιοδοξίας άρχιζε.
«Δυο φορές. Τον αγαπάω πολύ τον Σαίξπηρ. Ειδικά μ᾿ αυτό το έργο είχα κόλλημα από μικρή».
«Ναι, ε;»
Προφανώς η ομορφονιά μας θα προτιμούσε να παίξει την Ιουλιέτα, δεν τον συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό μου.
«Μα είναι τόσο γοητευτικό το παιχνίδι των αναίτιων αλλαγών. Εκεί που λιώνεις από έρωτα για κάποιον, μ᾿ ένα τσακ, κάτι ελάχιστο, μ᾿ ένα μαγικό ραβδάκι, τα μάτια σου κολλάνε αλλού και η παλιά σου αγάπη γίνεται καπνός».
Βάζω στοίχημα πως κάτι σού θυμίζει αυτό, κούκλα, ήθελα να συμπληρώσω, αλλά βεβαίως το άφησα.
«Κι ο Κανάκης στην εισβολή τής τύχης είχε κολλήσει», βρήκε το ρυθμό της η Μαργαρίτα. «Μάς είχε πρήξει να βγάλουμε αυτή την απελπισία αλλά και την ελαφρότητα τού έρμαιου τής τύχης».
«Εσύ πάντως έπαιζες τόσο στην κόψη, που ακόμα το θυμάμαι. Μερικοί αντιδρούσαν εσωτερικά, το ᾿βλεπες, δεν είχαν πειστεί. Εσύ όμως κολυμπούσες μέσα στο ρόλο».
Αφού στις μπούρδες τσιμπάς, μπούρδες θα σού πω. Όλο το θέατρο με τέτοιες συνθηματικές αερολογίες συνεννοούνταν; Η άλλη βέβαια χαμογελούσε πανευτυχής, που κάποιος επιτέλους το ᾿πιασε ότι κολυμπούσε στο ρόλο. Οι κριτικοί την είχαν χεσμένη. Πού να καταλάβουν τα ζώα από κολύμπι...
«Να ᾿σαι καλά».
Α, όχι «Να ᾿σαι καλά» και ξεμπερδέψαμε. Ανάπτυξε, παιδάκι μου, το θέμα. Για τέχνη μιλάμε εδώ πέρα...
«Τώρα ετοιμάζεις τίποτα;»
Έσπευσα να δώσω ανέμελα μια προοπτική στη συζήτηση, βγάζοντας ταυτόχρονα το κολάν μου. Με ανησυχούσε πολύ που ο στόχος δε χαλάρωνε εύκολα.
«Ναι, ετοιμάζομαι για Επίδαυρο με τον Βουτυρά. Όχι πρωταγωνίστρια», έσπευσε αμέσως να διευκρινίσει. «Θα κάνω την παραμάνα στη Μήδεια».
«Παραμάνα junior; Δεν είσαι πολύ νέα για παραμάνα;»
«Είναι άποψη...»
Το είπε διφορούμενα κι έστρωσε την μπλούζα της. Η Μαργαρίτα πανέτοιμη και φρέσκια κρατούσε τώρα το σάκο της κι έψαχνε τρόπο να χαιρετήσει τη θαυμάστρια και να φύγει. Πρόσεχε όμως. Αυτές οι μικρές, γλυκές κυριούλες που σού λένε πόσο σε θαυμάζουν, ένα μικρό μερίδιο από τη λάμψη σου γυρεύουν. Ένα κομματάκι προσοχής, ίσα για να το διηγούνται στις φίλες τους. Δεν ξέρεις τι καλή κοπέλα η Χρούση, θα λένε μασουλώντας κρουασάν, κάνουμε μαζί γυμναστική. Ένα σώμα... Πάμε να τη δούμε το Σάββατο; Αν όμως μυριστούν τη βαριεστημάρα σου, και τη μυρίζονται σαν σκυλιά οι αθεόφοβες, αμέσως γυρίζει ανάποδα ο θαυμασμός. Σε λένε σκύλα και σνομπ τσουλί. Τότε αποτρέπουν τις φιλενάδες τους να σε δουν στο θέατρο. Σιγά τη Σάρα Μπερνάρ, μουρμουρίζουν, την πήδηξε ο σκηνοθέτης κι έγινε πρωταγωνίστρια. Έτσι ξέρω κι εγώ...
«Εγώ πρέπει να πηγαίνω... Έχω πρόβα. Λοιπόν, χάρηκα που σε γνώρισα και... θα τα ξαναπούμε, ε;»
Όπως σε βλέπω και με βλέπεις, τής είπαν τα μάτια μου, ενώ απλώς τής χαμογελούσα αγγελικά από τη χαρά τής γνωριμίας.
«Καλή πρόβα. Άντε, και Μήδεια!»
Η Μαργαρίτα σήκωσε τούς ώμους με ψεύτικη μετριοφροσύνη και μ᾿ ένα τελευταίο νεύμα έστριψε προς την έξοδο.
Έμεινα ασάλευτη για ένα λεπτό. Μετά ξαναμπήκα στο παλιό πετσί, έσβησα τα ίχνη τού «πόσο χάρηκα που σε γνώρισα» και βγήκα ξανά βορά στον αυγουστιάτικο ήλιο. Όμως η ζέστη δε με άγγιξε. Τώρα είχα αποκτήσει ένα σκοπό. Φρόντισα να τής αφήσω χρόνο να στρίψει απ᾿ τη γωνία, πριν ακολουθήσω τα βήματά της. Το γραφείο τού Βασίλη ήταν σχετικά κοντά. Είχε σκοπό να πάει από κει; Όχι, δεν πήρε τον αναμενόμενο δρόμο. Μάλλον για την Πατριάρχου Ιωακείμ πήγαινε.
Η Μαργαρίτα με μεγάλα, μαλακά βήματα κατάπινε με χάρη τις αποστάσεις. Από πίσω της χλομή και κάθιδρη εγώ, σέρνοντας τα βήματά μου μαγνητισμένη απ᾿ αυτή την κατακόκκινη φούστα. Πότε τρεχάτη και πότε με σαλιγκαρίσια βήματα. Εκατό μέτρα μάς χώριζαν. Και είκοσι πόντοι ύψους. Και πέντε κιλά τέλειας μυϊκής μάζας. Και δεκαπέντε εκατοστά λαχταριστής περιφέρειας στήθους. Και είκοσι τόνοι αυτοπεποίθησης. Εκατό μόλις μέτρα μάς χώριζαν. Απίστευτο.
Η Μαργαρίτα βγήκε πραγματικά στην Πατριάρχου Ιωακείμ και μετά έστριψε προς τον «Ευαγγελισμό». Δε θα πήγαινε στο γραφείο. Κοίταξα ένα λεπτό την πλάτη της, καθώς χάζευε τώρα σε μια βιτρίνα εσωρούχων. Η παρακολούθηση ήταν περιττή. Αλλού πήγαινε. Γύρισα λοιπόν και άρχισα να κατηφορίζω προς την πλατεία Κολωνακίου. Όμως όχι για πολύ. Στα τρία βήματα μετάνιωσα. Μού ήταν αδύνατον να την εγκαταλείψω έτσι ξαφνικά. Μού ήταν απολύτως αδύνατον. Αυτή η ψηλή γυναίκα, εκατό μέτρα μπροστά μου, είχε στα χέρια της τη ζωή μου. Εκείνη ήταν η ζωή μου τούτη τη στιγμή. Πώς να την αφήσω;
Γύρισα την ώρα ακριβώς που η Μαργαρίτα το πήρε τελικά απόφαση και μπήκε στο εσωρουχάδικο. Έμεινα μετέωρη για λίγο κι ύστερα αποφάσισα να περάσω από μπροστά αρκετά γρήγορα, ώστε να μη με εντοπίσει η άλλη, αλλά αρκετά αργά ώστε να εντοπίσω εγώ τι γίνεται.
Πήρα φόρα και το ᾿κανα. Μπροστά στο τζάμι τού εσωρουχάδικου κοντοστάθηκα για ένα λεπτό, αφού βεβαιώθηκα με την άκρη τού ματιού ότι η Μαργαρίτα μιλούσε με την πωλήτρια. Τής έδειχνε κάτι. Η πωλήτρια με χαμόγελα τής κατέβασε από το ράφι ένα κουτί. Τι είχε το κουτί; Ήταν ντεμί προφίλ και δεν έβλεπα καλά τα χέρια της. Ένα σουτιέν κρατούσε, τώρα κοίταζε την ταμπελίτσα του, κάτι είπε ξανά στην κοπέλα, ένα ωραίο σουτιέν, μαύρη δαντέλα. Προς τα δω έρχεται, κουνήσου!
Το ᾿βαλα στα πόδια μόλις συνειδητοποίησα ότι η άλλη είχε πάρει το σουτιέν κι ερχόταν προς την πόρτα για να το δει ίσως καλύτερα στο φυσικό φως; Ξαφνικά δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί, αλλά δεν ήθελα και να τη χάσω. Από ένστικτο χώθηκα στο μαγαζί με τα υφάσματα επιπλώσεων, λίγο πιο πάνω.
Δυο πωλήτριες με εντόπισαν και ενεργοποιήθηκαν αμέσως σαν τορπίλες. Σε τι θα μπορούσαν να με εξυπηρετήσουν; Τούς ζήτησα ύφασμα για έναν υποτιθέμενο καναπέ. Δυστυχώς, αυτό δεν τούς έφτασε. Ήθελαν πιο συγκεκριμένες πληροφορίες. Τι καναπέ, σε τι σαλόνι, τι άλλα χρώματα, τι άλλα χαλιά, ήθελαν να τα μάθουν όλα. Εγώ ήθελα μόνο να μάθω πού θα πήγαινε η Μαργαρίτα, τι θα ψώνιζε η Μαργαρίτα. Αυτή την κόκκινη φούστα ήθελα ν᾿ ακολουθήσω. Έπρεπε να μη μού ξεφύγει. Προσοχή στη τζαμαρία, από κει θα περάσει. Άμα δω αρκετά θα καταλάβω. Θα είμαι σε πλεονεκτική θέση, αν καταλάβω.
«Κόκκινο», είπα τελικά στην πωλήτρια. «Κόκκινος θα είναι ο καναπές. Και τα χαλιά κόκκινα. Μάλιστα και οι κουρτίνες».
Η κοπέλα έμεινε ένα λεπτό να με κοιτάει θολωμένη, παρά την επαγγελματική της πώρωση.
«Τι να κάνω... ο άντρας μου...» αποτελείωσα την πωλήτρια, «λατρεύει το κόκκινο...»
Η πωλήτρια κούνησε με κατανόηση το κεφάλι. Τώρα είχε συνέλθει εντελώς και μπήκε στο παρασύνθημα.
«Λοιπόν στην γκάμα τού κόκκινου έχουμε ένα υπέροχο πορφυρό τού "Sati", ένα ριγέ κόκκινο φούξια τής “Sanderson” καταπληκτικό! Προχτές έκανα παραλαβή και μού έφυγε όλο. Θέλετε να περάσουμε ένα λεπτάκι δεξιά να το δούμε;»
«Όχι».
Έριξα αναπάντεχα τη χαριστική βολή και τρέχοντας ανάμεσα στα υφάσματα βγήκα στο καυτό πεζοδρόμιο. Το δεξί μου μάτι είχε δει την κόκκινη φούστα τής Μαργαρίτας ν᾿ ανηφορίζει. Κοίταξα γύρω μου αλαφιασμένη. Την εντόπισα στο επόμενο τετράγωνο. Είχε περάσει απέναντι και τώρα στεκόταν έξω από ένα μαγαζί με παπούτσια. Όχι για πολύ, γιατί μπήκε αμέσως μέσα ν᾿ αγοράσει παπούτσια. Υπέροχα παπούτσια για τις υπέροχες γάμπες της. Γόβες ίσως. Τα κόκκινα γοβάκια.
Όταν η Μαργαρίτα βγήκε από το παπουτσάδικο σταμάτησε ένα ταξί κι έφυγε. Μπήκα τότε αποφασιστικά στο κατάστημα.
«Μπορώ να δοκιμάσω το ζευγάρι που αγόρασε η κυρία;» είπα δείχνοντας προς την έξοδο τού καταστήματος.
Έφτασα στο Πόρτο Ράφτη κρατώντας στα χέρια μου δυο λάφυρα. Ένα ζευγάρι μαύρες ιταλικές γόβες «Gianni Aurelio» κι ένα σύνολο σουτιέν-σλιπ «Dona Karan», μαύρη δαντέλα και μετάξι. 38.500 και 22.000, 60.500 σύνολο, τιμές εκπτώσεων. Ό,τι είχε πάρει κι εκείνη. Τα πολύτιμα αντικείμενα περίμεναν ήσυχα στις σακούλες τους. Δυνατά και ακτινοβόλα σαν εικονίσματα, σκέφτηκα στη διαδρομή, μόνο που τα βλέπεις παίρνεις κουράγιο, μεταμορφώνεσαι μόνο που τα χαϊδεύεις, δε χρειάζεται ούτε να τα φορέσεις, μόνο να ξέρεις ότι είναι εκεί, στην ντουλάπα σου, ότι σού ανήκουν.
Το πρώτο θαύμα το είχαν ήδη κάνει. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που δεν έσπευσα να εξαφανίσω τις αποδείξεις. Άλλοτε, κάθε που αγόραζα κάτι ακριβό, καταχώνιαζα τις αποδείξεις και αφαιρούσα πέντε έξι χιλιάρικα απ᾿ την τιμή. Η μίζερη. Αντί να πω ότι το μαγιό μου το πλήρωσα 15.000, γιατί αυτό το μαγιό γούσταρα, το συγκεκριμένο πράσινο που πήγαινε με το μαυρισμένο μου δέρμα, έλεγα 9.000, η μίζερη. Έτσι ήταν μικρότερη η αντίδραση των άλλων στο έξοδο. Έτσι όμως ήταν μικρότερη και για μένα την ίδια η χάρη τού καινούριου ρούχου, ένα φτηνοπράμα γινόταν, μια προσφορά στα καλάθια, κάτι που δεν ήθελε κανένας και το δίναν όσο όσο.
Τώρα οι αποδείξεις ξάπλωναν ανενδοίαστα πάνω στις δαντέλες και τα λουστρίνια, αποδείξεις πολυτιμότητας, αναπόσπαστο τμήμα τού σημερινού θαύματος. Αν ήταν κόσμιο θα τις ανέμιζα σαν σημαίες στον ήλιο, αξίζω τόσα θα μαρτυρούσαν αυτές, κοίτα πόσα αξίζω!
Τα παιδιά ήταν στη βεράντα κι έτρωγαν καρπούζι με τα χέρια. Μόλις με είδαν άφησαν τις πελώριες φέτες κι ήρθαν κατά πάνω μου. Περίεργο, σκέφτηκα, ποτέ δεν έκαναν τόσες χαρές που μ᾿ έβλεπαν. Τούς χαμογέλασα πλατιά και κούνησα τις σακούλες θριαμβευτικά. Τα θαύματα μόλις τώρα άρχιζαν. Η Κατερίνα μού έσκασε ένα φιλάκι στο μάγουλο κι άρπαξε τις σακούλες, όσο ο μικρός πέρναγε το χέρι του στη μέση μου. Για μια στιγμή οι τρεις ήμασταν πάλι ένα.
Η Κατερίνα έβγαλε με κραυγές τα εσώρουχα και προσπαθούσε να τα δοκιμάσει πάνω από τα ρούχα της.
«Πάει τον χάνουμε τον μπαμπά... Τρία εμφράγματα θα πάθει άμα κάνεις εμφάνιση...»
Μπαμπά; Με τρέμουλο διαπίστωσα ότι τον είχα λησμονήσει προς στιγμήν τον μπαμπά, τον άντρα μου τον είχα ξεχάσει, δεν αγόρασα γι᾿ αυτόν τα δαντελένια εσώρουχα, τι πλάνη κι αυτή...
Ο Χάρης κοίταζε σαν χαζός την αδερφή του, που πήγαινε πέρα δώθε λικνίζοντας το κορμάκι της με τα εσώρουχα πάνω από το ιδρωμένο κίτρινο φανελάκι. Η Κατερίνα σταμάτησε τελικά έναν πόντο από τα μούτρα του, τού έχωσε το σουτιέν στο μάτι και τού είπε αλά Σπεράντζα Βρανά:
«Γουστάρεις, μικρέ;»
Ο μικρός έγινε σαν παντζάρι και την έσπρωξε μακριά με τη γροθιά του.
«Παράτα μας...»
«Έλα, ρε, μην κωλώνεις... Ρίξε μια ματιά για να ξέρεις τι χάνεις...»
«Παράτα μας», επανέλαβε ο φουκαράς. «Οχ, την έπιασε πάλι την Κατερίνα το τέτοιο της...»
«Κατερίνα...» την επανέφερα στην τάξη.
«Γιατί, ρε μαμά, κάποιος δεν πρέπει να το εκπαιδεύσει το μικρό; Αφού ο μπαμπάς κάνει το κορόιδο, εσύ άσε καλύτερα, ποιος μένει; Εγώ!»
Όσο η πεπειραμένη δασκάλα μιλούσε, έβγαζε και τις γόβες από τη σακούλα με φανερή ανυπομονησία.
«Κι εσύ πού τα ᾿μαθες, μωρέ;» Τη χάιδεψα στα μαλλιά.
«Από τον D.J. ακούστηκε ορμητική και μαρτυριάρα η φωνή τού Χάρη από πίσω.
«Ποιος είναι πάλι αυτός ο D.J.;» Έσπασα την αμήχανη σιωπή που έπεσε. Όπα! Κάτι γίνεται εδώ, η μικρή έπαθε πλάκα.
«Ένας», είπε αόριστα η Κατερίνα κι έσπευσε ν᾿ αλλάξει θέμα. «Καλά, ρε μάνα, πώς την είδες τη δουλειά; Κουλιανού;»
Η ίδια πάντως κλυδωνιζόταν πάνω στους οχτώ υπέρκομψους πόντους, αλλά όχι μόνο εξαιτίας τους.
«Μάλιστα, γιατί;» την πείραξα. «Για πες μας κι εμάς για τον τύπο τώρα... Καλός;»
«Καλός», κρυφοχαμογέλασε πιο χαλαρή η μικρή.
«Σκατά καλός», εξανέστη ο Χάρης. «Βρωμάει».
«Α, μπα; Και τι βρωμάει, παρακαλώ;»
«Κάτι».
«Τι κάτι, ρε φλώρε; Άμα δεν ξέρεις να μη μιλάς».
«Αφού μυρίζει».
«Άντε πνίξου!»
Η ένταση ανάμεσά τους κορυφώθηκε σε ελάχιστο χρόνο. Τα ᾿χασα. Ήταν φανερό ότι τα παιδιά δε μάλωναν για τη μυρωδιά τού D.J. Κάτι άλλο πήγε να μαρτυρήσει ο Χάρης, κάτι άλλο ήθελε να τού απαντήσει η Κατερίνα. Τι όμως; Τέλος πάντων, παιδιά είναι, έχουν τα δικά τους...
Πήρα τις σακούλες, μάζεψα τα πολύτιμα ψώνια και τράβηξα προς τα μέσα. Φεύγοντας πήρε το μάτι μου την Κατερίνα να ρίχνει μια ξεγυρισμένη τσιμπιά στον αδερφό της, που τώρα λούφαζε με ένοχο ύφος.
Κλειδώθηκα στο μπάνιο. Όλοι έξω. Έτσι είναι, πουλάκια μου. Δε θα έχετε μόνο εσείς τα μυστικά σας. Τώρα έχω κι εγώ τα δικά μου. Πέταξα από πάνω μου τα τσαλακωμένα ρούχα που μύριζαν καυσαέριο.
Έριξα τόνους νερό, δροσερό νερό, κρύο νερό, νερό που ξεκόλλησε από πάνω μου τον εαυτό μου και τον παρέσυρε στους σωλήνες τής αποχέτευσης. Κι απόμεινα εγώ μέσα στην αρωματική υγρασία, νωπή σαν νεογέννητη, εγώ μόνο και το καινούριο μου σώμα. Ύστερα σκουπίστηκα αργά με μια τεράστια λευκή πετσέτα και με χέρια σίγουρα φόρεσα τα δαντελένια εσώρουχα. Έκλεισα τα μάτια. Δεν κοίταξα στον καθρέφτη. Δεν έπρεπε να κοιτάξω. Η πραγματικότητα σκοτώνει.
Αγκάλιασα το κορμί μου. Σφιχτά, όσο μπορούσα πιο σφιχτά. Ωραία ήταν. Μού άρεσε αυτό το φρεσκοπλυμένο σώμα, αδύνατο κι ευλύγιστο και μυρωδάτο. Οι δαντέλες έφτιαχναν υπέροχα παραθυράκια στη σάρκα, μαύρο πάνω στο άσπρο. Αν στεκόταν τώρα η Μαργαρίτα δίπλα μου, θα ήμασταν σαν αδερφές.
Την ώρα που περνούσα στα πόδια μου τις καινούριες γόβες, άκουσα τη φωνή τού Βασίλη που πλησίαζε. Ο Βασίλης ήρθε νωρίς, σκέφτηκε ένα τμήμα τού μυαλού μου, αλλά το άλλο έμεινε ατάραχο να παρατηρεί. Πώς τελείωσε έτσι απότομα ο πόνος;
«Άννα, θα βγεις να κάνω ένα μπάνιο ή να πάω θάλασσα;» ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του πίσω από την πόρτα τού μπάνιου.
Σήκωσα τη δεξιά μου γάμπα ψηλά, πρώτα ανφάς και μετά προφίλ. Ωραία ήταν. Το πόδι μου αγνώριστο, δέκα πόντους μακρύτερο, δέκα βαθμούς έπαιρνε, άριστα δέκα!
«Ρε Άννα, μ᾿ ακούς;» επέμενε απ᾿ έξω ο Βασίλης. «Ναι», τού απάντησα τελικά με θολό ύφος.
«Και τι απαντάς; Θα βγεις ή να φύγω;»
«Ένα λεπτό...» Η φωνή μου είχε τώρα μια σκανταλιάρικη χροιά. «Έλα», είπα τελικά ενώ ξεκλείδωνα.
Ο Βασίλης άνοιξε σιγά την πόρτα κι ανάσανε τη μυρωμένη υγρασία. Ύστερα τα μάτια του αντίκρισαν μιαν απίστευτη εικόνα. Μια γυναίκα καθόταν στο μπάνιο. Οι όμορφες γάμπες της σταυρωμένες και τα βρεγμένα μαλλιά της έπαιζαν με τις σταγόνες, καθώς στράφηκε να τον καλωσορίσει. Μια γυμνή γυναίκα. Εγώ. Τα μαύρα εσώρουχα άστραφταν πάνω στο σταρένιο μου κορμί, που έμοιαζε πιο γυμνό φορώντας τα. Μια όμορφη γυναίκα. Η γυναίκα του;
Έβλεπα μια επιθυμία ν᾿ ανεβαίνει από τη σπονδυλική του στήλη μέχρι τούς κροτάφους. Μια επιθυμία που χτύπησε πάνω μου και γύρισε πίσω για να πολλαπλασιαστεί μέσα απ᾿ τον καθρέφτη. Έκλεισε την πόρτα πίσω του στα τυφλά. Κλείδωσε. Έπειτα με πλησίασε με το πουκάμισο ήδη μισοβγαλμένο. Καθώς με έσφιξε πάνω του, μού έκλεισε το στόμα με το χέρι. Δεν έπρεπε να μιλήσω τώρα, γιατί θα τα κατέστρεφα όλα.
Αργότερα, πίνοντας λευκό κρασί στη βεράντα σιωπούσαμε. Τα παιδιά είχαν βγει. Το φαγητό είχε φαγωθεί. Η εφημερίδα είχε διαβαστεί. Το τραπέζι είχε μαζευτεί. Δεν έμενε παρά η σιωπή. Ό,τι διαδραματίστηκε στο μπάνιο λίγο πριν μάς έκανε τώρα να κοιταζόμαστε ξανά απ᾿ την αρχή, όπως κοιτάς τον άγνωστο που σού συστήνουν. Άβολα. Δεν ήμασταν εμείς αυτοί οι δύο μέσα στο μπάνιο. Το ξέραμε καλά, μα δε μιλούσαμε. Κίνδυνος. Αν μιλήσεις τέτοιες ώρες, κινδυνεύεις απ᾿ τα λόγια σου. Έτσι κρατούσε ο καθένας τη βόμβα του σφιχτά μέσα στο φράγμα τού στόματος, που το άνοιγε μόνο για τις γουλιές τού κρασιού. Ο Βασίλης έσπασε πρώτος. Μίλησε πηγαίνοντας ν᾿ αλλάξει το c.d.
«Σού είπε τίποτα η Μπουμπού για χτες;»
Μπουμπού έλεγε την Κατερίνα από τότε που γεννήθηκε, γιατί ήταν όλο δίπλες και μάγουλα. Τίναξα το κεφάλι προς το μέρος του έκπληκτη. Τι είπε;
«Τι είπες;»
«Ρώτησα αν σού είπε τίποτα η Μπουμπού για χτες».
«Σαν τι να μού πει δηλαδή;»
«Ότι τη βρήκα στο δρόμο...»
«Ε, και τι;»
«Στις τέσσερις τα χαράματα».
Ώστε στις τέσσερις τα χαράματα μού μαζεύτηκες χτες βράδυ, πουλάκι μου, ε;
«Χτες είπες;»
«Χτες».
Και τότε πώς αυτή ήταν τόσο φρέσκια σήμερα, πώς κουνούσε χέρια και πόδια ξεκούραστα σαν να χόρευε; Αφού μαζί της ήσουν.
«Και πού την είδες εσύ;»
«Πίσω από την Αγία Μαρίνα».
«Τι στην ευχή έκανες πίσω από την Αγία Μαρίνα στις τέσσερις τα ξημερώματα;»
Η φωνή μου άρχισε να σκαρφαλώνει επικίνδυνα προς τα πάνω. Με ξανάπιασε στα δίχτυα του, τρόμαξα, ο χρόνος τής ελευθερίας μου τελείωσε.
«Αυτό σ᾿ ενδιαφέρει εσένα;» άστραψε και βρόντηξε εκείνος με πρωτοφανή αγανάκτηση. Σχεδόν γνήσια μοιάζει, παρατήρησε ένα αποστασιοποιημένο κομμάτι μου.
«Παράξενο σού φαίνεται;»
«Και βέβαια μού φαίνεται παράξενο. Σού λένε ότι το παιδί σου γύρναγε τα χαράματα μ᾿ ένα μυστήριο τύπο κι εσύ το χαβά σου. Δηλαδή τι να υποθέσω; Το ήξερες πως την είχε κοπανίσει η Μπουμπού, ενώ κοιμόσουν;»
«Εγώ πολλά δεν ξέρω, απ᾿ ό,τι φαίνεται...»
«Αυτό τώρα τι είναι; Το ήξερες ή δεν το ήξερες;»
Ξέρεις ν᾿ αποφεύγεις τις κακοτοπιές, Βασιλάκη, ε;
«Όχι».
«Τι όχι; Δηλαδή δεν ξέρεις τίποτα; Ποιος είναι αυτός ο μαλάκας;»
«Ο D. J. ...»
Η φωνή μου ακούστηκε απαθής. Περίεργος είναι ο τύπος, σκεφτόμουν καθώς κοίταζα τον άντρα μου. Έχει μια παράλληλη ζωή χωρίς εμάς και ενοχλείται που το παιδί ερωτεύτηκε κάποιον. Πού το ᾿βρισκε το περίεργο δηλαδή;
«Α, ώστε κάτι ξέρεις... Μίλα, ρε παιδάκι μου!»
«Μην ενθουσιάζεσαι. Αυτό είναι το μόνο που ξέρω».
Η επίπεδη φωνή μου με πρόδωσε πάλι. Η έλλειψη ενδιαφέροντος για το θέμα ήταν τόσο φανερή, που υπέσκαψε την ορμή τού Βασίλη.
«Νομίζεις ότι δεν πρέπει ν᾿ ανησυχούμε; Εγώ γι᾿ αυτό γύρισα νωρίς σήμερα. Για να δούμε τι θα κάνουμε...»
Όχι, Βασίλη μου, δε γύρισες νωρίς γι᾿ αυτό. Γύρισες νωρίς γιατί εκείνη είχε πρόβα.
«Δε χρειάζεται να κάνουμε τίποτα. Παιδί είναι. Θα ερωτευτεί. Θα το σκάσει. Θα μάς πει και πέντε ψέματα. Άλλωστε ποιος έχει μούτρα να την κρίνει; Καληνύχτα».
Απομακρύνθηκα μ᾿ ένα αινιγματικό χαμόγελο και τον άφησα στο σκοτάδι ακόμα πιο μπερδεμένο από πριν.
Όταν ξάπλωσα στα δροσερά σεντόνια, σχεδίασα την επόμενη μέρα. Τρίτη. Ευτυχώς Τρίτη. Θα τη δω ξανά αύριο. Τα μαλλιά της πρέπει να προσέξω. Πού κουρεύτηκε. Μπορώ να ρωτήσω, δεν είναι ντροπή. Κι εμένα μ᾿ έχουν ρωτήσει στο δρόμο πού πήρα το παλτό μου. Άσε που μπορεί να πιούμε και κάναν καφέ μαζί...
Λίγο πριν αποκοιμηθώ, κατάλαβα τον Βασίλη που μπήκε στην κρεβατοκάμαρα κι άρχισε να γδύνεται. Τού έκανα χώρο δίπλα μου. Ήταν τρελό, αλλά σαν ν᾿ άρχιζα να τον πλησιάζω ξανά από άλλο δρόμο, τώρα που την είχα δει από κοντά. Πώς ν᾿ αντέξει κι αυτός τόση τελειότητα; Αυτά τα μάτια πώς να μη σε στοιχειώσουν, έτσι που τα εμφάνιζε η άτιμη, διφορούμενα, μια μπλε μια μελιά... Πώς να μην κρεμαστεί από πάνω της για να σωθεί κι αυτός, ο ναυαγός στη θάλασσα των δικογράφων...
Βασίλη, σήμερα μπορεί να δούμε κι οι δυο το ίδιο όνειρο.
Ξημέρωσε Τρίτη. Ώρα οχτώ παρά. Έπρεπε να σηκωθώ να πάω τάχα στη δουλειά. Αρκεί να μη με πάρει κανένας τηλέφωνο στο γραφείο. Δεν είχα σκεφτεί τι θα έλεγα τότε. Βλέπουμε. Είχα εθιστεί εύκολα στην αδρεναλίνη... Έτσι είναι τελικά να έχεις μυστικά; Τώρα που ξέρω, θα τα φυλάξω ως κόρην οφθαλμού. Ήδη κολυμπούσα μέσα τους σαν ψάρι. Ήδη είχαν πολλαπλασιάσει τη ζωή μου, τη γέμισαν εκδοχές. Ήδη ζούσα σ᾿ ένα τεράστιο λούνα παρκ, μια κραυγάζοντας από τρόμο και μια προσπαθώντας να μαντέψω την επόμενη έκπληξη. Μόνο που αυτή η Disneyland δεν είχε ορατή έξοδο κινδύνου.
Τεντώθηκα. Το μισό τού κρεβατιού άδειο και δροσερό. Ο Βασίλης είχε ήδη φύγει αθόρυβα. Τελικά είχε ταλέντο στο αθόρυβο φευγιό αυτός ο τύπος. Το σκέφτηκα όπως όταν αποδίδεις μια ιδιότητα σ᾿ ένα φίλο, είναι πολύ μετρημένος άνθρωπος λες ή πολύ ματαιόδοξος, χωρίς να σε νοιάζει πραγματικά δεν πα᾿ να ᾿ναι όπως τον φωτίσει ο Θεός... Άνοιξα το μπλε τρανζιστοράκι στο κομοδίνο και το πήρα μαζί μου στο μπάνιο. Κάποιος στόλιζε έναν υπουργό τού ΠΑ.ΣΟ.Κ. Όχι, ρε παιδιά, πρωί πρωί... Μουσική θέλω, σαν τότε που ξυπνούσα για το σχολείο, στα ραδιόφωνα μόνο άσπρα καράβια τα όνειρά μας και τέτοια, ελαφρά μουσική και τραγούδια. Πού στην ευχή βούλιαξαν τ᾿ άσπρα καράβια;
Τελικά κατάφερα να πιάσω ΜΕΛΩΔΙΑ FM πλένοντας τα δόντια. Τα έπλενα αργά εισπνέοντας τη δροσιά τής μέντας. Δε βιαζόμουν. Είχα οχτώ ώρες να σκοτώσω μέχρι τις τέσσερις, που θα πήγαινα ξανά στο στούντιο. Δόξα τῳ Θεῴ είχα χρόνο στη διάθεσή μου. Άλλο θαύμα κι αυτό. Βρήκα το χρόνο! Σαν ν᾿ άνοιξα ένα δωμάτιο και βρήκα το χρόνο! Αυτόν που έψαχνα καιρό τώρα, μάταια. Εδώ ήταν, εδώ αποθηκευόταν, κρυμμένος πίσω απ᾿ τον τοίχο τής κάθε μέρας.
Την ώρα που ανέβαζα το φερμουάρ τής φούστας μου, η Κατερίνα έβαλε το κεφάλι της μέσα απ᾿ την πόρτα τού μπάνιου και μισοχαμογέλασε νυσταγμένα.
«Σ᾿ ένα λεπτό έφυγα. Έλα».
Το κορίτσι μπήκε και στάθηκε απέναντι απ᾿ τον καθρέφτη χαζεύοντας το πρόσωπό του. Μαζί της μια μυρωδιά τρύπωσε στο μπάνιο. Σαν μωρό μυρίζει, γι᾿ αυτό λούζεται στα «Bulgari» και τα «Raris», μπας και ξεφορτωθεί τη μωρουδίσια μυρωδιά της.
«Πώς και ξύπνησες τόσο νωρίς; Εφιάλτες είχες;»
Πραγματικά, η μικρή δε μάς είχε συνηθίσει σε τέτοια θαύματα. Μια στις τρεις φορές έχανε το σχολικό το χειμώνα. Στις διακοπές, που χαλάρωνε κιόλα, γινόταν ένα με το κρεβάτι.
«Θα πάω εκδρομή».
Όπα! Τι ήταν αυτό, Κατερινάκι; Από πότε ξεκινάς για εκδρομή και μάς το λες στο κατώφλι, δεκαπέντε χρονών παιδί; (Στα ζόρικα πάντα αφαιρούσα ένα δυο χρόνια από την ηλικία των παιδιών μου, χωρίς να το θέλω.) Κι ούτε ερώτηση ούτε τίποτα φυσικά... Ανακοίνωση μάς κάνει η κυρία, λες κι είμαστε συγκάτοικοι.
«Τι εκδρομή είναι αυτή; Με ποιον θα πας;»
«Με παρέα».
Η μικρή προσπαθούσε να πιάσει στον αέρα τις παγίδες μου.
«Με τι παρέα; Τούς ξέρω εγώ;»
«Ναι, μωρέ... Με την Έρση, τη Γιάννα, τον Κώστα...» «Ξέχασες τον D. J.».
«Ωραία κι αυτός...»
«Και για πού το βάλατε, παρακαλώ;»
«Τζια θα πάμε».
Μετά τη σύντομη ανάκριση το βούλωσα. Η μάνα ξύπνησε μέσα μου για ένα λεπτό και ξαναέπεσε απότομα σε λήθαργο. Τι το περίεργο δηλαδή που το παιδάκι ήθελε να πάει εκδρομή με την παρέα του; Τι αρχαία αντανακλαστικά ήταν αυτά; Και την μπηχτή για τον D.J. τι την ήθελα; Φυσικά θα ήταν κι εκείνος. Σιγά το αμαρτωλό μυστικό. Έτσι, όταν τής έκανα την τελευταία ερώτηση, είχα πραγματικά καλές προθέσεις.
«Τον αδερφό σου γιατί δεν τον παίρνετε μαζί;»
Φαίνεται ότι έστηνε αυτί, αλλιώς πώς τα κατάφερε, ο άτιμος, και πετάχτηκε απ᾿ το δωμάτιό του ακριβώς στη σωστή στιγμή, για να εξαπολύσει τούς μύδρους του;
«Τι να κάνω να πάω; Να τούς κρατάω το φανάρι;»
Ποπό, φαρμάκι ο μικρός... Αχ, Χαρούλη μου, θα μεγαλώσεις κι εσύ, μη μού στενοχωριέσαι. Άλλωστε δε χάνεις και τίποτα. Δεν είναι μόνο εκδρομές στη Τζια το μεγάλωμα. Η Κατερίνα πάντως δε θα τού χάριζε το καρφί.
«Και γιατί να τον πάρουμε; Για να μάς φτιάξει το κέφι με τις μουτράκλες του;»
«Γιατί, δε δικαιούται αυτός διακοπές, δεσποινίς;»
«Αν δικαιούται, να τον πάτε εσείς».
«Εμείς δεν μπορούμε να πάμε διακοπές, όπως βλέπεις. Δουλεύουμε».
«Το 37% των Αθηναίων δε θα πάνε διακοπές φέτος».
Αυτό πάλι τι ήταν; Τη φράση απ᾿ το πουθενά την πέταξε ο Χάρης και τσάκισε τη συζήτηση. Πώς κατάφερνε αυτό το παιδί να μάς αφήνει άναυδους κάθε φορά, ενώ τα περιμέναμε όλα από κείνον; Καινούριο φρούτο οι στατιστικές. Από προχθές άρχισε να μάς βομβαρδίζει με νούμερα αγνώστου προελεύσεως. Έλεγες εσύ ότι θες καφέ; Ο Χάρης σού έκοβε τη φόρα με τον αριθμό των ελκών δωδεκαδακτύλου που οφείλονται στο στιγμιαίο καφέ. Τα διάβαζε κάπου τα νούμερα, τα ᾿βγαζε από την κοιλιά του, όπως υποστήριζε η Κατερίνα, άγνωστον...
Γεγονός είναι πως με τις καλές υπηρεσίες τής στατιστικής η συζήτηση εκτονώθηκε ξαφνικά. Πήρα το λινό μου σακάκι, το σακ βουαγιάζ με τα αθλητικά μου (χα, χα), την τσάντα, και την έκανα αλά γαλλικά προς την πόρτα. Τέλος η αυστηρή μητέρα. Ώρα για καπουτσίνο.
Έφαγα όλη τη διαδρομή Πόρτο Ράφτη Αθήνα, για να διαλέξω σε ποιο καφέ θα έπινα τον πρώτο καπουτσίνο τής ημέρας. Από μέσα μου ένα παιδί χαιρόταν, που θα γινόταν επιτέλους μέρος αυτού τού αξιοπερίεργου πλήθους που την άραζε στα τραπεζάκια εργάσιμες ώρες. Επί χρόνια, η μίζερη, τούς αναθεμάτιζα από μέσα μου, τούς φόρτωνα το βάρος τού οικονομικού ξεχαρβαλώματος τής Ελλάδας, τής ακυβερνησίας και τής διάβρωσης τού κοινωνικού ιστού, που λένε και τα τοκ σόου. Τώρα όμως το ᾿νιωθα σκέτη ανακούφιση που είχα ένα ξεγυρισμένο οχταωράκι καταδικό μου, να το ξαπλώσω στις ριγωτές πολυθρόνες υπό καυτήν σκιάν. Εκεί να χαζεύω τα πήγαιν᾿ έλα των μοντέλων και των τεκνών τής πλατείας και να ναρκώνω γλυκά το άγριο πανηγύρι μέσα μου. Οι αργόσχολοι γίναν οι άνθρωποί μου, αφού σ᾿ αυτούς γύρευα ανακούφιση. Ήταν οι καταλληλότεροι για να μοιραστούν μαζί μου τις ατέλειωτες ώρες τής αναμονής. Άλλωστε το ξενυχτισμένο και κόκκινο μάτι μου έβλεπε τώρα για πρώτη φορά κάτι ηλίου φαεινότερο. Δεν ήταν αργόσχολοι όλοι αυτοί. Κάτι είχαν οι άνθρωποι, σαν να περίμεναν κάτι που δεν ερχόταν ή κάποια κρυφή πληγή, ένα σαράκι τέλος πάντων που τούς έτρωγε και δεν μπορούσαν να βολευτούν κανονικά μέσα στα ωρολόγια προγράμματα.
«Da capo» διάλεξα στην αρχή. Ο καλύτερος καφές, η καλύτερη πασαρέλα. Μετά άλλαξα γνώμη. Ήταν πέρασμα τού Βασίλη η περιοχή. Άσε καλύτερα, να μην έχουμε εκπλήξεις. Κατέληξα στο ιταλικό με το κιτς σιντριβάνι, πίσω από το άγαλμα τού Κολοκοτρώνη. Είχε και τα δεντράκια του, πιο θερινό, πιο κρησφύγετο, ό,τι έπρεπε δηλαδή. Παράγγειλα καπουτσίνο και κρουασάν. Ήρθαν αμέσως, ήμουν η μοναδική πελάτισσα άλλωστε.
Με την πρώτη ρουφηξιά άναψα και το πρώτο μου τσιγάρο. Έπαιξα με το πακέτο τού «Άσσου Φίλτρο» κασετίνα. Κανένας δεν είχε προσέξει πως άρχισα ξαφνικά να καπνίζω σαν αράπης, εγώ που άναβα κανένα μετά το φαγητό, όταν είχα κέφια ή καλή παρέα. Πού να το προσέξουν όμως... Τυφλώνεται ο άνθρωπος. Βλέπει αυτό που ξέρει. Αυτό που περιμένει να δει. Τα άλλα τα περνάει ντούκου, τα ξερνάει ο επεξεργαστής. Μήπως εγώ με τον Βασίλη το ίδιο δεν έπαθα; Έβλεπα ένα φάντασμα τού Βασίλη, τον προ δεκαπενταετίας εαυτό του, έναν νεκρό έβλεπα, μια σκιά, ένα ανθρώπινο super nova. Ο πραγματικός Βασίλης είχε πάρει καμιά δεκαριά κιλά, είχε χάσει τα μαλλιά του, είχε χάσει τη μιλιά του, είχε χάσει τα μάτια του.
Άναψα κι άλλο τσιγάρο. Γρήγορα καίγονται οι άσσοι, αλλά ζεσταίνουν ωραία, οι άτιμοι. Ήμουν πια πανέτοιμη να σχεδιάσω τη δεύτερη συνάντησή μου με τη Μαργαρίτα.
Η Μαργαρίτα δεν άργησε παρά ένα τέταρτο. Όσο κράτησε αυτό το τέταρτο όμως, λύσσαγα από το κακό μου. Ψευτοκουνιόμουν μαζί με το γκρουπ βαριανασαίνοντας, ενώ προσπαθούσα ν᾿ αναβάλω την άτακτη φυγή μου για ένα επιπλέον λεπτό. Ήλπιζα ακόμα, αλλά ασφυκτιούσα κυριολεκτικά μέσα στην κλιματιζόμενη αίθουσα. Τώρα πρόσεχα για πρώτη φορά και το αντιπαθητικό χρώμα των τοίχων. Πορτοκαλί των φαστφουντάδικων. Ενεργειακό υποτίθεται. Αίσχος. Πάνω σε μια επίκυψη αηδίασα από τη μυρωδιά τής μοκέτας και αποφάσισα να την κοπανίσω αμέσως.
Τότε ακριβώς όμως, σαν από μηχανής θεά, άνοιξε την πόρτα η Μαργαρίτα, ξαναμμένη και αιφνίδια. Η ζωή μου μπήκε ξανά σε τάξη. Τ᾿ αυτιά μου έπιασαν το ρυθμό τού τραγουδιού, τα πόδια συντονίστηκαν πρόθυμα. Το κεφάλι στράφηκε σαν ηλιοτρόπιο σ᾿ εκείνη χαμογελώντας ένα καλωσόρισμα.
Η Μαργαρίτα με λευκό φορμάκι στριμώχτηκε διακριτικά στο τέλος, για να μη διακόψει, κι άρχισε να κάνει ένα ατομικό μίνι ζέσταμα πριν μπει για τα καλά στο παιχνίδι. Αυτή στην τελευταία σειρά! Έβλεπα τη μοίρα να με υποστηρίζει ολοφάνερα. Να τυφλώνει τούς ταξιτζήδες, να μη σταματάνε να πάρουν τη βιαστική Μαργαρίτα, να την αναγκάσουν ν᾿ αργήσει ένα τέταρτο και να βρεθεί στην τελευταία σειρά, δίπλα μου. Έτσι, μοιραία, σ᾿ εμένα θα έσκυβε να ψιθυρίσει απολογητικά «Άργησα, ρε γαμώτο, τι κίνηση είναι αυτή αυγουστιάτικα...» Από μένα θα έπαιρνε ένα χαμόγελο συγκατάβασης και τη διαβεβαίωση ότι μόλις άρχισαν το πρόγραμμα. Το πράγμα έπαιρνε πια το δρόμο του.
Στο τέλος τής ώρας βαδίσαμε μαζί προς τα αποδυτήρια. Ήμουν ψύχραιμη. Μεταξύ δεύτερου και τρίτου καφέ είχα αποθησαυρίσει όλους τούς διαλόγους που μού χρειάζονταν, για να κρατήσω το ενδιαφέρον εκείνης. Υπήρχαν ατάκες κατάλληλες για κάθε περίσταση. Άρχισα διερευνητικά.
«Πώς πήγε χτες η πρόβα; Καλά πάτε;»
Φαίνεται ανούσια ερώτηση, αλλά μπορεί να βγάλει λαυράκι. Και έβγαλε.
«Καλά... Ο Θεός δηλαδή να το κάνει πρόβα αυτό το πράμα...»
Να το. Εδώ υπήρχε δυσαρέσκεια. Εδώ η κοπέλα δεν κρατιόταν. Δεν ξεφουρνίζεις σε μιαν άγνωστη έτσι απλά τέτοια πράγματα. Κι αν εκείνη δουλεύει σε σκανδαλοθηρικό περιοδικό και τα δεις δημοσιευμένα μια ωραία πρωία;
«Κατάλαβα... Προβλήματα με τον Βουτυρά, ε;»
Ήμουν εντελώς ικανοποιημένη από την ατάκα μου. Και ψαγμένη φαινόταν και μέσα στα πράγματα. Δόξα να ᾿χει, είχα μελετήσει και κάνα περιοδικό και γνώριζα τα στοιχειώδη κουτσομπολιά τού χώρου. Πραγματικά η άλλη που δεν ήθελε και πολύ απελευθερώθηκε τελείως και ξεσπάθωσε.
«Α, τα ξέρεις...»
«Ε...»
«Κατάλαβες, την υστερική αδερφή... Τον παράτησε ο γκόμενος και πήγε στο "Λα Μάμα" και τα ᾿βαλε μαζί μας...»
«Μα, ο ίδιος δεν τον έστειλε εκεί;»
Αυτό το ξεφούρνισα τελείως στο γάμο τού καραγκιόζη, για να την κάνω να επεκταθεί. Πάντως πράγματι κάτι είχε πάρει το μάτι μου για επαφές τού Βουτυρά με το «Λα Μάμα».
«Ναι, καλά, για τα μάτια τού κόσμου. Η αλήθεια είναι ότι τον έφτυσε ο μικρός για μια γκόμενα. Μαζί έφυγαν κι ας λέει ο Βουτυράς τα δικά του... Είναι μια εγωιστάρα αυτός...»
«Και ξεσπάει σε σάς τώρα;»
«Όχι, θ᾿ άφηνε... Στου κασίδη το κεφάλι, κατάλαβες, κύριε...»
Τώρα ήμασταν πια ντυμένες, αλλά είχαμε κολλήσει στα αποδυτήρια, η καθεμιά με τον πόνο της φυσικά, μα αμφότερες ευτυχείς για την αναπάντεχη συνομιλία. Σχεδόν έβλεπα τον καλό μου άγιο να μού κλείνει το μάτι φιλικά από ψηλά.
«Τώρα πρόβα πας;»
Έλα, πες μου ότι έχεις λίγη ώρα, πες μου, πες μου.
«Μπα, την ανέβαλε. Αιφνίδια κρίση ημικρανίας, λέει. Τα νεύρα του».
«Πίνουμε κανέναν καφέ τότε; Δεν έχω προλάβει να πιω απ᾿ το πρωί».
Η Μαργαρίτα αιφνιδιάστηκε. Ξαφνικά, η νεοαποκτηθείσα οικειότητα τής φάνηκε υπερβολική. Πώς έγινε αυτό τώρα, την έβλεπα ν᾿ αναρωτιέται, τι το ᾿θελα και ξανοίχτηκα σε τούτη εδώ. Αλλά η δύναμη τής αδράνειας και ο λίβας τού μεσημεριού την έσπρωξαν χωρίς πολλά πολλά στο κλιματιζόμενο καφέ τής Τσακάλωφ. Κι ο προστάτης άγιός μου έπαιξε το ρόλο του φυσικά.
Παραγγείλαμε κι οι δυο παγωμένο καφέ. Αφού θάψαμε κανονικά τον Βουτυρά και όλες τις γριές αδερφές τού θεάματος που μισούν τις γυναίκες και δη τις ωραίες γυναίκες, γιατί δε φτουράνε στον ανταγωνισμό, περάσαμε σε πιο ζουμερές λεπτομέρειες.
Η Μαργαρίτα άνοιγε κανονικά την καρδιά της σε μένα, την καλοπροαίρετη άγνωστη τού γυμναστηρίου.
Μού είπε χαρτί και καλαμάρι για τις μπηχτές που τής έριχνε ο Βουτυράς για το καθημερινό που έκανε στον Αντένα.
«Κατάλαβες, η κομπλεξάρα, ζηλεύει που εμένα με γνωρίζει ο κόσμος στο δρόμο κι αυτόν τον έχει χεσμένο. Βρίζει, αλλά τα θέλει τα φράγκα τού τηλεοπτικού κοινού. Εκείνος δεν είχε προσλάβει και τον Γιάγκο Δράκο; Κατά τα άλλα αυτός είναι ταμένος ποιοτικός κι εμείς ξεπουλημένοι».
Όλα τα είπε και ησύχασε. Ίσως και να τα παραείπε δηλαδή. Έλα, μωρέ, εντάξει είναι η κοπέλα, σκεφτόταν κάθε φορά που έβρισκε κι η ίδια το στιλ της πολύ εξομολογητικό, δικιά μας.
Εγώ πάλι τελείως χαζεμένη άκουγα το χειμαρρώδη μονόλογο τής καινούριας μου φίλης και δεν πίστευα στ᾿ αυτιά μου. Δε σχολίαζα, άκουγα μόνο μαγεμένη, ούτε καν άκουγα δηλαδή, έβλεπα μόνο τα υπέροχα τρυφερά χείλη της να σαλεύουν ακατάπαυστα απέναντι μου, μόνο μισό μέτρο μακριά μου. Παρατηρούσα τον τρόπο που σταύρωνε τα πόδια της αλά Ώντρεϋ Χέμπορν στο πρόγευμα στο Τίφανυ. Απομνημόνευσα τις κομψές κινήσεις των χεριών της, των εύγλωττων θεατρικών χεριών της.
«Είσαι πιο όμορφη με τα γαλάζια», τής είπα τελικά δείχνοντας προς τη μεριά των ματιών της.
Η Μαργαρίτα χαμογέλασε κολακευμένη, που κάποιος παρακολουθούσε τις μεταμορφώσεις της. Τελικά συμπαθητική ήταν αυτή η... Πώς τη λένε... η Άννα.
«Αα... τα θυμάσαι όλα, βλέπω... Ας είναι καλά οι φακοί επαφής. Έχω και πράσινους, αλλά δεν τούς φοράω. Δε μού κάθισαν καλά».
Παραξενεύτηκα που την άκουσα να μιλάει για τα μάτια της σαν να ήταν κάνα φουστάνι, ξέρω γω, δε μάς αρέσει σε πράσινο και το παραγγέλνουμε σε τιρκουάζ. Μαγκώθηκα λιγάκι, αλλά δεν μπορούσα να μην τής κάνω την ερώτηση:
«Και πώς σού ήρθε ν᾿ αλλάξεις χρώμα;»
Εκείνη γέλασε με το ύφος μου τινάζοντας πίσω τα μαλλιά της. Ένα αγόρι δίπλα είχε κολλήσει ήδη πεινασμένα το βλέμμα του στο μπούστο της. Κανένα πρόβλημα. Αυτή ήταν πρόθυμη να δώσει μια παράσταση για όλους.
«Η δουλειά... Η αλλαγή είναι στο πρόγραμμα, δεν αφήνουμε και τίποτα στη θέση του. Τα μαλλιά μας, το δέρμα μας, τις τρίχες μας, το σώμα μας, άσ᾿ τα. Ούτε η μάνα μας δε μάς γνωρίζει στο τέλος».
Τέλειωσε τη φράση της μ᾿ ένα γέλιο στην κόψη. Την έχω εντυπωσιάσει τη φτώχιά απέναντι, υπονοούσε το γέλιο της. Αυτήν που κυκλοφορούσε ακόμα με το χνούδι στο πάνω χείλι και πετσάκια στα φαγωμένα της νύχια, τα στοιχειώδη μιλάμε τώρα. Πού να καταλάβει, η φουκαριάρα, την άγρια χαρά τής μετάλλαξης, τον πόνο τού λιωμένου κεριού που σε μεταμορφώνει από τριχωτή μεσογειακή κάμπια σε μεταξωτή βόρεια πεταλούδα. Θέλει αυτή σεμινάρια για να στρώσει, αγάπη μου, ων ουκ έστιν αριθμός...
«Γιατί, πώς ήταν τα μαλλιά σου;»
Η Μαργαρίτα έστρωσε ασυναίσθητα τη λεία, σκούρα καστανή τούφα που μισοέκρυβε το μάτι της. Γέλασε, αν και άρχισε να βαριέται πια.
«Καστανά ανοιχτά και σγουρά. Τα ᾿χω ισιώσει».
«Ξέρω, σ᾿ έχω δει με μπούκλες. Κόκκινες όμως».
«Α, με πέτυχες και στην κόκκινη περίοδο; Καλά, πώς τα θυμάσαι όλα αυτά, ρε παιδάκι μου;»
Κούνησα το κεφάλι. Τα θυμάμαι, ήθελα να τής πω, πώς να μην τα θυμάμαι; Δεν πρόκειται να τα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.
Όταν ξαναβγήκα στο φως, κρατούσα ένα σωρό πολύτιμα λάφυρα στα χέρια. Η Μαργαρίτα με αποχαιρέτησε αφήνοντας πίσω της το όνομα τής οπτικού, το όνομα τού κομμωτή, το όνομα τής αισθητικού και μιαν υπόσχεση: Τον τωρινό εαυτό της. «Όλες μπορούν», μού είπε σε μια έξαρση μετριοπάθειας, «θέληση και υπομονή χρειάζεται μόνο». Άλλωστε, έλεγε το σώμα της γέρνοντας ανεπαίσθητα προς τη μεριά τού νεαρού θαμώνα με τα πεινασμένα μάτια, σκέψου τα βλέμματα που θα πέφτουν πάνω σου για να παίρνεις κουράγιο, βλέμματα αντρών και γυναικών, θρεπτικά βλέμματα, θαυματουργά βλέμματα. Όταν θα ᾿ρθει η ώρα, θα κινείσαι σαν ιπτάμενο δελφίνι, ποτέ δε θα ξαναπατήσεις στην πουτάνα τη γη, ποτέ δε θα σε ξαναγγίξουν τα καθημερινά. Κανείς δε θα σε απατήσει ξανά, κανείς δε θα τολμήσει να σε ξεχάσει. Θα είναι η σειρά σου τότε.
Έφτασα μέχρι το 3 τής οδού Καψάλη σαν υπνοβάτης. Στην πλατεία νέκρα. Το κατάστημα οπτικών μόλις είχε «ανοίξει. Η νεαρή κυρία, που σηκώθηκε από το γραφείο στο βάθος, με άκουσε με προσοχή. Προφανώς ήταν εκπαιδευμένη ν᾿ ακούει αδιαμαρτύρητα την τρέλα τού καθενός, αλλά εδώ κώλωσε κι αυτή ακόμα. Πελάτισσα που καταφτάνει μέσα στη μεσημεριανή κάψα ζητώντας να γίνει επειγόντως γαλανομάτα δε θα τής είχε ξανατύχει μάλλον...
Η αλήθεια είναι πως δεν είχα τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η μικρή και ο Βασίλης δεν ήταν σπίτι. Κι ο Χάρης όμως, που ήταν, γούρλωσε τα μάτια σαν να ᾿βλεπε τον οξαποδώ.
«Μαμά! Σού ᾿στριψε, ρε;»
Μού ήρθε να τού αστράψω ένα ξεγυρισμένο χαστούκι, αλλά παράβλεψα.
«Γιατί, αγόρι μου, δε σ᾿ αρέσω;»
«Τι να μ᾿ αρέσεις; Τι έγινε; Τι έκανες;»
Θαύματα έκανα, δε βλέπεις;
«Κουρεύτηκα!»
Έκανα μια στροφή ανεμίζοντας το ολοκαίνουριο στιλπνό καρέ μου.
«...Και άλλαξα το χρώμα των ματιών μου!»
«Γιατί;»
«Γιατί έτσι!»
Όχι, Χαρούλη μου, δεν πρόκειται να σ᾿ αφήσω να μού χαλάσεις εσύ το κέφι...
«Τι πάθατε, ρε, όλοι ξαφνικά; Τι τριπ είναι αυτό πάλι;»
Παρά τις υποσχέσεις που έδωσα στον εαυτό μου, δεν άντεξα και πολύ. Έγινα έξαλλη. Τού πέταξα ένα «Δε θα το συζητήσω αυτό τώρα μαζί σου» και μπήκα στην κρεβατοκάμαρα ν᾿ αλλάξω. Η ώρα ήταν οχτώ παρά, ο ήλιος κρατούσε ακόμα. Ήθελα να πάω για μπάνιο.
Βγήκα ξανά στη βεράντα φορώντας το γαλάζιο πτι καρό μπικίνι μου. Στους ώμους είχα ριγμένη μια μπλε σκούρα πετσέτα. Στα μάτια μου μπλε φακούς επαφής. Μ᾿ έκοβαν λίγο, αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα. Ο γιος μου με κοίταζε ακόμα σαν σατανίστρια, αλλά τον προσπέρασα. Ήθελα να πάω τον καινούριο μου εαυτό για μπάνιο. Να τον βαφτίσω, να τον ξεπλύνω από τα παλιά.
«Απεταξάμην», φώναξα λίγο αργότερα στον δύοντα ήλιο κι έριξα μια θεαματική βουτιά απ᾿ τα βράχια.
Ο Βασίλης έφτασε στο σπίτι στις έντεκα. Βρήκε το γιο του να βλέπει Καράτε Κιντ Ν°2 τρώγοντας πίτσα στο σαλόνι. Όταν ρώτησε πού είναι οι άλλοι, ο μικρός τού έδειξε με το κεφάλι τη βεράντα. Βγήκε. Στη γωνία δεξιά, ξαπλωμένη στην αιώρα, με είδε να λικνίζομαι με κλειστά μάτια. Δεν κοιμόμουν, όχι. Τη στιγμή που βρέθηκε ακριβώς από πάνω μου, άνοιξα τα μάτια και τον κοίταξα. Δεν είπα κουβέντα, ούτε το γνωστό «Ήρθες;» Τον κοίταζα μόνο και περίμενα.
«Ε... δεν είμαστε καλά! Τι πήγες κι έκανες, καλέ;»
«Δε θα πεις τίποτα;»
Η φωνή μου ακούστηκε πολύ μαλακιά στο σκοτάδι. Όχι, ρε πούστη, είναι και περήφανη, σκέφτηκε αυτός.
«Κάτσε να το συνηθίσω πρώτα...»
Προσπαθούσε ολοφάνερα να προσέξει τα λόγια του. Μ᾿ έβλεπε ότι δεν ήμουν στα πάνω μου τελευταία.
Ανασηκώθηκα απ᾿ την αιώρα κι έστρωσα με μια θεατρική κίνηση τα μαλλιά. Άλλο πάλι και τούτο, μονολογούσε σιωπηλός, αυτή δεν άφησε τίποτα όρθιο. Κούρεψε και το μαλλί.
«Με γεια! Καλά, τι έγινε σήμερα και το ᾿ριξες στο ρεκτιφιέ;»
Όχι μόνο δε γέλασα με το αστείο του, αλλά σηκώθηκα, έκανα μεταβολή και μπήκα στο σπίτι. Τσιμουδιά δεν έβγαλε, όμως τόσα χρόνια τον ξέρω. Βρε την Αννούλα, σκεφτόταν, πίπα έγινε απ᾿ τα νεύρα. Περίμενε φαίνεται, η φουκαριάρα, να τής πούμε τι κούκλα που έγινε... Α, ρε Άννα, την όρεξή σου νομίζεις πως έχω... Εσύ πας στο κομμωτηριάκι σου, ρίχνεις ένα κουρεματάκι, ξεδίνεις... Εγώ τι να πω;
Μπήκε κι εκείνος μέσα. Ο Χάρης δε σήκωνε τα μάτια απ᾿ την οθόνη.
«Τι έγινε, ρε Χάρη;»
«Οχ, τώρα τού την πέφτουν αυτά τα φλώρια...»
«Άφησες κανένα κομμάτι πίτσα ή τη χλαπάκιασες όλη;»
«Έχει στο τραπέζι μια ολόκληρη ζαμπόν, τυρί, μανιτάρια».
Ο Βασίλης έπιασε το κουτί και τράβηξε ένα βαρβάτο κομμάτι.
«Η αδερφή σου πού είναι;»
«Εκδρομή».
«Τι εκδρομή; Με ποιον; Λέγε ρε, άσε την τηλεόραση, σού μιλάω!»
«Πού θες να ξέρω εγώ; Ρώτα τη μαμά».
Ο μικρός τελείως αντιδραστικά δυνάμωσε τον ήχο, αποκλείοντας οριστικά κάθε παρεμβολή ανάμεσα σ᾿ αυτόν και το καράτε κιντ του.
Ο Βασίλης μπήκε στην κρεβατοκάμαρα θυμωμένος. «Τι στο διάολο, αν έχουμε βαρέσει διάλυση σ᾿ αυτό το σπίτι, να μού το πείτε κι εμένα να το ξέρω...»
Εγώ ήμουν πεσμένη μπρούμυτα και δε σάλεψα όταν τον άκουσα να μπαίνει.
«Δε μού λες, πού στην ευχή πήγε εκδρομή η Μπουμπού; Εγώ γιατί δεν το ξέρω;»
Γύρισα αργά αργά προς το μέρος του, για να τον αντιμετωπίσω. Ανασηκώθηκα. Τώρα ήμουν πιο ήρεμη. Τον άκουσα να καβγαδίζει με τον Χάρη. Τώρα καταλάβαινα τη χαζή αντίδρασή του, όταν με είδε τόσο αλλαγμένη σήμερα. Τον ανησύχησα, σκέφτηκα με κατανόηση σχεδόν, δεν είμαι πλέον η παλιά, καλή Άννα, η «ξεσπάστε πάνω μου» Άννα που ήξερε. Είμαι ένα άγνωστο πλάσμα πια, ένα όμορφο, επικίνδυνο, απρόβλεπτο, άγνωστο πλάσμα. Δεν είναι εύκολο να διαπιστώσεις ξαφνικά ότι δεν ήξερες αυτόν που ζούσες τόσα χρόνια μαζί. Τα πέρασα κι εγώ, Βασίλη μου, καταλαβαίνω... Τώρα προσπαθείς να βγάλεις από μέσα μου μια γνωστή όψη τουλάχιστον, αλλά είσαι χαμένος από χέρι.
«Στη Τζια πήγε. Με παρέα».
«Εμένα γιατί δε με ρώτησε;»
Γιατί, νομίζεις ότι ρώτησε κανέναν; Πολύ μακριά νυχτωμένος είσαι, φουκαρά μου...
«Δεν ξέρω, ρώτα την όταν έρθει...»
«Εσένα δε σε απασχόλησε πάντως, ε;»
Πάνω στην ώρα κατέφθασε η Κατερίνα με τα συμπράγκαλά της κι ένα θριαμβευτικό μαύρισμα στα μούτρα. Όλη τη μέρα στην παραλία θα την πέρασε, χεσμένη την έχει, το μωρό μου, την τρύπα τού όζοντος και καλά ξηγιέται...
«Καλώς τηνα. Από πού μάς έρχεσαι, δεσποινίς;»
Ο Βασίλης προσπάθησε να κάνει πολιτισμένη εισαγωγή, αλλά ήταν ολοφάνερα βαρεμένος. Η μικρή όμως δεν καταλάβαινε τίποτα.
«Από Τζια, δε σού είπε η μαμά;»
«Εγώ γιατί δεν το ήξερα, Κατερίνα; Ξέρεις πόσων χρονών είσαι;»
«Έλα, ρε μπαμπά, τώρα...»
Η μικρή έκανε μεταβολή και τράβηξε για το δωμάτιό της. Ήξερε να στρίβει αλά γαλλικά όταν μύριζε μπαρούτι. Αυτό νεύριασε περισσότερο τον Βασίλη, που συνέχισε να φωνάζει πίσω της.
«Δε θα το ξανακουνήσεις από δω μέσα χωρίς να το ξέρω εγώ, συνεννοηθήκαμε, δεσποινίς; Άντε, να μην πάρω ανάποδες και με δείτε όπως δε μ᾿ έχετε ξαναδεί...»
«Μπρρρρ, μού σηκώθηκε η τρίχα», σχολίασε ειρωνικά ο Χάρης, χωρίς να σηκώσει τα μάτια απ᾿ την τηλεόραση.
Αυτό ήταν και το κερασάκι στην τούρτα. Ο Βασίλης έγινε έξαλλος. Έκλεισε τη συσκευή και τράβηξε τον μικρό απ᾿ το φανελάκι.
«Τσακίσου στο δωμάτιό σου, τσόγλανε, που θα μού αντιμιλήσεις εμένα. Μη σε ξαναδώ μπροστά μου σήμερα, γιατί θα σε σκοτώσω».
Ο μικρός έφυγε μουρμουρίζοντας κι έμεινα μόνο εγώ, που τον κοίταζα απαθής με τα καινούρια μου γαλανά μάτια.
«Τι με κοιτάς; Εσύ δεν έχεις καμιά σχέση, έτσι; Εσύ για τα χαλιά περνούσες και είδες δυο παιδιά, ε; Δικά σου αποτελέσματα είναι αυτά, αν θέλεις να ξέρεις...»
Τον αγνόησα και βγήκα πάλι στη βεράντα. Εκείνος έμεινε στο κέντρο ενός ξένου δωματίου. Δεν αναγνώριζε πλέον κανέναν μας.
Όταν ξυπνήσαμε το πρωί, έλιωνε ο κόσμος απ᾿ τη ζέστη. Τα παιδιά στριφογύριζαν στα κρεβάτια τους λουσμένα στον ιδρώτα. Καύσωνας, το λέγαν τα δελτία από προχτές κάθε μισή ώρα. 42° υπό σκιάν στο κέντρο τής Αθήνας. Τούς προειδοποιούσαν όλους, γέρους και καρδιοπαθείς: «Κλειστείτε στα σπίτια σας, κινδυνεύετε». Το είχα ακούσει, αλλά ντύθηκα κανονικά, όπως πάντα, για να βγω. Δεν κινδύνευαν όλοι απ᾿ τον καύσωνα, μερικοί κινδύνευαν περισσότερο απ᾿ τα σπίτια τους.
Ο Βασίλης είχε φύγει απ᾿ τις έξι με το κλιματιζόμενο «Audi» για το κλιματιζόμενο γραφείο. Κανένα πρόβλημα. Ο άνθρωπος το είχε δηλώσει από καιρό. Ήταν αποφασισμένος να ζήσει στους 24°C, βρέξει χιονίσει. Στο σπίτι τού τα χάλασα λιγάκι τα σχέδια εγώ και τα παιδιά, που ασφυκτιούσαμε με τα κλιματιστικά. «Πολιτισμός, ρε!» μάς έλεγε και μάς ανέμιζε τα προσπέκτους των πιο εξελιγμένων μοντέλων τής αγοράς. «Ακόμα στο έλεος τοὐ καιρού είστε;» Ακλόνητοι εμείς. Και οι τρεις μαζί, ούτε συνεννοημένοι να ᾿μαστε. Θέλαμε το αεράκι να μπαίνει απ᾿ τα παράθυρα. Εγκατέλειψε τον αγώνα. Δε βαριέσαι, σάμπως καθόταν και καθόλου σπίτι; Μάς άφησε να αεριζόμαστε όσο τραβούσε η όρεξή μας.
Γι᾿ αυτό και δε μού έκανε πρόταση να με πάει στο γραφείο κατεβαίνοντας στην Αθήνα. Δε μάς παρατάς, γαϊδούρα, σκέφτηκε, που θ᾿ αλλάξω διαδρομή για να μη μού ζεσταθείς. Να σκάσεις και να πλαντάξεις. Μήπως και συνέλθεις δηλαδή... Ωραία μάνα, να σού πετύχει... Πού το αμολάς, κυρά μου, το μωρό το παιδί από τώρα; Κι ούτε να ρωτήσεις ποιος και τι... Άκου με τον D. J.! Ούτε όνομα δηλαδή δεν έχει ο άνθρωπος, σκέψου τι λέρα είναι, για να κυκλοφορεί με αρχικά. Κι άμα σ᾿ το πειράξει το παιδί, τράβα εσύ να βρεις άκρη ποιος είναι ο D. J. Οποιοσδήποτε μπορεί να είναι. Για ρώτα και μένα, κυρία μου, τι έχω δει στην Ευελπίδων. Θ᾿ αγριευτείς. Ή δεν το ξέρεις τι ναρκωτικά κυκλοφορούν στην πιάτσα, τι ανώμαλοι, τι αρρώστιες... Αλλά που να το σκεφτεί, αυτηνής το μυαλό έχει κολλήσει τελευταίως. Όλο κάπως τον κοιτάζει στραβά, όλο κάτι μασημένες κουβέντες, άλλος άνθρωπος. Να τη βάρεσε η ζέστη στο κεφάλι, τι να πω; Εδώ αυτή, τρεις μήνες πριν, δεν άφησε την Μπουμπού να πάει στο πάρτι τής Χριστίνας τής Δερβένη, γιατί καλούσε, λέει, μεγαλύτερα παιδιά. Τώρα την ξαμολάει με τον D.J. που μπορεί ᾿να είναι και μαστουρωμένος εικοσιπεντάρης. Σ᾿ ακούει όμως; Δε σ᾿ ακούει. Τώρα μάλιστα που έγινε και γαλανομάτα, δεν καταλαβαίνει Χριστό, η γυναίκα. Τι χαζοβιόλες που είναι, ρε, γαμώτο. Γύρευε τώρα ποιος τη συμβούλεψε... Καμιά φιλενάδα της... Τής Τασίας δουλειά μοιάζει αυτό. Αλλά μπα, αφού λείπει διακοπές, αποκλείεται. Η Μάνια; Μπα... Μπορεί να είναι μανούλα στο φτιασίδωμα η πεθερά του, αλλά η γυναίκα τα έχει τετρακόσια. Για να μη σού πω πεντακόσια... Δεν είναι καμιά χαζή ν᾿ αλλάζει χτένισμα και να πιστεύει ότι θα κατεβεί ο Θεός να τής δώσει συγχαρητήρια...
Υπάρχει βέβαια και μια περίπτωση να έχει δίκιο ο Μιχάλης. Να την ψυλλιάστηκε τη δουλειά η Αννούλα και ν᾿ άρχισε τα τρελά... Πώς όμως; Απίθανο το βρίσκω. Κι έπειτα δε θα μού ᾿λεγε τίποτα; Αυτή είναι ο τύπος «χαρτί και καλαμάρι», αποκλείεται να το κατάπινε έτσι. Εκτός αν δεν ξέρει ακριβώς... Αν υποψιάζεται απλώς και περιμένει να δει εξελίξεις... Όλα παίζουν... Τέλος πάντων, πρέπει να το ξεκαθαρίσω, να δω τι θα κάνω, γιατί δεν μπορεί να πάει μακριά η βαλίτσα, βαρέθηκα...
Ο Βασίλης πάτησε το κουμπάκι και το κασετόφωνο τού «Αudi» συνέχισε το τραγούδι των Βeatles που είχε αρχίσει να παίζει χτες.
Aυτό τον πούστη τον D. J. πώς να τον λένε; Μωρέ, θα τον κάνω εγώ να μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που είπε καλημέρα στην Μπουμπού.
Τώρα σ᾿ ακούω και χωρίς να μιλάς, Βασίλη, να με προσέχεις. Μην πεις ότι δεν προσπάθησα να σε προειδοποιήσω...
Πήγα στο τηλέφωνο τής κουζίνας, αφού αφουγκράστηκα προσεχτικά τα δωμάτια των παιδιών. Σιγή βαθιά. Ευτυχώς, σπάνια σαλεύουν πριν από τις δέκα. Στράφηκα για κάθε ενδεχόμενο προς τα κει, να ελέγχω το πεδίο, και σχημάτισα τον αριθμό τής Μαριάννας Ψαρέλλη. Ας είναι καλά ο κυρ Αλέκος και τα ντετεκτιβίστικα κιτάπια του. Όταν μου τα ᾿λεγε βέβαια, δεν είχα δώσει καμιά σημασία. Τα διάβασα και μετά τα ξέσκισα με λύσσα, τα ᾿καψα, να εξαφανιστούν, να ξεχαστούν όλα. Πέθαινα τότε, καρφί δε μού καιγόταν ποιες ήταν οι φίλες τής Μαργαρίτας. Μάταια όμως. Τίποτα δεν ξέχασε το προδοτικό μυαλό μου. Όλα τα έκρυψε σε μια γωνιά, ατόφια, με λεπτομέρειες, βόμβες έτοιμες να πυροδοτηθούν την κατάλληλη στιγμή. Και να που ήρθε η κατάλληλη στιγμή. Τώρα πολύ χαιρόμουν που ήξερα τα δυο πολύτιμα ονόματα. Τώρα με ενδιέφεραν οι φίλες τής Μαργαρίτας, εκείνες που την ξέρουν απ᾿ έξω κι από μέσα, όχι μόνο πρόσοψη. Αυτές ήταν τα κλειδιά.
Καρφώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου, χτες που προσπαθούσα μάταια να κοιμηθώ. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να πλησιάσω γρήγορα τη Μαργαρίτα, το αίνιγμά της με έκαιγε, χρειαζόμουν μιαν απάντηση, δεν αρκούσε ένας καφές κάθε δυο μέρες, ακόμα κι αυτό είναι τελείως ανέφικτο, σιγά μην κάθεται να πίνει καφέδες μαζί μου όλη την ώρα. Έχει τόσο ωραία πράγματα να κάνει, με μένα θα σπαταλάει την πολύτιμη ζωή της; Έχει να μάθει το ρόλο της, να προετοιμαστεί για την αποθέωση στα αρχαία μάρμαρα, τη δημοσιότητα, τα πάρτι που θα ακολουθήσουν, έχει να κάνει έρωτα με τον άντρα μου... Θα πρέπει να ανυπομονεί να τον δει, θα τού τηλεφωνεί όλη την ώρα, στα διαλείμματα τής πρόβας, πριν κοιμηθεί το μεσημέρι, πάντα. Τον θέλει σαν τρελή. Όχι, όχι, εκείνος τη θέλει πιο πολύ. Η Μαργαρίτα κινεί τα νήματα. Αυτή φυσικά. Αυτή είναι η νεράιδα, αυτή έχει και το ραβδάκι. Ο Βασίλης την ακολουθεί μαγεμένος, τυφλός και κουφός σε μάς, αφού εκείνη τού αιχμαλώτισε όλο το φως κι όλους τούς ήχους.
Αλλά ποιος θα μπορούσε να μού το πει με σιγουριά; Ο Αλέκος κατέγραφε μόνο τα φαινόμενα, ποιον έβλεπε, πότε, πού. Τι να τα κάνω αυτά εγώ, οι χοντροκοπιές δε μού έφταναν πια, το από μέσα θέλω, την ψίχα των πραγμάτων, τις αποχρώσεις. Τέτοια τροφή χρειαζόταν τώρα η ψυχή μου. Και η Μαργαρίτα δε θα μού την έδινε ποτέ. Ή θα μού την έδινε πολύ αργά. Άρα κάτι άλλο όφειλα να σκεφτώ για να σωθώ.
Και χτες το βράδυ, ώρα τέσσερις παρά, το σκέφτηκα. Οι φίλες της είναι το κλειδί. Πρέπει να πλησιάσω τις φίλες της. Μαριάννα Ψαρέλλη, ηθοποιός. Λίνα Δερδελάκου, νευρολόγος στο Ι.Κ.Α. Αμαρουσίου. Προσεγγίσιμες. Ευτυχώς προσεγγίσιμες.
Να αυτοσχεδιάσω λιγάκι, Μαριάννα;
Άφησες να χτυπήσει τέσσερις φορές το τηλέφωνο πριν απαντήσεις. Κάποιος σού το ᾿χε πει αυτό κι έκτοτε αποφάσισες να ελέγξεις τη μανία σου να γκρεμοτσακίζεσαι να σηκώνεις το ακουστικό αμέσως. Είτε γκόμενο περιμένεις να σε πάρει είτε εργοδότη, άσ᾿ τον λίγο στην πίεση. Δε χάθηκε ο κόσμος κι ούτε θα σ᾿ το κλείσει κανείς πριν από τα έξι χτυπήματα. Αντίθετα θα τού δώσεις χρόνο να σκεφτεί με αγωνία ότι μπορεί και να μη σε βρει. Τι κάθεσαι σαν χαϊβάνι πάνω απ᾿ το τηλέφωνο; Ο γκόμενος θα σε θεωρήσει τρελαμένη κι ο εργοδότης ψωμόλυσσα. Άσ᾿ τους να περιμένουν λιγάκι και θα δεις μια ανεπαίσθητη αλλαγή στο ύφος τους.
Πραγματικά έπιανε, ε; Και τώρα αυτή η δημοσιογράφος που σού ζητάει συνέντευξη, σαν να έπιασε το λαυράκι τής ζωής της έκανε. Σιγά, μωρό μου, θέλεις να γελάσεις στα μούτρα της, δεν εξασφάλισες και αποκλειστική συνέντευξη τής Σάρον Στόουν... Θα έχεις όμως την τιμή ν᾿ ανακαλύψεις εσύ την ελληνίδα Σάρον, αφού οι μαλάκες οι συνάδελφοί σου δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ.
Την πάτησες όμως, Μαριάννα. Έκλεισες ραντεβού μαζί μου.
«Αν σάς βολεύει σήμερα, θα προσπαθήσω, κυρία Τσαμπάση, τι να κάνω...» μού είπε μετά από ένα στιγμιαίο δισταγμό. Να μη σε περάσουμε και για καμιά λιγούρα, αλλά να μη μάς χάσεις κιόλας. Τι να πιστεύεις στο βάθος; Ότι θα ξέμεινα από θέματα καλοκαιριάτικα κι επείγομαι;
«Δώστε μου ένα λεπτό να το τσεκάρω... Ναι, βεβαίως, στις δώδεκα είμαι ελεύθερη. Πού θα σάς βόλευε να τα πούμε;»
Το δάγκωσες τόσο εύκολα το δόλωμα, που σχεδόν σε λυπάμαι.
Έφτασα στο «Χίλτον» μια ώρα νωρίτερα από το ραντεβού. Το κλιματιστικό τού καφέ ήταν δυναμίτης, σχεδόν χρειαζόσουν ζακέτα. Ο ιδρώτας όμως αυτονομημένος έτρεχε ασταμάτητα απ᾿ το μέτωπό μου. Τι να σού κάνουν και τα BTU... Η αδρεναλίνη μού είχε συγκεντρώσει ολόκληρο το διαθέσιμο στρατό κι ετοιμαζόταν για τη μεγάλη μάχη. Σ᾿ αυτό τον πόλεμο μπήκα σαν υπνοβάτης, αλλά έπρεπε να βγω ακέραια. Δεν έπρεπε να την πατήσω. Δεν έπρεπε να κάνω λάθος.
Άφησα τα πράγματά μου στην καρέκλα κι έτρεξα στην τουαλέτα. Έριξα λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο και μετά πέρασα τα χέρια πάνω από τα μαλλιά μου. Ήταν κοκαλωμένα από το τζελ, τραβηγμένα όλα πίσω και κολλημένα στο κρανίο. Αγνώριστη ευτυχώς. Αν η Ψαρέλλη με περιέγραφε στη Μαργαρίτα, αποκλείεται να πήγαινε το μυαλό της. Γαλανό μάτι, αντρικό χτένισμα wet look. Ευτυχώς, πήρα τα μέτρα μου. Σκουπίστηκα με χαρτοπετσέτες και γύρισα με ασταθή βήματα στο τραπεζάκι.
Παράγγειλα ένα τοστ που δεν το ήθελα, αλλά το ᾿φαγα για να καλμάρει λίγο το στομάχι μου. Δεν μπόρεσα να βρω κασετοφωνάκι, γαμώτο, δεν μπόρεσα. Τι σόι δημοσιογράφος θα ήμουν χωρίς κασετοφωνάκι; Πρέπει να πω κάτι, μην το ξεχάσω, ότι είμαι τής παλιάς σχολής, μια μπούρδα, οτιδήποτε.
Τακτοποίησα τα μπλοκ και τα στιλό στο τραπεζάκι μπροστά μου κι άρχισα να γράφω στην πρώτη σελίδα τις ερωτήσεις που θα υπέβαλα. Να δείξω και κάπως επαγγελματίας. Τι διάολο έπρεπε να τη ρωτήσω; Πώς άρχισε την καριέρα της και ποια ήταν τα επαγγελματικά της σχέδια; Τι έλεγαν οι χιλιάδες χαζοσυνεντεύξεις που είχα διαβάσει σ᾿ όλη μου τη ζωή; Πώς να σταματήσω τη γλώσσα μου να ρωτήσει αυτά που με έκαιγαν πραγματικά;
Κατάπινα ένα κομμάτι τοστ με κάθε αναπάντητη ερώτηση. Στην τελευταία σταμάτησα. Από ποιο περιοδικό ήμουν; Στο τηλέφωνο απέφυγα τεχνηέντως να το δηλώσω. Η Ψαρέλλη μες στη χαρά της ξέχασε να ρωτήσει. Τώρα όμως δεν μπορούσα να το αποφύγω. Από ποιο να πω; Κάτι κλασικό, Γυναίκα ας πούμε; Κι αν έσπαζε ο διάολος το ποδάρι του και η Ψαρέλλη ήξερε πρόσωπα και πράγματα στη Γυναίκα, Θα ξεβρακωνόμουν άσχημα. Δε θυμόμουν ούτε ένα όνομα «συναδέλφου» για δείγμα.
Όταν την είδα να μπαίνει, κατάλαβα αμέσως ότι ήταν αυτή. Μαλλί μακρύ μέχρι την πλάτη, βαμμένο μαύρο τού θανάτου. Λευκό δέρμα ή λευκό μεϊκάπ; Τής έλειπε ύψος και προσπαθούσε απεγνωσμένα με τακούνι δέκα πόντων. Πίσω οι ώμοι, μέσα το στομάχι, τα μάτια ψηλά. Ηθοποιίστικο βάδισμα. Μακριά φούστα και μικρό τοπ για να φαίνονται οι γυμνασμένοι κοιλιακοί. Ηθοποιίστικο ντύσιμο. Αυτή ήταν.
Έκανε ένα γύρο με το βλέμμα και σταμάτησε μπροστά μου. Δε δίστασε καθόλου. Στα άλλα τραπεζάκια οι πελάτες κάθονταν ανά δύο. Με πλησίασε ανεμίζοντας τη φούστα της. Ενδιαφέρον πρόσωπο αλλά ασκημούλα. Ύφος όμως, πολύ ύφος. Σηκώθηκα προσπαθώντας να σταθεροποιήσω τα πόδια μου. Άνοιξα τα χείλη μου σ᾿ ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Μην υπερβάλλουμε κιόλας, για δουλειά πρόκειται. Η Ψαρέλλη άπλωσε το δεξί της χέρι από μακριά. Ανυπομονούσε να με κατακτήσει με το ταμπεραμέντο της.
«Η κυρία Τσαμπάση, φαντάζομαι. Χαίρω πολύ».
Τεράστιο χαμόγελο με άψογα δόντια. Φυτευτά; Πού τα βρίσκουν όλες αυτά τα δόντια; Τα μοιράζουν στις δραματικές σχολές; Έσφιξα το λεπτό χέρι αδυνατώντας να κάνω οτιδήποτε άλλο. Απλώς άνοιξα λίγο και το δικό μου χαμόγελο, για να δείξω πόσο χαίρομαι. Μετά κάθισα απότομα στην καρέκλα και συγκέντρωσα τις δυνάμεις μου.
«Τελικά ξέχασα να σάς ρωτήσω. Ποιο περιοδικό μού έκανε την τιμή; Ή μήπως είναι εφημερίδα;»
Από τα δύσκολα ξεκινήσαμε. Άφησα τον καινούριο εαυτό μου, το στρατηγό που δεν καλογνώριζα, ν᾿ απαντήσει.
«Ξεκινάμε ένα καινούριο περιοδικό, δε μάς ξέρετε. Θα λέγεται Πρώτη αυλαία και θα ασχολείται με το θέατρο κυρίως. Και λίγο σινεμά, ελληνικό μόνο. Θα προσπαθήσουμε πάνω απ᾿ όλα να στηρίξουμε τις σοβαρές προσπάθειες, τα σοβαρά πρόσωπα, τις σοβαρές απόψεις. Αυτά που μάς λείπουν δηλαδή».
Η Ψαρέλλη αναβαθμίστηκε ξαφνικά. Τής αναγνώρισαν επιτέλους ότι είναι σοβαρό πρόσωπο. Χαλάλι το τρέξιμο μέσα στον καύσωνα. Χαμογέλασε πλατιά.
«Και τι θέλετε να μάθετε για μένα;»
Τίποτα απολύτως δεν ήθελα να μάθω για κείνην, αλλά τελικά έμαθα πάρα πολλά. Τα έγραφα σαν καλή μαθήτρια στο μπλοκ μου: Πώς ξεκίνησε, ποια ήταν τα όνειρά της , οι πρώτες της δουλειές, γιατί αρνείται με πείσμα να ενδώσει στην τηλεόραση, τι τής άφησε κληρονομιά ο Κουν, ποιος είναι ο ρόλος τού χορού στη Μήδεια...
Να το! Καλά το θυμόμουν ότι έπαιζε μαζί με τη Μαργαρίτα. Στο χορό, η φουκαριάρα. Ε, δεν το ᾿χε το παράστημα για μεγαλύτερα πράματα, πάλι καλά που την έβαλαν στο χορό με τέτοιο ύψος. Μπορεί και να το έσπρωξε η Μαργαρίτα.
Η ασχημούλα μονολογούσε ασταμάτητα με ποικίλματα στη φωνή και θεαματικές χειρονομίες. Έπαιζε. Δόξα τω Θεώ. Δε χρειάστηκε παρά να ακούω και να γράφω άλλα αντί άλλων με το στιλό που γλιστρούσε απ᾿ τα ιδρωμένα μου χέρια. Μέχρι που τελικά το αποφάσισα και σταμάτησα.
«Να σε ρωτήσω τώρα και κάτι πιο προσωπικό; Φυσικά, αν θέλεις απαντάς». (Ενικός τής οικειότητας και τής συνωμοσίας. Δε ρωτάς τέτοια πράγματα στον πληθυντικό...)
Η Μαριάννα κώλωσε λίγο. Τα αισθηματικά της δεν ήταν και πολύ θεαματικά τούτη τη στιγμή. Τι ξετρύπωσαν πάλι;
Προχώρησα πριν το μετανιώσει.
«Έχει ακουστεί μέσα απ᾿ το σχήμα που δουλεύεις τώρα ότι, πώς να το πω, βοηθήθηκες και από τις σχέσεις σου στο θέατρο. Όχι πως δεν το άξιζες φυσικά, αλλά να, ότι σε στήριξαν για να μείνεις απερίσπαστη, σε βοήθησαν να βρεις ρόλους και να μη χρειαστείς τα χρήματα της τηλεόρασης, που είναι βέβαια σημαντικό...» Σταμάτησα απότομα, ελπίζοντας να μην την πρόσβαλα. Ας θυμώσει, Θεούλη μου, ευχόμουν σαν παιδί, ας θυμώσει κι ας ανοίξει το στόμα της.
Όχι μόνο θύμωσε η κυρία Ψαρέλλη, μπαρούτι έγινε σε δευτερόλεπτα. Μεταμορφώθηκε. Ε, όχι! Δε γεννήθηκε ακόμα η κουφάλα που θα διαδίδει τέτοια πράματα γι᾿ αυτήν στο κύκλωμα.
«Θα σάς απαντήσω ειλικρινά, αν μού πείτε από ποιον το ακούσατε. Δεν πρόκειται να σάς εκθέσω, σάς δίνω το λόγο τής τιμής μου». Το σαγόνι της έτρεμε από θυμό.
Εγώ, ψυχραιμότερη τώρα, άρχισα τάχα διστακτικά και μασημένα και με πολλά «δεν επιτρέπεται ν᾿ αποκαλύπτει κανείς τις πηγές του, είναι αντιεπαγγελματικό» να τής ξεφουρνίζω ότι η Μαργαρίτα Χρούση ήταν η πηγή. Την είχε εμμέσως αναφέρει ως παράδειγμα, μιλώντας σε μια κοινή γνωστή για τις συναδέλφους της. Υποστήριζε ότι εκείνη έκανε σαπουνόπερα, γιατί δεν είχε ισχυρούς φίλους στο θέατρο. Στα δικά της πόδια στηριζόταν.
Όταν η Μαριάννα άνοιξε το στόμα της, ξέχασε να το κλείσει για είκοσι λεπτά. Τι είπε δε λέγεται.
«Η Μαργαρίτα Χρούση είναι φίλη μου», δήλωσε, «τουλάχιστον έτσι νόμιζα εγώ η αφελής, και γνωρίζει καλύτερα απ᾿ τον καθένα ότι εγώ βαδίζω με τα δικά μου πόδια, γι᾿ αυτό και τα έχω τσακίσει, για να μην πέσω στις λούμπες. Αντίθετα, και λυπάμαι που το λέω, η ίδια δεν ήταν άτομο αντοχής κι εγώ απ᾿ τη Σχολή το είχα διακρίνει. Το ξέρατε ότι ήμαστε μαζί στη Σχολή; Από τότε τής το ᾿λεγα ότι δε θα τη βγάλει πουθενά αυτό. Θα μεγαλώσει και θα σιχαίνεται τον εαυτό της. Ποιο αυτό; Τώρα με φέρνετε σε δύσκολη θέση, είναι φίλη μου, σάς είπα, την αγαπάω παρά τα χουνέρια που μού ᾿χει κάνει. Τέλος πάντων, off the record, να μού υποσχεθείτε να μην αναφέρετε ποτέ τ᾿ όνομά μου, εντάξει;»
Τώρα είχε ηρεμήσει λιγάκι και μεθόδευε αξιοπρεπέστερα την εκδίκησή της.
«Ε, λοιπόν, η κυρία Χρούση καθόλου δεν αναγκάστηκε να κάνει τηλεόραση. Ψόφαγε να κάνει τηλεόραση, γιατί ψόφαγε να γίνει χοντρή φίρμα, να περνάει και να γίνεται χαμός. Τέτοια θέλει η Μαργαρίτα και τα υπόλοιπα εγώ τ᾿ ακούω βερεσέ. Μεγαλομανής είναι. Από παιδάκι έτσι ήτανε, ο πατέρας της ο ίδιος μού το ᾿πε. Κατά κάποιο τρόπο δηλαδή. Εμμέσως. Τις σχέσεις της τις ξέρετε; Από κει να δείτε και να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται. Η κοπέλα μυρίζει τραπεζικό λαγαριασμό και λάμπει το μάτι της. Παντρεμένοι, γέροι, περίεργοι, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Αρκεί να τη σπρώξουν ή να τη γράψουν τα περιοδικά. Τα θυμόσαστε τα ρεζιλίκια με τον άλλον που την πυροβόλησε... Ξέρετε τι τράβηξε γι᾿ αυτόν τον... με συγχωρείτε, με όλο το θάρρος, αλλά θα τον πω μαλάκα, γιατί περί αυτού πρόκειται. Τη ζήλευε και την είχε από κοντά, κάνε αυτό, μη μιλάς σ᾿ εκείνον, σαν να ᾿τανε έξι χρόνων, σάς λέω... Στενός κορσές τής έγινε, αλλά είχε και την οικογενειούλα του στην καβάτζα. Απλώς σπίτωσε τη δικιά μας για να την ελέγχει κι ο ίδιος παρίστανε τον καλό οικογενειάρχη που παρασύρθηκε. Άσε που η γυναίκα του τη διέσυρε σε όλη την Αθήνα. Τσουλί την ανέβαζε, πουτάνα την κατέβαζε. Δικαίως θα μού πείτε. Βρες, χρυσή μου, κανέναν άντρα ελεύθερο ν᾿ αγαπήσεις, τι τούς μαζεύεις όλους τούς προβληματικούς; Τι θα καταλάβεις δηλαδή αν σε γνωρίζουν δυο κατίνες στο δρόμο; Άντε και πήρες και δυο ταγιέρ “Dona Karan”, τι έγινε; Θα ευτυχήσεις ξαφνικά;»
Αχ, Μαργαρίτα πόσο εύκολα σε ξέβρασε στην ακτή μαζί με τα υπόλοιπα σκουπίδια της... Αυτή είναι η φίλη σου; Έπρεπε να το καταλάβεις. Είναι λίγη. Ποτέ δε θα μπορούσε ν᾿ αντέξει το δυσβάστακτο βάρος τής ομορφιάς σου, δεν έχει τη γενναιότητα. Θα σε πολεμούσε, θα σε βρώμιζε μέχρι να σε μικρύνει, να σε φέρει στα μέτρα της κι έτσι να σε αντέξει. Σταμάτα όμως να κάνεις πως δεν το βλέπεις. Μακάρι να μπορούσα εγώ, αλλά πώς; Πώς να σε προειδοποιήσω;
Η κυρία Δερδελάκου δέχεται κάθε απόγευμα 16. Έτσι μού είπαν στο Ι.Κ.Α. Αμαρουσίου. Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Θα την περίμενα κι ας είχε άλλους πέντε με ραντεβού να προηγούνται. Αν ήταν να τη συναντήσω κι αυτήν, έπρεπε να το κάνω σήμερα. Πριν αρχίσουν τα τηλέφωνα και μαθευτεί ότι μια περίεργη μπερδεύεται με τη ζωή τής Μαργαρίτας.
Κάθισα στον πάγκο τής αίθουσας αναμονής. Ο ανεμιστήρας στο ταβάνι προσπαθούσε να σαλέψει τον ελάχιστο ζεστό αέρα. Αποπνικτική, τυφλή αίθουσα. Και οι αρρώστιες των ανθρώπων σαν μπογιά είχαν ποτίσει τούς τοίχους. Πέρασα το χέρι από το μέτωπο στα μαλλιά. Έπιασα μια κοκαλωμένη τούφα και συνήλθα. Πού πήγαινα έτσι; Κι αν η Ψαρέλλη ήταν και δική της φίλη και τής είχε ήδη τηλεφωνήσει τα τής συνέντευξης; Απίθανο, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Θα πέθαινα αν με πιάνανε στα πράσα. Άλλωστε χρόνο είχα μέχρι τις έξι.
Μια τετράπαχη κυρία με εμπριμέ φουστάνι και μπανταρισμένο αριστερό καρπό βγήκε από την πόρτα τής νευρολόγου. Ο επόμενος σχεδόν την έσπρωξε για να μπει μέσα. Σηκώθηκα και πλησίασα την ταλαιπωρημένη χοντρούλα.
«Η γιατρός είναι καλή;» ρώτησα χαμηλώνοντας τη φωνή. «Ξέρετε, έχω σοβαρό πρόβλημα με το χέρι μου και...»
Η γυναίκα δε δίστασε στιγμή. «Και επιστήμων και άνθρωπος. Ζωή να ᾿χει, πολύ με βοήθησε. Τι ακριβώς έχετε;»
Έδειξα ασαφώς το δεξί μου χέρι. Άλλο ήθελα να μάθω. «Νομίζω πως την ξέρω. Είναι μια ψηλή κοπέλα με ταγιέρ;»
Η άλλη με αυτοπεποίθηση ειδικού έκανε ένα αρνητικό νεύμα και άρχισε να περιγράφει με λεπτομέρειες τη γιατρίνα.
«Όταν λέμε ψηλή, δεν είναι καμιά λελέκω, μια αδύνατη, το τρέξιμο βλέπεις, τής τα λέω εγώ, αλλά... Και φοράει κάτι φούστες μακριές, σαν να βλέπω την κόρη μου. Φόρα, μωρή, κάνα μίνι, να σε δει και κάνα μάτι να σε ζηλέψει. Μπααα! Στου κουφού την πόρτα...»
Τη διέκοψα κι έφυγα μ᾿ ένα βιαστικό «περαστικά». Δε μού χρειάζονταν άλλες πληροφορίες. Ήταν απίστευτο αυτό που μού συνέβαινε τις τελευταίες μέρες. Καταλάβαινα. Εύκολα, γρήγορα, σωστά. Λες και κάποιος μού επέστρεψε το μυαλό που μού είχε κλέψει. Τα καταλάβαινα όλα. Μια λέξη μού έλεγαν, μια κίνηση τούς ξέφευγε κι εγώ αμέσως είχα ολόκληρη την εικόνα στο κεφάλι μου. Τόσο που φοβόμουν πια. Ένιωθα πως σε λίγο θ᾿ άρχιζα να βλέπω με ανατριχιαστική ενάργεια και το μέλλον.
Το εμπορικό κέντρο Αμαρουσίου ήταν δυο βήματα απ᾿ το Ι.Κ.Α. Μπήκα στο πρώτο μαγαζί με γυναικεία ρούχα που συνάντησα και δοκίμασα ένα μπλε σκούρο μακρύ φουστάνι με τιράντες. Απλό και λιτό και αλά Δρ. Δερδελάκου. Σάς ετοιμάζω μια αδελφή ψυχή, αγαπητή μου κυρία. Για να τής μιλήσετε ευκολότερα. Για να τής επιτρέψετε να δει μέσα από την ιατρική σας πανοπλία τι καπνό φουμάρετε και σεις. Έβαλα τα παλιά μου ρούχα στη σακούλα και τα πέταξα στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ.
Δεύτερος σταθμός: «Γυναικείες κομμώσεις ΜΟΝΙΚΑ Βρίσκουμε τον τύπο σας». Πίεσα την επίδοξη visagiste να μη βρει σήμερα τον τύπο μου και να με λούσει στα γρήγορα. Πέρασα μια χρωμολοσιόν που έδωσε κόκκινες ανταύγειες στα μαλλιά μου κανένα πρόβλημα, έφευγε με το λούσιμο. Μετά τής ζήτησα να τα κατσαρώσει με το ηλεκτρικό ψαλίδι, ώστε να πλαισιώσουν μαλακά το πρόσωπό μου. Μόλις η Μόνικα μού έβαλε τον καθρέφτη στο χέρι, για να τσεκάρω το αποτέλεσμα, χαμογέλασα και τής είπα: «Εντάξει, θα τής αρέσει». Πήγα στην τουαλέτα κι έβγαλα τούς γαλάζιους φακούς. Καστανομάτα ξανά. Πλήρωσα κι έφυγα. Η ώρα ήταν τέσσερις παρά τέταρτο.
Όταν πέρασα την πόρτα και αντίκρισα τη Λίνα Δερδελάκου ήμουν ψυχραιμότατη. Πίσω από το δημοσιοϋπαλληλικό γραφείο, μια κοντοκουρεμένη αδύνατη κοπέλα με ανοιχτή την άσπρη μπλούζα με κοίταζε περί μένοντας. Δε χαμογελούσε. (Πηγμένη. Δουλεύει πολύ. Δεν ταιριάζει με το περιβάλλον. Δε φοράει βέρα. Δε φοράει κοσμήματα. Συμπαθέστατη. Θα μού μιλήσει.) Είπα καλημέρα και κάθισα.
«Δε σάς έχω ξαναδεί», είπε κουρασμένα η γιατρίνα και κοίταξε διακριτικά το ρολόι της.
«Όχι... φοβάμαι πως δεν είναι τής ειδικότητάς σας το πρόβλημά μου...»
Η Λίνα με κοίταξε για πρώτη φορά στην ουσία. «Τότε;»
«Είμαι φίλη τής Μαργαρίτας...» Είδα το ασυνείδητο χαμόγελο τής άλλης και ησύχασα. Τούτη δω σ᾿ αγαπάει, Μαργαρίτα, κάτι είναι κι αυτό. «Μού ᾿χει μιλήσει για σένα, ήξερα ότι δουλεύεις εδώ, είμαι συμπτωματικά γειτόνισσα, εδώ στη Μεγάλου Αλεξάνδρου μένω...»
Η γιατρίνα δεν καταλάβαινε. Έδιωξε μια μύγα από την πορτοκαλάδα της και ήπιε μια γουλιά περιμένοντας να καταλήξω κάπου. Και κατέληξα.
«Νομίζω πως χρειάζομαι ψυχίατρο», είπα και χαμήλωσα το κεφάλι.
«Τι πρόβλημα έχεις;» Η αντίδρασή της ήταν ακαριαία. Καλός άνθρωπος. «Εγώ βέβαια είμαι νευρολόγος αλλά...»
«Ξέρω ότι βοήθησες πολύ τη Μαργαρίτα. Μού τα είπε. Γι᾿ αυτό ήρθα. Εσύ κάποιον θα μού συστήσεις. Δεν έχω εμπιστοσύνη σε κανέναν τους. Την έχω πατήσει μια φορά και... Η Μαργαρίτα λέει ότι είναι πρόσχημα για να μην κάνω τίποτα. Δεν είναι αλήθεια. Θέλω ν᾿ απαλλαγώ».
Τι συγκινητική που ήταν, έτσι που πετάχτηκε να μού φέρει κι εμένα μια πορτοκαλάδα απ᾿ το ψυγειάκι. Ήθελε να με χαλαρώσει λίγο.
«Έλα, πιες κάτι. Θέλεις να μού πεις τι ακριβώς συμβαίνει; Η Μαργαρίτα δε μού έχει αναφέρει απολύτως τίποτα. Έχουμε και μέρες να βρεθούμε...»
«Έχω δεσμό μ᾿ έναν παντρεμένο. Δύο χρόνια».
Η φουκαριάρα η γιατρίνα πήρε μια πολύ εύγλωττη έκφραση. Κι εσύ; έλεγε το συνοφρυωμένο της μέτωπο, όχι, ρε παιδιά, αυτή η αρρώστια συνέχεια... Κάπου το είχε ξαναδεί το έργο και είχε μπουχτίσει.
«Άσε με να μαντέψω πού γνώρισες τη Μαργαρίτα. Στα σεμινάρια τού Ρόμπερτ ξέρω γω για την καταστροφική αγάπη. Ε;»
«Ναι», παραδέχτηκα.
«Τι τις θέλετε, ρε παιδιά, αυτές τις μπούρδες; Σάς είπε τίποτα ο Ρόμπερτ που δεν το ξέρατε; Εδώ άνθρωποι κάνουν χρόνια ανάλυση κι ο Ρόμπερτ θα σάς θεραπεύσει με κασέτες;»
Ώστε προσπαθείς, Μαργαρίτα. Το ήξερα ότι εσύ θα πολεμάς. Αλλά τι είναι αυτό που σε πολεμάει;
Όταν έφτασα στο Πόρτο Ράφτη ήταν κοντά εφτά η ώρα. Έσερνα τα βήματά μου στη σκάλα, σαν να είχα οργώσει όλο το θεσσαλικό κάμπο. Οι δυο Άννες που ντύθηκα και γδύθηκα σε μια μέρα έφυγαν και με άφησαν ένα άδειο σακί. Αδύνατον να βρω και να ξαναφορέσω τον κανονικό μου εαυτό. Τα μάτια μου έκλειναν απ᾿ τη νύστα. Είδα τον Χάρη να παίζει σκάκι στη βεράντα με τον Μάνο δίπλα. Τούς έγνεψα και μπήκα μέσα. Η Κατερίνα άφαντη. Έπεσα στο κρεβάτι με τα ρούχα. Ευτυχώς ησυχία. Ευτυχώς ησυχία. Να σκεφτώ.
Τη δίκιά μου την αλλαγή ήμουν σε θέση να την αντιμετωπίσω. Τελικά την ήθελα κιόλας. Όταν κάτι πεθάνει, κάτι άλλο πρέπει να γεννηθεί στη θέση του. Νομοτέλεια. Την αλλαγή τής Μαργαρίτας όμως δεν μπορούσα να την αντέξω. Δυσανασχετούσα, την ξερνούσε η ψυχή μου, όχι εσύ, ούρλιαζε, όχι κι εσύ! Ώστε όταν γεννήθηκες, πάνω απ᾿ την κούνια σου δεν ήρθαν οι τρεις νεράιδες τού παραμυθιού. Μια μάνα φοβισμένη ήρθε και αντί άλλου δώρου τη ζωή της σού έδωσε, γιατί ήσουν πεντάμορφη. Έτσι καταδικάστηκες να κάνεις όσα εκείνη δεν μπόρεσε. Να μην αφήσεις τούς άντρες, να τούς ορίζεις εσύ, ποτέ να μη γίνεις η γυναίκα τους, ο πόθος τους να γίνεις, ό,τι ονειρεύτηκαν και ποτέ δε θα... Να τα θέλεις όλα, να κοιτάς ψηλά, μόνη σου να βαδίζεις, να είσαι αστέρι. Κοίτα ψηλά, βλέπεις στον ουρανό κανένα αστέρι με συντροφιά; Εσύ είσαι ήλιος, μόνο πλανήτες σού αξίζουν.
Όμως δεν ήσουν ο ήλιος, Μαργαρίτα. Αν ήσουν, γιατί κάηκες; Κανένας δεν είναι ο ήλιος, Μαργαρίτα.
Το βράδυ τούς μαγείρεψα μακαρονάδα με τόνο. Ευτυχώς είχε ξεμείνει μια κονσέρβα στο ντουλάπι. Πόσο καιρό είχαμε να πάμε στο σούπερ μάρκετ; Το σπίτι σαν καράβι αρμένιζε τώρα μόνο του, ακυβέρνητο. Οι άλλοι το ᾿χαν μυριστεί και πρόλαβαν να το εγκαταλείψουν σαν τα ποντίκια. Εγώ το κατάλαβα τελευταία κι αναγκάστηκα να πηδήξω από ψηλά.
Ανακάτευα τη σάλτσα να μην κολλήσει, όταν η Κατερίνα μπήκε στην κουζίνα κι άνοιξε το ψυγείο. Το σορτσάκι της βρώμαγε. Αχτένιστη και μουτζούφλα.
«Τι ψάχνεις;» τη ρώτησα, για να πω κάτι.
«Έχουμε καμιά σόδα;»
«Ξέρω γω; Γιατί, στομάχιασες;»
«Μού ᾿ρχεται να ξεράσω...»
«Μ᾿ αυτά που τρώτε...»
«Αυτά βρίσκουμε, αυτά τρώμε».
Η μικρή ακούστηκε εριστική. Αν γύρευε να βρει τρόπο να σταματήσει την κουβέντα, το κατάφερε. Ήξερε πάντως να χτυπάει στο ψαχνό. Έκλεισε το ψυγείο και βγήκε στη βεράντα. Ξάπλωσε στο πεζούλι κι έκλεισε τα μάτια. Ο Χάρης έβλεπε τηλεόραση. Χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια του απ᾿ την οθόνη, τής φώναξε να πάει να δει τον Μπραντ Πιτ. Η Κατερίνα ούτε που σάλεψε. Ο μικρός στράφηκε προς την πλευρά μου κι άρχισε να τραγουδάει ειρωνικά: Πρέπει να είναι έρωτας αυτό που μού συμβαίνει.
Δεν άντεξα να μη γελάσω. Τι κακόφωνος που ήταν ο φουκαράς... Καρφί όμως δεν υπήρξε ποτέ. Θα περνάει καμιά φάση. Ποιος τον ξέρει... Ήταν δεμένος με την αδερφή του και τώρα τον φτύνει, έχει τις παρέες της, δε θέλει κολαούζο. Υπομονή, Χαρούλη μου, δεν είσαι ο μόνος φτυσμένος τής περιοχής. Θα μάθεις κι εσύ, πού θα πάει... Θα μάθεις να υπολογίζεις μόνο στον εαυτό σου...
Ο Βασίλης έφτασε την ώρα που έστρωνα τραπέζι. Ο Βασίλης πριν από τις εννιά; Άλλο αυτό. Πρόβα πάλι; Με κόπο συγκρατήθηκα να μην τον ρωτήσω. Καλά πάνε; Την είδες;
«Μπα, η μάνα σου μαγείρεψε, βλέπω...» Το είπε στον Χάρη χτυπώντας τον συναδελφικά στην πλάτη. Ένιωσα ένα κύμα απέχθειας. Μην το κάνεις αυτό, εδώ είμαι, πες το μου, γιατί το λες στο παιδί, εδώ είμαι, ηλίθιε. Τού έβαλα κι εκείνου ένα πιάτο αμίλητη.
Το τραπέζι στρώθηκε κι απόμεινε λευκό σαν ντεκόρ στη βεράντα. Κανένας δεν το πλησίαζε.
Την άλλη μέρα, όταν έφτασα απ᾿ έξω, καταμεσήμερο ανελέητο, το στούντιο έμοιαζε πιο σιωπηλό παρά ποτέ. Για μια στιγμή φοβήθηκα ότι ήταν κλειστό, αλλά όχι.
«Ο Αύγουστος είναι», μού είπε η κοπέλα στη ρεσεψιόν, «ο πανδαμάτωρ Αύγουστος. Όλοι εγκαταλείπουν την προσπάθεια».
«Όλοι;» ανησύχησα.
«Όχι, όχι όλοι», μού χαμογέλασε εκείνη, «έχουν έρθει δυο τρεις απ᾿ το δικό σας το γκρουπ».
Μπήκα στα αποδυτήρια για ν᾿ αλλάξω. Κανείς. Όταν έβγαλα τη μάγια από την τσάντα την είδα. Ήταν σχεδόν κρυμμένη πίσω από ένα ανοιχτό ντουλαπάκι. Καθόταν στον πάγκο μισοντυμένη και κοίταζε τα χέρια της. Πρόβλημα, αναβόσβησε η λέξη στο κεφάλι μου, τι πρόβλημα;
Την πλησίασα πηδώντας πάνω από κάτι παπούτσια. Τής ακούμπησα το γερτό ώμο.
«Τι έχεις;»
Ούτε καλημέρα, ούτε τίποτα. Το βλέμμα τής άλλης μού έδειξε καθαρά ότι ξανοίγομαι ανάρμοστα. Παρ᾿ όλα αυτά δεν το τράβηξα.
«Τίποτα, σκατά είμαι. Βαριέμαι να κάτσω».
Μ᾿ έναν ελιγμό απέφυγε σπασμωδικά το χέρι μου, σηκώθηκε κι άρχισε να ξαναντύνεται. Μετά μού έστειλε ένα νεύμα από μακριά και πήγε προς τη ρεσεψιόν.
Την ακολούθησα ασυναίσθητα. (Μα τι έχεις; Τι έχεις;) Την είδα να σταματάει μπροστά σ᾿ ένα καρτοτηλέφωνο στην άκρη τού διαδρόμου και να ξετρυπώνει μια κάρτα από το σάκο της. Ευτυχώς είχε γυρισμένη την πλάτη. Σχημάτισε τον αριθμό κουνώντας νευρικά το πόδι. Πλησίασα κι άλλο. (Αυτόν παίρνεις;) Ο αριθμός τού δικηγορικού γραφείου τού Βασίλη γράφτηκε στην ηλεκτρονική οθόνη. Αυτόν παίρνεις. Φυσικά.
Το σήκωσαν. Η Μαργαρίτα πήρε βαθιά αναπνοή και τον ζήτησε με φωνή τόσο σοβαρή, που δεν έμοιαζε με δική της. Όταν άκουσε την απάντηση, έκλεισε τα μάτια θυμωμένη και βρόντηξε κάτω το ακουστικό χωρίς άλλη κουβέντα. (Πού είσαι, Βασίλη; Τώρα βρήκες να φύγεις;)
Όταν γύρισε, με είδε ακίνητη πίσω της. Θύμωσε. Τι θέλει πάλι αυτή η μαλακισμένη γαμώ την τρέλα μου; Τσιμπούρι μού έγινε.
Τής χαμογέλασα ντροπαλά.
«Ήθελα να σε ρωτήσω πότε κάνετε πρεμιέρα», τής είπα. «Θά ᾿ρθω να σε δω».
«Το Σάββατο», απάντησε μέσα απ᾿ τα δόντια της. «Αν κάνουμε... Γεια ».
Ήθελε να την κοπανίσει, ούτε η στοιχειώδης ευγένεια δεν την κρατούσε πια. Αχ, Βασίλη, πού είσαι, εγώ έχω δεμένα τα χέρια, δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
Έτρεξα και ζήτησα μια τηλεκάρτα από τη ρεσεψιόν.
Την πήρα χωρίς να πληρώσω. Πάλι ο αριθμός τού Βασίλη στο ταμπλό. Δυο χτυπήματα. Ο συνεργός.
«Έλα, Μάκη, η Άννα είμαι, πού πήγε ο Βασίλης;» «Εδώ είναι, κυρία Άννα, ένα λεπτό να σάς τον δώσω». Εκεί είναι;
Μαλώσατε λοιπόν. Έλα, Μαργαρίτα, δεν είναι τίποτα, θα τού περάσει. Άκου με, τον ξέρω. Έξω από το αδιαπέραστο περίβλημα που βλέπεις, είναι ένα παιδί που θέλει περισσότερα. Αυτό μόνο. Κάποτε, ένα βλέμμα που έριξα τυχαία σε κάποιον τον έκανε κουρέλι για τρεις μέρες. «Εμένα ποτέ δε με κοίταξες έτσι», μού έλεγε μετά. Σε φοβάται, δεν το καταλαβαίνεις; Σε θέλει ολόκληρη και δεν μπορεί να σ᾿ έχει. Τον εμποδίζουμε εμείς... Είναι κι αυτό το φορτίο τής ομορφιάς σου, που πρέπει να κουβαλάει, συνθλιπτικό, ποιος θα μπορούσε εύκολα; Εγώ τον καταλαβαίνω...
Έλα, ξέχνα το τώρα, έχεις την παράσταση να σκεφτείς. Τα κοράκια περιμένουν να σε κατασπαράξουν, πρέπει να τούς βουλώσεις τα στόματα. Μην τα κλοτσάς όλα, την τελευταία στιγμή, για ένα πείσμα τού Βασίλη. Θα τού περάσει, σού λέω, δεν αξίζει τον κόπο.
Έλα, και σού έχω μια έκπληξη...
Τού το είπα το ίδιο κιόλας βράδυ. Πάλι γύρισε νωρίς. Ίσως τελικά είναι σοβαρότερο απ᾿ αυτό που φαντάζομαι. Με κόπο συγκρατήθηκα να μην τον ρωτήσω, έτσι που καθόταν σκυθρωπός στο πεζούλι τής βεράντας διαβάζοντας. Ήταν ευερέθιστος. Πριν από μια ώρα είχε απαγορεύσει στα παιδιά να πάνε σινεμά. «Θα φάμε όλοι μαζί», τούς είπε. «Σπίτι είναι δω, δεν είναι κατασκήνωση». Δε μιλούσε, δηλητήριο έβγαζε. Αφού η Κατερίνα, που είχε στολιστεί για έξοδο σιγά μην πήγαινε σινεμά η μουσίτσα, για αλλού είχε βάλει πλώρη, λούφαξε κι έφαγε τις μπάμιες της αδιαμαρτύρητα. Το ήξερε πως ο πατέρας της την είχε στο στόχαστρο. Όχι άδικα. Έχει αδυνατίσει η μαϊμού, τώρα είδα πόσο έχει αδυνατίσει. Και το μουτράκι της έκοψε. Μπορεί να φταίει και η μαυρίλα. Τον άκουγε πάντως να την ψέλνει επί τρία τέταρτα, χωρίς να βγάλει άχνα. Ήταν και άκεφη... Αφού το λυπήθηκα μια στιγμή, το φουκαριάρικο, και πέταξα τη σωτήρια φράση.
«Έβγαλα εισιτήρια για Επίδαυρο. Το Σάββατο έχει πρεμιέρα η Μήδεια τού Βουτυρά».
Ο Βασίλης γύρισε μαζί με την καρέκλα του προς το μέρος μου.
«Τι έκανες, λέει;»
Ακούστηκε σαν να τού είπα πως έβαλα φωτιά στην Πεντέλη.
«Εισιτήρια έβγαλα, πώς κάνεις έτσι;»
Το στόμα άνοιξε, αναίτια όμως αφού δεν έβγαλε άχνα. Η μικρή γλίστρησε από τη βεράντα μέσα. Την είχε γλιτώσει. Πέταξε ένα «Πάω σινεμά», που μόλις ακούστηκε, κι εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού. Ο Χάρης σηκώθηκε κι αυτός αλλά με αργότερο ρυθμό. Ήθελε να δει και την εξέλιξη τού δικού μας αγώνα, φαίνεται.
«Εγώ δε θά ᾿ρθω. Έχω δουλειά».
Ο Βασίλης ξαναβρήκε γρήγορα την ψυχραιμία του. Το «Έχω δουλειά» ήταν ανέκαθεν το μαγικό κλειδί του για να ξεφορτώνεται τα πράγματα που βαριόταν. Όμως τώρα σκούριασε το μαγικό σου κλειδί, Βασίλη μου. Θά ᾿ρθεις και θα πεις κι ένα τραγούδι. Οφείλεις να ᾿ρθεις. Για μένα και για κείνη.
«Δεν έχεις καμιά δουλειά. Εσύ μού είχες πει να πάμε Σαββατοκύριακο στον Πάνο και τη Δώρα». Πράγματι, οι νεόνυμφοι είχαν επιστρέφει από το σύντομο γαμήλιο ταξίδι και μάς είχαν καλέσει στο σπίτι τους στην Άνδρο.
«Εκεί όμως μπορώ να δουλέψω».
«Θα πάμε και θα ᾿ρθούμε αυθημερόν. Η Κυριακή όλη δική σου. Δούλεψε όσο θέλεις». Άφησα δυο λεπτά σιωπής να δώσουν βάρος στην επόμενη φράση μου. «Σ᾿ το ζητάω σαν χάρη. Δε σού έχω ζητήσει πολλές χάρες στη ζωή μου».
Ο Βασίλης με κοίταξε με περιέργεια. Το ένστικτο τού κωλοπετσωμένου δικηγόρου τού έλεγε πως δεν υπάρχουν τόσο χοντρές συμπτώσεις. Αυτό που φοβάσαι είναι, μαλάκα, σ᾿ έπιασε και τώρα σε δουλεύει ψιλό γαζί.
Όμως ήταν σίγουρος πως δεν το ήξερα. Δεν είναι δυνατόν. Η Άννα; Δεν το χώραγε ο νους του. Ο άντρας που έζησε χρόνια μαζί μου, το έβλεπε πως δεν ήμουν θυμωμένη, ταξιδεμένη ήμουν. Κάτι τής συνέβη άλλο αυτηνής, σκεφτόταν, που εγώ ούτε να το φανταστώ δεν μπορώ. Κάτι που την τράβηξε μακριά από μάς χωρίς να το θέλει, χωρίς να μάς μισεί. Λες να είναι ερωτευμένη; Ίσως να το κανόνισε με τον γκόμενο να βρεθούν στην Επίδαυρο. Αυτά που βλέπει στα σίριαλ. Θα καθίσω δίπλα σου και θα κάνουμε σαν ξένοι... Μαλακίες, αποκλείεται η Άννα.
Πώς μπερδεύτηκε έτσι η ζωή μου, ρε γαμώτο...
Δέχτηκε κι ο Θεός βοηθός. Επίδαυρο ζητάει η κυρία; Επίδαυρο θα πάμε.
Υπάρχουν και συμπτώσεις, ρε αδερφέ, έλεγε το επιφυλακτικό του βλέμμα...
Θα έχει και το νου του βέβαια...
Καθίσαμε στο μεσαίο διάζωμα, στο κέντρο.
«Πολύς κόσμος», δυσανασχέτησε ο Βασίλης, «πήξαμε στους φιλότεχνους».
Στη διαδρομή δεν έβγαλε μιλιά. Άκουγε τα Κατσιμιχάκια στο κασετόφωνο και τάχα τραγουδούσε. Έλα, ρε Βασίλη, σε μένα τώρα θα παίξεις τον ξέγνοιαστο εκδρομέα; Το ζήτημα είναι, αν σε ρωτήσω, θα μπορέσεις να με αντιμετωπίσεις άραγε; Τίποτα φανταχτερό· αν τής τηλεφώνησες θέλω να μάθω, αν θα παίξει ήσυχη, αν ξέρει ότι είσαι εδώ και θα την καμαρώσεις...
Ήπιαμε καφέ σ᾿ ένα μπαρ στη Νέα Επίδαυρο. Πιο μακριά απ᾿ το θέατρο δε γινόταν να πάμε. Το καταλαβαίνω, θα ήταν άβολο να πέσουμε πάνω της μαζί. Όχι, αυτό πρέπει να το αποφύγουμε πάσῃ θυσίᾳ, όχι πριν από το τέλος τής παράστασης. Πρέπει να την αφήσουμε ήσυχη, είναι η ευκαιρία της τώρα, είναι η στιγμή της.
Πηγαίνοντας προς το θέατρο χτύπησε και το κινητό του. Δεν ήθελε να το σηκώσει. Καθυστέρησα δένοντας, υποτίθεται, τα κορδόνια τής εσπαντρίγιας μου. Μπορεί να ήταν εκείνη. Τού έδωσα μια ευκαιρία. Τελικά άφησε τον τηλεφωνητή να πάρει το μήνυμα. Δειλέ! Το άκουσε λίγο αργότερα, όταν πήγε στην τουαλέτα. Παιδικό, ρε φίλε, πολύ παιδικό.
Ήρθε ταραγμένος και μού ανακοίνωσε ότι η Μάνια είναι στο Κ.Α.Τ. Έπεσε κι έσπασε το δεξή μηρό.
«Πάμε», μού είπε, «χέσ᾿ την τη Μήδεια τώρα, θα τα ᾿χει παίξει η φουκαριάρα η Μάνια».
«Όχι, βέβαια». Ήμουν τόσο αποφασισμένη, που τον πάγωσα. «Δεν πρόκειται να πάμε πουθενά, αν δεν τελειώσει η παράσταση. Μην κόπτεσαι, η Μάνια δε θα τα παίξει ούτε αν ξεσπάσει ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Μια χαρά είναι στο Κ.Α.Τ., ασφαλέστατη. Μήπως είμαστε ορθοπεδικοί; Θα τη δούμε αύριο το πρωί». Κι επειδή με κοιτούσε περίεργα: «Δική μου μάνα είναι στο κάτω κάτω», τον έκοψα, «εγώ θα τ᾿ αποφασίσω αυτά».
Έκτοτε νομιμοποίησε τη δυσθυμία του και την άφησε ελεύθερη να τον κρατήσει μακριά μου.
Όταν έσβησαν τα φώτα σφίχτηκε. Δεν μπορούσε και να καπνίσει στο καταραμένο θέατρο, δεν ήξερε τι να κάνει τα χέρια του. Θυμήθηκε τα νιάτα του κι άρχισε να τρώει τα πετσάκια με μανία.
Τη στιγμή που βγήκε η Μαργαρίτα, έκανα προσπάθεια για να μην τού πιάσω το χέρι μ᾿ ενθουσιασμό. Τής πήγαινε το κοστούμι, τα φώτα την έλουζαν. Έλα, Μαργαρίτα, έλα μπροστά και θάμπωσέ τους. Ο Βασίλης κοίταξε κάτω. Έλα τώρα, ηλίθιε, δεν πειράζει, κοίταξέ την, λάμπει εκεί στο κέντρο τού κοίλου σαν άστρο. Για πένα λάμπει.
Τα χάνει όμως, γιατί τα χάνει; Έλα, Μαργαρίτα, μη στέκεσαι εκεί σαν να σε χτύπησε κεραυνός, ξέχασες τα λόγια σου, μια φρασούλα, πήδα την, κανείς δε θα το καταλάβει, πες την επόμενη, έλα, δεν έχουμε καιρό!
Η Μαργαρίτα κουβάλησε το βαρύ κοστούμι της άδειο σε όλη την παράσταση. Περιφερόταν και μιλούσε, όμως η παραμάνα δεν έγινε. Σκόνταψε, έπεσε, και δεν μπόρεσε να ξανασηκωθεί μπροστά στον χαιρέκακο όχλο. Ευτυχώς οι υπόλοιποι την αγνόησαν, δώσαν τη μάχη τους και νίκησαν. Όταν ξέσπασε το τελευταίο χειροκρότημα, εκείνη έμεινε πίσω. Δεν το άξιζε το νοητό μερίδιο. Είχε πλήρη συνείδηση. Ήθελε μόνο ν᾿ αναληφθεί στους ουρανούς, εκεί ενώπιον κοινού και κριτικών, και να μη ζήσει την επόμενη μέρα. Ποτέ να μη διαβάσει αυτές τις δολοφονικές στήλες στις αυριανές εφημερίδες. Γιατί το ᾿κανα; ρωτούσε και ξαναρωτούσε. Αφού το ήξερα, το ήξερα, το ήξερα πως δε θα τα καταφέρω!
Πώς μπόρεσε, Θεούλη μου, να μείνει ατάραχος; Από τι ήταν φτιαγμένος; Χειροκρότησε μαζί με τούς άλλους χλιαρά, σηκώθηκε, τεντώθηκε και: «Να πηγαίνουμε πριν μπουκάρουν όλοι μαζί στην έξοδο», μού είπε. Τίποτα άλλο. Καμιά ένδειξη. Αδιαπέραστος σαν τοίχος.
«Πρέπει να πάω στα καμαρίνια», δήλωσα και τον κοίταξα στα μάτια. «Θά ᾿ρθεις;»
«Τρελάθηκες;» οργίστηκε επιτέλους εκείνος. «Τι διάολο θα κάνεις στα καμαρίνια; Μπέμπα είσαι να πάρεις αυτόγραφα; Πάμε να φύγουμε!»
Τώρα έγινε άντρας ξανά, με άρπαξε απ᾿ το μπράτσο. Αρκετά σε ανέχτηκα, έλεγε με το σφίξιμο των δαχτύλων του, έλα κι άσε τα λόγια!
Απαλλάχτηκα βίαια από το χέρι του και κατέβηκα τρέχοντας τα πέτρινα σκαλοπάτια. Ανακατεύτηκα με τον κόσμο, μ᾿ έχασε απ᾿ τα μάτια του.
Πήρα το μονοπάτι που οδηγούσε στα καμαρίνια. Ένα πετραδάκι μού πλήγωσε το δάχτυλο. Αίμα, δεν πειράζει, να φτάσω γρήγορα, πριν το λεφούσι αυτό την πνίξει, να τη ρωτήσω γιατί.
Μπήκα στην είσοδο. Μια σειρά από καμαρίνια, άθλια καμαρίνια, δεξιά κι αριστερά. Πού είναι το δικό σου; Αλλού άνοιγα τις πόρτες «Τίποτα, τίποτα, με συγχωρείτε» κι αλλού τις εύρισκα μισάνοιχτες. Σε δυο παραμέρισα τον κόσμο για να δω.
Το τελευταίο ήταν άδειο και ήταν το δικό της. Όχι τελείως άδειο. Άκουσα τη φωνή τού Βουτυρά, την ήξερα απ᾿ την τηλεόραση. Κοντοστάθηκα. Έριξα μόνο μια ματιά απ᾿ τη μισάνοιχτη πόρτα και τραβήχτηκα πάλι πίσω. Κράτησα την αναπνοή μου.
Η Μαργαρίτα έκλαιγε. Κάτι έλεγε ακατανόητο μέσα απ᾿ τα κύματα των λυγμών. Παναγίτσα μου, έτσι έκλαιγε η Κατερίνα μικρή, όταν την τσίμπησε σφήκα στη Σκόπελο. Ο Βουτυράς την είχε αρπάξει και την τράνταζε.
«Έλα τώρα, αγάπη μου, σύνελθε, δε θέλεις να τούς κάνεις τη χάρη, θέλεις; Είναι και η κουρούνα η Μαργέλου δίπλα, ζωντανή θα σε φάει. Πες το μου ότι θέλεις να τής δώσεις πρωτοσέλιδο... Έλα, έλα να σε σκουπίσω εγώ, έτσι μπράβο, άντε, βρε χαζό, δεν έγινε τίποτα, στην αρχή λίγο σού ᾿φυγε, αλλά στο τέλος τον ξανάρπαξες το ρόλο, ποιος θα θυμάται την αρχή νομίζεις; Δεν άκουγες πώς χειροκροτούσαν; Σκίσαμε. Αααα, δεν είπαμε να μην κλαίμε; Χέσ᾿ τον, βρε αγάπη μου, το δικολάβο, άκου κι εμένα, μία αυτοί με φτύνουν, δεκαπέντε εγώ. Δε μετράει, κούκλα μου, μπροστά σου, είναι λίγος. Που να τού στραβώσει το πουλί τού μαλάκα, βρήκε την ώρα να σώσει την οικογένειά του. Σταμάτα, είπα, συγχύζομαι!»
Τα είπαμε όλα σε δέκα λεπτά στο πάρκιν τού θεάτρου. Δε χρειάστηκαν πολλά, κατάλαβε. Μόνο χαζός δεν είναι. Το τέλος είναι τέλος.
Ο δρόμος τής επιστροφής ήταν σύντομος. Το αυτοκίνητο έτρεχε με 150. Στο τιμόνι ένας άγνωστος κάπνιζε στα σκοτεινά. Κάποια στιγμή προβολείς χάραξαν το μούτρο του με φωτεινές, κίτρινες ραβδώσεις. Τραβήχτηκα. Μια τεράστια σφήκα. Μια σφήκα με οδηγεί. Μια σφήκα που δηλητηρίασε ό,τι αγάπησα. Το παρελθόν μου και το παρόν, αλλά όχι και το μέλλον. Τουλάχιστον όχι το μέλλον. Θα τη λιώσω, θα την κρατήσω μακριά. Το κάνω και για σένα, Μαργαρίτα. Οριστικά με έχασε όταν μού μίλησε για σένα. Νόμιζε πως ελάφρυνε τη θέση του, ο ηλίθιος. Τον ξέγραψα, αλλά κάτι κατάλαβα. Ούτε εσύ ήσουν άτρωτη στο δηλητήριό του. Πίστεψες ότι η ομορφιά σου είναι αντίδοτο; Λάθος, λάθος. Μόνο για να προσελκύσεις το τσίμπημά του γρηγορότερα χρησίμευσε τελικά. Δε σήμαινες τίποτα, πήγαινες γυρεύοντας, μού είπε. «Τις ξέρεις τώρα αυτές. Μού την έπεσε και τσίμπησα. Χαζογκόμενα όμως». Έτσι μού είπε. Μην τού απαντάς, φύγε μακριά, αυτόν αναλαμβάνω να τον τιμωρήσω εγώ.
Όταν φτάσαμε στην πίσω αυλή τού σπιτιού, μέσα είχε φώτα, ώρα πέντε το πρωί. Άνοιξα την πόρτα, κατέβηκα και την ξανάκλεισα μαλακά. Εκείνος χασμουρήθηκε στη θέση του. Έσκυψα από το ανοιχτό παράθυρό του.
«Εσύ δε μένεις πια εδώ», τού είπα μαλακά κι ακούστηκε σαν καληνύχτα. Δεν απάντησε. Κάθισε εκεί με σβησμένη μηχανή, μέχρι να μπω στο σπίτι.
Τα φώτα τής κουζίνας ήταν που έβλεπα. Στο τραπέζι η Κατερίνα κι ένα μαυρισμένο αγόρι έτρωγαν βούτυρο με μαρμελάδα. Έμεινα ακίνητη ένα λεπτό και τούς κοίταζα. Τι να κάνω; Να τής το πω τώρα;
Δε χρειάστηκε. Με πρόλαβε η Κατερίνα, που άφησε κάτω τη φέτα και ανακοίνωσε δείχνοντας με το πασαλειμμένο δάχτυλο τον διπλανό της:
«Μαμά, ο Βασίλης. Παντρευόμαστε!»
ΙΙ
Η ΟΡΓΗ
... όποιους μάς αγαπούν αν τιμωρούμε,
πώς θα φερθούμε τότε στους εχθρούς μας;
DANTE, θεία Κωμωδία,
Καθαρτήριο, Άσμα XV
Κατερίνα Νεοφώτιστου,
16 ετών, μαθήτρια
Φυσικά το ᾿χαψε, η φουκαριάρα. Δεν την αδικώ. I was good baby... Μην κάνεις χαρά όμως, γιατί εκεί και την πάτησα. Πού να το ξέρω τότε εγώ ότι αυτό θα ήταν η αιτία να γίνει η μάνα μου Τούρκος. Όχι απλός Τούρκος, ζόρικος Τούρκος, Μαμελούκος. Και δεν την πάτησα μόνο εγώ, τούς πήρε η μπάλα όλους ανεξαιρέτως. Όχι αμέσως, ρε, θα σού πω στη συνέχεια. Τότε την κωλώσαμε απλώς.
Να την έβλεπες πώς μάς κοίταζε... Ναααα, κάτι ματάρες — οι καστανές νομίζω. Δε σού κάνω πλάκα, μαλάκα, μάς το ᾿παιξε και γαλανομάτα. Πού να το δεις, κάνα δυο μέρες τής κράτησε η ψωνίτις. Τσάμπα το τριαντάρι... Εκεί γύρω είναι η τιμή, δε θυμάσαι που πήρε και η Μάτα πράσινα; Αλλά η μάνα μου τώρα... Μην ξεράσω... Και το καρεδάκι τσάμπα πήγε. Αλογοουρά το ᾿κανε σε μια βδομάδα. Κρίμα, ρε, γιατί αυτό έ λ ε γ ε.
Σιγά μην τής το είπα, δε μάς χέζεις, που θα τής κάνω και κομπλιμέντα. Ας γίνει πρώτα άνθρωπος και μετά βλέπουμε... Καθόλου δεν υπερβάλλω, να μού κάνεις τη χάρη, εσύ έλειπες, δεν τα ξέρεις τα σκηνικά που γίναν στο Πόρτο Ράφτη όλο τον Αύγουστο. Σκάσε, θα σ᾿ τα πω. Δε ρίχνεις κάνα κλείδωμα στην πόρτα να μην έχουμε παρεμβολές;
Λοιπόν, ο πατέρας μου την άρχισε τη δουλειά. Τώρα δε θυμάμαι ακριβώς πότε, εγώ βλέπεις ήμουνα στον κολοφώνα τής σχέσης, δεν καταλάβαινα Χριστό. Προφανώς με τον Βασίλη, ποιον άλλον; Είχα σπαστεί που τάχα δεν μπορούσε νωρίς, είχε το μαγαζί, κι έπρεπε ε γ ώ να την κάνω απ᾿ το σπίτι κάτι απίθανες ώρες, για να τον βλέπω. Άντε φύγε εσύ μετά τις 3 το πρωί, εύκολο είναι; Τον έψηνα το μαλάκα να βάζει ξυπνητήρι το μεσημέρι, να πηγαίνουμε και κάνα μπάνιο αλλά πού... Σε κώμα κανονικά. Εμ, άμα κοιμάσαι στις εννιά το πρωί, να μην ξυπνήσεις κατά τις έξι το απόγευμα;
Όχι, βέβαια, δεν κοιμάται μόλις σχολάσει, είναι νευρικός, λέει. Έχει συσσωρευμένη ενέργεια. Όχι, ρε, δεν παίρνει τίποτα. Όλο το βράδυ με τρία τέσσερα καμικάζι το βγάζει το πρόγραμμα. Αλλά άμα χοροπηδάς πέντε ώρες φίσκα στο high, βρέξει χιονίσει, τα παίζει κι ο εγκέφαλος, τι να κάνει; Οπότε ο καλός μου πάει σπίτι, τρώει ό,τι βρει μπροστά του, έχει θεωρία και περί αυτού, το φαΐ, λέει, μαζεύει το αίμα στο στομάχι και κουλάρει το υπόλοιπο σώμα. Μετά, βλέπει κάνα δυο κασέτες στο βίντεο για περισσότερο ξενέρωμα. Ξέρεις εξολοθρευτές και τέτοια. Δράση. Ναι, αυτόν η δ ρ ά σ η τον νυστάζει. Μια φορά πήρε κανονικό κι έπαθε πλάκα. Ένα με τη Μισέλ Πφάιφερ, Ασυμβίβαστη γενιά, που πάει σ᾿ ένα σχολείο μαύρων... Αυτό. Για την γκόμενα το πήρε ας μην το σχολιάσω καλύτερα και κατέληξε στον προβληματισμό. Μήπως είναι γεννημένος για δάσκαλος; Άσε, ρε, τού λέω, πού να βρεις μαύρα παιδιά στην Ελλάδα. Έχει κάτι, στην πλατεία Αμερικής νομίζω, αλλά είναι λίγα, δε βγαίνουν τάξη. Αυτά για να πάρεις μια γεύση για τι παιγμένο άτομο μιλάμε...
Κάτι σού άφησα στη μέση όμως, τι; Α, ναι, που δεν ξυπνάει.
Πήγα λοιπόν μια φορά σπίτι του, απέναντι απ᾿ την Αγία Μαρίνα, δίπλα απ᾿ το σούπερ μάρκετ, μωρέ, ένα κωλοδιώροφο με χιλιάδες γλάστρες απ᾿ έξω. Αυτό. Ε, μπήκα, τον τραβολόγησα καμιά ώρα, βαρέθηκα. Οπότε ανοίγει η πόρτα, μπαίνει η μάνα του κι αρχίζει να με κοιτάει σαν να ήρθα από αγγελία, ξέρεις... Αισθησιακά μωρά στο χώρο σας... Πού να ξαναπατήσεις εκεί μέσα...
Ε, άρχισα να την κοπανάω τα βράδια. Στις τρεις, στις τέσσερις, στις πέντε, αναλόγως εξελίξεων. Τού σπιτιού εννοώ. Διότι εδώ υπάρχει παράλληλη δράση. Εγώ έμπαινα στο λούκι με τον Βασίλη και στο σπίτι μου άρχιζε μια περίεργη φάση. Θα σού πω. Ο πατέρας μου την έκανε τη δουλειά, αλλά τότε νομίζαμε πως κάτι έπαθε η μάνα μου. Μη με ρωτήσεις τι. Ε, δεν μπορώ να σού πω, μόνο αν την έβλεπες θα καταλάβαινες.
Βασικά είχε πέσει σε στούπορ. Ζήτημα αν κουνούσε βλέφαρο ολόκληρο απόγευμα. Ατένιζε τα πέλαγα, τι να σού πω. Αφού ο Χάρης είχε πάθει πλακάρα. Είναι και μαμάκιας το βρέφος, δε γάμησε ακόμα. Αυτό για κάνα δυο μέρες. Μετά την έπιασε η κωλοπιλάλα. Δεν πάταγε σπίτι, μιλάμε. Κομμένα τα μαγειρέματα, κομμένα όλα. Εμείς, σουβλάκια, κοτόπουλο και στα ενδιάμεσα κοτόπουλο. Ποια υγιεινίστρια, ρε, μάς έγραψε συνδρομητές στην ψησταριά, σού λέω. Λίγο ακόμα αν κρατούσε η φάση, θα μάς έδινε παράσημο ο Μιμικός.
Ο πατέρας μου αφασία. Χαμπάρι δεν πήρε. Πού να πάρει δηλαδή; Απανωτές οι διπλοβάρδιες στο γραφείο. Έξι με δώδεκα, δεν υπερβάλλω, δεκαοχτάωρα χτυπούσε. Και ήθελε και να μάς ελέγχει, τρομάρα του. Πώς θα το κάνεις, ρε μεγάλε, από τη Σκουφά στο Πόρτο Ράφτη; Τηλεκατευθυνόμενα είμαστε;
Έτσι που λες. Χάσαμε τον έναν, χάσαμε και την άλλη καπάκι. Κανένα πρόβλημα, εμένα με καταβόλεψε. Απλά μάς τσάκισε τα νεύρα απ᾿ την περιέργεια. Εμένα δηλαδή, γιατί το βρέφος έπαθε ζημιά, δεν το συζητώ.
Σιγά να μη μού το ᾿πε. Μού κρατούσε κάτι μουτράκλες, σαν να τού εξαφάνισα ε γ ώ τη μάνα. Τι θες, ρε μαλάκα; Δε σού στύβουν πορτοκαλάδες; Ωραία, στύψε μόνος σου, ημιπληγικός είσαι;
Μάς έβλεπε και με τον Βασίλη, Πόρτο Ράφτη είναι, δεν είναι και το Λος Άντζελες, κάποιο μάτι θα σε πάρει. Κι εγώ επίτηδες δεν τού έλεγα τίποτα. Ξέρεις, ένα παιδί, φίλος και τέτοια. Ε, και σπάστηκε ο μικρός. Δεν τον έπαιζε κανένας πια, ούτε η μαμάκα.
Τώρα άσχετο, αλλά αυτό το παιδί πολύ θα ταλαιπωρηθεί στο μέλλον και θα μού το θυμηθείς. Αποκλείεται να γαμήσει ο Χάρης εύκολα. Έχει κάτι μούτρα, το ξέρεις το στιλ, «σε απορρίπτω, αφού με απορρίπτεις». Εξασφαλισμένη επιτυχία, μιλάμε. Δε θα τον πλησιάζει γυναίκα ούτε στα τρία μέτρα. Γιατί δεν είναι ούτε και το μάτσο και καλά, σάς έχω φτυσμένες, που είμαι και πολύ παιδί. Έτσι θα τράβαγε και καμιά στιλ Μιρέλας. Αν έφτιαχνε και τετρακέφαλους βέβαια, όχι έτσι ξεκρέμαστα. Ούτε και κάνας ψαγμένος είναι, με ενδιαφέροντα, ξέρω γω, με κάτι. Personality 0. Αυτός είναι ένα μιζερέ πράμα, τελείως flat. Η πλάκα είναι ότι παλιά εμένα μού φαινόταν γλυκούλης, έτσι ευαίσθητος και μαζεμένος, σχεδόν ο τύπος μου ήταν ο μικρός, πολύ τον πήγαινα. Περίμενα όμως κάτι να κάνει, να εξελιχτεί, ρε παιδί μου...
Τώρα για να μη γίνομαι και τελείως κακίστρα, δεν τον άφησαν κιόλας να εξελιχτεί, τον πήρε παραμάζωμα η μάνα μου. Με τόσο χυμό πορτοκάλι που τού έστυψε, βγήκε κάπως το παιδί. Έπαθε ψυχική υπερβιταμίνωση, ξέρω γω... Απ᾿ την κούνια έκανε έναρξη. Γκα, έκανε ο μικρός κι αυτή ήταν υπερσίγουρη ότι ζητούσε ιδιαίτερη φροντίδα. Και δώσ᾿ του χλιδάτα μπεϊμπιλίνα. Όλα για τον κώλο τού θείου βρέφους. Προφανώς τα θυμάμαι, τα παιδιά έχουν φοβερή μνήμη— ειδικά άμα τα έχουν πάρει στο κρανίο με κάτι.
Εδώ, παιδί μου, είχε φτάσει να μάς τονίζει τρις ημερησίως ότι αυτό το παιδί είναι ευαίσθητο και θέλει προσοχή. Προφανώς, εγώ ήμουν στη λίστα με τα γομάρια, αγκαλιά με τον μπαμπά. Προφανώς ο τύπος είναι γομάρι, εγώ όμως γιατί; Επειδή δεν έγερνα στην αγκαλιά της να κλάψω; Από ψυχολογία Θερίζει η γυναίκα, μιλάμε. Αν δεν απορρίψεις τα γονεϊκά πρότυπα στην εφηβεία, κυρία μου, πότε θα την κάνεις τη δουλειά, στα, πενήντα εκ τού τάφου; Δε βλέπεις εσύ που δεν τα απέρριψες τι πλακάρα έπαθες στα σαράντα; Καλά, παρά κάτι. Για δυο τρία χρόνια θα κάνουμε θέμα; Άσχετο, αλλά τώρα μού ᾿ρθε. Μήπως είδες πόσες μονάδες ανέβηκε φέτος η Ψυχολογία στο Πάντειο; Θάνατος.
Επανέρχομαι στη μάνα μου. Έρχεται λοιπόν μια μέρα από Αθήνα με τσαντούλες στο χέρι. Όχι τού σούπερ μάρκετ, ρε, αφού σού λέω τα ᾿χαμε κόψει αυτά, είμαστε στη φάση με το ψυγείο-Αλάσκα, η ακατοίκητη ήπειρος. Από μαγαζιά τσάντες λέμε τώρα, δυο τρεις, δε θυμάμαι ακριβώς. Ξεροί εμείς. Μα δεν το έχουμε ξαναδεί το θέαμα, γλυκιά μου, πώς να μην πάθουμε; Πώς ψώνιζε τα ρούχα της; Δι᾿ αλληλογραφίας, ξέρω γω; Εμφανίζονταν στην ντουλάπα της κάτι καινούρια ρούχα πού και πού, βέβαια. Αλλά, πώς να σ᾿ το πω, ρε γαμώτο, ποτέ δεν έμοιαζαν και φοβερά καινούρια... Ούτε τα βλέπαμε ποτέ σε τσάντες, με αποδείξεις, ξέρεις. Απλά τα φορούσε μια μέρα, δεν τα πρόσεχε κανείς συνήθως και τότε η μανούλα ρωτούσε με αυτή τη φωνή που σιχαίνομαι, στο στιλ όλοι με έχουν χεσμένη, την ηρωίδα: «Πώς σάς φαίνεται το καινούριο μου φόρεμα;» Κατά κανόνα εισέπρατε κάτι γρυλισμούς, κάτι βογγητά —ειδικά ο πατέρας μου είναι μάστορας να μη λέει τη γνώμη του, ο πούστης— κυρίως αν ξέρει ότι δεν τον συμφέρει να πει τη γνώμη του.
Μια φορά όμως δεν άντεξα, τής την είπα. Είχε αγοράσει πάλι μια κίτρινη πουκαμίσα με αφρικανικό design, πίπα, μιλάμε, σαν τη γυναίκα τού Νέλσον Μαντέλα ήταν, στο ασπριδερό. Την είδαμε, κουνήσαμε τα κεφάλια μας, αλλά αυτή εκεί, επέμενε. «Λοιπόν; Τι λέτε για τα καινούρια μου;» Είχε βάλει και μια φούστα, γαμώ τα original σχέδια, ξέρεις εκείνες τις γραφείου. Σκούρες, στενές, μέχρι το γόνατο. Πρέπει να είχε έμπνευση ο σχεδιαστής για να τη δημιούργησε, μιλάμε για τέτοιο κομμάτι δηλαδή... «Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα με τα καινούρια σου, ρε μαμά», τής είπα, «δε φαίνονται και τόσο καινούρια...»
Καλά, αυτό την πέθανε. «Στραβή είσαι», πετάχτηκε ο γλείφτης ο μικρός. Δεν μπορούσε να τη βλέπει κόκαλο και να μην καταλαβαίνει τι τής λέω. Ούτε εμένα μού άρεσε, δηλαδή, να τής την πω τόσο άσκημα. Την αγαπάω τη μάνα μου, ρε, ξέρεις τι καλό άτομο είναι; Αλλά... βόδι. Εντάξει, δεν είπαμε να είναι και bom to be wild, αλλά αυτή, ρε παιδί μου, είχε καταντήσει αφέψημα. Τελείως χαμομήλι. Όποιος είχε τα νεύρα του στο σπίτι, τής την έπεφτε στο στιλ κάτσε να σε βρίσω να ηρεμήσω. Μεταφορικά μιλάω. Όλοι. Εκτός Χάρη φυσικά που, όταν είναι στα κάτω του, τα βάζει με το τηλεκοντρόλ. Και γω μαζί, παρ᾿ όλο που δεν έκανα κέφι, ειλικρινά σ᾿ το λέω, ώρες ώρες μού ᾿ρχόταν να τής βάλω τις φωνές σαν να ᾿μουν εγώ η μάνα κι αυτή το ανήλικο.
Τώρα βέβαια ξεσπάθωσε και παίρνει το αίμα της πίσω. Τρελό, ε; Τελικά μού φαίνεται ότι κρατάμε αόρατα τεφτέρια όλοι και σημειώνουμε τα καψώνια που μάς έκαναν. Απλά μερικοί σού στέλνουν το λογαριασμό αμέσως κι άλλοι σε είκοσι χρόνια με χοντρό τόκο. Βλέπε μαμά.
Γι᾿ αυτό σού είπα ότι δε φταίει και απολύτως ο πατέρας μου. Όχι δηλαδή, επειδή βρήκαμε μαλάκα, να τού τα φορτώσουμε όλα στην πλάτη. Κι εσύ φταις, κυρά μου, τι μού το ᾿παιζες Μαίρη Πόπινς τόσα χρόνια; Δεν είσαι ζωντανός οργανισμός; Τι είσαι;
Εντάξει, βρήκε γκόμενα. Ναι, ρε, αφού σ᾿ το είπα στο τηλέφωνο, ξενογάμησε ο ηλίθιος, πώς τής την έδωσε τής άλλης και ξύπνησε μέσα της το κτήνος; Κι αν σού πω τι ξενογάμησε, θα σού ᾿ρθει ο θάνατος: ηθοποιό τής Λάμψης, μαλάκα, δευτερορολού. Παρά τρίχα δεν τον δημοσίευσε κάνα Λοιπόν σε δροσερή, καλοκαιρινή πόζα, να γελάσουμε...
Όχι, δεν την έχω δει live, αλλά κατάλαβα ποια είναι από τις περιγραφές τής Μάνιας. Θα σ᾿ τη δείξω, θυμήσου να το ανοίξουμε στις 7 στον Antenna. Πώς θες να είναι, τα γνωστά, βυζάρες, κωλάρες... Η χαρά τού σαραντάρη, που λένε. Κι ο δικός μου ο μαλάκας θα τη γούσταρε βέβαια, που είναι δεκαεννιά. Αλίμονο, top στην κατηγορία κρεβατοκάμαρα-κλαμπ. Γι᾿ αυτόν Α᾿ κατηγορία, δεν το συζητώ.
Έλα, ρε, δε σ᾿ το ᾿χω πει το κόλλημα τού Βασίλη; Βάζει τις γκόμενες σε κατηγορίες. Όχι, δε χρειάζεται να τις ξέρει, άμα τῃ θέᾳ, όλες. Υπάρχουν διάφορες. Εγώ, ας πούμε, είμαι κατηγορία σινεμά-λίβινγκ ρουμ. Δηλαδή ευχαρίστως θα πήγαινε μαζί μου σινεμά, που ξέρω από ταινίες και τού λέω ποιος είχε παίξει πού. Τώρα το λίβινγκ ρουμ δεν το ᾿χω πιάσει ακριβώς, δεν το εξηγεί. Ε, γενικής χρήσεως δωμάτιο. Τρως, βλέπεις τηλεόραση, κάνεις διάφορες μαλακίες. Άρα, μάλλον για κομπλιμέντο το έβλεπα εγώ. Ήθελε να χαζολογάμε μαζί. Βασικό αυτό. Πολύ θα ήθελε να είμαι και λίγο κρεβατοκάμαρα, εννοείται, αλλά τι να κάνεις; Μπορεί και να το έλεγε για να με κομπλάρει, ότι και καλά αυτός είναι έμπειρος και ξέρει από καλό κρεβάτι. Μην ξεράσω... Τέλος πάντων, χεστήκαμε τι ήθελε ο Βασίλης.
Πού θες να ξέρω πού θα έβαζε εσένα; Ρώτα τον. Εγώ δεν τού μιλάω. Το ειδύλλιο παίρνει τέλος. Πήρε δηλαδή, past tense. Τώωρα! Εδώ και μια βδομάδα. Μη βιάζεσαι, ρε παιδάκι μου, θα σ᾿ τα πω με τη σειρά.
Πού έμεινα; Στα ψώνια τής μάνας μου. Ήρθε που λες με τις σακουλίτσες της, μες στη χαρά. Κι αρχίζει και βγάζει κάτι βρακιά δαντελωτά, κάτι wonderbra ξεγυρισμένα, μαύρα, σεξουέλ, κάτι τακούνες μαύρες. Θόλωσα, λέμε τώρα. Κι εξήντα χιλιάρικα θα ᾿σκασε... Καλά, μαγκιά της, δεν το συζητώ, σάμπως απ᾿ την τσέπη μου τα πήρε; Άλλο λέω. Η μάνα μου, ρε συ, σεξουάλα; Μην τρελαθούμε κιόλας. Ο μικρός είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Του ᾿κανα και γω τη σχετική πλακίτσα με το σουτιέν... Γέλιο, γέλιο, γέλιο...
Τώρα ξέρεις ποια ήταν η πρώτη μου σκέψη: Γκόμενος. Ε, τι ήθελες να σκεφτώ, άμα πρώτα πέφτει σε στούπορ, μετά καλημέρα θλίψη, μετά εξαφανίζεται και ξαναεμφανίζεται με δαντελέ βρακιά; Ότι ασπάστηκε τον καθολικισμό; Γκόμενο θα σκεφτώ βέβαια! Γιατί, επειδή είναι μάνα μου; Και οι μάνες το κάνουν. Εδώ ανακάλυψα, ρε, ότι και η Μάνια κάνει κατάσταση, η καλή μας η γιαγιά, το πιστεύεις αυτό; Θα σού πω μετά, άσ᾿ το τώρα.
Λέω, λοιπόν, γκόμενος. Ξύπνησε η μανούλα. Ναι, ρε μαλάκα, με πείραξε, προφανώς με πείραξε. Τα πηδάω αυτά. Εννοούνται. Περισσότερο όμως με απασχολούσε τι θα γίνει με το σπίτι. Να μάθω, θα το διαλύσουμε; Τι θα κάνουμε; Α, ξέχασα και το βασικό. Δε μού κολλούσε. Ξαφνικά, το κόλλημα τέλος! Ούτε πού πήγες, ούτε τι έκανες, τίποτα. Αλώνιζα εγώ με τον Βασίλη. Μην κάνεις χαρά, σε κακό μού βγήκε, αλλά τότε νόμιζα ότι έπαιζα σε αμερικάνικο σίριαλ. Ξέρεις, μωρέ, που έρχεται ο γκόμενος να σε πάρει απ᾿ το σπίτι επισήμως, και τούς συστήνεις από δω ο boy friend και χαίρονται πολύ και συ την κάνεις αγκαλιά με τον τύπο, κι εκείνοι σού εύχονται καλά να περάσεις. Πολιτισμένα πράγματα. Έλεγα φεύγω και μού χαμογελούσε. Μάλιστα.
Εδώ τής πέταγε αβέρτα καρφιά το σκατό το μικρό κι αυτή τα αγνοούσε, το πιστεύεις; Μια φορά νομίζω με ρώτησε κάτι, τότε που υποτίθεται ότι πήγα Τζια, αλλά εντελώς σε στιλ να βγάλουμε την υποχρέωση. Μεταμόρφωση, μιλάμε. Άρα, πείθομαι ότι κυκλοφορεί γκόμενος. Τι ξαφνική αλληλεγγύη ήταν αυτή; Θυμάσαι τι ψώνιο είχε η μάνα μου με την ηλικία μου... Όλο «στην ηλικία σου» και «στην ηλικία σου» έλεγε. Κολλημένη με την ηλικία μου. Πολύ επικίνδυνη, υποτίθεται. Και ξαφνικά Κυκλοφορούσαμε ανενόχλητες μαμά και κόρη στην αμαρτία, ας πούμε. Περίεργη φάση, αλλά εντάξει. Βολική.
Εν τω μεταξύ, με τον Βασίλη και τις θεωρίες του την έπαθα τη ζημιά. Μάς έφαγε η χαλάρωση. Άσε με, μωρέ, το μαλάκα, τον θυμάμαι κι εκνευρίζομαι. Ήμουνα εγώ για τέτοια τώρα; Με φαντάζεσαι; Να βρεθώ έγκυος σ᾿ αυτή τη φάση; Ήξερε, λέει, ο ηλίθιος, έβδομη μέρα αποκλείεται να είναι επικίνδυνη. Σκατά ήξερε. Μωρέ, κι εγώ το ᾿χω διαβάσει, αλλά το π ο ύ έχει σημασία. Σε σύγγραμμα γυναικολογίας; Όχι. Στο Marie Claire. Και θα στηριχτώ εγώ στο Marie Claire, ρε ανόητε; Το ξέρω ότι στηρίχτηκα, άσε, τα λέω στο χασάπη να τ᾿ ακούει κι ο μανάβης... Έκανα κι εγώ μαλακίες ων ουκ έστιν αριθμός. Πάλι καλά που δεν κόλλησα καμιά ιστορία μεγάλη, να ψάχνομαι δια βίου. Ξέρω γω με ποιες πήγε αυτός; Πώς την απέκτησε την περίφημη πείρα, δι᾿ αλληλογραφίας; Και τα μισά απ᾿ όσα λέει να είναι αλήθεια, εγώ βρίσκομαι σε κίνδυνο.
Τέλος πάντων. Ξαφνικά, που λες, βλέπω κάτι περίεργα πράματα να συμβαίνουν. Το στήθος μου μεγάλωσε φριχτά σιγά να μη μού άρεσε, σαν γελάδα ήμουνα, άσε που πονούσε. Δεν έδωσα και φοβερή σημασία, αλλά μ᾿ έτρωγε. Μετά άρχισε το χειρότερο. Ξυπνούσα το πρωί με hangover, έτσι νόμιζα. Πονοκέφαλος, τάση για ξέρασμα, βαρεμάρα, χάλι μαύρο. Σιγά να μην ήταν hangover, αφού δεν πίνω τίποτα, ρε. Μού πέρασε ότι έφταιγε το πολύ σουβλάκι κοτόπουλο. Τόσα δείχνει η τηλεόραση, τρελές αγελάδες, ανάπηρα κοτόπουλα, τα ᾿χω φάει όλα αυτό το διάστημα. Ε, όταν είδα να μη μού ᾿ρχεται και η περίοδος κανονικά, μπήκα στο νόημα. Πανικός, τι να σού λέω τώρα... Έκανα και μια μαλακία εκεί, ένα τεστ φαρμακείου, και το κοιτούσα κάνα δίωρο κλειδωμένη στο μπάνιο. Άσε, σκατά.
Σ᾿ αυτό το σημείο έγινε η φάση Νο 1 με τον πατέρα μου. Είχα δώσει ραντεβού με τον Βασίλη πίσω από την Αγία Μαρίνα, να τού πω ότι αύριο θα πάω σε γυναικολόγο. Όχι στο δικό μου, αυτός είναι και τής μάνας μου, τρελή είσαι; Μού είχε δώσει το τηλέφωνο κάποιου η Ελένη η Μίχα, τής είπα ότι έχω μια φαγούρα κλπ. Το ραντεβού ήταν τέσσερις παρά πίσω απ᾿ την εκκλησία. Την έκανα ως συνήθως. Άνοιξα την πόρτα κι έφυγα. Είχε καλομάθει το άτομο, κατάλαβες; Άνοιγε την πόρτα κι έφευγε. Έτσι και την πάτησε. Θα δεις γιατί.
Στο μαγαζί δε γούσταρα να πάω. Άσε, μωρέ, που θα μιλούσα για γιατρούς και τέτοια μέσα στο ξεσάλωμα. Είχα όρεξη νομίζεις; Σαν θηρίο στο κλουβί ήμουνα. Δεκάξι χρονώ είμαι, ρε, είναι φάσεις για μένα αυτές; Είχα τρομάξει. Έλειπες και συ... Ξέρεις πώς είναι τώρα, σαν να ᾿σαι μόνη σου στη ρόδα τού λούνα παρκ και ν᾿ αρχίσει να γυρίζει σαν διάολος. Δεν είχα και λεφτά. Πανικός. Γι᾿ αυτό τον ήθελα πιο πολύ. Να τού ζητήσω δανεικά. Ε, έλεγα ότι δούλευε, κάτι θα ᾿ χει. Σιγά μην είχε...
Βρισκόμαστε λοιπόν. Μούτρα εγώ ως το χαλίκι. Ο κύριος μες στη χαρά. Άρχισε τα γνωστά, χουφτώματα και λοιπά. Τού ᾿ριξα πάγο και τού είπα ότι έχω φοβερά νέα και καλύτερα να μαζευτεί λιγάκι, γιατί τα πράγματα είναι σοβαρά. Με τα πολλά τού σκάω ότι νομίζω πως είμαι έγκυος και λοιπά. Πέφτει μια μούγκα, Παναγία μου. Χλόμιασε ο τύπος με τη μεγάλη πείρα.
Και τώρα τι θα κ ά ν ε ι ς; μού λέει τελικά. Ελπίζω να έπιασες τον ενικό αριθμό... Τι θα κάνουμε, τού τη βγαίνω, δεν το ᾿κανα μόνη μου, νομίζω. Βάσει οδηγιών σου έγινε, μαλάκα. Όχι, αυτό δεν το είπα, σχόλιο είναι. Τα είχα παιγμένα τότε, δεν μπορούσα να σκεφτώ σωστά.
Προς το παρόν θα πάω στο γιατρό, τού λέω, μετά βλέπουμε. Επίτηδες το είπα το «βλέπουμε», για να τον ξεσκεπάσω το χέστη, σιγά μην το σκεφτόμουνα κιόλας. Περίμενα λίγο, άχνα αυτός. Ο πανικός στις γραμμές μας. Τέρμα τα γελάκια. Καθόταν σαν μαλάκας κι έσκαβε την άμμο με το μποτάκι. Ε, και μετά από λίγο το ᾿σκασε.
Τι είπε; Τα κλασικά: «Είσαι σίγουρη πως είναι δικό μου;»
Έφαγε μια μπουνιά που θα τη θυμάται για καιρό. Άκου τι βρήκε να πει, ο μαλάκας. «Όχι, ρε, δεν είναι δικό σου», τού κάνω, «τού Τέρενς Κουίκ είναι, αλλά να μείνει μεταξύ μας, γιατί είναι και παντρεμένος άνθρωπος». Σαν να μην ήξερε ότι ποτέ δεν είχα πάει με άλλον. Δυστυχώς, δηλαδή, μεγάλη επιτυχία είχα στα εγκαίνια τής ερωτικής μου ζωής. Αυτό, ρε, εννοούν που λένε η πρώτη αγάπη δε λησμονιέται; Εύκολο είναι να λησμονηθεί τέτοιος μαλάκας;
Το καλύτερο όμως σ᾿ το φυλάω για μετά. Αρχίζει λοιπόν το μπάλωμα.
«Έλα, ρε, χαζό», μού λέει, «αστεία κάνω, να χαλαρώσεις λιγάκι. Πολύ στα σοβαρά το πήρες το θέμα».
Δεύτερη στραβή μέσα σε τρία λεπτά.
«Δεν έβγαλα σπυράκι, Βασίλη, παιδί πάω να βγάλω, και βέβαια το πήρα σοβαρά», τού απάντησα.
Τώρα ξέρω πως ακούστηκε κάπως, αλλά το έκανα σχεδόν επίτηδες. Εγώ πήγαινα ντουγρού για έκτρωση, να σακατέψω τα όργανά μου απ᾿ τα δεκάξι, να γίνω κώλος με το σπίτι μου, κι ο άρχοντας μες στη χαλάρωση. Ε, βέβαια, δεν ήταν αυτός έγκυος, εγώ ήμουνα. Πάρε λίγο άγχος να ᾿ χεις, μαλάκα, σκέφτηκα. Γι᾿ αυτό το πέταξα διφορούμενο.
Κι εκεί έλαμψε το αστέρι του. Κέντησε το άτομο. Γυρνάει με πένθιμο ύφος και μού λέει:
«Καλά, σοβαρά μιλάς, ρε Κατερίνα, ότι θες να κρατήσεις δικό μου παιδί; Ούτε ε γ ώ δε θα ᾿θελα να κρατήσω δικό μου παιδί!»
Όπως σ᾿ το λέω ακριβώς, δεν υπερβάλλω. Το ξέρω ότι έχει δίκιο, ρε μαλάκα, άλλο σχολιάζω εγώ τώρα.
Πάνω λοιπόν που έχω απελπιστεί κι ετοιμάζομαι να τον παρατήσω και να φύγω για λεφτά δεν ξέρω, κάτι θα ᾿κανα βρίσκομαι στο κέντρο ενός προβολέα. Όχι, δεν πρόκειται για παραλήρημα. Το κωλοάμαξο τού πατέρα μου είχε ξεφυτρώσει απ᾿ το πουθενά και ήταν αραγμένο τώρα εκεί μπροστά μου με τούς μεγάλους προβολείς αναμμένους κι εμάς στο κέντρο πετρωμένους σαν λαγούς. Ανοίγει ο μεγάλος την πόρτα, βγαίνει, κι αρχίζει το σόου. Δε θέλεις να μάθεις τι τού έσυρε τού Βασίλη, θέλεις; Όσα έπρεπε να τού πω εγώ λίγα λεπτά νωρίτερα και δεν μπορούσα ν᾿ ανοίξω στόμα. Ο Βασιλάκης είχε κιτρινίσει και ψέλλιζε κάτι ασυντόνιστα. Εγώ τον άκουγα μες στην απάθεια. Κάτι είχα, σαν να μην έπαιζα στο έργο. Θεία δίκη σκεφτόμουν, εδώ τώρα θα πληρώσουμε όλοι τις μαλακίες μας. Ε, αφού τα είπε και ξέσπασε, μ᾿ έχωσε στο αυτοκίνητο και μ᾿ έφερε σπίτι. Ο Βασίλης έγινε καπνός, τι ήθελες να γίνει; Είχε και τη φωλιά του χεσμένη, ήρθε κι έδεσε... Θα βλέπει τώρα «BMW» και θα κρύβεται στους θάμνους για καμιά δεκαετία.
Το περίεργο ποιο ήταν, όμως; Το σκέφτηκα μετά που ηρέμησα λίγο. Ο πατέρας μου δεν τα ᾿βαλε κατευθείαν μαζί μου. Αυτό που μουρμούριζε ήταν «το διαλύσαμε το σπίτι, μπάχαλο γίναμε, πώς καταντήσαμε έτσι», τέτοια. Πληθυντικός αριθμός, το πιάνεις; Βέβαια δεν είχε ιδέα περί εγκυμοσύνης, τότε να δεις φεστιβάλ ενικού που θα είχαμε, αλλά, όπως και να το κάνουμε, έπιασε το δεκαεξάχρονο κοριτσάκι του, στα μαύρα ξημερώματα, να γυρνάει με αγνώστου προελεύσεως άντρα. Βαρύ. Και όμως ο πατέρας μου το γενίκευε το πράμα. Κι ούτε με σταμάτησε όταν σηκώθηκα να πάω για ύπνο.
Αφού τον λυπήθηκα, ρε συ. Βεβαιώθηκα ξαφνικά ότι ξέρει περί μαμάς, κι ας λείπει απ᾿ το σπίτι δεκαοχτώ ώρες το εικοσιτετράωρο. Αλλιώς τι νόημα είχε να πει «το διαλύσαμε». Την άλλη μέρα μάλιστα τής το ανέφερε το επεισόδιο, αλλά σαν να έφταιγε εκείνη και όχι εγώ για το ξεσάλωμα. Ούτε η μάνα μου αντέδρασε. Κάτι χαζομάρες έλεγε, δε θυμάμαι, στο στιλ ότι υπερβάλλει και ποιος έχει μούτρα να το κρίνει το παιδί και τέτοια υπεράνω. Δηλαδή όποιος δεν κατάλαβε, παιδιά, η μαμά βρήκε γκόμενο! Πού να ξέραμε τα βλήτα ότι ο άλλος την έκανε τη δουλειά και έβγαινε κι από πάνω, ο υποκρίταρος τού κέρατά!
Άμα το σκέφτομαι, μού ᾿ρχεται να τον καθαρίσω. Εμ, μάς διέλυσε το σπίτι, έκανε και τη μάνα μου ύαινα από πάνω. Τι θα πει, τι ύαινα; Ρε, πότε θα το χωνέψεις; Τη μάνα μου που ήξερες να την ξεχάσεις, μάς τελείωσε. Έχεις δει κάτι φωτογραφίες με τον άγιο Γεώργιο να σουβλίζει το δράκο; Ε, κάπως έτσι είναι η μάνα μου τώρα. Έχει πάρει το ακόντιο και σουβλίζει το κακό. Και δεν είναι μ ό ν ο οι γκομενοδουλειές τού πατέρα μου το κακό, είναι οι πάντες. Εγώ, η Μάνια, μέχρι και ο μικρός μπήκε στο στόχαστρο. Έβαλε μπρος να μάς αναμορφώσει. Κόλαση σού λέω.
Το ζήτημα είναι ότι εγώ ξεψάρωσα και την άλλη μέρα την κοπάνισα πρωί πρωί απ᾿ το σπίτι. Στη μάνα μου είπα ότι πάω Τζια. Μούσι φυσικά. Στην Αθήνα κατέβηκα. Ζήτησα δανεικά από τη Μάνια και πήγα στο γυναικολόγο να σιγουρέψω, να πούμε, τα καλά νέα. Τα σιγούρεψα και ησύχασα. Έγκυος εκατό τα εκατό από την εξέταση και μόνο. Βεβαιότατος ο γιατρός. Α, μού είπε ότι και τα τεστ τού φαρμακείου είναι εντάξει, κάνουν δουλειά. Καλά, χτύπα ξύλο, έτσι το λέω.
Μαθαίνω λοιπόν τα ευχάριστα. Το κακό ήταν πως δεν ήξερα πού να τα πω και τι να κάνω. Τα ξεφούρνισα τελικά στη Μάνια.
Καθόλου δεν ήταν μαλακία, είχα τούς λόγους μου. Πρώτον, ήταν η πηγή τού χρήματος. Πού θα εύρισκα εγώ λεφτά για την έκτρωση, στον τροχό τής τύχης; Όχι, αγάπη μου, από το μαλάκα ούτε δραχμή δε θα ζητούσα, τον ξέγραψα τη στιγμή τής μεγάλης ερώτησης. Άσχετα που αναγκάστηκα να τον χρησιμοποιήσω μετά. Αυτό ήταν και λίγο χουνέρι απέναντι του και το φχαριστήθηκα κιόλας. Θα σού πω, μωρέ, περίμενε.
Τι έλεγα; Α, ναι, για τη γιαγιά. Η γιαγιά λοιπόν είναι γνωστό προχωρημένο άτομο, κατεβάζει ιδέες. Εμ, ποιος την κατέβασε, εγώ; Η γυναίκα κέντησε πάλι. Α, μην ξεχάσω, με άκουσε με σχόλια μηδέν, σημειωτέον. Πολύ το εκτίμησα. Γιατί πρέπει πάνω στο ζόρι μου να λουστώ το κήρυγμα, ρε άνθρωπε; Θες να βοηθήσεις; Σκάσε και βοήθα. Μη μού ζαλίζεις τα τέτοια, να χαρείς. Η Μάνια ποτέ δεν το κάνει αυτό. Σού δίνει ιδέες και λύσεις για το πρόβλημά σου, εγκυμοσύνη εν προκειμένω, δε σού αναλύει τι θα έπρεπε να κάνεις, για να μη μείνεις έγκυος. Τής ρεαλιστικής σχολής, η γυναίκα.
Τής το σκάω λοιπόν το μυστικό, αφιερώνει κάνα τρίλεπτο στη σκέψη και μετά μού το πετάει έτσι, επί λέξει:
«Υπάρχει τρόπος να το κάνουμε κρυφά, αλλά θα παιδευτούμε. Μήπως θέλεις να γίνει με τις ευλογίες όλων, χωρίς μουρμούρα και δίχως ψέματα; Να σε πάνε αυτοί για έκτρωση στον καλύτερο γιατρό και να είναι και πανευτυχείς από πάνω;»
«Μίλα, ρε γιαγιά», τής λέω, «θα μάς τρελάνεις τώρα;» Και η γυναίκα μίλησε πολύ σωστά και πολύ ψαγμένα. «Σκέψου τι κάνουν οι διπλωμάτες», μού λέει, «για να λύσουν, ας πούμε, το κυπριακό. Τι κάνουν;»
«Μαλακίες;» προτείνω εγώ.
«Όχι επί τής ουσίας, παιδί μου, για τη στρατηγική μιλάω. Αν θέλουν πίσω την Αμμόχωστο, δε ζητάνε την Αμμόχωστο. Ζητάνε όλη τη Βόρεια Κύπρο και τμήμα τής Μικράς Ασίας».
«Και παίρνουν τ᾿ αρχίδια μου», τής τη βγαίνω εγώ, που δεν καταλάβαινα καθόλου πού το πήγαινε.
«Λάθος! Παίρνουν την Αμμόχωστο και μένει και ο αντίπαλος ευχαριστημένος, που γλίτωσε με τόσο λίγες παραχωρήσεις».
Τότε άρχισα να μπαίνω στο νόημα. Κληρονομικότης, βλέπεις. Με είδε που ψιλοχαμογέλασα και συνέχισε:
«Θα τούς ανακοινώσεις π ρ ώ τ α ότι παντρεύεσαι και μετά ότι είσαι έγκυος. Όχι ως πρόβλημα, χρυσό μου, ως μέρος των εξηγήσεων. Θα τούς πεις ότι είσαι ερωτευμένη με τον πώς τον λένε; Βασίλη; Άκου τώρα σύμπτωση, θα ξετρελαθεί η μαμάκα σου. Αφού πέσουν ξεροί για κάνα τέταρτο, θα σε παρακαλάνε να κάνεις μια εκτρωσούλα. “Δεν είναι τίποτα”, θα σού εξηγούν, "ένα τεταρτάκι δουλειά"».
Αυτά μού είπε η κυρία και κέρδισε τον αιώνιο θαυμασμό μου.
Να μού θυμίσεις να σού πω και τα ντεσού περί γκόμενου Μάνιας. Όχι τώρα, ρε, θα χαλάσω τη συνέχεια. Καλά, εν συντομία: Λοιπόν, η γιαγιούλα βρήκε άντρα και μάλιστα γαμώ τα παιδιά, αθλητικός τύπος, ορειβατικός όμιλος και τέτοια. Ναι, τέρμα τα τσάγια, η Μάνια το ᾿ριξε στην αναρρίχηση. Σκατά το ᾿ριξε δηλαδή, κάνει ένα ψευτοσκαρφαλωματάκι και εν συνεχεία την αράζει στα ημιπεδινά και τον περιμένει να επιστρέφει γυμνασμένος απ᾿ ό,τι κατάλαβα. Έσπασε βέβαια ένα πόδι σ᾿ το είπα αυτό; Στα Ζαγοροχώρια έγινε, στην πανελλήνια ορειβατική συνάντηση. Την έπιασαν τα μεράκια, φαίνεται, τη Μάνια και είπε ν᾿ ανεβεί με το πλήθος στη Δρακόλιμνη — μια κορυφή πρέπει να ᾿ ναι κάπου εκεί. Όχι με τα πόδια, ρε, τής ρεαλιστικής σχολής είναι, είπαμε. Νοίκιασε γάιδαρο. Φαντάζεσαι φάση; Τα κορόιδα με τα πόδια και η Μάνια καβαλερία ρουστικάνα. Όμως τη ματιάσανε τη γυναίκα και αφήνιασε ο γάιδαρος, μουλάρι, τι ήτανε. Αποτέλεσμα: η γιαγιά στο Κ.Α.Τ. με χοντρά κατάγματα στο πόδι.
Τώρα όλα αυτά δυο μέρες αφού κανονίσαμε τα περί γάμου μου. Η Μάνια έφυγε την επομένη με το αίσθημα και λοιπούς για τα βουνά, οι δικοί μου πήγαν Επίδαυρο το άλλο απόγευμα, κι εγώ εξήγησα στον Βασίλη το σχέδιο και τον απείλησα να έρθει κατευθείαν μετά το μαγαζί εδώ. Να είναι σπίτι μου νωρίς, γιατί δεν "ήξερα τι ώρα θα γυρίσουν οι κηδεμόνες.
Κατά τις οχτώ με παίρνει η Μάνια απ᾿ το Κ.Α.Τ. Την έφερε η ασφάλειά της με ελικόπτερο. Πήρα τον πατέρα μου στο κινητό, έτοιμη να σκάσω που μού χάλασαν τα σχέδια. Η πλάκα ποια είναι; Ο πατέρας μου έκανε σαν να έπιασε εξάρι στο ΛΟΤΤΟ. Ερχόμαστε αμέσως, μού λέει, αλλά ευχαριστημένος, ρε παιδί μου, πώς να σ᾿ το πω; Δεν το έψαξα πιο πολύ, είναι αλήθεια. Προσπάθησα να πετύχω τον δικό μου τον γελοίο στο τηλέφωνο, να τού πω ότι αναβάλλεται ο γάμος προς το παρόν. Δεν τον βρήκα.
Όπως μού είπε μετά, είχε πάει να πάρει να πάρει ηρεμιστικά απ᾿ το φαρμακείο. Χεσμένος, ρε, σού λέω, καταδιασκέδασα μες στη μαυρίλα μου.
Ευτυχώς βέβαια που δεν τον βρήκα, γιατί σε λίγο ξαναπαίρνει ο πατέρας μου απ᾿ το κινητό, για να με ειδοποιήσει ότι τελικά δε θα ᾿ρθουν, καθότι η μάνα μου ε π ι μ έ ν ε ι να δει το έργο. Να ενημερώσω και τη Μάνια ότι δυστυχώς αύριο θα τη δουν.
Ναι, ο μαλάκας, την κάρφωσε ως άστοργη κόρη... Θα καταλάβεις το μέγεθος τής χοντράδας, μόνο αν σού εξηγήσω τ ι πήγε να κάνει η μάνα μου στην Επίδαυρο εκείνη τη μέρα. Γιατί η μάνα μου το κανόνισε, ο πατέρας μου πήγε σέρνοντας. Τη μυρίστηκε την περίεργη την κατάσταση, η γάτα.
Τι είχε συμβεί; Η μάνα μου αποδείχτηκε πως όλο αυτό το διάστημα ήξερε για την γκόμενα και δεν έλεγε τίποτα. Το έψαχνε το θέμα, μάλλον. Ή είχε κομπλάρει απ᾿ την έκπληξη. Ή δεν ήξερε τι να κάνει με τον πατέρα μου. Πρόσφατα μού είπε πως δεν έκανε τίποτα, γιατί έχασε, λέει, τα μάτια της κι έβλεπε ξαφνικά με τα μάτια των άλλων. Σαφέστατο έτσι; Θα σε γελάσω τι ακριβώς εννοούσε, κάτι βαθύ σίγουρα.
Τέλος πάντων, το ζήτημα είναι πως η μάνα μου είχε καταφέρει να γνωριστεί με την γκόμενα. Μάλιστα, κύριε, το πιστεύεις αυτό; Μού τα ξεφούρνισε η Μάνια. Στο γυμναστήριο, λέει, τής την έπεσε από δίπλα και την έκανε κολλητή. Τι σατανικό σχέδιο, ρε μαλάκα, απλώς άφησε έναν ακόμα να την πάρει από κάτω. Αντί να την ξεχέσει, πήγαινε με τη σταρ και άκουγε τα προβλήματα της με τον μπαμπάκα μου. Άσε που τη γούσταρε κιόλας ο χάννος... Χοντρή ανωμαλία, μιλάμε. Γι᾿ αυτό άρχισε να κουρεύεται και ν᾿ αλλάζει μάτια, για να μοιάσει τής κυρίας Λάμψη. Το καλύτερο: Γι αυτό κουβάλησε τον πατέρα μου στην Επίδαυρο. Έμαθε ότι τα είχανε τσουγκρίσει και τον πήγε εκεί να τον δει η τραγωδός και ν᾿ αποδώσει. Μάλιστα.
Άμα το σκέφτομαι, μου ᾿ρχεται να βάλω τις φωνές. Μηδέν αξιοπρέπεια, ρε άνθρωπε; Λίγο τσαγανό, κάτι, ρε παιδί μου.
Ξέρεις ότι εν τέλει τον πατέρα μου τον χώρισε γιατί φέρθηκε απαίσια στην γκόμενα και όχι γιατί φέρθηκε απαίσια σ᾿ εκείνην;
Πρωτοποριακό; Έτσι avant garde είναι το σόι μας και με ροπή στο ακραίο. Διότι αμέσως μετά την τεράααστια κατανόηση προς την γκόμενα και λοιπά, πήρε το βούρδουλα κι άρχισε να χτυπάει τούς πάντες. Ε, καλά, πρώτος την έφαγε ο πατέρας μου, ποιος άλλος; Αυτός πήγε αυθημερόν. Δεν ξαναγύρισε από Επίδαυρο σπίτι. Αφού ούτε τα πράγματά του δεν τον άφησε να πάρει. Τού τα ᾿στειλε με φορτηγό μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Ούτε. Γύρισε από Επίδαυρο στις τέσσερις, ξέρω γω, τής ανακοινώσαμε εμείς τα περί γάμου, μάς άκουσε σε κατεψυγμένο στιλ να τής αναλύουμε τον έρωτά μας, άκουσε και τα περί εγκυμοσύνης, κάθισε σε μια καρέκλα, κοίταξε τον Βασίλη, όπως δε θέλει άνθρωπος να τον κοιτάξουν και τού είπε: «Εσύ φύγε τώρα αμέσως, γιατί θα φωνάξω την αστυνομία».
Ναι, ρε μαλάκα, το πιστεύεις; Άλλο που δεν ήθελε ο Βασιλάκης. Την έκανε σε χρόνο μηδέν. Μπαμπάς να σού πετύχει... Με ξεφτίλισε και μπροστά στη μάνα μου, το ζώον.
«Αυτόν ήθελες να παντρευτείς;» μού κάνει.
Τι να τής πεις τώρα, που είχε και δίκιο.
«Πήγαινε στο κρεβάτι σου», μού λέει, «αύριο τα υπόλοιπα. Μην ανησυχείς, θα τα κανονίσω όλα εγώ».
Εμ, γι᾿ αυτό ανησυχώ, κυρά μου, δεν είσαι και ό,τι καλύτερο στο κανόνισμα.
Τότε πήρα είδηση ότι ο πατέρας μου έλειπε.
«Πού είναι ο μπαμπάς;» τής κάνω.
«Ο μπαμπάς σου δε μένει πια μαζί μας. Χωρίσαμε», μού λέει σε στιλ δεν έχουμε γάλα, το ήπιαμε.
«Καλά, πώς έγινε αυτό;» ρωτάω εγώ.
«Όπως γίνονται όλα».
Φοβερή απάντηση, ε; Κι εγώ έμεινα πολύ ευχαριστημένη, δεν μπορώ να πω. Ο μικρός εν τῳ μεταξύ κοιμόταν σαν πουλάκι, χαμπάρι δεν είχε για τις εξελίξεις.
Το πρωί ξυπνάω στις οχτώμισι. Τι ξυπνάω δηλαδή, αφού δεν είχα κλείσει μάτι. Άγχος, άγχος, άγχος. Ακούω από δίπλα τον μικρό να κλαίει. Έλα, ρε, μικρός είναι ακόμα, κλαίει, τι θέλεις να κάνει; Σηκώθηκε το παιδί να πάει τουαλέτα και είδε τη μάνα του να πακετάρει σαν τρελή όλα τα πράματα τού μπαμπά. Όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα. Μέχρι και κάτι σαγιονάρες σκισμένες που είχε για τον κήπο πακετάρισε. Αυτό ήταν ένα στοιχείο. Ε, δεν καταλαβαίνεις; Αν χωρίσεις γιατί βρήκες εσύ γκόμενο, δεν κάνεις σαν τρελός να ξεφορτωθείς τα πράματα τού άλλου, ούτε έχεις τόσο φρικαρισμένη μούρη. Άρα αλλιώς ήταν τα πράγματα και, να σού πω, εκείνη τη στιγμή ούτε ήθελα να μάθω πώς ακριβώς ήταν.
Μπαίνω λοιπόν στο δωμάτιο τού Χάρη. Κατάλαβα ότι κάτι είχε ακούσει και τα ᾿παίξε. Ακίνητος ο μικρός, σταμάτησε και το κλάμα. Ε, το γνωστό κόλπο, δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Εγώ πάντως έκατσα εκεί, δίπλα στο κρεβάτι του, και τού χάιδευα την πλάτη. Τού αρέσει να τού χαϊδεύουν την πλάτη, τη βρίσκει. Μόλις τον ακούμπησα όμως ξανάρχισε τα κλάματα. Μού μαύρισε την ψυχή, γαμώτο, δεν ήξερα τι να κάνω. «Δεν είναι τίποτα, ρε», τού κάνω, «θα τής περάσει, θα δεις». Όχι ότι το πίστευα, αλλά τι να τού πεις τού παιδιού;
Τέλος πάντων, ούτε κι αυτό βοήθησε, απλώς καθίσαμε εκεί πέρα για καμιά ώρα, ο μικρός μπρούμυτα στο κρεβάτι κι εγώ να τον χαϊδεύω. Δε μού ᾿κανε και καρδιά να βγω έξω. Τι να δω; Είχε ξηλωθεί το σπίτι κανονικά. Δεν τολμούσα καν ν᾿ ανοίξω την πόρτα. Μού ᾿χε μπει η ιδέα ότι θα έβλεπα το μέλλον μου και θα τρόμαζα.
Τελικά ήρθε η μάνα μου. Μάς κοίταξε λίγο, και μετά με ρωτάει:
«Τι έχει αυτός;»
«Δεν ξέρεις τι έχει;» τής απαντάω κι εγώ. «Τι με ρωτάς;»
Οπότε πλησίασε, σήκωσε το σεντόνι που ήταν κουκουλωμένος ο μικρός και τού λέει:
«Μην κλαις. Με το κλάμα δε βγαίνει τίποτα. Σήκω να πιεις το γάλα σου».
Γιατί, ρε μάνα, με το γάλα βγαίνει τίποτα; μού ᾿ρθε να τής πω. Αλλά το άφησα, δεν είχα όρεξη.
Μετά γυρνάει σ᾿ εμένα και μού ανακοινώνει:
«Εγώ φεύγω. Πάω στο άλλο σπίτι να μαζέψω τα πράγματα τού πατέρα σου. Εσύ πάρ᾿ τον τηλέφωνο και ρώτα τον πού θέλει να τού τα στείλω. Στο σπίτι τής ερωμένης του (υπογραμμισμένο αυτό) ή σε κανένα απ᾿ τα συνεταιράκια του;»
Αγανάκτησα, ρε συ. Είναι πράμα τώρα αυτό να το πεις στα παιδιά σου; Κι έπειτα, τι σκατά μ᾿ ανακατεύουν εμένα στις κωλοϋποθέσεις τους;
«Και γιατί να το κάνω εγώ;» τής λέω.
«Ποιος θες να το κάνει;» μού στέλνει το μπαλάκι πίσω. Κολοκυθιά δηλαδή.
«Άλλος», τής απαντάω. «Όχι εγώ πάντως».
Τι κι αν μίλησα, με αγνόησε τελείως.
«Θα κάνεις αυτό που σού λέω», μού γρυλίζει, «και μετά θα κατεβείς στην Αθήνα. Στις τέσσερις έχουμε ραντεβού με το γυναικολόγο μου, να ρυθμίσουμε και το άλλο».
«Όπα, ποιο άλλο δηλαδή; Πολύ φόρα δεν πήραμε; Άσε που είναι Κυριακή».
«Τα κανόνισα εγώ, μη σε νοιάζει», μ᾿ έκοψε. «Βασιλίσσης Σοφίας 76, 3ος όροφος, ώρα τέσσερις. Θα σε περιμένω απ᾿ έξω. Να είσαι στην ώρα σου».
Ήρθε, είπε και απήλθε. Εμάς μάς άφησε στην τύφλα μας, να κυκλοφορούμε ανάμεσα στα πακέτα σαν χαζεμένα. Ούτε τα τηλέφωνα δε σηκώναμε. Δεν ξέρω, απλά δε θέλαμε. Εδώ η ζωή μας είχε γίνει άνω κάτω, κουβέντα θα κάνουμε; Είχαμε βρει εκεί ένα παιχνίδι για να περνάει η ώρα. Ανοίγαμε τα πακέτα, για να δούμε τι σκατά έχουν μέσα. Ωφέλιμο τελικά, γιατί βγάλαμε κάνα δυο πραγματάκια που καθόλου δεν ήταν τού πατέρα μου, απλά μάς τα είχε κάνει δ ώ ρ ο ο πατέρας μου. Έχει διαφορά νομίζω. Αν αποφάσισε να τού στείλει πίσω ό,τι είχε προέλθει από εκείνον, τότε να μπούμε κι εμείς σε πακέτο, δε μάς έκανε και μόνη της τελικά. Προφανώς δεν τής το είπα αυτό, δεν ήθελα να τής βάλω ιδέες... Πήρα όμως πίσω ό,τι χρειαζόμουνα και τα ᾿κρυψα στην ντουλάπα.
Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσα, γιατί ήταν ο μαλάκας ο πατέρας μου. Τι πού το κατάλαβα; Χτυπούσε σαν διάολος και τριάντα φορές, ποιος θα ᾿ταν; Αυτός, που ήθελε να δει τι κλίμα επικρατεί. Έννοια σου, τον ενημέρωσα καλά για το κλίμα που επικρατούσε. Τον ρώτησα και πού θέλει να τού ξαποστείλουμε τα πράματά του. Στον Μιχάλη είχε πάει.
Πώς ήταν; Σαν κότα, πώς να ήταν... Την είχε κάνει τη δουλειά ο άνθρωπος, και τίποτα να μη μάς είχε πει η άλλη, θα τον καταλάβαινα απ᾿ τη φωνή. Άσε το άλλο το ξερατό, που με πλάκωσε στην ψυχολογία.
«Άκου να σού πω, Κατερίνα», μού κάνει, «πρέπει να ξέρεις ότι εσείς δεν έχετε καμιά σχέση με την απόφαση αυτή. Εσείς είστε τα παιδιά μας και σάς αγαπάμε ούτως ή άλλως».
Τι τού λες τώρα; Κάπου θα πήρε τ᾿ αυτί του, φαίνεται, ότι τα παιδιά αισθάνονται ένοχα για τα διαζύγια. Τι, δεν το ξέρεις, ρε τούβλο; Προφανώς συμβαίνει. Αλλά στα μικρά παιδιά. Τα μεγάλα θέλουν απλώς να σπάσουν το κεφάλι τού μαλάκα που τα ᾿κανε σκατά —αυτό είναι εμπειρική προσέγγιση φυσικά. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να κρατηθώ, τού το είπα, ναι, κι έτσι τελείωσε το τηλεφώνημα προώρως...
Τώρα για το άλλο. Όσο πλησίαζε μεσημεράκι, τόσο με πιαναν εμένα τα διαόλια μου. Δε γούσταρα καθόλου το ραντεβού με το γιατρό. Τι πάμε να κάνουμε εκεί, ούτε που μπήκε στον κόπο να μού εξηγήσει. Έκτρωση κατευθείαν; Πώς γίνονται αυτά; Τι είμαι γω, ρε συ; Ζαρζαβατικό; Δεν έπρεπε να το συζητήσει μαζί μου; Για κάτσε καλά δηλαδή. Τόσο απλά είναι τα πράγματα; Πονάει δόντι, βγάλει δόντι; Με ρώτησε εμένα αν φοβάμαι; Τόσο απίθανο το θεώρησε; Γιατί, είχα ξανακάνει αυτή τη μαλακία, να ξέρω πώς είναι; Κι αν δεν μπορούσα να ξανακάνω παιδιά; Έχω ακούσει κάτι περιπτώσεις. Ε, τι θες τώρα, δεν ήθελα να πάω, δεν ήμουν έτοιμη. Ναι, ρε μαλάκα, φοβόμουνα, τι λέω τόση ώρα; Το χέζω λοιπόν το ραντεβού και αποφασίζω να πάω να δω τη γιαγιά στο Κ.Α.Τ. Να μιλήσουμε και λίγο...
Πρότεινα και στον μικρό να ᾿ρθει μαζί μου, αλλά δεν ήθελε. Τον έψησα όμως να πάει καμιά βόλτα με τον Σταμάτη δίπλα ε, να μην κάθεται, μωρέ, το καημένο μέσα στα δέματα, να βράζει στο ζουμί του.
Πάω λοιπόν στο Κ.Α.Τ., κατά τις τρεις πρέπει να έφτασα, και βλέπω τη Μάνια να κοιμάται σε ράντζο στο διάδρομο. Όλο το αριστερό πόδι γυψαρισμένο και σηκωμένο με κάτι τροχαλίες περίεργες. Γάμησέ τα δηλαδή. Ταράχτηκα, ρε, ξέρεις τι καλοπερασίδου που είναι η γιαγιά μου; Παθαίνει πλάκα με τη μιζέρια. Εγώ τής είχα φέρει και το γαλλικό το Marie Claire για παρηγοριά. Ήθελα να τής πάρω κι εκείνα τα περίεργα σοκολατάκια που τής αρέσουν, αλλά δεν είχα φράγκα.
Την πλησιάζω, τη σκουντάω λιγάκι και μού πετάγεται πάνω φρέσκια φρέσκια και ορεξάτη αν θέλετε το πιστεύετε. Πονούσε λίγο, αλλά εντάξει ήταν ήρεμη. Το πόδι θα έφτιαχνε. Ευτυχώς δεν έχει πρόβλημα ασβεστίου, ένα ζωντανό την ημέρα χτυπάει προληπτικώς. Για το ράντζο μού είπε ότι το ρύθμισε το θέμα ο έτσι και να μην ανησυχώ. «A la guerre comme à la guerre, χρυσό μου», ξέρεις πώς τα λέει η Μάνια τώρα.
Ε, αφού έμαθα τα δικά της, την ενημέρωσα κι εγώ για τα δικά μας και τής έφτιαξα τη μέρα. Σ᾿ αυτή τη φάση μού είπε περιληπτικώς ό,τι ήξερε η ίδια για την υπόθεση. Να σού πω πού είχε φτάσει η μάνα μου; Μέχρι απόπειρα αυτοκτονίας έκανε σε ξενοδοχείο. Πολύ ταράχτηκα, ρε συ, άκου απόπειρα αυτοκτονίας! Και γιατί παρακαλώ; Για τον ηλίθιο. Έχεις κι άλλη ζωή, κυρία μου, και είσαι τόσο άνετη μ᾿ αυτήν εδώ; Πώς τούς έρχεται και αυτοκτονούν, ποτέ δεν το κατάλαβα. Αφού θα πεθάνουμε, ρε παιδιά, δεν πρόκειται να γλιτώσει και κανένας, γιατί επείγεστε τόσο πολύ; Δεν έχετε περιέργεια τι θα γίνει στο έργο; Πού πάτε πριν το τέλος;
Τέλος πάντων. Άσχετο.
Τη λυπήθηκα χοντρά είναι αλήθεια. Ορκίστηκα να μην τής την ξαναπέσω άσκημα σ᾿ αυτή τη φάση τουλάχιστον. Με ξέρεις τώρα εμένα, είμαι συντρέχτρα. Και η γιαγιά ανέλαβε να καθαρίσει με τον μπαμπά, αγωγές, διαζύγια και λοιπά — «αν πάρουν τελικά διαζύγιο», είπε η γιαγιά, αλλά δεν ξέρω τι σκατά εννοούσε.
Πάνω που τα κουβεντιάζαμε και είχα ηρεμήσει κάπως, να και η μάνα μου. Άγνωστο πώς κατάλαβε ότι ήμουνα στο Κ.Α.Τ. Έξαλλη από το στήσιμο, ούτε ένα γεια δεν καταδέχτηκε στη Μάνια, περιέλαβε εμένα. Μάς άκουσε όλος ο διάδρομος. Με είπε ανεύθυνη, επιπόλαιη, ούτε ξέρω τι μού ᾿συρε. Είχαν σηκωθεί οι άρρωστοι, μιλάμε, και παρακολουθούσαν τον αγώνα με αμείωτο ενδιαφέρον. Σε λίγο θ᾿ άρχιζαν να βάζουν στοιχήματα ποιος είναι ο πατέρας τού μπάσταρδου γιατί κι αυτό το ξεστόμισε.
Η Μάνια ματαίως προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Τής έδωσε μάλιστα και μια, που κόντεψε να τής σπάσει και το άλλο πόδι. Το θυμάσαι εκείνο το θρίλερ, ρε, στην τηλεόραση το βλέπαμε, Κάρυ, που ένα κορίτσι τα κάνει λίμπα και σκοτώνει τούς πάντες σ᾿ ένα πάρτι; Ε, τελικά βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία: Τής μάνας μου.
Για να μη σε πρήζω, σε πληροφορώ ότι το ραντεβού μου είχε μεταφερθεί την επόμενη μέρα. Σιγά μην άφηνε.
Αφού μού το ανακοίνωσε αυτό, σαν να ξεφούσκωσε λίγο, έκατσε στο ράντζο και μού είπε ότι δεν πρόκειται να μ᾿ αφήσει να καταστραφώ πιο ήσυχα όμως. Πήρα κι εγώ θάρρος και τη ρωτάω:
«Τι εννοείς εσύ καταστροφή, ρε μαμά; Γιατί ο καθένας έχει το δικό του ορισμό και θα μπλεχτούμε». Τα ξαναπήρε.
«Δεν πρόκειται να σού επιτρέψω να παντρευτείς αυτό το... πράμα... ούτε να κάνεις παιδί, τουλάχιστον όσο ζω εγώ. Κατάλαβες; Κι άσε τις εξυπνάδες με τούς ορισμούς για τις φιλενάδες σου».
«Τώρα σοβαρά θες να το συζητήσουμε ή το ρίξαμε στις χοντρές πλάκες;» βάζω κι εγώ τις φωνές.
Αποφάσισα να μην τής ομολογήσω ότι κανένα σκοπό δεν είχα να παντρευτώ, τής μαλακισμένης που ήρθε να κάνει τον τροχονόμο στη δίκιά μου τη ζωή. Ποια; Η κυρία Μπαχάλου!
Μετά άφησε εμένα κι έπιασε τη Μάνια. Τη ρώτησε πώς έγινε το ατύχημα. Νορμάλ ακουγόταν, αλλά ήταν παγίδα. Τής είπε η Μάνια τα σχετικά. Λάθος, μέγα λάθος. Διότι από κει άρχισε το σίριαλ «Εγώ θέλω το καλό σου Νο 2». Εν ολίγοις η μάνα μου δεν ήξερε τα περί γκόμενου Μάνιας, ήταν ακόμα φρέσκο το πράμα. Τι ήταν να τ᾿ ακούσει; Την πλάκωσε σε κάτι προσβολές...
«Άντρα ήθελες εσύ, μεγάλη γυναίκα;» τής λέει. «Αλλά πότε ήσουν σοβαρή για να γίνεις τώρα. Ου γαρ έρχεται μόνο», και εννοούσε το γήρας. Τέτοιες χοντράδες και κακίες.
Βέβαια η Μάνια δεν τής χαρίστηκε έτσι.
«Το γήρας το έχεις εσύ, χρυσή μου, μες στο μυαλό εκ γενετής», τής απάντησε χαμογελαστά αλλά... τα είχε πάρει, προφανώς τα είχε πάρει.
Το χειρότερο: πάνω στη γενική σύγχυση, εμφανίζεται και ο τύπος που τα ᾿χει με τη γιαγιά. Γαμώ τα παιδιά. Μιλάμε για παππού βέβαια, καμιά εξηνταριά, αλλά πολύ σπορτίβο. Κ α ι ματσός φαινόταν. Δηλαδή, κάτσε καλά. Μάς τον συστήνει η γιαγιά κακήν κακώς, τι να κάνει. 0 άνθρωπος δεν είχε πάρει μυρωδιά, μες στη χαρά για τη γνωριμία, και δώσ᾿ του να μάς κερνάει τα σοκολατάκια που έφερε. Σοκολατάκια με μέσα κάστανο, βελγικά, φανταστικά. Έφαγα πέντε. Ε, προκειμένου ν᾿ ακούω, έτρωγα. Μπορεί να ᾿ταν και τής εγκυμοσύνης όμως.
Υποβάλλει λοιπόν τον άνθρωπο σε ανάκριση τρίτου βαθμού. Και πότε χωρίσατε, και έχετε παιδιά, και γ ι α τ ί χωρίσατε. Μόνο αν είναι κρυφή αδερφή δεν τον ρώτησε. Ε, αυτός απαντούσε, άρχοντας ο άνθρωπος, τι να κάνει; Βέβαια το ᾿πιασε ότι η μαμά ήταν τρελαμένη, κάτι θα τού είχε αναφέρει και η Μάνια για την περίπτωση, έδειξε ανοχή. Μόνο όταν τον ρώτησε τι γνώμη έχουν τα παιδιά του για την ιστορία με τη γιαγιά, την κάρφωσε.
«Ακούστε, μαντάμ», τής λέει, «ενήλικες άνθρωποι είμαστε όλοι. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη ζωή του».
Όχι ότι την κώλωσε.
«Μερικοί δεν είναι ενήλικοι, κύριε Τσακιράκη», τού είπε, «απλώς φαίνονται ενήλικοι. Τα φαινόμενα α πατούν, ξέρετε». Μπηχτή 3 σε 1 δηλαδή.
Κατόπιν τούτου ο τύπος εγκατέλειψε τον αγώνα και την έκανε με τρόπο, μόλις ήρθε η νοσοκόμα ν᾿ αλλάξει τη γιαγιά. Εδώ αρχίζει το κοινωνικό έργο τής μάνας μου. Έχεις όρεξη; Ε, άκου λοιπόν.
Κατ᾿ αρχάς κριτικάρισε τα ράντζα και λοιπά. Βεβαίως φωναχτά. Τι ανθρώπινη αξιοπρέπεια κατέβασε, τι ανθρώπινα δικαιώματα, όλη τη γκάμα. Η νοσοκόμα άρχισε να εκνευρίζεται και τής είπε να μην τα λέει σ᾿ αυτή, αλλά στον υπουργό. Τότε η μάνα μου έκανε το εκνευριστικό να τη ρωτήσει ποια είναι η προϊσταμένη της. Ξέρεις, ότι θα την καταγγείλει και καλά. Η Μάνια είχε χλομιάσει, γιατί τα είχε κανονισμένα με τη συγκεκριμένη νοσοκόμα ξηγήθηκε φακελάκι ο δικός της να μεταφερθεί σε δωμάτιο το βράδυ, εκτός σειράς. Τώρα, με τις προϊσταμένες που έμπλεξε η μάνα μου, μπερδεύτηκε το πράμα. Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένη. Η Μάνια όμως, όχι αυτή. Κατάλαβες τι μαλάκας γυναίκα είναι; Τι το ᾿θελε ν᾿ αποφασίσει να μάς φροντίσει; Μάς τσάκισε.
Α, ναι, ξέχασα ν᾿ αναφέρω το σπουδαιότερο. Σε κάποια φάση μάς εξομολογήθηκε ότι το διάστημα που ήταν φτιαγμένη με τον πατέρα μου και την γκόμενα μας είχε γράψει κανονικά. Όχι που δεν το είχαμε πιάσει δηλαδή. Και ξαφνικά, να πούμε, τής ήρθε το φως το αληθινό και κατάλαβε ότι έπρεπε να ξεχάσει τα υπόλοιπα, τα προσωπικά της, και να ρίξει όλο το βάρος σ᾿ εμάς. Άσε, μην το ρίχνεις το βάρος, γιατί θα πέσουμε. Δηλαδή όλη αυτή η performance ήταν το καθήκον που την καλούσε...
«Η προσφορά είναι εκείνο που μένει», μάς δήλωσε.
«Όλα τ᾿ άλλα άχρηστα».
Την πατήσαμε, παιδί μου, ήταν αποφασισμένη να μάς προσφέρει τη ζωή της. Καμία σχέση που εμείς δεν τη θέλαμε. Σαν το ανέκδοτο με τον πρόσκοπο καταντήσαμε, που περνούσε με το ζόρι τη γριά απέναντι, για να κάνει καλή πράξη. Μη γελάς, έτσι είναι.
Προφανώς έχει και συνέχεια. Άσε, ρε, δεν μπορώ άλλο. Βαρέθηκα. Τι να σού πρωτοπώ άλλωστε. Άνω κάτω γίναμε. Να φανταστείς, τον πατέρα μου δεν τον είδα έκτοτε. Τον απείλησε ότι θα τού κόψει τα πόδια, αν μάς συναντήσει κρυφά. Όχι ότι είχαμε και καμιά όρεξη να τον δούμε. Προς το παρόν. Έχει βάλει και τον υπερδικηγόρο να τον τσακίσει με τα διαζύγια. Θα τού ζητήσει διατροφές, σπίτια, θα τού πάρει και τα σώβρακα. Δε μάς τα λέει, αλλά ακούω τα τηλεφωνήματα με τη δικηγοράτζα. Κόλαση. Στον πατέρα μου τον ίδιο δε μιλάει. Μια φορά μόνο την άκουσα που τού έλεγε: «Δε μ᾿ ενδιαφέρει ούτε τι κάνεις ούτε τι σκέφτεσαι εσύ. Εγώ έχω να φροντίσω τα παιδιά μου και την οικογένειά μου».
Ναι, ναι, και η Μάνια στα προστατευόμενα μέλη. Αφού την έκανε σκατά με τον τύπο, την πήρε υπό την προστασία της ξαφνικά. Τώρα, που είναι καρφωμένη στο κρεβάτι και δεν μπορεί ν᾿ αντιδράσει. Τής μαγειρεύει καθημερινώς ασβεστούχα φαγιά και την ταΐζει με το ζόρι. Αφού δεν την κοπάνισε ακόμα η γιαγιά με το γύψο, καλά πάμε...
Τον Χάρη τον έστειλε πακέτο σε ψυχολόγο, για να τού περάσει η κατάθλιψη. Και τον έπιασε χειρότερη φυσικά. Τώρα αισθάνεται κ α ι προβληματικός, εκτός των άλλων.
Όσο για μένα... Άσε με, δε θέλω να το συζητήσω. Τής το είπα όμως τη στιγμή που με έβγαζε από κει μέσα ναρκωμένη, σαν κοτόπουλο. Δεν είναι που θες να μάς βοηθήσεις και τα κάνεις αυτά. Δικά σου σπασμένα πληρώνεις. Τι θα κάνουν οι άλλοι λίγο με κόφτει. Να το ξέρεις, πάντως, ότι εγώ αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ!
ΙΙΙ
ΑΚΗΔΙΑ
Όποιοι τον αγώνα δεν αντέξουν μέχρι το τέλος
τούς γράφτηκε να μένουν δίχως δόξα
DANTE, θεία Κωμωδία,
Καθαρτήριο, Άσμα XVIII
Γιώτα Θωμοπούλου,
49 ετών, νοικοκυρά
Δεν ήξερα ότι ήσουν σε τέτοια κατάσταση, αλλιώς δε θα σ᾿ ενοχλούσα, κοπέλα μου. Στο κάτω κάτω κι εγώ απ᾿ το ίδιο λούκι πέρασα, την ξέρω τη γλύκα. Μήπως εμένα δε μ᾿ έπιανε η τρέλα κάθε μέρα; Δεν άνοιγα την τηλεόραση καθημερινά στις εφτά, μη χάσω και δε δω τα μούτρα της; Άσε τις παλιοφυλλάδες που αγόραζα, μπας και γράφουν τίποτα. Αρρώστια, πα πα πα... Τις κατάρες που τούς έδωσα τότε, αφού ανατριχιάζω που τις σκέφτομαι. Απ᾿ την καρδιά μου μέσα κατάρες. Ο Θεός να με συγχωρέσει και να έχει καλά τα παιδιά μου, δεν είναι ωραία πράματα αυτά, στο κεφάλι σου γυρίζουν.
Και να ᾿βγαζα και τίποτα... Μπα! Εγώ έλιωνα σαν το κεράκι κι εκείνοι μπουμπουκιάζανε. Με τα μπουζούκια τους, με τα γλέντια τους, πέρα βρέχει... Κάτσε, Γιώτα, εσύ και φάε όλο το σκατό.
Γι᾿ αυτό σού λέω, σήκω απ᾿ την πολυθρόνα, μάνα μου… Τι μού στυλώθηκες εκεί άπλυτη κι άλουστη; Θα κάτσεις να πεθάνεις, τρελή είσαι; Για μια τσούλα που σοὐ χάλασε το σπίτι; Μωρέ, το ξέρω πως δεν είναι απλά τα πράγματα, αλλά τι βγάζεις με την κλάψα; Ανασκουμπώσου και πάλεψε. Εδώ σε θέλω κάβουρα...
Όχι, δε σε κρίνω, χρυσή μου, προς Θεού, εγώ θα σε κρίνω που είμαι παθούσα; Μόνο που σε βλέπω έτσι μαραζωμένο και πονάει η ψυχή μου. Να σού πω την αμαρτία μου, εγώ βοήθεια ήρθα να ζητήσω, σ᾿ το είπα εξαρχής. Αλλά μετά, σού μιλάω σαν παιδί μου τώρα, τι βοήθεια, είπα, να τής ζητήσω εγώ, αυτή χρειάζεται βοήθεια. Δε θα τη βγάλει καθαρή. Όχι, όχι, ξέρω ότι είσαι περήφανη, αλλά άκου με κι εμένα. Άμα τσακίσει η ψυχή τού ανθρώπου, αεράκι να τον φυσήξει, πάει, έπεσε. Αυτή η γυναίκα είδε σκιά θανάτου, είπα όταν σε είδα.
Τώρα, ίσως να ᾿χεις κι ένα δίκιο. Την προηγούμενη φορά σε πήρα με το απότομο. Έτσι είμαι εγώ όμως, ακόμα δε με ξέρεις, μιλάω καθαρά, να έχει υπόψη του ο άλλος τι θέλω. Στο ψητό, που λένε. Καλό, κακό, αυτό είμαι. Δεν κρύβομαι. Σού είπα «Καλημέρα, είμαι η γυναίκα τού άλλου τού θύματος, που τώρα τρέχει στα δικαστήρια για να σωθεί». Τι να σού πω δηλαδή; Περνούσα απ᾿ έξω και μπήκα να δω τι κάνετε; Να κρυβόμαστε πίσω απ᾿ το δάχτυλό μας;
Ο άντρας μου πυροβόλησε, λες να μην το θυμάμαι; Αλλά φταίει πάντα ο φονιάς; Πες μου εσύ που έχεις και δυο πτυχία παραπάνω. Θύμα τον αποκαλώ, κυρία Άννα, τον άντρα μου, γιατί θύμα είναι. Την πάτησε απ᾿ αυτήν. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Γιατί νομίζεις τον πήρα πίσω, γιατί θα τού σταθώ στη δίκη, τι ήρθα εδώ και σού φορτώθηκα; Για να τον βοηθήσω. Και για να τη λιώσω, τη βρώμα, να μη μάς βγει και από πάνω.
Αλλά εσύ... όχι να βοηθήσεις δε θέλεις ούτε να τ᾿ ακούσεις, που λέει ο λόγος. Μού ᾿ριξες μια ματιά, όταν σ᾿ το είπα, που αγριεύτηκα. Βρε, τη γυναίκα, είπα, τι έπαθε, τη ρούφηξε η βρώμα, τίποτα δεν έμεινε μέσα της.
Μωρέ, μη μού εξηγείς, καταλαβαίνω, εκεί που ήσουν ήμουνα... Ξέρεις τι είναι να περνάς απ᾿ την «ΕΒΓΑ», που λέει ο λόγος, και να μην μπορείς να σηκώσεις τα μούτρα; Τι ρωτάω, η χαζοβιόλα, αμ, ξέρεις, που να μην ήξερες. Ακόμα δεν το κατάλαβα πού στην ευχή τη βρήκα τη δύναμη και δεν έκατσα εκεί, επί τόπου, να πεθάνω. Σαν κι εσένα κι εγώ, μη με βλέπεις τώρα, τού θανατά.
Τα παιδιά, αυτό είναι, αν δεν είχα τα παιδιά, θα τη σκότωνα, τη βρωμιάρα, και θα πήγαινα κι εγώ μαζί. Μωρέ, δε θα μ᾿ ένοιαζε, σού λέω, τότε. Χαλάλι, αλλά είχα τα παιδιά...
Βρε, κορίτσι μου, να σού φτιάξω μια ομελετίτσα; Δεν είναι κόπος, μη λες χαζά. Στα πέντε δέκα σ᾿ τη φτιάχνω. Εσύ θα τρως κι εγώ θα σε ψέλνω, χα, χα. Καλά. Αργότερα όμως θα σ᾿ τη φτιάξω και θα σ᾿ τη δώσω με το ζόρι. Μην το γελάς. Ξέρεις τι ταλέντο είναι η Γιώτα στο τάισμα; Δεν έχει μείνει ανόρεχτο μωρό στη γειτονιά που να μην το μπούκωσα εγώ. Έτσι, μάνα μου, άντε, σκάσε ένα χαμόγελο. Μην την παραπαίρνεις, βρε, σοβαρά τη ζωή, γιατί θα σε πάρει κι αυτή.
Κι εγώ στο τσακ δεν ήμουνα; Άσε τα λεφτά που μού φάγανε οι φλιτζανούδες και τα μέντιουμ. Πήγαινα και τ᾿ ακούμπαγα. Δέκα μού ζητούσανε, δέκα εγώ, τριάντα, όσα να ᾿ναι. Επαγγελματίες, μάνα μου, σε κόβανε σε τι κατάσταση βρισκόσουνα και σε γδέρνανε κανονικά. Όχι θα σ᾿ άφηναν... Ε, έτσι είναι.
Δεν το ᾿λεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου; Κοίτα μην πέσεις, κακομοίρα μου, γιατί όλοι θα ᾿ρθουν να σκουπίσουν τα πόδια τους. Ν᾿ αγιάσει το στόμα σου, ρε μάνα, όπως τα είπες έγιναν, μόνο που δεν ήσουν κοντά μου να μ᾿ ορμηνέψεις όταν σε χρειαζόμουνα.
Όλο τη μάνα μου σκεφτόμουνα, κυρία Άννα, ένα περίεργο πράμα, κανέναν άλλο. Την έβλεπα στον ύπνο μου, και δέκα φορές θα την είδα. Μια φορά, σ᾿ το λέω τώρα και ανατριχιάζω, ήταν όταν ήρθε ο άντρας μου και μάζεψε τα πράματά του, να φύγει απ᾿ το σπίτι. Τα παιδιά ήταν στην κατασκήνωση κι είχα μείνει εγώ κούκος στο σπίτι. Γύρναγα σαν τρελή πάνω κάτω τα πατώματα και τον καταριόμουνα, κι αυτόν και την τσούλα του. Το ᾿βλεπα το σπίτι που μού ᾿χτισε και ήθελα να πάρω τη βαριά να το γκρεμίσω μόνη μου τούβλο τούβλο.
Μού ᾿πε κάποτε η συννυφάδα μου: «Έχεις παράπονο κι εσύ; Παλάτι σού ᾿χτισε». Και που είναι παλάτι, να το κάνω τι το παλάτι, κυρία Άννα; Μάνα είσαι και καταλαβαίνεις. Άμα η οικογένεια δεν έχει θεμέλια, συγνώμη δηλαδή, να τα χέσω και τα παλάτια και τα καλά τους.
Πέτρες και σίδερα. Άχρηστα. Πιο καλά περνούσαμε στο δυάρι στα Πατήσια, χρυσή μου. Ξέρεις τι γλέντια κάναμε εκεί μέσα; Και τα παιδιά μας εκεί τα κάναμε και μανάρια βγήκαν. Τι άλλο θέλαμε;
Βέβαια ο άνθρωπος όλα τα θέλει, δεν το συζητώ. Και τα λεφτά καλά ήταν και γλυκαθήκαμε όταν μάς πέσαν. Αλλά τώρα αν μού ᾿λεγες όσα θα τραβούσα, θα σ᾿ τα χάριζα κι αυτά και τα καλά τους.
Να σού τελειώσω για το όνειρο. Πέφτω λοιπόν το βράδυ να κοιμηθώ, χαράματα, ένα κουρέλι. Να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω, που λέει ο λόγος. Και βλέπω όνειρο το σπίτι μας να πέφτει ξαφνικά, χωρίς σεισμό, χωρίς τίποτα, και να σηκώνεται ένας κουρνιαχτός, ένα πράμα... Δεν μπορούσα να κουνηθώ, άφαντα τα παιδιά μου, ούτ᾿ εκείνον τον έβλεπα, φωνές μόνο άκουγα και κλάματα. Πάει πέθανα, σκέφτηκα, πάνε τα παιδάκια μου. Και τότε άνοιξε στα δυο η σκόνη κι εμφανίστηκε η μανούλα μου, Θεός σχωρέσ᾿ τη, στα μαύρα, σαν την Παναγία. Με πλησίασε, με άρπαξε με μια δύναμη αντρική, μ᾿ έστησε στα πόδια μου και μού είπε: «Σήκω, Γιώτα. Το σπίτι σου έπεσε, γιατί έπεσες εσύ». Ξύπνησα τρέμοντας. Δεν πρόκειται να το ξεχάσω τούτο το όνειρο ούτε σ᾿ εκατό χρόνια. Την άλλη μέρα πήγα στον τάφο της κι άναψα το καντηλάκι. Έκλαιγα σαν χαζή, τρόμαξε ο φύλακας να με γνωρίσει. «Εσύ ᾿σαι κυρα-Γιώτα;» μού λέει. «Κι εγώ νόμιζα ότι μάς ήρθε κάνας φρέσκος...»
Έτσι που λες... Από τότε, τ᾿ ορκίστηκα στο μέλλον των παιδιών μου να γίνω άλλος άνθρωπος. Είχα υποχρέωση, βλέπεις, απέναντι τους. Δεν ήμουν μόνη μου.
Τι έγινα; Τοίχος, χρυσή μου, ντουβάρι. Ούτε από κουτσομπολιά χαμπάριαζα, ούτε από τίποτα. Να ντραπώ εγώ στην «ΕΒΓΑ»; Όχι! Να ντραπείς εσύ, μωρή με συγχωρείτε τσούλα, που πήρες τον πατέρα των παιδιών μου. Εγώ το κεφάλι μου το ᾿χω ψηλά και το καμαρώνω. Εσύ να σκύβεις. Εγώ είμαι η κυρία Θωμοπούλου στο κάτω κάτω. Εσύ τι είσαι; Σπιτωμένη στην Καστέλα για να είστε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Κυρία δε θα γίνεις ποτέ. Δε θα σ᾿ αφήσω εγώ. Όχι με το δικό μου τον άντρα πάντως.
Τον Θανάση τον ήξερα καλά, κυρία Άννα. Μωρέ, να το κόψω το κυρία, να σε φωνάζω Άννα σκέτο; Εδώ εμείς τώρα λέμε άγρια πράματα, τι τα θέλουμε τα κεριά και τα λιβάνια; Καλός άνθρωπος ήταν, που λες, δεν ήταν σκάρτος. Τον φάγαν τα λεφτά κι αυτόν. Έβγαλε ξαφνικά λεφτά και νόμισε ότι κάτι έκανε.
«Αχ, ρε Θανάση», τού είπα μια μέρα, «μια ιδέα είναι όλα, ακόμα δεν το κατάλαβες; Όσα έχει τρώει ο άνθρωπος. Το ζήτημα είναι να μη στερείσαι, να έχεις να σπουδάσεις τα παιδιά σου, να τα βοηθήσεις. Τα πιο πολλά τι να τα κάνεις; Μασούρι στις τράπεζες; Όπως έλεγε και η μακαρίτισσα η μάνα μου στον αδερφό μου, που ήταν πολύ φαγανό, "Άμα δεις ότι δε χορταίνεις, σταμάτα"».
Είχε αρχίσει λοιπόν να μπουχτίζει με την οικοδομή. Είχε πέσει κιόλας η πολλή η κίνηση και είχαν πάθει τα νεύρα του, τού άντρα μου. Έτσι ξεκίνησε να βάζει λεφτά στα θέατρα. Είχε κάτι γνωστούς που ανακατεύονταν με τα Δελφινάρια και τέτοια, και τον ψήσανε πως εκεί είναι τώρα τα λεφτά. Πήγε κι ο Θανάσης και τα ᾿ριξε εκεί.
Με ρώτησε, δεν μπορώ να πω. Ξέρεις τι ζευγάρι τής συνεννοήσεως ήμασταν εμείς, Αννούλα μου; Μάς δείχνανε, σού λέω. Είχε φιλότιμο ο Θανάσης, δεν το ξέχασε πόσο μάς στήριξε στην αρχή ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Πώς φτιαχτήκαμε νομίζεις; Δούλεψε κι εκείνος σαν σκυλί, αλλά δεν έμεινε κι ελιά για ελιά στην Καλαμάτα.
Με ρώτησε, που λες, κι εγώ το βόδι είπα ναι. Εμ, πού να το ᾿ξερα κι εγώ, μάνα μου; Μην κοιτάς που τώρα το ᾿μαθα το μάθημα απ᾿ την καλή. Τότε χαμπάρι δεν είχα πού πήγαινα να μπλέξω. Ξανακάνε με γαμπρό, να δεις πώς καμαρώνω...
Τι, το στομάχι σου; Μωρέ, θα σ᾿ τη φτιάξω εγώ την ομελέτα κι εσύ λέγε. Πού τα ᾿χετε τ᾿ αβγά; Δεν μπορεί να μην υπάρχουν αβγά σε σπίτι με παιδιά. Ωραίο ψυγείο, μπράβο, φίσκα στα φάρμακα. Φάρμακα τρως, μωρέ, και περιμένεις καλό;
Να με συγχωρείς τώρα, αγάπη μου, που θα σ᾿ το πω και χωρίς παρεξήγηση. Πες ότι είμαι μάνα σου, βρε αδερφέ. Αλήθεια η μάνα σου πού είναι; Δεν τα βλέπει τα χάλια σου; Εγώ, άμα σ᾿ είχα, θα κατασκήνωνα εδώ μέσα και δε θα κούναγα μέχρι να βάλεις μυαλό.
Δεν είναι καλό πράμα, κορίτσι μου, να το ᾿χεις το σπίτι σαν να ᾿σαι για μετακόμιση. Τι ανακατωσούρα είναι αυτή; Και περιμένεις να ηρεμήσεις εδώ μέσα που είναι τής τρελής τα μαλλιά; Αμ δε. Άδειο ψυγείο, άδειο το στομάχι, άδεια κι η καρδιά. Αυτά μαζί πάνε, ασορτί. Εμείς είχαμε μια γειτόνισσα στο χωριό, την κυρα-Σούλα. Μαγείρευε συνέχεια κοτόσουπες. «Υπάρχει καλύτερο φάρμακο για τον νταλκά, κορίτσια;» μάς πείραζε. Θεός σχωρέσ᾿ τη. Το ᾿χε ρημάξει το κοτέτσι, σού λέω. Είχε ένα γιο που τής έπρηζε τα συκώτια. Όσο τής φώναζε αυτός, τόσο εκείνη έβραζε κότες. Εκατό χρόνια έζησε η κυρα-Σούλα...
Τι σού έλεγα... Βρε παιδάκι μου, πηδάω απ᾿ το ένα στο άλλο. Ναι, για τις μπίζνες τού άντρα μου. Ε, το πρώτο το έργο πήγε καλά, ένα 20% είχε βάλει για δοκιμή. Το δεύτερο καλά, το τρίτο καλά, ξεθάρρεψε ο δικός μου. Άρχισε και να γνωρίζεται με τούς ανθρώπους, μάς καλούσανε και στα σπίτια τους. Τού άρεσε τού Θανάση. Νόμιζε πως θα πάει να φάει στο σπίτι τού Παπαμιχαήλ και χέστηκε η φοράδα στ᾿ αλώνι. Εγώ, ε, καλά περνούσα, αλλά δεν τρελάθηκα κιόλας. Δεν καταλάβαινα και απ᾿ τις δουλειές τους, δε μιλούσα πολύ, καθόμουνα παρακεί και τούς χάζευα. Και τι να τούς πω; «Μπράβο μία, μπράβο δύο, τι ωραία που τα λέτε!» Βαρέθηκα.
Άσε που αυτό το πολύ το φιλί, ρε παιδάκι μου, οι αγκαλιές, κάπως μού φαινότανε. «Τι ξεράσματα είναι τούτα, καλέ», του ᾿πα μια φορά, «όλοι πια αδερφικοί φίλοι είναι εκεί μέσα;» Κι έλα που ο Θανάσης θύμωσε, που τού πρόσβαλα τούς φίλους... «Δεν τούς ξέρεις εσύ τούς ηθοποιούς», μού κάνει, «είναι ευαίσθητα πλάσματα. Βγάζουν την ψυχή τους κάθε μέρα στο σανίδι, εύκολη δουλειά είναι νομίζεις;» «Πάντως πιο εύκολη απ᾿ το να τρίβεις το σανίδι», τού απαντάω και γω.
Είχε αρχίσει το μυαλό του να παίρνει αέρα. Άλλαξε και φρασεολογία. Πολύ θέλει, Άννα μου; Ο άντρας δεν έχει ρίζες, έλεγε η μάνα μου, γι᾿ αυτό εύκολα φεύγει, εύκολα πέφτει. Και είχε δίκιο, γεια στο στόμα της.
Έπειτα, σιγά σιγά, δε μ᾿ έπαιρνε πια μαζί του. «Τι να ᾿ρθεις να κάνεις», μού ᾿λεγε, «δουλειές θα συζητάμε, θα βαρεθείς».
Το δεχόμουνα, γιατί πράγματι τούς βαριόμουνα, στο λόγο μου. Άσε που ήταν όλοι μια φάρα. Με σύστηνε και μετά κουβέντα δε μού λέγανε, είτε υπήρχα είτε δεν υπήρχα, με γράφανε, με συγχωρείς. Πού ξέρω γιατί; Επειδή δε λιγωνόμουνα πια με τ᾿ αστεία και τις κρυάδες τους, επειδή δε μ᾿ άρεσε το θέατρο... Δεν κολλούσαν τα χνώτα μας, βρε αδερφέ.
Τον έκοβα και τον Θανάση, σαν ν᾿ άρχισε να ντρέπεται, τρομάρα του, που δεν είχε γυναίκα τού καλλιτεχνικού. Αμ, αν είχε τέτοια γυναίκα, δε θα ᾿χε σπίτι, τσαντήρι θα ᾿χε αεριζόμενο. Και το κέρατο σύννεφο. Τέλος πάντων, μην ξεστομίσω καμιά βαριά κουβέντα, έχει μετανιώσει τώρα και τ᾿ αφήνω.
Και δώσ᾿ του να μού ᾿ρχεται στις τρεις και στις τέσσερις κάθε βράδυ, και να σου κουστουμιές καινούριες, και αβέρτα αλλαγές αυτοκινήτων. Μωρέ, βγάζαμε, δε λέω αυτό, αλλά φαινόταν το πράμα ότι έχει ξεφύγει. Κι άλλοτε βγάζαμε, αλλά τέτοια επιδειξιομανία δε μάς είχε πιάσει. Κάναμε ένα ωραίο σπιτάκι στο Νέο Ηράκλειο, 200 τετραγωνικά, τέσσερα άτομα είμαστε, να ζήσουμε όμορφα. Όχι και να τα πετάμε στους υπονόμους όμως, σαν να τα βρήκαμε στο δρόμο.
Τον έβλεπα δε τον κύριο να μού προσέχεται πολύ. Άρχισε γυμναστήρια, διαβάσματα περίεργα. Δεν άφηνε εφημερίδα και περιοδικό. Περίπτερο γίναμε. Αυτός άντε να ᾿λυνε κανένα σταυρόλεξο μέχρι τότε. Αθλητική έπαιρνε. Αίφνης χρειαζότανε καλλιτεχνική ενημέρωση. «Να ξέρω πού βάζω τα λεφτά μου», έτσι με παραμύθιασε. Τι να ξέρεις για τα λεφτά σου, αγόρι μου, εσύ δεν ήξερες πού βάζεις το πουλί σου, με το συμπάθιο. Δε θέλω να παραφέρομαι αλλά, ένα πράμα, ρε παιδί μου, ακόμα Τούρκος γίνομαι όταν τα θυμάμαι.
Πού τη γνώρισε αυτήν, θα σε γελάσω, μάνα μου, το κρύβει. Μάλλον από γνωστό τη γνώρισε και φοβάται μην τού κόψω την καλημέρα. Ποιος ξέρει πώς τον διπλάρωσε, τι κουνήματα τού ᾿κανε, πάει ο Θανάσης. Δεν ήθελε και πολύ. Τ᾿ αγόρασε τα καινούρια σώβρακα. Όχι και τι εννοώ... Τα ευκόλως εννοούμενα εννοώ, μάνα μου. Καινούριο σώβρακο, καινούρια γκόμενα, σήμα κατατεθέν. Ο δικός σου δεν αγόρασε δηλαδή;
Καλά, βρε, αστειεύομαι. Τρόπος τού λέγειν.
Ποπό, πέρασε η ώρα, μία πάει. Φεύγω, κούκλα μου. Να σηκωθείς να κάνεις μια βόλτα, εντάξει; Ένα σινεμά, βρε αδερφέ, δε σού είπα να πας στα μπουζούκια να τα σπάσεις. Να κάτσεις στο «Φλόκα» να φας μια πάστα, να γλυκαθείς.
Χτες σε είχα στο μυαλό μου συνέχεια. Που μού γάνωσες το κεφάλι, ότι εσύ φταις που έμπλεξε ο άντρας σου. Μα το πήρα προσωπικά, ρε παιδί μου. Πώς, λέω, φταίει «αυτή; Άρα κι εγώ δηλαδή; Ε, όχι, ρε φίλε, εγώ δεν το πιστεύω ότι ευθύνομαι, ο Θεός ο ίδιος να μού το πει.
Και μη νομίζεις, καζάνι το ᾿χω κάνει το κεφάλι μου να σκέφτομαι. Τέσσερα χρόνια αυτή τη δουλειά έκανα. Σκεφτόμουνα. Ποιος έφταιγε και στράβωσε το κλήμα για να το φάει ο γάιδαρος.
Ήταν και η ηλικία, πού το πας αυτό; Είμαστε και μεις οι γυναίκες χαζές, αλλά οι άντρες είναι χειρότεροι, σ᾿ το υπογράφω εγώ που το έψαξα το θέμα. Πολύ τούς πειράζει η ηλικία, ρε παιδί μου... Να καβαντζάρει τα πενήντα ο Θανάσης που ήταν άντρακλας και τού ᾿δινε και καταλάβαινε; Πού να το χωνέψει...
Θα σού αναφέρω τώρα ένα περιστατικό να μπεις στο νόημα. Όταν έκλεινε τα σαράντα πέντε, τού ᾿κανα γλέντι στο σπίτι με αρνιά, όργανα, τα πάντα. Τού ᾿χα φτιαγμένη και μια τούρτα δυο τετραγωνικά. Ε, φάγαμε, ήπιαμε, γελάσαμε, ωραία. Μια δόση ένας φίλος του τού λέει: «Άντε, Θανάση μου, φάε και γλέντα τώρα, γιατί πέντε χρόνια έχεις ακόμα, φουκαρά, μετά... καλή ψυχή. Πού να σού κάνει κούκου μετά τα πενήντα...»
Μεθυσμένα πράματα δηλαδή, τής παρέας. Έλα που ο δικός μου όμως το πήρε κατάκαρδα. Το κατάλαβα το βράδυ στο κρεβάτι. Μού κλειδώνει την πόρτα, λοιπόν, κι αρχίζει τα περίεργα. Να μην μπω τώρα σε λεπτομέρειες, παντρεμένη γυναίκα είσαι, ξέρεις... Και να με ρωτάει μετά κάτι ανοησίες, κάτι αν ήθελα ποτέ άλλον άντρα, αν κάνει καλό κρεβάτι... Ήθελε και λεπτομέρειες, αφού, στο λόγο μου, καταντράπηκα.
Βέβαια εγώ αμέσως μπήκα στο νόημα. «Ρε Θανάση»», τού λέω, «μήπως, αγόρι μου, επηρεάστηκες από τ᾿ αστείο» τού Αποστόλη; Χαζός είσαι; Δε θυμάσαι τον μπάρμπα σου τον Χατζηλάκο που ήταν ογδόντα έξι χρονών και είχε τρελάνει τη γριά του στο κυνηγητό; Βλακείες τσαμπούναγε ο Αποστόλης, σε δούλευε».
Δεν ξέρω πώς το βλέπεις εσύ, εμένα όμως δε μού το βγάζεις απ᾿ το μυαλό ότι αυτό έπαιξε ρόλο. Νόμιζε πως θα ᾿βρίσκε γκόμενα και θα γινόταν νέος απ᾿ την αρχή ο Θανάσης. Και τού το είπα. «Τρομάρα σου, ρε», τού κάνω, «τι πιστεύεις; Τι είναι το απαυτό της, με συγχωρείς, το αθάνατο νερό; Χαζοβιόλη, ε, χαζοβιόλη. Για τα μπράτσα σου σε κυνηγάει αυτή ή για την τσέπη σου;»
«Για την προσωπικότητά μου», μού ξεφουρνίζει και το πίστευε, δεν έκανε πλάκα.
«Και δε μού λες, ρε αγαθιάρη, τώρα την έκανες την προσωπικότητα; Γιατί εγώ δε θυμάμαι να σ᾿ την έπεσε από δίπλα καμιά όταν ήσουν νέος και παιδαράς, που λέει ο λόγος. Τώρα που έκανες τα φράγκα σ᾿ την πέφτουνε. Θες να τα βαφτίσεις προσωπικότητα εσύ, βάφτισέ τα. Μη χαζοφέρνεις όμως, ρε, θα σε μαδήσει και μετά θα βρει άλλον με μεγαλύτερη προσωπικότητα».
Τώρα, αφού μάς γράψανε και οι εφημερίδες, το ᾿πιασε ο Θανάσης το νόημα. Έμαθε και για τον δικό σας και τα ᾿κανε πάνω του.
«Θα με τσακίσει αυτή», μού είπε μια μέρα, «τα ᾿ριξε τώρα στο δικηγόρο της, να τον ντοπάρει. Είμαι ξεγραμμένος, πάει. Δεν την ξέρεις τι μαλαγάνα είναι».
Τον πήρα απ᾿ τα μούτρα. «Έλα, ευτυχώς έχω εσένα τον ξύπνιο που την κατάλαβες».
Ε, μα μού τη δίνει, άνθρωπος είμαι και γω. Μη σκύβεις το κεφάλι στην τσούλα, ρε φίλε, εγώ πάντως δεν το βάζω κάτω. Είπα θα την πατήσω και θα την πατήσω. Μη με αδειάζεις όμως πάλι. Σού βρήκα δικηγόρο που τον τρέμει η πιάτσα. Βακιαρέλης με τ᾿ όνομα, μέσα σ᾿ όλα τα κόλπα, ρώτησα εγώ.
«Όσα θέλεις θα τα πάρεις», τού εξηγήθηκα τού Βακιαρέλη, «αρκεί να ξελασπώσεις τον άντρα μου και να ξεφτιλίσεις αυτήν. Να τής βγάλουμε στη φόρα τα άπλυτα, εμείς τι έχουμε να χάσουμε; Εμάς μάς γράψαν οι εφημερίδες και ησυχάσαμε. Τι βρεμένοι, τι μούσκεμα... Το ζήτημα είναι να την πατήσει εκείνη τώρα, η μεγάλη σταρ».
Ξέρεις τι κανάλια θα μαζευτούν στο δικαστήριο; Χαμός θα γίνει, σ᾿ το υπογράφω εγώ. Αν με άκουγες κι ερχόσουνα και συ, χάμω θα την πατούσαμε την κυρία αυτή.
Μα, δε θέλω να πεις πολλά, βρε Άννα, μια απλή καταθεσούλα. Ο Βακιαρέλης το υπογράφει, ότι μόνο η εμφάνιση τής γυναίκας τού δικηγόρου τής φτάνει και περισσεύει. Θα δημιουργηθούν εντυπώσεις, λέει. Πρώτον διέλυσε το σπίτι κι άλλου, άρα είναι κατ᾿ επάγγελμα η δουλειά. Δεύτερον ο δικηγόρος είναι όργανό της, τρίτον βγαίνει πωρωμένη υπολογίστρια, όπως και είναι. Δηλαδή τι; Να το δω ως σύμπτωση που τα ᾿φτιαξε με το δικηγόρο της; Ε, δε γίνεται, που να χτυπιέται χάμω.
Εσύ τώρα μού εξηγείς γιατί δε θέλεις; Μού είπες, καλή μου, αλλά είναι σαν να μη μού είπες. Τίποτα δεν κατάλαβα. Δεν έχει σημασία, και δεν έχει σημασία. Είναι λόγια τώρα αυτά από μορφωμένη κοπέλα; Εγώ ένα γυμνάσιο έβγαλα με το ζόρι, αλλά από μυαλό δόξα να ᾿χει. Πώς δεν έχει σημασία, μάνα μου; Δηλαδή σε πατάει ο άλλος και θα πεις: «ευχαριστώ που με ξενύχιασες;» Όχι, θα τον πατήσεις κι εσύ και μάλιστα στον κάλο. Πώς θα μάθει να μη σε ξαναπατήσει;
Εμένα πάντως η γνώμη μου είναι, αν με ρωτάς, να αφήσεις τούς γιατρούς και τις αηδίες. Τι θα σού προσφέρει ο ψυχίατρος, κορίτσι μου; Εσύ δικηγόρο χρειάζεσαι. Τι να καταλάβει απ᾿ τον πόνο σου, ξένος άνθρωπος; Τα λεφτά σού θέλει. Να περνάει η ώρα, να παίρνει τα φράγκα. Όχι σε ρωτώ, είδες εσύ καμιά βελτίωση, πόσο πας σ᾿ αυτόν, δυο μήνες; Εγώ πριν δε σε ήξερα βέβαια, αλλά βελτίωση δεν μπορείς να το πεις αυτό που βλέπω, πώς να το κάνουμε δηλαδή; Να μην είσαι σε θέση να πεις δυο κουβέντες. Τι να πεις, εδώ κουράζεσαι και ν᾿ ακούς εσύ... Πα πα πα. Ευτυχώς που δουλεύεις στο δημόσιο, αλλιώς θα σού ᾿χαν δώσει φύσημα κι απ᾿ τη δουλειά. Πόση αναρρωτική να πάρεις; Μεγάλο πράμα το δημόσιο, για τη γυναίκα ειδικά, μην το συζητάς.
Καλά, καλά, σταματάω. Σε πήρα μπάλα κι εγώ με τα δικά μου, σε κούρασα. Φεύγω, αλλά να το ξέρεις, εγώ θα ξανάρθω. Δεν το βάζω κάτω. Θα σε στρώσω και θα πεις κι ένα τραγούδι. Και στο δικαστήριο θα ᾿ρθεις, και έξω θα βγεις, και θα γελάσεις και όλα. Όχι γιατί το λέω εγώ.
Ποια είμαι γω στο κάτω κάτω, μια ξένη. Επειδή θα το θες εσύ.
Να ᾿ρθω την Τετάρτη το απόγευμα να σού κάνω και παρεΐτσα;
Α, ρε ζωή, κάτι κόλπα που μάς κάνεις... Ποιος να μού το ᾿λεγε τώρα εμένα, όταν ξεκινούσα να σε βρω με τον κατάλογο τού Ο.Τ.Ε. παραμάσχαλα, ότι θα σε υιοθετούσα κιόλας...
Η μάνα σου τι κάνει; Φάνηκε καθόλου;
Καλά. Τι θες να σού φέρω όταν έρθω, χορτόπιτα ή κασερόπιτα, που έχω και συνταγή σπέσιαλ από μια Σερραία;
Δε μού λες, αλήθεια όμως, τι σκέφτηκες όταν με είδες; Οχ, μπλέξαμε με την παλαβιάρα; Μη γελάς, έτσι με λέει κι η αδερφή μου. Αααα, κορίτσια, κούνια που σάς κούναγε, που είναι παλαβή η Γιώτα. Καθόλου σε πληροφορώ. Η Γιώτα ξέρει τι κάνει, ενώ τού λόγου σας πολύ το αμφιβάλλω.
Έλα, πάρε ένα κομματάκι, θα προσβληθώ, να το ξέρεις. Μάσα το, καλέ, δεν είναι δηλητήριο. Ξέρεις από πού τα μάζεψα τα χόρτα; Με φάγαν οι τσουκνίδες...
Τώρα θα σε ρωτήσω κάτι, δεν κρατιέμαι, μέρες το ᾿χω στη γλώσσα και με γαργαλάει. Προσωπικό, ξεπροσωπικό, εγώ θα σ᾿ το πω, γιατί θα σκάσω. Γιατί δεν τού παίρνεις διατροφή, καλέ, μού εξηγείς, σε παρακαλώ;
Τι θα πει δεν καταδέχεσαι; Δεν καταδέχομαι λένε άμα θέλουν να σε βοηθήσουν κι εσύ, ας πούμε, είσαι ψηλομύτα και λες όχι. Και πολύ καλά κάνεις δηλαδή, γιατί κι εγώ είμαι κυρία και στη ζητιανιά δε βγήκα στη ζωή μου ποτέ. Αλλά εδώ μιλάμε για την περιουσία σου. Ξένα λεφτά είναι και δεν τα καταδέχεσαι;
Τώρα μη με συγχύσεις πρωινιάτικα. Σοβαρά απ᾿ τη δουλειά του τα ᾿βγαλε; Εσύ δε δούλευες, μωρέ, τι έκανες; Αετό πετούσες; Δε λέω για το μισθό σου, να μού κάνεις τη χάρη. Το ξέρω ότι τα σπίτια και τ᾿ αυτοκίνητα δε βγαίνουν από μισθό. Εγώ μιλάω για τ᾿ άλλα, μάνα μου, τα χοντρά. Ποιος τού μεγάλωνε τα παιδιά αυτουνού, για να δουλεύει και να κάνει τα σπίτια και τα μεγαλεία; Ποιος τα γιάτρευε όταν αρρώσταιναν, ποιος τα διάβαζε, ποιος κουμαντάριζε το σπίτι; Άσε τα τραπεζώματα στους πελάτες... Το κέφι ποιος τού το ᾿φτιαχνε, σε ποιον έκανε το μάγκα όταν τον ρίχναν όλοι οι άλλοι; Εδώ. Έλα στη θεία, που λένε. Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει.
Το ξεκαθάρισα και στον Θανάση όταν ήταν σπιτωμένος μ᾿ αυτήν. «Θα με πληρώσεις ακριβά, ρε», τού είπα, «γιατί εγώ δεν ήμουν γυναίκα σου, ούτε μάνα ήμουν μόνο, ούτε υπηρέτρια. Προπονητής ήμουνα σε όλους σας, μη μού χάσετε τα ρεκόρ. Και τώρα που τα πιάσατε, θα μείνω εγώ με το τρίτο το μακρύτερο στο χέρι, με συγχωρείς για τα γαλλικά. Για κοίτα στη γωνία να δεις αν έρχομαι...»
Εγώ, να σού πω την αμαρτία μου τώρα, είχα ρωτήσει κι είχα μάθει πριν έρθω. Να δω τι καπνό φουμάρεις, ρε παιδί μου, μην πάω ντουγρού στα τυφλά. Ε, δεν ήταν και τόσο δύσκολο, μη χάσκεις. Ένα κύκλωμα είναι οι δικηγόροι, άντρα δικηγόρο είχες, δεν καταλαβαίνεις; Όλα τα ξέρει η πιάτσα. Ο Βακιαρέλης μού το σφύριξε. «Τον κοπάνισε», μού λέει, «η κυρία, τη μίση περιουσία χτυπάει. Τα πάντα στ᾿ όνομά του ήταν αλλά... θα τού τα πάρει. Ανήλικα παιδιά, υπαιτιότητα, ε, στο χέρι τον έχει. Είναι και κυριλές ο Νεοφώτιστου, χτυπάει μεγάλα κυκλώματα, δε θέλει να χαλάσει και τ᾿ όνομά του, θα πέσει, τι θα κάνει».
Ωραία, σκέφτομαι κι εγώ. Θα συνεννοηθούμε. Έχει τσαγανό η κυρία, δεν είναι κάνα χάπατο. Σ᾿ ευχαριστώ, Βασίλη μου, για το κέρατο, να πηγαίνω κι εγώ να μη σάς εμποδίζω... Γιατί τα βλέπεις κι αυτά. Εδώ θα συνεννοηθούμε, είπα.
Και τώρα να μάθω απ᾿ την κυρα-Μάνια ότι τα πήρες όλα πίσω. Ε, τής έκανα ένα τηλέφωνο, κακό είναι; Πες μου τώρα αυτό που σε ρωτάω, μην αλλάζεις κουβέντα.
Μα τι δουλειά έχουν τα παιδιά, χρυσή μου, χαμπαρίζουν τα παιδιά τι τούς γίνεται; Τα παιδιά έχει υποχρέωση να τα καθοδηγήσει η μάνα, όχι να την κουμαντάρουν. Τι ξέρουν αυτά; Να δω τι θα πουν άμα ξαναπαντρευτεί ο μπαμπάκας τους και τα βλέπει μόνο Πάσχα και Χριστούγεννα και αν τα συμπαθήσει η νέα σύζυγος. Σάμπως τα ξεσκάτωσαν, μάνα μου, για να τα πονέσουν; Τ᾿ αμολάνε εκεί, α, να βρίσκονται, και μετά κάνουμε άλλα, αφού αυτά μένουν με τη μάνα τους, δε χάλασε κι ο κόσμος. Ε, καλά, τα λέω χοντρά, αλλά άδικο έχω;
Πόσες φορές, μωρέ, ήρθε ο δικός σου να τα δει; Και καλά, για καμιά βόλτα εντάξει. Κάνα εστιατόριο, φάε φιλετάκι, πάρε και χαρτζιλίκι να δεις τι χουβαρδά πατέρα έχεις κι έξω απ᾿ την πόρτα. Ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει κάνα δάσκαλο, τα διάβασε ποτέ στα μαθήματα που είναι αδύνατα, τα πήγε στο γιατρό για εμβόλια; Όχι βέβαια. Άσε με τώρα, που θα μού πεις εμένα για τα παιδιά.
Αααα, δε θέλω κλάματα εγώ, θα σε δείρω. Ποιος, μωρέ, έβλαψε τα παιδιά του, εσύ τα έβλαψες, χαζοβιόλα; Ποιος τα λέει αυτά; Εσύ μόνο τις σκέφτεσαι τέτοιες βλακείες. Τα παιδιά, μη νομίζεις, κάνουν τον χαζό αλλά ξέρουν πολύ καλά ποιος φταίει. Μωρέ, μπορεί και να σε κατηγορούν και να σε βρίζουν ακόμα, μην ακούς. Εσένα έχουν, εσένα βρίζουν. Τον άλλον δεν τον υπολογίζουν. Δεν το ξέρεις, ρε χαζό, όποιον αγαπάς παιδεύεις.
Α, στην ευχή σου, θα σ᾿ το ξεφουρνίσω κι αυτό έτσι που μ᾿ έκανες. Πήγα και βρήκα τη μάνα σου προχτές. Σπίτι της. Δε θύμωσες, ε; Για καλό το ᾿κανα, στα κόκαλα τής μάνας μου. Σε είδα εδώ μέσα σαν τον κούκο, χυμένη στην πολυθρόνα, να μην αντέχεις να κουνήσεις ούτε χέρι... Αγριεύτηκα. Δεν το ᾿χω ξαναδεί τέτοιο πράμα.
Είχα καταπέσει κι εγώ, όταν έχασα ξαφνικά τη μανούλα μου, αλλά για μια βδομάδα, όχι κι έτσι. Μετά είπα, Γιώτα, άσε τα τρελά, έχεις σπίτι, οι ζωντανοί με τούς ζωντανούς. Και τέρμα.
Εσύ όμως την τραβάς πολύ τη βαλίτσα, παιδί μου. Τρεις μήνες στην πολυθρόνα, θα πεθάνεις, να το ξέρεις. Τι είναι ο άνθρωπος; Αν πει θα πεθάνω, θα πεθάνει την άλλη μέρα. Μια ευχή είμαστε, τι νομίζεις;
Να μού κάνεις τη χάρη που δεν καταλαβαίνει η μάνα σου. Μάνα είναι, καταλαβαίνει και παρακαταλαβαίνει.
Άλλο που είναι λίγο ελαφριούτσικια. Το φιλοσόφησε η γυναίκα, μια ζωή την έχουμε, σού λέει, γιατί να κάτσω «γω να σκάσω; Να σκάσουν οι εχθροί μου! Αυτές οι γυναίκες ζήσαν και πιο δύσκολα, μην την παρεξηγείς. Κι ούτε σ᾿ το κρατάει που τής χάλασες τη δουλειά με τον κύριο. Ε, κάτι ανέφερε, ναι. Δε χάνεται η μάνα σου, παίζει το μάτι της. Τα μούτρα σου κοίτα, που γίναν σαν εκατό χρόνων γριάς, νέα κοπέλα.
Μού μίλησε και για το κορίτσι, ναι. Μην είσαι χαζή, από μένα δε θα φύγει λέξη ποτέ, στη ζωή μου σου τ᾿ ορκίζομαι. Μην κλαις, μάνα μου, με στενοχωρείς τώρα. Τι την ήθελα και την άνοιξα τη βρωμοκουβέντα αυτή, αφού σε βλέπω, δεν αντέχεις. Εσύ, μωρέ, φταις που η μικρή έμεινε έγκυος; Θα μάς τρελάνεις τώρα; Άσε, μη μού τα πεις, τα ξέρω. Άμα διαλυθεί το σπίτι, χρυσό μου, όλα κατά διαόλου θα πάνε. Και πού να το φανταστείς εσύ τι έκανε το κορίτσι τα βράδια; Θα φυλάς σκοπιά δηλαδή, για να μην το σκάσει; Ε, το θηλυκό και το σκατό, με συγχωρείς, άμα είναι να βγουν θα βγουν, δεν τα σταματάς το Θεό μπάρμπα να ᾿χεις.
Αν δεν ηρεμήσεις αυτή τη στιγμή, θα σηκωθώ και θα φύγω, στο λόγο μου. Ποπό, μια κλαψιάρα... Τι θα σε κάνουμε εσένα, καλέ, πολύ κλαψιάρα μάς βγήκες...
Έτσι μπράβο. Άντε, που μού τα πήρες όλα στον ώμο και ξεκίνησες. Ωραία, την πήγες για έκτρωση, τι άλλο να κάνεις δηλαδή; Αντί να πει κι ευχαριστώ... Τι ήθελε; Να την αφήσεις να παντρευτεί τον μαλλιά που δεν έχει να πάρει τσιγάρα; Μωρέ, εικόνισμα θα σού στήσει μια των ημερών. Μην κοιτάς τα μούτρα που σού κρατάνε τώρα. Εφηβεία, Αννούλα... Τα μπούτια τους ξεμπλέκουν τώρα, άσε μερικά χρόνια και θα δεις πώς θα στρώσουν...
Και ο γιος σου μια χαρά παιδί είναι, ζωή να ᾿χει. Εσένα βλέπει έτσι και στενοχωριέται. Έτσι είναι τ᾿ αγόρια με τη μάνα. Κι εγώ με το δικό μου, τι να σού πω, έρωτα έχουμε. Και το κορίτσι μου λεβεντιά είναι, αλλά στο αγόρι έχω μεγάλη αδυναμία. Είναι και γλυκομίλητος, ο μπαγάσας, όλο μανουλίτσα μου και μανουλίτσα μου, με ρίχνει.
Άσ᾿ τα τώρα τα παιδιά. Τα παιδιά θα γίνουν, δεν έχουν ανάγκη, τον εαυτό σου κοίτα.
Τι μού είπες όταν πρωτοήρθα; Θυμάσαι; «Αφήστε με εμένα, κυρία μου, εγώ ούτε μάνα τα κατάφερα να γίνω, ούτε γυναίκα ούτε κόρη ούτε τίποτα». Το θυμάσαι; Τι μάς τσαμπουνάει τώρα αυτή, είπα, κάτσε να την ψάξεις λίγο τη δουλειά, Γιώτα. Καλά που είμαι τρελή εγώ και δεν απελπίζομαι, αν ήταν καμιά άλλη, θα είχε κόψει ρόδα μυρωμένα.
Και βέβαια δεν απελπίζομαι. Τα ζώα μόνο δέχονται τη μοίρα τους και σκύβουν το κεφάλι στο χασάπη. Κι αυτά κλοτσάνε και τα πόδια, που λέει ο λόγος. Όχι σαν κι εσένα, που φορτώθηκες τις μαλακίες συγνώμη ολονών πάνω σου και πηγαίνεις... Κι αν θες να ξέρεις ούτε για το άλλο έχω απογοητευτεί. Μωρέ, θα σε ψήσω εγώ να ᾿ρθεις στο δικαστήριο. Για να σηκωθείς απ᾿ την πολυθρόνα, ρε γαμώτο, πάρ᾿ το κι έτσι. Δεν ξέρω τι σού λέει ο γιατρός, εγώ ένα ξέρω: Αν δεν αντιδράσεις, καθάρισες.
Τώρα θα μάθεις και κάτι που λίγοι το ξέρουν. Για να μη λες ότι μόνο εγώ χώνομαι στα δικά σου. Όχι, άκου, άκου, θέλω να τ᾿ ακούσεις αυτό.
Πώς νομίζεις ότι έφτασε ο Θανάσης εκεί που έφτασε, μόνος του; Όχι. Έβαλα το χεράκι μου κι εγώ, δεν κάθισα να περιμένω το θαύμα. Έκατσα και σκέφτηκα, που λες, τι θα τον κλονίσει, τι φοβάται τώρα με τη γυναίκα που ᾿μπλεξε; Έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του. Τι θα φοβόμουνα εγώ, αν ήμουνα, ας υποθέσουμε, μπλεγμένη με τον Κούρκουλο ξαφνικά; Δε θα μ᾿ απασχολούσε ότι ο Κούρκουλος είναι κούκλος, αριστοκράτης, έχει κύκλο φοβερό, τον κυνηγάνε οι γυναίκες παρακαλώντας. Αυτά δε θα φοβόμουν; Ε, κι αυτός δε θα πήγαινε πίσω, σάμπως ήταν σιδερένιος; Δε θα τού περνούσε απ᾿ το μυαλό ότι είναι πενηντάρης, ξεκινημένος από οικοδομή, με υποχρεώσεις; Πώς θα τον βλέπουν οι άλλοι, οι αεράτοι, οι κουλτουριάρηδες που νταραβερίζεται; Περίγελο θα τον έχουν. Βάλε μας, θείο, τα λεφτά σου, να κάνουμε εμείς τη δουλειά μας. Και λοιπά και λοιπά. Σού εξήγησα, χαζός δεν ήταν.
Το σκέφτηκα από δω, το σκέφτηκα από κει, το αποφάσισα. Με τον μπατζανάκη μου τον Μίμη, που είναι χρυσό παιδί και πολύ μού στάθηκε, ξεκινήσαμε μια φάμπρικα. Αρχίσαμε να κάνουμε τηλέφωνα στον δικό μου, στο γραφείο, και να τον απειλούμε. Όχι δε μιλούσε ο ίδιος ο Μίμης, την ήξερε τη φωνή, βάλαμε τον ανιψιό του που ήταν τής Νομικής και τα έλεγε ωραία.
Τού ξεφούρνιζε διάφορα. «Δεν είναι για τα δόντια σου αυτή, ρε “SΚΟDΑ”», τού πέταξε μια μέρα. «Αυτή είναι λιμουζίνα. Ξέρεις τι κέρατο σού φοράει;» Μιαν άλλη φορά τού είπε ότι η κυρία τα ᾿χει φτιαγμένα με το σκηνοθέτη και τον έχουν για να τούς πληρώνει το θέατρο, να κάνουν εκείνοι όνομα. Καλά, το συγκεκριμένο μπορεί και να μην ήταν μπούρδα. Το διαβάσαμε κάπου, σε μια κωλοφυλλάδα.
Τέλος πάντων, τέτοια τού λέγαμε εν ολίγοις.
Τον τελειώσαμε τον Θανάση, το φουκαρά, τού βάλαμε το διάολο. Στην αρχή το ᾿κλεισε αλλά... μετά άρχισε να το συζητάει. Αυτό ήταν. Το ήξερα ότι ήταν ζήτημα χρόνου πλέον. Άμα μπει ο διάολος στα ζευγάρια, τελείωσε. Μετά άλλα βλέπεις, άλλα καταλαβαίνεις. Είναι και ζηλιάρης ο δικός μου, κόκορας, δε θέλει και πολύ για να φουντώσει.
Κατάλαβες πού έφτασα, Αννούλα; Και δεν ντρέπομαι καθόλου. Γιατί να ντραπώ; Νόμιμη άμυνα, που λέει κι ο Βακιαρέλης. Όχι, θα κάτσω σαν τα μούτρα σου να μοιρολογάω ότι εγώ φταίω για όλα. Γιατί φταις εσύ, κοπέλα μου; Εσύ φταις που ο άντρας σου βγήκε σκάρτος; Εσύ φταις που η βρώμα σάς έβαλε στο μάτι;
Φάε, καλέ, λίγη πίτα, τσάμπα την έφτιαχνα; Άντε, να μού ξεγυρίσεις λιγάκι. Μωρέ, μάς βλέπω εγώ σε λίγο αγκαζέ στα δικαστήρια. Μη γελάς. Έλα καλύτερα να γελάσουμε εκεί τελευταίες.
IV
ΛΑΓΝΕΙΑ
Γιατί μονάχα τις ζωντανές που λάμπουν φλόγες
βλέπεις και δεν κοιτάς τι πίσω ακολουθάει;
DANTE, θεία Κωμωδία, Καθαρτήριο, Άσμα XXIX
Μάνια Γιαννακάκου,
63 ετών, χήρα δικαστικού
Αφού σού λέω δεν μπορώ να ᾿ρθω, βρε Τασία, γιατί επιμένεις; Μωρέ, το παγωτάκι το έτρωγα ευχαρίστως, αλλά έχω και οικογενειακές υποχρεώσεις. Το χάνεις, καλέ; Δεν έχω μια κόρη, το ξέχασες; Τώρα βέβαια, έτσι που έχει χαθεί απ᾿ τον πολιτισμό κι εγώ κοντεύω να την ξεχάσω.
Μού τηλεφώνησε προ ολίγου. Έρχεται να με δει. Κάτι θέλει αυτή τώρα, αλλά δε μού είπε. Τι πού το κατάλαβα; Γιατί, έρχεται ποτέ αν δε θέλει κάτι; Δεν τής αρέσει το σπίτι μου, ξέρω γω; Όλο κόσμο βρίσκει, λέει, αδύνατον να μιλήσει. Σιγά μη μονάσω εγώ περιμένοντας επίσκεψη τής βαρόνης...
Τέλος πάντων, παλιοί καβγάδες, τώρα ούτε με τις φίλες μου ασχολείται, αλλά ούτε και με τίποτα άλλο. Ξεχειμωνιάζει σε μια πολυθρόνα. Προβλήματα, βέβαια, τι άλλο; Είδες κανέναν ν᾿ αγκαλιάζει την πολυθρόνα λόγω απολύτου ευτυχίας;
Μωρέ, δεν είναι το κέρατο. Δηλαδή κάποιο ρόλο έπαιξε και το κέρατο, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Εγώ ξέρω ότι το κέρατο τούς ξυπνάει τούς ανθρώπους. Η κόρη μου όμως έγινε ζόμπι. Αλλά πάλι ποτέ δεν αντιδρούσε νορμάλ αυτό το παιδί.
Τώρα τι θες να σού πω... Είναι και προσωπικά της και δε θέλω να τα συζητάω. Είναι και παρεξηγιάρα... Βρε συ, δεν το ξέρω εγώ πως είσαι τάφος; Άλλωστε εμείς είμαστε αδερφές, δεν είμαστε φίλες... Ε, τα βασικά τα έχεις υπόψη σου. Το ένα λάθος αγκαζέ με το άλλο. Κατ᾿ αρχάς έχει ξαμολημένο τον Βασιλάκη δεκαεφτά, ξέρω γω, χρόνια χωρίς να ενδιαφερθεί ποτέ τι κάνει. Δεν είπαμε να κάνει το δερβέναγα, αλλά πού πας, κυρά μου, χωρίς ένα διακριτικό έλεγχο; Για να ξέρεις πού βαδίζεις και τι μέτρα να λάβεις. Νωρίς, όχι μετά θάνατον. Η δικιά μου τίποτα απ᾿ αυτά. Τού είχε εμπιστοσύνη, λέει, τού Βασιλάκη. Σαν να τής είπα εγώ ότι είναι ψυχοπαθής δολοφόνος ή κλέφτης. Πού έχεις εμπιστοσύνη, μωρέ; Στο πουλί του έχεις εμπιστοσύνη; Ούτε στο δικό σου δεν μπορείς να έχεις, όχι στου αλλουνού... Ανόητη.
Και τι κάνει η κυρία με την εμπιστοσύνη, μόλις πληροφορήθηκε τα καθέκαστα περί ερωμένης Βασιλάκη; Πήγε και αυτοκτόνησε στο «Χίλτον», παρακαλώ. Αυτό, Τασία, μεταξύ μας. Μόνο εσύ κι εγώ το ξέρουμε. Θα με σκοτώσει αν διαρρεύσει. Τέλος πάντων, ας είμαι καλά που την έσωσα πάλι. Ήλπιζε φαίνεται να τη λυπηθεί και να γυρίσει πίσω. Δεν τής είπα τίποτα, αλλά απογοητεύτηκα πάρα πολύ. Μα είναι δυνατόν παιδί που μεγάλωσα εγώ να πιστεύει τέτοια πράματα; Έρχεται κανείς στο κρεβάτι σου από λύπη, αγάπη μου; Μόνο οι αποκλειστικές κι αυτές με διπλό μεροκάματο. Όχι οι άντρες.
Βεβαίως τη συμβούλεψα όχι και ότι με άκουσε όμως. «Κάνε την πάπια κάνα δυο μήνες ακόμα», τής είπα. «Μη μιλήσεις καθόλου, να τού φύγει λίγο η φόρα και μετά τον πατάς κάτω. Τότε θα πέσει σαν ώριμο φρούτο πάλι στη φωλίτσα σας. Δε χωρίζουν εύκολα οι άντρες, έννοια σου. Σιγά μη χάσουν τη βολή τους».
Καθόλου δεν το κατακρίνω. Ρεαλιστές είναι οι άνθρωποι. Πόσο θα μού κρατήσει πια ο φλογερός έρως, σκέφτεται ο άλλος, δυο, τρεις μήνες; Ένα χρόνο; Μετά τι θα κάνω; Θα ξαναχωρίζω; Αυτή τη δουλειά θα κάνω, σοβαρός άνθρωπος;
Η αλήθεια είναι ότι δεν έβγαλε τσιμουδιά. Έκανε κάτι πιο τρελό ακόμα. Πήρε κατά πόδας την κυρία. Βρε, όχι έτσι, δεν την ακολούθησε μια φορά. Την είχε πάρει από πίσω, καταλαβαίνεις; Γυμναστήριο η ερωμένη, γυμναστήριο η σύζυγος. Τι να σού πω τώρα... Τρέλα. Εντάξει να θέλει να τη δει, το καταλαβαίνω. Τον αντίπαλο πρέπει να τον γνωρίσεις, να δεις πού χωλαίνει, πού είναι η αχίλλειος πτέρνα, που λένε. Αλλά όχι κι έτσι. Αυτό παίρνει grand prix ανωμαλίας πια!
Άσε που στο τέλος σπάσαν τα νεύρα της και δεν άντεξε. Όχι μόνο τα ξεφούρνισε όλα στον Βασίλη, αλλά τον έδιωξε κακήν κακώς την ίδια μέρα απ᾿ το σπίτι. Λύσσαξε, καλέ! Τού αμόλησε και δυο τρεις Λυκουρέζους από πίσω, να τον γδάρουν στο διαζύγιο. Αφού μάς είχε καταμπερδέψει. Δεν είναι αυτή η κόρη μου, παιδιά, τούς έλεγα. Η κόρη που γέννησα εγώ είναι χάννος. Τούτη εδώ, καλέ, είναι αιμοβόρα.
Και καλά ο Βασιλάκης να την πληρώσει τη νύφη. Εκείνος ήταν ο εχθρός. Εμείς, ο άμαχος πληθυσμός, τι τής φταίξαμε και μάς περιέλαβε; Εμένα, τα ξέρεις, με τσάκωσε στο νοσοκομείο και με κακοποίησε, που λένε, ανενόχλητη. Πού να τρέξω να πάω με το γύψο; Γι᾿ αυτό τις τρέμω τις κωλοαρρώστιες, Τασία μου. Βρίσκεσαι στα νύχια τού καθενός χωρίς να μπορείς να αμυνθείς... «Για το καλό σου, μητέρα», μού έλεγε, και έκανε κουρέλι τούς γιατρούς που τάχα δε με πρόσεξαν απ᾿ την αρχή. Μαύρη λίστα η Μάνια σε όλο τον όροφο. Την τρέμαν οι νοσοκόμες. Μόνο οι νοσοκόμες; Γιατί εγώ τι έκανα; Πώς δεν έβαλα καρούλια στο γύψο να τρέχω στους διαδρόμους τού Κ.Α.Τ. να κρυφτώ... Άμα θυμάμαι τι σαρδέλα έφαγα, ανάπηρη γυναίκα, ένα μήνα; Αφού ακόμα μού ᾿ρχεται να ξεράσω. «Το γιαούρτι και η σαρδέλα έχουν το ασβέστιο που χρειάζεσαι, μητέρα», με αγρίευε και μού έχωνε το βρωμόψαρο στο στόμα. Και έβλεπα και τη διπλανή να χλαπακιάζει κάτι μπριζολάκλες, που τής φέρναν τα παιδιά της απ᾿ την ψησταριά απέναντι, και μού ᾿πεφτε η πίεση... «Φέρε μου, γλυκιά μου, ένα φιλετάκι, να χαρείς, δεν αντέχω άλλη σαρδέλα, θα ξεράσω. Δε με νοιάζει που έχει ασβέστιο, κι ο σοβάς έχει ασβέστιο, γιατί δε μού κατεβάζεις λίγο σοβαδάκι για ποικιλία;»
Μην κοιτάς που σ᾿ τα λέω τώρα και γελάω. Ξέρεις τι κατάρα έφαγε τότε; Μέχρι το μακαρίτη τον άντρα μου έψελνα, που ήθελε παιδιά να μάς κοιτάξουν στα γεράματα. Πάρ᾿ τα τώρα τα παιδιά, Γιαννακάκο. Αλλά βέβαια, εσύ έφυγες κύριος, με τις αποκλειστικές σου, με τα όλα σου. Εγώ ξέμεινα με τη μουρλή την κόρη σου...
Τώρα βέβαια κάπου την καταλάβαινα, τι μαρτύριο ζούσε. Το εξήγησα και στη μικρή, που ήταν άγρια θάλασσα με τη μάνα της. «Μην την παρεξηγείς τώρα τη μάνα σου», προσπάθησα να την ηρεμήσω, «είναι στα δυο στενά, γι᾿ αυτό κάνει όσα κάνει. Από τότε που τη θυμάμαι χόρευε στο ρυθμό τού πατέρα σου. Τώρα ο πατέρας σου πάπαλα κι αυτή δεν ξέρει τι να κάνει. Ε, το ᾿ριξε σε μάς, δυστυχώς. Με κάποιον πρέπει ν᾿ ασχοληθεί, να νιώσει χρήσιμη, η κακομοίρα».
Βέβαια η μικρή είναι τσαγανή, δε μασάει τα λόγια της. Τής μίλησε ανοιχτά. «Μαμά», τής είπε, «ποιον νομίζεις ότι μπορείς να βοηθήσεις εσύ; Ούτε τον εαυτό σου, σε πληροφορώ. Γι᾿ αυτό άσε μας στην ησυχία μας, να μάς λείπει η προσφορά». Είδες το τσουχτράκι; Ενώ το άλλο, το μικρό, τσιμουδιά. Τής έχει αδυναμία ο γιος, βλέπεις. Κάθεται εκεί το καημένο και το τρέχει από ψυχολόγο σε ιδιαίτερα και πάλι απ᾿ την αρχή. Πέφτει σε όλα τα μαθήματα, λέει. Αφού δεν πέφτει απ᾿ το μπαλκόνι το παιδί, πάλι καλά...
Η αλήθεια είναι ότι, μόλις τής βάλαμε τις φωνές όλοι μαζί, σταμάτησε. Ξαφνικά, από την άλλη μέρα δε μάς ξαναμίλησε. Όχι μόνο σε μάς. Και σε κανέναν άλλον... Προσάραξε σε μια πολυθρόνα, έβαλε και κάτι πιτζάμες κουρέλια που είχε και δεν ξανακούνησε από κει. Πού να ξέρω τι κάνει; Ή τηλεόραση βλέπει ή το ταβάνι. Ντόλτσε βίτα, που λένε... Και τα λαντόζ με τις χούφτες— όχι ότι βοήθησαν κιόλας. Αφού τρελαθήκαμε, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Την πήγαμε με το ζόρι σε μια ψυχιατρίνα, πανάκριβη. Τώρα το ταμείο της πληρώνει; Ο γαμπρός μου; Δεν έχω ιδέα. A propos, τού Βασιλάκη τού ήρθε κουτί η κατάθλιψη, γιατί η κόρη μου απέσυρε όλες τις διεκδικήσεις και τού ζήτησε και συγνώμη από πάνω. Καλό; Εγώ γι᾿ αυτό θα την πήγαινα σε ψυχίατρο, πάντως, όχι για τα υπόλοιπα. Είναι σίγουρη ότι δικό της είναι το φταίξιμο. Μωρέ, για τα βάσανα τα δικά μας φταίει, αλλά όχι και για τα καμώματα τού Βασιλάκη! Μην τρελαθούμε κιόλας, που θα τού ζητήσουμε συγνώμη, επειδή τού ήρθε μια επιθυμία για απαύτωμα ξαφνικά...
Τη μεγαλύτερη ζημιά την έπαθε όμως η κυρία Γιώτα. Σού ᾿χω αναφέρει, μωρέ, η άλλη κερατωθείσα. Η Γιώτα όμως τον ξαναμάζεψε τον άντρα της. Έξυπνη, αγάπη μου, η γυναίκα, θα τον άφηνε τον εργολάβο να τής φύγει μέσα από τα χέρια, επειδή τού γυάλισε μια παρδαλή; Όχι μόνο τον ξαναμάζεψε, αλλά τού οργάνωσε και την άμυνα στο δικαστήριο. Έτσι γνώρισε και τη δικιά μας. Προσπαθούσε να την ψήσει να καταθέσει στο δικαστήριο υπέρ τους. Πού να την ακούσει η πλερέζα. Με τίποτα. Εγώ την προειδοποίησα: «Άδικα χάνεις τον καιρό σου, κυρία Γιώτα μου, τούτη δε σηκώνεται να πάει στην τουαλέτα, μετά συγχωρήσεως, θα πάει στα δικαστήρια; Άσε που είναι «πεισμένη ότι αυτή φταίει...». Πού να μ᾿ ακούσει η Γιωτάρα... Καταλαβαίνεις τώρα για τι γυναίκα μιλάμε; Από κείνες τις λαϊκές, τις καπατσάρες... Τι πίτες τής έφτιαξε τής κόρης μου για να την ψήσει, μέχρι και γενική καθαριότητα της έκανε μια μέρα. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, που λένε... Μηδέν εις το πηλίκον όμως. Βαρέθηκε τελικά η γυναίκα κι έφυγε. Εδώ βαρέθηκα εγώ, καλέ, τι να σού κάνει και η ξένη γυναίκα. Τι, ψέματα να λέμε; Αμαρτία εξομολογημένη, η μισή συγχωρεμένη. Αποφεύγω να πηγαίνω. Με πιάνει μια πλάκωση, ένα πράμα, να βλέπω το παιδάκι μου να σαπίζει εκεί μέσα. Στο κάτω κάτω εμείς δεν μπορούμε να βοηθήσουμε. Θα κάνει τον κύκλο του και θα φύγει, όπως όλα. Θα δούμε, πρώτα ο Θεός...
Μόλις ακούσεις κουδούνι, όπως είπαμε, ε; Παίρνεις την τσάντα παραμάσχαλα και στρίβεις αλά γαλλικά. Άμα σε δει εδώ, θα φύγει. Λέξη δε θα τής βγάλω. Άσε τώρα, δεν είμαστε για πειράματα μια φορά που αποφάσισε να ᾿ρθει επίσκεψη. Να σού πω ότι δε με τρώει η περιέργεια, ψέματα θα ᾿ναι. Τι στην ευχή να θέλει; Άντε πάλι, τι τυχαίο, βρε Τασία, άρχισες να το χάνεις; Σού λέω έχει να το κουνήσει απ᾿ την πολυθρόνα μήνες. Εδώ στη δουλειά, αν δε γνώριζε ο θείος της την προϊσταμένη της, την Ξυπολιά, θα τής είχαν δώσει δυσμενή μετάθεση. Ε, έχει και το δημόσιο τα όριά του...
Έλα, έλα, κουδούνι, πάρε τη ζακέτα, άντε, θα σε πάρω αύριο εγώ. Να μού φιλήσεις τα κορίτσια.
Τασία, θέλω να μού υποσχεθείς ότι δε θα σού ξεφύγει τίποτα. Όχι, να μού κάνεις τη χάρη, δεν πρόκειται να το ανοίξω, αν δε μού ορκιστείς. Λοιπόν, άκου με ψυχραιμία και τάφος, σε παρακαλώ. Για την κόρη μου πρόκειται, μη βγει τίποτα παραπέρα, σ᾿ έφαγα.
Τι ήθελε που ήρθε προχτές; Μην προσπαθείς, δεν πρόκειται να το βρεις που να χτυπιέσαι χάμω. Συμβουλές ήθελε! Δόξα σοι, Κύριε, με δικαιώνεις έστω και αργά. Ήρθε να ρωτήσει τη μάνα της πώς να ρίξει ένα παιδί γνωστό της, που έχει βάλει στο μάτι. Ε, έτσι είναι, χρυσό μου. Καιρός τού σπείρειν, καιρός τού θερίζειν. Ξύπνησε και η δικιά μου. Και πώς; Άγρια.
Ξέρεις τι μού είπε η κυρία; Εγώ κατ᾿ αρχάς πήγα να τσεκάρω τα βασικά, ξέρεις, πού τον γνώρισε, αν είναι αδέσμευτος, τι δουλειά κάνει, πόσων χρονών είναι, τέτοια. Έλα όμως που η κόρη μου είχε αντιρρήσεις.
«Γιατί, τι τα θες;» μού κάνει. «Το μόνο που μετράει είναι ότι μού αρέσει. Θέλω να πάω μαζί του, να διασκεδάσω, κατάλαβες;»
«Γιατί εγώ τι σού είπα, αγάπη μου, να παίξετε ξερή; Σε ρωτάω απλώς για να πιάσω τι τύπος είναι, αν ταιριάζετε».
«Και γιατί πρέπει να ταιριάζουμε απαραιτήτως;» μού απαντάει κοφτά. «Σάμπως πάμε για γάμο ή σοβαρό δεσμό;»
«Για τι πάτε, παιδί μου, πες μου κι εμένα να μπω στο νόημα».
«Για κρεβάτι, μαμά. Αφού θες να τ᾿ ακούσεις χύμα, άκουσ᾿ τα».
Καλά, πώς δεν έπεσα απ᾿ την μπερζέρα, κύριος οίδε. Καλέ, θα πεθάνω, η κόρη μου τα λέει αυτά ή έπαθα παράκρουση; Να μού ᾿ρχεται ένα νευρικό γέλιο, άλλο πράμα. Μα αν την έβλεπες, θα γέλαγες κι εσύ, ρε Τασία. Να μού μιλάει για κρεβάτια και να ᾿ναι με το μαλλί λόιδο κάτω, αχτένιστο και μια κελεμπία γκρι σουρί... Και άγιο θα κόλαζε...
Και μ᾿ αρχίζει μια θεωρία, ένα λέγειν, φλόγες έβγαζε απ᾿ το στόμα. Να δεις πώς μού το ᾿πε; Α, ναι:
«Και γιατί, παρακαλώ, εμείς πρέπει να φορτώνουμε τούς έρωτές μας με τόσα βάρη; Με γάμους, με αρραβώνες, με μέλλον, με παιδιά, με σπίτια, με σκυλιά. Αυτόν θέλω εγώ. Ούτε άλλο γάμο ούτε άλλα παιδιά ούτε άλλα πεθερικά».
«Ε, καλά, παιδάκι μου», ψέλλισα, «ό,τι πεις. Αλλά πώς έφτασες στα πεθερικά; Ρίξε το γαμπρό πρώτα και βλέπουμε».
«Μην τον λες γαμπρό, σε παρακαλώ. Αυτός θα είναι ο εραστής μου».
Επί λέξει, δεν προσθέτω ούτε κόμμα. «Ό,τι θέλεις, παιδί μου», συμφώνησα εγώ. «Στο όνομα θα τα χαλάσουμε; Μπες στο ζουμί όμως. Ποιος είναι ο εν λόγω;»
Και μού εξηγεί ότι είναι ένας Διονύσης, συνάδελφός της στην Εφορία. Ωραίο παλικάρι, ξανθό, πρασινομάτικο, τριαντάρης, παντρεμένος και με παιδάκι.
«Οχ», έκανα εγώ.
«Τι βογγάς;» με ρωτάει. «Άκουσες τίποτα που δε σού άρεσε;»
«Ένα μόνο, βρε Άννα μου», τής λέω κι εγώ, «πολλά άκουσα και ταράχτηκα. Πρώτον είναι παντρεμένος ο άνθρωπος. Είσ᾿ εσύ τώρα για να μπλέκεις με παντρεμένους; Αυτοί είναι ειδικού χειρισμού. Σ᾿ το διευκρινίζω εξαρχής, για να μην κάνεις χαρά. Δεν πρόκειται να χωρίσει. Κανένας δε χωρίζει. Εκτός αν έχει γυναίκα μπόσικη σαν και τού λόγου σου και τον σπρώξει η ίδια. Οι άντρες οικειοθελώς δε χωρίζουν, τελεία και παύλα».
Σιγά μην τη στενοχώρησα.
«Κουφή είσαι, δεν ακούς τι σού λέω τόση ώρα;» μού αγριεύει. «Δε θέλω να τον παντρευτώ. Να πηδηχτώ μαζί του θέλω, ελληνικά μιλάω».
Έχει αλλάξει, καλέ, ποτέ δεν εκφραζόταν έτσι η Άννα.
«Κι αυτό θέλει την τέχνη του, παιδάκι μου», τής λέω κι εγώ. «Εύκολο το ᾿χεις; Κατ᾿ αρχάς, ξεχάσαμε το κυριότερο. Εκείνος σε θέλει ή κάνεις μπαϊράκι με το νου;»
Ευτυχώς που το ρώτησα. Τελικά τα πράματα είναι πολύ πιο σκούρα απ᾿ όσο νόμιζα εγώ, η αφελής. Το παλικάρι αγρόν αγοράζει. Τρία χρόνια δουλεύουν μαζί, μια καλημέρα έχουν, ούτε καν συμπάθεια. Και αίφνης η δικιά μου αγριεύει και αποφασίζει να τον ρίξει εν ψυχρώ στο κρεβάτι σε δυο μέρες.
«Ε, μα δε μού τα ᾿πες αυτά, Άννα μου», τής λέω. «Εγώ νόμισα ότι ένα κλίμα τουλάχιστον, ένα φλερτ υπάρχει».
«Άμα υπήρχε, δε θα ερχόμουνα σ᾿ εσένα για συμβουλές», μού απαντάει. «Θα το προχωρούσα μόνη μου. Έχεις την εντύπωση ότι μ᾿ αρέσει που είμαι εδώ τώρα;»
Έβγαλε και γλώσσα, κατάλαβες; Βεβαίως τής το ξεκαθάρισα.
«Α, δε θα μπορέσω, αγάπη μου, να κάνω και θαύματα. Μια άλφα πείρα την έχω κι ένα μυαλό το διαθέτω. Αλλά εδώ τα πράματα δεν είναι εύκολα. Να τα πάρουμε απ᾿ την αρχή. Ο περί ου ο λόγος σ᾿ έχει λουστεί, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, τρία συναπτά έτη με αυτή την αμφίεση και το μαλλί ν᾿ ανεμίζει στην τρελή νοτιά; Μάλιστα. Και πώς θα τον ιντριγκάρεις, σε παρακαλώ, να σε κοιτάξει με άλλο μάτι ξαφνικά; Άσε τι κάνουν οι άντρες, εσύ δεν είσαι άντρας. Θα τον στριμώξεις στο φωτοτυπικό και θα τού βάλεις χέρι; Γιατί αυτό κάνουν οι άντρες. Όχι; Ωραία. Πώς θα κινηθείς λοιπόν; Για να τσιμπήσει ο άλλος πρέπει να τού πουλήσεις ένα παραμύθι, δεν είσαι και η θεά τού σεξ, εδώ που τα λέμε».
Όχι, ήμουν σκληρή, Τασία μου, για να μη φάει άλλο φάσκελο και δεν τη μαζεύουμε μετά. Να ξέρει πού βαδίζει.
«Ο άντρας είναι παιδί, έτσι πρέπει να το δεις. Θέλει να πιστεύει ότι θα πιάσει εξωτικό πτηνό, για να μπει στον κόπο να το κυνηγήσει. Αλλιώς γιατί να τρέχει; Ειδικά αν είναι φρεσκοπαντρεμένος δηλαδή... Την αράζει στο λίβινγκ ρουμ και βλέπει μπάσκετ. Πάνε οι καλές οι μέρες που οι άντρες ήταν στη γύρα κι έτρεχαν από πίσω μας. Αααχ, η άτιμη η απαγόρευση, ωραίο πράμα, τούς τσίγκλαγε, παιδί μου. Τώρα που όλοι έχουνε το απαυτό στο πιάτο, δεν τούς κάνει όρεξη».
Εκεί πάνω την είδα που έπεσε το κέφι της. Τής κόπηκαν τα φτερά, τής φουκαριάρας. Αυτή ήρθε με φόρα και γω την προσγείωσα.
«Έλα, βρε χαζό», τής λέω, «μη στενοχωριέσαι, η ζωή είναι μικρή, τι νομίζεις; Κοιμάσαι ένα βράδυ και το πρωί ξυπνάς με οστεοπόρωση. Ηρέμησε. Εγώ δε σ᾿ τα είπα για να σε στενοχωρέσω. Αλλά, μάνα είμαι, έχω υποχρέωση να σε προειδοποιήσω».
«Μα, μαμά», μού κάνει, «εγώ δεν έχω σκοπό να ζοριστώ με τον Διονύση ούτε με κανέναν άλλο. Αρκετά ζόρια τράβηξα με όλους σας. Τώρα να διασκεδάσω θέλω, ένα μήνα, όσο κρατήσει, βρε αδερφέ. Μετά τού δίνω δρόμο. Θα βρω άλλον».
Γελάς, ε; Έτσι είναι αυτό το παιδί. Των άκρων. Επί τριάντα εφτά χρόνια άλλον άντρα δεν είχε δει ούτε ζωγραφιστό και τώρα αποφάσισε να τούς αλλάζει σαν τα πουκάμισα. Με το νου πλουταίνει η κόρη, βέβαια.
«Καλά, καλά», την ηρέμησα. «Κάτσε να δούμε πώς θα ρίξουμε τώρα τον πρώτο και για τούς επόμενους έχει ο Θεός...»
Την έβαλα λοιπόν και μού ανέφερε λεπτομερώς ό,τι ήξερε για τον περί ου ο λόγος. Εν ολίγοις τίποτα. Ένα παιδί μαζεμένο είναι, δεν έχει πολλά πολλά με κανέναν εκεί μέσα. Τρία χρόνια παντρεμένος με μια μαθηματικό, που τη γνώρισε μάλλον στη Σχολή. Για το παιδάκι ξέρεις. Ε, αυτά και έτερον ουδέν.
«Ελπίζω τουλάχιστον να μην ξέρει τίποτα για σένα εκείνος», τής είπα. «Γιατί αν είναι εις γνώσιν τής ιστορίας με Βασιλάκη και λοιπά, ξέχασέ το. Κερατωμένη και εγκαταλειμμένη, πολύ σεξουαλικό, τι να σού πω...»
«Ευτυχώς δεν έχει διαρρεύσει η ιστορία στην Εφορία».
«Ωραία. Πρώτα απ᾿ όλα θα πας να φτιαχτείς λιγάκι, θα πας κομμωτήριο, θα πας στην Καραπάνου για καθαρισμό, θ᾿ αλλάξεις και τα ρουχαλάκια σου. Εντάξει, πουλάκι μου; Πρέπει να σε δει ο νεαρός μια μέρα και να μη σε γνωρίζει. Να τον ταρακουνήσουμε λιγάκι. Μετά θ᾿ αρχίσεις να τού απευθύνεις το λόγο, θα βρεις τρόπο. Ζήτησε τη βοήθειά του σε κάτι επαγγελματικό».
Πού να καταλάβει ο στούρνος ο δικός μου.
«Μα, μαμά», μού κάνει, «εγώ έχω δώδεκα χρόνια πείρα, τι ξέρει ο Διονύσης καλύτερα; Αυτός τώρα μαθαίνει».
«Δε μ᾿ ενδιαφέρει τι κάνει αυτός», τής λέω κι εγώ, «εσύ πάντως δε βλέπω να μαθαίνεις με τίποτα. Στα ψέματα, αγάπη μου, θα τον ρωτήσεις, κάνε λίγο την άσχετη, δε θα σού πέσει η μύτη πια. Να τον φτιάξουμε πάμε τον άνθρωπο, να τον κάνουμε να νιώσει λίγο άντρας...»
Το ᾿πιασε τώρα, δεν το ᾿πιασε, θα σε γελάσω, Τασία μου. Εγώ τής το ᾿πα πάντως.
«Μετά», τη συμβούλευσα, «αφού θα έχει ζεσταθεί λίγο το πράμα, θα τον προσκαλέσεις για καφέ. Κάπου απέναντι. Κάποιο καφενείο θα έχει. Να προφασιστείς ότι θέλεις να συζητήσετε κάτι προσωπικό. Και μόλις τον ξεμοναχιάσεις, θα τού αρχίσεις το γνωστό παραμύθι. Ότι ο άντρας σου δε σε καταλαβαίνει, έχετε απομακρυνθεί και τα ρέστα. Βεβαίως ο άνθρωπος θ᾿ αναρωτηθεί τι σχέση έχει αυτός με την υπόθεση. Τότε θα τού πεις ότι σε ρωτάω ως άντρα, δε θέλω να συζητήσω με τούς φίλους μου, γιατί είναι λεπτό το ζήτημα, δε θέλω να τον εκθέσω. Εσύ θα ξέρεις κάτι, με ποιο τρόπο να τού σερβίρω ότι θέλω την ελευθερία μου, δεν αντέχω άλλο, θέλω να ζήσω τη ζωή μου, βρε αδερφέ».
Εκεί η κόρη μου έγινε άγρια θάλασσα.
«Τι βλακείες κάθεσαι και μού τσαμπουνάς;» ουρλιάζει. «Γιατί να τού αραδιάσω τόσα ψέματα τού ανθρώπου, χαζή είμαι;»
«Ότι είσαι, είσαι, μην αυταπατάσαι», τής γυρίζω κι εγώ. Μα, πάει γυρεύοντας. «Και τι θα τού πεις, αγαπητή μου; Έλα, καλέ, ν᾿ απαυτωθούμε, γιατί μού ήρθε εμένα η όρεξη ξαφνικά; Ή νυμφομανή θα σε θεωρήσει ή παλαβή. Ενώ με το άλλο πως δείχνεις εσύ; Και ευαίσθητη και ανεξάρτητη και διαθέσιμη και απρόβλεπτη και απ᾿ όλα. Ένα κι ένα δηλαδή για να πάρει μπρος ο τύπος».
«Σιγά», μού λέει, «θα με καταλάβει».
«Ακόμα και αν καταλάβει ότι είναι πρόσχημα, πάλι κερδισμένες βγαίνουμε. Γιατί θα το πιάσει το υπονοούμενο. Υπονοούμενο όμως, θηλυκό, όχι γροθιά στο μάτι. Σημασία έχει το στιλ, όχι τόσο τι θα πεις. Και το στιλ πρέπει να είναι διφορούμενο, να τον παίζεις κρυφτούλι τον άλλο. Να ψάχνεται. Τώρα με φλερτάρει αυτή ή είναι η ιδέα μου; Να τον διαολίσεις».
Τής έψελνα καμιά ώρα. Κατάλαβε, είπε. Τώρα τι κατάλαβε και τι ψάρια θα πιάσει, θα δούμε σε κάνα δυο βδομάδες.
Όταν λέμε πελάγη ευτυχίας, εννοούμε πελάγη ευτυχίας. Ξέρω εγώ τώρα... Λάμπουν τα μούτρα της, καλέ. Αααχ, το άτιμο το κοκό, θαύματα κάνει στο δέρμα. Έκοψε και το μαλλί, πήρε και κάνα δυο κιλάκια εκεί που πρέπει, ξεγύρισε παιδί μου... Και ξέρεις τι δίκαιη που είμαι εγώ τώρα, όχι επειδή είναι κόρη μου να τη βλέπω καλλονή, σαν κάτι άλλες.
Αφού την περασμένη βδομάδα έπεσε πάνω στη Γιούλα τη Ζωιοπούλου και δεν τη γνώρισε. Η δικιά μου βέβαια είχε χεστεί πάνω της. Άντε τώρα να τής εξηγείς, τής αρχικουτσομπόλας τής Ζωιοπούλου, τι δουλειά έχει χωρισμένη γυναίκα σ᾿ εκείνο το ξενοδοχείο. Αφού είναι επί τούτου, καλέ, αυτά τα ξενοδοχεία, όλος ο κόσμος τα ξέρει. Τι, χαζή είναι η γυναίκα; Ακόμα δεν είχε βγει απ᾿ το ταξί, αλλά ήταν σταματημένο και η Ζωιοπούλου ερχόταν να δει αν είναι ελεύθερο. Η κόρη μου λοιπόν λέει τού ταξιτζή να φύγει αμέσως, γιατί ξέχασε κάτι. Μέχρι να βάλει όμως μπροστά, εκείνη πλησίασε κι έριξε μια ματιά μέσα. Κόκαλο η δίκιά μου. Αλλά η Ζωιοπούλου χαμπάρι δεν πήρε ποια έβλεπε. «Α, κατειλημμένο», είπε κι έφυγε. Ακόμα δεν το πιστεύει η κόρη μου το θαύμα. Έχασε βέβαια το ραντεβού, δυστυχώς. Τι τής έσουρε μακρόθεν δε φαντάζεσαι. Τι σκύλα την ανέβαζε, τι κωλόγρια, άσε...
Καλέ, ξέρεις πώς κάνει για το κοκό; Έχει λυσσάξει. Ποια; Η κόρη μου που δεν το είχε αναφέρει το ζήτημα ποτέ στη ζωή της μπροστά μου τουλάχιστον... Δεν το χάνει το εβδομαδιαίο, ο Θεός ο ίδιος να κατεβεί. Μπα, σε μένα δε μιλάει γι᾿ αυτά, ντρέπεται. Αλλά δε χρειάζεται να σού πει. Μάτια έχεις. Είδε το φως το αληθινό, η κοπέλα. Προφανώς ο Βασιλάκης δε θα ήταν και τόσο κελεπούρι τελικά. Ε, τα φαινόμενα απατούν, Τασία μου. Εδώ βλέπεις κάτι παλικάρια σαν τα κρύα τα νερά και δεν τούς κάνει κούκου, σού λέει. Και υπάρχουν κάτι απολειφάδια εκεί, που δεν τα πιάνει το μάτι σου, και κάνουν θαύματα. Ασχολούνται, παιδί μου, όχι ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε. Ε, φαίνεται τής κόρης μου τής έτυχε ταλεντάκι. Αλλιώς δεν εξηγείται.
Προχτές την είδα τελευταία φορά. Βεβαίως έρχεται τώρα. Και καφεδάκι πίνουμε και μιλάμε και απ᾿ όλα. Μέλι γάλα. Προχτές ήρθε με τη μικρή και δεν μπόρεσε να μού πει τίποτα. Μια χαρά, μια χαρά, το πουλάκι μου, πρώτη μαθήτρια είναι, δεν έχει φόβο αυτή, θα σκίσει, σ᾿ το υπογράφω εγώ.
Να ᾿ξερες, Τασία μου, πόσα χρόνια έχω να τις δω μονιασμένες... Για πασχαλινά ψώνια είχαν βγει και περάσαν από δω. Στο Πόρτο Ράφτη έχουν καλέσει κόσμο. Ναι, κι εγώ. Βαριέμαι να τρέχω τώρα Αγίους Τόπους. Να μάς βρει και καμιά αδέσποτη, να ψάχνουμε... Καλύτερα να κάτσω στ᾿ αβγά μου φέτος, τόσα που ακούμε...
Άσε που μάλλον θα έχει ενδιαφέρον το πράμα. Έχω την εντύπωση ότι η κόρη μου κάλεσε και το πρόσωπο. Δεν είμαι εκατό τα εκατό σίγουρη, ήταν η Κατερίνα μπροστά, αλλά πες μου εσύ τι συμπέρασμα βγάζεις. Μού το τόνισε: «Θα έχω και συναδέλφους απ᾿ το γραφείο, δεν τούς ξέρεις, αλλά κάνουμε παρέα τελευταίως. Πολύ καλά παιδιά». Και μού σκάει κι ένα πονηρό γελάκι. Σ᾿ το λέω τον κάλεσε, η μουσίτσα, δε με γελάς εμένα. Με την οικογένειά του φαντάζομαι. Πού θα τούς αφήσει χρονιάρες μέρες, δε γίνονται αυτά. Άρα θα έχουμε μάλλον τη μεγάλη συνάντηση, δεν μπορώ να τη χάσω. Άλλο οι περιγραφές, άλλο από πρώτο χέρι. Να τη δούμε πια την περίφημη σύζυγο, που μάς έχει πρήξει μαζί της. Απ᾿ όσα μού λέει η Άννα δηλαδή, εγώ πού να ξέρω. Όλο γι᾿ αυτή μιλάει. Ε, δεν έχω πλήρη ενημέρωση, δεν τούς κρατάω και το φανάρι, Τασία μου, ν᾿ ακούω τι λένε... Πάντως, για πολιτικά μιλάνε, θα τής πει τη γνώμη τής κυρίας του, για σινεμά μιλάνε, τι έργα βλέπει η κυρία του. Όλο στο στόμα του την έχει. Από είκοσι χρονών παιδιά είναι μαζί, καλέ, είναι πολύ συνδεδεμένοι.
Για το ξενοπήδημα, τι να σού πω... Είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Δε με φωτίζει και η κόρη μου, να καταλάβω. Εκείνη νομίζει ότι ο Διονύσης ξετρελάθηκε με την ανεμελιά της. «Τη γυναίκα του», μού λέει, «προφανώς την εκτιμάει. Μαζί μου όμως περνάει καλά. Χαλαρώνει». Ε, ξέρεις τώρα, ένα απόγευμα τη βδομάδα συναντιούνται, το κάνουν, λένε σαχλαμαρίτσες και άντε στα σπιτάκια τους. Ούτε υποχρεώσεις ούτε σκοτούρες ούτε ερωτήσεις. Στο δε γραφείο παίζουν τάχα τούς αδιάφορους, και όταν δεν τούς βλέπει κανένας στέλνουν ραβασάκια. Οι γνωστές κρυάδες. Τα παιδία παίζει...
Αλλά για τη γυναίκα του και το σπίτι του τσιμουδιά, ο κύριος. Αν τον υποψιάζεται, αν έχει παράπονα μαζί της, τίποτα προβλήματα, ιδέα δεν έχουμε... Αν είναι πια τόσο σπουδαία, γιατί την κερατώνει, βρε αδερφέ; Κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Ούτε η δική μου ρωτάει. Είναι υπεράνω βλέπεις... Μωρέ, την τρώει ο κώλος της να μάθει, αλλά βράχος. «Είπαμε ότι αυτά δε μάς ενδιαφέρουν», μού το ξέκοψε. «Δε θέλω να μάθω τίποτα απολύτως. Ό,τι καταλαβαίνει ας κάνει σπίτι του. Αν θέλει να μού πει, ας μού πει. Εμένα πάντως με γουστάρει κι αυτό μετράει». Και σημειωτέον, η κόρη μου δε λέει ποτέ «τι κάνει με τη γυναίκα του». Λέει «τι κάνει σπίτι του». Ετούτο πάλι πώς σού φαίνεται;
Εγώ πάντως, Τασία, δεν πιστεύω ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος μπλέχτηκε με την κόρη μου για το σεξ. Δεν είναι ο τύπος, βρε παιδάκι μου. Άλλο θέμα αυτό. Μην τα μπλέκεις. Είπα ότι είναι καλός στο κρεβάτι, όχι ότι είναι κανένας Δον Ζουάν. Μωρέ, δεν τον ξέρω, αλλά μού ᾿χει αναφέρει η Άννα δυο πραματάκια. Ο άνθρωπος είναι μάλλον βραδυφλεγής. Δε θα τσιμπούσε πια τόσο εύκολα. Εύκολα βέβαια. Σε τρεις βδομάδες είχαν περάσει στο παρασύνθημα. Και δεν ήταν και καμιά ξεβγαλμένη η κόρη μου, να σκεφτείς τον ζάλισε τον άνθρωπο με τα κόλπα της. Σιγά τη Μάτα Χάρι. Κάτι άλλο τον έσπρωξε.
Μωρέ, μπας και τού τα φοράει η σύζυγος και παίρνει την εκδικησούλα του κι εκείνος; Υπάρχει και τέτοια περίπτωση. Να έχει καταλάβει κάτι, αλλά να μη θέλει να την ξεμπροστιάσει, μην τη χάσει. Αλλά τέτοια πράγματα δεν είναι εύκολα για τούς άντρες, Τασία μου, έχουν κι έναν εγωισμό. Οπότε σού λέει κι αυτός, έτσι είσαι, κυρία μου; Μία σου και μία μου. Τώρα πάλι τίποτα δεν είναι σίγουρο, υποθέσεις κάνω...
Ίσως να είναι και το παιδί, δεν αποκλείεται... Ε, έχει μικρό παιδί, δε σ᾿ το είπα; Αγοράκι, γύρω στα τρία. Σκέφτομαι μήπως είναι καμιά από κείνες τις περιπτώσεις που πέφτει με τα μούτρα η σύζυγος στο γιο και μένει ο ευτυχής μπαμπάς αμανάτι να τούς κοιτάζει απ᾿ έξω. Ξέρεις πόσες το κάνουν αυτό; Κάνουν ένα παιδάκι για να δέσει η οικογένεια και διαλύονται. Εμ, πώς θα γίνει; Όταν τον έχεις συνηθίσει τον άλλο να είσαι πίτσι πίτσι τόσα χρόνια, να τον ταΐζεις στο στόμα, που λένε, μπορείς ξαφνικά να τού πετάς ένα, «Α, εμένα με συγχωρείτε, κλαίει το μωρό τώρα και δεν ευκαιρώ...». Θα κρυώσει και με το δίκιο του ο άνθρωπος. Θα πάει αλλού να τον προσέξουν.
Λες να μην το έχω υπόψη μου, Τασία; Εγώ παιδί δεν έκανα; Και βέβαια δεν είναι εύκολο να ξεσκατώνεις, να θηλάζεις κάθε δίωρο και στα ενδιάμεσα να θέλεις παιχνιδάκια. Αλλά εδώ δε μιλάμε για δικαιοσύνη. Εδώ μιλάμε αν θέλεις να κρατήσεις τον άντρα σου. Αν δε σε νοιάζει, ρίξ᾿ του τού κερατά ένα πάμπερ στα μούτρα και στείλ᾿ τον ξανά στη μαμάκα του να τον κανακέψει...
Τι να σού λέω πώς περάσαμε, έκτακτα. Καταδιασκεδάσαμε. Χίλιες φορές να ᾿ρχόμουνα στα Ιεροσόλυμα, να ᾿χω και την ησυχία μου. Να με υπηρετούν άλλοι, όχι να τρέχω εγώ σαν τη δούλα να ετοιμάσω τσουρέκια, να βάφω αβγά, να πλένω εντόσθια... Δεν τα θέλει και τα έτοιμα, βλέπεις, η κυρία.
«Μια φορά κάλεσα κόσμο» μού λέει, «δε θα τούς ταΐσω πλαστικά. Δεν μπορείς να με βοηθήσεις; Δε σ᾿ το ζήτησα και πολλές φορές».
Μάλιστα η τσούχτρα.
«Να βοηθήσω, ορίστε», τής απαντάω. «Αφού θέλεις να τα πλάσουμε εμείς τα κουλουράκια, ας τα πλάσουμε. Εγώ για σένα το είπα. Έχει ο Μικές κάτι παλμιέ όνειρο, γιατί να τούς μπουκώσουμε τα έμπλαστρα τα δικά μας; Στο κάτω κάτω εγώ είμαι βέρα Αθηναία, δεν είμαι Σμυρνιά πρόσφυγα, να ξέρω από τσουρέκια». Α, παράτα μας δηλαδή.
Μωρέ, και ζύμωσα κι απ᾿ όλα τελικά. Μάς έβαλε στη γραμμή. Άγχος φοβερό, αν θα είναι η τέλεια οικοδέσποινα. Αφού στο τέλος την ξεμονάχιασα και τής τα ᾿ψαλα
Μεγαλοπαρασκευιάτικα, Θεός να με συγχωρέσει.
«Άκου, παιδάκι μου», τής λέω, «τον γκόμενο κάλεσες, όχι τη Χρύσα Παραδείση. Δε χρειάζεται να έχεις το φοβερό τραπέζι πια. Κάτι αξιοπρεπές αρκεί. Κανείς δεν έρχεται για να φάει το Πάσχα. Για να γελάσουμε όλοι μαζί και να γιορτάσουμε, χρονιάρα μέρα, μαζευόμαστε. Μη μού συγχύζεσαι λοιπόν, γιατί θα σού χαλάσει η επιδερμίδα».
«Μα θα έρθει κι αυτή εδώ», μού λέει μες το άγχος. «Δε θέλω να μάς δει και να νομίζει ότι είμαστε τίποτα γύφτοι».
«Αααα, χρυσό μου, θα με τρελάνεις εσύ», την αποπήρα.
«Δεν έρχεται η μάνα τού καλού σου, η γυναίκα του έρχεται. Υπάρχει μια διαφορά, δε νομίζεις; Τι την ενδιαφέρει τη γυναίκα αν κάνεις καλό τσουρέκι; Το μόνο που θα την ενδιέφερε, αν το ήξερε βέβαια, είναι αν κάνεις καλό κρεβάτι. Εκεί είναι το πεδίο ανταγωνισμού σας. Άντε, σύνελθε λοιπόν και άσε μας κι εμάς στην ησυχία μας».
Πράγματι, έστρωσε κομμάτι μετά απ᾿ αυτά. Την έτρωγε όμως, το έβλεπα. Και τι θα βάλει, και πώς θα χτενίσει το μαλλί... «Βρε χαζό, μη δίνεις στόχο», τη συμβούλευσα. «Θέλεις τώρα να σε δει η άλλη και να τής μπουν ψύλλοι στ᾿ αυτιά; Καλά δεν είστε έτσι;»
Τέλος πάντων. Φτάνει, που λες, η ρημάδα η Κυριακή τού Πάσχα, πάει δέκα η ώρα, αρχίζει να έρχεται κι ο κόσμος. Οι διπλανοί τους, που κάνουν παρέα τα μικρά, μια φίλη της Κατερίνας με την οικογένειά της, τα ξαδέρφια της οι Κοντόπουλοι, και μια κοπέλα συνάδελφος με τον άντρα της και την κόρη της. Ωραίοι τύποι. Βγάλαμε τα ουζάκια μας εμείς, βάλαν οι άντρες μπροστά τα κάρβουνα, ωραία και καλά. Η δικιά μου όμως είχε κατσικώσει. Ο άλλος, βλέπεις, αργούσε. Πήγε έντεκα και τίποτα. Ούτε τηλέφωνο είχε πάρει. Πήγαινε κι ερχόταν λοιπόν με το δίσκο σαν χαζή, με κάτι σφιγμένα μούτρα. Ηρέμησε, καλέ, θα μάς παρεξηγήσουν οι άνθρωποι, τι μούτρα είναι αυτά; Πού εκείνη...
Κάποια στιγμή, δώδεκα παρά, αριβάρει και το πριγκιπικό ζεύγος. Στην υποδοχή εγώ, να κόψω και την κίνηση. Τούς ανοίγω την πόρτα και μπαίνει πρώτη η κυρία, που λες. Ταγιεράκι φούξια, παπούτσι γόβα, κομψοτάτη. Και μια κοψιά περίεργη, θετική γυναίκα, βαριά, όχι σαν κάτι κνώδαλα που ξέρουμε...
«Εγώ είμαι η Μάνια, η μητέρα τής οικοδέσποινας», τής συστήνομαι. «Με ποια έχω την τιμή;» Παρίστανα τον ψόφιο κοριό, τι άλλο να κάνω;
«Κουσκουνά», μού λέει. «Ο άντρας μου», και έδειξε εκείνον που ήταν δίπλα μαγκωμένος, «είναι συνάδελφος τής Άννας».
«Χαίρω πολύ, κύριε», τού κάνω κι αυτουνού και τού σφίγγω το χέρι. Μούσκεμα, χάλια. Εμ, τι τα ᾿θελες, αγόρι μου, τα δύσκολα, αφού δεν αντέχεις;
Τούς περνάω μέσα, τούς καθίζω, τούς συστήνω και πάω να φωνάξω την άλλη. Άφαντη. Τελικά ήταν κλειδωμένη στο μπάνιο και φτιαχνότανε.
«Έλα έξω», τής σφυρίζω, «ήρθανε, άντε». Βγαίνει με τα πολλά, πλησιάζει, σκοντάφτει και σε μια πέτρα, και τελικά κατορθώνει να πάει να συστηθεί. Εγώ να βλέπω την άλλη να την κοιτάζει καρφωτά στα μάτια και ν᾿ ανατριχιάζω. Η δίκιά μου έκανε σαν καραγκιόζης. Χαμπάρι να μην είχε η γυναίκα, λίγο νιονιό αν τής βρισκόταν, θα καταλάβαινε ότι κάτι τρέχει. Ευτυχώς ξεκουμπίστηκε στα γρήγορα, να τούς φέρει ούζο από μέσα.
Πάω εγώ, κάθομαι δίπλα στο ζεύγος και αρχίζω να παίζω με το παιδάκι. Καλέ, κουκλάκι, το χρυσό μου, ζωή να ᾿χει. Πιάσαμε και τη σχετική κουβέντα. Καλά ποια είμαι, βρε Τασία, και πέφτω πάντα μέσα; Τι σού είπα την άλλη φορά; Αυτή έχει τρελαθεί πια με το μωρό. Αν την άκουγες... Και τότε μίλησε ο Άρης, και τούτο είπε ο Άρης, και δείκτη ευφυΐας ο Άρης. Ο άλλος δίπλα, μούγκα. Τού πετάω κι εγώ:
«Εσείς τι λέτε, κύριε Διονύση; Χαζομπαμπάς, χαζομπαμπάς κι εσείς;».
Διάνα. Τού ρίχνει εκείνη ένα βλέμμα όλο νόημα και μού λέει χαμογελαστά:
«Ο Διονύσης πιστεύει ότι τον κακομαθαίνω. Αλλά στο κάτω κάτω, κυρία Γιαννακάκου, αν δεν ασχοληθείς σ᾿ αυτή την ηλικία που είναι η κρίσιμη, πότε θ᾿ ασχοληθείς; Όταν γίνει είκοσι και δε θα βλέπει την ώρα να σε ξεφορτωθεί;»
«Σωστά, σωστά», συνηγορώ κι εγώ, τι να κάνω;
Και συνεχίζει: «Τού το λέω τού άντρα μου, αντί να κάνει κριτική, καλύτερα ν᾿ ασχοληθεί και κείνος λίγο με το παιδί. Υπάρχει τίποτα που να σε γεμίζει πιο πολύ; Μ᾿ ένα λογάκι μού φτιάχνει το κέφι ο άτιμος...»
Α, καλά, είπα από μέσα μου, τα θες και τα παθαίνεις, κυρά μου. Και είσαι και ξύπνια... Κρίμα.
Εν τω μεταξύ η δικιά μου να μη βγαίνει με τίποτα έξω. Έφερνε κάτι πράματα από την κουζίνα, τ᾿ ακουμπούσε όπου εύρισκε και την κοπανούσε αλά γαλλικά πάλι μέσα. Ο κόσμος είχε μείνει μόνος του. Άντε πάλι η Μάνια να κάνει τον καραγκιόζη. Κάποια στιγμή αγανάκτησα. Είχε ψηθεί και το αρνί κι έπρεπε να στρώσουμε τραπέζι.
«Θα βγεις έξω, παιδί μου, ή θα τα μαζέψω και θα φύγω», τής λέω.
«Ήταν λάθος, μαμά», μού κάνει. «Δεν έπρεπε να τούς καλέσω, δεν έπρεπε».
«Τα λάθη πληρώνονται», την έτσουξα κι εγώ. «Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς. Βγες έξω τώρα, γιατί θα γίνουμε ρεζίλι οικογενειακώς».
Το τραπέζι ήταν... Μη σού πω, καταλαβαίνεις. Μες στην ευθυμία. Όλοι είχαν πάρει είδηση ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν καταλάβαιναν και τι οι άνθρωποι. Φάγαν εκεί δυο μπουκιές και μετά προφασίστηκαν παιδιά, σκυλιά και φύγαν άρον άρον. Τι να μείνουν να κάνουν; Η κόρη μου, η φοβερή οικοδέσποινα, ξέχασε να τούς ευχηθεί και «Χριστός Ανέστη». Ευτυχώς τα παιδιά κάνανε μια πλάκα με τ᾿ αβγά και πέρασε λίγο η ώρα. Η άλλη δε να την κοιτάει με μισό μάτι. Γιατί, παρέλειψα να σού πω, τα δυο πιτσουνάκια κάναν και την άλλη εξυπνάδα. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα όλη μέρα. Ούτε βλέμμα δεν έριξαν. Ποιον πας να γελάσεις, βρε ανόητη; Χαζή είναι η άλλη; Τέλος πάντων. Πέρασε κι αυτή η μέρα, δόξα τω Θεώ.
Ούτε τηλέφωνο δεν την έχω πάρει έκτοτε, τόσο πολύ με σύγχυσε.
Μη με ρωτάς, να χαρείς ό,τι αγαπάς, γιατί συγχύζομαι. Την είδα, την είδα, γι᾿ αυτό και ταράχτηκα. Κουβαλήθηκε μόνη της χτες. Βρήκα κι εγώ ευκαιρία να τής τα ψάλω.
«Τι καραγκιοζιλίκια ήταν αυτά, καλέ, πασχαλιάτικα», τής λέω. «Εσύ, πουλάκι μου, δεν κάνεις για οικοδέσποινα, αγνοείς τα στοιχειώδη. Όταν τον καλείς τον κόσμο, τον παίρνεις πάνω σου, τον αναλαμβάνεις, πώς το λένε; Δεν τον ξαμολάς εκεί και τον αφήνεις ξεκρέμαστο να πλήξει».
Εκείνη πέρα βρέχει.
«Με συγχωρείς, μωρέ μαμά, είχα νευρικότητα, τι θες τώρα; Πες μου πώς σού φάνηκε εκείνη».
Κατάλαβα, είπα από μέσα μου, έμπλεξες τώρα, Μάνια.
«Μια χαρά γυναίκα μού φάνηκε», τής απαντάω, «γιατί ρωτάς;»
«Ε, τίποτα», μού λέει, «ήθελα να δω πώς σού φάνηκε. Δεν ήταν λίγο σφιγμένη;»
«Αν αυτή ήταν σφιγμένη, παιδάκι μου, εσύ ήσουνα κόμπος, άσε με, να χαρείς. Άλλωστε τι ήθελες να είναι η γυναίκα; Πάει σε ξένο σπίτι, όπου δεν ξέρει κανέναν και όπου με τις βλακείες σας, κατά πάσα πιθανότητα, κατάλαβε ότι κάτι τρέχει. Εσύ πώς θα ήσουν σε ανάλογη περίπτωση; Αεράτη;»
«Νομίζεις ότι ζήλεψε;» μού κάνει η κόρη μου με ύφος. «Ο Διονύσης δε μού ανοίγεται, αλλά εγώ το κατάλαβα. Ζήλεψε και μάλιστα πολύ. Αφού δεν τον άφησε να ᾿ρθει δυο Τετάρτες συνεχόμενες, που είχαμε το ραντεβού. Υπήρχαν δουλειές να τελειώσουν, τάχα. "Άσε το μπάσκετ για μια μέρα, δε θα πάθεις τίποτα. Πας την άλλη βδομάδα"».
Τώρα η κόρη μού μίλαγε κι εγώ αδύνατον να βγάλω συμπέρασμα. Ευχαριστημένη ήταν, δυσαρεστημένη ήταν, μυστήριο.
«Ε, ωραία», τής πετάω, «βλεπόσαστε την άλλη βδομάδα, δεν έγινε και τίποτα».
«Ε, όχι και δεν έγινε τίποτα», μού κάνει. «Εγώ τώρα τον θέλω, όχι όποτε τού δώσει έξοδο η γυναίκα του».
«Τότε να μην εύρισκες παντρεμένο, πουλάκι μου», την έκοψα, «να έχεις όλο το πεδίο ελεύθερο. Οι παντρεμένοι έτσι είναι. Δεν ευκαιρούν όποτε σού καπνίσει εσένα».
«Ο Βασίλης γιατί ευκαιρούσε;» μού απαντάει και το λυπήθηκα, το καημένο. Τι να τής πεις τώρα; Ότι ο Βασίλης είχε γυναίκα χάννο; Δε λέγονται αυτά, αλλά δυστυχώς έτσι είναι. Η άλλη είναι ξύπνια. Τον έπιασε τον Διονύση να κάνει νερά και τού τον έκοψε εγκαίρως το βήχα.
«Άκου, παιδί μου», τής λέω. «Γιατί σκέφτεσαι τέτοια πράματα; Τι σε νοιάζει τι κάνει εκείνος με τη γυναίκα του; Ας κόψουν το σβέρκο τους μεταξύ τους. Εσύ από μακριά κι αγαπημένοι, δεν είπαμε; Μην το μπλέξεις το πράμα πολύ. Άμα μπεις σε τέτοιο λούκι, χάθηκες. Θα σε πάρει από κάτω... Εσύ δε χτυπιόσουνα ότι δε θέλεις τίποτα από τον Διονύση; Ότι όσο περάσετε καλά, εντάξει, μετά θα τού δώσεις δρόμο;»
«Μα», μού τη γυρίζει, «αφού περνάω τόσο καλά μαζί του, γιατί να τού δώσω δρόμο; Ξέρεις τι γλυκό παιδί είναι; Μιλάμε, μαμά. Πρώτη φορά μιλάω με άνθρωπο έτσι. Μια φορά την εβδομάδα έστω. Αλλά μην αρχίσουμε να το κόβουμε κι αυτό. Θα τρελαθώ. Το ξέρεις ότι δεν κοιμήθηκα το βράδυ; Και να πεις ότι είχα υπερβολικές απαιτήσεις... Γιατί, δεν ήθελα κι εγώ ένα Σαββατοκύριακο να πάμε εκδρομή; Δεν ήθελα να πάμε κάπου έξω να φάμε, ένα σινεμά; Ήθελα. Όχι όμως και να μού κόβει μια ψωρομέρα που μού χάριζε τη βδομάδα, επειδή τον ζόρισε εκείνη. Τι είμ᾿ εγώ στο κάτω κάτω; Τα αποφάγια της θα παίρνω;»
Την άκουγα και μού ᾿ρχότανε να τής ᾿στράψω μια μπούφλα, να τη συνεφέρω. Συγκρατήθηκα όμως. «Άκου, παιδάκι μου», τής λέω, «σαν να τα μπέρδεψες τα πράματα κομμάτι. Για ποια αποφάγια μιλάς; Τι ύφος είναι αυτό; Άρχισες να το παίζεις οσιομάρτυρας πάλι; Αυτή είναι η γυναίκα του κι εσύ η γκόμενα, το ξέχασες; Αυτή θα έπρεπε να παραπονιέται, όχι εσύ. Εσύ ήξερες πού πήγαινες, υποτίθεται, μη μού μιλάς γι᾿ αποφάγια λοιπόν. Αν ήθελες άντρα επί εικοσιτετραώρου βάσεως, να εύρισκες ελεύθερο πουλί, όχι τον Διονύση με παιδιά και σκυλιά».
Έβαλε την ουρά στα σκέλια κι έφυγε. Ούτε τον καφέ της δεν ήπιε. Ε, τσούζει η άτιμη η αλήθεια, Τασία, θέλει κότσια για να την αντιμετωπίσεις. Και η κόρη μου ποτέ δεν τα κατάφερνε σε τέτοια. Μια ζωή βαυκαλιζόταν αυτό το παιδί. Άσε η μανία της να παριστάνει την αδικημένη.
«Μην αρχίζεις την γκρίνια και το οσιομαρτυριλίκι, χρυσό μου, γιατί θα πετάξει οριστικά το πουλάκι. Σιγά μην την κοπανάει ο άνθρωπος με τα χίλια ζόρια μια Τετάρτη, για ν᾿ ακούει τη μουρμούρα σου. Γιατί δεν ήρθες και γιατί δεν προφασιζόσουνα αυτό... Σιγά μην κάθεται να βρίσκει δικαιολογίες και για την ερωμένη τώρα... Να ξεσκάσει θέλει ο χριστιανός, όχι να σκάσει... Θα τον χάσεις, σε προειδοποιώ. Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβεις αυτό;»
«Και τι να κάνω δηλαδή;» μού λέει. «Αφού με πειράζει, γιατί να μην τού το πω;»
«Γιατί έτσι ξεκίνησε το πράμα, παιδί μου, και δεν είναι δυνατόν εσύ ξαφνικά να το γυρίσεις αλλιώς. Αυτή η ιστορία ξεκίνησε ελαφρά. Δεν μπορείς τώρα να την κάνεις δράμα εσύ με το έτσι θέλω. Χαλάρωσε. Μην τού δείχνεις ότι κάθεσαι όλη τη βδομάδα και τρως τα νύχια σου, μέχρι να πάει Τετάρτη να τον δεις. Μα χαζή είσαι; Γιατί αφήνεις τον άλλον να πιστεύει πως εσένα, όποτε τού καπνίσει, σ᾿ έχει στο τσεπάκι; Αράδιασέ του μπούρδες, ψέματα. Πως βγαίνεις με τον έναν, βγαίνεις με τον άλλον, διασκεδάζεις. Να καταλάβει ότι αυτός χάνει που δεν είναι ελεύθερος να είναι μαζί σου όλη την ώρα, όχι εσύ. Μην τού λες: "Αχ, Παναγίτσα μου, θα πεθάνω, αν δεν έρθεις κι αυτή την Τετάρτη". Σιγά μην τον παρακαλέσουμε κιόλας. Πες του: "Καλά, δεν έγινε τίποτε, την άλλη βδομάδα. Έχει και τα γενέθλιά του ο φίλος μου ο τάδε και κάνει πάρτι. Τι δώρο να τού πάρω, έχεις καμιά ιδέα;" Να δεις τότε σκασίλα ο Διονυσάκης, που θα σε σκέφτεται στο πάρτι, ενώ ο ίδιος θα βράζει με το ζουμί του εγκλωβισμένος απ᾿ τη γυναικούλα του».
Μπα, τσάμπα χαλάω σάλιο, Τασία μου. Την τύφλα της κατάλαβε.
«Σιγά να μην κάθομαι να κάνω ολόκληρη σκηνοθεσία», μού πετάει η κυρία στο τέλος. «Δεν έχω ανάγκη από κόλπα εγώ, για να βλέπω τον Διονύση. Ο Διονύσης με θέλει σαν τρελός, σ᾿ το είπα. Ξέρεις πόσο τού κόστισε που δε βρεθήκαμε; Τον βλέπω εγώ στο γραφείο, πώς είναι. Όλο άκεφος και αμίλητος. Άλλωστε εγώ δε σού μοιάζω, μαμά. Δεν είναι στο στιλ μου αυτά τα πράγματα. Έχω και την αξιοπρέπειά μου, βρε αδερφέ».
Τι δουλειά έχει η αξιοπρέπεια τώρα, θα σε γελάσω...
Ρε παιδάκι μου, μερικές γυναίκες να μην μπορούν να χωρίσουν δυο γαϊδάρων άχυρα... Μυστήριο πράμα.
Αν έφυγε, λέει; Μπουχός έγινε. Ακόμα τρέχει. Να τού πήγε...
Παιδί μου, σ᾿ το είχα ξαναπεί, η γυναίκα την είχε μυριστεί τη δουλειά. Μια Τετάρτη λοιπόν, που ο Διονύσης τής ξεφούρνισε πάλι το παραμύθι με το μπάσκετ, σηκώνεται απλούστατα η κυρία και πηγαίνει στο γήπεδο που τάχα θα έπαιζε με την παρέα του. Και φυσικά δε βρήκε κανέναν εκεί. Το βράδυ που μαζεύτηκε ο κύριος στο σπίτι, τον ρωτάει αθώα, αθώα: «Παίξατε, Διονύση μου, παίξατε;» Μπόσικος εκείνος δεν κατάλαβε τίποτα και απαντάει ναι. Μόνο πόσοι πόντοι μπήκαν δεν τής ανέφερε, ο βλάκας. «Και τότε εγώ πώς δε σε βρήκα όταν ήρθα στο γήπεδο;» τού δίνει τη χαριστική βολή. Τα χάνει ο Διονύσης, τα μπερδεύει, λέει μια βλακεία ήταν γεμάτο και πήγαμε σε άλλο γήπεδο παραδίπλα, ούτε ξέρω...
Το ζήτημα είναι πως η μαντάμ βεβαιώθηκε ότι ο άντρας της ξενοπηδάει και αποφάσισε να πάρει σκληρά μέτρα. «Τέρμα το μπάσκετ», τού δηλώνει. «Ξέχασέ το. Θα κρατάς το παιδί κάθε Τετάρτη, να πηγαίνω γυμναστική. Καιρός είναι να κοιτάξω λίγο τον εαυτό μου κι εγώ. Και να μού τα γνωρίσεις τα παιδιά που παίζετε μαζί. Γιατί δεν τούς καλούμε το Σάββατο για φαΐ;»
Ε, βέβαια το πήρε το μήνυμα ο Διονύσης. Χαζός είναι; Άλλωστε αυτή, την είδα, είναι σκληρό καρύδι. Αν δεν καθάριζε τη θέση του ο τύπος, θα τού έδινε δρόμο. Και πολύ τού χαρίστηκε δηλαδή. Την επόμενη κιόλας μέρα ζήτησε από την κόρη μου να μείνει λίγο πάρα πίσω στο σχόλασμα, για να τής πει κάτι επείγον. Έτσι τής το ᾿σκασε το παραμύθι. Τα γνωστά. Μάς κατάλαβε η γυναίκα μου, δεν μπορούμε να ξαναβρεθούμε, αυτά. Αντίο σας και χάρηκα που σάς γνώρισα, που λένε.
Η κόρη μου, μην τη δεις. Ράκος. Έπεσε απ᾿ τα σύννεφα. Εκείνη, παιδί μου, πίστευε πως ο Διονύσης ήταν ξετρελαμένος μαζί της. Μωρέ, μπορεί να ήταν ο άνθρωπος, καλά περνούσε, δεν αμφιβάλλω. Είναι γλυκό το ποτό τής αμαρτίας, που λέει και το τραγούδι. Αλλά το σπιτάκι του είναι πιο γλυκό ακόμα. Δεν το ᾿ξερες, κυρά μου, ότι δε θα χώριζε; Εσύ η ίδια δε μού ᾿χες πει ότι την έχει σε μεγάλη υπόληψη τη γυναίκα του και σε πρήζει μ᾿ εκείνην; Τη γνωρίζει δέκα χρόνια, έχουν παιδί, έτσι διαλύονται τα σπίτια; Ή είσαι πια ο μεγάλος έρωτας; Μην τρελαθούμε κιόλας.
«Να καταλάβεις κι ένα πράμα», τής λέω. «Και να μη σάς είχε πάρει είδηση η κυρία, πάλι θα έφευγε ο Διονύσης. Άντε, κάνα δίμηνο να κράταγε ακόμα. Με τόση μουρμούρα και πρέσα που έφαγε από σένα τον τελευταίο καιρό, δε νομίζω να πέταγε πλέον τη σκούφια του να ᾿ρθει να σε δει. Ή κάνω λάθος;»
Μούγκα η κόρη μου και κάτω το κεφάλι. Μόνο στο τέλος κατέληξε στο φοβερό συμπέρασμα: «Όλοι ίδιοι είναι. Ό,τι και να κάνεις, δεν έχει σημασία. Ό,τι και να τούς δώσεις, αυτοί το βιολί τους».
«Δεν είναι όλοι οι άντρες ίδιοι», τής λέω μαλακά, «εσύ είσαι η ίδια, παιδί μου, μην το μπερδεύεις. Αν άλλαζες εσύ, θ᾿ άλλαζαν κι αυτοί. Μη μού στενοχωριέσαι τώρα. Δεν έχασες και τίποτα. Άλλωστε αν δεν πάθουμε, πώς θα μάθουμε; Την επόμενη φορά θα τα καταφέρεις καλύτερα, θα δεις...»
«Εγώ, μάνα, δεν πρόκειται να κάνω τίποτα και για κανέναν άντρα πλέον», μού λέει τότε. «Εμένα ξεχάστε με, δεν κάνω γι᾿ αυτά. Δε βλέπεις;»
Και μού ρίχνει ένα κλάμα, μα ένα κλάμα... Είδα κι έπαθα να τη συνεφέρω... Να πάρουν την κατηφόρα τα ρίμελ και οι μάσκαρες, κι εκείνη να τρίβει το στόμα με το χέρι, να βγάλει το κραγιόν. Δράμα, δράμα. Το λυπήθηκα, το φουκαριάρικο. Αχ, μωρέ κόρη, μού ᾿ρθε να τής πω, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιο κώλο.
V
ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ
... και το κεφάλι μου όλο το βυθίζω
ωσότου καταπιώ νερό τής λήθης
DANTE, θεία Κωμωδία,
Καθαρτήριο, Άσμα XXXI
Σοφία Σιόντη,
38 ετών, δημοσιογράφος
«Χαρτάκια μυστικών»
Έπεσε πάνω μου στην Πανεπιστημίου, μπροστά απ᾿ το Rex. Μού ᾿ρθε να τής βάλω τις φωνές. Προσέξτε, επιτέλους, κυρία μου. Κυρία θα έλεγα, γουρούνα θα σκεφτόμουν, κοίτα μπροστά σου χοντρογουρούνα. Αλλά αυτό φυσικά ποτέ δε θα το ξεστόμιζα, είχα τρόπους εκ γενετής εγώ. Όμως δεν είπα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Τα μάτια της μού βούλωσαν το στόμα κι εξουδετέρωσαν την οργή μου. Τα μάτια της που με κοιτούσαν παράξενα, σαν να μην ήμασταν στη μέση τής Πανεπιστημίου ανάμεσα στο ιδρωμένο πλήθος, σαν να μη με είχε μόλις ξενυχιάσει ρίχνοντας τον άχαρο όγκο της στο δεξί μου πόδι, σαν να μην ήμασταν δυο μεγάλες γυναίκες που συγκρούστηκαν ενώ γύριζαν σπίτι πτώμα από την τιποτένια καθημερινή τους κούραση.
Με κοίταξε σαν να ήταν δώδεκα χρονών και στεκόταν απέναντι μου στη μέση τής πλατείας τού Αγίου Θωμά, στο Γουδί, το ένα πόδι μαζεμένο ψηλά και το άλλο να πηδάει, σπρώχνοντας επιδέξια μια πέτρα, ανάμεσα σε ζωγραφισμένα τετράγωνα. Κι όταν μουρμούρισε «Σοφία;» το ήξερα κιόλας πως ήταν εκείνη. Κάτω από το παλτό τού λίπους μού έγνεφε η Άννα, η βασίλισσα τού κουτσού, αυτή η άτιμη, η λιγνή και μαυριδερή που έστελνε την πέτρα όπου τραβούσε η ψυχή της. Όχι οποιαδήποτε Άννα, η Άννα η καλύτερή μου φίλη στην πλατεία, γιατί στο σχολείο είχα άλλη καλύτερη, στα αγγλικά άλλη, στη Σαλαμίνα τα καλοκαίρια άλλη.
Αυτό καθόλου δεν τής άρεσε, όταν το κατάλαβε. Χλόμιασε απ᾿ τη ζήλια. Παραβίαζα την άρρητη συμφωνία: Τα μάτια μου θα είναι ο θρόνος σου, αλλά θα βλέπεις μόνο αυτά. Εγώ πάλι το έβρισκα φυσιολογικό. Τι άλλο να κάνω δηλαδή; Να είμαι στη Σαλαμίνα όλο το καλοκαίρι και να μη σκαρφαλώνω στη συκιά, να μην καίμε τα μαγιάτικα στεφάνια, να μην κλέβω παγωτά και περιοδικά από τα περίπτερα;
«Να κάνεις ό,τι θες, αλλά χωρίς καλύτερη φίλη», μού είχε πει η Άννα το Σεπτέμβριο. «Δεν μπορείς απλώς να τρως τα βρωμόσυκα σου, χωρίς να λες τα βρωμομυστικά σου σε κάποια τυχαία βλαμμένη;»
«Μα δεν είναι νόστιμα χωρίς μυστικά», τής εξήγησα. «Είναι μόνο σύκα. Άλλωστε αν δεν πω τα μυστικά μου να βγουν έξω, θα μείνουν μέσα μου, θα σαπίσουν και θα σκουληκιάσουν». Η γιαγιά μου με είχε προειδοποιήσει πριν πεθάνει. Γι᾿ αυτό στη συνέχεια σέρβιρα στο πιτς φιτίλι φέτες τής ψυχής μου στο πιάτο, σε όποιον είχε την περιέργεια, την ευγένεια ή την υπομονή να με ακούσει. Τις πιο ωραίες φέτες, εννοείται...
Με κοίταξε για ένα λεπτό αμήχανη και παγιδευμένη ανάμεσα στις ανάγκες της και τις δικές μου. Μετά η μουρίτσα της φώτισε. «Το βρήκα», μού λέει, «είναι απλό. Όταν σού ᾿ρχεται ν᾿ ανοίξεις το στόμα σου, θα βγάζεις γρήγορα ένα χαρτάκι απ᾿ την τσέπη σου και θα τα γράφεις. Αυτό το χαρτάκι θα είμ᾿ εγώ, τ᾿ αυτιά μου. Και δε θα πεις τίποτα πια σε καμιά άλλη, εντάξει; Εγώ θα είμαι η μοναδική καλύτερη φίλη που έχεις».
Με λίγα λόγια με εκβίασε. Εκείνο το λιγνό, μαυριδερό πλασματάκι ήξερε τελικά πόσο ανάγκη είχα τα έκθαμβα μάτια του, για να συνεχίσω να ζω. Χωρίς αυτά θα ήμουν άλλη μια ψευτοβασίλισσα, χωρίς υπηκόους και βασίλειο. Μια έκπτωτη. Έτσι υπέκυψα και την υποταγή τη βάφτισα αγάπη.
Εντάξει, Άννα, όπως και να το δεις το πράμα, είχες δίκιο. Μεγάλη εφεύρεση τα χαρτάκια σου, θα σ᾿ το χρωστάω αυτό. Δεκάδες μπλοκ γέμισα από τότε. Χριστούγεννα που δε μ᾿ άφηναν να βγω έξω, Πάσχα στο χωριό και καλοκαίρια στη θάλασσα. Και σού άρεσαν, θυμάσαι πόσο σού άρεσαν; Σύντομα κατάλαβα ότι τα προτιμούσες από μένα την ίδια. Οι λέξεις μου ήταν διαλεγμένες μετά από ώρες, τίποτα στην τύχη, καμιά χαραμάδα λάθους, το υπέρτατο μέικαπ. Μπορούσες πια να με θαυμάζεις χωρίς δεύτερη σκέψη. Η γραπτή εκδοχή μου δεν έχασκε πουθενά. Η αγωνία μου να σού αρέσω ήταν ο καλύτερος editor που είχα ποτέ.
Δε σταμάτησα από τότε. Η μάνα μου μουρμούριζε ότι έγινα σνομπ και μονόχνωτη. «Κόφ᾿ το πια το χούι», μού έλεγε, «άλλωστε με την Άννα πάει πια, χαθήκατε, σε ποιον γράφεις;» Ήμουνα δεκαοχτώ κι εσύ, Άννα, είχες αλλάξει γειτονιά και ζωή και καλύτερες φίλες. Το ίδιο κι εγώ. Ούτε φωτογραφίες είχα από σένα ούτε δαχτυλίδια ούτε μια ουλή από πέσιμο στο γόνατο, αλλά δε σε ξέχασα ποτέ. Είχα τα χαρτάκια σου να σε θυμάμαι. Με τα χαρτάκια σου έπαψα να εξευτελίζομαι στον κάθε τυχάρπαστο. Κι αργότερα τα στένεψα, τα μάκρυνα και τα έκανα προσωπική στήλη.
Φαίνεται ότι 40.000 άτομα κάθε μήνα διαβάζουν τη στήλη μου στη Γυναίκα κι έχουν την εντύπωση ότι τούς στέλνω ένα πολύ προσωπικό γράμμα κάθε τριάντα μέρες. Γυναίκες κυρίως, φυσικά. Μού στέλνουν κι αυτές γράμματα, δεκάδες ευγενικά και θεραπευτικά γράμματα. «Άντε πάλι, οι θαυμάστριες τής Σοφίας», λέει ο κλητήρας. «Θα ζητήσω ανθυγιεινό επίδομα για το κουβάλημα». Τι προνόμιο να μπορείς να χαμογελάς όλο μετριοφροσύνη... Πολύ γλυκό εκ μέρους σας, αγαπητές αναγνώστριες, αλλά όχι, αυτό δεν είναι γράμμα και δε στέλνεται σε σάς. Είναι ξανά ένα «χαρτάκι μυστικών» και πάει καβάλα σ᾿ ένα τρελό βέλος τού χρόνου ίσια στην καλύτερη φίλη μου, την Άννα.
«Άννα;» είπα κι εγώ, αλλά δεν άπλωσα τα χέρια μου να την αγκαλιάσω. Δεν το ήξερα αυτό το κοντόχοντρο σώμα, αυτά τα σκούρα, άχαρα ρούχα, αυτό το εγκαταλειμμένο πρόσωπο. Απλώς βρίσκονταν ανάμεσά μας, για να μού κρύψουν την Άννα. Μόνο τα μάτια της ήξερα. Αυτά μού άνοιγαν ένα στενό μονοπάτι μέσα τους κι εκεί βούτηξα ολόκληρη προσπαθώντας να ψαρέψω τα μισοβυθισμένα δωδεκάχρονα κορίτσια που υπήρξαμε.
Ούτε κι εκείνη με άγγιξε. Ποτέ της δε με άγγιζε. Μ᾿ αγαπούσε μ᾿ ένα αποτραβηγμένο πυρετώδη τρόπο, χωρίς χάδια, αγγίγματα και σπρωξίματα με αγκώνες. Βαδίζαμε πλάι πλάι, παράλληλες γραμμές, σαν να φοβότανε μήπως συναντηθούμε σ᾿ έναν τόπο δύσκολο, σκέφτηκα χρόνια αφού χαθήκαμε. Στον τόπο όπου θα φαινόταν η γύμνια της ή η γύμνια μου ή η γύμνια μας. Από μακριά ήταν πιο ασφαλής, μπορούσε να μού αφιερωθεί με όλη της την άνεση. Από μακριά η φλυαρία μου έμοιαζε κοινωνικότητα, η βιαιότητά μου νεύρο και δύναμη, και η ανασφάλειά μου ανεξάρτητο πνεύμα. Έλαμπα από μακριά. Ήθελε τόσο πολύ να μ᾿ αγαπήσει, που ανταποκρίθηκα. Έγινα η Σοφία των ονείρων της.
Και ξαφνικά ο τρόμος. Παιδικός ναι, ανόητος, αλλά παρ᾿ όλα αυτά τρόμος. Μ᾿ έπιασε στα πράσα στη μέση τής Πανεπιστημίου. Τώρα θα καταλάβει ότι δεν είμαι η Σοφία των ονείρων της, ότι ποτέ δεν ήμουν τελικά. Μα σύντομα ησύχασα. Γύρω μας βόμβιζαν οι καθιερωμένες λέξεις, έτσι για να κερδίσουμε λίγο χρόνο. (Μα πού χάθηκες εσύ τόσα χρόνια; Ποπό, πώς πέρασαν τα χρόνια, κοίτα σύμπτωση τώρα...) Μετά κατάλαβα ότι δε θα απαιτούσε τίποτα πια από μένα, ήμουν ελεύθερη, είχε εγκαταλείψει τον αγώνα, είχε αράξει σ᾿ αυτόν τον καναπέ από λίπος και απλώς χάζευε αδιάφορα την κίνηση.
Την άρπαξα απ᾿ το χέρι και δε μ᾿ ένοιαξε αν τραβηχτεί. Έλα τώρα, Άννα, δεν έχεις τίποτα πια να φοβηθείς. Ούτ᾿ εσύ θέλεις να γίνω κάτι που δεν είμαι, ούτ᾿ εγώ μπορώ πια. Μάλλον. Τουλάχιστον όχι σ᾿ εσένα. Τουλάχιστον όχι όπως είσαι τώρα. Έλα να ξεκινήσουμε απ᾿ την αρχή κι ας είναι για μια ώρα.
Με ακολούθησε στο σπίτι μου. «Εξάρχεια», μουρμούρισε και φοβήθηκα μήπως ξαναρχίσει να χτίζει το παραμύθι μου με το τίποτα. «Είναι κοντά το περιοδικό», τής διευκρίνισα, και αποφάσισα να το διακινδυνεύσω. «Μού τη δίνουν λίγο τα φρικιά, αλλά τι να κάνεις; Απ᾿ ό,τι ακούω θα την καθαρίσουν σύντομα την περιοχή και θα μπορούμε κι εμείς να πιούμε κάναν καφέ στην πλατεία».
Λυπάμαι, Άννα, αυτό είμαι, πάρ᾿ το ή άσ᾿ το. Φυσικά τα φρικιά δε μ᾿ ενοχλούν, με αφήνουν παγερά αδιάφορη, αλλά έπρεπε να το πω, να μην αφήσω περιθώρια, καταλαβαίνεις, οι πρώτες εντυπώσεις είναι οι πιο σημαντικές...
Δεν κατάλαβε. Μού χαμογέλασε αχνά. «Πάντα ήθελες να μείνεις στο κέντρο», μού είπε. «Το θυμάμαι που το έλεγες συνέχεια, στο κέντρο τής ζωής. Μισούσες το λεωφορείο και τα ταξί και τα αυτοκίνητα. Στο κέντρο τα περίπτερα ξενυχτάνε και τα καφενεία είναι πάντα φίσκα και τα θερινά σινεμά δυο τετράγωνα πιο πέρα».
Δε διαμαρτυρήθηκα. Δεν τής είπα ότι δεν ξεμένω πια από τσιγάρα, τα παίρνω με τις κούτες, δεν πάω σε καφενεία, δεν προλαβαίνω, και στα θερινά σινεμά μ᾿ ενοχλεί ο ήχος και τα γαριδάκια των μπροστινών. Κι έπειτα πότε μισούσα εγώ τα αυτοκίνητα; Μη λέμε και ό,τι θέλουμε. Εγώ έχω αλλάξει τρία υπέροχα αυτοκίνητα μέχρι τα τριάντα πέντε μου, ποτέ δεν είπα εγώ ότι μισούσα τα αυτοκίνητα.
Βολεύτηκε άχαρα στη δερμάτινη πολυθρόνα. Δεν ήξερε πού να βάλει τα πόδια της. Τα παπούτσια της στραβοπατημένα με ίχνη λάσπης ασφυκτιούσαν από ντροπή πάνω στο χειροποίητο καυκασιανό χαλί μου. Ποιος το χέζει το χαλί, Άννα, πάτα ελεύθερα, σκούπισε τη λάσπη σου πάνω στο γαμημένο χειροποίητο χαλί μου. Εσύ το πλήρωσες άλλωστε, τα χαρτάκια σου, βρε χαζή.
Ήθελα κι άλλο χρόνο, γι᾿ αυτό χώθηκα στην κουζίνα κι άρχισα να ετοιμάζω εσπρέσο σε αργή κίνηση. Θα τη διευκόλυνα εν τω μεταξύ να βάλει το μυαλό της και τα μάτια της να δουλέψουν. Το σπίτι μιλούσε από μόνο του αρκεί να έστηνες αυτί. Οι καναπέδες, οι κουρτίνες, τα χαλιά, τα βιβλία, οι φωτογραφίες στον τοίχο, όλα ξερνούσαν τα μυστικά που ήξεραν για μένα. Η επίσκεψή σου μάς κατέλαβε εξαπίνης, μάς έπιασες στον ύπνο, Άννα. Και, βλέπεις, παίζω τίμιο παιχνίδι, δεν έκρυψα τίποτα βιαστικά μόλις μπήκαμε. Και το άδειο κουτί τής πίτσας πάνω στο τραπεζάκι το άφησα, και το ένα πιάτο και το ξεχειλισμένο τασάκι με τα αποτσίγαρα, και το μπουκάλι με το μπέρμπον δίπλα στα μπουκάλια τής μπίρας (μην ανησυχήσεις όμως, whisky after beer nothing to fear). Ti άλλο να κάνω για να καταλάβεις, δηλαδή; Να ξεβρακωθώ εν ψυχρώ και να σού δείξω την ουλή από την εξωμήτριο;
Έφερα τον καφέ σε αταίριαστα φλιτζάνια. «Ξέχασα να βάλω πλυντήριο πιάτων», απολογήθηκα. «Γύρισα ράκος χτες βράδυ». Έριξε ένα βλέμμα στα απομεινάρια του χτεσινού μου TV-δείπνου. Όχι, όχι πάλι, μωρέ Άννα, αδιόρθωτη Άννα. Ξεστραβώσου πια. Έλα τώρα, που είναι εργένικη ελευθερία αυτό το πράμα. Ποια ελευθερία άλλωστε; Οι μοναδικές δυνατότητες επιλογής είναι πίτσα, σουβλάκια ή μακαρονάδες. Σκατά ελευθερία, δολοφονική, σκέτη χοληστερίνη.
«Τη σιχαίνομαι την πίτσα, αλλά τι να κάνω; Δεν άντεχα να φάω έξω χτες», απάντησα φωναχτά στο βλέμμα της. Εν ολίγοις, δεν ξέρω να μαγειρεύω, δεν έχω σύζυγο, δε συζώ με γκόμενο, δεν έχω παιδιά, δεν έχω υποχρεώσεις, έχω όμως πολλή δουλειά. «Πες μου τι κάνεις εσύ, έλα, είκοσι τόσα χρόνια έχεις να καλύψεις, ξεκίνα», τής έστειλα το μπαλάκι απροειδοποίητα. «Παντρεύτηκες έναν συμφοιτητή σου, αυτό το έμαθα. Και μετά;»
Έστρωσε νευρικά το φουστάνι στα γόνατά της. Το κωλοφουστάνι της, το σακί με τις πατάτες. Τι να πει μέσα σ᾿ αυτό το φουστάνι; Σήκωσε τούς ώμους ένα παιδικό, ένοχο σήκωμα.
«Σού την έσκασα έτσι;»
Δεν κατάλαβα τι διάολο εννοούσε.
«Που παντρεύτηκα. Το ξέρεις ότι στην εκκλησία το μόνο πράγμα που σκεφτόμουνα, όσο ο παπάς έλεγε τα δικά του, ήσουν εσύ; Τής την έσκασα, έλεγα από μέσα μου. Φαντάσου να μπει τώρα από καμιά πλάγια πόρτα και ν᾿ αρχίσει να με ξεφτιλίζει... Μη γελάς, σε φοβόμουνα. Στην εκκλησία το κατάλαβα αυτό. Εσύ το ήξερες ότι σε φοβόμουνα;»
«Κι εγώ». (Οπ! Τι βλέπω; Έκπληξη; Μα γιατί; Είναι αυτονόητο, καλή μου. Όταν φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό φοβάται μήπως ο Γιάννης δει το χάλι του και πάψει να φοβάται...)
Το ξεπέρασε. Άλλη έκπληξη. Το άφησε ασχολίαστο. Πρώτη σκέψη: Δεν είναι η Άννα. Δεύτερη σκέψη: Βαριέται. Έχω πεθάνει γι᾿ αυτήν, που να πάρει, δεν ασχολείται πια μαζί μου, γαμώτο, έχω πεθάνει και γι᾿ αυτήν. Τότε τι νόημα έχει όλο τούτο το παιχνίδι; Γιατί ήρθε τόσο πρόθυμα μαζί μου, γιατί σκαρφάλωσε όλη την ανηφοριά τής Θεμιστοκλέους αγκομαχώντας αδιαμαρτύρητα; Μάλλον βαριόταν να πει όχι, η ανόητη.
«Έχεις παιδιά;»
«Δύο».
«Πόσων χρονών;» (Έλα, πάρε μπρος, αρχίζω να βαριέμαι κι εγώ τώρα.)
«Στην εφηβεία. Μεγάλωσαν».
«Κι ο άντρας σου;»
«Στην εφηβεία κι αυτός».
Να κάτι ενδιαφέρον. Τον βαρεθήκαμε, έτσι; Πετάει τα άπλυτα στο πάτωμα όπως ο γιος σου; Βλέπει μπάσκετ κι εσύ πήζεις; Θέλει συμπαράσταση όταν ετοιμάζει «Το μάθημά» του; Θέλει να βγαίνει να παίζει με τούς φίλους του; Γκόμενες και αλητεία; Ε, καλά, τουλάχιστον γι᾿ αυτόν δε θα τρέμεις μην πέσει στα ναρκωτικά. Έχει πέσει ήδη.
«... Άλλωστε δεν είναι πια άντρας μου».
Α, κατάλαβα, χοντρή, κερατωμένη, πικραμένη και εγκαταλειμμένη. Με στρίμωξες πάλι, Αννούλα. Πώς να ξεμπροστιαστώ εγώ τώρα, έτσι που τα κατάφερες; Ό,τι και να σού πω θα σού φανεί εξωτικό μπροστά στο χάλι σου, το στατιστικά αναμενόμενο, το βαρετό χάλι σου. Πάλι με παγίδεψες.
«Α, χωρίσατε...» (Τι λένε εδώ τώρα;) «Και δε μού λες, κανένας γκόμενος κυκλοφορεί;»
Και τότε τα μάτια της γύρισαν πίσω, έγιναν δώδεκα χρονών ξανά, καυτερά μάτια κι απαιτητικά. Τα μάτια τής Άννας.
«Κανένας. Κι ούτε θα υπάρξει κανένας».
Κι ύστερα τα μάτια της έσβησαν πάλι και ο παρελθών εαυτός της ξαναβυθίστηκε στο λίπος και χάθηκε.
Σε άφησα ήσυχη για λίγο, να ρουφάς τον καφέ σου αμίλητη. Να ξαποστάσεις απ᾿ τη φράση σου. Δεν είναι κι εύκολο να ξεστομίσεις φράση δώδεκα ετών, όταν είσαι τριάντα οχτώ. Σού έδωσα χρόνο. Ίσως και να μην είμαι τόσο κυνική τελικά. Αν είμαι, τότε γιατί με τσάκισε το αγνώριστο πρόσωπό σου, ξένο και δικό μαζί, μάσκα μπερδεμένη με πρόσωπο. Κι αυτό το σώμα σπίτι, το άμορφο καταφύγιό σου από λιποκύτταρα. Κάτι μού ψέλλισες απολογητικά, έκανες καθιστική ζωή, δεν έβγαινες, άγχος, μαγείρευες για τα παιδιά, πάχυνες, δε βαριέσαι. Όλα μαζί κι ένα ένα μια χαρά δικαιολογίες.
Αλλά όταν μιλάς σ᾿ εμένα, Άννα, πρόσεχε τι λες. Εγώ σε ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα. Ήμουν η βασίλισσά σου, θυμάσαι; Έπρεπε να σε διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο, για να μη βρεθώ μπροστά σε καμιά ξαφνική ανταρσία. Είχα πιάσει, λόγου χάρη, πόσο απεχθανόσουν την τσαχπίνα τη μάνα σου, τα τσακίσματα στη φωνή της, τον τρόπο που έριχνε τούς άντρες, με προβλέψιμα κολπάκια που πάντα έπιαναν. Εξυπνόχαζη σ᾿ τη βάφτισα κι έδωσα μορφή στην αμφιθυμία σου απέναντι της. ΕΧ τη λέγαμε έκτοτε συνθηματικά. Η ΕΧ σήμερα θα πάει θέατρο, έλα σπίτι. Είχα πιάσει και την αγάπη που καλλιεργούσες μυστικά σαν τροπικό λουλούδι, την αφοσίωσή σου στον πεθαμένο πατέρα. Άσε που τής έριχνες και το βάρος τού θανάτου του, ήταν ολοφάνερο. Δεν ήξερες τι ακριβώς έκανε, τον στενοχώρεσε, τον απογοήτευσε, πάντως ε ξ α ι τ ί α ς της έπαθε έμφραγμα τόσο νέος, αυτή σου τον στέρησε. Τρελό, ε; Η Ηλέκτρα στην πλατεία τού Αγίου Θωμά.
Σιγά σιγά την έπιασα την ανάγκη σου να έχεις ένα κέντρο, ένα στόχο, ένα ζωοδότη, δάσκαλο, εμψυχωτή, προπονητή, ίνδαλμα. Κάποιον να δικαιώνεις, να σηκώνεσαι για χάρη του κάθε πρωί στις εφτά και να βάζεις τη ζωή σου μπροστά. Αλλιώς γιατί να το κάνεις, θα μού πεις. Γιατί η ζωή δεν είναι γλυκιά, όπως λένε οι χαζοχαρούμενοι. Σύντομη είναι μόνο... Απελπιστικά σύντομη για ν᾿ απαιτούμε να έχει και νόημα...
Στην αρχή ήταν ο πατέρας σου. Ύστερα εγώ. Μετά; Κάποιος άντρας πάλι. Ο άντρας σου πιθανότατα. Ή ο εραστής σου. Πού να ξέρω, αφού δε μού λες τα μυστικά σου πια. Ένα ξέρω: Σ᾿ εγκαταλείψαμε όλοι με τη σειρά. Ο πατέρας σου πέθανε, εγώ άλλαξα γειτονιά, ο άντρας σου την κοπάνισε, ο εραστής σου ήταν λίγος. Μάντεψα σωστά; Κρατάω ακόμα τη φόρμα μου, Άννα, τι λες;
Δεν είναι δύσκολο, το γνωρίζω εκ πείρας. Μπορεί να ξυπνήσεις ένα πρωί και ξαφνικά να έχει γίνει η ζωή σου εχθρικός πλανήτης, χωρίς οξυγόνο, μόνο φαλακρά βουνά και αποξηραμένες πεδιάδες. Πώς να ζήσεις χωρίς οξυγόνο, πώς να βρεις γλώσσα να μιλήσεις στα εξωγήινα τέρατα που σε τριγυρίζουν; Οι άντρες, Άννα, φυσικά, αυτούς εννοώ κι εγώ. Τα άλλα είδη είναι προσπελάσιμα, υπάρχουν ομφάλιοι λώροι, κρυφοί και φανεροί, με τα παιδιά σου, τούς γονείς σου, τις φίλες σου. Δεσμοί αίματος, φυλετικές συγγένειες, ατταβιστικοί κώδικες. Γλώσσα κωφάλαλων, ναι, λειψή γλώσσα τής ανάγκης, αλλά πάντως γλώσσα. Τουλάχιστον, όταν μισείς μια γυναίκα, ξέρεις πώς ακριβώς τη μισείς. Αλλά τον άντρα σου ξέρεις; Αμφιβάλλω.
Μια αναγνώστριά μου μού χάρισε κάποτε τούτη τη φράση: «Αγαπητή Σοφία, μισώ τον άντρα μου σαν να ήταν ρετροϊός». Μ᾿ αυτές τις λέξεις έκλεινε ένα γράμμα φίσκα στις γνωστές κοινοτοπίες, με κεράτωσε, με περιφρόνησε, μού έκανε, μού έδειξε, μπλα, μπλα, μπλα. Εκείνο το γράμμα το διάβασα σε όλους και πολύ το διασκεδάσαμε (με συγχωρείς, αγαπητή αναγνώστρια, αλλά και οι χειρουργοί όταν σού βγάζουν τον όγκο από τον εγκέφαλο λένε μεταξύ τους: α, τελικά καρκίνος ήταν, ρε, δεν ήταν κάλος. Και μη νομίσεις ότι είναι σκέτη γαϊδουριά. Ψευτοτρίκ είναι, για ν᾿ αντέξεις τον κουβά δυστυχίας που πέφτει στα μούτρα σου κάθε μέρα βρέξει χιονίσει). Βαφτίσαμε μάλιστα τούς άπιστους γκόμενους ρετροϊούς.
Μέχρι που φωτίστηκε μέσα μου το γράμμα και η φωνή τής αναγνώστριας ακούστηκε πεντακάθαρη στ᾿ αυτιά μου. Σ᾿ αυτόν τον πόλεμο είμαστε ο ένας ρετροϊός τού άλλου. Δέσμιοι τού κοινωνικού προσδιορισμού μας, ορμάμε στους αμυντικούς μηχανισμούς τού απέναντι κι όποιον πάρει ο χάρος. Κάποιος τη γλιτώνει και κάποιος την πατάει. Ανάλογα τις αντιστάσεις. Όπως θα έλεγε και ο πρώτος μου ο κνίτης, μια φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές.
Εσύ τι ακριβώς συμπτώματα είχες; Άσε με να μαντέψω. Τα έβαλες με το σώμα σου πάντως, αυτό είναι σίγουρο. Δε σε ικανοποιούσε το λιγνό, το μαυριδερό, το αγοροκοριτσοκορμάκι σου. Δε σού έφτασε, ε; Ή μάλλον δεν τού έφτασε. Ή μάλλον νόμισες ότι δεν τού έφτασε. Και το τσάκισες, το τράβηξες, το χτύπησες σαν χταπόδι, ν᾿ αλλάξει το γαμημένο ή, αν δεν αλλάξει, τουλάχιστον να τιμωρηθεί για το κακό που σού έκανε. Τη μια το ᾿βλεπες να μη φτάνει και την άλλη ν᾿ ανθίζει ξανά μέσα στο ψοφόκρυο, σαν τις αμυγδαλιές. Και να προσελκύει τα βλέμματά τους φυσικά. Κι εσύ ξέρεις τι είναι να σε βάλουν στο μάτι. Θα πλησιάσουν, θα σε διεκδικήσουν, θα σε αφήσουν να ελπίσεις, θα σε απομυζήσουν. Ε, όχι, αυτό δε θα τούς το επιτρέψεις. Όχι ξανά. Όχι τώρα που ξέρεις τη διαδικασία. Θα αμυνθείς. Θα τυλίξεις το σώμα σου με στρώματα ευεργετικού λίπους, θα σβήσεις τη γραμμή τής μέσης, το στήθος σου θα μπερδεύεται γλυκά με την κοιλιά, τα οπίσθιά σου με τούς γοφούς. Λίπος, η θαυμαστή τέχνη τής παραλλαγής. Λίπος, η αποτελεσματικότερη μόνωση.
Κι ύστερα πρέπει να παρηγορηθείς κάπως. Αφού αποφάσισες να μην είσαι λουλούδι, μαζί με το κεντρί τους θα χάσεις και το μέλι. Το γλυκό, μεθυστικό σου άρωμα, την αίσθηση τού ήλιου όταν ανοίγεις τα πέταλα. Το κοίταγμα στον καθρέφτη μόνη με το κορμί σου. Το πρώτο χάδι. Το πρώτο φιλί. Το πρώτο ξύπνημα κοντά στο πιο ξένο και το πιο οικείο σώμα. Πρέπει να παρηγορηθείς. Έχασες βέβαια το πάρτι, αλλά σού έμεινε η τούρτα, γλυκιά μου. Μπορείς να τη φας όλη. Είναι κι αυτό μια γλύκα και μάλιστα απόλυτα ασφαλής. Κι ύστερα μια άλλη τούρτα, και μια άλλη, και μια άλλη. Τρώμε για να ζήσουμε, έτσι δεν είναι; Κι εσύ δεν έχεις άλλο τρόπο για να ζήσεις.
Και τη σιγουριά; Πού την πας την ευλογημένη σιγουριά αυτής τής ηδονής; Κάθε μέρα, οποιαδήποτε ώρα, κάτω απ᾿ όλες τι συνθήκες, ένα προφιτερόλ είναι θεσπέσιο, αδιατάρακτα θεσπέσιο. Η σως σοκολάτας δε σού βάζει όρους για να σε γλυκάνει, το φρεσκοψημένο σου καραμελέ δε ζητάει τίποτα για ν᾿ απελευθερώσει τη φυλακισμένη του κρέμα βανίλια, και τα καβουρδισμένα αμύγδαλα παραδίδονται αμαχητί στα δόντια σου. Αν δεν είσαι καλή, όμορφη, ευδιάθετη, έξυπνη, αποτελεσματική, οργανωτική, γελαστή, τρυφερή, δεν υπάρχει πρόβλημα. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα χιλιάρικο. Μ᾿ ένα ψωροχιλιάρικο για αντάλλαγμα, η γεύση, μια αίσθηση φτηνή και προβλέψιμη και πιστή σαν σκύλος, θα σε ανεβάσει ξανά στα ουράνια. Εν ολίγοις, εσείς τής γης οι κολασμένοι, μην απελπίζεστε. Αν ο Θεός τής δικαιοσύνης δεν υπάρχει, υπάρχει πάντα ο εκπρόσωπός του επί της γης, το προφιτερόλ, έτοιμο να μπαλώσει την κατάσταση ανά πάσα στιγμή.
Έτσι έχτισες σιγά σιγά με τη λύπη το λίπος γύρω σου. Πάντα το φόρτε σου ήταν η άμυνα, βλέπεις. Ο καθείς και τα όπλα του, Άννα. Εγώ απ᾿ την άλλη πλευρά, η μαστόρισσα των πολεμικών τεχνών, έχτισα μυς σε δεκάδες γυμναστήρια, ελκυστικούς ανδροφάγους μυς, έτοιμους να θαμπώσουν τα μάτια και να θολώσουν το κριτήριο τού αντιπάλου. Πολέμησα σαν σκυλί με το ελάχιστο ίχνος τού λίπους στο σώμα μου, το ξέβρασα και το κυνήγησα σαν να ήταν ο πιο ύπουλος εχθρός μου, ο Εφιάλτης μου. Πάντα το φόρτε μου ήταν η επίθεση, βλέπεις. Ο καθείς και τα όπλα του, Άννα.
Σε μια ώρα είχες φύγει. Φυσικά. Ποτέ δεν κάθεσαι στο νεκροταφείο πάνω από μια ώρα, δεν αντέχεται. Όταν έκλεισα την πόρτα πίσω σου, λύσσαγα από θυμό. Τα έβαλα με την Πανεπιστημίου που σε ξέβρασε πάνω μου. Σε έβριζα απροκάλυπτα το βράδυ μετά το τρίτο ουίσκι. Προδότρα, προδότρα, σού φώναζα, γιατί δε μ᾿ άφησες να σού επιστρέφω το σκουριασμένο σου στέμμα; Γιατί δε με βοήθησες να το ξεφορτωθώ, αφού με σφίγγει, με πρεσάρει, μού κόβει την ανάσα; Γιατί δεν άνοιξες το στόμα σου να με ρωτήσεις; Γιατί δεν άνοιξες τα μάτια σου να με δεις; Τώρα που θέλω να μιλήσω, σε ποιον να τα πω, αφού πέθανες; Ποια καταραμένη σύμπτωση σε ξέβρασε πάνω μου μεσημεριάτικα;
Και τότε άκουσα τη φωνή σου πιο καθαρή παρά ποτέ στα τύμπανά μου. Ποια σύμπτωση; μού ψιθύρισες. Δεν υπάρχουν συμπτώσεις. Κατάλαβα ότι όπου να ᾿ναι τα χαρτάκια σου εξαντλούνται κι εμφανίστηκα απ᾿ το πουθενά να σού δώσω μια τεράστια κόλλα χαρτί, μια σχεδία για να επιπλεύσεις.
Η Σοφία Σιούτη γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης. Δημοσιογραφεί εδώ και 15 χρόνια στον περιοδικό κυρίως τύπο και το ραδιόφωνο. Το διήγημα αυτό αποτελεί την πρώτη της λογοτεχνική εμφάνιση.